Άγκαθα Κρίστι Η Ποντικοπαγίδα

Τρία τυφλά ποντικάκια,

για κοίτα πως γυρνάνε,

θαρρείς ροδάκια στα πόδια τους φοράνε,

Και τη χωριάτα τώρα κυνηγάνε,

με σκαλιστό μαχαίρι,

την ουρά τους έχει κόψει σε χίλια μέρη,

αχ! δεν ξανάδα στα μάτια μου τέτοιο χουνέρι,

τρία τυφλά ποντικάκια, για στάσου και κοίτα,

πως τρέχουν, πως φεύγουν, βολίδα, σαΐτα!

ΚΥΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Κυρία Κάσεη:

Θυρωρός σε μια λαϊκή πολυκατοικία της οδού Κάλβερ, ανοίγει ένα χειμωνιάτικο βράδυ την πόρτα σε έναν άγνωστο με βραχνή φωνή και μαύρο παλτό και ο άνθρωπος αυτός ψιθυρίζει κάτι για θάνατο!

Μόλλυ Νταίηβις:

Νεαρή και γλυκιά κληρονόμος, που μετατρέπει ένα παλιό κι ετοιμόρροπο αρχοντικό, το «Μόνκσγουελ Μάνορ», σε πανσιόν πολυτελείας και έρχονται στιγμές που, όπως δείχνει, κινδυνεύει να σαλέψει το λογικό της.

Τζάιλς Νταίηβις:

Νεαρός και πολυπράγμων σύζυγος της Μόλλυ που φαινομενικά τη ζηλεύει και που, παρεμπιπτόντως, δεν πραγματοποιεί τη δουλειά για την οποία ξεκίνησε πριν τη χιονοθύελλα, προβάλλοντας μια σαθρή εξήγηση.

Κρίστοφερ Ρεν:

Νεαρός και ιδιότροπος αρχιτέκτονας, με άψογο παρουσιαστικό, πρώτος πελάτης της πανσιόν, που αναρωτιέται, με μακάβρια διάθεση, πως να αισθάνεται κάποιος όταν τον στραγγαλίζουν με τα χέρια…

Κυρία Μπόυλ:

Ηλικιωμένη και ενοχλητική κυρία που περιμένει να βρει ένα τέλεια εξοπλισμένο μοτέλ με επτά ολόκληρες λίρες που καταβάλλει, αλλά διαψεύδεται οικτρά, προς μεγάλη της απελπισία!

Ταγματάρχης Μέτκαλφ:

Απόστρατος στρατιωτικός, λιγομίλητος και προσηνής, που εντελώς τυχαία, σκαλίζει το μεγάλο ντουλάπι, κάτω από τη σκάλα, την ώρα που γίνεται το φονικό και, διατείνεται, πως δεν άκουσε τίποτα.

Κος Παραβιτσίνι:

Γραφικός Ιταλός, με μαύρη γενειάδα και μεφιστοφελικά φρύδια, που μπαίνει στη σκηνή εντελώς απρόοπτα, αλλά κανείς δεν ξέρει, όταν έρχεται η στιγμή, αν λέει την αλήθεια πως το αυτοκίνητό του ντεραπάρισε.

Αρχιφύλακας Τρόττερ:

Νεαρός για το βαθμό του αστυνομικός, πανέξυπνος και πολυμήχανος, που θα σοφιστεί και θα «σκαρώσει» ένα πείραμα και το πείραμα θα έχει, πέρα για πέρα, επιτυχία!


Έκανε κρύο. Ο καιρός το είχε γυρίσει ξαφνικά στο χιονιά και ο ουρανός ήταν βαρύς και μολυβένιος.

Ένας άνδρας με μαύρο παλτό, το γιακά ανασηκωμένο γύρω απ’ το πρόσωπό του, και με το καπέλο κατεβασμένο μέχρι τα μάτια του, προχωρούσε στην οδό Κάλβερ. Στάθηκε μπροστά στο σπίτι με τον αριθμό 74 κι ύστερα ανέβηκε τα λίγα σκαλιά και χτύπησε το κουδούνι. Το κουδούνισμα κάτω στο υπόγειο έφτασε μέχρι τ’ αυτιά του.

Η κυρία Κάσεη, με τα χέρια της βουτηγμένα στο νεροχύτη, είπε γκρινιάρικα.

—Πάλι το κουδούνι! Δε μπορείς να βρεις ησυχία, ούτε λεπτό, σ’ αυτό το σπίτι!

Ασθμαίνοντας λίγο, ανέβηκε τα σκαλιά του υπογείου και άνοιξε την πόρτα.

Ο άνδρας, που διαγραφόταν σα σιλουέτα κόντρα στο γκρίζο φόντο του ουρανού, ρώτησε με χαμηλή, ψιθυριστή φωνή:

—Η κυρία Λάιον;

—Δεύτερο πάτωμα, είπε η κυρία Κάσεη. Περάστε. Σας περιμένει;

Ο άνδρας κούνησε αργά το κεφάλι του.

—Ε, λοιπόν, ανεβείτε και χτυπήστε.

Τον παρακολούθησε καθώς ανέβαινε τα φθαρμένα σκαλιά. Αργότερα θα έλεγε πως «την έκανε να νοιώσει περίεργα». Αλλά το μόνο που είχε σκεφτεί τότε, ήταν πως αυτός ο άνθρωπος είχε αρπάξει ένα πολύ γερό συνάχι για να ψιθυρίζει έτσι και δεν ήταν διόλου παράξενο μ’ αυτόν το βρομόκαιρο.

Όταν ο άνδρας έστριψε πάνω στη σκάλα, άρχισε να σιγοσφυρίζει. Ο σκοπός που σφύριζε ήταν «τα τρία τυφλά ποντικάκια».


Η Μόλλυ Νταίηβις τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω και κοίταξε από το δρόμο την φρεσκοβαμμένη επιγραφή πάνω απ’ την πόρτα.

ΜΟΝΚΣΓΟΥΕΛ ΜΑΝΟΡ

ΠΑΝΣΙΟΝ

Κούνησε το κεφάλι της με ικανοποίηση. Το ενέκρινε με την πρώτη ματιά. Έδειχνε πραγματικά εντελώς επαγγελματικό. Ή σχεδόν. Το τελικό «Ν» στη λέξη «πανσιόν» στράβωνε λίγο προς τα πάνω και τα τελευταία γράμματα στο «Μάνορ» ήταν κάπως στριμωγμένα· στο σύνολο όμως, η δουλειά που είχε κάνει ο Τζάιλς ήταν πολύ καλή. Ο Τζάιλς ήταν πραγματικά πολύ έξυπνος. Όχι απλώς έξυπνος. Ευφυέστατος. Ήταν ο τύπος του πολυτεχνίτη. Μπορούσε να κάνει σχεδόν το κάθε τι. Όλο κι ανακάλυπτε τα κρυφά ταλέντα του άνδρα της. Ο ίδιος συνήθιζε να μιλάει πολύ λίγο για τον εαυτό του κι έτσι η Μόλλυ σπάνια και που, κατόρθωνε να μάθει για τις ικανότητές του. Αλλωστε, δε λένε πως ο παλιός ο ναυτικός είναι πάντα χρήσιμος.

Λοιπόν, ο Τζάιλς θα έπρεπε τώρα να επιστρατεύσει όλες του τις ικανότητες για το καινούργιο τους ρίσκο. Γιατί ήταν κι οι δυο τελείως άπειροι γι’ αυτή τη δουλειά. Θα ήταν όμως μεγάλη διασκέδαση και επιπλέον τους έλυνε το πρόβλημα στέγης.

Αυτό, ήταν ιδέα της Μόλλυ. Όταν πέθανε η θεία Κατερίνα και οι δικηγόροι της έγραψαν για να την πληροφορήσουν πως της είχε αφήσει κληρονομιά το Μόνκσγουελ Μάνορ, η πρώτη τους σκέψη ήταν να το πουλήσουν.

Ο Τζάιλς είχε ρωτήσει τότε:

—Αλήθεια, πώς είναι;

Και η Μόλλυ είχε απαντήσει:

—Α, ένα ετοιμόρροπο παλιό σπίτι, γεμάτο παλιομοδίτικα βικτοριανά έπιπλα. Έχει έναν ωραίο κήπο, αλλά είναι παραμελημένος, γιατί απ’ τον καιρό του πολέμου, δεν είχε μείνει παρά μόνο ένας ηλικιωμένος κηπουρός να τον περιποιείται.

Έτσι αποφάσισαν να το βγάλουν στο σφυρί και να κρατήσουν μόνο ορισμένα έπιπλα για τον εαυτό τους, να επιπλώσουν ένα διαμέρισμα, ή ένα μικρό σπιτάκι.

Αμέσως όμως τους παρουσιάσθηκαν δυο μεγάλες δυσκολίες. Πρώτο, δεν ήταν εύκολο να βρουν το μικρό σπιτάκι που ήθελαν και δεύτερο, όλα τα έπιπλα στο Μόνκσγουελ Μάνορ ήταν πελώρια.

—Λοιπόν, τι να γίνει, είπε καρτερικά η Μόλλυ, τώρα θα πρέπει να τα πουλήσουμε όλα μαζί. Λέτε να βρούμε αγοραστές;

Ο δικηγόρος την καθησύχασε και τη βεβαίωσε πως τα πάντα ήταν δυνατά.

—Μπορεί να το αγοράσει κάποιος για να το κάνει ξενοδοχείο ή πανσιόν και σε μια τέτοια περίπτωση θα βολεύει μια χαρά να είναι μαζί με τα έπιπλα. Άλλωστε, το ίδιο το σπίτι βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση. Η μακαρίτισσα μις Έμορυ το είχε επιδιορθώσει και μάλιστα φρόντισε να το εκσυγχρονίσει, μόλις πριν τον πόλεμο κι έτσι έχει μόνο μικρή φθορά. Είναι σε πολύ καλή κατάσταση.

Τότε ήταν που της ήρθε η ιδέα της Μόλλυ.

—Τζάιλς, ρώτησε τον άντρα της, γιατί δεν το εκμεταλλευόμαστε εμείς οι ίδιοι σαν πανσιόν;

Στην αρχή ο Τζάιλς είχε στραβομουτσουνιάσει με την ιδέα, αλλά η Μόλλυ επέμενε.

—Δεν είναι ανάγκη από την αρχή να προσλάβουμε πολλούς ανθρώπους, είπε. Είναι βολικό σπίτι, έχει ζεστό και κρύο νερό σε κάθε κρεβατοκάμαρα, έχει κεντρική θέρμανση και γκάζι για μαγείρεμα. Και μπορούμε να φτιάξουμε ένα κοτέτσι με κότες και πάπιες κι έτσι να έχουμε τα αυγά μας κι ένα σωρό λαχανικά απ’ τον κήπο.

—Και ποιος θα κάνει όλες αυτές τις δουλειές, για να έχουμε καλό ρώτημα; έκανε ο Τζάιλς προκλητικά. Δε νομίζεις πως χρειάζονται υπηρέτες;

—Α, όχι, είπε η Μόλλυ. Νομίζω πως θα τα καταφέρουμε οι δυο μας. Αλλά οπουδήποτε κι αν ζούσαμε θα έπρεπε να δουλέψουμε. Μερικοί άνθρωποι παραπάνω δεν θα σήμαινε βέβαια πως θα έπρεπε να κάνουμε και περισσότερη δουλειά. Ίσως πάρουμε μια γυναίκα αφού τακτοποιηθούμε. Για σκέψου, αν είχαμε μόνο πέντε ανθρώπους, που ο καθένας θα πλήρωνε επτά λίρες τη βδομάδα…

Η Μόλλυ ξέφυγε στο βασίλειο μιας οπτιμιστικής αριθμητικής.

—…και σκέψου, Τζάιλς, αποτελείωσε τη σκέψη της, πως αυτό θα είναι το δικό μας σπίτι. Με τα δικά μας πράγματα. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, μου φαίνεται πως θα περάσουν χρόνια μέχρι να βρούμε το κατάλληλο σπίτι για να μείνουμε.

—Αυτό, παραδέχθηκε ο Τζάιλς, είναι αλήθεια.

Είχαν μείνει τόσο λίγο μαζί, απ’ τον καιρό του βιαστικού γάμου τους, έτσι που και οι δυο επιθυμούσαν να εγκατασταθούν μόνιμα σε ένα σπίτι.

Το μεγάλο πείραμα, λοιπόν, πήρε το δρόμο του. Αποφασίσθηκε αμετάκλητα και οι δυο έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά. Διαφημίσεις μπήκαν στις τοπικές εφημερίδες και στους Τάιμς του Λονδίνου και άρχισαν να καταφτάνουν καθημερινά γράμματα που ζητούσαν περισσότερες λεπτομέρειες και πληροφορίες.

Και τώρα, σήμερα, ο πρώτος απ’ τους «επισκέπτες» επρόκειτο να φτάσει. Ο Τζάιλς είχε φύγει από νωρίς με το αυτοκίνητο για να προσπαθήσει να βρει μια κουλούρα στρατιωτικό συρματόπλεγμα, που ήταν για πούλημα στην άλλη άκρη της κομητείας. Και η Μόλλυ αποφάσισε να περπατήσει μέχρι το χωριό για να κάνει διάφορα ψώνια της τελευταίας στιγμής.

Το μόνο πράγμα που ήταν άσχημο, ήταν ο καιρός. Τις δυο τελευταίες μέρες έκανε τσουχτερό κρύο και τώρα το χιόνι άρχισε να πέφτει. Η Μόλλυ τάχυνε το βήμα της. Οι νιφάδες του χιονιού έμοιαζαν με πούπουλα καθώς έπεφταν πάνω στους ώμους και στα μαλλιά της κι άλλαζαν τη μορφή στο τοπίο, ολόγυρα. Οι προβλέψεις για τον καιρό και τα δελτία της μετεωρολογικής υπηρεσίας έλεγαν πως η κακοκαιρία είχε ενσκήψει στη χώρα και από ώρα σε ώρα θα έπρεπε να περιμένουν πτώση της θερμοκρασίας και χιονοπτώσεις.

Ανησυχούσε μόνο μήπως παγώσουν οι σωλήνες και έλπιζε πως δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Θα ήταν μεγάλη γρουσουζιά να χαλάσει κάτι, τώρα που μόλις άρχιζαν. Δεν έπρεπε τίποτα να πάει ανάποδα. Όλα θα έπρεπε να δουλέψουν σωστά, σα ρολόι.

Κοίταξε το ρολόι της. Είχε περάσει η ώρα, για το τσάι τους. Άραγε, ο Τζάιλς θα είχε επιστρέψει; Και θα αναρωτιόταν που είχε πάει εκείνη;

—Έπρεπε να ξαναπάω στο χωριό για κάτι που είχα ξεχάσει, θα του έλεγε εκείνη.

Κι εκείνος τότε θα γελούσε και θα έλεγε:

—Περισσότερα ντενεκέδια, ε;

Τα «ντενεκέδια» ήταν ένα δικό τους αστείο. Προσωπικό. Πάντα είχαν τη μανία να ψάχνουν για κονσέρβες. Αυτές ήσαν τα ντενεκέδια που έλεγαν. Η αποθήκη τους ήταν τώρα πραγματικά καλοεφοδιασμένη για περίπτωση ανάγκης. Η Μόλλυ σκεπτόταν, κάνοντας μια γκριμάτσα με τα μάτια στυλωμένα στον ουρανό, πως αυτή η ώρα ανάγκης δεν φαινόταν να είναι και πολύ μακριά.

Το σπίτι ήταν άδειο. Ο Τζάιλς δεν είχε γυρίσει ακόμα. Η Μόλλυ μπήκε πρώτα στην κουζίνα κι ύστερα ανέβηκε στο επάνω πάτωμα όπου υπήρχαν τα υπνοδωμάτια κι άρχισε να τα γυρίζει χωρίς συγκεκριμένο σκοπό.

Η κυρία Μπόυλ θα έμενε στο δωμάτιο που βρισκόταν προς το νότο, με τα έπιπλα από μαόνι και το μεγάλο κρεβάτι με την οροφή. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ στο γαλάζιο δωμάτιο με τα έπιπλα από βελανιδιά. Ο κύριος Ρεν στο ανατολικό δωμάτιο με το παράθυρο που βλέπει στις πικροδάφνες. Όλα τα δωμάτια έδειχναν πολύ όμορφα και, τι ευλογία, που η θεία Κατερίνα είχε τόσα πολλά σεντόνια και λινά υφάσματα.

Η Μόλλυ συγύρισε ένα πάπλωμα και μετά κατέβηκε. Είχε σκοτεινιάσει πια. Το σπίτι ξαφνικά φαινόταν πολύ ήσυχο και άδειο. Ήταν ένα μοναχικό, ξεκομμένο σπίτι, δυο μίλια απ’ το χωριό – δυο μίλια, όπως έλεγε η Μόλλυ χαριτολογώντας, από οπουδήποτε.

Συχνά έμενε στο σπίτι μόνη, αλλά ποτέ πριν δεν της είχε φανεί τόσο μοναχικό.

Το χιόνι χτυπούσε στα τζάμια των παραθύρων κι έκανε ένα σφύριγμα, έναν απειλητικό θόρυβο. Αρχισε να ανησυχεί. Υπέθεσε πως ο Τζάιλς δε θα μπορούσε να γυρίσει πίσω, πως το χιόνι του είχε φράξει το δρόμο και το αυτοκίνητο δε θα μπορούσε να περάσει. Υπέθεσε πως θα έμενε μόνη εδώ, κλεισμένη μέσα σ’ αυτό το κρύο και σκοτεινό σπίτι, πως θα έμενε αναγκαστικά για μέρες, για πολλές ίσως μέρες.

Κοίταξε γύρω της, στην κουζίνα. Ήταν μια μεγάλη άνετη κουζίνα που φαινόταν ν’ αναζητά μια μεγαλόσωμη, παχιά μαγείρισσα να προεδρεύει γύρω απ’ το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, οι μασέλες της να κινούνται ρυθμικά την ώρα που θα έτρωγε κέικ ή θα έπινε μαύρο γλυκό τσάι, που θα περιστοιχιζόταν από μια ψηλή, ξερακιανή υπηρέτρια απ’ τη μια μεριά κι από μια παχιά, ροδοκόκκινη υπηρετριούλα απ’ την άλλη και με μια καμαριέρα στην άλλη άκρη του τραπεζιού, πέρα, που παρακολουθούσε τις λιχουδιές με τρομαγμένα μάτια. Κι αντί για όλα αυτά, υπήρχε μόνο εκείνη, η Μόλλυ Νταίηβις, παίζοντας ένα ρόλο, που δε φαινόταν ακόμα ικανή να παίξει, που δεν της πήγαινε τουλάχιστον. Όλη της η ζωή, αυτή τη στιγμή, της φαινόταν εξωπραγματική, ακόμα κι ο Τζάιλς. Έπαιζε ένα ρόλο, ναι, ακριβώς αυτό έκανε, έπαιζε ένα ρόλο.

Ξαφνικά, μια σκιά πέρασε απ’ το παράθυρο και η Μόλλυ τινάχθηκε ξαφνιασμένη. Ένας ξένος, άγνωστος άντρας, ερχόταν μέσα απ’ το χιόνι. Άκουσε την πλαϊνή πόρτα ν’ ανοίγει με δύναμη. Ο άγνωστος, ο ξένος, στεκόταν τώρα εκεί, μπροστά στο κατώφλι, τινάζοντας από πάνω του το χιόνι και προχωρώντας μέσα στο άδειο σπίτι.

Και ξαφνικά η αυταπάτη διαλύθηκε.

—Ω, Τζάιλς, ήρθες επιτέλους, φώναξε. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που ήρθες!

—Γεια σου, γλύκα μου! Τι απαίσιος καιρός, θεούλη μου, έγινα κατεψυγμένος.

Άρχισε να χτυπάει τα πόδια του στο πάτωμα και χουχούλιζε τα παγωμένα του δάχτυλα.

Αυτομάτως η Μόλλυ άρπαξε το παλτό του που το είχε ρίξει απερίσκεπτα στη βελανιδένια σιφονιέρα, το έβαλε στην κρεμάστρα, βγάζοντας απ’ τις παραφουσκωμένες του τσέπες, ένα κασκόλ, μια εφημερίδα, ένα κουβάρι σπάγκο και την πρωινή αλληλογραφία που ο Τζάιλς την είχε στριμώξει μέσα εκεί φύρδην-μίγδην.

Μπαίνοντας μετά στην κουζίνα, έβαλε τα χαρτιά στο μπουφέ και την κατσαρόλα στη φωτιά.

Γύρισε προς το μέρος του.

—Τι έγινε με το συρματόπλεγμα; τον ρώτησε. Το πήρες;

—Όχι, δεν ήταν αυτό που θέλαμε. Δεν έκανε για τη δουλειά μας. Πήγα και σε μια άλλη αποθήκη, αλλά δε μπόρεσα να βρω πουθενά το κατάλληλο συρματόπλεγμα. Τι έκανες εσύ; Κανένας δε φάνηκε ακόμα, ε;

—Η κυρία Μπόυλ δεν έρχεται ως αύριο, έτσι κι αλλιώς, είπε η Μόλλυ.

—Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ, όμως, και ο κύρος Ρεν, θα έπρεπε να έχουν έρθει μέχρι τώρα.

—Όχι, ο ταγματάρχης έστειλε ένα σημείωμα πως δεν θα μπορέσει να έρθει σήμερα.

—Τότε είμαστε τρεις για το δείπνο. Οι δυο μας και ο κύριος Ρεν. Αλήθεια πως λες να είναι; Εγώ έχω τη γνώμη πως θα είναι κανένας τίμιος, μετρημένος και λιγομίλητος συνταξιούχος.

—Όχι, μου φαίνεται πως είναι καλλιτέχνης.

—Εν τοιαύτη περιπτώσει, είπε ο Τζάιλς, καλά θα κάνουμε να του πάρουμε προκαταβολικά μιας βδομάδας νοίκι.

—Α, όχι, Τζάιλς. Θα φέρουν βέβαια μαζί τους βαλίτσες. Αν δεν πληρώσουν, θα τους κρατήσουμε τις βαλίτσες.

—Και φαντάσου οι αποσκευές τους να είναι γεμάτες με πέτρες τυλιγμένες σε εφημερίδες. Η αλήθεια είναι πάντως, Μόλλυ, πως δεν ξέρουμε καθόλου τι μας περιμένει σ’ αυτή την επιχείρηση. Ελπίζω να μην καταλάβουν πως είμαστε αρχάριοι στη δουλειά.

—Η κυρία Μπόυλ θα το καταλάβει οπωσδήποτε, είπε η Μόλλυ. Είναι ο τύπος της γυναίκας που δεν της ξεφεύγει τίποτα.

