Ο Σαμ με πόνους σηκώθηκε από κάτω. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε πού βρισκόταν και ύστερα όλη η μιζέρια και η απελπισία τού γύρισαν στο νου. Βρισκόταν στο βαθύ σκοτάδι έξω από την υπόγεια είσοδο του άντρου των ορκ· οι χάλκινες πόρτες ήταν κλειστές. Θα έπρεπε να είχε πέσει χάνοντας τις αισθήσεις του, όταν είχε πέσει με ορμή πάνω τους· αλλά πόση ώρα είχε μείνει εκεί δεν το ήξερε. Τότε φλεγόταν, απελπισμένος και μαινόμενος· τώρα έτρεμε και κρύωνε. Σύρθηκε ως τις πόρτες και κόλλησε το αυτί του πάνω τους.
Πολύ βαθιά, μπορούσε αμυδρά να ακούσει τις φωνές των ορκ να ξεφωνίζουν, γρήγορα όμως σταμάτησαν ή έπαψαν να ακούγονται και όλα ήταν ήσυχα. Το κεφάλι του πονούσε και τα μάτια του έβλεπαν ανύπαρκτα φώτα στο σκοτάδι, αλλά αγωνίστηκε να συνέλθει και να σκεφτεί. Ήταν ολοφάνερο πάντως πως δεν είχε ελπίδα να μπει στο άντρο των ορκ από κείνη την πύλη· θα μπορούσε να περιμένει εκεί μέρες για να ανοίξει και αυτός δεν μπορούσε να περιμένει – ο χρόνος του ήταν απελπιστικά πολύτιμος. Τώρα δεν είχε πια καμιά αμφιβολία για το καθήκον του – έπρεπε να σώσει τον κύριό του ή να χαθεί προσπαθώντας.
«Ο χαμός είναι πιο πιθανός κι οπωσδήποτε θα ’ναι πολύ ευκολότερος», μονολόγησε αγριωπά, καθώς έβαλε το Κεντρί στη θήκη του κι απομακρύνθηκε από τις χάλκινες πόρτες. Αργά, ψαχουλευτά, πήρε το δρόμο του γυρισμού στο σκοτάδι ακολουθώντας τη στοά, μην τολμώντας να χρησιμοποιήσει το ξωτικο-φώς· και καθώς προχωρούσε, προσπαθούσε να βάλει τα γεγονότα σε τάξη από τότε που ο Φρόντο κι αυτός είχαν φύγει από το Σταυροδρόμι. Αναρωτήθηκε τι ώρα να ήταν. Κάπου ανάμεσα σε μία μέρα και στην επόμενη, φανταζόταν αλλά είχε χάσει και το μέτρημα των ημερών ακόμα. Βρισκόταν σ’ έναν τόπο σκοτεινιάς, όπου οι μέρες του κόσμου έμοιαζαν ξεχασμένες και όπου όλοι όσοι πήγαιναν εκεί έπεφταν κι εκείνοι στη λησμονιά.
«Να μας σκέπτονται άραγε καθόλου; αναρωτήθηκε. Τι να γίνονται άραγε όλοι εκεί πέρα μακριά;»
Ανέμισε το χέρι του απροσδιόριστα στο κενό μπροστά του· στην πραγματικότητα όμως κοίταζε νότια, καθώς ξαναγύριζε στη στοά της Σέλομπ, όχι δυτικά. Έξω κατά το μέρος της Δύσης στον έξω κόσμο πλησίαζε μεσημέρι της δέκατης τέταρτης ημέρας του Μαρτίου σύμφωνα με το ημερολόγιο του Σάιρ· και εκείνη την ώρα ο Άραγκορν οδηγούσε το μαύρο στόλο απ’ το Πελάργκιρ και ο Μέρι κάλπαζε με τους Ροχίριμ κατεβαίνοντας την Κοιλάδα των-αμαξιών-με-τις-πέτρες, ενώ στη Μίνας Τίριθ οι φλόγες υψώνονταν και ο Πίπιν έβλεπε την τρέλα να μεγαλώνει στο βλέμμα του Ντένεθορ. Όμως μέσα σε όλες τις φροντίδες και τους φόβους τους οι σκέψεις των φίλων τους συνέχεια γύριζαν στο Φρόντο και στο Σαμ. Δεν τους είχαν ξεχάσει. Βρίσκονταν όμως πέρα από κάθε βοήθεια και καμιά σκέψη δεν μπορούσε να προσφέρει βοήθεια στο Σάμγουάιζ το γιο του Χάμφαστ· ήταν εντελώς μόνος.
Τέλος, έφτασε πάλι στην πέτρινη πόρτα του περάσματος των ορκ και, εξακολουθώντας να μην μπορεί να βρει το μάνταλο ή την κλειδαριά που την κρατούσε κλειστή, σκαρφάλωσε από πάνω της όπως πριν και πήδησε μαλακά κάτω. Ύστερα προχώρησε με χίλιες προφυλάξεις στην έξοδο της στοάς της Σέλομπ, όπου τα κουρέλια του μεγάλου της ιστού εξακολουθούσαν να κουνιούνται πέρα δώθε στα ψυχρά ρεύματα. Γιατί κρύα φάνηκαν στο Σαμ ύστερα από το βρόμικο σκοτάδι πίσω του· αλλά η πνοή τους τον ζωογόνησε. Βγήκε με προσοχή έξω.
Όλα ήταν απειλητικά ήσυχα. Το φως ήταν σαν το μισοσκόταδο που πέφτει στο τέλος μιας σκοτεινής μέρας. Οι τεράστιες αναθυμιάσεις που ανέβαιναν από τη Μόρντορ και έφευγαν τρέχοντας δυτικά, περνούσαν από πάνω του χαμηλά, ένας μεγάλος συνωστισμός από σύννεφα και καπνούς, που τώρα τα φώτιζε από κάτω μια αγριωπή κόκκινη φεγγοβολιά.
Ο Σαμ κοίταξε ψηλά στον πύργο των ορκ και, ξαφνικά, από τα στενά του παράθυρα φώτα κοίταξαν έξω σαν μικρά κόκκινα μάτια. Αναρωτήθηκε μήπως ήταν κάποιο σύνθημα. Ο φόβος του για τους ορκ, ξεχασμένος για λίγο απ’ το θυμό και την απελπισία του, τώρα ξαναγύρισε. Από ό,τι έβλεπε, υπήρχε μόνο ένας δυνατός δρόμος για να ακολουθήσει – έπρεπε να προχωρήσει και να προσπαθήσει να βρει την κυρία είσοδο του τρομερού πύργου· τα γόνατά του όμως δεν τον κρατούσαν κι έπιασε τον εαυτό του να τρέμει. Αποτραβώντας τα μάτια του από τον πύργο και τις μυτερές κορφές της Στενοποριάς μπροστά του ανάγκασε τα απρόθυμα πόδια του να τον υπακούσουν και, αργά αργά, με τα αυτιά τεντωμένα, με τα μάτια ορθάνοιχτα στις πηχτές σκιές των βράχων πλάι στο πέρασμα, ξαναπήρε τον ίδιο δρόμο, πέρασε το σημείο που έπεσε ο Φρόντο και η αποφορά της Σέλομπ εξακολουθούσε να παραμένει. Ύστερα ανηφόρισε, ώσπου στάθηκε πάλι στο ίδιο μέρος που είχε φορέσει το Δαχτυλίδι και είχε δει το απόσπασμα του Σαγκράτ να περνάει.
Εκεί σταμάτησε και κάθισε κάτω. Για την ώρα δεν μπορούσε να πιέσει τον εαυτό του να προχωρήσει. Ένιωθε πως αν θα περνούσε την κορυφή του περάσματος κι έκανε ένα βήμα αληθινά μέσα στη γη της Μόρντορ, αυτό το βήμα θα ήταν αμετάκλητο. Ποτέ δε θα γύριζε πίσω. Χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, έβγαλε έξω το Δαχτυλίδι και το φόρεσε ξανά. Αμέσως ένιωσε το μεγάλο του βάρος κι ένιωσε ξανά, αλλά τώρα πιο δυνατά κι επίμονα παρά ποτέ, την κακοβουλία του Ματιού της Μόρντορ, να ψάχνει, να προσπαθεί να διατρυπήσει τις σκιές που είχε δημιουργήσει για τη δική του άμυνα, που τώρα όμως το εμπόδιζαν στην ανησυχία και στην αμφιβολία του.
Όπως και πριν, ο Σαμ βρήκε πως αυξήθηκε η ακοή του, αλλά πως στα μάτια του τα πράγματα αυτού του κόσμου φαίνονταν αόριστα και μονοδιάστατα. Οι πέτρινοι τοίχοι του περάσματος ήταν άχρωμοι, λες και τους σκέπαζε καταχνιά, από μακριά όμως εξακολουθούσε να ακούει τα τσιρίγματα της Σέλομπ στη δυστυχία της· και στριγκά κι ολοκάθαρα και, φαινομενικά πολύ κοντά, άκουγε ξεφωνητά και την κλαγγή όπλων. Τινάχτηκε όρθιος και κόλλησε στο βράχο πλάι στο δρόμο. Ευτυχώς που είχε βάλε; το Δαχτυλίδι, γιατί είχε φανεί κι άλλο απόσπασμα των ορκ. Ή %%% στην αρχή. Ύστερα ξαφνικά κατάλαβε πως δεν ήταν έτσι, τον ειχ%% ξεγελάσει η ακοή του – οι κραυγές των ορκ προέρχονταν από τον πύργο, %%% η πιο ψηλή του μύτη βρισκόταν τώρα ακριβώς από πάνω του, στην αριστερή πλευρά της Στενοποριάς.
Ο Σαμ ανατρίχιασε και προσπάθησε να πιέσει τον εαυτό του να προχωρήσει. Ήταν φως φανάρι πως κάτι κακό γινόταν. Μπορεί, παρ’ όλες τις διαταγές, να είχε κυριέψει τους ορκ ο σαδισμός τους και να βασάνιζαν το Φρόντο ή μπορεί ακόμα να τον κομμάτιαζαν άγρια. Έστησε αυτί· και καθώς άκουγε, μια ακτίνα ελπίδας τον φώτισε. Δεν υπήρχε αμφιβολία – γινόταν συμπλοκή στον πύργο, οι ορκ είχαν πιαστεί μεταξύ τους, ο Σαγκράτ και ο Γκόρμπαγκ τα είχαν τσουγκρίσει. Όσο μικρή κι αν ήταν η ελπίδα που του έδωσε αυτή η σκέψη, ήταν αρκετή για να τον ξεσηκώσει. Μπορεί και να υπήρχε μια μικρή πιθανότητα. Η αγάπη του για το Φρόντο ξεπέρασε όλες τις άλλες του σκέψεις και ξεχνώντας το δικό του κίνδυνο, φώναξε δυνατά: «Έρχομαι, κύριε Φρόντο!»
Έτρεξε προς την κορυφή του ανηφορικού μονοπατιού και την πέρασε. Αμέσως ο δρόμος έστριβε αριστερά και κατηφόριζε απότομα κάτω. Ο Σαμ είχε μπει στη Μόρντορ.
Έβγαλε το Δαχτυλίδι, παρακινημένος, ίσως, από κάποιο βαθύ προαίσθημα κινδύνου, αν κι ο ίδιος έκανε μόνο τη σκέψη πως ήθελε να βλέπει πιο καθαρά.
«Καλύτερα να ρίξω μια ματιά στα χειρότερα! μουρμούρισε. Δε βγαίνει τίποτα να παραπατάω δώθε κείθε στα θολά!»
Σκληρή, άγρια και πικραμένη ήταν η χώρα που αντίκρισαν τα μάτια του. Μπροστά στα πόδια του η ψηλότερη ράχη των Έφελ Ντούαθ έπεφτε απόκρημνα σχηματίζοντας μεγάλους γκρεμούς που κατέληγαν σε μια σκοτεινή νεροσυρμή, που στην αντίπερα όχθη της υψωνόταν άλλη ράχη, πιο χαμηλή που οι άκρες της ήταν γεμάτες εγκοπές και οδοντωτούς γκρεμούς σαν δαγκάνες που διαγράφονταν μαύρες με φόντο το κόκκινο φως πίσω τους – ήταν το άγριο Μοργκάι, ο εσωτερικός δακτύλιος των ορίων της χώρας. Μακριά πέρα από αυτόν, αλλά σχεδόν κατευθείαν μπροστά, πιο πέρα από μια μεγάλη λίμνη σκοταδιού, στιγματισμένη με μικροσκοπικές φωτιές, είχε μια φλεγόμενη λάμψη’ κι από μέσα της έβγαιναν τεράστιες στήλες περιδινιζόμενου καπνού, σκοτεινές, κόκκινες στη βάση και μαύρες ψηλά, εκεί που ενώνονταν με την κυματιστή σκεπή που κάλυπτε ολόκληρη την καταραμένη χώρα.
Ο Σαμ κοίταζε το Όροντρούιν, το Βουνό της Φωτιάς. Κατά καιρούς τα καμίνια στα βάθη του σταχτή του κώνου πυρακτώνονταν και, φουσκώνοντας παλλόμενα, ξέχυναν ποταμούς μισολιωμένους βράχους από χάσματα στα πλευρά του. Μερικοί κυλούσαν φλεγόμενοι κατά το Μπαράντ-ντουρ ακολουθώντας μεγάλα αυλάκια· και άλλοι κυλούσαν φιδογυρίζοντας κάτω στην πέτρινη κοιλάδα, ώσπου ψύχονταν κι έμεναν σαν συστρεμμένες δρακομορφές που τις είχε ξεράσει η βασανισμένη γη. Σε μια τέτοια στιγμή οδύνης έβλεπε ο Σαμ το Βουνό του Χαμού και το φως του, αποκομμένο από το ψηλό παραπέτασμα των Έφελ Ντούαθ από κείνους που ανέβαιναν το μονοπάτι από τη Δύση, τώρα φώτιζε θυμωμένα τις γυμνές επιφάνειες των βράχων έτσι, ώστε έμοιαζαν λουσμένες στο αίμα.
Σ’ αυτό το φρικαλέο φως ο Σαμ στάθηκε έκπληκτος και κατατρομαγμένος, γιατί τώρα, κοιτάζοντας αριστερά μπορούσε να δει τον Πύργο της Κίριθ Ούνγκολ σε όλη του τη δύναμη. Η μύτη που είχε δει από την άλλη πλευρά ήταν μόνο ο πιο ψηλός του πυργίσκος. Η ανατολική του όψη υψωνόταν κλιμακωτά σε τρία επίπεδα, ξεκινώντας από μια προεξοχή του βουνού κάτω χαμηλά· το πίσω μέρος του ακουμπούσε σ’ έναν τεράστιο απόκρημνο βράχο πίσω, από όπου εξείχε προς τα έξω με μυτερές επάλξεις, τη μία πάνω στην άλλη, που μίκραιναν καθώς ανέβαιναν, με κάθετες πλευρές περίτεχνα φτιαγμένες που έβλεπαν βορειοανατολικά και νοτιοανατολικά. Γύρω από το χαμηλότερο επίπεδο, διακόσια πόδια χαμηλότερα από εκεί που βρισκόταν τώρα ο Σαμ, υπήρχε ένα τείχος με πολεμίστρες που έζωνε μια στενή αυλή. Η πύλη του, στην κοντινή νοτιοανατολική πλευρά, έβγαζε σ’ ένα φαρδύ δρόμο, που το εξωτερικό προστατευτικό του τοιχίο ακολουθούσε το χείλος ενός απότομου γκρεμού, ώσπου έστριβε νότια και κατέβαινε φιδογυρίζοντας στο σκοτάδι για να συναντήσει το δρόμο που ερχόταν από το Πέρασμα Μόργκουλ. Και από εκεί συνέχιζε περνώντας ανάμεσα από ένα οδοντωτό σκίσιμο στο Μοργκάι και έβγαινε στην κοιλάδα του Γκόργκοροθ ως το Μπαράντ-ντουρ μακριά. Το στενό ψηλό πέρασμα όπου στεκόταν ο Σαμ κατέβαινε γρήγορα κάτω από μια σκάλα κι ένα απόκρημνο μονοπάτι, για να συναντήσει τον κυρίως δρόμο κάτω απ’ τα συνοφρυωμένα τείχη κοντά στην Καστρόπορτα.
Καθώς το κοιτούσε ξαφνικά ο Σαμ κατάλαβε και σχεδόν πετάχτηκε, πως τούτο το οχυρό είχε χτιστεί όχι για να κρατάει τους εχθρούς έξω από τη Μόρντορ, αλλά για να τους κρατάει μέσα. Γιατί στην πραγματικότητα ήταν ένα από τα έργα της Γκόντορ πολύ παλιά, ένα ανατολικό προπύργιο στην άμυνα του Ιθίλιεν, κατασκευασμένο όταν, μετά την Τελευταία Συμμαχία, οι Άνθρωποι της Μακρινής Δύσης φρουρούσαν την πονηρή χώρα του Σόρον, όπου ακόμα παραμόνευαν τα πλάσματά του. Αλλά όπως και με τους Νάρκχοστ και Κάρκχοστ[4], τους Πύργους των Δοντιών, έτσι κι εδώ η επαγρύπνηση είχε ελαττωθεί και η προδοσία είχε παραδώσει τον Πύργο στον Άρχοντα των Δαχτυλιδοφαντασμάτων και τώρα, εδώ και πολλά χρόνια, βρισκόταν στην κατοχή πονηρών όντων. Από την επιστροφή του στη Μόρντορ, ο Σόρον τον είχε βρει χρήσιμο· γιατί είχε λίγους υπηρέτες, αλλά πολλούς σκλάβους από φόβο, και ο κυρίως σκοπός του, όπως και παλιά, ήταν να εμποδίζει τη διαφυγή από τη Μόρντορ. Μόλο που, αν κάποιος εχθρός ήταν τόσο απερίσκεπτος ώστε να δοκιμάσει να μπει στη χώρα κρυφά, τότε αυτός ήταν ακόμη ένας τελευταίος ακοίμητος φρουρός στην περίπτωση που κάποιος θα κατάφερνε να ξεγλιστρήσει από την επαγρύπνηση της Μόργκουλ και της Σέλομπ.
Πολύ ξεκάθαρα τώρα ο Σαμ είδε πως δεν υπήρχαν ελπίδες να ξεγλιστρήσει κάτω από εκείνα τα γεμάτα μάτια τείχη και να περάσει την άγρυπνη πύλη. Αλλά ακόμα κι αν τα κατάφερνε, δε θα μπορούσε να πάει μακριά στο φυλαγμένο δρόμο πέρα – γιατί ούτε οι μαύροι ίσκιοι, που απλώνονταν πυκνοί εκεί που δεν έφτανε η κόκκινη φεγγοβολιά, δε θα τον έκρυβαν πολύ από τους νυχτομάτηδες ορκ. Αλλά όσο κι αν ήταν απελπιστικός εκείνος ο δρόμος, η δουλειά του τώρα ήταν πολύ χειρότερη – όχι, δηλαδή, να αποφύγει την πύλη και να ξεφύγει, αλλά να μπει μέσα, ολομόναχος.
Η σκέψη του στράφηκε στο Δαχτυλίδι, αλλά δεν του έφερε παρηγοριά, μόνο τρόμο και κίνδυνο. Δεν είχε καλά καλά προλάβει να δει το Βουνό του Χαμού να φλέγεται πέρα μακριά, όταν ένιωσε μια αλλαγή να επέρχεται στο φορτίο του. Καθώς πλησίαζε στα μεγάλα καμίνια όπου, στα βάθη των καιρών, είχε σφυρηλατηθεί και πάρει σχήμα, η δύναμη του Δαχτυλιδιού αυξήθηκε και έγινε πιο σκληρό κι ανήμερο εκτός και το χρησιμοποιούσε κάποια πανίσχυρη θέληση. Όπως ο Σαμ στεκόταν εκεί, μόλο που δε φορούσε το Δαχτυλίδι, αλλά το είχε κρεμασμένο στην αλυσίδα του γύρω από το λαιμό του, ένιωσε τον εαυτό του να μεγαλώνει, λες και ήταν ντυμένος με μια τεράστια παραμορφωμένη σκιά του εαυτού του, μια θεόρατη δυσοίωνη απειλή που είχε σταθεί στα τείχη της Μόρντορ. Ένιωθε πως από εδώ κι εμπρός είχε τώρα δύο επιλογές: ή να απαρνηθεί το Δαχτυλίδι, μόλο που θα τον βασάνιζε, ή να το πάρει και να προκαλέσει τη Δύναμη που καθόταν στο σκοτεινό της άντρο πέρα απ’ την κοιλάδα των ίσκιων. Το Δαχτυλίδι ήδη τον έβαζε σε πειρασμό, κατατρώγοντας τη θέλησή του και τη λογική του. Αχαλίνωτες φαντασιώσεις ξεπηδούσαν στο μυαλό του· κι. έβλεπε το Σάμγουάιζ τον Ισχυρό, τον Ήρωα του Αιώνα, να δρασκελίζει μ’ ένα φλογερό σπαθί τη σκοτεινιασμένη χώρα και στρατιές ολόκληρες να έρχονται στο κάλεσμά του καθώς προχωρούσε για να πάρει το Μπαράντ-ντουρ. Και ύστερα όλα τα σύννεφα κυλούσαν κι έφευγαν μακριά κι ο άσπρος ήλιος έλαμπε και σε μια διαταγή του η κοιλάδα του Γκόργκοροθ γινόταν ένας κήπος με λουλούδια και δέντρα που καρποφορούσαν. Δεν είχε παρά να βάλει το Δαχτυλίδι και να το διεκδικήσει για τον εαυτό του και όλα αυτά θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν.
Σε κείνη την ώρα της δοκιμασίας εκείνο που τον βοήθησε περισσότερο να μη λυγίσει ήταν η αγάπη του για τον κύριό του· αλλά και μέσα του βαθιά υπήρχε ακόμα ανίκητη η απλή χομπιτο-λογική του -ήξερε στα τρίσβαθα της καρδιάς του πως δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να κρατήσει τέτοιο βάρος, ακόμα κι αν τα οράματα αυτά δεν ήταν σκέτες απάτες που θα τον πρόδιναν. Ο ένας μικρός κήπος για έναν ελεύθερο κηπουρό ήταν όσο χρειαζόταν και δικαιούταν, όχι ένας κήπος μεγαλωμένος σε κράτος· να δουλεύει με τα δικά του χέρια, όχι να διατάζει τα χέρια των άλλων.
«Κι οπωσδήποτε όλες τούτες οι ιδέες δεν είναι παρά απάτη, μονολόγησε. Θα μ’ έβλεπε και θα με τρομοκρατούσε, πριν καλά καλά προλάβω να φωνάξω. Θα με δει στο πι και φι έτσι και φορέσω τώρα το Δαχτυλίδι, εδώ στη Μόρντορ. Λοιπόν, αυτό είναι όλο κι όλο που μπορώ να πω: η κατάσταση είναι απελπιστική, όπως ο πάγος την άνοιξη. Τώρα που το να γίνω αόρατος θα ’ταν στ’ αλήθεια χρήσιμο, δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω το Δαχτυλίδι! Κι αν ποτέ πάω και παρακάτω, δε θα μου είναι τίποτ’ άλλο παρά βάρος και καθυστέρηση σε κάθε μου βήμα. Άρα τι να κάνω;»
Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Ήξερε ότι έπρεπε να πάει κάτω στην πύλη και να μην καθυστερεί άλλο. Ανασηκώνοντας τους ώμους του, λες και τίναζε από πάνω του τη σκιά και έδιωχνε τα φαντάσματα, άρχισε αργά να κατεβαίνει. Με κάθε του βήμα λες και μίκραινε. Δεν είχε προχωρησει πολύ, όταν είχε πάλι ζαρώσει στο μέγεθος ενός πολύ μικρού και φοβισμένου χόμπιτ. Περνούσε τώρα κάτω από τα τείχη του Πύργου και τα ξεφωνητά και οι θόρυβοι της συμπλοκής έφταναν στ’ αυτιά του δίχως βοήθεια. Για την ώρα η φασαρία έμοιαζε να έρχεται από την αυλή μέσα από τον εξωτερικό τοίχο.
Ο Σαμ είχε περίπου κατέβει τα μισά του μονοπατιού, όταν δύο ορκ βγήκαν τρέχοντας από τη σκοτεινή πύλη στο κόκκινο φως. Δεν έστριψαν προς το μέρος του. Πήγαιναν προς τον κυρίως δρόμο. Αλλά εκεί, όπως έτρεχαν, σκόνταψαν και έπεσαν καταγής ακίνητοι. Ο Σαμ δεν είχε δει βέλη, αλλά μάντεψε ότι τους ορκ τούς είχαν τοξέψει άλλοι ή από τις επάλξεις ή κρυμμένοι στον ίσκιο της πύλης. Συνέχισε να προχωρεί, κολλημένος στον τοίχο αριστερά του. Μια ματιά προς τα πάνω του είχε δείξει πως δεν υπήρχε ελπίδα να τον σκαρφαλώσει. Η λιθοδομή υψωνόταν τριάντα πόδια, χωρίς ρωγμή ή εσοχή, και έβγαινε προς τα έξω σαν ανεστραμμένα σκαλοπάτια. Ο μόνος δρόμος ήταν η πύλη.
Συνέχισε να προχωρεί με προφύλαξη· και καθώς προχωρούσε, αναρωτήθηκε πόσοι ορκ να έμεναν στον Πύργο με το Σαγκράτ και πόσους να είχε ο Γκόρμπαγκ και γιατί διαφωνούσαν, αν πραγματικά αυτό συνέβαινε. Οι άντρες του Σαγκράτ του είχαν φανεί κάπου σαράντα και του Γκόρμπαγκ διπλάσιοι και παραπάνω· αλλά, βέβαια, η περίπολος του Σαγκράτ ήταν μόνο τμήμα της φρουράς του. Σχεδόν σίγουρα μάλωναν για το Φρόντο και τα λάφυρα. Για μια στιγμή ο Σαμ σταμάτησε, γιατί ξαφνικά τα πράγματα ξεκαθάρισαν, σχεδόν λες και τα είχε δει με τα ίδια του τα μάτια. Ο αλυσιδωτός θώρακας από μίθριλ! Φυσικά, ο Φρόντο τον φορούσε και θα τον έβρισκαν. Και, από αυτά που είχε ακούσει ο Σαμ, ο Γκόρμπαγκ θα τον ήθελε για τον εαυτό του. Αλλά οι διαταγές του Μαύρου Πύργου ήταν προς το παρόν η μόνη προστασία του Φρόντο και αν τις αψηφούσαν, ο Φρόντο θα μπορούσε να θανατωθεί χωρίς πολλά πολλά σε οποιαδήποτε στιγμή.
– Εμπρός, άθλιε τεμπέλη! φώναξε ο Σαμ στον εαυτό του. Κουνήσου!
Έβγαλε το Κεντρί και όρμησε ίσια στην ανοιχτή πύλη. Αλλά, εκεί που πήγαινε να περάσει κάτω από τη μεγάλη καμάρα, ένιωσε ένα τίναγμα – λες και είχε πέσει σε κάποιο δίχτυ σαν της Σέλομπ, αόρατο όμως. Δεν μπορούσε να δει κανένα εμπόδιο, αλλά κάτι πολύ ισχυρό για να το καταβάλει η θέλησή του τού έκλεινε το δρόμο. Κοίταξε γύρω και ύστερα μέσα στη σκιά της πύλης είδε τους Δύο Σκοπούς.
Έμοιαζαν μεγάλες μορφές καθισμένες σε θρόνους. Ο καθένας είχε τρία ενωμένα σώματα και τρία κεφάλια που κοιτούσαν έξω, μέσα και διαγώνια στην πύλη. Τα κεφάλια έμοιαζαν όρνεα και στα μεγάλα τους γόνατα ήταν ακουμπισμένα τα γαμψά τους χέρια. Έμοιαζαν πελεκημένοι από τεράστιους ογκόλιθους, ακίνητοι κι όμως άγρυπνοι – κάποιο φοβερό πνεύμα σατανικής επαγρύπνησης κατοικούσε μέσα τους. Γνώριζαν τον όποιον εχθρό. Ορατός ή αόρατος κανείς δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος. Του απαγόρευαν την είσοδο ή τη διαφυγή.
Σκληραίνοντας τη θέλησή του ο Σαμ έσπρωξε πάλι μπροστά και σταμάτησε μ’ ένα τίναγμα, παραπατώντας λες και είχε δεχτεί χτύπημα στο κεφάλι και στο στήθος. Τότε με μεγάλη τόλμη, γιατί δεν μπορούσε να σκεφτεί τι άλλο να κάνει, απαντώντας σε μια ξαφνική σκέψη που του πέρασε απ’ το μυαλό, έβγαλε αργά το φιαλίδιο της Γκαλάντριελ και το σήκωσε ψηλά. Το άσπρο του φως δυνάμωσε γρήγορα και οι ίσκιοι κάτω από τη σκοτεινή καμάρα τράπηκαν σε φυγή. Οι τερατόμορφοι Σκοποί κάθονταν εκεί ψυχροί κι ακίνητοι, με το φρικαλέο σχήμα τους ξεσκεπασμένο. Για μια στιγμή ο Σαμ έπιασε μια γυαλάδα στις μαύρες πέτρες των ματιών τους, που η τόση κακία τους τον έκανε να δειλιάσει· αλλά σιγά σιγά ένιωσε τη θέληση τους να ταλαντεύεται και να καταρρέει από φόβο.
Με ένα πήδημα τους προσπέρασε· αλλά πριν καλά καλά τελειώσει, κρύβοντας πάλι το φιαλίδιο στον κόρφο του, ένιωσε, τόσο καθαρά λες και μια ατσαλένια αμπάρα να έπεφτε πίσω του, πως η επαγρύπνησή τους ανανεώθηκε. Και από εκείνα τα φοβερά κεφάλια ξεπήδησε μια ψιλή διαπεραστική κραυγή, που αντιλάλησε στα πυργωτά τείχη μπροστά του. Πάνω ψηλά, σαν απάντηση, μια στριγκή καμπάνα χτύπησε μία φορά.
– Τώρα, μάλιστα! είπε ο Σαμ. Τώρα χτύπησα και το κουδούνι της εξώπορτας. Λοιπόν, εμπρός πού είσαστε; φώναξε. Πείτε στον Καπετάν Σαγκράτ πως ο μεγάλος Ξωτικο-πολεμιστής ήρθε για επίσκεψη, μαζί με το ξωτικο-σπαθί του!
Καμιά απάντηση. Ο Σαμ προχώρησε. Το Κεντρί γυάλιζε γαλάζιο στο χέρι του. Η αυλή ήταν κατασκότεινη, αλλά μπορούσε να δει πως το πλακόστρωτο ήταν στρωμένο πτώματα. Στα πόδια του μπροστά ήταν δύο τοξότες ορκ με μαχαίρια μπηγμένα στις πλάτες τους. Πιο πέρα ήταν πεσμένοι κι άλλοι ακόμα· άλλοι, ένας ένας, όπως τους είχαν κόψει ή σαϊτέψει· άλλοι, δυο δυο, αγκαλιασμένοι ακόμα, νεκροί ενώ μαχαίρωναν, έπνιγαν, δάγκωναν ο ένας τον άλλο. Οι πλάκες γλιστρούσαν από το μαύρο αίμα.
Ο Σαμ πρόσεξε δύο στολές, η μια με το σημάδι του Κόκκινου Ματιού και η άλλη με το Φεγγάρι παραμορφωμένο με μια απαίσια νεκροκεφαλή· δε σταμάτησε όμως για να κοιτάξει καλύτερα. Στην απέναντι πλευρά της αυλής μια μεγάλη πόρτα στη βάση του Πύργου ήταν μισάνοιχτη και ένα κόκκινο φως έβγαινε από πίσω· ένας μεγαλόσωμος ορκ ήταν νεκρός στο κατώφλι. Ο Σαμ πήδησε πάνω από το κουφάρι και μπήκε μέσα· και ύστερα κοίταξε τριγύρω αμήχανος.
Ένας φαρδύς διάδρομος, που αντηχούσε, οδηγούσε προς τα πίσω από την πόρτα προς την πλευρά του βουνού. Ήταν μισοφωτισμένος με δάδες που έκαιγαν τοποθετημένες σε υποδοχές στους τοίχους, αλλά το βάθος του μακριά χανόταν στο μισοσκόταδο. Πολλές πόρτες και ανοίγματα φαίνονταν δεξιά κι αριστερά· ο διάδρομος όμως ήταν άδειος εκτός από δύο ή τρία ακόμα κουφάρια πεσμένα στο δάπεδο. Από ό,τι είχε ακούσει από τα λόγια των καπεταναίων ο Σαμ ήξερε ότι, νεκρός ή ζωντανός, ο Φρόντο κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν σε κάποιο δωμάτιο ψηλά στον ψηλότερο πυργίσκο· αλλά θα μπορούσε να έψαχνε και μέρα ολόκληρη μέχρι να βρει το δρόμο.
– Θα πρέπει να ’ναι κάπου προς την πίσω μεριά, φαντάζομαι, μουρμούρισε ο Σαμ. Ολόκληρος ο Πύργος ανεβαίνει κάπως προς τα πίσω. Κι όπως και να ’χει το πράγμα, καλύτερα να ακολουθήσω αυτά τα φώτα.
Προχώρησε στο βάθος τον διαδρόμου, τώρα όμως αργά, το κάθε βήμα και πιο απρόθυμο. Ο τρόμος άρχιζε πάλι να τον κυριεύει. Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν εκτός από τον ήχο των ποδιών του, που έμοιαζε να δυναμώνει και ν’ αντηχεί, σαν να χτυπούσαν μεγάλες παλάμες τους πέτρινους τοίχους. Τα νεκρά σώματα· το κενό· οι υγροί μαύροι τοίχοι που στο φως των δαυλών έμοιαζαν να στάζουν αίμα’ ο φόβος ότι ξαφνικός θάνατος παραμόνευε σε κάποιο κατώφλι ή σκιά· και στο βάθος του μυαλού του η ακοίμητη κακία που περίμενε στην πύλη – ήταν σχεδόν περισσότερα από όσα μπορούσε να πιέσει τον εαυτό του να αντιμετωπίσει. Θα προτιμούσε μια ανοιχτή αντιμετώπιση – με όχι πάρα πολλούς εχθρούς κάθε φορά – παρά αυτή τη φρικτή σκυθρωπή αβεβαιότητα. Ανάγκασε τον εαυτό του να σκεφτεί το Φρόντο, δεμένο ή πονεμένο ή νεκρό κάπου σ’ αυτό το φοβερό μέρος, και συνέχισε να προχωρεί.
Είχε περάσει το φως των δαδιών και είχε φτάσει σχεδόν σε μια μεγάλη καμαρωτή πόρτα στο βάθος του διαδρόμου, την εσωτερική πλευρά της υπόγειας πύλης, όπως είχε σωστά μαντέψει, όταν ακούστηκε από πάνω ψηλά ένα φοβερό πνιχτό ουρλιαχτό. Κοκάλωσε. Ύστερα άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Κάποιος έτρεχε με μεγάλη βιασύνη και κατέβαινε βροντώντας κάποιες σκάλες από ψηλά.
Η θέληση του ήταν πολύ εξασθενημένη και αργή για να συγκρατήσει το χέρι του. Τράβηξε την αλυσίδα κι έσφιξε το Δαχτυλίδι. Ο Χαμ όμως δεν το φόρεσε· γιατί, ενώ ακόμα το έσφιγγε στο στήθος του, ένας ορκ κατέβηκε βροντώντας κάτω. Ξεπετάχτηκε με ένα πήδημα από ένα σκοτεινό άνοιγμα στα δεξιά κι έτρεξε καταπάνω του. Δεν ήταν πάνω από έξι βήματα απόσταση όταν, σηκώνοντας το κεφάλι του, τον είδε· κι ο Σαμ μπορούσε να ακούσει τη λαχανιασμένη ανάσα του και να δει τη λάμψη των κοκκινισμένων του ματιών. Σταμάτησε κατατρομαγμένος. Γιατί αυτό που είδε δεν ήταν ένας μικρούλης τρομαγμένος χόμπιτ που προσπαθούσε να κρατήσει σταθερό το σπαθί του – είδε μια μεγάλη σιωπηλή μορφή, τυλιγμένη σε μια γκρίζα σκιά, να ορθώνεται με το τρεμάμενο φως από πίσω της· στο ένα χέρι κρατούσε σπαθί, που η λάμψη του μονάχα προξενούσε πόνο φοβερό, το άλλο ήταν σφιγμένο στο στήθος του, αλλά κρατούσε κρυμμένη κάποια ακατανόμαστη απειλητική δύναμη και χαμό.
Για μια στιγμή ο ορκ συσπειρώθηκε και, ύστερα, με μια ανατριχιαστική κραυγή όλο φόβο γύρισε και το ’βαλε στα πόδια από εκεί που είχε έρθει. Ποτέ κανένας σκύλος δε θα χάρηκε πιο πολύ σαν είδε τον εχθρό του να βάζει την ουρά στα σκέλια, από ό,τι ο Σαμ μ’ αυτή την απρόσμενη φυγή. Με ένα ξεφωνητό άρχισε το κυνηγητό.
– Ναι! Ο Ξωτικό-πολεμιστή ς ήρθε! φώναξε. Έρχομαι! Για δείξε μου από πού πάνε απάνω, ειδαλλιώς θα σε γδάρω!
Ο ορκ όμως βρισκόταν στα λημέρια του και ήταν ευκίνητος και καλοταϊσμένος. Ο Σαμ ήταν ξένος, πεινασμένος και κατάκοπος. Οι σκάλες ήταν ψηλές, όρθιες και περιστροφικές. Η ανάσα του Σαμ άρχισε να βγαίνει λαχανιασμένη. Ο ορκ γρήγορα χάθηκε από τα μάτια του και τώρα μόνο αμυδρά ακουγόταν ο χτύπος των ποδιών του καθώς προχωρούσε όλο και πιο ψηλά. Κάθε τόσο έβγαζε ένα ουρλιαχτό που αντηχούσε στα ντουβάρια. Αργά αργά όμως όλες οι φωνές του έσβησαν.
Ο Σαμ εξακολούθησε ν’ ανεβαίνει με κόπο. Ένιωθε πως βρισκόταν στο σωστό δρόμο και η διάθεσή του είχε φτιάξει αρκετά. Έκρυψε το Δαχτυλίδι κι έσφιξε τη ζώνη του.
– Βρε, βρε! είπε. Αν όλοι δείξουν τόση αντιπάθεια για μένα και το Κεντρί, μπορεί τα πράγματα να εξελιχτούν καλύτερα απ’ ό,τι έλπιζα. Και κατά τα φαινόμενα οι Σαγκράτ, Γκόρμπαγκ και κομπανία έχουν κάνει σχεδόν όλη τη δουλειά για μένα. Εκτός από εκείνο το μικρό και κατατρομαγμένο ποντίκι, δεν πιστεύω να έχει απομείνει κανένας ζωντανός εδώ μέσα!
Και μ’ αυτά τα λόγια σταμάτησε, γιατί του ήρθε απότομα, λες και είχε χτυπήσει το κεφάλι του στον πέτρινο τοίχο. Ολόκληρη η σημασία αυτών που είχε πει του ήρθε καταπέλτης. Κανένας ζωντανός! Τίνος ήταν εκείνο το φοβερό επιθανάτιο ουρλιαχτό;
– Φρόντο, Φρόντο! Κύριε! φώναξε μισοκλαίγοντας. Αν σε σκότωσαν, τι θα κάνω; Πάντως, φτάνω επιτέλους, στην κορυφή, να δω ό,τι μου πρέπει.
Ψηλότερα, όλο και ψηλότερα ανέβαινε. Ήταν σκοτάδι αν εξαιρέσουμε καμιά δάδα που άναβε σε καμιά γωνιά ή πλάι από κάποιο άνοιγμα που οδηγούσε στους ψηλότερους ορόφους του Πύργου. Ο Σαμ προσπάθησε να μετρήσει τα σκαλοπάτια, αλλά μετά τα διακόσια έχασε το λογαριασμό. Προχωρούσε αθόρυβα τώρα· γιατί νόμισε πως μπορούσε να ακούσει φωνές να κουβεντιάζουν, σε αρκετή ακόμα απόσταση ψηλά. Κατά τα φαινόμενα, είχε μείνει ζωντανό παραπάνω από ένα ποντίκι.
Απότομα, εκεί που νόμισε πως δεν άντεχε να βγάλει άλλη ανάσα ούτε να βάλει τα γόνατά του να ξαναλυγίσουν, η σκάλα τελείωσε. Στάθηκε ακίνητος. Οι φωνές τώρα ήταν δυνατές και κοντινές. Ο Σαμ κοίταξε ολόγυρα. Είχε ανέβει πάνω στην επίπεδη οροφή του τρίτου και ψηλότερου εξώστη του Πύργου — ενός ανοιχτού χώρου, μήκους είκοσι γιαρδών περίπου, με ένα χαμηλό στηθαίο. Εκεί η σκάλα ήταν σκεπασμένη από ένα μικρό διαμέρισμα με τρούλο στη μέση της οροφής, με χαμηλές πόρτες που έβλεπαν ανατολικά και δυτικά. Ανατολικά ο Σαμ μπορούσε να δει την πεδιάδα της Μόρντορ κάτω, τεράστια και σκοτεινή, και το φλεγόμενο βουνό πέρα μακριά. Καινούρια αναταραχή φούσκωνε στα βαθιά πηγάδια του και ποταμοί φωτιάς έλαμπαν τόσο άγρια, που ακόμα κι από τόσα μίλια απόσταση το φως τους φώτιζε την κορυφή του πύργου με μια κόκκινη λάμψη. Δυτικά τη θέα την έκλεινε η βάση του μεγάλου πυργίσκου που υψωνόταν στο βάθος αυτού του ψηλότερου εξώστη και όρθωνε την κορυφή του πάνω από τις κορφές των τριγύρω λόφων. Από μια χαραματιά στο παράθυρο έβγαινε φως. Η πόρτα του δε βρισκόταν ούτε δέκα γιάρδες μακριά από εκεί που στεκόταν ο Σαμ. Ήταν ανοιχτή αλλά σκοτεινή και, ακριβώς μέσα απ’ τη σκιά της, έβγαιναν φωνές.
Στην αρχή ο Σαμ δεν έδωσε σημασία· βγήκε ένα βήμα από την ανατολική πόρτα και κοίταξε ολόγυρα. Αμέσως είδε πως εδώ πάνω η σύγκρουση υπήρξε αγριότερη. Όλος ο εξώστης ήταν πνιγμένος από κουφάρια ορκ ή κομμένα και σκορπισμένα κεφάλια και μέλη τους. Ο τόπος βρομούσε θάνατο. Ένα ουρλιαχτό που το ακολούθησε ένα χτύπημα και μια κραυγή τον έστειλαν πίσω τρέχοντας να κρυφτεί. Μια φωνή ορκ υψώθηκε θυμωμένη και τη γνώρισε αμέσως, στριγκή, όλο κτηνωδία, παγωμένη. Μιλούσε ο Σαγκράτ, ο Φρούραρχος του Πύργου.
– Δεν ξαναπάς, ε; Π’ ανάθεμα σε, Σνάγκα, σιχαμερό σκουλήκι! Αν νομίζεις πως είμαι τόσο σακατεμένος, ώστε να με αγνοείς άφοβα, γελάστηκες. Έλα δω, και θα σε κάνω να σου πεταχτούν τα μάτια έξω, όπως έκανα τώρα δα και στον Ράντμπουγκ. Κι όταν έρθουν οι καινούριοι, θα σε κανονίσω εγώ – στη Σέλομπ θα σε στείλω.
– Δεν πρόκειται να ’ρθουν, πριν πεθάνεις τουλάχιστον, απάντησε ο Σνάγκα σκυθρωπά.
– Σ’ το ’πα δυο φορές πως τα γουρούνια του Γκόρμπαγκ έφτασαν πρώτοι στην πύλη και κανείς απ’ τους δικούς μας δε βγήκε έξω. Ο Λάγκντουφ κι ο Μούσγκας πέρασαν, αλλά τους χτύπησαν με βέλη. Το είδα απ’ το παράθυρο, σου λέω. Κι ήταν οι τελευταίοι.
– Τότε, πρέπει να πας εσύ. Εγώ πρέπει να μείνω εδώ οπωσδήποτε. Είμαι λαβωμένος όμως. Πού να τον πάρουν οι Μαύρες Μίνες εκείνον το βρομορέμπελο τον Γκόρμπαγκ! η φωνή του Σαγκράτ έσβησε με μια σειρά βρισιές και κατάρες. Του ’χα ρίξει περισσότερες απ’ όσες εκείνος, αλλά με μαχαίρωσε, ο κοπρίτης, πριν προλάβω να τον πνίξω. Εσύ θα πας, ειδαλλιώς θα σε φάω. Τα νέα πρέπει να φτάσουν στο Λουγκμπούρτζ, γιατί θα ’μαστε και οι δυο για τις Μαύρες Μίνες. Ναι, κι εσύ μαζί. Δεν τη γλιτώνεις με το να κρύβεσαι εδώ.
– Δεν τις ξανακατεβαίνω εκείνες τις σκάλες – γρύλισε ο Σνάγκα -είτε είσαι αρχηγός είτε όχι. Ποτέ! Και κάτω τα ξερά σου από το μαχαίρι, ειδαλλιώς θα σου τρυπήσω τα σωθικά μ’ ένα βέλος. Δε θα ’σαι Φρούραρχος για πολύ, όταν Εκείνοι μάθουν όλα τούτα δω. Εγώ πολέμησα για τον Πύργο ενάντια σ’ εκείνα τα βρομερά ποντίκια της Μόργκουλ, αλλά εσείς οι δυο σπουδαίοι καπεταναίοι τα κάνατε θάλασσα, που τσακωθήκατε για τα λάφυρα.
– Κόφτο, ούρλιαξε ο Σαγκράτ. Είχα τις διαταγές μου. Ο Γκόρμπαγκ άρχισε, που προσπάθησε να βουτήξει εκείνον τον ωραίο θώρακα.
– Εσύ φταις που τον αγρίεψες, με το ύφος σου το σπουδαίο. Κι αυτός, πάντως, είχε περισσότερο μυαλό από σένα. Σ’ το είπε και σ’ το ξανάπε πως ο πιο επικίνδυνος απ’ αυτούς τους κατάσκοπους ήταν ακόμα ελεύθερος, αλλά εσύ πού να τον ακούσεις. Και δεν ακούς και τώρα. Ο Γκόρμπαγκ είχε δίκιο, σου λέω. Τριγυρίζει ένας μεγάλος πολεμιστής, κανένα απ’ εκείνα τα αιματοβαμμένα Ξωτικά ή κανείς απ’ αυτούς τους βρομερούς tark[5]. Έρχεται εδώ, σου λέω. Το κουδούνι το άκουσες. Πέρασε τους Φρουρούς κι αυτή είναι δουλειά tark. Είναι στις σκάλες. Κι ώσπου να φύγει από κει πέρα, εγώ δεν κατεβαίνω. Και Νάζγκουλ να ’σουνα, εγώ δε θα πήγαινα.
– Ώστε, έτσι, ε! ούρλιαξε ο Σαγκράτ. Τούτο το κάνεις κι εκείνο δεν το κάνεις. Κι όταν θά ’ρθει, θα το στρίψεις και θα μ’ αφήσεις; Αμ’ δε θα το κάνεις! Θα σε γεμίσω κόκκινες σκουληκότρυπες πρώτα.
Από την πόρτα του πυργίσκου βγήκε ο μικρότερος ορκ τρέχοντας. Πίσω του ακολούθησε ο Σαγκράτ, ένας μεγαλόσωμος ορκ με μακριά χέρια, που, όπως έτρεχε σκυφτός, έφταναν ως κάτω. Το ένα όμως χέρι κρεμόταν άτονο κι έμοιαζε να αιμορραγεί, το άλλο κρατούσε αγκαλιά ένα μεγάλο μαύρο μπόγο. Στο κόκκινο φως ο Σαμ, μαζεμένος πίσω από την πόρτα της σκάλας, είδε μια ματιά το μοχθηρό του πρόσωπο καθώς πέρασε – ήταν γεμάτο γρατσουνιές από νύχια κοφτερά και πασαλειμμένο αίματα· σάλια έτρεχαν από τα πεταχτά του δόντια· από το στόμα του έβγαιναν γρυλίσματα σαν ζώου.
Απ’ όσο μπορούσε να δει ο Σαμ, ο Σαγκράτ κυνηγούσε το Σνάγκα τριγύρω στον εξώστη, ώσπου, σκύβοντας και ξεφεύγοντας, ο μικρότερος ορκ μ’ ένα ουρλιαχτό ξαναμπήκε στον πυργίσκο κι εξαφανίστηκε. Τότε ο Σαγκράτ σταμάτησε. Από την ανατολική πόρτα ο Σαμ μπορούσε τώρα να τον δει στο στηθαίο, ν’ ανοιγοκλείνει, λαχανιασμένος, αδύναμα το αριστερό του χέρι. Έβαλε τον μπόγο καταγής και με το δεξί του χέρι έβγαλε ένα μακρύ κόκκινο μαχαίρι κι έφτυσε πάνω του. Πλησίασε το στηθαίο κι έγειρε, κοιτάζοντας στην εξωτερική αυλή πέρα κάτω. Φώναξε δυο φορές, αλλά δεν πήρε απάντηση.
Ξαφνικά, την ώρα που ο Σαγκράτ έσκυβε πάνω απ’ τις επάλξεις, με την πλάτη γυρισμένη στην ταράτσα, ο Σαμ είδε κατάπληκτος πως ένα από τα ξαπλωμένα κορμιά κουνιόταν. Σερνόταν. Άπλωσε το ένα γαμψό χέρι κι άρπαξε τον μπόγο. Σηκώθηκε παραπατώντας. Στο άλλο χέρι του κρατούσε ένα ακόντιο με πλατιά αιχμή και κοντή σπασμένη λαβή. Ήταν έτοιμο να καρφώσει. Αλλά τη στιγμή εκείνη ακριβώς, ένα σφύριγμα ξέφυγε απ’ τα δόντια του, μια κοφτή ανάσα πόνου ή μίσους. Γρήγορος σαν το φίδι ο Σαγκράτ ξεγλίστρησε στο πλάι, έστριψε κι έμπηξε το μαχαίρι στο λαιμό του εχθρού του.
– Σε έφαγα, Γκόρμπαγκ! ξεφώνισε. Δεν ήσουν τελείως πεθαμένος, ε; Λοιπόν, θ’ αποτελειώσω τη δουλειά μου τώρα.
Όρμησε στο πεσμένο σώμα κι άρχισε να το κλοτσάει και να το τσαλαπατάει με λύσσα και πότε πότε έσκυβε για να το καρφώσει ή να το κόψει με το μαχαίρι του. Ικανοποιημένος, τέλος, έριξε πίσω το κεφάλι κι έβγαλε ένα απαίσιο γουργουριστό ουρλιαχτό θριάμβου. Ύστερα έγλειψε το μαχαίρι του και το έβαλε ανάμεσα στα δόντια του και, ξανασηκώνοντας τον μπόγο τράβηξε λοξοπερπατώντας για την πιο κοντινή πόρτα της σκάλας.
Ο Σαμ δεν είχε καιρό να σκεφτεί. Θα μπορούσε να ξεγλιστρήσει από την άλλη πόρτα, όχι όμως απαρατήρητος· και δε θα μπορούσε να παίξει κρυφτό μ’ αυτόν το φοβερό ορκ για πολλή ώρα. Έκανε αυτό που κατά πάσα πιθανότητα ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να είχε κάνει. Με μια κραυγή πετάχτηκε έξω για να αντιμετωπίσει το Σαγκράτ. Δεν κρατούσε πια το Δαχτυλίδι, αλλά αυτό βρισκόταν εκεί, μια κρυμμένη δύναμη, μια απειλή που έκανε να δειλιάζουν οι σκλάβοι της Μόρντορ· και στο χέρι του κρατούσε το Κεντρί και το φως του χτυπούσε στα μάτια τον ορκ σαν τη γυαλάδα ανελέητων αστεριών στις τρομερές ξωτικοχώρες, που, και σαν όνειρο μόνο, έκανε όλους τους όμοιους του να παγώνουν από το φόβο. Και ο Σαγκράτ δεν μπορούσε και να πολεμάει και να κρατάει το θησαυρό του. Σταμάτησε, γρυλίζοντας και δείχνοντας τα σουβλερά του δόντια. Και τότε, γι’ άλλη μία φορά, με τον τρόπο των ορκ, πήδησε στο πλάι, χρησιμοποιώντας το βαρύ μπόγο και σαν ασπίδα και σαν όπλο, τον έσπρωξε με δύναμη στο πρόσωπο του εχθρού του. Ο Σαμ παραπάτησε και, πριν προλάβει να συνέλθει, ο Σαγκράτ τον προσπέρασε κι άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα.
Ο Σαμ έτρεξε πίσω του βρίζοντας, αλλά δεν πήγε μακριά. Γρήγορα του ξανάρθε στο μυαλό ο Φρόντο και θυμήθηκε πως ο άλλος ορκ είχε ξαναπάει στον πυργίσκο. Να κι άλλο ένα τρομερό δίλημμα και δεν είχε καιρό να το ζυγίσει. Αν ο Σαγκράτ ξέφευγε, γρήγορα θα έπαιρνε ενισχύσεις και θα γύριζε πίσω. Αλλά αν ο Σαμ τον καταδίωκε, ο άλλος ορκ μπορεί να έκανε τίποτα φοβερό εκεί πάνω. Και οπωσδήποτε υπήρχε η πιθανότητα να μην τον βρει το Σαγκράτ ή να σκοτώσει εκείνον ο Σαγκράτ. Γύρισε γρήγορα κι άρχισε ν’ ανεβαίνει ξανά τις σκάλες.
— Λάθος πάλι, φαντάζομαι. Αλλά εμένα η δουλειά μου είναι να πάω πάνω πάνω στην κορυφή πρώτα, κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει ύστερα.
Κάτω μακριά ο Σαγκράτ κατέβηκε πηδώντας τις σκάλες, διέσχισε την αυλή και πέρασε την πύλη, μεταφέροντας το πολύτιμο φορτίο του. Αν ο Σαμ μπορούσε να τον έβλεπε και αν ήξερε τη μεγάλη λύπη που θα έφερνε η φυγή του, μπορεί και να είχε χάσει το κουράγιο του. Τώρα όμως ο νους του ήταν προσηλωμένος στην τελευταία φάση της έρευνάς του. Πλησίασε με προσοχή την πόρτα του πυργίσκου και μπήκε μέσα. Βρέθηκε στο σκοτάδι. Αλλά γρήγορα τα τεντωμένα του μάτια διέκριναν ένα αμυδρό φως στα δεξιά του. Προερχόταν από ένα άνοιγμα που οδηγούσε σε μια άλλη σκάλα, στενή και σκοτεινή -έμοιαζε να ανεβαίνει περιστροφικά τον πυργίσκο ακολουθώντας το εσωτερικό της καμπύλης του εξωτερικού τοίχου. Μια δάδα θαμπόφεγγε από κάπου ψηλά.
Αθόρυβα ο Σαμ άρχισε να ανεβαίνει. Έφτασε τη μισοτελειωμένη δάδα που ήταν τοποθετημένη πάνω από μία πόρτα στ’ αριστερά του, που απέναντί της είχε ένα μακρόστενο παράθυρο που έβλεπε δυτικά -ένα από τα κόκκινα μάτια που αυτός κι ο Φρόντο είχαν δει από κάτω από το στόμιο της στοάς. Δίχως να χάνει καιρό ο Σαμ προσπέρασε την πόρτα και συνέχισε ν’ ανεβαίνει στο δεύτερο όροφο, τρέμοντας πως, από στιγμή σε στιγμή, θα του ορμούσαν από πίσω και θα ένιωθε γύρω από το λαιμό του να τον σφίγγουν δάχτυλα. Ύστερα έφτασε σε ένα παράθυρο που έβλεπε ανατολικά κι άλλη μία δάδα πάνω από την πόρτα που έβγαζε σε ένα διάδρομο που διέσχιζε τον πυργίσκο στη μέση. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, ο διάδρομος σκοτεινός εκτός από τις αναλαμπές του πυρσού και την άγρια κοκκινίλα που έμπαινε από το μακρόστενο παράθυρο. Εδώ όμως η σκάλα σταματούσε και δεν ανέβαινε άλλο. Ο Σαμ μπήκε με προφύλαξη στο διάδρομο. Δεξιά κι αριστερά είχε από μια χαμηλή πόρτα· και οι δύο όμως ήταν κλειστές και κλειδωμένες. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος.
«Αδιέξοδο, μουρμούρισε ο Σαμ, κρίμα τα σκαλιά που ανέβηκα! Δεν μπορεί να ’ναι εδώ η κορφή του πύργου. Αλλά τι μπορώ να κάνω τώρα;»
Έτρεξε πίσω στον κάτω όροφο και δοκίμασε την πόρτα. Ούτε που κουνιόταν. Έτρεξε πάνω πάλι και ιδρώτας άρχισε να τρέχει στο πρόσωπό του. Ένιωθε πως ακόμα και τα λεπτά ήταν πολύτιμα, αλλά ένα ένα ξέφευγαν κι αυτός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Δεν τον ένοιαζε πια ούτε για το Σαγκράτ ούτε για το Σνάγκα ούτε και για τον οποιονδήποτε ορκ που είχε ποτέ ξεράσει η γη. Ήθελε μονάχα τον κύριό του, να δει το πρόσωπο του ή να πιάσει μια φορά το χέρι του.
Τέλος, κατάκοπος και νιώθοντας τελικά νικημένος, κάθισε σε ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα από το δάπεδο του διαδρόμου κι έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του. Όλα ήταν ήσυχα, τρομερά ήσυχα. Η δάδα, που πλησίαζε να τελειώσει, όταν είχε φτάσει, τσίριξε κι έσβησε· κι αυτός ένιωσε το σκοτάδι να τον τυλίγει σαν παλίρροια. Και τότε σιγανά, κατάπληκτος, εκεί στο μάταιο τέλος του μεγάλου του ταξιδιού και του πόνου του, χωρίς να μπορεί να πει ποια σκέψη τον έσπρωξε να το κάνει, ο Σαμ άρχισε να τραγουδάει.
Η φωνή του ακουγόταν ψιλή και τρεμουλιαστή στον κρύο σκοτεινό πύργο – η φωνή ενός έρημου και κατάκοπου χόμπιτ, που κανένας ορκ, αν την άκουγε, δεν υπήρχε περίπτωση να την μπερδέψει για το καθάριο τραγούδι κάποιου Ξωτικο-άρχοντα. Μουρμούριζε παλιά παιδικά τραγουδάκια του Σάιρ και κομμάτια από τους στίχους του Μπίλμπο, που περνούσαν από το νου του σαν φευγαλέες εικόνες της πατρίδας του. Και τότε, ξαφνικά, νέα δύναμη γεννήθηκε μέσα του και η φωνή του αντήχησε δυνατά, ενώ λόγια ήρθαν αβίαστα να ταιριάξουν τον απλό σκοπό.
Στις χώρες της Δύσης πιο πέρα απ’ τον Ήλιο
μπορεί τα λουλούδια ν’ ανθίζουν,
τα δέντρα να μπουμπουκιάζουν και να κελαρύζουν νερά·
κι οι σπίνοι να ψάλλουν την Άνοιξη.
Ακόμα μπορεί σ’ ασυννέφιαστες νύχτες
λικνιστές οι σημύδες να παίρνουν
τ’ αστέρια τα Ξωτικά σαν πετράδια κατάλευκα
στα μαλλιά των κλαδιών τους.
Μα, μόλο που βρίσκομαι στο τέλος τον ταξιδιού μου,
θαμμένος βαθιά στα σκοτάδια,
απ’ όλους τους πέτρινους πύργους πιο πάνω
και πέρα απ’ όλα τα άγρια βουνά,
απ’ όλους τους ίσκιους ψηλότερα διαβαίνει ο Ήλιος
και τ’ Άστρα φωτίζοννε παντοτινά.
Κι εγώ δε θα πω πως τελείωσ’ η Μέρα,
ούτε θα πω στα Αστέρια: έχετε γεια!
«Απ’ όλους τους πέτρινους πύργους πιο πάνω», άρχισε πάλι κι ύστερα κόπηκε απότομα. Του φάνηκε πως είχε ακούσει μια αδύναμη φωνή να του απαντάει. Τώρα όμως δεν άκουγε τίποτα. Ναι, κάτι μπορούσε ν’ ακούσει, όχι όμως φωνή. Βήματα πλησίαζαν. Τώρα κάποια πόρτα άνοιγε σιγά στο διάδρομο· έτριζαν οι μεντεσέδες. Ο Σαμ μαζεύτηκε κι έστησε αυτί. Η πόρτα έκλεισε μ’ ένα υπόκωφο χτύπο· κι ύστερα μια άγρια φωνή αντήχησε:
– Ε, αυτού πέρα! Εσύ εκεί πάνω, βρομοπόντικο! Σταμάτα τα τσιρίγματα, ειδαλλιώς θα ’ρθω και θα σε ταχτοποιήσω. Μ’ ακούς;
Καμιά απάντηση.
– Εντάξει, γρύλισε ο Σνάγκα. Θα ’ρθω όμως να σου ρίξω μια ματιά, για καλό και για κακό, και να δω τι σκαρώνεις.
Οι μεντεσέδες έτριξαν ξανά κι ο Σαμ, κρυφοκοιτάζοντας τώρα απ’ τη γωνία στο κατώφλι του διαδρόμου, είδε ένα φως να τρεμοσβήνει από μια ανοιχτή πόρτα και τη θαμπή μορφή ενός ορκ να βγαίνει έξω. Έμοιαζε να μεταφέρει μία σκάλα. Ξαφνικά ο Σαμ κατάλαβε – το πιο ψηλό δωμάτιο το έφτανε κανείς από μια καταπακτή στο ταβάνι του διαδρόμου. Ο Σνάγκα σήκωσε όρθια τη σκάλα, τη στήριξε κι ύστερα ανέβηκε και χάθηκε. Ο Σαμ άκουσε να τραβούν ένα σύρτη. Ύστερα άκουσε την απαίσια φωνή να μιλάει ξανά.
– Κάτσε ήσυχα, γιατί θα το πληρώσεις! Δε σου μένει και πολύς καιρός να ζήσεις ήσυχα, φαντάζομαι· αλλά αν δε θες η διασκέδαση ν’ αρχίσει από τώρα, βούλωσ’ το, εντάξει; Πάρε και μια για να το θυμάσαι!
Ακούστηκε κάτι σαν πλατάγισμα μαστιγίου.
Σαν τ’ άκουσε αυτό ο θυμός του Σαμ φούντωσε απότομα. Πετάχτηκε τρέχοντας κι ανέβηκε τη σκάλα σαν γάτος. Το κεφάλι του βγήκε στη μέση του πατώματος ενός μεγάλου στρογγυλού δωματίου. Ένα κόκκινο φανάρι κρεμόταν από το ταβάνι· το δυτικό μακρόστενο παράθυρο ήταν ψηλό και σκοτεινό. Κάτι βρισκόταν καταγής στον τοίχο κάτω από το παράθυρο, αλλά από πάνω του βρισκόταν μια μαύρη σιλουέτα ορκ. Σήκωσε το μαστίγιο για δεύτερη φορά, αλλά το χτύπημα ποτέ δεν έπεσε.
Μ’ ένα ξεφωνητό ο Σαμ όρμησε με το Κεντρί στο χέρι. Ο ορκ έστριψε, αλλά πριν προλάβει να κουνηθεί ο Σαμ του έκοψε το χέρι με το μαστίγιο από το μπράτσο. Ουρλιάζοντας από τον πόνο και το φόβο και απελπισμένος ο ορκ όρμησε με το κεφάλι μπροστά. Το επόμενο χτύπημα του Σαμ δε βρήκε το στόχο του και, χάνοντας την ισορροπία του, έπεσε προς τα πίσω, αρπάζοντας και τον ορκ που είχε σκοντάψει πάνω του. Πριν προλάβει να σηκωθεί, άκουσε μια κραυγή κι έναν υπόκωφο θόρυβο. Ο ορκ στην άγρια βιασύνη του είχε σκοντάψει στο πάνω μέρος της σκάλας και είχε πέσει απ’ την καταπακτή που ήταν ανοιχτή. Ο Σαμ ούτε που του έδωσε σημασία. Έτρεξε στη μορφή που ήταν κουλούριασμένη στο πάτωμα. Ήταν ο Φρόντο.
Ήταν γυμνός κι έμοιαζε λιπόθυμος πάνω σ’ ένα σωρό βρόμικα κουρέλια — είχε το χέρι του σηκωμένο ψηλά, για να προφυλάξει το κεφάλι του και στα πλευρά του απλωνόταν μια άσχημη κοκκινίλα από μαστίγιο.
– Φρόντο! κύριε Φρόντο, καλέ μου! φώναξε ο Σαμ, μισοτυφλωμένος από τα δάκρυα. Ο Σαμ είμαι, ήρθα!
Μισοσήκωσε τον κύριό του και τον έσφιξε στην αγκαλιά του. Ο Φρόντο άνοιξε τα μάτια του.
– Ακόμα ονειρεύομαι; μουρμούρισε. Τα άλλα όνειρα όμως ήταν φοβερά.
– Δεν ονειρεύεσαι καθόλου, Κύριε, είπε ο Σαμ. Είναι αλήθεια. Εγώ είμαι. Ήρθα.
– Δεν μπορώ να το πιστέψω, είπε ο Φρόντο, πιάνοντάς τον σφιχτά. Ήταν ένας ορκ μ’ ένα μαστίγιο κι ύστερα έγινε ο Σαμ! Δηλαδή δεν ονειρευόμουν, όταν άκουσα εκείνο το τραγούδι κάτω και προσπάθησα να απαντήσω; Εσύ ήσουν;
– Και, βέβαια, εγώ ήμουνα, κύριε Φρόντο. Είχα χάσει κάθε ελπίδα, σχεδόν. Δεν μπορούσα να σε βρω.
– Πάντως τώρα με βρήκες, Σαμ, καλέ μου, Σαμ, είπε ο Φρόντο και βολεύτηκε στην απαλή αγκαλιά του Σαμ κλείνοντας τα μάτια, σαν το μικρό παιδί που αναπαύεται όταν κάποια αγαπημένη φωνή ή χέρι τού διώξει μακριά τους νυκτερινούς του φόβους.
Ο Σαμ ένιωθε πως θα μπορούσε να καθίσει έτσι ώρες ατέλειωτες απ’ τη χαρά του· αλλά αυτό δε γινόταν. Δεν αρκούσε που είχε βρει τον κύριό του, έπρεπε ακόμα να προσπαθήσει να τον σώσει. Φίλησε το μέτωπο του Φρόντο.
– Έλα! Ξύπνα, κύριε Φρόντο! είπε, προσπαθώντας να ακουστεί χαρούμενος, όπως τότε που τραβούσε τις κουρτίνες στο Μπαγκ Εντ τα καλοκαιριάτικα πρωινά.
Ο Φρόντο αναστέναξε κι ανακάθισε:
– Πού είμαστε; Πώς βρέθηκα εδώ; ρώτησε.
– Δεν έχουμε ώρα για ιστορίες, ώσπου να πάμε κάπου αλλού, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ. Πάντως βρίσκεσαι στην κορφή εκείνου του πύργου που εσύ κι εγώ είδαμε από κάτω, όταν βγήκαμε απ’ τη στοά, πριν σε πιάσουν οι ορκ. Δεν ξέρω πόσες ώρες έχουν περάσει από τότε. Πάνω από μέρα, φαντάζομαι.
– Τόσο μόνο; είπε ο Φρόντο. Μοιάζει βδομάδες. Πρέπει να μου τα πεις όλα, αν βρούμε την ευκαιρία. Κάτι με χτύπησε, έτσι δεν είναι; Κι έπεσα σε σκοτάδια και σε φοβερά όνειρα, και ξύπνησα και είδα πως το ξύπνημα ήταν χειρότερο. Ορκ βρίσκονταν παντού ολόγυρά μου. Νομίζω πως μου έδιναν δια της βίας να πιω κάποιο απαίσιο καυτερό ποτό. Το κεφάλι μου καθάρισε, πονούσα όμως και ήμουν κατάκοπος. Με έγδυσαν και μου τα πήραν όλα· και ύστερα ήρθαν δυο μεγάλα κτήνη κι άρχισαν να με ανακρίνουν, να με ανακρίνουν, ώσπου νόμισα πως θα τρελαθώ, έτσι όπως στέκονταν εκεί, όλο χαιρεκακία, χαϊδεύοντας τα μαχαίρια τους. Ποτέ δε θα ξεχάσω τα γαμψά τους νύχια και τα μάτια τους.
– Σίγουρα δε θα τα ξεχάσεις, αν δεν πάψεις να μιλάς γι’ αυτά, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ. Κι αν δε θέλουμε να τους ξαναδούμε, τότε, όσο γρηγορότερα ξεκινήσουμε, τόσο το καλύτερο. Μπορείς να περπατήσεις;
– Ναι, μπορώ, είπε ο Φρόντο και σηκώθηκε σιγά σιγά. Δεν είμαι τραυματισμένος, Σαμ. Νιώθω μόνο πολύ κουρασμένος κι έχω έναν πόνο εδώ.
Έβαλε το χέρι του στο πίσω μέρος του λαιμού του πάνω από τον αριστερό του ώμο. Στάθηκε όρθιος και στο Σαμ φάνηκε λες και ήταν ντυμένος στις φλόγες – το γυμνό του δέρμα ήταν ολοπόρφυρο στο φως της λάμπας, που κρεμόταν ψηλά. Πήγε κι ήρθε στο δωμάτιο δυο φορές.
– Τώρα είμαι καλύτερα! είπε – και έφτιαξε καμπόσο η διάθεση του. Δεν τολμούσα να κουνηθώ όταν με άφηναν μονάχο, γιατί αμέσως ερχόταν ένας από τους φρουρούς. Ώσπου άρχισαν οι φωνές και οι συμπλοκές. Τα δυο μεγάλα κτήνη – τσακώθηκαν, νομίζω. Για μένα και τα πράγματά μου. Εγώ καθόμουν εδώ καταφοβισμένος. Κι ύστερα έπεσε νεκρική σιγή κι αυτό ήταν χειρότερο.
– Ναι, φαίνεται πως τσακώθηκαν, είπε ο Σαμ. Θα πρέπει να ’ταν καμιά διακοσαριά απ’ αυτά τα βρομερά πλάσματα εδώ. Λίγο δύσκολο να τα βγάλει πέρα μαζί τους ο Σαμ Γκάμγκη, θα ’λεγα. Αλλά κάνανε όλο το μακελειό μοναχοί τους. Αυτό θα πει τύχη, αλλά είναι πολύ μεγάλη ιστορία για να την κάνουμε τραγούδι, αν δε βγούμε από δω πρώτα. Και τώρα τι κάνουμε; Δεν μπορείς να βγεις περίπατο στη Μαύρη Χώρα με δίχως τίποτα έξω απ’ το πετσί σου, κύριε Φρόντο.
– Τα πήραν όλα, Σαμ, είπε ο Φρόντο. Ό,τι είχα και δεν είχα. Καταλαβαίνεις; Όλα!
Μαζεύτηκε καταγής πάλι κι έσκυψε το κεφάλι, καθώς τα ίδια του τα λόγια τον έκαναν να καταλάβει το μέγεθος της καταστροφής και τον κυρίεψε απελπισία.
– Πάει η αποστολή, Σαμ. Ακόμα κι αν βγούμε από δω, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Μόνο τα Ξωτικά μπορούν να ξεφύγουν, να πάνε πέρα μακριά, να φύγουν απ’ τη Μέση-γη, πέρα από τη Θάλασσα. Και ποιος ξέρει αν κι αυτή ακόμα θα είναι αρκετά πλατιά για να μην αφήσει τη Σκιά να περάσει.
– Όχι, όχι όλα, κύριε Φρόντο. Και η αποστολή δεν πάει, όχι ακόμα. Το πήρα εγώ, κύριε Φρόντο, με το συμπάθιο. Και το φύλαξα καλά. Το ’χω περασμένο στο λαιμό μου τώρα κι είναι στ’ αλήθεια φορτίο τρομερό.
Ο Σαμ ψαχούλεψε γυρεύοντας το Δαχτυλίδι και την αλυσίδα του.
– Φαντάζομαι όμως πως πρέπει να το πάρεις ξανά.
Τώρα που έπρεπε να το δώσει, ο Σαμ ένιωθε απρόθυμος να παραδώσει το Δαχτυλίδι και να φορτώσει πάλι μ’ αυτό τον κύριό του.
– Το ’χεις; λαχάνιασε ο Φρόντο. Το ’χεις εδώ; Σαμ, είσαι καταπληκτικός!
Ύστερα γρήγορα και παράξενα ο τόνος του άλλαξε.
– Δώσ’ το μου! φώναξε και σηκώθηκε όρθιος, απλώνοντας τρεμάμενο το χέρι του. Δώσ’ το μου αμέσως! Δεν μπορεί να το ’χεις εσύ.
– Εντάξει, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ, κάπως ξαφνιασμένος. Ορίστε! Αργά αργά έβγαλε έξω το Δαχτυλίδι και πέρασε την αλυσίδα πάνω απ’ το κεφάλι του.
– Αλλά βρίσκεσαι στη γη της Μόρντορ τώρα, κύριε· κι όταν βγεις έξω, θα δεις το Πύρινο Βουνό, τα πάντα. Θα βρεις το Δαχτυλίδι πολύ επικίνδυνο τώρα και δύσκολο να το κουβαλάς. Αν σου είναι πολύ δύσκολο, μήπως θα ’θελες να το μοιραστούμε;
– Όχι, όχι! φώναξε ο Φρόντο, αρπάζοντας Δαχτυλίδι κι αλυσίδα απ’ τα χέρια του Σαμ. Όχι, καθόλου, παλιοκλέφτη!
Ήταν λαχανιασμένος και κοίταζε το Σαμ με μάτια τεντωμένα από το φόβο και την εχθρότητα. Ύστερα, ξαφνικά, κρατώντας το Δαχτυλίδι σφιχτά στο χέρι, στάθηκε κεραυνόπληκτος. Μια ομίχλη λες κι έφυγε από τα μάτια του και πέρασε το χέρι του στο πονεμένο του μέτωπο. Το απαίσιο όραμα του είχε φανεί πολύ αληθινό, μισοθολωμένος όπως ήταν ακόμη από την πληγή και το φόβο. Ο Σαμ είχε μεταμορφωθεί μπροστά στα μάτια του σε ορκ ξανά, που κοιτούσε με πανουργία και ψαχούλευε το θησαυρό του, ένα απαίσιο μικρόσωμο πλάσμα με μάτια γεμάτα πλεονεξία και στόμα που έσταζε σάλια. Τώρα όμως το όραμα πέρασε. Κι εκεί ήταν ο Σαμ γονατιστός μπροστά του, το πρόσωπό του συσπασμένο από τον πόνο, λες και τον είχαν μαχαιρώσει στην καρδιά· δάκρυα ανάβλυζαν απ’ τα μάτια του.
– Ω, Σαμ! φώναξε ο Φρόντο. Τι ειπα; Τι έκανα; Συγχώρεσέ με! Ύστερα από όσα έχεις κάνει. Φταίει η φοβερή δύναμη του Δαχτυλιδιού. Μακάρι να μην είχε ποτέ, ποτέ, βρεθεί. Αλλά μη με ξεσυνερίζεσαι, Σαμ. Εγώ πρέπει -να μεταφέρω το φορτίο ως το τέλος. Δε γίνεται διαφορετικά. Δεν μπορείς να μπεις ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ ό,τι είναι γραμμένο.
– Εντάξει, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ σκουπίζοντας τα μάτια με το μανίκι του, καταλαβαίνω. Μπορώ όμως ακόμα να βοηθήσω, έτσι δεν είναι; Πρέπει να σε βγάλω από δω, Αμέσως, καταλαβαίνεις; Αλλά πρώτα πρώτα χρειάζεσαι μερικά ρούχα κι εξοπλισμό κι ύστερα κάτι να φας. Τα ρούχα θα ’ναι το πιο εύκολο. Μια και βρισκόμαστε στη Μόρντορ, το καλύτερο είναι να ντυθούμε με τη μόδα της Μόρντορ· κι οπωσδήποτε δεν έχουμε κι άλλη εκλογή. Πολύ φοβάμαι πως θα πρέπει να φορέσεις ρούχα των ορκ, κύριε Φρόντο. Το ίδιο κι εγώ. Μια και θα πάμε μαζί, θα πρέπει και να ταιριάζουμε. Τυλίξου τώρα με τούτο!
Ο Σαμ ξεκούμπωσε τον γκρίζο μανδύα του και τον έριξε στις πλάτες του Φρόντο. Ύστερα έβγαλε το σακίδιό του και το ακούμπησε στο πάτωμα. Έβγαλε το Κεντρί από το θηκάρι του. Η λάμα δε γυάλιζε καθόλου.
– Το ’χα ξεχάσει αυτό, κύριε Φρόντο, είπε. Όχι, δεν τα πήραν όλα! Μου δάνεισες το Κεντρί, αν θυμάσαι, και το γυαλί της Κυράς. Τα ’χω και τα δυο ακόμα. Άφησε τα μου όμως λίγο ακόμα, κύριε Φρόντο. Πρέπει να πάω να δω τι θα μπορέσω να βρω. Μείνε εσύ εδώ. Περπάτα λιγάκι να ξεμουδιάσουν τα πόδια σου. Δε θ’ αργήσω! Δεν έχω να πάω μακριά.
– Πρόσεχε, Σαμ! είπε ο Φρόντο. Και κάνε γρήγορα. Μπορεί να ’χει ακόμα ζωντανούς ορκ και να παραφυλάνε πουθενά.
