Άγκαθα Κρίστι Παρασκευή, ώρα 9 ½

—Και πρώτα απ’ όλα, είπε ο γιατρός Μέυνελ, με τη γνωστή άνεση που έχουν οι γιατροί, πρέπει ν’ αποφεύγετε τις στενοχώριες και τις συγκινήσεις.

Η κυρία Χάρτερ, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους που ακούνε αυτά τα παρηγορητικά, μα χωρίς καμία ουσία λόγια, είχε πάρει μιαν έκφραση που έδειχνε περισσότερη αμφιβολία, παρά ανακούφιση.

—Υπάρχει κάποια μικρή αδυναμία στην καρδιά, συνέχισε ο γιατρός με ευφράδεια, άλλα όχι κάτι τόσο σπουδαίο που να μας φοβίζει. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω γι’ αυτό.

Κοίταξε την κυρία Χάρτερ χαμογελώντας και πρόσθεσε.

—Πάντως, δε νομίζω πως θα κάνατε άσχημα να τοποθετούσατε ασανσέρ. Ε; Τι λέτε γι’ αυτό;

Η κυρία Χάρτερ είχε πάρει ένα ύφος, που έδειχνε όλη της τη στενοχώρια.

Ο γιατρός Μέυνελ, αντιθέτως, έδειχνε πως ήταν ευχαριστημένος απ’ τον εαυτό του. Ο λόγος που προτιμούσε να παρακολουθεί πλούσιους ασθενείς κι όχι φτωχούς, ήταν ότι στους πρώτους μπορούσε ν’ αναπτύξει τη φαντασία του, προτείνοντας τις πιο απίθανες θεραπείες για τις ασθένειές τους.

—Ναι, βέβαια, το ασανσέρ, επανέλαβε, δοκιμάζοντας να σκεφθεί κάτι περισσότερο εντυπωσιακό, αλλά χωρίς και να το επιτύχει. Έτσι θα κατορθώσουμε να αποφύγουμε όλη την μυϊκή κόπωση, που δημιουργείται απ’ την προσπάθεια που καταβάλετε για ν’ ανεβοκατεβαίνετε όλα εκείνα τα αμέτρητα σκαλιά. Αυτό δε μας απαγορεύει βέβαια να εξασκούμεθα καθημερινώς. Αντιθέτως ενδείκνυται να κάνετε τη βόλτα σας στον κήπο ή στην έξοχη, υπό την προϋπόθεση βέβαια πως ο καιρός θα είναι καλός κι ότι δεν πρόκειται να επιδοθείτε σε αναρριχήσεις. Προσέξτε με, δεν θέλω να σας φοβίσω, γιατί, όπως σας τόνισα ήδη, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος για να το κάνω, άλλα απαγορεύεται να σκαρφαλώνετε στα υψώματα, γιατί αυτό θα σας δημιουργήσει ένταση. Κυρίως, όμως δεν πρέπει να παραμελήσετε τις πνευματικές ενασχολήσεις. Κυρία Χάρτερ, μην παίζετε με την υγεία σας, πρόσθεσε σοβαρά, προσπαθώντας να διατηρήσει κάποια προσποιητή ευθυμία.

Στον ανιψιό της κυρίας Χάρτερ, τον Τσαρλς Ρίτζγουεη ο γιατρός ήταν πιο σαφής.

—Δεν θέλω να παρεξηγήσετε το νόημα των λόγων μου, είπε. Η θεία σας μπορεί να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη. Αλλά συγχρόνως δεν αποκλείεται κάποια ζωηρή συγκίνηση ή και η υπερβολική κόπωση ακόμη, να την φέρουν στο τέλος της και μάλιστα απροσδόκητα…

Χτύπησε τα δάχτυλά του, δείχνοντας χαρακτηριστικά τις συνέπειες των συγκινήσεων.

—Η θεία σας επιβάλλεται να κάνει μια πολύ ήρεμη ζωή. Όχι υπερβολές. Όχι κούραση. Δεν πρέπει όμως να αφεθεί να μελαγχολήσει. Να διατηρεί πάντα το κέφι της αμείωτο και να απασχολεί το μυαλό της με ευχάριστες δραστηριότητες.

—Ευχάριστες δραστηριότητες, επανέλαβε ο Τσαρλς Ρίτζγουεη σκεφτικά.

Ο Τσαρλς ήταν ένας έξυπνος νέος, που πίστευε πως πρέπει να αξιοποιούμε τις κλίσεις μας, όταν μας δίνετε η ευκαιρία.

Εκείνο το ίδιο απόγευμα, πρότεινε να αποκτήσουν ένα ραδιόφωνο.

Η θεία του, που ήταν ακόμη ταραγμένη απ’ τα λόγια του γιατρού κι απ’ αυτή την ιστορία με το ασανσέρ, ενοχλήθηκε ακόμα περισσότερο και δεν είχε σκοπό να υποχωρήσει.

—Δε νομίζω πως θα μ’ αρέσει να έχω μέσ’ το σπίτι μου ένα ραδιόφωνο, είπε η κυρία Χάρτερ, με ύφος αξιολύπητο. Τα κύματα, ξέρεις, τα ραδιοκύματα, θα μπορούσαν να με επηρεάσουν.

Ο Τσαρλς τότε με περισπούδαστο ύφος αλλά ευγενικά, βάλθηκε να της αποδείξει πόσο αβάσιμη ήταν η ιδέα της.

Η κυρία Χάρτερ, ωστόσο, που είχε ελάχιστες γνώσεις γύρω απ’ αυτά τα πράγματα, αλλά που ήξερε να επιμένει με πείσμα στη γνώμη της, έμεινε ακλόνητη και αμετάπειστη.

—Όλος αυτός ο ηλεκτρισμός, μουρμούρισε δειλά. Μπορείς να λες ότι θέλεις, Τσαρλς, αλλά πολλοί άνθρωποι επηρεάζονται απ’ τον ηλεκτρισμό. Εγώ, π.χ., έχω πάντα ένα φοβερό πονοκέφαλο πριν από μια θύελλα. Το ξέρω καλά αυτό που σου λέω, γιατί το έχω παρατηρήσει πολλές φορές.

Κούνησε το κεφάλι της θριαμβευτικά, που είχε κατορθώσει να φέρει ένα τόσο γερό επιχείρημα, αλλά ο Τσαρλς δεν φάνηκε διατεθειμένος να δεχθεί αδιαμαρτύρητα μια τέτοια κατηγορία.

Ήταν υπομονετικός νέος, αλλά δεν ήξερε τι θα πει ανακωχή ή υποχώρηση. Ήταν μεθοδικός και πεισματάρης.

—Αγαπητή μου θεία Μαίρη, είπε παρακλητικά, άφησε με να σου ξεκαθαρίσω αυτό το ζήτημα.

Ήταν σχεδόν αυθεντία, πάνω στο θέμα. Ήξερε ότι αφορούσε τη συσκευή του ραδιοφώνου, απ’ το σασί μέχρι και την τελευταία λυχνία, της μίλησε για τα ερτζιανά κύματα και για το ρόλο που έπαιζε η γείωση και όση ώρα μιλούσε, σ’ ένα τόνο βαθύ και πειστικό, είχε ζεσταθεί κι ο ίδιος, είχε ανάψει και κουνούσε τα χέρια του εκφραστικά.