—Πώς το ξέρεις; Δε νομίζω να την έχεις δει ποτέ σου;

Η Μόλλυ δεν απάντησε. Του γύρισε την πλάτη, άπλωσε μια εφημερίδα στο τραπέζι κι άρχισε να ξύνει ένα χοντρό κομμάτι τυρί.

—Τι είναι αυτό; ρώτησε ο Τζάιλς.

—Θα κάνω ένα σουφλέ, τον πληροφόρησε. Ψίχουλα ψωμιού, με πουρέ πατάτας και λίγο τυρί, μια σταλιά μόλις, έτσι για το όνομα.

—Είσαι σπουδαία μαγείρισσα, Μόλλυ, είπε ο Τζάιλς με θαυμασμό.

—Όχι, δεν είμαι, αλλά μπορώ να κάνω το κάθε πράγμα με τη σειρά του. Για να τους κάνεις να γλύφουν τα δάχτυλά τους, χρειάζεται αρκετά μεγάλη πείρα. Το πρόγευμα, όμως, θα είναι το πιο δύσκολο.

—Γιατί;

—Γιατί όλα γίνονται την ίδια ώρα. Αυγά και μπέικον και ζεστό γάλα και καφές και φρυγανιές. Το γάλα βράζει και χύνεται ή η φρυγανιά καίγεται ή το μπέικον ξεραίνεται ή τα αυγά γίνονται πολύ σφιχτά. Πρέπει να είσαι γάτα για να τα προλαβαίνεις όλα και να μη σου ξεφεύγει τίποτα…

—Αύριο το πρωί, θα πρέπει να έρθω απαρατήρητος και να παρακολουθήσω αυτή την προσωποποίηση της γάτας.

—Η τσαγιέρα βράζει, είπε η Μόλλυ. Τι λες, να πάρουμε το δίσκο στη βιβλιοθήκη και να ακούσουμε ραδιόφωνο; Πλησιάζει η ώρα για τα νέα.

—Μου φαίνεται πως πρόκειται να περνάμε όλη την ώρα μας στην κουζίνα και γι’ αυτό θα έπρεπε να έχουμε κι ένα δεύτερο ραδιόφωνο εδώ μέσα.

—Αλήθεια, έχεις δίκιο. Πόσο μ’ αρέσουν οι κουζίνες, είπε η Μόλλυ. Εγώ τρελαίνομαι μ’ αυτή την κουζίνα. Μου φαίνεται πως είναι το καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού. Μ’ αρέσει το ντουλάπι με τα πιατικά κι ακόμα μ’ αρέσει το συναίσθημα που σου δίνει η ταξινόμηση μιας πελώριας κουζίνας – αν, εξυπακούεται, είμαι ευχαριστημένη που δεν θα έχω να μαγειρεύω πάνω της.

—Μου φαίνεται όμως, ότι τα καύσιμα ενός χρόνου θα χάνονταν μέσα σε μια μέρα, είπε ο Τζάιλς.

—Περίπου, συμφώνησε η Μόλλυ. Αλλά σκέψου και τα μεγάλα κομμάτια κρέας που ψήθηκαν μέσα εδώ, μοσχαρίσια φιλέτα και παϊδάκια. Πελώρια χάλκινα σκεύη με σπιτική φράουλα και οκάδες ζάχαρη. Τι έκτακτη, τι άνετη εποχή που ήταν η Βικτοριανή. Κοίτα τα έπιπλα επάνω, μεγάλα και στέρεα, γεμάτα σκαλίσματα, με αρκετό χώρο για τα ρούχα που συνήθιζαν να φοράνε τότε και κάθε συρτάρι να μπαινοβγαίνει με ευκολία. Θυμάσαι το μοντέρνο μικρό διαμέρισμα που νοικιάζαμε; Το κάθε τι μέσα εκεί ήταν φτιαγμένο να γλιστράει, μόνο που κανένα δεν γλιστρούσε, τα πάντα ήταν κολλημένα. Και οι πόρτες όταν τις έσπρωχνες να κλείσουν, δεν έκλειναν και όταν έκλειναν δε μπορούσαν ν’ ανοίξουν πάλι.

—Ναι, αυτό είναι το χειρότερο.

—Λοιπόν, ας ακούσουμε τώρα τα νέα, είπε η Μόλλυ και γύρισε το κουμπί του ραδιοφώνου.

Τα νέα αποτελούσαν, επί το πλείστον, βλοσυρές παρατηρήσεις για τον καιρό, οι συνηθισμένες πολιτικές επισκοπήσεις, διάφορες επερωτήσεις στη βουλή και ένας φόνος στην οδό Κάλβερ, στο Πάντινγκτον.

—Ουφ, έκανε η Μόλλυ απελπισμένη και το έκλεισε. Δεν ακούς ποτέ τίποτα ευχάριστο, όλα είναι άθλια και μίζερα. Δεν πρόκειται να ξανακούσω εκκλήσεις για οικονομία στα καύσιμα. Τι περιμένουν επιτέλους αυτοί οι άνθρωποι; Να καθίσεις και να παγώσεις; Δεν είμαστε καλά. Νομίζω, Τζάιλς, πως δεν έπρεπε να ξεκινήσουμε την πανσιόν το χειμώνα. Έπρεπε να περιμέναμε μέχρι την άνοιξη.

Και πρόσθεσε αλλάζοντας τόνο φωνής.

—Αναρωτιέμαι τι είδους γυναίκα να ήταν, αυτή που δολοφονήθηκε;

—Η κυρία Λάιον;

—Αυτό ήταν το όνομά της; Αναρωτιέμαι ποιος θέλησε να τη δολοφονήσει και γιατί;

—Ίσως να φύλαγε κανένα θησαυρό κάτω απ’ τα σανίδια του πατώματος.

—Όταν λένε ότι η αστυνομία θέλει να ανακρίνει κάποιον άνδρα που είδαν στην περιοχή, αυτό σημαίνει πως είναι ο δολοφόνος;

—Συνήθως, ναι. Αυτός είναι ένας κάπως ευγενικός τρόπος για να το πεις.

Το διαπεραστικό χτύπημα του κουδουνιού τους έκανε ν’ αναπηδήσουν.

—Είναι η μπροστινή πόρτα, είπε ο Τζάιλς.

Και πρόσθεσε για να πειράξει τη Μόλλυ:

—Μπαίνει ο φονιάς!

—Αυτό θα έμοιαζε με κινηματογραφικό έργο. Έλα, Τζάιλς, κουνήσου. Θα είναι ο κύριος Ρεν. Τώρα θα δούμε ποιος είχε δίκιο, εσύ ή εγώ;

Ο κύριος Ρεν μπήκε ορμητικά μαζί μ’ ένα κύμα χιονιού. Η Μόλλυ, ακουμπισμένη στην πόρτα της βιβλιοθήκης, μπορούσε να δει, μόνο μια γκρίζα σιλουέτα μπρος απ’ το άσπρο φόντο του χιονιού απ’ έξω.

Πόσο πολύ μοιάζουν οι άνδρες στο ντύσιμό τους, σκέφτηκε η Μόλλυ. Σκούρο παλτό, γκρι καπέλο και γύρω απ’ το λαιμό ένα κασκόλ.

Ο Τζάιλς έκλεισε αμέσως την πόρτα απομονώνοντας τα στοιχεία της φύσης, ενώ ο κύριος Ρεν, τράβηξε το κασκόλ του να ελευθερώσει το λαιμό του, άφησε τη βαλίτσα που κρατούσε με το άλλο του χέρι στο πάτωμα και συγχρόνως έβγαλε το καπέλο του, χωρίς να σταματήσει να μιλάει. Είχε μια τσιριχτή, σχεδόν ενοχλητική φωνή. Όταν στάθηκε στο φως, η Μόλλυ πρόσεξε πως ήταν ένας σχετικά νέος άνδρας, με ηλιοκαμένο πρόσωπο, σκούρα μαλλιά και με χλωμά, ανήσυχα μάτια.

—Φοβερό πράγμα, είπε. Ο αγγλικός χειμώνας στο φόρτε του. Θαρρείς και ζεις σε κάποιο απόσπασμα απ’ τον Ντίκενς, ο Σκρουτζ κι ο μικρός Τιμ. Νομίζω πως χρειάζεται να είναι κανείς φοβερά αισιόδοξος, για να τα αντέξει όλα αυτά. Τι λέτε και σεις; Και το ταξίδι μου απ’ την Ουαλία ήταν φριχτό… Είστε η κυρία Νταίηβις; Χαίρομαι!

Το χέρι της Μόλλυ πιάστηκε σε μια κοκαλιάρικη δαγκάνα.

—Α! Δεν είστε καθόλου όπως σας είχα φαντασθεί. Σας έβλεπα, ξέρετε, κάπως σαν… κάπως σαν τη χήρα κάποιου στρατηγού από την Ινδία. Βλοσυρή και αγέρωχη… βικτοριανή, θα έλεγα. Πανέμορφα… Μήπως έχετε τίποτα κέρινα λουλούδια; Ή παραδείσια πουλιά; Α, είναι φανερό πως πρόκειται να τ’ αγαπήσω αυτό το μέρος. Φοβόμουν ξέρετε πως θα ήταν παλιομοδίτικο και πολύ «καθώς πρέπει». Βρίσκω όμως ένα εξαιρετικό, πραγματικά γνήσιο Βικτοριανό κτίσμα, ανώτερο από κάθε πρόβλεψη. Αλήθεια, πέστε μου, έχετε κανέναν από κείνους τους ωραίους μπουφέδες τους φτιαγμένους από σκούρο μαόνι, με τα μεγάλα σκαλιστά φρούτα;

—Μάλιστα, έχουμε, ψέλλισε η Μόλλυ με κομμένη ανάσα απ’ τον ακατάσχετο χείμαρρο των λέξεων.

—Όχι! έκανε κατάπληκτος ο κύριος Ρεν. Αλήθεια; Μπορώ να το δω; Αμέσως; Τώρα δα;

Η βιασύνη του ήταν σχεδόν ανησυχητική. Είχε ήδη ανοίξει την πόρτα της τραπεζαρίας και άναψε το φως. Η Μόλλυ τον ακολούθησε καρτερικά, νιώθοντας την έντονη αποδοκιμασία που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του Τζάιλς.

Ο κύριος Ρεν στο μεταξύ χάιδευε απαλά με τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του το πλούσιο σκάλισμα του ογκώδους μπουφέ, βγάζοντας επιφωνήματα θαυμασμού, σαν παπαγάλος.

—Δεν υπάρχει κανένα μεγάλο τραπέζι από μαόνι; Τι είναι αυτά τα μικρά, σκορπισμένα τραπεζάκια;

—Νομίζαμε πως οι άνθρωποι θα το προτιμούσαν έτσι, δικαιολογήθηκε η Μόλλυ.

—Ω, αγαπητή μου κυρία, έχετε δίκιο, το αναγνωρίζω. Με συγχωρείτε, παρασύρθηκα απ’ τα συναισθήματα μου για το πνεύμα της εποχής. Ασφαλώς, αν είχατε το τραπέζι, τότε θα έπρεπε να έχετε και την κατάλληλη οικογένεια γύρω απ’ αυτό. Αυστηρός, συμπαθητικός μέσα στην απόκοσμη σοβαρότητά του, ο πατέρας, με γενειάδα, γόνιμη και κουρασμένη η μητέρα, έντεκα παιδιά, μια βλοσυρή γκουβερνάντα κι άλλο ένα πρόσωπο που το αποκαλούν ”η καημένη η Ενριέττα” – η απαραίτητη φτωχή συγγενής, που εκτελεί τώρα καθήκοντα γενικού βοηθού και είναι πολύ ευγνώμων γιατί έχει μια στέγη για να κουρνιάζει. Κοιτάξτε τη σχάρα εκεί στο τζάκι. Σκεφτείτε τις φλόγες να πετάνε απ’ το τζάκι και να ζεσταίνουν την πλάτη της φτωχής Ενριέττας.

—Θα πάρω τις βαλίτσες σας επάνω, είπε δυνατά ο Τζάιλς.

Στράφηκε στη γυναίκα του.

—Το ανατολικό δωμάτιο; ρώτησε.

—Ναι, είπε η Μόλλυ.

Ο κύριος Ρεν ξαναβγήκε στο χολ, καθώς ο Τζάιλς ανέβαινε τις σκάλες.

—Έχει μεγάλο ξύλινο κρεβάτι με μικρά εμπριμέ τριανταφυλλάκια; ρώτησε.

—Όχι, δεν έχει, απάντησε ο Τζάιλς φουρκισμένος κι εξαφανίσθηκε πίσω απ’ τη στροφή της σκάλας.

—Νομίζω πως δε θα με συμπαθήσει ο σύζυγός σας, παρατήρησε ο κύριος Ρεν. Που υπηρέτησε; Στο ναυτικό;

—Μάλιστα.

—Το φαντάστηκα. Είναι λιγότερο ανεκτικοί απ’ τους άλλους του στρατού και της αεροπορίας. Έχετε πολύ καιρό παντρεμένοι; Είσαστε πολύ ερωτευμένη μαζί του;

—Ίσως θα θέλατε ν’ ανέβουμε επάνω να δείτε το δωμάτιό σας, είπε η Μόλλυ.

—Ναι, ασφαλώς, ήταν αδιακρισία μου. Αλλά πραγματικά θα ήθελα να ξέρω, θέλω να πω, ότι είναι ενδιαφέρον να ξέρεις για τη ζωή των ανθρώπων με τους οποίους έρχεσαι σε καθημερινή επαφή. Δηλαδή, τι σκέφτονται και τι αισθάνονται κι όχι μόνο ποιοι είναι και τι κάνουν.

—Υποθέτω, είπε η Μόλλυ με σοβαρή φωνή, πως είσθε ο κύριος Ρεν, έτσι δεν είναι;

Ο νέος σταμάτησε απότομα, χούφτωσε τα μαλλιά του και με τα δυο χέρια και τα τράβηξε.

—Μα τι φοβερό, ξεφώνισε, τι φοβερό! Ποτέ δεν βάζω τα πράγματα στη σειρά τους. Ναι, είμαι ο Κρίστοφερ Ρεν και μη γελάσετε γι’ αυτό που θα σας πω. Οι γονείς μου ήταν ένα ρομαντικό ζευγάρι. Έλπιζαν να γίνω αρχιτέκτονας. Έτσι το νόμισαν τρομερά πρωτότυπο και σπουδαίο να με βαφτίσουν Κρίστοφερ, όπως τον διάσημο αρχιτέκτονα. Καταλαβαίνετε γιατί, ε;

—Και είστε αρχιτέκτων; ρώτησε η Μόλλυ, μη μπορώντας να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.

—Ναι, είμαι, είπε ο κύριος Ρεν με κάποιο δισταγμό. Ή τουλάχιστον, σχεδόν είμαι. Λέω σχεδόν, γιατί, βλέπετε, δεν έχω ακόμα τελειώσει τις σπουδές μου. Πάντως, είμαι πραγματικά ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα οραματισμού, υπό εκτέλεση. Βέβαια το όνομά μου αποτελεί μειονέκτημα. Δεν θα γίνω ποτέ τόσο σπουδαίος όσο ο Κρίστοφερ Ρεν, αν και οι Προκατασκευασμένες Φωλιές του Κρις Ρεν, μπορεί ν’ αποκτήσουν κάποτε φήμη.

Ο Τζάιλς κατέβαινε εκείνη τη στιγμή τις σκάλες και η Μόλλυ είπε:

—Ελάτε μαζί μου τώρα, να σας δείξω το δωμάτιό σας, κύριε Ρεν.

Όταν λίγο αργότερα κατέβηκε πάλι, ο Τζάιλς τη ρώτησε.

—Λοιπόν, του άρεσαν τα έπιπλα από βαλανιδιά;

—Ήθελε πολύ ένα μεγάλο ξύλινο κρεβάτι κι έτσι αναγκάσθηκα να του δώσω το ροζ δωμάτιο.

Ο Τζάιλς στραβομουτσούνιασε και μουρμούρισε κάτι που τελείωνε με τη λέξη “λεχρίτης”.

—Άκουσε, Τζάιλς, έκανε η Μόλλυ που είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της. Δεν κάνουμε κάποιο πάρτι για τους φίλους μας. Έχουμε επιχείρηση. Είτε σ’ αρέσει ο Κρίστοφερ Ρεν, είτε όχι…

—Όχι, δεν μ’ αρέσει, τη διέκοψε ο Τζάιλς.

—…δεν έχει σημασία, αποτελείωσε τη φράση της η Μόλλυ. Πληρώνει επτά λίρες τη βδομάδα και αυτό μας ενδιαφέρει. Κατάλαβες;

—Αν πληρώσει, μάλιστα.

—Συμφώνησε να πληρώσει. Έχουμε το γράμμα του.

—Μετέφερες τη βαλίτσα του στο ροζ δωμάτιο;

—Τη μετέφερε ο ίδιος, φυσικά.

—Πολύ ευγενικό από μέρους του, είπε ειρωνικά ο Τζάιλς. Αλλά κι αν ακόμα τη μετέφερες μόνη σου, δε θα σε κούραζε. Αποκλείεται, δηλαδή να ήταν γεμάτη με πέτρες. Είναι τόσο ελαφριά που μου φαίνεται πως δεν έχει τίποτα μέσα.

—Σςς, έρχεται, έκανε η Μόλλυ κοιτάζοντας την πόρτα.

Ο Κρίστοφερ Ρεν μπήκε στη βιβλιοθήκη που ήταν, όπως τουλάχιστον νόμιζε η Μόλλυ, πραγματικά κομψή, με τις μεγάλες καρέκλες και τα αναμμένα κούτσουρα στο τζάκι. Το δείπνο θα ήταν έτοιμο σε μισή ώρα, όπως του είπε. Του εξήγησε ότι δεν υπήρχαν προς το παρόν άλλοι νοικάρηδες κι ότι στο σπίτι υπήρχαν μόνο οι τρεις τους. Τότε, ρώτησε ο κύριος Ρεν, πώς θα της φαινόταν αν ερχόταν στην κουζίνα και τη βοηθούσε;

—Μπορώ να σας φτιάξω ομελέτα, αν θέλετε.

Τελικά κατόρθωσε να παραμείνει στην κουζίνα και βοήθησε στο πλύσιμο.

Οπωσδήποτε όμως, αυτό δεν ήταν καθόλου σωστό ξεκίνημα για μια συμβατική πανσιόν και στον Τζάιλς δεν άρεσε καθόλου. «Όλα πάντως θα αλλάξουν από αύριο», συλλογίστηκε η Μόλλυ, την ώρα που έπεφτε να κοιμηθεί.


Το πρωί ο ουρανός ήταν ακόμα πιο σκοτεινός και χιόνιζε. Ο Τζάιλς ήταν μουτρωμένος και της Μόλλυ η καρδιά ήταν βαριά. Ο καιρός έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.

Η κυρία Μπόυλ έφθασε με το τοπικό ταξί, που είχε αλυσίδες στις ρόδες και ο σοφέρ, λες και ήταν βαλτός, έφερε τις πιο απαισιόδοξες ειδήσεις σχετικά με την κατάσταση των δρόμων και την κυκλοφορία.

—Πριν σκοτεινιάσει, θα έχουμε πάγους, προφήτεψε.

Η κυρία Μπόυλ δεν χαροποίησε καθόλου την ατμόσφαιρα. Ήταν μια μεγαλόσωμη απωθητική γυναίκα, με δυνατή φωνή και αυταρχικούς τρόπους. Η φυσική της επιθετικότητα είχε ενταθεί απ’ τη στρατιωτική καριέρα, που της είχε επιτρέψει να διακριθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου.

—Αν δεν είχα πιστέψει πως πρόκειται για μια ενεργή επιχείρηση, πιστέψτε με, πως ποτέ δεν θα είχα έρθει, είπε ξεφυσώντας. Φανταζόμουν πως ήταν ένας καλά οργανωμένος ξενώνας, με επαγγελματισμό.

—Δεν είστε υποχρεωμένη να παραμείνετε, κυρία Μπόυλ, αν δεν είστε ευχαριστημένη, είπε ο Τζάιλς.

—Όχι, και βέβαια δεν είμαι υποχρεωμένη και δεν νομίζω ότι τελικά θα παραμείνω.

—Μήπως θέλετε να καλέσουμε ένα ταξί; επέμεινε ο Τζάιλς. Οι δρόμοι δεν έχουν αποκλειστεί ακόμη. Αν υπάρχει καμιά παρανόηση, νομίζω είναι καλύτερα να πάτε κάπου αλλού.

Και πρόσθεσε με πείσμα:

—Άλλωστε, έχουμε τόσες πολλές προσφορές για τα δωμάτια, που είναι εύκολο να βρούμε αμέσως, μια νέα κράτηση το δωμάτιό σας. Όσο γι’ αυτό μη στεναχωριέστε καθόλου. Επιπλέον, στο μέλλον σκοπεύουμε να αυξήσουμε τις τιμές των δωματίων.

Η κυρία Μπόυλ του έριξε μια κοφτερή ματιά.

—Ασφαλώς, δεν πρόκειται να φύγω πριν δοκιμάσω αυτό το μέρος, Ίσως η κυρία Νταίηβις θα είχε την καλοσύνη να μου φέρει μια μεγαλύτερη πετσέτα του μπάνιου. Δεν είμαι, βλέπετε, συνηθισμένη να χρησιμοποιώ μαντιλάκι της τσέπης για να σκουπίζομαι.

Ο Τζάιλς έστειλε ένα χαμόγελο στη Μόλλυ πίσω απ’ την πλάτη της κυρίας Μπόυλ.

—Αγάπη μου, ήσουν υπέροχος με τον τρόπο που την αντιμετώπισες, παραδέχτηκε η Μόλλυ.

—Οι φωνακλάδες πάντα το βουλώνουν όταν τους δώσεις το γιατρικό τους, είπε ο Τζάιλς με περισπούδαστο ύφος.

—Αναρωτιέμαι, έκανε η Μόλλυ, πως θα τα πάει με τον Κρίστοφερ Ρεν.

—Δεν πρόκειται να τα πάνε καθόλου καλά, τη βεβαίωσε ο Τζάιλς.

Και πράγματι, το ίδιο κιόλας απόγευμα, η κυρία Μπόυλ είπε στη Μόλλυ αποδοκιμαστικά:

—Αυτός ο νέος είναι τρομερά αλλόκοτος!


Ο διανομέας του ψωμιού, που έφθασε λίγο αργότερα, έμοιαζε με αρκτικό εξερευνητή. Άφησε το ψωμί λέγοντας, πως η επομένη επίσκεψή του, μετά από δύο μέρες, μπορούσε και να μην πραγματοποιηθεί.