– Πρέπει να το διακινδυνεύσω, είπε ο Σαμ.
Πήγε στην καταπακτή και κατέβηκε αθόρυβα τη σκάλα. Σε ένα λεπτό ξαναφάνηκε. Έριξε ένα μακρύ μαχαίρι στο πάτωμα.
– Να κάτι που μπορεί να ’ναι χρήσιμο, είπε. Είναι πεθαμένος – αυτός που σε χτύπησε με το μαστίγιο. Έσπασε τη σπονδυλική του στήλη, καταπώς φαίνεται, από τη βιασύνη του. Τώρα τράβα πάνω τη σκάλα, αν μπορείς, κύριε Φρόντο· και μην την κατεβάσεις, αν δε μ’ ακούσεις να πω το σύνθημα. Θα φωνάξω Elbereth. Αυτό το λένε μόνο τα Ξωτικά. Κανένας ορκ δε θα το ’λεγε ποτέ.
Ο Φρόντο κάθισε για λίγο και αναρριγούσε καθώς τρομεροί φόβοι περνούσαν ασταμάτητα απ’ το νου του. Ύστερα σηκώθηκε, τυλίχτηκε με τον ξωτικό-μανδύα και, για να απασχολήσει το μυαλό του, άρχισε να πηγαινοέρχεται, ψάχνοντας και κοιτάζοντας σε κάθε γωνιά της φυλακής του.
Δεν πέρασε πολλή ώρα, αν κι ο φόβος την έκανε να μοιάζει με ώρα ολόκληρη τουλάχιστον, όταν άκουσε το Σαμ να φωνάζει σιγανά από κάτω: Elbereth, Elbereth. Ο Φρόντο κατέβασε την ελαφριά σκάλα. Κι ο Σαμ ανέβηκε, ξεφυσώντας, κουβαλώντας ένα μεγάλο μπόγο στο κεφάλι του. Τον άφησε να πέσει χάμω υπόκωφα.
– Γρήγορα τώρα, κύριε Φρόντο! είπε. Χρειάστηκε να ψάξω λίγο για να βρω τίποτα στα μέτρα μας. Αλλά θα πρέπει να βολευτούμε όπως όπως. Θα πρέπει όμως να βιαστούμε. Δε βρήκα τίποτα ζωντανό, ούτε είδα τίποτα, αλλά δε νιώθω άνετα. Νομίζω πως το μέρος αυτό το παρακολουθούν, Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά να... έχω το αίσθημα πως κάποιος απ’ αυτούς τους βρομερούς ιπτάμενους Καβαλάρηδες να τριγύριζε, πάνω ψηλά στα σκοτάδια, που δεν μπορούμε να τον δούμε.
Άνοιξε τον μπόγο. Ο Φρόντο κοίταξε μ’ αηδία το περιεχόμενο, αλλά δε γινόταν αλλιώς – ή έπρεπε να τα φορέσει ή να γυρίζει γυμνός. Είχε ένα μακρύ τριχωτό παντελόνι από τομάρι κάποιου βρόμικου ζώου και ένα καταλερωμένο δερμάτινο αμπέχονο. Τα φόρεσε. Πάνω από το αμπέχονο φοριόταν ένας γεροφτιαγμένος αλυσιδωτός θώρακας, κοντός για ένα μεγαλόσωμο ορκ, πολύ μακρύς και βαρύς όμως για το Φρόντο. Ολόγυρα πέρασε μια ζώνη απ’ όπου κρεμόταν ένα κοντό θηκάρι μ’ ένα πλατύ σπαθί. Ο Σαμ είχε φέρει αρκετά κράνη ορκ. Ένα απ’ αυτά έκανε αρκετά καλά του Φρόντο· ήταν μια μαύρη κάσκα με σιδερένιο γείσο και σιδερένιες παραγναθίδες ντυμένες με δέρμα, που πάνω τους ήταν ζωγραφισμένο κόκκινο το απαίσιο Μάτι πάνω απ’ το γαμψό επιρρίνεο.
– Τα πράγματα από τη Μόργκουλ, η εξάρτυση του Γκόρμπαγκ, θα σου ’ρχονταν καλύτερα κι ήταν και πιο καλοφτιαγμένα, είπε ο Σαμ, αλλά δε θα ταίριαζε, φαντάζομαι, να μπούμε στη Μόρντορ φορώντας τα διάσημά του, ύστερα μάλιστα απ’ ό,τι έγινε εδώ. Λοιπόν, εντάξει, κύριε Φρόντο. Ένας τέλειος μικρός ορκ – με το συμπάθιο – ή τουλάχιστο θα ’σουνα, αν μπορούσαμε να σκεπάσουμε το πρόσωπό σου με μια μάσκα, να σου μακρύνουμε τα χέρια και να στραβώσουμε τα πόδια σου. Τούτο όμως θα κρύψει μερικά.
Έριξε ένα μεγάλο μαύρο μανδύα στους ώμους του Φρόντο.
– Τώρα είσαι έτοιμος! Διαλέγεις και μια ασπίδα φεύγοντας.
– Κι εσύ, Σαμ; είπε ο Φρόντο. Δε θα μου μοιάσεις;
– Λοιπόν, κύριε Φρόντο, το έχω σκεφτεί, είπε ο Σαμ. Καλύτερα να μην αφήσω τίποτα από τα πράγματά μου πίσω, ούτε μπορούμε να τα καταστρέψουμε Και δεν μπορώ να φορέσω την εξάρτυση των ορκ πάνω απ’ όλα μου τα ρούχα, έτσι δεν είναι; Θα πρέπει να κουκουλωθώ.
Γονάτισε και με προσοχή δίπλωσε τον ξωτικο-μανδύα του προσεκτικά. Έγινε ένα εκπληκτικά μικρό δέμα που το έβαλε στο σακίδιο του, που βρισκόταν στο πάτωμα. Ύστερα σηκώθηκε, το πέρασε στις πλάτες του, έβαλε ένα κράνος ορκ στο κεφάλι του κι έριξε έναν άλλο μαύρο μανδύα στους ώμους του.
– Εντάξει! είπε. Τώρα μοιάζουμε, αρκετά. Και τώρα δρόμο!
– Δεν μπορώ να κάνω όλη τη διαδρομή μεμιάς, Σαμ, είπε ο Φρόντο μ’ ένα στραβό χαμόγελο. Ελπίζω να πήρες πληροφορίες για τα πανδοχεία στο δρόμο; Ή ξέχασες το φαγητό και το πιοτό;
– Φτου να πάρει! το ’χα ξεχάσει ολότελα! είπε ο Σαμ – σφύριξε όλος στεναχώρια. Μπα σε καλό μου, κύριε Φρόντο, έφυγες και με ψόφησες της πείνας και της δίψας! Ούτε και ξέρω πότε έφαγα και ήπια για τελευταία φορά. Το ξέχασα, προσπαθώντας να σε βρω. Αλλά, για κάτσε να θυμηθώ! Την τελευταία φορά που κοίταξα είχα αρκετό από εκείνο το ψωμί-για-το-δρόμο κι ό,τι μας έδωσε ο Καπετάν Φαραμίρ, για δυο βδομάδες το πολύ πολύ. Το παγούρι μου όμως ζήτημα να ’χει μια σταγόνα νερό. Κι όπως και να το κάνουμε, αυτά δε φτάνουν για δύο. Οι ορκ όμως δεν τρώνε και δεν πίνουν; Ή μήπως ζούνε με μολυσμένο αέρα και δηλητήριο;
– Όχι, και τρώνε και πίνουνε, Σαμ. Η Σκιά που τους έκανε δεν μπορεί παρά μόνο να χλευάσει, δεν μπορεί να δημιουργήσει αληθινά καινούρια όντα από μόνη της. Δε νομίζω ότι έδωσε ζωή στους ορκ, τους κατέστρεψε μόνο και τους στρέβλωσε· κι αν είναι να ζήσουν, πρέπει να ζήσουν όπως και τα άλλα ζωντανά πλάσματα. Μπορεί να πίνουν βρομόνερα και να τρώνε σάπια κρέατα, αν δεν μπορούν να βρουν καλύτερα, όχι όμως δηλητήριο. Εμένα με τάισαν κι έτσι είμαι σε καλύτερη μοίρα από σένα. Κάπου θα πρέπει να υπάρχει φαγητό και νερό εδώ μέσα.
– Μα δεν έχουμε καιρό να ψάχνουμε, είπε ο Σαμ.
– Λοιπόν, η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη απ’ ό,τι νομίζεις, είπε ο Φρόντο. Είχα λίγη τύχη όση ώρα έλειπες. Δεν τα πήραν όλα, πραγματικά. Βρήκα το σακούλι μου με τα τρόφιμα ανάμεσα σε κάτι κουρέλια στο πάτωμα. Τα ’ψαξαν, βέβαια. Φαντάζομαι όμως πως δεν τους άρεσε καθόλου ούτε η όψη ούτε η μυρωδιά του λέμπας, χειρότερα κι από το Γκόλουμ. Το σκόρπισαν και μερικά κομμάτια τα πάτησαν και τα ’καναν θρύψαλα, αλλά τα μάζεψα πάλι. Είναι σχεδόν όσο έχεις κι εσύ. Τα τρόφιμα του Φαραμίρ όμως τα πήραν και μου έσκισαν το παγούρι μου.
– Εντάξει, δε χρειάζεται να πούμε τίποτ’ άλλο, είπε ο Σαμ. Έχουμε αρκετά για να ξεκινήσουμε. Το νερό όμως θα μας βάλει σε μπελάδες. Έλα όμως, κύριε Φρόντο! Φύγαμε, ειδαλλιώς ούτε λίμνη ολόκληρη δε θα μας ωφελήσει!
– Πρώτα θα φας κάτι, Σαμ, είπε ο Φρόντο, ειδεμή δεν το κουνάω ρούπι. Έλα, πάρε αυτό το ξωτικο-κέικ και πιες κι εκείνη την τελευταία γουλιά απ’ το παγούρι σου! Η κατάσταση είναι, έτσι κι αλλιώς, απελπιστική, επομένως άδικα στεναχωριέσαι για το αύριο. Οι πιθανότητες είναι πως δε θά ’ρθει.
Τέλος, ξεκίνησαν. Κατέβηκαν τη σκάλα και ύστερα ο Σαμ την πήρε και την έβαλε στο διάδρομο πλάι στο κουβαριασμένο πτώμα του πεσμένου ορκ. Η σκάλα ήταν σκοτεινή, αλλά στον εξώστη η άγρια κοκκινίλα του Βουνού φαινόταν ακόμα, αν και τώρα έσβηνε και γινόταν ένα αγριωπό κόκκινο. Διάλεξαν δύο ασπίδες για να συμπληρώσουν τη μεταμφίεσή τους και ύστερα συνέχισαν.
Κατέβηκαν κουρασμένοι τη μεγάλη σκάλα. Το δωμάτιο ψηλά στον πυργίσκο πίσω τους, εκεί που είχαν ανταμώσει ξανά, έμοιαζε σχεδόν φιλικό – τώρα ήταν πάλι έξω στ’ ανοιχτά και τρόμος πλανιόταν στα τείχη. Μπορεί όλα να ήταν νεκρά στον Πύργο της Κίριθ Ούνγκολ, εξακολουθούσαν όμως να είναι ως το βάθος ποτισμένα από φόβο και κακία.
Τέλος, έφτασαν στην πόρτα της εξωτερικής αυλής και σταμάτησαν. Ακόμα κι από κει που στέκονταν ένιωθαν να τους χτυπάει η κακία των Φυλάκων, που οι μαύρες σιωπηλές μορφές τους στέκονταν κι απ’ τις δυο πλευρές της πύλης, μέσα από το άνοιγμα της οποίας η άγρια λάμψη της Μόρντορ θαμποφαινόταν. Καθώς προχωρούσαν με προσοχή ανάμεσα από τα απαίσια πτώματα των ορκ, το κάθε τους βήμα γινόταν και πιο δύσκολο. Πριν καν φτάσουν το αψιδωτό πέρασμα αναγκάστηκαν να σταματήσουν. Το να προχωρήσουν ακόμα και μια ίντσα πιο πέρα ήταν γι’ αυτούς πόνος και μεγάλη κούραση και για τη θέλησή τους και για τα μέλη του κορμιού τους.
Ο Φρόντο δεν είχε δύναμη για τέτοια μάχη. Λύγισε καταγής.
– Δεν μπορώ να συνεχίσω, Σαμ, μουρμούρισε. Θα λιποθυμήσω. Δεν ξέρω τι έχω πάθει.
– Εγώ όμως ξέρω, κύριε Φρόντο. Κουράγιο, τώρα! Η πύλη φταίει. Έχει κάποια διαβολιά εκεί. Εγώ όμως μπήκα και τώρα θα βγω. Αποκλείεται να ’ναι τώρα πιο επικίνδυνη από πριν. Έλα!
Ο Σαμ έβγαλε το ξωτικογυάλι της Γκαλάντριελ ξανά. Και, λες και ήθελε να τιμήσει την τόλμη και τη σταθερότητά του και να λαμπρύνει το πιστό μελαψό χομπιτο-χέρι του, που είχε κάνει τόσα κατορθώματα, το φιαλίδιο αστραποβόλησε ξαφνικά τόσο, που ολόκληρη η σκοτεινή αυλή φωτίστηκε με μια εκτυφλωτική λάμψη σαν αστραπή· που όμως έμενε σταθερή και δεν έσβηνε.
«Gilthoniel, A Elbereth!» φώναξε ο Σαμ. Γιατί, ανεξήγητα, η σκέψη του ταξίδεψε πίσω ξαφνικά στα Ξωτικά στο Σάιρ και στο τραγούδι που έδιωξε μακριά το Μαύρο Καβαλάρη στα δέντρα.
«Aiya elenion ancalima!» φώναξε ο Φρόντο άλλη μια φορά πίσω του.
Η θέληση των Σκοπών έσπασε απότομα, όπως κόβεται ένα σκοινί, και ο Φρόντο με το Σαμ προχώρησαν σκοντάφτοντας. Ύστερα άρχισαν να τρέχουν. Πέρασαν την πύλη με τις μεγάλες καθισμένες μορφές με τα γυαλιστερά τους μάτια. Ένα κρακ ακούστηκε. Η πέτρα κλειδί της αψίδας γκρεμίστηκε σχεδόν πάνω τους κι ο τοίχος από πάνω σωριάστηκε ερείπιο. Γλίτωσαν παρά τρίχα. Αντήχησε μια καμπάνα· και από τους Σκοπούς βγήκε μια λεπτή τρομερή θρηνητική κραυγή. Ψηλά μέσα απ’ τα σκοτάδια ακούστηκε η απάντηση. Μέσα από το μαύρο ουρανό έπεσε σαν κεραυνός μια φτερωτή μορφή, σκίζοντας τα σύννεφα μ’ ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό.
Στο Σαμ είχε απομείνει αρκετό μυαλό, ώστε να χώσει το φιαλίδιο ξανά στον κόρφο του.
– Τρέξε, κύριε Φρόντο! φώναξε. Όχι, όχι από κει! Είναι γκρεμός πάνω απ’ τον τοίχο. Ακολούθησε με!
Κατηφόρισαν τρέχοντας το δρόμο από την πύλη. Σε πενήντα βήματα, με μια γρήγορη στροφή γύρω από μια προεξοχή του βράχου, έπαψαν να φαίνονται από τον Πύργο. Για την ώρα είχαν ξεφύγει. Μαζεμένοι όλο φόβο πάνω στο βράχο πήραν ανάσα κι ύστερα έπιασαν το στήθος τους. Κουρνιασμένος τώρα στον τοίχο, πλάι στην ερειπωμένη πύλη ο Νάζγκουλ έβγαζε τις θανατερές του κραυγές. Όλοι οι βράχοι αντιλαλούσαν.
Συνέχισαν να προχωρούν σκοντάφτοντας όλο τρόμο. Γρήγορα ο δρόμος έστριψε ανατολικά πάλι και για μια φοβερή στιγμή βρέθηκαν εκτεθειμένοι στη θέα του Πύργου. Καθώς προχωρούσαν ανάλαφρα και γρήγορα, έριξαν μια ματιά πίσω και είδαν τη μεγάλη μαύρη μορφή πάνω στις επάλξεις· ύστερα χώθηκαν ανάμεσα στους ψηλούς βραχότοιχους ενός φαραγγιού που κατηφόριζε απότομα για να βγει στο δρόμο της Μόργκουλ, Έφτασαν στο δίστρατο. Εξακολουθούσε να μη φαίνεται ίχνος ορκ ούτε κάποια απάντηση στην κραυγή του Νάζγκουλ· ήξεραν όμως ότι η σιωπή δε θα κρατούσε πολύ. Από στιγμή σε στιγμή θ’ άρχιζε το κυνηγητό.
– Δεν πάμε καλά έτσι, Σαμ, είπε ο Φρόντο. Αν ήμαστε πραγματικοί ορκ, θα έπρεπε να τρέχουμε πίσω στον Πύργο κι όχι να φεύγουμε. Πρέπει να βρούμε τρόπο να βγούμε από το δρόμο.
– Έλα όμως που δεν μπορούμε, είπε ο Σαμ, εκτός κι έχουμε φτερά.
Οι ανατολικές πλαγιές των Έφελ Ντούαθ ήταν απόκρημνες κι έπεφταν από γκρεμό σε γκρεμό ως τη μαύρη νεροσυρμή που βρισκόταν ανάμεσα σ’ αυτές και στις εσωτερικές ράχες. Λίγο πιο κάτω από το δίστρατο, μετά από μια απότομη κατηφόρα, μια πέτρινη γέφυρα πηδούσε το χάσμα και έφερνε το δρόμο στις ανώμαλες πλαγιές και στις στενές κοιλάδες του Μοργκάι. Με μια απελπισμένη τρεχάλα ο Φρόντο και ο Σαμ όρμησαν και πέρασαν τη γέφυρα· αλλά δεν είχαν καλά καλά περάσει απέναντι, όταν άκουσαν ν’ αρχίζει ο σαματάς. Μακριά πίσω τους, ψηλά τώρα στην πλαγιά του βουνού, υψωνόταν ο Πύργος της Κίριθ Ούνγκολ, θαμπογυαλίζοντας. Ξαφνικά η στριγκή του καμπάνα αντήχησε ξανά κι ύστερα ξέσπασε σ’ ένα εκκωφαντικό καμπάνισμα. Ακούστηκαν βούκινα. Και τώρα, πέρα από την άκρη της γέφυρας, ήρθε απάντηση από ξεφωνητά. Κάτω στη σκοτεινή νεροσυρμή, αποκομμένοι από τη μισοσβησμένη κοκκινίλα του Όροντρούιν, ο Φρόντο κι ο Σαμ δεν μπορούσαν να δουν μπροστά, αλλά μπορούσαν κιόλας ν’ ακούσουν το ποδοβολητό σιδεροντυμένων ποδιών και στο κατάστρωμα του δρόμου αντηχούσαν οι γρήγορες οπλές αλόγων.
– Γρήγορα, Σαμ!. Από κάτω! φώναξε ο Φρόντο. Σκαρφάλωσαν όπως όπως το χαμηλό στηθαίο της γέφυρας. Ευτυχώς τώρα πια το πέσιμο στη νεροσυρμή δεν ήταν τρομερό, γιατί οι πλαγιές του Μοργκάι είχαν κιόλας ανέβει σχεδόν ως το επίπεδο του δρόμου· ήταν όμως πολύ σκοτεινά για να υπολογίσουν την απόσταση που θα έπεφταν.
– Λοιπόν, πάμε, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ. Έχε γεια!
Αφέθηκε να πέσει. Ο Φρόντο ακολούθησε. Και όπως έπεφταν άκουσαν καβαλάρηδες να περνούν ορμητικά τη γέφυρα και το ποδοβολητό ορκ να τρέχουν από πίσω. Ο Σαμ όμως θα ’βαζε τα γέλια, αν τολμούσε. Εκεί που μισοφοβόνταν μια άγρια βουτιά σε αόρατα βράχια, οι χόμπιτ προγειώθηκαν, ύστερα από ένα πέσιμο όχι πάνω από δώδεκα πόδια, μ’ ένα γδούπο κι ένα τρίξιμο στο τελευταίο πράγμα που μπορούσαν να , φανταστούν – σε μια συστάδα αγκαθωτά βάτα. Εκεί ο Σαμ έμεινε ακίνητος, πιπιλίζοντας ένα γρατσουνισμένο χέρι.
Όταν ο θόρυβος από τις οπλές και τα πόδια πέρασε, αποτόλμησε έναν ψίθυρο.
– Σε καλό μου, κύριε Φρόντο, αλλά δεν ήξερα πως φυτρώνει τίποτα στη Μόρντορ! Αλλά κι αν το ’ξερα, κάτι σαν κι αυτό θα φανταζόμουν. Τούτα τ’ αγκάθια θα πρέπει, έτσι όπως τα νιώθω, να ’ναι από ένα πόδι μάκρος το καθένα· έχουν περάσει πέρα για πέρα όλα όσα φορώ. Μακάρι να ’χα φορέσει εκείνον τον αλυσιδωτό θώρακα!
– Οι αλυσιδωτοί θώρακες των ορκ δεν εμποδίζουν τούτα τ’ αγκάθια, είπε ο Φρόντο. Ούτε και το πέτσινο γιλέκο δεν κάνει τίποτα.
Χρειάστηκε αγώνας για να βγουν από τις αγκαθιές. Τα αγκάθια και τα βάτα ήταν σκληρά σαν σύρματα κι άρπαζαν σαν τα γαμψά νύχια πουλιών. Ώσπου να καταφέρουν επιτέλους να ελευθερωθούν, οι μπέρτες τους είχαν γίνει κουρέλια.
– Τώρα κατεβαίνουμε, Σαμ, ψιθύρισε ο Φρόντο, κατεβαίνουμε γρήγορα στην κοιλάδα και ύστερα θα στρίψουμε βορινά, όσο πιο σύντομα μπορούμε.
Η μέρα ξημέρωνε πάλι στον κόσμο έξω και πέρα μακριά απ’ τα σκοτάδια της Μόρντορ και ο Ήλιος έβγαινε στην ανατολική άκρη της Μέσης-γης· εδώ όμως όλα εξακολουθούσαν να είναι μαύρα σαν τη νύχτα. Το Βουνό σιγόκαιγε και οι φωτιές του έσβηναν. Η κοκκινίλα ξεθώριασε στους απόκρημνους βράχους. Ο ανατολικός άνεμος που φυσούσε από τότε που άφησαν το Ιθίλιεν έμοιαζε τώρα νεκρός. Αργά κι επώδυνα κατέβαιναν, ψαχουλεύοντας και σκοντάφτοντας ανάμεσα σε βράχια κι αγκάθια και ξερά κλαδιά στις τυφλές σκιές, όλο και πιο κάτω ώσπου, δεν μπορούσαν να πάνε άλλο.
Τέλος, σταμάτησαν και κάθισαν πλάι πλάι με την πλάτη σ’ ένα βράχο. Ήταν και οι δυο καταϊδρωμένοι.
– Μωρέ, κι ο Σαγκράτ αυτοπροσώπως αν μου ’δινε ένα ποτήρι νερό, θα του φιλούσα το χέρι, είπε ο Σαμ.
– Μη λες τέτοιες κουβέντες! είπε ο Φρόντο. Την κατάσταση χειροτερεύουν μονάχα.
Ύστερα τεντώθηκε, ζαλισμένος και κατάκοπος και δεν ξαναμίλησε για αρκετή ώρα. Τέλος, με κόπο, σηκώθηκε πάλι. Κατάπληκτος είδε πως ο Σαμ είχε αποκοιμηθεί.
– Ξύπνα, Σαμ! είπε. Εμπρός! Ώρα να κάνουμε άλλη μια προσπάθεια. Ο Σαμ πετάχτηκε όρθιος.
– Μωρέ, μπράβο! είπε. Τον πήρα. Είναι πολύς καιρός, κύριε Φρόντο, που έχω να κοιμηθώ κανονικά και τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους.
Ο Φρόντο τώρα πήγαινε μπροστά, βορινά όσο μπορούσε να υπολογίσει, ανάμεσα στις ατέλειωτες πέτρες και στα βράχια που βρίσκονταν στην κοίτη του μεγάλου φαραγγιού. Σε λίγο όμως σταμάτησε πάλι.
– Δε γίνεται, Σαμ, είπε. Δεν μπορώ να το καταφέρω. Τούτον τον αλυσιδωτό θώρακα, θέλω να πω, στα χάλια που είμαι. Ακόμα κι ο αλυσιδωτός μου θώρακας από μίθριλ μου φαινόταν βαρύς, όταν ήμουν κουρασμένος. Τούτος είναι πολύ βαρύτερος. Και σε τι χρησιμεύει; Δεν πρόκειται να κερδίσουμε και να περάσουμε πολεμώντας.
– Ναι, αλλά μπορεί να χρειαστεί να πολεμήσουμε, είπε ο Σαμ. Κι είναι και τα μαχαίρια και τ’ αδέσποτα βέλη. Κι είναι κι εκείνο το Γκόλουμ που δεν είναι πεθαμένο. Δε μ’ αρέσει να σε σκέφτομαι χωρίς τίποτ’ άλλο, παρά μόνο μ’ ένα κομμάτι πετσί ανάμεσα σ’ εσένα και σε μια μαχαιριά στο σκοτάδι.
– Για άκου εδώ, Σαμ, καλό μου παλικάρι, είπε ο Φρόντο, είμαι κουρασμένος, ψόφιος, χωρίς ελπίδα. Πρέπει όμως να εξακολουθήσω την προσπάθεια να φτάσω στο Βουνό, όσο μπορώ να κινηθώ. Φτάνει το Δαχτυλίδι. Αυτό το παραπανίσιο Βάρος με σκοτώνει. Πρέπει να φύγει. Αλλά μη νομίσεις πως είμαι αγνώμων. Δε θέλω ούτε να το σκέπτομαι τι θα τράβηξες ανάμεσα στα βρομερά πτώματα για να μου το βρεις.
– Μην το συζητάς άλλο, κύριε Φρόντο. Τι στην ευχή! Θα σ’ έπαιρνα στην πλάτη μου, αν μπορούσα. Πέταξέ τον!
Ο Φρόντο έβγαλε την μπέρτα του και, βγάζοντας τον αλυσιδωτό θώρακα των ορκ, τον πέταξε. Ανατρίχιασε λιγάκι.
– Εκείνο που στ’ αλήθεια χρειάζομαι είναι κάτι ζεστό, είπε. Ή έχει ψύχρα ή εγώ άρπαξα κρύο.
– Μπορείς να πάρεις το μανδύα μου, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ. Κατέβασε το σακίδιό του κι έβγαλε τον ξωτικο-μανδύα.
– Πώς σου φαίνεται, κύριε Φρόντο; είπε. Τύλιξε εκείνο το κουρέλι των ορκ ολόγυρά σου και βάλε τη ζώνη σου από πάνω. Ύστερα αυτός μπορεί να πάει πάνω απ’ όλα. Δε μοιάζει για στολή ορκ, αλλά θα σε ζεστάνει· και θα ’λεγα πως θα σε φυλάει από κακό καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο. Τον έχει φτιαγμένο η Κυρά.
Ο Φρόντο πήρε το μανδύα και κούμπωσε την καρφίτσα.
– Έτσι είναι καλύτερα! είπε. Νιώθω πιο ξαλαφρωμένος. Μπορώ να συνεχίσω τώρα. Τούτο όμως το τυφλό σκοτάδι μοιάζει να μπαίνει στην καρδιά μου. Εκεί που ήμουνα στη φυλακή, Σαμ, προσπάθησα να θυμηθώ τον Μπράντιγουάιν και το Γούντι Εντ και το Νερό να κυλάει στο μύλο του Χόμπιτον. Όμως, δεν μπορώ να τα δω τώρα.
– Έλα, τώρα, κύριε Φρόντο, γιατί είσαι συ που μιλάς για νερό τούτη τη φορά! είπε ο Σαμ. Αν μπορούσε να μας δει ή να μας ακούσει η Κυρά τώρα, θα της έλεγα: «Ευγενική Κυρά, το μόνο που θέλουμε είναι φως και νερό – καθαρό νερό μονάχα και το απλό φως της ημέρας κι όχι στολίδια, με το συμπάθιο». Αλλά το Λόριεν είναι μακριά.
Ο Σαμ αναστέναξε κι ανέμισε το χέρι του κατά τα ψηλώματα των Έφελ Ντούαθ, που τώρα μόλις μπορούσε να διακρίνει σαν μια βαθύτερη μαυρίλα στο μαύρο του ουρανού.
Ξεκίνησαν πάλι. Δεν είχαν προχωρήσει πολύ, όταν ο Φρόντο σταμάτησε.
– Ένας Μαύρος Καβαλάρης είναι από πάνω μας, είπε. Το νιώθω. Καλά θα κάνουμε να μείνουμε ακίνητοι για λίγο.
Μαζεύτηκαν κάτω από ένα μεγάλο βράχο και κάθισαν κοιτάζοντας δυτικά και δε μίλησαν για αρκετή ώρα. Ύστερα, ο Φρόντο πήρε μια βαθιά αναπνοή ανακουφισμένος.
– Πέρασε, είπε.
Σηκώθηκαν όρθιοι κι ύστερα κι οι δυο τέντωσαν τα μάτια απορημένοι. Πέρα στ’ αριστερά τους, νότια, στο βάθος του ουρανού που γινόταν γκρίζος, οι κορφές και οι ψηλές ράχες της μεγάλης οροσειράς άρχισαν να φαίνονται μαύρες και σκοτεινές, σχήματα ορατά. Το φως δυνάμωνε πίσω τους. Σιγά σιγά απλωνόταν κατά το Βοριά. Γινόταν μάχη πάνω ψηλά στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας. Τα φουσκωτά σύννεφα της Μόρντορ σπρώχνονταν πίσω κι οι άκρες τους κουρελιάζονταν καθώς ένας άνεμος απ’ το ζωντανό κόσμο σηκώθηκε κι έδιωξε τις αναθυμιάσεις και τους καπνούς πίσω στη σκοτεινή γη ι ης πατρίδας τους. Κάτω απ’ τις ανασηκωμένες άκρες της θλιβερής συννεφοσκεπής ένα θαμπό φως ξεγλιστρούσε στη Μόρντορ σαν χλωμό πρωινό μέσα από τα βρόμικα παράθυρα κάποιας φυλακής.
– Κοίτα, κύριε Φρόντο! είπε ο Σαμ. Κοίτα! Ο αέρας άλλαξε. Κάτι γίνεται. Δεν πάνε όλα όπως τα θέλει Αυτός. Το σκοτάδι του έξω στον κόσμο διαλύεται. Πόσο θα ’θελα να ’βλεπα τι γίνεται!
Ήταν το πρωινό της δεκάτης πέμπτης του Μάρτη και στην Κοιλάδα του Άντουιν ο Ήλιος έβγαινε πάνω απ’ τους ανατολικούς ίσκιους κι ο νοτιοδυτικός άνεμος φυσούσε κι ο Θέοντεν ξεψυχούσε στο Πεδίο του Πέλενορ.
Καθώς ο Φρόντο και ο Σαμ είχαν σταθεί και κοίταζαν, το φως απλώθηκε σ’ όλο το μήκος των ’Εφελ Ντούαθ και τότε είδαν μια μορφή να έρχεται με μεγάλη ταχύτητα από τη Δύση, μια μαύρη κουκκίδα στην αρχή, στη φωτεινή λωρίδα πάνω από τις κορυφές των βουνών, που μεγάλωνε όμως, ώσπου βούτηξε σαν κεραυνός στα μαύρα σύννεφα και πέρασε ψηλά από πάνω τους. Καθώς περνούσε, έβγαλε μια μακρόσυρτη διαπεραστική κραυγή, τη φωνή ενός Νάζγκουλ· όμως, η κραυγή αυτή δεν τους τρόμαζε πια – ήταν φωνή θρήνου κι απελπισίας, άσχημα νέα για το Μαύρο Πύργο. Ο Αρχηγός των Δαχτυλιδοφαντασμάτων ι:ίχε ανταμωθεί με το μοιραίο.
– Τι σου ’λεγα; Κάτι γίνεται! φώναξε ο Σαμ. «Ο πόλεμος πάει καλά», είχε πει ο Σαγκράτ· ο Γκόρμπαγκ όμως δεν ήταν και τόσο σίγουρος και είχε δίκιο. Τα πράγματα πάνε καλά, κύριε Φρόντο. Δεν πήρες καμιά ελπίδα τώρα;
– Ε, όχι και πολλές, Σαμ, αναστέναξε ο Φρόντο. Εκείνα γίνονται μακριά, πέρα απ’ τα βουνά. Εμείς πηγαίνουμε ανατολικά, όχι δυτικά. Και το Δαχτυλίδι είναι τόσο βαρύ, Σαμ. Κι έχω αρχίσει να το βλέπω μες στο νου μου συνέχεια, σαν ένα μεγάλο τροχό από φωτιά.
Τα κέφια του Σαμ χάλασαν πάλι αμέσως. Κοίταξε τον κύριό του ανήσυχα και του έπιασε το χέρι.
– Έλα, κύριε Φρόντο! είπε. Εγώ πήρα το ένα απ’ αυτά που ήθελα -λίγο φως. Αρκετό για να μας βοηθήσει, μόλο που φαντάζομαι πως είναι και επικίνδυνο. Για προσπάθησε να προχωρήσουμε λίγο παραπέρα κι ύστερα θα κρυφτούμε και θα ξεκουραστούμε. Πάρε όμως μια μπουκιά τώρα, λίγο απ’ την τροφή των Ξωτικών μπορεί να εγκαρδιώσει.
Μοιράστηκαν ένα κομμάτι λέμπας και, μασώντας το όσο πιο καλά μπορούσαν με τα φρυγμένα τους στόματα, ο Φρόντο κι ο Σαμ συνέχισαν να προχωρούν με κόπο. Το φως, μόλο που δεν ήταν παρά γκρίζο μισοσκόταδο, ήταν αρκετό για να δουν πως βρίσκονταν βαθιά στην κοιλάδα ανάμεσα στα βουνά. Ανηφόριζε ομαλά κατά το βοριά και στο κάτω μέρος της περνούσε η κοίτη ενός τώρα στεγνού και στερεμένου ρυακιού. Πέρα από την πέτρινη κοίτη είδαν ένα πατημένο μονοπάτι που ακολουθούσε τα ριζά των δυτικών λόφων. Αν το ήξεραν, θα μπορούσαν να είχαν φτάσει εκεί νωρίτερα, γιατί ήταν ένα μονοπάτι που άφηνε τον κυρίως δρόμο της Μόργκουλ στη δυτική πλευρά της γέφυρας και κατέβαινε, από μια μεγάλη σκάλα κομμένη στο βράχο, στο βάθος της κοιλάδας. Το χρησιμοποιούσαν οι περίπολοι και οι αγγελιαφόροι που πήγαιναν γρήγορα σε μικρότερα φυλάκια και οχυρά κατά το βοριά, ανάμεσα στην Κίριθ Ούνγκολ και στο στενό πέρασμα του Ίσενμάουθ[6], των Σιδερένιων Σαγονιών, του Κάραχ Άνγκρεν.
Ήταν επικίνδυνο να χρησιμοποιούν οι χόμπιτ μονοπάτι σαν κι αυτό, αλλά έπρεπε να κάνουν γρήγορα και ο Φρόντο ένιωθε πως δεν μπορούσε να αντέξει την ταλαιπωρία, να ανεβοκατεβαίνει ανάμεσα στα κοτρόνια και στ’ απάτητα φαράγγια του Μοργκάι. Και έκρινε πως βορινά ήταν, ίσως, η μόνη κατεύθυνση που οι διώκτες τους δε θα περίμεναν να πάρουν. Ο δρόμος ανατολικά στην πεδιάδα ή το πέρασμα πίσω δυτικά, αυτά ήταν που θα ερευνούσαν πρώτα πολύ καλά. Μόνο όταν θα βρισκόταν για τα καλά στα βορινά του Πύργου σκόπευε να στρίψει και να ψάξει να βρει κάποιο δρόμο για να πάει ανατολικά, στην τελευταία απελπισμένη φάση του ταξιδιού του. Γι’ αυτό τώρα διέσχισαν την πέτρινη κοίτη και πήραν το μονοπάτι των ορκ και για αρκετή ώρα το ακολούθησαν. Οι βράχοι στ’ αριστερά τους τούς σκέπαζαν και δε φαίνονταν από πάνω· αλλά το μονοπάτι είχε πολλές στροφές και σε κάθε στροφή έσφιγγαν τις λαβές των σπαθιών τους και προχωρούσαν με προφύλαξη.
Το φως δε δυνάμωσε, γιατί το Όροντρούιν εξακολουθούσε να βγάζει πολλούς καπνούς που οι αντίθετοι άνεμοι έσπρωχναν προς τα πάνω και μαζεύονταν όλο και πιο ψηλά, ώσπου στο τέλος έφτασαν σ’ ένα μέρος ψηλότερα από τα ρεύματα του αέρα και απλώθηκαν σχηματίζοντας μια τεράστια οροφή, που η κεντρική της κολόνα ξεπηδούσε απ’ τις σκιές που δεν έφταναν τα μάτια τους να δουν. Είχαν προχωρήσει με κόπο περισσότερο από μία ώρα, όταν άκουσαν ένα θόρυβο που τους έκανε να σταματήσουν. Απίστευτο, αλλά αληθινό. Κελάρυσμα νερού. Από μια νεροσυρμή αριστερά, τόσο απότομη και στενή, που έμοιαζε λες και η μαύρη πλαγιά να είχε κοπεί στα δύο από κάποιο τσεκούρι, έτρεχε λίγο νερό – τα τελευταία απομεινάρια, ίσως, κάποιας καλής βροχής που είχε σχηματιστεί πάνω από ηλιόλουστες θάλασσες, που ι;ίχε όμως την κακή μοίρα να πέσει στο τέλος στα τείχη της Μαύρης Γης και να κυλήσει άκαρπη στη σκόνη. Εδώ έβγαινε από το βράχο σχηματίζοντας ένα μικρό ρυάκι και κυλούσε διασχίζοντας το μονοπάτι, φεύγοντας κατά το νοτιά και κυλούσε φεύγοντας γρήγορα για να χαθεί ανάμεσα στα νεκρά βράχια. Ο Σαμ όρμησε καταπάνω του.
– Αν ποτέ μου ξαναδώ την Κυρά, θα της το πω! φώναξε. Πρώτα φως και τώρα νερό!
Ύστερα σταμάτησε.
– Άσε με να πιω πρώτος, κύριε Φρόντο, είπε.
— Εντάξει, αλλά έχει χώρο και για τους δυο μας.
Δεν εννοούσα αυτό, είπε ο Σαμ.
— Θέλω να πω... αν είναι δηλητηριασμένο ή κάτι τέτοιο, γρήγορα θα φανεί και καλύτερα εγώ, παρά εσύ, κύριε, αν με καταλαβαίνεις.
– Σε καταλαβαίνω. Αλλά νομίζω πως θα πρέπει μαζί να εμπιστευτούμε την τύχη μας, Σαμ· ή την ευλογία. Πάντως, πρόσεξε τώρα αν ί:ΐναι πολύ κρύο.
Το νερό ήταν δροσερό, όχι όμως παγωμένο και είχε μια άσχημη γεύση, πικρή και λαδερή μαζί, ή έτσι τουλάχιστο θα έλεγαν στην πατρίδα τους. Εδώ όμως τους φάνηκε να ξεπερνά κάθε έπαινο, φόβο ή σύνεση. Ήπιαν με την ψυχή τους και ο Σαμ ξαναγέμισε το παγούρι του. Ύστερα από αυτό ο Φρόντο ένιωσε ξαλαφρωμένος και συνέχισαν για αρκετά μίλια, ώσπου ο δρόμος φάρδυνε και η εμφάνιση ενός προχειροφτιαγμένου τοίχου στην εξωτερική πλευρά του τους προειδοποίησε ότι πλησίαζαν σε κάποιο άλλο φυλάκιο των ορκ.
– Εδώ θα αφήσουμε το δρόμο, Σαμ, είπε ο Φρόντο, και πρέπει να στρίψουμε ανατολικά.
Αναστέναξε καθώς κοίταξε τις σκοτεινές ράχες στην άλλη πλευρά της κοιλάδας.
– Μετά βίας έχω την αντοχή να βρω κάποια τρύπα εκεί πέρα πάνω. Και ύστερα πρέπει να ξεκουραστώ λιγάκι.
Η κοίτη του ποταμιού βρισκόταν τώρα αρκετά χαμηλότερα από το μονοπάτι. Κατέβηκαν κι άρχισαν να περνούν απέναντι. Με έκπληξη συνάντησαν σκοτεινές λιμνούλες που τις τροφοδοτούσαν αυλάκια με λιγοστό νερό που κατέβαιναν στάζοντας από κάποια πηγή ψηλότερα στην κοιλάδα. Στα εξωτερικά της όρια, κάτω από τα δυτικά βουνά της, η Μόρντορ αργοπέθαινε, αλλά δεν είχαν νεκρωθεί τα πάντα ακόμη. Κι εδώ εξακολουθούσαν να φυτρώνουν μερικά φυτά, σκληρά, παραμορφωμένα, κακορίζικα, που αγωνίζονταν να κρατηθούν στη ζωή. Στα φαράγγια του Μοργκάι, στην άλλη πλευρά της κοιλάδας χαμηλά, καχεκτικά δέντρα παραμόνευαν, κρατημένα με το ζόρι· άγριες γκρίζες τούφες από γρασίδι πολεμούσαν με τις πέτρες και μαραμένα βρύα σέρνονταν πάνω τους· και παντού απλώνονταν μεγάλα βασανισμένα και μπλεγμένα βάτα. Μερικά είχαν μακριά σουβλερά αγκάθια και άλλα γαμψές μύτες που έσκιζαν σαν μαχαίρια. Τα μαυριδερά μαραμένα φύλλα της περασμένης χρονιάς κρέμονταν πάνω τους, τρίζοντας και κροταλίζοντας στους πένθιμους ανέμους, αλλά τα σκουληκιασμένα μπουμπούκια τους μόλις άρχιζαν να ανοίγουν. Μύγες, καφετιές, γκρίζες ή μαύρες, σημαδεμένες σαν τους ορκ με μια κόκκινη βούλα σαν μάτι, βούιζαν και τσιμπούσαν και πάνω από τα βάτα στριφογύριζαν και χόρευαν σύννεφα οι πεινασμένες σκνίπες.
Τα ρούχα των ορκ δεν αξίζουν τίποτα, είπε ο Σαμ, ανεμίζοντας τα χέρια του.
– Πώς θα ’θελα να ’χα πετσί ορκ!
Τέλος, ο Φρόντο δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο. Είχαν ανέβει ένα στενό κλιμακωτό φαράγγι, αλλά είχαν ακόμα πολύ δρόμο να κάνουν πριν να φτάσουν και να δουν ακόμα την τελευταία απόκρημνη ράχη.
– Πρέπει να ξεκουραστώ τώρα, Σαμ, και να κοιμηθώ, αν τα καταφέρω, είπε ο Φρόντο.
Κοίταξε ολόγυρα, αλλά πουθενά δε φαινόταν τόπος για να κρυφτεί ούτε ζώο σ’ αυτόν το θλιβερό τόπο. Τέλος, κατάκοποι, μαζεύτηκαν πίσω από ένα προκάλυμμα από βάτα που κρέμονταν σαν παραπέτασμα μπροστά από ένα χαμηλό κούτελο στο βράχο.
Εκεί κάθισαν και γευμάτισαν όπως όπως. Φύλαξαν το πολύτιμο λέμπας για τις κακές μέρες που τους περίμεναν κι έφαγαν τα μισά απ’ ό,τι απόμενε στο σακούλι του Σαμ από τα εφόδια του Φαραμίρ – μερικά αποξηραμένα φρούτα κι ένα μικρό κομματάκι παστό κρέας· και ήπιαν λίγο νερό. Είχαν ξαναπιεί από τις λιμνούλες στην κοιλάδα, αλλά ήταν πολύ διψασμένοι πάλι. Η ατμόσφαιρα της Μόρντορ είχε μια πικρή οσμή που στέγνωνε το στόμα. Όταν ο Σαμ σκεφτόταν το νερό ακόμα και η δική του αισιοδοξία δείλιαζε. Μετά το Μοργκάι είχαν να διασχίσουν την τρομερή πεδιάδα του Γκόργκοροθ.
– Τώρα κοιμήσου πρώτος, κύριε Φρόντο, είπε. Σκοτεινιάζει πάλι. Υπολογίζω πως αυτή η μέρα σχεδόν τέλειωσε.
Ο Φρόντο αναστέναξε κι αποκοιμήθηκε πριν καλά καλά τελειώσει. Ο Σαμ πάλεψε με τη δική του κούραση κι έπιασε το χέρι του Φρόντο· κι εκεί κάθισε σιωπηλός, ώσπου νύχτωσε καλά. Ύστερα, τέλος, για να μην κοιμηθεί, σύρθηκε έξω από την κρυψώνα και κοίταξε έξω. Ο τόπος έμοιαζε γεμάτος τριξίματα και κρυφούς θορύβους, αλλά δεν ακουγόταν θόρυβος από φωνή ή πόδι. Ψηλά πάνω από τα Έφελ Ντούαθ στη Δύση ο νυχτερινός ουρανός ήταν ακόμα θαμπός και χλωμός. Εκεί, κρυφοκοιτάζοντας ανάμεσα απ’ τα σύννεφα πάνω από μια σκοτεινή κορφή ψηλά στα βουνά, ο Σαμ είδε ένα άσπρο αστέρι να λαμπυρίζει για λίγη ώρα. Η ομορφιά του διαπέρασε την καρδιά του, καθώς κοιτούσε ψηλά έξω απ’ την ερημωμένη χώρα και οι ελπίδες του ξαναγύρισαν. Γιατί σαν αστραπή, καθαρή και παγωμένη, τον διαπέρασε η σκέψη πως στο τέλος η Σκιά δεν ήταν παρά κάτι μικρό και περαστικό -υπήρχε φως και μεγάλη ομορφιά για πάντα εκεί που δεν μπορούσε να τη φτάσει. Το τραγούδι του στον Πύργο ήταν περισσότερο πρόκληση παρά ελπίδα· γιατί τότε σκεπτόταν τον εαυτό του. Τώρα, για μια στιγμή, η μοίρα του, και του κυρίου του ακόμα, έπαψε να τον στεναχωρεί. Σύρθηκε πίσω στα βάτα και ξάπλωσε πλάι στο Φρόντο και, παραμερίζοντας όλους του τους φόβους, έπεσε σ’ ένα βαθύ κι ατάραχο ύπνο.
Ξύπνησαν μαζί, χέρι χέρι. Ο Σαμ ήταν σχεδόν ολόφρεσκος, έτοιμος για άλλη μια μέρα· ο Φρόντο όμως αναστέναξε. Ο ύπνος του ήταν ανήσυχος, γεμάτος όνειρα φωτιάς και το ξύπνημα δεν του έφερε ανακούφιση. Πάντως, ο ύπνος του όμως δεν ήταν και χωρίς καμιά θεραπευτική αξία – ήταν δυνατότερος, πιο ικανός να μεταφέρει το φορτίο του λίγο πιο πέρα. Δεν ήξεραν την ώρα, ούτε πόσο είχαν κοιμηθεί· αλλά ύστερα από μια μπουκιά φαγητό και μια γουλιά νερό, συνέχισαν ν’ ανηφορίζουν το φαράγγι, ώσπου έφτασαν σε μια απόκρημνη πλαγιά όλο ψιλό χαλίκι και πέτρες που γλιστρούσαν κάτω. Εκεί και τα τελευταία σημάδια ζωής σταματούσαν τον αγώνα τους· οι κορφές του Μοργκάι ήταν δίχως γρασίδι, γυμνές, οδοντωτές, άδειες σαν πλάκα.
Ύστερα από πολλές περιπλανήσεις και έρευνες βρήκαν ένα μέρος που μπορούσαν να σκαρφαλώσουν και, αφού τα τελευταία εκατό πόδια τα έκαναν γαντζωμένοι με τα τέσσερα και σκοντάφτοντας όπως όπως, έφτασαν στην κορυφή. Βρέθηκαν σε μια διχάλα ανάμεσα σε δυο σκοτεινούς, απόκρημνους βράχους και όταν πέρασαν, βρέθηκαν στην άκρη άκρη του τελευταίου προστατευτικού ορίου της Μόρντορ. Κάτω, στη βάση ενός κάθετου γκρεμού, κάπου χίλια πεντακόσια πόδια, απλωνόταν η εσωτερική πεδιάδα που χανόταν σε μια απροσδιόριστη θολούρα, ως εκεί που δεν έφτανε το μάτι τους. Ο άνεμος του έξω κόσμου φυσούσε τώρα από τη Δύση και τα μεγάλα σύννεφα είχαν ανέβει ψηλά και ταξίδευαν ανατολικά· αλλά στα θλιβερά χωράφια του Γκόργκοροθ μόνο ένα γκρίζο φως εξακολουθούσε να έρχεται. Εκεί οι καπνοί σέρνονταν στο χώμα και παραφύλαγαν στα κοιλώματα και αναθυμιάσεις ξέφευγαν από σχισμές της γης.
Πολύ μακριά ακόμα, σαράντα μίλια τουλάχιστον, είδαν το Βουνό του Χαμού, τα πόδια του θεμελιωμένα σε σταχτιά χαλάσματα, ο τεράστιος κώνος του ανέβαινε σε τεράστιο ύψος, ώσπου η βρομερή κορυφή του ήταν τυλιγμένη στα σύννεφα. Οι φωτιές του ήταν τώρα χαμηλωμένες και σιγόκαιγαν στον ύπνο του, το ίδιο απειλητικό κι επικίνδυνο, σαν κοιμισμένο θηρίο. Πίσω του κρεμόταν μια τεράστια σκιά, απειλητική σαν σύννεφο καταιγίδας, τα πέπλα του Μπαράντ-ντουρ που υψωνόταν πέρα μακριά σε μια μακριά προεξοχή των Βουνών της Τέφρας, που κατέβαινε από το Βοριά. Η Σκοτεινή Δύναμη είχε πέσει σε σκέψη βαθιά και το Μάτι ήταν γυρισμένο προς τα μέσα και μελετούσε νέα γεμάτα αμφιβολίες και κίνδυνο – έβλεπε ένα αστραφτερό σπαθί κι ένα αυστηρό βασιλικό πρόσωπο και για λίγο δεν έδινε καμιά σημασία σε άλλα πράγματά· και όλο το μεγάλο κρησφύγετο, από πύλη σε πύλη και από πύργο σε πύργο ήταν τυλιγμένο σε μια συλλογισμένη σκοτεινιά.
Ο Φρόντο και ο Σαμ κοιτούσαν με ανάμικτα αισθήματα αηδίας και θαυμασμού τούτη τη μισητή γη. Ανάμεσα σ’ αυτούς και στο βουνό που κάπνιζε και ολόγυρά του απ’ τον βοριά και το νοτιά, όλα έδειχναν κατεστραμμένα και νεκρά, μια έρημος καμένη και πνιγμένη. Αναρωτήθηκαν πώς να τα κατάφερνε ο Άρχοντας αυτού του βασίλειου να συντηρεί και να τρέφει τους σκλάβους του και τις στρατιές του. Γιατί, ότι είχε στρατιές, είχε. Ως εκεί που μπορούσε να φτάσει το μάτι τους, σε όλο το μήκος του Μοργκάι και ως κάτω το νοτιά, είχε στρατόπεδα, μερικά με αντίσκηνα και άλλα οργανωμένα σαν μικρές πόλεις. Ένα από τα μεγαλύτερα απ’ αυτά βρισκόταν ακριβώς κάτω από τα πόδια τους. Ένα μίλι περίπου μέσα στην κοιλάδα ήταν μαζεμένο σαν μια τεράστια φωλιά εντόμων, με ολόισιους άχαρους δρόμους, πλαισιωμένους με παραπήγματα, και μακρόστενα χαμηλά μονότονα κτίρια, Παντού τριγύρω ο τόπος ήταν γεμάτος κόσμο που πηγαινοερχόταν ένας φαρδύς δρόμος ξεκινούσε απ’ τα νοτιοανατολικά για να έρθει να ενωθεί με το δρόμο της Μόργκουλ και σε όλο του το μήκος προχωρούσαν βιαστικά πολλές σειρές από μικρές μαύρες μορφές.
– Τα πράγματα δε μου αρέσουν καθόλου, είπε ο Σαμ. Απελπιστική κατάσταση, θα ’λεγα – αν εξαιρέσουμε το ότι όπου υπάρχει τόσος κόσμος, θα πρέπει να υπάρχουν πηγάδια ή νερό, για να μην πω και φαγητό. Κι αυτοί είναι Άνθρωποι, όχι ορκ, εκτός και με γελούν τα μάτια μου.
Ούτε αυτός ούτε ο Φρόντο ήξεραν τίποτα για τα μεγάλα κτήματα που τα δούλευαν σκλάβοι στα νότια αυτού του μεγάλου βασίλειου, πέρα απ’ τις αναθυμιάσεις του Βουνού κοντά στα σκοτεινά, θλιβερά νερά της Λίμνης Νούρνεν ούτε για τους μεγάλους δρόμους που πήγαιναν ανατολικά και νότια σε χώρες φόρου υποτελείς, από όπου οι στρατιώτες του Πύργου έφερναν μακριές σειρές αμάξια φορτωμένα εμπορεύματα και λάφυρα και καινούριους σκλάβους. Εδώ στις Βόρειες περιοχές ήταν τα ορυχεία και τα μεταλλουργεία και γινόταν η συγκέντρωση του στρατού ενός πολέμου από πολύν καιρό σχεδιασμένου· κι εδώ η Σκοτεινή Δύναμη, μετακινώντας τις στρατιές της σαν τα πιόνια στη σκακιέρα, τις συγκέντρωνε όλες μαζί. Οι πρώτες της κινήσεις, οι πρώτες δοκιμές της δύναμης της, είχαν αναχαιτιστεί στο δυτικό της μέτωπο, βόρεια και νότια. Για την ώρα τις είχε αποσύρει και είχε φέρει καινούριες δυνάμεις, που τις συγκέντρωνε κοντά στο Κίριθ Γκόργκορ για το χτύπημα της εκδίκησης. Και αν μαζί με τ’ άλλα ο σκοπός της ήταν να υπερασπιστεί το Βουνό από κάθε προσέγγιση, δε θα μπορούσε να είχε κάνει περισσότερα.
– Λοιπόν! συνέχισε ο Σαμ. Ό,τι κι αν τρώνε κι ό,τι κι αν πίνουν, εμείς δεν μπορούμε να το φτάσουμε. Δε βλέπω πουθενά δρόμο για να κατεβούμε. Κι ούτε θα μπορούσαμε να διασχίσουμε όλον αυτόν τον ακάλυπτο τόπο έτσι που μερμηγκιάζει από εχθρούς, ακόμα κι αν καταφέρναμε να κατεβούμε.
– Πάντως θα πρέπει να προσπαθήσουμε, είπε ο Φρόντο. Δεν είναι χειρότερο απ’ ό,τι περίμενα. Ποτέ δεν έλπιζα να περάσω. Κι ούτε έχω καμιά ελπίδα τώρα. Εγώ όμως εξακολουθώ να πρέπει να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Προς το παρόν αυτό είναι το να προσπαθήσω, όσο είναι δυνατόν, να μη με πιάσουν. Γι’ αυτό θα πρέπει να εξακολουθήσουμε να πηγαίνουμε βορινά, νομίζω, και να δούμε πώς είναι τα πράγματα εκεί που η πεδιάδα είναι πιο στενή.
– Εγώ μαντεύω πώς θα ’ναι, είπε ο Σαμ. Εκεί που είναι στενότερη οι Ορκ και οι Άνθρωποι θα ’ναι πιο συνωστισμένοι, απλούστατα. Θα δεις, κύριε Φρόντο.
– Το φαντάζομαι, αν ποτέ φτάσουμε ως εκεί, είπε ο Φρόντο και γύρισε απ’ την άλλη.
Δεν άργησαν να δουν πως ήταν αδύνατον να προχωρήσουν κατά μήκος της κορυφής του Μοργκάι ή οπουδήποτε στις ψηλότερες πλαγιές του, έτσι όπως ήταν αδιάβατες και αυλακωμένες με βαθιές ρεματιές. Στο τέλος αναγκάστηκαν να ξανακατεβούν το φαράγγι που είχαν ανεβεί και ν’ αναζητήσουν πέρασμα μέσ’ από την κοιλάδα. Δύσκολα προχωρούσαν, γιατί δεν τολμούσαν να βγουν στο μονοπάτι της δυτικής πλευράς. Κάπου ένα μίλι ή και περισσότερο πιο κάτω είδαν, μαζεμένο σε μια εσοχή στα ριζά του βράχου, το λημέρι των ορκ που είχαν μαντέψει πως ήταν εκεί κοντά – ένας τοίχος και μερικά πέτρινα καλύβια γύρω από το σκοτεινό στόμιο μιας σπηλιάς. Δεν έβλεπαν να κουνιέται τίποτα, οι χόμπιτ όμως το προσπέρασαν πολύ προσεκτικά, πηγαίνοντας, όσο μπορούσαν, πίσω από τους αγκαθωτούς θάμνους που φύτρωναν πυκνοί σ’ εκείνο το σημείο και από τις δύο πλευρές της παλιάς ρεματιάς.
Προχώρησαν δυο τρία μίλια πιο πέρα και το λημέρι των ορκ χάθηκε πίσω τους· αλλά πριν καλά καλά προλάβουν να αναπνεύσουν πιο ελεύθερα ξανά, άκουσαν στριγκές και δυνατές φωνές ορκ, Γρήγορα κρύφτηκαν πίσω από έναν καφετή κολοβωμένο θάμνο. Οι φωνές πλησίασαν. Σε λίγο φάνηκαν δύο ορκ. Ο ένας ήταν ντυμένος με κάτι καφετιά κουρέλια και οπλισμένος με ένα κεράτινο τόξο· ήταν από κάποια μικρόσωμη ράτσα, μελαψός με φαρδιά ρουθουνιστή μύτη – ιχνηλάτης κατά τα φαινόμενα. Ο άλλος ήταν μεγαλόσωμος πολεμιστής, σαν κι εκείνους που είχε ο Σαγκράτ και είχε το σημάδι του Ματιού. Είχε κι αυτός ένα τόξο στην πλάτη του και κρατούσε ένα κοντό πλατυκέφαλο κοντάρι. Τσακώνονταν, όπως συνήθως, και επειδή ανήκαν σε διαφορετικές ράτσες χρησιμοποιούσαν την Κοινή Γλώσσα με τον τρόπο τους.
Ούτε είκοσι βήματα από εκεί που κρύβονταν οι χόμπιτ, ο μικρόσωμος ορκ σταμάτησε.
– Όχι! γρύλισε. Γυρίζω πίσω – έδειξε κατά το λημέρι πέρα στην κοιλάδα. Άδικα χαλάω τη μύτη μου στις πέτρες πια. Δεν έχει απομείνει ίχνος, σου λέω. Έχασα τη μυρωδιά, επειδή σ’ άκουσα. Ανέβαινε στους λόφους, δεν ακολουθούσε την κοιλάδα, σου λέω.
– Άχρηστοι πέρα για πέρα είσαστε εσείς οι μυταράδες, είπε ο μεγαλόσωμος ορκ, Εγώ λέω πως τα μάτια είναι καλύτερα απ’ τις ψηλομύτες σας.
– Και, λοιπόν, εσύ τι είδες με τα δικά σου; γρύλισε ο άλλος. Μωρέ! Εσύ δεν ξέρεις καλά καλά τι γυρεύεις.
— Και ποιανού είναι το φταίξιμο; είπε ο στρατιώτης. Οχι δικό μου. Φταίνε οι Ανώτεροι. Πρώτα λένε είναι ένα μεγάλο Ξωτικό με αστραφτερή πανοπλία, ύστερα πως είναι κάποιος σαν νάνος, ύστερα πως είναι ένα μπουλούκι στασιαστές Ουρούκ-χάι· ή μπορεί να ’ναι κι όλοι μαζί.
– Φτου! είπε ο ιχνηλάτης. Ζουρλαθήκανε για τα καλά, να τι φταίει. Και μερικοί απ’ τους ανώτερους θα την πληρώσουν άσχημα, φαντάζομαι, αν ό,τι ακούω είναι αλήθεια – επιδρομή στον Πύργο και τα σχετικά και σωρός οι δικοί σας ξεπαστρεμένοι κι ο φυλακισμένος φευγάτος. Αν έτσι τα πάτε εσείς οι πολεμιστές, τότε δεν είναι ν’ απορεί κανείς που έχουμε κακά μαντάτα από τις μάχες.
– Και ποιος το λέει πως έχουμε κακά μαντάτα; φώναξε ο στρατιώτης.
– Μπα! Και ποιος λέει πως δεν έχουμε;
– Σταμάτα να μιλάς σαν στασιαστής, για να μη σε σουβλίσω, αν δεν το βουλώσεις, εντάξει;
– Εντάξει, εντάξει! είπε ο ιχνηλάτης. Δε θα πω τίποτ’ άλλο και θα συνεχίσω να σκέφτομαι. Αλλά τι σχέση έχει μ’ όλα αυτά εκείνος ο μαύρος ο μουλωχτός; Εκείνος που κάνει σαν γαλόπουλο και ανεμίζει τα χέρια;
– Δεν ξέρω. Μπορεί και τίποτα. Αλλά, πάω στοίχημα πως δεν έχει τίποτα καλό στο νου του, έτσι που χώνει παντού τη μύτη του. Που να μη σώσει! Δε μας είχε καλά καλά ξεγλιστρήσει και το ’χε βάλει στα πόδια, όταν ήρθε η διαταγή πως τον θέλουν ζωντανό και γρήγορα μάλιστα.
– Λοιπόν, ελπίζω να τον πιάσουν και να τον χορέψουν στο ταψί, γρύλισε ο ιχνηλάτης. Μπέρδεψε τις μυρωδιές εκεί πίσω, παίρνοντας εκείνον τον πεταμένο αλυσιδωτό θώρακα που βρήκε και ανακατεύοντας τα πάντα πριν προλάβω να φτάσω εκεί.
– Πάντως του έσωσε τη ζωή, είπε ο στρατιώτης. Γιατί, πριν μάθω πως τον ήθελαν, του έριξα, καλά καλά, από πενήντα βήματα απόσταση στην πλάτη του· αλλά συνέχισε να τρέχει.
– Φτου! Δεν τον πέτυχες, είπε ο ιχνηλάτης. Πρώτα ρίχνεις στα τρελά κι ύστερα δεν τρέχεις γρήγορα κι ύστερα στέλνεις και γυρεύεις τους κακόμοιρους τους ιχνηλάτες. Σε βαρέθηκα – γύρισε να φύγει.
– Γύρνα πίσω, φώναξε ο στρατιώτης, ειδαλλιώς θα σε αναφέρω!
– Σε ποιον! Όχι στο σπουδαίο σου το Σαγκράτ. Δε θα ’ναι διοικητής για πολύ.
– Θα δώσω τ’ όνομά σου και τον αριθμό σου στους Νάζγκουλ, είπε ο στρατιώτης χαμηλώνοντας τη φωνή του σαν σφύριγμα φιδιού. Ένας απ’ αυτούς διοικεί τον Πύργο τώρα.
Ο άλλος σταμάτησε και η φωνή του ήταν γεμάτη φόβο και λύσσα.
– Καταραμένε καταδότη και ύπουλε κλέφτη! ούρλιαξε. Ούτε τη δουλειά σου κάνεις ούτε σου πάει να καθίσεις με τους δικούς σου. Άντε στους βρομο-Στριγκλιάρηδές σου και μακάρι να σε παγώσουν σύγκρομο! Αν δεν τους ξεκάνει ο εχθρός πρώτος. Τον ξεκάνανε τον Πρώτο, άκουσα, και μακάρι να ’ναι αλήθεια!
Ο μεγαλόσωμος ορκ, με το κοντάρι στο χέρι, όρμησε ξοπίσω του. Ο ιχνηλάτης, όμως, πηδώντας πίσω από ένα βράχο, του έμπηξε ένα βέλος στο μάτι καθώς πλησίαζε τρέχοντας κι εκείνος σωριάστηκε κάτω. Ο άλλος το ’βαλε στα πόδια διασχίζοντας την κοιλάδα και χάθηκε.
Για λίγη ώρα οι χόμπιτ κάθισαν σιωπηλοί. Τέλος, ο Σαμ αναδεύτηκε. – Λοιπόν, ωραία τα βολέψανε, είπε. Αν αυτές οι όμορφες φιλικές σχέσεις απλώνονταν στη Μόρντορ, θα τέλειωναν οι μισές μας σκοτούρες.
– Ήσυχα, Σαμ, ψιθύρισε ο Φρόντο. Μπορεί να ’χει κι άλλους εδώ γύρω. Είναι φανερό πως παρά τρίχα τη γλιτώσαμε και το κυνηγητό ήταν πολύ πιο κοντά στα ίχνη μας απ’ ό,τι φανταζόμαστε. Όμως αυτό είναι το πνεύμα της Μόρντορ, Σαμ· κι έχει απλωθεί σε κάθε γωνιά της. Οι ορκ έτσι συμπεριφέρονται πάντα, έτσι τουλάχιστο λένε οι ιστορίες, όταν είναι μόνοι τους. Αλλά μην παίρνεις ελπίδες απ’ αυτό. Εμάς μας μισούν πολύ περισσότερο, πάνω απ’ όλα και πάντοτε. Αν εκείνοι οι δύο μας είχαν δει, θα είχαν αφήσει τον καβγά τους μέχρι να μας σκότωναν.
Πέρασε πάλι αρκετή ώρα σιωπηλά. Ο Σαμ διέκοψε πάλι, μα μ’ ένα ψίθυρο τούτη τη φορά.
– Άκουσες τι είπαν για εκείνο το γαλόπουλο, κύριε Φρόντο; Σ’ το ’πα πως το Γκόλουμ δεν έχει πεθάνει ακόμα, δε σ’ το ’πα;
– Ναι, θυμάμαι. Κι απορούσα πώς το ’ξερες, είπε ο Φρόντο. Λοιπόν, έλα τώρα! Νομίζω πως το καλύτερο θα ’ναι να μην κουνηθούμε ξανά από δω, ώσπου να σκοτεινιάσει καλά καλά. Έτσι θα μου διηγηθείς πώς το ξέρεις και όλα όσα συνέβησαν. Αν μπορείς να μιλάς χαμηλόφωνα.
– Θα προσπαθήσω, είπε ο Σαμ, αλλά όταν σκέφτομαι εκείνο το Βρομερό μού ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και μου ’ρχεται να βάλω τις φωνές.
Εκεί, λοιπόν, κάθισαν οι χόμπιτ κρυμμένοι κάτω από τον αγκαθωτό θάμνο, ενώ το θλιβερό φως της Μόρντορ έσβησε αργά κι έγινε βαθιά ανάστερη νύχτα· κι ο Σαμ έλεγε στο αυτί του Φρόντο όλα όσα μπορούσε να βρει λόγια για να πει – για την προδοτική επίθεση του Γκόλουμ, για τη φρίκη της Σέλομπ και για τις δικές του περιπέτειες με τους ορκ. Όταν τέλειωσε, ο Φρόντο δεν είπε τίποτα, πήρε μόνο το χέρι του Σαμ και το ’σφιξε. Τέλος αναδεύτηκε.
– Λοιπόν, φαντάζομαι πως πρέπει να πηγαίνουμε πάλι, είπε. Αναρωτιέμαι πόσο να τραβήξει άραγε πριν μας πιάσουν για τα καλά κι όλοι αυτοί οι κόποι και τα κρυφοπερπατήματα θα τελειώσουν και θα πάνε στα χαμένα – σηκώθηκε. Είναι σκοτάδι και δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το γυαλί της Κυράς. Φύλαξέ το μου εσύ, Σαμ. Γιατί τώρα δεν έχω πουθενά να το βάλω, εκτός από το χέρι μου και θα τα χρειαστώ και τα δυο μου χέρια τούτη την τυφλή νύχτα. Το Κεντρί όμως σ’ το χαρίζω. Εγώ έχω ένα λεπίδι των ορκ, αλλά δε νομίζω πως θα χρειαστεί να δώσω άλλη σπαθιά ξανά.
Ήταν δύσκολο και επικίνδυνο να κινούνται τη νύχτα σ’ εκείνο τον απάτητο τόπο· αλλά αργά και με πολλά παραπατήματα οι δύο χόμπιτ προχωρούσαν με κόπο, για ώρες, προς το βοριά, ακολουθώντας την ανατολική πλευρά της πέτρινης κοιλάδας. Όταν ένα γκρίζο φως ξαναφάνηκε πάνω από τα δυτικά ψηλώματα, πολύ αργότερα από τον ερχομό της μέρας στις περιοχές πέρα, κρύφτηκαν πάλι και κοιμήθηκαν λιγάκι, πότε ο ένας, πότε ο άλλος. Όσες φορές ήταν ξυπνητός ο Σαμ, το μυαλό του γύριζε στο φαΐ. Τέλος, όταν ο Φρόντο ξύπνησε και είπε να φάνε και να ετοιμαστούν γι’ άλλη μια προσπάθεια, ο Σαμ έκανε την ερώτηση που τον απασχολούσε περισσότερο.
– Με το συμπάθιο, κύριε Φρόντο, είπε, αλλά έχεις καμιά ιδέα πόσο έχουμε να πάμε ακόμα;
– Όχι, όχι και πολύ καθαρή, Σαμ, απάντησε ο Φρόντο. Στο Σκιστό Λαγκάδι πριν ξεκινήσω μου έδειξαν ένα χάρτη της Μόρντορ που ήταν φτιαγμένος πριν ξαναγυρίσει εδώ ο Εχθρός· τον θυμάμαι όμως πολύ αμυδρά. Πιο καθαρά θυμάμαι πως είχε ένα μέρος βορινά που η δυτική οροσειρά και η βορινή οροσειρά βγάζουν προεκτάσεις που σχεδόν ενώνονται. Το σημείο αυτό πρέπει να βρίσκεται τουλάχιστον πενήντα λεύγες από τη γέφυρα πίσω κοντά στον Πύργο. Μπορεί να είναι καλό σημείο για να περάσουμε απέναντι. Αλλά, βέβαια, αν φτάσουμε εκεί, θα βρισκόμαστε πιο μακριά απ’ ό,τι είμαστε από το Βουνό, κάπου εξήντα μίλια, θα ’λεγα. Υπολογίζω πως έχουμε κάνει κάπου δώδεκα λεύγες βορινά από τη γέφυρα τώρα. Ακόμα κι αν όλα πάνε καλά, με δυσκολία θα έφτανα στο Βουνό σε μια βδομάδα. Φοβάμαι, Σαμ, πως το φορτίο θα γίνει πολύ βαρύ και θα πηγαίνω ακόμα πιο αργά, όσο πλησιάζουμε.
Ο Σαμ αναστέναξε.
– Ακριβώς, όπως το φοβόμουν, είπε. Λοιπόν, χωρίς να πω τίποτα για το νερό, πρέπει να τρώμε λιγότερο, κύριε Φρόντο, ή να προχωράμε γρηγορότερα, όσο βρισκόμαστε ακόμα σ’ αυτή την κοιλάδα. Μια μπουκιά ακόμα και όλο το φαΐ μας τελειώνει, εκτός από το ψωμί-για-το-δρόμο των Ξωτικών.
– Θα προσπαθήσω να γίνω λίγο πιο γρήγορος, Σαμ, είπε ο Φρόντο, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Εμπρός, λοιπόν! Ας ξεκινήσουμε γι’ άλλη μια φορά!
Δεν ήταν ακόμα εντελώς σκοτεινά ξανά. Προχώρησαν με κόπο, ώσπου νύχτωσε καλά. Οι ώρες περνούσαν κι εκείνοι προχωρούσαν κατάκοποι, σέρνοντας τα πόδια, σκοντάφτοντας και κάνοντας μερικές σύντομες στάσεις. Με την πρώτη υποψία γκρίζου φωτός κάτω από τις άκρες του καλύμματος της σκιάς κρύφτηκαν ξανά σε ένα σκοτεινό κοίλωμα κάτω απ’ την προεξοχή ενός βράχου.
Σιγά σιγά το φως δυνάμωσε, ώσπου η μέρα ξάνοιξε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ένας δυνατός άνεμος από τη Δύση έδιωχνε τώρα τους καπνούς της Μόρντορ από τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας. Πριν περάσει πολλή ώρα οι χόμπιτ μπορούσαν να δουν καλά την περιοχή για αρκετά μίλια γύρω τους. Το φαράγγι ανάμεσα στα βουνά και στο Μοργκάι ελαττωνόταν σε βάθος σταθερά καθώς ανηφόριζε και η εσωτερική κορυφογραμμή τώρα δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια προεξοχή στις απόκρημνες πλαγιές των Έφελ Ντούαθ· αλλά ανατολικά έπεφτε το ίδιο απόκρημνα όπως πάντα στο Γκόργκοροθ. Μπροστά τους η ρεματιά τερμάτιζε σε κομματιασμένα σκαλοπάτια βράχων γιατί από την κυρίως οροσειρά ξεπεταγόταν μια ψηλή ολόγυμνη προεξοχή, ανατολικά σαν τείχος. Και από την γκρίζα και ομιχλιασμένη βορινή οροσειρά των Έρεντ Λίθουι μια μακριά προεξοχή σαν χέρι απλωνόταν να τη συναντήσει· και ανάμεσα στις δύο προεξοχές υπήρχε ένα στενό άνοιγμα – το Κάραχ Άνγκρεν, το Ίσενμάουθ, που πίσω του απλωνόταν η βαθιά κοιλάδα του Ουντούν. Σ’ εκείνη την κοιλάδα πίσω από τη Μοράνον υπήρχαν οι σήραγγες και οι υπόγειες οπλοθήκες που οι υπηρέτες της Μόρντορ είχαν κατασκευάσει για την άμυνα της Μαύρης Πύλης της χώρας τους’ κι εκεί τώρα ο Άρχοντάς τους συγκέντρωνε βιαστικά μεγάλες δυνάμεις για να αντιμετωπίσει την επίθεση των Καπεταναίων της Δύσης. Πάνω στις προεξοχές ήταν χτισμένα φρούρια και πύργοι και έκαιγαν άγρυπνες φωτιές· και σε όλο το μήκος του ανοίγματος είχαν υψώσει ένα πρόχωμα και είχαν σκάψει μια βαθιά τάφρο που μπορούσες να την περάσεις μόνο από μία μοναδική γέφυρα.
Λίγα μίλια βορειότερα, ψηλά στο σημείο που η δυτική προεξοχή ξεχώριζε απ’ την κυρίως οροσειρά, υψωνόταν το αρχαίο κάστρο του Ντούρθανγκ, που τώρα ήταν ένα από τα πολλά λημέρια των ορκ που ήταν συνωστισμένα στην κοιλάδα του Ουντούν. Ένας δρόμος, που ήταν κιόλας ορατός στο φως που δυνάμωνε, κατέβαινε φιδογυριστός από κει, ώσπου, σ’ ένα δυο μίλια απόσταση από το μέρος που βρίσκονταν οι χόμπιτ, έστριβε ανατολικά και ακολουθούσε ένα πέρασμα κομμένο στην πλαγιά της προεξοχής κι έτσι κατέβαινε στην πεδιάδα και συνέχιζε ως το Ίσενμάουθ,
Στους χόμπιτ, καθώς κοιτούσαν, φάνηκε λες και όλο τους το ταξίδι βορινά είχε πάει χαμένο. Η πεδιάδα στα δεξιά τους ήταν θαμπή και γεμάτη καπνούς και δεν έβλεπαν ούτε καταυλισμούς ούτε κινήσεις στρατευμάτων όλη όμως εκείνη η περιοχή βρισκόταν κάτω από την επαγρύπνηση των φρουρίων του Κάραχ Άνγκρεν.
– Φτάσαμε σε αδιέξοδο, Σαμ, είπε ο Φρόντο. Αν συνεχίσουμε, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να φτάσουμε σ’ εκείνον τον πύργο των ορκ, ο μοναδικός όμως δρόμος για να πάρουμε είναι εκείνος που κατηφορίζει από κει – εκτός και γυρίσουμε πίσω. Δεν μπορούμε ν’ ανεβούμε δυτικά ούτε να κατεβούμε ανατολικά.
– Τότε, πρέπει να πάρουμε το δρόμο, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ. Πρέπει να τον πάρουμε και να εμπιστευτούμε την τύχη μας, αν υπάρχει τύχη στη Μόρντορ. Ειδαλλιώς πάμε να παραδοθούμε, παρά να συνεχίσουμε να πλανιόμαστε εδώ κι εκεί ή να προσπαθούμε να γυρίσουμε πίσω. Τα τρόφιμα μας τελειώνουν. Θα πρέπει να βιαστούμε!
– Εντάξει, Σαμ, είπε ο Φρόντο. Γίνε εσύ οδηγός μου! Όσο σου απομένουν ελπίδες. Οι δικές μου έχουν χαθεί. Δεν μπορώ όμως να βιαστώ, Σαμ. Ίσα που θα σέρνομαι πίσω σου.
– Πριν αρχίσεις να σέρνεσαι όμως, χρειάζεσαι φαΐ και ύπνο, κύριε Φρόντο. Έλα να πάρεις ό,τι μπορείς απ’ αυτά εδώ!
