—Καταλαβαίνω, της είπε. Καταλαβαίνω πολύ καλά.

Απομακρύνθηκε λίγο.

—Καλύτερα να σας αφήσω τώρα… να μη σας ενοχλώ, συνέχισε εκείνος.

Προχώρησε προς την πόρτα κι είχε πιάσει την πετούγια, αλλά η Μόλλυ του φώναξε.

—Όχι, όχι, μη φεύγετε!

Στράφηκε και την κοίταξε ερωτηματικά, μετά επέστρεψε κοντά σιγά-σιγά.

—Το πιστεύετε αυτό που λέτε; ρώτησε.

—Ποιο; είπε η Μόλλυ.

—Ότι πραγματικά δεν θέλετε να φύγω;

—Όχι, δε θέλω. Δε θέλω να μείνω μόνη. Φοβάμαι να μείνω μόνη!

Ο Κρίστοφερ κάθισε στο τραπέζι. Η Μόλλυ πήγε προς τον φούρνο, έσκυψε, τον άνοιξε, μετέφερε την πίτα πιο ψηλά, έκλεισε πάλι το πορτάκι και πήγε να σταθεί κοντά του.

—Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, είπε ο Κρίστοφερ, με αδιάφορη φωνή.

—Ποιο;

—Να, ότι δε φοβάστε να μείνετε μόνη μαζί μου. Δε με φοβάστε, έτσι δεν είναι;

Η Μόλλυ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

—Όχι, δε φοβάμαι, είπε.

—Και γιατί δεν με φοβάσαι, Μόλλυ;

—Δεν ξέρω. Απλώς δεν σε φοβάμαι.

—Είμαι το μόνο πρόσωπο εδώ μέσα που ταιριάζει στην περιγραφή του δολοφόνου, είπε ο Κρίστοφερ.

—Όχι, είπε η Μόλλυ. Υπάρχουν κι άλλες πιθανότητες. Έχω κουβεντιάσει με τον αρχιφύλακα γι’ αυτές.

—Και συμφωνεί μαζί σου;

—Πάντως δεν διαφωνεί, του απάντησε η Μόλλυ.

Σκόρπιες φράσεις στριφογύριζαν στο μυαλό της. Κυρίως η τελευταία που είχε πει ο αρχιφύλακας: «Ξέρω τι ακριβώς σκέφτεστε, κυρία Νταίηβις». Ήξερε, όμως; Ήταν δυνατόν να ξέρει; Κι ακόμα είχε πει πως ο δολοφόνος διασκέδαζε. Ήταν αλήθεια αυτό;

—Δεν πιστεύω να διασκεδάζεις μ’ όλη αυτή την κατάσταση, συνέχισε η Μόλλυ, παρόλο που κάτι τέτοιο είπες προηγουμένως.

—Για όνομα του θεού, διαμαρτυρήθηκε ο Κρίστοφερ. Πώς είναι δυνατόν;

—Ω, δεν το είπα εγώ. Ο αρχιφύλακας το είπε. Τον απεχθάνομαι αυτόν τον άνθρωπο! Σου βάζει ιδέες στο μυαλό, ιδέες που δεν είναι αληθινές που δε μπορεί να είναι αληθινές.

Σκέπασε τα μάτια με τα δυο της χέρια. Ο Κρίστοφερ της έπιασε τα χέρια και τα κατέβασε απαλά.

—Μόλλυ, πες μου τι συμβαίνει; ρώτησε.

Τον άφησε να τη φέρει και να την καθίσει σε μια καρέκλα. Η συμπεριφορά του δεν ήταν πια ούτε υστερική, ούτε παιδιάστικη.

—Έλα, Μόλλυ, πες μου τι σημαίνουν όλα αυτά;

Η Μόλλυ τον κοίταξε μ’ ένα απλανές βλέμμα, σα να μη τον έβλεπε. Μετά τον ρώτησε.

—Αλήθεια, πόσες μέρες σε γνωρίζω, Κρίστοφερ; Δυο μέρες;

—Ακριβώς, συμφώνησε αυτός. Σκέφτεσαι – έτσι δεν είναι; – πως αν και είναι πολύ μικρό το διάστημα για να γνωριστούν δυο άνθρωποι, εμείς είμαστε σα να γνωριζόμαστε καλά.

—Ναι, είναι περίεργο, ε;

—Ω, δεν ξέρω. Υπάρχει μια συμπάθεια μεταξύ μας! Ίσως γιατί και οι δύο αντιμετωπίζουμε την ίδια κατάσταση.

Τα λόγια του δεν έμοιαζαν με ερώτηση, αλλά με διαπίστωση. Η Μόλλυ δεν έφερε αντίρρηση. Μίλησε λοιπόν στον ίδιο τόνο που της είχε μιλήσει κι εκείνος.

—Το αληθινό σου όνομα δεν είναι Κρίστοφερ Ρεν.

—Όχι, παραδέχτηκε αυτός.

—Τότε γιατί…

—…το διάλεξα; Γιατί μου φάνηκε αστείο και εκκεντρικό για ψευδώνυμο. Στο σχολείο μου είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Κρίστοφερ Ρόμπιν[1]. Έτσι μου κατέβηκε και το έκανα Ρεν. Ρόμπιν-Ρεν.

—Και ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα;

Ο Κρίστοφερ χαμογέλασε βιασμένα.

—Δε νομίζω πως έχει καμιά σημασία, είπε. Δεν θα σημαίνει τίποτα για σένα. Και δεν είμαι ούτε αρχιτέκτων… Για την ακρίβεια είμαι ένας λιποτάκτης!

Για μια στιγμή τα μάτια της Μόλλυ γέμισαν πανικό.

Ο Κρίστοφερ το πρόσεξε.

—Ναι, όπως ο καταζητούμενος δολοφόνος, είπε. Στο είπα, η περιγραφή του ταιριάζει απόλυτα με μένα.

—Μη γίνεσαι κουτός, είπε η Μόλλυ. Στο είπα: δεν πιστεύω ότι είσαι εσύ ο δολοφόνος. Έλα πες μου για τον εαυτό σου. Τι σ’ έκανε να λιποτακτήσεις; Είχες ψυχολογικό πρόβλημα;

—Θέλεις να πεις αν φοβόμουν; Όχι δεν φοβόμουν, τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ τον καθένα. Αντίθετα, είχα αποκτήσει τη φήμη πως μπορούσα να κρατώ την ψυχραιμία μου την ώρα της μάχης. Όχι, ήταν κάτι άλλο, πολύ διαφορετικό. Ήταν η μητέρα μου!

—Η μητέρα σου;

—Ναι, σκοτώθηκε σε κάποια αεροπορική επιδρομή. Θάφτηκε κάτω απ’ τα ερείπια. Όταν την έβγαλαν ήταν νεκρή. Το έμαθα δεν ξέρω τι ακριβώς έπαθα. Νομίζω ότι τρελάθηκα! Πίστεψα ότι συνέβη σε μένα προσωπικά. Ένιωσα την επιτακτική ανάγκη να γυρίσω στο σπίτι αμέσως. Έπρεπε να ξεθάψω τον εαυτό μου, δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις. Ήμουν μπερδεμένος…

Ακούμπησε το σαγόνι στα χέρια του και συνέχισε σε χαμηλότερο τόνο:

—Περιφερόμουν άσκοπα πολύ καιρό, ψάχνοντας για εκείνη, ή τον εαυτό μου, δεν ξέρω πια. Κι ύστερα, όταν το μυαλό μου καθάρισε, φοβόμουν να γυρίσω πίσω, ν’ αποκαλυφθώ… Και να τους εξηγούσα, δεν θα μπορούσαν ποτέ να με καταλάβουν. Κι από τότε δεν είμαι εγώ… όχι, δεν είμαι εγώ… δεν είμαι παρά ένα τίποτα!