Η κυρία Χάρτερ, που είχε αρχίσει να βουλιάζει μισοζαλισμένη μέσα στον ακατάσχετο αυτό χείμαρρο των λέξεων και μάλιστα μη καταλαβαίνοντας τίποτα, παρά την αξιέπαινη προσπάθεια που έκανε, αναγκάσθηκε τελικά να υποχωρήσει, περισσότερο για να απαλλαγεί απ’ τον ανιψιό της, παρά γιατί την είχε μεταπείσει:

—Φυσικά, Τσαρλς, μουρμούρισε η καημένη Αν πραγματικά νομίζεις…

—Καλή μου θεία Μαίρη, είπε ο Τσαρλς με ασυγκράτητο ενθουσιασμό, το ήξερα εγώ πως θα δεχόσουν… Το ήξερα πως καταλαβαίνεις όταν σου εξηγώ… Άλλωστε είναι περισσότερο για σένα. Για να σου κρατάει συντροφιά, να μην πλήττεις, να έχεις έναν σύντροφο που να σε διασκεδάζει.

Το ασανσέρ που είχε συστήσει ο γιατρός Μέυνελ τοποθετήθηκε σε λίγο καιρό δημιουργώντας μεγάλη σύγχυση στην καημένη την κυρία Χάρτερ, γιατί όπως οι περισσότερες γηραιές κυρίες, έτρεφε κι αυτή έντονο φόβο για τους ξένους που έμπαιναν στο σπίτι της. Τους υποπτευόταν όλους μαζί και τον καθένα χωριστά, πως εποφθαλμιούσαν να της αρπάξουν όλα της τα παλιά ασημικά.

Μετά το ασανσέρ, ήρθε και το ραδιόφωνο. Η κυρία Χάρτερ το κοίταξε περιφρονητικά. Γι’ αυτήν δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα άχαρο κουτί με κουμπιά που προεξείχαν.

Ο Τσαρλς όμως βάλθηκε αμέσως να την εξοικειώσει μαζί του. Ο ίδιος βρισκόταν στο στοιχείο του, γυρίζοντας και ξαναγυρίζοντας τα διάφορα κουμπιά, εξηγώντας της τη λειτουργία τους.

Η κυρία Χάρτερ, καθισμένη στην σκαλιστή πολυθρόνα της, τον άκουγε υπομονετικά και με ευγένεια, αλλά κατά βάθος σκεπτόταν πως όλα αυτά τα μοντέρνα πράγματα, αποτελούσαν μεγάλη ενόχληση.

—Ακούστε, θεία Μαίρη, πιάσαμε Βερολίνο! Μα, δεν είναι υπέροχο; Ακούτε τον εκφωνητή;

—Δεν ακούω τίποτα άλλο από βουητά και μουγκρίσματα, απάντησε η κυρία Χάρτερ.

Ο Τσαρλς συνέχισε να γυρίζει το κουμπί.

—Βρυξέλλες, ξεφώνισε με ενθουσιασμό.

—Αλήθεια; έκανε η κυρία Χάρτερ αδιάφορα.

Ο Τσαρλς έστρεψε πάλι το κουμπί και το δωμάτιο πλημμύρισε ένα απόκοσμο βουητό.

—Και τώρα φαίνεται πως πιάσαμε το σταθμό του μαντρόσκυλου, είπε η κυρία Χάρτερ, που διέθετε κρυφά δείγματα ενός ανεπαίσθητου χιούμορ.

—Χα, χα, γέλασε, ο Τσαρλς. Το λέτε το αστειάκι σας, θεία, ε; Πετυχημένο όμως. Α, όλα κι όλα…

Η κυρία Χάρτερ δεν μπόρεσε να μην του χαμογελάσει. Τον λάτρευε τον ανιψιό της. Για κάμποσα χρόνια είχε ζήσει μαζί της κάποια άλλη ανιψιά της, η Μύριαμ Χάρτερ. Είχε σκοπό να την καταστήσει γενική κληρονόμο της, αλλά η Μύριαμ δεν βοήθησε καθόλου την κατάσταση. Ήταν ανυπόμονη και έδειχνε φανερά πως η συντροφιά της θείας της τής ήταν κουραστική και ανυπόφορη. Διαρκώς γύριζε έξω και «νυχτοπερπατούσε» όπως έλεγε η κυρία Χάρτερ. Στο τέλος έμπλεξε με κάποιο νεαρό που δεν άρεσε καθόλου στη θεία της κι έτσι αναγκάσθηκε να την στείλει πίσω στη μητέρα της, μαζί με ένα λακωνικό σημείωμα, λες κι επρόκειτο για κάποιο αντικείμενο προς επιστροφή. Αργότερα η Μύριαμ είχε παντρευτεί το νεαρό και η θεία κατέληξε να της στέλνει κανένα μαντηλάκι ή ένα κεντητό τραπεζομάντιλο για τα Χριστούγεννα.

Στο τέλος, η κυρία Χάρτερ απογοητευμένη απ’ τις ανιψιές της, αναγκάσθηκε να στραφεί προς τους ανιψιούς της. Ο Τσαρλς, απ’ την πρώτη στιγμή, έδειξε την μεγάλη του αξία. Ήταν πάντοτε ευχάριστος στη θεία του και άκουγε με ανυπόκριτο ενδιαφέρον τις διηγήσεις της απ’ την πρώτη νεότητα της. Σ’ αυτό παρουσίαζε μεγάλη αντίθεση με την Μύριαμ, που βαριόταν να ακούει τις εκμυστηρεύσεις της θείας της και το χειρότερο, δεν παρέλειπε να το δείχνει. Ο Τσαρλς δεν βαριόταν ποτέ. Ήταν πάντα εύθυμος, καλοδιάθετος και διασκεδαστικός. Δεν παρέλειπε μάλιστα να επαναλαμβάνει δυο τρεις φορές την ήμερα πως η θεία του ήταν πράγματι ένας ανεκτίμητος θησαυρός.

Ικανοποιημένη περισσότερο απ’ ότι θα μπορούσε να ελπίσει η κυρία Χάρτερ έγραψε στο δικηγόρο της, δίνοντας οδηγίες, για να συντάξει μια καινούργια διαθήκη. Η διαθήκη έφθασε σε λίγο, ακριβώς όπως την είχε ζητήσει. Την διάβασε, την επιδοκίμασε και την υπέγραψε χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Και τώρα ακόμα και μ’ αυτή την υπόθεση του ραδιοφώνου, ο Τσαρλς είχε κερδίσει νέο δαφνοστέφανο.