Έδωσε στο Φρόντο νερό κι ένα παραπανίσιο κομμάτι από το ψωμί-για-το-δρόμο κι έκανε το μανδύα του μαξιλάρι για το κεφάλι του κυρίου του. Ο Φρόντο ήταν πολύ κουρασμένος για να έχει αντιρρήσεις κι ο Σαμ δεν του είπε πως είχε πιει και την τελευταία σταγόνα από το νερό τους και πως είχε φάει και τη μερίδα του Σαμ εκτός από τη δική του. Όταν ο Φρόντο αποκοιμήθηκε, ο Σαμ έσκυψε από πάνω του και παρακολουθούσε την αναπνοή του και εξέταζε προσεκτικά το πρόσωπό του. Ήταν αυλακωμένο και αδύνατο και, παρ’ όλ’ αυτά, κοιμισμένο φαινόταν ικανοποιημένο και άφοβο.
«Λοιπόν, άκου και τα παρακάτω, κύριε! μουρμούρισε μοναχός του ο Σαμ. Θα πρέπει να σ’ αφήσω για λίγο και να εμπιστευτώ στην τύχη. Πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε νερό, ειδαλλιώς δε θα πάμε πιο πέρα.»
Ο Σαμ σύρθηκε έξω και, γλιστρώντας από βράχο σε βράχο με τη μεγαλύτερη χομπιτο-προσοχή, κατηφόρισε κατά τη ρεματιά και ύστερα την ακολούθησε για λίγο, όπως ανηφόριζε κατά το Βοριά, ώσπου έφτασε τα βραχο-σκαλοπάτια που τα χρόνια τα παλιά, χωρίς αμφιβολία, η πηγή της κατέβαινε ορμητικά σχηματίζοντας ένα μικρό καταρράκτη. Όλα τώρα έδειχναν ξερά και σιωπηλά· αλλά ο Σαμ αρνήθηκε να απελπιστεί και σκύβοντας αφουγκράστηκε και για μεγάλη του χαρά άκουσε κάτι να σταλάζει. Σκαρφάλωσε μερικά σκαλοπάτια και βρήκε ένα μικρό αυλάκι με σκοτεινόχρωμο νερό που έβγαινε απ’ την πλαγιά του λόφου και γέμιζε μια μικρή γυμνή λακκούβα, απ’ όπου πάλι ξεχειλούσε και τότε χανόταν κάτω απ’ τις γυμνές πέτρες,
Ο Σαμ δοκίμασε το νερό και του φάνηκε αρκετά καλό. Ύστερα ήπιε και χόρτασε, ξαναγέμισε το παγούρι και γύρισε να φύγει. Εκείνη τη στιγμή πήρε το μάτι του μια μαύρη μορφή ή σκιά να γλιστράει γρήγορα ανάμεσα στα βράχια πέρα στην κρυψώνα του Φρόντο κοντά. Πνίγοντας ένα ξεφωνητό πήδησε κάτω από την πηγή και άρχισε να τρέχει, πηδώντας από βράχο σε βράχο. Εκείνο το πλάσμα ήταν προσεκτικό, δύσκολα φαινόταν, ο Σαμ όμως είχε ελάχιστες αμφιβολίες: είχε μεγάλη επιθυμία να βάλει τα χέρια του στο λαιμό του. Τον άκουσε όμως που ερχόταν και ξεγλίστρησε γρήγορα κι απομακρύνθηκε. Ο
Σαμ νόμισε πως το είδε μια τελευταία φευγαλέα στιγμή να κοιτάζει προς τα πίσω πάνω από την άκρη του ανατολικού γκρεμού, πριν χαμηλώσει το κεφάλι κι εξαφανιστεί.
– Πάντως, η τύχη δε μ’ εγκατέλειψε, μουρμούρισε ο Σαμ, αλλά παρά τρίχα! Δε μας φτάνει που έχουμε χιλιάδες τους ορκ, αλλά έχουμε κι αυτό το βρομερό από πάνω να χώνει τη μύτη του παντού! Μακάρι να το είχαν σαϊτέψει!
Κάθισε πλάι στο Φρόντο και δεν τον ξύπνησε· όμως ο ίδιος δεν τόλμησε να κοιμηθεί. Τέλος, όταν κατάλαβε τα μάτια του να κλείνουν και κατάλαβε πως η προσπάθειά του να μείνει ξυπνητός δε θα κρατούσε πολύ ακόμα, ξύπνησε μαλακά το Φρόντο.
– Αυτό το Γκόλουμ πολύ φοβάμαι πως πάλι εδώ τριγυρίζει, κύριε Φρόντο, είπε. Γιατί, αν δεν ήτανε αυτό, τότε πρέπει να έχει δύο σαν κι αυτό. Έφυγα και πήγα να βρω νερό και το πήρε το μάτι μου να τριγυροφέρνει την ώρα που γύριζα πίσω. Νομίζω πως δεν είναι ασφαλισμένο να κοιμόμαστε κι οι δυο μαζί και, με το συμπάθιο, δεν μπορώ να κρατήσω άλλο τα μάτια μου ανοιχτά!
– Ευλογημένε Σαμ! είπε ο Φρόντο. Ξάπλωσε και κοιμήσου καλά! Πάντως καλύτερα το Γκόλουμ παρά οι ορκ. Κι οπωσδήποτε δε θα μας προδώσει, εκτός και το πιάσουν.
– Δεν αποκλείεται όμως να κάνει από μοναχό του καμιά κλεψιά ή φόνο, γρύλισε ο Σαμ. Τα μάτια σου δεκατέσσερα, κύριε Φρόντο! Το παγούρι είναι γεμάτο νερό, Πιες να ξεδιψάσεις. Μπορούμε να το ξαναγεμίσουμε όταν φύγουμε.
Και μ’ αυτά τα λόγια ο Σαμ αποκοιμήθηκε βαθιά.
Το φως χανόταν πάλι όταν ξύπνησε. Ο Φρόντο καθόταν με την πλάτη στο βράχο, αλλά είχε κοιμηθεί. Το παγούρι ήταν άδειο. Από το Γκόλουμ δεν υπήρχε ίχνος.
Το σκοτάδι της Μόρντορ είχε ξαναγυρίσει και οι φωτιές στα ψηλώματα έκαιγαν άγριες και κατακόκκινες, όταν οι χόμπιτ ξεκίνησαν πάλι για το πιο επικίνδυνο κομμάτι όλου του ταξιδιού τους. Πήγαν πρώτα στη μικρή πηγή και ύστερα, σκαρφαλώνοντας με μεγάλη προσοχή, βγήκαν στο δρόμο στο σημείο που έστριβε ανατολικά κατά το Ίσενμάουθ είκοσι μίλια μακριά. Δεν ήταν φαρδύς δρόμος και δεν είχε μάντρα ή στηθαίο στην άκρη του και καθώς προχωρούσε ο απότομος γκρεμός στην άκρη του γινόταν όλο και πιο βαθύς. Οι χόμπιτ δεν άκουγαν καμιά κίνηση και, αφού αφουγκράστηκαν για λίγο, πήραν το δρόμο ανατολικά με βήμα σταθερό.
Αφού έκαναν κάπου δώδεκα μίλια, σταμάτησαν. Λίγο πιο πίσω ο δρόμος είχε στρίψει λίγο βορινά και το κομμάτι που είχαν διασχίσει τώρα δε φαινόταν. Αυτό αποδείχθηκε καταστροφικό. Ξεκουράστηκαν για λίγα λεπτά και ύστερα συνέχισαν δεν είχαν όμως κάνει πολλά βήματα, όταν ξαφνικά στην ακινησία της νύχτας άκουσαν το θόρυβο που πάντα μυστικά έτρεμαν – το θόρυβο ποδιών που βάδιζαν στρατιωτικά. Ήταν ακόμη αρκετά μακριά τους, αλλά κοιτάζοντας πίσω μπορούσαν να δουν δάδες να τρεμοσβήνουν καθώς έπαιρναν τη στροφή σε λιγότερο από ένα μίλι απόσταση· και προχωρούσαν γρήγορα, πολύ γρήγορα για να μπορέσει ο Φρόντο να ξεφύγει τρέχοντας στο δρόμο.
– Το φοβόμουν, Σαμ, είπε ο Φρόντο. Εμπιστευτήκαμε στην τύχη κι αυτή μας εγκατέλειψε. Είμαστε παγιδευμένοι.
Κοίταξε έξαλλος ψηλά το συνοφρυωμένο βράχο, που οι παλιοί κατασκευαστές του δρόμου είχαν κόψει την πέτρα κάθετα για πολλές οργιές πάνω από τα κεφάλια τους. Έτρεξε στην άλλη πλευρά και κοίταξε απ’ την άκρη σ’ ένα σκοτεινό μαύρο βάραθρο.
– Παγιδευτήκαμε επιτέλους! είπε.
Σωριάστηκε καταγής στη βάση του βράχου κι έσκυψε το κεφάλι.
– Έτσι φαίνεται, είπε ο Σαμ. Λοιπόν, δε μένει παρά να περιμένουμε και θα δούμε.
Και μ’ αυτά τα λόγια κάθισε χάμω πλάι στο Φρόντο στη σκιά του βράχου.
Δε χρειάστηκε να περιμένουν πολύ. Οι ορκ προχωρούσαν με μεγάλη ταχύτητα. Εκείνοι που ήταν στις πρώτες σειρές κρατούσαν δάδες. Κι όλο πλησίαζαν, κόκκινες φλόγες στο σκοτάδι, που γρήγορα αυξάνονταν. Ο Σαμ τώρα έσκυψε κι αυτός το κεφάλι του, ελπίζοντας πως θα έκρυβε το πρόσωπό του όταν τους έφταναν οι δάδες· και έβαλε τις ασπίδες τους στα γόνατά τους μπροστά για να κρύψει τα πόδια τους.
«Μακάρι να βιάζονται και ν’ αφήσουν δυο κουρασμένους στρατιώτες ήσυχους και να προσπεράσουν!» σκέφτηκε.
Κι έτσι φάνηκε πως θα έκαναν. Οι πρώτοι ορκ έφτασαν, περπατώντας γρήγορα, λαχανιασμένοι, με τα κεφάλια τους σκυφτά. Ήταν μια ομάδα απ’ τις μικρότερες φυλές που τις πήγαιναν παρά τη θέληση τους στους πολέμους του Μαύρου τους Άρχοντα· το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να τελειώσουν την πορεία και να γλιτώσουν το μαστίγιο. Πλάι τους, τρέχοντας πάνω κάτω στις γραμμές ήταν δύο από τους μεγαλόσωμους και άγριους ουρούκ. που πλατάγιζαν μαστίγια και φώναζαν. Η μια σειρά πίσω από την άλλη περνούσαν και το προδοτικό φως των δαυλών βρισκόταν κιόλας αρκετά μπροστά. Ο Σαμ κρατούσε την αναπνοή του. Τώρα περισσότερη από τη μισή γραμμή είχε προσπεράσει. Όμως, ξαφνικά, ένας από τους σκλαβο-επιστάτες είδε τις δυο μορφές στην άκρη του δρόμου. Πλατάγισε το μαστίγιο του προς το μέρος τους και φώναξε:
– Ε, εσείς! Σηκωθείτε!
Εκείνοι δεν απάντησαν και με ένα ξεφωνητό σταμάτησε ολόκληρο το λόχο.
– Εμπρός, τεμπελόσκυλα! ούρλιαξε. Δεν είναι ώρα για λούφα. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος τους και παρ’ όλο το σκοτάδι αναγνώρισε το σημάδι στις ασπίδες τους.
– Λιποτάκτες, ε; γρύλισε. Ή το σκεφτόσαστε; Όλοι οι δικοί σας θα ’πρεπε να βρίσκονται μέσα στο Ουντούν πριν από χτες το βράδυ. Αυτό το ξέρετε. Εμπρός, σηκωθείτε και μπείτε στη γραμμή, για να μην πάρω τους αριθμούς σας και σας αναφέρω.
Στάθηκαν με κόπο στα πόδια τους και, σκυφτοί, κουτσαίνοντας σαν στρατιώτες που τους πονούν τα πόδια, προχώρησαν σέρνοντάς τα πόδια προς το τέλος της γραμμής.
– Όχι, όχι στο τέλος! φώναξε ο σκλαβο-επιστάτης. Τρεις σειρές μπροστά. Και να μείνετε εκεί, ειδαλλιώς θα σας δείξω εγώ, όταν έρθω πίσω!
Τίναξε πλαταγίζοντας το μακρύ μαστίγιο του πάνω από τα κεφάλια τους· ύστερα μ’ ένα πλατάγισμα ακόμα και ένα ξεφωνητό ξεκίνησε πάλι το λόχο με γρήγορο βηματισμό.
Ήταν αρκετά δύσκολο για τον κακόμοιρο το Σαμ, έτσι που ήταν κουρασμένος· αλλά για το Φρόντο ήταν μαρτύριο που γρήγορα έγινε εφιάλτης. Έσφιξε τα δόντια και προσπάθησε να σβήσει από το μυαλό του κάθε σκέψη και αγωνιζόταν να προχωρήσει. Η κακοσμία τον ιδρωμένων ορκ γύρω του ήταν αποπνικτική και άρχισε να του κόβεται η ανάσα από τη δίψα. Προχωρούσαν κι όλο προχωρούσαν κι αυτός έβαζε όλη του τη δύναμη για να παίρνει ανάσα και να κάνει τα πόδια του να προχωρούν κι όμως σε τι φοβερό τέλος αγωνιζόταν και υπέμενε για να φτάσει δεν τολμούσε ούτε να το σκεφτεί. Δεν υπήρχε ελπίδα να ξεμείνουν πίσω απαρατήρητοι. Συχνά πυκνά ο επιστάτης ερχόταν πίσω και τους κορόιδευε.
– Βλέπετε! γελούσε, χτυπώντας τους στα πόδια. Όπου υπάρχει βούρδουλας υπάρχει και θέληση, τεμπελόσκυλα. Συνεχίστε! Θα σας έδινα ένα καλό χέρι τώρα, αλλά θα φάτε της χρονιάς σας σαν φτάσετε αργοπορημένοι στον καταυλισμό σας. Καλό θα σας κάνει. Δεν ξέρετε πως έχουμε πόλεμο;
Είχαν κάνει αρκετά μίλια και ο δρόμος επιτέλους κατηφόριζε απ’ την πλαγιά στην πεδιάδα, όταν η δύναμη του Φρόντο άρχισε να τον εγκαταλείπει και η θέλησή του ταλαντεύτηκε. Παραπατούσε και σκόνταφτε. Απελπισμένα ο Σαμ προσπάθησε να τον Βοηθήσει και να τον κρατήσει όρθιο, μόλο που ένιωθε πως κι αυτός ο ίδιος μόλις που θα μπορούσε ν’ αντέξει το ρυθμό για πολύ ακόμα. Από στιγμή σε στιγμή τώρα ήξερε πως θα ’φτανε το τέλος – ο κύριός του θα λιποθυμούσε ή θα έπεφτε κι όλα θα φανερώνονταν και οι σκληρές τους προσπάθειες θα πήγαιναν χαμένες.
«Πάντως, θα τον σκοτώσω εκείνον το διαβολο-επιστάτη», σκέφτηκε.
Τότε, την ώρα ακριβώς που έβαζε το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του, απρόσμενα ανακουφίστηκε. Βρίσκονταν τώρα στην κοιλάδα και πλησίαζαν την είσοδο του Ουντούν. Σε αρκετή απόσταση μπροστά του, πριν την πύλη, στη γέφυρα, ο δρόμος από τη δύση συναντιόταν με άλλους που έρχονταν από το νοτιά και από το Μπαράντ-ντουρ. Σε όλους τους δρόμους βάδιζαν στρατεύματα· γιατί οι Καπεταναίοι της Δύσης έκαναν προέλαση και ο Μαύρος Άρχοντας προωθούσε βιαστικά τις δυνάμεις του στο βοριά. Έτσι έτυχε αρκετοί λόχοι να βρεθούν ταυτόχρονα στο σταυροδρόμι στο σκοτάδι πέρα από το φως που έβγαζαν οι φωτιές στα τείχη. Αμέσως έγινε συνωστισμός, σπρωξιές και βρισιές, καθώς ο κάθε λόχος προσπαθούσε να φτάσει πρώτος στην πύλη και να τελειώνει την πορεία του. Μόλο που οι επιστάτες ούρλιαζαν και δούλευαν τα μαστίγιά τους, ξέσπασαν μικροσυμπλοκές και βγήκαν μερικά μαχαίρια. Ένας λόχος από βαριά οπλισμένους ουρούκ, που έρχονταν απ’ το Μπαράντ-ντουρ, όρμησαν στις γραμμές του Ντούρθανγκ και δημιουργήθηκε σάλος.
Παρ’ όλη τη ζαλάδα του από τον πόνο και την κούραση, ο Σαμ ξύπνησε κι άρπαξε γρήγορα την ευκαιρία. Έπεσε κάτω, τραβώντας το Φρόντο μαζί του. Άλλοι ορκ έπεσαν από πάνω τους ουρλιάζοντας και Ορίζοντας. Σιγά σιγά στα χέρια και στα γόνατα οι χόμπιτ σύρθηκαν και βγήκαν από την αναταραχή, ώσπου στο τέλος απαρατήρητοι πήδησαν κάτω απ’ την εξωτερική άκρη του δρόμου. Είχε ένα ψηλό στηθαίο, που οι οδηγοί των λόχων το χρησιμοποιούσαν για να μη χάνουν το δρόμο αν η νύχτα ήταν σκοτεινή ή ομιχλώδης, και ήταν στρωμένος μερικά πόδια ψηλότερα από το ύψος του εδάφους της πεδιάδας.
Έμειναν ακίνητοι για λίγο. Ήταν πολύ σκοτεινά για ν’ αναζητήσουν κρυψώνα, αν βέβαια υπήρχε· ο Σαμ όμως ένιωθε πως έπρεπε τουλάχιστο να ξεμακρύνουν κι άλλο από τους δρόμους και από την ακτίνα των δαυλών.
– Εμπρός, κύριε Φρόντο! ψιθύρισε. Σύρσου λίγο ακόμα κι ύστερα μπορείς να μείνεις ακίνητος.
Με μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια ο Φρόντο ανασηκώθηκε στα χέρια του και πήγε με μεγάλη προσπάθεια κάπου είκοσι γιάρδες παρακάτω. Ύστερα έπεσε σ’ ένα ρηχό χαντάκι που βρέθηκε απρόσμενα μπροστά τους κι εκεί έμεινε σαν πεθαμένος.
Ο Σαμ έβαλε τον κουρελιασμένο μανδύα των ορκ προσκεφάλι στον κύριό του και σκέπασε και τους δυο με τον γκρίζο μανδύα του Λόριεν και την ώρα που το έκανε, οι σκέψεις του ταξίδεψαν σ’ εκείνη την όμορφη χώρα και στα Ξωτικά με την ελπίδα πως το πανί που είχαν υφάνει με τα χέρια τους θα είχε την ιδιότητα να τους κρατήσει κρυμμένους πέρα από κάθε ελπίδα σ’ αυτόν τον άγριο τόπο του φόβου. Άκουσε την αναμπουμπούλα και τα ξεφωνητά να σβήνουν, καθώς τα στρατεύματα πέρασαν το Σιδερένιο Στόμιο. Κατά τα φαινόμενα, στην ανακατωσούρα και στο μπέρδεμα των λογής λογής λόχων, η απουσία τους δεν είχε γίνει αντιληπτή, τουλάχιστον ακόμα.
Ο Σαμ ήπιε μια γουλιά νερό, αλλά πίεσε το Φρόντο να πιει καλά και, όταν ο κύριος του συνήλθε λιγάκι, του έδωσε ένα ολόκληρο κομμάτι από το πολύτιμο ψωμί-για-το-δρόμο και τον ανάγκασε να το φάει. Ύστερα, όντας τόσο κουρασμένοι που δεν ένιωθαν και πολύ φόβο, ξάπλωσαν. Κοιμήθηκαν λιγάκι, με ανήσυχες διακοπές· γιατί ο ιδρώτας πάγωσε πάνω τους, οι σκληρές πέτρες τους έκοβαν και τουρτούριζαν. Από το Βοριά, από τη Μαύρη Πύλη, διασχίζοντας το Κίριθ Γκόργκορ, ξεχυνόταν ψιθυρίζοντας πάνω στη γη ένας ψιλός παγωμένος αέρας.
Το πρωί, ένα γκρίζο φως ήρθε πάλι, γιατί ψηλά στην ατμόσφαιρα ο Δυτικός Άνεμος εξακολουθούσε να φυσά, αλλά κάτω στις πέτρες πίσω από τα προκαλύμματα της Μαύρης Χώρας ο αέρας έμοιαζε σχεδόν νεκρός, παγωμένος και ταυτόχρονα αποπνικτικός. Ο Σαμ έριξε μια ματιά έξω από το λάκκο. Η περιοχή ολόγυρα ήταν θλιβερή, επίπεδη, με μουντά χρώματα. Στους δρόμους κοντά τίποτα δεν κουνιόταν τώρα· ο Σαμ όμως φοβόταν τα άγρυπνα μάτια στα τείχη του Ίσενμάουθ, που δεν ήταν πάνω από διακόσιες γιάρδες κατά το βοριά. Νοτιοανατολικά, πολύ μακριά, σαν μια μαύρη ορθωμένη σκιά, υψωνόταν το Βουνό. Από μέσα του ξεχύνονταν καπνοί και, ενώ όσοι ανέβαιναν ψηλά έφευγαν μακριά κατά την ανατολή, μεγάλα σύννεφα κυλούσαν και κατέβαιναν από τις πλαγιές του και ξαπλώνονταν στη γη. Λίγα μίλια βορειοανατολικά, οι πρόποδες των βουνών της Τέφρας στέκονταν σαν βλιβερά σταχτιά φαντάσματα, που πίσω τους οι γεμάτες ομίχλη βορινές κορφές υψώνονταν σαν μια σειρά απόμακρα σύννεφα ελάχιστα πιο σκοτεινά από το χαμηλωμένο ουρανό.
Ο Σαμ προσπάθησε να υπολογίσει τις αποστάσεις και να αποφασίσει ποιο δρόμο θα έπρεπε να πάρουν.
«Φαίνεται πενήντα μίλια γεμάτα γεμάτα», μουρμούρισε σκυθρωπά, κοιτάζοντας το απειλητικό βουνό, «και θα μας πάρει μια Βδομάδα σίγουρα, με τον κύριο Φρόντο στα χάλια που είναι».
Κούνησε το κεφάλι του και, εκεί που έκανε τους υπολογισμούς του, αργά αργά μια καινούρια μαύρη σκέψη γεννήθηκε στο νου του. Ποτέ δεν είχε σβήσει η ελπίδα για πολύ στη γενναία του καρδιά και πάντα ως τώρα υπολόγιζε και την επιστροφή τους. Η πικρή όμως αλήθεια τού έγινε συνείδηση επιτέλους: στην καλύτερη περίπτωση οι προμήθειές τους θα τους έφταναν ως εκεί που σκόπευαν να πάνε· και όταν εκτελούσαν την αποστολή τους, εκεί θα τελείωναν, μόνοι, δίχως σπίτι και τροφή καταμεσής στη φοβερή ερημιά. Δεν ήταν δυνατό να υπάρξει επιστροφή.
«Λοιπόν, αυτή ήταν η δουλειά που ένιωθα πως είχα να κάνω όταν ξεκίνησα», σκέφτηκε ο Σαμ, «να βοηθήσω τον κύριο Φρόντο ως το τελευταίο βήμα κι ύστερα να πεθάνω μαζί του; Λοιπόν, αν αυτή είναι η δουλειά, τότε πρέπει να την κάνω. Αλλά πολύ θα ’θελα να ’βλεπα το Μπαϊγουότερ ξανά και τη Ρόζι Κότον και τ’ αδέρφια της και το Γέρο και τη Μάριγκολντ κι όλους. Πάντως δεν μπορώ να φανταστώ πως ο Γκάνταλφ θα έστελνε τον κύριο Φρόντο σ’ αυτή την αποστολή, αν δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να γυρίσει πίσω. Όλα πήγαν στραβά, όταν έπεσε στη Μόρια. Μακάρι να μην είχε πέσει. Κάτι θα ’χε κάνει αυτός».
Αλλά ενώ η ελπίδα του Σαμ έσβηνε ή έδειχνε να σβήνει, άλλαξε και μετατράπηκε σε καινούρια δύναμη. Το απλό χομπιτοπρόσωπό του έγινε αυστηρό, σχεδόν άγριο καθώς μέσα του η θέληση ατσαλώθηκε κι ένιωσε σε όλα του τα μέλη ένα ανατρίχιασμα, λες και μεταμορφωνόταν σε κάποιο πλάσμα από πέτρα και ατσάλι, που ούτε απελπισία ούτε κούραση ούτε ατέλειωτα άγονα μίλια μπορούσαν να υποτάξουν.
Με καινούρια αίσθηση υπευθυνότητας γύρισε τα μάτια του στο έδαφος εκεί γύρω, μελετώντας την επόμενη κίνηση. Καθώς το φως δυνάμωσε λιγάκι, είδε μ’ έκπληξη ότι εκείνα που από μακριά έμοιαζαν με πλατιά και άμορφα ισιώματα, στην πραγματικότητα ήταν γεμάτα κατσάβραχα κι ανωμαλίες. Πραγματικά ολόκληρη η επιφάνεια των κάμπων του Γκόργκοροθ ήταν γεμάτη μεγάλες τρύπες, σαν βλογιοκομμένη, λες και, τότε που ήταν ακόμα μια ερημιά όλο μαλακή λάσπη, να είχε πληγεί από καταιγισμό βλημάτων και τεράστιων βράχων. Οι μεγαλύτερες από αυτές τις τρύπες είχαν γύρω γύρω στις άκρες τους προεξοχές από οδοντωτές πέτρες και πλατιές σχισμές ξεκινούσαν απ’ αυτές προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήταν ένας τόπος που θα ήταν δυνατό να σέρνονται από κρυψώνα σε κρυψώνα δίχως να τους διακρίνει κανείς, εκτός από τα πιο κοφτερά μάτια – δυνατόν, τουλάχιστο για κάποιον που να ήταν δυνατός και να μην είχε ανάγκη να βιαστεί. Για τους πεινασμένους και ξεθεωμένους, που είχαν να πάνε μακριά πριν τους τελειώσει η ζωή, ο τόπος είχε όψη φοβερή.
Την ώρα που συλλογιζόταν όλα αυτά ο Σαμ γύρισε στον κύριό του. Δε χρειάστηκε να τον ξυπνήσει. Ο Φρόντο ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα με τα μάτια ανοιχτά κοιτάζοντας το συννεφιασμένο ουρανό.
– Λοιπόν, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ, έριξα μια ματιά γύρω κι έκανα μερικές σκέψεις. Τίποτα δεν υπάρχει στους δρόμους και καλά θα κάνουμε να φύγουμε όσο έχουμε την ευκαιρία. Μπορείς;
– Μπορώ, είπε ο Φρόντο. Πρέπει να μπορέσω.
Γι’ άλλη μια φορά άρχισαν να σέρνονται από τρύπα σε τρύπα, γλιστρώντας γρήγορα πίσω απ’ οτιδήποτε μπορούσαν να κρυφτούν, προχωρώντας όμως πάντοτε λοξά προς τους πρόποδες της βορινής οροσειράς. Αλλά καθώς προχωρούσαν, ο πιο ανατολικός από τους δρόμους τους ακολουθούσε, ώσπου χανόταν, αγκαλιάζοντας τα κράσπεδα των βουνών, πέρα μακριά σ’ ένα τείχος μαύρης σκιάς μπροστά. Ούτε άνθρωπος ούτε ορκ δεν περπατούσε τώρα στα γκρίζα επίπεδα κομμάτια του· γιατί ο Μαύρος Άρχοντας είχε σχεδόν τελειώσει τις μετακινήσεις των δυνάμεών του και ακόμα και στην καρδιά της επικράτειάς του επιζητούσε τη μυστικότητα της νύχτας, γιατί φοβόταν τους ανέμους του κόσμου που είχαν στραφεί εναντίον του, σχίζοντας και παραμερίζοντας τα πέπλα του και ανησυχούσε με τις πληροφορίες για ριψοκίνδυνους κατασκόπους που είχαν περάσει τα σύνορά του.
Οι χόμπιτ έκαναν με πολύ κόπο μερικά μίλια και σταμάτησαν. Ο Φρόντο έδειχνε σχεδόν ξοφλημένος. Ο Σαμ είδε πως δεν μπορούσε να πάει πολύ πιο πέρα μ’ αυτόν τον τρόπο, σέρνοντας και σκύβοντας, πότε προχωρώντας πολύ αργά κι όλο αμφιβολία και πότε τρέχοντας και σκοντάφτοντας.
– Θα ξαναβγώ στο δρόμο όσο που έχει ακόμα φως, κύριε Φρόντο είπε. Θα εμπιστευτούμε την τύχη πάλι! Παραλίγο να μας εγκαταλείψει την τελευταία φορά, αλλά δε μας άφησε. Θα προχωρήσουμε ομαλά, λίγα μίλια ακόμα και ύστερα ανάπαυση.
Διακινδύνευε πολύ περισσότερα απ’ ό,τι φανταζόταν αλλά ο Φρόντο ήταν πολύ απασχολημένος με το φορτίο του και τον αγώνα μέσα του για να έχει αντιρρήσεις και τόσο απελπισμένος, που σχεδόν δεν τον ένοιαζε. Σκαρφάλωσαν στον υπερυψωμένο δρόμο και συνέχισαν με κόπο, ακολουθώντας το σκληρό κι ανελέητο δρόμο που οδηγούσε στον ίδιο το Σκοτεινό Πύργο. Η τύχη όμως ήταν με το μέρος τους και την υπόλοιπη εκείνη μέρα δε συνάντησαν ψυχή να κυκλοφορεί· και όταν έπεσε η νύχτα χάθηκαν μες στο σκοτάδι της Μόρντορ. Όλος ο τόπος ησύχαζε περιμένοντας τον ερχομό της μεγάλης καταιγίδας -γιατί οι Καπεταναίοι της Δύσης είχαν περάσει το Σταυροδρόμι και είχαν πυρπολήσει τα θανατερά λιβάδια του Ίμλαντ Μόργκουλ.
Έτσι το απελπισμένο ταξίδι συνεχιζόταν, καθώς το Δαχτυλίδι πήγαινε νότια και τα λάβαρα των βασιλιάδων προχωρούσαν βόρεια. Για τους χόμπιτ η κάθε μέρα, το κάθε μίλι, ήταν χειρότερο από το προηγούμενο, καθώς η δύναμή τους λιγόστευε και ο τόπος γινόταν όλο και πιο φοβερός. Δε συναντούσαν εχθρούς τη μέρα. Μερικές φορές τη νύχτα, εκεί όπως ήταν με φόβο κρυμμένοι ή μισοκοιμόντουσαν ανήσυχα σε κάποιον κρυψώνα πλάι στο δρόμο, άκουγαν φωνές και το θόρυβο από πολλά πόδια ή το γρήγορο πέρασμα κάποιου αλόγου που το ζόριζαν αλύπητα. Αλλά πολύ χειρότερη από όλους αυτούς τους κινδύνους ήταν η απειλή που συνεχώς πλησίαζε και έπεφτε πάνω τους καθώς προχωρούσαν – η φοβερή απειλή της Δύναμης που περίμενε, τυλιγμένη σε σκέψεις βαθιές και ξάγρυπνη κακία πίσω από το μαύρο πέπλο που κάλυπτε το Θρόνο της. Όλο και πιο κοντά ερχόταν και υψωνόταν όλο και πιο μαύρη, σαν τον ερχομό του τείχους της νύχτας στη συντέλεια του κόσμου.
Έφτασε τέλος μια φοβερή νύχτα· και την ώρα που οι Καπεταναίοι της Δύσης κόντευαν να βγουν από τις περιοχές που ήταν ζωντανές, οι δυο οδοιπόροι βρέθηκαν στην ώρα της έσχατης απελπισίας. Τέσσερις μέρες είχαν περάσει από τότε που είχαν ξεφύγει από τους ορκ, ο χρόνος όμως απλωνόταν πίσω τους σαν ένα όλο και πιο σκοτεινό όνειρο. Όλη αυτή την τελευταία μέρα ο Φρόντο δεν είχε μιλήσει, μόνο περπατούσε μισοσκυμμένος, σκοντάφτοντας συχνά, λες και τα μάτια του να μην έβλεπαν πια το δρόμο μπροστά στα πόδια του. Ο Σαμ υποψιαζόταν πως απ’ όλους τους πόνους αυτός υπέφερε το χειρότερο, το αυξανόμενο βάρος του Δαχτυλιδιού, που ήταν φορτίο για το σώμα του και μαρτύριο για το νου του. Όλος ανησυχία ο Σαμ είχε προσέξει πως το χέρι του κυρίου του σηκωνόταν συχνά, λες για να αποτρέψει κάποιο χτύπημα ή να σκεπάσει τα φοβισμένα μάτια του από κάποιο τρομερό Μάτι που προσπαθούσε να κοιτάξει μέσα τους. Και μερικές φορές το δεξί του χέρι κρυφοσερνόταν στο στήθος του αρπακτικό και ύστερα αργά, καθώς η θέλησή του επικρατούσε, αποτραβιόταν.
Τώρα που η μαυρίλα της νύχτας ξαναγύρισε, ο Φρόντο καθόταν με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του και τα χέρια του να κρέμονται καταγής όλο κούραση, με τα δάχτυλά του ν’ ανοιγοκλείνουν σπασμωδικά κι αδύναμα. Ο Σαμ τον παρατηρούσε, ώσπου η νύχτα τους τύλιξε και τους δύο και έκρυψε τον έναν από τον άλλον. Δεν μπορούσε πια να βρει λόγια για να πει· και στράφηκε στις δικές του σκοτεινές σκέψεις. Όσο για τον ίδιο, αν και κατάκοπος και κάτω από τη σκιά του φόβου, εξακολουθούσε να του έχει απομείνει λίγη δύναμη ακόμα. Το λέμπας είχε κάποια ιδιότητα, χωρίς την οποία θα είχαν από καιρό πέσει κάτω να πεθάνουν. Δεν ικανοποιούσε την επιθυμία για φαγητό. Γι’ αυτό και, μερικές φορές, ο νους του Σαμ ονειρευόταν φαγητό κι επιθυμούσε απλό ψωμί και κρέας. Κι όμως αυτό το ψωμί-για-το-δρόμο των Ξωτικών είχε μια δύναμη που όλο μεγάλωνε, καθώς οι ταξιδιώτες έτρωγαν μόνο από αυτό και δεν το ανακάτευαν με άλλες τροφές. Έτρεφε τη θέληση και έδινε δύναμη κι αντοχή για να επιβάλλονται στους μυώνες και στα μέλη τους πέρα από το μέτρο των θνητών πλασμάτων. Τώρα όμως έπρεπε να πάρουν καινούρια απόφαση. Δεν μπορούσαν ν’ ακολουθήσουν αυτόν το δρόμο πια· γιατί συνέχιζε ανατολικά κατά τη μεγάλη Σκιά, το Βουνό όμως τώρα υψωνόταν στα δεξιά τους, σχεδόν ίσια στο νοτιά και έπρεπε να στρίψουν κατά κει. Όμως, ανάμεσα απλωνόταν ακόμα μια πλατιά ολόγυμνη περιοχή που κάπνιζε και ήταν γεμάτη στάχτες.
– Νερό, νερό! μουρμούρισε ο Σαμ.
Είχε στερήσει τον εαυτό του και στο φρυγμένο του το στόμα η γλώσσα του έμοιαζε χοντρή και πρησμένη· μ’ όλη του όμως τη φροντίδα τούς είχε απομείνει πολύ λίγο τώρα, το μισό ίσως παγούρι του και μπορεί να είχαν ακόμα μέρες πορεία. Και θα τους είχε τελειώσει όλο, εδώ και πολύν καιρό, αν δεν είχαν τολμήσει ν’ ακολουθήσουν το δρόμο των ορκ. Γιατί σε μεγάλες μεταξύ τους αποστάσεις σ’ εκείνον το δρόμο ήταν φτιαγμένες στέρνες για να χρησιμοποιούν τα στρατεύματα που έστελναν βιαστικά σ’ αυτές τις άνυδρες περιοχές. Σε μία ο Σαμ είχε βρει λίγο νερό που είχε απομείνει, πολυκαιρινό, θολωμένο από τους ορκ, αρκετό όμως στην απελπιστική τους θέση. Όμως, από τότε είχε περάσει μία μέρα. Δεν υπήρχε ελπίδα για άλλο.
Τέλος, κουρασμένος απ’ τις έγνοιες ο Σαμ ψευτοκοιμήθηκε, αφήνοντας το αύριο ώσπου νά ’ρθει· δεν μπορούσε να κάνει τίποτε περισσότερο. Τα όνειρα και το ξύπνημα μπερδεύονταν ανήσυχα. Έβλεπε φώτα σαν χαιρέκακα μάτια και μαύρες μορφές να σέρνονται κι άκουγε φωνές σαν από άγρια ζώα ή τις τρομερές κραυγές πλασμάτων που τα βασάνιζαν και πεταγόταν κι έβλεπε πως ο κόσμος ήταν όλος σκοτεινός και μόνο άδεια μαυρίλα ολόγυρά του. Μόνο μια φορά, όπως καθόταν και κοίταζε αγριεμένα ολόγυρα, του φάνηκε, μόλο που ήταν ξι πνητός, πως εξακολουθούσε να Βλέπει κάτι χλωμά φώτα σαν μάτια· γρήγορα όμως τρεμόπαιξαν και χάθηκαν.
Η μισητή νύχτα πέρασε αργά και απρόθυμα. Το φως που την ακολούθησε ήταν θαμπό’ γιατί εδώ, καθώς το Βουνό πλησίαζε, η ατμόσφαιρα ήταν πάντα σκοτεινή, ενώ από το Μαύρο Πύργο σέρνονταν βγαίνοντας τα πέπλα της Σκιάς που ο Σόρον ύφαινε ολόγυρά του. Ο Φρόντο ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα δίχως να κουνιέται. Ο Σαμ στάθηκε πλάι του, απρόθυμος να μιλήσει, αν και ήξερα πως αυτός μιλούσε τώρα – έπρεπε να ενεργοποιήσει τη θέληση του κυρίου του γι’ άλλη μια προσπάθεια. Τέλος, σκύβοντας και χαϊδεύοντας το μέτωπο του Φρόντο, του μίλησε στο αυτί.
– Ξύπνα, κύριε! είπε. Ώρα να ξεκινήσουμε πάλι.
Λες και τον ξύπνησε κάποιο κουδούνι απότομα, ο Φρόντο σηκώθηκε γρήγορα και κοίταξε κατά το νοτιά· όταν όμως τα μάτια του είδαν το Βουνό και την έρημο, δείλιασε πάλι.
– Δεν μπορώ να τα καταφέρω, Σαμ, είπε. Είναι βάρος ασήκωτο, μεγάλο βάρος.
Ο Σαμ ήξερε, πριν μιλήσει, πως ήταν μάταιο και πως τέτοιες κουβέντες μπορεί να έκαναν περισσότερο κακό παρά καλό, αλλά από τη λύπηση που ένιωθε δεν μπορούσε να κρατηθεί σιωπηλός.
– Άσε με τότε να το μεταφέρω λίγο εγώ, κύριε, είπε. Το ξέρεις πως θα το ’κανα και μ’ όλη μου την καρδιά μάλιστα, για όσο έχω δύναμη.
Ένα άγριο φως φάνηκε στα μάτια του Φρόντο.
– Στάσου μακριά! Μη μ’ αγγίζεις! φώναξε. Είναι δικό μου, σου λέω. Φύγε!
Το χέρι του πήγε κατά τη λαβή του σπαθιού του. Ύστερα όμως η φωνή του άλλαξε.
– Όχι, όχι, Σαμ, είπε λυπημένα. Αλλά πρέπει να καταλάβεις. Είναι δικό μου το φορτίο και κανείς άλλος δεν μπορεί να το μεταφέρει. Είναι πολύ αργά τώρα, Σαμ, καλέ μου. Δεν μπορείς να με βοηθήσεις ξανά μ’ αυτόν τον τρόπο. Μ’ έχει κάτω από την εξουσία του σχεδόν. Δε θα μπορούσα να το δώσω και, αν προσπαθούσες να το πάρεις, θα τρελαινόμουν.
Ο Σαμ κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
– Καταλαβαίνω, είπε. Αλλά σκέφτομαι, κύριε Φρόντο, πως υπάρχουν μερικά πράγματα που δε μας χρειάζονται. Γιατί να μην ξαλαφρώσουμε λιγάκι το βάρος; Τώρα θα πάμε κατά κει, όσο πιο ίσια γίνεται -έδειξε το Βουνό. Άδικος κόπος να κουβαλάμε ό,τι δεν το χρειαζόμαστε σίγουρα.
Ο Φρόντο κοίταξε ξανά κατά το Βουνό.
– Όχι, είπε, δε θα χρειαστούμε πολλά σ’ εκείνον το δρόμο. Και στο τέρμα του τίποτα.
Πιάνοντας την ασπίδα των ορκ που είχε, την πέταξε μακριά και το κράνος του ξοπίσω της. Ύστερα βγάζοντας τον γκρίζο μανδύα ξεκούμπωσε τη βαριά ζώνη και την άφησε να πέσει καταγής μαζί με το σπαθί στη θήκη του. Έσκισε τελείως τα κουρέλια του μαύρου μανδύα και τα σκόρπισε.
– Να, φώναξε, δε θα παριστάνω τον ορκ πια, φώναξε, ούτε θα κρατήσω όπλο, είτε καλό είτε κακό. Ας με πιάσουν, αν θέλουν!
Ο Σαμ έκανε το ίδιο και άφησε κατά μέρος τη δική του εξάρτυση των ορκ· κι έβγαλε όλα τα πράγματα απ’ το σακίδιό του. Το καθένα απ’ αυτά είχε κάπως καταφέρει να του γίνει αγαπητό, ίσως και γιατί τα είχε κουβαλήσει τόσο δρόμο με τόσο κόπο. Το πιο σκληρό απ’ όλα ήταν να αποχωριστεί τα σύνεργα της μαγειρικής του. Δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια του στη σκέψη πως θα τα πετούσε.
– Θυμάσαι εκείνο το κουνελάκι, κύριε Φρόντο, είπε. Και το μέρος που καθόμαστε στη ζεστή πλαγιά στη χώρα του Καπετάν Φαραμίρ, τη μέρα που είδα τον ολίφαντα;
– Όχι, φοβάμαι πως όχι, Σαμ, είπε ο Φρόντο. Δηλαδή, ξέρω πως έγιναν τέτοια πράγματα, αλλά δεν μπορώ να τα δω. Δε μου έχουν μείνει ούτε γεύση φαγητού ούτε αίσθηση νερού ούτε βουητό ανέμου ούτε ανάμνηση δέντρου, χορταριού ή λουλουδιού ούτε εικόνα φεγγαριού ή άστρου. Είμαι γυμνός στο σκοτάδι, Σαμ, και δεν υπάρχει παραπέτασμα ανάμεσα σ’ εμένα και στον πύρινο τροχό. Αρχίζω να τον βλέπω και με τα μάτια ορθάνοιχτα κι όλα τ’ άλλα ξεθωριάζουν.
Ο Σαμ τον πλησίασε και του φίλησε το χέρι.
– Τότε, όσο πιο γρήγορα το ξεφορτωθούμε, τόσο πιο γρήγορα θα ξεκουραστούμε, είπε κομπιάζοντας, μη βρίσκοντας τίποτε καλύτερο να πει.
«Με τα λόγια δε διορθώνεται τίποτα», μουρμούρισε μοναχός του, καθώς συγκέντρωσε όλα τα πράγματα που είχαν ξεδιαλέξει να πετάξουν. Δεν είχε καμιά όρεξη να τ’ αφήσει έτσι ξεσκέπαστα στην ερημιά, μην τα δει κανένα μάτι.
– Ο Βρομερός κατά τα φαινόμενα πήρε εκείνο το θώρακα των ορκ, αλλά δε θα πάρει και σπαθί τώρα. Αρκετά επικίνδυνα είναι τα χέρια του κι όταν είναι άδεια. Κι ούτε θα μου μαγαρίσει εμένα τα κατσαρολικά μου!
Και μ’ αυτά τα λόγια μετέφερε όλα τα πράγματα σε μια από τις πολλές σχισμές που χαράκωναν τη γη και τα έριξε μέσα. Ο θόρυβος, που έκαναν τα πολύτιμα κατσαρολικά του καθώς έπεφταν βαθιά στο σκοτάδι, έμοιαζε με πένθιμο καμπάνισμα στην καρδιά του.
Ξαναγύρισε στο Φρόντο και ύστερα έκοψε ένα κοντό κομμάτι από το σκοινί των ξωτικών για να χρησιμεύσει στον κύριό του για ζωνάρι και να σφίξει τον γκρίζο μανδύα καλά γύρω από τη μέση του. Το υπόλοιπο το τύλιξε με προσοχή και το ξανάβαλε στο σακίδιό του. Εκτός από αυτό κράτησε μόνο τα απομεινάρια από το-ψωμί-για-το-δρόμο, το παγούρι και το Κεντρί που εξακολουθούσε να κρέμεται από τη ζώνη του· και κρυμμένα καλά σε μια τσέπη του χιτωνίου του, πάνω στο στήθος του το φιαλίδιο της Γκαλάντριελ και το μικρό κουτάκι που του είχε χαρίσει.
Τώρα, τέλος, γύρισαν τα πρόσωπά τους κατά το Βουνό και ξεκίνησαν, δίχως πια σκέψη να κρυφτούν, προσπαθώντας, παρά την κούραση τους και την εξασθενημένη θέληση τους, να συνεχίσουν να προχωρούν και τίποτ’ άλλο. Στο σύθαμπο της θλιβερής εκείνης μέρας ελάχιστοι ακόμα και σ’ αυτή τη χώρα της επαγρύπνησης θα μπορούσαν να τους διακρίνουν, εκτός από πολύ κοντά. Από όλους τους σκλάβους του Σκοτεινού Άρχοντα, μόνο οι Νάζγκουλ θα μπορούσαν να τον προειδοποιήσουν για τον κίνδυνο που πλησίαζε, μικρός αλλά ακατανίκητος, στην καρδιά του προστατευμένου του Βασίλειου. Αλλά οι Νάζγκουλ και τα μαύρα τους φτερά ήταν έξω, σε άλλη αποστολή: ήταν συγκεντρωμένοι μακριά, σκιάζοντας την πορεία των Καπεταναίων της Δύσης κι εκεί ήταν στραμμένη η σκέψη του Σκοτεινού Πύργου.
Εκείνη τη μέρα φάνηκε στο Σαμ πως ο κύριός του είχε βρει καινούρια δύναμη, περισσότερη από ό,τι μπορούσε να αποδοθεί στο μικρό ξαλάφρωμα του φορτίου που είχε να μεταφέρει. Στις πρώτες πορείες προχώρησαν περισσότερο και με μεγαλύτερη ταχύτητα από ό,τι είχε ελπίσει. Η περιοχή ήταν κακοτράχαλη και εχθρική, παρ’ όλα αυτά όμως προχώρησαν πολύ και το Βουνό όλο και πλησίαζε. Αλλά καθώς η μέρα έφευγε γρήγορα και το θαμπό φως άρχισε να χάνεται, ο Φρόντο καμπούριασε ξανά και άρχισε να παραπατάει, λες και η καινούρια προσπάθεια να του είχε εξαντλήσει όση δύναμη του είχε απομείνει.
Στον τελευταίο τους σταθμό σωριάστηκε κάτω και είπε: «Διψώ, Σαμ», και δεν ξαναμίλησε. Ο Σαμ του έδωσε μια γουλιά νερό· μόνο μια γουλιά ακόμα έμενε. Εκείνος δεν ήπιε· και τώρα, καθώς γι’ άλλη μια φορά η νύχτα της Μόρντορ τους τύλιξε, μέσα από όλες του τις σκέψεις του ήρθε η ανάμνηση του νερού· και κάθε ρυάκι ή ποταμάκι ή πηγή που είχε ποτέ του δει, κάτω απ’ τη σκιά κάποιας ιτιάς ή να παιζογυαλίζει στον ήλιο, χόρευαν και κυμάτιζαν για να τον βασανίζουν πίσω από το σκοτάδι των ματιών του. Ένιωθε τη δροσερή λάσπη στα δάχτυλα των ποδιών του καθώς πλατσούριζε στη Λίμνη στο Μπαϊγουότερ με τον Τζόλι Καλύβα, τον Τομ και το Νιμπς και την αδελφή τους τη Ρόζι.
– Αυτά όμως ήταν χρόνια πριν, αναστέναξε, και πολύ μακριά. Ο δρόμος της επιστροφής, αν υπάρχει, περνάει απ’ το Βουνό.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί κι έπιασε κουβέντα με τον εαυτό του.
– Έλα, λοιπόν, τα καταφέραμε καλύτερα απ’ ό,τι έλπιζες, είπε με δύναμη. Πάντως, καλά αρχίσαμε. Υπολογίζω πως κάναμε τη μισή απόσταση πριν σταματήσουμε. Μια μέρα ακόμα φτάνει – κι ύστερα σταμάτησε.
– Μην είσαι ανόητος, Σαμ Γκάμγκη, ήρθε η απάντηση με τη δική του τη φωνή. Δε θα πάει κι άλλη μέρα έτσι, ζήτημα είναι αν τα καταφέρει να προχωρήσει καθόλου. Κι εσύ δεν μπορείς να συνεχίσεις για πολύ ακόμα, αν του δίνεις όλο το νερό και το περισσότερο φαγητό.
– Πάντως αντέχω να πάω ακόμα αρκετό δρόμο και θα πάω.
– Πού;
– Στο Βουνό, φυσικά.
– Κι ύστερα, Σαμ Γκάμγκη, ύστερα τι; Όταν φτάσεις εκεί, τι θα κάνεις; Αυτός δε θα μπορεί να κάνει τίποτα μόνος του.
Απελπισμένα ο Σαμ κατάλαθε πως δεν είχε να δώσει α7[άντηση. Δεν είχε καμιά ξεκαθαρισμένη ιδέα. Ο Φρόντο δεν του είχε μιλήσει πολύ για την αποστολή του κι ο Σαμ το μόνο που ήξερε αόριστα ήταν πως το Δαχτυλίδι έπρεπε με κάποιον τρόπο να μπει στη φωτιά.
– Οι Σχισμές του Χαμού, μουρμούρισε, καθώς το παλιό όνομα ξανάρθε στη μνήμη του. Πάντως μπορεί ο Κύριος να ξέρει πώς να τις βρει, εγώ πάντως δεν ξέρω.
– Να που ’ρχεσαι στα λόγια μου! ήρθε η απάντηση. Στο βρόντο πάνε όλα. Το ’πε κι ο ίδιος. Είσαι ανόητος, που συνεχίζεις να ελπίζεις και να κοπιάζεις. Θα μπορούσατε να είχατε ξαπλώσει χάμω και να ’χατε κοιμηθεί παρέα εδώ και μέρες, αν δεν ήσουν τόσο επίμονος. Αλλά θα πεθάνετε έτσι κι αλλιώς, ή και χειρότερα. Καλά θα κάνεις να πέσεις χάμω και να τα παρατήσεις τώρα. Στην κορφή πάντως δε φτάνεις.
– Εγώ θα φτάσω εκεί, ακόμα κι αν χρειαστεί ν’ αφήσω πίσω μου τα πάντα εκτός από τα κόκαλά μου, είπε ο Σαμ. Και θα κουβαλήσω εγώ ο ίδιος τον κύριο Φρόντο, ακόμα κι αν μου κοπεί η μέση κι αν γίνει η καρδιά μου χίλια κομμάτια. Σταμάτα, λοιπόν, τις αντιρρήσεις!
Εκείνη τη στιγμή ο Σαμ ένιωσε να τρεμουλιάζει η γη από κάτω του κι άκουσε ή ένιωσε ένα βαθύ απόμακρο βουητό σαν βροντή φυλακισμένη κάτω από τη γη. Φάνηκε για λίγο μια κόκκινη φλόγα που τρεμόσβησε κάτω από τα σύννεφα και ξεψύχησε. Και το Βουνό κοιμόταν ανήσυχα.
Το τελευταίο στάδιο του ταξιδιού τους στο Όροντρούιν έφτασε και ήταν ένα μαρτύριο μεγαλύτερο από ό,τι είχε ποτέ του φανταστεί ο Σαμ πως θα μπορούσε να αντέξει. Πονούσε και ήταν τόσο κολλημένο το στόμα του από τη δίψα, που δεν μπορούσε να καταπιεί ούτε μια μπουκιά φαΐ. Εξακολουθούσε να είναι σκοτεινά, και δεν έφταιγαν μόνο οι καπνοί του Βουνού – έμοιαζε να έρχεται καταιγίδα και πέρα μακριά νοτιοανατολικά γυάλιζαν αστραπές στο μαύρο ουρανό από κάτω. Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν μια ατμόσφαιρα γεμάτη αναθυμιάσεις· ανέπνεαν με δυσκολία και πόνο και τους έπιασε μία ζαλάδα, ώστε συχνά παραπατούσαν κι έπεφταν. Όμως η θέλησή τους δε λύγιζε και συνέχιζαν τον αγώνα.
Το Βουνό εξακολουθούσε να πλησιάζει, ώσπου, αν σήκωναν τα βαριά τους κεφάλια, κάλυπτε όλο το οπτικό τους πεδίο, έτσι όπως υψωνόταν μπροστά τους – ένας θεόρατος όγκος από στάχτες, λάβα και καμένες πέτρες, που από μέσα τους ένας απόκρημνος κώνος ανέβαινε ως τα σύννεφα. Πριν σβήσει το μισοσκόταδο της μέρας κι έρθει το αληθινό σκοτάδι, είχαν φτάσει έρποντας και σκοντάφτοντας στους πρόποδές του.
Με μια λαχανιασμένη ανάσα ο Φρόντο έπεσε καταγής. Ο Σαμ κάθισε πλάι του. Κατάπληκτος ένιωθε κουρασμένος, αλλά ανάλαφρος και το κεφάλι του ήταν πάλι καθαρό. Δεν του ταλαιπωρούσαν το νου άλλες αμφιβολίες. Ήξερε όλα τα επιχειρήματα της απελπισίας και δεν τους έδινε σημασία. Τη θέλησή του, ατσαλωμένη τώρα, μόνο ο θάνατος μπορούσε να τη σπάσει. Δεν ένιωθε πια ούτε επιθυμία ούτε ανάγκη για ύπνο, αλλά μάλλον για επαγρύπνηση. Ήξερε πως όλες οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι μαζεύονταν τώρα μαζί σ’ ένα σημείο – η αυριανή μέρα θα ήταν μέρα σημαδεμένη, η μέρα της τελικής προσπάθειας ή της καταστροφής, της τελευταίας πνιγμένης αναπνοής.
Πότε όμως θα ερχόταν; Η νύχτα φαινόταν ατελείωτη και άχρονη, το ένα λεπτό ακολουθούσε το άλλο πέφτοντας νεκρό δίχως να περνά η ώρα ούτε να έρχεται κάποια αλλαγή. Ο Σαμ άρχισε ν’ αναρωτιέται μην τυχόν και είχε αρχίσει μια δεύτερη σκοτεινιά και δε θα ξαναφαινόταν μέρα πια. Τέλος, έψαξε στα σκοτεινά για το χέρι του Φρόντο. Ήταν παγωμένο κι έτρεμε. Ο κύριός του τουρτούριζε.
– Δεν έπρεπε ν’ αφήσω την κουβέρτα, μουρμούρισε ο Σαμ.
Και, ξαπλώνοντας κάτω προσπάθησε ν’ ανακουφίσει το Φρόντο με τα χέρια και το σώμα του. Ύστερα τον πήρε ο ύπνος και το θαμπό φως της τελευταίας μέρας της αποστολής τους τούς βρήκε πλάι πλάι. Ο αέρας είχε πέσει την προηγούμενη μέρα καθώς είχε αλλάξει την κατεύθυνσή του από τη Δύση και τώρα ερχόταν από το Βοριά και άρχισε να δυναμώνει· κι αργά αργά το φως του αόρατου Ήλιου κατέβηκε φιλτραρισμένο ως τις σκιές που βρίσκονταν οι χόμπιτ.
– Εμπρός, τώρα! Πάμε για την τελευταία λαχανιασμένη προσπάθεια! είπε ο Σαμ όπως σηκώθηκε όρθιος με κόπο.
Έσκυψε πάνω από το Φρόντο και τον ξύπνησε μαλακά. Ο Φρόντο Βόγκησε· αλλά βάζοντας όλη του τη θέληση σηκώθηκε παραπατώντας όρθιος· κι ύστερα έπεσε στα γόνατα πάλι. Σήκωσε τα μάτια του με δυσκολία στις σκοτεινές πλαγιές του Βουνού του Χαμού που πυργωνόταν από πάνω του και ύστερα αξιολύπητα άρχισε να προχωρεί με τα τέσσερα.
Ο Σαμ τον κοίταξε κι έκλαιγε η καρδιά του, αλλά δε βγήκαν δάκρυα απ’ τα στεγνά του μάτια που έτσουζαν.
«Είπα πως θα τον κουβαλήσω ακόμα κι αν μου κοπεί η μέση, μουρμούρισε, και θα το κάνω!»
– Έλα, κύριε Φρόντο! φώναξε. Εγώ δεν μπορώ να σ’ το κουβαλήσω, μπορώ όμως να κουβαλήσω κι εσένα κι αυτό μαζί. Έλα, λοιπόν, σήκω! Έλα, καλέ μου κύριε Φρόντο! Ο Σαμ θα σε πάρει στην πλάτη. Εσύ θα του λες μόνο πού να πηγαίνει κι αυτός θα πηγαίνει.
Όταν ο Φρόντο ανέβηκε στην πλάτη του, με τα χέρια χαλαρά γύρω από το λαιμό του και τα πόδια πιασμένα σφιχτά κάτω από τα χέρια του, ο Σαμ σηκώθηκε όρθιος παραπατώντας· και, ύστερα κατάπληκτος, ένιωσε το φορτίο του ελαφρό. Είχε φοβηθεί πως μόλις και μετά βίας θα είχε τη δύναμη να σηκώσει τον κύριό του μοναχό και πέρα από αυτό περίμενε πως θα είχε μερίδιο από το φοβερό βάρος του καταραμένου Δαχτυλιδιού που τραβούσε προς τα κάτω. Αλλά δεν ήταν έτσι. Είτε γιατί ο Φρόντο ήταν τόσο αδυνατισμένος από τους μακρόχρονους πόνους του, την πληγή από το μαχαίρι, το δηλητηριασμένο κεντρί, τη λύπη, το φόβο, την άστεγη περιπλάνηση, είτε γιατί του είχε δοθεί σαν δώρο δύναμη στο τέλος, ο Σαμ σήκωσε το Φρόντο με την ίδια ευκολία που θα κουβαλούσε ένα χομπιτο-πιτσιρίκι στην πλάτη του παίζοντας στη χλόη ή στα χωράφια του Σάιρ. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και ξεκίνησε.
Είχαν φτάσει στους πρόποδες του Βουνού από τη βόρεια πλευρά του και λίγο προς τα δυτικά· εκεί οι μακρουλές γκρίζες πλαγιές του, αν και ανώμαλες, δεν ήταν απόκρημνες. Ο Φρόντο δε μιλούσε και ο Σαμ προχωρούσε με κόπο, όσο καλύτερα μπορούσε, χωρίς καθοδήγηση, παρά μόνο με τη θέληση να ανεβεί όσο πιο ψηλά μπορεί πριν εξαντληθεί η δύναμή του και λυγίσει η θέλησή του. Με κόπο προχωρούσε ασταμάτητα, όλο και πιο ψηλά, στρίβοντας πότε από δω και πότε από κει, για να ανηφορίζει πιο ομαλά, σκοντάφτοντας συχνά και στο τέλος άρχισε να σέρνεται σαν σαλιγκάρι με βαρύ φορτίο στη ράχη του. Όταν η θέλησή του δεν μπορούσε να τον σπρώξει πιο πέρα και τα μέλη του εξαντλήθηκαν, σταμάτησε κι ακούμπησε κάτω τον κύριό του.
Ο Φρόντο άνοιξε τα μάτια του και πήρε αναπνοή. Ήταν ευκολότερη η αναπνοή εδώ πάνω ψηλότερα από τις αναθυμιάσεις, που στροβιλίζονταν κι απλώνονταν κάτω χαμηλά.
– Σ’ ευχαριστώ, Σαμ, είπε μ’ ένα σπασμένο ψιθύρισμα. Πόσο έχουμε ακόμα;
– Δεν ξέρω, είπε ο Σαμ, γιατί δεν ξέρω πού πάμε.
Κοίταξε πίσω και ύστερα κοίταξε ψηλά· και έμεινε κατάπληκτος όταν είδε πόσο μακριά τον είχε φέρει η τελευταία του προσπάθεια. Το Βουνό, έτσι όπως στεκόταν απειλητικό και μοναχό, έδειχνε ψηλότερο απ’ ό,τι ήταν. Ο Σαμ είδε τώρα πως ήταν χαμηλότερο από τα ψηλά περάσματα των Έφελ Ντούαθ, που αυτός κι ο Φρόντο είχαν ανεβεί. Οι ασαφείς και ανώμαλες ράχες της τεράστιας βάσης του υψώνονταν κάπου τρεις χιλιάδες πόδια πάνω από την πεδιάδα και από πάνω τους ανέβαινε κάπου άλλο μισό από αυτό το ύψος ξανά ο ψηλός κεντρικός κώνος του, σαν ένα τεράστιο καμίνι ή καμινάδα μ’ έναν οδοντωτό κρατήρα στην κορυφή. Ο Σαμ όμως είχε κιόλας ανεβεί περισσότερο από τη μισή απόσταση από τη βάση και η πεδιάδα του Γκόργκοροθ θαμποφαινόταν κάτω, τυλιγμένη στις αναθυμιάσεις και στη σκιά. Εκεί που κοίταζε ψηλά θα έβγαζε μια φωνή, αν τον άφηνε το φρυγμένο του λαρύγγι· γιατί ανάμεσα στα ανώμαλα υψωματάκια και στις ράχες ψηλότερα έβλεπε καθαρά ένα μονοπάτι ή δρόμο. Ανηφόριζε σαν ζωνάρι που ανέβαινε από τα δυτικά και τυλιγόταν σαν φίδι γύρω από το Βουνό, ώσπου, πριν στρίψει και χαθεί από τα μάτια, έφτανε τη βάση του κώνου στην ανατολική του πλευρά.
Ο Σαμ δεν έβλεπε τη διαδρομή του ακριβώς από πάνω του, εκεί που ήταν το χαμηλότερο σημείο του, γιατί είχε μια απότομη πλαγιά που ξεκινούσε από το σημείο που στεκόταν αλλά υπολόγισε πως, αν κατάφερνε να σκαρφαλώσει λίγο πιο πάνω, θα έβγαιναν στο μονοπάτι. Μια αμυδρή ελπίδα τού ξαναγεννήθηκε. Μπορεί ακόμα να το κατακτούσαν το Βουνό.
«Θα ’λεγε κανείς πως το ’βαλαν εκεί εξεπίτηδες!» μονολόγησε. «Αν δεν ήταν εκεί, θα αναγκαζόμουν να πω πως νικήθηκα στο τέλος.»
Το μονοπάτι δεν ήταν εκεί για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του Σαμ. Δεν το ήξερε, αλλά κοίταζε το Δρόμο του Σόρον από το Μπαράντ-ντουρ στις Σάμαθ Νάουρ, τις Αίθουσες της Φωτιάς. Εεκινούσε από τη θεόρατη δυτική πύλη του Σκοτεινού Πύργου και περνούσε πάνω από μία βαθιά άβυσσο με μια τεράστια σιδερένια γέφυρα και ύστερα μπαίνοντας στην πεδιάδα προχωρούσε για μία λεύγα ανάμεσα από δύο χάσματα που κάπνιζαν κι έτσι έφτανε ένα μακρύ ανηφορικό υπερυψωμένο δρόμο που έβγαζε στην ανατολική πλευρά του Βουνού. Από εκεί έστριβε και έζωνε όλη τη μεγάλη του περιφέρεια από το νότο ως το βοριά και τέλος ανέβαινε ψηλά στον κώνο της κορυφής, αλλά μακριά όμως ακόμα από την κορυφή που κάπνιζε, σε μια σκοτεινή είσοδο που έβλεπε ανατολικά ίσια στο Παράθυρο του Ματιού στο σκεπασμένο σκιές φρούριο του Σόρον. Ο δρόμος συχνά έκλεινε ή χαλούσε από τις αναταραχές των καμινιών του Βουνού, αλλά πάντοτε τον επισκεύαζαν και τον άνοιγαν πάλι με τους κόπους αμέτρητων ορκ.
Ο Σαμ πήρε μια βαθιά αναπνοή. Μονοπάτι υπήρχε, αλλά πώς θα κατάφερνε ν’ ανεβεί την πλαγιά δεν το ’ξερε. Πρώτα έπρεπε να ξεκουράσει την πονεμένη του πλάτη. Ξάπλωσε πλάι στο Φρόντο για λίγο. Κανείς δε μιλούσε. Σιγά σιγά το φως δυνάμωνε. Ξαφνικά μια ανεξήγητη αίσθηση επείγουσας ανάγκης κυρίευσε το Σαμ. Έμοιαζε σχεδόν λες και του φώναξαν: «Τώρα, τώρα, ειδαλλιώς θα ’ναι αργά!» Σφίχτηκε και σηκώθηκε. Κι ο Φρόντο φαινόταν ότι είχε νιώσει το κάλεσμα. Ανασηκώθηκε με κόπο στα γόνατα.
– Θα συρθώ, Σαμ, είπε κοντανασαίνοντας.
Έτσι, λίγο λίγο, σαν μικρά γκρίζα έντομα, σύρθηκαν κι ανέβηκαν την πλαγιά. Βγήκαν στο μονοπάτι και βρήκαν πως ήταν φαρδύ, στρωμένο με χαλίκι και πατημένη στάχτη. Ο Φρόντο ανέβηκε πάνω του και ύστερα κινήθηκε, λες από κάποια επιταγή, και έστριψε αργά ν’ αντικρίσει την Ανατολή. Πέρα μακριά οι σκιές του Σόρον βρίσκονταν στις θέσεις τους· αλλά είτε γιατί τα έσκισε κάποια πνοή ανέμου από τον έξω κόσμο είτε γιατί μετακινήθηκαν από κάποια μεγάλη εσωτερική ανησυχία, τα πέπλα των συννέφων στριφογύρισαν και για μια στιγμή παραμέρισαν και τότε είδε να υψώνονται μαύροι, πιο μαύροι και πιο σκοτεινοί απ’ τις πελώριες σκιές που τους περικύκλωναν, τους σκληρούς πυργίσκους και τη σιδερένια κορόνα του πιο ψηλού πύργου του Μπαράντ-ντουρ. Μόνο για μια στιγμή κοίταξε προς τα έξω, αλλά λες κι από κάποιο μεγάλο παράθυρο σ’ αμέτρητο ύψος μαχαίρωσε το βοριά μια κόκκινη φλόγα, το τρεμοπαίξιμο ενός διαπεραστικού Ματιού· και ύστερα οι σκιές έκλεισαν πάλι και το τρομερό όραμα χάθηκε. Το Μάτι δεν ήταν στραμμένο προς το μέρος τους – κοιτούσε βορινά, εκεί που ήταν περικυκλωμένοι οι Καπεταναίοι της Δύσης κι εκεί κατευθυνόταν τώρα όλη του η κακία, καθώς η Δύναμη κινήθηκε να δώσει το τελειωτικό της χτύπημα· ο Φρόντο όμως ύστερα από αυτή την τρομερή ματιά έπεσε λες και είχε χτυπηθεί θανάσιμα. Το χέρι του αναζήτησε την αλυσίδα γύρω από το λαιμό του.
Ο Σαμ γονάτισε δίπλα του. Ξεψυχισμένα, μόλις που ακουγόταν, άκουσε το Φρόντο να ψιθυρίζει:
– Βοήθησέ με, Σαμ! Βοήθεια, Σαμ! Κράτα μου το χέρι! Εγώ δεν μπορώ να το σταματήσω.
Ο Σαμ πήρε τα χέρια του κυρίου του και τα έβαλε μαζί, παλάμη με παλάμη, και τα φίλησε· και ύστερα τα κράτησε απαλά ανάμεσα στα δικά του. Ξαφνικά του ήρθε η σκέψη: «Μας ανακάλυψε! Όλα τέλειωσαν ή τελειώνουν πολύ γρήγορα. Τώρα, Σαμ Γκάμγκη, αυτό είναι το τέλος του τέλους».
Σήκωσε ξανά το Φρόντο και τράβηξε τα χέρια του στο στήθος του, αφήνοντας τα πόδια του κυρίου του να κρέμονται. Ύστερα έσκυψε το κεφάλι του και πήρε με κόπο τον ανηφορικό δρόμο. Δεν ήταν τόσο εύκολος, όσο είχε φανεί στην αρχή. Για καλή τύχη οι φωτιές που είχαν ξεχυθεί ανταριασμένες, τότε που ο Σαμ στεκόταν στην Κίριθ Ούνγκολ, είχαν κυλήσει κάτω από τις νότιες και δυτικές πλαγιές κυρίως κι ο δρόμος απ’ αυτή την πλευρά δεν ήταν κλεισμένος. Σε πολλά σημεία όμως είχε κατολισθήσεις· ή τον διαπερνούσαν μεγάλες ρωγμές. Αφού ανηφόριζε ανατολικά για αρκετή ώρα, έπαιρνε μια κλειστή στροφή και γύριζε δυτικά για λίγο. Εκεί στη στροφή περνούσε μέσα από ένα μεγάλο πολυκαιρινό βράχο που εξείχε, που, κάποτε πολύ παλιά, τον είχαν ξεράσει τα καμίνια του Βουνού. Λαχανιασμένος από το φορτίο του ο Σαμ πήρε τη στροφή· και την ώρα που το έκανε, με την άκρη του ματιού του, είδε κάτι να πέφτει από το βράχο, σαν ένα μικρό κομμάτι μαύρης πέτρας που είχε κατρακυλήσει καθώς πέρασε.
Ένα ξαφνικό βάρος τον χτύπησε κι έπεσε μπροστά, τραυματίζοντας το πίσω μέρος των χεριών του που εξακολουθούσαν να κρατούν τα χέρια του κυρίου του. Ύστερα κατάλαβε τι είχε γίνει, γιατί από πάνω του, όπως ήταν πεσμένος, άκουσε μια μισητή φωνή.
– Κακέ αφέντη! σφύριξε. Κακός αφέντης μας κοροϊδεύει· κοροϊδεύει το Σμήγκολ, γκόλουμ. Δεν πρέπει να πάει από δω. Δεν πρέπει να βλάψει το Πολύτιμο. Δώσσσ’ το στο Σμήγκολ, ναι, δώσσσ’ το μαςςς. Λώσσσ’ το μαςς!
Μ’ ένα βίαιο τίναγμα ο Σαμ σηκώθηκε. Αμέσως τράβηξε το σπαθί του· αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Το Γκόλουμ και ο Φρόντο ήταν σφιχταγκαλιασμένοι. Το Γκόλουμ πάλευε με τον κύριό του, προσπαθώντας να φτάσει την αλυσίδα και το Δαχτυλίδι. Αυτό ήταν πιθανότατα το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να ανάψει τις μισοσβησμένες στάχτες στην καρδιά και στη θέληση του Φρόντο – μια επίθεση, μια προσπάθεια να του αποσπάσουν το θησαυρό του δια της βίας. Έπεσε στην αντεπίθεση με τέτοια ξαφνική μανία, που άφησε το Σαμ κατάπληκτο, το ίδιο και το Γκόλουμ. Αλλά ακόμα κι έτσι, τα πράγματα μπορεί να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, αν το Γκόλουμ είχε μείνει απαράλλαχτο· αλλά ό,τι φοβερά μονοπάτια, έρημα, πεινασμένα και άνυδρα, είχε περάσει, σπρωγμένο από μια αχόρταγη επιθυμία κι έναν τρομερό φόβο, είχαν αφήσει θλιβερά σημάδια πάνω του. Ήταν αδύνατο, ξελιγωμένο της πείνας, κάτισχνο, όλο κόκαλα και τσιτωμένο αρρωστιάρικο πετσί. Ένα άγριο φως έκαιγε στα μάτια του, αλλά η παλιά του δύναμη στις λαβές δεν έφτανε την κακία του πια. Ο Φρόντο το πέταξε από πάνω του και σηκώθηκε τρέμοντας.
– Χάμω, χάμω! λαχάνιασε, σφίγγοντας το χέρι στο στήθος του έτσι, ώστε κάτω από το κάλυμμα του δερμάτινού του πουκάμισου έσφιγγε το Δαχτυλίδι. Χάμω, πλάσμα που σέρνεσαι, βγες απ’ το δρόμο μου! Οι ώρες σου τελειώνουν. Δεν μπορείς ούτε να με προδώσεις ούτε να με σκοτώσεις τώρα.
Τότε ξαφνικά, όπως παλιότερα κάτω απ’ τη σκιά των Έμιν Μιούιλ, ο Σαμ είδε τους δύο αντιπάλους με άλλα μάτια. Είδε μια ζαρωμένη μορφή, σχεδόν τη σκιά ενός ζωντανού πλάσματος, ένα πλάσμα τώρα ολοκληρωτικά αφανισμένο και νικημένο, κυριευμένο όμως με μια απαίσια μανία και λύσσα· και μπροστά του στεκόταν αυστηρή, δίχως να την αγγίζει ο οίκτος τώρα, μια μορφή ντυμένη κατάλευκα, που στο στήθος της κρατούσε έναν πύρινο τροχό. Και μέσα από τη φωτιά μιλούσε μια φωνή προστακτική.
– Φύγε και μη μ’ ενοχλήσεις πια! Εάν ποτέ με αγγίξεις ξανά, θα πέσεις στη Φωτιά του Χαμού.
Η ζαρωμένη μορφή πισωπάτησε, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια όλο τρόμο και, παρ’ όλ’ αυτά, ταυτόχρονα ακόρεστη επιθυμία.
Ύστερα το όραμα έσβησε και ο Σαμ είδε το Φρόντο να στέκεται, με το χέρι στο στήθος, λαχανιασμένο, και το Γκόλουμ στα πόδια του, πεσμένο στα γόνατα με τις παλάμες του πλατιά ανοιγμένες στο χώμα.
– Το νου σου! ξεφώνισε ο Σαμ. Θα ορμήσει! Προχώρησε κραδαίνοντας το σπαθί του.
– Γρήγορα, Κύριε! λαχάνιασε. Φύγε! Φύγε! Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Θα το κανονίσω εγώ. Φύγε!
Ο Φρόντο τον κοίταξε, λες και Βρισκόταν τώρα μακριά.
– Ναι, πρέπει να φύγω, είπε. Έχε γεια, Σαμ! Να το τέλος, επιτέλους. Στο Βουνό του Χαμού θα ’ρθει το τέλος. Έχε γεια!
Γύρισε κι έφυγε, προχωρώντας αργά αλλά στητά, ακολουθώντας το ανηφορικό μονοπάτι.
– Και τώρα, είπε ο Σαμ, τώρα θα σε κανονίσω επιτέλους. Όρμησε με το σπαθί του τραβηγμένο, έτοιμος για μάχη. Το Γκόλουμ όμως δεν πήδησε. Έπεσε μπρούμυτα στη γη και κλαψούριζε.
– Μη μαςςς σκοτώνειςςς, έκλαιγε. Μη μαςςς τρυπήσειςςς με το κακό σκληρό ατσάλι! Άσε μας να ζήσουμε, ναι, να ζήσουμε λιγάκι ακόμα! Χαμένοι, χαμένοι! Είμαστε χαμένοι. Κι όταν χαθεί το Πολύτιμο θα πεθάνουμε, ναι, θα σβήσουμε στη σκόνη – ανακάτεψε τις στάχτες του μονοπατιού με τα μακριά λιπόσαρκα δάχτυλά του. Σσκόνη! σφύριξε.
Το χέρι του Σαμ ταλαντεύτηκε. Ο νους του έβραζε από το θυμό και την ανάμνηση του κακού. Θα ήταν δίκαιο να σφάξει αυτό το δόλιο και δολοφονικό πλάσμα, δίκαιο γιατί του άξιζε πολλές φορές· και φαινόταν και το μόνο σίγουρο που είχε να κάνει. Αλλά στα κατάβαθα της καρδιάς του υπήρχε κάτι που τον συγκρατούσε: δεν μπορούσε να χτυπήσει αυτό το πλάσμα έτσι όπως ήταν πεσμένο στη σκόνη, έρημο, αφανισμένο, πανάθλιο. Κι αυτός ο ίδιος, αν και μόνο για λίγο, είχε μεταφέρει το Δαχτυλίδι, και τώρα μπορούσε λίγο να νιώσει την αγωνία του εξουθενωμένου σώματος και πνεύματος του Γκόλουμ, που ήταν σκλαβωμένα σ’ εκείνο το Δαχτυλίδι, δίχως να μπορούν να βρουν ειρήνη ή ανακούφιση ποτέ ξανά στη ζωή. Ο Σαμ όμως δεν είχε λόγια να εκφράσει αυτά που ένιωθε.
– Οχ, π’ ανάθεμά σε, βρομερό πλάσμα! είπε. Φύγε! Ξεκουμπίσου! Δε σ’ εμπιστεύομαι ούτε για να σε κλοτσήσω· φύγε όμως. Ειδαλλιώς θα σε τρυπήσω, ναι, με το κακό σκληρό ατσάλι.