Την κοίταξε, με το νεανικό του πρόσωπο χαμένο στην απελπισία.

—Δεν πρέπει να αισθάνεσαι έτσι, είπε η Μόλλυ με τρυφερότητα. Μπορείς να ξαναρχίσεις τη ζωή σου.

—Μπορεί άραγε κανείς να το κάνει αυτό; αναρωτήθηκε ο Κρίστοφερ.

—Βέβαια. Είσαι ακόμα τόσο νέος.

—Ναι, όμως είμαι ξοφλημένος. Βρίσκομαι πια στο τέλος…

—Όχι, δεν βρίσκεσαι στο τέλος. Έτσι νομίζεις μόνο. Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι νιώθουν σαν και σένα κάποτε στη ζωή τους, ότι τάχα έχουν φτάσει στο τέλος, ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν…

—Το έχεις νιώσει κι εσύ Μόλλυ, ε; Για να μιλάς μ’ αυτό τον τρόπο, θα πρέπει να το έχεις νιώσει.

—Ναι.

—Τι σου συνέβη;

—Τα δικά μου είναι τα συνηθισμένα· θα μπορούσαν να έχουν συμβεί σ’ ένα σωρό ανθρώπους. Ήμουν αρραβωνιασμένη μ’ έναν πιλότο που σκοτώθηκε.

—Δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό.

—Όχι. Υπάρχει κάτι ακόμα. Όταν ήμουν πιο νέα, είχα περάσει ένα σοκ. Αντιμετώπισα κάτι σκληρό και κτηνώδες. Μου δημιούργησε μια πεσιμιστική προδιάθεση για τη ζωή. Όταν σκοτώθηκε ο Τζακ, επιβεβαιώθηκε η άποψή μου ότι η ζωή είναι δόλια και σκληρή.

—Καταλαβαίνω. Και τότε φαντάζομαι είναι που μπήκε στη ζωή σου ο Τζάιλς, είπε ο Κρίστοφερ.

—Ναι, τότε…

Ο Κρίστοφερ είδε το τρυφερό χαμόγελο που άνθησε στα χείλη της.

—Ο Τζάιλς ήρθε! Κι όλα άρχισαν πάλι να μοιάζουν ασφαλή και χαρούμενα. Ο Τζάιλς!

Ξαφνικά το χαμόγελο έφυγε απ’ το πρόσωπό της. Σοβάρεψε. Ρίγησε σα να κρύωνε.

—Τι συμβαίνει, Μόλλυ; Τι σε φοβίζει; Γιατί φαίνεται καθαρά ότι κάτι φοβάσαι…

Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

—Έχει καμιά σχέση με τον Τζάιλς; Τίποτα που είπε ή έκανε;

—Όχι, δεν είναι ο Τζάιλς, όχι! Είναι αυτός ο φριχτός άνθρωπος!

—Ποιος φριχτός άνθρωπος; Ο Παραβιτσίνι; Ρώτησε ο Κρίστοφερ παραξενεμένος.

—Όχι, όχι, ο αρχιφύλακας Τρόττερ!

—Ο αρχιφύλακας;

—Ναι, αυτός. Υπαινίσσεται διάφορα… βάζει τρομερές σκέψεις στο μυαλό και για τον Τζάιλς ακόμα… αμφιβολίες που δεν φανταζόμουν ότι μπορεί να υπήρχαν. Ω, τον μισώ! Τον μισώ αυτό τον άνθρωπο!

Ο Κρίστοφερ ανοιγόκλεισε τα μάτια του έκπληκτος.

—Ο Τζάιλς; αναρωτήθηκε. Ο Τζάιλς! Ναι, βέβαια, καταλαβαίνω. Είμαστε μάλλον της ίδιας ηλικίας. Μοιάζει κάπως μεγαλύτερος από μένα, αλλά μάλλον δεν είναι. Ναι, ταιριάζει κι ο Τζάιλς! Αλλά, Μόλλυ, δεν έχει καμιά σημασία. Ο Τζάιλς ήταν εδώ μαζί σου, την ήμερα που δολοφονήθηκε εκείνη η γυναίκα στο Λονδίνο.

Η Μόλλυ δεν απάντησε.

Ο Κρίστοφερ την κοίταξε ξαφνιασμένος.

—Δεν ήταν εδώ;

Η Μόλλυ απάντησε βαριανασαίνοντας. Τα λόγια της έβγαιναν δύσκολα.

—Έλλειπε όλη τη μέρα… με το αυτοκίνητο… είχε πάει μακριά για ν’ αγοράσει ένα συρματόπλεγμα… τουλάχιστον αυτό μου είπε… αυτό νόμιζα κι εγώ μέχρι… μέχρι…

—Μέχρι πότε;

Η Μόλλυ άπλωσε το χέρι της αργά και του έδειξε την ημερομηνία στην “Ήβνιν Στάνταρτ” που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.

Ο Κρίστοφερ την κοίταξε και είπε:

—Η “Ήβνιν Στάνταρτ” του Λονδίνου. Αυτή η εφημερίδα είναι προχθεσινή.

—Ήταν στην τσέπη του Τζάιλς όταν γύρισε. Θα πρέπει να ήταν στο Λονδίνο!

Ο Κρίστοφερ κοίταξε μ’ ένα ύφος απορημένο, μια την εφημερίδα και μια τη Μόλλυ. Ύστερα σούφρωσε τα χείλη του κι άρχισε να σφυρίζει, όμως σταμάτησε απότομα. Όχι, δεν έπρεπε να σφυρίζει αυτό το σκοπό!

Διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια του κι αποφεύγοντας να την κοιτάξει κατάματα, τη ρώτησε:

—Τι ακριβώς ξέρεις για τον Τζάιλς;

—Μη, όχι, όχι, ούρλιαξε η Μόλλυ. Αυτό ακριβώς είναι που αυτός ο απαίσιος μπάτσος είπε ή θέλησε να υπαινιχθεί. Ότι οι γυναίκες δεν ξέρουν συχνά τίποτα για τους άνδρες που παντρεύονται, κυρίως, κατά τη διάρκεια του πολέμου! Είπε πως πιστεύουν αυτό που εκείνοι τους σερβίρουν.

—Υποθέτω ότι αυτό είναι μάλλον σωστό.

—Μη λες κι εσύ τα ίδια! Δεν μπορώ να το αντέξω. Φταίει αυτή η κατάσταση που είμαστε όλοι έτσι. Θα πιστεύαμε κάθε φανταστική υποψία, οσοδήποτε αβάσιμη κι αν είναι… Δεν είναι αλήθεια! Εγώ…

Σταμάτησε. Η πόρτα της κουζίνας είχε ανοίξει.

Ο Τζάιλς μπήκε μέσα. Είχε μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπό του.

—Μήπως διέκοψα κάτι; ρώτησε.

Ο Κρίστοφερ σηκώθηκε από την καρέκλα του και είπε κάπως αμήχανα:

—Μου έδινε μερικά μαθήματα μαγειρικής!

—Αλήθεια; Λοιπόν, άκουσε εδώ Ρεν. Τα τετ-α-τετ δεν είναι και πολύ υγιεινά, τούτη την ώρα. Δίνε του από εδώ μέσα, μ’ ακούς; Ξεκουμπίσου!

—Ω, μα, βεβαίως, βεβαίως, εγώ…

—Κρατήσου μακριά από τη γυναίκα μου. Δεν έχω σκοπό να την αφήσω να γίνει το επόμενο θύμα!

—Αυτό είναι που κάνει και εμένα ν’ ανησυχώ, είπε ήρεμα ο Κρίστοφερ.