Η κυρία Χάρτερ, που καταπολέμησε στην αρχή αυτή την ιδέα, φάνηκε υπομονετική και στο τέλος έδειξε ενθουσιασμένη. Όταν μάλιστα ο Τσαρλς έλλειπε απ’ το σπίτι, καθόταν κοντά στο ραδιόφωνο και τότε έδειχνε πόσο διασκέδαζε μαζί του. Όταν ήταν κι ο Τσαρλς στο σπίτι, δεν το άφηνε σε ησυχία. Η κυρία Χάρτερ καθόταν αναπαυτικά στην πολυθρόνα της και άκουγε κάποια συμφωνία, μια ομιλία για την Λουκρητία Βοργία, ή τη ζωή στη φύση, ευτυχισμένη και γαλήνια. Αυτό δεν συνέβαινε όμως όταν ο Τσαρλς έμενε στο σπίτι, Η αρμονία και η γαλήνη διαλύονταν από ραδιοφωνικά παράσιτα και συριγμούς, γιατί ο Τσαρλς προτιμούσε τους ξένους σταθμούς και αλάλαζε με πραγματικό μένος, όταν τύχαινε να πιάσει τη συχνότητα κάποιου απ’ αυτούς. Τα βράδια που έβγαινε με τους φίλους του έξω για να διασκεδάσουν, τότε η κυρία Χάρτερ διασκέδαζε πραγματικά. Άνοιγε το ραδιόφωνο, καθόταν στη σκαλιστή πολυθρόνα της και απολάμβανε το βραδινό πρόγραμμα.

Θα είχαν περάσει περίπου τρεις μήνες απ’ την εποχή που το ραδιόφωνο μπήκε στο σπίτι, όταν συνέβηκε το πρώτο παράξενο περιστατικό. Ο Τσαρλς εκείνο το βράδυ έλλειπε. Είχε πάει να παίξει μπριτζ.

Το πρόγραμμα είχε κάποιο κοντσέρτο με τραγούδια. Μια διάσημη σοπράνο, τραγουδούσε το «Άννυ Λώρη». Και στη μέση του τραγουδιού, έγινε αυτό το πράγμα. Μια ξαφνική διακοπή, η μουσική σταμάτησε, ο βόμβος συνεχίστηκε για λίγο, για να σβήσει κι αυτός σιγά-σιγά. Ακολούθησε σιωπή, μαζί με έναν ανεπαίσθητο βόμβο απ’ το βάθος.

Η κυρία Χάρτερ είχε την εντύπωση – ούτε κι αυτή ήξερε το γιατί – πως το ραδιόφωνο είχε πιάσει κάποιον άλλο μακρινό σταθμό και τότε καθαρά και ευδιάκριτα ακούστηκε μια ανδρική φωνή, με ανεπαίσθητη Ιρλανδική προφορά, να λέει:

«Μαίρη… με ακούς Μαίρη; Είμαι ο Πάτρικ… Σου μιλάει ο Πάτρικ, Μαίρη… Έρχομαι σύντομα για σένα. Θα είσαι έτοιμη; Έτσι δεν είναι, Μαίρη;»

Κι αμέσως μετά, η άρια της «Άννυ Λώρη» ξαναγύρισε στο δωμάτιο.

Η κυρία Χάρτερ ανακάθισε. Τα χέρια της είχαν αρπάξει τα μπράτσα της πολυθρόνας. Μήπως είχε ονειρευτεί; Ο Πάτρικ! Η φωνή του Πάτρικ! Ναι, ήταν η φωνή του Πάτρικ που είχε ακουστεί μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο και της μιλούσε! Όχι, δεν ήταν δυνατόν! Ήταν όνειρο, δεν μπορούσε παρά να είναι μια ψευδαίσθηση, θα πρέπει να είχε κοιμηθεί για λίγο. Αλλά τι παράξενο όνειρο. Να ακούσει, λέει, τη φωνή του Πάτρικ, να της μιλάει απ’ τον άλλο κόσμο! Ένοιωσε για μια στιγμή το φόβο να την ζώνει. Αλήθεια τι είχε πει;

«Έρχομαι σύντομα για σένα. Θα είσαι έτοιμη; Έτσι δεν είναι, Μαίρη;»

Μήπως ήταν ένας οιωνός; Μια στιγμιαία αδυναμία της καρδιάς. Η καρδιά της. Στο κάτω της γραφής τα είχε τα χρονάκια της.

—Είναι μια προειδοποίηση, οπωσδήποτε αυτό ήταν, μονολόγησε η κυρία Χάρτερ, καθώς σηκωνόταν αργά και επώδυνα απ’ την πολυθρόνα της, προσθέτοντας:

—Και να σκεφθείς πως ξόδεψα ένα σωρό χρήματα για να εγκαταστήσω αυτό το ασανσέρ!

Δεν ανέφερε σε κανένα το περιστατικό, άλλα για τις δυο επόμενες μέρες ήταν λιγάκι σκεπτική και αφηρημένη.

Και τότε ακολούθησε το δεύτερο περιστατικό. Ήταν και πάλι μόνη της στο δωμάτιο. Το ραδιόφωνο, που εκείνη την ώρα μετέδιδε αποσπάσματα από όπερες, σταμάτησε πάλι κατά τον ίδιο τρόπο, που της ήταν γνωστός και σιωπή απλώθηκε γύρω της. Η σιωπή, η αίσθηση του μακρινού και πάλι η φωνή του Πάτρικ, αλλά όχι έτσι όπως μιλούσε, την εποχή που ήταν κοντά της, τότε, ζωντανός, αλλά μια φωνή μακρινή κι απόκοσμη.

«Σου μιλάει ο Πάτρικ, Μαίρη. Θα έρθω να σε βρω πολύ σύντομα τώρα…»

Μετά οι γνωστοί θόρυβοι και το ραδιόφωνο συνέχισε το πρόγραμμά του.

Η κυρία Χάρτερ κοίταξε το ρολόι. Όχι, αυτή τη φορά δεν είχε κοιμηθεί. Ήταν ξύπνια και κυρία όλων των αισθήσεών της. Ήταν βέβαιη πως δεν είχε παραισθήσεις. Είχε ακούσει τη φωνή του Πάτρικ. Ναι, ήταν σίγουρα η φωνή του Πάτρικ.

Με το μυαλό κάπως θολωμένο απ’ το υπερφυσικό γεγονός, προσπάθησε να θυμηθεί όλα όσα της είχε εξηγήσει ο Τσαρλς σχετικά με τα κύματα του ραδιοφώνου.

Μα μπορούσε πραγματικά να της έχει μιλήσει ο Πάτρικ; Μπορούσε η ίδια του η φωνή να είχε μεταφερθεί κατά κάποιο ανεξήγητο τρόπο, απ’ την ατμόσφαιρα μέχρι τ’ αυτιά της; Να είχαν μπερδευτεί τα διάφορα κύματα η κάτι παρόμοιο τέλος πάντων; Θυμήθηκε τα λόγια του Τσαρλς, σχετικά με τις σχεδόν υπερφυσικές δυνάμεις που έχουν τα ερτζιανά κύματα. Μήπως τα κενά στις συχνότητες μπορούσαν τάχα να εξηγήσουν αυτά που συνηθίζουμε να αποκαλούμε, ψυχολογικά φαινόμενα; Όχι, δεν υπήρχε τίποτα το απίθανο σ’ αυτή τη σκέψη. Ο Πάτρικ, ήταν γεγονός, πως της είχε μιλήσει. Είχε χρησιμοποιήσει τη σύγχρονη επιστήμη για να την προετοιμάσει για κείνο που έπρεπε να ερχόταν πολύ σύντομα.