Το Γκόλουμ σηκώθηκε στα τέσσερα και έκανε αρκετά βήματα πίσω και ύστερα γύρισε και, καθώς ο Σαμ ετοιμάστηκε να του δώσει μια κλοτσιά, το ’βαλε στα πόδια κατηφορίζοντας το μονοπάτι. Ο Σαμ δεν ασχολήθηκε πια μαζί του. Ξαφνικά θυμήθηκε τον κύριό του. Κοίταξε προς τα πάνω το μονοπάτι και δεν τον είδε. Πήρε με κόπο τον ανήφορο, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Αν είχε κοιτάξει πίσω, μπορεί να είχε δει το Γκόλουμ, όχι πολύ πολύ πιο κάτω, να στρίβει πάλι και ύστερα, με ένα άγριο τρελό φως να καίει στα μάτια του, να έρχεται, γρήγορα αλλά προσεκτικά, έρποντας από πίσω – μια κρυφή σκιά ανάμεσα στα βράχια.
Το μονοπάτι εξακολουθούσε να ανηφορίζει. Γρήγορα έστριβε ξανά και με μια τελευταία ανατολική διαδρομή έμπαινε σε ένα κόψιμο στην όψη του κώνου και έφτανε σε μια σκοτεινή πόρτα στην πλευρά του Βουνού, στην πόρτα των Σάμαθ Νάουρ. Πολύ μακριά τώρα ανεβαίνοντας κατά το Νοτιά ο ήλιος, διατρυπώντας τους καπνούς και τη θολούρα, έκαιγε απειλητικός, ένας θαμπός νερουλιασμένος κόκκινος δίσκος· αλλά όλη η Μόρντορ απλωνόταν γύρω από το Βουνό, σαν νεκρή γη, σιωπηλή, τυλιγμένη στις σκιές, περιμένοντας κάποιο τρομερό χτύπημα.
Ο Σαμ έφτασε στο ανοιχτό στόμιο και τέντωσε τα μάτια του για να δει. Ήταν σκοτάδι και ζέστη κι ένα βαθύ μπουμπουνητό τράνταζε τον αέρα.
– Φρόντο! Κύριε! φώναξε.
Καμιά απάντηση. Για μια στιγμή στάθηκε· η καρδιά του χτυπούσε αγριεμένη από το φόβο κι ύστερα μπήκε μέσα. Ένας ίσκιος τον ακολούθησε.
Στην αρχή δεν μπορούσε να δει τίποτα. Στη μεγάλη του ανάγκη έβγαλε έξω γι’ άλλη μια φορά το φιαλίδιο της Γκαλάντριελ, ήταν όμως χλωμό και παγωμένο στο τρεμάμενο χέρι του και δεν έριχνε φως σ’ αυτή την πνιγερή σκοτεινιά. Είχε φτάσει στην καρδιά του βασιλείου του Σόρον και στα μεταλλουργεία της αρχαίας του δύναμης, της πιο μεγάλης στη Μέση-γη· και όλες οι άλλες δυνάμεις εδώ έχαναν την ισχύ τους. Φοβισμένος έκανε μερικά αβέβαια βήματα στο σκοτάδι και ύστερα, εντελώς ξαφνικά, φάνηκε μια κόκκινη αστραπή που τινάχτηκε ψηλά και άγγιξε την ψηλή μαύρη οροφή. Τότε ο Σαμ είδε ότι βρισκόταν σε μία μακρουλή σπηλιά ή σήραγγα, που έμπαινε μέσα στον κώνο του Βουνού που κάπνιζε. Αλλά λίγο πιο μέσα το δάπεδό της και τα τοιχώματα και από τις δύο πλευρές ήταν σχισμένα στα δύο από μια μεγάλη ρωγμή, από όπου έβγαινε η άγρια φλόγα, που πότε πηδούσε ψηλά και πότε έσβηνε στο σκοτάδι· και όλη αυτή την ώρα κάτω βαθιά ακούγονταν ένα βουητό και μια αναταραχή λες και τεράστιες μηχανές να βροντούσαν και ν’ αγκομαχούσαν.
Η φλόγα πήδησε πάλι ψηλά κι εκεί στο χείλος του χάσματος, στην άκρη άκρη της Σχισμής του Χαμού, στεκόταν ο Φρόντο, μια μαύρη σκιά στο φως της κοκκινίλας, γεμάτος υπερένταση, ολόρθος, αλλά ακίνητος λες και είχε πετρώσει.
– Κύριε! φώναξε ο Σαμ.
Τότε ο Φρόντο κινήθηκε και μίλησε με φωνή καθαρή, με μια φωνή πιο καθαρή και δυνατή από ό,τι τον είχε ποτέ ακούσει ο Σαμ να χρησιμοποιεί, μια φωνή που ακούστηκε πάνω από το βουητό και την αναταραχή του Βουνού του Χαμού, που αντήχησε στην οροφή και στους τοίχους.
– Έχω έρθει, είπε. Αλλά τώρα δεν αποφασίζω να κάνω αυτό που ήρθα να κάνω. Δε θα το κάνω αυτό το πράγμα. Το Δαχτυλίδι είναι δικό μου!
Και ξαφνικά, καθώς το έβαλε στο δάχτυλό του, χάθηκε από τα μάτια του Σαμ. Ο Σαμ ένιωσε την ανάσα του να κόβεται, αλλά δεν πρόλαβε να φωνάξει, γιατί εκείνη τη στιγμή συνέβηκαν πολλά πράγματα.
Κάτι χτύπησε άγρια το Σαμ στην πλάτη, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στο πλάι χτυπώντας το κεφάλι του στο πέτρινο δάπεδο, καθώς μια σκοτεινή σκιά πήδηξε από πάνω του. Έμεινε ακίνητος και για μια στιγμή όλα γύρω του σκοτείνιασαν.
Και πολύ μακριά, μόλις ο Φρόντο φόρεσε το Δαχτυλίδι διεκδικώντας το για τον εαυτό του, ακόμα και στις Σάμαθ Νάουρ στην καρδιά του βασιλείου του, η Δύναμη που βρισκόταν στο Μπαράντ-ντουρ συγκλονίστηκε και ο Πύργος κλονίστηκε από τα θεμέλιά του ως την περήφανη σκληρή κορυφή του. Ο Σκοτεινός Άρχοντας ξαφνικά τον πήρε είδηση και το Μάτι του τρυπώντας όλους τους ίσκιους πέρασε την πεδιάδα κι έφτασε στην πόρτα που είχε ο ίδιος φτιάξει· και το μέγεθος της ανοησίας του ξεσκεπάστηκε με μια εκτυφλωτική αστραπή και όλα τα τεχνάσματα των εχθρών του ξεσκεπάστηκαν επιτέλους. Τότε ο θυμός του άναψε και κόρωσε, αλλά ο φόβος του απλώθηκε σαν τεράστιος μαύρος καπνός να τον πνίξει. Γιατί καταλάβαινε το θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε και την κλωστή απ’ όπου τώρα κρεμόταν η μοίρα του.
Από όλα τα τεχνάσματα και τα δίχτυα του φόβου και της προδοσίας, από όλα του τα στρατηγικά σχέδια και τους πολέμους τώρα ο νους του απελευθερώθηκε μ’ ένα τίναγμα· και απ’ άκρη σ’ άκρη τρεμούλιασε το βασίλειό του, οι σκλάβοι του ζάρωσαν από το φόβο, οι στρατιές του σταμάτησαν και οι καπεταναίοι του, χωρίς καθοδήγηση, χωρίς θέληση, ταλαντεύτηκαν κι απελπίστηκαν. Γιατί τους είχε ξεχάσει. Όλος ο νους κι ο σκοπός της Δύναμης που τους οδηγούσε ήταν τώρα στραμμένος με όλη του τη δύναμη καταπάνω στο Βουνό. Στο κάλεσμά του, αλλάζοντας πορεία με μια διαπεραστική κραυγή, οι Νάζγκουλ, τα Δαχτυλιδοφαντάσματα, φτερουγίζοντας σαν καταιγίδα όρμησαν νότια κατά το Βουνό του Χαμού.
Ο Σαμ σηκώθηκε, Ήταν ζαλισμένος και απ’ το κεφάλι του έτρεχε αίμα που έσταζε μέσα στα μάτια του. Προχώρησε ψαχουλευτά και ύστερα είδε ένα παράξενο και φοβερό πράγμα. Στην άκρη της αβύσσου το Γκόλουμ πάλευε σαν τρελό μ’ έναν αόρατο εχθρό. Ταλαντευόταν πότε μπρος και πότε πίσω, πότε τόσο κοντά στην άκρη, ώστε κινδύνευε να πέσει μέσα, και πότε τραβιόταν προς τα πίσω, έπεφτε καταγής, σηκωνόταν κι έπεφτε ξανά. Κι όλη την ώρα σφύριζε σαν φίδι δίχως να λέει λόγια.
Οι φωτιές στα βάθη ξύπνησαν θυμωμένες και το κόκκινο φως λαμπάδιασε και όλη η σπηλιά γέμισε από μεγάλες φλόγες και ζέστη. Ξαφνικά ο Σαμ είδε τα μακριά χέρια του Γκόλουμ μ’ ανεβαίνουν στο στόμα του· τα άσπρα σουβλερά του δόντια γυάλισαν και ύστερα έκλεισαν με θόρυβο καθώς δάγκασαν. Ο Φρόντο έβγαλε μια φωνή και... να τος, πεσμένος στα γόνατα στην άκρη του χάσματος. Το Γκόλουμ όμως, χορεύοντας σαν τρελό, κρατούσε ψηλά το δαχτυλίδι, μ’ ένα δάχτυλο περασμένο ακόμα μέσα του. Τώρα έλαμπε λες κι ήταν αληθινά φτιαγμένο από ζωντανή φωτιά.
– Πολύτιμο, πολύτιμο, πολύτιμο! φώναζε το Γκόλουμ. Πολύτιμό μου!
Και λέγοντας αυτά, καθώς είχε σηκώσει τα μάτια για να απολαύσει το απόκτημά του, πάτησε πιο πέρα, έχασε την ισορροπία του, ταλαντεύτηκε για μια στιγμή στην άκρη κι ύστερα, μ’ ένα ουρλιαχτό, έπεσε. Από τα βάθη ακούστηκε η τελευταία του θρηνητική κραυγή Πολύτιμο και χάθηκε.
Ακούστηκε ένα μουγκρητό και θόρυβος πολύς. Οι φωτιές πήδησαν κι έγλειψαν την οροφή. Το βουητό δυνάμωσε κι έγινε μεγάλη αναταραχή και το Βουνό ταράχτηκε. Ο Σαμ έτρεξε στο Φρόντο, τον σήκωσε στα χέρια και τον έβγαλε έξω στην πόρτα. Κι εκεί στο σκοτεινό κατώφλι των Σάμαθ Νάουρ, ψηλά πάνω από τις πεδιάδες της Μόρντορ, τέτοιος θαυμασμός και τρόμος τον κυρίεψε που στάθηκε ακίνητος, ξεχνώτας όλα τ’ άλλα και κοίταζε λες κι είχε πετρώσει.
Είδε ένα σύντομο όραμα από σύννεφα που στροβιλίζονταν και στη μέση πύργους και πολεμίστρες, ψηλούς σαν τα βουνά, θεμελιωμένους σ’ ένα πανίσχυρο θρόνο του βουνού πάνω από απύθμενα βάθη· μεγάλες αυλές και μπουντρούμια, ανήλιαγες φυλακές σ’ απόκρημνους γκρεμούς και πύλες μ’ ανοιχτά στόματα όλο ατσάλι και πέτρα σκληρή -και όλα χάθηκαν. Οι πύργοι έπεσαν και τα βουνά κατρακύλησαν τα τείχη κομματιάστηκαν, έλιωσαν και σωριάστηκαν με θόρυβο κάτω· τεράστιοι περιστρεφόμενοι καπνοί και πίδακες ατμού εκτοξεύτηκαν ψηλά, πιο ψηλά, ώσπου γύρισαν σαν το μεγάλο κύμα και η αγριεμένη του κορυφή τυλίχτηκε κι έπεσε αφρίζοντας πάνω στη γη. Κι ύστερα, τέλος, σ’ όλον το χώρο ανάμεσα ακούστηκε ένα μπουμπουνητό, που όλο και δυνάμωνε, ώσπου έγινε εκκωφαντικός κρότος και βρυχηθμός· η γη σειόταν, ο κάμπος αναταραζόταν κι έσκαζε και το Όροντρούιν τρέκλιζε. Η σκισμένη του κορυφή ξερνούσε φωτιά. Οι ουρανοί ξέσπασαν σε μπουμπουνητά που τα ’σκιζαν αστροπελέκια. Και μια μαύρη καταρρακτώδης βροχή έπεφτε μαστιγώνοντας κάτω τη γη. Και στην καρδιά της καταιγίδας, μ’ ένα ουρλιαχτό που διαπερνούσε όλους τους άλλους ήχους, σκίζοντας τα σύννεφα απ’ άκρη σ’ άκρη, έρχονταν οι Νάζγκουλ, πετώντας σαν φλεγόμενοι κεραυνοί, αλλά παγιδεύτηκαν στον πύρινο αφανισμό των βουνών και του ουρανού και πήραν φωτιά τσιρίζοντας, ζάρωσαν και χάθηκαν.
– Λοιπόν, να το τό τέλος, Σαμ Γκάμγκη, είπε μια φωνή πλάι του. Κι εκεί ήταν ο Φρόντο, χλωμός και κατακουρασμένος, στα σύγκαλά του όμως· και στο βλέμμα του είχε γαλήνη τώρα, χωρίς την ένταση της θέλησής του, ή τρέλα ή κανένα φόβο. Το βαρύ φορτίο είχε φύγει. Εδώ τώρα βρισκόταν ο αγαπημένος κύριος των ωραίων ημερών του Σάιρ.
– Κύριε! φώναξε ο Σαμ κι έπεσε στα γόνατα.
Σ’ όλον εκείνον το χαλασμό του κόσμου εκείνη την ώρα ένιωθε μόνο χαρά, μεγάλη χαρά. Το φορτίο έφυγε. Ο κύριός του σώθηκε· είχε ξαναβρεί τον εαυτό του, ήταν ελεύθερος. Και τότε ο Σαμ είδε το σακατεμένο χέρι που αιμορραγούσε.
– Το καημένο σου το χέρι! είπε. Και δεν έχω τίποτα να σου το δέσω και να το ανακουφίσω. Θα προτιμούσα να του χαλάλιζα ολόκληρο ένα δικό μου. Πάει όμως τώρα, πάει χωρίς επιστροφή, πάει για πάντα.
– Ναι, είπε ο Φρόντο. Αλλά θυμάσαι τα λόγια του Γκάνταλφ: Ακόμα και το Γκόλουμ μπορεί να έχει ακόμα κάτι να κάνει; Αν δεν ήταν αυτό, Σαμ, εγώ δε θα είχα καταφέρει να καταστρέψω το Δαχτυλίδι. Η Αποστολή θα πήγαινε χαμένη, στο τέλος τέλος μάλιστα. Γι’ αυτό ας το συγχωρέσουμε! Γιατί η Αποστολή πέτυχε και όλα τελείωσαν τώρα. Χαίρομαι που είσαι εδώ μαζί μου. Εδώ που τελειώνουν όλα, Σαμ.
Παντού στους γύρω λόφους οι στρατιές της Μόρντορ λυσσομανούσαν. Οι Καπεταναίοι της Δύσης πνίγονταν στη φουσκοθαλασσιά. Ο ήλιος γυάλιζε κόκκινος και κάτω από τα φτερά των Νάζγκουλ οι σκιές του θανάτου έπεφταν σκοτεινές πάνω στη γη. Ο Άραγκορν στεκόταν πλάι στη σημαία του, σιωπηλός και αυστηρός, σαν κάποιος χαμένος στη σκέψη πραγμάτων πολύ περασμένων και μακρινών τα μάτια του όμως γυάλιζαν σαν αστέρια που λάμπουν όλο και περισσότερο καθώς βαθαίνει η νύχτα. Στη λοφοκορφή στεκόταν ο Γκάνταλφ και ήταν λευκός και παγωμένος και καμιά σκιά δεν έπεφτε πάνω του. Η έφοδος της Μόρντορ ξέσπασε σαν κύμα στους περικυκλωμένους λόφους, με φωνές να μουγκρίζουν σαν παλίρροια ανάμεσα στο χαλασμό και στην κλαγγή των όπλων.
Και, λες και τα μάτια του να είδαν κάποιο όραμα, ο Γκάνταλφ αναδεύτηκε· και γύρισε και κοίταξε πίσω βορινά που ο ουρανός ήταν χλωμός και καθαρός. Ύστερα σήκωσε τα χέρια του ψηλά και φώναξε με δυνατή φωνή που αντήχησε πάνω απ’ τη χλαλοή: Οι Αετοί έρχονται! Και πολλές φωνές απάντησαν φωνάζοντας: Οι Αετοί έρχονται! Οι Αετοί έρχονται! Οι στρατιές της Μόρντορ κοίταξαν ψηλά κι αναρωτήθηκαν τι να σημαίνει αυτό το σημάδι.
Και ήρθαν ο Γκουάιχιρ ο Άρχοντας των Ανέμων και ο Λαντρόβαλ ο αδελφός του, οι μεγαλύτεροι από όλους τους Αετούς του Βορρά, οι πιο ισχυροί από τους απογόνους του γερο-Θορόντορ, που έφτιαξε τις αετοφωλιές του στις απάτητες κορυφές των Κυκλικών Βουνών, όταν η Μέση-γη ήταν καινούρια. Πίσω τους, σχηματίζοντας μακριές γρήγορες γραμμές, ακολουθούσαν όλοι τους οι υπήκοοι από τα βορινά βουνά, ταξιδεύοντας με γρήγορο άνεμο. Ίσια καταπάνω στους Νάζγκουλ έπεσαν, χαμηλώνοντας ξαφνικά από ψηλά και ο αέρας απ’ τις μεγάλες φτερούγες τους καθώς περνούσαν έμοιαζε θύελλα.
Οι Νάζγκουλ όμως γύρισαν κι έφυγαν και χάθηκαν στους ίσκιους της Μόρντορ, γιατί άκουσαν ένα ξαφνικό τρομερό κάλεσμα από το Μαύρο Πύργο· και την ίδια στιγμή όλοι οι στρατοί της Μόρντορ αναρρίγησαν, αμφιβολία έσφιξε τις καρδιές τους, τα γέλια τους κόπηκαν, τα χέρια τους άρχισαν να τρέμουν και λύθηκαν οι αρμοί τους. Η Δύναμη που τους οιστρηλατούσε και τους γέμιζε μίσος και λύσσα κλονιζόταν και η θέλησή της απομακρύνθηκε από πάνω τους· και τώρα όταν κοίταξαν τα μάτια των εχθρών τους. είδαν ένα φως θανατερό και φοβήθηκαν.
Τότε όλοι οι Καπεταναίοι της Δύσης φώναξαν δυνατά, γιατί οι καρδιές τους γέμισαν με καινούρια ελπίδα μέσα στη σκοτεινιά. Από τους πολιορκημένους λόφους οι ιππότες της Γκόντορ, οι Καβαλάρηδες του Ρόαν, οι Ντούνεντεν του Βορρά, οι πυκνές φάλαγγες, έπεσαν πάνω στους δειλιασμένους εχθρούς τους, διασπώντας το μέτωπό τους με τα άγρια δόρατά τους. Ο Γκάνταλφ όμως σήκωσε ψηλά τα χέρια του και φώναξε γι’ άλλη μία φορά με καθαρή φωνή:
– Σταθείτε, Άντρες της Δύσης! Σταθείτε. περιμένετε! Αυτή εδώ είναι η ώρα του πεπρωμένου.
Κι ενώ μιλούσε ακόμα η γη κλονίστηκε κάτω από τα πόδια τους. Και ύστερα ανεβαίνοντας γρήγορα ψηλά, ψηλότερα από τους Πύργους της Μαύρης Πύλης, ψηλότερα από τα βουνά, μια τεράστια ιπτάμενη σκοτεινιά πετάχτηκε στον ουρανό, τρεμοσβήνοντας όλο φωτιά. Η γη βόγκησε και σείστηκε. Οι Πύργοι των Δοντιών ταλαντεύτηκαν, έχασαν την ισορροπία τους και σωριάστηκαν καταγής· το πανίσχυρο τείχος κομματιάστηκε· η Μαύρη Πύλη τινάχτηκε χίλια κομμάτια· και από μακριά, στην αρχή αμυδρό, ύστερα πιο δυνατό και τώρα φτάνοντας ως τα σύννεφα, ακούστηκε ένα υπόκωφο μπουμπουνητό, ένα μούγκρισμα, μια μακρόσυρτη φωνή της καταστροφής.
– Η βασιλεία του Σόρον τελείωσε! είπε ο Γκάνταλφ. Ο Δαχτυλιδοκουβαλητής εξετέλεσε την Αποστολή του.
Και καθώς οι Καπεταναίοι κοιτούσαν νότια κατά τη Γη της Μόρντορ, τους φάνηκε πως, μαύρη στο σάβανο της συννεφιάς, σηκώθηκε μια γιγάντια σκιερή μορφή, αδιαπέραστη, αστραποστεφανωμένη, που γέμισε όλον τον ουρανό. Θεόρατη σηκώθηκε πάνω από τον κόσμο κι άπλωσε προς το μέρος τους ένα τεράστιο απειλητικό χέρι, τρομερό αλλά αδύναμο – γιατί εκεί που έγερνε καταπάνω τους, ένας δυνατός αέρας το πήρε και τη φύσηξε όλη μακριά και χάθηκε· και ύστερα απλώθηκε σιωπή.
Οι Καπεταναίοι έσκυψαν τα κεφάλια τους· κι όταν τα σήκωσαν πάλι, να! οι εχθροί τους είχαν τραπεί σε φυγή και η δύναμη της Μόρντορ σκορπιζόταν σαν σκόνη στον άνεμο. Και όπως όταν ο θάνατος χτυπήσει το παραφουσκωμένο πλάσμα που γεννοβολάει και κατοικεί στη φωλιά τους και τα έχει όλα κάτω από την εξουσία του, τα μερμήγκια πλανιούνται δίχως νου και σκοπό και ύστερα πεθαίνουν αδύναμα, έτσι και τα πλάσματα του Σόρον, οι ορκ και οι γίγαντες και τα μαγεμένα ζώα, έτρεχαν πέρα δώθε παραλογισμένοι· και άλλοι αυτοκτόνησαν ή γκρεμίστηκαν σε βαθιά χαντάκια ή το έβαλαν στα πόδια για να κρυφτούν σε λαγούμια και σκοτεινά ανήλιαγα μέρη χωρίς ελπίδα. Αλλά οι Άντρες του Ρουν και του Χαράντ, Ανατολίτες και Νότιοι, είδαν τον πόλεμό τους να χάνεται και είδαν το μεγαλείο και τη δόξα των Καπεταναίων της Δύσης. Και όσοι ήταν πιο βαθιά και για περισσότερο καιρό στην υπηρεσία του κακού, που μισούσαν τη Δύση, που ήταν όμως άντρες περήφανοι και γενναίοι, με τη σειρά τους τώρα συσπειρώθηκαν για την τελευταία αντίσταση σε μια απελπισμένη μάχη. Οι περισσότεροι όμως τράπηκαν σε άτακτη φυγή· και μερικοί πέταξαν τα όπλα και ζητούσαν έλεος.
Τότε ο Γκάνταλφ, αφήνοντας όλες τις υποθέσεις της μάχης και της διοίκησης στον Άραγκορν και στους άλλους αρχηγούς, στάθηκε στην κορυφή του λόφου και φώναξε· και κατέβηκε κοντά του ο μεγάλος αετός, ο Γκουάιχιρ ο Άρχοντας των Ανέμων, και στάθηκε μπροστά του.
– Δυο φορές με έχεις μεταφέρει, φίλε μου είπε ο Γκουάιχιρ. Γκάνταλφ. Η τρίτη θα τις ξεπληρώσει όλες, αν θέλεις. Δε θα με βρεις βαρύτερο από ό,τι ήμουν τότε που με κουβάλησες απ’ τη Ζιράκ-ζιγκίλ, όταν κάηκε η παλιά μου ζωή.
– Θα σε πάρω, απάντησε ο Γκουάιχιρ, να σε πάω όπου κι αν θελήσεις, ακόμα κι αν ήσουν φτιαγμένος από πέτρα,
– Τότε, έλα και πες στον αδελφό σου να έρθει μαζί μας και σε όποιον άλλο από τους δικούς σου είναι ο ταχύτερος. Γιατί έχουμε ανάγκη από ταχύτητα μεγαλύτερη κι απ’ του ανέμου, που να ξεπερνάει τα φτερά των Νάζγκουλ,
– Φυσάει Βοριάς, αλλά εμείς θα τον ξεπεράσουμε, είπε ο Γκουάιχιρ.
Και σήκωσε τον Γκάνταλφ και πέταξε νότια και μαζί του πήγαν ο Λαντρόβαλ και ο Μενέλντορ, που ήταν νέοι και γρήγοροι. Και πέταξαν πάνω από το Ουντούν και το Γκόργκοροθ και είδαν όλη τη γη αφανισμένη και ταραγμένη κάτω και μπροστά τους το Βουνό του Χαμού να φλέγεται και να ξεχύνει τη φωτιά του.
– Χαίρομαι που είσαι εδώ μαζί μου, είπε ο Φρόντο. Εδώ που τελειώνουν όλα, Σαμ.
– Ναι, είμαι μαζί σου, Κύριε, είπε ο Σαμ, ακουμπώντας το πληγωμένο χέρι του Φρόντο απαλά στο στήθος του. Κι εσύ είσαι μαζί μου, Και το ταξίδι τέλειωσε. Αλλά ύστερα από τόσο δρόμο που κάναμε δε θέλω να το βάλω κάτω ακόμα. Κάπως δε μου πάει, αν με καταλαβαίνεις.
– Μπορεί και όχι, Σαμ, είπε ο Φρόντο· αλλά έτσι συμβαίνει στον κόσμο. Οι ελπίδες διαψεύδονται. Έρχεται τέλος. Τώρα λίγη ώρα μένει να περιμένουμε. Είμαστε χαμένοι μέσα στο χαλασμό και στην πτώση και δεν υπάρχει διαφυγή.
– Πάντως, Κύριε, μπορούμε τουλάχιστο να πάμε πιο πέρα απ’ αυτό εδώ το επικίνδυνο μέρος, απ’ αυτή τη Σχισμή του Χαμού, αν τη λένε έτσι. Τι λες, δεν μπορούμε;
– Πολύ καλά, Σαμ. Αν θέλεις να πας, θά ’ρθω, είπε ο Φρόντο.
Και σηκώθηκαν και πήραν αργά το δρόμο που κατηφόριζε όλο στροφές· και μόλις έφυγαν πηγαίνοντας για τους πρόποδες του Βουνού που έτρεμαν, πολύς καπνός και ατμοί ξεχύθηκαν από τις Σάμαθ Νάουρ και η πλευρά του κώνου σχίστηκε στα δύο και ένας τεράστιος πύρινος όγκος λάβας ξεχύθηκε κι έπεσε σαν αργός καταρράκτης βουίζοντας στην ανατολική πλευρά του Βουνού.
Ο Φρόντο και ο Σαμ δεν μπορούσαν να προχωρήσουν πιο κάτω. Η τελευταία δύναμη του μυαλού και του κορμιού τους γρήγορα υποχωρούσε. Είχαν φτάσει σε ένα χαμηλό λόφο από στάχτη σωριασμένο στους πρόποδες του Βουνού· αλλά από κει δεν υπήρχε διαφυγή πια. Τώρα είχε γίνει νησί, που δε θα άντεχε για πολύ στις οδύνες του Όροντρούιν. Παντού ολόγυρά του η γη έχαινε και από βαθιές ρωγμές και χαντάκια ξεπηδούσαν καπνός και αναθυμιάσεις. Πίσω τους το Βουνό σφάδαζε. Μεγάλες σχισμές άνοιξαν στις πλαγιές του. Ποτάμια από φωτιά αργοκυλούσαν στις πλαγιές κατεβαίνοντας προς το μέρος τους. Σε λίγο θα τους περικύκλωναν. Καυτή στάχτη έπεφτε βροχή.
Τώρα στάθηκαν και ο Σαμ, εξακολουθώντας να κρατά το χέρι του κυρίου του, το χάιδεψε. Αναστέναξε.
– Βρεθήκαμε σε ιστορία, κύριε Φρόντο, και τι ιστορία, ε; είπε. Πόσο θα ’θελα ν’ ακούσω να τη λένε! Τι λες, θα λένε: Και τώρα ακούστε την ιστορία του Εννιαδάχτυλου Φρόντο και τον Μοιραίου Δαχτυλιδιού; Και τότε όλοι θα κάνουν ησυχία, όπως κι εμείς, όταν στο Σκιστό Λαγκάδι μάς έλεγαν την ιστορία του Μονόχειρα Μπέρεν και του Μεγάλου Πετραδιού. Πόσο θα ’θελα να την άκουγα! Και πώς θα συνεχίσει άραγε ύστερα από μας;
Αλλά όσο μιλούσε έτσι, για να κρατάει το φόβο μακριά ως το τέλος, τα μάτια του δεν έπαυαν να γυρίζουν στο βοριά, στο βοριά από κει που ερχόταν ο αέρας, εκεί που ο ουρανός μακριά ήταν καθαρός, καθώς η παγωμένη του πνοή, που δυνάμωνε σε θύελλα, έδιωχνε τα σκοτάδια και τα απομεινάρια της συννεφιάς.
Κι έτσι ήταν που ο Γκουάιχιρ τους είδε με τα κοφτερά του μάτια, που έβλεπαν μακριά, καθώς κατέβηκε με τον άγριο άνεμο και, αψηφώντας το μεγάλο κίνδυνο των ουρανών, έκανε κύκλους στον αέρα -δυο μικρές σκοτεινές μορφές, έρημες, πιασμένες χέρι χέρι πάνω σ’ ένα μικρό λόφο, ενώ ο κόσμος σειόταν κάτω από τα πόδια τους και άσθμαινε και τα ποτάμια της φωτιάς πλησίαζαν. Και την ώρα που τους είδε και όρμησε κάτω, τους είδε να πέφτουν, κατάκοποι ή πνιγμένοι από τις αναθυμιάσεις ή νικημένοι τέλος από την απελπισία, σκεπάζοντας τα μάτια για να μην αντικρίσουν το θάνατο.
Ήταν πεσμένοι πλάι πλάι· και κατέβηκε ο Γκουάιχιρ και κατέβηκαν ο Λαντρόβαλ και ο Μενέλντορ ο ταχύς· και σαν σε όνειρο, χωρίς να ξέρουν τι τους είχε βρει, οι ταξιδιώτες βρέθηκαν να τους σηκώνουν ψηλά και να τους παίρνουν μακριά από το σκοτάδι και τη φωτιά.
Όταν ο Σαμ ξύπνησε, κατάλαβε πως ήταν ξαπλωμένος σε κάποιο μαλακό κρεβάτι, από πάνω του όμως λικνίζονταν απαλά πλατιά κλαδιά σημύδας κι ανάμεσα απ’ τα καινούρια φυλλώματά τους γυάλιζε το φως του ήλιου πράσινο και χρυσό. Η ατμόσφαιρα όλη ήταν γεμάτη από ένα γλυκό άρωμα.
Τη θυμήθηκε κείνη τη μυρωδιά – το άρωμα του Ιθίλιεν.
«Μπράβο μου! αναλογίστηκε. Πόσες ώρες να κοιμήθηκα;»
Γιατί η μυρωδιά τον είχε πάει πίσω στη μέρα τότε που είχε ανάψει τη μικρή του φωτιά στην ηλιόλουστη πλαγιά· και για την ώρα όλα όσα είχαν συμβεί ενδιάμεσα ήταν λησμονημένα. Τεντώθηκε και πήρε μια βαθιά αναπνοή.
– Μπα, κι έβλεπα ένα όνειρο! μουρμούρισε. Χαίρομαι που ξύπνησα! Ανακάθισε και τότε είδε πως ο Φρόντο βρισκόταν ξαπλωμένος πλάι του και κοιμόταν ειρηνικά, με το ένα χέρι πίσω από το κεφάλι του και το άλλο απλωμένο πάνω στο σκέπασμα. Ήταν το δεξί χέρι και το τρίτο δάχτυλο έλειπε. Η μνήμη του ξαναγύρισε ακέραια και ο Σαμ φώναξε δυνατά:
– Δεν ήταν όνειρο! Τότε πού βρισκόμαστε; Και μια φωνή ακούστηκε απαλά πίσω του:
– Στη γη του Ιθίλιεν και κάτω από την επίβλεψη του Βασιλιά, που σας περιμένει.
Και μ’ αυτά τα λόγια ο Γκάνταλφ στάθηκε μπροστά του, ντυμένος στα άσπρα, με τη γενειάδα του τώρα να γυαλίζει σαν καθαρό χιόνι στο παιγνίδισμα του ήλιου μες στις φυλλωσιές.
– Λοιπόν, Κύριε Σάμγουάιζ, πώς αισθάνεσαι; είπε.
Αλλά ο Σαμ ξάπλωσε πίσω και κοίταζε με το στόμα ορθάνοιχτο και, για μια στιγμή, ανάμεσα στη σαστιμάρα του και στη μεγάλη του χαρά, δεν μπορούσε ν’ απαντήσει.
Τέλος, είπε με κομμένη ανάσα:
– Γκάνταλφ! Σε νόμιζα πεθαμένο! Βέβαια, εδώ που τα λέμε, νόμιζα πως ήμουν κι εγώ πεθαμένος. Μήπως όλα τα λυπητερά πράγματα θα βγουν ψέματα; Τι έγινε στον κόσμο;
– Ένας μεγάλος Ίσκιος έφυγε, είπε ο Γκάνταλφ και ύστερα γέλασε και το γέλιο του έμοιαζε σαν μουσική ή σαν νερό στη διψασμένη γη· και, όπως άκουγε, ήρθε στο Σαμ η σκέψη πως είχε ν’ ακούσει γέλιο, τον καθαρό ήχο της χαράς, μέρες και μέρες αμέτρητες.
Κι έφτασε στ’ αυτιά του σαν τον απόηχο κάθε χαράς που είχε νιώσει. Εκείνος όμως ξέσπασε σε δάκρυα. Ύστερα, όπως μια καλή βροχή φεύγει στ’ ανοιξιάτικο αγέρι και ο ήλιος λάμπει λαμπρότερος, τα δάκρυά του σταμάτησαν και το γέλιο του ανάβλυσε και πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι του γελώντας.
– Πώς αισθάνομαι; φώναξε. Να, δεν ξέρω πώς να το πω. Νιώθω, νιώθω – ανέμισε τα χέρια του – νιώθω σαν την άνοιξη μετά από το χειμώνα, σαν τον ήλιο στις φυλλωσιές· σαν τρομπέτες και άρπες κι όλα τα τραγούδια όσα έχω ακούσει! – σταμάτησε και γύρισε κατά τον κύριό του. Αλλά πώς είναι ο κύριος Φρόντο; είπε. Κρίμα δεν είναι το καημένο του το χέρι; Πάντως ελπίζω κατά τα άλλα να είναι εντάξει. Πέρασε σκληρές ώρες.
– Ναι, κατά τα άλλα είμαι εντάξει, είπε ο Φρόντο, και ανακάθισε γελώντας με τη σειρά του. Με πήρε ο ύπνος πάλι ενώ σε περίμενα, Σαμ, υπναρά μου. Εγώ ξύπνησα νωρίς το πρωί και τώρα θα κοντεύει μεσημέρι.
– Μεσημέρι; είπε ο Σαμ, προσπαθώντας να υπολογίσει. Μεσημέρι ποιανής μέρας;
– Της δέκατης τέταρτης μέρας του Καινούριου Χρόνου, είπε ο Γκάνταλφ, ή, αν θέλεις, της όγδοης μέρας του Απρίλη σύμφωνα με το ημερολόγιο του Σάιρ[7]. Αλλά στην Γκόντορ ο Καινούριος Χρόνος τώρα θα αρχίζει πάντοτε στις είκοσι πέντε Μαρτίου, τότε που έπεσε ο Σόρον και σας έφεραν στο Βασιλιά μέσα απ’ τις φωτιές. Αυτός σας περιποιήθηκε και τώρα σας περιμένει. Θα φάτε και θα πιείτε μαζί του. Όταν ετοιμαστείτε θα σας πάω κοντά του.
– Στο Βασιλιά; είπε ο Σαμ. Τι βασιλιά και ποιος είναι;
– Στο Βασιλιά της Γκόντορ και Άρχοντα των Χωρών της Δύσης, είπε ο Γκάνταλφ· που έχει πάρει πίσω όλο το αρχαίο του βασίλειο. Πολύ γρήγορα θα πάει στη στέψη του, αλλά περιμένει εσάς.
– Τι θα φορέσουμε; είπε ο Σαμ – γιατί το μόνο που μπορούσε να δει ήταν τα παλιά κουρελιασμένα ρούχα που φορούσαν στο ταξίδι τους, διπλωμένα κάτω πλάι στα κρεβάτια τους.
– Τα ρούχα που φορούσατε όταν πήγατε στη Μόρντορ, είπε ο Γκάνταλφ. Ακόμα και τα κουρέλια των ορκ που φορούσες στη μαύρη χώρα, Φρόντο, θα φυλαχτούν. Κανένα μεταξωτό ή λινό, καμιά πανοπλία ή θυρεός δεν μπορεί να είναι πιο τιμημένα. Αργότερα όμως θα σας βρω, ίσως, τίποτ’ άλλα ρούχα.
Ύστερα άπλωσε τα χέρια του προς το μέρος τους και είδαν πως το ένα έλαμπε με φως.
– Τι έχεις εκεί; φώναξε ο Φρόντο. Μήπως είναι...;
— Ναι, σας έφερα τους δύο θησαυρούς σας. Τους βρήκαμε πάνω στο Σαμ, όταν σας σώσαμε. Τα δώρα της Αρχόντισσας Γκαλάντριελ – το αστρογυάλι σου, Φρόντο, και το κουτάκι σου, Σαμ. Θα χαρείτε να τα πάρετε πίσω σώα και αβλαβή.
Αφού πλύθηκαν, ντύθηκαν κι έφαγαν κάτι ελαφρό, οι Χόμπιτ ακολούθησαν τον Γκάνταλφ. Βγήκαν έξω στο δασάκι με τις οξιές, που είχαν κοιμηθεί, και βρέθηκαν σε μια καταπράσινη πρασιά, που έλαμπε στο φως του ήλιου, που δεξιά κι αριστερά της κατέληγε σε μεγαλόπρεπα δέντρα με σκουρόχρωμα φύλλα και γεμάτα κατακόκκινα λουλούδια. Πίσω τους ακουγόταν ο θόρυβος νερού που κυλούσε κι ένα ποταμάκι έτρεχε μπροστά τους μέσα σε λουλουδιασμένες όχθες, ώσπου έφτανε σ’ ένα πράσινο δάσος στο κάτω μέρος της πρασιάς και συνέχιζε κάτω από μια αψίδα δέντρων, που ανάμεσά τους είδαν νερό να γυαλίζει πέρα μακριά.
Όταν έφτασαν στο ξέφωτο του δάσους, είδαν κατάπληκτοι αστραφτερούς ιππότες και ψηλούς φρουρούς ντυμένους στα μαύρα κι ασημένια να στέκονται εκεί και να τους χαιρετούν τιμητικά και να υποκλίνονται μπροστά τους. Κι ύστερα ένας σάλπισε με μια μακριά τρομπέτα και κείνοι συνέχισαν να προχωρούν στο διάδρομο των δέντρων, πλάι στο ρυάκι που κελάρυζε. Κι έτσι έφτασαν σ’ έναν πράσινο τόπο, που στο βάθος του υπήρχε ένας μεγάλος ποταμός που χανόταν σ’ ασημένια ομίχλη, απ’ όπου έβγαινε ένα μακρουλό δασωμένο νησί’ και πολλά καράβια ήταν αγκυροβολημένα στις παραλίες του. Αλλά στο πλάτωμα, που τώρα είχαν σταθεί, ήταν παραταγμένος πολύς στρατός, σε φάλαγγες και λόχους που άστραφταν στον ήλιο. Και καθώς οι Χόμπιτ πλησίασαν, τα σπαθιά βγήκαν απ’ τα θηκάρια τους, τα κοντάρια σείστηκαν, τα βούκινα και οι τρομπέτες αντήχησαν και οι άντρες φώναξαν με πολλές φωνές και σε πολλές γλώσσες:
Ζήτω τ’ Ανθρωπάκια! Δώστε τους έπαινο μεγάλο!
Cuio i Pheriain anann! Aglar’ni Pheriannath!
Ένα μεγάλο ζήτω στο Φρόντο και στο Σάμγουάιζ!
Daur a Berhael, Conin en Annûn! Eglerio!
Ζήτω!v
Eglerio!
A laita te, laita te! Andave laituvalmet!
Ζήτω!
Cormacolindor, a laita tárienna!
Ζήτω σ’ αυτούς! Στους Δαχτνλιδοκουβαλητές,
ένα μεγάλο ζήτω!
Κι έτσι με τα πρόσωπα κατακόκκινα και τα μάτια να λάμπουν από απορία και θαυμασμό, ο Φρόντο και ο Σαμ προχώρησαν και είδαν ότι στη μέση των στρατιωτών που ζητωκραύγαζαν ήταν τοποθετημένα τρία ψηλά καθίσματα φτιαγμένα από πρασινάδες. Πίσω από το κάθισμα δεξιά κυμάτιζε, άσπρο σε πράσινο φόντο, ένα μεγάλο άλογο που έτρεχε ελεύθερο· στα αριστερά είχε ένα λάβαρο ασημένιο πάνω σε βαθύ γαλάζιο, ένα πλοίο με έναν κύκνο στην πλώρη να ταξιδεύει στη θάλασσα· πίσω όμως απ’ τον ψηλότερο θρόνο στη μέση όλων μια μεγάλη σημαία ανέμιζε στο αγέρι κι εκεί ένα κατάλευκο δέντρο ανθούσε σε μαύρο αγρό κάτω από μια λαμπερή κορόνα και επτά αστέρια που λαμπύριζαν. Στο θρόνο πάνω καθόταν ένας αρματοντυμένος άντρας, με ένα μεγάλο σπαθί ακουμπισμένο στα γόνατά του, κράνος όμως δε φορούσε. Και τότε τον γνώρισαν, μόλο που ήταν αλλαγμένος, με όψη τόσο χαρούμενη και υψηλή, με παράστημα βασιλικό, άρχοντας των Ανθρώπων, με μαύρα μαλλιά και γκρίζα μάτια.
Ο Φρόντο έτρεξε να τον συναντήσει και ο Σαμ ακολούθησε από κοντά.
– Μωρέ, αυτό τα. ξεπερνάει όλα! είπε. Ή ο Γοργοπόδαρος είναι αυτός ή εγώ κοιμάμαι.
– Ναι, Σαμ, ο Γοργοπόδαρος, είπε ο Άραγκορν. Είναι πολύς ο δρόμος από το Μπρι, έτσι δεν είναι, που δε σου άρεσε η όψη μου; Πολύς ο δρόμος για όλους μας, αλλά ο δικός σας ήταν ο πιο σκοτεινός.
Και τότε, μπροστά στον κατάπληκτο και σαστισμένο Σαμ, υποκλίθηκε λυγίζοντας το γόνατο μπροστά τους και, παίρνοντάς τους από το χέρι, το Φρόντο στα δεξιά του και το Σαμ αριστερά, τους οδήγησε στο θρόνο και, καθίζοντάς τους εκεί, στράφηκε στους άντρες και στους καπεταναίους που στέκονταν εκεί και μίλησε έτσι, που η φωνή του αντήχησε σ’ όλο το στράτευμα, λέγοντας:
– Ζήτω σ’ αυτούς! Ένα μεγάλο ζήτω!
Και όταν η χαρούμενη κραυγή υψώθηκε και έσβησε, προς μεγάλη και τελική ικανοποίηση του Σαμ και τέλεια χαρά, βγήκε μπροστά ένας τροβαδούρος της Γκόντορ, γονάτισε και ζήτησε άδεια να ψάλλει. Και να τι είπε:
– Λοιπόν, άρχοντες και ιππότες κι άντρες γενναίοι που δεν έχετε ντροπιαστεί, βασιλιάδες και πρίγκιπες και όμορφε λαέ της Γκόντορ,
Καβαλάρηδες του Ρόαν κι εσείς γιοι του Έλροντ και Ντούνεντεν του Βορρά, Ξωτικό και Νάνε και οι μεγαλόκαρδοι του Σάιρ κι όλοι οι ελεύθεροι λαοί της Δύσης, ακούστε τώρα το τραγούδι μου. Γιατί θα σας πω για το Φρόντο τον Εννιαδάχτυλο και το Μοιραίο Δαχτυλίδι.
Και όταν ο Σαμ το άκουσε αυτό, από την πολλή του χαρά γέλασε δυνατά, σηκώθηκε όρθιος και φώναξε:
– Τι δόξα μεγάλη και μεγαλείο! Όλες μου οι επιθυμίες πραγματοποιήθηκαν!
Κι ύστερα έβαλε τα κλάματα.
Και όλος ο στρατός γελούσε κι έκλαιγε και μέσα στη χαρά και στα δάκρυά τους η καθάρια φωνή του τροβαδούρου υψώθηκε ασημένια και χρυσή και όλοι οι άντρες σώπασαν. Και τους τραγούδησε, πότε στη γλώσσα των Ξωτικών και πότε στη γλώσσα της Δύσης, ώσπου οι καρδιές τους, λαβωμένες με τις γλυκές λέξεις, ξεχείλισαν και η χαρά τους κοφτερή σαν σπαθιά και με τη σκέψη πέρασαν σε τόπους που ο πόνος και η χαρά τρέχουν μαζί και τα δάκρυα είναι το κρασί της ευλογίας.
Και τέλος, την ώρα που ο Ήλιος πέρασε το μεσημέρι και οι σκιές των δέντρων μάκραιναν, τελείωσε.
– Ζήτω σ’ αυτούς! Ένα μεγάλο ζήτω! είπε και γονάτισε.
Και τότε ο Άραγκορν σηκώθηκε όρθιος και όλος ο στρατός σηκώθηκε και πήγαν σε αντίσκηνα που είχαν ετοιμαστεί για να φάνε, να πιουν και να διασκεδάσουν την υπόλοιπη μέρα.
Το Φρόντο και το Σαμ τους πήραν ξεχωριστά σε μια σκηνή και εκεί τους έβγαλαν τα παλιά τους ρούχα, που τα δίπλωσαν και τα φύλαξαν με κάθε τιμή και τους έδωσαν καθαρά ρούχα. Ύστερα ήρθε ο Γκάνταλφ και στα χέρια του, για μεγάλη έκπληξη του Φρόντο, κρατούσε το σπαθί και τον ξωτικομανδύα και τον αλυσιδωτό θώρακα από μίθριλ, που του τα είχαν πάρει στη Μόρντορ. Για το Σαμ είχε φέρει έναν επιχρυσωμένο αλυσιδωτό θώρακα και τον ξωτικομανδύα του απαλλαγμένο από όλους τους λεκέδες και τα σκισίματα που είχε υποστεί· και ύστερα έβαλε μπροστά τους δύο σπαθιά.
– Εγώ δε θέλω σπαθί καθόλου, είπε ο Φρόντο.
– Τουλάχιστο γι’ απόψε πρέπει να φορέσεις, είπε ο Γκάνταλφ. Τότε ο Φρόντο πήρε ένα μικρό σπαθάκι που είχε ο Σαμ και του το είχε βάλει στο πλευρό του στην Κίριθ Ούνγκολ.
– Το Κεντρί σού το έχω χαρίσει, Σαμ, είπε.
– Όχι, κύριε! Ο κύριος Μπίλμπο σ’ εσένα το έδωσε και πάει και με τον ασημένιο αλυσιδωτό θώρακα· δε θα ’θελε να το φοράει κανένας άλλος τώρα.
Ο Φρόντο υποχώρησε· και ο Γκάνταλφ, λες και ήταν ο υποτακτικός τους, γονάτισε και έσφιξε τις ζώνες των σπαθιών τους στη μέση τους και ύστερα σηκώθηκε κι έβαλε ασημένια στεφάνια στα κεφάλια τους. Και όταν στολίστηκαν πήγαν στο μεγάλο τραπέζι· και κάθισαν στο τραπέζι του Βασιλιά μαζί με τον Γκάνταλφ, το Βασιλιά Έομερ του Ρόαν, τον Πρίγκιπα Ιμραχίλ και όλους τους ανώτερους αξιωματικούς. Εκεί ήταν και ο Γκίμλι με το Λέγκολας.
Αλλά όταν, ύστερα από την Ορθή Σιωπή, έφεραν το κρασί, ήρθαν δύο υποτακτικοί να σερβίρουν τους βασιλιάδες· γιατί έτσι έδειχναν: ο ένας ντυμένος στα ασημομαύρα της Φρουράς της Μίνας Τίριθ και ο άλλος στα ασπροπράσινα. Ο Σαμ όμως αναρωτήθηκε τι να έκαναν άραγε αυτά τα μικρά παιδιά στο στρατό των πανίσχυρων αντρών. Και τότε ξαφνικά, καθώς πλησίασαν και μπόρεσε να τους δει καλά, φώναξε:
– Μπα, κοίτα, κύριε Φρόντο! Κοίτα δω! Μη μου πεις πως δεν είναι ο Πίπιν. Ο κύριος Πέρεγκριν Τουκ θα ’πρεπε να πω και ο κύριος Μέρι. Πώς ψήλωσαν! Μωρέ, μπράβο! Βλέπω πως υπάρχουν κι άλλες ιστορίες εκτός από τη δική μας.
– Και βέβαια, είπε ο Πίπιν, γυρίζοντας προς το μέρος του. Και θ’ αρχίσουμε να τις λέμε μόλις τελειώσει το φαγοπότι. Στο μεταξύ μπορείτε να αρχίσετε με τον Γκάνταλφ. Δεν είναι τόσο δύσκολος, όσο ήταν παλιότερα, αν και τώρα γελάει περισσότερο παρά μιλάει. Για την ώρα ο Μέρι κι εγώ έχουμε δουλειά. Είμαστε ιππότες της Πόλης και του Μαρκ, καθώς θα είδες, φαντάζομαι.
Τέλος, η χαρούμενη μέρα πέρασε· και όταν ο Ήλιος έφυγε και το στρογγυλό Φεγγάρι ταξίδευε αργά πάνω απ’ την καταχνιά του Άντουιν και τρεμόσβηνε στις φυλλωσιές που θρόιζαν, ο Φρόντο και ο Σαμ κάθισαν κάτω από τα δέντρα που ψιθύριζαν στις ευωδιές του όμορφου Ιθίλιεν και κουβέντιασαν ως αργά το βράδυ με το Μέρι και τον Πίπιν και τον Γκάνταλφ και ύστερα από λίγο ήρθαν και τους βρήκαν ο Λέγκολας και ο Γκίμλι. Εκεί ο Φρόντο και ο Σαμ έμαθαν πολλά από όσα είχαν συμβεί στην Ομάδα, από τότε που η συντροφιά τους διαλύθηκε, την κακορίζικη εκείνη μέρα στο Παρθ Γκάλεν πλάι στους Καταρράκτες του Ράουρος· και πάντα υπήρχε κάτι ακόμα να ρωτήσουν και κάτι ακόμα να πουν.
Ορκ και δέντρα που μιλούσαν, ατέλειωτο γρασίδι και καβαλάρηδες και αστραφτερές σπηλιές, άσπροι πύργοι και χρυσαφένια παλάτια, μάχες και ψηλά ταξιδιάρικα καράβια, όλ’ αυτά έκαναν παρέλαση στο μυαλό του Σαμ, ώσπου ένιωσε να σαστίζει. Αλλά μέσα σ’ όλα αυτά τα θαύματα πάντα γύριζε κατάπληκτος στο μέγεθος του Μέρι και του Πίπιν και τους έβαλε να μετρηθούν πλάτη με πλάτη με το Φρόντο και τον εαυτό του. Έξυσε το κεφάλι του.
– Δεν μπορώ να το καταλάβω στην ηλικία σας! είπε. Αλλά να το: ή είσαστε τρεις ίντσες ψηλότεροι από το κανονικό ή εγώ έγινα νάνος.
– Νάνος σίγουρα δεν είσαι, είπε ο Γκίμλι. Αλλά τι είπα εγώ; Οι θνητοί δεν μπορούν να πίνουν τα ποτά των Εντ και να νομίζουν πως δε θα πάθουν τίποτα, λες και πίνουν μπίρα.
– Ποτά των Εντ; είπε ο Σαμ. Να το, πάλι άρχισες για τους Εντ· αλλά εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τι, στην ευχή, είναι. Δηλαδή θα χρειαστούμε εβδομάδες για να τα χωνέψουμε όλα τούτα τα πράγματα!
– Και βέβαια θα χρειαστούν εβδομάδες, είπε ο Πίπιν. Και ύστερα θα πρέπει να κλειδωθεί ο Φρόντο σ’ έναν πύργο στη Μίνας Τίριθ ψηλά και να τα γράψει όλα. Ειδαλλιώς θα ξεχάσει τα μισά και ο καημένος ο κύριος Μπίλμπο θα απογοητευτεί πάρα πολύ.
Τέλος ο Γκάνταλφ σηκώθηκε.
– Τα χέρια του Βασιλιά είναι τα χέρια της γιατρειάς, καλοί μου φίλοι, είπε. Αλλά εσείς φτάσατε ως το χείλος του θανάτου πριν σας φέρει πίσω, εξασκώντας όλη του τη δύναμη, για να σας στείλει στη γλυκιά λησμονιά του ύπνου. Και, μόλο που έχετε πραγματικά κοιμηθεί πολύ και ευλογημένα, δεν παύει όμως τώρα να είναι ώρα για να κοιμηθείτε πάλι.
– Και όχι μόνο για το Σαμ και το Φρόντο εδώ, είπε ο Γκίμλι, αλλά και για σένα, Πίπιν. Εγώ σ’ αγαπώ, ίσως εξαιτίας της ταλαιπωρίας που μου στοίχισες και που δε θα την ξεχάσω ποτέ. Ούτε και θα ξεχάσω πώς σε βρήκα στο λόφο της τελευταίας μάχης. Γιατί αν δεν ήταν ο Γκίμλι ο Νάνος, θα ’χες χαθεί τότε. Αλλά τουλάχιστον τώρα ξέρω πώς μοιάζει η πατούσα ενός χόμπιτ, μόλο που μονάχα αυτή φαινόταν κάτω από ένα σωρό σώματα. Και όταν σήκωσα εκείνο το μεγάλο κουφάρι από πάνω σου, ήμουν σίγουρος πως ήσουν νεκρός. Μου ’ρθε να μαδήσω τη γενειάδα μου. Και είναι μια μέρα μόνο από τότε που σηκώθηκες απ’ το κρεβάτι πάλι. Για ύπνο, λοιπόν, τώρα. Το ίδιο κι εγώ.
– Κι εγώ, είπε ο Λέγκολας, θα περπατήσω στα δάση του όμορφου τούτου τόπου, που είναι όση ανάπαυση χρειάζομαι. Στις μέρες που έρχονται, αν το επιτρέψει ο Βασιλιάς μας, μερικοί από το λαό μου θα μετοικήσουν εδώ· και όταν έρθουμε θα είναι ευλογημένος ο τόπος αυτός, για λίγον καιρό. Για λίγον καιρό – για ένα μήνα, μια ζωή, εκατό ανθρώπινα χρόνια. Γιατί ο Άντουιν είναι κοντά και ο Άντουιν οδηγεί στη Θάλασσα κάτω. Στη Θάλασσα!
Στη Θάλασσα, στη Θάλασσα! Φωνάζουν άσπροι γλάροι,
Φυσά τ’ αγέρι δυνατά κι ο άσπρος αφρός πετιέται.
Στη Δύση πέρα μακριά βουλιάζει του ήλιου ο δίσκος.
Γκρίζο καράβι, ολόγκριζο, ακούς το κάλεσμά τους,
Και των δικών μου τις φωνές που έχουν κιόλας φύγει;
Θα φύγω, δεν ξαναγυρνώ, βαρέθηκα τα δάση·
Γιατί οι μέρες μας περνούν και ο καιρός μας φεύγει.
Θα ξανοιχτώ στο πέλαγο, μόνος πανιά θα κάνω.
Μεγάλα κύματα χτυπούν στο Έσχατο Ακρογιάλι,
Στην Ερεσέα, στη χώρα μου, π’ άνθρωπος δεν την ξέρει,
Στων προπατόρων μου τη γη παντοτινά ανθισμένη!
Και τραγουδώντας έτσι ο Λέγκολας απομακρύνθηκε κατηφορίζοντας το λόφο.
Ύστερα χώρισαν και οι άλλοι με το Φρόντο και το Σαμ πήγαν στα κρεβάτια τους και κοιμήθηκαν. Και το πρωί σηκώθηκαν πάλι μ’ ελπίδα και ειρήνη· και πέρασαν πολλές μέρες στο Ιθίλιεν. Γιατί το Πεδίο του Κορμάλεν, που τώρα ήταν στρατοπεδευμένος ο στρατός, ήταν κοντά στο Χένεθ Ανούν και το ποταμάκι που κατέβαινε από τους καταρράκτες του ακουγόταν τη νύχτα καθώς κυλούσε περνώντας την πέτρινη πύλη του και διέσχιζε τα λουλουδιασμένα λιβάδια καταλήγοντας στα ρεύματα του Άντουιν πλάι στο νησί Καΐρ Άντρος. Οι χόμπιτ έκαναν περιπάτους εδώ κι εκεί, πηγαίνοντας ξανά στα μέρη που είχαν περάσει πριν και ο Σαμ πάντα έλπιζε πως σε κάποιο απόσκιο στα δάση ή σε κάποιο κρυφό ξέφωτο θα έβλεπε, ίσως, μια ματιά το μεγάλο Ολίφαντα. Και όταν έμαθε ότι στην πολιορκία της Γκόντορ είχε πολλά από αυτά τα ζώα, που όμως όλα είχαν χαθεί, το θεώρησε μεγάλη απώλεια.
– Ε, Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να βρίσκεται ταυτόχρονα παντού, φαντάζομαι, είπε. Αλλά έχασα πολλά, κατά τα φαινόμενα.
Στο μεταξύ ο στρατός ετοιμάστηκε να γυρίσει στη Μίνας Τίριθ. Οι κουρασμένοι είχαν ξεκουραστεί και οι πληγωμένοι είχαν γίνει καλά. Γιατί μερικοί είχαν κοπιάσει και είχαν πολύ πολεμήσει με τ’ απομεινάρια των Ανατολιτών και των Νοτίων, ώσπου να υποταχτούν όλοι. Και, πιο τελευταίοι από όλους, γύρισαν εκείνοι που είχαν μπει στη Μόρντορ και είχαν καταστρέψει τα οχυρά στα βόρεια της χώρας.
Αλλά, τέλος, όταν πλησίαζε ο Μάιος, οι Καπεταναίοι της Δύσης ξεκίνησαν πάλι· και μπήκαν στα πλοία με όλους τους άντρες τους και έφυγαν από το Καΐρ Άντρος και κατέβηκαν τον Άντουιν, ως την Οσγκίλιαθ· κι εκεί έμειναν για μία μέρα· και την επομένη έφτασαν στα πράσινα λιβάδια του Πέλενορ και είδαν ξανά τους λευκούς πύργους κάτω από το ψηλό Μιντολούιν, την Πόλη των Ανθρώπων της Γκόντορ, την τελευταία ανάμνηση της Μακρινής Δύσης, που είχε περάσει μέσα απ’ το σκοτάδι και τη φωτιά σε μια καινούρια μέρα.
Και στη μέση των λιβαδιών έστησαν τα αντίσκηνά τους και περίμεναν να έρθει το πρωί· γιατί ήταν η Παραμονή του Μάη και ο Βασιλιάς θα έμπαινε από τις πύλες του με την ανατολή του Ήλιου.
Πάνω από την πόλη της Γκόντορ απλώνονταν αμφιβολία και μεγάλος φόβος. Ο καλός καιρός και ο λαμπερός ήλιος έμοιαζαν να κοροϊδεύουν τους ανθρώπους, που οι μέρες τους είχαν λίγες ελπίδες και που περίμεναν κάθε πρωί τα μοιραία νέα. Ο άρχοντάς τους ήταν νεκρός και καμένος, νεκρός κειτόταν ο Βασιλιάς του Ρόαν στην ακρόπολή τους και ο καινούριος βασιλιάς, που τους είχε έρθει τη νύχτα, είχε φύγει ξανά για να πάει να πολεμήσει με δυνάμεις πολύ σκοτεινές και τρομερές για να τις νικήσει η δύναμη και η αντρειοσύνη του οποιουδήποτε. Και κανένα νέο δεν ερχόταν. Από τότε που ο στρατός είχε φύγει από την Κοιλάδα Μόργκουλ και είχε πάρει το βορινό δρόμο κάτω από τη σκιά των βουνών, κανένας αγγελιαφόρος δεν είχε έρθει ούτε καμιά φήμη για το τι γινόταν στην απειλητική Ανατολή.
Όταν οι Καπεταναίοι δεν είχαν φύγει παρά μόλις δυο μέρες, η Αρχόντισσα Έογουιν ζήτησε από τις γυναίκες που τη φρόντιζαν να της φέρουν ρούχα και δεν άλλαζε γνώμη με τίποτα παρά σηκώθηκε· και όταν την έντυσαν και έβαλαν το χέρι της σε ένα νάρθηκα με λινό επίδεσμο, πήγε στον Υπεύθυνο των Σπιτιών της Γιατρειάς.
– Κύριε, είπε, έχω μεγάλη ανησυχία και δεν μπορώ να κάθομαι άλλο άπρακτη.
– Αρχόντισσα, απάντησε, δεν είσαι θεραπευμένη ακόμα και έχω διαταγή να σε προσέξω ιδιαίτερα. Δεν έπρεπε να είχες σηκωθεί από το κρεβάτι σου για ένα επταήμερο ακόμα, έτσι τουλάχιστον έχω λάβει εντολή. Σε παρακαλώ να γυρίσεις πίσω.
– Έχω γίνει καλά, είπε, τουλάχιστο στο σώμα, εκτός απ’ το αριστερό μου χέρι μόνο, που κι αυτό ήσυχο είναι. Αλλά θα αρρωστήσω πάλι, αν δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω. Δεν υπάρχουν νέα από τον πόλεμο; Οι γυναίκες δε μου λένε τίποτα.
– Δεν υπάρχουν νέα, είπε ο Υπεύθυνος, εκτός από το ότι οι Άρχοντες έχουν φτάσει στην Κοιλάδα Μόργκουλ· και οι άντρες λένε πως ο καινούριος καπετάνιος από το Βοριά είναι ο αρχηγός τους. Κι αυτός είναι μεγάλος άρχοντας και θεραπευτής· κι εμένα μου φαίνεται πολύ παράξενο ένα χέρι που θεραπεύει να μπορεί να δουλεύει και το σπαθί. Αυτό δε συμβαίνει πια στην Γκόντορ τώρα, αν και κάποτε έτσι ήταν, αν είναι αληθινές οι παλιές ιστορίες. Αλλά εδώ και πολλά χρόνια εμείς οι θεραπευτές προσπαθούμε μόνο να μπαλώνουμε τα σκισίματα που κάνουν οι πολεμιστές. Αν και έχουμε αρκετά να κάνουμε και χωρίς αυτούς – ο κόσμος είναι αρκετά γεμάτος από πόνους και ατυχήματα, χωρίς να μας χρειάζονται οι πόλεμοι να τα πολλαπλασιάζουν.
– Ένας εχθρός φτάνει για να γίνει πόλεμος, δε χρειάζονται δύο, κύριε Υπεύθυνε, απάντησε η Έογουιν. Κι εκείνοι που δεν έχουν σπαθιά μπορεί να πεθάνουν απ’ αυτά. Θα ’θελες οι άνθρωποι της Γκόντορ να σου μάζευαν βότανα μονάχα, τη στιγμή που ο Μαύρος Άρχοντας μαζεύει στρατιές; Δεν είναι πάντα καλό να θεραπεύεσαι στο σώμα. Ούτε είναι πάντα κακό να πεθάνεις στη μάχη, ακόμα και με φοβερούς πόνους. Αν εμένα μ’ άφηναν, σ’ αυτή τη μαύρη ώρα θα προτιμούσα το τελευταίο.
Ο Υπεύθυνος την κοίταξε. Στεκόταν εκεί ψηλή, με μάτια που έλαμπαν στο λευκό της πρόσωπο, με το χέρι σφιγμένο όπως γύρισε και κοίταξε απ’ το παράθυρό του που έβλεπε στην Ανατολή. Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι. Έπειτα από μια μικρή παύση γύρισε προς το μέρος του ξανά.
– Δεν υπάρχει τίποτα να κάνω; είπε. Ποιος διατάζει σ’ αυτή την Πόλη;
– Καλά καλά κι εγώ δεν ξέρω, απάντησε. Δε φροντίζω εγώ γι’ αυτά τα πράγματα. Ένας στρατάρχης διοικεί τους Καβαλάρηδες του Ρόαν και ο Άρχοντας Χούριν, λένε, διοικεί τους άντρες της Γκόντορ. Αλλά ο Άρχοντας Φαραμίρ είναι κανονικά ο Επίτροπος της Πόλεως.
– Πού μπορώ να τον βρω;
– Εδώ μέσα, κυρία. Ήταν βαριά πληγωμένος, αλλά τώρα βρίσκεται πάλι σε ανάρρωση. Δεν ξέρω όμως...
– Δε θα με πας κοντά του; Τότε θα μάθεις.
Ο Άρχοντας Φαραμίρ περπατούσε μονάχος στον κήπο των Σπιτιών της Γιατρειάς και το φως του ήλιου τον ζέσταινε κι ένιωθε τη ζωή να κυλάει ξανανιωμένη στις φλέβες του· η καρδιά του όμως ήταν βαριά και αγνάντευε πάνω από τα τείχη στην ανατολή. Και σαν έφτασε, ο Υπεύθυνος είπε τ’ όνομά του και γυρίζοντας είδε την Αρχόντισσα Έογουιν του Ρόαν και ένιωσε οίκτο, γιατί είδε πως ήταν τραυματισμένη και η διαπεραστική ματιά του διέκρινε τη λύπη και την ανησυχία της.
– Άρχοντά μου, είπε ο Υπεύθυνος, από δω η Αρχόντισσα Έογουιν του Ρόαν. Κάλπαζε με το βασιλιά και τραυματίστηκε βαριά και τώρα μένει εδώ και την παρακολουθώ. Όμως δεν είναι ικανοποιημένη και επιθυμεί να μιλήσει στον Επίτροπο της Πόλεως.
– Μην τον παρανοήσεις, άρχοντα, είπε η Έογουιν. Δεν παραπονιέμαι γιατί δε με περιποιούνται αρκετά. Για όσους θέλουν να γιατρευτούν δεν υπάρχει τόπος καλύτερος απ’ αυτόν. Αλλά εγώ δεν μπορώ να τεμπελιάζω, να κάθομαι αργή, στο κλουβί. Γύρευα το θάνατο στη μάχη. Αλλά δεν πέθανα και η μάχη συνεχίζεται.
Σε ένα νόημα του Φαραμίρ, ο Υπεύθυνος υποκλίθηκε και έφυγε.
– Τι θα ήθελες να κάνω, κυρία; είπε ο Φαραμίρ. Είμαι κι εγώ αιχμάλωτος των θεραπευτών.
Την κοίταξε και επειδή ήταν άνθρωπος που ο οίκτος βαθιά τον συγκλόνιζε, ένιωσε πως η ομορφιά της μέσα στη λύπη της θα του τρυπούσε την καρδιά. Κι εκείνη τον κοίταξε και είδε τη σοβαρή τρυφερότητα μέσα στα μάτια του και όμως ήξερε, γιατί ήταν μεγαλωμένη ανάμεσα σε πολεμιστές, ότι εδώ στεκόταν κάποιος, που κανένας Καβαλάρης του Μαρκ δε θα μπορούσε να του παραβγεί στη μάχη.
– Τι θέλεις; είπε ξανά. Αν εξαρτάται από μένα, θα το κάνω.
– Θα ήθελα να διατάξεις αυτόν τον Υπεύθυνο και να του πεις να μ’ αφήσει να φύγω, είπε.
Αλλά, μόλο που τα λόγια της εξακολουθούσαν να είναι περήφανα, μέσα της δίστασε και για πρώτη φορά είχε αμφιβολίες. Μάντεψε πως αυτός ο ψηλός άντρας, που ήταν αυστηρός και μαλακός μαζί, θα μπορούσε να τη θεωρήσει απλά ανυπάκοη, σαν το μικρό παιδί που δεν έχει τη σταθερότητα του νου να συνεχίσει μια βαρετή δουλειά ως το τέλος.
– Κι εγώ ο ίδιος βρίσκομαι κάτω από την παρακολούθηση του Υπευθύνου, απάντησε ο Φαραμίρ. Ούτε έχω αναλάβει ακόμα τις εξουσίες μου στην Πόλη. Αλλά ακόμα κι αν το είχα κάνει, δε θα έπαυα να υπακούω στις συμβουλές του, ούτε θα ερχόμουν σε αντίθεση με τη γνώμη του στα θέματα της επιστήμης του, εκτός και υπήρχε κάποια μεγάλη ανάγκη.
– Μα εγώ δε γυρεύω γιατρειά, είπε. Θέλω να πάω στον πόλεμο όπως ο αδελφός μου ο Έομερ ή, ακόμα καλύτερα, όπως ο βασιλιάς Θέοντεν, γιατί αυτός πέθανε και έχει και τιμή και ειρήνη.
– Είναι πολύ αργά, αρχόντισσα, να ακολουθήσεις τους Καπεταναίους, ακόμα κι αν είχες τη δύναμη, είπε ο Φαραμίρ. Αλλά θάνατος στη μάχη μπορεί να μας βρει όλους, είτε το θέλουμε είτε όχι. Κι εσύ θα είσαι καλύτερα προετοιμασμένη να τον αντιμετωπίσεις με το δικό σου τον τρόπο αν, όσο υπάρχει ακόμα καιρός, κάνεις ό,τι ο Θεραπευτής έχει παραγγείλει. Εσύ κι εγώ πρέπει να αντέξουμε με υπομονή τις ώρες της αναμονής.
Εκείνη δεν απάντησε, αλλά όπως την κοιτούσε του φάνηκε πως κάτι μέσα της μαλάκωσε, λες και η σκληρή παγωνιά να υποχωρούσε στο πρώτο αμυδρό άγγελμα της Άνοιξης. Ένα δάκρυ φάνηκε στο μάτι της και κύλησε στο μάγουλό της, σαν μια γυαλιστερή βροχοσταγόνα. Το περήφανο κεφάλι της χαμήλωσε λιγάκι. Ύστερα σιγανά, περισσότερο λες και μιλούσε στον εαυτό της παρά σ’ αυτόν;
– Μα οι θεραπευτές με θέλουν να μείνω στο κρεβάτι για επτά μέρες ακόμα, είπε. Και το παράθυρό μου δε βλέπει ανατολικά.
Η φωνή της τώρα ήταν η φωνή μιας νεαρής και λυπημένης κοπέλας. Ο Φαραμίρ χαμογέλασε, αν και την καρδιά του πλημμύριζε οίκτος.
– Το παράθυρο σου δε βλέπει ανατολικά; είπε. Αυτό μπορεί να διορθωθεί. Γι’ αυτό θα δώσω διαταγή στον Υπεύθυνο. Αν μείνεις εδώ να σε φροντίζουμε, αρχόντισσα, και αναπαυθείς, τότε να έρχεσαι να κάνεις περίπατο σ’ αυτόν τον κήπο με τη λιακάδα, όποτε θέλεις· και να κοιτάζεις ανατολικά, εκεί όπου έχουν πάει όλες μας οι ελπίδες. Κι εδώ θα βρίσκεις κι εμένα να περπατώ και να περιμένω και να κοιτώ κι εγώ ανατολικά. Θα μου ξαλάφρωνε τις έννοιες, αν μου μιλούσες ή περπατούσες πότε πότε μαζί μου.
Τότε σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε πάλι στα μάτια· και χρώμα ήρθε πάλι στο χλωμό της πρόσωπο.
– Πώς θα σου ξαλάφρωνα τις έννοιες σοι% άρχοντά μου; είπε. Κι εγώ δεν επιθυμώ τις κουβέντες των ζωντανών ανθρώπων.
– Θα ’θελες να σου απαντήσω ξεκάθαρα;
– Βεβαιότατα.
– Τότε, Έογουιν του Ρόαν, σου λέω πως είσαι πολύ όμορφη. Στις κοιλάδες των λόφων μας υπάρχουν λουλούδια πολύ ωραία και ζωηρά και κοπέλες ακόμα ωραιότερες· εγώ όμως δεν έχω δει ως τώρα στην Γκόντορ ούτε λουλούδι ούτε κοπέλα τόσο όμορφη και τόσο λυπημένη. Ίσως να μένουν πολύ λίγες μέρες μόνο πριν πέσει το σκοτάδι στον κόσμο μας και, όταν έρθει, ελπίζω να το αντιμετωπίσω με σταθερότητα· θα ξαλάφρωνε όμως την καρδιά μου αν, για όσον καιρό ακόμα ο Ήλιος λάμπει, μπορούσα να εξακολουθώ να σε βλέπω. Γιατί εσύ κι εγώ έχουμε και οι δυο μας περάσει κάτω από τα φτερά της Σκιάς και το ίδιο χέρι μας έφερε πίσω.
– Αλίμονο, όχι εμένα, άρχοντα! είπε. Η Σκιά με σκεπάζει ακόμα. Μην κοιτάς σ’ εμένα για γιατρειά! Κρατάω ασπίδα και το χέρι μου δεν είναι μαλακό. Όμως, σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό τουλάχιστον, για το ότι δε χρειάζεται να μένω κλεισμένη στο δωμάτιό μου. Θα κάνω έξω περίπατο με την άδεια του Επιτρόπου της Πόλεως.
Και, κάνοντάς του μια υπόκλιση, γύρισε πίσω. Ο Φαραμίρ όμως έκανε περίπατο για πολλή ώρα στον κήπο και το βλέμμα του στρεφόταν τώρα περισσότερο προς το σπίτι, παρά προς τα τείχη ανατολικά.
Όταν γύρισε στο δωμάτιό του κάλεσε τον Υπεύθυνο και έμαθε όλα όσα μπορούσε να του πει για την Αρχόντισσα του Ρόαν.
– Αλλά δεν αμφιβάλλω, άρχοντα, είπε ο Υπεύθυνος, πως θα μάθεις περισσότερα από το Μικρούλη που βρίσκεται μαζί μας· γιατί ακολούθησε το βασιλιά στην εξόρμηση του και ήταν μαζί με την Αρχόντισσα στο τέλος, λένε.
Κι έτσι έστειλαν το Μέρι στο Φαραμίρ και όσο κράτησε εκείνη η μέρα κουβέντιασαν με τις ώρες και ο Φαραμίρ έμαθε πολλά, περισσότερα απ’ όσα είπε ο Μέρι· και τώρα έκανε τη σκέψη πως κάτι κατάλαβε από τη βαθιά λύπη και την ανησυχία της Έογουιν του Ρόαν. Και το όμορφο δειλινό ο Φαραμίρ και ο Μέρι βγήκαν στον κήπο, εκείνη όμως δεν ήρθε.
Το πρωί όμως, καθώς ο Φαραμίρ έβγαινε από τους Οίκους της Γιατρειάς, την είδε, εκεί όπως στεκόταν ψηλά στα τείχη’ κι ήταν ντυμένη στα κάτασπρα και έλαμπε στο φως του ήλιου. Και τη φώναξε κι εκείνη κατέβηκε και έκαναν περίπατο στην πρασινάδα ή κάθονταν κάτω από κάποιο πράσινο δέντρο μαζί, πότε σιωπηλοί και πότε κουβεντιάζοντας. Κι από τότε κάθε μέρα έκαναν το ίδιο. Και βλέποντας από το παράθυρό του ο Υπεύθυνος χαιρόταν η καρδιά του και η έννοια του ξαλάφρωνε· και ήταν σίγουρο πως, μόλο που ο φόβος και η αναμονή εκείνων των ημερών πλάκωναν τις καρδιές των ανθρώπων, όμως εκείνοι οι δύο από τους ασθενείς του πήγαιναν καλά και δυνάμωναν καθημερινά.
Κι έτσι έφτασε η πέμπτη μέρα από τότε που η Αρχόντισσα Έογουιν πήγε για πρώτη φορά στο Φαραμίρ· και στάθηκαν τώρα μαζί γι’ άλλη μια φορά στα τείχη της Πόλης και αγνάντευαν. Κανένα νέο δεν είχε έρθει ακόμα και οι καρδιές όλων ήταν μαύρες. Κι ο καιρός επίσης δεν ήταν πια αίθριος. Έκανε κρύο. Είχε σηκωθεί αέρας τη νύχτα και φυσούσε τώρα διαπεραστικά από το Βοριά κι όλο δυνάμωνε· αλλά κι οι περιοχές ολόγυρα έδειχναν γκρίζες και πένθιμες.
Ήταν ντυμένοι με ζεστά ρούχα και βαριά πανωφόρια και, πάνω απ’ όλα, η Αρχόντισσα Έογουιν φορούσε μια μεγάλη μπλε κάπα στο χρώμα της βαθιάς καλοκαιρινής νύχτας, που ήταν στολισμένη με ασημένια αστέρια στο λαιμό και στον ποδόγυρο. Ο Φαραμίρ είχε στείλει να του φέρουν αυτή την κάπα και της την είχε φορέσει· και νόμιζε πως φαινόταν όμορφη και πραγματικά σαν βασίλισσα, όπως στεκόταν εκεί στο πλευρό του. Η κάπα ήταν φτιαγμένη για τη μητέρα του, τη Φιντουίλας του Άμροθ, που είχε πεθάνει πρόωρα και για κείνον δεν ήταν παρά ανάμνηση ομορφιάς σε μέρες μακρινές, η πρώτη του λύπη· και η κάπα της του φαινόταν το κατάλληλο φόρεμα για την ομορφιά και τη λύπη της Έογουιν.
