Ο Άραγκορν έτρεχε ανηφορίζοντας το λόφο. Πότε πότε έσκυβε στο χώμα. Έτσι που οι χόμπιτ περπατούν ελαφρά, τ’ αποτυπώματα των ποδιών τους δεν είναι εύκολο ούτε και για έναν Περιφερόμενο Φύλακα[1] να τα διακρίνει· αλλά όχι μακριά απ’ την κορφή, ένα ρυάκι έκοβε το μονοπάτι και στη βρεγμένη γη είδε αυτό που αναζητούσε.
— Σωστά διαβάζω τα σημάδια, είπε μοναχός του. Ο Φρόντο πήγε τρέχοντας στην κορφή του λόφου. Τι να είδε εκεί άραγε; Γύρισε όμως απ’ τον ίδιο δρόμο και κατέβηκε το λόφο ξανά.
Ο Άραγκορν δίστασε. Ήθελε πολύ να πάει στην ψηλή θέση κι ο ίδιος, ελπίζοντας να δει κάτι εκεί που να τον οδηγήσει στην αβεβαιότητά του· αλλά ο χρόνος τον πίεζε. Ξαφνικά όρμησε μπροστά κι έτρεξε ως την κορφή, διέσχισε τις μεγάλες πλάκες κι ανέβηκε τη σκάλα. Έπειτα, καθισμένος στην ψηλή θέση, κοίταξε μακριά. Ο ήλιος όμως έμοιαζε σκοτεινιασμένος κι ο κόσμος θαμπός κι απόμακρος. Κοίταξε γύρω γύρω απ’ το Βοριά ως το Βοριά ξανά, μα δεν είδε τίποτα εκτός από μακρινούς λόφους· είδε μόνο ένα μεγάλο πουλί σαν αετό ψηλά στον αέρα να κατεβαίνει αργά στη γη διαγράφοντας μεγάλους κύκλους.
Εκεί όπως το κοίταζε όμως, τα εξασκημένα αυτιά του έπιασαν θορύβους στο δάσος κάτω, στη δυτική πλευρά του Ποταμού. Πέτρωσε. Ακούστηκαν φωνές κι ανάμεσά τους μπορούσε να ξεχωρίσει με φρίκη τις τραχιές φωνές των Ορκ. Τότε ξαφνικά αντήχησε το βροντερό σάλπισμα ενός μεγάλου βούκινου, που η φωνή του χτυπούσε στους λόφους, αντιλαλούσε στις κοιλάδες κι ανέβαινε σαν ένα πανίσχυρο κάλεσμα, δυνατότερο κι απ’ το μούγκρισμα του καταρράχτη.
— Το βούκινο του Μπορομίρ! φώναξε. Βρίσκεται σε κίνδυνο! Όρμησε τρέχοντας απ’ τις σκάλες στο μονοπάτι κατεβαίνοντας με μεγάλα πηδήματα.
— Αλίμονο! Κακοτυχιά που με βρήκε σήμερα. Ό,τι κι αν κάνω πάει στραβά. Πού είναι ο Σαμ;
Όπως έτρεχε, οι φωνές δυνάμωναν, αλλά το βούκινο τώρα καλούσε όλο και πιο ξέψυχα κι απελπισμένα. Άγριες και στριγκές ακούγονταν οι φωνές των Ορκ και ξαφνικά τα σαλπίσματα σταμάτησαν. Ο Άραγκορν κατηφόρισε τρέχοντας στην τελευταία πλαγιά, αλλά πριν φτάσει στα ριζά του λόφου οι φωνές ξεψύχησαν· κι όταν έστριψε αριστερά κι έτρεξε καταπάνω τους, απομακρύνθηκαν, ώσπου τέλος δεν μπορούσε να τις ακούσει πια. Τράβηξε το αστραφτερό σπαθί του και, φωνάζοντας Έλεντιλ! Έλεντιλ!, όρμησε μέσα στα δέντρα.
Σ’ ένα μίλι περίπου απόσταση από το Παρθ Γκάλεν, σ’ ένα μικρό ξέφωτο, όχι μακριά απ’ τη λίμνη, βρήκε τον Μπορομίρ. Καθόταν με την πλάτη του ακουμπισμένη σ’ ένα μεγάλο δέντρο, λες και ξαπόσταινε. Αλλά ο Άραγκορν είδε πως ήταν τρυπημένος από πολλά μαυρόφτερα βέλη· το σπαθί του ήταν ακόμα στο χέρι του, σπασμένο όμως κοντά στη λαβή· το βούκινό του, κομμένο στα δύο, ήτανε πλάι του. Πολλοί Ορκ ήταν πεσμένοι κάτω νεκροί, σωριασμένοι γύρω του και στα πόδια του.
Ο Άραγκορν γονάτισε δίπλα του. Ο Μπορομίρ άνοιξε τα μάτια του κι αγωνίστηκε να μιλήσει. Τέλος, αργές λέξεις βγήκαν απ’ το στόμα του:
— Προσπάθησα να πάρω το Δαχτυλίδι από το Φρόντο, είπε. Λυπάμαι. Πλήρωσα.
Η ματιά του πήγε στους πεσμένους εχθρούς του· είκοσι τουλάχιστον κείτονταν εκεί.
— Πάνε τα Μικρούλια: οι Ορκ τα πήραν. Νομίζω πως δεν είναι νεκρά. Οι Ορκ τα ’δεσαν.
Σταμάτησε και τα μάτια του έκλεισαν κουρασμένα. Έπειτα από μια στιγμή ξαναμίλησε;
— Έχε γεια, Άραγκορν! Πήγαινε στη Μίνας Τίριθ και σώσε το λαό μου! Εγώ απέτυχα.
— Όχι! είπε ο Άραγκορν, πιάνοντάς του το χέρι και φιλώντας το μέτωπό του, Έχεις νικήσει. Ελάχιστοι έχουν κερδίσει τέτοια νίκη. Ειρήνευε! Η Μίνας Τίριθ δε θα πέσει!
Ο Μπορομίρ χαμογέλασε.
— Προς τα πού πήγαν; Ήταν κι ο Φρόντο μαζί; είπε ο Άραγκορν. Αλλά ο Μπορομίρ δε μίλησε πια.
— Αλίμονο! είπε ο Άραγκορν. Έτσι φεύγει ο διάδοχος του Μένεθορ, Άρχοντα του Πύργου της Φρουράς! Πικρό τέλος. Τώρα η Ομάδα διαλύθηκε. Κι είμαι εγώ που απέτυχα. Μάταιη ήταν η εμπιστοσύνη του Γκάνταλφ σε μένα. Τι θα κάνω τώρα; Ο Μπορομίρ μού ανέθεσε να πάω στη Μίνας Τίριθ και αυτό επιθυμεί κι η καρδιά μου· αλλά πού είναι το Δαχτυλίδι κι ο Κουβαλητής; Πώς θα τους βρω και θα σώσω την Αποστολή απ’ την καρασχροφή;
Γονάτισε για λίγο, σκυφτός από το κλάμα, σφίγγοντας ακόμα το χέρι του Μπορομίρ. Κι έτσι τον βρήκαν ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι. Ήρθαν απ’ τις δυτικές πλαγιές του λόφου, σιωπηλά, γλιστρώντας ανάμεσα στα δέντρα, λες και είχαν βγει κυνήγι. Ο Γκίμλι κρατούσε το πελέκι του στο χέρι κι ο Λέγκολας το μακρύ του μαχαίρι: όλα του τα βέλη τα είχε ξοδέψει. Όταν έφτασαν στο ξέφωτο στάθηκαν κατάπληκτοι· ύστερα έμειναν για λίγο με τα κεφάλια σκυμμένα απ’ τη λύπη, γιατί έβλεπαν καθαρά τι είχε συμβεί.
— Αλίμονο! είπε ο Λέγκολας, πηγαίνοντας στο πλευρό του Άραγκορν. Κυνηγήσαμε και σκοτώσαμε πολλούς Ορκ στο δάσος, αλλά θα ήμασταν πιο χρήσιμοι εδώ. Ήρθαμε σαν ακούσαμε το βούκινο — αλλά πολύ οργά, όπως φαίνεται. Φοβάμαι πως ήσαστε θανάσιμα τραυματισμένοι.
— Ο Μπορομίρ είναι νεκρός, είπε ο Άραγκορν. Εγώ δεν έχω ούτε γρατσουνιά, γιατί δεν ήμουν εδώ μαζί του. Έπεσε υπερασπίζοντας τους χόμπιτ, ενώ εγώ ήμουν μακριά στο λόφο.
— Τους χόμπιτ! φώναξε ο Γκίμλι. Πού ’ν’ τοι; Πού ’ναι ο Φρόντο;
— Δεν ξέρω. απάντησε ο Άραγκορν κουρασμένα. Πριν πεθάνει ο Μπορομίρ μού είπε πως οι Ορκ τούς είχαν δέσει· αλλά δε νόμιζε πως ήταν νεκροί. Τον έστειλα ν’ ακολουθήσει το Μέρι και τον Πίπιν αλλά δεν τον ρώτησα αν ο Φρόντο και ο Σαμ ήταν μαζί του· το θυμήθηκα πολύ αργά. Όλα όσα έκανα σήμερα πήγαν στραβά. Τι πρέπει να κάνουμε τώρα;
— Πρώτα πρώτα πρέπει να φροντίσουμε το νεκρό, είπε ο Λέγκολας. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε εδώ σαν ψοφίμι ανάμεσα σ’ αυτούς τους βρομερούς Ορκ.
— Αλλά πρέπει να κάνουμε γρήγορα, είπε ο Γκίμλι. Ούτε κι αυτός δε θα ’θελε να καθυστερήσουμε. Πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τους Ορκ, αν υπάρχει ελπίδα πως κάποιοι απ’ την Ομάδα μας είναι ζωντανοί κι αιχμάλωτοι.
— Αλλά δεν ξέρουμε αν ο Δαχτυλιδοκουβαλητής είναι μαζί τους ή όχι, είπε ο Άραγκορν. Θα τον εγκαταλείψουμε; Δε θα ’πρεπε πρώτα γι’ αυτόν να ψάξουμε; Δύσκολη επιλογή.
— Τότε, ας κάνουμε πρώτα ό,τι πρέπει να κάνουμε, είπε ο Λέγκολας. Δεν έχουμε ούτε χρόνο ούτε εργαλεία να θάψουμε το σύντροφο μας, όπως του πρέπει ή να υψώσουμε τύμβο πάνωθέ του. Θα μπορούσαμε να τον σκεπάσουμε με μια ξερολιθιά.
— Ο κόπος θα ήταν μεγάλος και θα μας έπαιρνε πολλή ώρα: δεν υπάρχουν πέτρες γι’ αυτή τη δουλειά, παρά μονάχα κοντά στην ακροποταμιά, είπε ο Γκίμλι.
— Τότε, ας τον βάλουμε σε μια βάρκα με τα όπλα του και τα όπλα των νικημένων εχθρών του, είπε ο Άραγκορν. Θα τον στείλουμε στους Καταρράκτες του Ράουρος και θα τον παραδώσουμε στον Άντουιν. Ο Ποταμός της Γκόντορ θα τον φυλάξει τουλάχιστον, ώστε κανένα κακόβουλο πλάσμα να μην ατιμάσει τα κόκαλά του.
Γρήγορα έψαξαν τα σώματα των Ορκ και μάζεψαν σ’ ένα σωρό τα σπαθιά, τα σκισμένα κράνη και τις ασπίδες τους.
— Δείτε! φώναξε ο Άραγκορν. Εδώ βρίσκουμε σημάδια.
Και μέσ’ απ’ το σωρό των αποκρουστικών όπλων ξεχώρισε δυο μαχαίρια διακοσμημένα χρυσά και κόκκινα με λάμα σαν το φύλλο· και ψάχνοντας πιο πέρα βρήκε και τα θηκάρια, μαύρα, στολισμένα με μικρά κόκκινα πετράδια.
— Αυτά δεν είναι όπλα των Ορκ! είπε. Τα είχαν οι χόμπιτ. Χωρίς αμφιβολία οι Ορκ τους αφόπλισαν, αλλά φοβήθηκαν να κρατήσουν τα μαχαίρια, γιατί κατάλαβαν τι είναι: δουλειά της Μακρινής Δύσης, με χαραγμένα πάνω τους ξόρκια μαγικά για το χαμό της Μόρντορ. Λοιπόν, τώρα, αν ζουν ακόμα, οι φίλοι μας είναι άοπλοι. Θα τα πάρω μαζί μου αυτά, με τη μικρή ελπίδα πως ίσως και να τους τα ξαναδώσω.
— Κι εγώ, είπε ο Λέγκολας, θα μαζέψω όλα τα βέλη που θα μπορέσω να βρω, γιατί η φαρέτρα μου είναι άδεια.
Έψαξε στο σωρό και στη γη εκεί γύρω και βρήκε αρκετά που ήταν ακόμα γερά και ήταν μακρύτερα από τα βέλη που συνηθίζουν να χρησιμοποιούν οι Ορκ. Τα κοίταξε με προσοχή.
Κι ο Άραγκορν κοίταξε τους νεκρούς και είπε:
— Εδώ βρίσκονται πολλοί που δεν είναι απ’ τη Μόρντορ. Μερικοί είναι απ’ το Βοριά, απ’ τα Ομιχλιασμένα Βουνά, σύμφωνα με όσα ξέρω για τους Ορκ και τις ράτσες τους. Κι είναι κι άλλοι εδώ άγνωστοι σε μένα. Ο εξοπλισμός τους δε μοιάζει καθόλου με εξοπλισμό Ορκ!
Ήταν τέσσερις στραβομούτσουνοι πολεμιστές μεγαλύτεροι στο μπόι, μαυριδεροί, λοξομάτηδες, με χοντρά πόδια και μεγάλα χέρια. Ήταν οπλισμένοι με κοντά πλατιά σπαθιά, κι όχι με τα γυριστά γιαταγάνια που συνηθίζουν οι Ορκ· κι είχαν τόξα από κυπαρισσόξυλο, που στο σχήμα και στο μέγεθος έμοιαζαν με τα τόξα των Ανθρώπων. Πάνω στις ασπίδες τους είχαν ένα παράξενο έμβλημα: ένα μικρό άσπρο χέρι σε μαύρο πλαίσιο· στο μπροστινό μέρος του σιδερένιου τους κράνους είχαν ένα ρουνικό Σ φτιαγμένο από κάποιο άσπρο μέταλλο.
— Δεν έχω ξαναδεί τέτοια εμβλήματα άλλη φορά, είπε ο Άραγκορν. Τι σημαίνουν;
— Το Σ είναι για το Σόρον, είπε ο Γκίμλι. Είναι εύκολο να το καταλάβεις.
— Όχι! είπε ο Λέγκολας. Ο Σόρον δε χρησιμοποιεί τα ρουνικά των Ξωτικών.
— Ούτε χρησιμοποιεί το πραγματικό του όνομα ούτε επιτρέπει να το γράφουν ή να το προφέρουν, είπε ο Άραγκορν. Και δε χρησιμοποεί άσπρο. Οι Ορκ στην υπηρεσία του Μπαράντ-ντουρ χρησιμοποιούν το έμβλημα του Κόκκινου Ματιού.
Στάθηκε για μια στιγμή συλλογισμένος.
— Το Σ φαντάζομαι πως είναι για το Σάρουμαν, είπε τέλος. Κάτι κακό μαγειρεύεται στο Ίσενγκαρντ και η Δύση δε βρίσκεται σε ασφάλεια πια. Είναι όπως ακριβώς το φοβόταν ο Γκάνταλφ: με κάποιον τρόπο ο προδότης Σάρουμαν έμαθε για το ταξίδι μας. Ίσως κιόλας να ξέρει και για την πτώση του Γκάνταλφ. Αυτοί που μας καταδίωκαν απ’ τη Μόρια μπορεί να ξέφυγαν την επαγρύπνηση του Λόριεν ή μπορεί να κατάφεραν να το παρακάμψουν και να πήγαν στο Ίσενγκαρντ από άλλους δρόμους. Οι Ορκ ταξιδεύουν γρήγορα. Αλλά ο Σάρουμαν έχει πολλούς τρόπους να μαθαίνει νέα. Θυμάστε τα πουλιά;
— Λοιπόν, είπε ο Γκίμλι, δεν έχουμε καιρό να λύνουμε αινίγματα. Ελάτε να πάρουμε από δω τον Μπορομίρ!