Η κυρία Χάρτερ χτύπησε το κουδούνι για την υπηρέτρια της την Ελίζαμπεθ.

Η Ελίζαμπεθ ήταν μια ψηλόλιγνη ξερακιανή γυναίκα, γύρω στα εξήντα. Πίσω από ένα αλύγιστο και ψυχρό παρουσιαστικό, έκρυβε για την κυρία της μια απαράμιλλη στοργή και αδυναμία.

—Ελίζαμπεθ, είπε η κυρία Χάρτερ, όταν παρουσιάσθηκε η πιστή της υπηρέτρια, θυμάσαι τι ακριβώς σου είπα; Το πάνω-πάνω αριστερό συρτάρι, του γραφείου μου. Είναι κλειδωμένο και το κλειδί είναι εκείνο το μακρύ με την άσπρη ετικέτα. Το κάθε τι είναι εκεί μέσα τακτοποιημένο όπως πρέπει.

—Όπως πρέπει, κυρία;

—Για την κηδεία μου, είπε ανυπόμονα η κυρία Χάρτερ. Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ, Ελίζαμπεθ. Εσύ η ίδια με βοήθησες να τα βάλουμε εκεί.

Το πρόσωπο της υπηρέτριας πήρε ένα παράξενο ωχρό χρώμα.

—Ω, κυρία, είπε θλιμμένα, μη μιλάτε για τέτοια πράγματα. Κι εγώ που νόμιζα πως πηγαίνατε καλύτερα τώρα.

—Όλοι θα φύγουμε αργά ή γρήγορα, είπε πρακτικά η κυρία Χάρτερ. Έμενα που με βλέπεις τα έχω τα χρονάκια μου. Είμαι πάνω από εβδομήντα. Έλα τώρα, πάψε να γίνεσαι ανόητη κι αν θέλεις τόσο πολύ να κλάψεις, τότε κάνε μου τη χάρη να πας να κλάψεις κάπου άλλου, με την ησυχία σου.

Η Ελίζαμπεθ γύρισε και βγήκε, τραβώντας δυνατά τη μύτη της.

Η κυρία Χάρτερ την κοίταζε που έκλεινε την πόρτα και το βλέμμα της έδειχνε όλη την συμπάθεια που έτρεφε για την Ελίζαμπεθ.

—Ανόητη χαζούλα, συλλογίστηκε, μα έντιμη και πιστή. Αλήθεια, να θυμηθώ, πόσα της έχω αφήσει; Πενήντα λίρες ή εκατό; Εκατό έπρεπε να της αφήσω. Την έχω κοντά μου τόσα χρόνια.

Αυτή η λεπτομέρεια την στενοχώρησε και την επομένη έγραψε ένα γράμμα στο δικηγόρο της, ρωτώντας τον αν μπορούσε να της στείλει τη διαθήκη της, για να της ρίξει μια τελευταία ματιά. Ήταν ακριβώς την ίδια μέρα που ο Τσαρλς την ξάφνιασε μ’ αυτό που είπε στο τραπέζι.

—Α, μια και το θυμήθηκα, θεία Μαίρη, είχε πει, ποιος είναι αυτός ο αστείος ανθρωπάκος που το πορτραίτο του βρίσκεται σ’ εκείνο το κλειστό δωμάτιο; Επάνω απ’ το τζάκι. Ο νεαρός με το καστόρινο και τις γελοίες φαβορίτες.

Η κυρία Χάρτερ τον κοίταξε αυστηρά.

—Αυτός που λες, Τσαρλς, είπε, είναι ο θείος σου ο Πάτρικ σε νεαρή ηλικία.

—Ω, με συγχωρείς θεία Μαίρη, δεν ήξερα… Δεν έπρεπε να φανώ αγενής. Είμαι ασυγχώρητος…

Η θεία του δέχθηκε τη συγνώμη του μ’ ένα αξιοπρεπές κούνημα του κεφαλιού.

—Αναρωτιόμουνα μόνο, ποιος θα μπορούσε να είναι… Καταλαβαίνετε, βέβαια, τι θέλω να πω…

Σταμάτησε, αφήνοντας τη φράση του μισοτελειωμένη και την ανάγκασε να δείξει κάπως περισσότερο ενδιαφέρον.

—Όχι, δεν καταλαβαίνω, είπε, σκύβοντας προς το μέρος του. Για πες μου λοιπόν τι θέλεις να πεις;

—Μα, τίποτα περισσότερο, θεία Μαίρη… Δηλαδή Τίποτα που να έχει νόημα.

Η κυρία Χάρτερ αποφάσισε να μην επιμείνει πάνω σ’ αυτό το θέμα, αλλά αργότερα, όταν έμειναν μόνοι τους, ξαναγύρισε στο ίδιο θέμα.

—Θα ήθελα, Τσαρλς, να μου πεις τι σ’ έκανε να με ρωτήσεις για το πορτραίτο του θείου σου.

Ο νέος την κοίταξε αμήχανα.

—Μα, σας εξήγησα, θεία Μαίρη. Δεν ήταν παρά μια ανόητη φαντασία μου, εντελώς γελοία και εξωφρενική.

—Τσαρλς! είπε η κυρία Χάρτερ με επιβλητική φωνή. Επιμένω να μάθω.

—Πολύ καλά τότε, αφού επιμένετε, είπε ο Τσαρλς αποφασιστικά. Φαντάστηκα πως είδα, αυτόν τον άνθρωπο, να κοιτάζει έξω απ’ το γωνιακό παράθυρο, την ώρα που γύριζα σπίτι, χθες το βράδυ. Υποθέτω όμως πως θα ήταν αντικατοπτρισμός ή κάποιο παιχνίδι που σκάρωσε το φως. Αναρωτήθηκα ποιος στην ευχή να είναι αυτός: Το πρόσωπό του μου φάνηκε σα να ερχόταν απ’ τη βικτοριανή περίοδο, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Ύστερα που ρώτησα την Ελίζαμπεθ σχετικά, μου είπε πως κανείς επισκέπτης δεν βρισκόταν στο σπίτι κι ούτε είχε έρθει κανείς όλο το απόγευμα. Αργότερα όμως το βράδυ πήγα στο δωμάτιο και πρόσεξα το πορτραίτο πάνω απ’ το τζάκι. Ο άνθρωπος μου που ’χε ζωντανέψει. Υποθέτω ότι εξηγείται εύκολα. Υποσυνείδητο και τα παρόμοια. Φαντάζομαι πως υποσυνείδητα είχα προσέξει τη φωτογραφία, χωρίς να το ξέρω και αργότερα νόμισα πως είδα εκείνο το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι του παραθύρου.

—Στο ακριανό παράθυρο: ρώτησε η κυρία Χάρτερ.

—Ναι. Γιατί;

—Έτσι ρώτησα, είπε η κυρία Χάρτερ.

Παρόλα αυτά όμως ταράχτηκε. Εκείνο το παράθυρο ήταν το παράθυρο του πεθαμένου συζύγου της.