Αλλά τώρα ανατρίχιασε μέσα στην αστροστολισμένη κάπα της και κοίταξε κατά το Βοριά, πέρα απ’ τους μακρινούς γκρίζους τόπους, από κει που ερχόταν ο παγωμένος αέρας, εκεί που ο ουρανός ήταν καθαρός σαν κρύσταλλο.
– Τι γυρεύεις να δεις, Έογουιν; είπε ο Φαραμίρ.
– Εκεί δε βρίσκεται η Μαύρη Πύλη; είπε. Και δε θα πρέπει τώρα εκείνος να έχει φτάσει εκεί; Έχουν περάσει επτά μέρες από τότε που έφυγε.
– Επτά μέρες, είπε ο Φαραμίρ. Αλλά μη σκεφθείς άσχημα για μένα, αν σου πω πως έχουν φέρει σ’ εμένα και χαρά και πόνο που ποτέ δεν πίστευα ότι θα νιώσω. Χαρά γιατί σε βλέπω· πόνο όμως γιατί τώρα ο φόβος και η αμφιβολία αυτής της κακιάς ώρας έχουν στ’ αλήθεια γίνει πολύ σκοτεινοί. Έογουιν, δε θα ’θελα να τελειώσει τώρα αυτός ο κόσμος και να χάσω τόσο γρήγορα ό,τι έχω βρει.
– Να χάσεις αυτό που έχεις βρει, άρχοντα; απάντησε· – τον κοίταξε όμως σοβαρά και τα μάτια της ήταν καλοσυνάτα. Δεν ξέρω τι, σε τούτες τις μέρες, έχεις βρει που θα μπορούσες να το χάσεις. Έλα όμως, φίλε μου, ας μη μιλάμε γι’ αυτό! Ας μη μιλάμε καθόλου! Στέκομαι στο χείλος κάποιας τρομερής αβύσσου και είναι εντελώς σκοτεινά στο χάσμα μπροστά στα πόδια μου και δεν ξέρω αν υπάρχει καθόλου φως πίσω μου. Γιατί δεν μπορώ να γυρίσω ακόμα. Περιμένω το χτύπημα της μοίρας.
– Ναι, περιμένουμε το χτύπημα της μοίρας, είπε ο Φαραμίρ.
Και δεν είπαν τίποτ’ άλλο· και τους φάνηκε εκεί όπως στέκονταν στα τείχη πως ο άνεμος έσβησε, το φως λιγόστεψε και ο Ήλιος νερούλιασε και όλοι οι θόρυβοι στην Πόλη και στις γύρο} περιοχές σώπασαν – ούτε αέρας ούτε φωνή ούτε κελάηδημα πουλιού ούτε θρόισμα φύλλου ούτε κι αυτή η ίδια η ανάσα τους δεν ακουγόταν και οι χτύποι ακόμα της καρδιάς τους σταμάτησαν. Ο χρόνος ακινητοποιήθηκε.
Κι όπως στέκονταν έτσι, τα χέρια τους αντάμωσαν και σφίχτηκαν, αν και δεν το κατάλαβαν. Και συνέχισαν να περιμένουν χωρίς να ξέρουν τι. Τότε σε λίγο τους φάνηκε πως πάνω από την κορυφογραμμή των μακρινών βουνών υψώθηκε ένα άλλο θεοσκότεινο, πελώριο βουνό, που πυργωνόταν σαν το κύμα να σκεπάσει τον κόσμο κι ολόγυρά του τρεμόσβηναν αστροπελέκια· και τότε ένα τρεμούλιασμα διέτρεξε τη γη κι ένιωσαν τα τείχη της Πόλης να κουνιούνται. Μια φωνή σαν αναστεναγμός ανέβηκε από παντού ολόγυρα τους· και οι καρδιές τους χτύπησαν πάλι άξαφνα.
– Μου θυμίζει το Νούμενορ, είπε ο Φαραμίρ κι απόρησε που άκουσε τον εαυτό του να μιλάει.
– Το Νούμενορ; είπε η Έογουιν.
– Ναι, είπε ο Φαραμίρ, τη χώρα της Μακρινής Δύσης που καταποντίστηκε και το μεγάλο μαύρο κύμα που υψώθηκε πάνω από τα πράσινα λιβάδια και τους λόφους και με τον ερχομό του έφερε την αναπόφευκτη σκοτεινιά. Συχνά το ονειρεύομαι.
— Δηλαδή, νομίζεις πως έρχεται το Σκοτάδι; είπε η Έογουιν. Η Αναπόφευκτη Σκοτεινιά; – και ξαφνικά μαζεύτηκε κοντά του.
– Όχι, είπε ο Φαραμίρ, κοιτάζοντάς την καταπρόσωπο. Δεν ήταν παρά εικόνα της φαντασίας μου. Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Το λογικό μου μού λέει ότι μας βρήκε μεγάλο κακό κι εμείς βρισκόμαστε στις έσχατες μέρες. Η καρδιά μου όμως λέει όχι· κι όλο μου το κορμί είναι ανάλαφρο κι έχω τέτοια ελπίδα και χαρά, που καμιά λογική δεν μπορεί να διαψεύσει. Έογουιν, Έογουιν, Λευκή Κυρά του Ρόαν, αυτή την ώρα πιστεύω πως κανένα σκοτάδι δε θα σταθεί! — και σκύβοντας τη φίλησε στο μέτωπο.
Κι έτσι στέκονταν στα τείχη της Πόλης της Γκόντορ κι ένας δυνατός άνεμος σηκώθηκε και φύσηξε και τα μαλλιά τους, κατάμαυρα σαν του κορακιού και χρυσαφένια, κυμάτισαν κι έσμιξαν στο φύσημα του αέρα. Και η Σκιά έφυγε κι ο Ήλιος φάνηκε και το φως απλώθηκε παντού· και τα νερά του Άντουιν λαμπύρισαν ασημένια και σε όλα τα σπίτια στην Πόλη οι άνθρωποι τραγουδούσαν, γιατί ξεχείλισε τις καρδιές τους μια χαρά, αν και δεν ήταν σε θέση να πουν από πού προερχόταν.
Και πριν ο Ήλιος γυρίσει πολύ από το μεσημέρι, ήρθε απ’ την Ανατολή πετώντας ένας μεγάλος Αετός κι έφερε νέα ανέλπιστα από τους Άρχοντες της Δύσης και φώναξε:
Ψάλλετε τώρα του Πύργου της ’Ανορ άνθρωποι σεις,
τον Σόρον το Βασίλειο τελείωσε και πάει
κι ο Μαύρος Πύργος έπεσε.
Ψάλλετε τώρα όλο χαρά, σεις άνθρωποι του Πύργου της Φρουράς,
γιατί οι σκοπιές σας δεν πήγαν στα χαμένα
και η Μαύρη Πύλη έπεσε
κι ο Βασιλιάς σας πέρασε
και είναι νικητής.
Ψάλλετε τώρα όλο χαρά, σεις τα παιδιά της Δύσης όλα,
γιατί θά ’ρθει ο Βασιλιάς ξανά
να ζήσει ανάμεσά σας
τις μέρες της ζωής σας όλες.
Το Δέντρο που μαράθηκε, θα ζωντανέψει πάλι,
θα το φυτέψει αυτός ψηλά, θα ευλογηθεί η Πόλη.
Ψάλλετε όλοι, ψάλλετε!
Κι όλοι έψαλαν παντού στην Πόλη.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν χρυσαφένιες και η Άνοιξη με το Καλοκαίρι ενώθηκαν κι έκαναν πανηγύρι στα λιβάδια της Γκόντορ. Και απ’ το Καΐρ Άντρος ήρθαν τώρα γρήγορα αγγελιαφόροι με νέα για όλα όσα είχαν γίνει και η Πόλη ετοιμάστηκε για τον ερχομό του Βασιλιά. Κάλεσαν το Μέρι να παρουσιαστεί κι αυτός έφυγε με τα κάρα που πήγαιναν εφόδια στην Οσγκίλιαθ κι από κει με πλοίο στο Καΐρ Άντρος· ο Φαραμίρ όμως δεν πήγε, γιατί τώρα, αφού είχε γίνει καλά, ανέλαβε τα καθήκοντά του ως Επίτροπος, μόλο που θα ήταν για λίγο, και η φροντίδα του ήταν να κάνει τις προετοιμασίες για κείνον που θα τον αντικαθιστούσε.
Ούτε η Έογουιν πήγε, αν και ο αδελφός της τής έστειλε μήνυμα και την παρακαλούσε να πάει στο Κορμάλεν. Κι ο Φαραμίρ απόρησε γι’ αυτό, αλλά την έβλεπε σπάνια, επειδή ήταν απασχολημένος με πολλές υποθέσεις· κι εκείνη έμενε ακόμα στα Σπίτια της Γιατρειάς κι έκανε περίπατο στον κήπο μόνη και το πρόσωπό της έγινε ξανά χλωμό και φαινόταν λες και σ’ όλη την Πόλη αυτή να ήταν μόνο κακοδιάθετη και λυπημένη. Και ο Υπεύθυνος ανησύχησε και μίλησε στο Φαραμίρ.
Τότε ο Φαραμίρ πήγε και τη γύρεψε και στάθηκαν στα τείχη μαζί γι’ άλλη μια φορά· και της είπε:
– Έογουιν, γιατί κάθεσαι εδώ και δεν πηγαίνεις στις γιορτές στο Κορμάλεν πέρα απ’ το Καΐρ Άντρος, που σε περιμένει ο αδελφός σου;
Κι εκείνη είπε:
– Εσύ δεν ξέρεις; Αλλά εκείνος απάντησε:
– Δύο μπορεί να είναι οι λόγοι, αλλά δεν ξέρω ποιος είναι ο αληθινός.
Και αυτή είπε:
– Δε θέλω να παίζω αινίγματα. Μίλησε πιο ξεκάθαρα!
– Λοιπόν, αν έτσι το θέλεις, αρχόντισσα, είπε, δεν πηγαίνεις γιατί μόνο ο αδελφός σου σε κάλεσε, και το να δεις τον Άρχοντα Άραγκορν, τον κληρονόμο του Έλεντιλ, στην ώρα του θριάμβου του δε θα σου δώσει τώρα χαρά. Ή γιατί δεν πηγαίνω εγώ κι εσύ εξακολουθείς να θέλεις να είσαι κοντά μου. Και, ίσως, και για τους δύο αυτούς τους λόγους που κι εσύ η ίδια δεν μπορείς να διαλέξεις ανάμεσά τους. Έογουιν, δε μ’ αγαπάς ή δε θέλεις να μ’ αγαπήσεις;
– Ήθελα να μ’ αγαπήσει κάποιος άλλος, απάντησε. Όμως δε θέλω τον οίκτο κανενός.
– Αυτό το ξέρω, είπε. Ήθελες την αγάπη του Άρχοντα Άραγκορν. Γιατί ήταν μεγάλος και ισχυρός και ήθελες όνομα ξακουστό και δόξα και να βρεθείς ψηλότερα από τα τιποτένια πράγματα που σέρνονται στη γη. Και όπως ένας μεγάλος πολεμάρχης φαντάζει στα μάτια ενός νέου στρατιώτη, έτσι σου φάνηκε κι εσένα θαυμαστός. Κι έτσι είναι, άρχοντας ανάμεσα στους ανθρώπους, ο μεγαλύτερος που υπάρχει τώρα. Όταν όμως σου έδειξε μόνο κατανόηση και οίκτο, τότε αποφάσισες να μην πάρεις τίποτα, παρά μόνο ένα παλικαρίσιο θάνατο στη μάχη. Κοίταξέ με, Έογουιν!
Και η Έογουιν κοίταξε το Φαραμίρ πολλή ώρα σταθερά· κι ο Φαραμίρ είπε:
– Μην περιφρονείς τον οίκτο που είναι το δώρο μιας ευγενικής καρδιάς, Έογουιν! Εγώ όμως δε σου προσφέρω τον οίκτο μου. Γιατί είσαι αρχόντισσα μεγάλη και τρανή κι έχεις από μόνη σου κερδίσει φήμη που δε θα ξεχαστεί· κι είσαι κυρά πεντάμορφη, κρίνω, που ούτε και η γλώσσα των Ξωτικών δεν μπορεί να περιγράψει. Κι εγώ σ’ αγαπώ. Κάποτε λυπόμουν τη θλίψη σου. Τώρα όμως, ακόμα κι αν δεν είχες λύπες, ούτε φόβους ούτε να σου έλειπε τίποτα, αν ήσουν η τρισευτυχισμένη Βασίλισσα της Γκόντορ, δε θα έπαυα να σ’ αγαπώ. Έογουιν, εσύ δε μ’ αγαπάς;
Τότε τα αισθήματα στην καρδιά της Έογουιν άλλαξαν ή μπορεί, επιτέλους, να τα κατάλαβε. Και ξαφνικά ο χειμώνας πέρασε και την έλουσε ο ήλιος.
– Στέκομαι στη Μίνας Άνορ, στον Πύργο του Ήλιου, είπε· και να! ο Ίσκιος έφυγε! δε θα κρατώ ασπίδα πια ούτε θα παραβγαίνω με τους μεγάλους Καβαλάρηδες ούτε θα χαίρομαι μονάχα με τα τραγούδια που μιλούν για σφαγές. Θα ασχοληθώ να θεραπεύω και θ’ αγαπώ όλα τα πράγματα που μεγαλώνουν και δεν είναι στείρα.
Και πάλι κοίταξε το Φαραμίρ.
– Δε θέλω πια να γίνω βασίλισσα, είπε. Ο Φαραμίρ τότε γέλασε χαρούμενα.
– Ευτυχώς, είπε, γιατί δεν είμαι βασιλιάς. Όμως θέλω να παντρευτώ τη Λευκή Κυρά του Ρόαν, αν το θέλει κι αυτή. Και αν συμφωνεί, τότε ας περάσουμε τον Ποταμό και σε χαρούμενες μέρες ας ζήσουμε στο όμορφο Ιθίλιεν κι ας φτιάξουμε εκεί τον κήπο. Όλα θα μεγαλώνουν χαρούμενα εκεί, αν έρθει η Λευκή Κυρά.
– Πρέπει, λοιπόν, να αφήσω το λαό μου, άνθρωπε της Γκόντορ; είπε. Και δε θα σε πειράξει που ο δικός σου περήφανος λαός θα πει: «Να τος ο άρχοντας που ημέρεψε μια άγρια πολεμίστρια του Βοριά! Δεν είχε γυναίκες από τη γενιά του Νούμενορ να διαλέξει;»
– Καθόλου, είπε ο Φαραμίρ.
Και την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε κάτω απ’ τον ηλιόλουστο ουρανό, δίχως να τον νοιάζει που στέκονταν ψηλά στα τείχη και τους έβλεπαν πολλοί. Και, πραγματικά, πολλοί τους είδαν και είδαν και το φως που έλαμπε γύρω τους καθώς κατέβηκαν από τα τείχη και πήγαν χέρι χέρι στα Σπίτια της Γιατρειάς.
Και στον Υπεύθυνο των Σπιτιών ο Φαραμίρ είπε:
– Εδώ είναι η Αρχόντισσα Έογουιν του Ρόαν, που τώρα έχει γίνει καλά.
Και ο Υπεύθυνος είπε:
– Τότε της δίνω την άδεια να φύγει και την αποχαιρετώ και της εύχομαι ποτέ να μην ξαναρρωστήσει από τίποτα. Αναθέτω τη φροντίδα της στον Επίτροπο της Πόλεως, ώσπου να επιστρέψει ο αδελφός της.
Η Έογουιν όμως είπε:
– Τώρα όμως που έχω την άδεια να φύγω, θα προτιμούσα να μείνω. Γιατί αυτό το Σπίτι έχει γίνει για μένα το πιο ευλογημένο απ’ όλα τα καταλύματα.
Κι έμεινε εκεί, ώσπου ήρθε ο Βασιλιάς Έομερ.
Στην Πόλη τώρα ετοιμάζονταν τα πάντα· και είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος, γιατί τα νέα είχαν απλωθεί παντού στην Γκόντορ, από το Μιν-Ρίμον ως το Πίναθ Γκέλιν και τις μακρινές ακτές της θάλασσας· και όλοι όσοι μπορούσαν να έρθουν στην Πόλη, βιάστηκαν να το κάνουν. Και η Πόλη γέμισε πάλι με γυναίκες και όμορφα παιδιά που ξαναγύρισαν στα σπίτια τους φορτωμένα λουλούδια· και από το Ντολ Άμροθ ήρθαν λυράρηδες που έπαιζαν καλύτερα απ’ όλους στη χώρα· και ήρθαν αυτοί που έπαιζαν βιόλες και φλάουτα και ασημένια βούκινα και καλλίφωνοι τραγουδιστές από τις κοιλάδες του Λέμπενιν.
Κι έφτασε τέλος ένα δειλινό όταν από τα τείχη φάνηκαν οι σκηνές κάτω στον κάμπο και όλη τη νύχτα έκαιγαν τα φώτα καθώς οι άνθρωποι περίμεναν την αυγή. Και όταν ο ήλιος βγήκε στο ασυννέφιαστο πρωινό πάνω από τα βουνά της Ανατολής – που δεν είχαν πια σκιές -, τότε σήμαναν όλες οι καμπάνες και όλες οι σημαίες ξεδιπλώθηκαν κι ανέμισαν στον αέρα· και πάνω στο Λευκό Πύργο της ακρόπολης το λάβαρο των Επιτρόπων, αστραφτερό ασήμι σαν χιόνι στον ήλιο, δίχως σχέδιο ή θυρεό, υψώθηκε πάνω στην Γκόντορ για τελευταία φορά.
Τώρα οι Καπεταναίοι της Δύσης οδήγησαν τους άντρες τους κατά την Πόλη και ο κόσμος τούς είδε να προχωρούν, η μια σειρά πίσω από την άλλη, αστράφτοντας και λαμπυρίζοντας στο φως της ανατολής και κυματίζοντας σαν το ασήμι. Κι έτσι έφτασαν μπροστά στο Δρόμο της Πύλης και σταμάτησαν σε διακόσιες είκοσι γιάρδες απόσταση από τα τείχη. Ως τότε δεν είχαν βάλει ξανά πύλες, αλλά υπήρχε ένα εμπόδιο τοποθετημένο μπροστά στην είσοδο της Πόλης κι εκεί ήταν παραταγμένοι άντρες οπλισμένοι, ντυμένοι στα ασημομαύρα με γυμνωμένα τα μακριά σπαθιά τους. Μπροστά από το εμπόδιο στεκόταν ο Φαραμίρ ο Επίτροπος και ο Χούριν ο Κλειδούχος και άλλοι καπεταναίοι της Γκόντορ και η Αρχόντισσα Έογουιν του Ρόαν με το Στρατάρχη Έλφχελμ και πολλούς ιππότες του Μαρκ· κι απ’ τις δύο πλευρές της Πύλης συνωστίζονταν πολλοί όμορφοι άνθρωποι με πολύχρωμα ρούχα και γιρλάντες από λουλούδια.
Έτσι τώρα υπήρχε ένας μεγάλος χώρος μπροστά από τα τείχη της Μίνας Τίριθ, που ήταν κλεισμένος από όλες τις πλευρές με τους ιππότες και τους στρατιώτες της Γκόντορ και του Ρόαν και από τους ανθρώπους της Πόλης και από όλα τα μέρη της χώρας. Έπεσε σιωπή καθώς μέσα από το στράτευμα ξεχώρισαν οι Ντούνεντεν ντυμένοι στα γκρίζα κι ασημιά· και μπροστά τους πήγαινε ο Άρχοντας Άραγκορν βαδίζοντας αργά. Ήταν ντυμένος με μαύρο αλυσιδωτό θώρακα κι ασημένια εξάρτυση και φορούσε ένα μακρύ κατάλευκο μανδύα που ήταν πιασμένος στο λαιμό με μια μεγάλη καρφίτσα με πράσινη πέτρα που έλαμπε από μακριά· το κεφάλι του όμως ήταν ξεσκέπαστο, εκτός από ένα αστέρι στο μέτωπό του που ήταν δεμένο με μία λεπτή ασημένια κορδέλα. Μαζί του ήταν ο Έομερ του Ρόαν, ο Πρίγκιπας Ιμραχίλ και ο Γκάνταλφ, όλοι ντυμένοι στα κάτασπρα και τέσσερις μικρόσωμες μορφές που πολλοί απορούσαν στη θέα τους.
– Όχι, ξαδέρφη! δεν είναι παιδιά, είπε η Γιόρεθ σε κάποια συγγένισσά της από το Ίμλοθ Μέλουι, που στεκόταν πλάι της. Αυτά είναι Periain από τη μακρινή χώρα των Μικρούληδων, όπου είναι πρίγκιπες ξακουστοί, λέει. Ξέρω εγώ, γιατί είχα έναν και τον περιποιόμουν στα Σπίτια. Είναι μικρόσωμοι, αλλά γενναίοι. Για να καταλάβεις, ξαδέρφη, ο ένας απ’ αυτούς πήγε με τον ακόλουθό του μονάχα στη Μαύρη Χώρα και πάλεψε με το Μαύρο Άρχοντα ολομόναχος κι έβαλε φωτιά στον Πύργο του, αν μπορείς να το πιστέψεις. Τουλάχιστον έτσι λένε στην Πόλη. Θα ’ναι αυτός εκεί που προχωρεί με το Λιθούχο μας. Ακούω πως είναι φίλοι αγαπημένοι. Τώρα αυτός είναι θαύμα, ο Άρχοντας Λιθούχος – όχι και πολύ μαλακός στα λόγια του, άκου με κι εμένα, μα έχει χρυσή καρδιά, όπως λένε· κι έχει τα χέρια που γιατρεύουν. «Τα χέρια του βασιλιά είναι χέρια που γιατρεύουν», είπα· κι έτσι τα ανακάλυψαν όλα. Και ο Μιθραντίρ μου είπε: «Γιόρεθ, οι άνθρωποι θα θυμούνται για πολύν καιρό τα λόγια σου», και...
Αλλά δεν μπόρεσε η Γιόρεθ να συνεχίσει την κατήχηση της συγγένισσάς της απ’ το χωριό, γιατί μια σάλπιγγα σάλπισε κι ακολούθησε νεκρική σιγή. Τότε προχώρησε από την Πύλη ο Φαραμίρ με το Χούριν τον Κλειδούχο και κανέναν άλλον εκτός από τέσσερις άντρες πίσω του που φορούσαν τις ψηλές περικεφαλαίες και τη στολή της Ακρόπολης και κρατούσαν ένα μεγάλο κιβώτιο από μαύρο ξύλο lebethron δεμένο με ασήμι.
Ο Φαραμίρ συναντήθηκε με τον Άραγκορν στη μέση των συγκεντρωμένων και, γονατίζοντας, είπε:
– Ο τελευταίος Επίτροπος της Γκόντορ ζητά την άδεια να παραδώσει το αξίωμά του.
Και άπλωσε να παραδώσει ένα λευκό σκήπτρο· ο Άραγκορν όμως πήρε το σκήπτρο και το έδωσε πίσω, λέγοντας:
– Το αξίωμα αυτό δεν καταργείται και θα μείνει δικό σου καν των απογόνων σου για όσο διάστημα θα υπάρχει ο οίκος μου. Εκτέλεσε τώρα τα καθήκοντα σου!
Ο Φαραμίρ τότε σηκώθηκε όρθιος και είπε με φωνή καθαρή:
– Άνθρωποι της Γκόντορ, ακούστε τώρα τον Επίτροπο αυτού του Βασιλείου! Να! ήρθε κάποιος τέλος να διεκδικήσει τη βασιλεία πάλι. Εδώ είναι ο Άραγκορν γιος του Άραθορν, αρχηγός των Ντούνεντεν της Άρνορ, Στρατηγός της Στρατιάς της Δύσης, με το Αστέρι του Βορρά και το Σπαθί που έχει συγκολληθεί ξανά, νικητής στη μάχη, τα χέρια του οποίου θεραπεύουν, ο Λιθούχος, ο Ελέσαρ του Οίκου του Βάλαντιλ, γιου του Ισίλντουρ, γιου του Έλεντιλ του Νούμενορ. Θέλετε να γίνει βασιλιάς, να μπει στην Πόλη και να ζήσει εκεί;
Και όλος ο στρατός και ο λαός φώναξαν ναι με μια φωνή. Και η Γιόρεθ είπε στη συγγένισσά της:
– Αυτή δεν είναι παρά μια τελετή σαν κι αυτές που έχουμε στην Πόλη, ξαδέρφη· γιατί αυτός έχει κιόλας μπει, όπως σου έλεγα· και μου είπε...
Και τότε πάλι αναγκάστηκε να σωπάσει, γιατί ο Φαραμίρ μίλησε ξανά:
– Άνθρωποι της Γκόντορ, αυτοί που κατέχουν τις παραδόσεις λένε πως το αρχαίο έθιμο απαιτούσε ο βασιλιάς να παραλαμβάνει το στέμμα από τον πατέρα του πριν αυτός πεθάνει· ή, αν αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει, να πηγαίνει μόνος και να το παίρνει από τα χέρια του πατέρα του πάνω από τον τάφο που ήταν θαμμένος. Αλλά επειδή τα πράγματα τώρα πρέπει να γίνουν διαφορετικά, με την ιδιότητά μου ως Επίτροπος, έχω φέρει εδώ σήμερα από τη Ραθ Ντίνεν το στέμμα του Εάμουρ του τελευταίου βασιλιά, που οι μέρες του τελείωσαν στα χρόνια των μακρινών αρχαίων προγόνων μας.
Τότε οι φρουροί προχώρησαν μπροστά και ο Φαραμίρ άνοιξε το κιβώτιο και σήκωσε ψηλά ένα πανάρχαιο στέμμα. Είχε σχήμα όμοιο με τις περικεφαλαίες των Φρουρών της Ακρόπολης, μόνο που ήταν ψηλότερο και κατάλευκο και τα φτερά δεξιά κι αριστερά ήταν φτιαγμένα από ασήμι και μαργαριτάρια κι έμοιαζαν με φτερά θαλασσοπουλιού, γιατί ήταν το έμβλημα των βασιλιάδων που ήρθαν πέρα από τη Θάλασσα· και επτά διαμάντια ήταν δεμένα ολόγυρα στη βάση του και στην κορυφή του είχε ένα μοναδικό πετράδι, που το φως του πετάχτηκε ψηλά σαν φλόγα.
Ο Άραγκορν τότε πήρε το στέμμα, το σήκωσε ψηλά και είπε:
Et Eärello Endorenna utúlien. Sinome maruvan ar Hildinyar tenn’ Ambar-metta!
Κι εκείνα ήταν τα λόγια που είχε πει ο Έλεντιλ όταν έφτασε, διασχίζοντας τη θάλασσα στα φτερά του ανέμου: «Από τη Μεγάλη Θάλασσα έφτασα στη Μέση-γη. Σ’ αυτόν τον τόπο θα εγκατασταθώ εγώ και οι απόγονοι μου, ως τη συντέλεια του κόσμου».
Κι ύστερα, κι ενώ πολλοί απόρησαν, ο Άραγκορν δεν έβαλε το στέμμα στο κεφάλι του, αλλά το έδωσε πίσω στο Φαραμίρ και είπε:
– Στους κόπους και στην παλικαριά πολλών οφείλω την κληρονομιά μου. Σε αναγνώριση αυτών θα ήθελα να μου φέρει το στέμμα ο Δαχτυλιδοκουβαλητής και ας μου το βάλει στο κεφάλι ο Μιθραντίρ, αν θέλει· γιατί αυτός ήταν που έθεσε σε κίνηση όλα όσα έχουν επιτευχθεί και αυτή η νίκη είναι δική του.
Ο Φρόντο τότε προχώρησε, πήρε το στέμμα από το Φαραμίρ και το πήγε στον Γκάνταλφ· και ο Άραγκορν γονάτισε και ο Γκάνταλφ έβαλε το Λευκό Στέμμα στο κεφάλι του και είπε:
– Από τώρα αρχίζουν οι μέρες του Βασιλιά, που είθε να είναι ευλογημένες για όσο χρόνο θα υπάρχουν οι θρόνοι των Βάλαρ!
Όταν όμως ο Άραγκορν σηκώθηκε, όλοι όσοι τον έβλεπαν, έμειναν να κοιτάζουν σιωπηλοί, γιατί τους φάνηκε πως τώρα, για πρώτη φορά, τους αποκαλύφθηκε. Ψηλός σαν τους αρχαίους βασιλιάδες της Θάλασσας, στεκόταν ψηλότερος από όλους όσους βρίσκονταν κοντά, έμοιαζε να ’χουν περάσει από πάνω του μέρες αρχαίες κι όμως να βρίσκεται στο άνθος της ηλικίας του· σοφία καθόταν στο μέτωπό του και δύναμη και θεραπευτικές ικανότητες στα χέρια του κι ένα φως ξεχυνόταν ολόγυρά του. Και τότε ο Φαραμίρ φώναξε:
– Ιδού ο Βασιλιάς!
Και τη στιγμή εκείνη όλες οι τρομπέτες σάλπισαν και ο Βασιλιάς Ελέσαρ προχώρησε κι έφτασε στο εμπόδιο και ο Χούριν ο Κλειδούχος το παραμέρισε· κι ανάμεσα στις μελωδίες από άρπες, βιόλες, φλάουτα και τα τραγούδια από καθάριες φωνές, ο Βασιλιάς διέσχισε τους ανθοστολισμένους δρόμους κι έφτασε στην Ακρόπολη και μπήκε μέσα· και το λάβαρο με το Δέντρο και τα άστρα ανέμισε στον πιο ψηλό πυργίσκο και άρχισε η βασιλεία του Βασιλιά Ελέσαρ, που γι’ αυτήν έχουν γραφτεί πολλά τραγούδια.
Στις μέρες του την Πόλη την έφτιαξαν πιο όμορφη από όσο ήταν ποτέ, ακόμα και στον καιρό της πρώτης της δόξας· και τη γέμισαν με δέντρα και σιντριβάνια κι έφτιαξαν τις πύλες της από μίθριλ και ατσάλι κι έστρωσαν τους δρόμους της με άσπρο μάρμαρο· και ο Λαός του Βουνού δούλεψαν εκεί και ο Λαός του Δάσους χαίρονταν να πηγαίνουν εκεί· και όλα γιατρεύτηκαν και έγιναν καλά και τα σπίτια γέμισαν με άντρες και γυναίκες και τα γέλια παιδιών και κανένα παράθυρο δεν έμεινε τυφλό ούτε αυλή άδεια’ και ακόμη, όταν τελείωσε η Τρίτη Εποχή του κόσμου και ήρθε η καινούρια, εξακολούθησε να διατηρεί τη μνήμη και τη δόξα των χρόνων που είχαν περάσει.
Τις μέρες που ακολούθησαν τη στέψη του ο Βασιλιάς καθόταν στο θρόνο του στην Αίθουσα των Βασιλέων και έβγαζε τις αποφάσεις του. Και ήρθαν πρεσβείες από πολλές χώρες και λαούς, από την Ανατολή και το Νότο και από τις παρυφές του Δάσους της Σκοτεινιάς και από τη Μαυροχώματη χώρα στα δυτικά. Και ο Βασιλιάς έδωσε χάρη στους Ανατολίτες που είχαν παραδοθεί και τους άφησε ελεύθερους να φύγουν και σύναψε ειρήνη με τους λαούς του Χαράντ· κι ελευθέρωσε τους σκλάβους της Μόρντορ και τους παραχώρησε όλες τις περιοχές γύρω από τη Λίμνη Νούρνεν. Και του έφεραν πολλούς για να τους δώσει έπαινο και αμοιβή για την ανδρεία τους· και τελευταίον ο λοχαγός της Φρουράς του έφερε να δικάσει τον Μπέρεγκοντ.
Και ο Βασιλιάς είπε στον Μπέρεγκοντ:
– Μπέρεγκοντ, με το σπαθί σου χύθηκε αίμα στα Ιερά των Νεκρών, όπου είναι απαγορευμένο. Άφησες επίσης τη θέση σου χωρίς την άδεια του Άρχοντα ή του Διοικητή. Γι’ αυτές τις παραβάσεις, παλιά, η ποινή ήταν θάνατος. Τώρα, λοιπόν, πρέπει να ανακοινώσω την καταδίκη σου.
»Για την ανδρεία σου στη μάχη κάθε ποινή παραγράφεται και, ακόμη περισσότερο, γιατί όλα όσα έκανες ήταν από αγάπη για τον Άρχοντα Φαραμίρ. Παρ’ όλ’ αυτά όμως θα πρέπει να φύγεις από τη Φρουρά της Ακροπόλεως και θα πρέπει να εγκαταλείψεις την Πόλη της Μίνας Τίριθ.
Τότε το αίμα έφυγε από το πρόσωπο του Μπέρεγκοντ και, χτυπημένος κατάκαρδα, έσκυψε το κεφάλι.
Ο Βασιλιάς όμως είπε:
– Έτσι πρέπει να γίνει, γιατί διορίζεσαι στο Λευκό Λόχο, στη Φρουρά του Φαραμίρ, Πρίγκιπα του Ιθίλιεν, κι εσύ θα είσαι ο διοικητής του και θα κατοικείς στο Έμιν Άρνεν με τιμή και ειρήνη και στην υπηρεσία εκείνου, που, για να τον σώσεις από το θάνατο, διακινδύνευσες τα πάντα.
Και τότε ο Μπέρεγκοντ, βλέποντας το έλεος και τη δικαιοσύνη του βασιλιά, ολόχαρος γονάτισε και φίλησε το χέρι του κι έφυγε γεμάτος χαρά και ικανοποίηση. Και ο Άραγκορν παραχώρησε το Ιθίλιεν πριγκιπάτο στο Φαραμίρ και του είπε να εγκατασταθεί στους λόφους του Έμιν Άρνεν που βλέπουν την Πόλη.
– Γιατί, είπε, η Μίνας Ίθιλ στην Κοιλάδα Μόργκουλ θα καταστραφεί εντελώς και, παρ’ όλο που μπορεί κάποτε να καθαριστεί, κανένας άνθρωπος δε θα εγκατασταθεί εκεί για πάρα πολλά χρόνια.
Και τελευταίον από όλους ο Άραγκορν χαιρέτησε τον Έομερ του Ρόαν και αγκαλιάστηκαν και είπε ο Άραγκορν:
– Μεταξύ μας δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανταλλαγές ή έπαθλα· γιατί είμαστε αδέλφια, Σ’ ευτυχισμένη ώρα κατέβηκε καλπάζοντας ο Έορλ από το Βοριά και ποτέ δεν υπήρξε πιο ευλογημένη συμμαχία λαών, ώστε ποτέ ο ένας δεν άφησε αβοήθητο τον άλλο, ούτε θα τον αφήσει. Τώρα, όπως γνωρίζεις, έχουμε ενταφιάσει το Θέοντεν τον Ξακουστό σ’ ένα μνήμα στα Ιερά των Νεκρών κι εκεί θα μείνει για πάντα ανάμεσα στους Βασιλιάδες της Γκόντορ, αν το θελήσεις. Ή, αν το επιθυμείς, θα έρθουμε στο Ρόαν και θα τον φέρουμε πίσω να αναπαυθεί κοντά στο λαό του.
Και ο Έομερ απάντησε:
– Από την ημέρα εκείνη, που βγήκες μπροστά μου μέσα από το πράσινο χορτάρι στα λιβάδια, σε έχω αγαπήσει και αυτή η αγάπη ποτέ δε θα σβήσει. Τώρα όμως πρέπει να φύγω για λίγο για το δικό μου βασίλειο, όπου έχει πολλά εκεί που χρειάζεται να θεραπευτούν και να μπουν σε τάξη. Όσο για τον Πεσόντα, όταν όλα είναι έτοιμα, θα έρθουμε να τον πάρουμε· αλλά ας μείνει εδώ να κοιμάται για λίγο.
Και η Έογουιν είπε στο Φαραμίρ:
– Τώρα πρέπει να επιστρέψω στη χώρα μου και να τη δω γι’ άλλη μια φορά και να βοηθήσω τον αδελφό μου στο έργο του· αλλά όταν αυτός που για πολύν καιρό αγαπούσα σαν πατέρα αναπαυθεί τελικά, θα γυρίσω πίσω.
Έτσι περνούσαν οι χαρούμενες μέρες· και την όγδοη ημέρα του Μαΐου οι Καβαλάρηδες του Ρόαν ετοιμάστηκαν και έφυγαν από το Βορινό Δρόμο και μαζί τους πήγαν και οι γιοι του Έλροντ. Όλος ο δρόμος γέμισε κόσμο δεξιά κι αριστερά για να τους τιμήσουν και να τους ζητωκραυγάσουν, από την Πύλη της Πόλεως ως τα τείχη του Πέλενορ. Αργότερα, όσοι άλλοι κατοικούσαν μακριά γύρισαν στα σπίτια τους όλο χαρά· στην Πόλη όμως δούλευαν πολλά πρόθυμα χέρια για να ξαναχτίσουν, να επισκευάσουν και να απομακρύνουν όλα τα σημάδια του πολέμου και την ανάμνηση της σκοτεινιάς.
Οι χόμπιτ εξακολουθούσαν να μένουν στη Μίνας Τίριθ, με το Λέγκολας και τον Γκίμλι· γιατί ο Άραγκορν δεν ήθελε να διαλυθεί η συντροφιά.
– Κάποτε όλα αυτά πρέπει να τελειώσουν, είπε, αλλά θα ήθελα να περιμένατε για λίγο ακόμα – γιατί το τέλος των περιπετειών που λάβατε μέρος δεν έχει έρθει ακόμη. Πλησιάζει μια μέρα που την περίμενα όλα τα χρόνια της νιότης μου και, όταν έρθει, θέλω να έχω τους φίλους μου κοντά μου.
Αλλά για τη μέρα εκείνη δεν έλεγε περισσότερα.
Τις μέρες εκείνες οι Σύντροφοι του Δαχτυλιδιού έμεναν όλοι σε ένα όμορφο σπίτι μαζί με τον Γκάνταλφ και πηγαινοέρχονταν όπως τους άρεσε.
Και ο Φρόντο είπε στον Γκάνταλφ:
– Ξέρεις τι είναι αυτή η μέρα που μας μιλάει ο Άραγκορν; Γιατί είμαστε ευτυχισμένοι εδώ και δε θέλω να φύγω· οι μέρες όμως κυλούν και ο Μπίλμπο περιμένει· και το Σάιρ είναι η πατρίδα μου.
– Και ο Μπίλμπο, είπε ο Γκάνταλφ, περιμένει την ίδια αυτή μέρα και ξέρει τι σας κρατά μακριά. Όσο για τις μέρες που κυλούν, δεν είναι παρά Μάιος ακόμα και το μεσοκαλόκαιρο δεν έφτασε ακόμα· και παρ’ όλο που όλα τα πράγματα φαίνονται αλλαγμένα, λες κι έχει φύγει μια ολόκληρη εποχή του κόσμου, για τα δέντρα όμως και το χορτάρι είναι λιγότερο από χρόνος από τότε που ξεκινήσατε.
– Πίπιν, είπε ο Φρόντο, δεν είπες πως ο Γκάνταλφ είχε γίνει λιγότερο κλειστός από ό,τι ήταν παλιά; Θα ήταν κουρασμένος από τους κόπους του τότε, φαντάζομαι. Τώρα συνέρχεται.
Και ο Γκάνταλφ είπε:
– Σε πολλούς αρέσει να ξέρουν εκ των προτέρων τι Θα σερβιριστεί στο τραπέζι· εκείνοι όμως που έχουν κοπιάσει να ετοιμάσουν το γεύμα θέλουν να κρατούν το μυστικό τους’ γιατί ο θαυμασμός κάνει τον έπαινο να ακούγεται πιο δυνατά. Εξάλλου κι ο ίδιος ο Άραγκορν περιμένει κάποιο σημάδι.
Και έφτασε μια μέρα που ο Γκάνταλφ εξαφανίστηκε και οι Σύντροφοι απορούσαν τι να συμβαίνει. Ο Γκάνταλφ όμως πήρε τον Άραγκορν από την Πόλη τη νύχτα και τον πήγε στους νότιους πρόποδες του Βουνού Μιντολούιν κι εκεί βρήκαν ένα μονοπάτι που υπήρχε από αιώνες και το οποίο τώρα ελάχιστοι τολμούσαν να το ακολουθήσουν. Γιατί οδηγούσε πάνω στο βουνό, σε έναν ιερό τόπο ψηλά, που μονάχα οι βασιλιάδες συνήθιζαν να πηγαίνουν. Και ανέβηκαν από απότομα περάσματα, ώσπου έφτασαν σε ένα ψηλό πλάτωμα, κάτω από τα χιόνια που σκέπαζαν τις ψηλές κορυφές, που έβλεπε κάτω, πάνω από έναν γκρεμό που υπήρχε πίσω από την Πόλη. Και αφού στάθηκαν εκεί, κοίταξαν όλες τις περιοχές, γιατί είχε ξημερώσει· και είδαν τους πύργους της Πόλης κάτω μακριά τους, που έμοιαζαν σαν λευκά μολύβια που τα άγγιζε το φως του ήλιου και όλη την Κοιλάδα του Άντουιν που έμοιαζε με κήπο και τα Βουνά της Σκιάς ήταν τυλιγμένα σε χρυσή ομίχλη. Από τη μία πλευρά η ματιά τους έφτανε ως τα γκρίζα Έμιν Μιούιλ και η γυαλάδα του Ράουρος έμοιαζε σαν αστέρι που τρεμοπαίζει μακριά· και από την άλλη πλευρά είδαν τον Ποταμό σαν κορδέλα που έφτανε ως το Πελάργκιρ και πιο πέρα υπήρχε ένα φως στην άκρη του ουρανού που μιλούσε για τη Θάλασσα.
Και ο Γκάνταλφ είπε:
Αυτό είναι το βασίλειό σου και η καρδιά τού ακόμα μεγαλύτερου βασιλείου που θα γίνει. Η Τρίτη Εποχή του κόσμου τελείωσε και καινούρια εποχή αρχίζει· και το δικό σου έργο είναι να βάλεις σε τάξη την αρχή της και να διατηρήσεις ό,τι μπορεί να διατηρηθεί. Γιατί αν και πολλά έχουν διασωθεί, πολλά πρέπει τώρα να φύγουν και η δύναμη των Τριών Δαχτυλιδιών έχει κι αυτή τελειώσει. Και όλες οι περιοχές που βλέπεις και όσες βρίσκονται γύρω τους θα γίνουν περιοχές που θα κατοικούν οι Άνθρωποι. Γιατί έρχεται η ώρα της Κυριαρχίας των Ανθρώπων και η Παλιότερη Γενιά θα σβήσει ή θα φύγει.
Το ξέρω καλά, καλέ μου φίλε, είπε ο Άραγκορν όμως, εγώ εξακολουθώ να θέλω τις συμβουλές σου.
Όχι για πολύ ακόμα, είπε ο Γκάνταλφ. Η εποχή μου ήταν η Τρίτη Εποχή. Εγώ ήμουν ο Εχθρός του Σόρον και το έργο μου τελείωσε. Γρήγορα θα φύγω. Το φορτίο τώρα πρέπει να βαρύνει εσένα και τη γενιά σου.
Μα εγώ θα πεθάνω, είπε ο Άραγκορν. Γιατί είμαι άνθρωπος θνητός και, παρ’ όλο που είμαι αυτός που είμαι και προέρχομαι κατευ-Οΐ;ί(ΐ.ν από τη φυλή της Δύσης, και θα ζήσω πολύ περισσότερο από άλλους ανθρώπους, όμως κι αυτό δεν είναι παρά πολύ ελάχιστο· και όταν αυτοί που τώρα βρίσκονται στις κοιλιές των γυναικών γεννηθούν και γεράσουν, θα γεράσω κι εγώ. Και τότε ποιος θα κυβερνήσει την Γκόντορ κι εκείνους που βλέπουν τούτη την Πόλη σαν τη βασίλισσά τους, αν δεν πραγματοποιηθεί η επιθυμία μου; Το Δέντρο στην Αυλή του Σιντριβανιού είναι ακόμα γυμνό και ξεραμένο. Πότε θα δω κάποιο σημάδι πως θα αλλάξουν;
― Γύρισε το πρόσωπό σου και μην κοιτάς τον πράσινο κόσμο και κοίταξε κει που όλα φαίνονται γυμνά και παγωμένα! είπε ο Γκάνταλφ.
Τότε ο Άραγκορν γύρισε και πίσω του υπήρχε μια πέτρινη πλαγιά που κατηφόριζε από τις άκρες του χιονιού· και όπως κοίταζε, είδε πως εκεί στην ερημιά κάτι φύτρωνε. Και ανέβηκε ως εκεί και είδε ότι άκρη άκρη, εκεί που τελείωνε το χιόνι, ξεπεταγόταν ένα μικρό δεντράκι όχι πάνω από ένα πόδι ψηλό. Και είχε κιόλας βγάλει καινούρια φύλλα μακρουλά και καλοφτιαγμένα, σκούρα από πάνω και ασημένια από κάτω και στη λεπτή κορφούλα του είχε ένα μικρό μπουκετάκι λουλούδια που τα λευκά τους πέταλα έλαμπαν σαν ηλιοφώτιστο χιόνι.
Τότε ο Άραγκορν φώναξε:
– Ye! utúvienyes! Το βρήκα! Να το! εδώ είναι ένας απόγονος του Αρχαιότερου των Δέντρων. Αλλά πώς ήρθε εδώ; Γιατί δεν είναι περισσότερο από επτά χρονών.
Και ο Γκάνταλφ ήρθε και κοιτάζοντάς το είπε:
– Αυτό πραγματικά είναι ένα δεντράκι από τη γενιά του όμορφου Νίμλοθ· και εκείνο ήταν ένα φιντανάκι του Γκαλαθίλιον κι εκείνο ένα φρούτο του Τελπέριον με τα πολλά ονόματα, του Αρχαιότερου Δέντρου. Ποιος μπορεί να πει πώς βρέθηκε εδώ την προκαθορισμένη ώρα; Αλλά αυτός ο τόπος είναι αρχαίος και ιερός και πριν χαθούν οι βασιλιάδες ή το Δέντρο μαραθεί στην αυλή, θα πρέπει να έβαλαν εδώ έναν καρπό. Γιατί λέγεται ότι αν και ο καρπός του Δέντρου σπάνια ωριμάζει, παρ’ όλ’ αυτά η ζωή μέσα του μπορεί να διατηρηθεί κοιμισμένη για πάρα πολλά χρόνια και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την ώρα που θα ξυπνήσει. Αυτό να το θυμάσαι. Γιατί αν ποτέ ωριμάσει κάποιος καρπός, πρέπει να φυτευτεί, για να μη χαθεί το είδος του από τον κόσμο. Εδώ ήταν κρυμμένο στο βουνό, έτσι όπως η γενιά του Έλεντιλ βρισκόταν κρυμμένη στις ερημιές του Βοριά. Και όμως το γενεαλογικό δέντρο του Νίμλοθ είναι πολύ αρχαιότερο από το δικό σου, Βασιλιά Ελέσαρ.
Ύστερα ο Άραγκορν άπλωσε το χέρι του μαλακά στο δεντράκι και, να! λες και μόλις κρατιόταν στη γη, βγήκε δίχως να πάθει τίποτε· και ο Άραγκορν το έφερε πίσω στην Ακρόπολη. Τότε ξερίζωσαν το ξερό δέντρο με σεβασμό· και δεν το έκαψαν, αλλά το πήγαν ν’ αναπαυθεί στη σιωπή της Ραθ Ντίνεν. Και ο Άραγκορν φύτεψε το καινούριο δέντρο στην αυλή κοντά στο σιντριβάνι κι εκείνο άρχισε να μεγαλώνει γρήγορα και χαρούμενα· και όταν μπήκε ο μήνας Ιούνιος ήταν φορτωμένο λουλούδια.
– Το σημάδι δόθηκε, είπε ο Άραγκορν, και η μέρα δε βρίσκεται μακριά.
Και έβαλε σκοπούς στα τείχη.
Ήταν η παραμονή του Μεσοκαλόκαιρου όταν ήρθαν αγγελιαφόροι από το Άμον Ντιν στην Πόλη και είπαν πως έρχονταν έφιππα Ξωτικά από το Βοριά και τώρα πλησίαζαν τα τείχη του Πέλενορ.
Και ο Βασιλιάς είπε:
– Επιτέλους ήρθαν. Να γίνουν ετοιμασίες σ’ ολόκληρη την Πόλη!
Και το βράδυ της Παραμονής του Μεσοκαλόκαιρου, όταν ο ουρανός ήταν μπλε σαν ζαφείρι και τ’ αστέρια ξάνοιγαν στην Ανατολή, ενώ η Δύση χρύσιζε ακόμα και η ατμόσφαιρα ήταν δροσερή και μυρωδάτη, οι καβαλάρηδες κατηφόρισαν το Βορινό Δρόμο ως τις πύλες της Μίνας Τίριθ. Πρώτοι πήγαιναν ο Ελρόχιρ κι ο Ελάνταν με ένα ασημένιο λάβαρο και ύστερα ακολουθούσαν ο Γκλορφίντελ και ο Έρεστορ και όλο το σπιτικό του Σκιστού Λαγκαδιού και πίσω τους η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ και ο Σέλεμπορν, ο Άρχοντας του Λοθλόριεν, πάνω σε κατάλευκα άτια και μαζί τους πολλοί απ’ τον ωραίο λαό του τόπου τους, με γκρίζους μανδύες κι άσπρα πετράδια στα μαλλιά τους· και τελευταίος πήγαινε ο Άρχοντας Έλροντ, μέγας ανάμεσα στα Ξωτικά και στους Ανθρώπους, κρατώντας το σκήπτρο του Ανούμινας και πλάι του, σ’ ένα γκρίζο άτι, ερχόταν η Άργουεν η κόρη του, το Άστρο της Λύσης του λαού της.
Και ο Φρόντο όταν την είδε να έρχεται φεγγίζοντας στο δειλινό, με αστέρια στο μέτωπό της και γλυκιά ευωδιά ολόγυρά της, συγκλονισμένος από το θαυμασμό είπε στον Γκάνταλφ:
– Επιτέλους καταλαβαίνω γιατί περιμέναμε! Αυτό είναι το τέλος. Τώρα δε θα αγαπούμε μόνο τη μέρα, γιατί και η νύχτα θα είναι όμορφη κι ευλογημένη και όλοι της οι τρόμοι θα χαθούν!
Έπειτα ο Βασιλιάς καλωσόρισε τους ξένους του και εκείνοι ξεπέζεψαν και ο Έλροντ παρέδωσε το σκήπτρο κι έβαλε το χέρι της κόρης του στο χέρι του Βασιλιά και μαζί ανέβηκαν στην Ψηλή Πόλη κι όλα τ’ άστρα λουλούδιασαν στον ουρανό. Και ο Άραγκορν ο Βασιλιάς Ελέσαρ παντρεύτηκε την Άργουεν Αντόμιελ στην Πόλη των Βασιλέων τη μέρα του Μεσοκαλόκαιρου και η ιστορία της μακρόχρονης αναμονής και των μόχθων τους ολοκληρώθηκε.
Όταν οι μέρες της χαράς τέλος πέρασαν, οι Σύντροφοι σκέφτηκαν το γυρισμό στα σπίτια τους. Και ο Φρόντο πήγε στο Βασιλιά εκεί που καθόταν με τη Βασίλισσα Άργουεν πλάι στο σιντριβάνι και τραγουδούσε ένα τραγούδι του Βάλινορ, ενώ το Δέντρο μεγάλωνε και άνθιζε. Καλωσόρισαν το Φρόντο και σηκώθηκαν να τον χαιρετήσουν και ο Άραγκορν είπε:
– Ξέρω τι ήρθες να πεις, Φρόντο – θέλεις να επιστρέψεις στην πατρίδα σου. Λοιπόν, πολύ αγαπημένε φίλε, κάθε δέντρο μεγαλώνει καλύτερα στη γη των προγόνων του· αλλά εσένα όλοι οι τόποι της Δύσης θα σε καλοδέχονται πάντα. Και μόλο που ο λαός σου είχε μικρή θέση στις ιστορίες με τα κατορθώματα των μεγάλων, τώρα θα γίνει πιο ξακουστός από πολλά μεγάλα βασίλεια που δεν υπάρχουν πια.
– Είναι αλήθεια πως θέλω να γυρίσω στο Σάιρ, είπε ο Φρόντο. Πρώτα όμως πρέπει να πάω στο Σκιστό Λαγκάδι. Αλλά, αν λείπει κάτι από μέρες τόσο ευλογημένες, είναι ο Μπίλμπο· και λυπήθηκα όταν είδα πως ανάμεσα σε όλους από το σπιτικό του Έλροντ εκείνος δεν είχε έρθει.
– Και απορείς γι’ αυτό, Δαχτυλιδοκουβαλητή; είπε η Άργουεν. Εσύ ξέρεις τη δύναμη αυτού που καταστράφηκε τώρα· και όλα όσα είχαν γίνει μ’ εκείνη τη δύναμη τώρα φεύγουν. Ο συγγενής σου όμως το είχε στην κατοχή του περισσότερο από σένα· και σε περιμένει, γιατί τώρα δε θα ξανακάνει κανένα μακρινό ταξίδι εκτός από το τελευταίο.
– Τότε σου ζητώ την άδεια να φύγω γρήγορα, είπε ο Φρόντο.
– Θα φύγουμε σε επτά μέρες, είπε ο Άραγκορν. Γιατί θα ταξιδέψουμε μαζί πολύ από το δρόμο, ως τη χώρα του Ρόαν. Σε τρεις μέρες τώρα ο Έομερ θα έρθει εδώ για να πάρει πίσω το Θέοντεν ν’ αναπαυθεί στο Μαρκ κι εμείς θα πάμε μαζί του για να τιμήσουμε τους πεσόντας. Τώρα όμως, πριν φύγεις, θα επιβεβαιώσω αυτά που σου είπε ο Φαραμίρ και θα είσαι για πάντα ελεύθερος να κυκλοφορείς σε όλο το βασίλειο της Γκόντορ· το ίδιο και όλοι οι σύντροφοι σου. Και αν υπήρχαν δώρα να σας δώσω αντάξια των έργων σας να τα παίρνατε· αλλά ό,τι επιθυμήσετε να το πάρετε και θα ταξιδέψετε με τιμές και ντυμένοι σαν πρίγκιπες της χώρας. Αλλά και η Βασίλισσα Άργουεν είπε:
– Εγώ θα σου δώσω ένα δώρο. Γιατί είμαι η κόρη του Έλροντ. Εγώ δε θα πάω μαζί του όταν φύγει για τα Λιμάνια· γιατί εγώ έχω κάνει την εκλογή της Λούθιεν και, όπως αυτή, έτσι κι εγώ έχω διαλέξει το γλυκό με το πικρό μαζί. Αλλά θα πας εσύ στη θέση μου, Δαχτυλιδοκουβαλητή, όταν η ώρα φτάσει και αν το επιθυμείς. Αν τα τραύματά σου εξακολουθούν να σε πονούν και η θύμηση του φορτίου σου σε βαραίνει, τότε μπορείς να πας στη Δύση, ώσπου να γιατρευτούν όλες σου οι πληγές και η κούραση. Τώρα όμως φόρεσε αυτό για να θυμάσαι το Λιθούχο και το Αστρο του Δειλινού, που, μαζί τους, έχει υφανθεί η ζωή σου!
Και πήρε ένα άσπρο πετράδι σαν αστέρι, που κρεμόταν στο στήθος της από μια ασημένια αλυσίδα, και πέρασε την αλυσίδα στο λαιμό του Φρόντο.
– Όταν η μνήμη του φόβου και της σκοτεινιάς σε βασανίζουν, είπε, αυτό θα σου δίνει βοήθεια.
Σε τρεις μέρες, όπως είχε πει ο Βασιλιάς, ήρθε ο Έομερ του Ρόαν στην Πόλη και μαζί του ήρθε μία éored από τους καλύτερους ιππότες του Μαρκ. Τον καλωσόρισαν και όταν κάθισαν όλοι στο τραπέζι στη Μέρεθροντ, τη Μεγάλη Αίθουσα των Συμποσίων, αντίκρισε την ομορφιά των κυριών και γέμισε θαυμασμό. Και πριν πάει να αναπαυθεί, έστειλε και φώναξαν τον Γκίμλι το Νάνο και του είπε;
– Γκίμλι γιε του Γκλόιν, έχεις έτοιμο το τσεκούρι σου;
– Όχι, άρχοντα, είπε ο Γκίμλι, αλλά μπορώ γρήγορα να το φέρω, αν υπάρχει ανάγκη.
– Εσύ θα κρίνεις, είπε ο Έομερ. Γιατί υπάρχουν ακόμα κάτι απερίσκεπτες κουβέντες ανάμεσά μας σχετικά με την Αρχόντισσα του Χρυσαφένιου Δάσους. Και τώρα την έχω δει με τα μάτια μου.
– Λοιπόν, άρχοντα, είπε ο Γκίμλι, και τι λες τώρα;
– Αλίμονο! είπε ο Έομερ. Δε θα πω πως είναι η ωραιότερη κυρά που υπάρχει.
– Τότε, πρέπει να πάω για το τσεκούρι μου, είπε ο Γκίμλι.
– Πρώτα, όμως, πρέπει να δώσω μια εξήγηση, είπε ο Έομερ. Εάν την είχα δει σε διαφορετική συντροφιά, θα είχα πει όλα όσα θα ’θελες ν’ ακούσεις. Τώρα όμως θα βάλω τη Βασίλισσα Άργουεν Το Αστέρι του Δειλινού πρώτη και είμαι έτοιμος να πολεμήσω μ’ όποιον μου το αρνηθεί. Να πω να μου φέρουν το σπαθί μου; Ο Γκίμλι τότε υποκλίθηκε βαθιά.
– Όχι, από εμένα είσαι συγχωρεμένος, άρχοντα, είπε. Έχεις διαλέξει το Δειλινό· ενώ η δική μου αγάπη είναι δοσμένη στο Πρωινό. Και η καρδιά μου προαισθάνεται πως αυτό γρήγορα θα φύγει για πάντα.
Τέλος, έφτασε η μέρα που θα αναχωρούσαν και μια μεγάλη κι όμορφη ομάδα ετοιμάστηκε ν’ αφήσει την Πόλη με κατεύθυνση το βοριά. Τότε οι βασιλιάδες της Γκόντορ και του Ρόαν πήγαν στα Ιερά των Νεκρών, στους τάφους της Ραθ Ντίνεν και πήραν το Βασιλιά Θέοντεν πάνω σε χρυσή νεκροφόρα και διέσχισαν την Πόλη σιωπηλά. Έπειτα έβαλαν το φορείο σ’ ένα μεγάλο αμάξι με Καβαλάρηδες του Ρόαν ολόγυρα και το λάβαρο του να προπορεύεται· και ο Μέρι, επειδή ήταν ο ιπποκόμος του Θέοντεν, πήγαινε πάνω στην άμαξα κρατώντας τα όπλα του βασιλιά.
Για τους άλλους Συντρόφους βρέθηκαν άλογα σύμφωνα με το ύψος τους· ο Φρόντο και ο Σάμγουάιζ προχωρούσαν στο πλευρό του Άραγκορν, ο Γκάνταλφ ίππευε τον Ίσκιο και ο Πίπιν πήγαινε με τους ιππότες της Γκόντορ· κι ο Λέγκολας με τον Γκίμλι πήγαιναν όπως πάντα μαζί πάνω στον Άροντ.
Μαζί τους πήγαιναν επίσης η Βασίλισσα Άργουεν, ο Σέλεμπορν και η Γκαλάντριελ με τους δικούς τους και ο Έλροντ με τους γιους του’ και οι πρίγκιπες του Ντολ Άμροθ και του Ιθίλιεν και πολλοί αξιωματικοί και ιππότες. Ποτέ δεν είχε βασιλιάς του Μαρκ τέτοια ακολουθία στο δρόμο σαν κι αυτή που συνόδευε το Θέοντεν το γιο του Θένγκελ στη γη της πατρίδας του.
Χωρίς να βιάζονται και ειρηνικά μπήκαν στο Ανόριεν και έφτασαν στο Γκρίζο Δάσος κάτω από το Άμον Ντιν κι εκεί άκουσαν ένα θόρυβο λες και χτυπούσαν τύμπανα στους λόφους, αν και δε φαινόταν κανένα ζωντανό πλάσμα. Τότε ο Άραγκορν άφησε τις σάλπιγγες να ηχήσουν και οι αγγελιαφόροι φώναξαν:
– Ιδού, ήρθε ο Βασιλιάς Ελέσαρ. Το Δάσος του Ντρούανταν το δίνει στον Γκαν-μπούρι-γκαν και στο λαό του, δικό τους για πάντα· και από δω και στο εξής κανένας δε θα μπαίνει χωρίς την άδειά τους!
Τότε τα τύμπανα αντήχησαν δυνατά και ύστερα σώπασαν.
Τέλος, ύστερα από ταξίδι δεκαπέντε ημερών η άμαξα του Βασιλιά Θέοντεν πέρασε τα πράσινα λιβάδια του Ρόαν και έφτασε στο Έντορας· κι εκεί ξεκουράστηκαν όλοι. Η Χρυσαφένια Αίθουσα ήταν στολισμένη με όμορφα παραπετάσματα και ήταν γεμάτη φως· κι εκεί έγινε το μεγαλύτερο συμπόσιο που είχε ποτέ της δει από τότε που την είχαν χτίσει. Και ύστερα από τρεις μέρες οι Άντρες του Μαρκ ετοίμασαν την κηδεία του Θέοντεν και τον τοποθέτησαν σ’ ένα πέτρινο σπίτι μαζί με τα όπλα του και πολλά άλλα όμορφα πράγματα που ήταν δικά του και από πάνω του ύψωσαν ένα μεγάλο γήλοφο που τον σκέπασαν με πρασινάδες και λευκά μη-με-λησμόνει. Και τώρα υψώνονταν οκτώ γήλοφοι στην ανατολική πλευρά του Πεδίου των Τύμβων.
Έπειτα οι Καβαλάρηδες του Βασιλικού Οίκου πάνω σε άσπρα άλογα κάλπασαν ολόγυρα στον τύμβο κι έψαλαν μαζί έναν ύμνο για το Θέοντεν το γιο του Θένγκελ, που τον είχε συνθέσει ο Γκλέονγουάινι ο λυράρης του και που, ύστερα απ’ αυτόν, δεν ξανάφτιαξε άλλον ύμνο πια. Οι αργές φωνές των Καβαλάρηδων συγκίνησαν τις καρδιές ακόμη κι όσων δεν ήξεραν τη γλώσσα του λαού εκείνου· τα λόγια όμως του τραγουδιού έκαναν τα μάτια του λαού του Μαρκ να φωτιστούν καθώς άκουγαν ξανά από μακριά το ποδοβολητό των αλόγων από το Βοριά και τη φωνή του Έορλ ν’ ακούγεται πάνω από τη χλαλοή της μάχης στο Πεδίο του Σέλεμπραντ· και η ιστορία των βασιλιάδων συνέχισε να ξετυλίγεται και το Βούκινο του Χελμ αντήχησε δυνατό στα βουνά, ώσπου έφτασε η Σκοτεινιά κι ο Βασιλιάς Θέοντεν σηκώθηκε και κάλπασε μες στη Σκιά κι έφτασε στη φωτιά και πέθανε μεγαλόπρεπα, την ώρα που ο Ήλιος, ξαναγυρίζοντας ανέλπιστα, έλαμπε πάνω στο Μιντολούιν το πρωί.
Από την αμφιβολία και το μαύρο σκοτάδι το χάραμα ζητώντας
ξεκίνησε με το σπαθί γυμνωμένο στο χέρι κατά τον ήλιο, παιανίζοντας.
Ζωντάνεψε ελπίδες κι ελπίζοντας έπεσε·
ξεπέρασε θάνατο, τρόμο και μοίρα,
ξεπέρασε απώλειες και τη ζωή και πέρασε στη δόξα παντοτινά.
Ο Μέρι όμως στεκόταν μπροστά στον πράσινο τύμβο και έκλαιγε και όταν ο ύμνος τελείωσε, ορθώθηκε και φώναξε:
– Βασιλιά Θέοντεν, Βασιλιά Θέοντεν! Έχε γεια! Μου στάθηκες σαν πατέρας, για λίγο. Έχε γεια!
Όταν τελείωσε ο ενταφιασμός και σταμάτησαν τα κλάματα των γυναικών και άφησαν τέλος το Θέοντεν μοναχό στον τύμβο του, τότε ο κόσμος συγκεντρώθηκε στη Χρυσαφένια Αίθουσα για το μεγάλο συμπόσιο και άφησαν κατά μέρος τη λύπη· γιατί ο Θέοντεν είχε ζήσει πλήρης ημερών και τελείωσε τόσο τιμημένα, όσο και οι πιο μεγάλοι από τους προγόνους του. Και όταν έφτασε η ώρα, που, σύμφωνα με το έθιμο του Μαρκ, θα έπιναν στη μνήμη των βασιλέων, η Έογουιν η Αρχόντισσα του Ρόαν σηκώθηκε, χρυσή σαν τον ήλιο και άσπρη σαν το χιόνι, και έφερε ένα γεμάτο κύπελλο στον Έομερ.
Τότε ένας ραψωδός που γνώριζε τις παραδόσεις σηκώθηκε και απάγγειλε όλα τα ονόματα των Αρχόντων του Μαρκ με τη σειρά – του Έορλ του Νεαρού· και του Μπρέγκο που έχτισε το Παλάτι· και του Άλντορ αδελφού του Μπάλντορ[8] του άτυχου· και του Φρέα, του Φρέαγουάινι, του Γκόλντγουάινι, του Ντέορ και του Γκραμ· και του Χελμ που κρύφτηκε στο Λαγκάδι του Χελμ όταν το Μαρκ ηττήθηκε· κι έτσι τελείωσαν οι εννέα τύμβοι της δυτικής πλευράς, γιατί εκείνη την εποχή η διαδοχή διακόπηκε και ύστερα ήρθε η σειρά των τύμβων της ανατολικής πλευράς – του Φρέαλαφ του γιου της αδελφής του Χελμ, του Λεόφα και του Γουάλντα, του Φόλκα, του Φόλκγουάινι, του Φένγκελ, του Θένγκελ και του Θέοντεν ο πιο πρόσφατος. Και όταν ακούστηκε το όνομα του Θέοντεν ο Έομερ άδειασε το κύπελλό του. Έπειτα η Έογουιν είπε στους υπηρέτες να γεμίσουν τα κύπελλα και όλοι όσοι ήταν συγκεντρωμένοι εκεί σηκώθηκαν και ήπιαν στην υγεία του καινούριου βασιλιά, φωνάζοντας:
– Χαίρε, Έομερ, Βασιλιά του Μαρκ!
Τέλος, όταν το δείπνο πλησίαζε να τελειώσει, ο Έομερ σηκώθηκε και είπε:
– Τούτο εδώ είναι το επικήδειο δείπνο του Βασιλιά Θέοντεν όμως, πριν φύγουμε θα σας πω χαρούμενα νέα, γιατί ούτε και σ’ εκείνον θα κακοφαινόταν να το κάνω, επειδή υπήρξε πάντοτε πατέρας για την αδελφή μου την Έογουιν. Ακούστε λοιπόν όλοι εσείς οι καλεσμένοι μου, ευγενικέ κόσμε από πολλά βασίλεια, που σαν κι εσάς ποτέ δεν έχουν ξαναβρεθεί εδώ σ’ αυτό το παλάτι! Ο Φαραμίρ, ο Επίτροπος της Γκόντορ και Πρίγκιπας του Ιθίλιεν, ζητά γυναίκα του την Έογουιν, Αρχόντισσα του Ρόαν, κι εκείνη δέχεται με όλη της την καρδιά. Γι’ αυτό θα δώσουν λόγο μπροστά σε όλους σας.
Και ο Φαραμίρ με την Έογουιν βγήκαν μπροστά και πιάστηκαν χέρι χέρι· και όλοι εκεί ήπιαν στην υγειά τους και χάρηκαν.
– Έτσι, είπε ο Έομερ, η φιλία του Μαρκ και της Γκόντορ συσφίγγεται με έναν ακόμη δεσμό κι εγώ χαίρομαι ακόμα περισσότερο.
– Δεν είσαι καθόλου σφιχτοχέρης, Έομερ, είπε ο Άραγκορν, αφού δίνεις έτσι στην Γκόντορ το ωραιότερο πράγμα του βασιλείου σου!
Τότε η Έογουιν κοίταξε στα μάτια τον Άραγκορν και είπε:
– Ευχήσου μου ευτυχία, άρχοντα μου και θεραπευτή μου! Κι εκείνος απάντησε:
– Ευχόμουν να ευτυχήσεις από τότε που σε είδα για πρώτη φορά. Είναι βάλσαμο στην καρδιά μου να σε βλέπει τώρα τρισευτυχισμένη.
Όταν τελείωσε το δείπνο, όσοι ήταν να φύγουν αποχαιρέτισαν το Βασιλιά Έομερ. Ο Άραγκορν με τους ιππότες του και όσοι ήταν από το Λόριεν και το Σκιστό Λαγκάδι ετοίμασαν τ’ άλογά τους· ο Φαραμίρ όμως και ο Ιμραχίλ έμειναν στο Έντορας· έμεινε επίσης η Άργουεν το Άστρο του Δειλινού κι έτσι αποχαιρέτισε τους δικούς της. Κανείς δεν είδε την τελευταία της συνάντηση με τον πατέρα της τον Έλροντ, γιατί ανηφόρισαν κατά τους λόφους κι εκεί κουβέντιασαν για πολλή ώρα μαζί και ήταν πικρός ο χωρισμός τους, γιατί θα κρατούσε κι ύστερα απ’ το τέλος του κόσμου.
Και, τέλος, πριν ξεκινήσουν οι ξένοι, ο Έομερ και η Έογουιν πήγαν στο Μέρι και είπαν:
– Έχε γεια τώρα, Μέριαντοκ του Σάιρ και Οινοκράτη του Μαρκ! Πήγαινε κι ας είναι η τύχη σου καλή κι έλα πίσω γρήγορα να σε καλωσορίσουμε πάλι!
Και ο Έομερ είπε:
– Οι βασιλιάδες του παλιού καιρού θα σε φόρτωναν δώρα που μια άμαξα δε θα ’φτανε να τα κουβαλήσει για τις ανδραγαθίες σου στο πεδίο της μάχης του Μούντμπουργκ· κι όμως εσύ δε θέλεις να πάρεις τίποτα, λες, εκτός από τα όπλα που σου έχουν δοθεί. Μ’ αυτό συμβιβάζομαι, γιατί στ’ αλήθεια δεν έχω δώρο αντάξιό σου· η αδελφή μου όμως σε παρακαλεί να δεχθείς αυτό το μικρό πράγμα, σαν ενθύμιο του Ντέρνχελμ και του ήχου από τα βούκινα του Μαρκ στον ερχομό του πρωινού.
Τότε η Έογουιν έδωσε στο Μέρι ένα αρχαίο βούκινο, μικρό αλλά καλοδουλεμένο από όμορφο ασήμι, μαζί με μία ποικιλμένη πράσινη ζώνη· και οι τεχνίτες είχαν σκαλίσει πάνω του γρήγορους καβαλάρηδες να τρέχουν στη σειρά από την κορφή ως το στόμιο· και είχε γραμμένα ρουνικά που του έδιναν μεγάλη δύναμη.
– Αυτό είναι κειμήλιο του σπιτιού μας, είπε η Έογουιν. Το είχαν φτιάξει Νάνοι και προέρχεται από το θησαυρό του Δράκοντα Σκάθα. Ο Έορλ ο Νεαρός το έφερε από το Βορρά. Όποιος το σαλπίζει, όταν βρίσκεται σε ανάγκη, βάζει τον τρόμο στις καρδιές των εχθρών του και τη χαρά στις καρδιές των φίλων του, που θα τον ακούσουν και θα τρέξουν κοντά του.
Τότε ο Μέρι πήρε το βούκινο, γιατί ήταν αδύνατον να το αρνηθεί, και φίλησε το χέρι της Έογουιν κι εκείνοι τον αγκάλιασαν κι έτσι χώρισαν για κείνη τη φορά.
Τώρα οι ξένοι ήταν έτοιμοι και ήπιαν το ποτήρι του αναβολέα και με πολλά παινέματα και φιλικά αισθήματα έφυγαν κι έφτασαν τέλος στο Φαράγγι του Χελμ κι εκεί ξεκουράστηκαν δυο μέρες. Τότε ο Λέγκολας ξεπλήρωσε την υπόσχεσή του στον Γκίμλι και πήγαν στις Αστραφτερές Σπηλιές· και όταν γύρισαν έμεινε σιωπηλός και έλεγε μόνο πως μονάχα ο Γκίμλι μπορούσε να βρει λόγια αντάξια τους.
– Και ποτέ ως τώρα δεν έχει κερδίσει Νάνος Ξωτικό σε διαγωνισμό με λόγια, είπε. Γι’ αυτό τώρα πάμε στο Φάνγκορν για να έρθουμε ισόπαλοι!
Από το Λαγκάδι του Λημεριού πήγαν στο Ίσενγκαρντ και είδαν πώς είχαν δουλέψει οι Εντ. Όλος ο πέτρινος δακτύλιος είχε κατεδαφιστεί και απομακρυνθεί και ο εσωτερικός χώρος είχε γίνει κήπος γεμάτος οπωροφόρα και καλλωπιστικά δέντρα που τον διέσχιζε ένα ρυάκι· αλλά στη μέση είχε μια λίμνη με ολοκάθαρο νερό κι εκεί μέσα εξακολουθούσε να υψώνεται ο Πύργος του Όρθανκ, ψηλός κι απόρθητος με το μαύρο βράχο του να καθρεφτίζεται στο νερό της λίμνης.
Για λίγο οι ταξιδιώτες κάθισαν εκεί που κάποτε στέκονταν οι πύλες του Ίσενγκαρντ και που τώρα είχε δυο ψηλά δέντρα σαν φρουρούς στην αρχή ενός δρομάκου προς το Όρθανκ, που τον πλαισίωναν πρασινάδες· και κοίταζαν γεμάτοι θαυμασμό τη δουλειά που είχε γίνει, αλλά δεν μπορούσαν να δουν κανένα ζωντανό πλάσμα ούτε μακριά ούτε κοντά. Σε λίγο όμως άκουσαν μια φωνή να φωνάζει χουμ-χομ, χοομ-χομ· και φάνηκε ο Δεντρογένης να κατηφορίζει δρασκελίζοντας το δρομάκι με τον Αστραπή στο πλευρό του.
– Καλώς ήρθατε στο Δεντρόκηπο του Όρθανκ! είπε. Ήξερα ότι ερχόσασταν, αλλά είχα δουλειά στην κοιλάδα ψηλά· έχει πολλά να γίνουν ακόμα. Ούτε κι εσείς όμως δε μείνατε αργοί εκεί μακριά στο νοτιά και στην ανατολή, απ’ ό,τι ακούω· και όλα όσα ακούω είναι καλά, πολύ καλά.
Έπειτα ο Δεντρογένης παίνεσε όλα τους τα κατορθώματα, που φαινόταν να τα ξέρει πολύ καλά· και τέλος σταμάτησε και κοίταξε για πολλή ώρα τον Γκάνταλφ.
– Λοιπόν, έλα τώρα! είπε. Αποδείχθηκες ο πιο ισχυρός και όλοι σου οι κόποι πήγαν καλά. Τώρα πού πηγαίνεις: Και γιατί έρχεσαι εδώ;
– Για να δω πώς πάει η δουλειά σου, φίλε μου, είπε ο Γκάνταλφ, και να σ’ ευχαριστήσω για τη βοήθειά σου σε όλα όσα έχουμε κατορθώσει.
– Χουμ, ναι, δίκιο έχεις, είπε ο Δεντρογένης· γιατί σίγουρα οι Εντ έπαιξαν το ρόλο τους. Κι όχι μόνο αναλαμβάνοντας αυτόν, χουμ, αυτόν τον καταραμένο δεντροφονιά που κατοικούσε εδώ. Γιατί είχαμε μεγάλη εισβολή από εκείνους, burárum, εκείνους τους βρομομάτηδες, μαυροχέρηδες, στραβοκάνηδες, σκληρόκαρδους, γαμψονύχηδες, βρο-μοκοίληδες, αιμοβόρους, morimaitesincahonda, hoom, λοιπόν, μιας και είστε βιαστικοί και ολόκληρο τ’ όνομά τους είναι τόσο μακρύ όσο χρόνια Βασανιστηρίων, εκείνα τα παράσιτα τους ορκ’ και ήρθαν περνώντας τον Ποταμό και κατεβαίνοντας από το Βοριά κι ολόγυρα από το δάσος του Laurelindórenan, που μέσα του δεν μπόρεσαν να μπουν, «ς είναι καλά οι Μεγάλοι που ζουν σ’ αυτό.
Υποκλίθηκε στον Άρχοντα και στην Αρχόντισσα του Λόριεν.
– Κι αυτά τα ίδια τα βρομερά πλάσματα έμειναν κατάπληκτα που μας βρήκαν έξω στον Κάμπο, γιατί δε μας είχαν ποτέ ακουστά· αν κι αυτό μπορούμε να το πούμε και για άλλους καλύτερους λαούς. Και δε θα μας θυμούνται και πολλοί, γιατί ελάχιστοι μας ξέφυγαν ζωντανοί κι απ’ αυτούς τους περισσότερους τους πήρε το Ποτάμι. Αλλά αυτό σας βγήκε σε καλό, γιατί αν δε μας είχαν συναντήσει, τότε ο βασιλιάς της χώρας με το πολύ χορτάρι δε θα είχε πάει μακριά, αλλά, ακόμα κι αν είχε, δε θα έβρισκε σπίτι στο γυρισμό.