—Οι δρόμοι έχουν αποκλειστεί παντού, τους πληροφόρησε. Ελπίζω να έχετε γερές προμήθειες, ε;

—Α, ναι, έχουμε αρκετές κονσέρβες, τον καθησύχασε η Μόλλυ. Πάντως, νομίζω πως πρέπει να προμηθευθώ και λίγο αλεύρι ακόμη, γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται.

Σκέφτηκε πως στην ανάγκη θα μπορούσε να ζυμώσει εκείνο το ανεβατό ψωμί με τη σόδα, που απροσδιόριστα ήξερε ότι φτιάχνουν οι Ιρλανδοί. Αν τα πράγματα έφθαναν στο απροχώρητο, θα το προσπαθούσε.

Ο διανομέας είχε φέρει και τις εφημερίδες και η Μόλλυ τις έριξε πάνω στο τραπέζι του χολ. Οι διεθνείς ειδήσεις είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα. Ο καιρός και η δολοφονία της κυρίας Λάιον, έπιαναν όλη την πρώτη σελίδα.

Η Μόλλυ έσκυψε και παρατηρούσε την ξεθωριασμένη φωτογραφία του θύματος, όταν η φωνή του κυρίου Ρεν πίσω απ’ την πλάτη της είπε:

—Τι φριχτό έγκλημα, τι λέτε και σεις; Μου φαίνεται για παλιογυναίκα και η γειτονιά δεν πάει πίσω. Δεν νομίζω πως μπορεί να κρύβεται τίποτ’ άλλο.

—Για μένα δεν υπάρχει αμφιβολία, είπε η κυρία Μπόυλ με αποδοκιμασία, πως αυτό το πλάσμα εισέπραξε αυτό που της άξιζε.

—Α, έκανε ο κ. Ρεν και γύρισε απότομα προς το μέρος της. Υπονοείτε πως πρόκειται για σεξουαλικό έγκλημα, ε;

—Δεν υπονοώ τίποτα, έκανε εμβρόντητη η κυρία Μπόυλ.

—Μα την στραγγάλισαν! Ή μήπως κάνω λάθος;

Απλωσε τα μακριά, κοκαλιάρικα δάχτυλά του, που είχαν ένα κίτρινο αρρωστιάρικο χρώμα και είπε:

—Αραγε πώς είναι να στραγγαλίσεις κάποιον;

—Αρκετά, κύριε Ρεν, είπε η γυναίκα.

Ο Κρίστοφερ την πλησίασε ακόμα περισσότερο, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του:

—Έχετε σκεφτεί ποτέ, κυρία Μπόυλ, πώς να αισθάνεται κάποιος τη στιγμή που τον στραγγαλίζουν;

—Αρκετά, κύριε Ρεν, επανέλαβε η γυναίκα. Σταματήστε!

Η Μόλλυ άρχισε να διαβάζει δυνατά:

—«Ο άνδρας που αναζητείται από την αστυνομία είναι μετρίου αναστήματος, φορούσε σκούρο πανωφόρι, ανοιχτόχρωμο καπέλο και μάλλινο κασκόλ».

—Τώρα μάλιστα, είπε ο Κρίστοφερ Ρεν. Μοιάζει ακριβώς σαν όλο τον κόσμο.

Γέλασε.

—Ναι, συμφώνησε η Μόλλυ. Μοιάζει ακριβώς σαν τον καθένα.


Στο γραφείο του, στη Σκότλαντ Γυάρντ, ο επιθεωρητής Πάρμιντερ, στράφηκε προς τον αστυνόμο Κέιν.

—Θα δω τώρα αυτούς τους δυο εργάτες, είπε.

Ο Κέιν σηκώθηκε.

—Θα σας τους φέρω αμέσως.

—Πώς είναι;

—Φαίνονται για τίμιοι άνθρωποι, αν και λιγάκι αργόστροφοι. Οπωσδήποτε, όμως, είναι αξιόπιστοι.

Ο επιθεωρητής κούνησε το κεφάλι του ικανοποιημένος και του είπε:

—Ωραία. Φέρ’ τους μέσα.

Οι δυο εργάτες μπήκαν στο γραφείο δειλά και συνεσταλμένα, φορώντας τα καλά τους ρούχα. Ο επιθεωρητής Πάρμιντερ τους έριξε μια γρήγορη ερευνητική ματιά. Είχε μια απαράμιλλη ικανότητα να κάνει τους ανθρώπους να νοιώθουν άνετα.

—Ώστε νομίζετε ότι έχετε κάποια πληροφορία που μπορεί να μας φανεί χρήσιμη στην υπόθεση Λάιον, είπε. Κάνατε πολύ καλά που ήρθατε να μας το αναφέρετε. Καθίστε. Καπνίζετε;

Τους έδωσε τσιγάρο και μετά τους πρόσφερε φωτιά.

—Τι βρομόκαιρος, είπε σπάζοντας τη σιωπή.

—Καλά λέτε, κύριε.

—Λοιπόν, πείτε μου.

Οι δυο άνδρες κοιτάχτηκαν. Ένιωθαν το θάρρος τους να τους εγκαταλείπει τώρα που έπρεπε να μιλήσουν.

—Μίλησε Τζο, είπε ο πιο μεγαλόσωμος. Πέστα εσύ καλύτερα.

Και ο Τζο άρχισε.

—Βλέπετε, έγιναν κάπως έτσι τα πράγματα. Δεν είχαμε σπίρτα…

—Πού ήταν αυτό;

—Στην Τζάρμαν Στρητ, είπε αυτός. Δουλεύαμε στο δρόμο… Ανοίγουμε τάφρους για την κεντρική παροχή του γκαζιού.

Ο επιθεωρητής Πάρμιντερ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Αργότερα, θα ζητούσε λεπτομέρειες για το ακριβές μέρος και ώρα. Ήξερε πως η Τζάρμαν Στρητ βρισκόταν κοντά στην οδό Κάλβερ, όπου είχε γίνει το έγκλημα.

—Λοιπόν, δεν είχατε σπίρτα, είπε για να ενθαρρύνει τον εργάτη.

—Μάλιστα. Είχε αδειάσει το σπιρτόκουτο που είχα και ο αναπτήρας του Μπιλ δεν άναβε κι έτσι αναγκάσθηκα να ζητήσω από έναν τύπο που περνούσε. «Μήπως έχετε ένα σπίρτο, κύριε,» τον ρώτησα. Δεν σκέφθηκα τίποτα το περίεργο εκείνη την ώρα, τουλάχιστον δεν το σκέφθηκα τότε. Απλώς περνούσε, όπως πολλοί άλλοι και έτυχε να τον ρωτήσω.

Ο επιθεωρητής κούνησε το κεφάλι του.

—Λοιπόν, σταμάτησε ο άνθρωπος και μας έδωσε ένα σπίρτο. Καλά ως εδώ. Δεν είπε τίποτα. Ο Μπιλ του λέει τότε: «Διαβολεμένο κρύο, ε;» και τότε ο φιλαράκος του απάντησε ψιθυριστά. «Ναι, πολύ κρύο.» Η φωνή του ήταν βραχνή και σκέφτηκα τότε πως είχε αρπάξει ένα γερό κρυολόγημα. Ήταν όλος κουκουλωμένος, εξάλλου. Του έδωσα πίσω τα σπίρτα του και τον ευχαρίστησα. Κι αυτός αμέσως έφυγε γρήγορα, τόσο γρήγορα, σα να τον κυνηγούσαν. Τότε πρόσεξα πως του είχε πέσει κάτι απ’ την τσέπη, άλλα ήταν πολύ αργά να τον προλάβω. Ήταν ένα μικρό σημειωματάριο που του είχε πέσει τη στιγμή που έβγαζε να μου δώσει τα σπίρτα του. «Έ, κύριε, κάτι σας έπεσε», του φώναξα, αλλά δε φάνηκε να με άκουσε, γιατί βιάστηκε να στρίψει απ’ τη γωνιά και να εξαφανισθεί. Έτσι δεν έγινε, Μπιλ;

—Έτσι ακριβώς, συμφώνησε ο Μπιλ. Έφυγε σαν κυνηγημένος λαγός.

—Έστριψε στην οδό Χάρροου και δεν θα προλαβαίναμε να τον φτάσουμε έτσι που έτρεχε. Ύστερα, δεν άξιζε τον κόπο να τρέξουμε, γιατί δεν ήταν παρά ένα μικρό βιβλιαράκι, ένα απλό σημειωματάριο. Όχι κανένα παραφουσκωμένο πορτοφόλι, ή κι εγώ δεν ξέρω τι πράγμα αξίας. Μπορεί να το είχε και για πέταμα. «Περίεργος τύπος», είπα του Μπιλ. «Τον είδες; Το καπέλο κατεβασμένο μέχρι τα μάτια και κουμπωμένος ως το λαιμό, σα φονιάς, απ’ αυτούς που βλέπουμε στα φιλμ». Έτσι δε σου είπα, Μπιλ;

—Αυτό είπες αλήθεια, παραδέχτηκε ο Μπιλ.

—Παράξενο να το πω αυτό, όχι δηλαδή που σκέφτηκα τίποτα εκείνη την ώρα. Ο άνθρωπος τουρτούριζε απ’ το κρύο και βιαζόταν να γυρίσει σπιτάκι του και δεν τον κατηγορούσα. Με τέτοιο κρύο που έκανε!

Ο Μπιλ κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά.

—Έτσι, λέω, του Μπιλ. «Ας κοιτάξουμε το βιβλιαράκι να δούμε αν είναι τίποτα σπουδαίο». Το άνοιξα και το κοίταξα, κύριε. «Μόνο δυο διευθύνσεις έχει», λέω του Μπιλ. «Κάλβερ Στρητ 74 και κάποια εξοχική κατοικία».

—«Πλουσιόσπιτο», είπε ο Μπιλ ξεφυσώντας.

Ο Τζο συνέχισε την ιστορία του, με ολοφάνερο κέφι τώρα που έφθανε στο πιο κρίσιμο σημείο.

—«Οδός Κάλβερ 74,» λέω του Μπιλ. «Πρέπει να είναι εδώ δίπλα, μόλις στρίψουμε στη γωνία. Όταν τελειώσουμε από δω, θα πάμε μια βόλτα από κει». Και μετά βλέπω κάτι γραμμένο στο επάνω μέρος της σελίδας. «Τι είναι πάλι αυτό;» λέω του Μπιλ και το παίρνει και το διαβάζει φωναχτά. «Τρία τυφλά ποντικάκια». «Θα πρέπει να του έχει στρίψει,» είπε ο Μπιλ και τότε, εκείνη τη στιγμή ακριβώς, κύριε, ακούμε μια γυναίκα να στριγκλίζει, δυο δρόμους παρακάτω. «Φόνος!»

Ο Τζο σταμάτησε σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο. Στράφηκε στον Μπιλ.

—Έτσι δεν είναι στρίγκλιζε, Μπιλ; ρώτησε. Λοιπόν, λέω του Μπιλ. «Για πετάξου να δεις τι τρέχει.» Κι αυτός πηγαίνει και σε λίγο γυρνάει και μου λέει, πως είναι κόσμος μαζεμένος μπροστά σε μια πόρτα και έχει έρθει η αστυνομία κι ότι κάποιας γυναίκας της κόψανε το λαιμό ή τη στραγγάλισαν κι ότι η γυναίκα που στρίγκλιζε ήταν η σπιτονοικοκυρά της που τη βρήκε σκοτωμένη. «Που έγινε αυτό;» τον ρωτάω. «Στην οδό Κάλβερ», μου απαντάει. «Σε ποιο νούμερο;», τον ρωτάω πάλι και μου λέει πως δεν είδε.

Ο Μπιλ έβηξε και μάζεψε τα πόδια του με το ύφος κάποιου που δεν του έκοψε να ενεργήσει σωστά.

—Έτσι του λέω «Ας πεταχτούμε να κοιτάξουμε» κι όταν είδαμε πως ήταν ο αριθμός 74 καθίσαμε να το κουβεντιάσουμε. «Ίσως», μου λέει ο Μπιλ, «να μην έχει καμιά σχέση μ’ αυτό, η διεύθυνση στο σημειωματάριο.» Εγώ πάλι λέω πως μπορεί να έχει, κι όταν μάθαμε αργότερα πως η αστυνομία ζητάει κάποιον που έφυγε απ’ το σπίτι εκείνη την ώρα περίπου, ε, τότε, ήρθαμε εδώ και ρωτήσαμε αν μπορούμε να δούμε τον κύριο που ανέλαβε αυτή την υπόθεση. Ελπίζω, κύριε, να μη σας απασχολήσαμε άδικα.

—Κάθε άλλο, είπε ο επιθεωρητής Πάρμιντερ ζωηρά. Ίσα-ίσα που ενεργήσατε πολύ σωστά. Μήπως φέρατε μαζί σας εκείνο το σημειωματάριο;

Ο Τζο το έβγαλε πρόθυμα απ’ την τσέπη του και του το έδωσε.

—Ευχαριστώ, είπε ο επιθεωρητής. Και τώρα θα ήθελα να σας ρωτήσω κι εγώ με τη σειρά μου ορισμένα πράγματα.

Οι ερωτήσεις του ήταν κοφτές και καθαρά επαγγελματικές και αφορούσαν το μέρος, την ώρα, την ημερομηνία και άλλες παρόμοιες λεπτομέρειες. Κράτησε σημείωση για όλα αυτά, άλλα δεν κατόρθωσε να πάρει μια πιο ακριβή περιγραφή του αγνώστου που είχε χάσει το σημειωματάριο. Αντί γι’ αυτή, πήρε την ίδια περιγραφή που είχε πάρει κι απ’ την υστερική ιδιοκτήτρια, πως ο άγνωστος φορούσε ένα καπέλο χαμηλά μέχρι τα μάτια, βαρύ χειμωνιάτικο παλτό, κουμπωμένο καλά, ένα κασκόλ περασμένο σφιχτά στο κάτω μέρος του προσώπου και φορούσε γάντια. Κι ακόμα πως η φωνή του ήταν βραχνή και ψιθυριστή.

Όταν οι δυο εργάτες έφυγαν, έμεινε στη θέση του, κοιτάζοντας το μικρό βιβλιαράκι που ήταν ανοιχτό μπροστά του. Σχεδίαζε να το πάει στη σήμανση για να διαπιστώσει αν υπήρχαν δακτυλικά αποτυπώματα, αλλά τώρα, όλη του η προσοχή ήταν συγκεντρωμένη στις δυο διευθύνσεις και στη φράση που υπήρχε ψηλά, στο επάνω μέρος της σελίδας.

Γύρισε το κεφάλι του καθώς ο αστυνόμος Κέιν έμπαινε στο γραφείο.

—Έλα εδώ, Κέιν. Κοίταξε αυτό.

Ο Κέιν έσκυψε πάνω απ’ τον ώμο του και διάβασε:

—«Τρία τυφλά ποντικάκια!» Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

—Φυσικά, είπε ο επιθεωρητής. Αλλά για κοίταξε κι αυτό εδώ.

Ανοιξε το συρτάρι του, έβγαλε μισή κόλα αναφοράς και την τοποθέτησε πάνω στο γραφείο του, πλάι στο σημειωματάριο. Είχε βρεθεί καρφιτσωμένη πάνω στο πτώμα της γυναίκας.

Επάνω στο χαρτί έγραφε: «Αυτό είναι το πρώτο». Από κάτω ήταν μια παιδική ζωγραφιά που απεικόνιζε τρία ποντικάκια και ένα πεντάγραμμο με νότες.

Ο Κέιν σιγοσφύριξε το σκοπό: «Τρία τυφλά ποντικάκια για κοίτα πως γυρνάνε…»

—Ώστε αυτό είναι, είπε ο επιθεωρητής. Έχει σημειωμένη τη μελωδία…

—Αυτό είναι εξωφρενικό, έτσι δεν είναι;

—Ναι, παραδέχτηκε ο Πάρμιντερ. Έγινε αναγνώριση του θύματος;

—Βεβαίως. Εδώ είναι η αναφορά για τα δακτυλικά αποτυπώματα. Η κυρία Λάιον, όπως αυτοαποκαλείτο, ήταν στην πραγματικότητα η Μωρήν Γκρεγκ. Είχε αποφυλακισθεί εδώ και δυο μήνες απ’ το Χολογουέη, αφού είχε εκτίσει την ποινή της.

Ο Πάρμιντερ είπε σκεφτικά:

—Πήγε στο 74 της Κάλβερ Στρητ, ως Μωρήν Λάιον. Είχε τη συνήθεια να πίνει που και που κανένα ποτηράκι κι έφερνε κάθε τόσο κάποιον άνδρα στο δωμάτιό της. Δεν έδειχνε να φοβάται κάτι ή κάποιον. Δεν υπάρχει κανένας λόγος που να μας κάνει να πιστέψουμε πως φοβόταν, ότι διατρέχει κάποιο κίνδυνο. Αυτός ο άνδρας έρχεται και χτυπά το κουδούνι, ζητάει την κυρία Λάιον και η σπιτονοικοκυρά της τον στέλνει επάνω, στον δεύτερο όροφο. Αυτή δεν μπορεί να τον περιγράψει. Λέει μόνο πως ήταν μετρίου αναστήματος και έδειχνε άσχημα κρυωμένος, γιατί μιλούσε με βραχνή φωνή, που μόλις ακουγόταν. Η ίδια ξαναγύρισε στο υπόγειο και δεν άκουσε τον παραμικρό ύποπτο θόρυβο. Δεν άκουσε ούτε τον άνδρα να φεύγει. Περίπου δέκα λεπτά αργότερα ανέβηκε επάνω για να πάει τσάι στην νοικάρισσά της και την βρήκε στραγγαλισμένη.

—Αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο έγκλημα, Κέιν. Ήταν σχεδιασμένο προσεκτικά.

Ο Πάρμιντερ σταμάτησε και πρόσθεσε απότομα:

—Αναρωτιέμαι πόσα σπίτια στην Αγγλία, ονομάζονται Μόνκσγουελ Μάνορ.

—Ίσως να είναι μόνο ένα, κύριε επιθεωρητά, παρατήρησε ο αστυνόμος.

—Μακάρι. Τότε θα είχαμε τρομερή τύχη, Κέιν. Αλλά ας μη χάνουμε καιρό. Πρέπει να ενεργήσουμε γρήγορα.

Ο Κέιν κοίταξε ξανά τις δυο διευθύνσεις: Κάλβερ Στρητ 74, Μόνκσγουελ Μάνορ.

—Ώστε πιστεύετε, πως…

Ο Πάρμιντερ είπε βιαστικά:

—Βεβαίως. Έχεις καμιά αντίρρηση;

—Ίσως. Μόνκσγουελ Μάνορ… κάτι μου λέει. Που να το είδα… Ξέρετε, παίρνω όρκο πως κάπου το είδα τώρα τελευταία.

—Πού;

—Αυτό προσπαθώ να θυμηθώ. Για σταθείτε… Στην εφημερίδα… στους Τάιμς. Στην πίσω σελίδα. Για μια στιγμή… Ξενοδοχεία και πανσιόν. Ναι αυτό είναι. Έλυνα το σταυρόλεξο!

Βγήκε βιαστικά απ’ το δωμάτιο και ξαναγύρισε σε λίγο θριαμβευτικά κρατώντας μια εφημερίδα.

—Το βρήκα, φώναξε. Εδώ είναι. Κοιτάξτε.

Ο επιθεωρητής παρακολούθησε τον δείχτη του χεριού του αστυνόμου Κέιν.

—Μόνκσγουελ Μάνορ, Χάρπλεντιν Μπερκς.

Τράβηξε το τηλέφωνο προς το μέρος του.

—Συνδέστε με, παρακαλώ, με το τμήμα του Μπερκσάιρ, είπε.


Με την άφιξη του ταγματάρχη Μέτκαλφ, το Μόνκσγουελ Μάνορ άρχισε πλέον να λειτουργεί κανονικά. Ο ταγματάρχης δεν ήταν ούτε φοβερός, όπως η κυρία Μπόυλ, ούτε εκκεντρικός όπως ο Κρίστοφερ Ρεν. Ήταν απλώς ένας απαθής μεσόκοπος, με άψογο στρατιωτικό παράστημα, που είχε υπηρετήσει τον περισσότερο καιρό στις Ινδίες. Έδειχνε απ’ την πρώτη στιγμή κατενθουσιασμένος με το δωμάτιο και τα έπιπλά του. Με την κυρία Μπόυλ δεν βρήκανε κοινούς φίλους, αλλά έτυχε να γνωρίζει κάποια ξαδέλφια φίλων της από το Γιορκσάιρ. Οι αποσκευές του όμως, δυο βαρείες δερμάτινες βαλίτσες από χοιρόδερμα, ικανοποίησαν ακόμα και τον Τζάιλς, που διατηρούσε πάντα μια κάπως επιφυλακτική και φιλύποπτη στάση απέναντι στους ενοίκους του.

Η αλήθεια είναι πάντως, πως η Μόλλυ και ο Τζάιλς, δεν είχαν τον απαιτούμενο καιρό να σχολιάσουν τους ενοίκους τους. Ήταν αρκετά απασχολημένοι με τα καθήκοντά τους. Οι δυο τους μαγείρευαν, σερβίριζαν, έτρωγαν και καθάριζαν τα πιάτα. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ δοκίμασε τον καφέ που του σερβίρισαν στο σαλόνι και δεν παρέλειψε να εκδηλώσει την ικανοποίησή του για την «εξαίσια γεύση». Αργότερα, όταν πια όλα είχαν τελειώσει και οι προσκεκλημένοι τους είχανε αποσυρθεί στα δωμάτιά τους, η Μόλλυ έκλεισε την πόρτα της κουζίνας και ανέβηκαν με τον Τζάιλς στο δωμάτιό τους. Την ώρα που έπεφταν να πλαγιάσουν, ένοιωθαν αφάνταστα κουρασμένοι, αλλά συγχρόνως ένιωθαν μέσα τους και το γνωστό συναίσθημα του θριάμβου, που νιώθουν οι άνθρωποι όταν επιτελούν ένα δύσκολο έργο. Αλλά στις δύο μετά τα μεσάνυχτα ένα παρατεταμένο κουδούνισμα τους έκανε να τιναχθούν απ’ το κρεβάτι τους.

—Κατάρα, γρύλισε ο Τζάιλς. Είναι η εξώπορτα. Τι στο καλό…

—Βιάσου, είπε η Μόλλυ. Πήγαινε να δεις.

