Πασχίζοντας να μη δείχνει ότι παρακολουθεί την αλέα δίπλα στο κηροποιείο, η Νυνάβε τοποθέτησε τη διπλωμένη κι επίπεδη πράσινη πλεξούδα στον δίσκο του γυρολόγου και γλίστρησε το χέρι της στο εσωτερικό του μανδύα της για να τη συγκρατήσει ενάντια στον άνεμο. Ο μανδύας ήταν πιο καλοφτιαγμένος από εκείνους των περαστικών, αρκετά απλός όμως, ώστε να μην τραβάει την προσοχή. Η ζώνη της, ωστόσο, δύσκολα θα περνούσε απαρατήρητη. Στην Οδό Γαλάζιου Κυπρίνου δεν ήταν πολύ συνηθισμένο να βλέπεις γυναίκες με κοσμήματα να συναλλάσσονται με υπαίθριους γυρολόγους. Αφού περίμενε τη Νυνάβε να ψηλαφίσει και την τελευταία λεπτομέρεια της πλεξούδας πάνω στον δίσκο, η αδύνατη γυναίκα έκανε μια γκριμάτσα, αλλά η Νυνάβε είχε αγοράσει ήδη από τους γυρολόγους τρία κομμάτια πλεξούδας, δύο μακρόστενες κορδέλες κι ένα πακετάκι καρφίτσες, απλώς και μόνο για να χαζολογήσει. Οι καρφίτσες πάντα ήταν χρήσιμες, αλλά δεν είχε ιδέα τι να κάνει με τα υπόλοιπα.
Ξαφνικά, άκουσε οχλαγωγία παρακάτω, προς την κατεύθυνση των παρατηρητηρίων, κι ο ήχος των κροτάλων των Φρουρών του Δρόμου γινόταν όλο και πιο έντονος. Ο Φρουρός στο ψηλότερο σημείο κατέβηκε από τη θέση του. Οι περαστικοί κοντά στο φυλάκιο κοίταξαν προς τη μεριά της διασταύρωσης και πιο πάνω στην Οδό Γαλάζιου Κυπρίνου.
Κατόπιν, άρχισαν να συνωστίζονται παράπλευρα του δρόμου καθώς εμφανίστηκαν τρεχάτοι Φρουροί, στριφογυρίζοντας τα κρόταλά τους πάνω από τα κεφάλια τους. Δεν ήταν απλή περίπολος δύο-τριών ατόμων, αλλά ένας χείμαρρος θωρακισμένων αντρών, οι οποίοι ξεχύνονταν με θόρυβο στην Οδό Γαλάζιου Κυπρίνου, ενώ ενώνονταν κι άλλοι μαζί τους από τα παράπλευρα δρομάκια. Όσοι περπατούσαν αργά και δεν προλάβαιναν να βγουν από την πορεία τους, σπρώχνονταν βίαια, ενώ ένας άντρας σχεδόν ποδοπατήθηκε. Οι Φρουροί δεν επιβράδυναν καθόλου το βήμα τους καθώς τον τσαλαπατούσαν.
Η πωλήτρια των πλεξούδων έριξε κάτω τον δίσκο καθώς έκανε στην άκρη, κι η Νυνάβε πρόλαβε να στριμωχτεί στην πέτρινη πρόσοψη, δίπλα στη γυναίκα που είχε μείνει με το στόμα ανοικτό. Η μάζα των Φρουρών κατέκλυσε τον δρόμο, σπρώχνοντάς τη με τους ώμους τους και γδέρνοντάς την πάνω στον τοίχο, ενώ τα ρόπαλα και τα ραβδιά εξείχαν σαν κοντάρια. Η πωλήτρια των πλεξούδων έβγαλε μια κραυγή καθώς ο δίσκος της χάθηκε κάπου μέσα στον ανθρώπινο συρφετό, αλλά οι Φρουροί απλώς κοιτούσαν μπροστά τους, σαν υπνωτισμένοι.
Όταν πέρασε κι ο τελευταίος άντρας, η Νυνάβε βρέθηκε τουλάχιστον δέκα βήματα πιο κάτω στον δρόμο από την αρχική της θέση. Η πωλήτρια των πλεξούδων φώναζε αγριεμένη και κουνούσε απειλητικά τις γροθιές της προς τις ράχες των αντρών που απομακρύνονταν. Η Νυνάβε, αγανακτισμένη, προσπάθησε να ισιώσει τον τσαλακωμένο μανδύα της, έχοντας κατά νου να κάνει κάτι παραπάνω από το να φωνάξει απλώς. Σκόπευε να...
Ξαφνικά, η ανάσα πάγωσε στον λαιμό της. Οι Φρουροί του Δρόμου σταμάτησαν την προέλασή τους απότομα, σαν ένας άνθρωπος. Εκατό άντρες φώναζαν ο ένας στον άλλον, λες και ξαφνικά δεν ήταν σίγουροι τι έπρεπε να κάνουν. Είχαν σταματήσει μπροστά στο μαγαζί του υποδηματοποιού. Μα το Φως, εκεί βρισκόταν ο Λαν, κι ο Ραντ βέβαια, όπως πάντα, αλλά πρωτίστως ο εκλεκτός της καρδιάς της, ο Λαν.