– Εμείς το ξέρουμε πολύ καλά, είπε ο Άραγκορν, και ποτέ δε θα το λησμονήσουμε στη Μίνας Τίριθ ή στο Έντορας.
– Ποτέ είναι πολύ μεγάλη λέξη ακόμα και για μένα, είπε ο Δεντρογένης. Ποτέ όσο τα βασίλειά σας θα υπάρχουν, θέλεις να πεις· αλλά θα πρέπει να διατηρηθούν πάρα πολύ στ’ αλήθεια για να φανεί πολύ στους Εντ.
– Η Καινούρια Εποχή αρχίζει, είπε ο Γκάνταλφ, και σ’ αυτή την εποχή μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι τα βασίλεια των Ανθρώπων θα διατηρηθούν περισσότερο από σένα, φίλε μου Φάνγκορν. Έλα όμως τώρα πες μου: τι έκανες με το έργο που σου ανέθεσα; Τι κάνει ο Σάρουμαν; Δεν το βαρέθηκε ακόμα το Όρθανκ; Γιατί, δε νομίζω πως θα σκεφθεί πως έχεις βελτιώσει τη θέα απ’ τα παράθυρά του.
Ο Δεντρογένης έριξε μια μεγάλη ματιά στον Γκάνταλφ, μια ματιά σχεδόν πονηρή, έκανε τη σκέψη ο Μέρι.
– Α! είπε. Το περίμενα πως θα ερχόσουν σ’ αυτό. Αν βαρέθηκε το Όρθανκ; Το παραβαρέθηκε στο τέλος· αλλά δε βαρέθηκε τόσο τον πύργο του, όσο βαρέθηκε τη φωνή μου. Χουμ! Του είπα κάτι μεγάλες ιστορίες ή τουλάχιστον τέτοιες που να μπορούν να θεωρηθούν μεγάλες στη γλώσσα σας.
– Τότε, γιατί καθόταν και τις άκουγε; Μπήκες στο Όρθανκ; ρώτησε ο Γκάνταλφ.
– Χουμ, όχι, όχι στο Όρθανκ! είπε ο Δεντρογένης. Αυτός όμως ερχόταν στο παράθυρό του κι άκουγε, γιατί δεν μπορούσε να μάθει νέα με άλλον τρόπο και, μόλο που δεν του άρεσαν τα νέα, διψούσε να τα μάθει· κι εγώ φρόντισα να τα μάθει όλα. Αλλά εγώ πρόσθεσα πάρα πολλά πράγματα στα νέα που του έκανε καλό να τα συλλογίζεται. Βαρέθηκε πάρα πολύ. Πάντα ήταν βιαστικός. Αυτό ήταν η καταστροφή του.
– Παρατηρώ, καλέ μου Φάνγκορν, είπε ο Γκάνταλφ, ότι με μεγάλη προσοχή αναφέρεις πως κατοικούσε, ήταν, βαρέθηκε. Το είναι πού πήγε; Είναι νεκρός;
– Όχι, όχι νεκρός, απ’ όσο ξέρω, είπε ο Δεντρογένης. Αλλά έχει φύγει. Ναι, έχει φύγει εδώ και επτά μέρες. Εγώ τον άφησα να φύγει. Δεν είχε μείνει σχεδόν τίποτα από τον παλιό του εαυτό, όταν σύρθηκε έξω και, όσο για κείνο το σκουληκο-πλάσμα του, ήταν σαν ξεθωριασμένη σκιά. Μη μου πεις τώρα, Γκάνταλφ, ότι υποσχέθηκα να τον προσέχω, γιατί το ξέρω. Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει από τότε. Και τον κράτησα ώσπου να είναι σίγουρος, σίγουρος πως δε θα κάνει άλλο κακό. Θα πρέπει να ξέρεις πως, πάνω απ’ όλα, μισώ να φυλακίζονται πλάσματα ζωντανά και πως δε θα κρατήσω φυλακισμένα ακόμα και τέτοιου είδους πλάσματα, παρά σε μεγάλη ανάγκη. Ένα φίδι χωρίς τις δαγκάνες του ας πάει όπου θέλει.
– Μπορεί και να έχεις δίκιο, είπε ο Γκάνταλφ· σ’ αυτό όμως το φίδι είχε απομείνει ένα δόντι ακόμα, νομίζω. Είχε το δηλητήριο της φωνής του και υποπτεύομαι ότι σε έπεισε, ακόμα κι εσένα, Δεντρογένη, γιατί ήξερε το ευάλωτο σημείο της καρδιάς σου. Τέλος πάντων, αφού έφυγε, δεν υπάρχει λόγος να το συζητάμε. Ο Πύργος όμως του Όρθανκ τώρα επανέρχεται στο Βασιλιά, στον οποίον και ανήκει. Αν και ίσως δε θα τον χρειαστεί,
– Αυτό θα φανεί αργότερα, είπε ο Άραγκορν. Θα δώσω όμως στους Εντ όλη αυτή την κοιλάδα να την κάνουν ό,τι θέλουν, εφόσον θα προσέχουν το Όρθανκ και θα έχουν το νου τους να μην μπει κανένας μέσα χωρίς την άδειά μου.
– Είναι κλειδωμένο, είπε ο Δεντρογένης. Έβαλα το Σάρουμαν να το κλειδώσει και να μου δώσει τα κλειδιά. Τα έχει ο Αστραπής.
Ο Αστραπής υποκλίθηκε σαν δέντρο που το λυγίζει ο άνεμος και έδωσε στον Άραγκορν δύο μεγάλα μαύρα κλειδιά με πολύπλοκο σχήμα, περασμένα σ’ έναν ατσάλινο κρίκο.
– Τώρα σας ευχαριστώ για άλλη μία φορά, είπε ο Άραγκορν, και σας αποχαιρετώ. Εύχομαι το δάσος σας να μεγαλώνει πάλι ειρηνικά. Όταν γεμίσει αυτή η κοιλάδα, υπάρχει άφθονος χώρος δυτικά από τα βουνά, εκεί που κάποτε ζούσατε παλιά.
Το πρόσωπο του Δεντρογένη σκυθρώπιασε.
– Τα μεγάλα δάση μπορεί να μεγαλώνουν, είπε. Τα μικρά δάση μπορεί να απλώνονται. Όχι όμως και οι Εντ. Δεν υπάρχουν παιδιά Εντ.
– Τώρα όμως μπορεί να υπάρχουν περισσότερες ελπίδες στην έρευνά σας, είπε ο Άραγκορν. Οι ανατολικές περιοχές, που για πολύν καιρό ήταν απρόσιτες, τώρα θα σας είναι προσιτές.
Ο Δεντρογένης όμως κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και είπε:
– Είναι πολύ μακριά για να πάμε. Και υπάρχουν πάρα πολλοί Άνθρωποι τις μέρες τούτες. Αλλά ξεχνώ τους καλούς μου τρόπους! Θα μείνετε εδώ να ξεκουραστείτε λιγάκι; Και ίσως μερικοί από σας να ευχαριστηθούν να περάσουν μέσα από το Δάσος του Φάνγκορν κι έτσι να συντομεύσουν το δρόμο της επιστροφής τους;
Κοίταξε το Σέλεμπορν και την Γκαλάντριελ.
Όλοι όμως, εκτός από το Λέγκολας, είπαν πως έπρεπε τώρα ν’ αποχαιρετιστούν και να φύγουν, είτε για το νοτιά είτε για τη δύση.
– Έλα, Γκίμλι! είπε ο Λέγκολας. Τώρα, με την άδεια του Φάνγκορν, θα επισκεφθώ τα βάθη του Δάσους των Εντ και θα δω δέντρα που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στη Μέση-γη. Κι εσύ θα ’ρθεις μαζί μου για να κρατήσεις το λόγο σου· κι έτσι θα συνεχίσουμε το ταξίδι μαζί για τις πατρίδες μας στο Δάσος της Σκοτεινιάς και πιο πέρα.
Ο Γκίμλι συμφώνησε μ’ αυτά, αν κι όχι με μεγάλη χαρά, φαινομενικά.
– Εδώ, λοιπόν, επιτέλους έφτασε το τέλος της Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού, είπε ο Άραγκορν. Ελπίζω όμως πως δε θ’ αργήσετε να ξανάρθετε στη χώρα μου με τη βοήθεια που υποσχεθήκατε.
– Θα ’ρθούμε, αν το επιτρέψουν οι άρχοντές μας, είπε ο Γκίμλι. Λοιπόν, σας αποχαιρετώ, καλοί μου χόμπιτ! Θα πρέπει να φτάσετε ασφαλείς τώρα στα σπίτια σας κι εγώ δε θα μένω ξάγρυπνος από το φόβο για τους κινδύνους που διατρέχετε. Θα στείλουμε μήνυμα, όταν μπορέσουμε, και μερικοί από εμάς μπορεί και να συναντηθούμε καμιά φορά· φοβάμαι όμως πως ποτέ πια δε θα βρεθούμε όλοι μαζί.
Τότε ο Δεντρογένης αποχαιρέτισε έναν έναν με τη σειρά και υποκλίθηκε τρεις φορές αργά και με μεγάλο σεβασμό στο Σέλεμπορν και στην Γκαλάντριελ.
– Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που συναντηθήκαμε με τα δέντρα και τις πέτρες, A vanimar, vanimálion nostari! είπε. Είναι λυπηρό που ανταμώνουμε έτσι μόνο στο τέλος. Γιατί ο κόσμος αλλάζει: το νιώθω στο νερό, το αισθάνομαι στη γη και το μυρίζω στον αέρα. Δε νομίζω πως θ’ ανταμώσουμε ξανά.
Και ο Σέλεμπορν είπε:
– Δεν ξέρω, Γηραιότατε. Η Γκαλάντριελ όμως είπε:
– Όχι στη Μέση-γη, ούτε ώσπου οι τόποι που βρίσκονται κάτω από τα κύματα να υψωθούν ξανά. Τότε όμως στα λιβάδια με τις ιτιές του Τανσάριναν μπορεί ν’ ανταμώσουμε την Άνοιξη. Έχε γεια!
Τελευταίοι απ’ όλους ο Μέρι και ο Πίπιν αποχαιρέτισαν το γερο-Εντ κι εκείνου η διάθεση έφτιαξε σαν τους είδε.
– Λοιπόν, γελαστά μου ανθρωπάκια, είπε, θα πιείτε άλλο ένα ποτό μαζί μου πριν φύγετε;
– Και βέβαια θα πιούμε, είπαν.
Κι αυτός τους πήρε κατά μέρος στον ίσκιο ενός δέντρου κι εκεί είδαν πως είχε ένα μεγάλο πέτρινο πιθάρι. Και ο Δεντρογένης γέμισε τρεις κούπες και ήπιαν και είδαν τα παράξενα μάτια του να τους κοιτάζουν πάνω από την κούπα του.
– Προσέξτε, προσέξτε! είπε. Γιατί έχετε κιόλας ψηλώσει από τότε που σας είδα για τελευταία φορά.
Και γελώντας άδειασαν τις κούπες τους.
– Λοιπόν, έχετε γεια! είπε. Και μην ξεχάσετε να με ειδοποιήσετε, αν μάθετε κανένα νέο για τις γυναίκες μας στη χώρα σας.
Ύστερα αποχαιρέτισε κουνώντας τα μεγάλα του χέρια όλη την ομάδα και χάθηκε μέσα στα δέντρα.
Οι ταξιδιώτες πήγαιναν τώρα με μεγαλύτερη ταχύτητα και τράβηξαν κατά το Πέρασμα του Ρόαν και ο Άραγκορν τους αποχαιρέτισε τέλος κοντά στο μέρος που ο Πίπιν είχε κοιτάξει στη Σφαίρα του Όρθανκ. Οι Χόμπιτ λυπήθηκαν μ’ αυτόν το χωρισμό· γιατί ο Άραγκορν ποτέ δεν είχε λείψει απ’ το πλευρό τους και ήταν ο οδηγός τους μέσ’ από πολλούς κινδύνους.
– Μακάρι να είχαμε μια Σφαίρα για να μπορούσαμε να βλέπουμε όλους τους φίλους μας μέσα της, είπε ο Πίπιν, και να μπορούσαμε να τους μιλάμε από μακριά!
– Μόνο μία μένει τώρα που θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις, απάντησε ο Άραγκορν γιατί δε θα ’θελες να δεις τι θα σου έδειχνε η Πέτρινη Σφαίρα της Μίνας Τίριθ. Το Παλαντίρ όμως του Όρθανκ θα το κρατήσει ο Βασιλιάς, για να βλέπει τι γίνεται στην επικράτειά του και τι κάνουν αυτοί που τον υπηρετούν. Γιατί μην ξεχνάς, Πέρεγκριν Τουκ, πως είσαι ιππότης της Γκόντορ και δε σε απαλλάσσω απ’ τα καθήκοντά σου. Τώρα φεύγεις με άδεια, μπορεί όμως να σ’ ανακαλέσω. Και να θυμάστε, αγαπημένοι μου φίλοι από το Σάιρ, πως η επικράτειά μου απλώνεται και στο Βοριά και θα έρθω κι εκεί μια μέρα.
Έπειτα ο Άραγκορν αποχαιρέτισε το Σέλεμπορν και την Γκαλάντριελ· και η Αρχόντισσα του είπε:
– Λιθούχε, μέσ’ απ’ το σκοτάδι έφτασες την ελπίδα σου και τώρα έχεις ό,τι επιθυμείς. Χρησιμοποίησε καλά τον καιρό σου!
Ο Σέλεμπορν όμως είπε:
– Παιδί μου[9], έχε γεια. Μακάρι η μοίρα σου να είναι διαφορετική από τη δική μου κι ο θησαυρός σου να μείνει κοντά σου ως το τέλος!
Και μ’ αυτά χώρισαν και ήταν τότε η ώρα που βασίλευε ο ήλιος· και όταν ύστερα από λίγη ώρα γύρισαν και κοίταξαν πίσω, είδαν το Βασιλιά της Δύσης καβάλα στο άλογό του με τους ιππότες του ολόγυρα· κι ο Ήλιος που έπεφτε τους φώτιζε κι έκανε όλων τις ιπποσκευές να γυαλίζουν σαν κόκκινο χρυσάφι και ο άσπρος μανδύας του Άραγκορν έμοιαζε φλόγινος. Τότε ο Άραγκορν έπιασε το πράσινο πετράδι και το σήκωσε ψηλά και μια πράσινη φωτιά βγήκε από το χέρι του.
Σύντομα η ομάδα που όλο και λιγόστευε, ακολουθώντας τον Ίσεν, έστριψε δυτικά και, διασχίζοντας το Πέρασμα του Ρόαν, μπήκαν στις έρημες περιοχές που βρίσκονταν εκεί και ύστερα έστριψαν βορινά και πέρασαν τα σύνορα της Μαυροχώματης χώρας. Οι κάτοικοι της το ’βαλαν στα πόδια και κρύφτηκαν, γιατί φοβόνταν τα Ξωτικά, αν κι ελάχιστα έρχονταν ποτέ στη χώρα τους· οι ταξιδιώτες όμως δεν τους έδωσαν σημασία, γιατί ήταν ακόμη μια μεγάλη ομάδα και ήταν εφοδιασμένοι με όλα όσα χρειάζονταν κι έτσι συνέχισαν το δρόμο τους με την ησυχία τους κι έστηναν τις σκηνές τους όποτε ήθελαν.
Την έκτη μέρα του χωρισμού τους από το Βασιλιά διέσχισαν ένα δάσος που κατηφόριζε από τους λόφους των Ομιχλιασμένων Βουνών που τώρα υψώνονταν δεξιά τους. Την ώρα που έβγαιναν πάλι από το δάσος σε ανοιχτές περιοχές, το δειλινό, βρήκαν ένα γέροντα με μια μαγκούρα. Ήταν ντυμένος σε γκρίζα ή βρομισμένα άσπρα κουρέλια, και πίσω του ακολουθούσε κάποιος άλλος ζητιάνος, σκυφτός, που γκρίνιαζε.
– Λοιπόν, Σάρουμαν! είπε ο Γκάνταλφ, Πού πας;
– Και τι σε νοιάζει; απάντησε αυτός. Δε θα πάψεις να με διατάζεις πού να πάω ούτε θα μένεις ικανοποιημένος απ’ την καταστροφή μου;
– Την απάντηση την ξέρεις, είπε ο Γκάνταλφ – τίποτα απ’ όλα αυτά. Και, όπως και να ’χουν τα πράγματα, η ώρα των μόχθων μου πλησιάζει τώρα στο τέλος της. Το φορτίο το έχει αναλάβει ο Βασιλιάς. Αν περίμενες στο Όρθανκ, θα τον είχες δει και θα σου είχε δείξει σοφία και έλεος.
– Τότε να ένας λόγος παραπάνω να έφευγα νωρίτερα, είπε ο Σάρουμαν, γιατί δε θέλω τίποτα από εκείνον. Και, στ’ αλήθεια, αν θέλεις απάντηση στην πρώτη σου ερώτηση, ψάχνω να βρω δρόμο να βγω από την επικράτειά του.
– Τότε, γι’ άλλη μια φορά έχεις πάρει λάθος δρόμο, είπε ο Γκάνταλφ, και δε βλέπω ελπίδες στο ταξίδι σου. Περιφρονείς όμως τη βοήθειά μας; Γιατί εμείς σου την προσφέρουμε.
– Σ’ εμένα; είπε ο Σάρουμαν. Όχι, παρακαλώ, μη μου χαμογελάτε! Προτιμώ να με αγριοκοιτάζετε. Κι όσο για την Κυρά εδώ, δεν την εμπιστεύομαι – πάντοτε με μισούσε και ραδιουργούσε για σένα. Δεν αμφιβάλλω πως σε έφερε από δω για να έχει την ευχαρίστηση να απολαύσει το χάλι μου. Αν είχα πάρει είδηση την καταδίωξή σας, δε θα σας έκανα τη χάρη.
– Σάρουμαν, είπε η Γκαλάντριελ, έχουμε άλλες δουλειές και φροντίδες που μας φαίνονται πιο επείγουσες από το να σε κυνηγάμε. Πες καλύτερα ότι σε προλάβαμε από καλή τύχη· γιατί τώρα έχεις μια τελευταία ευκαιρία.
– Αν είναι στ’ αλήθεια η τελευταία, χαίρομαι, είπε ο Σάρουμαν, γιατί θα γλιτώσω τον μπελά να σας αρνηθώ ξανά. Οι ελπίδες μου όλες πάνε χαμένες, όμως για τίποτα δε θέλω να μοιραστώ τις δικές σας. Αν έχετε και καμία.
Για μια στιγμή τα μάτια του πήραν φωτιά.
– Πηγαίνετε! είπε. Δε μελέτησα τόσον καιρό αυτές τις υποθέσεις για το τίποτα. Έχετε καταδικάσει τους εαυτούς σας και το ξέρετε. Και πολύ θα με ανακουφίζει η σκέψη, όπως θα περιπλανιέμαι, πως γκρεμίσατε και το δικό σας σπίτι, όταν καταστρέψατε το δικό μου. Και τώρα, ποιο καράβι θα σας περάσει την πλατιά θάλασσα; είπε κοροϊδευτικά. Θα ’ναι ένα γκρίζο καράβι γεμάτο φαντάσματα.
Γέλασε, αλλά η φωνή του είχε ραγίσει και ήταν αποκρουστική.
– Για έλα σήκω, βλάκα! φώναξε στον άλλο ζητιάνο, που είχε καθίσει κατάχαμα – και τον χτύπησε με τη μαγκούρα του. Γύρνα απ’ την άλλη μεριά! Αν όλοι αυτοί οι σπουδαίοι κύριοι πάνε από το δρόμο μας, εμείς τότε θα πάρουμε άλλον. Κουνήσου, ειδαλλιώς δεν έχει ξεροκόμματο για το Βραδινό σου!
Ο ζητιάνος γύρισε και τους προσπέρασε καμπουριασμένος κλαψουρίζοντας:
– Καημένε γερο-Γκρίμα! Καημένε γερο-Γκρίμα! Πάντα με δέρνει και με βρίζει. Πόσο τον μισώ! Μακάρι να μπορούσα να τον παρατήσω!
– Παράτησέ τον, λοιπόν! είπε ο Γκάνταλφ.
Ο Φιδόγλωσσος όμως έριξε μόνο μια ματιά με τα τσιμπλιασμένα του μάτια όλο φόβο στον Γκάνταλφ κι ύστερα σύρθηκε γρήγορα προσπερνώντας και ακολούθησε το Σάρουμαν. Καθώς το αξιοθρήνητο ζευγάρι προσπέρασε την ομάδα, έφτασαν στους χόμπιτ και ο Σάρουμαν σταμάτησε και τους κοίταξε· εκείνοι όμως τον έβλεπαν με οίκτο.
– Λοιπόν, ήρθατε για να το απολαύσετε κι εσείς το θέαμα, έτσι, βρομόπαιδα; είπε. Δε σας νοιάζει τι λείπει απ’ το ζητιάνο, σας νοιάζει; Γιατί εσείς έχετε όλα όσα θέλετε, φαΐ κι όμορφα ρούχα και το καλύτερο χόρτο για τις πίπες σας. Ω, ναι, ξέρω! Ξέρω από πού προέρχεται. Δε δίνετε ούτε για να καπνίσω μια πίπα σ’ εμένα το ζητιάνο, έτσι;
– Θα ’δινα, αν είχα, είπε ο Φρόντο.
– Μπορείς να πάρεις όσο μου έχει μείνει, είπε ο Μέρι, αν περιμένεις μια στιγμή.
Κατέβηκε κι έψαξε την τσάντα της σέλας του. Έπειτα έδωσε στο Σάρουμαν ένα δερμάτινο σακούλι.
– Πάρε ό,τι έχει, είπε. Χάρισμά σου· προέρχεται απ’ τα συντρίμματα του Ίσενγκαρντ.
Δικό μου, δικό μου, κι ακριβοπληρωμένο μάλιστα! ξεφώνισε ο Σάρουμαν, κρατώντας σφιχτά το σακούλι. Αυτό είναι μόνο ελάχιστη αποζημίωση· γιατί είμαι σίγουρος πως πήρατε περισσότερα. Ένας ζημάνος, όμως, θα πρέπει να ’ναι κι ευχαριστημένος, αν ο κλέφτης τού επιστρέψει έστω και μια μπουκιά απ’ τα κλεμμένα. Αλλά θα πληρωθείτε καλά, όταν πάτε σπίτι σας και βρείτε πως τα πράγματα είναι λιγότερο καλά στη Νότια Μοίρα απ’ ό,τι θα σας άρεσε. Μακάρι για πολύν καιρό ο τόπος σας να μην έχει φύλλο!
Σ’ ευχαριστώ! είπε ο Μέρι. Εν τοιαύτη περιπτώσει για δώσε μου πίσω το σακούλι μου, που δεν είναι δικό σου κι έχει ταξιδέψει μακριά μαζί μου. Τύλιξε το χόρτο σε δικό σου κουρέλι.
Στον κλέφτη αξίζει άλλος κλέφτης, είπε ο Σάρουμαν και γύρισε ι ην πλάτη του στο Μέρι, έριξε μια κλοτσιά στο Φιδόγλωσσο κι έφυγε κατά το δάσος.
– Μωρέ, για άκου τον! είπε ο Πίπιν. Άκου κλέφτης! Κι εμείς τι να πούμε που μας έστησε ενέδρα, μας τραυμάτισε κι έβαλε τους ορκ να μας σέρνουν σ’ όλο το Ρόαν;
Α! είπε ο Σαμ. Και είπε ότι το αγόρασε. Αναρωτιέμαι πώς; Και δε μου άρεσε αυτό που είπε για τη Νότια Μοίρα. Είναι καιρός να γυρίσουμε πίσω.
– Συμφωνώ, είπε ο Φρόντο. Αλλά δεν μπορούμε να πάμε πιο γρήγορα, αν είναι να δούμε τον Μπίλμπο. Εγώ θα πάω πρώτα στο Σκιστό Λαγκάδι, ό,τι κι αν συμβεί.
– Ναι, καλά θα κάνεις, νομίζω, είπε ο Γκάνταλφ. Αλίμονο όμως για το Σάρουμαν! Φοβάμαι πως τίποτ’ άλλο δεν μπορεί να γίνει μ’ αυτόν. Έχει τελείως μαραθεί. Πάντως, δεν είμαι βέβαιος πως ο Δεντρογένης έχει δίκιο – εγώ έχω την εντύπωση πως θα μπορούσε να κάνει κάποιο κακό ακόμα, έστω και μικρό και τιποτένιο.
Την άλλη μέρα συνέχισαν, προχωρώντας στα βόρεια της Μαυροχώματης Χώρας, όπου τώρα κανείς δεν κατοικούσε, παρ’ όλο που ήταν τόπος όμορφος και πράσινος. Ο Σεπτέμβριος έφτασε με χρυσαφένιες μέρες και ασημένιες νύχτες και ταξίδευαν με την ησυχία τους, ώσπου έφτασαν στον Κυκνοπόταμο[10] και βρήκαν το παλιό πέρασμα ανατολικά από τους καταρράκτες, όπου κατέβαινε απότομα κάτω στα χαμηλά. Μακριά στη δύση, όπου ο ορίζοντας θόλωνε, υπήρχαν οι λίμνες και τα νησάκια που ανάμεσά τους περνούσε για να καταλήξει στον Γκριζονέρη. Εκεί κατοικούσαν αμέτρητοι κύκνοι σε μια περιοχή γεμάτη καλαμιές.
Έτσι μπήκαν στην Ερέγκιον και τέλος ξημέρωσε ένα όμορφο πρωινό τρεμογυαλίζοντας πάνω στις λαμπερές ομίχλες· και, κοιτάζοντας από τον καταυλισμό τους σε ένα χαμηλό λόφο, οι ταξιδιώτες είδαν μακριά στην ανατολή τον Ήλιο να πέφτει πάνω σε τρεις κορυφές που ξεπετάγονταν στον ουρανό ψηλά τρυπώντας τα ταξιδιάρικα σύννεφα: Καράντρας, Κελέμπτιλ και Φανουίντολ. Βρίσκονταν κοντά στις Πύλες της Μόρια.
Εδώ τώρα για επτά μέρες καθυστερούσαν, γιατί είχε έρθει η ώρα για άλλον ένα χωρισμό που δεν ήθελαν να κάνουν. Σε λίγο ο Σέλεμπορν και η Γκαλάντριελ μαζί με τους δικούς τους θα πήγαιναν ανατολικά, θα περνούσαν την Πύλη του Κόκκινου Κέρατου, θα κατέβαιναν από τη Σκιοχείμαρρη Σκάλα στον Ασημόφλεβο και θα πήγαιναν στη χώρα τους. Είχαν ταξιδέψει τόσο μακριά από τους δυτικούς δρόμους, γιατί είχαν πολλά να πουν με τον Έλροντ και τον Γκάνταλφ κι εκεί εξακολουθούσαν να μένουν κουβεντιάζοντας με τους φίλους τους. Συχνά, πολλή ώρα αφότου οι χόμπιτ είχαν κουκουλωθεί για ύπνο, κάθονταν μαζί κάτω από τ’ αστέρια και αναθυμόνταν περασμένες εποχές κι όλες τις χαρές και τους μόχθους τους στον κόσμο ή συσκέπτονταν σχετικά με τις μέρες που επρόκειτο να έρθουν. Αν τύχαινε να περάσει κάποιος διαβάτης, θα είχε ακούσει ή δει ελάχιστα και θα του φαινόταν πως είχε μονάχα δει γκρίζες μορφές, σμιλεμένες σε πέτρα, μνημεία λησμονημένων πραγμάτων που ήταν τώρα χαμένα σε ακατοίκητες χώρες. Γιατί δεν έκαναν καμιά κίνηση ούτε μιλούσαν με το στόμα, αλλά έβλεπαν από νου σε νου· και μόνο τα λαμπερά τους μάτια αναδεύονταν και άναβαν καθώς οι σκέψεις τους πήγαιναν πέρα δώθε.
Τέλος, όμως, ειπώθηκαν όλα και χώριζαν ξανά για λίγο, ώσπου να έρθει η ώρα να φύγουν τα Τρία Δαχτυλίδια. Κι έτσι, σβήνοντας γρήγορα ανάμεσα στα βράχια και στις σκιές, τα γκριζοντυμένα ξωτικά του Λόριεν πήραν το δρόμο για τα βουνά· κι όσοι πήγαιναν στο Σκιστό Λαγκάδι έμειναν σ’ ένα λόφο και κοιτούσαν, ώσπου μια λάμψη βγήκε από την ομίχλη που μαζευότανε· και ύστερα δεν είδαν τίποτα πια. Ο Φρόντο κατάλαβε πως η Γκαλάντριελ είχε σηκώσει ψηλά το δαχτυλίδι της σαν αποχαιρετισμό.
Ο Σαμ γύρισε από την άλλη μεριά κι αναστέναξε:
– Μακάρι να γύριζα κι εγώ στο Λόριεν!
Και τέλος ένα βράδυ έφτασαν διασχίζοντας τους ψηλούς χερσότοπους, ξαφνικά όπως πάντα φαίνεται στους ταξιδιώτες, στην άκρη της βαθιάς Κοιλάδας του Σκιστού Λαγκαδιού και είδαν κάτω μακριά τα φώτα να λάμπουν στο σπίτι του Έλροντ. Και κατέβηκαν κάτω, πέρασαν τη γέφυρα κι έφτασαν στην πόρτα· και το σπίτι ήταν γεμάτο φως και τραγούδια από χαρά για το γυρισμό του Έλροντ.
Πρώτα πρώτα, πριν φάνε ή πλυθούν, πριν καν βγάλουν τις κάπες τους, οι χόμπιτ πήγαν να βρουν τον Μπίλμπο. Τον βρήκαν ολομόναχο στο δωματιάκι του. Ήταν γεμάτο με χαρτιά, πένες και μολύβια· ο Μπίλμπο όμως καθόταν σε μια καρέκλα μπροστά σε μια μικρή ζωηρή φωτιά. Έδειχνε πολύ γέρος, αλλά ειρηνικός και νυσταγμένος. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε καθώς μπήκαν μέσα.
Γεια σας, γεια σας! είπε. Ώστε γυρίσατε, λοιπόν; Και αύριο μάλιστα είναι και τα γενέθλιά μου. Πολύ έξυπνο εκ μέρους σας! Το ξέρετε πως γίνομαι εκατόν είκοσι εννέα; Και σε ένα χρόνο ακόμη, αν μ’ αφήσουν, θα φτάσω το Γέρο Τουκ. Θα ήθελα να τον ξεπεράσω· θα δούμε όμως.
Μι;τά τη γιορτή των γενεθλίων του Μπίλμπο οι τέσσερις χόμπιτ έμειναν στο Σκιστό Λαγκάδι για αρκετές μέρες και έκαναν πολλή παρέα με το γερο-φίλο τους, που περνούσε τώρα τις περισσότερες ώρες του στο δωμάτιο του, εκτός από τις ώρες των γευμάτων. Σ’ αυτά ήταν κατά κανόνα πάντα στην ώρα του και σπάνια δεν ξυπνούσε εγκαίρως για να προφτάσει. Καθισμένοι ολόγυρα στη φωτιά τού είπαν με τη σειρά όλα όσα μπορούσαν να θυμηθούν από τα ταξίδια και τις περιπέ-π:κ:ς τους. Στην αρχή έκανε πως κρατούσε σημειώσεις· συχνά όμως τον έπαιρνε ο ύπνος· κι όταν ξυπνούσε έλεγε: «Πολύ ωραία! Καταπληκτικά! Πού μείναμε;» Τότε συνέχιζαν τη διήγηση από κει που είχε αρχίσει να κουτουλάει από τη νύστα.
Το μόνο σημείο που φαινόταν πραγματικά να τον ξυπνά και να του κρατά το ενδιαφέρον ήταν η διήγηση της στέψης και του γάμου του Άραγκορν.
– Φυσικά, με κάλεσαν στο γάμο, είπε. Και τον περίμενα για αρκετό καιρό. Κάπως όμως, όταν έφτασε η ώρα, ανακάλυψα πως είχα πολλά να κάνω εδώ· και είναι μεγάλη φασαρία να φτιάχνεις βαλίτσες.
Όταν είχε σχεδόν περάσει ένα δεκαπενθήμερο ο Φρόντο κοίταξε από το παράθυρό του και είδε πως είχε πέσει παγωνιά τη νύχτα και οι ιστοί από τις αράχνες έμοιαζαν σαν άσπρα δίχτυα. Τότε, ξαφνικά, κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει και να πει αντίο στον Μπίλμπο. Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι ήσυχος και καλός, ύστερα από ένα από τα ωραιότερα καλοκαίρια που μπορούσαν να θυμηθούν οι άνθρωποι· όμως ο Οκτώβριος είχε έρθει και ο καιρός γρήγορα θα χαλούσε και θα ’πιαναν βροχές και άνεμοι ξανά. Και είχαν ακόμη πολύ δρόμο να κάνουν. Δεν ήταν όμως η σκέψη του καιρού στ’ αλήθεια που τον είχε κινητοποιήσει. Είχε ένα αίσθημα πως ήταν καιρός να γυρίσει πίσω στο Σάιρ. Ο Σαμ ένιωθε το ίδιο. Το προηγούμενο ακριβώς βράδυ είχε πει:
– Λοιπόν, κύριε Φρόντο, πήγαμε μακριά και είδαμε πολλά κι όμως δε νομίζω πως έχουμε βρει καλύτερο μέρος απ’ αυτό. Έχει κάτι απ’ όλα εδώ, αν με καταλαβαίνεις – από το Σάιρ και το Χρυσαφένιο Δάσος, από την Γκόντορ και τα σπίτια των βασιλιάδων και από τα πανδοχεία, τα λιβάδια και τα βουνά όλα μαζί. Κάπως, όμως, νιώθω πως πρέπει γρήγορα να φύγουμε, Νοιάζομαι για το γέρο μου, για να λέω την αλήθεια.
– Ναι, κάτι απ’ όλα, Σαμ, εκτός από τη θάλασσα, είχε απαντήσει ο Φρόντο· και το επανέλαβε τώρα στον εαυτό του: «Εκτός από τη θάλασσα».
Εκείνη την ημέρα ο Φρόντο μίλησε στον Έλροντ και συμφωνήθηκε να φύγουν το άλλο πρωί. Για μεγάλη τους χαρά ο Γκάνταλφ είπε:
– Μου φαίνεται πως θά ’ρθω κι εγώ. Τουλάχιστον ως το Μπρι. Θέλω να δω το Βουτυράτο.
Το βράδυ πήγαν κι αποχαιρέτισαν τον Μπίλμπο.
– Λοιπόν, αν πρέπει να φύγετε, φύγετε, είπε. Λυπάμαι, θα μου λείψετε. Είναι όμορφο και το να ξέρω απλώς πως βρισκόσαστε κάπου εδώ γύρω. Αλλά νυστάζω όλο και περισσότερο.
Έπειτα πήγε να δώσει στο Φρόντο τον αλυσιδωτό του θώρακα από μίθριλ και το Κεντρί, ξεχνώντας πως του τα ’χε κιόλας δώσει· και του έδωσε επίσης τρία βιβλία με παραδόσεις που είχε γράψει κατά καιρούς – γραμμένα με το γραφικό του χαρακτήρα που θύμιζε αράχνη -και με ετικέτες στην κόκκινη ράχη τους: Μεταφράσεις από τη Γλώσσα των Ξωτικών, από τον Μπ. Μπ.
Στο Σαμ έδωσε ένα μικρό σακουλάκι χρυσάφι.
– Είναι σχεδόν το τελευταίο απ’ τον καιρό του Νοσφιστή, είπε. Μπορεί να το χρειαστείς, αν μάλιστα σκέπτεσαι να παντρευτείς, Σαμ.
Ο Σαμ κοκκίνισε.
– Δεν έχω τίποτα σπουδαίο να σας δώσω, νεαροί μου, είπε στο Μέρι και στον Πίπιν, εκτός από καλές συμβουλές.
Και αφού τους έδωσε αρκετές απ’ αυτές, πρόσθεσε και μια τελευταία που θύμιζε το Σάιρ.
– Μην αφήσετε τα μυαλά σας να φουσκώσουν και τα κεφάλια σας να μη χωρούν στα καπέλα σας! Αλλά, αν τώρα γρήγορα δε σταματήσετε να ψηλώνετε, τα καπέλα και τα ρούχα θα σας στοιχίζουν πολλά.
– Αλλά αν θέλεις να ξεπεράσεις το Γέρο Τουκ, είπε ο Πίπιν, δε βλέπω γιατί εμείς δεν πρέπει να προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε το Βροντόγλωσσο.
Ο Μπίλμπο γέλασε και από μια τσέπη έβγαλε δύο πολύ ωραίες πίπες με φιλντισένια επιστόμια και δεμένες με λεπτοδουλεμένο ασήμι.
– Να με θυμάστε όταν τις χρησιμοποιείτε! είπε. Μου τις έφτιαξαν τα Ξωτικά, αλλά εγώ τώρα δεν καπνίζω.
Και ύστερα ξαφνικά χαμήλωσε το κεφάλι και πήρε έναν υπνάκο· και όταν ξύπνησε πάλι είπε:
– Πού μείναμε; Ναι, φυσικά, στα δώρα. Και τώρα που το θυμήθηκα τι έγινε το δαχτυλίδι μου, Φρόντο, που μου το ’χες πάρει; Το έχασα, καλέ μου Μπίλμπο, είπε ο Φρόντο. Το ξεφορτώθηκα, ξέρεις.
Τι κρίμα! είπε ο Μπίλμπο. Θα ’θελα να το ξανάβλεπα. Όχι όμως, τι ανόητος που είμαι! Γι’ αυτό δεν έφυγες – να το ξεφορτωθείς; Είναι όμως όλα τόσο μπερδεμένα, γιατί ένα σωρό άλλα πράγματα βγήκαν στη μέση – οι υποθέσεις του Άραγκορν, το Λευκό Συμβούλιο, η Γκόντορ, οι Καβαλάρηδες, οι Νότιοι και οι ολίφαντες – στ’ αλήθεια είδες ένα, Σαμ; – και σπηλιές και πύργοι και χρυσαφένια δέντρα και ποιος ξέρει και τι άλλα ακόμα.
»Κατά τα φαινόμενα εγώ επέστρεψα απ’ το ταξίδι μου από πολύ ίσιο δρόμο. Νομίζω ότι ο Γκάνταλφ θα μπορούσε να μου έδειχνε και μερικά άλλα πράγματα. Σ’ εκείνη την περίπτωση όμως θα είχε τελειώσει ο πλειστηριασμός πριν επιστρέψω και τότε θα είχα περισσότερους μπελάδες απ’ όσους βρήκα. Πάντως, τώρα είναι πολύ αργά· και στ’ αλήθεια νομίζω πως είναι πολύ πιο ξεκούραστα να κάθομαι εδώ και να τ’ ακούω όλα. Η φωτιά είναι όμορφη εδώ και το φαγητό πολύ καλό και έχει και Ξωτικά όταν θέλεις. Τι άλλο περισσότερο να χρειαστεί κάνας;
Χωρίς σταματημό ο Δρόμος όλο και τραβάει μπροστά
Από την πόρτα όπου ζεκίνησε.
Και τώρα πια ο Δρόμος έχει φτάσει μακριά,
Ας τον ακολουθήσουν άλλοι που μπορούν!
Ας ξεκινήσουν νέο ταξίδι απ’ την αρχή·
Όμως εγώ με πόδια κουρασμένα πια,
Χάνι ολόφωτο γυρεύω για να μπω,
Ύπνο το βράδυ και ξεκούραση να βρω.
Και καθώς ο Μπίλμπο μουρμούρισε τις τελευταίες λέξεις, το κεφάλι του ακούμπησε το στήθος του και κοιμήθηκε βαθιά.
Σκοτείνιασε στο δωμάτιο και η φωτιά έκαιγε ζωηρότερη. Κοιτάζοντας τον Μπίλμπο όπως κοιμόταν, είδαν πως χαμογελούσε. Γι’ αρκετή ώρα κάθισαν σιωπηλοί· και ύστερα κοιτάζοντας ένα γύρο ο Σαμ στο δωμάτιο και στις σκιές στους τοίχους, είπε σιγανά:
– Δε νομίζω, κύριε Φρόντο, πως έγραψε πολλά από τότε που φύγαμε. Δεν πρόκειται να γράψει ποτέ την ιστορία μας τώρα.
Σ’ αυτά τα λόγια ο Μπίλμπο άνοιξε ένα μάτι, σχεδόν λες να ’χε ακούσει. Ύστερα ξύπνησε.
– Βλέπετε, συνεχώς νυστάζω, είπε. Και όταν έχω καιρό για γράψιμο, θέλω μόνο να γράφω ποιήματα στ’ αλήθεια. Αναρωτιέμαι, καλέ μου Φρόντο, αν θα σε πείραζε πολύ να τακτοποιήσεις τα πράγματα λιγάκι πριν φύγεις; Συγκέντρωσε όλες μου τις σημειώσεις και τα χαρτιά και το ημερολόγιό μου επίσης, και πάρ’ τα μαζί σου, αν θέλεις. Βλέπεις, δεν έχω πολύν καιρό για να τα ξεδιαλέξω και να τα ταξινομήσω όλ’ αυτά. Πάρε το Σαμ να σε βοηθήσει κι όταν τα βάλεις σε κάποια σειρά, έλα ξανά εδώ και θα τους ρίξω μια ματιά. Δε θα ’μαι πολύ αυστηρός.
– Βεβαίως και θα το κάνω! είπε ο Φρόντο. Και βεβαίως θα ξαναγυρίσω γρήγορα – δε θα ’ναι επικίνδυνο πια. Τώρα υπάρχει αληθινός βασιλιάς και γρήγορα θα βάλει τάξη στους δρόμους.
– Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου! είπε ο Μπίλμπο. Αυτό στ’ αλήθεια είναι μεγάλη ανακούφιση για μένα.
Και μ’ αυτά τα λόγια αποκοιμήθηκε ξανά.
Την άλλη μέρα ο Γκάνταλφ και οι χόμπιτ αποχαιρέτισαν τον Μπίλμπο στο δωμάτιό του, γιατί ήταν κρύο έξω· και ύστερα αποχαιρέτισαν τον Έλροντ και όλο του το σπιτικό.
Καθώς ο Φρόντο στεκόταν στο κατώφλι, ο Έλροντ του ευχήθηκε καλό ταξίδι, τον ευλόγησε και είπε:
– Νομίζω, Φρόντο, πως ίσως να μη χρειαστεί να ξανάρθεις, εκτός κι έρθεις πολύ σύντομα. Γιατί αυτόν περίπου τον καιρό, όταν τα φύλλα χρυσίσουν πριν πέσουν, γύρεψε τον Μπίλμπο στα δάση του Σάιρ. Θα ’μαι κι εγώ μαζί του.
Αυτά τα λόγια δεν τα άκουσε κανείς άλλος και ο Φρόντο τα κράτησε για τον εαυτό του.
Και να επιτέλους οι χόμπιτ είχαν τα πρόσωπα στραμμένα κατά την πατρίδα τους. Τώρα βιάζονταν να δουν το Σάιρ ξανά· αλλά στην αρχή προχωρούσαν μόνο αργά, γιατί ο Φρόντο ήταν κακόκεφος. Όταν έφτασαν στο Πέρασμα του Μπρούινεν, είχε σταματήσει κι έδειχνε απρόθυμος να διασχίσει το ποτάμι· και πρόσεξαν πως για λίγη ώρα τα μάτια του έδειχναν να μη Βλέπουν ούτε αυτούς ούτε τα πράγματα ολόγυρά του. Όλη εκείνη την ημέρα ήταν σιωπηλός. Ήταν η έκτη μέρα του Οκτωβρίου.
– Πονάς, Φρόντο; ρώτησε ο Γκάνταλφ χαμηλόφωνα, καθώς ίππευε στο πλευρό του Φρόντο.
– Λοιπόν, ναι, πονώ, είπε ο Φρόντο. Ο ώμος μου. Πονάει το τραύμα και με πλακώνει η ανάμνηση του σκοταδιού. Σαν σήμερα κλείνει χρόνο.
– Αλίμονο! υπάρχουν πληγές που δεν μπορούν να θεραπευτούν εντελώς, είπε ο Γκάνταλφ.
– Φοβάμαι πως αυτό συμβαίνει με τις δικές μου, είπε ο Φρόντο. Δεν υπάρχει αληθινός γυρισμός. Μόλο που μπορεί να γυρίζω στο Σάιρ, δε θα μου φαίνεται το ίδιο· γιατί εγώ δε θα ’μαι ο ίδιος. Έχω πληγωθεί από μαχαίρι, κεντρί, δόντι και μακρόχρονο φορτίο. Πού θα βρω ανάπαυση;
Ο Γκάνταλφ δεν απάντησε.
Με το τέλος της επόμενης μέρας ο πόνος και η δυσφορία πέρασαν και ο Φρόντο ήταν εύθυμος πάλι, εύθυμος λες και δε θυμόταν τη μαυρίλα της προηγούμενης μέρας. Μετά απ’ αυτό το ταξίδι πήγαινε καλά και οι μέρες περνούσαν γρήγορα· γιατί ταξίδευαν χωρίς να βιάζονται και συχνά χασομερούσαν στα όμορφα δάση, όπου οι φυλλωσιές ήταν κόκκινες και κίτρινες στο φθινοπωριάτικο ήλιο. Τέλος, έφτασαν στην Κορυφή των Καιρών και τότε βράδιαζε και η σκιά του λόφου απλωνόταν σκοτεινή στο δρόμο. Τότε ο Φρόντο τους παρακάλεσε να κάνουν γρήγορα και με τίποτα δεν κοίταζε κατά το λόφο, αλλά διέσχισε τη σκιά του με το κεφάλι σκυφτό και το μανδύα του σφιχτοτυλιγμένο γύρω του. Εκείνη τη νύχτα ο καιρός άλλαξε και ο αέρας γύρισε δυτικός, φορτωμένος βροχή, φυσώντας δυνατός και ψυχρός και τα κίτρινα φύλλα στριφογύριζαν σαν πουλιά στον άνεμο. Όταν έφτασαν στο Δάσος του Τσετ, τα κλαδιά ήταν κιόλας γυμνά και η βροχή σαν μεγάλη κουρτίνα έκρυβε το Λόφο του Μπρι από τα μάτια τους.
Κι έτσι κατά το τέλος ενός άσχημου βραδινού τις τελευταίες μέρες του Οκτωβρίου οι πέντε ταξιδώτες ανηφόρισαν το δρόμο και έφτασαν τη Νότια Πύλη του Μπρι. Ήταν διπλοκλειδωμένη. Ο αέρας φυσούσε τη βροχή στα πρόσωπά τους και στο σκοτεινιασμένο ουρανό έτρεχαν χαμηλά σύννεφα και η διάθεση τους χάλασε λιγάκι, γιατί περίμεναν μεγαλύτερη υποδοχή.
Αφού φώναξαν πολλές φορές, βγήκε επιτέλους ο Φύλακας και είδαν ότι κρατούσε ένα μεγάλο ρόπαλο. Τους κοίταξε με φόβο και υποψία· όταν όμως είδε ότι ήταν εκεί ο Γκάνταλφ και ότι οι σύντροφοι του ήταν χόμπιτ, παρ’ όλο το παράξενο ντύσιμό τους, τότε ζωήρεψε και τους καλωσόρισε.
– Περάστε! είπε, ξεκλειδώνοντας την πόρτα. Δεν είναι να στεκόμαστε για νέα έξω, εδώ στο κρύο και στη βροχή, παλιόκαιρος απόψε. Αλλά ο γερο-Μπιρόχορτος σίγουρα θα σας καλωσορίσει στο Πόνυ κι εκεί θα μάθετε τα νέα όλα.
– Κι εκεί θ’ ακούσεις κι εσύ αργότερα όλα όσα έχουμε να πούμε και περισσότερα, γέλασε ο Γκάνταλφ. Τι κάνει ο Χάρι;
Ο Φύλακας κατσούφιασε.
– Έφυγε, είπε. Καλύτερα όμως να ρωτήσετε τον Μπιρόχορτο. Καλή σας νύχτα!
– Καληνύχτα και σ’ εσένα! είπαν και μπήκαν.
Και τότε πρόσεξαν ότι πίσω από το φράχτη στην άκρη του δρόμου ήταν χτισμένο ένα μακρουλό χαμηλό καλύβι και μερικοί άντρες είχαν βγει έξω και τους κοίταζαν πάνω από το φράχτη. Όταν έφτασαν στο σπίτι του Μπιλ του Φτεριά είδαν πως ο φράχτης ήταν χαλασμένος και απεριποίητος και τα παράθυρα ήταν όλα καρφωμένα με σανίδες.
– Λες να τον σκότωσες μ’ εκείνο το μήλο, Σαμ; είπε ο Πίπιν.
– Δεν έχω τόσο μεγάλες ελπίδες, κύριε Πίπιν, είπε ο Σαμ. Θα ήθελα όμως να ξέρω τι απόγινε εκείνο το καημένο το πόνυ. Πολλές φορές το έχω θυμηθεί, και τους λύκους που ούρλιαζαν κι όλα.
Τέλος, έφτασαν στο Παιγνιδιάρικο Πόνυ κι αυτό τουλάχιστον έδειχνε εξωτερικά να μην έχει αλλάξει· είχε και φώτα πίσω από τις κόκκινες κουρτίνες στα χαμηλότερα παράθυρα. Χτύπησαν το κουδούνι και ο Νομπ ήρθε στην πόρτα, την άνοιξε μια χαραματιά και έριξε μια κλεφτή ματιά’ κι όταν τους είδε να στέκονται κάτω από το φως της λάμπας έβγαλε μια φωνή όλο έκπληξη.
– Κύριε Βουτυράτε! Αφεντικό! φώναξε. Γύρισαν!
– Γύρισαν; Τώρα και θα τους μάθω εγώ, ακούστηκε η φωνή του Βουτυράτου.
Και να τος όρμησε έξω μ’ ένα ρόπαλο στο χέρι. Όταν όμως είδε ποιοι ήταν, σταμάτησε απότομα και το αγριεμένο πρόσωπο του γέμισε απορία και μεγάλη χαρά.
– Βρε Νομπ, χαζοσγουρομάλλη! φώναξε. Δεν μπορείς να πεις τους παλιούς φίλους με τα ονόματά τους; Μου ’κοψες τη χολή έτσι, και μάλιστα σ’ αυτές τις κακές μέρες. Μπα, μπα! Και από πού μας έρχεστε; Εγώ δεν περίμενα να δω κανέναν από σας ξανά, μα την αλήθεια -έτσι που φύγατε για τις Ερημιές μ’ εκείνον το Γοργοπόδαρο κι όλους εκείνους τους Μαύρους Ανθρώπους που τριγυρνούσαν. Πάντως, χαίρομαι πολύ που σας βλέπω, και πιο πολύ απ’ όλους τον Γκάνταλφ. Περάστε! Περάστε! Τα ίδια δωμάτια όπως παλιά; Είναι ελεύθερα. Κι εδώ που τα λέμε, τα πιο πολλά δωμάτια είναι άδεια τούτες τις μέρες και δε θα σας το κρύψω, μιας και γρήγορα θα το ανακαλύψετε, αλλά δεν έχω αρκετό βοηθητικό προσωπικό προς το παρόν. Ε, Νομπ, αργοκίνητο αμάξι! Πες στον Μπομπ! Α, πάλι το ξέχασα, ο Μπομπ έχει φύγει – πάει στο σπίτι στους δικούς του τα βράδια τώρα. Λοιπόν, πάρε τα πόνυ των ξένων στο στάβλο, Νομπ! Κι εσύ θα πας το άλογό σου στο στάβλο μόνος σου, Γκάνταλφ, το δίχως άλλο. Υπέροχο ζώο, όπως σου ξανάχω πει, τότε που το πρωτοείδαν τα μάτια μου. Λοιπόν, περάστε μέσα! Σαν στο σπίτι σας!
Ο κύριος Βουτυράτος τουλάχιστο δεν είχε αλλάξει τον τρόπο που μιλούσε κι εξακολουθούσε να φαίνεται πως ζει με τον παλιό του τρόπο, λαχανιασμένος και αεικίνητος. Κι όμως, δεν υπήρχε σχεδόν κανένας εκεί και όλα ήταν ήσυχα· από τη Σάλα ακουγόταν το χαμηλόφωνο μουρμουρητό δυο τριών φωνών το πολύ. Και βλέποντάς τον από πιο κοντά στο φως δύο κεριών που άναψε και προπορευόταν κρατώντας τα, το πρόσωπο του πανδοχέα έδειχνε κάπως ρυτιδωμένο και ταλαιπωρημένο από φροντίδες.
Τους οδήγησε στο βάθος του διαδρόμου στην τραπεζαρία που είχαν χρησιμοποιήσει εκείνη την παράξενη νύχτα πριν από ένα χρόνο και κάτι περίπου· κι εκείνοι τον ακολούθησαν, λιγάκι ανήσυχοι, γιατί φαινόταν ξεκάθαρα πως ο γερο-Μπιρόχορτος έκανε το γενναίο, αλλά είχε φασαρίες. Τα πράγματα δεν ήταν σαν πρώτα. Αλλά δεν είπαν τίποτα και περίμεναν.
Όπως περίμεναν, ο κύριος Βουτυράτος ήρθε στην τραπεζαρία μετά το δείπνο για να δει αν όλα ήταν όπως τα ήθελαν. Κι όπως στ’ αλήθεια ήταν – καμία αλλαγή προς το χειρότερο δεν είχε βρει την μπίρα ή τα φαγητά στο Πόνυ, τουλάχιστον.
– Λοιπόν, τώρα δε θα τολμήσω να προτείνω να έρθετε στη Σάλα απόψε, είπε ο Βουτυράτος. Θα ’σαστε κουρασμένοι· και, έτσι κι αλλιώς, δεν έχει πολλούς απόψε. Αν όμως μου δίνετε μισή ώρα πριν πάτε στα κρεβάτια σας, πολύ θα ήθελα να κουβέντιαζα λίγο μαζί σας, ήσυχα ήσυχα μεταξύ μας.
– Αυτό ακριβώς θα θέλαμε κι εμείς, είπε ο Γκάνταλφ. Δεν είμαστε κουρασμένοι. Ταξιδεύαμε άνετα. Είμαστε βρεγμένοι, παγωμένοι και πεινασμένοι, αλλά όλα αυτά τα θεράπευσες. Έλα, κάθισε! Κι αν έχεις και καθόλου πιπόχορτο, την ευχή μας να ’χεις.
– Λοιπόν, αν ζητούσατε τίποτ’ άλλο, θα το χαιρόμουν περισσότερο, είπε ο Βουτυράτος. Αυτό ακριβώς είναι κάτι που μας λείπει, γιατί τώρα, βλέπεις, έχουμε μόνο τόσο, όσο καλλιεργούμε οι ίδιοι κι αυτό δε φτάνει. Δε βρίσκουμε καθόλου στο Σάιρ αυτές τις μέρες. Θα κάνω όμως ό,τι μπορώ.
Όταν ξαναγύρισε τους έφερε αρκετό για να τους κρατήσει μια δυο μέρες, ένα πάκο άκοπο φύλλο.
– Σάουθλιντς, είπε, και το καλύτερο που έχουμε· αλλά δε φτάνει τη Νότια Μοίρα, όπως πάντα μου έλεγα, αν και τις περισσότερες φορές υποστηρίζω το Μπρι, με το συμπάθιο.
Τον έβαλαν σε μια μεγάλη καρέκλα κοντά στη φωτιά και ο Γκάνταλφ κάθισε από την άλλη πλευρά του τζακιού και οι χόμπιτ, καθισμένοι σε χαμηλά καρεκλάκια, ανάμεσά τους· και έπειτα κουβέντιασαν και η μισή ώρα πέρασε πολλές φορές και αντάλλαξαν ό,τι νέα ο κύριος Βουτυράτος ήθελε ν’ ακούσει ή να δώσει. Τα περισσότερα απ’ αυτά που είχαν να πουν αποτελούσαν σκέτα θαύματα ή σάστιζαν τον οικοδεσπότη τους ή ξεπερνούσαν τα όρια της φαντασίας του· και τα μόνα σχόλια που προκάλεσαν ήταν: «Μη μου το λες», που επαναλαμβανόταν συχνά παρ’ όλο που το άκουγαν τα ίδια τ’ αυτιά του κυρίου Βουτυράτου.
– Μη μου το λες, κύριε Μπάγκινς ή κύριε Κατωλοφίτη; Όσο πάω και μπερδεύομαι. Τι μου λες, κύριε Γκάνταλφ! Μωρέ, ποτέ μου! Ποιος να το ’λεγε στις μέρες μας!
Αλλά είπε πολλά για λογαριασμό του. Εκείνος θα ’λεγε πως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά. Οι δουλειές δεν ήταν ούτε καν έτσι κι έτσι, ήταν ίσια και πέρα χάλια.
– Κανένας δεν πλησιάζει το Μπρι απ’ Έξω, είπε. Και μέσα ο κόσμος κάθεται στο σπίτι του με τις πόρτες αμπαρωμένες. Κι όλα άρχισαν αποκείνους τους νιόφερτους και τους αλήτες που άρχισαν να έρχονται από τον Πράσινο Δρόμο πέρσι, αν θυμόσαστε· αλλά ήρθαν κι άλλοι αργότερα. Μερικοί ήταν μονάχα κάτι φτωχοί που έτρεχαν να ξεφύγουν απ’ τις φασαρίες· αλλά οι περισσότεροι ήταν κακοποιό στοιχεία, κλέφτες και λωποδύτες. Και είχαμε φασαρίες εδώ μέσα στο Μπρι, άσχημες φασαρίες. Για να καταλάβετε, έγινε αληθινή συμπλοκή και σκοτώθηκαν, μερικοί, σκοτώθηκαν, νεκροί! Κι αν θέλετε, με πιστεύετε.
– Και βέβαια σε πιστεύουμε, είπε ο Γκάνταλφ. Πόσοι;
– Τρεις και δύο, είπε ο Βουτυράτος, εννοώντας τους μεγάλους ανθρώπους και τους μικρούς χόμπιτ. Ήταν ο καημένος ο Ματ ο Ρεικοπόδαρος και ο Ρόουλι ο Μηλαράτος και ο μικρός Τομ ο Αγκαθωτός από το Λόφο πάνω· και ο Γουίλι ο Πλεύρας από πέρα μακριά κι ένας απ’ τους Κατωλοφίτες απ’ το Θεμελάκι – όλοι τους καλά παιδιά και μας λείπουν. Και ο Χάρι ο Κατσικόχορτος που ήταν στη Δυτική Πύλη κι εκείνος ο Μπιλ ο Φτεριάς πήγαν με το μέρος των ξένων κι έφυγαν μαζί τους· κι εγώ πιστεύω πως αυτοί τους έβαλαν μέσα. Το βράδυ της συμπλοκής, θέλω να πω. Κι αυτό έγινε ύστερα που τους δείξαμε τις πύλες και τους πετάξαμε έξω – δηλαδή πριν το τέλος του χρόνου· και η μάχη έγινε στις αρχές του Καινούριου Χρόνου, ύστερα απ’ το πολύ χιόνι που έριξε.
»Και τώρα έχουν γίνει ληστές και ζουν έξω και κρύβονται στα δάση πέρα από το Άρτσετ και στις ερημιές πέρα προς τα βορινά. Μοιάζει λιγάκι με τις παλιές κακές μέρες, που λένε τα παραμύθια, λέω εγώ. Δεν υπάρχει ασφάλεια στο δρόμο και κανείς δεν πηγαίνει μακριά κι ο κόσμος κλειδώνει νωρίς. Έχουμε αναγκαστεί να βάλουμε σκοπούς παντού ολόγυρα στο φράχτη και να βάζουμε πολλούς άντρες τις νύχτες στις πύλες.
– Πάντως εμάς κανείς δε μας πείραξε, είπε ο Πίπιν, μόλο που πηγαίναμε αργά και δεν προσέχαμε. Νομίζαμε πως είχαμε αφήσει πίσω μας όλες τις φασαρίες.
– Κι όμως δεν τις αφήσατε, Κύριε, κι είναι μεγάλο κρίμα, είπε ο Βουτυράτος. Δεν είναι ν’ απορείτε όμως που σας άφησαν ήσυχους. Δεν πλησιάζουν οπλισμένο κόσμο με σπαθιά και κράνη κι ασπίδες κι απ’ όλα. Αυτά τους κάνουν να το ξανασκεφτούν, σίγουρα. Και πρέπει κι εγώ να πω πως σάστισα λιγάκι όταν σας είδα.
Τότε οι χόμπιτ κατάλαβαν ξαφνικά ότι ο κόσμος τους κοιτούσε απορημένος όχι τόσο από έκπληξη για το γυρισμό τους, όσο από θαυμασμό για τον εξοπλισμό τους. Αυτοί οι ίδιοι είχαν τόσο εξοικειωθεί με τον πόλεμο και τις μετακινήσεις σε καλά παραταγμένες ίλες, ώστε είχαν εντελώς ξεχάσει ότι οι γυαλιστερές πανοπλίες που ξεμύτιζαν κάτω από τους μανδύες τους και τα κράνη της Γκόντορ και του Μαρκ και οι όμορφοι θυρεοί στις ασπίδες τους θα φαίνονταν παράξενα στη χώρα τους. Και ο Γκάνταλφ, επίσης, ίππευε τώρα το ψηλό γκρίζο του άλογο, ντυμένος κατάλευκα μ’ ένα μεγάλο μανδύα γαλάζιο κι ασημένιο από πάνω και τη μακριά σπάθα τον Γλάμντρινγκ στο πλευρό του. Ο Γκάνταλφ γέλασε.
– Λοιπόν, λοιπόν, είπε, αν φοβούνται μονάχα εμάς τους πέντε, τότε έχουμε συναντήσει χειρότερους εχθρούς στα ταξίδια μας. Οπωσδήποτε όμως θα σ’ αφήσουν ήσυχο τις νύχτες για όσον καιρό μείνουμε.
– Και πόσος θα ’ναι αυτός; είπε ο Βουτυράτος. Δεν μπορώ να πω πως δε θα χαρούμε να σας έχουμε εδώ για λίγο. Βλέπετε, δεν είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοιες φασαρίες· και οι Περιφερόμενοι Φύλακες έχουν όλοι φύγει, απ’ ό,τι μου λένε. Δε νομίζω πως είχαμε καταλάβει καλά ως τώρα τι έκαναν για μας. Γιατί υπάρχουν χειρότερα κι από ληστές εδώ γύρω. Λύκοι ούρλιαζαν έξω από τους φράχτες τον περασμένο χειμώνα. Κι έχει κάτι μαύρα όντα στο δάσος, φοβερά, που σου παγώνουν το αίμα ακόμα κι αν τα σκεφτείς. Είναι πολύ ανησυχητικό, αν με καταλαβαίνετε.
– Φαντάζομαι πως θα ’ναι, είπε ο Γκάνταλφ. Σχεδόν όλοι οι τόποι έχουν προβλήματα τούτον τον καιρό, πολλά προβλήματα. Πάντως, μην τα βάφεις μαύρα, Μπιρόχορτε! Βρισκόσαστε στην άκρη άκρη πολύ μεγάλων ανωμαλιών και χαίρομαι που δε βρισκόσαστε πιο βαθιά μπλεγμένοι. Όμως, έρχονται καλύτερες μέρες. Μπορεί και καλύτερες απ’ όλες όσες θυμάσαι. Οι Περιφερόμενοι Φύλακες έχουν γυρίσει. Γυρίσαμε μαζί τους. Και έχουμε πάλι βασιλιά, Μπιρόχορτε. Δε θ’ αργήσει να γυρίσει τη σκέψη του και κατά δω.
»Τότε θ’ ανοίξει πάλι ο Πράσινος Δρόμος και οι αγγελιαφόροι του θα έρθουν στο βοριά και θ’ αρχίσει να πηγαινοέρχεται ο κόσμος και τα κακοποιά στοιχεία θα διωχτούν από τις ερημιές. Και το χάσιμο χρόνου δε θα πάει χαμένο πια και θα ’ρθει κόσμος στα χωράφια, εκεί που κάποτε ήταν ερημιά.
Ο κύριος Βουτυράτος κούνησε το κεφάλι του.
– Αν έχει λίγο καλό και καθώς πρέπει κόσμο στους δρόμους, αυτό δε βλάφτει, είπε. Όμως, δε θέλουμε άλλους τυχάρπαστους και μαχαιροβγάλτες. Και δε θέλουμε ξενομερίτες ούτε στο Μπρι ούτε κοντά σ’ αυτό. Θέλουμε να μας αφήσουν στην ησυχία μας. Εγώ δε θέλω να μαζευτούνε ξένοι εδώ και να εγκατασταθούν άλλοι προσωρινά κι άλλοι μόνιμα και να μας χαλάσουν τις εξοχές μας.
– Θα σας αφήσουν στην ησυχία σας, Μπιρόχορτε, είπε ο Γκάνταλφ. Υπάρχει αρκετός χώρος για να δημιουργηθούν βασίλεια ανάμεσα στον Ίσεν και στον Γκριζονέρη ή σε όλο το μάκρος της νότιας όχθης του Μπράντιγουάιν, χωρίς να μένει ούτε ένας πιο κοντά από πολλών ημερών ταξίδι από το Μπρι. Και πολύς κόσμος ζούσε κάποτε πέρα στο βοριά, εκατό μίλια ή και περισσότερο από δω, στην πέρα άκρη του Πράσινου Δρόμου — στους Βόρειους Κάμπους ή κοντά στη Λίμνη Έβεντιμ.
– Που, εκεί πάνω στο Ανάχωμα των Πεθαμένων; είπε ο Βουτυράτος και τώρα οι αμφιβολίες του μεγάλωναν. Λένε πως είναι στοιχειωμένος τόπος. Μόνο ληστές θα πήγαιναν εκεί.
– Οι Περιφερόμενοι Φύλακες πηγαίνουν εκεί, είπε ο Γκάνταλφ. Το Ανάχωμα των Πεθαμένων, λες. Έτσι το ονομάζουν εδώ και πολλά χρόνια· το σωστό του όνομα όμως, Μπιρόχορτε, είναι Φόρνοστ Ερέν[11], το Νόρμπουρι των Βασιλέων. Και ο Βασιλιάς θα έρθει μια μέρα ξανά εκεί· και τότε θα περάσει από δω πολύς όμορφος κόσμος.
– Ε, έτσι ακούγεται κάπως καλύτερα, πρέπει να ομολογήσω, είπε ο Βουτυράτος. Και θα ’ναι καλό και για το μαγαζί, το δίχως άλλο. Αν αφήσει ήσυχο το Μπρι.
– Θα το αφήσει, είπε ο Γκάνταλφ. Το ξέρει και το αγαπά.
– Μη μου λες; είπε ο Βουτυράτος σαστισμένος. Αν και σίγουρα δεν καταλαβαίνω πώς, εκεί πάνω στο μεγάλο του θρόνο, στο μεγάλο του φρούριο, τόσα μίλια μακριά από δω. Και θα πίνει το κρασί του σε χρυσή κούπα, σίγουρα. Τι είναι γι’ αυτόν το Πόνυ ή τα ποτήρια της μπίρας; Όχι πως η μπίρα μου δεν είναι καλή, Γκάνταλφ. Είναι ασυνήθιστα καλή από τότε που ήρθες πέρσι το φθινόπωρο και την ευχήθηκες. Κι ήταν κι αυτό μια παρηγοριά στις συμφορές, πρέπει να ομολογήσω.
– Α! είπε ο Σαμ. Αυτός όμως λέει πως η μπίρα σου είναι πάντα καλή.
– Λέει αυτός;
– Και βέβαια το λέει. Είναι ο Γοργοπόδαρος. Ο αρχηγός των Περιφερομένων Φυλάκων. Δεν το χώρεσες στο κεφάλι σου ακόμα;
Τέλος, το χώρεσε και στο πρόσωπο του Βουτυράτου ζωγραφίστηκαν όλες οι αποχρώσεις του θαυμασμού και της απορίας. Τα μάτια στο πλατύ του πρόσωπο στρογγύλεψαν και το στόμα του άνοιξε διάπλατα και του κόπηκε η αναπνοή.
– Ο Γοργοπόδαρος! ξεφώνισε όταν βρήκε την αναπνοή του πάλι. Αυτός με κορόνα και τα όλα του και με τη χρυσή κούπα! Να δούμε τι άλλο θα μας βρει!
– Καλύτερες μέρες, για το Μπρι τουλάχιστον, είπε ο Γκάνταλφ.
– Μακάρι, μακάρι, είπε ο Βουτυράτος. Πάντως, αυτή ήταν η καλύτερη κουβέντα που είχα να κάνω εδώ και πολύν καιρό. Και δεν τ’ αρνιέμαι πως θα κοιμηθώ πιο ήσυχος απόψε και με ξαλαφρωμένη την καρδιά. Μου δώσατε πολλά να τα ξανασκεφτώ, αλλά αυτό θα το αφήσω για αύριο. Πάω για το κρεβάτι μου και είμαι σίγουρος πως κι εσείς θα χαρείτε να πάτε στα δικά σας. Ε, Νομπ! φώναξε, πηγαίνοντας στην πόρτα. Νομπ, αργοκίνητο αμάξι! Νομπ! μονολόγησε και χτύπησε το μέτωπό του. Αυτό τώρα τι μου θυμίζει;
– Όχι κανένα άλλο γράμμα που ξέχασες, ελπίζω, κύριε Βουτυράτε; είπε ο Μέρι.
– Έλα, τώρα, κύριε Μπράντιμπακ, μη μου το θυμίζεις αυτό! Τι έλεγα; Α, ο Νομπ, ο στάβλος, αυτό ήταν! Έχω κάτι που σας ανήκει. Αν θυμόσαστε τον Μπιλ το Φτεριά και τα κλεμμένα άλογα – το πόνυ του που αγοράσατε, λοιπόν, εδώ είναι. Γύρισε μοναχό του, βέβαια. Αλλά πού ήταν, αυτό εσείς το ξέρετε καλύτερα από μένα. Ήταν κατσομαλλιασμένο σαν γερο-σκύλος κι αδύνατο σαν το σκοινί της απλώστρας, ήταν όμως ζωντανό. Ο Νομπ το περιποιείται.
– Τι! Ο Μπιλ μου; φώναξε ο Σαμ. Λοιπόν, γεννήθηκα τυχερός, κι ας λέει ο γέρος μου. Κι άλλη ευχή μου βγήκε αληθινή. Πού ’ν ’το;
Ο Σαμ δεν πήγαινε για ύπνο, αν δεν έβλεπε τον Μπιλ στο στάβλο του.
Οι ταξιδιώτες έμειναν στο Μπρι όλη την άλλη μέρα και ο κύριος Βουτυράτος δεν μπορούσε να παραπονεθεί για τις δουλειές του, για το επόμενο βράδυ τουλάχιστον. Η περιέργεια νίκησε όλους τους φόβους και το πανδοχείο του γέμισε. Οι χόμπιτ από ευγένεια πήγαν για λίγο στη Σάλα το βράδυ και έδωσαν απάντηση σε πολλές ερωτήσεις. Κι επειδή τα μνημονικά του Μπρι είναι γερά, ο Φρόντο ρωτήθηκε πολλές φορές αν είχε γράψει το βιβλίο του.
– Όχι ακόμα, απάντησε. Επιστρέφω τώρα για να ταξινομήσω τις σημειώσεις μου.
Υποσχέθηκε να ασχοληθεί και με τα καταπληκτικά γεγονότα του Μπρι κι έτσι να δώσει κάποιο ενδιαφέρον στο βιβλίο του που έμοιαζε ν’ ασχολείται κυρίως με μακρινά και λιγότερο ενδιαφέροντα γεγονότα, «πέρα μακριά απ’ το νοτιά».
Τότε κάποιος απ’ τους νεότερους ζήτησε ένα τραγούδι. Αλλά τότε έπεσε σιωπή, και όλοι τον αγριοκοίταξαν και δεν το ξαναζήτησε. Ήταν φανερό πως κανένας δεν ήθελε να επαναληφθούν τα μυστηριώδη και αφύσικα γεγονότα στη Σάλα ξανά.
Καμιά φασαρία την ημέρα, ούτε κανένας θόρυβος τη νύχτα δεν τάραξε την ησυχία του Μπρι όσο οι ταξιδιώτες έμειναν εκεί· το άλλο πρωί όμως σηκώθηκαν νωρίς γιατί, επειδή ο καιρός ήταν ακόμα βροχερός, ήθελαν να φτάσουν στο Σάιρ πριν νυχτώσει και ήταν αρκετός δρόμος. Ο κόσμος του Μπρι ήταν όλοι έξω για να τους κατευοδώσουν και η διάθεσή τους ήταν πολύ καλύτερη απ’ ό,τι ένα χρόνο πριν κι όσοι δεν είχαν δει τους ξένους με όλο τους τον εξοπλισμό προηγουμένως, έμειναν με ανοιχτό το στόμα όταν τους είδαν – τον Γκάνταλφ με την άσπρη γενειάδα του και το φως που φαινόταν να βγαίνει από μέσα του, λες κι ο γαλάζιος μανδύας του να μην ήταν παρά ένα σύννεφο που σκεπάζει τον ήλιο· και τους τέσσερις χόμπιτ σαν ιππείς με αποστολή Βγαλμένους σχεδόν από ξεχασμένους θρύλους. Ακόμα κι εκείνοι που είχαν γελάσει με όσα είχαν ειπωθεί για το Βασιλιά, άρχισαν να σκέπτονται πως μπορεί να υπάρχει και κάποια αλήθεια σ’ αυτά.
– Λοιπόν, καλή τύχη στο δρόμο σας και καλή τύχη στο γυρισμό σας! είπε ο κύριος Βουτυράτος. Θα ’πρεπε να σας είχα προειδοποιήσει πως ούτε στο Σάιρ πάνε όλα καλά, αν αληθεύουν ό,τι ακούμε. Συμβαίνουν παράξενα πράγματα, λέει. Αλλά το ένα διώχνει το άλλο απ’ το μυαλό μου και είχα ένα σωρό δικούς μου μπελάδες. Αλλά, αν μου επιτρέπετε, έχετε γυρίσει αλλαγμένοι απ’ τα ταξίδια σας και τώρα φαινόσαστε πως μπορείτε εύκολα ν’ αντιμετωπίσετε δυσκολίες. Είμαι σίγουρος πως γρήγορα θα τα τακτοποιήσετε όλα. Καλή σας τύχη! Κι όσο πιο συχνά ερχόσαστε, τόσο πιο πολύ θα χαίρομαι.
Τον αποχαιρέτισαν κι έφυγαν, περνώντας τη Δυτική-πύλη με κατεύθυνση το Σάιρ. Ο Μπιλ το πόνυ ήταν μαζί τους και, όπως και πρώτα, ήταν φορτωμένος με πολλές αποσκευές, αλλά τριπόδιζε πλάι στο Σαμ κι έδειχνε ευχαριστημένος.
– Αναρωτιέμαι τι να υπονοούσε ο γερο-Μπιρόχορτος, είπε ο Φρόντο.
– Εγώ τα μαντεύω μερικά, είπε ο Σαμ πένθιμα. Ό,τι είδα στον Καθρέφτη – δέντρα κομμένα και τα τοιαύτα και το γέρο μου να τον έχουν πετάξει στο δρόμο. Έπρεπε να γύριζα γρηγορότερα.
– Και κατά τα φαινόμενα κάτι τρέχει στη Νότια Μοίρα, είπε ο Μέρι. Υπάρχει γενική έλλειψη από πιπόχορτο.
– Ό,τι κι αν είναι, είπε ο Πίπιν, ο Λόθο θα βρίσκεται από πίσω – να ’σαι σίγουρος γι’ αυτό.
– Από πίσω ναι, όχι όμως και στο βάθος βάθος, είπε ο Γκάνταλφ. Έχετε ξεχάσει το Σάρουμαν. Είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται για το Σάιρ πριν το κάνει η Μόρντορ.
– Πάντως εμείς σ’ έχουμε μαζί μας, είπε ο Μέρι, άρα η κατάσταση γρήγορα θα ξεκαθαρίσει.
– Είμαι μαζί σας προς το παρόν, είπε ο Γκάνταλφ, αλλά πολύ γρήγορα δε θα είμαι. Δε θά ’ρθω στο Σάιρ. Πρέπει εσείς να τακτοποιήσετε τις υποθέσεις του· γι’ αυτό έχετε εκπαιδευθεί. Δεν το καταλαβαίνετε ακόμα; Ο καιρός μου πέρασε – δεν είναι πια το καθήκον μου να τακτοποιώ τα πράγματα ούτε να βοηθώ τον κόσμο να το κάνει. Κι όσο για σας, φίλοι μου, δε θα χρειαστείτε βοήθεια. Μεγαλώσατε τώρα. Μεγαλώσατε και ψηλώσατε μάλιστα· βρίσκεστε ανάμεσα στους μεγάλους κι εγώ δε φοβάμαι πια καθόλου για κανέναν από σας.
»Αλλά, αν θέλετε να μάθετε, θα σας αφήσω σύντομα. Θα πάω να κάνω μεγάλη κουβέντα με τον Μπομπαντίλ – τέτοια κουβέντα, που ποτέ μου δεν είχα κάνει όλ’ αυτά τα χρόνια. Αυτουνού το τζάκι πιάνει στάχτη, το δικό μου το ’χε η μοίρα μου να μην πιάσει ποτέ. Οι μέρες των περιπλανήσεων μου όμως τελειώνουν και τώρα θα έχουμε πολλά να πούμε ο ένας στον άλλο.