Ο Τζάιλς θυμωμένος τυλίχτηκε με τη ρόμπα του και κατέβηκε τα σκαλιά. Η Μόλλυ άκουσε το σύρτη να τραβιέται απ’ την πόρτα και μετά συγκεχυμένες φωνές απ’ το χολ. Γεμάτη περιέργεια σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και πήγε να κρυφοκοιτάξει απ’ το κεφαλόσκαλο. Κάτω στο χολ, ο Τζάιλς βοηθούσε κάποιον άγνωστο με γενειάδα να βγάλει το χιονισμένο του παλτό. Άκουσε μάλιστα και κάποια λόγια.

—Μπρρρ, έκανε ο άγνωστος που είχε μια ολοφάνερα ξενική προφορά. Δε νοιώθω τα δάχτυλά μου απ’ το κρύο. Και τα πόδια μου…

Η Μόλλυ άκουσε το χτύπημα απ’ τα πόδια του άγνωστου στο πάτωμα.

—Περάστε από εδώ, είπε ο Τζάιλς ανοίγοντας την πόρτα της βιβλιοθήκης. Είναι ζεστά. Καλύτερα να περιμένετε εδώ, ώσπου να σας ετοιμάσω το δωμάτιο.

—Είμαι πραγματικά τυχερός, είπε ο ξένος ευγενικά.

Η Μόλλυ μετατοπίσθηκε και προσπάθησε να δει ανάμεσα απ’ τα κάγκελα της σκάλας. Είδε έναν ηλικιωμένο άνδρα με μικρή μαύρη γενειάδα και μεφιστοφελικά φρύδια. Το βάδισμά του ήταν νεανικό και ζωηρό παρά τους γκρίζους του κροτάφους.

Ο Τζάιλς έκλεισε πίσω του την πόρτα της βιβλιοθήκης κι ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά.

Η Μόλλυ σηκώθηκε απ’ την κρυψώνα της.

—Ποιος είναι; ρώτησε.

Ο Τζάιλς έκανε μια γκριμάτσα.

—Κι άλλος νοικάρης, είπε χαρούμενος. Το αυτοκίνητό του ντεραπάρισε στη χιονοθύελλα. Ο ίδιος κατόρθωσε να βγει και προσπαθούσε να κρατήσει τον προσανατολισμό του – η χιονοθύελλα κρατάει ακόμα, άκουσέ την! – όταν είδε την ταμπέλα μας, είπε πως ήταν η απάντηση στις προσευχές του.

—Νομίζεις πως είναι… εντάξει;

—Αγάπη μου, αυτή δεν είναι νύχτα κατάλληλη για να βγει ένας λωποδύτης στο δρόμο.

—Είναι ξένος, έτσι δεν είναι;

—Ναι, το όνομά του είναι Παραβιτσίνι. Είδα το πορτοφόλι του – νομίζω μάλλον ότι μου το έδειξε επίτηδες – παραγεμισμένο με χαρτονομίσματα. Ποιο δωμάτιο λες να του δώσουμε;

—Το πράσινο. Είναι καθαρό και το έχω τακτοποιήσει εδώ και μέρες. Μόνο που πρέπει να του στρώσουμε το κρεβάτι.

—Θα πρέπει να του δανείσω και τίποτα πιτζάμες μου, παρατήρησε ο Τζάιλς. Όλα του τα πράγματα είναι στο αυτοκίνητο. Είπε πως αναγκάσθηκε να βγει απ’ το παράθυρο.

Η Μόλλυ έφερε αμέσως απ’ τη ντουλάπα σεντόνια, μαξιλαροθήκες και πετσέτες.

Όπως έστρωναν βιαστικά το κρεβάτι, ο Τζάιλς είπε:

—Άρχισε να το ρίχνει πιο πυκνά. Όπως πάνε τα πράγματα, Μόλλυ, νομίζω πως θα αποκλεισθούμε τελείως. Είναι συναρπαστικό πάντως από μια άποψη, τι λες;

—Δεν ξέρω, απάντησε η Μόλλυ, διατηρώντας τις αμφιβολίες της. Νομίζεις, Τζάιλς, ότι είμαι ικανή να φτιάξω μόνη μου ανεβατό ψωμί;

—Ούτε λόγος, είπε ο Τζάιλς με πεποίθηση. Εσύ μπορείς να φτιάξεις οτιδήποτε…

—Ναι, μα δεν επιχείρησα ποτέ κάτι τέτοιο. Βλέπεις, δε χρειάσθηκε ποτέ να δοκιμάσω, αν μπορώ να το πετύχω. Μπορεί να είναι φρέσκο ή μπαγιάτικο, άλλα πάντα το φτιάχνει ο φούρναρης. Κι αν αποκλειστούμε όπως λες, δεν θα υπάρχει φούρναρης.

—Ούτε χασάπης, ούτε ταχυδρόμος, ούτε εφημερίδες. Ούτε ίσως ακόμα και τηλέφωνο.

—Ώστε δεν θα μας μείνει παρά μόνο το ραδιόφωνο;

—Το ραδιόφωνο κι επιπλέον έχουμε και δικό μας ρεύμα.

—Αλήθεια, πρέπει να δοκιμάσεις αύριο τη γεννήτρια. Και πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα μην πάθει τίποτα η κεντρική θέρμανση, γιατί πάμε χαμένοι, θα ξυλιάσουμε.

—Σίγουρα θα μείνουμε και χωρίς κάρβουνα. Το αποθηκάκι μας είναι σχεδόν άδειο, έκανε ο Τζάιλς μοιρολατρικά.

—Πω πω, είπε η Μόλλυ. Διαισθάνομαι πως μας περιμένουν άσχημες μέρες. Έλα, πήγαινε τώρα και φέρε αυτόν τον Παρα… πώς τον λένε… Εγώ πάω στο κρεβάτι.

Οι προβλέψεις του Τζάιλς επαληθεύτηκαν το πρωί. Το χιόνι είχε ανέβει κάπου πέντε πόδια και συσσωρευόταν μπροστά στις πόρτες και τα παράθυρα. Εξακολουθούσε να χιονίζει ακόμα.

Ο κόσμος ήταν λευκός, σιωπηλός και έκρυβε κάποια ακαθόριστη απειλή.


Η κυρία Μπόυλ μπήκε στην τραπεζαρία και κάθισε στη θέση της για το πρόγευμα. Δεν ήταν κανείς άλλος εκεί. Στο διπλανό τραπέζι, όπου καθόταν ο ταγματάρχης Μέτκαλφ το σερβίτσιο είχε μαζευτεί, ενώ το τραπέζι του κυρίου Ρεν ήταν στρωμένο για το πρόγευμα. Αυτό μαρτυρούσε τις συνήθειές τους. Ο ταγματάρχης συνήθιζε να σηκώνεται πρωί, όπως αρμόζει άλλωστε σ’ έναν απόστρατο στρατιωτικό, ενώ ο κύριος Ρεν αργά, όπως επιβάλλεται σ’ έναν καλλιτέχνη κι αρχιτέκτονα. Η κυρία Μπόυλ όμως ήξερε, πως η μόνη κατάλληλη ώρα για το πρόγευμα, ήταν στις εννιά.

Είχε τελειώσει την πραγματικά υπέροχη ομελέτα που της σερβίρισε η Μόλλυ και τώρα κριτσάνιζε με τα γερά, άσπρα δόντια της μια φρυγανιά. Ήταν μουτρωμένη και αναποφάσιστη. Ήταν αλήθεια πως το Μόνκσγουελ Μάνορ, δεν ήταν καθόλου όπως το είχε φανταστεί. Έλπιζε πως θα μπορούσε να παίξει μπριτζ, πως θα συναντούσε μαραμένες γεροντοκόρες στις οποίες θα μπορούσε να κάνει εντύπωση με την κοινωνική της θέση και τις γνωριμίες της. Θα μπορούσε να μιλάει ώρες τονίζοντας τη σπουδαιότητα και τη μυστικότητα της υπηρεσίας της στον πόλεμο.

Με το τέλος του πολέμου, η κυρία Μπόυλ βρέθηκε ξαφνικά εγκαταλειμμένη σε κάποια έρημη ακτή. Ανέκαθεν ήταν μια δυναμική και πολυάσχολη γυναίκα, που μπορούσε να συζητήσει αδιάκοπα για αποτελεσματικότητα και οργάνωση. Το σφρίγος και η ενεργητικότητά της ανάγκαζαν τον κόσμο να μην έχει αμφιβολίες για τις οργανωτικές της ικανότητες. Οι πολεμικές «ενέργειες» – ή για να είμαστε ακριβέστεροι – οι «στρατιωτικές», της πήγαιναν κουτί. Στις καλές της μέρες είχε τρομοκρατήσει κόσμο και κοσμάκη με τις φωνές της κι αρκούσε μόνο μια ματιά της για να βάλει τον καθένα στη θέση του. Οι γυναίκες του «τομέα της», έτρεχαν δεξιά κι αριστερά, στο παραμικρό της νεύμα. Και τώρα όλη αυτή η έντονη, η χαρισάμενη εποχή είχε τελειώσει. Ήταν και πάλι πολίτης, άλλα ξεκινούσε πάλι απ’ την αφετηρία, αφού όλη η πρωτύτερη ιδιωτική της ζωή είχε χαθεί. Το σπίτι της που είχε επιταχθεί, κατά τη διάρκεια του πολέμου, απ’ το στρατό, είχε πάθει σοβαρές ζημιές και χρειαζόταν τώρα ένα σωρό επισκευές και τροποποιήσεις. Για να μην αναφέρουμε κιόλας, που η έλλειψη υπηρεσίας, καθιστούσε την επιστροφή προβληματική, αν όχι αδύνατη. Οι φίλοι της είχαν σκορπιστεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Χωρίς αμφιβολία, θα εύρισκε πάλι το βάθρο της, αλλά όχι τώρα αμέσως, ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Επί του παρόντος, η μόνη επιβεβλημένη λύση ήταν ένα ξενοδοχείο ή μια πανσιόν. Και η κυρία Μπόυλ είχε διαλέξει το Μόνκσγουελ Μάνορ.

Κοίταξε γύρω της περιφρονητικά.

Μεγάλη ατιμία, σκέφθηκε, να μη μου αναφέρουν πως μόλις τώρα άρχιζαν.

Έσπρωξε το πιάτο μακριά της. Το γεγονός ότι το πρόγευμα ήταν καλομαγειρεμένο και σερβιρισμένο με εξαιρετικό γούστο, ότι ο καφές ήταν ανόθευτος και μοσχομύριζε και η μαρμελάδα ήταν σπιτική, την πείραξε ακόμη πιο πολύ. Της αφαιρούσε το δικαίωμα να παραπονεθεί, έχοντας μια “καλή πρόφαση”. Το κρεβάτι της επίσης ήταν μαλακό και αναπαυτικό, με κεντητά σεντόνια κι ένα απαλό, πουπουλένιο μαξιλάρι. Αλλά, αν στην κυρία Μπόυλ άρεσε η άνεση και η χλιδή, της άρεσε να βρίσκει και λάθη. Το τελευταίο μάλιστα ήταν το μεγαλύτερο πάθος της.

Σηκώθηκε με αμφιτρυωνική μεγαλοπρέπεια απ’ το κάθισμά της και βγήκε απ’ την τραπεζαρία. Στην πόρτα διασταυρώθηκε με εκείνον τον παράξενο νέο με τα κοκκινωπά μαλλιά. Η κυρία Μπόυλ πρόσεξε πως φορούσε καρό γραβάτα, μ’ ένα φρικαλέο πράσινο χρώμα – μια μάλλινη πλεχτή γραβάτα.

Κακόγουστος, τρομερά κακόγουστος, δεν μπόρεσε να αποφύγει τη σκέψη.

Ο τρόπος πάλι που την κοίταξε λοξά με τα ξεθωριασμένα του μάτια, χωρίς να μετακινήσει το κεφάλι του – δεν της άρεσε καθόλου. Υπήρχε κάτι ανησυχητικό και ασυνήθιστο, σ’ αυτή την ελαφρώς κοροϊδευτική ματιά.

Ανισόρροπος, σκέφτηκε η κυρία Μπόυλ. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πνευματικά ανισόρροπος.

Έγνεψε με το κεφάλι στο νεαρό καθώς εκείνος έκανε μια επιδεικτική υπόκλιση και μετά προχώρησε προς το μεγάλο σαλόνι. Η ατμόσφαιρα εδώ μέσα ήταν χλιαρή και ευχάριστη. Μεγάλες άνετες πολυθρόνες, ειδικά εκείνη η μεγάλη με το τριανταφυλλί βελούδο. Καλά θα έκανε να τους δώσει να καταλάβουν πως αυτή θα ήταν η πολυθρόνα της. Άφησε το πλεκτό της πάνω στην πολυθρόνα προληπτικά και προχώρησε προς το καλοριφέρ. Όπως είχε υποπτευθεί δεν έκαιγε. Ήταν μονάχα χλιαρό… Τα μάτια της κυρίας Μπόυλ έλαμψαν θριαμβευτικά. Θα είχε κάτι να παρατηρήσει τώρα!

Έριξε μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο. Άσχημος καιρός, απαίσιος. Λοιπόν, το είχε αποφασίσει, δεν επρόκειτο να μείνει εδώ για πολλές μέρες, εκτός βέβαια αν ερχόταν περισσότερος κόσμος και έκανε το μέρος διασκεδαστικό.

Λίγο χιόνι γλίστρησε απ’ τη στέγη και χτύπησε το παραθυρόφυλλο.

Η κυρία Μπόυλ τινάχθηκε.

—Όχι, είπε δυνατά, σα να την είχαν ρωτήσει. Δεν θα μείνω εδώ πολύ.

Κάποιος γέλασε πίσω της, ένα πνιχτό νευρικό κακάρισμα. Γύρισε απότομα το κεφάλι της. Ο νεαρός αρχιτέκτονας στεκόταν ακουμπισμένος στον παραστάτη της πόρτας και την κοιτούσε με εκείνα τα γελαστά, ειρωνικά του μάτια.

—Όχι, είπε. Δεν νομίζω ότι θα μείνετε…


Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ βοηθούσε τον Τζάιλς, που φτυάριζε το χιόνι απ’ την πίσω πόρτα. Δούλευε με μεγάλο κέφι, φτυαρίζοντας χωρίς ανάσα κι ο Τζάιλς του ήταν ευγνώμων.

—Καλή άσκηση, είπε ο ταγματάρχης. Πρέπει να εξασκούμαι κάθε μέρα. Για να διατηρούμαι πάντα σε φόρμα, πρόσθεσε.

Ώστε ο ταγματάρχης είχε μανία με τη γυμναστική. Ο Τζάιλς το είχε διαπιστώσει. Ταίριαζε με την απαίτησή του να σερβιριστεί το πρωινό του στις επτάμιση το πρωί.

Ο ταγματάρχης σα να κατάλαβε τη σκέψη του Τζάιλς και είπε:

—Πολύ ευγενικό εκ μέρους της κυρίας σας να μου ετοιμάσει το πρωινό μου νωρίς. Μου έδωσε μάλιστα κι ένα φρεσκότατο αυγό.

Ο Τζάιλς είχε σηκωθεί λίγο πριν τις επτά, γιατί ήτανε υποχρεωμένος να σηκωθεί, για τις ανάγκες του ξενώνα. Είχαν βράσει αυγά με τη Μόλλυ και είχαν πάρει το δίσκο τους με το τσάι να το πιουν συζητώντας ήσυχα στο σαλονάκι. Όλα ήσαν καθαρά και λαμποκοπούσαν. Ο Τζάιλς σκέφθηκε πως αν τύχαινε να είναι νοικάρης στη δική του πανσιόν, τίποτα δεν θα τον σήκωνε απ’ το κρεβάτι του, ένα τέτοιο πρωινό.

Ο ταγματάρχης όμως είχε σηκωθεί και είχε προγευματίσει με μεγάλη όρεξη και τριγύριζε μέσα στο σπίτι, γεμάτος ενέργεια που προσπαθούσε να βρει κάπου διέξοδο.

Ο Τζάιλς σκέφθηκε πως υπήρχε αρκετό χιόνι για φτυάρισμα κι έριξε μια κλεφτή ματιά στον ταγματάρχη. Δεν ήταν εύκολο να τον ψυχολογήσει. Ήταν ένας σκληραγωγημένος άνδρας, μεσήλικας με κάπως επιφυλακτικό βλέμμα. Ένας άνθρωπος που δεν φανέρωνε τίποτα. Ο Τζάιλς αναρωτήθηκε τι τον είχε φέρει στο Μόνκσγουελ Μάνορ. Αποστρατευμένος, προφανώς, και χωρίς δουλειά.


Ο κύριος Παραβιτσίνι, κατέβηκε αργά. Ήπιε τον καφέ του κι έφαγε μια μικρή φρυγανιά, ένα λιτοδίαιτο ευρωπαϊκό πρόγευμα.

Έφερε μάλιστα σε τρομερά δύσκολη θέση την Μόλλυ, που μόλις τον σερβίρισε, τινάχθηκε επάνω, υποκλίθηκε με κάπως θεατρικό τρόπο και αναφώνησε:

—Η χαριτωμένη μου οικοδέσποινα; Εσείς δεν είσθε;

Η Μόλλυ παραδέχθηκε μάλλον στεγνά πως αυτή ήταν. Δεν είχε καθόλου όρεξη για κομπλιμέντα τέτοια ώρα.

—Μα, γιατί, είπε καθώς συσσώρευε τα σερβίτσια στο νεροχύτη, ο καθένας πρέπει να προγευματίζει σε διαφορετική ώρα; Αυτό είναι τρομερά κουραστικό…

Τοποθέτησε βιαστικά τα πιάτα στα ράφια τους και ανέβηκε για να στρώσει τα κρεβάτια. Ήξερε πως δεν μπορούσε να περιμένει απ’ τον Τζάιλς καμιά βοήθεια αυτό το πρωινό. Είχε να σκάψει ένα μονοπάτι μέχρι τον καυστήρα και το κοτέτσι.

Η Μόλλυ έκανε τα κρεβάτια σα σίφουνας και υιοθετώντας τον πιο πρόχειρο τρόπο, τα έστρωσε τραβώντας τα σεντόνια χωρίς να τα αερίσει προηγουμένως.

Είχε αρχίσει να καθαρίζει τα μπάνια όταν χτύπησε το τηλέφωνο.

Στην αρχή γκρίνιασε που τη σταματούσε πάνω στη δουλειά της, αλλά μετά ανακουφίστηκε από τη σκέψη ότι βρισκόταν ακόμα σε λειτουργία και κατέβηκε τρέχοντας να το πιάσει.

Έφθασε στη βιβλιοθήκη, μ’ ένα μικρό λαχάνιασμα και το σήκωσε.

—Εμπρός…

Μια εγκάρδια φωνή μ’ ένα ελαφρό, αλλά ευχάριστο επαρχιακό τόνο, ρώτησε;

—Πανσιόν, Μόνκσγουελ Μάνορ;

—Μάλιστα.

—Μπορώ να μιλήσω στον πλωτάρχη Νταίηβις, παρακαλώ;

—Φοβάμαι πως δεν μπορεί να έρθει στο τηλέφωνο αυτή τη στιγμή, απάντησε η Μόλλυ. Εδώ η κυρία Νταίηβις. Ποιος στο τηλέφωνο, παρακαλώ;

—Υπαστυνόμος Χόγκμπεν από το αστυνομικό τμήμα του Μπερκσάιρ.

Η Μόλλυ ένοιωσε ένα μικρό ξάφνιασμα.

—Άστυ… ναι… μάλιστα, έκανε έκπληκτη.

—Ακούστε, κυρία Νταίηβις, είπε ο αστυνόμος, υπάρχει κάποιο σημαντικό ζήτημα. Δεν θα ήθελα να σας εξηγήσω από τηλεφώνου, αλλά σας έχω στείλει έναν αστυνομικό, τον αρχιφύλακα Τρόττερ και θα βρίσκεται εκεί από στιγμή σε στιγμή.

—Μα, δεν θα μπορέσει να έρθει. Έχουμε αποκλεισθεί τελείως. Οι δρόμοι είναι κλεισμένοι απ’ το χιόνι.

Η φωνή του αστυνόμου όταν απαντούσε, ήταν γεμάτη αυτοπεποίθηση.

—Ο Τρόττερ θα έρθει, μη σας νοιάζει. Και σας παρακαλώ, κυρία Νταίηβις, πέστε στο σύζυγό σας πως πρέπει ν’ ακούσει προσεκτικά τον αστυνόμο Τρόττερ και να ακολουθήσει τις οδηγίες του κατά γράμμα. Αυτό ήθελα να σας πω.

—Αλλά, κύριε υπαστυνόμε, τι…

Η Μόλλυ άκουσε το κλικ, καθώς έκλεινε η γραμμή. Ο αστυνόμος είπε καθαρά ότι είχε να πει και κατέβασε το ακουστικό. Η Μόλλυ ανοιγόκλεισε μια δυο φορές νευρικά το τηλέφωνο, κι έπειτα το κατέβασε κι εκείνη.

Στράφηκε όταν η πόρτα άνοιξε πίσω της.

—Ω, Τζάιλς, αγάπη μου, εδώ είσαι;

Ο Τζάιλς είχε χιόνια στα μαλλιά του και μπόλικη καρβουνόσκονη στο πρόσωπό του. Έδειχνε αναψοκοκκινισμένος.

—Τι είναι, γλυκειά μου; Γέμισα κάρβουνο τους κουβάδες κι έφερα μέσα ξύλα. Θα τακτοποιήσω μετά τις κότες και μετά θα ρίξω μια ματιά στο λέβητα. Φτάνουν αυτά για σήμερα; Μα, τι συμβαίνει Μόλλυ; Φαίνεσαι τρομαγμένη…

—Τζάιλς, είπε η Μόλλυ ξέπνοα, ήταν η αστυνομία! Μόλις μου τηλεφώνησαν!

—Η αστυνομία; έκανε ο Τζάιλς έκπληκτος.

—Ναι, στέλνουν έναν επιθεωρητή ή κάτι τέτοιο…

—Μα γιατί; Τι κάναμε;

—Δεν ξέρω. Νομίζεις πως μπορεί να είναι για εκείνο το ιρλανδέζικο βούτυρο που πήραμε στη μαύρη αγορά;

Ο Τζάιλς έμεινε σκεπτικός για λίγο, σμίγοντας τα φρύδια του.

—Μήπως είναι για το ραδιόφωνο; Θυμήθηκα να πάρω την άδεια, έτσι δεν είναι;

—Ναι, βρίσκεται μέσα στο συρτάρι του γραφείου. Ξέρεις, Τζάιλς, η κυρά-Μπίντλοκ μου έδωσε πέντε απ’ τα κουπόνια της για κείνο το παλιό τουΐντ παλτό μου που της πούλησα. Φαντάζομαι πως αυτό δεν είναι και τόσο νόμιμο, αλλά, στο κάτω της γραφής, είναι τίμια συναλλαγή, νομίζω. Αφού μου λείπει το παλτό, γιατί να μην πάρω τα κουπόνια; Μα, Τζάιλς, τι άλλο μπορεί να έχουμε κάνει;

—Τις προάλλες τράκαρα λιγάκι με το αυτοκίνητο, είπε ο Τζάιλς. Αλλά το λάθος δεν ήταν δικό μου. Ήταν σίγουρο φταίξιμο του άλλου οδηγού.