Η Νυνάβε ζόρισε τον εαυτό της να πάρει ανάσα. Εκατό άντρες. Άγγιξε τη στολισμένη με πετράδια ζώνη, το Πηγάδι, που ήταν περασμένη γύρω από τη μέση της. Είχε στη διάθεση της λιγότερη από τη μισή ποσότητα σαϊντάρ, αλλά μπορεί να αρκούσε. Έπρεπε να αρκέσει, αν και δεν ήξερε για τι πράγμα ακριβώς. Σηκώνοντας την κουκούλα του μανδύα της, κίνησε προς το μέρος των αντρών, μπροστά από το μαγαζί. Κανείς τους δεν κοιτούσε προς το μέρος της. Θα μπορούσε να...
Χέρια την άδραξαν, την τράβηξαν προς τα πίσω και τη στριφογύρισαν, αναγκάζοντάς τη να κοιτάξει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Αντιλήφθηκε πως η Κάντσουεϊν την είχε πιάσει από το ένα χέρι κι η Αλίβια από το άλλο, απομακρύνοντάς τη βιαστικά από τον δρόμο. Μακριά από το υποδηματοποιείο. Βαδίζοντας πλάι στην Αλίβια, η Μιν έριχνε συνεχώς ανήσυχα βλέμματα πάνω από τον ώμο της. Ξαφνικά, μόρφασε. «Νομίζω πως... νομίζω πως έπεσε», ψιθύρισε. «Θα πρέπει να έχει τις αισθήσεις του, αλλά μάλλον είναι χτυπημένος, δεν ξέρω πόσο άσχημα».
«Η παραμονή μας εδώ δεν θα ωφελήσει ούτε αυτόν ούτε εμάς», είπε ήρεμα η Κάντσουεϊν. Τα χρυσά στολίδια που κρέμονταν από το μπροστινό μέρος του κότσου της ταλαντεύτηκαν μέσα στην κουκούλα του μανδύα της καθώς στριφογύρισε το κεφάλι της, κι ενώ η ματιά της έψαχνε τον όγκο των ανθρώπων, μπροστά τους. Με το ελεύθερο χέρι της κρατούσε τη βαθιά κουκούλα, για να μην την πάρει ο άνεμος, αφήνοντας τον μανδύα να ανεμίζει ξοπίσω της. «Θέλω να απομακρυνθούμε πριν κάποιο από τούτα εδώ τα αγόρια σκεφτεί να ζητήσει από τις γυναίκες να αποκαλύψουν τα πρόσωπά τους. Όποια Άες Σεντάι βρεθεί απόψε κοντά στην Οδό Γαλάζιου Κυπρίνου, θα πρέπει να δώσει εξηγήσεις εξαιτίας αυτού του παιδιού».
«Αφήστε με!» είπε κοφτά η Νυνάβε, πασχίζοντας να ελευθερωθεί. Ο Λαν. Τι θα γινόταν ο αγαπημένος της, αν ο Ραντ είχε λιποθυμήυει; «Πρέπει να πάω να τους βοηθήσω!» Οι δυο γυναίκες εξακολούθησαν να την τραβούν με χέρια σαν μέγγενες. Όποιον κι αν προσπερνούσαν, κοιτούσε προς τη μεριά του υποδηματοποιείου.
«Αρκετά έκανες ήδη, ανόητο κορίτσι». Η φωνή της Κάντσουεϊν ήταν σαν παγερό σίδερο. «Σου είχα πει σχετικά με τα μαντρόσκυλα του Φαρ Μάντινγκ. Ουφ! Προκάλεσες πανικό στις Συμβούλους, διαβιβάζοντας σε μέρος που κανείς δεν διαβιβάζει. Αν τους πιάσουν τελικά οι Φρουροί, εσύ θα φταις».
«Νόμιζα πως το σαϊντάρ δεν είχε καμία σχέση», είπε η Νυνάβε αδύναμα. «Ήταν μικρή ποσότητα, και δεν κράτησε πολύ. Νόμιζα πως... ούτε καν θα το πρόσεχαν».
Η Κάντσουεϊν την κοίταξε γεμάτη αηδία. «Από δω, Αλίβια», είπε, τραβώντας τη Νυνάβε πίσω από τη γωνία, στο εγκαταλελειμμένο παρατηρητήριο. Μικρές ομάδες ανάστατων ανθρώπων ήταν διασκορπισμένες στους δρόμους φλυαρώντας. Ένας άντρας χειρονομούσε έξαλλα, λες και κρατούσε ρόπαλο, ενώ μια γυναίκα έδειχνε το άδειο παρατηρητήριο, κουνώντας απορημένα το κεφάλι της.