Αν υπήρχε κάποιο υπονοούμενο στα λόγια του, ο Τζάιλς δε φάνηκε να το κατάλαβε.

Αναψοκοκκίνισε και είπε:

—Άσε με εμένα ν’ ανησυχώ. Μπορώ να φροντίσω τη γυναίκα μου μόνος μου. Και εσύ να πας στο διάβολο!

—Σε παρακαλώ, Κρίστοφερ, φύγε, είπε η Μόλλυ παρακλητικά. Φύγε, σε παρακαλώ!

Ο Κρίστοφερ προχώρησε αργά προς την πόρτα.

—Δεν θα είμαι πολύ μακριά, είπε.

Τα λόγια αυτά απευθύνονταν στη Μόλλυ και έκρυβαν ένα σαφές υπονοούμενο.

—Θα ξεκουμπιστείς, επιτέλους; φώναξε ο Τζάιλς.

Ο Κρίστοφερ έβγαλε μια στριγκλιάρικη φωνή, κοροϊδεύοντας τον Τζάιλς.

—Αμέσως, κύριε διοικητά.

Η πόρτα έκλεισε πίσω του και ο Τζάιλς στράφηκε στη Μόλλυ.

—Για όνομα του θεού, Μόλλυ, δεν έχεις καθόλου μυαλό; Κλεισμένη εδώ μέσα μ’ έναν επικίνδυνο μανιακό;

—Δεν είναι ο… διαμαρτυρήθηκε η Μόλλυ, άλλαξε όμως αμέσως τη φράση της και πρόσθεσε… δεν είναι επικίνδυνος! Εξάλλου, Τζάιλς, μπορώ να φυλαχτώ. Ξέρω να φροντίζω τον εαυτό μου.

Αυτός γέλασε σαρκαστικά.

—Όπως η κυρία Μπόυλ;

—Ω, Τζάιλς, σταμάτα.

—Με συγχωρείς, αγάπη μου, αλλά έχω ανάψει. Είναι κι αυτό το βλαμμένο παιδί. Αναρωτιέμαι τι του βρίσκεις.

—Τον λυπάμαι, Τζάιλς, είπε η Μόλλυ.

—Λυπάσαι ένα μανιακό δολοφόνο;

Η Μόλλυ του έριξε μια καταφρονετική ματιά.

—Μπορώ να λυπηθώ κι ένα μανιακό, ξέρεις, είπε.

—Και είναι ανάγκη να τον φωνάζεις με το μικρό του όνομα; Αλήθεια, από πότε, παρακαλώ, μιλάτε με τα μικρά σας ονόματα;

—Ω, Τζάιλς, μη γίνεσαι γελοίος. Όλοι στις μέρες μας χρησιμοποιούν τα μικρά τους ονόματα. Το ξέρεις. Το κάνεις κι εσύ.

—Όχι, όμως, και δυο μέρες μετά τη γνωριμία. Αλλά ίσως να υπάρχει κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Ίσως γνώριζες αυτόν τον Κρίστοφερ Ρεν, τον ψευτοαρχιτέκτονα από πριν, προτού έρθει εδώ. Πιθανόν μάλιστα εσύ να του πρότεινες να έρθει. Πιθανόν να τα έχετε κιόλας τακτοποιήσει μεταξύ σας.

Η Μόλλυ τον κοίταξε εμβρόντητη.

—Τζάιλς, μήπως έχασες το μυαλό σου; Τι διάβολο, φαντάζεσαι;

—Φαντάζομαι ότι αυτός ο Κρίστοφερ Ρεν είναι ένας παλιός σου γνωστός, με τον όποιον είχες πολύ στενότερες σχέσεις, απ’ αυτές που ήθελες να ξέρω.

—Τζάιλς, πρέπει να σου έστριψε καμιά βίδα!

—Υποθέτω πως θα επιμένεις ότι εδώ τον συνάντησες για πρώτη φορά. Περίεργο πάντως που ήρθε να μείνει σ’ ένα τόσο απομακρυσμένο μέρος, όπως αυτό, στα καλά καθούμενα. Έτσι δεν είναι;

—Δεν βλέπω γιατί θα έπρεπε να είναι περίεργο αυτό. Κι ο ταγματάρχης Μέτκαλφ κι η κυρία Μπόυλ είναι περίεργο που ήρθαν να μείνουν εδώ;

—Διάβασα κάπου ότι αυτοί οι μυστήριοι παλαβιάρηδες, ελκύουν τις γυναίκες, σα μαγνήτης. Απ’ ότι φαίνεται έτσι είναι. Μόλλυ, πες μου: πώς τον γνώρισες; Πότε άρχισε αυτή η ιστορία;

—Είσαι τελείως ανόητος, Τζάιλς. Δεν είχα ξαναδεί τον Κρίστοφερ Ρεν. Τον γνώρισα για πρώτη φορά όταν ήρθε εδώ!

—Και δεν ήσουν στο Λονδίνο πριν από δυο μέρες; Εκεί δεν τον συνάντησες και κανονίσατε να έρθει σαν πελάτης;

—Ξέρεις, Τζάιλς, πολύ καλά ότι έχω να πάω στο Λονδίνο εδώ και πολλές εβδομάδες.

—Αλήθεια; Πολύ ενδιαφέρον!

Τράβηξε απ’ την τσέπη του ένα γάντι και της το έδειξε.

—Αυτό είναι ένα από τα γάντια που φορούσες προχθές, μη μου πεις όχι. Την ήμερα που εγώ είχα πάει στο Σέιλχαμ να πάρω το σύρμα.

—Την ήμερα που είχες πάει στο Σέιλχαμ για ν’ αγοράσεις το σύρμα, επανέλαβε η Μόλλυ, καρφώνοντάς τον με το βλέμμα της ναι, φορούσα αυτά τα γάντια όταν βγήκα έξω.

—Είπες ότι κατέβηκες στο χωριό. Αν είναι έτσι, τότε τι γυρεύει αυτό εδώ μέσα στο γάντι;

Κατηγορηματικά της έδειξε ένα ροζ εισιτήριο λεωφορείου.

Μονομιάς έπεσε σιωπή.

—Πήγες στο Λονδίνο, είπε ο Τζάιλς με άγρια χαρά.

—Πολύ καλά, απάντησε η Μόλλυ και σήκωσε το κεφάλι της προκλητικά. Πήγα στο Λονδίνο, μάλιστα.

—Για να συναντήσεις αυτό τον ηλίθιο, τον Κρίστοφερ Ρεν.

—Όχι, δεν πήγα να συναντήσω τον Κρίστοφερ.

—Τότε γιατί πήγες;

—Για την ώρα, Τζάιλς, δεν σκοπεύω να σου πω, είπε παγερά η Μόλλυ.

—Βέβαια, πρέπει να βρεις τον καιρό να σοφιστείς μια καλή ιστορία, ε;

—Μου φαίνεται, Τζάιλς, έκανε απειλητικά η Μόλλυ, ότι αρχίζω να σε μισώ!

—Εγώ δεν σε μισώ, ομολόγησε πικρά αυτός, όμως, δε σου το κρύβω, ότι σχεδόν θα ήθελα να νοιώθω έτσι. Αυτό που νοιώθω είναι ότι δε σε γνωρίζω πια… δεν ξέρω τίποτα για σένα!

—Το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ, είπε η Μόλλυ. Είσαι ένας ξένος. Ένας άνδρας που μου λέει ψέματα!

—Πότε σου είπα ψέματα;

Η Μόλλυ γέλασε.

—Νομίζεις ότι πίστεψα ποτέ αυτή την ιστορία με τα σύρματα; Κι εσύ είχες πάει εκείνη την ήμερα στο Λονδίνο.