Εκείνο το ίδιο βράδυ, ενώ ο Τσαρλς έλλειπε και πάλι, η κυρία Χάρτερ κάθισε στη θέση της κι άνοιξε το ραδιόφωνο, περιμένοντας με πυρετική ανυπομονησία. Εάν το «φαινόμενο» επαναλαμβανόταν και για τρίτη φορά και άκουγε πάλι τη μυστηριώδη φωνή, αυτό θα αποδείκνυε πως είχε έρθει σε επαφή με τον άλλο κόσμο!

Αν και η καρδιά της, όσο περνούσε η ώρα, χτυπούσε και δυνατότερα, δεν της έκανε καθόλου εντύπωση όταν το ραδιόφωνο σώπασε και μετά από σύντομη διακοπή άκουσε τη φωνή του Πάτρικ με την έντονα Ιρλανδέζικη προφορά:

«Μαίρη… πρέπει να είσαι έτοιμη τώρα… Την Παρασκευή θα έρθω να σε πάρω… Την Παρασκευή στις εννιά και μισή… Μη φοβάσαι… Δεν θα νοιώσεις πόνο… Ετοιμάσου…»

Μετά, κόβοντας σχεδόν τα τελευταία λόγια, η μουσική ξεχύθηκε μέσα στο δωμάτιο, παράφωνη και με μεγάλη ένταση.

Η κυρία Χάρτερ έμεινε ακίνητη για λίγο. Το πρόσωπο της είχε γίνει ωχρό και τα χείλη της μελανά και σφιγμένα.

Απότομα σηκώθηκε και κάθισε μπροστά στο μικρό γραφείο της και με χέρι που έτρεμε έγραψε το παρακάτω σημείωμα:

«Απόψε στις 9.15’ άκουσα καθαρά τη φωνή του πεθαμένου συζύγου μου. Μου είπε πως θα ‘ρθει να με πάρει την Παρασκευή στις 9.30’. Αν πεθάνω εκείνη τη μέρα και ώρα, θα ήθελα τα γεγονότα αυτά να γίνουν γνωστά, ώστε να αποδεικνύουν αναμφισβήτητα τη δυνατότητα επικοινωνίας με τον κόσμο των πνευμάτων.

Μαίρη Χάρτερ»

Η κυρία Χάρτερ διάβασε προσεκτικά τι είχε γράψει, μετά το έβαλε και το σφράγισε σ’ ένα λευκό φάκελο κι έγραψε απ’ έξω προσεκτικά τη διεύθυνση. Μετά σήμανε το κουδούνι και αμέσως σχεδόν παρουσιάσθηκε η Ελίζαμπεθ. Η κυρία Χάρτερ σηκώθηκε με κόπο απ’ τη θέση της και της έδωσε το γράμμα που είχε γράψει.

—Ελίζαμπεθ, είπε. Αν τύχει να πεθάνω την Παρασκευή το βράδυ, θα ήθελα να παραδώσεις στα χέρια του γιατρού Μέυνελ αυτό το γράμμα. Όχι, έκανε βλέποντας την υπηρέτρια της έτοιμη να διαμαρτυρηθεί, δεν θέλω αντιρρήσεις. Μην ξεχνάς πως εσύ η ίδια μου είχες πει πολλές φορές πως πιστεύεις στις προαισθήσεις. Και κάτι ακόμα. Στη διαθήκη μου σου αφήνω πενήντα λίρες, θα ήθελα να πάρεις εκατό. Αν δεν κατορθώσω να πάω εγώ η ίδια στην Τράπεζα προτού πεθάνω, θα φροντίσω να το τακτοποιήσει ο κ. Τσαρλς το ζήτημα.

Όπως και προηγουμένως, η κυρία Χάρτερ έκοψε στη μέση τις δακρύβρεχτες διαμαρτυρίες της Ελίζαμπεθ.

Την άλλη μέρα το πρωί, δεν λησμόνησε να μιλήσει για την απόφασή της αυτή στον ανιψιό της.

—Σε παρακαλώ, Τσαρλς, να θυμηθείς, αν τύχει και μου συμβεί κάτι, πως επιθυμώ η Ελίζαμπεθ να πάρει επί πλέον πενήντα λίρες απ’ αυτές που της έχω γράψει στη διαθήκη μου.

Μα, τι είναι αυτά που λέτε; διαμαρτυρήθηκε ο Τσαρλς σα να την ψευτομάλωνε. Τι περιμένετε να σας συμβεί; Σύμφωνα με τα λόγια του γιατρού Μέυνελ, σε είκοσι τόσα χρόνια θα γιορτάζουμε την εκατοστή επέτειο των γενεθλίων σας!

Η κυρία Χάρτερ χαμογέλασε καλόκαρδα, μα δεν είπε τίποτα. Μετά από λίγο, σα να την απασχολούσε κάτι άλλο ρώτησε:

—Τι θα κάνεις, Τσαρλς, το βράδυ τις Παρασκευής;

Ο Τσαρλς την κοίταξε λιγάκι έκπληκτος.

—Είμαι καλεσμένος στους Γιούιν για μπριτζ, αλλά αν θέλετε μπορώ να μείνω μαζί σας…

—Όχι, όχι, είπε η κυρία Χάρτερ αποφασιστικά. Ούτε λόγος. Εκείνη τη βραδιά, ειδικά εκείνη τη βραδιά, θέλω να την περάσω μόνη μου.

Ο Τσαρλς την κοίταξε με περιέργεια, αλλά η κυρία Χάρτερ απέφυγε να του δώσει μιαν εξήγηση. Ήταν μια γυναίκα που δεν της έλλειπε το θάρρος και η αποφασιστικότητα. Ένοιωθε πως ότι ήταν να γίνει, έπρεπε να το αντιμετωπίσει στωικά μόνη της, ολομόναχη απέναντι στο μοιραίο.

Το βράδυ της Παρασκευής βρήκε το σπίτι σιωπηλό. Η κυρία Χάρτερ καθόταν στην πολυθρόνα της κοντά στο τζάκι. Είχε τακτοποιήσει τα πάντα. Το πρωί είχε περάσει η ίδια απ’ την Τράπεζα και είχε αποσύρει πενήντα λίρες. Όταν γύρισε τις έδωσε στην Ελίζαμπεθ παρά τις γοερές διαμαρτυρίες της. Είχε ξεχωρίσει και είχε τακτοποιήσει με μεγάλη μεθοδικότητα όλα της τα προσωπικά αντικείμενα και μερικά κοσμήματά της, που χάριζε σε φίλους ή σε συγγενείς· τα είχε βάλει μέσα σε φακέλους, γράφοντας απ’ έξω τα ονόματα. Είχε επίσης αφήσει ένα μακρύ κατάλογο από οδηγίες, για τον Τσαρλς. Το σερβίτσιο Γουώρστερ, για το τσάι, το άφηνε στην ανιψιά της την Έμμα, τα βάζα των Σεβρών στον νεαρό Γουίλλιαμ, και ούτω καθεξής.