«Πες κάτι, Μιν», την παρακάλεσε η Νυνάβε. «Δεν μπορούμε να τους εγκαταλείψουμε έτσι απλά». Δεν της πέρασε καν από το μυαλό να απευθυνθεί στην Αλίβια, η οποία είχε μια έκφραση που, μπροστά της, η Κάντσουεϊν ωχριούσε.
«Μην περιμένεις οίκτο από μένα». Ο χαμηλωμένος τόνος της φωνής της Μιν ήταν σχεδόν εξίσου ψυχρός με της Κάντσουεϊν. Λοξοκοίταξε άγρια τη Νυνάβε και κατόπιν ξαναέστρεψε απότομα την προσοχή της στον δρόμο. «Σε παρακάλεσα να με βοηθήσεις να τους σταματήσω, αλλά εσύ ήσουν εξίσου ξεροκέφαλη με δαύτους. Τώρα, όλοι εξαρτιόμαστε από την Κάντσουεϊν».
Η Νυνάβε ρουθούνισε. «Τι μπορεί να κάνει; Μήπως πρέπει να σου υπενθυμίσω πως ο Λαν κι ο Ραντ βρίσκονται πίσω μας και κάθε λεπτό απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από κοντά τους;»
«Δεν είναι μόνο το αγόρι που χρειάζεται μαθήματα καλής συμπεριφοράς», μουρμούρισε η Κάντσουεϊν. «Δεν μου έχει ζητήσει ακόμα συγγνώμη, αν κι είπε στη Βέριν πως θα το κάνει, άρα υποθέτω πως πρέπει να αποδεχθώ τα λόγια του προς το παρόν. Ουφ! Πιο πολλά προβλήματα μου έχει προξενήσει ετούτο το αγόρι παρά δέκα άλλα που είχα συναντήσει στο παρελθόν. Θα κάνω ό,τι μπορώ, κορίτσι μου, και σίγουρα κάτι πολύ καλύτερο από το να προσπαθώ να περάσω ανάμεσά από τους Φρουρούς του Δρόμου, όπως έκανες εσύ. Από δω και μπρος, θα κάνεις ακριβώς ό,τι σου λέω, ειδάλλως θα έχεις να κάνεις με την Αλίβια!» Η Αλίβια ένευσε καταφατικά, όπως κι η Μιν!
Η Νυνάβε έκανε μια γκριμάτσα. Υποτίθεται πως η γυναίκα έπρεπε να τη σεβαστεί! Ωστόσο, μια μουσαφίρισσα της Πρώτης Συμβούλου σίγουρα θα κατάφερνε κάτι παραπάνω από τη Νυνάβε αλ’Μεάρα, που δεν ήταν παρά μια κοινή γυναίκα, ακόμα κι αν φορούσε το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού. Για τον Λαν και μόνο, θα ανεχόταν την Κάντσουεϊν.
Όμως, όταν ρώτησε την Κάντσουεϊν τι σκόπευε να κάνει για να ελευθερώσει τους άντρες, η μόνη απάντηση που πήρε ήταν: «Πολύ περισσότερα απ’ όσα θα ήθελα, κορίτσι μου, και μακάρι να τα καταφέρω. Ωστόσο, το υποσχέθηκα στον νεαρό, κι εγώ κρατάω τις υποσχέσεις μου. Ελπίζω αυτό να το θυμάται κι εκείνος». Η φωνή της ήταν σκέτος πάγος, κι η απάντησή της σίγουρα δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη.
Ο Ραντ ξύπνησε μες στο σκοτάδι και στον πόνο, πεσμένος ανάσκελα. Τα γάντια του είχαν χαθεί κι αισθανόταν ένα τραχύ αχυρόστρωμα κάτω από το κορμί του. Του είχαν πάρει και τις μπότες. Ήξεραν ποιος είναι. Ανασηκώθηκε προσεκτικά. Ένιωθε το πρόσωπό του μωλωπισμένο, ενώ κάθε μυώνας του κορμιού του πονούσε λες και τον είχαν δείρει, αν και μάλλον δεν είχε σπάσει τίποτα.