—Υποθέτω ότι με είδες εκεί, είπε ο Τζάιλς και δε με εμπιστεύεσαι αρκετά για να…

—Να σε εμπιστευθώ; Ποτέ δεν πρόκειται πια να εμπιστευθώ κανέναν! Ποτέ πια…

Κανείς τους δεν πρόσεξε το απαλό άνοιγμα της πόρτας.

Ο κύριος Παραβιτσίνι ξερόβηξε.

—Νοιώθω αμήχανα! μουρμούρισε. Εσείς οι νέοι όταν μαλώνετε δεν ξέρετε τι λέτε. Είναι πολύ εύκολο να σου ξεφύγει κάτι και να πεις μια κουβέντα παραπάνω σ’ ένα ερωτικό καβγαδάκι.

—Ερωτικό καβγαδάκι! είπε ο Τζάιλς περιφρονητικά Καλό κι αυτό!

—Εντάξει, εντάξει, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι που ήθελε να καταπραΰνει τα πνεύματα. Καταλαβαίνω πως αισθάνεστε. Τα πέρασα κι εγώ όταν ήμουν νεώτερος. Αλλά αυτό που με έκανε να σας ενοχλήσω είναι ότι αυτός ο αστυφύλακας επιμένει να συγκεντρωθούμε όλοι στο σαλόνι. Πιστεύει ότι του ήρθε μια έξυπνη ιδέα!

Ο κύριος Παραβιτσίνι ψευτοχαμογέλασε.

—Αν η αστυνομία έχει κάποιο στοιχείο, ναι, βέβαια, το ακούει κανείς με ενδιαφέρον. Αλλά μια ιδέα; Πολύ αμφιβάλλω. Αναμφίβολα ο αρχιφύλακας Τρόττερ είναι ένας επίμονος και δραστήριος, αστυνομικός, αλλά δε νομίζω ότι είναι ιδιαίτερα προικισμένος με ευφυΐα!

—Πήγαινε εσύ, Τζάιλς, είπε η Μόλλυ, εγώ πρέπει να μαγειρέψω. Ο αρχιφύλακας μπορεί να κάνει τη δουλειά του και χωρίς εμένα.

—Μια και μιλάμε για μαγείρεμα, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι πλησιάζοντας τη Μόλλυ, μήπως έχετε δοκιμάσει ποτέ συκωτάκια κοτόπουλου, σερβιρισμένα επάνω σε φρυγανιά, με μια χοντρή στρώση από φουά-γκρα και μια ψιλή φέτα μπέικον, πασαλειμμένο με γαλλική μουστάρδα ντιζόν;

—Δεν είναι εύκολο να βρεθεί φουά-γκρα στις μέρες μας, είπε ο Τζάιλς. Λοιπόν, πηγαίνουμε, κύριε Παραβιτσίνι;

—Να μείνω να σας βοηθήσω, αγαπητή μου κυρία;

—Θα έρθετε μαζί μου στο σαλόνι, Παραβιτσίνι, είπε νευριασμένος ο Τζάιλς.

Ο κύριος Παραβιτσίνι χασκογέλασε.

—Ο σύζυγός σας φοβάται για σας, είπε. Πολύ φυσικό. Δεν του αρέσει η ιδέα να σας αφήσει μόνη μαζί μου. Φοβάται τις σαδιστικές μου τάσεις και όχι τις άνομες. Υποχωρώ προ της δυνάμεως.

Υποκλίθηκε ευγενικά μπροστά και έστειλε ένα φιλί με τις άκρες των δακτύλων του.

—Ω, κύριε Παραβιτσίνι, έκανε η Μόλλυ στεναχωρημένα. Είμαι βέβαιη ότι…

Ο κύριος Παραβιτσίνι κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. Γύρισε μετά προς τον Τζάιλς και είπε:

—Είστε σοφός, νεαρέ. Μην αφήνετε τίποτα στην τύχη. Μπορώ να αποδείξω σε εσάς ή στον επιθεωρητή μας, ότι δεν είμαι εγώ ο μανιακός δολοφόνος; Σας το βεβαιώνω επίσημα. Θα με πιστέψετε; Ασφαλώς όχι. Η άρνηση είναι κάτι που δύσκολα μπορεί κανείς, να αποδείξει.

Άρχισε να μουρμουρίζει χαρωπά.

Η Μόλλυ τινάχτηκε.

—Σας παρακαλώ, κύριε Παραβιτσίνι, πάψτε. Όχι, αυτό το φριχτό σκοπό!

—Τα «Τρία τυφλά ποντικάκια», αυτό ήταν; Τι έχω πάθει! Αυτός ο σκοπός γυρίζει συνεχώς μέσα στο μυαλό μου. Τώρα που το σκέφτομαι, βρίσκω αυτό το τραγούδι αποκρουστικό. Δεν είναι κανένα ευχάριστο τραγουδάκι, αλλά τα παιδιά αγαπούν τα άγρια πράγματα. Δεν το έχετε παρατηρήσει; Αυτός ο σκοπός είναι καθαρά αγγλικός. Είναι η σκληρή, βουκολική εγγλέζικη φύση! «με σκαλιστό μαχαίρι, την ουρά τους έχει κόψει σε χίλια μέρη!» Τα παιδιά τρελαίνονται για κάτι τέτοια. Θα μπορούσα να σας πω πράγματα για τα παιδιά…

—Όχι σας παρακαλώ, έκανε η Μόλλυ αδύναμα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είστε τόσο σκληρός.

Ο τόνος της άρχισε ν’ ανεβαίνει κι έγινε σχεδόν υστερικός.

—Γελάτε και καγχάζετε. Σα μια γάτα που παίζει με τα ποντίκια… που παίζει μέχρι να…

Άρχισε κι εκείνη να γελά.

—Ηρέμησε, Μόλλυ, έκανε καθησυχαστικά ο Τζάιλς. Σύνελθε! Έλα, θα πάμε όλοι μαζί στο σαλόνι. Ο αρχιφύλακας θα ανυπομονεί πλέον. Άσε το μαγείρεμα. Ο φόνος είναι πιο σημαντικός απ’ το φαγητό.

—Δεν είμαι βέβαιος ότι συμφωνώ μαζί σας, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι, όπως τους ακολουθούσε με τα μικρά, πηδηχτά του βήματα. Οι μελλοθάνατοι τρώνε πάντα καλά, πριν τους εκτελέσουν! Έτσι έχω ακούσει να λένε.

Ο Κρίστοφερ Ρεν τους συνάντησε στο χολ, και εισέπραξε το σκυθρωπό βλέμμα του Τζάιλς. Έριξε στη Μόλλυ μια ανήσυχη ματιά, άλλα εκείνη, με το κεφάλι ψηλά, περπάτησε κοιτάζοντας κατευθείαν μπροστά της. Περπατούσαν όλοι μαζί, σαν σε πομπή, πηγαίνοντας στο σαλόνι. Τελευταίος πήγαινε ο κύριος Παραβιτσίνι με τα γατίσια βήματά του.

Ο αρχιφύλακας και ο ταγματάρχης, περίμεναν στο σαλόνι. Ο ταγματάρχης έδειχνε συνοφρυωμένος. Ο αρχιφύλακας ήταν αναψοκοκκινισμένος και ζωηρός.

—Εντάξει, είπε μόλις τους είδε. Σας ήθελα όλους μαζί. Θέλω να κάνω ένα πείραμα και χρειάζομαι τη συνεργασία σας.

—Θα κρατήσει πολύ; ρώτησε η Μόλλυ. Έχω αρκετή δουλειά στην κουζίνα. Ξέρετε, πρέπει κάποτε και να φάμε.