— Αλλά ύστερα θα πρέπει να λύσουμε τα αινίγματα, αν είναι να διαλέξουμε τη σωστή πορεία, απάντησε ο Άραγκορν.
— Ίσως και να μην υπάρχει σωστή εκλογή, είπε ο Γκίμλι.
Παίρνοντας το τσεκούρι του Νάνος τώρα έκοψε αρκετά κλαδιά. Τα έδεσαν μεταξύ τους με χορδές από τόξα κι άπλωσαν πάνω τις μπέρτες τους. Σ’ αυτό το προχειροφτιαγμένο φορείο μεταφέρανε το σώμα του συντρόφου τους στην ακροποταμιά, μαζί με όσα τρόπαια της τελευταίας μάχης ξεδιάλεξαν για να στείλουν μαζί του. Ο δρόμος ως την ακροποταμιά δεν ήταν μακρύς, όμως δυσκολεύτηκαν στη μεταφορά, γιατί ο Μπορομίρ ήταν άντρας ψηλός και δυνατός.
Σαν έφτασαν στην άκρη του νερού, ο Άραγκορν έμεινε πίσω να φυλάει το φορείο, ενώ ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι ξεκίνησαν βιαστικά με τα πόδια για το Παρθ Γκάλεν. Ήταν ένα μίλι μακριά, ίσως και περισσότερο, κι έκαναν αρκετή ώρα μέχρι να γυρίσουν κωπηλατώντας γρήγορα στις δυο βάρκες.
— Κάτι παράξενο συμβαίνει! είπε ο Λέγκολας. Είχε δυο μόνο βάρκες στην όχθη. Δε βρήκαμε πουθενά την άλλη.
— Πέρασαν Ορκ από κει; ρώτησε ο Άραγκορν.
— Δεν είδαμε σημάδια τους, απάντησε ο Γκίμλι. Εξάλλου οι Ορκ θα είχαν πάρει ή θα είχαν καταστρέψει και όλες τις βάρκες και τις αποσκευές μαζί.
— Θα κοιτάξω την περιοχή όταν πάμε εκεί, είπε ο Άραγκορν. Τώρα έβαλαν τον Μπορομίρ στη μέση της βάρκας που θα τον έπαιρνε μακριά. Την γκρίζα κουκούλα και τον ξωτικο-μανδύα τον δίπλωσαν και τον έβαλαν κάτω απ’ το κεφάλι του. Χτένισαν τα μακριά μαύρα μαλλιά του και τ’ άπλωσαν στους ώμους του. Η χρυσή ζώνη του Λόριεν έλαμπε γύρω απ’ τη μέση του. Πλάι του έβαλαν το κράνος του και στο στήθος του ακούμπησαν το κομματιασμένο του Βούκινο και τη λαβή και τα κομμάτια απ’ το σπασμένο του σπαθύ κάτω, στα πόδια του, έβαλαν τα σπαθιά των εχθρών του. Μετά, δένοντας την πλώρη στην πρύμνη της άλλης βάρκας, τον τράβηξαν στο νερό. Κωπηλάτησαν λυπημένα κοντά στην ακροποταμιά και κάνοντας στροφή στο γοργοκύλιστο κανάλι προσπέρασαν το πράσινο λιβάδι του Παρθ Γκάλεν. Οι απόκρημνες πλαγιές του Τολ Μπράντιρ φεγγοβολούσαν ήταν απομεσήμερο. Καθώς προχωρούσαν νότια απ’ το Ράουρος σηκώθηκε αχνός και ήταν σαν ένα χρυσαφένιο σύννεφο να τρεμόπαιζε μπροστά τους. Η ορμή και το βουητό του καταρράκτη ανατάραζαν την άπνοη ατμόσφαιρα.
Με θλίψη έλυσαν τη νεκρώσιμη βάρκα: εκεί ήταν ξαπλωμένος ο Μπορομίρ, αναπαυμένος, ειρηνικός, γλιστρώντας στην αγκαλιά του νερού που κυλούσε. Το ρεύμα τον πήρε, ενώ εκείνοι συγκρατούσαν τη δική τους βάρκα με τα κουπιά. Ο Μπορομίρ τους προσπέρασε κι αργά η βάρκα του ξεμάκρυνε μέχρι που έγινε ένα μαύρο σημαδάκι μες στο χρυσαφένιο φως· και ύστερα ξαφνικά χάθηκε. Ο Ράουρος συνέχισε να μουγκρίζει. Ο Ποταμός πήρε τον Μπορομίρ, το γιο του Ντένεθορ, και δεν τον ξανάδαν πια στη Μίνας Τίριθ να στέκεται το πρωί, όπως συνήθιζε, στο Λευκό Πύργο. Αλλά στην Γκόντορ, για πολύν καιρό αργότερα, έλεγαν πως η ξωτικο-βάρκα πέρασε τους καταρράκτες και την αφρισμένη λίμνη και τον πέρασε απ’ την Οσγκίλιαθ και τις πολλές εκβολές του Άντουιν και τον έφερε στη Μεγάλη Θάλασσα κάτω από το φως των αστεριών.
Για λίγη ώρα οι τρεις σύντροφοι έμειναν σιωπηλοί, κοιτάζοντας προς τα εκεί που είχε χαθεί. Τέλος, μίλησε ο Άραγκορν:
— Θα γυρεύουν να τον δουν απ’ το Λευκό Πύργο, είπε, αλλά αυτός δε θα φανεί να ’ρχεται ούτε απ’ το βουνό ούτε απ’ τη θάλασσα.
Ύστερα αργά άρχισε να τραγουδάει:
Μέσ’ απ’ του Ρόαν τα λιβάδια και χα βαλτοτόπια, που χόρτο ολοπράσινο βγαίνει
Ο Αγέρας της Δύσης περνά και τα τείχη ολόγυρα περιδιαβαίνει.
— Τι νέα απ’ τη Δύση απόψε μου φέρνεις, γοργόφτερο αγέρι;
Έχεις δει τον Ψηλό Μπορομίρ μ’ αστροφώς ή φεγγάρι;
— Τον είδα εφτά ποταμούς γκρίζους, πλατιούς να περνά.
Τον είδα ερημιές να διαβαίνει, να χάνεται πέρα μακριά
Στου Βοριά τις σκιές. Κι ύστερα δεν τον αντάμωσα πια.
Μπορεί ο Βοριάς τον απόγονου τον Ντένεθορ το σάλπισμα να ’χει ακουστά.
— Μπορομίρ, Μπορομίρ! Απ’ τα τείχη ψηλά αγναντεύω πέρα στη Δύση,
Μα δεν ήρθες εσύ απ’ τις χώρες τις άδειες όπ’ άνθρωπος δεν έχει ζήσει.
Ύστερα τραγούδησε ο Λέγκολας:
Απ’ το στόμα της Θάλασσας πνέει ο Νοτιάς, τους αμμόλοφους, τ’ άγρια
βράχια· Μεταφέρει των γλάρων το κρώξιμο και κάτω στην πύλη βογκά.
— Τι μου φέρνεις απόψε, Νοτιά, Άνεμε, π’ αναστενάζεις;
Πού ’ναι τώρα ο καλός Μπορομίρ; Καθυστέρησε κι έχω πίκρα μεγάλη.
— Το πού βρίσκεται μη με ρωτάς — τόσα κόκαλα κείνται απλωμένα
Στις κατάλευκες ακρογιαλιές και στις μαυροδαρμένες ακτές.
Αναρίθμητοι έχουν κατέβει τον Άντουιν για να βρούνε τη θάλασσα την κυματούσα,
Το Βοριά που τους στέλνει φυσώντας εδώ, αυτόν θα ρωτούσα.
— Μπορομίρ! Το στρατί για το Νότο απ’ την πύλη περνά και στη θάλασσα βγαίνει,
Μα δεν ήρθες εσύ με τους γλάρους που κλαιν’, με τ’ αγέρι που πνέει.
Ύστερα ξανατραγούδησε ο Άραγκορν:
Ο Βοριάς κατεβαίνει μ’ ορμή απ’ την Πύλη των Βασιλιάδων και πίσω του αφήνει τους καταρράκτες·
Κι ολοκάθαρος, κρύος σαλπίζει τρανά στις επάλξεις ψηλά.
— Τι νέα μου φέρνεις από το Βοριά, πανίσχυρο αγέρι,
Για τον Άφοβο τον Μπορομίρ; Γιατί λείπει καιρό κι έχει καθυστερήσει.
— Στο Άμον Χεν η φωνή του ακούστη, που πολέμησε πλήθος εχθρούς.
Στο ποτάμι απόθεσαν τη σχισμένη ασπίδα, το σπασμένο σπαθί.
Την περήφανη όψη, τα μέλη του νεκροστολίσαν
Και ο Ράουρος ο χρυσαφένιος τον πήρε αγκαλιά.
— Μπορομίρ! Το Καστρί της Φρουράς βορινα πάντα θενά κοιτάζει
Στο Ράουρος, το Χρυσό Καταρράκτη, ως να τελειώσει ο κόσμος.
Έτσι τελείωσαν. Ύστερα γύρισαν τη βάρκα τους και κωπηλάτησαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν αντίθετα στο ρεύμα, πίσω για το Παρθ Γκάλεν.
— Αφήσατε τον Ανατολικό Άνεμο σ’ εμένα, είπε ο Γκίμλι, αλλά δε θα πω τίποτα γι’ αυτόν.
— Κι έτσι πρέπει, είπε ο Άραγκορν. Στη Μίνας Τίριθ υπομένουν τον Ανατολικό Άνεμο, αλλά δεν τον ρωτούν για νέα. Τώρα όμως ο Μπορομίρ πήρε το δρόμο του κι εμείς πρέπει να βιαστούμε να διαλέξουμε το δικό μας.
Έψαξε στο πράσινο γρασίδι, γρήγορα αλλά και με προσοχή, σκύβοντας συχνά στη γη.
— Δεν πάτησαν Ορκ σ’ αυτό το μέρος, είπε. Αλλά τίποτ’ άλλο δεν μπορώ να διακρίνω με σιγουριά. Όλων μας τα αποτυπώματα είναι εδώ, το ένα πάνω στ’ άλλο. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν κανένας απ’ τους χόμπιτ γύρισε πίσω από τότε που άρχισε το ψάξιμο για το Φρόντο. Γύρισε στην ακροποταμιά, κοντά εκεί που το ρυάκι χυνόταν στον Ποταμό. Εδώ τα ίχνη είναι καθαρά, είπε. Ένας χόμπιτ μπήκε κι ύστερα βγήκε απ’ το νερό· αλλά δεν μπορώ να πω πότε.
— Πώς, λοιπόν, εξηγείς αυτόν το γρίφο; ρώτησε ο Γκίμλι.
Ο Άραγκορν δεν απάντησε αμέσως, αλλά πήγε πίσω στον καταυλισμό και κοίταξε τις αποσκευές.
— Λείπουν δυο σακίδια, είπε, και το ένα είναι σίγουρα του Σαμ· ήταν μάλλον μεγάλο και βαρύ. Να, λοιπόν, η εξήγηση: ο Φρόντο έφυγε με τη βάρκα κι ο υπηρέτης του πήγε μαζί του. Ο Φρόντο θα πρέπει να γύρισε την ώρα που όλοι λείπαμε. Εγώ θρήκα το Σαμ ν’ ανεβαίνει στο λόφο και του είπα να μ’ ακολουθήσει· αλλά φαίνεται καθαρά πως δεν το ’κανε. Μάντεψε το σκοπό του αφεντικού του και γύρισε πίσω εδώ πριν να φύγει ο Φρόντο. Και δε θα το βρήκε καθόλου εύκολο ν’ αφήσει το Σαμ πίσω!
— Αλλά γιατί μας άφησε και δίχως κουβέντα μάλιστα; είπε ο Γκίμλι. Πολύ παράξενο!
— Και πολύ γενναίο, είπε ο Άραγκορν. Ο Σαμ είχε δίκιο, νομίζω. Ο Φρόντο δεν ήθελε να πάρει μαζί του κανένα φίλο του στο θάνατο στη Μόρντορ. Αλλά ήξερε πως έπρεπε να πάει ο ίδιος. Κάτι θα ’γινε μετά που μας άφησε, που τον έκανε να ξεπεράσει τους φόβους και τις αμφιβολίες του.
— Ίσως να τον κυνήγησαν οι Ορκ και να το ’βαλε στα πόδια, είπε ο Λέγκολας.
— Σίγουρα το ’βαλε στα πόδια, είπε ο Άραγκορν, αλλά όχι, νομίζω, εξαιτίας των Ορκ.
Ο Άραγκορν όμως δεν είπε τι νόμιζε πως ήταν η αιτία της ξαφνικής απόφασης του Φρόντο να το βάλει στα πόδια. Τα τελευταία λόγια του Μπορομίρ τα κράτησε μυστικά για πολύν καιρό.
— Λοιπόν, ένα τουλάχιστον είναι τώρα ξεκαθαρισμένο, είπε ο Λέγκολας: ο Φρόντο δε βρίσκεται πια απ’ αυτή τη μεριά του Ποταμού. Μονάχα αυτός μπορούσε να πάρει τη βάρκα. Κι ο Σαμ είναι μαζί του αυτός μόνο θα ’παιρνε το σακίδιό του.
— Άρα, πρέπει να διαλέξουμε, είπε ο Γκίμλι, ή να πάρουμε τη βάρκα που απομένει και ν’ ακολουθήσουμε το Φρόντο ή ν’ ακολουθήσουμε πεζή τους Ορκ. Και στις δυο περιπτώσεις οι ελπίδες μας είναι πολύ μικρές. Έχουμε κιόλας χάσει πολύτιμες ώρες.
— Αφήστε με να σκεφτώ! είπε ο Άραγκορν. Και τώρα μακάρι να πάρω τη σωστή απόφαση και ν’ αλλάξω την κακοτυχιά αυτής της θλιβερής μέρας!
Στάθηκε σιωπηλός για μια στιγμή.
— Θ’ ακολουθήσω τους Ορκ, είπε τέλος. Είχα όλη την καλή διάθεση να οδηγήσω το Φρόντο στη Μόρντορ και να πάω μαζί του ως το τέλος· αλλά, αν αρχίσω τώρα να τον ψάχνω στις ερημιές, θα πρέπει να εγκαταλείψω τους αιχμάλωτους στα βασανιστήρια και στο θάνατο. Η καρδιά μου μιλάει καθαρά επιτέλους: η μοίρα του Κουβαλητή δεν είναι πια στα χέρια μου. Η Ομάδα έπαιξε το ρόλο της. Όμως, εμείς που απομένουμε δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε τους συντρόφους μας, όσο ακόμα μας απομένουν δυνάμεις. Ελάτε! Θα ξεκινήσουμε τώρα. Αφήστε πίσω ό,τι δε θα χρειαστούμε! Θα πρέπει να βιαστούμε μέρα και νύχτα!
Τράβηξαν την τελευταία βάρκα και την πήγαν ως τα δέντρα. Από κάτω της έβαλαν όσα απ’ τα πράγματά τους δε χρειάζονταν και δεν μπορούσαν να τα πάρουν μαζί. Ύστερα άφησαν το Παρθ Γκάλεν. Το απόγευμα έφευγε καθώς ξαναγύρισαν στο ξέφωτο που είχε πέσει ο Μπορομίρ. Εκεί βρήκαν τα ίχνη των Ορκ. Δε χρειαζόταν και πολλή επιδεξιότητα για να τα βρουν.
— Κανείς άλλος δεν κάνει τέτοιο ποδοπάτημα, είπε ο Λέγκολας. Μοιάζουν να χαίρονται να κομματιάζουν και να ρίχνουν κάτω ό,τι φυτρώνει, ακόμα κι αν δεν τους εμποδίζει.
— Προχωρούν όμως με μεγάλη ταχύτητα, είπε ο Άραγκορν, και δεν κουράζονται. Κι αργότερα ίσως χρειαστεί να ψάξουμε για το δρόμο εκεί που το έδαφος είναι σκληρό και γυμνό.