Σηκώθηκε αργά-αργά και προχώρησε ψηλαφιστά κατά μήκος του πέτρινου τοίχου πλάι στο αχυρόστρωμα, φτάνοντας σχεδόν αμέσως σε μια γωνία κι ύστερα σε μια πόρτα καλυμμένη με τραχείς, σιδερένιους ιμάντες. Μέσα στο σκοτάδι, τα δάχτυλά του ψηλάφισαν ένα μικρό κλαπέτο, αλλά δεν κατάφερε να το ανοίξει. Ούτε ίχνος φωτός δεν διαπερνούσε τις ακμές του. Ο Λουζ Θέριν άρχισε να βαριανασαίνει μες στο κεφάλι του. Ο Ραντ συνέχισε να προχωρά ψηλαφιστά, με τις πλάκες του δαπέδου παγωμένες κάτω από τα γυμνά πέλματά του. Σχεδόν αμέσως συνάντησε την επόμενη γωνία κι έπειτα άλλη μία, όπου οι άκρες των ποδιών του χτύπησαν πάνω σε κάτι που κροτάλισε στο πέτρινο έδαφος. Με το ένα του χέρι ακουμπισμένο στον τοίχο, έσκυψε κι ακούμπησε έναν ξύλινο κάδο. Τον άφησε εκεί και συνέχισε την πορεία του μέχρι που επανήλθε στη σιδερένια πόρτα. Βρισκόταν στο εσωτερικό ενός μαύρου κουτιού, τρία βήματα μακρύ και μόλις δύο βήματα φαρδύ. Σήκωσε το χέρι του και βρήκε το πέτρινο ταβάνι, λιγότερο από ένα πόδι πάνω από το κεφάλι του.
Είμαστε κλεισμένοι, βαριανάσανε βραχνά ο Λουζ Θέριν. Να το πάλι το κουτί. Όπως τότε, που μας είχαν κλείσει εκείνες οι γυναίκες. Πρέπει να βγούμε! ούρλιαξε. Πρέπει να βγούμε!
Αγνοώντας το ουρλιαχτό μέσα στο μυαλό του, ο Ραντ απομακρύνθηκε λίγο από την πόρτα, μέχρι που υπολόγισε ότι βρέθηκε στο κέντρο του κελιού. Κατόπιν, λούφαξε και κάθισε σταυροπόδι στο δάπεδο. Είχε απομακρυνθεί όσο μπορούσε από τους τοίχους, και πάσχισε να τους φανταστεί ακόμα πιο μακρινούς μέσα στο σκοτάδι, αλλά του φάνηκε πως, αν άπλωνε το χέρι του, δεν ήταν ανάγκη να το τεντώσει εντελώς για να αγγίξει την πέτρα. Αισθανόταν το κορμί του να τρέμει, λες κι ήταν το σώμα κάποιου άλλου που έτρεμε ανεξέλεγκτα. Οι τοίχοι έμοιαζαν να είναι σχεδόν δίπλα του, το ταβάνι ακριβώς πάνω από το κεφάλι του. Έπρεπε να καταπολεμήθει αυτή την αίσθηση, ειδάλλως όταν θα έρχονταν να τον βγάλουν έξω, θα τον έβρισκαν τρελαμένο, σαν τον Λουζ Θέριν. Πάντως, ούτως ή άλλως θα τον έβγαζαν από εκεί, αν μη τι άλλο, για να τον παραδώσουν σε όποια είχε στείλει η Ελάιντα. Πόσοι μήνες χρειάζονταν για να φτάσει ένα μήνυμα στην Ταρ Βάλον; Πόσον καιρό θα έκαναν τα τσιράκια της Ελάιντα να επιστρέψουν; Αν επρόκειτο για αδελφές πιστές στην Ελάιντα κι έξω στην Ταρ Βάλον, μπορεί να επέστρεφαν συντομότερα. Ο τρόμος προστέθηκε στα ρίγη που ένιωθε, καθώς συνειδητοποίησε πως ήλπιζε να βρίσκονται κοντά οι αδελφές, ίσως κι εντός πόλεως, για να τον βγάλουν από το κουτί.
«Δεν θα υποκύψω!» φώναξε. «Θα είμαι τόσο σκληρός όσο χρειάζεται!» Στον περιορισμένο χώρο, η φωνή του αντήχησε σαν βροντή.
Η Μουαραίν είχε πεθάνει επειδή ο ίδιος δεν ήταν αρκετά σκληρός για να κάνει όσα έπρεπε. Το όνομά της ήταν πρώτο-πρώτο στη λίστα που είχε χαραχθεί στο μυαλό του, τη λίστα των γυναικών που είχαν πεθάνει εξαιτίας του. Η Μουαραίν Ντέημοντρεντ. Κάθε όνομα σε αυτή τη λίστα τού προκαλούσε άλγος, κι έτσι ξεχνούσε τους πόνους του κορμιού του και τους πέτρινους τοίχους λίγο πιο πέρα από τα ακροδάχτυλά του. Η Κολαβήρ Σάιγκαν, η οποία πέθανε επειδή ο Ραντ τής είχε στερήσει όσα θεωρούσε πολύτιμα. Η Λία, Κόρη του Δόρατος, των Κοσάιντα Τσαρήν, που ξεψύχησε στα χέρια του επειδή τον ακολούθησε στη Σαντάρ Λογκόθ. Η Τζέντιλιν, Κόρη της Παγερής Κορυφής του Μιαγκόμα, που πέθανε επειδή ήθελε να έχει την τιμή να φυλάει την είσοδο του δωματίου του. Έπρεπε να φανεί σκληρός! Ανακαλούσε τα ονόματα της μακράς αυτής λίστας ένα προς ένα, σφυρηλατώντας υπομονετικά την ψυχή του στις φλόγες του πόνου.