—Ναι, σωστά, έκανε ο αρχιφύλακας. Το καταλαβαίνω αυτό, κυρία Νταίηβις, αλλά θα πρέπει να με συγχωρήσετε γι’ αυτό που θα σας πω. Υπάρχουν σπουδαιότερα πράγματα από το φαγητό. Η κυρία Μπόυλ, λόγου χάρη, δεν χρειάζεται πια φαγητό!

—Αληθινά, κύριε αρχιφύλακα, παρατήρησε ο ταγματάρχης, αυτός είναι ένας εξαιρετικά άγαρμπος τρόπος για να βάζει κανείς τα πράγματα στη θέση τους.

—Λυπάμαι, Ταγματάρχα, αλλά χρειάζομαι τη συνεργασία όλων σας, σ’ αυτό το πείραμα που σκοπεύω να κάνω.

—Βρήκατε τα σκι σας; ρώτησε η Μόλλυ.

Ο αρχιφύλακας κοκκίνισε κι άλλο.

—Όχι, δεν τα βρήκα, κυρία Νταίηβις. Μα μπορώ να πω, πιστέψτε με, ότι έχω βάσιμες υποψίες για το ποιος τα πήρε και γιατί. Δεν θέλω να πω τίποτα περισσότερο για την ώρα.

—Κι εγώ σας παρακαλώ να μην πείτε. Είπε ο κύριος Παραβιτσίνι παρακλητικά. Πίστευα πάντοτε ότι οι εξηγήσεις πρέπει να φυλάγονται για το τέλος. Το συναρπαστικό τελευταίο κεφάλαιο!

—Δεν πρόκειται για κανένα παιχνίδι, κύριε.

—Δεν πρόκειται για παιχνίδι; Να, εδώ πιστεύω ότι γελιέστε. Εγώ έχω την πεποίθηση ότι πρόκειται για παιχνίδι. Κάποιος παίζει!

—Ο δολοφόνος διασκεδάζει, μουρμούρισε μες απ’ τα δόντια της η Μόλλυ.

Όλοι την κοίταξαν απορημένοι. Η νέα γυναίκα ξαφνιάστηκε.

—Επαναλαμβάνω μονάχα μια φράση που είπε ο αρχιφύλακας Τρόττερ, εξήγησε μουδιασμένη.

Ο αρχιφύλακας δεν έμοιαζε και πολύ ευχαριστημένος.

—Πολύ ωραία είναι όλα αυτά που ανέφερε ο κύριος Παραβιτσίνι, για “το τελευταίο κεφάλαιο”, σα να έχουμε να κάνουμε με κανένα αστυνομικό μυθιστόρημα, παρατήρησε. Όμως, εδώ αντιμετωπίζουμε κάτι αληθινό. Κάτι που συμβαίνει!

—Εγώ σας αφήνω, είπε ο Κρίστοφερ Ρεν κάνοντας μεταβολή. Εμένα δε μου συνέβη τίποτα.

—Ελάτε τώρα, νεαρέ μου, είπε ο ταγματάρχης Μέτκαλφ. Περιμένετε να ακούσουμε π έχει να μας πει ο αρχιφύλακας και κυρίως τι μας θέλει.

Ο αρχιφύλακας ξερόβηξε να καθαρίσει το λαιμό του. Η φωνή του, είχε ένα ξερό, καθαρά υπηρεσιακό τόνο.

—Πήρα τις καταθέσεις σας, πριν από λίγο, είπε. Αυτά τα στοιχεία αναφερόντουσαν στο που βρισκόταν ο καθένας σας την ώρα της δολοφονίας της κυρίας Μπόυλ. Ο κύριος Ρεν και ο κύριος Νταίηβις, βρισκόντουσαν ο καθένας στην κρεβατοκάμαρά του. Η κυρία Νταίηβις στην κουζίνα. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ στο κελάρι. Ο κύριος Παραβιτσίνι εδώ, σ’ αυτό το δωμάτιο…

Κοντοστάθηκε και συνέχισε:

—Αυτές ήταν οι δηλώσεις σας. Δεν έχω τη δυνατότητα να τις ελέγξω. Μπορεί να είναι η αλήθεια, μπορεί και όχι! Και για να είμαι πιο σαφής, τέσσερις από αυτές τις δηλώσεις είναι αληθινές και μία είναι ψεύτικη. Ποια απ’ όλες;

Τους κοίταζε όλους έναν-έναν, προσεκτικά. Κανείς δε μίλησε.

—Τέσσερις από σας είπαν την αλήθεια, συνέχισε ο αστυνομικός, ένας λέει ψέματα! Έχω ένα σχέδιο που θα με βοηθήσει να ξεσκεπάσω τον ψεύτη! Και όταν ανακαλύψω αυτόν που είπε ψέματα, τότε θα έχω βρει και το δολοφόνο!

—Αυτό δεν είναι απόλυτο, διαμαρτυρήθηκε ζωηρά ο Τζάιλς.

Κάποιος μπορεί να είπε ψέματα, για κάποια άλλη αιτία!

—Αμφιβάλω γι’ αυτό, κύριε Νταίηβις.

—Και τι είδους ιδέα είναι αυτή, άνθρωπέ μου. Τώρα δεν μας είπες ότι δεν έχεις τη δυνατότητα να ελέγξεις τις καταθέσεις μας;

—Ναι, αλλά αν ο καθένας σας επαναλάβει τις κινήσεις που έκανε τότε;

—Μπα, έκανε ο ταγματάρχης Μέτκαλφ υποτιμητικά. Αναπαράσταση του εγκλήματος! Αλλόκοτη ιδέα!

—Όχι, αναπαράσταση του εγκλήματος, Ταγματάρχα. Αναπαράσταση των κινήσεων όλων των φαινομενικά αθώων ανθρώπων.

—Και τι περιμένετε να βγάλετε απ’ αυτό;

—Να με συγχωρείτε, αν δεν το ξεκαθαρίσω αυτό από τώρα.

—Θέλετε μια ακριβή επανάληψη; ρώτησε η Μόλλυ.

—Κατά το δυνατόν, κυρία Νταίηβις.

Έγινε για λίγο σιωπή. Ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, μια ενοχλητική σιωπή.

Είναι παγίδα! σκέφτηκε η Μόλλυ. Είναι παγίδα, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς…

Θα νόμιζε κανείς πως υπήρχαν πέντε ένοχοι μέσα στο δωμάτιο και όχι ένας και τέσσερις αθώοι! Έριχναν ο ένας στον άλλον πλάγια βλέμματα και κοίταζαν με απορία το χαμογελαστό αυτό όργανο του νόμου, που τους πρότεινε αυτή τη φαινομενικά αθώα μανούβρα.

Ο Κρίστοφερ δεν κρατήθηκε περισσότερο:

—Μα, δεν καταλαβαίνω, δεν καταλαβαίνω τι ελπίζετε να βρείτε. Δηλαδή τι θα βγει αν μας βάλετε να επαναλάβουμε τις κινήσεις που κάναμε τότε! Μου φαίνεται ακατανόητο!

—Έτσι μοιάζει, κύριε Ρεν;

—Εντάξει, είπε ο Τζάιλς, σκεπτικά. Θα γίνει όπως θέλετε, κύριε αρχιφύλακα. Θα συνεργαστούμε. Θα πρέπει να προσπαθήσουμε να κάνουμε ακριβώς ότι κάναμε και πριν, ε;

—Οι ίδιες πράξεις θα εκτελεστούν, είπε ο αρχιφύλακας.

Υπήρχε κάτι το διφορούμενο στη φράση του, που έκανε τον ταγματάρχη Μέτκαλφ να τον κοιτάξει περίεργα.

Ο Τρόττερ συνέχισε:

—Ο κύριος Παραβιτσίνι μας είπε ότι είχε καθίσει μπροστά στο πιάνο και έπαιζε ένα σκοπό. Μήπως θα μπορούσατε, κύριε Παραβιτσίνι, να μας δείξετε ακριβώς τι κάνατε;

—Ευχαρίστως, να σας δείξω.