—Πάντως, δεν μου το βγάζεις από το μυαλό, κάτι πρέπει να έχουμε κάνει, κλαψούρισε η Μόλλυ.

—Το κακό είναι, είπε ο Τζάιλς μουτρωμένα, που σχεδόν οτιδήποτε κάνει κανείς σήμερα είναι παράνομο. Γι’ αυτό νιώθουμε πάντα ένα αίσθημα ενοχής. Να δεις που έχει κάποια σχέση με την επιχείρησή μας. Η λειτουργία μιας πανσιόν θα έχει διάφορα μπλεξίματα και διαδικασίες που δε θα μπορούσαμε να είχαμε φανταστεί.

—Νόμιζα ότι το ποτό ήταν το μόνο πράγμα που πείραζε, παρατήρησε η Μόλλυ. Δεν έχουμε δώσει σε κανέναν να πιει. Επομένως, γιατί να μη μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε στο σπιτικό μας;

—Έτσι είναι, έχεις δίκιο είπε συμβιβαστικά ο Τζάιλς, αλλά, τα πάντα είναι λίγο-πολύ απαγορευμένα στις μέρες μας!

—Ω, Τζάιλς, αναστέναξε η Μόλλυ, μακάρι να μην είχαμε ποτέ αρχίσει αυτή τη δουλειά. Όπως δείχνουν τα πράγματα, θα είμαστε για μέρες αποκλεισμένοι εδώ μέσα και όλοι τους θα είναι μουτρωμένοι, σα να φταίμε εμείς για τη χιονοθύελλα, ξέχωρα που θα μας φάνε κι από πάνω όλες μας τις κονσέρβες…

—Έλα ησύχασε, γλυκειά μου, είπε ο Τζάιλς. Μας παρουσιάσθηκε μια αναποδιά, άλλα δεν είναι τίποτα. Θα περάσει…

Τη φίλησε, μάλλον αφηρημένα, στο μέτωπο και ύστερα τραβώντας την μακριά του την κοίταξε στα μάτια και είπε:

—Ξέρεις, Μόλλυ, όσο το σκέφτομαι τόσο περισσότερο πιστεύω, πως για να στείλουν έναν αστυνομικό εδώ πάνω, με τέτοιο καιρό, θα πρέπει να συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό.

Έδειξε με το χέρι του έξω απ’ το παράθυρο και πρόσθεσε:

—Θα πρέπει να είναι κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή!

Καθώς κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, άνοιξε η πόρτα και μπήκε η κυρία Μπόυλ.

—Α, εδώ είσαστε, κυρία Νταίηβις, είπε. Ξέρετε ότι το σώμα του καλοριφέρ στο σαλόνι είναι εντελώς παγωμένο;

—Λυπάμαι, κυρία Μπόυλ, είπε η Μόλλυ, αλλά, ξέρετε, έχουμε έλλειψη από κάρβουνο κι επειδή…

Η κυρία Μπόυλ δεν την άφησε να συνεχίσει.

—Πληρώνω επτά λίρες τη βδομάδα, έκανε με τσιριχτή φωνή, επτά ολόκληρες λίρες και δεν εννοώ να παγώσω.

Ο Τζάιλς ένιωσε το θυμό να φουντώνει μέσα του. Προσπάθησε όμως να συγκρατηθεί και είπε αποφασιστικά καθώς γύριζε προς την πόρτα:

—Θα τακτοποιήσω το ζήτημα αμέσως, κυρία. Θα πάω να το δυναμώσω.

Βγήκε απ’ το δωμάτιο και άφησε μόνες τις δυο γυναίκες. Η κυρία Μπόυλ στράφηκε αμέσως στη Μόλλυ.

—Αν δεν σας πειράζει, κυρία Νταίηβις, έκανε σ’ ένα τόνο κάπως εμπιστευτικό, παρατήρησα πως εκείνος ο νέος που τριγυρίζει εδώ μέσα, είναι κάπως ασυνήθιστος, θέλω να πω. Κατ’ αρχήν οι τρόποι του είναι αλλόκοτοι, οι γραβάτες του το ίδιο, τα… Αλήθεια, κάθε πότε, λέτε, να χτενίζεται;

—Είναι ένας πραγματικά ευφυέστατος αρχιτέκτονας, είπε η Μόλλυ.

—Αλήθεια;… Τι μου λέτε!

—Μάλιστα. Ο κύριος Κρίστοφερ Ρεν είναι ένας αρχιτέκτονας και…

—Αγαπητή μου κοπέλα, πετάχτηκε η κυρία Μπόυλ, ασφαλώς και ξέρω ποιος είναι ο σερ Κρίστοφερ Ρεν. Και βεβαίως, ήταν αρχιτέκτων. Έχτισε μάλιστα τον Άγιο Παύλο. Εσείς οι νέοι, νομίζετε πως η μόρφωση επιτυγχάνεται αποκλειστικά και μόνο με τις σπουδές.

—Εγώ σας μιλάω γι’ αυτόν τον κύριο Ρεν. Το όνομά του είναι πραγματικά Κρίστοφερ. Οι γονείς του τον ονόμασαν έτσι, γιατί έλπιζαν ότι θα γίνει μια μέρα αρχιτέκτων. Και είναι… δηλαδή είναι σχεδόν… κι έτσι, μπορώ να πω, πραγματοποιήθηκε η ευχή τους.

—Χουφ, έκανε η κυρία Μπόυλ. Κάπως τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά, μου φαίνεται όλη αυτή η ιστορία. Εγώ πάντως αν ήμουν στη θέση σας, θα ζητούσα πληροφορίες γι’ αυτόν. Τι άλλο ξέρετε γι’ αυτόν;

—Όσα ξέρω και για σας κυρία Μπόυλ, είπε η Μόλλυ επιθετικά. Δηλαδή ότι και σεις όπως κι αυτός πληρώνετε επτά λίρες τη βδομάδα για τη διαμονή σας. Αυτό είναι όλο που χρειάζεται να ξέρω, έτσι δεν είναι; Αυτό με αφορά. Δε μου πέφτει λόγος αν μ’ αρέσουν οι νοικάρηδές μου…

Κοίταξε την κυρία Μπόυλ κατάματα και πρόσθεσε:

—…ή όχι!

Η κυρία Μπόυλ κοκκίνισε απ’ το θυμό της.

—Είστε νέα και άπειρη, και πρέπει να νιώθετε ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους που σας δίνουν μια συμβουλή, ιδίως όταν γνωρίζουν περισσότερα από σας. Κι αυτός ο περίεργος ξένος; Πότε έφτασε;

—Στο μέσο της νύχτας.

—Μάλιστα. Πολύ παράξενο αυτό. Μη μου πείτε πως είναι μια συνηθισμένη ώρα, ε;

—Να διώξω έναν άνθρωπο που έρχεται και μου χτυπάει την πόρτα, μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα, ενώ έξω χαλάει ο κόσμος; Το απαγορεύει ο νόμος, κυρία Μπόυλ.

Και πρόσθεσε γλυκά:

—Ίσως να μην το έχετε υπ’ όψη σας αυτό.

—Αυτό που έχω να πω εγώ είναι πως αυτός ο Παραβιτσίνι ή όπως αλλιώς αποκαλείται…

—Προσέξτε, προσέξτε, αγαπητή μου κυρία. Μιλώντας για το διάβολο μπορεί…

Η κυρία Μπόυλ τινάχθηκε, σα να της είχε μιλήσει ο ίδιος ο διάβολος, αυτοπροσώπως. Ο κύριος Παραβιτσίνι που είχε μπει, χωρίς να τον προσέξουν, γέλασε δυνατά και έτριψε τα χέρια του, ενώ τα μάτια του λαμπύριζαν γεμάτα σατανικότητα.

—Με ξαφνιάσατε, είπε η κυρία Μπόυλ. Δεν σας άκουσα να μπαίνετε.

—Μπαίνω στις μύτες των ποδιών, έτσι, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι Κανείς ποτέ δε μ’ ακούει να μπαίνω και να βγαίνω, συνέχισε. Το βρίσκω πολύ διασκεδαστικό. Καμιά φορά παίρνουν τ’ αυτιά μου κουβέντες! Κι αυτό με διασκεδάζει.

Κοίταξε την κυρία Μπόυλ και πρόσθεσε:

—Αλλά ποτέ δεν ξεχνώ τι ακούω!

Η κυρία Μπόυλ είπε σχεδόν ξεψυχισμένα:

—Αλήθεια; Πρέπει να πάρω το πλεκτό μου. Το έχω αφήσει, νομίζω, στο σαλόνι.

Προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα και βγήκε.

Η Μόλλυ κοίταξε τον κύριο Παραβιτσίνι αινιγματικά. Αυτός την πλησίασε με μικρά πηδηματάκια, σα να έπαιζε κουτσό και υποκλίθηκε.

—Η χαριτωμένη μου οικοδέσποινα φαίνεται κάπως συγχυσμένη, παρατήρησε.

Και πριν προλάβει να καταλάβει, της άρπαξε το χέρι και το έφερε στα χείλη του.

—Τι σας συμβαίνει, αγαπητή μου;

Η Μόλλυ, άθελά της, έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν είχε ακόμα βεβαιωθεί πως τα αισθήματά της γι’ αυτόν τον άνθρωπο ήταν φιλικά. Ο άντρας την στραβοκοίταξε, με εκείνη τη γνωστή έκφραση που έχουν οι γερο-σάτυροι.

—Όλα είναι δύσκολα σήμερα το πρωί, είπε η Μόλλυ σα να ήθελε να δικαιολογηθεί. Θα φταίει προφανώς η κακοκαιρία.

—Πραγματικά, συμφώνησε ο κύριος Παραβιτσίνι κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο. Το χιόνι κάνει τα πάντα δύσκολα, αυτό δε θέλετε να πείτε; Ή μήπως τα διευκολύνει;

—Δεν ξέρω τι εννοείτε.

—Ασφαλώς και δεν ξέρετε, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι σκεφτικά. Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν ξέρετε. Πρώτα απ’ όλα, μου φαίνεται πως δεν ξέρετε και πολλά για τη διαχείριση μιας πανσιόν.

Η Μόλλυ ύψωσε το σαγόνι της κάπως επιθετικά.

—Το παραδέχομαι πως δεν ξέρουμε, αλλά κάνουμε το κάθε τι για να μάθουμε.

—Μπράβο, μπράβο.

—Κι εξάλλου, είπε η Μόλλυ, έχω την εντύπωση πως δεν είμαι και τόσο κακή μαγείρισσα.

—Είσθε, χωρίς αμφιβολία, έκτακτη μαγείρισσα, πλειοδότησε ο κύριος Παραβιτσίνι.

Τι μπελάς είναι αυτοί οι ξένοι, συλλογίστηκε η Μόλλυ.

Ίσως ο κύριος Παραβιτσίνι να διάβασε τη σκέψη της. Πάντως ο τρόπος του άλλαξε. Κι όταν μίλησε, η φωνή του ήταν ήρεμη και σοβαρή.

—Μπορώ να σας επιστήσω την προσοχή πάνω σε κάποιο ζήτημα, κυρία Νταίηβις; Δεν πρέπει, εσείς κι ο σύζυγος σας, να δίνετε πίστη σ’ ότι σας λένε. Έχετε πληροφορίες για τα πρόσωπα που βρίσκονται εδώ; Ξέρετε από πού κρατάει η σκούφια τους;

—Είναι απαραίτητο; έκανε η Μόλλυ με ανησυχία. Νόμιζα πως απλώς ο κόσμος έρχεται και φεύγει.

—Είναι καλό πάντα να ξέρεις με ποιους ανθρώπους κοιμάσαι κάτω απ’ την ίδια στέγη. Αυτό δείχνει φρόνηση.

Έσκυψε μπροστά και τη χτύπησε απαλά στον ώμο, σα να τη μάλωνε.

—Πάρτε εμένα, για παράδειγμα, είπε. Εμφανίζομαι μέσα στη νύχτα. Λέω πως το αυτοκίνητό μου ντεραπάρισε στη χιονοθύελλα και θρονιάζομαι του καλού καιρού μέσα το αρχοντικό σας. Τι ξέρετε για μένα; Τίποτα απολύτως. Ίσως να μην ξέρετε τίποτα και για τους άλλους σας ενοίκους.

—Η κυρία Μπόυλ… άρχισε να λέει η Μόλλυ, αλλά σταμάτησε καθώς την είδε να ξαναμπαίνει κρατώντας το πλεκτό της.

—Το σαλόνι είναι πολύ κρύο, είπε αυτή. Προτιμώ να μείνω εδώ μέσα.

Προχώρησε προς το τζάκι που τριζοβολούσε, όταν ο κύριος Παραβιτσίνι έτρεξε γρήγορα προς το μέρος της.

—Επιτρέψτε μου να σκαλίσω τη φωτιά για χάρη σας, είπε.

Η Μόλλυ έμεινε κατάπληκτη, όπως και το προηγούμενο βράδυ, με τον τρόπο που κινήθηκε. Το κορμί του φανέρωνε μιαν απίστευτη νεανική ζωτικότητα. Είχε προσέξει ότι ήταν πάντα προσεκτικός και φρόντιζε να κρατάει διαρκώς την πλάτη του προς το φως και να κρύβει το πρόσωπό του. Και τώρα, καθώς τον είδε να γονατίζει μπροστά στο τζάκι και να σκαλίζει με την τσιμπίδα τη φωτιά, κατάλαβε την αιτία, Το πρόσωπο του κυρίου Παραβιτσίνι ήταν έξυπνα και, με μεγάλη τέχνη, μακιγιαρισμένο.

Ώστε, ο ξεμωραμένος γέρος, προσπαθούσε να κάνει τον εαυτό του να φαίνεται νεώτερος απ’ ότι ήταν. Ε, λοιπόν, δεν το πέτυχε. Έδειχνε τα χρονάκια του και μάλιστα με το παραπάνω. Το μόνο που δεν συμφωνούσε με την ηλικία του, ήταν το βάδισμά του. Σταθερό, άνετο, νεανικό. Αλλά μπορεί κι αυτό να ήταν ψεύτικο και επιτηδευμένο, να ήταν μια σκηνοθεσία.

Η Μόλλυ συνήλθε απ’ τις σκέψεις της και ξαναγύρισε στην πραγματικότητα, με την είσοδο του ταγματάρχη Μέτκαλφ, που μπήκε βαριά, με το γνωστό του στρατιωτικό βάδισμα.

—Κυρία Νταίηβις, φοβάμαι ότι οι σωλήνες του…

Είδε τον κύριο Παραβιτσίνι και την κυρία Μπόυλ και χαμήλωσε τη φωνή του.

—…του μπάνιου κάτω, έχουν παγώσει! πρόσθεσε με συστολή.

—Ω, θεέ μου, μουρμούρισε η Μόλλυ με απελπισία. Τι απαίσια μέρα. Πρώτα η αστυνομία και τώρα οι σωλήνες.

Ο κύριος Παραβιτσίνι άφησε να του πέσει η τσιμπίδα του τζακιού πάνω στη σχάρα με θόρυβο. Η κυρία Μπόυλ σταμάτησε απότομα να πλέκει κι έμεινε ακίνητη. Η Μόλλυ κοιτάζοντας τώρα τον ταγματάρχη, απόρησε με την αλύγιστη ακινησία που είχε πάρει και η παραμικρότερη ίνα του προσώπου του, σα να μην ήταν αυτός ο ταγματάρχης Μέτκαλφ, αλλά το εκμαγείο του. Το πρόσωπό του διατήρησε μιαν απερίγραπτη έκφραση, που για τη Μόλλυ δεν είχε κανένα νόημα. Δεν μπορούσε να την καταλάβει. Ήταν σα να είχε ξυλιάσει, αφήνοντας στη θέση του ένα τοτέμ από σκαλιστό αφρόξυλο. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει και η φωνή που βγήκε απ’ το λαρύγγι του, ήταν ένας βραχνός ψίθυρος:

—Αστυνομία, είπατε;

Η Μόλλυ όμως διαισθάνθηκε πως πίσω απ’ την αλύγιστη ακινησία του προσώπου του, κρυβόταν κάποιο βίαιο συναίσθημα. Μπορεί να ήταν φόβος, διέγερση ή αναστάτωση. Εν πάση περιπτώσει, ήταν κάτι.

Αυτός ο άνθρωπος, σκέφθηκε εκείνη τη στιγμή, μπορεί να είναι επικίνδυνος.

—Τι είναι αυτό που είπατε; ρώτησε ξανά, αλλά αυτή τη φορά φρόντισε η φωνή του να είναι κοντρολαρισμένη και να δείχνει απλώς περιέργεια. Τι τρέχει με την αστυνομία;

—Δεν ξέρω, ακριβώς, είπε η Μόλλυ, αλλά μόλις πριν λίγο, τηλεφώνησαν. Είπαν πως στέλνουν έναν αρχιφύλακα.

Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο.

—…αλλά δε μου φαίνεται πως θα φθάσει ποτέ! πρόσθεσε, με ελπίδα.

—Ναι, μα γιατί; επέμενε ο ταγματάρχης Μέτκαλφ. Γιατί στέλνουν έναν αστυνομικό εδώ;

Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, άλλα πριν προλάβει η Μόλλυ ν’ απαντήσει, άνοιξε η πόρτα και παρουσιάσθηκε ο Τζάιλς.

—Αυτό το κοκκινωπό κάρβουνο που μας είχαν στείλει, είναι πιο βαρύ κι από πέτρα, είπε με θυμό.

Πρόσεξε γύρω του τα πρόσωπα και ρώτησε:

—Συμβαίνει τίποτα;

Ο ταγματάρχης στράφηκε προς το μέρος του.

—Άκουσα, κύριε Νταίηβις, πως η αστυνομία έρχεται εδώ, είπε. Γιατί;

—Α, μάλιστα, έκανε ο Τζάιλς, μην ανησυχείτε, κανείς δεν θα μπορέσει να περάσει. Το χιόνι είναι περισσότερο από πέντε πόδια κι όλες οι διαβάσεις είναι κλεισμένες. Είμαστε απομονωμένοι. Είναι αδύνατο να έρθει κανείς σήμερα.

Την ίδια στιγμή, ακούστηκαν τρία δυνατά χτυπήματα στο παράθυρο.

Όλοι πατάχθηκαν ξαφνιασμένοι. Για μια στιγμή κανείς δεν κατόρθωσε να προσδιορίσει από που είχαν έρθει τα χτυπήματα. Έμοιαζε σα να είχαν καλέσει κάποιο πνεύμα, που είχε έρθει και τους καλούσε απειλητικά. Ξαφνικά η Μόλλυ, αφήνοντας μια μικρή, πνιγμένη κραυγή, έδειξε προς την μπαλκονόπορτα, όπου η κουρτίνα ήταν παραμερισμένη.

Ένας άνδρας στεκόταν εκεί, απ’ έξω, χτυπώντας το παράθυρο και το μυστήριο της αφίξεώς του εξηγούταν από τα σκι που φορούσε.

Με ένα επιφώνημα ο Τζάιλς έτρεξε αμέσως προς την μπαλκονόπορτα και την άνοιξε.

—Ευχαριστώ, είπε ο νεοφερμένος και πέρασε μέσα.

Η φωνή του ήταν εύθυμη και ζωηρή και το πρόσωπό του ηλιοκαμένο.

—Αρχιφύλακας Τρόττερ, αυτοσυστήθηκε κάνοντας μια μικρή κλίση του κεφαλιού του.

Η κυρία Μπόυλ τον λοξοκοίταξε πάνω απ’ το πλεκτό της, με ολοφάνερη δυσαρέσκεια.

—Δεν μπορεί να είσθε αρχιφύλακας, είπε αποδοκιμαστικά. Είστε πολύ νέος για τέτοιο βαθμό.

Ο άνδρας, που έδειχνε πραγματικά πολύ νέος, κοίταξε την κυρία Μπόυλ για να αντιμετωπίσει το σκεπτικισμό της και είπε φανερά ενοχλημένος:

—Δεν είμαι τόσο νέος όσο φαίνομαι, κυρία μου.

Η ματιά του διέτρεξε τα πρόσωπα μέσα στο σαλόνι και στάθηκε στον Τζάιλς.

—Είσθε ο κύριος Νταίηβις; ρώτησε. Μπορώ να ακουμπήσω κάπου τα σκι;

—Ασφαλώς, ελάτε μαζί μου.

Η κυρία Μπόυλ παρατήρησε με δηκτικότητα, καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω τους:

—Υποθέτω πώς γι’ αυτό πληρώνουμε την αστυνομία μας πλέον. Για να προσλαμβάνει κάτι τέτοιους νεαρούς που τριγυρίζουν άσκοπα και διασκεδάζουν με τα χειμερινά σπορ.

Ο κύριος Παραβιτσίνι στο μεταξύ είχε πλησιάσει τη Μόλλυ.

—Γιατί ειδοποιήσατε την αστυνομία, κυρία Νταίηβις; ρώτησε και η φωνή του ακούστηκε σα σφύριγμα.

Η Μόλλυ κάτω από εκείνη τη ματιά που ένιωθε να της πυρώνει το πρόσωπο, οπισθοχώρησε άθελά της. Αυτός δεν ήταν ο Παραβιτσίνι που ήξερε. Ήταν ένας άλλος άνθρωπος, που έβλεπε για πρώτη φορά. Ένιωσε ανυπεράσπιστη.

—Μα, όχι, όχι, είπε τρομοκρατημένη. Δεν ειδοποίησα εγώ…

Και τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Κρίστοφερ Ρεν, που ρώτησε αμέσως με την τσιριχτή του φωνή:

—Ποιος είναι αυτός ο άνδρας στο χολ; Από που ήρθε; Δείχνει καλόκαρδος κι είναι σκεπασμένος με χιόνι.

Η φωνή της κυρίας Μπόυλ αντήχησε δυνατά πάνω από το χτύπο που έκαναν οι βελόνες της.

—Πιστέψτε το ή όχι, αυτός ο άνθρωπος είναι αστυνομικός. Ένας αστυνομικός με σκι.

Έδειχνε να το αντιμετωπίζει σα μια επανάσταση των πληβείων!