Η προπαρασκευή πήρε περισσότερη ώρα απ’ όση ήλπιζε η Κάντσουεϊν, κυρίως επειδή έπρεπε να δώσει στον κόσμο να καταλάβει πως δεν υπήρχε περίπτωση να πραγματοποιηθεί μια μεγαλειώδης διάσωση, ανάλογη με τις ωραιότερες παραδόσεις των βάρδων, κι έτσι, όταν βρέθηκε τελικά να περπατάει κατά μήκος των φωτισμένων από τους φανούς διαδρόμων της Αίθουσας των Συμβούλων, είχε πέσει πια η νύχτα. Βημάτιζε νηφάλια, διόλου βιαστικά. Αν έδειχνες ότι βιάζεσαι, ο κόσμος θα συμπέραινε ότι κάτι φοβάσαι και θα έπαιρνε το πάνω χέρι. Κι αν χρειαζόταν μια φορά στη ζωή της να έχει εξ αρχής η ίδια το πάνω χέρι, ήταν απόψε.
Οι διάδρομοι λογικά θα ήταν άδειοι τέτοια ώρα, αλλά τα γεγονότα της ημέρας είχαν αλλάξει τη φυσιολογική ροή των πραγμάτων. Παντού έβλεπες υπαλλήλους με μπλε πανωφόρια να τρέχουν από δω κι από κει, σταματώντας πού και πού, για να κοιτάξουν έκπληκτοι τις συντρόφους της. Το πιθανότερο ήταν πως δεν είχαν ξαναδεί τέσσερις Άες Σεντάι συγχρόνως —βέβαια, δεν ήταν ιδιαίτερα διατεθειμένη να δώσει τον τίτλο στη Νυνάβε μέχρι να πάρει τους Τρεις Όρκους— κι η σημερινή αναστάτωση ερχόταν να προστεθεί στη σύγχυση τους. Οι τρεις άντρες που ακολουθούσαν, τραβούσαν εξίσου την προσοχή, πάντως. Μπορεί οι υπάλληλοι να μην καταλάβαιναν το νόημα των μαύρων πανωφοριών τους ή των καρφιτσών στα ψηλά τους γιλέκα, αλλά ήταν απίθανο να είχαν δει ποτέ να κυκλοφορούν σ’ αυτούς τους διαδρόμους τρεις σπαθοφόροι. Όπως και να έχει, και με λίγη τύχη, κανείς δεν θα έτρεχε να πληροφορήσει την Αλέιζ ότι κάποιοι είχαν σκοπό να εισβάλουν στο Συμβούλιο, που συνεδρίαζε κεκλεισμένων των θυρών. Ήταν κρίμα που δεν μπορούσε να φέρει η ίδια τους άντρες, αλλά ακόμα κι η Ντάιγκιαν είχε δείξει χαρακτήρα με την πρόταση. Πολύ κρίμα, επίσης, που οι σύντροφοι της δεν έδειχναν την αυτοπειθαρχία της Μερίς και των άλλων δύο αδελφών.
«Δεν θα πετύχουμε τίποτα», μούγκρισε η Νυνάβε, για δέκατη ίσως φορά από τότε που έφυγαν από τα Ύψη. «Έπρεπε να χτυπήσουμε εξ αρχής!»
«Έπρεπε να κινηθούμε γρηγορότερα», μουρμούρισε σκοτεινά η Μιν. «Τον αισθάνομαι που αλλάζει. Αν πριν ήταν πέτρα, τώρα είναι σίδερο! Μα το Φως, τι του κάνουν;» Δεν σταματούσε στιγμή να αναφέρεται στο αγόρι, απλώς και μόνο επειδή αποτελούσε τον δεσμό του, αν κι οι αναφορές της ήταν η μια πιο αποθαρρυντική από την άλλη. Η Κάντσουεϊν δεν της είχε πει πώς έμοιαζαν τα κελιά, ούτε όταν το κορίτσι έσπασε αναφέροντάς της τι έκαναν στο αγόρι οι αδελφές που το είχαν απαγάγει.
Η Κάντσουεϊν αναστέναξε. Ο στρατός που είχε φτιάξει αποτελούνταν από αποβράσματα, αλλά ακόμα και μια στρατιά στημένη στο πόδι χρειαζόταν πειθαρχία, ειδικά όταν στο άμεσο μέλλον επρόκειτο να δώσει μάχη. Θα ήταν χειρότερα αν δεν είχε αναγκάσει τις Θαλασσινές να παραμείνουν πίσω. «Εν ανάγκη, μπορώ να το κάνω και χωρίς τη βοήθειά σας», είπε σταθερά. «Όχι, μην πεις τίποτα, Νυνάβε. Η Μερίς ή η Κόρελε μπορούν να φορέσουν αυτή τη ζώνη εξίσου καλά μ’ εσένα. Λοιπόν, σταματήστε να γκρινιάζετε σαν παιδάκια, αλλιώς θα βάλω την Αλίβια να σας πάει πίσω, στα Ύψη, κι εκεί θα έχετε πολλούς λόγους για να κλαψουρίζετε». Αυτός ήταν κι ο βασικός λόγος που είχε φέρει μαζί αυτή την παράξενη αδέσποτη. Η Αλίβια είχε την τάση να είναι ήπια απέναντι σε κάποιον που δεν μπορούσε να κοιτάξει κατάματα, αλλά έριξε μια άγρια ματιά στις δύο γλωσσοκοπάνες.