— Λοιπόν, ξοπίσω τους! είπε ο Γκίμλι. Και οι Νάνοι μπορούν να πάνε γρήγορα και δεν κουράζονται γρηγορότερα απ’ τους Ορκ. Αλλά το κυνηγητό θα κρατήσει πολύ, έχουν ξεκινήσει εδώ και πολλή ώρα.
— Ναι, είπε ο Άραγκορν, θα χρειαστούμε όλη την αντοχή των Νάνων. Αλλά ελάτε! Ελπίζοντας ή όχι, πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τα ίχνη των εχθρών μας. Κι αλίμονό τους αν αποδειχτούμε πιο γρήγοροι απ’ αυτούς! Θα κάνουμε τέτοιο κυνηγό, που θα το θεωρήσουν θαύμα οι Τρεις Λαοί μας: Τα Ξωτικά, οι Νάνοι και οι Άνθρωποι. Εμπρός οι Τρεις Κυνηγοί!
Όρμησε μπροστά σαν ελάφι. Έτρεχε ανάμεσα στα δέντρα και ασταμάτητα τους οδηγούσε, ακούραστος και γρήγορος, τώρα που είχε αποφασίσει πια. Άφησαν τα γύρω από τη λίμνη δάση πίσω. Σκαρφάλωσαν πλαγιές που διαγράφονταν σκοτεινές και τραχιές στο βάθος τ’ ουρανού, που κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα. Έφτασε το σούρουπο. Κι αυτοί περνούσαν, γκρίζες σκιές στην πέτρινη γη.
Σκοτείνιασε ακόμα περισσότερο. Χαμηλότερα, πίσω τους, ομίχλη απλωνόταν ανάμεσα στα δέντρα και καθόταν στις χλωμές όχθες του Άντουιν, αλλά ο ουρανός ήταν καθαρός. Τ’ αστέρια βγήκαν. Το φεγγάρι στη γέμιση του ταξίδευε στη Δύση και οι σκιές στους βράχους ήταν μαύρες. Είχαν φτάσει στους πρόποδες των πέτρινων λόφων και το βήμα τους ήταν πιο αργό, γιατί δεν ήταν πια εύκολο να ακολουθούν τα ίχνη. Εδώ τα ψηλώματα του Έμιν Μιούιλ απλώνονταν απ’ το Βοριά στο Νότο, χωρισμένα σε δυο ακανόνιστες κορυφογραμμές. Η δυτική πλευρά κάθε κορυφογραμμής ήταν απόκρημνη και δυσκολοδιάβατη, αλλά οι ανατολικές πλαγιές ήταν πιο ομαλές, οργωμένες από πολλές νεροσυρμές και στενά φαράγγια. Όλη τη νύχτα οι τρεις σύντροφοι σκαρφάλωναν με δυσκολία σ’ αυτή τη σκληρή σαν το κόκαλο γη, ανεβαίνοντας στην κορφή της πρώτης και ψηλότερης κορυφογραμμής και κατεβαίνοντας πάλι στη σκοτεινιά μιας βαθιάς ελικωτής κοιλάδας στην άλλη πλευρά.
Εκεί, στην ήσυχη δροσερή ώρα πριν χαράξει, ξεκουράστηκαν για λίγο. Το φεγγάρι μπροστά τους είχε από πολλή ώρα δύσει και τ’ αστέρια έλαμπαν ψηλά· το πρώτο φως της μέρας δεν είχε ακόμα φανεί στους σκοτεινούς λόφους πίσω τους. Για μια στιγμή ο Άραγκορν βρέθηκε σε αμηχανία: τα ίχνη των Ορκ είχαν κατεβεί ως την κοιλάδα, αλλά εκεί χάθηκαν.
— Προς τα πού να ’στριψαν, νομίζεις; είπε ο Λέγκολας. Στο βοριά για να πάνε πιο ίσια για το Ίσενγκαρντ ή το Φάνγκορν, αν, όπως λες, ήταν αυτός ο σκοπός τους; Ή νότια για να πέσουν στον Έντγουός;
— Δε θα τραβούσαν για το ποτάμι, όποιος κι αν είναι ο προορισμός τους, είπε ο Άραγκορν. Και, εκτός κι αν τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά στο Ρόαν και η δύναμη του Σάρουμαν έχει μεγαλώσει πολύ, θα πάρουν το συντομότερο δρόμο που θα βρουν μέσ’ απ’ τα χωράφια των Ροχίριμ. Ας ψάξουμε στο βοριά!
Η κοιλάδα προχωρούσε σαν πέτρινη νεροσυρμή ανάμεσα στις δυο λοφοσειρές και στο βάθος ένα ρυάκι κυλούσε λιγοστό ανάμεσα στα βράχια. Δεξιά τους υψωνόταν μια σκυθρωπή λοφοπλαγιά αριστερά τους γκρίζες πλαγιές, θαμπές και αξεδιάκριτες μέσα στην προχωρημένη νύχτα. Προχώρησαν Βόρεια ένα μίλι, ίσως και παραπάνω. Ο Άραγκορν έψαχνε, σκυμμένος στη γη, ανάμεσα στις πτυχές και στις νεροσυρμές που ανέβαζαν στη δυτική λοφοσειρά. Ο Λέγκολας βρισκόταν αρκετή απόσταση μπροστά. Ξαφνικά το Ξωτικό έβγαλε μια φωνή και οι άλλοι έτρεξαν κοντά του.
— Να που προλάβαμε μερικούς απ’ αυτούς που κυνηγάμε, είπε. Δείτε!
Έδειξε με το δάχτυλό του κι αυτοί είδαν πως αυτά, που τα ’χαν περάσει στην αρχή για κοτρόνια πεσμένα στα πόδια της πλαγιάς, ήταν κάτι κουβαριασμένα κορμιά. Πέντε νεκροί Ορκ κείτονταν εκεί. Τους είχαν σφάξει με πολλές σκληρές μαχαιριές και δυο ήταν αποκεφαλισμένοι. Η γη ήταν υγρή από το μαύρο τους αίμα.
— Να κι άλλος γρίφος! είπε ο Γκίμλι. Που, όμως, χρειάζεται το φως της μέρας κι αυτό δεν μπορούμε να το περιμένουμε.
— Όμως, όπως κι αν τον εξηγήσεις, δε φαίνεται δίχως ελπίδες, είπε ο Λέγκολας. Εχθροί των Ορκ είναι σχεδόν σίγουρα δικοί μας φίλοι. Ζει κανείς σ’ αυτούς τους λόφους;
— Όχι, είπε ο Άραγκορν. Οι Ροχίριμ έρχονται σπάνια εδώ, κι είναι μακριά απ’ τη Μίνας Τίριθ. Ίσως κάποια ομάδα Ανθρώπων να είχε βγει κυνήγι εδώ, γι’ άγνωστους σ’ εμάς λόγους. Δε νομίζω όμως.
— Τι νομίζεις; ρώτησε ο Γκίμλι.
— Νομίζω πως ο εχθρός έφερνε μαζί του τον εχθρό, απάντησε ο Άραγκορν. Αυτοί εδώ είναι Βόρειοι Ορκ από μακριά. Ανάμεσά τους δεν είναι κανείς απ’ τους μεγάλους Ορκ με τα παράξενα εμβλήματα. Καβγάς θα ’γινε, υποθέτω: δεν είναι πράγμα ασυνήθιστο μ’ αυτού του είδους τα όντα. Ίσως κάποια διαφωνία για το δρόμο.
— Ή για τους αιχμάλωτους, είπε ο Γκίμλι. Ας ελπίσουμε πως δε βρήκαν κι αυτοί το τέλος τους εδώ.
Ο Άραγκορν έψαξε γύρω γύρω την περιοχή, αλλά δε βρέθηκαν άλλα σημάδια του καβγά. Πήραν ξανά το δρόμο. Ο ουρανός ανατολικά χλώμιαζε κιόλας· τ’ άστρα ξεθώριαζαν κι ένα γκρίζο φως άρχισε αργά να δυναμώνει. Λίγο πιο βόρεια βρήκαν ένα φαράγγι απ’ όπου ένα μικρό ρυάκι, που κατέβαινε στριφογυριστό, είχε ανοίξει έναν πέτρινο δρόμο ως την κοιλάδα. Εκεί φύτρωναν κάτι θάμνοι και είχε τούφες γρασίδι στις όχθες του.
— Επιτέλους! είπε ο Άραγκορν. Να τα σημάδια που γυρεύουμε! Να ο δρόμος που πήραν οι Ορκ ύστερα απ’ τη διαφωνία τους, ανηφόρισαν το ρέμα.
Γρήγορα τώρα οι κυνηγοί έστριψαν κι ακολούθησαν το νέο μονοπάτι. Λες κι ήταν φρέσκοι φρέσκοι από νυχτερινή ανάπαυση, πηδούσαν από πέτρα σε πέτρα. Τέλος, έφτασαν στην κορφή του γκρίζου λόφου κι ένα ξαφνικό αεράκι φύσηξε στα μαλλιά τους κι ανέμισε τους μανδύες τους: το κρύο αγέρι της αυγής.
Κοιτάζοντας πίσω είδαν αντίπερα απ’ τον Ποταμό τους μακρινούς λόφους να παίρνουν φωτιά. Η μέρα πετάχτηκε στον ουρανό. Η κόκκινη άκρη του ήλιου ανέβηκε πάνω απ’ τις σκοτεινές πλάτες της γης. Μπροστά τους στη Δύση ο κόσμος απλωνόταν ακίνητος, ασχημάτιστος, σταχτής· αλλά, ενώ κοίταζαν, οι σκιές της νύχτας διαλύθηκαν και τα χρώματα γύρισαν στη γη που ξυπνούσε: πράσινο απλώθηκε στα πλατιά λιβάδια του Ρόαν άσπρες ομίχλες λαμπύριζαν στις νεροκοιλάδες— και πέρα μακριά, αριστερά, τριάντα λεύγες ή και παραπάνω, γαλάζια και πορφυρένια στέκονταν τα Λευκά Βουνά με μαύρες γυαλιστερές κορφές, σκεπασμένες στην άκρη με αστραφτερό χιόνι, ρόδινα με τα ρόδα της αυγής.
— Γκόντορ! Γκόντορ! φώναξε ο Άραγκορν. Μακάρι να σε ξανάβλεπα σε πιο ευτυχισμένη ώρα! Αλλά ο δρόμος μου δεν πάει ακόμα στο νοτιά, στα φωτεινά σου ρυάκια.
Ω Γκόντορ! Γκόντορ, ανάμεσα στη Θάλασσα και στα Βουνά!
Αγέρι Δυτικό φυσούσε κει· το φως στο Ασημί Δεντρί
Έπεφτε σαν φωτεινή βροχή στους κήπους των αρχαίων Βασιλιάδων.
Τείχη περήφανα! Πύργοι λευκοί! Ω στέμμα φτερωτό και χρυσαφένιε θρόνε!
Ω Γκόντορ, Γκόντορ! Θα δουν πάλι οι Ανθρώποι τ’ Ασημένιο Δεντρί,
Θα φυσήξει ο Ζέφυρος άλλη φορά απ’ τη Θάλασσα ως τα Βουνά;
— Πάμε τώρα! είπε παίρνοντας τα μάτια του απ’ το Νοτιά μακριά και κοιτάζοντας δυτικά και βορινά, στο δρόμο που έπρεπε να πάρει.
Η λοφοκορφή που στέκονταν οι σύντροφοι κατέβαινε απότομα μπροστά στα πόδια τους. Κάπου εκατόν είκοσι πόδια ή και περισσότερο πιο κάτω, είχε ένα φαρδύ ανώμαλο πλάτωμα, που κοβόταν απότομα στην άκρη ενός κατακόρυφου γκρεμού: ο Ανατολικός Τοίχος του Ρόαν. Έτσι τέλειωνε το Έμιν Μιούιλ και οι πράσινοι κάμποι των Ροχίριμ απλώνονταν μπροστά τους ως εκεί που έβλεπε το μάτι τους.
— Δείτε! φώναξε ο Λέγκολας, δείχνοντας ψηλά στο χλωμό ουρανό. Να τος πάλι ο αετός! Είναι πολύ ψηλά. Τώρα φαίνεται να πετάει και να φεύγει από δω για το Βοριά. Πηγαίνει με μεγάλη ταχύτητα. Δείτε!
— Όχι, ούτε και τα δικά μου μάτια δεν μορούν να τον δουν, καλέ μου Λέγκολας, είπε ο Άραγκορν. Πρέπει στ’ αλήθεια να ’ναι πολύ ψηλά. Άραγε ποια να ’ναι η αποστολή του, αν είναι το ίδιο πουλί που είδα και πριν. Αλλά, δείτε! Βλέπω κάτι πιο κοντά και πιο επείγον κάτι κουνιέται στην πεδιάδα!
— Πολλά, είπε ο Λέγκολας. Είναι μια μεγάλη ομάδα πεζών δεν μπορώ όμως να διακρίνω τι είναι. Είναι πολλές λεύγες μακριά: δώδεκα θα ’λεγα, αλλά η ισάδα του κάμπου δύσκολα μετριέται.
— Πάντως, εγώ νομίζω πως δε χρειαζόμαστε πια τα χνάρια για να μας πουν από πού να πάμε, είπε ο Γκίμλι. Ας βρούμε δρόμο να κατεβούμε στα χωράφια, όσο πιο γρήγορα γίνεται.
— Αμφιβάλλω αν θα βρεις δρόμο πιο σύντομο απ’ αυτόν που έχουν διαλέξει οι Ορκ, είπε ο Άραγκορν.
Ακολούθησαν τους εχθρούς τους τώρα στο καθαρό φως της μέρας. Φαινόταν πως οι Ορκ είχαν προχωρήσει όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Πότε πότε οι κυνηγοί έβρισκαν πράγματα που τους είχαν πέσει ή τα είχαν πετάξει: σακίδια από τροφές, κόρες και ξεροκόμματα από σκληρό γκρίζο ψωμί, ένα μαύρο σκισμένο μανδύα, ένα βαρύ σιδερόπροκο παπούτσι κομματιασμένο στα βράχια. Τα ίχνη τούς οδηγούσαν βόρεια, κατά μήκος της πλαγιάς, και τέλος έφτασαν σε μια βαθιά χαράδρα σκαμμένη στο βράχο από ένα χείμαρρο που κυλούσε με θόρυβο κάτω. Μέσ’ απ’ τη στενή χαράδρα ένα ανώμαλο μονοπάτι κατέβαινε σαν απόκρημνη σκάλα ως κάτω στην πεδιάδα.
Όταν κατέβηκαν, βρέθηκαν παράξενα κι απότομα στο γρασίδι του Ρόαν. Κυμάτιζε σαν πράσινη θάλασσα ως τα πόδια του Έμιν Μιούιλ. Ο χείμαρρος χάθηκε σε μια πυκνή συστάδα από κάρδαμα και υδρόβια φυτά και τον άκουγαν ν’ απομακρύνεται ανάμεσα από πράσινα περάσματα, να κατεβαίνει τις ομαλές πλαγιές και να τραβάει κατά τους βάλτους της Κοιλάδας του Έντγουός, πέρα. Τους φάνηκε πως άφησαν το χειμώνα να καθυστερεί στους λόφους πίσω. Εδώ ο αέρας ήταν πιο απαλός και ζεστός, κι ελαφρά αρωματικός, λες και η άνοιξη να αναδευόταν κιόλας και οι χυμοί να κυλούσαν πάλι στα βλαστάρια και στα φύλλα. Ο Λέγκολας πήρε μια βαθιά αναπνοή, σαν κάποιον που πίνει μια μεγάλη ρουφηξιά ύστερα από μεγάλη δίψα σε ξεροτόπια.
— Αχ! Η μυρωδιά του πράσινου! είπε. Είναι καλύτερη κι από τον πιο καλό ύπνο. Ελάτε να τρέξουμε!
— Ελαφρά πόδια μπορούν να τρέξουν γρήγορα εδώ, είπε ο Άραγκορν. Ίσως πιο γρήγορα από τους σιδεροπαπουτσωμένους Ορκ. Τώρα έχουμε την ευκαιρία να μικρύνουμε την απόσταση!