Ο ταγματάρχης μουρμούρισε στη Μόλλυ:

—Με συγχωρείτε, κυρία Νταίηβις, μπορώ να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο;

—Βεβαίως, Ταγματάρχα.

Ο Μέτκαλφ προχώρησε προς τη συσκευή, την ώρα που ο Κρίστοφερ Ρεν στρίγκλιζε:

—Είναι όμορφος άνδρας, έτσι δεν είναι; Πάντα πίστευα πώς οι αστυνομικοί είναι τρομερά ελκυστικοί.

—Εμπρός, εμπρός, φώναζε ο ταγματάρχης στο ακουστικό, κουνώντας τη συσκευή βίαια.

Στράφηκε προς την Μόλλυ.

—Κυρία Νταίηβις, το τηλέφωνο δεν λειτουργεί, είναι κομμένο, είπε με απελπισία.

—Ήταν εντάξει μόλις τώρα, είπε η Μόλλυ. Εγώ η ίδια…

Ο Κρίστοφερ Ρεν δεν την άφησε να τελειώσει τη φράση της. Αρχισε να γελάει δυνατά, διαπεραστικά, σχεδόν υστερικά.

—Ώστε είμαστε τώρα εντελώς αποκλεισμένοι, είπε. Εντελώς αποκλεισμένοι. Αστείο δεν είναι;

—Δεν βλέπω που είναι το αστείο, είπε ο ταγματάρχης παγερά.

—Ούτε εγώ, πρόσθεσε απ’ τη μεριά της η κυρία Μπόυλ.

Ο Κρίστοφερ Ρεν εξακολουθούσε να γελάει.

—Είναι ένα προσωπικό αστείο, είπε. Σςς, έκανε ξαφνικά φέρνοντας το δάχτυλο στα χείλη. Το λαγωνικό έρχεται…

Ο Τζάιλς μπήκε με τον αρχιφύλακα Τρόττερ. Ο τελευταίος είχε απαλλαγεί απ’ τα σκι και είχε φτιάξει μ’ επιμέλεια την χωρίστρα του. Κρατούσε τώρα ένα μεγάλο μπλοκ κι ένα μολύβι.

Η είσοδος του δημιούργησε μιαν παράξενα παγερή κι επιβλητική ατμόσφαιρα, σα να άρχιζε μια αργή, οδυνηρή δικαστική διαδικασία.

—Μόλλυ, είπε ο Τζάιλς. Ο αρχιφύλακας θέλει να μιλήσει σε μας τους δυο ιδιαιτέρως.

Η Μόλλυ τους ακολούθησε σιωπηλά, έξω απ’ το δωμάτιο.

—Θα πάμε στο γραφείο, είπε ο Τζάιλς.

Πήγαν σ’ ένα μικρό δωμάτιο πίσω απ’ το χολ, που η ονομασία γραφείο το τιμούσε ιδιαίτερα. Ο αρχιφύλακας Τρόττερ έκλεισε πίσω του προσεκτικά την πόρτα.

—Τι έχουμε κάνει, κ. αρχιφύλακα; ρώτησε αμέσως η Μόλλυ, με παράπονο.

—Τι έχετε κάνει; επανέλαβε ο αρχιφύλακας και την κοίταξε έκπληκτος.

Έπειτα της χαμογέλασε.

—Α, μην ανησυχείτε, είπε, δεν έχουμε τίποτα εναντίον σας. Λυπάμαι, αν δημιουργήθηκε κάποια παρεξήγηση. Όχι, κυρία Νταίηβις, είναι ένα ζήτημα τελείως διαφορετικό. Είναι μάλλον ζήτημα περιφρούρησης, αν με καταλαβαίνετε.

Όχι, δεν καταλάβαιναν κι εξακολουθούσαν να τον κοιτάζουν και οι δυο ερωτηματικά.

Ο αρχιφύλακας Τρόττερ συνέχισε:

—Η αποστολή μου σχετίζεται με το φόνο της Μωρήν Λάιον που δολοφονήθηκε στο Λονδίνο, πριν από δυο μέρες. Ίσως έτυχε να διαβάσετε σχετικά.

—Μάλιστα, είπε η Μόλλυ.

—Ωραία. Λοιπόν, το πρώτο πράγμα που θέλω να μάθω είναι αν γνωρίζατε αυτή τη γυναίκα.

—Ούτε που την είχαμε ακουστά, είπε ο Τζάιλς και η Μόλλυ το επιβεβαίωσε.

—Αυτό ήταν αναμενόμενο, είπε ο αρχιφύλακας και συνέχισε. Αλλά όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ανακαλύψαμε πως το Λάιον δεν ήταν το πραγματικό όνομα της γυναίκας που δολοφονήθηκε. Είχε ποινικό μητρώο και υπήρχαν τα δακτυλικά της αποτυπώματα στην Σκότλαντ Γυαρντ. Έτσι, πιστοποιήσαμε χωρίς μεγάλη δυσκολία το πραγματικό της όνομα. Ήταν Γκρεγκ, Μωρήν Γκρεγκ. Ο τέως σύζυγός της, ο Τζων Γκρεγκ, ήταν γεωργός και έμενε στο αγρόκτημα Λόνγκριτζ, όχι πολύ μακριά από δω. Μπορεί να έχετε ακουστά για την υπόθεση της φάρμας Λόνγκριτζ.

Το δωμάτιο ήταν παγερό και ήσυχο. Μόνο ένας αδύνατος ήχος έσπαζε τη σιωπή, το μαλακό, απροσδόκητο πήδημα του χιονιού, καθώς κυλούσε απ’ τη στέγη στο έδαφος. Ήταν ένας απόκρυφος, σχεδόν καταχθόνιος ήχος.

Ο αρχιφύλακας Τρόττερ συνέχισε:

—Τρία ανήλικα ορφανά παιδιά είχαν ανατεθεί το 1940 στους Γκρεγκ, στο αγρόκτημα Λόνγκριτζ, για να απομακρυνθούν απ’ τους βομβαρδισμούς. Το ένα απ’ αυτά πέθανε από εγκληματική αμέλεια κι από κακή μεταχείριση. Ξέσπασε τότε ένα σκάνδαλο, που αναστάτωσε την κοινή γνώμη και οι Γκρεγκ συνελήφθησαν και καταδικάσθηκαν σε φυλάκιση. Εκείνος όμως, κατόρθωσε να δραπετεύσει καθώς πήγαινε στη φυλακή, έκλεψε ένα αυτοκίνητο και στην προσπάθεια του να ξεφύγει από την αστυνομία που τον καταδίωκε, τράκαρε. Έμεινε στον τόπο. Η γυναίκα του εξέτισε την ποινή της και πριν από δυο μήνες αποφυλακίσθηκε.

—Και τώρα δολοφονήθηκε, πρόσθεσε ο Τζάιλς. Ποιος νομίζετε ότι το έκανε;

Ο αρχιφύλακας Τρόττερ δεν ήταν καθόλου βιαστικός.

—Μήπως θυμάστε την περίπτωση, κύριε Νταίηβις; ρώτησε κοιτάζοντας τον Τζάιλς.

Αυτός κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

—Το 1940, είπε, υπηρετούσα στο Ναυτικό. Την εποχή εκείνη βρισκόμασταν στη Μεσόγειο.

Ο υπαστυνόμος γύρισε προς την Μόλλυ.

—Εγώ… θυμάμαι ότι έχω ακούσει γι’ αυτό, είπε η Μόλλυ με κομμένη την ανάσα. Αλλά γιατί ήρθατε σε μας; Τι σχέση έχουμε εμείς μ’ αυτή την υπόθεση;

—Γιατί μπορεί να βρίσκεσθε σε κίνδυνο!

—Σε κίνδυνο; έκανε ο Τζάιλς κατάπληκτος.

—Είναι πολύ πιθανόν, κύριε Νταίηβις, βεβαίωσε ο αρχιφύλακας. Στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκε ένα σημειωματάριο. Μέσα σ’ αυτό ήταν γραμμένες δυο διευθύνσεις. Η πρώτη ήταν “Κάλβερ Στρητ 74”.

—Όπου δολοφονήθηκε η γυναίκα; έκανε ψιθυριστά η Μόλλυ.

—Ακριβώς. Και η άλλη διεύθυνση ήταν… “Μόνκσγουελ Μάνορ”.

—Τι; πετάχτηκε η Μόλλυ, καχύποπτα. Απίστευτο!

—Μάλιστα! Γι’ αυτό και ο αστυνόμος Χόγκμπεν με επιφόρτισε να ανακαλύψω αν υπάρχει κανένας σύνδεσμος ανάμεσα στην υπόθεση του Λόνγκριτζ και σε σας ή στο σπίτι.

—Όχι, δεν υπάρχει κανένας σύνδεσμος, ξέκοψε ο Τζάιλς. Τίποτα απολύτως. Πρέπει να είναι σύμπτωση.

Ο αρχιφύλακας είπε ευγενικά:

—Ο αστυνόμος Χόμπντεν, όμως δε νομίζει πως πρόκειται για σύμπτωση. Θα είχε έρθει εδώ κι ο ίδιος αν ήταν δυνατό. Αλλά μ’ αυτή την κατάσταση του καιρού και επειδή συμβαίνει να είμαι καλός σκιέρ, έστειλε εμένα να κάνω μια γενική έρευνα για όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται στο σπίτι και να του αναφέρω τηλεφωνικώς. Επίσης μου ανέθεσε να πάρω όλα τα μέτρα που νομίζω σκόπιμα, για την ασφάλεια του σπιτιού.

—Την ασφάλεια; επανέλαβε ο Τζάιλς. Δε φαντάζομαι να νομίζετε ότι κάποιος θα δολοφονηθεί εδώ μέσα;

Ο Τρόττερ απάντησε, σχεδόν απολογούμενος:

—Δεν θα ήθελα να ανησυχήσω την κυρία Νταίηβις, αλλά δυστυχώς αυτό πιστεύει ο επιθεωρητής Χόμπντεν.

—Μα, τι διάβολο, έκανε ο Τζάιλς. Για ποιο λόγο…

Σταμάτησε και ο υπαστυνόμος είπε:

—Γι’ αυτό ακριβώς βρίσκομαι κι εγώ εδώ. Για να εξακριβώσω ορισμένα πράγματα.

—Όλη αυτή η ιστορία φαίνεται το λιγότερο εξωφρενική.

—Μα, γι’ αυτό ακριβώς είναι και επικίνδυνη, αντέτεινε ο εκπρόσωπος του νόμου.

—Υπάρχει κάτι ακόμα που δεν μας έχετε πει, παρατήρησε η Μόλλυ. Έτσι δεν είναι, κύριε αρχιφύλακα;

—Μάλιστα, κυρία. Δεν σας είπα πως στο επάνω μέρος της σελίδας του σημειωματάριου όπου υπήρχαν οι δυο διευθύνσεις, έγραφε τη φράση: «Τρία τυφλά ποντικάκια». Καρφιτσωμένο πάνω στο σώμα της νεκρής γυναίκας, ήταν ένα χαρτί που έγραφε: «Αυτό είναι το πρώτο». Από κάτω ακριβώς υπήρχε ένα σκίτσο που παρίστανε τρεις ποντικούς και ένα πεντάγραμμο με νότες. Η μουσική ήταν από ένα παιδικό τραγουδάκι που λέγεται επίσης τα «Τρία τυφλά ποντικάκια».

Η Μόλλυ τραγούδησε:

Τρία τυφλά ποντικάκια,

για κοίτα πως γυρνάνε,

Και τη χωριάτα τώρα κυνηγάνε…

Σταμάτησε μ’ ένα βράχνιασμα.

—Ω, μα είναι φοβερό, είναι φριχτό, ψέλλισε. Και τα παιδιά ήσαν τρία, έτσι δεν είπατε;

—Μάλιστα, κυρία Νταίηβις. Ένα αγόρι δεκαπέντε χρόνων, ένα κορίτσι ένα χρόνο μικρότερο και το αγόρι που πέθανε, δώδεκα.

—Και τι έγιναν τα άλλα δυο παιδιά;

—Το κοριτσάκι, υιοθετήθηκε, νομίζω, από κάποιον. Δεν κατορθώσαμε να βρούμε τα ίχνη της. Το αγόρι θα πρέπει να είναι τώρα γύρω στα είκοσι τρία. Ούτε αυτόν κατορθώσαμε να τον βρούμε. Απ’ ότι λεγόταν ήταν λιγάκι περίεργος. Υπάρχει ένα έγγραφο που πιστοποιεί την κατάταξή του στο στρατό, στα δεκαοκτώ του χρόνια. Αργότερα λιποτάκτησε και από τότε έχει εξαφανισθεί. Ο στρατιωτικός ψυχίατρος αναφέρει πως δεν ήταν φυσιολογικός.

—Νομίζετε πως αυτός σκότωσε την κυρία Λάιον; ρώτησε ο Τζάιλς. Κι ότι είναι ένας επικίνδυνος μανιακός δολοφόνος, που μπορεί να επιστρέψει εδώ για κάποιο άγνωστο λόγο;

—Νομίζουμε πως υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε κάποιον που βρίσκεται σ’ αυτό το σπίτι και την υπόθεση του αγροκτήματος Λόνγκριτζ. Αν κατορθώσουμε να βρούμε ποια είναι αυτή η σχέση, τότε έχουμε στα χέρια μας ένα γερό όπλο. Εσείς, κύριε Νταίηβις, δηλώνετε ότι αποκλείεται να έχετε κάποια σχέση με εκείνη την υπόθεση; Το ίδιο ισχύει και για σας, κυρία;

—Εγώ, α… ναι… βεβαίως και δεν έχω.

—Τώρα θα έχετε την καλοσύνη να μου περιγράψετε ακριβώς ποιοι άλλοι μένουν εδώ;

Του έδωσαν τα ονόματα. Η κυρία Μπόυλ. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ. Ο κύριος Κρίστοφερ Ρεν. Ο κύριος Παραβιτσίνι. Τα έγραψε στο σημειωματάριό του.

—Υπηρέτες;

—Όχι, δεν έχουμε, είπε η Μόλλυ. Αυτό μου θύμισε πως πρέπει να πάω να βάλω τις πατάτες στη φωτιά.

Βγήκε γρήγορα απ’ το γραφείο.

Ο αρχιφύλακας Τρόττερ γύρισε προς το μέρος του Τζάιλς.

—Για πέστε μου, τώρα, τι ξέρετε γι’ αυτούς τους ανθρώπους; ρώτησε κι έδειξε με το χέρι του τα ονόματα που είχε γράψει στο σημειωματάριο.

—Ποιος, εγώ… έκανε ο Τζάιλς και για μια στιγμή φάνηκε να τα χάνει. Ειλικρινά, κύριε αρχιφύλακα, δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτούς. Η κυρία Μπόυλ μας έγραψε από κάποιο ξενοδοχείο στο Μπερνμάουθ. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ απ’ το Λήμινγκτον και ο κύριος Ρεν από κάποια πανσιόν στο Νότιο Κένσιγκτον. Όσο για τον κύριο Παραβιτσίνι, μας έπεσε απ’ τον ουρανό. Το αυτοκίνητό του ντεραπάρισε απ’ την χιονοθύελλα κάπου εδώ κοντά. Υποθέτω, ωστόσο, πως όλοι αυτοί θα έχουν μαζί τους ταυτότητες και δελτία τροφοδοσίας.

—Καλά, αυτά θα τα ελέγξω αυτά βέβαια.

—Πάντως, κατά κάποιο τρόπο, είναι ευχής έργον που ο καιρός είναι απαίσιος, παρατήρησε ο Τζάιλς. Ο δολοφόνος δεν θα μπορέσει να εμφανιστεί, έτσι δεν είναι;

—Ίσως να μην χρειάζεται, κύριε Νταίηβις.

—Τι εννοείτε; έκανε ο Τζάιλς απορημένος.

Ο αρχιφύλακας δίστασε για μια στιγμή κι ύστερα του απάντησε:

—Πρέπει να λάβετε υπόψη σας, κύριε Νταίηβις, πως ενδέχεται να βρίσκεται κιόλας εδώ.

Ο Τζάιλς έμεινε να τον κοιτάει.

—Τι θέλετε να πείτε;

—Η κυρία Γκρεγκ δολοφονήθηκε πριν από δυο μέρες. Όλοι οι πελάτες σας έφθασαν εδώ μετά απ’ αυτό, κύριε Νταίηβις.

—Μάλιστα, αλλά μην ξεχνάτε πως είχανε «κλείσει» από πριν, αρκετό καιρό. Εκτός βέβαια απ’ τον κύριο Παραβιτσίνι.

Ο αρχιφύλακας Τρόττερ αναστέναξε βαθιά. Κι όταν μίλησε, η φωνή του ακούστηκε κουρασμένη.

—Αυτά τα εγκλήματα σχεδιάσθηκαν εκ των προτέρων, τόνισε.

—Τα εγκλήματα; Μα, μόνο ένα έγκλημα έχει γίνει ακόμα. Πως είστε τόσο σίγουρος ότι θα γίνει και άλλο;

—Ότι θα συμβεί, όχι, δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Ελπίζω να το προλάβω αυτό. Αλλά, ότι θα γίνει απόπειρα, είμαι βεβαιότατος.

—Μα τότε, αν δεν κάνετε λάθος, είπε ο Τζάιλς, μόνο ένα πρόσωπο θα μπορούσε να είναι. Γιατί μόνο ένα πρόσωπο έχει την κατάλληλη ηλικία. Ο Κρίστοφερ Ρεν!


Ο αρχιφύλακας Τρόττερ έσπρωξε την πόρτα της κουζίνας και μπήκε.

—Θα είχατε την καλοσύνη, κυρία Νταίηβις, να έρθετε μαζί μου στη βιβλιοθήκη; είπε ευγενικά. Θέλω να κάνω μια επίσημη δήλωση, που αφορά όλους… Ο κύριος Νταίηβις βρίσκεται ήδη εκεί για να προετοιμάσει το έδαφος.

—Ευχαρίστως, απάντησε η Μόλλυ. Ένα λεπτό μόνο και τελειώνω με τις πατάτες. Καμιά φορά, ξέρετε, πρόσθεσε, εύχομαι να μην τις είχε ανακαλύψει ο σερ Γουόλτερ Ράλυ.

Ο αρχιφύλακας Τρόττερ, όμως, δεν έδειξε να αλλάζει διάθεση. Διατήρησε τη σιωπή του.

Η Μόλλυ στράφηκε και τον κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο της.

—Πραγματικά, δεν μπορώ να το πιστέψω. Είναι τόσο… τόσο αφάνταστο… είπε απολογητικά.

—Όχι, κυρία Νταίηβις. Δεν είναι καθόλου αφάνταστο. Είναι ένα γεγονός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.

—Έχετε την περιγραφή του δράστη; ρώτησε η Μόλλυ.

—Μετρίου αναστήματος, αδύνατος, φορούσε ένα σκούρο χειμωνιάτικο παλτό και ανοιχτόχρωμο καπέλο, μιλούσε βραχνά και ψιθυριστά και το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο πίσω από ένα χοντρό χειμωνιάτικο κασκόλ. Βλέπετε, θα μπορούσε να είναι ο καθένας.

Ο αρχιφύλακας σώπασε και μετά συμπλήρωσε:

—Έξω στο χολ σας κρέμονται τρία σκούρα παλτά και τρία ανοιχτόχρωμα καπέλα.

—Δε νομίζω πως κάποιος απ’ αυτούς τους ανθρώπους έχει έρθει απ’ το Λονδίνο, παρατήρησε η Μόλλυ.

—Όχι; Έτσι λέτε;

Με μια απότομη κίνηση ο αρχιφύλακας, πήγε μέχρι το μπουφέ και έπιασε μια εφημερίδα.

—Ορίστε, είπε. Η “Ήβνιν Στάνταρτ” της δεκάτης ενάτης Φεβρουαρίου. Προχθεσινή, κυρία Νταίηβις. Κάποιος πρέπει να την έφερε μαζί του.

—Μα αυτό που λέτε είναι συγκλονιστικό!

Κάτι στη μνήμη της Μόλλυ ανακινήθηκε.

—Μα πώς βρέθηκε αυτή η εφημερίδα στην κουζίνα; πρόσθεσε.

—Δεν πρέπει, κυρία Νταίηβις, να κρίνετε τους ανθρώπους απ’ το παρουσιαστικό τους. Δεν ξέρετε τίποτα σχεδόν για τα πρόσωπα που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο σπίτι σας.

Και πρόσθεσε:

—Είναι η πρώτη φορά, που εσείς και ο σύζυγός σας, ασχολείστε με μια τέτοια δουλειά;

—Μάλιστα, παραδέχθηκε η Μόλλυ κι ένιωσε ξαφνικά σαν ένα χαζό κοριτσόπουλο.

—Και ίσως να μην έχετε πολύ καιρό που είστε παντρεμένοι, σωστά;

—Μόλις ένα χρόνο, παραδέχτηκε η Μόλλυ. Όλα έγιναν τόσο απότομα.

—Κεραυνοβόλος έρωτας, είπε ο υπαστυνόμος με συμπάθεια.

Η Μόλλυ ένιωσε τελείως ανίκανη να διαμαρτυρηθεί.

—Ακριβώς, παραδέχτηκε, γνωριζόμασταν μόλις ένα δεκαπενθήμερο πριν παντρευτούμε.

Οι σκέψεις της γύρισαν πίσω, σ’ εκείνες τις αξέχαστες δεκαπέντε ήμερες. Όχι δεν είχαν αμφιβολίες, είχαν κι οι δυο την ίδια βεβαιότητα και επιθυμία. Μέσα σ’ έναν κόσμο ανήσυχο και νευρωτικό, αυτοί είχαν την εξαίσια τύχη να συναντηθούν. Ένα αμυδρό χαμόγελο άνθησε στα χείλη της.

Όταν ξαναγύρισε στην πραγματικότητα, μέσα στην κουζίνα, είδε τον αρχιφύλακα που την κοιτούσε με ανοχή.

—Ο άνδρας σας δεν είναι απ’ αυτά τα μέρη, έτσι δεν είναι; τη ρώτησε.

—Όχι, είπε η Μόλλυ. Δεν κάνετε λάθος. Είναι απ’ το Λίνκολνσαϊρ.

Η ίδια δεν ήξερε πολλά πράγματα για τα παιδικά χρόνια και την καταγωγή του Τζάιλς. Οι γονείς του είχαν πεθάνει κι ο ίδιος απέφευγε να μιλάει για το παρελθόν του. Της είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως είχε περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια.

—Είστε κι οι δύο πολύ νέοι ακόμα — αν μου επιτρέπετε το σχόλιο — για να φέρετε βόλτα μια τέτοια δουλειά, της είπε ο αρχιφύλακας.