Τα κεφάλια τους στράφηκαν σαν ένα προς το μέρος της ξανθομαλλούσας γυναίκας, κι οι γλωσσοκοπάνες σιώπησαν, ευτυχώς, αν και δεν φάνηκαν να συναινούν. Η Μιν μπορεί να έτριζε τα δόντια της όσο ήθελε, αλλά το κατηφές και βλοσυρό βλέμμα της Νυνάβε εκνεύριζε την Κάντσουεϊν. Το κορίτσι μπορεί να είχε μεγάλες δυνατότητες, αλλά η εκπαίδευσή της είχε διακοπεί κάπως απότομα. Η ικανότητα της στη Θεραπεία απείχε ελάχιστα από το να χαρακτηριστεί θαυμαστή, αλλά οι γενικότερες ικανότητές της θα χαρακτηρίζονταν μάλλον θλιβερές. Επιπλέον, δεν είχε ολοκληρώσει την εκπαίδευσή της σε θέματα αντοχής, και δεν είχε μάθει ότι, αν έπρεπε να υπομείνεις κάτι, μπορούσες να το υπομείνεις. Η αλήθεια ήταν πως η Κάντσουεϊν τη συμπαθούσε κάπως. Ήταν ένα μάθημα που δεν μπορούσε να μάθει οποιαδήποτε στον Πύργο. Η ίδια άλλωστε, γεμάτη υπερηφάνεια, με το καινούργιο της επώμιο και με την ανανεωμένη της δύναμη, είχε διδαχθεί από μια ξεδοντιάρα αδέσποτη σε μια φάρμα, στην καρδιά των Μαύρων Λόφων. Ναι, ήταν όντως ένας μικρός στρατός από αποβράσματα αυτός που είχε μαζέψει για να προσπαθήσει να στήσει το Φαρ Μάντινγκ στα πόδια του.
Γραφιάδες κι αγγελιαφόροι μισογέμιζαν τον κολονάτο προθάλαμο της Αίθουσας των Συμβούλων, αλλά, σε τελική ανάλυση, όλοι αυτοί δεν ήταν παρά απλοί γραφιάδες κι αγγελιαφόροι. Οι γραφιάδες δίστασαν, δείχνοντας μια ανεπίσημη αμηχανία καθώς καθένας τους περίμενε από τον άλλο να μιλήσει πρώτος, αλλά οι κοκκινοντυμένοι αγγελιαφόροι, που ήξεραν πως ο χώρος δεν ήταν κατάλληλος για να πουν κάτι, οπισθοχώρησαν κατά μήκος των γαλάζιων πλακών του δαπέδου, στα πλάγια του δωματίου. Οι γραφιάδες τής άνοιξαν χώρο, ενώ κανείς τους δεν τολμούσε να γίνει ο πρώτος που θα άνοιγε το στόμα του να μιλήσει. Ωστόσο, η Κάντσουεϊν τους άκουσε να ασθμαίνουν μαζικά, όταν άνοιξε τη μία από τις ψηλές πόρτες, πάνω στις οποίες ήταν σκαλισμένο το Χέρι και το Ξίφος.
Η Αίθουσα των Συμβούλων δεν ήταν μεγάλη. Τέσσερις κατοπτρικοί φανοί σε ορθοστάτες ήταν αρκετοί για να φωτίζουν τον χώρο, ενώ ένα μεγάλο χαλί Δακρυνής τεχνοτροπίας, σε κόκκινες, γαλάζιες και χρυσαφιές αποχρώσεις, κάλυπτε σχεδόν όλες τις πλάκες του δαπέδου. Ένα φαρδύ μαρμάρινο τζάκι, στη μία πλευρά της αίθουσας, ζέσταινε αποτελεσματικά την ατμόσφαιρα, μολονότι οι γυάλινες πόρτες που οδηγούσαν στο εξωτερικό περιστύλιο έτριζαν δυνατά εξαιτίας του νυχτερινού ανέμου, καταπνίγοντας το τικ-τακ του ψηλού επίχρυσου Ιλιανού ρολογιού πάνω στο πρέκι του τζακιού. Δεκατρείς σκαλιστές κι επίχρυσες πολυθρόνες, όχι πολύ διαφορετικές από θρόνους, σχημάτιζαν αψίδα αντικριστά στην είσοδο, όλες κατειλημμένες από γυναίκες με ανήσυχα πρόσωπα.