Κοίταξε τώρα το μακρύ φάκελο που κρατούσε στα χέρια της και ανοίγοντάς τον, έβγαλε από μέσα ένα καλοδιπλωμένο χαρτί. Ήταν η διαθήκη της, που της είχε στείλει ο κύριος Χώπκινσον, σύμφωνα με τις οδηγίες που του είχε δώσει. Την είχε διαβάσει προσεκτικά, αλλά τώρα της έριχνε μια τελευταία ματιά για να φρεσκάρει τη μνήμη της. Ήταν σύντομη και περιεκτική. Κληροδότησις 50 λιρών στην Ελίζαμπεθ Μάρσαλ εις αμοιβήν των προσφερθεισών υπηρεσιών της. Δύο κληροδοτήσεις 500 λιρών έκαστη στην αδελφή της και στη πρώτη της εξαδέλφη και ολόκληρη την υπόλοιπη περιουσία της στον αγαπημένο της ανιψιό, τον Τσαρλς Ρίτζγουεη.

Η κυρία Χάρτερ κούνησε πολλές φορές το κεφάλι της με ικανοποίηση. Ο Τσαρλς θα γινόταν πολύ πλούσιος, μόλις εκείνη έκλεινε τα μάτια της. Ε, ήταν πολύ καλό παιδί· το άξιζε. Πάντα καλός κι ευγενικός, με μια καλή κουβέντα για να την ευχαριστήσει; στο στόμα.

Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Ήθελε τρία λεπτά ακόμη για να γίνει και μισή. Ήταν λοιπόν έτοιμη. Κι ένοιωθε ήρεμη, πολύ ήρεμη. Αν και επαναλάμβανε αυτά τα λόγια στον εαυτό της, πολλές φορές, δε μπόρεσε να μη νοιώσει την καρδιά της να χτυπάει ακανόνιστα. Η ίδια δεν το συνειδητοποιούσε, αλλά τα νεύρα της ήσαν τεντωμένα σαν χορδές άρπας.

Εννιά και μισή. Το ραδιόφωνο ήταν αναμμένο. Τι θα άκουγε άραγε; Μια γνώριμη φωνή να αναγγέλλει το μετεωρολογικό δελτίο, ή την απόμακρη φωνή του ανθρώπου που είχε πεθάνει εδώ και εικοσιπέντε χρόνια;

Μα, δεν άκουσε τίποτ’ απ’ αυτά. Άκουσε όμως έναν άλλο ήχο, έναν ήχο που γνώριζε πολύ καλά, που όμως απόψε, την έκανε να νοιώσει σα να της είχε αρπάξει την καρδιά ένα παγωμένο χέρι. Κάποιος ψηλαφούσε την εξώπορτα…

Ακούστηκε ξανά. Κι ύστερα ένας παγωμένος αέρας γέμισε το δωμάτιο. Η κυρία Χάρτερ δεν είχε πια καμιά αμφιβολία, για τις αισθήσεις της. Φοβόταν. Αυτό το συναίσθημα ήταν ακόμη πιο δυνατό απ’ το φόβο… ήταν αληθινός τρόμος!

Και ξαφνικά, της ήρθε μια σκέψη:

Εικοσιπέντε χρόνια είναι πολύς καιρός! Ο Πάτρικ μου είναι πια ξένος!

Ο τρόμος την είχε καταλάβει… Ένα μαλακό, ανάλαφρο βήμα έξω απ’ την πόρτα. Μετά η πόρτα άνοιξε σιωπηλά…

Η κυρία Χάρτερ ταλαντεύτηκε μια εδώ και μια εκεί, καθώς προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της, κοιτάζοντας την πόρτα που όλο και άνοιγε πιο πολύ. Κάτι γλίστρησε απ’ το χέρι της κι έπεσε μέσ’ τη φωτιά!

Μια πνιχτή κραυγή σβήστηκε μες στο λαιμό της. Στο αμυδρό φως που ίσκιωνε πάνω απ’ το φύλλο της μεγάλης, βαριάς πόρτας, ξεχώριζε αρκετά καθαρά μια γνωστή φιγούρα, με καστανά γένια και μακριές γυριστές φαβορίτες, φορώντας ένα παλιομοδίτικο βικτοριανό πανωφόρι.

Ο Πάτρικ είχε έρθει να την πάρει!

Η καρδιά της έκανε ένα τρομαγμένο χτύπο και μετά σταμάτησε. Γλίστρησε στο πάτωμα, ένας σάρκινος σωρός χωρίς ζωή.


Μια ώρα αργότερα, η Ελίζαμπεθ, την εύρισκε στην ίδια θέση!

Κάλεσε πρώτα το γιατρό Μέυνελ και αμέσως μετά τηλεφώνησε στον Τσαρλς. Όμως, τίποτε δε μπορούσε πια να γίνει. Η κυρία Χάρτερ δεν χρειαζόταν πια καμιά ανθρώπινη βοήθεια.

Πέρασαν δυο μέρες για να θυμηθεί η Ελίζαμπεθ το σημείωμα που της είχε αφήσει η κυρία της, για τον γιατρό Μέυνελ.

Ο γιατρός αφού το διάβασε με μεγάλο ενδιαφέρον το έδωσε στον Τσαρλς Ρίτζγουεη.

—Μια πολύ περίεργη περίπτωση, είπε. Φαίνεται καθαρά πως η θεία σας είχε παραισθήσεις, όσον αφορά τη φωνή του πεθαμένου συζύγου της. Θα πρέπει να έθεσε τον εαυτό της κάτω από τόση πίεση που απέβη μοιραία και όταν έφθασε η στιγμή, το χτύπημα την θανάτωσε!

—Αυθυποβολή, λοιπόν; ρώτησε ο Τσαρλς.

—Κάτι τέτοιο. Θα σας γνωστοποιήσω τα αποτελέσματα της αυτοψίας, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, αν και δεν έχω αμφιβολία για τα αίτια του θανάτου. Επιβάλλεται στην περίπτωση μας να γίνει αυτοψία, αν και είναι απλώς ζήτημα τύπων.

Ο Τσαρλς κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση.

Την προηγουμένη νύχτα, την ώρα που όλοι στο σπίτι κοιμόντουσαν, είχε βγάλει κάποιο σύρμα απ’ το πίσω μέρος του ραδιοφώνου, που συνδεόταν με το επάνω πάτωμα όπου ήταν το δωμάτιό του, Κι από νωρίς, επειδή η βραδιά ήταν κρύα, είχε ζητήσει απ’ την Ελίζαμπεθ να του ανάψει φωτιά, στην κρεβατοκάμαρα του, όπου έκαψε μια καστανή γενειάδα και κάτι μακριές, γυριστές φαβορίτες. Ύστερα, επέστρεψε τα ρούχα που άνηκαν στο θείο του, σε κάποιο μπαούλο που μύριζε καμφορά, στη σοφίτα.