Κινήθηκε με μεγάλη ευκινησία προς το πιάνο και κάθισε στο σκαμπό.

—Και τώρα ο μαέστρος θα σας παίξει στο πιάνο, ένα σκοπό που είναι το σήμα του δολοφόνου, είπε με στόμφο.

Μόρφασε και με θεατρικές κινήσεις άπλωσε το δείκτη του στα πλήκτρα κι άρχισε να παίζει τα “Τρία τυφλά ποντικάκια”.

Διασκεδάζει, συλλογίστηκε σοκαρισμένη η Μόλλυ. Είναι ολοφάνερο πως διασκεδάζει!

Μέσα στο μεγάλο δωμάτιο, οι χαμηλές νότες, ακούγονταν με ένα σχεδόν απόκοσμο εφέ.

—Ευχαριστώ, κύριε Παραβιτσίνι, τον διέκοψε ο αρχιφύλακας. Παίξατε το σκοπό ακριβώς όπως και προηγουμένως;

—Μάλιστα. Επανέλαβα τη στροφή τρεις φορές.

Ο αρχιφύλακας στράφηκε στη Μόλλυ.

—Παίζετε πιάνο, κυρία Νταίηβις;

—Μάλιστα.

—Μπορείτε να παίξετε το σκοπό που έπαιξε προηγουμένως ο κύριος Παραβιτσίνι, αλλά ακριβώς με τον ίδιο τρόπο;

—Βεβαίως και μπορώ.

—Τότε πηγαίνετε και καθίστε στο πιάνο. Να αρχίσετε να παίζετε μόλις σας πω.

Η Μόλλυ φαινόταν αναστατωμένη. Προχώρησε αργά προς το πιάνο.

Ο κύριος Παραβιτσίνι σηκώθηκε από το σκαμπό με μια φωνή διαμαρτυρίας.

—Αλλιώς είχα καταλάβει εγώ. Ο καθένας μας θα επαναλάμβανε τις κινήσεις που έκανε! Εγώ καθόμουν στο πιάνο.

—Θα επαναληφθούν οι ίδιες πράξεις, ακριβώς την ίδια ώρα, αλλά δεν είναι αναγκαίο κι από τους ίδιους ανθρώπους!

—Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Τζάιλς. Τι θα βγει απ’ αυτό;

—Θα βγει, κύριε Νταίηβις, θα βγει! Είναι κι αυτός ένας τρόπος να εξακριβώσω την αλήθεια των κινήσεων σας και ιδίως την αλήθεια των κινήσεων ενός από σας! Και τώρα παρακαλώ! Θα σας υποδείξω τις θέσεις σας. Η κυρία Νταίηβις θα μείνει εδώ στο πιάνο. Κύριε Ρεν, θα είχατε την καλοσύνη να πάτε στην κουζίνα; Ρίξτε και μια ματιά στο φαγητό! Κύριε Παραβιτσίνι, μπορείτε να πάτε στο δωμάτιο του κυρίου Ρεν; Εκεί μπορείτε να εξασκηθείτε καλύτερα σφυρίζοντας τα τρία τυφλά ποντικάκια, όπως ακριβώς έκανε προηγουμένως και εκείνος. Ταγματάρχα Μέτκαλφ, θα πάτε σας παρακαλώ, επάνω στο δωμάτιο του κυρίου Νταίηβις. Εκεί θα εξετάσετε τη συσκευή του τηλεφώνου. Και σεις κύριε Νταίηβις, ρίχνετε μια ματιά στη ντουλάπα, στο χολ και μετά κατεβαίνετε στο υπόγειο.

Για μια στιγμή σώπασαν. Κι έπειτα τέσσερα άτομα κινήθηκαν προς την πόρτα.

Ο Τρόττερ τους ακολούθησε. Γύρισε το κεφάλι του για να πει στη Μόλλυ.

—Μετρήστε μέχρι το πενήντα και μετά αρχίστε να παίζετε.

Ακολούθησε τους άλλους έξω.

Προτού κλείσει η πόρτα, η Μόλλυ άκουσε τη φωνή του κυρίου Παραβιτσίνι να λέει:

—Ποτέ δε. φανταζόμουν ότι η αστυνομία θα, τα κατάφερνε τόσο καλά στα παιχνίδια συναναστροφών!


—Σαράντα οκτώ, σαράντα εννέα, πενήντα.

Υπάκουα η Μόλλυ τελείωσε το μέτρημα και άρχισε να παίζει. Ξανά το απαλό, άγριο τραγούδι πλημμύρισε το γεμάτο ηχώ δωμάτιο.

Τρία τυφλά ποντικάκια,

για κοίτα πως γυρνάνε…

Η Μόλλυ ένιωσε την καρδιά της να χτυπά όλο και πιο δυνατά, πιο άγρια. Όπως είχε πει ο κύριος Παραβιτσίνι, ήταν ένας αλλόκοτος και άγριος σκοπός. Είχε όλη την παιδική άγνοια για τον οίκτο, που είναι τόσο τρομερή κι απάνθρωπη, όταν την συναντά κανείς σε μεγάλους. Πολύ αμυδρά μπορούσε ν’ ακούσει τον ίδιο σκοπό από το επάνω πάτωμα, που σφύριζε ο κύριος Παραβιτσίνι, παίζοντας το ρόλο του Κρίστοφερ Ρεν.

Ξαφνικά, από τη βιβλιοθήκη δίπλα, ακούστηκε το ραδιόφωνο να παίζει. Βέβαια, θα το είχε ανοίξει ο αρχιφύλακας. Απ’ ότι φαίνεται έπαιζε το ρόλο της κυρίας Μπόυλ. Αλλά γιατί; Τι θα έβγαινε απ’ όλα αυτά; Που ήταν η παγίδα; Γιατί η Μόλλυ ήταν βεβαία ότι επρόκειτο για παγίδα.

Ένα ρεύμα κρύου αέρα φύσηξε στο σβέρκο της. Έστρεψε απότομα το κεφάλι. Ασφαλώς κάποιος είχε ανοίξει την πόρτα. Κάποιος είχε μπει στο δωμάτιο.

Μα, όχι, το δωμάτιο ήταν άδειο! Και ξαφνικά ένιωσε άσχημα. Φοβόταν. Αν έμπαινε κανείς; Αν ερχόταν ο κύριος Παραβιτσίνι, θα μπορούσε, να ξεγλιστρήσει από την πόρτα, να πλησιάσει αθόρυβα, προς το πιάνο και τα μακριά του δάχτυλα ν’ αρχίσουν να σφίγγουν, να σφίγγουν…

«Ώστε παίζετε το πένθιμο εμβατήριο για τη δική σας κηδεία, αγαπητή μου κυρία. Τι ευτυχής σκέψη!»

Κουταμάρες… Μη γίνεσαι βλάκας… μη φαντάζεσαι πράγματα! Εξάλλου, τον ακούς από πάνω που σφυρίζει. Τον ακούς, όπως σ’ ακούει κι εκείνος.