Σε λίγο έφτασαν στο σημείο εκείνο του Ανατολικού Δρόμου που είχαν αποχαιρετίσει τον Μπομπαντίλ· είχαν την ελπίδα και μισοπερίμεναν να τον δουν να στέκεται εκεί να τους χαιρετήσει όπως περνούσαν. Δε φαινόταν όμως πουθενά· είχε μια γκρίζα ομίχλη στην κοιλάδα των Θολωτών Τάφων νότια κι ένα πυκνό πέπλο σκέπαζε το Παλιό το Δάσος μακριά.
Σταμάτησαν κι ο Φρόντο κοίταξε κατά το νοτιά μελαγχολικά.
– Πόσο θα ’θελα να τον έβλεπα το γέροντα ξανά, είπε. Τι να κάνει άραγε;
– Καλά όπως πάντα, μπορείς να ’σαι σίγουρος, είπε ο Γκάνταλφ. Δίχως να ’χει ενοχληθεί· και, φαντάζομαι, δίχως ενδιαφέρον για όσα έχουμε κάνει ή δει, εκτός, ίσως. από τις επισκέψεις μας στους Εντ. Ίσως αργότερα να βρεις καιρό να τον επισκεφθείς. Αλλά, αν ήμουν στη θέση σου τώρα, θα βιαζόμουν να πάω σπίτι μου, ειδαλλιώς δε θα φτάσετε στη Γέφυρα του Μπράντιγουάιν πριν κλειδώσουν οι πύλες.
– Μα δεν έχει πύλες, είπε ο Μέρι, όχι στο Δρόμο· αυτό το ξέρεις καλά. Υπάρχει η Πύλη του Μπάκλαντ, φυσικά, αλλά εκεί μ’ αφήνουν να περάσω ό,τι ώρα κι αν είναι.
– Δεν είχε πύλες, θέλεις να πεις, είπε ο Γκάνταλφ. Νομίζω πως τώρα θα βρεις μερικές. Και μπορεί να έχετε περισσότερες φασαρίες στην Πύλη του Μπάκλαντ απ’ ό,τι νομίζετε. Θα τα καταφέρετε όμως. Γεια σας, καλοί μου φίλοι! Όχι, για τελευταία φορά, όχι ακόμα. Γεια σας!
Έστριψε τον Ίσκιο και το μεγάλο άλογο πήδηξε το πράσινο χαντάκι που προχωρούσε παράλληλα στο Δρόμο’ κι ύστερα μ’ ένα παράγγελμα του Γκάνταλφ χάθηκε, τρέχοντας κατά την κοιλάδα των Θολωτών Τάφων σαν το βορινό άνεμο.
– Λοιπόν, να ’μαστε, οι τέσσερις μας όπως ξεκινήσαμε, είπε ο Μέρι. Αφήσαμε πίσω τους υπόλοιπους, έναν έναν. Σχεδόν μοιάζει μ’ όνειρο που σιγά σιγά ξεθώριασε.
– Όχι για μένα, είπε ο Φρόντο. Εγώ νιώθω όλο και πιο πολύ ν’ αποκοιμιέμαι πάλι.
Είχε πέσει η νύχτα όταν, βρεγμένοι και κουρασμένοι, οι ταξιδιώτες έφιασαν επιτέλους στον Μπράντιγουάιν και τον βρήκαν κλειστό. Και από τις δύο πλευρές της Γέφυρας υπήρχε από μία μεγάλη ακιδωτή πυλη· και στην απέναντι πλευρά του ποταμού μπορούσαν να δουν πως είχαν χτιστεί μερικά καινούρια σπίτια – διώροφα με στενά ισόπλευρα παράθυρα, γυμνά και θαμποφωτισμένα· όλα πολύ θλιβερά και ’ξένα για μ, Σάιρ.
Χτύπησαν δυνατά την εξωτερική πύλη και φώναξαν, αλλά δεν πήραν καμιά απάντηση στην αρχή· και ύστερα κατάπληκτοι άκουσαν κάποιον να φυσά ένα βούκινο και τα φώτα στα παράθυρα έσβησαν. Μια φωνή φώναξε στο σκοτάδι:
Ποιος είναι; Φύγετε! Δεν μπορείτε να μπείτε. Δε βλέπετε την πινακίδα: Απαγορεύεται η είσοδος από τη δύση ως την ανατολή τον ηλίου;
Και βέβαια δε βλέπουμε την πινακίδα στο σκοτάδι, φώναξε απαν-κόντας ο Σαμ. Και αν πρόκειται οι χόμπιτ του Σάιρ να μείνουν έξω στη βροχή μια νύχτα σαν κι αυτή, τότε θα την κομματιάσω την πινακίδα σαν τη βρω.
Σ’ αυτά τα λόγια ένα παράθυρο έκλεισε με θόρυβο κι ένα τσούρμο χόμπιτ με φανάρια ξεχύθηκαν απ’ το σπίτι αριστερά. Άνοιξαν την πέρα πύλη και μερικοί πλησίασαν, περνώντας τη γέφυρα. Όταν είδαν τους ταξιδιώτες φάνηκαν να τρομάζουν.
– Για έλα! είπε ο Μέρι, αναγνωρίζοντας έναν από τους χόμπιτ. Αν δε με ξέρεις, Χομπ Χέιγουαρντ, θα ’πρεπε. Είμαι ο Μέρι Μπράντιμπακ και θα ’θελα να ξέρω τι συμβαίνει και τι κάνει ένας κάτοικος του Μπάκλαντ σαν κι εσένα εδώ. Εσύ ήσουνα στην Πύλη του Φράχτη.
– Κύριε ελέησον! Είναι ο κύριος Μέρι, βέβαια, και ντυμένος μάλιστα για πόλεμο! είπε ο γερο-Χομπ. Μπα, κι έλεγαν πως ήσουν πεθαμένος! Χαμένος στο Παλιό το Δάσος κατά τα λεγόμενα. Πολύ χαίρομαι που είσαι ζωντανός!
– Τότε, σταμάτα να με κοιτάς σαν χαζός πίσω από τα σίδερα κι άνοιξε την πύλη! είπε ο Μέρι.
– Λυπάμαι, κύριε Μέρι, αλλά έχουμε διαταγές.
– Διαταγές τίνος;
– Του Αρχηγού στο Μπαγκ Εντ.
– Του Αρχηγού; Ποιανού Αρχηγού; Θες να πεις του κυρίου Λόθο; είπε ο Φρόντο.
– Έτσι φαντάζομαι, κύριε Μπάγκινς· αλλά πρέπει να λέμε μόνο «ο Αρχηγός» τούτες τις μέρες.
– Έτσι, ε! είπε ο Φρόντο. Λοιπόν, χαίρομαι που έσβησε το Μπάγκινς πάντως. Είναι ολοφάνερο όμως πως ήρθε η ώρα να ασχοληθεί μαζί του η οικογένεια και να τον βάλει στη θέση του.
Σιωπή απλώθηκε στους χόμπιτ πίσω από την πύλη.
– Δε βγαίνει σε καλό να μιλάμε έτσι, είπε κάποιος. Θα το μάθει. Και αν κάνεις τόσο θόρυβο, Θα ξυπνήσεις το Μεγάλο Άνθρωπο του Αρχηγού.
– Θα τον ξυπνήσουμε με τρόπο που θα τον καταπλήξει, είπε ο Μέρι. Αν θες να πεις πως ο σπουδαίος σας ο Αρχηγός έχει προσλάβει τίποτα μαχαιροβγάλτες απ’ τις ερημιές, τότε ήρθαμε πάνω στην ώρα.
. Κατέβηκε μ’ ένα πήδημα από το πόνυ του και βλέποντας την ανακοίνωση στο φως των φαναριών την έσκισε και την πέταξε πάνω από την πύλη. Οι χόμπιτ οπισθοχώρησαν και δεν έκαναν καμία κίνηση να την ανοίξουν.
– Έλα, Πίπιν! είπε ο Μέρι. Οι δυο μας φτάνουμε.
Ο Μέρι και ο Πίπιν σκαρφάλωσαν στην πύλη και οι χόμπιτ το ’βαλαν στα πόδια. Ένα άλλο βούκινο αντήχησε. Από το μεγαλύτερο σπίτι δεξιά φάνηκε μια μεγάλη βαριά μορφή στο φως της πόρτας.
– Τι συμβαίνει, γρύλισε καθώς προχώρησε μπροστά. Παραβιάζουν την πύλη; Στρίβετε γιατί θα σας στρίψω τα βρομερά σας λαρύγγια!
Ύστερα σταμάτησε, γιατί είχε δει τη γυαλάδα των σπαθιών.
– Μπιλ Φτεριά, είπε ο Μέρι, αν δεν ανοίξεις την πόρτα σε δέκα δευτερόλεπτα, θα το μετανιώσεις. Θα σε τρυπήσω, αν δεν υπακούσεις. Κι όταν θ’ ανοίξεις τις πύλες, θα τις περάσεις και δε θα ξαναγυρίσεις ποτέ. Δεν είσαι παρά ένας μαχαιροβγάλτης και ληστής στους δρόμους.
Ο Μπιλ ο Φτεριάς δείλιασε και σέρνοντας τα πόδια πήγε στην πύλη και την ξεκλείδωσε.
– Δώσ’ μου το κλειδί! είπε ο Μέρι.
Ο κακοποιός όμως του το πέταξε στο κεφάλι και ύστερα όρμησε στο σκοτάδι. Καθώς περνούσε τα πόνυ, ένα απ’ αυτά τίναξε τα πισινά του πόδια και τον πέτυχε όπως έτρεχε. Εκτοξεύτηκε μ’ ένα ξεφωνητό μες στη νύχτα και ποτέ δεν ξανάκουσαν γι’ αυτόν.
Καλή δουλειά, Μπιλ, είπε ο Σαμ, εννοώντας το πόνυ.
Πάει κι ο Μεγάλος σας Άνθρωπος, είπε ο Μέρι. Τον Αρχηγό θα τον δούμε αργότερα. Στο μεταξύ θέλουμε κάπου να κοιμηθούμε απόψε και αφού, κατά τα φαινόμενα, έχετε κατεδαφίσει το Πανδοχείο του Γεφυριού κι έχετε χτίσει αυτό το άθλιο πράγμα στη θέση του, θα πρέπει να μας βολέψετε.
Λυπάμαι, κύριε Μέρι, είπε ο Χομπ, αλλά δεν επιτρέπεται.
Τι δεν επιτρέπεται;
Να παίρνουμε κόσμο στο έτσι και να τρώμε παραπανίσιο φαγητό και τα παρόμοια, είπε ο Χομπ.
Τι συμβαίνει εδώ πέρα; είπε ο Μέρι. Ήταν κακή η χρονιά ή τίποτ’ άλλο; Εγώ είχα την εντύπωση πως το καλοκαίρι ήταν καλό και η σοδειά.
Λοιπόν, όχι, η χρονιά ήταν αρκετά καλή, είπε ο Χομπ. Είχαμε καλή σοδειά, αλλά δεν καλοξέρουμε τι γίνεται. Είναι όλοι αυτοί οι «συλλέκτες» και οι «διαμοιραστές», φαντάζομαι, που πηγαίνουν πανιού μετρώντας και ζυγίζοντας και τα παίρνουν για αποθήκευση. Αλλά πιο πολλά μαζεύουν απ’ ό,τι μοιράζουν κι εμείς ποτέ δεν ξαναβλέπου-|ΐι: την περισσότερη παραγωγή.
Άντε τώρα! είπε ο Πίπιν και χασμουρήθηκε. Όλ’ αυτά μου είναι πολύ κουραστικά απόψε. Έχουμε τρόφιμα στα σακίδιά μας. Δώστε μι/ς ένα δωμάτιο να ξαπλώσουμε. Θα ’ναι καλύτερο από πολλά άλλα μέρη που έχω δει.
Οι χόμπιτ στην πύλη εξακολουθούσαν να διστάζουν κατά τα φαινόμενα παραβίαζαν και κάποιον άλλον κανονισμό· αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθούν σε τέσσερις τέτοιους αυταρχικούς ταξιδιώτες, όλους οπλισμένους και δύο απ’ αυτούς ασυνήθιστα ψηλούς και δυνατούς. Ο Φρόντο έδωσε διαταγή να κλειδώσουν πάλι τις πύλες. Ήταν οπωσδήποτε λογικό να βάλουν φρουρά, εφόσον τριγυρνούσαν ακόμα κακοποιοί. Ύστερα οι τέσσερις σύντροφοι πήγαν στο φρουραρχείο των χόμπιτ και βολεύτηκαν όπως μπορούσαν. Ήταν γυμνό και αποκρουστικό, μ’ ένα τζάκι της κακιάς ώρας που δεν άφηνε ν’ ανάψεις καλή φωτιά. Στα πάνω δωμάτια είχε μικρές σειρές σκληρά κρεβάτια και σε κάθε τοίχο υπήρχε μια ανακοίνωση κι ένας κατάλογος με Κανονισμούς. Ο Πίπιν τα έσκισε. Μπίρα δεν είχε και το φαγητό ήταν λιγοστό, αλλά μαζί μ’ αυτά που οι ταξιδιώτες είχαν φέρει και τα μοιράστηκαν, έφαγαν όλοι αρκετά καλά· και ο Πίπιν παραβίασε το Άρθρο 4 βάζοντας σχεδόν όλα τα αυριανά ξύλα στη φωτιά.
– Λοιπόν, τώρα τι θα λέγατε για λίγο καπνό, ενώ θα μας λέτε τι γίνεται στο Σάιρ; είπε.
– Δεν υπάρχει πιπόχορτο τώρα, είπε ο Χομπ· παρά μόνο για τους άντρες του Αρχηγού. Και όλα τα αποθέματα έχουν εξαφανιστεί κατά τα φαινόμενα. Ακούσαμε πως ολόκληρα φορτία έφυγαν από τον παλιό το δρόμο, βγήκαν από τη Νότια Μοίρα πέρα από το Πέρασμα Σαρν. Αλλά το έδιωχναν στα κρυφά κι από πριν, λίγο λίγο. Εκείνος ο Λόθο...
– Για έλα, σταμάτα, Χομπ Χέιγουαρντ! φώναξαν μερικοί άλλοι. Ξέρεις ότι απαγορεύονται αυτές οι κουβέντες. Θα το μάθει ο Αρχηγός και θα βρούμε όλοι τον μπελά μας.
– Δε θα μάθαινε τίποτα, αν μερικοί από σας δεν ήταν προδότες, απάντησε ο Χομπ ξαναμμένος.
– Εντάξει, εντάξει! είπε ο Σαμ. Αρκετά. Δε θέλω ν’ ακούσω περισσότερα. Ούτε καλωσόρισμα ούτε μπίρα ούτε καπνός κι ένα σωρό κανονισμοί και κουβέντες ορκ. Είχα την ελπίδα πως θα ξεκουραζόμουν, αλλά βλέπω πως μας περιμένουν δουλειές και φασαρίες. Πάμε για ύπνο κι ας τα ξεχάσουμε ως το πρωί!
Ο καινούριος «Αρχηγός» είχε προφανώς τρόπους να μαθαίνει τα νέα. Ήταν σαράντα μίλια γεμάτα από τη Γέφυρα ως το Μπαγκ Εντ, αλλά κάποιος έκανε το ταξίδι βιαστικά. Έτσι ανακάλυψαν γρήγορα ο Φρόντο και οι φίλοι του.
Δεν είχαν κάνει συγκεκριμένα σχέδια, αλλά είχαν αόριστα σκεφτεί να κατεβούν πρώτα μαζί ως το Κρικχόλοου και να ξεκουραστούν λιγάκι εκεί. Τώρα όμως, βλέποντας την κατάσταση, αποφάσισαν να πάνε κατευθείαν στο Χόμπιτον. Έτσι, την άλλη μέρα πήραν το Δρόμο και ταξίδευαν σταθερά. Ο αέρας είχε πέσει, αλλά ο ουρανός ήταν γκρίζος. Η περιοχή φαινόταν μάλλον θλιμμένη και εγκαταλειμμένη· στο κάτω κάτω ήταν η πρώτη Νοεμβρίου, το τέλος του Φθινοπώρου, Παρ’ όλ’ αυτά τα πράγματα έδειχναν πως έκαιγαν ασυνήθιστα πολλές φωτιές και καπνός ανέβαινε από πολλά μέρη ολόγυρα. Ένα μεγάλο σύννεφο καπνού σηκωνόταν ψηλά απ’ τη μεριά του Γούντι Εντ.
Καθώς έπεφτε το βράδυ πλησίαζαν το Βαθρακοχώρι, ένα χωριό πάνω στο Δρόμο, κάπου είκοσι δύο μίλια από τη Γέφυρα. Εκεί σκόπευαν να περάσουν τη νύχτα· Το Κούτσουρο που Επιπλέει στο Βαθρακοχώρι ήταν καλό πανδοχείο. Αλλά όταν έφτασαν στην ανατολική άκρη του χωριού, βρήκαν το δρόμο κλειστό και μια μεγάλη πινακίδα να λέει ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΙΕΛΕΥΣΗ– κι από πίσω στέκονταν μια μεγάλη ομάδα από Σαϊρίφηδες με ξύλα στα χέρια και φτερά στα κασκέτα τους, που έδειχναν και σπουδαίοι και κάπως φοβισμένοι.
– Τι είναι όλ’ αυτά; είπε ο Φρόντο, που του ερχόταν να βάλει τα γέλια.
– Αυτά είναι τούτα, κύριε Μπάγκινς, είπε ο αρχηγός των Σαϊρίφηδων, ένας χόμπιτ με δύο φτερά: Σας συλλαμβάνουμε για Παραβίαση της Πύλης, Σχίσιμο των Κανονισμών, Επίθεση κατά των Φυλάκων, Καταπάτηση, Διανυκτέρευση σε Κτίρια του Σάιρ χωρίς Άδεια και Δωροδοκία Φυλάκων με τρόφιμα.
Τίποτ’ άλλο; είπε ο Φρόντο.
Αυτό φτάνει για την αρχή, είπε ο Σαϊρίφης αρχηγός.
Εγώ μπορώ να προσθέσω μερικά, αν θέλεις, είπε ο Σαμ. Εξύβριση του Αρχηγού σας, Επιθυμία να του ρίξουμε μια γροθιά στο Σπυριάρικό του Πρόσωπο και τη Σκέψη πως εσείς οι Σαϊρίφηδες μοιάζετε ένα μάτσο Γελοία Υποκείμενα.
– Έλα τώρα, κύριε, φτάνει. Οι διαταγές του Αρχηγού είναι να μας ακολουθήσετε ήσυχα. Θα σας πάμε στο Μπάιγουότερ και θα σας παραδώσουμε στους Άντρες του Αρχηγού· κι όταν θα σας δικάσει, τότε μπορείτε να μιλήσετε. Αλλά αν δε θέλετε να μείνετε στις Φυλακές περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, εγώ θα ’λεγα λίγα λόγια, στη θέση σας.
Προς μεγάλη αμηχανία των Σαϊρίφηδων ο Φρόντο και όλοι οι σύντροφοι του έσκασαν στα γέλια.
– Μην είσαι παράλογος! είπε ο Φρόντο. Εγώ πηγαίνω όπου μ’ αρέσει και όποτε θέλω. Συμβαίνει να πηγαίνω στο Μπαγκ Εντ για δουλειές, αλλά, αν επιμένετε να έρθετε κι εσείς, ε, αυτό είναι δική σας υπόθεση.
– Πολύ καλά, κύριε Μπάγκινς, είπε ο αρχηγός, παραμερίζοντας το οδόφραγμα. Μην ξεχνάτε όμως πως σας έχω συλλάβει.
– Δε θα το ξεχάσω, είπε ο Φρόντο. Ποτέ. Μπορεί όμως να σας συγχωρέσω. Τώρα όμως δε σκοπεύω να πάω πιο πέρα σήμερα, αν, λοιπόν, με συνοδεύσετε ως Το Κούτσουρο που Επιπλέει, θα σας είμαι υπόχρεος.
– Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, κύριε Μπάγκινς. Το πανδοχείο έχει κλείσει. Υπάρχει ένα Σπίτι-για-τους-Σαϊρίφηδες στην άλλη άκρη του χωριού. Θα σας πάω εκεί.
– Εντάξει, είπε ο Φρόντο. Προχωρήστε και θα σας ακολουθήσουμε.
Ο Σαμ, που είχε κοιτάξει τους Σαϊρίφηδες από πάνω ως κάτω, είχε εντοπίσει έναν που τον ήξερε.
– Ε, για έλα δω, Ρόμπιν Μικρότρυπε! φώναξε. θέλω να πούμε δυο λόγια.
Με μια ντροπαλή ματιά προς το μέρος του αρχηγού του, που έδειχνε θυμωμένος αλλά δεν τολμούσε να μπει στη μέση, ο Σαϊρίφης Μικρότρυπος βγήκε πίσω κι άρχισε να βαδίζει πλάι στο Σαμ, που είχε ξεπεζέψει από το πόνυ του.
– Για κοίτα δω, χαζο-Ρόμπιν! είπε ο Σαμ. Εσύ είσαι γέννημα θρέμμα του Χόμπιτον κι έπρεπε να ’χεις πιο πολύ μυαλό κι όχι να ’ρχεσαι να παραφυλάς τον κύριο Φρόντο και σαχλαμάρες. Τι είναι αυτά πως έκλεισε το πανδοχείο;
– Όλα έκλεισαν, είπε ο Ρόμπιν. Ο Αρχηγός δε θέλει να πίνουμε μπίρα. Δηλαδή έτσι άρχισε. Τώρα όμως πιστεύω πως την πίνουν όλοι οι Άντρες του. Και δε θέλει να μετακινείται ο κόσμος· κι έτσι, αν το θέλουν ή αν πρέπει, τότε πρέπει να πάνε στο Σπίτι-για-τους-Σαϊρίφηδες και να εξηγήσουν τι και πώς.
– Θα πρέπει να ντρέπεσαι να έχεις σχέση με τέτοιες ανοησίες, είπε ο Σαμ. Εσένα κάποτε σου άρεσαν τα πανδοχεία από μέσα καλύτερα από απέξω. Δε σταματούσες να πηγαίνεις, είχες δεν είχες υπηρεσία.
– Και το ίδιο θα ’κανα ακόμα, Σαμ, αν μπορούσα. Αλλά μη με αποπαίρνεις. Τι μπορώ να κάνω; Ξέρεις πως πήγα Σαϊρίφης πριν εφτά χρόνια, πριν αρχίσουν όλ’ αυτά. Μου δινόταν η ευκαιρία έτσι να πάω εδώ κι εκεί, να γνωρίσω κόσμο, να μαθαίνω τα νέα και να ξέρω πού είχε καλή μπίρα. Τώρα όμως είναι διαφορετικά.
– Μπορούσες όμως να τα παρατήσεις, να πάψεις να είσαι Σαϊρίφης, αν δεν είναι καθώς πρέπει δουλειά πια, είπε ο Σαμ.
– Απαγορεύεται, είπε ο Ρόμπιν.
– Αν ακούσω απαγορεύεται λίγες φορές ακόμα, είπε ο Σαμ, θα θυμώσω για τα καλά.
– Δεν μπορώ να πω πως θα λυπηθώ αν το δω, είπε ο Ρόμπιν, χαμηλώνοντας τη φωνή του. Αν θυμώσουμε όλοι μαζί, κάτι μπορεί να γίνει. Είναι όμως αυτοί οι Άνθρωποι, Σαμ, οι Άντρες του Αρχηγού. Τους στέλνει παντού και, αν κάποιος από μας τους μικρούληδες απαιτήσει τα δικαιώματά του, τον πάνε σέρνοντας στη Φυλακή. Πήραν το γερο-Τηγανίτα, το γερο-Γουίλ τον Ασπροπόδαρο το Δήμαρχο, πρώτα, κι έχουν πάρει και πολλούς άλλους. Τώρα τελευταία το κακό έχει χειροτερέψει. Τώρα συχνά τους δέρνουν.
– Τότε, γιατί τους κάνετε τη δουλειά τους, είπε ο Σαμ θυμωμένα. Ποιος σ’ έστειλε στο Βαθρακοχώρι;
– Κανείς. Μένουμε εδώ στο μεγάλο Σπίτι-για-τους-Σαϊρίφηδες. Είμαστε το Πρώτο Στράτευμα της Ανατολικής Μοίρας τώρα. Είμαστε εκατοντάδες Σαϊρίφηδες τώρα, αν κάτσεις και μας μετρήσεις, και χρειάζονται κι άλλους, μ’ όλους αυτούς τους καινούριους κανονισμούς. Οι περισσότεροι είναι χωρίς τη θέληση τους, όχι όμως όλοι. Ακόμα και στο Σάιρ υπάρχουν μερικοί που τους αρέσει να κοιτάνε τι κάνουν οι άλλοι και να λένε μεγάλα λόγια. Και το χειρότερο: υπάρχουν μερικοί που κάνουν κατασκοπεία για λογαριασμό του Αρχηγού και των Ανθρώπων του.
– Α! Έτσι, λοιπόν, μάθατε τα νέα μας, ε;
– Χωστά. Δε μας επιτρέπουν να το χρησιμοποιούμε τώρα, αλλά χρησιμοποιούν την παλιά Ταχυδρομική Υπηρεσία Επειγόντων και έχουν ειδικούς δρομείς σε διάφορα σημεία. Ένας ήρθε απ’ τις Ασπραυλακιές χθες βράδυ με «μυστικό μήνυμα» και άλλος το πήρε και συνέχισε. Κι ένα μήνυμα γύρισε σήμερα το απομεσήμερο που έλεγε να σας συλλάβουμε και να σας πάμε στο Μπάιγουότερ, όχι ίσια στις Φυλακές. Ο Αρχηγός θέλει να σας δει αμέσως, κατά τα φαινόμενα.
– Δε θα ’ναι και τόσο ορεξάτος, όταν θα ’χει ξεμπερδέψει μαζί του ο κύριος Φρόντο, είπε ο Σαμ.
Το Σπίτι-για-τους-Σαϊρίφηδες στο Βαθρακοχώρι είχε τα ίδια χάλια μι: το κτίριο της Γέφυρας. Είχε μόνο έναν όροφο, αλλά είχε τα ίδια στενά παράθυρα κι ήταν χτισμένο με αποκρουστικά ασπριδερά τού-(ίλα, Βαλμένα όπως όπως. Μέσα ήταν υγρό και πένθιμο και το βραδινό φαγητό το σερβίρισαν σε ένα μακρύ γυμνό τραπέζι που είχε να καθαριστεί εβδομάδες. Το φαγητό δεν άξιζε καλύτερο ντεκόρ. Οι ταξιδιώ-ιι:ς χάρηκαν που έφευγαν. Ήταν κάπου δεκαοκτώ μίλια ως το Μπάιγουότερ και ξεκίνησαν στις δέκα το πρωί. Θα είχαν ξεκινήσει νωρίτερα, μόνο που η καθυστέρηση ενοχλούσε φανερά τον αρχηγό. Ο δυτικός άνεμος είχε γυρίσει βοριάς και η θερμοκρασία έπεφτε, η βροχή όμως είχε σταματήσει.
Η καβαλαρία που έφυγε απ’ το χωριό ήταν μάλλον κωμική, αν και οι ελάχιστοι που βγήκαν να παρακολουθήσουν πώς ήταν οι ταξιδιώτες δε φαίνονταν εντελώς σίγουροι αν επιτρεπόταν το γέλιο. Μια δωδεκάδα Σαϊρίφηδες είχαν πάρει εντολή να συνοδεύσουν τους «κρατουμένους»· αλλά ο Μέρι τους είχε αναγκάσει να προχωρούν μπροστά, ενώ ο Φρόντο και οι φίλοι του πήγαιναν καβάλα από πίσω. Ο Μέρι, ο Πίπιν και ο Σαμ ήταν καθισμένοι με την άνεσή τους και γελούσαν, μιλούσαν και τραγουδούσαν, ενώ οι Σαϊρίφηδες βάδιζαν αδέξια προσπαθώντας να φαίνονται αυστηροί και σπουδαίοι. Ο Φρόντο, όμως, ήταν σιωπηλός με όψη μάλλον λυπημένη και συλλογισμένη.
Ο τελευταίος που προσπέρασαν ήταν ένας γεροδεμένος γέροντας που κούρευε ένα φράχτη από θάμνους.
– Γεια χαρά σας! κορόιδεψε. Τώρα ποιος έχει συλλάβει ποιον; Δύο απ’ τους Σαϊρίφηδες αμέσως ξέκοψαν απ’ την ομάδα και προχώρησα καταπάνω του.
– Αρχηγέ! είπε ο Μέρι. Διέταξε τους άντρες σου να επιστρέψουν στις θέσεις τους αμέσως, αν δε θέλεις να τους αναλάβουμε εμείς!
Οι δύο χόμπιτ με μια επιτακτική κουβέντα του αρχηγού τους ξαναγύρισαν μουτρωμένοι.
– Προχωρείτε τώρα! είπε ο Μέρι.
Και μετά απ’ αυτό οι ταξιδιώτες φρόντισαν ώστε ο βηματισμός των πόνυ τους να είναι αρκετά γρήγορος, ώστε να πιέζουν τους Σαϊρίφηδες να προχωρούν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ο ήλιος βγήκε και, παρ’ όλο τον ψυχρό αέρα, γρήγορα άρχισαν να ιδρώνουν και να ξεφυσάνε. Στον Τριμοίριο Λίθο σταμάτησαν. Είχαν κάνει κάπου δεκατέσσερα μίλια με μία μόνο διακοπή το μεσημέρι. Τώρα ήταν τρεις η ώρα. Πεινούσαν και τα πόδια τους πονούσαν και δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν την ταχύτητα.
– Ελάτε με την ησυχία σας, λοιπόν! είπε ο Μέρι. Εμείς συνεχίζουμε.
– Αντίο, χαζο-Ρόμπιν! είπε ο Σαμ. Θα σε περιμένω έξω απ’ τον Πράσινο Δράκο, αν δεν έχεις ξεχάσει πού είναι. Μην καθυστερείτε στο δρόμο!
– Παραβαίνετε τη σύλληψη, αυτό κάνετε, είπε ο αρχηγός λυπητερά, κι εγώ δεν αναλαμβάνω την ευθύνη.
– Θα παραβούμε πολλά πράγματα ακόμα και δε θα σου ζητήσουμε να αναλάβεις την ευθύνη, είπε ο Πίπιν. Καλή σου τύχη!
Οι ταξιδιώτες συνέχισαν το δρόμο τους, και την ώρα που ο ήλιος πλησίαζε να δύσει κατά τους Άσπρους Κάμπους μακριά στο δυτικό ορίζοντα έφτασαν στο Μπάιγουότερ πλάι στην πλατιά λιμνούλα του· κι εκεί είχαν την πρώτη πραγματικά δυσάρεστη έκπληξη. Αυτή ήταν η πατρίδα του Φρόντο και του Σαμ κι ανακάλυψαν τώρα πως την πονούσαν περισσότερο από κάθε άλλο μέρος στον κόσμο. Πολλά από τα σπίτια που ήξεραν έλειπαν. Μερικά έμοιαζαν καμένα. Η όμορφη σειρά από χομπιτότρυπες στη βόρεια όχθη της Λίμνης ήταν εγκαταλειμμένη και οι μικροί τους κήποι, που κατέβαιναν ως την άκρη του νερού, ήταν πνιγμένοι στ’ αγριόχορτα. Κι ακόμη χειρότερα, υπήρχε μια ολόκληρη σειρά από απαίσια καινούρια σπίτια κατά μήκος της Όχθης της Λίμνης, εκεί που ο Δρόμος για το Χόμπιτον πήγαινε παράλληλα με την όχθη. Μια λεωφόρος με δενδροστοιχίες υπήρχε εκεί. Όλα είχαν χαθεί. Και κοιτάζοντας με απελπισία το δρόμο προς το Μπαγκ Εντ είδαν μια ψηλή καπνοδόχο από τούβλα πέρα μακριά, που ξερνούσε μαύρο καπνό στη βραδινή ατμόσφαιρα.
Ο Σαμ ήταν εκτός εαυτού.
– Εγώ θα προχωρήσω, κύριε Φρόντο! φώναξε. Πάω να δω τι τρέχει. Θέλω να βρω το γέρο μου.
– Πρέπει πρώτα να βρούμε τι αντιμετωπίζουμε, Σαμ, είπε ο Μέρι. Πιστεύω πως ο «Αρχηγός» θα έχει καμιά ομάδα μαχαιροβγάλτες πρόχειρους. Καλά θα κάνουμε να βρούμε κάποιον να μας πει πώς έχουν τα πράγματα εδώ γύρω.
Αλλά στο χωριό του Μπάιγουότερ όλα τα σπίτια και οι τρύπες ήταν κλειστά και κανείς δεν τους χαιρέτησε. Αυτό τους έκανε ν’ απορήσουν, αλλά γρήγορα ανακάλυψαν το λόγο. Όταν έφτασαν στον Πράσι-
νο Δράκο, το τελευταίο σπίτι απ’ την πλευρά του Χόμπιτον, άψυχο τώρα και με σπασμένα παράθυρα, με ανησυχία είδαν έξι μεγαλόσωμους κακομούτσουνους Ανθρώπους ακουμπισμένους στον τοίχο του πανδοχείου· ήταν αλλήθωροι και κιτρινιάρηδες.
— Σαν κι εκείνον το φίλο του Μπιλ του Φτεριά στο Μπρι, είπε ο Σαμ.
– Σαν κι εκείνους που είδα στο Ίσενγκαρντ, μουρμούρισε ο Μέρι.
Οι κακοποιοί είχαν ρόπαλα στα χέρια και βούκινα στις ζώνες τους, αλλά, από όσο φαινόταν, δεν είχαν άλλα όπλα. Καθώς οι ταξιδιώτες πλησίασαν, άφησαν τον τοίχο και βγήκαν στο δρόμο, κλείνοντας τον.
– Για πού νομίζετε πως το βάλατε; είπε ένας, ο πιο μεγαλόσωμος και πιο απαίσιος απ’ το τσούρμο. Ο δρόμος δεν πάει πιο κάτω για σας. Και πού ’ν’ τοι οι σπουδαίοι εκείνοι Σαϊρίφηδες;
– Έρχονται μία χαρά, είπε ο Μέρι. Με τα πόδια λίγο πονεμένα, ίσως. Υποσχεθήκαμε να τους περιμένουμε εδώ.
– Φτου, δεν τα ’πα εγώ; είπε ο μαχαιροβγάλτης στους συντρόφους του. Του το ’πα του Σάρκι εγώ πως άδικα εμπιστευόμαστε εκείνους τους ανόητους μικρούληδες. Θα ’πρεπε να ’χαμε στείλει μερικούς από τους δικούς μας.
– Και ποια θα ήταν η διαφορά, παρακαλώ; είπε ο Μέρι. Δεν είμαστε συνηθισμένοι από ληστές σ’ αυτόν τον τόπο, αλλά ξέρουμε πώς να τους αντιμετωπίσουμε.
– Ληστές, ε; είπε ο άνθρωπος. Ώστε αυτό είναι το βιολί σου, ε; Άλλαξε βιολί μη σ’ τ’ αλλάξουμε εμείς. Εσείς οι μικρούληδες έχετε αρχίσει να παίρνετε αέρα. Μην εμπιστευόσαστε και πολύ την καλή καρδιά του Αφεντικού σας. Τώρα ήρθε ο Σάρκι και αυτός θα κάνει ό,τι λέει ο Σάρκι.
– Και τι μπορεί να ’ναι αυτό; είπε ο Φρόντο ήσυχα.
– Αυτή η χώρα χρειάζεται να ξυπνήσει και να τακτοποιηθεί, είπε ο κακοποιός, και ο Σάρκι αυτό θα κάνει· και θα το κάνει με τρόπο σκληρό, αν τον αναγκάσετε. Χρειαζόσαστε μεγαλύτερο Αφεντικό. Και θα το αποκτήσετε πριν βγει τούτος ο χρόνος, αν γίνουν κι άλλες φασαρίες. Τότε θα μάθετε ένα δυο πράματα, τιποτένια ποντίκια.
– Μάλιστα. Χαίρομαι που ακούω τα σχέδιά σας, είπε ο Φρόντο. Σκοπεύω να επισκεφθώ τον κύριο Λόθο και ίσως τον ενδιαφέρουν κι αυτόν.
Ο κακοποιός γέλασε.
– Ο Λόθο! Τα ξέρει μια χαρά. Μη στενοχωριέσαι. Θα κάνει ό,τι λέει ο Σάρκι. Γιατί αν ένα Αφεντικό δεν είναι εντάξει, μπορούμε να το αλλάξουμε. Κατάλαβες; Και αν οι μικρούληδες χώνουν τη μύτη τους εκεί που δεν τους θέλουν, μπορούμε να τους βγάλουμε απ’ τη μέση. Κατάλαβες;
– Ναι, κατάλαβα, είπε ο Φρόντο. Για ν’ αρχίσουμε, λοιπόν, βλέπω πως δεν έχετε πληροφορηθεί ακόμα τα τελευταία νέα εδώ. Πολλά έχουν συμβεί από τότε που φύγατε από το Νοτιά. Οι μέρες σας τελείωσαν, και για σας και για όλους τους άλλους κακοποιούς. Ο Μαύρος Πύργος έχει πέσει και υπάρχει Βασιλιάς στην Γκόντορ. Και το Ίσενγκαρντ έχει καταστραφεί κι ο σπουδαίος σας ο αφέντης είναι ζητιάνος στις ερημιές. Τον προσπέρασα στο δρόμο. Τώρα στον Πράσινο Δρόμο θα κυκλοφορούν οι αγγελιαφόροι του Βασιλιά, όχι ψευτοπαλικαράδες από το Ίσενγκαρντ.
Ο άνθρωπος τον κοίταξε και χαμογέλασε.
– Ζητιάνος στις ερημιές! κορόιδεψε. Έτσι λες, ε; Καυχήσου, κοκορέψου, μικρέ μου κοκορή. Αυτό όμως δε θα μας εμποδίσει να ζήσουμε στην πλούσια αυτή μικρή χώρα, που έχετε αρκετά τεμπελιάσει. Και -κροτάλισε τα δάχτυλά του στο πρόσωπο του Φρόντο – οι Αγγελιαφόροι του Βασιλιά! Μωρέ, τι μας λες! Όταν θα δω κανέναν, θα τον λάβω υπόψη μου, μπορεί.
Αυτό παραήταν για τον Πίπιν. Η σκέψη του ταξίδεψε πίσω στο Πεδίο του Κορμάλεν και, να, εδώ αυτός ο αλλήθωρος παλιάνθρωπος να λέει το Δαχτυλιδοκουβαλητή «μικρό κοκορή».
Έριξε πίσω το μανδύα του, τράβηξε ίο αστραφτερό του σπαθί και το ασημένιο και μαύρο χρώμα της Γκόντορ γυάλισαν καθώς όρμησε μπροστά.
– Εγώ είμαι αγγελιαφόρος του Βασιλιά, είπε. Κι εσύ απευθύνεσαι στο φίλο του Βασιλιά και σε κάποιον που είναι πασίγνωστος σε όλες τις περιοχές της Δύσης. Είσαι κακούργος και ανόητος. Πέσε στα γόνατα στο δρόμο και ζήτα συγγνώμη, ειδαλλιώς θα σε σουβλίσω με τούτο το σπαθί που είναι ο τρόμος των γιγάντων!
Το σπαθί γυάλισε στο φως του ήλιου που έδυε. Ο Μέρι και ο Σαμ τράβηξαν τα σπαθιά τους και κάλπασαν κι αυτοί να βοηθήσουν τον Πίπιν ο Φρόντο όμως δεν κουνήθηκε. Οι παλιάνθρωποι υποχώρησαν. Η δουλειά τους ως τώρα ήταν να τρομοκρατούν τους χωρικούς του Μπρι και να κάνουν τα παλικάρια σε σαστισμένους χόμπιτ. Άφοβοι χόμπιτ μ’ αστραφτερά σπαθιά κι άγρια πρόσωπα ήταν μεγάλη έκπληξη. Και τον τόνο της φωνής εκείνων των νεοφερμένων δεν τον είχαν ξανακούσει άλλη φορά. Τους πάγωσε απ’ το φόβο.
– Φύγετε! είπε ο Μέρι. Αν ενοχλήσετε αυτό το χωριό ξανά, θα το μετανιώσετε.
Οι τρεις χόμπιτ προχώρησαν και τότε οι παλιάνθρωποι γύρισαν και το ’βαλαν στα πόδια, παίρνοντας το Δρόμο του Χόμπιτον σάλπισαν όμως τα βούκινά τους καθώς έτρεχαν.
– Λοιπόν, δε γυρίσαμε καθόλου πρόωρα, είπε ο Μέρι.
– Ούτε κατά μία μέρα. Ίσως πολύ αργά, για να σώσουμε το Λόθο δηλαδή, είπε ο Φρόντο. Ο άθλιος ανόητος· τον λυπάμαι όμως.
– Να σώσουμε το Λόθο; Τι θέλεις να πεις; είπε ο Πίπιν. Εγώ θα ’λεγα να τον ξεπαστρέψουμε.
– Δε νομίζω πως καταλαβαίνεις εντελώς τα πράγματα, Πίπιν, είπε ο Φρόντο. Ο Λόθο ποτέ δεν ήθελε να φτάσουν τα πράγματα σ’ αυτό το σημείο. Ήταν ένας κακόβουλος βλάκας, τώρα όμως είναι μπλεγμένος. Οι κακοποιοί έχουν πάρει την εξουσία και μαζεύουν, κλέβουν και τρομοκρατούν, και διατηρούν ή καταστρέφουν τα πράγματα όπως τους αρέσει, για λογαριασμό του. Και σε λίγο ούτε και γι’ αυτό. Είναι φυλακισμένος στο Μπαγκ Εντ τώρα φαντάζομαι και πολύ φοβισμένος. Πρέπει να προσπαθήσουμε να τον σώσουμε.
– Λοιπόν, μένω κατάπληκτος! είπε ο Πίπιν. Από όλες τις καταλήξεις του ταξιδιού μας αυτή είναι η τελευταία που θα περνούσε απ’ το μυαλό μου – να πρέπει να πολεμήσω με μισο-ορκ και κακοποιούς μέσα στο ίδιο το Σάιρ – για να γλιτώσω το Λόθο το Σπυριάρη!
– Να πολεμήσουμε; είπε ο Φρόντο. Μπορεί, βέβαια, να φτάσουμε κι εκεί. Να θυμάστε όμως: δεν πρέπει να σκοτώσουμε χόμπιτ, ακόμα κι αν έχουν πάει στο άλλο στρατόπεδο. Στ’ αλήθεια να έχουν πάει, θέλω να πω· όχι απλώς να υπακούουν στις διαταγές των κακοποιών επειδή φοβούνται. Ποτέ κανένας χόμπιτ δεν έχει σκοτώσει άλλον επίτηδες στο Σάιρ· και δε θ’ αρχίσουμε τώρα. Κρατήστε την ψυχραιμία σας και τα χέρια σας ως την πιο τελευταία στιγμή το δυνατόν!
– Αν όμως έχει πολλούς απ’ αυτούς τους κακοποιούς, είπε ο Μέρι, σίγουρα σημαίνει πόλεμος. Δε θα σώσεις το Λόθο ή το Σάιρ με το να είσαι συγκλονισμένος και λυπημένος, καλέ μου Φρόντο.
– Όχι, είπε ο Πίπιν. Δε θα ’ναι εύκολο να τους τρομάξουμε δεύτερη φορά. Τους ξαφνιάσαμε. Άκουσες τα βούκινα; Κατά τα φαινόμενα υπάρχουν κι άλλοι κακοποιοί εδώ κοντά. Θα ’ναι πιο τολμηροί, όταν θα ’ναι περισσότεροι. Στο κάτω κάτω εμείς είμαστε μονάχα τέσσερις, ακόμα κι αν είμαστε οπλισμένοι.
– Έχω μια ιδέα, είπε ο Σαμ. Πάμε στου γερο-Τομ του Καλύβα κάτω στο Νότιο Δρομάκι! Πάντα του ήταν παλικάρι. Κι έχει ένα σωρό γιους, που ήταν όλοι τους φίλοι μου.
– Όχι! είπε ο Μέρι. Δε μας συμφέρει να «καλυφθούμε». Αυτό ακριβώς είναι που έχει κάνει ο κόσμος κι είναι ό,τι πρέπει για τούτους τους κακοποιούς. Θα έρθουν απλώς εναντίον μας όλοι μαζί, θα μας στριμώξουν και ύστερα θα μας αναγκάσουν να βγούμε ή θα μας κάψουν. Όχι, πρέπει να κάνουμε κάτι αμέσως.
– Να κάνουμε τι; είπε ο Πίπιν.
– Να ξεσηκώσουμε το Σάιρ! είπε ο Μέρι. Τώρα! Να ξυπνήσουμε το λαό μας! Μισούν αυτή την κατάσταση, απ’ όσο βλέπετε – όλοι τους, εκτός ίσως από έναν ή δύο κατεργάρηδες και λιγοστούς ανόητους που θέλουν να κάνουν το σπουδαίο και που δεν καταλαβαίνουν καθόλου τι τρέχει στην πραγματικότητα. Ο λαός του Σάιρ έχει ζήσει τόσον καιρό ειρηνικά, ώστε δεν ξέρει τι να κάνει. Ένα σπίρτο χρειάζεται για να πάρουν φωτιά. Οι Άνθρωποι του Αρχηγού θα πρέπει να το γνωρίζουν. Θα προσπαθήσουν να μας πατήσουν και να μας σβήσουν γρήγορα. Έχουμε πολύ λίγο χρόνο στη διάθεσή μας.
– Εσύ, Σαμ, τρέξε στο υποστατικό του Καλύβα, αν θέλεις. Είναι ο πιο σπουδαίος εδώ γύρω και ο πιο τολμηρός. Εμπρός. Θα σαλπίσω με το βούκινο του Ρόαν και θ’ ακούσουν όλοι τέτοια μουσική, που ποτέ τους δεν έχουν ξανακούσει.
Γύρισαν πίσω στη μέση του χωριού. Ο Σαμ ξέκοψε και κατηφόρισε καλπάζοντας το δρομάκι που πήγαινε νότια στου Καλύβα. Δεν είχε προχωρήσει πολύ, όταν άκουσε ένα ξαφνικό καθάριο σάλπισμα ν’ αντηχεί ως τον ουρανό. Αντήχησε μακριά σε λόφους και λιβάδια· τόσο επιτακτικό ήταν το κάλεσμα, που ο ίδιος ο Σαμ σχεδόν γύρισε να τρέξει πίσω. Το πόνυ του πισωσηκώθηκε και χλιμίντρισε.
– Προχώρησε, καλό μου! Προχώρα! φώναξε. Γρήγορα θα γυρίσουμε.
Ύστερα άκουσε το Μέρι ν’ αλλάζει τη νότα και το κάλεσμα με τα Βούκινα του Μπάκλαντ ακούστηκε να πάλλεται στον αέρα.
Ξυπνάτε! Ξυπνάτε! Φόβος, Φωτιά, Εχθροί! Ξυπνάτε! Φωτιά, Εχθροί! Ξυπνάτε!
Πίσω του ο Σαμ άκουσε οχλοβοή και μεγάλη φασαρία και πόρτες να χτυπάνε. Μπροστά του ξεπετάχτηκαν φώτα μες στο σούρουπο· σκυλιά γάβγιζαν πόδια πλησίασαν τρέχοντας. Πριν φτάσει στο τέλος του δρόμου να σου ο Καλύβας ο Τσιφλικάς με τους τρεις γιους του, το Νεαρό Τομ, τον Τζόλι και το Νικ, να έρχονται τρέχοντας προς το μέρος του. Κρατούσαν τσεκούρια στα χέρια τους και του έκλεισαν το δρόμο.
– Όχι! Δεν είναι κανένας απ’ αυτούς τους κακοποιούς, άκουσε ο Σαμ να λέει ο Τσιφλικάς. Απ’ το σουλούπι του μοιάζει με χόμπιτ, αλλά είναι ντυμένος παράξενα. Ε! φώναξε. Ποιος είσαι και τι τρέχει;
– Είμαι ο Σαμ, ο Σαμ Γκάμγκη. Γύρισα.
Ο Καλύβας ο Τσιφλικάς πλησίασε και τον κοίταξε προσεκτικά στο μισοσκόταδο.
– Μωρέ! φώναξε. Η φωνή είναι σωστή και το πρόσωπό σου δεν είναι χειρότερο απ’ ό,τι ήταν, Σαμ. Αλλά δε θα σε γνώριζα, αν σ’ έβλεπα στο δρόμο μ’ αυτά τα ρούχα. Πήγες σε ξένα μέρη, απ’ ό,τι φαίνεται. Φοβηθήκαμε πως είχες πεθάνει.
– Σίγουρα δεν πέθανα! είπε ο Σαμ. Ούτε ο κύριος Φρόντο. Είναι εδώ μαζί με τους φίλους του. Κι αυτή είναι όλη η φασαρία. Ξεσηκώνουν το Σάιρ. Θα ξεκαθαρίσουμε αυτούς τους κακοποιούς μαζί με τον Αρχηγό τους. Κι αρχίζουμε από τώρα.
– Ωραία, ωραία! φώναξε ο Καλύβας ο Τσιφλικάς. Ώστε άρχισε επιτέλους! Μ’ έτρωγε το χέρι μου για φασαρία όλο τούτο το χρόνο, οι άλλοι όμως δε βοηθούσαν. Κι εγώ είχα να σκεφτώ και τη γυναίκα μου και τη Ρόζι. Αυτοί οι κακοποιοί δε σταματούν πουθενά. Ελάτε όμως κόρα, παιδιά! Το Μπάιγουότερ ξεσηκώθηκε! Κι εμείς μαζί!
– Και η κυρία Καλύβα και η Ρόζι; είπε ο Σαμ. Δεν είναι ακόμα καλό να μένουν εντελώς μόνες.
– Ο γιος μου ο Νιμπς είναι μαζί τους. Αλλά μπορείς να πας να τον βοηθήσεις, αν θέλεις, είπε ο Καλύβας ο Τσιφλικάς μ’ ένα εύθυμο χαμόγελο.
Ύστερα αυτός και οι γιοι του άρχισαν να τρέχουν κατά το χωριό.
Ο Σαμ βιάστηκε να πάει στο σπίτι. Πλάι στη μεγάλη στρογγυλή πόρτα, στην κορυφή των σκαλοπατιών που κατέβαζαν στην ευρύχωρη αυλή, στεκόταν η κυρία Καλύβα με τη Ρόζι και ο Νιμπς μπροστά τους μ’ ένα δικράνι στο χέρι.
– Εγώ είμαι! φώναξε ο Σαμ καθώς πλησίασε καλπάζοντας. Ο Σαμ Γκάμγκη! Μην ετοιμάζεσαι, λοιπόν, να με τρυπήσεις, Νιμπς. Πάντως, φοράω αλυσιδωτό θώρακα.
Πήδηξε κάτω από το πόνυ του και ανέβηκε τα σκαλιά. Τον κοίταζαν σιωπηλά με ορθάνοιχτα μάτια.
– Καλησπέρα, κυρία Καλύβα! είπε. Γεια σου, Ρόζι!
– Γεια σου, Σαμ! είπε η Ρόζι. Πού είχες πάει; Είπαν πως είχες πεθάνει· εγώ όμως σε περίμενα από την Άνοιξη. Εσύ όμως δε βιάστηκες καθόλου, έτσι;
– Μπορεί και όχι, είπε ο Σαμ ντροπιασμένος. Βιάζομαι όμως τώρα. Τα ’χουμε βάλει με τους κακοποιούς και πρέπει να πάω πίσω στον κύριο Φρόντο. Έκανα όμως τη σκέψη να περάσω να δω τι κάνει η κυρία Καλύβα, κι εσύ, Ρόζι.
– Είμαστε πολύ καλά, ευχαριστώ, είπε η κυρία Καλύβα. Ή, καλύτερα, θα ήμαστε, αν έλειπαν αυτοί οι κλέφτες και οι παλιάνθρωποι.
– Λοιπόν, άντε πήγαινε! είπε η Ρόζι. Αν φρόντιζες τον κύριο Φρόντο όλον τούτον τον καιρό, γιατί τον αφήνεις τώρα που τα πράγματα φαίνονται επικίνδυνα;
Αυτό ήταν πάρα πολύ για το Σαμ. Ή χρειαζόταν μιας εβδομάδας απάντηση ή καμιά. Γύρισε και καβάλησε το πόνυ του. Την ώρα όμως που ξεκινούσε, η Ρόζι κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια.
– Φαίνεσαι υπέροχος, Σαμ, είπε. Πήγαινε τώρα! Πρόσεχε όμως τον εαυτό σου και κοίτα να γυρίσεις αμέσως μόλις κανονίσετε τους κακοποιούς!
Όταν έφτασε ο Σαμ, βρήκε όλο το χωριό στο πόδι. Εκτός από πολλά νέα παιδιά, ήταν κιόλας συγκεντρωμένοι περισσότεροι από εκατό γεροδεμένοι χόμπιτ με τσεκούρια, βαριά σφυριά, μακριά μαχαίρια και γερά μπαστούνια· μερικοί είχαν και κυνηγετικά τόξα. Και εξακολουθούσαν να έρχονται κι άλλοι από αγροικίες πιο έξω απ’ το χωριό.
Μερικοί από τους χωριανούς είχαν ανάψει μία μεγάλη φωτιά, για να ζωντανέψουν τα πράγματα και επειδή ήταν κάτι που το απαγόρευε ο Αρχηγός. Η φωτιά λαμπάδιαζε καθώς νύχτωνε. Άλλοι, ακολουθώντας τις εντολές του Μέρι, έστηναν οδοφράγματα στο δρόμο στις δύο άκρες του χωριού. Όταν οι Σαϊρίφηδες έφτασαν στο κάτω μέρος του δρόμου έμειναν εμβρόντητοι· αλλά μόλις είδαν πώς είχαν τα πράγματα, οι περισσότεροι έβγαλαν τα φτερά τους κι ενώθηκαν με τους επαναστάτες. Οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν.
Ο Σαμ βρήκε το Φρόντο και τους φίλους του πλάι στη φωτιά να κουβεντιάζουν με το γερο-Τομ τον Καλύβα, ενώ ένα πλήθος απ’ τους κατοίκους του Μπάιγουότερ στεκόταν ολόγυρα και τους παρατηρούσαν γεμάτοι θαυμασμό.
– Λοιπόν, ποια είναι η επόμενη κίνηση; είπε ο Καλύβας ο Τσιφλικάς.
– Δεν μπορώ να πω, είπε ο Φρόντο, ώσπου να μάθω περισσότερα. Πόσοι είναι αυτοί οι κακοποιοί;
– Δύσκολο να υπολογίσει κανείς, είπε ο Καλύβας. Συνεχώς κινούνται και πηγαινοέρχονται. Μερικές φορές είναι κάπου πενήντα στα παραπήγματά τους πάνω κατά το Χόμπιτον αλλά φεύγουν από κει και γυρίζουν παντού και κλέβουν ή «συγκεντρώνουν», όπως το λένε. Πάντως, σπάνια είναι λιγότεροι από είκοσι γύρω από το Αφεντικό, όπως τον λένε. Είναι στο Μπαγκ Εντ ή ήταν αλλά δε βγαίνει έξω από το περιβόλι τώρα. Κι εδώ που τα λέμε, κανείς δεν τον έχει δει για μια δυο βδομάδες· οι Άνθρωποι όμως δεν αφήνουν κανένα να πλησιάσει.
– Δεν είναι το Χόμπιτον το μόνο τους ορμητήριο, είναι; είπε ο Πίπιν.
– Όχι, κι είναι μεγάλο κρίμα. Έχει αρκετούς από δαύτους κάτω νότια στο Λόνγκμπότομ και στο Πέρασμα Σαρν, απ’ ό,τι ακούω· και μερικοί ακόμα κρύβονται στο Γούντι Εντ· κι έχουν παραπήγματα και στο Τρίστρατο. Κι ύστερα είναι και οι Τρύπες-που-Κλειδώνουν, όπως τις λένε – τις παλιές υπόγειες αποθήκες στο Μίσελ Ντέλβινγκ, που τις έχουν κάνει φυλακές για όσους τολμούν να τους σηκώσουν κεφάλι. Πάντως, υπολογίζω πως δεν είναι πάνω από τριακόσιοι όλοι κι όλοι στο Σάιρ, μπορεί και λιγότεροι. Μπορούμε να τους νικήσουμε, αν μείνουμε ενωμένοι.
Έχουν καθόλου όπλα; ρώτησε ο Μέρι.
Μαστίγια, μαχαίρια και ρόπαλα, αρκετά για τις βρομοδουλιές τους – αυτά μας έχουν δείξει ως τώρα, είπε ο Καλύβας. Αλλά, φαντάζομαι, θα ’χουν κι άλλον εξοπλισμό για περίπτωση μάχης. Μερικοί, πάντως, έχουν τόξα. Έχουν χτυπήσει ένα δυο δικούς μας.
Είδες που τα ’λεγα, Φρόντο! είπε ο Μέρι. Το ’ξερα πως θα χρειαζόταν να πολεμήσουμε. Πάντως, αυτοί άρχισαν τους φόνους.
Όχι ακριβώς, είπε ο Καλύβας. Δηλαδή τους σκοτωμούς. Οι Τουκ τους άρχισαν. Βλέπεις, ο πατέρας σου, κύριε Πέρεγκριν, δεν τον χώνευε το Λόθο από την αρχή αρχή. Έλεγε πως, αν κάποιος έπρεπε να παίζει το ρόλο του αρχηγού στις μέρες μας, αυτός ήταν δικαιωματικά ο Θάην του Σάιρ κι όχι κάποιος Τυχάρπαστος. Κι όταν ο Λόθο έστειλε τους Άντρες του, δεν κατάφεραν τίποτα μαζί του. Οι Τουκ είναι τυχεροί, έχουν εκείνες τις βαθιές τρύπες στους Πράσινους Λόφους, τα Μεγάλα Σμάιαλς και τα σχετικά και οι κακοποιοί δεν μπορούν να τους πλησιάσουν κι εκείνοι δεν αφήνουν τους κακοποιούς στον τόπο τους. Αν μπουν, τους κυνηγούν. Οι Τουκ τόξεψαν τρεις που τριγυρνούσαν κι έκλεβαν. Ύστερ’ απ’ αυτό οι κακοποιοί αγρίεψαν περισσότερο. Και Φρουρούν καλά την Περιοχή των Τουκ. Κανείς δεν μπαίνει ή βγαίνει από κει τώρα.
– Μπράβο στους Τουκ! φώναξε ο Πίπιν. Κάποιος όμως θα μπει μέσα ξανά, τώρα. Φεύγω για τα Σμάιαλς. Έρχεται κανείς μαζί μου για το Τούκμπορο;
Ο Πίπιν έφυγε με καμιά δωδεκαριά παλικάρια με πόνυ.
– Δε θ’ αργήσω! φώναξε. Είναι μονάχα δεκατέσσερα μίλια περίπου μέσ’ απ’ τα χωράφια. Θα σας φέρω ένα στρατό Τουκ το πρωί.
Ο Μέρι φύσηξε το βούκινό του καθώς έφευγαν στη νύχτα που πύκνωνε. Ο κόσμος ζητωκραύγαζε.
– Πάντως, είπε ο Φρόντο σε όλους όσοι στέκονταν κοντά, θέλω να αποφύγουμε τους σκοτωμούς· ούτε και στους κακοποιούς, εκτός και δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, για να τους εμποδίσουμε να κάνουν κακό σε χόμπιτ.
– Εντάξει! είπε ο Μέρι. Αλλά όπου να ’ναι, νομίζω, θα ’χουμε επίσκεψη από τη συμμορία του Χόμπιτον. Και δεν πρόκειται νά ’ρθουν για να κουβεντιάσουμε τα πράγματα. Θα προσπαθήσουμε να τους αντιμετωπίσουμε με το καλό, αλλά πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι και για το χειρότερο. Έχω ένα σχέδιο τώρα.
– Πολύ καλά, είπε ο Φρόντο. Κάνε εσύ τις προετοιμασίες.
Τη στιγμή εκείνη μερικοί χόμπιτ, που τους είχαν στείλει κατά το Χόμπιτον, γύρισαν τρέχοντας.
– Έρχονται! είπαν. Είκοσι ή και περισσότεροι. Δύο όμως έφυγαν δυτικά.
– Για το Τρίστρατο θα πηγαίνουν, είπε ο Καλύβας, για·να φέρουν κι άλλους της συμμορίας. Πάντως είναι δεκαπέντε μίλια πήγαινε κι άλλα τόσα έλα. Δεν υπάρχει λόγος να στεναχωριόμαστε γι’ αυτούς ακόμα.
Ο Μέρι έφυγε γρήγορα για να δώσει οδηγίες. Ο Καλύβας ο Τσιφλικάς άδειασε το δρόμο, στέλνοντας όλους μέσα, εκτός από τους μεγαλύτερους χόμπιτ που είχαν κάποιο είδος όπλου. Δε χρειάστηκε να περιμένουν πολύ. Γρήγορα μπορούσαν ν’ ακούσουν δυνατές φωνές και βαριά πόδια να προχωρούν. Σε λίγο μια ολόκληρη ομάδα κακοποιοί κατηφόρισαν το δρόμο. Είδαν το οδόφραγμα κι έβαλαν τα γέλια. Δε φαντάζονταν πως υπήρχε τίποτα σ’ αυτή τη μικρή χώρα που να μπορούσε ν’ αντισταθεί σε είκοσι απ’ αυτούς μαζί.
Οι χόμπιτ άνοιξαν το οδόφραγμα και παραμέρισαν.
– Ευχαριστούμε! κορόιδεψαν οι Άντρες. Τώρα σπίτι για ύπνο, πριν τις φάτε με το μαστίγιο.
Ύστερα προχώρησαν στο δρόμο φωνάζοντας:
– Σβήστε τα φώτα! Μπείτε μέσα και μην ξαναβγείτε. Διαφορετικά θα πάμε πενήντα από σας στις Τρύπες-που-Κλειδώνουν για ένα χρόνο. Μέσα! Ο Αφέντης αρχίζει και χάνει την υπομονή του.
Κανείς δεν έδωσε σημασία στις διαταγές τους· αλλά, καθώς περνούσαν οι κακοποιοί, πλησίαζαν ήσυχα από πίσω και τους ακολουθούσαν. Όταν οι Άντρες έφτασαν στην φωτιά, να κι ο Καλύβας ο Τσιφλικάς να στέκεται ολομόναχος και να ζεσταίνει τα χέρια του.
– Ποιος είσαι συ και τι θαρρείς πως κάνεις; είπε ο αρχηγός των κακοποιών.
Ο Καλύβας ο Τσιφλικάς τον κοίταξε με την ησυχία του.·
– Κι εγώ μόλις ετοιμαζόμουν να σου κάνω αυτή την ερώτηση, είπε. Αυτή εδώ δεν είναι η χώρα σας και δε σας θέλουμε.
– Εσένα πάντως σε θέλουν, είπε ο αρχηγός. Εμείς σε θέλουμε. Πιάστε τον, παιδιά! Στις Τρύπες-που-Κλειδώνουν και δώστε του και κάτι για να ησυχάσει!
Οι Άντρες έκαναν ένα βήμα μπροστά και σταμάτησαν. Άγριες φωνές τούς περικύκλωσαν και κατάλαβαν ξαφνικά πως ο Καλύβας ο Τσιφλικάς δεν ήταν ολομόναχος. Ήταν περικυκλωμένοι. Στο σκοτάδι, εκεί που τελείωνε το φως της φωτιάς, στέκονταν ένας κλοιός χόμπιτ που είχαν συρθεί από τις σκιές. Ήταν κάπου διακόσιοι και όλοι κρατούσαν κάποιο όπλο.
Ο Μέρι βγήκε μπροστά.
– Ξανανταμώσαμε και προηγουμένως, είπε στον αρχηγό, και σε προειδοποίησα να μην ξαναγυρίσεις εδώ. Σε προειδοποιώ ξανά – στέ%%. στο φως και σας σημαδεύουν τοξότες. Αν αγγίξετε αυτόν το τωρικό ή οποιονδήποτε άλλον, θα σας ρίξουμε αμέσως. Πετάξτε τα όπλα σας!
Ο αρχηγός κοίταξε ένα γύρο. Ήταν παγιδευμένος. Αλλά δεν ήταν φοβισμένος, τώρα που είχε είκοσι δικούς του να τον υποστηρίζουν. Ηξερε ελάχιστα από χόμπιτ και δεν καταλάβαινε το θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε. Ανόητα αποφάσισε να πολεμήσει. Θα ήταν εύκολο να σπάσει τον κλοιό. .
Απάνω τους, παιδιά! φώναξε. Δώστε τους να καταλάβουν!
Μ’ ένα μακρύ μαχαίρι στο αριστερό του χέρι κι ένα ρόπαλο στο άλλο έκανε να ορμήσει στον κλοιό, προσπαθώντας να τον διασπάσει πίσω προς το Χόμπιτον. Ετοιμάστηκε να χτυπήσει άγρια το Μέρι που βρισκόταν στο δρόμο του. Έπεσε νεκρός με τέσσερα βέλη στο κορμί Λυτό ήταν αρκετό για τους υπόλοιπους. Παραδόθηκαν. Τους πήραν τα όπλα, τους έδεσαν όλους μαζί και τους πήγαν σ’ ένα άδειο καλύβι, που αυτοί οι ίδιοι είχαν χτίσει, κι εκεί τους έδεσαν χεροπόδαρα και τους κλείδωσαν, βάζοντας φρουρά. Το νεκρό τους αρχηγό τον έσυραν πιο πέρα και τον έθαψαν.
– Τελικά, φαίνεται πολύ εύκολο, έτσι δεν είναι; είπε ο Καλύβας. Εγώ το έλεγα πως μπορούσαμε να τους νικήσουμε. Χρειαζόμαστε όμως κάποιον να μας ξεσηκώσει. Γυρίσατε ακριβώς πάνω στην ώρα, κύριε Μέρι.
– Έχουμε κι άλλα να κάνουμε ακόμα, είπε ο Μέρι. Αν είναι σωστοί οι υπολογισμοί σου, δεν έχουμε κανονίσει ούτε το ένα δέκατο απ’ αυτούς ως τώρα. Τώρα όμως είναι νύχτα. Νομίζω πως η επόμενη κίνηση πρέπει να περιμένει ως το πρωί. Ύστερα πρέπει να κάνουμε μια επίσκεψη στον Αρχηγό.
– Γιατί όχι τώρα; είπε ο Σαμ. Δεν είναι παραπάνω από έξι η ώρα. Κι εγώ θέλω να δω το γέρο μου. Ξέρεις τι γίνεται, κύριε Καλύβα;
– Δεν είναι ούτε πολύ καλά ούτε πολύ άσχημα, Σαμ, είπε ο αγρότης. Έσκαψαν όλο το Μπάγκσοτ Ρόου κι αυτό ήταν άσχημο χτύπημα γι’ αυτόν. Μένει σ’ ένα απ’ αυτά τα καινούρια σπίτια, που οι Άντρες του Αρχηγού έχτιζαν κάποτε, τότε που έκαναν και καμιά άλλη δουλειά εκτός από το να καίνε και να κλέβουν – κάπου ένα μίλι πάνω απ’ την άκρη του Μπάιγουότερ. Έρχεται όμως και με βλέπει, όταν τα καταφέρνει κι εγώ φροντίζω να τρώει καλύτερα από κάτι άλλους φτωχούς. Όλα παραβαίνοντας Τους Κανονισμούς, φυσικά. Θα τον έπαιρνα σπίτι, αλλά το απαγόρευαν.
– Πολύ σ’ ευχαριστώ, κύριε Καλύβα, και ποτέ δε θα το ξεχάσω, είπε ο Σαμ. Θέλω όμως να τον δω. Εκείνο τ’ Αφεντικό κι εκείνος ο Σάρκι, που έλεγαν, μπορεί να κάνουν καμιά βρομοδουλειά εκεί πέρα πριν ξημερώσει.
– Εντάξει, Σαμ, είπε ο Καλύβας. Διάλεξε ένα δύο παλικάρια και πήγαινε να τον φέρεις στο σπίτι μου. Δε θα χρειαστεί να πας στο παλιό το Χόμπιτον πέρα απ’ το Νερό. Ο Τζόλι μου εδώ θα σου δείξει.
Ο Σαμ έφυγε. Ο Μέρι κανόνισε σκοπιές ολόγυρα στο χωριό και φρουρά στα οδοφράγματα για τη νύχτα. Ύστερα, αυτός κι ο Φρόντο έφυγαν με τον Καλύβα τον Τσιφλικά. Κάθισαν με την οικογένεια στην ζεστή κουζίνα και η οικογένεια Καλύβα έκαναν μερικές ευγενικές ερωτήσεις για τα ταξίδια τους, αλλά μόλις που πρόσεχαν τις απαντήσεις – τα γεγονότα του Σάιρ τους απασχολούσαν πολύ περισσότερο.
– Όλα άρχισαν με το Σπυριάρη, όπως τον λέμε, είπε ο Καλύβας ο Τσιφλικάς· και άρχισαν μόλις έφυγες, κύριε Φρόντο. Είχε παράξενες ιδέες αυτός ο Σπυριάρης. Φαίνεται τα ήθελε όλα δικά του και να δίνει διαταγές στους άλλους. Και δεν άργησε να βγει στη φόρα πως είχε. κιόλας περισσότερα απ’ ό,τι ήταν για το καλό του· και συνεχώς άρπαζε περισσότερα, αν κι ήταν μυστήριο πού έβρισκε τα λεφτά – μύλους και ζυθοποιεία, πανδοχεία και αγροκτήματα και φυλλο-φυτείες. Είχε κιόλας αγοράσει το μύλο του Σάντιμαν, πριν έρθει στο Μπαγκ Εντ, κατά τα φαινόμενα.
»Βέβαια, ξεκίνησε μ’ ένα σωρό περιουσία στη Νότια Μοίρα, που την είχε κληρονομήσει απ’ τον πατέρα του’ και φαίνεται πουλούσε ένα σωρό από το καλύτερο φύλλο και το έστελνε έξω κρυφά για κάνα δύο χρόνια. Αλλά στο τέλος του περασμένου χρόνου άρχισε να στέλνει ένα σωρό πράγματα, όχι μόνο φύλλο. Άρχισαν να υπάρχουν ελλείψεις και με τον ερχομό του χειμώνα μάλιστα. Ο κόσμος θύμωσε, αλλά αυτός βρήκε λύση. Ένα σωρό Άνθρωποι, κακοποιοί κυρίως, ήρθαν με μεγάλα κάρα, μερικοί για να πάρουν την παραγωγή πέρα στο νοτιά κι άλλοι για να μείνουν. Κι όλο έρχονταν κι άλλοι. Και πριν καλά καλά το καταλάβουμε, αυτοί είχαν εγκατασταθεί εδώ κι εκεί σ’ όλο το Σάιρ κι έκοβαν δέντρα κι έσκαβαν κι έφτιαχναν για τον εαυτό τους παραπήγματα και σπίτια όπως ήθελαν. Στην αρχή ο Σπυριάρης πλήρωνε ό,τι έπαιρναν κι ό,τι χαλούσαν γρήγορα όμως άρχισαν να μας κάνουν το αφεντικό και να παίρνουν ό,τι ήθελαν.
»Τότε, έγιναν κάτι φασαρίες, όχι αρκετές όμως. Ο γερο-Γουίλ ο Δήμαρχος ξεκίνησε να πάει στο Μπαγκ Εντ να διαμαρτυρηθεί, αλλά δεν έφτασε ποτέ εκεί. Οι κακοποιοί τον έπιασαν και τον φυλάκισαν σε μία τρύπα στο Μίσελ Ντέλβινγκ, κι εκεί είναι τώρα. Κι ύστερα απ’ αυτό, λίγο μετά την Πρωτοχρονιά, δεν υπήρχε πια Δήμαρχος κι ο Σπυριάρης ονόμασε τον εαυτό του Αρχηγό των Σαϊρίφηδων ή σκέτο Αρχηγό κι έκανε ό,τι ήθελε· κι αν κανένας έκανε πως «παίρνει αέρα» όπως έλεγαν, ακολουθούσε το Γουίλ. Έτσι τα πράγματα πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο. Δεν έμεινε καθόλου καπνός, παρά μονάχα για τους Άντρες· κι ο Αρχηγός δεν ήθελε την μπίρα, παρά μονάχα για τους Άντρες του κι έκλεισε όλα τα πανδοχεία· κι όλα εκτός απ’ τους κανονισμούς όλο και λιγόστευαν, εκτός και μπορούσε κανείς κάτι να ερύψει όταν οι κακοποιοί τριγύριζαν συγκεντρώνοντας την παραγωγή άγια δίκαιη διανομή» — που σήμαινε πως αυτοί τα ’παιρναν κι εμείς τίποτα, εκτός απ’ τα υπολείμματα που μπορούσες να τα βρεις στα Σπίτια-για-τους-Σαϊρίφηδες, αν μπορούσες να τα φας. Φοβερή κατάσταση. Αλλά από τότε που ήρθε ο Σάρκι έχουμε καταστραφεί.
Και ποιος είναι αυτός ο Σάρκι; είπε ο Μέρι. Άκουσα κάποιον απ’ τους κακοποιούς να μιλάει γι’ αυτόν.
Ο πιο μεγάλος κακοποιός απ’ όλους, κατά τα φαινόμενα, απάντησε ο Καλύβας. Ήταν εκεί στο τέλος της συγκομιδής, κάπου στο τέλος του Σεπτέμβρη, που πρωτακούσαμε γι’ αυτόν. Δεν τον έχουμε δει ποτέ, αλλά είναι πάνω στο Μπαγκ Εντ· κι είναι, πιστεύω, αυτός ο πραγματικός Αρχηγός. Κι όλοι οι κακοποιοί κάνουν ό,τι πει αυτός· κι αυτό που λέει περισσότερο είναι: κόψτε, κάψτε κι ερημώστε· και τώρα άρχισαν να σκοτώνουν κιόλας. Δεν υπάρχει πια. ούτε καν κακή λογική σ’ αυτά που κάνουν. Κόβουν δέντρα και τα παρατάνε, καίνε σπίτια και δε χτίζουν πια.
»Πάρε τώρα το μύλο του Σάντιμαν για παράδειγμα. Ο Σπυριάρης τον γκρέμισε σχεδόν αμέσως μόλις ήρθε στο Μπαγκ Εντ. Ύστερα ι’:φερε ένα σωρό βρόμικους Άντρες για να χτίσει ένα μεγαλύτερο και να τον γεμίσει με τροχούς και ξενόφερτους μηχανισμούς. Μόνο εκείνος ο ανόητος ο Τεντ ήταν ευχαριστημένος και δουλεύει εκεί και καθαρίζει τα γρανάζια για λογαριασμό των Ανθρώπων, ενώ ο πατέρας του ήταν ο Μυλωνάς κι αφέντης του εαυτού του. Η σκέψη του Σπυριάρη ήταν ν’ αλέθει γρηγορότερα και περισσότερα, έτσι έλεγε τουλάχιστον. Έχει κι άλλους μύλους σαν κι αυτόν. Πρέπει όμως να έχεις στάρι πριν αλέσεις· και δεν έχει περισσότερο για τον καινούριο μύλο απ’ τον παλιό. Αλλά από τότε που ήρθε ο Σάρκι δεν αλέθουν πια καλαμπόκι. Συνέχεια σφυροκοπούν και βγάζουν καπνό και βρόμα και δεν υπάρχει ησυχία ούτε το βράδυ στο Χόμπιτον. Και ρίχνουν βρομιές έξω επίτηδες· κι έχουν μολύνει όλο το κάτω Νερό και φτάνει ως τον Μπράντιγουάιν. Αν θέλουν να μετατρέψουν το Σάιρ σ’ έρημο, τα πάνε μια χαρά. Εγώ δεν πιστεύω πως αυτός ο ανόητος ο Σπυριάρης κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά. Εγώ λέω πως είναι ο Σάρκι.
– Σωστά! μπήκε στη μέση ο Μικρός Τομ. Αφού πήραν και τη γριά τη μάνα του Σπυριάρη, εκείνη τη Λομπέλια, κι αυτός την αγαπούσε κι ας ήταν ο μόνος. Μερικοί στο Χόμπιτον το είδαν με τα μάτια τους. Εκείνη κατηφόριζε το δρομάκι με την παλιά ομπρέλα της στο χέρι.
Μερικοί απ’ αυτούς τους αλήτες ανηφόριζαν μ’ ένα μεγάλο κάρο.
» «Πού πάτε;» τους λέει.
» «Στο Μπαγκ Εντ», λένε εκείνοι.
» «Γιατί;» τους λέει.
» «Να φτιάξουμε μερικά παραπήγματα για το Σάρκι», λένε εκείνοι.
»«Και ποιος σας έδωσε την άδεια;» λέει εκείνη.
» «Ο Σάρκι, λένε εκείνοι. Φύγε, λοιπόν, απ’ τη μέση, παλιόγρια!»
» «Τώρα θα σας κανονίσω εγώ και το Σάρκι κι εσάς βρομοκλέφτες κι αλήτες!» τους λέει και σηκώνει την ομπρέλα της και ορμάει στον αρχηγό που ήταν σχεδόν διπλός απ’ αυτήν. Κι έτσι την πήραν. Την έσυραν στις Τρύπες-που-Κλειδώνουν, κι ας ήταν και τόσων χρονών. Πήραν κι άλλους που μας λείπουν περισσότερο, αλλά δεν μπορούμε να μην το πούμε πως έδειξε μεγαλύτερο θάρρος από πολλούς.