Απ’ την εξέλιξη που είχαν πάρει τα πράγματα, θεωρούσε τον εαυτό του ασφαλή. Το σχέδιο του, που το είχε καταστρώσει την στιγμή που μάθαινε απ’ το γιατρό Μέυνελ, πως η θεία του θα μπορούσε να ζήσει για πολλά χρόνια ακόμη, είχε επιτύχει. «Κάποια ζωηρή συγκίνηση», είχε πει ο γιατρός. Ο Τσαρλς, αυτός ο υπέροχος νέος, που ξετρελαινόταν με τη συντροφιά της ηλικιωμένης θείας του, χαμογέλασε ικανοποιημένος.

Όταν ο γιατρός μάζεψε το βαλιτσάκι του κι έφυγε, ο Τσαρλς συνέχισε μηχανικά τα καθήκοντά του. Έπρεπε να τακτοποιήσει τις λεπτομέρειες της κηδείας. Διάφοροι συγγενείς που ερχόντουσαν από μάκρυνες περιοχές και οι φίλοι της θείας Μαίρης, έπρεπε να τύχουν της δεούσης περιποιήσεως. Ίσως κάποιοι απ’ αυτούς να ήθελαν να παραμείνουν το βράδυ στο σπίτι. Ο Τσαρλς τα φρόντισε όλα αυτά με μεθοδικότητα και αποτελεσματικότητα, αναλογιζόμενος την επιτυχία του.

Μια πρώτης τάξεως δουλειά! Αυτή ήταν η επωδός. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει σε πόσο δυσάρεστη κατάσταση είχε βρεθεί ο Τσαρλς. Και πιο ανίδεη απ’ όλους υπήρξε η θεία του. Οι δραστηριότητες του, που τόσο μεγάλη προσπάθεια κατέβαλε για να τις διατηρεί κρυφές, τον είχαν φέρει στο κατώφλι της φυλακής.

Η καταστροφή τον είχε κοιτάξει καταπρόσωπο. Ο μόνος τρόπος να γλιτώσει, θα ήταν η εξόφληση των γιγάντιων χρεών του, σε λίγους μόνο μήνες. Ευτυχώς τα πάντα κανονίζονταν τώρα. Ο Τσαρλς χαμογέλασε ευτυχισμένος. Χάρη σ’ ένα ανώδυνο… αστειάκι, είχε τώρα καταφέρει να σωθεί. Ήταν πλέον πολύ πλούσιος. Δεν έτρεφε καμιά ανησυχία, γιατί η θεία Μαίρη, η καλή θεία Μαίρη, δεν είχε κρύψει τις προθέσεις της, να του κληροδοτήσει ολόκληρη την περιουσία της.

Ενώ, εξακολουθούσε να είναι βυθισμένος σε σκέψεις και υπολογισμούς, η Ελίζαμπεθ έβαλε το κεφάλι της απ’ την πόρτα και τον πληροφόρησε πως είχε έρθει ο κύριος Χώπκινσον και ζητούσε να τον δει.

Πάνω στην ώρα, σκέφθηκε ο Τσαρλς. Πνίγοντας την επιθυμία του να σφυρίξει εύθυμα, έδωσε στο πρόσωπό του την πρέπουσα έκφραση, – συνισταμένη λύπης και καρτερικότητας – και κατευθύνθηκε στη βιβλιοθήκη.

Εκεί χαιρέτησε τον ηλικιωμένο κύριο, που, για περισσότερο από ένα τέταρτο αιώνος, ήταν ο νομικός σύμβουλος της κυρίας Χάρτερ.

Ο δικηγόρος, δέχθηκε την ευγενική προτροπή του Τσαρλς να καθίσει και μ’ ένα μικρό, επαγγελματικό, βηχαλάκι, μπήκε αμέσως στον λόγο της επισκέψεώς του.

—Δεν κατάλαβα το πνεύμα του γράμματός σας, κύριε Ρίτζγουεη, είπε. Απ’ ότι συμπεραίνω, έχετε την εντύπωση ότι η διαθήκη της κυρίας Χάρτερ βρίσκεται στα χέρια μας;

Ο Τσαρλς τον κοίταξε.

—Μα, ασφαλώς. Άκουσα τη θεία μου να το λέει.

—Ω, ακριβώς, έχετε δίκιο. Η διαθήκη ήταν στην κατοχή μας.

—Ήταν;

—Μάλιστα. Η κυρία Χάρτερ μας έγραψε, ρωτώντας αν θα μπορούσαμε να της την στείλουμε την περασμένη Τρίτη.

Μια ανησυχία τρύπωσε στην καρδιά του Τσαρλς. Ένοιωσε ένα δυσάρεστο προαίσθημα.

—Αναμφιβόλως, θα βρεθεί μέσα στα χαρτιά της, είπε ο δικηγόρος μειλίχια.

Ο Τσαρλς δεν μίλησε. Φοβόταν να ανοίξει το στόμα του. Είχε ψάξει τα χαρτιά της θείας του, με κάθε προσοχή, για να είναι σίγουρος πως η διαθήκη δεν υπήρχε ανάμεσα τους. Σε ένα-δυο λεπτά, όταν κατόρθωσε να ανακτήσει την ψυχραιμία του, το ανέφερε στο δικηγόρο· η φωνή του, αντήχησε στα ίδια του τ’ αυτιά σαν ψεύτικη, σαν ξένη και ένοιωσε ένα παγωμένο φρικίασμα κατά μήκος της σπονδυλικής του στήλης.

—Μήπως κανείς σκάλισε τα χαρτιά της; ρώτησε ο δικηγόρος.

Ο Τσαρλς απάντησε τότε πως η Ελίζαμπεθ, τα είχε τακτοποιήσει. Ο κύριος Χώπκινσον πρότεινε να την καλέσουν. Η Ελίζαμπεθ παρουσιάσθηκε αμέσως μουτρωμένη και σοβαρή και απάντησε στις ερωτήσεις τους με ακρίβεια.

Είχε τακτοποιήσει τα ρούχα και τα προσωπικά αντικείμενα της κυρίας της. Ήταν βεβαία πως δεν είχε βρει κανένα νομικό έγγραφο ή διαθήκη πουθενά. Ήξερε πολύ καλά για την ύπαρξη της διαθήκη. Η καημένη η κυρία της την κρατούσε την ίδια μέρα του θανάτου της!

—Είσαι βεβαία γι’ αυτό; τη ρώτησε ο δικηγόρος.

—Μάλιστα, κύριε. Έτσι μου είπε. Και μου έδωσε μάλιστα πενήντα λίρες. Η διαθήκη βρισκόταν μέσα σε ένα μακρύ, μπλε φάκελο;

—Ακριβώς, είπε ο κύριος Χώπκινσον.

—Τώρα που το συλλογίζομαι, συνέχισε η Ελίζαμπεθ, εκείνος ο φάκελος βρισκόταν το επόμενο πρωί πάνω στο τραπέζι, αλλά άδειος. Δεν είχε τίποτα μέσα. Τον ακούμπησα στο γραφείο.

—Θυμάμαι πως τον είδα εκεί, είπε ο Τσαρλς.

Σηκώθηκε και προχώρησε προς το γραφείο. Σε λίγο ξαναγύρισε κρατώντας έναν φάκελο που τον παρέδωσε στον κύριο Χώπκινσον. Αυτός τον εξέτασε και κούνησε το κεφάλι του.