Σήκωσε τα δάχτυλά της από τα πλήκτρα, καθώς μια ιδέα της πέρασε απ’ το μυαλό. Κανείς δεν είχε ακούσει τον κύριο Παραβιτσίνι να παίζει. Αυτή ήταν η παγίδα; Μήπως ο κύριος Παραβιτσίνι δεν είχε παίξει καθόλου; Μήπως δεν ήταν στο σαλόνι, αλλά στη βιβλιοθήκη; Στη βιβλιοθήκη και στραγγάλιζε την κυρία Μπόυλ;

Είχε φανεί αναστατωμένος, εξαιρετικά αναστατωμένος μάλιστα, όταν ο αρχιφύλακας της είχε ζητήσει να παίξει εκείνη στο πιάνο. Είχε επιμείνει ιδιαίτερα, ότι έπαιζε πολύ σιγά. Βέβαια, είχε τονίσει ότι έπαιζε σιγά, με την ελπίδα ότι δεν θα είχε ακουστεί έξω από το δωμάτιο. Γιατί αν κάποιος άκουγε τώρα το πιάνο και κανείς δεν το είχε ακούσει πριν… τότε, ο Τρόττερ θα είχε βρει αυτό που ήθελε… αυτόν που είχε πει ψέματα.

Η πόρτα του σαλονιού άνοιξε. Η Μόλλυ, βέβαιη πως επρόκειτο να αντικρίσει τον κύριο Παραβιτσίνι, ήταν έτοιμη να ουρλιάξει. Αλλα δεν ήταν ο Ιταλός, ήταν ο αρχιφύλακας που μπήκε ακριβώς τη στιγμή που τέλειωνε την τρίτη στροφή του τραγουδιού.

—Ευχαριστώ, κυρία Νταίηβις, είπε.

Έμοιαζε ιδιαίτερα ικανοποιημένος με τον εαυτό του και οι κινήσεις του έδειχναν ζωντάνια και αυτοπεποίθηση.

Η Μόλλυ σήκωσε τα χέρια της από το πιάνο.

—Βρήκατε αυτό που γυρεύατε; ρώτησε.

—Βεβαίως. Βρήκα ακριβώς αυτό που ήθελα.

Η φωνή του έδειχνε θρίαμβο.

—Τι; Ποιον;

—Δεν ξέρετε, κυρία Νταίηβις; Ελάτε τώρα, δεν είναι τόσο δύσκολο. Μεταξύ μας τώρα, είστε, θα μπορούσα να πω, απερίσκεπτη! Με αφήνατε να ψάχνω για το τρίτο θύμα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι βρεθήκατε εσείς σε τρομερό κίνδυνο!

—Εγώ; Δεν καταλαβαίνω τι λέτε!

—Θέλω να πω ότι δεν μου φερθήκατε τίμια, κυρία Νταίηβις. Μου φερθήκατε, ακριβώς όπως η κυρία Μπόυλ.

—Δεν καταλαβαίνω.

—Ναι, ναι, καταλαβαίνετε! Όταν ανέφερα για πρώτη φορά την υπόθεση του αγροκτήματος Λόνγκριτζ, εσείς τα ξέρατε όλα! Ω, ναι τα ξέρατε! Αναστατωθήκατε! Και ήσασταν εσείς που βεβαιώσατε ότι η κυρία Μπόυλ ήταν ο αξιωματικός στρατωνισμού στην περιοχή. Και οι δυο σας ξέρατε! Κι έτσι όταν άρχισα να σκαλίζω για να βρω ποιο θα ήταν το τρίτο θύμα, αμέσως κατέληξα σε σας. Δείχνατε ότι γνωρίζατε την υπόθεση από πρώτο χέρι. Εμείς οι αστυνομικοί δεν είμαστε και τόσο ηλίθιοι όσο δείχνουμε, ξέρετε…

Η Μόλλυ είπε με σπασμένη φωνή:

—Δεν καταλαβαίνετε. Δεν ήθελα απλώς να θυμάμαι.

—Αυτό μπορώ να το καταλάβω, της είπε με πιο γαλήνιο τόνο. Το πατρικό σας όνομα ήταν Γουεινράϊτ, έτσι δεν είναι;

—Ναι.

—Και είσαστε λίγο μεγαλύτερη από όσο θέλετε να δείχνετε. Το 1940, όταν συνέβη εκείνη η ιστορία, ήσασταν δασκάλα στο Άμπιβεηλ, έτσι;

-Όχι!

—Κι όμως, ήσασταν, κυρία Νταίηβις.

—Δεν ήμουν σας λέω.

—Το αγόρι που πέθανε, είπε ο αρχιφύλακας, κατάφερε να σας στείλει ένα γράμμα. Έκλεψε το γραμματόσημο. Στο γράμμα του ζητούσε βοήθεια από την καλή του δασκάλα. Είναι δουλειά της δασκάλας να μαθαίνει γιατί οι μαθητές απουσιάζουν από το σχολείο. Δεν ενδιαφερθήκατε, αδιαφορήσατε για το γράμμα ενός κακόμοιρου παιδιού.

—Στοπ, φώναξε η Μόλλυ με πυρωμένα μάγουλα. Πρόκειται για την αδελφή μου. Αυτή ήταν δασκάλα. Και δεν αδιαφόρησε όπως λέτε για το γράμμα του παιδιού. Ήταν άρρωστη· είχε πνευμονία. Δεν βρήκε το γράμμα παρά μετά το θάνατο του παιδιού. Συγχύστηκε τρομερά, ήταν ευαίσθητος άνθρωπος. Όμως, δεν ήταν δικό της το λάθος. Επειδή το πήρε τόσο κατάκαρδα είναι και ο λόγος που δεν θέλω να μου θυμίζουν αυτή την ιστορία. Ήταν ένας εφιάλτης για μένα από τότε!

Σκέπασε με τα χέρια της το πρόσωπό της. Όταν τα τράβηξε, είδε ότι ο Τρόττερ την κοιτούσε ειρωνικά.

—Ώστε ήταν αδελφή σου! είπε με γλυκιά φωνή. Λοιπόν, όπως και να έχει το πράγμα…

Ένα αδιόρατο χαμόγελο πλανήθηκε στο πρόσωπό του.

—Δεν πειράζει και πολύ, ξέρεις… Πειράζει; Η αδελφή σου… ο αδελφός μου!

Έβγαλε κάτι από την τσέπη του.

Τώρα το χαμόγελό του ήταν ευτυχισμένο.

Η Μόλλυ κοίταξε αυτό που βαστούσε.

—Πάντα νόμιζα, είπε μηχανικά, πως οι αστυνομικοί δεν κρατούν μαζί τους πιστόλι.

—Οι αστυνομικοί ασφαλώς όχι, είπε αυτός. Αλλά βλέπετε, εγώ δεν είμαι αστυνομικός. Είμαι ο Τζιμ. Ο αδελφός του Τζώρτζη. Πιστέψατε ότι είμαι αστυνομικός επειδή τηλεφώνησα απ’ την τηλεφωνική καμπίνα στο χωριό και σας είπα ότι έρχεται ο αρχιφύλακας Τρόττερ. Αμέσως μετά, μόλις έφθασα εδώ, έκοψα το καλώδιο του τηλεφώνου κι έτσι δεν ήταν πια δυνατόν να επικοινωνήσετε με το τμήμα.

Η Μόλλυ τον κοίταζε σα χαμένη. Το περίστροφο τη σημάδευε τώρα.

—Μην κινείστε, κυρία Νταίηβις, και μην τολμήσετε να φωνάξετε γιατί θα τραβήξω τη σκανδάλη.

Εξακολουθούσε να χαμογελά. Η Μόλλυ σκέφτηκε με τρόμο, πως αυτό ήταν χαμόγελο παιδιού. Κι η φωνή του ακόμα, γινόταν φωνή ενός μικρού παιδιού.

—Τι με κοιτάτε έτσι; ρώτησε με ολοφάνερο σαρκασμό. Είμαι ο αδελφός του Τζώρτζη. Ο κακομοίρης ο Τζώρτζη, πέθανε στο Λόνγκριτζ. Αυτή η παλιογυναίκα μας έστειλε εκεί και η γυναίκα του αγρότη ήταν σκληρή με μας κι εσύ δε μας βοήθησες… τρία τυφλά ποντικάκια! Και τότε είπα πως μια μέρα θα σας σκοτώσω όλους άμα μεγαλώσω. Το εννοούσα. Από τότε το σκέφτομαι.