Πήγαιναν στη σειρά, τρέχοντας σαν κυνηγιάρικα σκυλιά που ακολουθούν μια δυνατή μυρωδιά, και τα μάτια τους έλαμπαν. Σχεδόν σε ίσια γραμμή, δυτικά, το πεσμένο χορτάρι απ’ τα πόδια των Ορκ σχημάτιζε ένα απαίσιο πέρασμα· το μυρωμένο χορτάρι του Ρόαν είχε τραυματιστεί και είχε μαυρίσει στο πέρασμά τους. Ξαφνικά ο Άραγκορν έβγαλε μια φωνή κι έστριψε.
— Σταθείτε! φώναξε. Μη μ’ ακολουθείτε ακόμα!
Έτρεξε γρήγορα δεξιά απ’ την κυρίως πορεία. Είχε δει κάτι πατήματα, που πήγαιναν προς τα κει, ξεχωρίζοντας από τ’ άλλα τα σημάδια, από μικρά ξιπόλητα πόδια. Όμως, δεν πήγαιναν μακριά πριν τα κόψουν ίχνη από Ορκ, που έρχονταν κι αυτά από την κυρίως πορεία και από πίσω και από μπρος κι ύστερα γύριζαν απότομα πίσω κι έσβηναν μέσα στ’ άλλα. Στην άκρη άκρη ο Άραγκορν έσκυψε και μάζεψε κάτι απ’ το χορτάρι· έπειτα έτρεξε πίσω.
— Ναι, είπε, είναι πολύ καθαρά: πατήματα από πόδι χόμπιτ. Νομίζω του Πίπιν. Είναι μικρότερος απ’ τον άλλον. Και δείτε αυτό!
Σήκωσε ψηλά κάτι που γυάλισε στο φως του ήλιου. Έμοιαζε με φρεσκοανοιγμένο φύλλο οξιάς, όμορφο και παράξενο σ’ αυτή την άδεντρη πεδιάδα.
— Η καρφίτσα απ’ ένα ςωτικο-μανδύα! είπαν μαζί ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι.
— Δεν πέφτουν στα χαμένα τα φύλλα του Λόριεν, είπε ο Άραγκορν. Αυτό δεν έπεσε τυχαία: το έριξαν για σημάδι σ’ όποιον ακολουθούσε. Νομίζω ότι ο Πίπιν βγήκε απ’ την πορεία γι’ αυτόν το σκοπό.
— Τότε ήταν τουλάχιστο ζωντανός, είπε ο Γκίμλι. Και δούλευαν και το μυαλό και τα πόδια του. Αυτό είναι ενθαρρυντικό. Δεν κυνηγάμε μάταια.
— Ας ελπίσουμε πως δεν το πλήρωσε πολύ ακριβά το θάρρος του, είπε ο Λέγκολας. Ελάτε! Πάμε! Η σκέψη πως αυτά τα χαρούμενα ανθρωπάκια τα σέρνουν σαν τα ζώα, μου καίει την καρδιά.
Ο ήλιος ανέβηκε στο ζενίθ κι ύστερα άρχισε σιγά να κατηφορίζει στον ουρανό. Απ’ τη θάλασσα μακριά στο Νοτιά σηκώθηκαν κάτι συννεφάκια, αλλά τα πήρε τ’ αγέρι και τα ’διωξε. Ο ήλιος χαμήλωσε. Σκιές σηκώθηκαν από πίσω κι άπλωσαν τα μακριά τους χέρια απ’ την Ανατολή. Και οι κυνηγοί ακόμα συνέχιζαν. Μια μέρα είχε τώρα περάσει από τότε που έπεσε ο Μπορομίρ, και οι Ορκ ήταν ακόμα πολύ μακριά. Τώρα πια δε φαίνονταν καθόλου στην ίσια πεδιάδα.
Καθώς οι νυχτοσκιές τούς κύκλωναν, ο Άραγκορν σταμάτησε. Μόνο δυο φορές στην πορεία της μέρας είχαν ξεκουραστεί λιγάκι και τώρα δώδεκα λεύγες βρίσκονταν ανάμεσα σ’ αυτούς και στον ανατολικό τοίχο που είχαν σταθεί την αυγή.
— Φτάσαμε τέλος σε μια δύσκολη εκλογή, είπε. Να ξεκουραστούμε τη νύχτα ή να συνεχίσουμε όσο αντέχουμε;
— Αν σταματήσουμε για ύπνο, οι εχθροί μας θα μας αφήσουν πολύ πίσω, εκτός και ξεκουραστούν κι αυτοί, είπε ο Λέγκολας.
— Κάπου δεν πρέπει και οι Ορκ ακόμα να σταματήσουν την πορεία; είπε ο Γκίμλι.
— Σπάνια ταξιδεύουν οι Ορκ στ’ ανοιχτά τη μέρα κι όμως τούτοι το ’καναν, είπε ο Λέγκολας. Είναι βέβαιο πως δε θα ξεκουραστούν τη νύχτα.
— Αλλά αν βαδίσουμε τη νύχτα δεν μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε τα ίχνη τους, είπε ο Γκίμλι.
— Τα ίχνη πάνε ίσια και δε στρίβουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ως εκεί που βλέπουν τα μάτια μου, είπε ο Λέγκολας.
— Ίσως θα μπορούσα να σας οδηγήσω μαντεύοντας στο σκοτάδι αρκετά καλά, είπε ο Άραγκορν αλλά αν χάσουμε το δρόμο ή αν αυτοί στρίψουν, τότε σαν ξημερώσει μπορεί να καθυστερήσουμε πολύ μέχρι να ξαναβρούμε τα ίχνη.
— Και υπάρχει και κάτι ακόμα, είπε ο Γκίμλι: μόνο τη μέρα μπορούμε να δούμε αν κάποια ίχνη απομακρύνονται. Αν κάποιος αιχμάλωτος το σκάσει, ή αν κάποιον τον πάνε αλλού, ανατολικά, ας πούμε, στο Μεγάλο Ποταμό, κατά τη Μόρντορ. Μπορεί να περάσουμε τα σημάδια και να μην το πάρουμε καθόλου είδηση.
— Σωστά, είπε ο Άραγκορν. Αλλά, αν διάβασα τα σημάδια εκεί πίσω σωστά, οι Ορκ του Άσπρου Χεριού έχουν υπερισχύσει κι όλη η ομάδα τώρα τραβάει για το Ίσενγκαρντ. Ο δρόμος που ακολουθούν τώρα συμφωνεί με την άποψή μου.
— Θα ήταν όμως πολύ βιαστικό να είμαστε σίγουροι για τα σχέδιά τους, είπε ο Γκίμλι. Κι αν αποδράσουν; Στο σκοτάδι θα είχαμε προσπεράσει τα σημάδια που σ’ έφεραν στην καρφίτσα.
— Μετά απ’ αυτό οι Ορκ θα ’χουν διπλά το νου τους και οι αιχμάλωτοι θα ’ναι ακόμα πιο κουρασμένοι, είπε ο Λέγκολας. Δε θα ξεφύγουν πάλι, αν εμείς δεν επέμβουμε. Πώς θα γίνει, δεν ξέρω, αλλά πρώτα πρέπει να τους προλάβουμε.
— Όμως ακόμα κι εγώ, Νάνος, που ’χω κάνει πολλά ταξίδια, και δεν είμαι ο λιγότερο γερός του λαού μου, δεν μπορώ να πάω όλο το δρόμο ως το Ίσενγκαρντ τρέχοντας χωρίς καμιά στάση, είπε ο Γκίμλι. Κι εμένα μου καίγεται η καρδιά και μακάρι να ’χα ξεκινήσει νωρίτερα· αλλά τώρα πρέπει να ξεκουραστώ λιγάκι για να τρέξω καλύτερα. Κι αν θα ξεκουραστούμε, τότε η τυφλή νύχτα είναι η πιο κατάλληλη ώρα.
— Είπα πως ήταν δύσκολη εκλογή, είπε ο Άραγκορν. Πού καταλήγουμε;
— Εσύ είσαι ρ οδηγός μας, είπε ο Γκίμλι, και είσαι εξασκημένος στο κυνηγητό. Εσύ θα διαλέξεις.
— Να συνεχίσω μου λέει η καρδιά μου, είπε ο Λέγκολας. Αλλά πρέπει να μείνουμε μαζί. Θ’ ακολουθήσω τη συμβουλή σου.
— Αφήνετε την εκλογή σε κάποιον που διαλέγει άσχημα, είπε ο Άραγκορν. Από τότε που περάσαμε το Άργκοναθ, ό,τι διάλεξα πήγε στραβά.
Σώπασε, κοιτάζοντας βόρεια και δυτικά στο σκοτάδι που πύκνωνε, για πολλή ώρα.
— Δε θα προχωρήσουμε στο σκοτάδι, είπε τέλος. Ο κίνδυνος να χάσουμε τα ίχνη ή άλλα σημάδια μού φαίνεται πιο μεγάλος. Αν το Φεγγάρι έριχνε αρκετό φως, θα μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε, αλλά — αλίμονο! — πέφτει νωρίς κι είναι ακόμα μικρό και χλωμό.
— Κι απόψε οπωσδήποτε είναι κρυμμένο στα σύννεφα, μουρμούρισε ο Γκίμλι. Μακάρι η Κυρά να μας είχε δώσει φως, σαν το δώρο που έδωσε στο Φρόντο!
— Η χρεία του θα είναι μεγαλύτερη εκεί που το ’δωσε, είπε ο Άραγκορν. Αυτός έχει την αληθινή Αποστολή. Η δική μας είναι μικρή υπόθεση στα μεγάλα έργα αυτού του καιρού. Ένα μάταιο κυνηγητό απ’ την αρχή, ίσως, που καμιά δική μου εκλογή δεν μπορεί ούτε να χαλάσει ούτε να φτιάξει. Λοιπόν, διάλεξα: Γι’ αυτό, ας χρησιμοποιήσουμε την ώρα όσο πιο καλά μπορούμε!
Ξάπλωσε στη γη κι αποκοιμήθηκε αμέσως, γιατί είχε να κοιμηθεί απ’ τη νύχτα κάτω απ’ τη σκιά του Τολ Μπράντιρ. Πριν καλά καλά χαράξει, ξύπνησε και σηκώθηκε. Ο Γκίμλι κοιμόταν ακόμα βαθιά, αλλά ο Λέγκολας στεκόταν και κοίταζε βορινά στη σκοτεινιά, σκεφτικός και σιωπηλός σαν νιο δεντρί μια άπνοη νύχτα.
Είναι πολύ μακριά, είπε λυπημένα, γυρίζοντας κατά τον Άραγκορν. Μου λέει η καρδιά μου πως δεν ξεκουράστηκαν απόψε. Μόνον αετός θα μπορούσε να τους προλάβει τώρα.
— Πάντως εμείς θα συνεχίσουμε να τους ακολουθούμε, όπως μπορούμε, είπε ο Άραγκορν.
Έσκυψε και ξύπνησε το Νάνο.
— Έλα! Πρέπει να φύγουμε, είπε. Τα ίχνη παγώνουν.
— Μα είναι σκοτάδι ακόμα, είπε ο Γκίμλι. Ακόμα κι ο Λέγκολας σε μια λοφοκορφή δε θα μπορούσε να τους δει, αν δε βγει ο Ήλιος.
— Φοβάμαι πως τα μάτια μου δεν μπορούν πια να τους δουν ούτε από λόφο ούτε από πεδιάδα, είτε με ήλιο είτε με φεγγάρι, είπε ο Λέγκολας.
— Εκεί που δε φτάνουν τα μάτια, η γη μπορεί να μας δώσει πληροφορίες, είπε ο Άραγκορν. Η γη θα πρέπει να βογκάει κάτω από τα μισητά τους πόδια.
Ξαπλώθηκε στη γη με τ’ αυτί κολλημένο στο χορτάρι. Έμεινε εκεί ακίνητος, για τόση πολλή ώρα, που ο Γκίμλι αναρωτήθηκε μήπως λιποθύμησε ή μήπως είχε ξανακοιμηθεί. Χάραξε η αυγή κι αργά αργά το γκρίζο φως γύρω τους δυνάμωνε. Τέλος, σηκώθηκε και τώρα οι φίλοι του μπορούσαν να δουν το πρόσωπό του: ήταν χλωμό και τραβηγμένο και η ματιά του ανήσυχη.
— Οι πληροφορίες της γης είναι αμυδρές και μπερδεμένες, είπε. Τίποτα δεν περπατά για μίλια γύρω. Αμυδρά και μακρινά ακούγονται τα πόδια των εχθρών μας. Μα ακούγονται δυνατά οπλές αλόγων. Μου φαίνεται πως τ’ άκουγα, ξαπλωμένος χάμω όταν κοιμόμουνα και τάραζαν τα όνειρά μου: ποδοβολητά αλόγων που ταξίδευαν στη Δύση. Αλλά τωρα φεύγουν ακόμα πιο μακριά από μας, καλπάζουν στο Βοριά. Αναρωτιέμαι τι να συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα!
— Πάμε να φύγουμε! είπε ο Λέγκολας.
Έτσι η τρίτη μέρα της καταδίωξης άρχισε και προχώρησε με σύννεφα και άστατο ήλιο. Οι σύντροφοι δε σταμάτησαν σχεδόν καθόλου, αλλά, πότε περπατώντας και πότε τρέχοντας, συνέχιζαν, λες και καμιά κούραση δεν μπορούσε να σβήσει τη φωτιά που τους έκαιγε. Σπάνια μιλούσαν. Διέσχιζαν την ερημική απλωσιά κι οι ξωτικο-μανδύες τους χάνονταν στο γκριζοπράσινο χρώμα των λιβαδιών ακόμα και στο δροσερό φως του μεσημεριάτικου ήλιου πολύ λίγα μάτια, εκτός από μάτια Ξωτικών, μπορούσαν να τους διακρίνουν, εκτός κι αν ήταν πολύ κοντά. Συχνά μες στις καρδιές τους ευχαριστούσαν την Κυρά του Λόριεν για το δώρο του λέμπας, γιατί μπορούσαν να το φάνε και να πάρουν νέες δυνάμεις δίχως να σταματήσουν το τρέξιμο.
Όλη τη μέρα τα ίχνη των εχθρών τους οδηγούσαν ίσια μπροστά, βορειοδυτικά, χωρίς διακοπή ή στροφή. Καθώς για άλλη μια φορά η μέρα πλησίασε στο τέλος της, έφτασαν σε κάτι μακρουλές άδεντρες πλαγιές, που η γη ψήλωνε και φούσκωνε σχηματίζοντας μια σειρά καμπουριαστούς χαμηλούς λόφους. Τα ίχνη της πορείας των Ορκ έγιναν πιο ξέθωρα καθώς έστριψαν βορινά προς τα κει, γιατί η γη έγινε πιο σκληρή και το χόρτο χαμηλότερο. Μακριά, αριστερά, ο ποταμός Έντγουός κυλούσε σαν ασημένια κλωστή σε πράσινο δάπεδο. Τίποτα δε φαινόταν να κουνιέται. Συχνά ο Άραγκορν αναρωτήθηκε γιατί δεν είδαν σημάδι από ζώο ή άνθρωπο. Οι κατοικίες των Ροχίριμ ήταν κυρίως πολλές λεύγες μακριά στο Νοτιά, στα δασωμένα πόδια των Λευκών Βουνών, που τώρα ήταν κρυμμένα σε ομίχλες και σύννεφα· όμως οι Ιπποτρόφοι παλιότερα διατηρούσαν πολλά κοπάδια και στάβλους στο Ανατολικό Έμνετ, σ’ αυτή την ανατολική περιοχή της επικράτειάς τους, κι εκεί περιπλανιόνταν πολλοί βοσκοί, που ζούσαν σε καταυλισμούς και σε αντίσκηνα, ακόμα και το χειμώνα. Τώρα όμως όλη η γη ήταν άδεια και μια σιωπή απλωνόταν, που δεν έμοιαζε με την ηρεμία της ειρήνης.
Το σούρουπο σταμάτησαν ξανά. Τώρα είχαν κάνει δυο φορές από δώδεκα λεύγες στα λιβάδια του Ρόαν κι ο τοίχος του Έμιν Μιούιλ χανόταν στις σκιές της Ανατολής. Το καινούριο φεγγάρι θαμπόφεγγε στο θολωμένο ουρανό, αλλά ελάχιστα φώτιζε, και τ’ αστέρια ήταν σκεπασμένα.