Εκεί που έκαναν αυτή την κουβέντα, να σου κι ο Σαμ με το γέρο του. Ο γερο-Γκάμγκη δεν έδειχνε να έχει γεράσει, αλλά η ακοή του είχε λιγοστέψει κι άλλο.
– Καλησπέρα, κύριε Μπάγκινς! είπε. Πολύ χαίρομαι που γύρισες πίσω γερός και δυνατός. Αλλά έχω κι ένα παράπονο μαζί σου, αν μου επιτρέπεις. Δεν έπρεπε ποτέ να πουλήσεις το Μπαγκ Εντ, όπως πάντα μου έλεγα. Αυτό άρχισε όλο το κακό. Κι όσο εσύ τριγυρνούσες στα ξένα και κυνηγούσες Μαύρους Ανθρώπους στα βουνά, απ’ ό,τι μου λέει ο Σαμ, αν και δε μου ξεκαθάρισε το γιατί, ήρθαν αυτοί και κατασκάψανε το Μπάγκσοτ Ρόου και μου χαλάσανε και τις πατάτες μου!
– Πολύ λυπάμαι, κύριε Γκάμγκη, είπε ο Φρόντο. Τώρα όμως που γύρισα, θα κάνω ό,τι μπορώ για να επανορθώσω.
– Πάντως, τα λες πολύ ωραία, είπε ο γέρος. Ο κύριος Φρόντο Μπάγκινς είναι κύριος με τα όλα του, πάντα μου το ’λεγα, ό,τι κι αν σκέφτεσαι για μερικούς άλλους με το ίδιο όνομα, με το συμπάθιο. Κι ελπίζω ο Σαμ μου να έδειξε διαγωγή και να ήταν εντάξει;
– Πολύ εντάξει, κύριε Γκάμγκη, είπε ο Φρόντο. Και για να πούμε την αλήθεια, κι αν θες το πιστεύεις, είναι τώρα ένας απ’ τους πιο διάσημους σ’ όλον τον κόσμο και φτιάχνουν τραγούδια για τα ανδραγαθήματά του από δω ως κάτω στη Θάλασσα και πέρ’ απ’ το Μεγάλο Ποταμό.
Ο Σαμ κοκκίνισε, αλλά κοίταξε μ’ ευγνωμοσύνη το Φρόντο, γιατί τα μάτια της Ρόζι έλαμπαν και του χαμογελούσε.
– Δεν είναι κι εύκολο να το πιστέψω, είπε ο γέρος, αν και φαίνεται πως είχε παράξενες συντροφιές. Τι γίναν τα ρούχα του; Δε μ’ αρέσουν οι σιδερένιες φορεσιές, ακόμα κι αν του πάνε.
Η οικογένεια του Καλύβα του Τσιφλικά κι όλοι του οι φιλοξενούμετοι σηκώθηκαν νωρίς το άλλο πρωί. Τίποτα δεν είχε ακουστεί τη νύχτα, αλλά σίγουρα θα ’χαν κι άλλες φασαρίες πριν προχωρήσει πολύ ημέρα.
Φαίνεται πως κανείς απ’ τους κακοποιούς δεν έμεινε στο Μπαγκ Εντ, είπε ο Καλύβας· αλλά η συμμορία απ’ το Τρίστρατο όπου να ’ναι θα φανεί.
Μετά το πρωινό φαγητό έφτασε ένας έφιππος αγγελιαφόρος. Είχε μεγάλα κέφια.
Ο Θάην έχει σηκώσει στο πόδι όλο τον τόπο μας, είπε, και τα νέα τρέχουν παντού σαν τη φωτιά. Οι αλήτες που φύλαγαν τον τόπο μας το βαλαν στα πόδια νότια, όσοι γλίτωσαν. Ο Θάην τούς έχει πάρει στο κι/τόπι, για να εμποδίσει ένα μεγάλο τσούρμο που είναι κατά κει· έχει στείλει όμως πίσω τον κύριο Πέρεγκριν μαζί μ’ όλους όσους μπορούσε να στείλει.
Γα επόμενα νέα δεν ήταν τόσο καλά. Ο Μέρι, που ήταν έξω όλη τη νύχτα, γύρισε κατά τις δέκα η ώρα.
Έχει μια μεγάλη ομάδα κάπου τέσσερα μίλια μακριά, είπε. Έρχονται απ’ το δρόμο του Τρίστρατου, αλλά πολλοί απ’ τους αδέσποτους αλήτες έχουν πάει μαζί τους. Πρέπει να πλησιάζουν τους εκατό· και είναι πυρ και μανία όπως έρχονται. Καταραμένοι να ’ναι!
– Α! Αυτοί δε θα σταθούν να κουβεντιάσουν, θα σκοτώσουν, αν μπορούν, είπε ο Καλύβας ο Τσιφλικάς. Αν δεν έρθουν πρώτοι οι Τουκ. καλά θα κάνουμε να καλυφτούμε και να ρίχνουμε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Θα πρέπει να γίνει και λίγος πόλεμος, πριν τακτοποιηθούν τα πράγματα, κύριε Φρόντο.
Οι Τουκ ήρθαν πρώτοι. Δεν άργησαν να φτάσουν, καμιά εκατοστή, απ’ το Τούκμπορο και τους Πράσινους Λόφους με τον Πίπιν επικεφαλής. Ο Μέρι είχε τώρα αρκετούς γεροδεμένους χόμπιτ για ν’ αντιμετωπίσει τους κακοποιούς. Οι ανιχνευτές είπαν ότι πήγαιναν όλοι μαζί. Ήξεραν πως ο τόπος είχε ξεσηκωθεί εναντίον τους και ήταν φως φανάρι πως σκόπευαν ν’ αντιμετωπίσουν την εξέγερση με σκληρότητα, στο επίκεντρό της το Μπάιγουότερ. Αλλά όσο κι άγριοι κι αν ήταν, φαινόταν πως δεν είχαν κανέναν αρχηγό που να ξέρει από πόλεμο. Προχωρούσαν χωρίς καμιά προφύλαξη. Ο Μέρι κατέστρωσε γρήγορα τα σχέδιά του.
Οι αλήτες προχωρούσαν ακολουθώντας τον Ανατολικό Δρόμο και, χωρίς να σταματήσουν, έστριψαν παίρνοντας το Δρόμο του Μπαϊγουότερ, που για αρκετό διάστημα ανηφόριζε διασχίζοντας ψηλές όχθες με χαμηλούς φράχτες στην κορυφή τους. Σε μια στροφή, κάπου διακόσιες γιάρδες απ’ τον κεντρικό δρόμο, βρήκαν ένα γερό οδόφραγμα από παλιά αναποδογυρισμένα κάρα. Αυτό τους έκοψε τη φόρα.
Ταυτόχρονα πήραν είδηση πως οι φράχτες κι απ’ τις δυο πλευρές, πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν γεμάτοι χόμπιτ. Πίσω τους άλλοι χόμπιτ τώρα τράβηξαν μερικά ακόμη κάρα που ήταν κρυμμένα σε ένα χωράφι κι έτσι έκλεισαν και το πίσω μέρος. Μια φωνή τους μίλησε από ψηλά.
– Λοιπόν, πέσατε στην παγίδα, είπε ο Μέρι. Το ίδιο έπαθαν κι οι δικοί σας από το Χόμπιτον κι ένας είναι νεκρός κι οι υπόλοιποι φυλακισμένοι. Πετάξτε τα όπλα σας! Ύστερα οπισθοχωρήστε είκοσι βήματα και καθίστε χάμω. Όποιος προσπαθήσει να το σκάσει, θα του ρίξουμε.
Οι κακοποιοί όμως τώρα δεν τρόμαζαν τόσο εύκολα. Μερικοί υπάκουσαν, αλλά τους ρίχτηκαν αμέσως οι δικοί τους. Καμιά εικοσαριά ή και περισσότεροι ρίχτηκαν στα κάρα. Τόξεψαν έξι, αλλά οι υπόλοιποι ξέφυγαν, σκοτώνοντας δύο χόμπιτ, κι ύστερα σκόρπισαν με κατεύθυνση το Γούντι Εντ. Δυο ακόμα έπεσαν καθώς έτρεχαν. Ο Μέρι σάλπισε με το βούκινό του κι ακούστηκαν άλλα ν’ απαντούν από μακριά.
– Δε θα πάνε μακριά, είπε ο Πίπιν. Όλος ο τόπος τώρα είναι γεμάτος κυνηγούς.
Πίσω, οι παγιδευμένοι Άντρες στο δρόμο, καμιά ογδονταριά περίπου, προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν τις πλαγιές του δρόμου και το οδόφραγμα και οι χόμπιτ αναγκάστηκαν να τοξέψουν πολλούς ή να τους πελεκήσουν με τσεκούρια. Αλλά πολλοί από τους πιο δυνατούς και τους πιο απελπισμένους ξέφυγαν από τη δυτική πλευρά και έκαναν άγρια επίθεση εναντίον των εχθρών τους, με μεγαλύτερη διάθεση να σκοτώσουν παρά να γλιτώσουν. Αρκετοί χόμπιτ έπεσαν και οι υπόλοιποι κλονίζονταν, όταν ο Μέρι κι ο Πίπιν, που ήταν στην ανατολική πλευρά, πέρασαν απέναντι και ρίχτηκαν στους κακοποιούς. Ο Μέρι ο ίδιος σκότωσε τον αρχηγό, ένα μεγαλόσωμο αλλήθωρο κτήνος που έμοιαζε με τεράστιον ορκ. Ύστερα τράβηξε τις δυνάμεις του, περικυκλώνοντας τα τελευταία απομεινάρια των Αντρών σ’ ένα μεγάλο κύκλο τοξότες.
Τέλος, όλα τελείωσαν. Σχεδόν εβδομήντα απ’ τους κακοποιούς κείτονταν νεκροί και δώδεκα αιχμάλωτοι. Σκοτώθηκαν δεκαεννέα χόμπιτ και τραυματίστηκαν κάπου τριάντα. Τους νεκρούς κακοποιούς τους φόρτωσαν σε κάρα και τους πήγαν σ’ έναν παλιό λάκκο αμμοληψίας εκεί κοντά και τους έθαψαν – στο Λάκκο της Μάχης, όπως ονομάστηκε αργότερα. Τους πεσόντες χόμπιτ τους έβαλαν μαζί σε κοινό τάφο στη λοφοπλαγιά, όπου αργότερα έστησαν μια μεγάλη πέτρα μ’ έναν κήπο ολόγυρα. Έτσι έληξε η Μάχη του Μπάιγουότερ, 1419, η τελευταία μάχη που έγινε στο Σάιρ και η μοναδική από τη μάχη των Πράσινων Λιβαδιών, 1147, πέρα μακριά στη Βόρεια Μοίρα. Κι επομένως, αν κι ευτυχώς στοίχισε πολύ λίγες ζωές, έχει δικό της κεφάλαιο στο Κόκκινο Βιβλίο και τα ονόματα όλων όσων έλαβαν μέρος έγιναν κατάλογος και τα αποστήθιζαν οι ιστορικοί του Σάιρ. Η πολύ αξιόλογη άνοδος, κοινωνική και οικονομική, της οικογένειας Καλύβα χρονολογείται από τότε· αλλά πρώτα πρώτα στον Κατάλογο σ’ όλες τις αφηγήσεις ξεχωρίζουν τα ονόματα των Καπεταναίων Μέριαντοκ και Πέρεγκριν.
Ο Φρόντο ήταν παρών στη μάχη, αλλά δεν είχε τραβήξει σπαθί, κι ο ρόλος του ήταν κυρίως να εμποδίζει τους θυμωμένους από τις απώλειες, χόμπιτ, να σκοτώσουν όσους αντίπαλους παρέδιναν τα όπλα. Όταν τελείωσε η μάχη και μπήκαν σε τάξη αυτά που έπρεπε να γίνουν αργότερα, ο Μέρι, ο Πίπιν και ο Σαμ πήγαν και τον βρήκαν και γύρισαν πίσω μαζί με τους Καλύβα. Έφαγαν ένα αργοπορημένο μεσημεριανό κι ύστερα ο Φρόντο είπε μ’ έναν αναστεναγμό:
– Λοιπόν, φαντάζομαι πως έφτασε η ώρα να κανονίσουμε και τον «Αρχηγό».
– Και βέβαια· το γοργόν και χάριν έχει, είπε ο Μέρι. Και μην είσαι και πολύ επιεικής! Αυτός φταίει για τον ερχομό αυτών των κακοποιών και για ό,τι κακό έχουν κάνει.
Ο Καλύβας ο Τσιφλικάς σχημάτισε μια συνοδεία από δύο δωδεκάδες γεροδεμένους χόμπιτ.
– Γιατί νομίζουμε μόνο πως δεν έχουν μείνει άλλοι αλήτες στο Μπαγκ Εντ, είπε. Δεν το ξέρουμε.
Ύστερα ξεκίνησαν πεζή. Ο Φρόντο, ο Σαμ, ο Μέρι κι ο Πίπιν επικεφαλής.
Ήταν μια απ’ τις πιο θλιβερές ώρες της ζωής τους. Η μεγάλη καπνοδόχος υψωνόταν μπροστά τους’ και καθώς πλησίασαν το παλιό χωριό απ’ την απέναντι όχθη του Νερού, ανάμεσα απ’ τις σειρές των καινούριων άθλιων σπιτιών κατά μήκος και των δύο πλευρών του δρόμου, είδαν τον καινούριο μύλο σε όλη του τη συνοφρυωμένη και βρόμικη ασχήμια – ένα μεγάλο τούβλινο κτίριο καβάλα στο ποτάμι που το μόλυνε με ατμούς και βρομερά απόβλητα. Σε όλο το μήκος του Δρόμου του Μπάιγουότερ όλα τα δέντρα είχαν κοπεί.
Καθώς πέρασαν τη γέφυρα και κοίταξαν ψηλά στο Λόφο, τους κόπηκε η ανάσα. Ακόμα και το όραμα του Σαμ στον Καθρέφτη δεν τον είχε προετοιμάσει γι’ αυτό που είδαν. Η Παλιά Αγροικία στη δυτική πλευρά είχε κατεδαφιστεί και τη θέση της την είχαν πάρει σειρές παραπήγματα αλειμμένα πίσσα. Δεν είχε μείνει ούτε μια καστανιά. Οι όχθες και οι φράχτες ήταν σε κακό χάλι. Μεγάλα κάρα βρίσκονταν άτακτα σ’ ένα χωράφι τσαλαπατημένο δίχως χορτάρι. Το Μπάγκσοτ Ρόου ήταν ένα ορθάνοιχτο λατομείο αμμοχάλικου. Το Μπαγκ Εντ από πίσω ήταν κρυμμένο από μερικά μεγάλα καλύβια.
– Το ’κοψαν! φώναξε ο Σαμ. Έκοψαν το Δέντρο του Πάρτι! Έδειξε κει που στεκόταν το δέντρο κάτω από το οποίο ο Μπίλμπο Μπάγκινς είχε βγάλει τον αποχαιρετιστήριο λόγο του. Ήταν πεσμένο νεκρό σ’ ένα χωράφι. Λες κι αυτό να ήταν το τελευταίο, ο Σαμ ξέσπασε σε κλάματα.
Ένα γέλιο τον σταμάτησε. Ένας κατσούφης χόμπιτ έγερνε πάνω σε μια χαμηλή μάντρα στον αυλόγυρο του μύλου. Το πρόσωπό του ήταν λερωμένο και τα χέρια του όλο μουντζούρα.
– Δε σ’ αρέσει, Σαμ, κορόιδεψε. Πάντα σου όμως ήσουν λαπάς. Εγώ νόμιζα πως είχες φύγει με κανένα από κείνα τα καράβια που συνέχεια μας πιπίλιζες το μυαλό, πως είχες πάει βόλτα. Τι θες και γύρισες; Έχουμε δουλειά τώρα στο Σάιρ.
– Έτσι βλέπω κι εγώ, είπε ο Σαμ. Δεν έχει ώρα για πλύσιμο, μόνο ώρα για να κρατάς τη μάντρα μην τυχόν και πέσει. Αλλά, για κοίτα δω, κύριε Σάντιμαν, έχω ένα λογαριασμό να ξεκαθαρίσω σ’ αυτό το χωριό και μην τον μεγαλώνεις με τις κοροϊδίες σου, γιατί θα τον πληρώσεις εσύ πολύ ακριβά.
Ο Τεντ Σάντιμαν έφτυσε πάνω από τη μάντρα.
– Σιγά! είπε. Ούτε να μ’ αγγίξεις δεν μπορείς. Είμαι φίλος του Αφεντικού. Κι αυτός θα σας πιάσει για τα καλά, αν συνεχίζεις να βγάζεις γλώσσα.
– Μη χάνεις τα λόγια σου μ’ αυτόν τον ανόητο, Σαμ! είπε ο Φρόντο. Ελπίζω να μην υπάρχουν πολλοί χόμπιτ ποι να ’χουν καταντήσει έτσι. Αυτό θα ’ταν χειρότερο απ’ όλες τις ζημιές που έχουν προξενήσει οι Άνθρωποι.
– Είσαι βρόμικος και αγενής, Σάντιμαν, είπε ο Μέρι. Κι επίσης πέφτεις έξω στους υπολογισμούς σου. Ανεβαίνουμε στο Λόφο να απομακρύνουμε τον πολύτιμό σου Αφέντη. Τους Άντρες του τους τακτοποιήσαμε.
Ο Τεντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό, γιατί εκείνη τη στιγμή προωτοεΐδε τη συνοδεία που, σ’ ένα νεύμα του Μέρι, πέρασαν τη γέφυρα. Ορμώντας πίσω στο μύλο, ξαναβγήκε έξω μ’ ένα Βούκινο και σάλπισε δυνατά.
– Μη λαχανιάζεις! γέλασε ο Μέρι. Εγώ έχω καλύτερο.
Κι ύστερα, υψώνοντας το ασημένιο του βούκινο το φύσηξε και το καθάριο κάλεσμά του αντήχησε στο Λόφο· και απ’ τις τρύπες και τα παραπήγματα και τα παλιόσπιτα του Χόμπιτον οι χόμπιτ ανταποκρίθηκαν και χύθηκαν έξω και με ζητωκραυγές και δυνατές φωνές ακολούθησαν την ομάδα στον ανήφορο του Μπαγκ Εντ.
Στο ψηλότερο μέρος του δρόμου η ομάδα σταμάτησε και ο Φρόντο με τους φίλους του προχώρησαν κι έφτασαν τέλος στο κάποτε αγαπημένο του μέρος. Ο κήπος ήταν γεμάτος καλύβια και παραπήγματα, μερικά τόσο κοντά στα παλιά δυτικά παράθυρα, ώστε τους έκοβαν όλο το φως. Παντού είχε σωρούς σκουπίδια. Η πόρτα ήταν γεμάτη γδαρσίματα– η αλυσίδα του κουδουνιού κρεμόταν σπασμένη και το κουδούνι δε χτυπούσε. Χτύπησαν με το χέρι, αλλά δεν πήραν απάντηση. Τέλος, έσπρωξαν και η πόρτα υποχώρησε. Μπήκαν μέσα. Ο τόπος μύριζε κι ήταν βρόμικος και ακατάστατος – έμοιαζε ακατοίκητος από αρκετόν καιρό.
– Πού να κρύβεται αυτός ο άθλιος ο Λόθο; είπε ο Μέρι – είχαν ψάξει όλα τα δωμάτια και δεν είχαν βρει κανέναν εκτός από αρουραίους και ποντίκια. Να βάλουμε τους άλλους να ψάξουν τα παραπήγματα;
– Τούτο είναι χειρότερο απ’ τη Μόρντορ, είπε ο Σαμ. Τρισχειρότερο. Σε χτυπάει κατάκαρδα, όπως λένε· γιατί είναι το σπίτι σου και το θυμάσαι όπως ήταν πριν καταστραφεί.
– Ναι, αυτή είναι η Μόρντορ, είπε ο Φρόντο. Ένα από τα έργα της. Ο Σάρουμαν πάντα έκανε το έργο της, ακόμα κι όταν νόμιζε πως δούλευε για τον εαυτό του. Και το ίδιο και για κείνους που ξεγέλασε ο Σάρουμαν, σαν το Λόθο.
Ο Μέρι κοίταξε ολόγυρα με απελπισία και αηδία.
– Πάμε έξω! είπε. Αν ήξερα τι παλιοδουλειές είχε σκαρώσει, θα ’χωνα την καπνοσακούλα μου στο λαιμό του Σάρουμαν.
– Το δίχως άλλο, το δίχως άλλο! Δεν το ’κανες όμως κι έτσι μπορώ να σε καλωσορίσω στο σπίτι σου.
Εκεί στην πόρτα στεκόταν ο ίδιος ο Σάρουμαν, καλοφαγωμένος και ικανοποιημένος· τα μάτια του γυάλιζαν από κακία και ευχαρίστηση. Ξαφνικά ο Φρόντο φωτίστηκε.
– Σάρκι! φώναξε.
Ο Σάρουμαν γέλασε.
– Ώστε, το ’χεις ακουστά τ’ όνομα, έτσι; Όλοι οι δικοί μου έτσι μ’ έλεγαν στο Ίσενγκαρντ, πιστεύω. Δείγμα αγάπης, πιθανότατα[12]. Είναι φανερό όμως πως δεν περιμένατε να με δείτε εδώ.
– Όχι, είπε ο Φρόντο. Θα ’πρεπε όμως να το ’χα καταλάβει. Λίγο κακό με πολλή κακία – ο Γκάνταλφ με είχε προειδοποιήσει πως ήσουν ακόμη ικανός για κάτι τέτοιο.
– Πολύ ικανός, είπε ο Σάρουμαν, και περισσότερο από λίγο. Με κάνατε να γελάσω, εσείς οι χομπιτάρχοντες, που ακολουθούσατε όλους εκείνους τους μεγάλους, τόσο ασφαλισμένοι κι ευχαριστημένοι με τους εαυτούληδες σας. Νομίσατε πως τα ’χατε καλά καταφέρει και πως τώρα μπορούσατε να επιστρέψετε με την ησυχία σας και να ηρεμήσετε στην εξοχή. Το σπίτι του Σάρουμαν μπορεί να γίνει γυαλιά καρφιά και να τον ξεσπιτώσουν, αλλά κανείς δεν μπορούσε ν’ αγγίξει το δικό σας. Όχι, βέβαια! Ο Γκάνταλφ θα φρόντιζε τις υποθέσεις σας. Ο Σάρουμαν γέλασε ξανά.
– Όχι, βέβαια! Όταν τα εργαλεία του κάνουν τη δουλειά τους τα πετάει. Εσείς όμως κρεμόσαστε απ’ την ουρά του, καθυστερώντας και κουβεντιάζοντας και ταξιδεύοντας διπλά απ’ ό,τι χρειαζόταν. «Λοιπόν», σκέφτηκα εγώ, «αν είναι τέτοιοι ανόητοι, θα πάω πριν απ’ αυτούς για να τους δώσω ένα μάθημα. Το ένα κακό αξίζει κι άλλο». Το μάθημα θα ήταν πιο σκληρό, αν μου δίνατε λίγο περισσότερο χρόνο και περισσότερους Ανθρώπους. Πάντως, έχω κιόλας κάνει πολλά που θα δυσκολευτείτε να διορθώσετε ή να σβήσετε στη διάρκεια της ζωής σας. Κι εγώ θα χαίρομαι να τα συλλογίζομαι, όταν θυμάμαι τι μου έχετε κάνει.
– Λοιπόν, αν μέσα σ’ αυτά βρίσκεις ευχαρίστηση, είπε ο Φρόντο, σε λυπάμαι. Θα είναι ευχαρίστηση μόνο στις αναμνήσεις, φοβάμαι. Φύγε αμέσως και μην ξαναγυρίσεις!
Οι χόμπιτ των χωριών είχαν δει να βγαίνει ο Σάρουμαν απ’ ένα απ’ τα καλύβια κι αμέσως μαζεύτηκαν στην πόρτα του Μπαγκ Εντ. Όταν άκουσαν τη διαταγή του Φρόντο, άρχισαν να μουρμουρίζουν θυμωμένα:
– Μην τον αφήνεις να φύγει! Σκότωσέ τον! Είναι παλιάνθρωπος και δολοφόνος. Σκότωσέ τον!
Ο Σάρουμαν κοίταξε ένα γύρο τα εχθρικά τους πρόσωπα και χαμογέλασε.
– Σκοτώστε τον! κορόιδεψε. Σκοτώστε τον, αν νομίζετε πως είσαστε αρκετοί, γενναίοι μου χόμπιτ! — τεντώθηκε και τους κοίταξε σκοτεινά με τα μαύρα του μάτια. Αλλά μη νομίσετε πως όταν έχασα τα υπάρχοντά μου έχασα κι όλη μου τη δύναμη! Όποιος με χτυπήσει θα ’ναι καταραμένος. Κι αν το αίμα μου βάψει το Σάιρ, τότε θα μαραζώσει και ποτέ δε θα θεραπευθεί ξανά.
Οι χόμπιτ πισωπάτησαν. Ο Φρόντο όμως είπε:
– Μην τον πιστεύετε! Έχει χάσει όλη του τη δύναμη, εκτός απ’ τη φωνή του, που μπορεί ακόμα να σας φοβίζει, να σας εξαπατά, αν τον αφήσετε. Αλλά δε θέλω να τον σκοτώσετε. Είναι άσκοπο ν’ απαντάμε στην εκδίκηση μ’ εκδίκηση – αυτό δε θεραπεύει τίποτα. Φύγε, Σάρουμαν, απ’ το συντομότερο δρόμο.
– Φίδι! Φίδι! φώναξε ο Σάρουμαν.
Κι από ένα κοντινό καλύβι βγήκε ο Φιδόγλωσσος και σερνόταν σαν σκύλος σχεδόν.
– Στους δρόμους πάλι, Φίδι! είπε ο Σάρουμαν. Αυτοί οι σπουδαίοι τύποι κι οι ψευτοάρχοντες μας διώχνουν πάλι. Έλα!
Ο Σάρουμαν γύρισε να φύγει κι ο Φιδόγλωσσος σύρθηκε πίσω του. Αλλά εκεί όπως περνούσε ο Σάρουμαν πλάι στο Φρόντο ένα μαχαίρι άστραψε στο χέρι του και το κάρφωσε γρήγορα. Η λεπίδα εξοστρακίστηκε στον κρυμμένο αλυσιδωτό θώρακα κι έσπασε. Μια δωδεκάδα χόμπιτ, μ’ επικεφαλής το Σαμ, πήδηξαν μπροστά με μια φωνή κι έριξαν τον κακοποιό κάτω. Ο Σαμ τράβηξε το σπαθί του.
– Όχι, Σαμ! είπε ο Φρόντο. Μην τον σκοτώνεις ούτε και τώρα. Δε μου ’κανε κακό. Κι οπωσδήποτε δε θέλω να τον σκοτώσουμε τώρα που είμαστε έτσι αγριεμένοι. Κάποτε ήταν μεγάλος, από ευγενικιά γενιά που δε θα ’πρεπε να τολμούμε να σηκώσουμε χέρι εναντίον της. Έχει πέσει, και η θεραπεία του είναι πέρα απ’ τις δυνάμεις μας· αλλά εγώ εξακολουθώ να θέλω να του χαρίσω τη ζωή, ελπίζοντας πως μπορεί να τη βρει.
Ο Σάρουμαν σηκώθηκε και κοίταξε το Φρόντο. Ένα παράξενο βλέμμα φάνηκε στα μάτια του, απορία και σεβασμός και μίσος μαζί.
– Έχεις μεγαλώσει, Ανθρωπάκι, είπε. Ναι, έχεις πολύ μεγαλώσει. Είσαι σοφός και σκληρός. Έκλεψες τη γλύκα απ’ την εκδίκησή μου και τώρα πρέπει να φύγω από δω με πίκρα και χρεωμένος στην ευσπλαχνία σου. Τη μισώ κι αυτή κι εσένα! Λοιπόν, φεύγω και δε θα σ’ ενοχλήσω πια. Αλλά μην περιμένεις να σου ευχηθώ υγεία και μακροημέρευση. Δε θα ’χεις ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αυτό όμως δεν οφείλεται σ’ εμένα. Εγώ απλώς προλέγω.
Ξεκίνησε να φύγει και οι χόμπιτ του άνοιξαν δρόμο να περάσει· αλλά τα κόκαλα των χεριών τους άσπρισαν όπως έσφιγγαν τα όπλα τους. Ο Φιδόγλωσσος δίστασε κι ύστερα ακολούθησε τον αφέντη του.
– Φιδόγλωσσε! φώναξε ο Φρόντο. Δεν υπάρχει λόγος να τον ακολουθήσεις. Δεν ξέρω να μου έχεις κάνει κανένα κακό. Μπορείς να ξεκουραστείς για λίγο και να φας εδώ, ώσπου να δυναμώσεις και να μπορείς να πας στο δρόμο σου.
Ο Φιδόγλωσσος σταμάτησε και γύρισε πίσω και τον κοίταξε, μισοέτοιμος να μείνει. Ο Σάρουμαν γύρισε.
– Κανένα κακό; κακάρισε. Ω, όχι! Ακόμα κι όταν βγαίνει κρυφά το βράδυ το κάνει μόνο για να κοιτάξει τ’ άστρα. Αλλά δεν άκουσα κάποιον να λέει πού να κρύβεται ο καημένος ο Λόθο; Ξέρεις, δεν ξέρεις, Φίδι; Θα τους πεις;
Ο Φιδόγλωσσος μαζεύτηκε και κλαψούρισε όλος φόβο.
– Όχι, όχι!
– Τότε, θα το κάνω εγώ, είπε ο Σάρουμαν. Το Φίδι σκότωσε τον Αρχηγό σας, τον καημένο, τον καλό μικρό Αφέντη σας. Έτσι δεν είναι, Φίδι; Τον μαχαίρωσε στον ύπνο του, πιστεύω. Τον έθαψε, ελπίζω· αν και το Φίδι ήταν πολύ πεινασμένο τώρα τελευταία. Όχι, το Φίδι δεν είναι στ’ αλήθεια καλός. Καλύτερα αφήστε τον σ’ εμένα.
Ένα βλέμμα άγριου μίσους φάνηκε στα κόκκινα μάτια του Φιδόγλωσσου.
– Εσύ μου ’πες να το κάνω, σφύριξε. Ο Σάρουμαν γέλασε.
– Πάντα κάνεις ό,τι σου λέει ο Σάρκι, έτσι δεν είναι, Φίδι; Λοιπόν, τώρα σου λέει: ακολούθα!
Κλότσησε το Φιδόγλωσσο καταπρόσωπο όπως κυλιόταν και γύρισε να φύγει. Αλλά τότε κάτι έσπασε – ξαφνικά ο Φισόγλωσσος σηκώθηκε, τραβώντας ένα κρυμμένο μαχαίρι, και ύστερα μ’ ένα γρύλισμα σαν σκύλος έπεσε στην πλάτη του Σάρουμαν, τράβηξε πίσω το κεφάλι του, του έκοψε το λαιμό και μ’ ένα ουρλιαχτό κατηφόρισε τρέχοντας το δρόμο. Πριν ο Φρόντο προλάβει να συνέλθει ή να πει κουβέντα, τρία τόξα δούλεψαν κι ο Φιδόγλωσσος έπεσε νεκρός.
Με μεγάλο φόβο όσοι στέκονταν εκεί κοντά είδαν να μαζεύεται μια γκρίζα ομίχλη γύρω από το σώμα του Σάρουμαν, που σιγά σιγά σηκώθηκε σαν καπνό από φωτιά και σαν χλωμή κουκουλωμένη μορφή υψώθηκε πάνω από το Λόφο. Για μια στιγμή ταλαντεύτηκε, κοιτάζοντας τη Δύση· αλλά από τη Δύση ήρθε ένας παγωμένος άνεμος και την έδιωξε και, μ’ έναν αναστεναγμό, διαλύθηκε και δεν έμεινε τίποτα.
Ο Φρόντο κοίταξε το σώμα χάμω με οίκτο και φρίκη, γιατί όπως κοίταζε φάνηκε πως τ’ ατέλειωτα χρόνια του θανάτου αποκαλύφθηκαν ξαφνικά πάνω του και ζάρωσε και το ξεραμένο πρόσωπο έγινε κουρελιασμένο δέρμα πάνω σε μια φρικιαστική νεκροκεφαλή. Σηκώνοντας την άκρη του λερωμένου μανδύα, που ήταν απλωμένος πλάι του, το σκέπασε και γύρισε απ’ την άλλη μεριά.
– Κι αυτό ήταν το τέλος του, είπε ο Σαμ. Άσχημο τέλος, μακάρι να μην το ’βλεπα· αλλά καλά τους ξεφορτωθήκαμε.
– Και το τέλος επιτέλους του Πολέμου, ελπίζω, είπε ο Μέρι.
– Μακάρι, είπε ο Φρόντο κι αναστέναξε. Το τελευταίο χτύπημα. Αλλά φαντάσου να πέσει εδώ, στο κατώφλι του Μπαγκ Εντ! Ανάμεσα σ’ όλους τους φόβους μου και στις ελπίδες, αυτό τουλάχιστο δεν το περίμενα ποτέ!
– Εγώ δε θα το πω τέλος, αν δεν καθαρίσουμε αυτή τη βρομιά, είπε ο Σαμ σκυθρωπά. Κι αυτό θέλει πολύν καιρό και δουλειά.
Και το καθάρισμα σίγουρα απαιτούσε πολλή δουλειά, αλλά χρειάστηκε λιγότερο χρόνο απ’ ό,τι είχε φοβηθεί ο Σαμ. Την επομένη της μάχης ο Φρόντο πήγε στο Μίσελ Ντέλβινγκ κι απελευθέρωσε τους φυλακισμένους. Ένας από τους πρώτους που βρήκαν ήταν ο καημένος ο Φρέντεγκαρ Μπόλγκερ, που δεν ήταν χοντρός πια. Τον είχαν πιάσει όταν οι κακοποιοί είχαν με καπνό αναγκάσει να βγουν μια ομάδα επαναστάτες, που τον είχαν αρχηγό, απ’ τις κρυψώνες τους στις Ασβότρυπες στους λόφους του Σκάρι.
– Θα ’σουν καλύτερα, αν είχες έρθει τελικά μαζί μας, καημένε Φρέντεγκαρ! είπε ο Πίπιν, καθώς τον μετάφεραν έξω γιατί ήταν πολύ εξασθενημένος για να περπατήσει.
Άνοιξε ένα μάτι και προσπάθησε γενναία να χαμογελάσει.
– Ποιος είναι αυτός ο γίγαντας με τη βροντερή φωνή; ψιθύρισε. Όχι ο μικρός ο Πίπιν! Τι νούμερο καπέλο φοράς τώρα;
Ύστερα ήταν η Λομπέλια. Η κακομοίρα, έμοιαζε πολύ γριά κι αδύνατη όταν την ελευθέρωσαν από ένα σκοτεινό και στενόχωρο κελί. Επέμενε όμως να βγει έξω κούτσα κούτσα μόνη της· και της έκαναν τέτοια υποδοχή, τόσα χειροκροτήματα και ζητωκραυγές όταν φάνηκε, στηριγμένη στο μπράτσο του Φρόντο και σφίγγοντας την ομπρέλα της, που συγκινήθηκε πάρα πολύ κι έφυγε δακρυσμένη. Ποτέ άλλοτε στη ζωή της δεν ήταν δημοφιλής. Αλλά τα νέα της δολοφονίας του Λόθο την τσάκισαν και δε θέλησε να ξαναγυρίσει στο Μπαγκ Εντ. Το έδωσε πίσω στο Φρόντο και πήγε στους δικούς της, τους Τιραντοζώνηδες του Χάρντμποτλ.
Όταν πέθανε η καημένη την επόμενη Άνοιξη – ήταν, εδώ που τα λέμε, πάνω από εκατό χρονών – ο Φρόντο έμεινε κατάπληκτος και συγκινημένος: άφησε όσα χρήματα της είχαν μείνει μαζί με του Λόθο σ’ αυτόν να τα χρησιμοποιήσει για τη βοήθεια χόμπιτ που είχαν μείνει άστεγοι από το κακό. Έτσι αυτή η βεντέτα έληξε.
Ο γερο-Γουίλ ο Ασπροπόδης είχε μείνει στις Φυλακές περισσότερο από κάθε άλλον και, μόλο που τον είχαν ίσως μεταχειριστεί πιο καλά από άλλους, χρειάστηκε να φάει πολύ για να ξαναπάρει τη Δημαρχική του όψη· κι έτσι ο Φρόντο συμφώνησε να αναλάβει ως Αντικαταστάτης, ώσπου ο κύριος Ασπροπόδης να ξαναβρεί τον εαυτό του. Το μόνο πράγμα που έκανε ως Αντικαταστάτης Δήμαρχος ήταν να ελαττώσει τους Σαϊρίφηδες στα κανονικά τους καθήκοντα και αριθμό. Ο Μέρι και ο Πίπιν ανέλαβαν το έργο να διώξουν και τα τελευταία υπολείμματα των κακοποιών, πράγμα που έγινε γρήγορα. Οι συμμορίες στα νότια, όταν άκουσαν τα νέα της μάχης του Μπαϊγουότερ, το ’βαλαν στα πόδια εγκαταλείποντας τη χώρα δίχως να προβάλλουν αντίσταση στο Θάην. Πριν το Τέλος του Χρόνου οι ελάχιστοι που γλίτωσαν κυκλώθηκαν στα δάση και όσοι παραδόθηκαν, μεταφέρθηκαν στα σύνορα.
Στο μεταξύ τα έργα για ανασυγκρότηση προχωρούσαν παράλληλα και ο Σαμ είχε πολλή δουλειά. Οι χόμπιτ μπορούν να δουλέψουν σαν τις μέλισσες, αν έχουν όρεξη, και υπάρχει ανάγκη. Τώρα υπήρχαν χιλιάδες πρόθυμα χέρια όλων των ηλικιών, από τα μικρά αλλά ευλύγιστα χέρια των νεαρών χομπιτοπαλικαριών και κοριτσιών ως τα πολυδουλεμένα και γεμάτα κάλους χέρια των παππούδων και των γιαγιάδων. Πριν την Πρωτοχρονιά δεν είχε μείνει ούτε τούβλο όρθιο απ’ τα καινούρια σπίτια των Σαϊρίφηδων ή οτιδήποτε απ’ αυτά που είχαν χτίσει οι «Άντρες του Σάρκι»· τα τούβλα όμως τα χρησιμοποίησαν για να επισκευάσουν πολλές παλιές τρύπες, για να γίνουν πιο βολικές και στεγνές. Μεγάλα αποθέματα διαφόρων πραγμάτων και τροφίμων και μπίρας βρέθηκαν, που τα είχαν κρύψει οι παλιάνθρωποι σε παραπήγματα, στάβλους και εγκαταλειμμένες τρύπες και ιδιαίτερα στις σήραγγες του Μίσελ Ντέλβινγκ και στα παλιά λατομεία στο Σκάρι· κι έτσι τα κέφια ήταν πολύ καλύτερα εκείνη την Πρωτοχρονιά απ’ ό,τι είχαν ελπίσει.
Ένα από τα πρώτα πράγματά που έγιναν στο Χόμπιτον, πριν κι απ’ την κατεδάφιση ακόμα του νέου μύλου, ήταν το καθάρισμα του Λόφου και του Μπαγκ Εντ και η αποκατάσταση του Μπάγκσοτ Ρόου. Η πρόσοψη του καινούριου λάκκου αμμοληψίας ισοπεδώθηκε και μετατράπηκε σ’ ένα μεγάλο απάγκιο κήπο και άνοιξαν καινούριες τρύπες στη νότια πλευρά του Λόφου, που τις έντυσαν με τούβλα. Ο Γέρος ξαναγύρισε στο Νούμερο Τρία· και συχνά πυκνά έλεγε δίχως να τον νοιάζει ποιος τ’ άκουγε:
– Κι ο χειρότερος άνεμος κάποιον θα ωφελήσει, εγώ πάντα μου το λέω. Κι όλα είναι καλά σαν τελειώνουν Καλύτερα!
Έγιναν αρκετές συζητήσεις για ν’ αποφασίσουν το όνομα που θα δώσουν στον καινούριο δρόμο. Σκέφτηκαν το Οι Κήποι της Μάχης ή τα Καλύτερα Σμάιαλ. Αλλά ύστερα από λίγο με το λογικό τους τρόπο σαν χόμπιτ τον ονόμασαν απλά Νέο Δρόμο. Κι ήταν καθαυτό ανέκδοτο του Μπαϊγουότερ να το λένε και το Τέλος[13] του Σάρκι.
Τα δέντρα ήταν η χειρότερη απώλεια και καταστροφή, γιατί με εντολή του Σάρκι τα είχαν κόψει αλόγιστα παντού σ’ ολόκληρο το Σάιρ· κι ο Σαμ στενοχωρήθηκε γι’ αυτό περισσότερο από κάθε άλλο. Γιατί, κατά πρώτο και κύριο λόγο, αυτή η πληγή θα χρειαζόταν πολύ για να επουλωθεί και μόνο τα δισέγγονά του, πίστευε, θα έβλεπαν το Σάιρ, όπως θα ’πρεπε.
Τότε, μια μέρα ξαφνικά, γιατί ήταν πολύ απασχολημένος για εβδομάδες για να σκεφτεί τις περιπέτειές του, θυμήθηκε το δώρο της Γκαλάντριελ. Έβγαλε έξω το κουτί και το έδειξε στους άλλους Ταξιδιώτες (γιατί έτσι τους έλεγαν τώρα όλοι), και ζήτησε τη συμβουλή τους.
– Αναρωτιόμουν πότε θα το θυμόσουν, είπε ο Φρόντο. Άνοιξε το! Μέσα ήταν γεμάτο με μια γκρίζα σκόνη, μαλακή και λεπτή και στη μέση είχε ένα σπόρο, σαν μικρό καρύδι, με ασημένιο περίβλημα.
– Τι να το κάνω αυτό; είπε ο Σαμ.
– Πασπάλισέ το μια μέρα που να ’χει αέρα κι άσ’ το να κάνει τη δουλειά του! είπε ο Πίπιν.
– Πού; είπε ο Σαμ.
– Διάλεξε ένα μέρος για φυτώριο κι άσε να δεις τι θα γίνουν τα φυτά εκεί, είπε ο Μέρι.
– Αλλά είμαι σίγουρος πως η Κυρά δε θα ’θελε να το κρατήσω όλο για το δικό μου κήπο, τώρα που τόσοι έχουν υποφέρει, είπε ο Σαμ.
– Χρησιμοποίησε όλο σου το μυαλό και τη γνώση, Σαμ, είπε ο Φρόντο, κι ύστερα χρησιμοποίησε το δώρο σαν βοήθεια για καλύτερα αποτελέσματα. Και να το χρησιμοποιείς με οικονομία. Δεν έχει πολύ εδώ μέσα και φαντάζομαι πως κάθε κόκκος θα έχει αξία.
Έτσι ο Σαμ φύτεψε δεντράκια σε όλα τα σημεία που ήταν ιδιαίτερα όμορφα ή που είχαν κόψει τ’ αγαπημένα δέντρα κι έβαζε κι ένα σπυράκι απ’ την πολύτιμη σκόνη στο χώμα της ρίζας του καθενός. Πήγε παντού στο Σάιρ κάνοντας αυτή τη δουλειά· αλλά κανένας δεν τον κατηγόρησε αν έδωσε μεγαλύτερη προσοχή στο Χόμπιτον και στο Μπάιγουότερ. Και στο τέλος είδε πως του είχε απομείνει λίγη σκόνη ακόμα· έτσι πήγε στον Τριμοίριο Λίθο, που ήταν στο κέντρο, λίγο ως πολύ, του Σάιρ και τη σκόρπισε στον αέρα με την ευλογία του. Το μικρό ασημένιο καρυδάκι το φύτεψε στο Χωράφι του Πάρτι, εκεί που ήταν κάποτε το δέντρο· κι αναρωτήθηκε τι θα ’βγαινε. Και σ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα έκανε προσπάθειες να κάνει υπομονή και προσπαθούσε να κρατηθεί να μην πηγαίνει συνέχεια να δει αν γινόταν τίποτα.
Η άνοιξη ξεπέρασε όλες του τις ελπίδες. Τα δέντρα άρχισαν να ξεπετάγονται και να μεγαλώνουν, λες και βιάζονταν και ήθελαν σ’ ένα χρόνο να βγάλουν είκοσι. Στο Χωράφι του Πάρτι ένα πανέμορφο νεαρό δεντράκι ξεφύτρωσε – είχε ασημένια φλούδα και μακρόστενα φύλλα και γέμισε χρυσαφένια λουλούδια τον Απρίλιο. Ήταν στ’ αλήθεια ένα μάλορν κι ήταν το θαύμα της γειτονιάς. Σε χρόνια μελλοντικά, καθώς αυξανόταν η χάρη κι η ομορφιά του, η φήμη του απλώθηκε παντού και πολλοί έρχονταν από μακριά για να το δουν – το μοναδικό μάλορν δυτικά των Βουνών και ανατολικά της Θάλασσας κι ένα από τα ωραιότερα στον κόσμο.
Γενικά το 1420 ήταν μια υπέροχη χρονιά για το Σάιρ. Όχι μόνο είχε θαυμάσιες λιακάδες και καλές Βροχές, στον κατάλληλο χρόνο και μέτρο, αλλά φαινόταν να υπάρχει και κάτι άλλο – ένας αέρας πλούτου και αύξησης και μια λάμψη ομορφιάς πέρα απ’ τα καλοκαίρια των θνητών που τρεμοσβήνουν και περνούν σ’ αυτή τη Μέση-γη. Όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν ή κυοφορήθηκαν εκείνη τη χρονιά – και ήταν πολλά – ήταν όμορφα και γερά και τα περισσότερα είχαν πλούσια ξανθά μαλλιά που ήταν παλιότερα σπάνια ανάμεσα στους χόμπιτ. Τα φρούτα ήταν τόσο άφθονα, που οι νεαροί χόμπιτ έκαναν σχεδόν μπάνιο με φράουλες και κρέμα· και αργότερα κάθονταν στο γρασίδι κάτω απ’ τις δαμασκηνιές κι έτρωγαν, ώσπου έφτιαχναν σωρούς από κουκούτσια σαν μικρές πυραμίδες ή σωρούς κρανία κατακτητών κι ύστερα πήγαιναν πιο πέρα. Και κανένας δεν αρρώσταινε κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι, εκτός απ’ εκείνους που έπρεπε να κουρεύουν το γρασίδι.
Στη Νότια Μοίρα τ’ αμπέλια λυγούσαν και η απόδοση του «φύλλου» ήταν εκπληκτική· και παντού έγινε τόσο πολύ καλαμπόκι, που όταν έγινε η Συγκομιδή όλες οι αποθήκες ξεχείλισαν. Στη Βόρεια Μοίρα η βρώμη ήταν τόσο καλή, ώστε η μπίρα του 1420 έμεινε αξέχαστη και παροιμιώδης. Πραγματικά, μια γενιά αργότερα μπορούσε κανείς να ακούσει κανένα γέροντα σε κάποιο πανδοχείο, ύστερα από μερικά ποτήρια μπίρας, να ακουμπάει κάτω το ποτήρι του και να λέει μ’ αναστεναγμό: «Α! αυτή ήταν σαν του είκοσι, έτσι μάλιστα!»
Ο Σαμ στην αρχή έμενε στους Καλύβα με το Φρόντο· όταν όμως ο Καινούριος Δρόμος ήταν έτοιμος πήγε με το Γέρο. Μαζί μ’ όλες τις άλλες του τις δουλειές ήταν απασχολημένος να διευθύνει στο ξεκαθάρισμα και στην επισκευή του Μπαγκ Εντ· συχνά όμως έλειπε σε άλλα μέρη του Σάιρ για την αναδάσωση. Έτσι δεν ήταν σπίτι νωρίς το Μάρτιο και δεν ήξερε πως ο Φρόντο είχε αρρωστήσει. Στις δεκατρείς εκείνου του μήνα ο Καλύβας ο Τσιφλικάς βρήκε το Φρόντο ξαπλωμένο στο κρεβάτι του· έσφιγγε ένα άσπρο πετράδι που κρεμόταν από μια αλυσίδα στο λαιμό του κι έμοιαζε να μισοονειρεύεται.
– Έφυγε για πάντα, είπε, και τώρα όλα είναι σκοτεινά κι άδεια.
Η κρίση όμως πέρασε και όταν ο Σαμ γύρισε στις είκοσι πέντε, ο Φρόντο είχε συνέλθει, και δεν είπε τίποτα για τον εαυτό του. Στο μεταξύ το Μπαγκ Εντ τακτοποιήθηκε και ο Μέρι με τον Πίπιν ήρθαν απ’ το Κρικχόλοου κι έφεραν όλα τα παλιά έπιπλα και πράγματα, έτσι ώστε η παλιά τρύπα γρήγορα πήρε την παλιά της όψη.
Όταν όλα ήταν επιτέλους έτοιμα, ο Φρόντο είπε:
– Πότε θα μετακομίσεις μαζί μου, Σαμ;
Ο Σαμ φάνηκε να ’ρχεται σε κάπως δύσκολη θέση.
– Δεν υπάρχει ανάγκη νά ’ρθεις ακόμα, αν δε θέλεις, είπε ο Φρόντο. Αλλά ξέρεις πως ο Γέρος θα ’ναι κοντά και θα τον περιποιείται πολύ καλά η Χήρα Ραμπλ.
– Δεν είναι αυτό, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ και κοκκίνισε σαν παντζάρι.
– Λοιπόν, τι είναι;
– Είναι η Ρόζι, η Ρόζι Καλύβα, είπε ο Σαμ. Φαίνεται δεν της άρεσε καθόλου που έφυγα, της καημένης· αλλά αφού δεν είχα πει τίποτα ούτε κι εκείνη μπορούσε να πει. Κι εγώ δε μίλησα γιατί είχα δουλειά να τελειώσω πρώτα. Τώρα όμως έχω μιλήσει κι αυτή λέει: «Λοιπόν, χαράμισες ένα χρόνο, γιατί, λοιπόν, να περιμένουμε κι άλλο;» «Χαράμισα;» λέω εγώ. «Δεν είναι έτσι τα πράγματα.» Πάντως καταλαβαίνω τι θέλει να πει. Νιώθω να με τραβούν από δυο μεριές, όπως θα ’λεγες.
– Κατάλαβα, είπε ο Φρόντο, θέλεις να παντρευτείς και θέλεις και να μένεις μαζί μου στο Μπαγκ Εντ; Μα, καλέ μου Σαμ, τι πιο εύκολο; Παντρέψου όσο πιο γρήγορα μπορείς κι ύστερα ελάτε μαζί με τη Ρόζι. Έχει χώρο το Μπαγκ Εντ, για όσο μεγάλη οικογένεια κι αν θέλετε.
Κι έτσι κανονίστηκε. Ο Σαμ Γκάμγκη παντρεύτηκε τη Ρόζι Καλύβα την Άνοιξη του 1420 (που ήταν κιόλας φημισμένη για τους γάμους της), και πήγαν κι εγκαταστάθηκαν στο Μπαγκ Εντ. Και αν ο Σαμ θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό, ο Φρόντο ήξερε πως ο ίδιος ήταν πιο τυχερός ακόμα· γιατί δεν υπήρχε άλλος χόμπιτ στο Σάιρ που να τον περιποιόντουσαν με τόση φροντίδα. Κι όταν οι εργασίες για τις επισκευές είχαν προγραμματιστεί και τεθεί σε κίνηση, αποσύρθηκε και ασχολήθηκε πολύ με το γράψιμο και με τη μελέτη των σημειώσεών του. Παραιτήθηκε από τη θέση του Αναπληρωτή Δημάρχου στο Ελεύθερο Πανηγύρι το μεσοκαλόκαιρο κι ο καλός γερο-Γουίλ ο Ασπροπόδης εξακολούθησε για επτά χρόνια ακόμη να προεδρεύει στα Επίσημα Γεύματα.
Ο Μέρι και ο Πίπιν έζησαν μαζί αρκετό καιρό στο Κρικχόλοου και συχνά πηγαινοέρχονταν από το Μπάκλαντ στο Μπαγκ Εντ. Οι δυο νεαροί Ταξιδιώτες ήταν πολύ δημοφιλείς στο Σάιρ με τα τραγούδια τους, τις ιστορίες τους και τις στολές τους, καθώς και για τα υπέροχα πάρτι τους. «Άρχοντες» τους έλεγε ο κόσμος, με την καλύτερη σημασία της λέξης· γιατί οι καρδιές όλων άνοιγαν να τους βλέπουν να ιππεύουν με τους γυαλιστερούς, τους αλυσιδωτούς θώρακες και τις υπέροχες ασπίδες τους, να γελούν και να τραγουδούν τραγούδια από τόπους μακρινούς· και αν ήταν τώρα μεγαλόσωμοι και μεγαλόπρεποι. δεν ήταν αλλού αλλαγμένοι, εκτός κι αν ήταν στ’ αλήθεια πιο γλυκομίλητοι, χαρούμενοι και γεμάτοι κέφια απ’ ό,τι ήταν παλιότερα.
Ο Φρόντο όμως και ο Σαμ ξαναγύρισαν στα συνηθισμένα τους ρούχα και μόνο όταν υπήρχε ανάγκη φορούσαν και οι δύο μακριούς γκρίζους μανδύες, λεπτοϋφασμένους που έκλειναν στο λαιμό με όμορφες καρφίτσες· και ο κύριος Φρόντο φορούσε πάντα ένα άσπρο πετράδι περασμένο σε μια αλυσίδα, που συχνά ψηλαφούσε με το χέρι του.
Όλα τώρα πήγαιναν καλά, με τις ελπίδες να καλυτερεύουν συνέχεια· και ο Σαμ τώρα ήταν τόσο απασχολημένος και χαρούμενος όσο κάθε χόμπιτ επιθυμεί. Γι’ αυτόν τίποτα δε χάλασε εκείνο το χρόνο ολόκληρο, εκτός από κάποια απροσδιόριστη ανησυχία για τον κύριό του. Ο Φρόντο γρήγορα αποτραβήχτηκε από όλα όσα γίνονταν στο Σάιρ και ο Σαμ με πόνο διαπίστωσε πόσο λίγη τιμή του απέδιδαν στην ίδια του την πατρίδα. Ελάχιστοι ήξεραν ή ήθελαν να ξέρουν για τα έργα και τις περιπέτειές του· το θαυμασμό και το σεβασμό τους τον φύλαγαν κυρίως για τον κύριο Μέριαντοκ και τον κύριο Πέρεγκριν και (αν το ήξερε ο Σαμ) γι’ αυτόν τον ίδιο. Εκείνο το φθινόπωρο επίσης εμφανίστηκε μια σκιά απ’ τα παλιά προβλήματα.
Ένα βραδάκι μπήκε ο Σαμ στο γραφείο και βρήκε τον κύριό του να έχει παράξενη όψη. Ήταν πολύ χλωμός και τα μάτια του έμοιαζαν να βλέπουν πράγματα μακρινά.
– Τι συμβαίνει, κύριε Φρόντο; είπε ο Σαμ.
– Είμαι πληγωμένος, απάντησε, πληγωμένος· ποτέ δε θα επουλωθεί αληθινά.
Αλλά τότε σηκώθηκε και η κακοδιαθεσία φάνηκε να περνά και ήταν εντελώς καλά την επόμενη μέρα. Πολύ αργότερα ο Σαμ θυμήθηκε πως ήταν έξι Οκτωβρίου. Πριν δύο χρόνια εκείνη τη μέρα βρίσκονταν στη σκοτεινή κοιλάδα κάτω από την Κορυφή των Καιρών.
Ο καιρός περνούσε και έφτασε το 1421. Ο Φρόντο αρρώστησε πάλι το Μάρτιο, αλλά με μεγάλη προσπάθεια το κράτησε κρυφό, γιατί ο Σαμ είχε άλλα πράγματα που τον απασχολούσαν. Το πρώτο παιδί του Χαμ και της Ρόζι γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου, μια ημερομηνία που ο Σαμ σημείωσε.
– Λοιπόν, κύριε Φρόντο, είπε. Έχω ένα πρόβλημα. Η Ρόζι κι εγώ είχαμε κανονίσει να τον πούμε Φρόντο, με την άδειά σου· αλλά δεν είναι αυτός είναι αυτή. Ένα πολύ όμορφο κοριτσάκι, όπως θα το ’θελε ο καθένας, που μοιάζει περισσότερο της Ρόζι παρά σ’ εμένα, ευτυχώς. Δεν ξέρουμε όμως τι να κάνουμε.
– Ε, Σαμ, είπε ο Φρόντο, τι κακό έχουν οι παλιές συνήθειες. Διάλε-0; ένα λουλουδένιο όνομα όπως της Ρόουζ[14]. Τα μισά κοριτσάκια στο Σάιρ έχουν τέτοια ονόματα, τι πιο ωραίο!
– Φαντάζομαι πως έχεις δίκιο, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ. Άκουσα μι;ρικά όμορφα ονόματα στα ταξίδια μου, φαντάζομαι όμως πως είναι πολύ μεγαλόπρεπα για καθημερινή χρήση, όπως θα ’λεγες. Ο Γέρος λέει: «Πες το σύντομο, για να μη χρειαστεί να το συντομέψεις όταν το χρησιμοποιείς». Αλλά αν είναι λουλουδένιο όνομα, τότε δε με νοιάζει αν θα ’ναι μεγάλο: πρέπει να είναι όμορφο λουλούδι, βλέπεις, γιατί νομίζω πως είναι πολύ όμορφη και θα γίνει ακόμα ομορφότερη.
Ο Φρόντο συλλογίστηκε μια στιγμή.
– Λοιπόν, Σαμ, τι θα ’λεγες για elanor, το ηλιολούλουδο, θυμάσαι το μικρό χρυσαφένιο λουλουδάκι στο γρασίδι του Λοθλόριεν;
– Το πέτυχες πάλι, κύριε Φρόντο! είπε ο Σαμ κατενθουσιασμένος. Αυτό ήθελα.
Η μικρή Έλανορ ήταν σχεδόν έξι μηνών και το 1421 είχε μπει στο φθινόπωρο, όταν ο Φρόντο κάλεσε το Σαμ στο γραφείο του.
– Την Πέμπτη θα ’ναι τα Γενέθλια του Γέρο Μπίλμπο, Σαμ, είπε, Και θα ξεπεράσει το Γέρο Τουκ. Θα κλείσει τα εκατόν τριάντα ένα!
– Βέβαια! είπε ο Σαμ. Είναι καταπληκτικός!
– Λοιπόν, Σαμ, είπε ο Φρόντο. Θέλω να δεις τη Ρόζι και να μάθεις αν μπορεί να σε αφήσει, για να πάμε κάπου μαζί. Δεν μπορείς τώρα να πας μακριά ή να λείψεις για καιρό, φυσικά, είπε λίγο μελαγχολικά.
– Λοιπόν, όχι και πολύ εύκολα, κύριε Φρόντο.
– Και βέβαια όχι. Δεν πειράζει όμως. Θα μου κάνεις παρέα. Πες στη Ρόζι πως δε θα λείψεις πολύ, όχι πάνω από δεκαπέντε μέρες· και θα γυρίσεις σώος και αβλαβής.
– Μακάρι να ερχόμουν μαζί σου όλο το δρόμο ως το Σκιστό Λαγκάδι, κύριε Φρόντο, και να ’βλεπα τον κύριο Μπίλμπο, είπε ο Σαμ. Κι όμως, το μόνο μέρος που θέλω στ’ αλήθεια να ’μαι, είναι εδώ. Νιώθω έτσι σαν κομμένος στα δύο.
Τις επόμενες μια δυο μέρες ο Φρόντο ξαναπέρασε μια ματιά τα χαρτιά του και τα χειρόγραφά του μαζί με το Σαμ και παρέδωσε τα κλειδιά του. Υπήρχε ένα μεγάλο βιβλίο με σκέτο κόκκινο δερμάτινο εξώφυλλο· οι μεγάλες σελίδες του ήταν τώρα σχεδόν γεμάτες. Στην αρχή είχε πολλά φύλλα γεμάτα με το ψιλό και καθόλου στρωτό γραφικό χαρακτήρα του Μπίλμπο αλλά το περισσότερο ήταν γραμμένο απ’ το σταθερό κι αβίαστο χέρι του Φρόντο. Ήταν χωρισμένο σε κεφάλαια, αλλά το Κεφάλαιο 80 ήταν ατελείωτο και ύστερα υπήρχαν μερικές άδειες σελίδες. Η σελίδα με τον τίτλο είχε πολλούς τίτλους, που τους είχαν διαγράψει τον ένα μετά τον άλλο, έτσι:
Το Ημερολόγιό μου. Το Απρόσμενο Ταξίδι μου. Εκεί και Πίσω Πάλι. Και Τι Έγινε Μετά.
Οι Περιπέτειες Πέντε Χόμπιτ. Π Ιστορία του Μεγάλου Δαχτυλιδιού, που έχει συνταχθεί από τον Μπίλμπο Μπάγκινς σύμφωνα με τις προσωπικές του παρατηρήσεις και τις διηγήσεις των φίλων του. Τι κάναμε στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού.
Εδώ τελείωνε ο γραφικός χαρακτήρας του Μπίλμπο και ο Φρόντο είχε γράψει:
(όπως το είδαν τα Ανθρωπάκια· αποτελεί τα απομνημονεύματα του Μπίλμπο και του Φρόντο από το Σάιρ και συμπεριλαμβάνει τις διηγήσεις των φίλων τους και το συμπληρώνουν οι γνώσεις των Σοφών).
Μαζί με αποσπάσματα από τα Βιβλία των Παραδόσεων, μεταφρασμένα από τον Μπίλμπο στο Σκιστό Λαγκάδι.
– Μπράβο, κοντεύεις να το τελειώσεις, κύριε Φρόντο! αναφώνησε ο Σαμ. Πάντως, το δούλεψες πολύ, πρέπει να πω.
– Έχω εντελώς τελειώσει, Σαμ, είπε ο Φρόντο. Οι τελευταίες σελίδες είναι για σένα.
Στις 21 Σεπτεμβρίου ξεκίνησαν μαζί. Ο Φρόντο πάνω στο πόνυ που τον είχε φέρει όλο το δρόμο από τη Μίνας Τίριθ, και το έλεγαν τώρα Γοργοπόδαρο, και ο Σαμ στον αγαπημένο του Μπιλ. Ήταν ένα όμορφα χρυσαφένιο πρωινό και ο Σαμ δε ρώτησε πού πήγαιναν – πίστευε πως μπορούσε να μαντέψει.
Πήραν το δρόμο του Στοκ περνώντας τους λόφους με κατεύθυνση προς το Γούντι Εντ κι άφησαν τα πόνυ τους να πηγαίνουν χωρίς να βιάζονται. Διανυκτέρευσαν στους Πράσινους Λόφους και στις 22 Σεπτεμβρίου κατηφόρισαν μαλακά στα πρώτα δέντρα καθώς έφευγε τ’ απομεσήμερο.
– Μη μου πεις πως δεν είναι αυτό το δέντρο που κρύφτηκες, όταν ο Μαύρος Καβαλάρης πρωτοπαρουσιάστηκε, κύριε Φρόντο! είπε ο Σαμ, δείχνοντας αριστερά. Μοιάζει όνειρο τώρα.
Ήταν βράδυ και τ’ αστέρια λαμπύριζαν στον ουρανό ανατολικά καθώς πέρασαν την κούφια βελανιδιά κι έστριψαν και κατηφόρισαν το λόφο ανάμεσα στις συστάδες από φουντουκιές. Ο Σαμ ήταν σιωπηλός, βυθισμένος στις αναμνήσεις. Σε λίγο πήρε είδηση ότι ο Φρόντο σιγοτραγουδούσε το παλιό τραγούδι περιπάτου, αλλά τα λόγια δεν ήταν εντελώς τα ίδια.
Και προσμένω μ’ ελπίδα στην άλλη στροφή
Πόλη κρυφή ή δρόμος μπροστά μου να βγει·
Και μόλο που ως τώρα τ’ άφηνα γεια,
Μια μέρα θε νά ’ρθει ή κάποια βραδιά,
Που τους δρόμους αυτούς θα περάσω
Δυτικά της Σελήνης κι απ’ τον Ήλιο πιο πέρα να φθάσω.
Και σαν απάντηση, από πέρα κάτω, ανηφορίζοντας το δρόμο από την κοιλάδα, φωνές τραγουδούσαν:
A! Elbereth Gilthoniel!
silivren penna míriel
o menel aglar elenath,
Gilthoniel, A! Elbereth!
Δεν λησμονήσαμε μεις
Κάτω απ’ τα δέντρα τούτης της γης
Τ’ Αστροφώς της Θάλασσας της Δυτικής.
Ο Φρόντο και ο Σαμ σταμάτησαν και κάθισαν σιωπηλοί στις απαλές σκιές, ώσπου είδαν ένα λαμπύρισμα καθώς οι ταξιδιώτες ήρθαν προς το μέρος τους.
Εκεί ήταν ο Γκίλντορ και πολλά όμορφα Ξωτικά· κι εκεί – κι ο Σαμ ήταν γεμάτος θαυμασμό – ήρθαν πάνω στ’ άλογά τους ο Έλροντ και η Γκαλάντριελ. Ο Έλροντ φορούσε έναν γκρίζο μανδύα κι είχε ένα αστέρι στο μέτωπό του, μια ασημένια άρπα στο χέρι του και στο δάχτυλό του ένα χρυσό δαχτυλίδι με μια μεγάλη γαλάζια πέτρα, η Βίλια, το ισχυρότερο από τα Τρία. Η Γκαλάντριελ όμως ήταν πάνω σ’ ένα λευκό άλογο κι ήταν ντυμένη με λαμπερά λευκά ρούχα, σαν τα σύννεφα γύρω από το Φεγγάρι· γιατί κι αυτή η ίδια έμοιαζε να λάμπει μ’ απαλό φως. Στο δάχτυλό της φορούσε τη Νένια, το δαχτυλίδι από mithril που είχε ένα λευκό πετράδι που τρεμόπαιζε σαν παγωμένο αστέρι. Πίσω, προχωρώντας αργά σ’ ένα μικρό γκρίζο πόνυ και μοιάζοντας να κουνάει το κεφάλι του στον ύπνο, ερχόταν κι ο Μπίλμπο.
Ο Έλροντ τους χαιρέτησε σοβαρά κι ευγενικά και η Γκαλάντριελ τους χαμογέλασε.
– Λοιπόν, κύριε Σάμγουάιζ, είπε. Ακούω και βλέπω ότι έχεις χρησιμοποιήσει καλά το δώρο μου. Το Σάιρ τώρα θα ’ναι περισσότερο από πάντα ευλογημένο κι αγαπημένο.
Ο Σαμ υποκλίθηκε, αλλά δε βρήκε να πει τίποτε. Είχε ξεχάσει πόσο όμορφη ήταν η Κυρά. Τότε ο Μπίλμπο ξύπνησε και άνοιξε τα μάτια του.
– Γεια σου, Φρόντο! είπε. Λοιπόν, σήμερα ξεπέρασα το Γέρο Τουκ. Πάει κι αυτό, κανονίστηκε. Και τώρα νομίζω πως είμαι πανέτοιμος για να πάω κι άλλο ένα ταξίδι. Έρχεσαι κι εσύ;
– Ναι, έρχομαι, είπε ο Φρόντο. Οι Δαχτυλιδοκουβαλητές πρέπει να πάνε μαζί.
– Πού πας, Κύριε; φώναξε ο Σαμ, αν και τέλος κατάλαβε τι συνέβαινε.
– Στα Λιμάνια, Σαμ, είπε ο Φρόντο.
– Κι εγώ δεν μπορώ νά ’ρθω.
– Οχι, Σαμ. Όχι ακόμα, οπωσδήποτε, όχι πιο πέρα απ’ τα Λιμάνια. Μόλο που ήσουν κι εσύ Δαχτυλιδοκουβαλητής, έστω και για λίγο. Μπορεί να έρθει η ώρα σου. Μην πολυλυπάσαι, Σαμ. Δεν μπορεί να ’σαι πάντα κομμένος στα δύο. Θα πρέπει να ’σαι ένας κι ολόκληρος, για πολλά χρόνια. Έχεις πολλά να χαρείς και να γίνεις και να κάνεις.
– Μα, είπε ο Σαμ, και δάκρυα φάνηκαν στα μάτια του, εγώ νόμισα πως θα ευχαριστιόσουν στο Σάιρ κι εσύ, για χρόνια πολλά, ύστερα απ’ όσα έχεις κάνει.
– Το ίδιο νόμιζα κι εγώ, κάποτε. Αλλά έχω πληγωθεί πολύ βαθιά, Σαμ. Προσπάθησα να σώσω το Σάιρ και σώθηκε, όχι όμως για μένα. Έτσι πρέπει συχνά να συμβαίνει, Σαμ, όταν υπάρχει κίνδυνος... κάποιος πρέπει να χάσει, να τα εγκαταλείψει, για να τα κρατήσουν οι υπόλοιποι. Εσύ όμως είσαι ο κληρονόμος μου – όλα όσα είχα και μπορεί να είχα αποκτήσει τ’ αφήνω σ’ εσένα. Κι εσύ έχεις και τη Ρόζι και την Έλανορ· και θά ’ρθει κι ο νεαρός Φρόντο κι η μικρή Ρόζι, ο Μέρι, η Χρυσομαλλούσα και ο Πίπιν κι ίσως κι άλλοι, που δεν μπορώ να δω. Τα χέρια σου κι η εξυπνάδα σου θα χρειάζονται παντού. Θα γίνεις ο Δήμαρχος, φυσικά, για όσον καιρό θέλεις και ο πιο διάσημος κηπουρός της ιστορίας· και θα διαβάζεις το Κόκκινο Βιβλίο και θα διατηρείς τη μνήμη ζωντανή μιας εποχής που έφυγε, για να θυμάται ο κόσμος το Μεγάλο Κίνδυνο και ν’ αγαπούν περισσότερο την αγαπημένη τους γη. Κι αυτά θα σε κάνουν πολυάσχολο κι ευτυχισμένο, όσο ο καθένας μπορεί, για όσον καιρό ο ρόλος σου στην Ιστορία συνεχίζεται. »Έλα τώρα, πάμε!
Τότε ο Έλροντ και η Γκαλάντριελ προχώρησαν γιατί η Τρίτη Εποχή τελείωσε και οι Μέρες των Δαχτυλιδιών πέρασαν και ήρθε το τέλος της ιστορίας και του τραγουδιού εκείνων των ημερών. Μαζί τους πήγαν πολλά Ξωτικά της Υψηλής Γενιάς, που δεν ήθελαν να μείνουν πια στη Μέση-γη· κι ανάμεσά τους, γεμάτοι μια ευλογημένη λύπη και δίχως πίκρα, πήγαιναν ο Σαμ, ο Φρόντο κι ο Μπίλμπο, και τα Ξωτικά ήταν τρισευτυχισμένα που τους τιμούσαν.
Μόλο που διέσχιζαν καταμεσής το Σάιρ όλο το βράδυ και τη νύχτα, κανείς δεν τους είδε να περνούν, εκτός από αγρίμια· ή εδώ κι εκεί κάποιος που πλανιόταν στο σκοτάδι είδε ένα φευγαλέο λαμπύρισμα κάτω από τα δέντρα ή μια φωτοσκίαση να κυλάει στο γρασίδι καθώς το Φεγγάρι προχωρούσε δυτικά. Κι όταν διέσχισαν το Σάιρ, περνώντας από τα νότια όρια των Άσπρων Κάμπων, έφτασαν στους Μακρινούς Κάμπους και στους Πύργους και είδαν τη μακρινή Θάλασσα· κι έτσι κατέβηκαν τέλος στα Μίθλοντ, τα Γκρίζα Λιμάνια, στο μακρόστενο κόλπο του Λουν.
Όταν πλησίασαν τις πύλες ο Σίρνταν ο Ναυπηγός βγήκε να τους υποδεχτεί. Ήταν πολύ ψηλός και η γενειάδα του μακριά κι ήταν γκρίζος και ηλικιωμένος, τα μάτια του όμως ήταν λαμπερά σαν άστρα· τους κοίταξε και υποκλίθηκε και είπε:
– Όλα είναι τώρα έτοιμα.
Ύστερα ο Σίρνταν τους οδήγησε στα Λιμάνια κι εκεί είχε ένα άσπρο καράβι δεμένο και στην προκυμαία, πλάι από ένα μεγάλο γκρίζο άλογο στεκόταν μια μορφή ντυμένη κατάλευκα και τους περίμενε. Καθώς στράφηκε και τους πλησίασε, ο Φρόντο είδε πως ο Γκάνταλφ φορούσε φανερά στο χέρι του το Τρίτο Δαχτυλίδι, τη Νέρια τη Μεγάλη, που το πετράδι του ήταν κόκκινο σαν τη φωτιά. Τότε, εκείνοι που θα έφευγαν, χάρηκαν γιατί κατάλαβαν πως κι ο Γκάνταλφ θα ερχόταν στο καράβι μαζί τους.
Ο Σαμ όμως τώρα ήταν κατάκαρδα λυπημένος και του φαινόταν πως θα ήταν πικρός ο χωρισμός κι ακόμα πιο πικρός ο μακρύς γυρισμός στο σπίτι μοναχός. Αλλά ενώ στέκονταν εκεί και τα Ξωτικά ανέβαιναν στο πλοίο και όλα ετοιμάζονταν για την αναχώρηση, να σου ο Μέρι και ο Πίπιν έφτασαν βιαστικά. Κι ανάμεσα στα δάκρυά του ο Πίπιν γέλασε.
– Προσπάθησες κι άλλη μια φορά να μας τη σκάσεις και δεν τα κατάφερες, Φρόντο, είπε. Αυτή τη φορά παραλίγο να το καταφέρεις αλλά πάλι σε προλάβαμε. Δεν ήταν όμως ο Σαμ αυτή τη φορά που σε πρόδωσε, αλλά ο ίδιος ο Γκάνταλφ!
– Ναι, είπε ο Γκάνταλφ· γιατί είναι καλύτερα να γυρίσετε τρεις μαζί παρά ένας μοναχός. Λοιπόν, εδώ τέλος, αγαπημένοι φίλοι, στις ακτές της Θάλασσας φτάνει στο τέλος της η συντροφιά μας στη Μέση-γη. Πηγαίνετε ειρηνικά! Δε θα πω: μην κλάψετε· γιατί δεν είναι όλα τα δάκρυα κακό.
Ύστερα ο Φρόντο φίλησε το Μέρι και τον Πίπιν και τελευταίον απ’ όλους το Σαμ κι ανέβηκε στο πλοίο· και άπλωσαν τα πανιά και φύσηξε το αγέρι κι αργά αργά το καράβι γλίστρησε και ξεμάκρυνε στο μεγάλο μακρύ κόλπο· και το φως του γυαλιού της Γκαλάντριελ που κρατούσε ο Φρόντο τρεμόσβησε και χάθηκε. Και το πλοίο ανοίχτηκε στη Μεγάλη Θάλασσα και συνέχισε κατά τη Δύση, ώσπου μια βροχερή νύχτα τέλος ο Φρόντο οσμίστηκε μια γλυκιά ευωδιά στον αέρα κι άκουσε τραγούδια απ’ τη θάλασσα πέρα μακριά. Και τότε του φάνηκε πως, όπως και στο όνειρό του στο σπίτι του Μπομπαντίλ, η γκρίζα βροχοκουρτίνα έγινε όλη ασημένια γυάλινη και τραβήχτηκε πίσω και είδε κάτασπρες ακτές και πίσω τους μια απέραντη πράσινη χώρα στο φως του ήλιου που γρήγορα βγήκε.
Για το Σαμ όμως το δειλινό έγινε σκοτάδι, όπως στεκόταν στο Λιμάνι· κι όπως κοιτούσε την γκρίζα θάλασσα είδε μόνο μια σκιά στα νερά που γρήγορα χάθηκε στη Δύση. Κι εκεί εξακολουθούσε να στέκεται ως αργά, ακούγοντας μόνο το μουρμουρητό των κυμάτων στις ακτές της Μέσης-γης κι ο παφλασμός τους έφτανε ως τα βάθη της καρδιάς του. Πλάι του στέκονταν ο Μέρι και ο Πίπιν σιωπηλοί.
Τέλος, οι τρεις σύντροφοι γύρισαν κι απομακρύνθηκαν δίχως να ξανακοιτάξουν πίσω και πήραν αργά το δρόμο της επιστροφής· και δεν είπαν την παραμικρή κουβέντα ο ένας στον άλλο, ώσπου να ξαναμπούν στο Σάιρ, ο καθένας όμως ένιωθε μεγάλη παρηγοριά με την παρουσία των φίλων του στο μακρύ γκρίζο δρόμο.
Τέλος, διέσχισαν τους κάμπους και πήραν τον Ανατολικό Δρόμο κι ύστερα ο Μέρι και ο Πίπιν πήραν το δρόμο για το Μπάκλαντ· κι είχαν κιόλας αρχίσει τα τραγούδια πάλι καθώς προχωρούσαν. Ο Σαμ όμως έστριψε στο Μπάιγουότερ κι ανηφόρισε το Λόφο καθώς τελείωνε γι’ άλλη μια φορά η μέρα. Και συνέχισε να προχωρεί κι είχε ένα κίτρινο φως και φωτιά μέσα· και το βραδινό φαγητό ήταν έτοιμο και τον περίμεναν. Και η Ρόζι τον τράβηξε μέσα, τον έβαλε να καθίσει στην καρέκλα του κι έβαλε τη μικρή Έλανορ στην αγκαλιά του.
Πήρε μια βαθιά αναπνοή.
– Λοιπόν, γύρισα, είπε.