Συνοφρυώθηκε και συνέχισε;

—Πόσο με ταλαιπώρησαν στο στρατό. Εκείνος ο γιατρός δε σταμάταγε να ρωτάει… έπρεπε να ξεφύγω. Φοβήθηκα ότι θα με εμπόδιζαν να κάνω αυτό που θέλω. Αλλά τώρα μεγάλωσα πια! Είμαι μεγάλος κι οι μεγάλοι μπορούν να κάνουν ότι θέλουν.

Η Μόλλυ προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της.

Μίλα του, σκέφτηκε. Προσπάθησε να τον κρατήσεις απασχολημένο.

—Δε θα μπορέσεις να ξεφύγεις, Τζιμ, είπε.

Το πρόσωπο του συννέφιασε.

—Κάποιος έκρυψε τα σκι μου και δε μπόρεσα να βρω που τα καταχώνιασε.

Γέλασε με πείσμα.

—Τολμώ όμως, να πω πως δεν ανησυχώ. Το περίστροφο είναι του άντρα σου. Το πήρα από το συρτάρι του. Πιστεύουν ότι είμαι αστυνομικός και έτσι δεν θα δυσκολευθώ να τους πείσω ότι αυτός σε πυροβόλησε. Όπως και να ’χει, δεν με νοιάζει και πολύ. Ήταν τόσο αστεία όλα αυτά. Τόσο διασκεδαστικά. Υποκρινόμουν! Αυτή η γυναίκα στο Λονδίνο, να έβλεπες πως έγινε η μούρη της όταν με αναγνώρισε. Κι αυτή η ηλίθια, η Μπόυλ, σήμερα το πρωί…

Κούνησε το κεφάλι του με ικανοποίηση.

Στάθηκε αίφνης κι αφουγκράστηκε.

Ξεκάθαρα μ’ ένα απόκοσμο εφέ ακούστηκε ένα σφύριγμα.

Κάποιος σφύριζε τα “τρία τυφλά ποντικάκια”.

Ο Τρόττερ σάστισε και το πιστόλι κινήθηκε στο χέρι του.

—Κάτω, κυρία Νταίηβις! φώναξε κάποιος.

Η Μόλλυ έπεσε στο πάτωμα, καθώς ο ταγματάρχης Μέτκαλφ τινάχθηκε από την κρυψώνα του πίσω απ’ την πλάτη του καναπέ και όρμησε πάνω στον Τρόττερ.

Το περίστροφο εκπυρσοκρότησε μα η σφαίρα πήγε και καρφώθηκε σε μια αδιάφορη ελαιογραφία που ήταν η αγαπημένη της μακαρίτισσας της μις Έμορυ.

Μια στιγμή αργότερα, επικράτησε πραγματικό πανδαιμόνιο. Ο Τζάιλς όρμησε μέσα, ακολουθούμενος από τον Κρίστοφερ και τον κύριο Παραβιτσίνι.

Ο ταγματάρχης κρατώντας το χέρι του Τρόττερ πίσω στην πλάτη του σε λαβή, άρχισε να μιλάει γρήγορα.

—Μπήκα μέσα την ώρα που παίζατε – χώθηκα πίσω απ’ τον καναπέ – εκεί βρίσκομαι απ’ την αρχή – το ήξερα πως δεν ήταν αστυνομικός. Εγώ είμαι αστυνομικός. Επιθεωρητής Τάννερ. Συνεννοήθηκα με τον Μέτκαλφ να πάρω τη θέση του. Η Σκότλαντ Γυαρντ θεώρησε πως θα ήταν φρόνιμο να υπάρχει κάποιος εδώ.

Ξέσφιξε το χέρι του νέου και του μίλησε μαλακά.

—Και τώρα, παιδί μου, θέλω να έλθεις μαζί μου. Δεν πρόκειται να σε πειράξει κανείς, μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά. Θα σε φροντίσουμε…

Ο γεροδεμένος νέος με το ηλιοκαμένο πρόσωπο και τα αδρά χαρακτηριστικά, ρώτησε με μια γλυκιά, παιδική φωνή:

—Δεν θα θυμώσει μαζί μου ο Τζώρτζη;

—Όχι, δεν θα θυμώσει, είπε ο επιθεωρητής.

Και καθώς ο Τζάιλς περνούσε πλάι του, του ψιθύρισε:

—Είναι τελείως ανισόρροπος, ο δυστυχής.

Βγήκαν μαζί έξω.

Ο κύριος Παραβιτσίνι έπιασε τον Κρίστοφερ Ρεν από το μπράτσο και τον τράβηξε.

—Και εσύ, φίλε μου, έλα μαζί μου.

Ο Τζάιλς κι η Μόλλυ έμειναν μόνοι, κοπάζοντας ο ένας τον άλλον κατάματα. Ξαφνικά ρίχτηκαν κι οι δυο, ο ένας στην αγκαλιά του αλλού.

—Αγάπη μου, ρώτησε ο Τζάιλς, δεν σε πείραξε:

—Όχι, όχι, είμαι εντάξει, Τζάιλς. Μόνο που είμαι μπλεγμένη. Πίστεψα, φαντάσου, πως… Αλλά γιατί πήγες στο Λονδίνο:

—Αγάπη μου, ήθελα να σου πάρω ένα δώρο για την επέτειο των γάμων μας και δεν ήθελα να το μάθεις!

—Τι απίστευτο! Κι εγώ γι’ αυτό κατέβηκα στο Λονδίνο.

—Γλύκα μου, θέλω να με συγχωρήσεις για τα λόγια που σου είπα. Ζήλεψα αυτόν τον ανόητο μαντράχαλο!

Η πόρτα άνοιξε και ο κύριος Παραβιτσίνι έκανε την εμφάνισή του. Έλαμπε σαν πυροτέχνημα.

—Συγνώμη για τη διακοπή, είπε γελώντας. Σας συγχαίρω πάντως για την υπέροχη σκηνή της συμφιλίωσης! Και τώρα φεύγω. Λυπάμαι που πρέπει να σας πω αντίο. Ένα τζιπ της αστυνομίας έρχεται σε λίγο. Θα με πάρουν μαζί τους.

Έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί της Μόλλυ:

—Ίσως συναντήσω κάποιες δυσκολίες στο εγγύς μέλλον… αλλά έχω τα μέσα να το κανονίσω, εάν λάβετε ένα πακέτο… με μια χήνα ή μια πάπια, λίγο φουά-γκρα, ζαμπόν… κάλτσες νάιλον, απ’ όλα, ε; Θα είναι οι ευχαριστίες μου σε μια πολύ χαριτωμένη κυρία. Α, μην το ξεχάσω, κύριε Νταίηβις, τα χρήματα της διαμονής μου είναι στο χολ.

Φίλησε το χέρι της Μόλλυ και προχώρησε προς την πόρτα.

—Νάιλον κάλτσες; μουρμούρισε η Μόλλυ. Φουά-γκρα; Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο Παραβιτσίνι; Ο Άγιος Βασίλης;

—Όχι δα! Απλώς ένας μαυραγορίτης, είπε ο Τζάιλς γελώντας.

Ο Κρίστοφερ Ρεν ξεπρόβαλε στην πόρτα.

—Χρυσά μου, είπε. Ελπίζω να μην σας ενοχλώ, αλλά απ’ την κουζίνα έρχεται μυρωδιά καμένου φαγητού. Να κάνω κάτι γι αυτό;

Η Μόλλυ άφησε ένα ξεφωνητό ορμώντας προς την πόρτα.

—Θεέ μου! Η πίτα μου!

Загрузка...