—Μάλιστα, έκανε. Αυτός είναι ο φάκελος μέσα στον όποιο έβαλα τη διαθήκη, την περασμένη Τρίτη.

Κι οι δυο στράφηκαν απότομα και κοίταξαν αυστηρά την Ελίζαμπεθ.

—Με θέλετε τίποτα άλλο, κύριε; ρώτησε αυτή με σεβασμό.

—Προς το παρόν όχι. Ευχαριστώ.

Η υπηρέτρια προχώρησε προς την πόρτα.

—Μια στιγμή, έκανε ο δικηγόρος. Μήπως υπήρχε φωτιά στο τζάκι εκείνο το απόγευμα;

—Μάλιστα, κύριε. Το τζάκι ανάβει συνεχώς τέτοια εποχή.

—Σ’ ευχαριστώ. Πήγαινε τώρα.

Η Ελίζαμπεθ βγήκε. Ο Τσαρλς έσκυψε μπροστά ακουμπώντας στο τραπέζι το χέρι του, που έτρεμε.

—Τι σκέπτεστε; ρώτησε. Τι σας περνάει απ’ το μυαλό;

Ο κύριος Χώπκινσον κούνησε το κεφάλι του.

—Ας ελπίσουμε, είπε, πως η διαθήκη θα βρεθεί. Γιατί αλλιώς…

—Αλλιώς; ρώτησε ο Τσαρλς ξεψυχισμένα.

—Φοβούμαι πως μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει η απώλειά της. Ότι η θεία σας, τη ζήτησε από το γραφείο μας με σκοπό να την καταστρέψει. Και μη θέλοντας να αδικήσει την Ελίζαμπεθ, απέσυρε μόνη της τα χρήματα και της τα έδωσε.

—Μα γιατί; φώναξε ο Τσαρλς άγρια. Γιατί να το κάνει αυτό;

Ο κύριος Χώπκινσον έβηξε. Ένα ξερό βηχαλάκι.

—Δεν είχατε, κάποια… ας πούμε, μικροδιαφωνία με την θεία σας, κύριε Ρίτζγουεη; μουρμούρισε.

Ο Τσαρλς αναστέναξε.

—Όχι, καθόλου, φώναξε με θέρμη αυτός. Είμαστε διαρκώς, μέχρι την τελευταία της στιγμή, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον.

—Α! έκανε ο κύριος Χώπκινς, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.

Ο Τσαρλς ένοιωσε ένα σοκ, όταν συνειδητοποίησε ότι ο δικηγόρος δεν τον πίστευε. Ποιος μπορούσε να ξέρει τι είχε ακούσει αυτό το χούφταλο; Ίσως να είχαν φτάσει στα αυτιά του διάφορες φήμες εις βάρος του Τσαρλς. Ποιος απέκλειε σε μια τέτοια περίπτωση το ενδεχόμενο να υπέθετε ότι οι ίδιες αυτές φήμες και διαδόσεις είχαν φθάσει στα αυτιά και της ίδιας της κυρίας Χάρτερ, που τώρα θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι θεία και ανιψιός, δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά και πως μπορεί να φιλονικούσαν;

Αλλά δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο Τσαρλς ήξερε πως τον περίμεναν πικρές στιγμές. Όσο καιρό έλεγε ψέματα και υποκρινόταν, τον πίστευαν όλοι. Τώρα που έλεγε την αλήθεια, κανείς δεν έδειχνε να τον πιστεύει. Τι ειρωνεία της τύχης!

Φυσικά η θεία του ποτέ της δεν θα είχε διανοηθεί να κάψει τη διαθήκη της. Βέβαια…

Οι σκέψεις του ξαφνικά σταμάτησαν επάνω σ’ αυτό το «βέβαια». Τι ήταν αυτή η εικόνα που ορθωνόταν μπροστά στα μάτια του; Μια ηλικιωμένη γυναίκα, με το ένα χέρι της στην καρδιά… κάτι να πέφτει… ένα χαρτί… να κάθεται πάνω στα αναμμένα κάρβουνα, στο τζάκι!

Το πρόσωπο του Τσαρλς έμοιαζε να μην έχει καθόλου αίμα. Άκουσε μια βραχνή, ξεσκισμένη φωνή – τη φωνή του – να ρωτάει:

—Κι αν δεν βρεθεί η διαθήκη;

—Υπάρχει μια προηγούμενη διαθήκη της κυρίας Χάρτερ. Έχει ημερομηνία Σεπτεμβρίου 1920. Σύμφωνα μ’ αυτήν η κυρία Χάρτερ αφήνει όλη την περιουσία της στην ανιψιά της, Μύριαμ Χάρτερ, που σήμερα λέγεται Μύριαμ Ρόμπινσον.

Τι έλεγε αυτός ο γέρο-βλάκας; Η Μύριαμ με εκείνον τον αλλόκοτο σύζυγο και με τα τέσσερα μυξιάρικα; Όλη του λοιπόν η εξυπνάδα δεν είχε εξυπηρετήσει παρά τη Μύριαμ!

Το τηλέφωνο άρχισε να κουδουνίζει πλάι του. Σήκωσε το ακουστικό. Ήταν ο γιατρός Μέυνελ.

—Κύριε Ρίτζγουεη, εσείς; Σκέφθηκα πως θα θέλατε να το μάθετε. Μόλις τελείωσε η νεκροψία. Έχω το πόρισμα. Αιτία του θανάτου, ότι είχα αποφανθεί. Η καρδιά! Μόνο, που όπως δείχνουν τα πράγματα, η κατάστασή της ήταν πολύ σοβαρότερη απ’ όσο είχα υποψιασθεί, όταν την είχα εξετάσει Με την μεγαλύτερη προσοχή, δεν θα ζούσε περισσότερο από ένα-δυο μήνες. Σκέφθηκα πως θα θέλατε να το μάθετε. Αυτό, μπορεί να σας παρηγορήσει κάπως…

—Με συγχωρείτε, είπε ο Τσαρλς, θα μπορούσατε να τα επαναλάβετε;

—Σας έλεγα, πως δεν θα ζούσε περισσότερο από δυο μήνες, είπε ο γιατρός με φωνή κάπως δυνατότερη. Ήταν το καλύτερο που μπορούσε να συμβεί, καταλαβαίνετε, φίλε μου…

Αλλά ο Τσαρλς είχε κρεμάσει το ακουστικό, χτυπώντας το με δύναμη στη συσκευή. Ένοιωθε τη φωνή του δικηγόρου να μιλάει από κάπου, πολύ μακριά.

—Τι έχετε, κύριε Ρίτζγουεη; είστε άρρωστος;

Στο διάβολο, όλοι τους! Ο ξιπασμένος ο δικηγόρος, ο κομπογιαννίτης ο Μέυνελ. Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα μπροστά του. Μόνο η σκιά των τοίχων της φυλακής…

Ένοιωσε πως κάποιος είχε παίξει μαζί του. Είχε παίξει μαζί του, όπως η γάτα με το ποντίκι.

Κάποιος, αυτή τη στιγμή, τώρα, γελούσε…

Загрузка...