— Τώρα είναι που πιο πολύ δε θέλω να χάνω ούτε στιγμή για ξεκούραση, ή για οποιοδήποτε σταθμό στο κυνηγητό μας, είπε ο Λέγκολας. Οι Ορκ έχουν φύγει μπροστά τρέχοντας, λες και τους κυνηγούσαν τα μαστίγια του Σόρον. Φοβάμαι πως έχουν κιόλας φτάσει στο δάσος και στους σκοτεινούς λόφους και πως τώρα που μιλάμε αυτοί μπαίνουν κάτω απ’ τις σκιές των δέντρων.
Ο Γκίμλι έτριξε τα δόντια του:
— Πικρό τέλος κάθε ελπίδας μας και κόπου! είπε.
— Ελπίδας ίσως, αλλά όχι και κόπου, είπε ο Άραγκορν. Δε θα γυρίσουμε πίσω τώρα που φτάσαμε εδώ. Είμαι όμως κουρασμένος.
Κοίταξε πίσω το δρόμο που είχαν κάνει και τη νύχτα που έπεφτε στην Ανατολή.
— Κάτι παράξενο δουλεύει σ’ αυτή τη γη. Δεν την εμπιστεύομαι τη σιωπή. Δεν εμπιστεύομαι ούτε το χλωμό Φεγγάρι. Τ’ αστέρια είναι θαμπά· κι εγώ είμαι τόσο κουρασμένος, όσο σπάνια μου ’χει τύχει, κουρασμένος όσο κανένας Περιφερόμενος Φύλακας δε θα ’πρεπε να ’ναι, όταν έχει ολοκάθαρα ίχνη ν’ ακολουθήσει. Υπάρχει κάποια δύναμη που δίνει ταχύτητα στους εχθρούς μας και βάζει αόρατο εμπόδιο μπροστά μας: μια κούραση που είναι πιο πολύ στην καρδιά παρά στο σώμα.
— Σωστά! είπε ο Λέγκολας. Εγώ το ένιωσα απ’ την πρώτη στιγμή που κατεβήκαμε απ’ το Έμιν Μιούιλ. Γιατί η δύναμη δεν είναι πίσω μας, αλλά μπροστά μας.
Έδειξε πέρα μακριά πάνω από τη γη του Ρόαν στη Δύση που σκοτείνιαζε κάτω απ’ το δρεπάνι του φεγγαριού.
— Ο Σάρουμαν! μουρμούρισε ο Άραγκορν. Αλλά δε θα μας γυρίσει πίσω! Πρέπει να σταματήσουμε για άλλη μια φορά· γιατί, δείτε! ακόμα και το Φεγγάρι βασιλεύει πίσω από τα σύννεφα που μαζεύονται. Αλλά ο δρόμος μας βρίσκεται κατά το Βοριά, ανάμεσα σε λόφους και βάλτους σαν ξανάρθει η μέρα.
Όπως και την προηγούμενη μέρα, ο Λέγκολας ήταν πρώτος στο πόδι, αν είχε βέβαια κοιμηθεί καθόλου.
— Ξυπνήστε! Ξυπνήστε! φώναξε. Η αυγή ρόδισε. Παράξενα πράγματα μας περιμένουν στις αρχές του δάσους. Καλά ή άσχημα, δεν ξέρω· αλλά μας καλούν. Ξυπνήστε!
Οι άλλοι πετάχτηκαν πάνω και σχεδόν αμέσως ξεκίνησαν ξανά. Αργά οι μικροί λόφοι πλησίασαν. Ήταν ακόμα μια ώρα πριν το μεσημέρι σαν τους έφτασαν: πράσινες πλαγιές που κατέληγαν σε γυμνές κορυφογραμμές ταξίδευαν στη σειρά προς το Βοριά. Στα πόδια τους η γη ήταν στεγνή και το χόρτο χαμηλό, αλλά ένα μακρύ βαθούλωμα της γης, κάπου δέκα μίλια φάρδος, απλωνόταν ανάμεσα σ’ αυτούς και στο ποτάμι που κυλούσε βαθύ ανάμεσα σε θαμπές συστάδες από καλαμιές και βούρλα. Αμέσως δυτικά απ’ την πιο νότια πλαγιά υπήρχε ένας μεγάλος κύκλος που το χορτάρι είχε ξεριζωθεί και τσαλαπατηθεί από πολλά πόδια. Από κει τα ίχνη των Ορκ έφευγαν πάλι, στρίβοντας βορινά πλάι στα κατάξερα πόδια των λόφων. Ο Άραγκορν σταμάτησε κι εξέτασε τα σημάδια με προσοχή.
— Ξεκουράστηκαν εδώ για λίγο, είπε, αλλά ακόμα και τα ίχνη που φεύγουν είναι κιόλας παλιά. Φοβάμαι πως σου είπε αλήθεια η καρδιά σου, Λέγκολας: έχουν περάσει τρία δωδεκάωρα, υποθέτω, από τότε που οι Ορκ στάθηκαν εδώ που στεκόμαστε εμείς τώρα. Αν συνέχισαν με την ίδια ταχύτητα, τότε χτες το ηλιοβασίλεμα θα έφτασαν στα σύνορα του Φάνγκορν.
— Δε βλέπω τίποτα πέρα στο Βοριά ή στη Δύση, εκτός απ’ το χορτάρι που χάνεται στην καταχνιά, είπε ο Γκίμλι. Θα μπορούσαμε να δούμε το δάσος, αν σκαρφαλώναμε στους λόφους;
— Είναι ακόμα πολύ μακριά, είπε ο Άραγκορν. Αν θυμάμαι σωστά, αυτοί οι λόφοι προχωρούν οχτώ ή και περισσότερες λεύγες προς το Βοριά κι ύστερα, βορειοδυτικά ως τις πηγές του Έντγουός, υπάρχει ένας κάμπος κάπου δεκαπέντε λεύγες.
— Λοιπόν, ας προχωρήσουμε, είπε ο Γκίμλι. Τα πόδια μου πρέπει να ξεχάσουν τα μίλια. Θα ήταν πιο πρόθυμα, αν η καρδιά μου ήταν λιγότερο βαριά.
Ο ήλιος βασίλευε όταν επιτέλους έφτασαν στο τέλος της γραμμής των λόφων. Είχαν βαδίσει πολλές ώρες δίχως ανάπαυση. Τώρα προχωρούσαν αργά και η πλάτη του Γκίμλι ήταν σκυφτή. Οι Νάνοι είναι σκληροί σαν πέτρες και στους κόπους και στα ταξίδια, αλλά αυτό το ατέλειωτο κυνηγητό άρχισε να τον καταβάλει, καθώς κάθε ελπίδα έσβηνε στην καρδιά του. Ο Άραγκορν βάδιζε πίσω του σκυθρωπός και σιωπηλός κι έσκυβε πότε πότε να εξετάσει κάποιο αποτύπωμα ή σημάδι στο χώμα. Μόνο ο Λέγκολας εξακολουθούσε να πηγαίνει το ίδιο ανάλαφρα, τα πόδια του μόλις φαίνονταν να πατούν το χορτάρι, δίχως ν’ αφήνουν χνάρια καθώς περνούσε· αλλά στο ψωμί-για-το-δρόμο των Ξωτικών έβρισκε όλη τη διατροφή που χρειαζόταν και μπορούσε να κοιμηθεί, αν θα το ’λεγαν αυτό ύπνο οι Άνθρωποι, ξεκουράζοντας το μυαλό του στα παράξενα μονοπάτια των ξωτικοονείρων, ενώ περπατούσε με τα μάτια ορθάνοιχτα στο φως αυτού του κόσμου.
Ας ανεβούμε αυτόν τον πράσινο λόφο! είπε. Κουρασμένα τον ακολούθησα, σκαρφαλώνοντας τη μακριά πλαγιά, ώσπου έφτασαν στην κορφή. Ήταν ένας στρογγυλός λόφος ομαλός και γυμνός, που στεκόταν μονάχος, ο πιο βορινός απ’ όλη τη λοφοσειρά. Ο ήλιος χάθηκε και οι σκιές του βραδινού έπεσαν σαν κουρτίνες.
Ηταν ολομόναχοι σ’ έναν γκρίζο ασχημάτιστο κόσμο χωρίς σημάδι ή μι.[ρο. Μόνο μακριά στα βορειοδυτικά είχε μια μεγαλύτερη σκοτεινιά στο βάθος της μέρας που ξεψυχούσε: τα Ομιχλιασμένα Βουνά και το δάσος στα πόδια τους.
Δε βλέπουμε τίποτα εδώ για να μας οδηγήσει, είπε ο Γκίμλι. Λοιπόν, τώρα πρέπει ξανά να σταματήσουμε και να περάσουμε τη νύχτα. Επιασε κρύο!
Ο αέρας έρχεται βορινός απ’ τα χιόνια, είπε ο Άραγκορν.
Και πριν ξημερώσει θα ’ναι ανατολικός, είπε ο Λέγκολας. Αλλά, αφού πρέπει, ξεκουραστείτε. Όμως, μη χάνετε όλες σας τις ελπίδες. Το αύριο είναι άγνωστο. Συχνά η καλή ιδέα έρχεται με την ανατολή του Ήλιου.
Ο ήλιος έχει κιόλας ανατείλει τρεις φορές από τότε που αρχίσαμε το κυνηγητό μας, αλλά δε μας έφερε καμιά καλή ιδέα, είπε ο Γκίμλι.
Η νύχτα όλο και γινόταν πιο παγωμένη. Ο Άραγκορν κι ο Γκίμλι κοιμόντουσαν σπασμωδικά κι όποτε ξυπνούσαν έβλεπαν το Λέγκολας να στέκεται δίπλα τους ή να πηγαινοέρχεται σιγοτραγουδώντας στη γλώσσα του· κι όπως τραγουδούσε, τ’ άσπρα αστέρια άνθιζαν στο σκληρό μαύρο θόλο ψηλά. Έτσι πέρασε η νύχτα. Όλοι μαζί είδαν την αυγή να φωτίζει αργά τον ουρανό, που τώρα ήταν γυμνός κι ασυννέφιαστος, ώσπου τελικά βγήκε ο ήλιος. Ήταν χλωμός και καθαρός. Ο αέρας ήταν ανατολικός κι όλες οι ομίχλες είχαν τραβηχτεί μακριά· ατέλειωτοι κάμποι απλώνονταν γύρω τους θλιβεροί στο σκληρό φως.
Μπροστά τους στην Ανατολή είδαν τ’ ανεμοδαρμένα ψηλώματα του Κάμπου του Ρόαν, που τον είχαν ξαναδεί λιγάκι, μέρες πριν, απ’ το Μεγάλο Ποταμό. Βορειοδυτικά παραφύλαγε το σκοτεινό δάσος του Φάνγκορν κάπου δέκα λεύγες απόσταση άρχιζαν οι σκιερές του άκρες και οι πέρα πλαγιές του έσβηναν στη γαλάζια καταχνιά. Κι ακόμα πιο πέρα λαμπύριζε απόμακρα, λες κι έπλεε σ’ ένα γκρίζο σύννεφο, το άσπρο κεφάλι του ψηλού Μεθέντρας, της τελευταίας κορφής των Ομιχλιασμένων Βουνών. Ο Έντγουός έβγαινε από το δάσος να τους προϋπαντήσει. Το ρεύμα του τώρα ήταν γρήγορο και στενό και οι όχθες του βαθιά σκαμμένες. Τα ίχνη των Ορκ έστριβαν απ’ τους λόφους προς τα εκεί.
Ακολουθώντας με τα κοφτερά του μάτια τα ίχνη ως το ποτάμι κι ύστερα το ποτάμι ως το δάσος, ο Άραγκορν είδε μια σκιά μακριά στην πρασινάδα, μια σκοτεινή απροσδιόριστη σκιά που έτρεχε γρήγορα. Έπεσε κάτω κι αφουγκράστηκε πάλι με προσοχή. Αλλά ο Λέγκολας στάθηκε δίπλα του σκιάζοντας τα ζωηρά ξωτικο-μάτια του με το μακρύ λεπτό του χέρι· κι αυτός δεν είδε μια απροσδιόριστη σκιά, αλλά τις μικρές σιλουέτες καβαλάρηδων, πολλών καβαλάρηδων, και το πρωινό φως που γυάλιζε στις άκρες των κονταριών τους έμοιαζε με το τρεμόσβημα μικρών αστεριών πέρα από κει που βλέπουν τα μάτια των ανθρώπων. Πίσω μακριά τους μαύρος καπνός ανέβαζε ψιλές, στριφτές κλωστές.
Στ’ άδεια λιβάδια επικρατούσε ησυχία κι ο Γκίμλι μπορούσε ν’ ακούσει τον άνεμο να περνάει μες στα χόρτα.
— Καβαλάρηδες! φώναξε ο Άραγκορν, πηδώντας όρθιος. Πολλοί καβαλάρηδες με γρήγορα άτια έρχονται κατά δω!
— Ναι, είπε ο Λέγκολας, είναι εκατόν πέντε. Τα μαλλιά τους είναι κίτρινα και τα κοντάρια τους λάμπουν. Ο αρχηγός τους είναι πολύ ψηλός.
Ο Άραγκορν χαμογέλασε.
— Τα μάτια των Ξωτικών είναι κοφτερά, είπε.
— Όχι! Αλλά οι καβαλάρηδες δεν απέχουν πάνω από πέντε λεύγες, είπε ο Λέγκολας.
— Πέντε λεύγες ή μία, είπε ο Γκίμλι, δεν μπορούμε να τους ξεφύγουμε σ’ αυτόν το γυμνό τόπο. Θα τους περιμένουμε δω ή θα προχωρήσουμε στο δρόμο μας;
— Θα περιμένουμε, είπε ο Άραγκορν. Είμαι κουρασμένος και το κυνηγητό μας έχει αποτύχει. Ή τουλάχιστον άλλοι μας πρόλαβαν γιατί αυτοί οι καβαλάρηδες έρχονται από κει που πέρασαν οι Ορκ. Ίσως μας δώσουν νέα.
— Ή κονταριές, είπε ο Γκίμλι.
— Έχει τρεις άδειες σέλες, αλλά χόμπιτ δε βλέπω, είπε ο Λέγκολας.
— Δεν είπα πως θ’ ακούσουμε καλά νέα, είπε ο Άραγκορν. Αλλά, καλά ή άσχημα, εδώ θα περιμένουμε.
Οι τρεις σύντροφοι τώρα άφησαν την κορφή του λόφου, όπου ήταν εύκολο σημάδι στο βάθος του χλωμού ουρανού, και αργά κατέβηκαν τη βορινή πλαγιά. Λίγο ψηλότερα απ’ τους πρόποδες του λόφου σταμάτησαν και, τυλίγοντας γύρω τους τούς μανδύες τους, κάθισαν μαζεμένοι κοντά κοντά στο κιτρινισμένο χορτάρι. Η ώρα περνούσε αργά και βαριά. Ο άνεμος ήταν ψιλός και ψαχουλευτός. Ο Γκίμλι ήταν ανήσυχος.
— Τι ξέρεις γι’ αυτούς τους καβαλάρηδες, Άραγκορν; είπε. Καθόμαστε εδώ και περιμένουμε να βρούμε ξαφνικό θάνατο;
Έχω βρεθεί ανάμεσά τους, απάντησε ο Άραγκορν. Είναι περήφανοι και ισχύρογνώμονές, αλλά είναι πιστοί και γενναιόδωροι και στις σκέψεις και στα έργα τους· γενναίοι, αλλά όχι απάνθρωποι· γνωστικοί, αλλά αμόρφωτοι· δε γράφουν βιβλία, αλλά τραγουδούν πολλά τραγούδια, όπως τα παιδιά των Ανθρώπων πριν τα Σκοτεινά Χρόνια. Αλλά δεν ξέρω τι έχει γίνει τώρα τελευταία εδώ, ούτε με ποιανού το μέρος μπορεί να είναι τώρα οι Ροχίριμ, τώρα που βρίσκονται ανάμεσα στον προδότη Σάρουμαν και στην απειλή του Σόρον. Είναι από χρόνια πολλά φίλοι της Γκόντορ, αν και δε συγγενεύουν. Στα παλιά ξεχασμένα χρόνια ο Έορλ ο Νεαρός[2] τούς έφερε δω απ’ το Βοριά και συγγνεύουν περισσότερο με τους Μπάρντινγκ του Ντέηλ και με τους Αρκίδες του Δάσους, που ανάμεσά τους μπορεί ακόμα κανείς να δει πολλούς άντρες ψηλούς και ξανθούς, σαν τους Καβαλάρηδες του Ρόαν. Τουλάχιστο δεν αγαπούν τους Ορκ.