—Αλήθεια; Μα δεν είμαι και τόσο μικρή. Είμαι είκοσι δύο και νιώθω…

Κόπηκε καθώς η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Τζάιλς.

—Εντάξει, είπε μπαίνοντας. Τους είπα μέσες άκρες περί τίνος πρόκειται. Ελπίζω πως έκανα καλά, κύριε αρχιφύλακα, ε, τι λέτε κι εσείς;

—Πολύ καλά. Έτσι θα κερδίσουμε και χρόνο, είπε ο Τρόττερ. Λοιπόν, είσαστε έτοιμη, κυρία Νταίηβις;


Τέσσερις άνθρωποι μιλούσαν ταυτόχρονα, καθώς ο αρχιφύλακας Τρόττερ έμπαινε στη βιβλιοθήκη.

Αυτός που φώναζε περισσότερο απ’ όλους, τσιρίζοντας, ήταν ο Κρίστοφερ Ρεν, που έλεγε πως όλη αυτή ή ιστορία ήταν τόσο ανατριχιαστική και μακάβρια, που δεν θα τον άφηνε να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα και μήπως θα μπορούσε να μάθει μερικές κάπως πιο τρομακτικές λεπτομέρειες;

Η κυρία Μπόυλ τον ακομπανιάριζε με μπάσα φωνή:

—Είναι εξωφρενικό, πλήρης αναξιότητα, έλεγε. Η αστυνομία δεν πρέπει ν’ αφήνει δολοφόνους να τριγυρνούν στην εξοχή.

Ο κύριος Παραβιτσίνι είχε αναπτύξει μια απαράμιλλη ευφράδεια – όπως αρμόζει σ’ έναν Ιταλό – κυρίως χρησιμοποιώντας τα χέρια του. Οι χειρονομίες του ήταν πιο εκφραστικές από τα λόγια κι έβαζε κάτω ακόμα και το μέταλλο της φωνής της κυρίας Μπόυλ. Και τέλος ένα εξασκημένο αυτί στους μουσικούς ήχους, θα μπορούσε να ξεχωρίσει μέσα σ’ εκείνη τη συναυλία, το βαρύ γάβγισμα του ταγματάρχη Μέτκαλφ, σ’ ένα ρυθμικότατο στακάτο. Απαιτούσε να μάθει γεγονότα.

Ο Τρόττερ τους άφησε για λίγο να ξεθυμάνουν και μετά άπλωσε τα χέρια του για να επιβάλλει σιωπή. Περιέργως σώπασαν όλοι.

—Ευχαριστώ, είπε. Ο κύριος Νταίηβις σας εξήγησε με λίγα λόγια για ποιο σκοπό έχω έρθει εδώ. Τώρα θέλω να μάθω ένα πράγμα μόνο και τίποτε άλλο κάτι και θέλω να το μάθω αμέσως. Ποιος από σας έχει σχέση με την υπόθεση της αγροικίας Λόνγκριτζ;

Τους κοίταζε ερευνητικά και περίμενε. Κανείς όμως δεν άνοιξε το στόμα του να πει κάτι. Τέσσερα πρόσωπα τον κοιτούσαν ανέκφραστα. Θα έλεγε κανείς πως τα συναισθήματα που ένοιωθαν μόλις πριν λίγο, η έξαψη, η αγανάκτηση, η υστερία και η περιέργεια, ήταν γραμμένα στα πρόσωπα τους με κιμωλία και κάποιος τώρα τα είχε σβήσει μ’ ένα σπόγγο.

Ο αρχιφύλακας δεν έχασε την υπομονή του κι είπε εντείνοντας τον τόνο του:

—Σας παρακαλώ, προσπαθήστε να με καταλάβετε, είπε συγκρατημένα. Κάποιος από σας, έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε ότι βρίσκεται σε κίνδυνο! Θανάσιμο κίνδυνο! Πρέπει να εξακριβώσω ποιος από σας είναι αυτός.

Και πάλι κανείς δεν κινήθηκε, ούτε μίλησε.

Η φωνή του αρχιφύλακα ακούστηκε αυτή τη φορά κάπως θυμωμένη:

—Πολύ καλά θα σας ρωτήσω έναν-έναν, χωριστά. Εσείς κύριε Παραβιτσίνι, έχετε καμιά σχέση με την υπόθεση Λόνγκριτζ;

Ένα αμυδρό χαμόγελο τρεμόπαιξε στο πρόσωπο του Ιταλού. Σήκωσε τα χέρια σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

—Εγώ είμαι ξένος σ’ αυτά τα μέρη, επιθεωρητά, δήλωσε. Δεν ξέρω τίποτα, μα τίποτα για τις τοπικές υποθέσεις από το παρελθόν.

Ο Τρόττερ δεν έχασε χρόνο. Στράφηκε στην κυρία Μπόυλ.

—Εσείς, κυρία Μπόυλ;

—Πραγματικά, δεν βλέπω που… θέλω να πω, δεν βλέπω με ποιο τρόπο θα μπορούσα να σχετίζομαι μ’ αυτή την αποκρουστική υπόθεση.

—Εσείς, κύριε Ρεν;

—Την εποχή που αναφέρεστε, ήμουν παιδί, είπε αυτός με τη διαπεραστική του φωνή. Δεν θυμάμαι να άκουσα ποτέ να μιλάνε γι αυτήν.

—Εσείς, Ταγματάρχα;

Ο ταγματάρχης απάντησε ξεκάθαρα:

—Εγώ, έτυχε να διαβάσω σχετικά, στις εφημερίδες. Αλλά την εποχή εκείνη ήμουν διορισμένος στο Εδιμβούργο.

—Αυτό είχατε να πείτε όλοι σας, ε;

Σιωπή ξανά.

Ο Τρόττερ αναστέναξε.

—Αν κάποιος από σας δολοφονηθεί, τότε δεν θα πρέπει να μεμφθείτε παρά μόνο τον ίδιο σας τον εαυτό.

Έκανε απότομη μεταβολή και βγήκε απ’ το δωμάτιο.

—Φίλοι μου, είπε ο Κρίστοφερ Ρεν, φοβερό μελόδραμα! Και πόσο καλοφτιαγμένος, δε συμφωνείτε; Πάντα θαύμαζα την αστυνομία. Η αυστηρότητα κι η εξυπνάδα σε συνδυασμό. Φοβερή αυτή η ιστορία. «Τα τρία τυφλά ποντικάκια». Αλήθεια, πώς είναι ο σκοπός;

Έσμιξε τα χείλη του και προσπάθησε να βρει το σκοπό σφυρίζοντας, αλλά η Μόλλυ ξεφώνισε αθέλητα.

—Μη!

Στριφογύρισε κοντά της γελώντας.

—Μα καλή μου, αυτό είναι το αγαπημένο μου τραγούδι, είπε. Δεν μου έτυχε ποτέ άλλοτε να με πάρουν για δολοφόνο και το φχαριστιέμαι πολύ.

—Κουραφέξαλα, είπε η κυρία Μπόυλ. Δεν πιστεύω ούτε λέξη.

Τα μάτια του Κρίστοφερ Ρεν την κοίταξαν σκανταλιάρικα.

—Τι είπατε, κυρία Μπόυλ; Κουραφέξαλα; Αλλά για να δούμε αν…

Χαμήλωσε τη φωνή του και την πλησίασε απ’ την πλάτη.

—…αν έρθω αθόρυβα από πίσω σας και νιώσετε τα κρύα χέρια μου να σας στρίβουν το λαιμό…

Η Μόλλυ οπισθοχώρησε έντρομη.

—Φοβίζεις τη γυναίκα μου, Ρεν, φώναξε ο Τζάιλς νευριασμένος. Αυτά είναι ηλίθια αστεία.

—Δεν είναι καθόλου αστείο, πρόσθεσε ο ταγματάρχης.

—Κι όμως, είναι… επέμεινε ο Κρίστοφερ Ρεν. Μόνο που είναι το αστείο του μανιακού δολοφόνου! Αυτό είναι που το κάνει τόσο εξαίσια μακάβριο.

Κοίταζε ολόγυρα τους άλλους κι όλο γελούσε πιο πολύ.

—Αν μπορούσατε να δείτε τα πρόσωπά σας, έκανε αυτός και βγήκε απ’ το δωμάτιο.

Η κυρία Μπόυλ συνήλθε πρώτη.

—Αυτός ο νεαρός είναι εξαιρετικά κακομαθημένος και νευρωτικός, δήλωσε. Μου θυμίζει αυτούς τους αντιρρησίες συνείδησης.

—Μου έλεγε, είπε ο ταγματάρχης Μέτκαλφ, πως σε κάποια αεροπορική επιδρομή είχε καταπλακωθεί στα συντρίμμια ενός κτιρίου κι έμεινε θαμμένος σαράντα οκτώ ολόκληρες ώρες μέχρι τα συνεργεία διάσωσης να κατορθώσουν να τον βρουν και να τον ξεθάψουν. Αυτό νομίζω δεν είναι και μικρό πράγμα, ε;

—Ο άνθρωπος μπορεί να βρίσκει ένα σωρό δικαιολογίες για τη νευρολογική του κατάσταση, είπε η κυρία Μπόυλ καυστικά. Εγώ, επί παραδείγματι, κατά τη διάρκεια του πολέμου, επωμίσθηκα τόσες φροντίδες, όσο κανείς άλλος κι ωστόσο, τα νεύρα μου εξακολουθούν να είναι υγιή.

—Ίσως να είναι στην ίδια κατάσταση με εσάς, κυρία Μπόυλ, παρατήρησε ο ταγματάρχης.

—Τι θέλετε να πείτε;

Ο ταγματάρχης είπε σχεδόν αδιάφορα.

—Νομίζω πως εσείς ήσασταν ο αξιωματικός στρατωνισμού σ’ αυτή την περιοχή το 1940, κυρία Μπόυλ.

Κοίταξε επίμονα τη Μόλλυ κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της.

—Έχω δίκιο;

Ο θυμός άστραψε στο πρόσωπο της κυρίας Μπόυλ.

—Και τι μ’ αυτό; τον ρώτησε.

Ο Μέτκαλφ της είπε βαρύγδουπα:

—Και μάλιστα είσαστε η υπεύθυνη για την αποστολή των τριών παιδιών στο αγρόκτημα Λόνγκριτζ.

—Δε βλέπω βάσει ποίας λογικής θα μπορούσα να ήμουν υπεύθυνη για ότι συνέβη. Οι άνθρωποι του αγροκτήματος έδειχναν καλοί και ευγενικοί και ήθελαν να πάρουν τα παιδιά κοντά τους. Δεν βλέπω λοιπόν γιατί θα μπορούσε κανείς να με κατηγορήσει, ή γιατί αυτό με καθιστά υπεύθυνη…

Η φωνή της πνίγηκε.

—Και γιατί δεν τα είπατε όλα αυτά στον αρχιφύλακα Τρόττερ; ρώτησε ο Τζάιλς.

—Αυτό δεν είναι δουλειά της αστυνομίας, απάντησε η κυρία Μπόυλ με έξαψη. Μπορώ να φροντίσω μόνη μου τον εαυτό μου.

—Καλύτερα να προσέχετε, είπε ο ταγματάρχης ήρεμα.

Δεν είπε τίποτα άλλο και βγήκε απ’ το δωμάτιο.

—Μα, ναι, βέβαια, εσείς ήσασταν υπεύθυνη για το συσσίτιο, είπε η Μόλλυ. Τώρα σας θυμάμαι πολύ καλά.

—Ώστε, Μόλλυ, το ήξερες; είπε ο Τζάιλς κατάπληκτος.

—Εσείς είχατε εκείνο το μεγάλο σπίτι, είπε η Μόλλυ. Έτσι δεν είναι;

—Μου το είχαν επιτάξει, απάντησε αυτή με αξιοπρέπεια. Καταστράφηκε ολοσχερώς. Μου το επέστρεψαν σωστό ερείπιο.

Και τότε, ξαφνικά, ενώ κανείς δεν το περίμενε ο κύριος Παραβιτσίνι άρχισε να γελά. Έγειρε το κεφάλι του πίσω και γελούσε σιγά, μα αχαλίνωτα.

—Με συγχωρείτε, είπε, βρίσκω όλη αυτή την ιστορία διασκεδαστική. Τρομερά διασκεδαστική, μα την πίστη μου!

Εκείνη τη στιγμή ο αρχιφύλακας Τρόττερ ξαναγύρισε στο δωμάτιο. Έριξε μια αποδοκιμαστική ματιά στον κύριο Παραβιτσίνι και είπε:

—Είμαι ευτυχής που κάποιος εδώ μέσα τα βρίσκει όλα αυτά διασκεδαστικά.

—Ζητώ συγνώμη, κ. επιθεωρητά. Καταλαβαίνω πως παρεμποδίζω το έργο σας και υποβιβάζω τη σοβαρότητα των προειδοποιήσεών σας.

Ο Τρόττερ ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα.

—Κάνω ότι μπορώ προκειμένου να ξεκαθαρίσω αυτή την κατάσταση και δεν είμαι επιθεωρητής, αλλά μόνο αρχιφύλακας.

Στράφηκε στη Μόλλυ.

—Θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνό σας, κυρία Νταίηβις;

—Εγώ σας απαλλάσσω της ταπεινής παρουσίας μου, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι.

Σηκώθηκε και βγήκε αθόρυβα απ’ το δωμάτιο με εκείνο το νεανικό και λιγάκι πηδηχτό του βάδισμα που έκανε πάντα εντύπωση στη Μόλλυ.

—Πολύ παράξενος τύπος, παρατήρησε ο Τζάιλς.

—Εγκληματική φυσιογνωμία, πρόσθεσε ο Τρόττερ. Δεν μου εμπνέει εμπιστοσύνη.

—Ω, έκανε η Μόλλυ. Νομίζετε πως αυτός είναι που… μα είναι γέρος! Ή μήπως δεν είναι; Ξέρετε, χρησιμοποιεί μακιγιάζ. Και το βάδισμά του είναι νεανικό. Ίσως έχει μακιγιαριστεί για να φαίνεται γέρος. Νομίζετε πώς…

Ο αρχιφύλακας την κοίταξε αυστηρά.

—Δεν θα μας οδηγήσουν πουθενά οι αβάσιμες εικασίες, δήλωσε.

Προχώρησε προς το παράθυρο, όπου υπήρχε μια μικρή ροτόντα.

—Πρέπει να αναφέρω στον αστυνόμο Χόγκμπεν, είπε και άπλωσε το χέρι του προς το τηλέφωνο.

—Δεν θα μπορέσετε να τηλεφωνήσετε, είπε η Μόλλυ. Το τηλέφωνο είναι νεκρό.

—Τι; είπε ο Τρόττερ και στράφηκε προς το μέρος της.

Ο πανικός που χρωμάτισε τη φωνή του, τους ξάφνιασε όλους.

—Νεκρό; Από πότε;

—Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ προσπάθησε να τηλεφωνήσει λίγο πριν έρθετε και δεν μπόρεσε.

—Μα, λειτουργούσε κανονικά πριν από λίγο. Εσείς δε μιλήσατε με τον αστυνόμο Χόγκμπεν;

—Μάλιστα. Υποθέτω πως λειτουργούσε μέχρι τις δέκα κανονικά, αλλά μετά, με την κακοκαιρία, έπεσε η γραμμή.

Το πρόσωπο του αστυνομικού παρέμεινε σκυθρωπό:

—Περίεργο, είπε. Αναρωτιέμαι μήπως το έκοψε κανείς σκοπίμως.

Η Μόλλυ ξαφνιάστηκε.

—Πιστεύετε κάτι τέτοιο;

—Σε λίγο θα ξέρω με βεβαιότητα, είπε αυτός.

Όρμησε έξω και ο Τζάιλς, διστάζοντας για μια στιγμή, τον ακολούθησε.

Η Μόλλυ έμπηξε τις φωνές.

—Αυτό μας έλλειπε τώρα! Πλησιάζει η ώρα του φαγητού και δεν έχω ετοιμάσει τίποτα. Πρέπει να βιαστώ.

Η κυρία Μπόυλ μουρμούρισε εκνευρισμένα, καθώς την είδε να βγαίνει απ’ το δωμάτιο και να τρέχει στην κουζίνα.

—Ανίκανο βρομοκόριτσο! Τι φριχτό μέρος. Δεν πληρώνω επτά λίρες για τέτοιο μέρος.


Ο αρχιφύλακας Τρόττερ με σκυμμένο κεφάλι, παρακολουθούσε το καλώδιο του τηλεφώνου.

—Είναι ντούμπλεξ; ρώτησε τον Τζάιλς.

—Μάλιστα. Η δεύτερη συσκευή βρίσκεται στην κρεβατοκάμαρά μας. Θέλετε να πάω να δω αν λειτουργεί;

—Αν δεν σας κάνει κόπο, απάντησε ο αστυνομικός.

Άνοιξε το παράθυρο και έσκυψε προς τα έξω, καθαρίζοντας με το χέρι του το χιόνι που υπήρχε πάνω στο περβάζι.

Ο Τζάιλς ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά.

Ο κύριος Παραβιτσίνι καθόταν στο μεγάλο σαλόνι. Ήταν μόνος. Σηκώθηκε και προχώρησε προς το πιάνο. Κάθισε στο σκαμπό και άνοιξε το καπάκι. Σήκωσε το ένα του χέρι κι άρχισε να πατά τα πλήκτρα ένα-ένα, χρησιμοποιώντας μόνο το δείκτη.

Τρία τυφλά ποντικάκια, για κοίτα πως γυρνάνε…

Ο Κρίστοφερ Ρεν ήταν στο δωμάτιό του. Πηγαινοερχόταν δεξιά αριστερά, σφυρίζοντας δυνατά. Απότομα έπαψε και σωριάσθηκε στην άκρη του κρεβατιού. Έκρυψε το πρόσωπο μέσα στις παλάμες κι αναλύθηκε σε λυγμούς. Έκλαιγε σα μικρό παιδί κι ανάμεσα στους λυγμούς του μονολογούσε:

—Δεν μπορώ άλλο. Δεν αντέχω.

Απότομα πάλι άλλαξε. Σηκώθηκε και κράτησε τους ώμους του στητούς, το στήθος προτεταμένο.

—Πρέπει να συνεχίσω, μονολόγησε. Πρέπει να φτάσω μέχρι το τέλος.

Ο Τζάιλς στεκόταν μπροστά στο τηλέφωνο, μέσα στην κρεβατοκάμαρά τους. Έσκυψε στο πάτωμα. Δίπλα στο σοβαντεπί βρισκόταν πεσμένο ένα γάντι της Μόλλυ. Το πήρε στα χέρια του. Ένα ροζ εισιτήριο λεωφορείου γλίστρησε από μέσα. Ο Τζάιλς στάθηκε και το κοίταζε καθώς έπεφτε στο πάτωμα. Καθώς το έβλεπε, το πρόσωπό του άλλαξε. Ήταν άλλος άνθρωπος όταν περπάτησε αργά προς την πόρτα του δωματίου και την άνοιξε. Στάθηκε για λίγο στο κατώφλι, κοιτάζοντας προς το διάδρομο και το κεφαλόσκαλο.

Η Μόλλυ, στην κουζίνα, καθάρισε τις πατάτες, τις έριξε στην κατσαρόλα και την έβαλε στη φωτιά. Έριξε μια ματιά στο φούρνο, να δει πως πηγαίνει το κρέας. Αναστέναξε ικανοποιημένη, όλα ήταν εντάξει.

Στο τραπέζι της κουζίνας βρισκόταν η “Ήβνιν Στάνταρτ”, δύο ημερών παλιά πλέον. Συνοφρυώθηκε καθώς την κοίταξε. Αν μπορούσε να θυμηθεί…

Ξαφνικά έβαλε τα χέρια μπροστά στα μάτια της.

—Ω! ξεφώνισε, όχι! Δεν είναι δυνατόν!

Ύστερα από λίγο τα τράβηξε και κοίταξε γύρω της, σα να ήταν ξένη και να έβλεπε την κουζίνα για πρώτη φορά. Ήταν τόσο ζεστό το δωμάτιο… Και πλημμυρισμένο απ’ την γαργαλιστική μυρωδιά των φαγητών που ψήνονταν στη φωτιά.

—Ω, όχι! επανέλαβε άψυχα.

Κινήθηκε αργά, σαν υπνοβάτης προς την πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε στο χολ. Το σπίτι ήταν σιωπηλό, εκτός…

από κάποιον που σφύριζε.

Αυτός ο σκοπός…

Η Μόλλυ ρίγησε κι επέστρεψε στην κουζίνα. Έμεινε για λίγο να κοιτάει αδιάφορα το οικείο της δωμάτιο. Ναι, όλα ήταν εντάξει. Ξαναπήγε στην πόρτα.

Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ κατέβηκε αθόρυβα απ’ τη σκάλα υπηρεσίας. Στάθηκε για λίγο στο βάθος του χολ και μετά άνοιξε τη ντουλάπα που υπήρχε κάτω απ’ τη σκάλα και κοίταξε μέσα. Όλα έμοιαζαν να είναι, όπως έπρεπε. Κανείς δε βρισκόταν εκεί κοντά. Ήταν η καλύτερη στιγμή για να κάνει αυτό που σχεδίαζε…

Η κ. Μπόυλ, στη βιβλιοθήκη, γύριζε με νευρικότητα τα κουμπιά του ραδιοφώνου.

Έπιασε ένα σταθμό. Μια συζήτηση για τη σημασία και την προέλευση των νανουρισμάτων. Ότι χειρότερο. Γύρισε πάλι το κουμπί. Μια διανοουμενίστικη φωνή την πληροφόρησε: «Η ψυχολογία του φόβου οφείλει να γίνει πλήρως κατανοητή. Ας υποθέσουμε πως βρίσκεστε μόνος σ’ ένα δωμάτιο. Μια πόρτα ανοίγει αθόρυβα πίσω σας…»

Πραγματικά μια πόρτα άνοιγε εκείνη τη στιγμή.

Η κυρία Μπόυλ έκανε μια απότομη κίνηση και γύρισε να δει ποιος ήταν.

—Α, εσείς είστε; είπε με ανακούφιση. Τι ηλίθια προγράμματα που έχει αυτό το ραδιόφωνο! Δεν μπορώ να βρω κάτι της προκοπής!

—Δεν πρέπει να σας σκοτίζει αυτό, κυρία Μπόυλ.