Η Αλέιζ, επικεφαλής της αψίδας, συνοφρυώθηκε μόλις είδε την Κάντσουεϊν να οδηγεί τη μικρή ομάδα της στο εσωτερικό της αίθουσας. «Η συνεδρίαση έλαβε τέλος, Άες Σεντάι», είπε, τυπική και ψυχρή συγχρόνως. «Θα σε παρακαλούσαμε να μιλήσεις αργότερα, μα...»
«Ξέρετε ποιον έχετε κλεισμένο στα κελιά σας», την έκοψε η Κάντσουεϊν.
Δεν επρόκειτο για ερώτηση, αλλά η Αλέιζ προσπάθησε να υπεκφύγει. «Μερικούς άντρες, νομίζω. Μέθυσους, διάφορους ξένους που συνελήφθησαν για καυγά ή για ληστείες, κι έναν Μεθορίτη που πιάστηκε μόλις σήμερα και κατηγορείται για τη δολοφονία τριών αντρών. Δεν κρατώ προσωπικό αρχείο των συλλήψεων, Κάντσουεϊν Σεντάι». Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα μόλις άκουσε για τη σύλληψη ενός άντρα με την κατηγορία της δολοφονίας, και τα μάτια της έλαμψαν επικίνδυνα. Ωστόσο, έδειξε αρκετή σύνεση και δεν έβγαλε άχνα.
«Ώστε, προσπαθείς να αποκρύψεις το γεγονός ότι έχεις συλλάβει τον Αναγεννημένο Δράκοντα», είπε ήρεμα η Κάντσουεϊν. Ήλπιζε —διακαώς!— ότι η προετοιμασία της Βέριν θα τις ανάγκαζε να πάψουν να προσποιούνται. Ωστόσο, ίσως να μπορούσε να γίνει και τώρα, και μάλιστα με απλό τρόπο. «Μπορώ να σας απαλλάξω. Στο πέρασμα του χρόνου, έχω έρθει αντιμέτωπη με περισσότερους από είκοσι άντρες ικανούς να διαβιβάζουν. Ο συγκεκριμένος δεν με φοβίζει διόλου».
«Σε ευχαριστούμε που προσφέρεσαι», αποκρίθηκε ήρεμα η Αλέιζ, «αλλά προτιμούμε να επικοινωνήσουμε πρώτα με την Ταρ Βάλον». Εννοούσε για να διαπραγματευτούν το αντίτιμο. Ας είναι. «Θα σε πείραζε να μας πεις πώς έμαθες ότι...»
Η Κάντσουεϊν τη διέκοψε και πάλι. «Ίσως θα έπρεπε να σας το έχω αναφέρει νωρίτερα, αλλά αυτοί οι άντρες, πίσω μου, είναι Άσα’μαν».
Οι τρεις άντρες έκαναν ένα βήμα μπροστά, όπως είχαν διαταχθεί, κι η Κάντσουεϊν έπρεπε να παραδεχτεί πως απέπνεαν κάτι απειλητικό κι επικίνδυνο. Ο ψαρομάλλης Ντάμερ έμοιαζε με γκρίζα αρκούδα με πληγωμένα δόντια, ο χαριτωμένος Τζαχάρ φάνταζε σαν σκοτεινή και καλοθρεμμένη λεοπάρδαλη, ενώ η ματιά του Έμπεν δεν τρεμόπαιζε καθόλου, κι αυτό το νεανικό πρόσωπο την έκανε να μοιάζει ακόμα πιο δυσοίωνη. Σίγουρα η θωριά τους είχε κάποιο αποτέλεσμα πάνω στα μέλη του Συμβουλίου. Κάποιες γυναίκες μετακινήθηκαν στα καθίσματά τους, σαν να ήθελαν να κάνουν πίσω, αλλά η Σίπριεν έμεινε με το στόμα ανοικτό, αποκαλύπτοντας δυστυχώς τα δόντια της που εξείχαν. Η Συμπάιν, που είχε γκρίζα μαλλιά όπως η Κάντσουεϊν, έγειρε πίσω στο κάθισμά της κι άρχισε να κάνει αέρα με το λεπτεπίλεπτο χέρι της, ενώ το στόμα της Κούμερε συσπάστηκε, σαν να ήταν έτοιμη να κάνει εμετό.
Η Αλέιζ ήταν πιο σκληραγωγημένη, ωστόσο πίεσε και τα δυο της χέρια πάνω στο μπούστο της. «Σου είχα πει κάποτε πως οι Άσα’μαν μπορούν ελεύθερα να μας επισκεφθούν, αρκεί να υπακούν στους νόμους. Δεν φοβόμαστε τους Άσα’μαν, Κάντσουεϊν, αν και πρέπει να πω ότι εκπλήσσομαι που σε βλέπω ανάμεσά τους, ειδικά έπειτα από την προσφορά που μόλις έκανες».