Ο Γκάνταλφ όμως μίλησε για κάποια φήμη ότι πληρώνουν φόρο αποτέλειας στη Μόρντορ, είπε ο Γκίμλι.
Εγώ το πιστεύω αυτό, όσο κι ο Μπορομίρ, απάντησε ο Άραγκορν.
Γρήγορα θα μάθεις την αλήθεια, είπε ο Λέγκολας. Φτάνουν κιόλας.
Τέλος, ακόμα κι ο Γκίμλι μπορούσε ν’ ακούσει το μακρινό χτύπο απ’ τις οπλές που κάλπαζαν. Οι καβαλάρηδες, ακολουθώντας τα ίχνη, είχαν αφήσει το ποτάμι και πλησίαζαν τους λόφους. Κάλπαζαν σαν τον άνεμο.
Τώρα καθάριες δυνατές φωνές αντηχούσαν στα λιβάδια. Ξαφνικά έφτασαν βροντεροί κι ο πρώτος καβαλάρης έστριψε, περνώντας απ’ τους πρόποδες του λόφου, οδηγώντας την ίλη νότια, παράλληλα με τις δυτικές πλαγιές των λόφων. Πίσω του κάλπαζαν αρματωμένοι άντρες σε μια μακριά γραμμή, γρήγοροι, αστραφτεροί, άγριοι κι ωραίοι στην όψη.
Τ’ άλογά τους ήταν μεγαλόσωμα, δυνατά και γεροδεμένα· το γκρίζο τους τρίχωμα γυάλιζε, οι μακριές ουρές τους ανέμιζαν και η χαίτη τους ήταν πλεγμένη στον περήφανο λαιμό τους. Οι Άνθρωποι που τα ίππευαν τους ταίριαζαν: ψηλοί, με μακριά χέρια και πόδια· τα μαλλιά τους, κίτρινα σαν το λινάρι, ξεχύνονταν κάτω απ’ τα ελαφρά τους κράνη κι ανέμιζαν σε μακριές κοτσίδες πίσω τους· τα πρόσωπά τους ήταν αυστηρά κι έξυπνα. Στα χέρια τους είχαν μακριά φράξινα κοντάρια, απ’ τις πλάτες χους κρέμονταν ζωγραφισμένες ασπίδες, μακριά σπαθιά ήταν στις ζώνες τους και η αλυσιδωτή αρματωσιά τους κατέβαινε ως τα γόνατά τους.
Κάλπαζαν δυο δυο και, αν και πότε πότε σηκωνόταν κάποιος στους αναβατήρες του και κοίταζε μπροστά και στα πλάγια, όμως φαινόταν πως δεν είχαν πάρει είδηση τους τρεις ξένους που κάθονταν σιωπηλοί και τους παρακολουθούσαν. Η ίλη είχε σχεδόν περάσει, όταν ξαφνικά ο Άραγκορν σηκώθηκε και φώναξε δυνατά:
— Τι νέα απ’ το Βοριά, Καβαλάρηδες του Ρόαν;
Μ’ εκπληκτική ταχύτητα και δεξιοσύνη σταμάτησαν τ’ άλογά τους, έστριψαν και γύρισαν ορμητικά πίσω. Σε λίγο οι τρεις σύντροφοι βρέθηκαν σ’ έναν κλοιό από καβαλάρηδες που έτρεχαν κυκλικά, ανέβαιναν την πλαγιά του λόφου πίσω τους, την κατέβαιναν γύρω γύρω κι όλο πλησίαζαν. Ο Άραγκορν στεκόταν σιωπηλός και οι άλλοι δυο κάθονταν δίχως να κουνιούνται κι αναρωτιόντουσαν τι εξέλιξη θα ’παιρναν τα πράγματα.
Χωρίς λέξη ή φωνή, ξαφνικά οι Καβαλάρηδες σταμάτησαν. Ένα δάσος κοντάρια σημάδευε τους ξένους και μερικοί καβαλάρηδες είχαν τόξα στο χέρι και τα βέλη ήταν κιόλας πάνω στις χορδές. Ύστερα ένας απ’ αυτούς, ένας ψηλός άντρας, ψηλότερος απ’ όλους, προχώρησε μπροστά. Απ’ την περικεφαλαία του ανέμιζε μια άσπρη αλογοουρά. Προχώρησε, ώσπου η μύτη του κονταριού του βρέθηκε ένα πόδι απόσταση απ’ το στήθος του Άραγκορν. Ο Άραγκορν δεν κουνήθηκε.
— Ποιος είσαι και τι γυρεύεις σ’ αυτή τη γη; είπε ο Καβαλάρης, χρησιμοποιώντας την Κοινή Γλώσσα της Δύσης, με τον τρόπο και τον τόνο που μιλούσε ο Μπορομίρ της Γκόντορ.
— Με φωνάζουν Γοργοπόδαρο, απάντησε ο Άραγκορν. Έχω έρθει απ’ το Βοριά και κυνηγάω Ορκ.
Ο Καβαλάρης πήδησε απ’ τ’ άλογό του. Δίνοντας το δόρυ του σε κάποιον άλλον, που είχε πλησιάσει κι είχε ξεπεζέψει στο πλευρό του, τράβηξε το σπαθί του και στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Άραγκορν, εξετάζοντάς τον προσεκτικά κι όχι δίχως απορία. Τέλος ξαναμίλησε:
— Στην αρχή σας πέρασα για Ορκ, είπε· αλλά τώρα βλέπω πως δεν είναι έτσι. Και, μα την αλήθεια, θα πρέπει να ξέρετε πολύ λίγο τους Ορκ, αν τους κυνηγάτε έτσι. Ήταν γρήγοροι και καλά οπλισμένοι, κι ήταν πολλοί. Από κυνηγοί θα γινόσασταν κυνήγι, αν τους προλαβαίνατε. Αλλά υπάρχει κάτι παράξενο σ’ εσένα, Γοργοπόδαρε.
Γύρισε τα καθαρά ζωηρά του μάτια ξανά πάνω στον Περιφερόμενο Φύλακα κι είπε:
— Αυτό το όνομα που δίνεις δεν είναι όνομα για Άνθρωπο. Και τα ρούχα σας είναι κι αυτά παράξενα. Ξεφυτρώσατε απ’ το χορτάρι; Πώς δε σας είδαμε. Είστε Ξωτικά;
— Όχι, είπε ο Άραγκορν. Μόνον ένας από μας είναι Ξωτικό, ο Λέγκολας, απ’ το Δασωμένο Βασίλειο του μακρινού Δάσους της Σκοτεινιάς. Αλλά έχουμε περάσει απ’ το Λοθλόριεν και φέρνουμε μαζί μας τα δώρα και την εύνοια της Κυράς.
Ο Καβαλάρης τούς κοίταξε με ακόμα μεγαλύτερη απορία, αλλά τα μάτια του σκλήρυναν.
— Ώστε υπάρχει κάποια Κυρά στο Χρυσαφένιο Δάσος, όπως λένε οι καλιές ιστορίες! είπε. Λένε πως λίγοι γλιτώνουν απ’ τα δίχτυα της. Παράξενες οι μέρες αυτές! Αλλά αν έχετε την εύνοιά της, τότε ίσως κι εσείς να πλέκετε δίχτυα και να κάνετε μάγια.
Ξαφνικά γύρισε την παγωμένη του ματιά πάνω στο Λέγκολας και οτον Γκίμλι.
— Γιατί δε μιλάτε εσείς, οι σιωπηλοί; τους ρώτησε.
Ο Γκίμλι σηκώθηκε και στάθηκε με τα πόδια του ανοιχτά: το χέρι του έσφιγγε τη λαβή του τσεκουριού του και τα μαύρα του μάτια άστραφταν.
— Δώσ’ μου τ’ όνομά σου, αφέντη-καβαλάρη, και θα σου δώσω το δικό μου· και κάτι παραπάνω, είπε.
— Κανονικά, είπε ο Καβαλάρης, κοιτάζοντας από ψηλά το Νάνο, ο ξένος πρέπει να πει ποιος είναι πρώτος. Πάντως ονομάζομαι Έομερ γιος του Έομουντ κι έχω τον τίτλο του Τρίτου Στρατάρχη του Ρίντερμαρκ.
— Τότε, Έομερ γιε του Έομουντ, Τρίτε Στρατάρχη του Ρίντερμαρκ, να επιτρέψεις στον Γκίμλι, το γιο του Νάνου Γκλόιν, να σε προειδοποιήσει για τ’ απερίσκεπτα λόγια σου. Μιλάς άσχημα για κάτι που είναι ωραίο πέρα απ’ ό,τι μπορείς να φανταστείς και η μόνη σου δικαιολογία είναι το λίγο μυαλό!
Τα μάτια του Έομερ άναψαν και οι Άντρες του Ρόαν μουρμούρισαν θυμωμένα και προχώρησαν προτείνοντας τα κοντάρια τους.
— Θα σου ’κοβα το κεφάλι πέρα για πέρα, μαζί με τη γενειάδα σου, Κύριε Νάνε, αν ήταν λίγο ψηλότερα απ’ τη γη, είπε ο Έομερ.
— Δε στέκεται μονάχος του, είπε ο Λέγκολας, λυγίζοντας το τόξο του και βάζοντάς του ένα βέλος με χέρια που κουνήθηκαν, ώσπου ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια. Θα πέθαινες πριν τον χτυπήσεις.
Ο Έομερ σήκωσε το σπαθί του και η κατάσταση θα μπορούσε να είχε χειροτερέψει, αλλά ο Άραγκορν πετάχτηκε ανάμεσά τους και σήκωσε το χέρι του.
— Συγγνώμη, Έομερ! φώναξε. Όταν μάθεις περισσότερα, θα καταλάβεις γιατί θύμωσες τους συντρόφους μου. Δε θέλουμε το κακό του Ρόαν ούτε κανενός απ’ το λαό του, ανθρώπου ή αλόγου. Δε θ’ ακούσεις πρώτα την ιστορία μας, πριν χτυπήσεις;
— Ναι, είπε ο Έομερ, χαμηλώνοντας το λεπίδι του. Αλλά όσοι πλανιούνται στο Ρίντερμαρκ καλά θα κάνουν να ’ναι λιγότερο περήφανοι τούτο τον καιρό της αμφιβολίας. Και πρώτα πρώτα πες μου το σωστό σου όνομα.
— Πρώτα πες μου εσύ ποιον υπηρετείς, είπε ο Άραγκορν. Είσαι φίλος ή εχθρός του Σόρον, του Μαύρου Άρχοντα της Μόρντορ;
— Υπηρετώ μόνον τον Άρχοντα του Μαρκ, το Βασιλιά Θέοντεν γιο του Θένγκελ, απάντησε ο Έομερ. Δεν υπηρετούμε τη Δύναμη της Μαύρης Γης μακριά, αλλά ούτε κι έχουμε ακόμα ανοιχτό πόλεμο μαζί του· κι αν τρέχετε να του ξεφύγετε, τότε καλά θα κάνετε να βγείτε απ’ αυτή τη χώρα. Έχουμε φασαρίες τώρα σ’ όλα μας τα σύνορα και μας απειλούν αλλά εμείς το μόνο που θέλουμε είναι να είμαστε ελεύθεροι να ζήσουμε όπως ζούμε ως τώρα, διαφεντεύοντας τα δικά μας και χωρίς να υπηρετούμε κανέναν ξένο αφέντη, είτε καλό είτε κακό. Τότε που οι μέρες ήταν πιο ειρηνικές, καλωσορίζαμε τους ξένους καλύτερα, αλλά αυτόν τον καιρό ο απρόσκλητος ξένος μάς βρίσκει βιαστικούς και σκληρούς. Εμπρός! Ποιος είσαι; Εσύ ποιον υπηρετείς; Και με τίνος διαταγή κυνηγάς Ορκ στη γη μας;
— Δεν υπηρετώ κανέναν, είπε ο Άραγκορν αλλά κυνηγάω τους υπηρέτες του Σόρον σ’ όποια γη κι αν πάνε. Ανάμεσα στους θνητούς Ανθρώπους ελάχιστοι υπάρχουν που ξέρουν πιο πολλά για τους Ορκ· και δεν τους κυνηγάω μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί έτσι το διάλεξα. Οι Ορκ που κυνηγούσαμε αιχμαλώτισαν δυο από τους φίλους μου. Όταν κάποιος βρεθεί σε τέτοια ανάγκη και δεν έχει άλογο, πάει και με χα πόδια και δε ζητάει άδεια ν’ ακολουθήσει τα ίχνη. Ούτε μετράει τα κεφάλια του εχθρού, παρά μόνο με το σπαθί του. Δεν είμαι άοπλος.
Ο Άραγκορν έριξε πίσω το μανδύα του. Το ξωτικοθηκάρι γυάλισε καθώς τ’ άρπαξε κι η λαμπερή λάμα του Αντούριλ άστραψε σαν ξαφνική φλόγα καθώς την τράβηξε έξω.
— Έλεντιλ! φώναξε. Είμαι ο Άραγκορν γιος του Άραθορν και με φωνάζουν Ελέσαρ, Λιθούχο, Ντούνανταν, ο κληρονόμος του Ισίλντουρ γιου του Έλεντιλ της Γκόντορ. Αυτό είναι το Σπαθί που ήταν Σπασμένο κι έχει ξαναφτιαχτεί! Θα με βοηθήσεις ή θα μ’ εμποδίσεις; Διάλεξε γρήγορα!
Ο Γκίμλι κι ο Λέγκολας κοίταξαν απορημένοι το σύντροφό τους, γιατί δεν τον είχαν ξαναδεί με τέτοια διάθεση. Φαινόταν να έχει ψηλώσει, ενώ ο Έομερ είχε μαζέψει· και στο ζωντανό του πρόσωπο είδαν ένα σύντομο όραμα της δύναμης και του μεγαλείου των πέτρινων βασιλιάδων. Για μια στιγμή στα μάτια του Λέγκολας φάνηκε πως μια άσπρη φλόγα τρεμόπαιζε στο μέτωπο του Άραγκορν, σαν αστραφτερή κορόνα.
Ο Έομερ έκανε ένα βήμα πίσω και η όψη του πήρε μια έκφραση φόβου. Χαμήλωσε την περήφανη ματιά του.
Αυτές οι μέρες είναι στ’ αλήθεια παράξενες, μουρμούρισε. Τα όνειρα κι οι παραδόσεις πετάγονται ζωντανεμένες μέσ’ απ’ το χορτάρι. Πες μου, άρχοντα, είπε, τι σε φέρνει εδώ; Και τι σημαίνουν οι σκοτεινές λέξεις; Ο Μπορομίρ ο γιος του Μένεθορ λείπει πολύν καιρό, αναζητώντας εξήγηση και το άλογο που του δανείσαμε γύρισε πίσω δίχως αναβάτη. Ποια μοίρα σε φέρνει απ’ το Βοριά;
— Η μοίρα που έχω εγώ διαλέξει, είπε ο Άραγκορν. Αυτό να πεις στο Θέοντεν γιο του Θένγκελ: μπροστά του βρίσκεται πόλεμος, ή με το Σόρον ή ενάντιά του. Κανείς δεν μπορεί τώρα να ζήσει όπως ζούσε, κι ελάχιστοι θα κρατήσουν αυτά που λένε δικά τους. Αλλά θα μιλήσουμε αργότερα γι’ αυτές τις μεγάλες υποθέσεις. Αν το επιτρέψει η τύχη, θα έρθω προσωπικά στο βασιλιά. Τώρα βρίσκομαι σε μεγάλη ανάγκη και ζητάω βοήθεια ή τουλάχιστον πληροφορίες. Άκουσες πως κυνηγάμε μια ομάδα Ορκ που μας πήρε τους φίλους μας. Τι έχεις να πέις;
— Πως δε χρειάζεται να τους κυνηγήσετε πιο πέρα, είπε ο Έομερ. Οι Ορκ έχουν αφανιστεί.