Η κυρία Μπόυλ κάγχασε:

—Και τι άλλο να κάνω; ρώτησε. Κλεισμένοι μέσα σ’ ένα σπίτι με ένα πιθανό δολοφόνο ανάμεσά μας. Μεταξύ μας, ποτέ δεν θα την πίστευα αυτή την μελοδραματική ιστορία…

—Αλήθεια, κυρία Μπόυλ;

—Γιατί το λέτε αυτό; Τι εννοείτε;

Η ζώνη του αδιάβροχου είχε κιόλας τυλιχτεί γύρω απ’ το λαιμό της, προτού προλάβει να καταλάβει τι σήμαινε αυτό! Το χέρι του δολοφόνου έστρεψε το κουμπί του ραδιοφώνου και η φωνή του εκφωνητή ακουγόταν τώρα πολύ δυνατή. Η ομιλία περί ψυχολογίας του φόβου συνεχιζόταν στο δωμάτιο, με ευφυείς παρατηρήσεις, μα κανείς δεν ενδιαφερόταν πια να την ακούσει. Κυρίως η κυρία Μπόυλ.

Δεν έγινε καμιά φασαρία.

Ο δολοφόνος ήταν πολύ έμπειρος για κάτι τέτοιο.


Ήταν όλοι μαζεμένοι στην κουζίνα. Οι πατάτες έβραζαν απολαυστικά στη φωτιά του γκαζιού. Μια κρεατόπιτα ροδοκοκκίνιζε στο φούρνο αφήνοντας ένα δυνατό άρωμα που άνοιγε την όρεξη.

Τέσσερις άνθρωποι στέκονταν τρέμοντας και κοίταζαν ο ένας τον άλλον· ο πέμπτος, η Μόλλυ, άσπρη σαν το χαρτί, προσπαθούσε να πιει το ποτήρι με το ουίσκι που ο έκτος ο αρχιφύλακας Τρόττερ της είχε δώσει.

Ο ίδιος ο αρχιφύλακας, με μια άγρια και θυμωμένη έκφραση, κοίταζε γύρω του. Είχαν περάσει μόλις πέντε λεπτά απ’ τη στιγμή που οι στριγκλιές της Μόλλυ τον είχαν κάνει να επιστρέψει τρέχοντας, στη βιβλιοθήκη. Το ίδιο είχε συμβεί και με τους άλλους.

—Θα πρέπει να είχε μόλις πεθάνει όταν την βρήκατε, κυρία Νταίηβις, είπε. Είσαστε βεβαία πως δεν είδατε ή ακούσατε κανέναν καθώς ερχόσασταν απ’ το χολ;

—Άκουσα κάποιον να σφυρίζει, είπε η Μόλλυ αχνά. Μα αυτό ήταν πιο πριν. Νομίζω… όμως, δεν είμαι βέβαιη… νομίζω ότι άκουσα μια πόρτα να κλείνει… πολύ απαλά, κάπου εδώ γύρω… τη στιγμή που έμπαινα στη βιβλιοθήκη.

—Ποια πόρτα; ρώτησε ο αρχιφύλακας.

—Δεν ξέρω.

—Σκεφθείτε, κυρία Νταίηβις. Προσπαθήστε να θυμηθείτε. Πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά;

—Δεν ξέρω, δεν ξέρω, σας λέω, κλαψούρισε η Μόλλυ. Δεν είμαι κιόλας βέβαιη αν άκουσα κάτι.

—Θα πάψετε να τη βασανίζετε; φώναξε άγρια ο Τζάιλς. Δεν βλέπετε σε τι κατάσταση βρίσκεται;

—Ψάχνω για ένα δολοφόνο, κύριε Νταίηβις, είπε ο αρχιφύλακας. Με συγχωρείτε, κ. πλωτάρχα Νταίηβις!

—Δε μεταχειρίζομαι πια τον βαθμό που είχα στο ναυτικό κατά τον πόλεμο, είπε ο Τζάιλς.

—Σωστά, κύριε Νταίηβις, είπε ο αρχιφύλακας σα να ξεκαθάρισε κάποιο σημείο. Όπως σας έλεγα και πριν, συνέχισε, ερευνώ μια υπόθεση δολοφονίας! Μέχρι τώρα κανείς δεν δείχνει να με έχει πάρει στα σοβαρά. Το ίδιο και η κυρία Μπόυλ. Μου έκρυψε πληροφορίες. Απέφυγε να με βοηθήσει. Το ίδιο κάνετε κι εσείς τώρα. Η κυρία Μπόυλ δεν το αντιλήφθηκε. Απέκρυψε πληροφορίες. Όλοι το κάνετε αυτό. Λοιπόν, η κυρία Μπόυλ είναι τώρα νεκρή! Μέχρι να ξεκαθαρίσουμε την υπόθεση και γρήγορα μάλιστα, σκεφθείτε ότι μπορεί να υπάρξει κι άλλος νεκρός!

—Κι άλλος; Αδύνατον! Γιατί;

—Γιατί τα τυφλά ποντικάκια ήταν τρία.

Ο Τζάιλς φώναξε δύσπιστα:

—Δηλαδή ένας θάνατος για κάθε ποντίκι; Αλλά τότε θα πρέπει να υπάρχει κάποια σχέση. Δηλαδή, θέλω να πω, κάτι που να συνδέεται με εκείνη την υπόθεση!

—Έτσι πρέπει να είναι, αποκρίθηκε ο αρχιφύλακας.

—Ναι, μα γιατί ειδικά εδώ;

—Γιατί στο σημειωματάριο που βρήκαμε, αναφέρονταν μόνο δυο διευθύνσεις. Υπήρχε μόνο ένα υποψήφιο θύμα στην οδό Κάλβερ. Είναι νεκρό. Αλλά εδώ στο Μόνκσγουελ Μάνορ υπάρχει πολύ κυνήγι.

—Ανοησίες, Τρόττερ είπε ο Τζάιλς. Θα ήταν η πιο απίθανη σύμπτωση να μπορούσαν να βρεθούν δυο άτομα μαζί, εδώ μέσα, που θα είχαν κάποια σχέση με το αγρόκτημα Λόνγκριτζ!

—Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, δεν θα αποτελούσε καμία σύμπτωση! Σκεφτείτε το κι αυτό, κύριε Νταίηβις! απάντησε ο αρχιφύλακας και γυρίζοντας προς τους άλλους, συνέχισε: Έχω τις καταθέσεις σας για το που βρισκόταν ο καθένας από σας όταν δολοφονήθηκε η κυρία Μπόυλ. Θέλω να τις επιβεβαιώσω. Είσαστε στο δωμάτιό σας, κύριε Ρεν, όταν ακούσατε τις φωνές της κυρίας Νταίηβις;

—Μάλιστα, κ. αρχιφύλακα.

—Εσείς, κύριε Νταίηβις, βρισκόσασταν επάνω στην κρεβατοκάμαρα κι εξετάζατε τη συσκευή του τηλεφώνου;

—Ναι, είπε ο Τζάιλς.

—Ο κύριος Παραβιτσίνι κατέθεσε πως βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο σαλόνι κι έπαιζε πιάνο. Κανείς δεν σας άκουσε, κύριε Παραβιτσίνι;

—Μα, έπαιζα πολύ σιγά, κύριε αρχιφύλακα. Με το ένα δάχτυλο.

—Και τι παίζατε;

—“Τα τρία τυφλά ποντικάκια”, είπε χαμογελώντας βιασμένα. Έπαιζα το σκοπό που σφύριζε επάνω ο κύριος Ρεν. Αυτό το τραγουδάκι στριφογυρίζει στη σκέψη όλων μας.

—Φριχτός σκοπός, δήλωσε η Μόλλυ.

—Τι έγινε με το τηλέφωνο; ρώτησε ο ταγματάρχης Μέτκαλφ. Είναι κομμένο επίτηδες;

—Μάλιστα, Ταγματάρχα, απάντησε ο αρχιφύλακας. Το καλώδιο είναι κομμένο, ακριβώς κάτω απ’ το παράθυρο της τραπεζαρίας. Μόλις το είχα ανακαλύψει, όταν άκουσα τις στριγκλιές της κυρίας Νταίηβις.

—Το θεωρώ ανόητο, είπε ο Κρίστοφερ Ρεν. Πως θα μπορούσε να ελπίζει ο δολοφόνος ότι θα γλιτώσει;

Ο αρχιφύλακας τον κοίταξε εξεταστικά πριν απαντήσει.

—Ίσως να μην τον ενδιαφέρει και τόσο. Ή πάλι να νομίζει ότι είναι πολύ πιο έξυπνος από εμάς. Οι δολοφόνοι συχνά πιστεύουν κάτι τέτοιο. Ξέρετε, παρακολουθούμε μαθήματα ψυχολογίας στην εκπαίδευσή μας. Η ιδιοσυγκρασία ενός σχιζοφρενούς είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.

—Δεν σταματάτε λέω εγώ τη φιλολογία! είπε ο Τζάιλς νευριασμένα.

—Βεβαίως, κύριε Νταίηβις. Αυτή τη στιγμή μας απασχολούν δυο λέξεις μόνο. Η μία είναι «φόνος» και η άλλη «κίνδυνος»! Σ’ αυτές πρέπει να συγκεντρωθούμε τώρα! Λοιπόν, Ταγματάρχα, ας ξεκαθαρίσουμε και τις δικές σας κινήσεις. Είπατε πως βρισκόσασταν στο κελάρι… Γιατί;

—Έτσι, από περιέργεια, είπε αυτός. Κοίταζα εκείνη τη ντουλάπα που βρίσκεται κάτω απ’ τη σκάλα και τότε πρόσεξα μια πόρτα εκεί δίπλα. Την άνοιξα και είδα μια σκάλα. Κατέβηκα. Ωραίο κελάρι, έχετε, είπε γυρίζοντας στον Τζάιλς. Μοιάζει με κρύπτη από μεσαιωνικό μοναστήρι.

—Δεν κάνουμε αρχαιολογική έρευνα, Ταγματάρχα, τον διέκοψε ο αρχιφύλακας. Κάνουμε έρευνα για φόνο! Θέλετε να με προσέξετε για λίγο, κύρια Νταίηβις; Θα αφήσω την πόρτα της κουζίνας ανοιχτή.

Βγήκε έξω κι υστέρα από λίγο μια πόρτα έκλεισε απαλά με ένα ελαφρύ τρίξιμο.

—Αυτό ακούσατε; την ρώτησε ξαναμπαίνοντας απ’ την ανοιχτή πόρτα.

—Τι να σας πω; Δε νομίζω…

—Ήταν η πόρτα της ντουλάπας κάτω απ’ τη σκάλα, είπε ο αρχιφύλακας. Είναι πιθανό, ξέρετε, ο δολοφόνος αφού σκότωσε την κυρία Μπόυλ, να γλίστρησε στο χολ, να σας άκουσε όμως να έρχεσθε και έτσι να αναγκάσθηκε να κρυφτεί μέσα στη ντουλάπα, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.

—Τότε τα δακτυλικά του αποτυπώματα θα βρίσκονται στο εσωτερικό της ντουλάπας, φώναξε θριαμβευτικά ο Κρίστοφερ Ρεν.

—Και τα δικά μου επίσης, συμπλήρωσε ήρεμα ο ταγματάρχης Μέτκαλφ.

—Ακριβώς, παραδέχτηκε ο αρχιφύλακας. Έχουμε όμως μια ικανοποιητική εξήγηση γι’ αυτά, έτσι δεν είναι;

—Για ακούστε εδώ, κύριε αρχιφύλακα, είπε ο Τζάιλς. Ξέρω, έχετε αναλάβει την υπόθεση, αλλά βρίσκεσθε στο σπίτι μου και νοιώθω υπεύθυνος απέναντι στους ανθρώπους που μένουν εδώ. Δεν θα έπρεπε να λάβουμε προφυλακτικά μέτρα;

—Δηλαδή, σαν τι, κύριε Νταίηβις;

—Να, για να είμαι ειλικρινής, θέλω να σας προτείνω να θέσετε υπό περιορισμό το πρόσωπο που ενδείκνυται ξεκάθαρα ως κύριος ύποπτος.

Το βλέμμα του στυλώθηκε πάνω στον Κρίστοφερ Ρεν.

Αυτός ο τελευταίος χίμηξε μπροστά και η φωνή του ακούστηκε στριγκλιάρικη, υστερική.

—Ψέματα! Ψέματα! Είσαστε όλοι εναντίον μου. Όλοι είναι πάντα εναντίον μου! Θέλετε να με ενοχοποιήσετε! Είναι παγίδα! Παγίδα!

—Έλα, σύνελθε νεαρέ! είπε ο ταγματάρχης.

—Μην ανησυχείς, Κρις, είπε η Μόλλυ. Δεν υπάρχει λόγος να ταράζεσαι.

Ακούμπησε προστατευτικά το χέρι της στο μπράτσο του.

—Μη φοβάσαι, κανείς δεν πρόκειται να σε πειράξει.

Και γυρίζοντας προς τον αστυνομικό, απαίτησε μια διαβεβαίωση.

—Πέστε του πως κανείς δεν τα έχει βάλλει μαζί του.

—Δεν παγιδεύουμε τον κόσμο, είπε αυστηρά ο αρχιφύλακας.

—Πέστε του πως δεν πρόκειται να τον συλλάβετε!

—Δεν σκοπεύω να συλλάβω κανέναν! Για να κάνω κάτι τέτοιο χρειάζομαι αποδείξεις. Και για την ώρα δεν υπάρχουν αποδείξεις.

—Νομίζω πως τρελαθήκατε εσείς οι δυο, φώναξε ο Τζάιλς αγανακτισμένος κοιτάζοντας τη γυναίκα του και τον αρχιφύλακα. Μόνο ένα πρόσωπο εδώ μέσα, ταιριάζει απόλυτα…

—Περίμενε, σε παρακαλώ, Τζάιλς, τον διέκοψε η Μόλλυ. Σε παρακαλώ, μη μιλάς. Αρχιφύλακα, μπορώ να σας μιλήσω ιδιαιτέρως;

—Εγώ δεν πρόκειται να το κουνήσω από εδώ, δήλωσε ο Τζάιλς με πείσμα.

—Όχι, σε παρακαλώ, Τζάιλς.

Το πρόσωπο του Τζάιλς αναψοκοκκίνισε. Προσπάθησε να κρατήσει την αυτοκυριαρχία του.

—Δεν ξέρω τι σε έπιασε, Μόλλυ, είπε.

Ακολούθησε τελευταίος τους άλλους που έβγαιναν από το δωμάτιο και βρόντησε πίσω του την πόρτα.

—Λοιπόν, κυρία Νταίηβις, τι συμβαίνει; ρώτησε ο αστυνομικός.

Η Μόλλυ έπιασε το χέρι του.

—Κύριε αρχιφύλακα, όταν μας μιλήσατε για την υπόθεση του αγροκτήματος Λόνγκριτζ, υποθέσατε πως θα έπρεπε να είναι το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας που… ευθύνεται για όλα αυτά. Το είπατε με βεβαιότητα, πλην όμως δεν το ξέρατε;

—Αυτό είναι αλήθεια, κυρία Νταίηβις. Αλλά όλες οι ενδείξεις κατευθύνουν εκεί. Η αναφορά του ψυχίατρου μιλά για διανοητική αστάθεια και ακολουθεί η λιποταξία.

—Το ξέρω, είπε η Μόλλυ, και όλα αυτά μοιάζουν να ταιριάζουν γάντι με τον Κρίστοφερ Ρεν. Αλλά δεν μπορώ να το πιστέψω πως είναι αυτός. Θα… θα υπάρχουν κι άλλες εκδοχές. Δεν είχαν αυτά τα παιδιά άλλους συγγενείς, θείους, ξαδέλφια, για παράδειγμα;

—Και βέβαια είχαν, αποκρίθηκε ο αρχιφύλακας. Η μητέρα τους μόνο είχε πεθάνει, ο πατέρας τους όμως υπηρετούσε στο στρατό, κάπου στο εξωτερικό.

—Έ, λοιπόν, τι γίνεται μ’ αυτόν; Που είναι τώρα;

—Δεν έχουμε καμιά πληροφορία, απάντησε ο αρχιφύλακας. Το μόνο που ξέρουμε γι’ αυτόν, είναι ότι αποστρατεύθηκε μόλις πέρυσι.

—Μα αν ο γιος είναι ανισόρροπος, μπορεί να είναι κι ο πατέρας επίσης, παρατήρησε η Μόλλυ.

—Σωστά.

—Έτσι ο δολοφόνος θα μπορούσε να είναι ηλικιωμένος ή και γέρος ακόμα. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ, θυμάμαι ότι τρομοκρατήθηκε κυριολεκτικά, όταν του είπα πως είχαν τηλεφωνήσει από την αστυνομία. Έγινε κυριολεκτικά άνω-κάτω.

Ο αρχιφύλακας είπε ήρεμα:

—Σας παρακαλώ, κυρία Νταίηβις, πιστέψτε με ότι έχω υπόψη μου όλες τις πιθανότητες από την αρχή. Θέλω να πω, το αγόρι, τον Τζιμ δηλαδή, τον πατέρα, ακόμα και την αδελφή. Θα μπορούσε να ήταν ακόμα κι αυτή. Δεν αποκλείεται να είναι δράστης μια γυναίκα. Ξέρετε, τα σκεφτήκαμε όλα. Στο μυαλό μου υπάρχει μια βαρύνουσα σκέψη, αλλά ακόμα δεν είμαι σε θέση να πω υπεύθυνα ποιος κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά. Είναι βλέπετε πραγματικά πολύ δύσκολο να ξέρεις το κάθε τι ή να γνωρίζεις πραγματικά κάποιον, από μέσα κι από έξω. Θα μένατε κατάπληκτη μ’ όσα βλέπουμε στην αστυνομία. Κυρίως με τους γάμους. Βιαστικοί γάμοι λόγω του πολέμου. Χωρίς υπόβαθρο. Δεν υπήρχαν οικογένειες ή συγγενείς για να μάθεις τον άλλο. Οι άνθρωποι βασίζονταν στα λόγια. Ερχόταν κάποιος και σου έλεγε πως ήταν τάχα ιπτάμενος πιλότος που είχε παρασημοφορηθεί κατ’ επανάληψη, ή ένας ανώτερος αξιωματικός του στρατού ή δεν ξέρω τι άλλο και το κορίτσι που είχε πλευρίσει τον πίστευε! Τις περισσότερες φορές δεν μάθαινε παρά ύστερα από δυο-τρία χρόνια πως ήταν ένας καταζητούμενος κακοποιός παντρεμένος με γυναίκα και παιδιά, ή κάποιος λιποτάκτης.

Κοντοστάθηκε για λίγο και συνέχισε.

—Καταλαβαίνω τι έχετε στο μυαλό σας, κυρία Νταίηβις. Υπάρχει όμως κάτι που θέλω να σας πω. Ο δολοφόνος, κυρία Νταίηβις, διασκεδάζει! Διασκεδάζει με την ψυχή του! Γι’ αυτό το τελευταίο είμαι βέβαιος όσο για τίποτα άλλο.

Προχώρησε προς την πόρτα και βγήκε.

Η Μόλλυ στάθηκε για λίγη ώρα ακίνητη σαν άγαλμα, με ένα αιφνίδιο κοκκίνισμα στα μάγουλα. Μετά γύρισε αργά προς το φούρνο και τον άνοιξε. Της ήρθε η ευχάριστη μυρωδιά του φαγητού. Η καρδιά της ξαλάφρωσε. Σα να ‘χε επιστρέψει ξαφνικά στο οικείο περιβάλλον των καθημερινών ασχολιών. Μαγείρεμα, συγύρισμα, καθάρισμα, η συνηθισμένη τετριμμένη ζωή.

Αυτό που κάνουν όλες οι γυναίκες στον κόσμο, αιώνες και αιώνες τώρα. Ο τρόμος, ο αλόγιστος φόβος, εκείνο το αιχμηρό συναίσθημα του πανικού, έφυγαν, Η γυναίκα στην κουζίνα της είναι ασφαλής, ατέρμονα ασφαλής.

Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε ξαφνικά και μπήκε βιαστικά ο Κρίστοφερ. Έδειχνε λαχανιασμένος.

—Χαμός. Κλέψανε τα σκι του αρχιφύλακα, φώναξε.

—Τα σκι του αρχιφύλακα; Μα γιατί να το κάνει κανείς αυτό;

—Δεν μπορώ να καταλάβω κι εγώ, είπε ο Κρίστοφερ. Αν ο αρχιφύλακας ήθελε να φύγει και να μας αφήσει μόνους, αυτό μου φαίνεται πως θα ευχαριστούσε το δολοφόνο όσο τίποτε άλλο! Γι’ αυτό δε βγαίνει νόημα. Εσένα ποια είναι η γνώμη σου;

—Ο Τζάιλς τα είχε τοποθετήσει στη ντουλάπα, κάτω απ’ τη σκάλα, είπε η Μόλλυ.

—Σωστά, μα τώρα πια δεν είναι εκεί. Περίεργο, ε;

Γέλασε εύθυμα.

—Να δεις τον αρχιφύλακα. Έχει γίνει θηρίο απ’ το κακό του. Τα ‘χει βάλλει με τον κακομοίρη τον ταγματάρχη. Αυτός ο δυστυχής δεν μπορεί να θυμηθεί αν τα είδε εκεί μέσα, όταν είχε ανοίξει τη ντουλάπα, πριν απ’ την δολοφονία της κυρίας Μπόυλ. Ο αρχιφύλακας πάλι επιμένει πως θα έπρεπε να τα είχε προσέξει.

Χαμήλωσε τη φωνή του κι έσκυψε προς το μέρος της Μόλλυ.

—Αυτή η κατάσταση έχει σπάσει τα νεύρα του αρχιφύλακα, είπε. Δείχνει εξευτελισμένος.

—Μας έχει πάρει όλους κάτω.

—Έμενα όμως όχι. Λειτουργεί σαν τονωτικό. Η κατάσταση είναι εξαίσια εξωπραγματική.

Η Μόλλυ του είπε απότομα;

—Δεν θα το έλεγες αυτό, εάν… εάν την είχες βρει εσύ. Την κυρία Μπόυλ, εννοώ. Όλο το σκέφτομαι… δεν μπορώ να το ξεχάσω. Το πρόσωπό της… πρησμένο και πορφυρό…

Ανατρίχιασε. Ο Κρίστοφερ πλησίασε προς το μέρος της και έβαλε το χέρι του στον ώμο της.

—Το ξέρω, είπε. Με συγχωρείς. Είμαι ένας ηλίθιος! Δεν το σκέφθηκα…

Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό της Μόλλυ.

—Μόλις τώρα ένιωθα καλά, μαγειρεύοντας… η κουζίνα…

Συνέχισε μπλεγμένα, σχεδόν ακατάληπτα:

—…ξαφνικά, όλα πίσω πάλι γυρίζουν… σαν εφιάλτης…

Υπήρχε μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπο του Ρεν, έτσι όπως έστεκε κοιτάζοντας το σκυμμένο κεφάλι της γυναίκας.

Загрузка...