Ώστε, τώρα είχε γίνει απλώς Κάντσουεϊν, έτσι; Παρ’ όλ’ αυτά, μετάνιωνε που ήταν αναγκαίο να τσακίσει την Αλέιζ. Ήταν πολύ καλή ηγέτιδα για έναν τόπο σαν τον Φαρ Μάντινγκ, κι έπειτα από την αποψινή νύχτα ίσως να μη συνερχόταν ποτέ πια. «Ξεχνάς τι άλλο έγινε σήμερα, Αλέιζ; Κάποιος διαβίβασε μέσα στην πόλη». Οι Σύμβουλοι μετακινήθηκαν ξανά πάνω στα καθίσματά τους, ενώ ανήσυχα συνοφρυώματα ρυτίδωσαν περισσότερα από ένα μέτωπα.
«Ήταν μια παρέκκλιση». Η παγερότητα είχε εξαφανιστεί από τη φωνή της Αλέιζ κι είχε αντικατασταθεί με οργή, ίσως και με κάποιο ίχνος φόβου. Τα μάτια της είχαν σκουρύνει κι έλαμπαν. «Ίσως να έκαναν λάθος οι φρουροί. Κανείς απ’ όσους ρωτήθηκαν δεν είδε κάτι που να υποδηλώνει...»
«Ακόμα κι αυτό που νομίζουμε τέλειο μπορεί να περιέχει σφάλματα, Αλέιζ». Η Κάντσουεϊν απορρόφησε από το προσωπικό της Πηγάδι, μαζεύοντας το σαϊντάρ σε μετρημένες δόσεις. Είχε εξασκηθεί. Το μικρό χρυσό κολιμπρί αδυνατούσε να κρατήσει τόση ποσότητα όση η ζώνη της Νυνάβε. «Τα σφάλματα μπορούν να περάσουν απαρατήρητα επί αιώνες πριν τα ανακαλύψει κάποιος». Η ροή Αέρα που ύφανε μετά βίας αρκούσε για να ανασηκώσει την κατάφορτη από πετράδια κορωνίδα από το κεφάλι της Αλέιζ και να την τοποθετήσει πάνω στο χαλί, μπροστά στα πόδια της γυναίκας. «Από τη στιγμή όμως που θα βρεθούν, φαίνεται πως είναι πλέον ορατά στον καθένα».
Δεκατρία ζευγάρια έκπληκτα μάτια απέμειναν να κοιτάνε την κορωνίδα. Λίγο-πολύ, όλες οι Σύμβουλοι έμοιαζαν μαρμαρωμένες, σαν να μην ανέπνεαν καν.
«Εμένα μου φαίνεται πως το σφάλμα δεν είναι και τόσο σημαντικό», ανακοίνωσε ο Ντάμερ. «Νομίζω πως είναι πιο ταιριαστή στο κεφάλι σου».
Το λαμπύρισμα της Δύναμης έλαμψε ξαφνικά γύρω από τη Νυνάβε, κι η κορωνίδα πέταξε προς το μέρος της Αλέιζ, επιβραδύνοντας τελευταία στιγμή την πορεία της, έτσι που να ακουμπήσει μαλακά πάνω από το ωχρό της πρόσωπο, αποφεύγοντας να της τσακίσει το κρανίο. Το φως του σαϊντάρ, ωστόσο, δεν χάθηκε κι εξακολούθησε να περιτριγυρίζει το κορίτσι. Ας αποστράγγιζε το Πηγάδι της.
«Μήπως θα...» Η Αλέιζ ξεροκατάπιε, αλλά όταν συνέχισε, η φωνή της εξακολουθούσε να είναι σπασμένη. «Μήπως θα ήταν αρκετό αν τον ελευθερώναμε και τον παραδίδαμε σ’ εσάς;» Δεν ήταν ξεκάθαρο ούτε στην ίδια αν απευθυνόταν στην Κάντσουεϊν ή στους Άσα’μαν.
«Θαρρώ πως ναι», απάντησε γαλήνια η Κάντσουεϊν, κι η Αλέιζ βούλιαξε στο κάθισμά της σαν μαριονέτα δίχως σπάγκο. Παρότι οι υπόλοιπες Σύμβουλοι είχαν σοκαριστεί με την επίδειξη της διαβίβασης, αντάλλαξαν απορημένα βλέμματα. Ματιές πετάγονταν προς το μέρος της Αλέιζ, νεύματα ανταλλάοσονταν και παντού έβλεπες αυστηρές φάτσες. Η Κάντσουεϊν πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε υποσχεθεί στο αγόρι πως, ό,τι κι αν έκανε, θα ήταν για το δικό του καλό, όχι για το καλό του Πύργου ή οποιουδήποτε άλλου, και τώρα είχε τσακίσει μια καλή γυναίκα για χάρη του. «Λυπάμαι πολύ, Αλέιζ», είπε. Μεγάλη η χάρη σου, αγόρι μου, σκέφτηκε.