— Και οι φίλοι μας;
— Δε βρήκαμε κανέναν άλλον εκτός από Ορκ.
— Είναι όμως πολύ παράξενο, είπε ο Άραγκορν. Ψάξατε ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν είχε άλλα πτώματα εκτός από Ορκ; Θα ήταν μικρά, παιδιά στα μάτια σας, ξυπόλητα αλλά ντυμένα στα γκρίζα.
— Δεν υπήρχαν ούτε νάνοι ούτε παιδιά, είπε ο Έομερ. Μετρήσαμε όλους τους νεκρούς και τους πήραμε τα όπλα κι ύστερα κάναμε σωρό τα πτώματα και τα κάψαμε, σύμφωνα με το έθιμό μας. Οι στάχτες καπνίζουν ακόμα.
— Δε μιλάμε ούτε για νάνους ούτε για παιδιά, είπε ο Γκίμλι. Οι φίλοι μας ήταν χόμπιτ.
Χόμπιτ; είπε ο Έομερ. Δηλαδή τι ήταν αυτοί; Η ονομασία μάς είναι άγνωστη.
— Είναι παράξενη ονομασία παράξενων πλασμάτων, είπε ο Γκίμλι. Αλλά μας ήταν πολύ αγαπητοί. Φαίνεται πως μάθατε στο Ρόαν τα λόγια που έβαλαν σ’ ανησυχία τη Μίνας Τίριθ. Έλεγαν γι’ Ανθρωπάκια. Λυτοί οι χόμπιτ είναι τ’ Ανθρωπάκια.
Ανθρωπάκια! γέλασε ο Καβαλάρης που στεκόταν πλάι στον Έομερ. Ανθρωπάκια! Μα αυτά είναι ένας μικροσκοπικός λαός στα παλιά τραγούδια και στα παιδικά παραμύθια απ’ το Βοριά. Ζούμε στα παραμύθια ή στην πράσινη γη μέρα μεσημέρι;
Γίνονται και τα δύο, είπε ο Άραγκορν. Γιατί όχι εμείς, αλλά αυτοί που έρχονται μετά από μας θα φτιάξουν τους θρύλους της εποχής μας.
Λες η πράσινη γη; Μ’ αυτό είναι μεγάλο θέμα για θρύλο, αν και την πατάς μέρα μεσημέρι!
— Η ώρα περνάει, είπε ο Καβαλάρης, αδιαφορώντας για τον Άραγκορν. Πρέπει να βιαστούμε για το Νοτιά, άρχοντα. Ας αφήσουμε αυτούς τους άγριους στις φαντασιοπληξίες τους. Ή ας τους δέσουμε να τους πάμε στο βασιλιά.
— Ηρέμησε, Έοθεν! είπε ο Έομερ στη δική του γλώσσα. Άσε με για λίγο. Πες στην éored να συνταχθούν στο δρόμο και να ετοιμαστούν για το Έντγουέιντ.
Μουρμουρίζοντας ο Έοθεν απομακρύνθηκε και μίλησε στους άλλους. Γρήγορα αποσύρθηκαν κι άφησαν τον Έομερ μόνο του με τους τρεις συντρόφους.
— Όλα όσα λες είναι παράξενα, Άραγκορν, είπε. Όμως, λες την αλήθεια, αυτό είναι φανερό: οι Άντρες του Μαρκ δε λένε ψέματα και γι’ αυτό δεν τους ξεγελάς εύκολα. Αλλά δεν τα είπες όλα. Δε θα μιλήσεις τώρα με περισσότερες λεπτομέρειες για την αποστολή σου, ώστε να κρίνω τι πρέπει να κάνω;
— Ξεκίνησα απ’ το Ίμλαντρις, όπως λέει και το ποίημα, πριν πολλές εβδομάδες, απάντησε ο Άραγκορν. Μαζί μου ήταν κι ο Μπορομίρ από τη Μίνας Τίριθ. Η αποστολή μου ήταν να πάω σ’ εκείνη την πόλη με το γιο του Μένεθορ, να βοηθήσω το λαό του στον πόλεμο ενάντια στο Σόρον. Αλλά η Ομάδα που μαζί της ταξίδευα είχε άλλη δουλειά. Γι’ αυτή δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος ήταν ο αρχηγός μας.
— Ο Γκάνταλφ! ξεφώνισε ο Έομερ. Ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος είναι γνωστός στο Μαρκ· αλλά το όνομά του, σε προειδοποιώ, δεν εξασφαλίζει πια την εύνοια του βασιλιά. Πολλές φορές φιλοξενήθηκε στη γη μας, απ’ όσο θυμούνται οι άνθρωποι, κι ερχόταν όποτε ήθελε, συχνά ή αραιά. Αναγγέλλει πάντα παράξενα γεγονότα: μερικοί τώρα λένε πως φέρνει το κακό.
»Κι αλήθεια, ύστερα απ’ την τελευταία φορά που ήρθε το καλοκαίρι, όλα πάνε στραβά. Τότε άρχισαν κι οι φασαρίες μας με το Σάρουμαν. Ως τότε θεωρούσαμε το Σάρουμαν φίλο μας, αλλά ο Γκάνταλφ ήρθε τότε και μας προειδοποίησε πως ξαφνικός πόλεμος ετοιμαζόταν στο Ίσενγκαρντ. Είπε ότι αυτός ο ίδιος ήταν φυλακισμένος στο Όρθανκ και μόλις είχε καταφέρει να το σκάσει και ζητούσε βοήθεια. Αλλά ο Θέοντεν δεν ήθελε να τον ακούσει κι έτσι έφυγε. Μην πεις το όνομα του Γκάνταλφ δυνατά στ’ αυτιά του Θέοντεν! Είναι θυμωμένος. Γιατί ο Γκάνταλφ πήρε το άλογο, τον Ίσκιο, το πιο πολύτιμο απ’ όλα τ’ άτια του βασιλιά, αρχηγό των Mearas, που μόνο ο άρχοντας του Μαρκ επιτρέπεται να ιππεύει. Γιατί προπάτορας της ράτσας τους ήταν το μεγάλο άλογο του Έορλ, που ήξερε να μιλά τη γλώσσα των Ανθρώπων. Πριν εφτά νύχτες γύρισε πίσω ο Ίσκιος· αλλά ο θυμός του βασιλιά δε λιγόστεψε, γιατί τώρα το άλογο έχει αγριέψει και δεν αφήνει άνθρωπο να το αγγίξει.
— Τότε ο Ίσκιος βρήκε μόνος του το δρόμο απ’ το μακρινό Βοριά, είπε ο Άραγκορν γιατί εκεί χώρισαν με τον Γκάνταλφ. Όμως, αλίμονο! Ο Γκάνταλφ δε θα ξανακαβαλήσει πια. Έπεσε στο σκοτάδι στα Ορυχεία της Μόρια και δεν ξαναγυρίζει.
— Λυπητερά τα νέα σου, είπε ο Έομερ. Τουλάχιστο για μένα και για πολλούς, αν όχι για όλους, όπως θα δεις, αν έρθεις στο Βασιλιά.
Είναι νέα πολύ πιο θλιβερά απ’ ό,τι ο οποιοσδήποτε σ’ αυτή τη χώρα μπορεί να καταλάβει, αν και μπορεί να τον αγγίξουν σκληρά πριν περάσει πολύς καιρός, είπε ο Άραγκορν. Αλλά όταν πέφτουν οι μεγάλοι, οι πιο μικροί πρέπει να γίνονται οδηγοί. Σ’ εμένα έπεσε ο κλήρος να γίνω οδηγός της Ομάδας στο μακρύ δρόμο ύστερα απ’ τη Μόρια. Περάσαμε μέσα από το Λόριεν — για το οποίο καλό θα ήταν να μάθεις την αλήθεια πριν ξαναμιλήσεις — κι ύστερα διασχίσαμε τις λεύγες του Μεγάλου Ποταμού ως τους καταρράκτες του Ράουρος. Εκεί ο Μπορομίρ σκοτώθηκε απ’ τους ίδιους τους Ορκ που εσείς αφανίσατε.
Όλα σου τα νέα είναι θλιβερά! φώναξε καταστεναχωρημένος ο Έομερ. Αυτός ο θάνατος είναι μεγάλη συμφορά για τη Μίνας Τίριθ και για όλους μας. Ήταν άξιο παλικάρι! Όλοι του έπλεκαν εγκώμια. Σπάνια ερχόταν στο Μαρκ, γιατί βρισκόταν πάντα στους πολέμους στ’ ανατολικά σύνορα· αλλά τον έχω συναντήσει. Έμοιαζε πιο πολύ με τους γρήγορους γιους του Έορλ. παρά με τους σοβαρούς Άντρες της Γκόντορ, κι έδειχνε πως θα γινόταν μεγάλος αρχηγός του λαού του όταν θα ερχόταν η ώρα του. Αλλά δεν είχαμε νέα αυτής της συμφοράς από την Γκόντορ. Πότε έπεσε;
— Σήμερα είναι η τέταρτη μέρα από τότε που τον σκότωσαν, απάντησε ο Άραγκορν. Κι από κείνο το βράδυ ξεκινήσαμε απ’ τη σκιά του Τολ Μπράντιρ.
Πεζοί; φώναξε ο Έομερ.
— Ναι, έτσι όπως μας βλέπεις.
Τα μάτια του Έομερ άνοιξαν διάπλατα απ’ την έκπληξη.
— Τ’ όνομα Γοργοπόδαρος σ’ αδικεί, γιε του Άραθορν, είπε. Εγώ σ’ ονομάζω Φτεροπόδαρο. Τούτο το κατόρθωμα των τριών φίλων θα πρέπει να το τραγουδήσουν σε πολλά παλάτια. Κάνατε σαράντα πέντε λεύγες πριν τελειώσει η τέταρτη μέρα! Η ράτσα του Έλεντιλ είναι πολύ γερή!
»Τώρα όμως, άρχοντα, τι θέλεις να κάνω! Πρέπει γρήγορα να γυρίσω στο Θέοντεν. Μπροστά στους άντρες μου μίλησα μ’ επιφύλαξη. Είναι αλήθεια πως ακόμα δεν έχουμε κηρύξει ανοιχτά τον πόλεμο στη Μαύρη Χώρα κι υπάρχουν μερικοί στ’ αυτί του Βασιλιά που του ψιθυρίζουν άνανδρες συμβουλές· αλλά ο πόλεμος έρχεται. Δε θ’ απαρνηθούμε την παλιά μας συμμαχία με την Γκόντορ, κι όσο πολεμούν θα τους βοηθάμε: έτσι λέω εγώ κι όλοι όσοι συμφωνούν μαζί μου. Το Ανατολικό Μαρκ βρίσκεται κάτω από τις διαταγές μου, κάτω απ’ την εποπτεία του Τρίτου Στρατάρχη, κι έχω απομακρύνει όλα μας τα κοπάδια και τον κόσμο πέρα απ’ τον Έντγουός κι εδώ δεν έχω αφήσει παρά μόνο φρουρούς και γρήγορους ανιχνευτές.
— Δηλαδή, δεν πληρώνετε φόρο υποτέλειας στο Σόρον; είπε ο Γκίμλι.
— Ούτε το κάνουμε ούτε ποτέ το έχουμε κάνει, είπε ο Έομερ κι άστραψαν τα μάτια του, αν κι έχει φτάσει στ’ αυτιά μου πως κυκλοφορεί αυτό το ψέμα. Πριν μερικά χρόνια ο Άρχοντας της Μαύρης Χώρας θέλησε ν’ αγοράσει άλογα από μας προσφέροντας μεγάλη τιμή, αλλά του το αρνηθήκαμε γιατί χρησιμοποιεί τα ζώα για κακό. Αργότερα έστειλε Ορκ να κάνουν πλιάτσικο και ν’ αρπάξουν όσα μπορούσαν, διαλέγοντας πάντα μαύρα άλογα: απ’ αυτά ελάχιστα απομένουν τώρα. Γι’ αυτό το λόγο η έχθρα μας με τους Ορκ είναι άγρια.
»Αυτόν τον καιρό όμως μας απασχολεί κυρίως ο Σάρουμαν. Ισχυρίζεται πως είναι κύριος όλης αυτής της γης κι έχουμε πόλεμο εδώ και πολλούς μήνες. Έχει πάρει στην υπηρεσία του Ορκ και Λύκο-Καβαλάρηδες και Ανθρώπους κακούς και μας έχει κλείσει το Άνοιγμα, έτσι που σίγουρα θα βρεθούμε να μας κυκλώνουν κι απ’ ανατολικά και από δυτικά.
»Και είναι δύσκολο ν’ αντιμετωπίσουμε τέτοιον εχθρό: είναι μάγος, παμπόνηρος και πολυμήχανος, με πολλές όψεις. Πηγαίνει εδώ κι εκεί, λένε, σαν γεράκος με μανδύα και κουκούλα, ίδιος ο Γκάνταλφ, όπως πολλοί τώρα θυμούνται. Οι κατάσκοποι του ξεγλιστρούν μέσα από κάθε δίχτυ και τα κακορίζικα πουλιά του βγήκαν πάλι στον ουρανό. Δεν ξέρω πού θα καταλήξουν τα πράγματα κι η καρδιά μου είναι ανήσυχη· γιατί μου φαίνεται πως οι φίλοι του δε βρίσκονται όλοι στο Ίσενγκαρντ. Αλλά αν έρθεις στο παλάτι του βασιλιά, θα τα δεις κι από μόνος σου. Δε θα έρθεις; Μάταια ελπίζω πως ήρθες για να μου δώσεις βοήθεια στην αμφιβολία και στην ανάγκη μου;
— Θα έρθω όταν μπορώ, είπε ο Άραγκορν.
— Έλα τώρα! είπε ο Έομερ. Ο Κληρονόμος του Έλεντιλ θα έδινε στ’ αλήθεια δύναμη στους Γιους του Έορλ σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, Γίνονται μάχες ακόμα και τώρα στο Δυτικό Έμνετ και φοβάμαι πως ίσως τα πράγματα δεν πάνε καλά.
»Και μάλιστα ήρθα στο βοριά χωρίς την άδεια του βασιλιά, γιατί όταν λείπω το παλάτι του μένει με πολύ λίγη φρουρά. Αλλά ανιχνευτές με ειδοποίησαν για το λόχο των Ορκ που ερχόταν απ’ τον Ανατολικό Τοίχο πριν τρεις νύχτες και μου είπαν πως μερικοί φορούσαν τ’ άσπρα εμβλήματα του Σάρουμαν. Έτσι, επειδή υποψιαζόμουν αυτό που φοβάμαι πιο πολύ, δηλαδή τη συμμαχία ανάμεσα στο Όρθανκ και στο Μαύρο Πύργο, ξεκίνησα επικεφαλής της δικής μου éored, ανθρώπων του δικού μου οίκου· και προλάβαμε τους Ορκ το βράδυ, δυο μέρες πριν, κοντά στα σύνορα του Δάσους των Εντ. Εκεί τους κυκλώσαμε και δώσαμε μάχη χτες την αυγή. Έχασα δεκαπέντε απ’ τους άντρες μου και δώδεκα άλογα, αλίμονο! Γιατί οι Ορκ ήταν περισσότεροι απ’ ό,τι τους υπολογίσαμε. Κι ήρθαν κι άλλοι απ’ την Ανατολή περνώντας το Μεγάλο Ποταμό: τα ίχνη τους φαίνονται ολοκάθαρα λίγο πιο βορινά από δω. Κι ήρθαν κι άλλοι απ’ το δάσος. Μεγαλόσωμοι Ορκ που φορούσαν κι αυτοί το Άσπρο Χέρι του Ίσενγκαρντ: αυτό το είδος είναι πιο δυνατοί και πιο άγριοι απ’ όλους τους άλλους.
»Πάντως τους εξολοθρεύσαμε. Αλλά έχουμε λείψει για πάρα πολύν καιρό. Μας χρειάζονται στο νοτιά και στη δύση. Δε θα ’ρθείτε; Καθώς βλέπετε, μας περισσεύουν άλογα. Έχει δουλειά για το Σπαθί. Ναι, και θα βρίσκαμε δουλειά για το τσεκούρι του Γκίμλι και το τόξο του Λέγκολας, αν θα μου συγχωρέσουν τα απερίσκεπτά μου λόγια για την Κυρά του Δάσους. Μίλησα μόνον όπως όλοι μιλούν στη χώρα μου και πολύ ευχαρίστως θα μάθαινα κάτι σωστότερο.
Σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, είπε ο Άραγκορν, κι η καρδιά μου ποθεί να έρθω μαζί σου· αλλά δεν μπορώ να εγκαταλείψω τους φίλους μου όσο υπάρχει ελπίδα.
Λεν υπάρχει ελπίδα, είπε ο Έομερ. Δε θα βρεις τους φίλους σου στα Βορινά σύνορα.
Οι φίλοι μου όμως δεν είναι πίσω. Βρήκαμε ένα καθαρό σημάδι, όχι μακριά απ’ τον Ανατολικό Τοίχο, πως τουλάχιστον ο ένας τους ήταν ακόμα ζωντανός εκεί. Αλλά ανάμεσα απ’ τον Τοίχο και τους λόφους δε βρήκαμε άλλο σημάδι τους και τα ίχνη πάνε όλα μαζί, δεν έχουν ξεφύγει δεξιά ή αριστερά, εκτός και μ’ έχει εγκαταλείψει όλη μου η τέχνη.
— Τότε, τι λες να ’γιναν;
Λεν ξέρω. Μπορεί να σκοτώθηκαν και να κάηκαν μαζί με τους Ορκ· αλλά εσύ λες πως αποκλείεται κι έτσι δεν το φοβάμαι. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι τους μεταφέρανε στο δάσος πριν τη μάχη, ίσως και πριν ακόμα να τους περικυκλώσετε. Παίρνεις όρκο πως κανείς δεν ξέφυγε τον κλοιό σας έτσι;
— Θα μπορούσα να ορκιστώ πως κανένας Ορκ δεν ξέφυγε απ’ τη στιγμή που τους εντοπίσαμε, είπε ο Έομερ. Φτάσαμε στα σύνορα του δάσους πριν απ’ αυτούς κι αν ύστερα απ’ αυτό κάποιο πλάσμα ζωντανό κατάφερε να περάσει τον κλοιό μας. τότε αποκλείεται να ήταν Ορκ κι είχε σίγουρα κάποια ξωτική δύναμη.
— Οι φίλοι μας ήταν ντυμένοι σαν κι εμάς. είπε ο Άραγκορν κι εμάς μας προσπεράσατε κι ήταν μέρα μεσημέρι.
— Το ’χα ξεχάσει αυτό, είπε ο Έομερ. Δύσκολο να είναι κανείς σίγουρος ανάμεσα σε τόσα θαύματα. Όλος ο κόσμος έχει γίνει παράξενος. Ξωτικό και Νάνος περπατούν μαζί στα χωράφια μας· κι άλλοι μιλούν με την Κυρά του Δάσους κι είναι ακόμα ζωντανοί· και γυρίζει στον πόλεμο το Σπαθί, που ήταν σπασμένο αιώνες πριν, προτού οι πατέρες των πατέρων μας να φτάσουν στο Μαρκ! Πώς να κρίνει κανείς τι να κάνει σε τέτοιες περιστάσεις;
— Όπως έκρινε πάντα, είπε ο Άραγκορν. Το Καλό και το Κακό δεν έχουν αλλάξει από πέρσι μέχρι φέτος· ούτε είναι διαφορετικά για τα Ξωτικά και τους Νάνους κι αλλιώτικα για τους Ανθρώπους. Κι ο κάθε άνθρωπος έχει καθήκον να τα ξεχωρίζει, όσο στο σπίτι του, τόσο και στο Χρυσαφένιο Δάσος.
— Πολύ σωστά, είπε ο Έομερ. Αλλά εγώ δεν αμφιβάλλω για σένα ούτε για την απόφαση που θα πάρει η καρδιά μου. Όμως, δεν είμαι ελεύθερος να τα κάνω όλα όπως θα ’θελα. Είναι αντίθετο με το νόμο μας ν’ αφήνουμε ξένους να πλανιούνται ελεύθερα στη χώρα μας, ώσπου να τους δώσει άδεια ο ίδιος ο βασιλιάς, κι αυτή η διαταγή εφαρμόζεται πιο αυστηρά αυτές τις επικίνδυνες μέρες. Σε παρακάλεσα να γυρίσεις πίσω μαζί μας με τη θέλησή σου κι εσύ δε θέλεις. Κι εγώ δεν έχω διάθεση να επιτεθούμε εκατό εμείς σε σας τους τρεις.
— Δε νομίζω πως ο νόμος σας έγινε για μια τέτοια περίπτωση, είπε ο Άραγκορν. Και δεν είμαι καθόλου ξένος· γιατί έχω ξανάρθει σ’ αυτή τη χώρα και παλιότερα, πάνω από μία φορά, κι έχω πολεμήσει με τους λόχους των Ροχίριμ, αν και τότε είχα άλλο όνομα κι άλλη μεταμφίεση. Εσένα δε σ’ έχω ξαναδεί, γιατί είσαι νέος. αλλά έχω μιλήσει με τον Έομουντ τον πατέρα σου και με το Θέοντεν το γιο του Θένγκελ. Ποτέ τον παλιότερο καιρό κανένας μεγάλος άρχοντας αυτής της χώρας δε θ’ ανάγκαζε κάποιον να εγκαταλείψει αποστολή σαν τη δική μου. Το καθήκον μου είναι τουλάχιστον ολοφάνερο, πρέπει να συνεχίσω. Έλα, γιε του Έομουντ, πρέπει τώρα να διαλέξεις. Βοήθησέ μας ή τουλάχιστον άσε μας να φύγουμε ελεύθεροι. Ή προσπάθησε να εφαρμόσεις το νόμο σας. Αλλά αν το κάνεις, θα γυρίσουν στον πόλεμο και στο βασιλιά σας λιγότεροι.
Ο Έομερ στάθηκε σιωπηλός για μια στιγμή, ύστερα μίλησε:
— Και οι δυο μας Βιαζόμαστε, είπε. Η ομάδα μου αδημονεί να φύγουμε και κάθε ώρα που περνάει λιγοστεύει την ελπίδα σου. Να η εκλογή μου. Μπορείτε να φύγετε· και μάλιστα θα σας δανείσω άλογα. Ζητώ όμως μόνο αυτό: όταν πετύχετε στην αποστολή σας ή αν αποδειχτεί μάταιη, γυρίστε με τα άλογα απ’ το Έντγουέιντ στο Μέντουσελντ, στο ψηλό σπίτι στο Έντορας που μένει τώρα ο Θέοντεν. Έτσι θα του αποδείξετε πως δεν έκανα λάθος στην απόφαση μου. Εμπιστεύομαι έτσι τον εαυτό μου, ίσως και την ίδια μου τη ζωή, στην καλή σας πίστη. Μη με βγάλετε ψεύτη.
— Όχι, είπε ο Άραγκορν.
Οι άντρες τους έριξαν πολλές σκοτεινές ματιές, γεμάτες αμφιβολία κι έκπληξη, όταν ο Έομερ έδωσε διαταγή να δανείσουν τα περισσευούμενα άλογα στους ξένους· αλλά μονάχα ο Έοθεν τόλμησε να μιλήσει ανοιχτά:
— Καλά, γι’ αυτόν εδώ τον άρχοντα της Γκόντορ, όπως λέει, αλλά πού ακούστηκε να δίνουμε άλογο του Μαρκ σε Νάνο;
— Πουθενά, είπε ο Γκίμλι. Και μη στεναχωριέσαι, ούτε και θ’ ακουστεί. Προτιμώ να πάω με τα πόδια, παρά να κάτσω στην πλάτη τέτοιου μεγάλου ζώου, είτε μου το δίνουν πρόθυμα είτε όχι.
— Τώρα όμως πρέπει να καβαλικέψεις, αλλιώς θα μας καθυστερήσεις, είπε ο Άραγκορν.
— Έλα, θα καθίσεις πίσω μου, φίλε μου Γκίμλι, είπε ο Λέγκολας. Τότε όλα θα ’ναι εντάξει και δε θα χρειαστεί ούτε να δανειστείς άλογο ούτε να ταλαιπωρηθείς με κανένα.
Έφεραν ένα μεγάλο γκρι σκούρο άλογο στον Άραγκορν και το καβάλησε.
— Το λένε Χάσουφελ, είπε ο Έομερ. Εύχομαι να σε πάει καλά και σε καλύτερη τύχη απ’ τον Γκάρουλφ, το συγχωρεμένο τον αφέντη του!
Στο Λέγκολας έφεραν ένα πιο μικρό και πιο ελαφρύ άλογο, αλλά ανήσυχο κι όλο φωτιά. Τ όνομά του ήταν Άροντ. Ο Λέγκολας όμως τους ζήτησε να του βγάλουν τη σέλα και τα χαλινάρια.
— Λεν τα χρειάζομαι, είπε και πήδηξε πάνω ανάλαφρα. Για μεγάλη τους έκπληξη, ο Άροντ αποδείχτηκε ήμερος και πρόθυμος κάτω από τα χέρια του. πηγαίνοντας εδώ κι εκεί μόνο με μια λέξη αυτός ήταν ο τρόπος των Ξωτικών με όλα τα καλά ζώα. Ανέβασαν τον Γκίμλι πίσω από το φίλο του κι αυτός γαντζώθηκε πάνω του, νιώθοντας σαν το Σαμ Γκάμγκη στη βάρκα.
— Έχετε γεια και μακάρι να βρείτε ό,τι γυρεύετε! φώναξε ο Έομερ. Γυρίστε όσο πιο γρήγορα μπορείτε κι ας λάμπουν τα σπαθιά μας μαζί από δω και πέρα!
— Εγώ θα έρθω, είπε ο Άραγκορν.
— Κι εγώ, είπε ο Γκίμλι. Έχουμε ακόμα την υπόθεση της Αρχόντισσας Γκαλάντριελ να τακτοποιήσουμε. Πρέπει να σε μάθω να μιλάς ευγενικά.
— Θα δούμε, είπε ο Έομερ. Έχουν γίνει τόσα πολλά παράξενα, ώστε δεν είναι ν’ απορώ πως θα μάθω να επαινώ μια όμορφη κυρά κάτω απ’ τα αξιαγάπητα χτυπήματα του τσεκουριού ενός Νάνου! Στο καλό!
Μ’ αυτά τα λόγια χώρισαν, Τ’ άλογα του Ρόαν ήταν πολύ γοργά. Όταν, έπειτα από λίγο, ο Γκίμλι κοίταξε πίσω, η ίλη του Έομερ φαινόταν κιόλας μικρή και μακρινή. Ο Άραγκορν δεν κοίταξε πίσω: παρακολουθούσε τα ίχνη όπως έτρεχαν, σκύβοντας χαμηλά το κεφάλι του πλάι στο λαιμό του Χάσουφελ. Δεν άργησαν να φτάσουν στα σύνορα του Έντγουός κι εκεί συνάντησαν τ’ άλλα ίχνη, που τους είχε πει ο Έομερ, να έρχονται απ’ την Ανατολή μέσα απ’ τον Κάμπο.
Ο Άραγκορν ξεπέζεψε κι εξέτασε τη γη, ύστερα πήδηξε στη σέλα πάλι και πήγε κάμποσο ανατολικά, προχωρώντας στην άκρη και προσέχοντας να μην πατήσει στ’ αποτυπώματα. Ύστερα ξανανέβηκε κι εξέτασε τη γη, πηγαίνοντας πίσω μπρος πεζός.
— Δε φαίνεται τίποτα, είπε όταν γύρισε. Τα ίχνη της κυρίως πορείας μπερδεύτηκαν με το πέρασμα των καβαλάρηδων που γύριζαν πίσω. Τα ίχνη της πορείας τους όταν πήγαιναν πρέπει να ήταν πιο κοντά στο ποτάμι. Αλλά τα ανατολικά ίχνη είναι φρέσκα και καθαρά. Δεν υπάρχει σημάδι από πόδια να πηγαίνουν αντίθετα, πίσω κατά τον Άντουιν. Τώρα πρέπει να πηγαίνουμε πιο αργά, ώστε να είμαστε σίγουροι πως κανένα σημάδι ή αποτύπωμα ποδιού δεν ξεφεύγει δεξιά ή αριστερά. Οι Ορκ θα πρέπει από δω και κάτω να ήξεραν πως τους καταδιώκουν ίσως να έκαναν κάποια προσπάθεια ν’ απομακρύνουν τους αιχμαλώτους πριν τους προλάβουν.
Καθώς προχωρούσαν η μέρα σκοτείνιασε. Χαμηλά γκρίζα σύννεφα ήρθαν απ’ τη μεριά του Κάμπου. Μια ομίχλη σαβάνωσε τον ήλιο. Όλο και πιο κοντά πλησίαζαν οι δεντροντυμένες πλαγιές του Φάνγκορν.. σκοτεινιάζοντας σιγά σιγά καθώς ο ήλιος πήγαινε στη δύση. λεν είδαν άλλα ίχνη, ούτε δεξιά ούτε αριστερά, αλλά πού και πού προσπερνούσαν κάποιους Ορκ. πεσμένους στο δρόμο καθώς έτρεχαν, με γκριζόφτερα βέλη να εξέχουν απ’ την πλάτη ή το λαιμό τους.
Γέλος, καθώς έφευγε το απόγευμα, έφτασαν στις αρχές του δάσους και σ’ ένα ξέφωτο ανάμεσα στα πρώτα δέντρα βρήκαν τον τόπο της μεγάλης φωτιάς: οι στάχτες ήταν ακόμα καυτές και κάπνιζαν. Δίπλα ήταν ένας μεγάλος σωρός από περικεφαλαίες και αρματωσιές, σκισμένες ασπίδες, σπασμένα σπαθιά, τόξα, βέλη κι άλλο πολεμικό υλικό. Σ’ ένα παλούκι, στη μέση, ήταν καρφωμένο ένα μεγάλο κακομούτσουνο κεφάλι· πάνω στο κομματιασμένο του κράνος το άσπρο έμβλημα φαινόταν ακόμα. Πιο κάτω, όχι μακριά απ’ το ποτάμι, στο σημείο που έβγαινε έξω απ’ το δάσος, υπήρχε ένας τύμβος. Ήταν φρεσκοφτιαγμένος: το νωπό χώμα ήταν σκεπασμένο με φρεσκοκομμένη χλόη: γύρω του ήταν στημένα όρθια δεκαπέντε κοντάρια.
Ο Άραγκορν και οι σύντροφοι του έψαξαν παντού, κοντά και μακριά απ’ το πεδίο της μάχης, αλλά το φως χλώμιασε και το σούρουπο έπεσε γρήγορα, θαμπό κι ομιχλιασμένο. Όταν νύχτωσε δεν είχαν ανακαλύψει ούτε ίχνος από το Μέρι και τον Πίπιν.
Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο, είπε ο Γκίμλι λυπημένα. Μας παρουσιάστηκαν πολλοί γρίφοι απ’ το Τολ Μπράντιρ κι εδώ, αλλά αυτός είναι ο πιο δύσκολος. Εγώ θα ’λεγα πως τα καμένα κόκαλα των χόμπιτ βρίσκονται τώρα ανακατεμένα με τα κόκαλα των Ορκ. Τα νέα θα είναι πολύ σκληρά για το Φρόντο, αν ζήσει και τα μάθει· και το ίδιο σκληρά και για το γερο-χόμπιτ, που περιμένει στο Σκιστό Λαγκάδι. Ο Έλροντ δε συμφωνούσε να έρθουν.
Αλλά όχι κι ο Γκάνταλφ, είπε ο Λέγκολας.
Ο Γκάνταλφ όμως διάλεξε να έρθει κι ο ίδιος κι ήταν ο πρώτος που χάθηκε, απάντησε ο Γκίμλι. Αστόχησε στην πρόβλεψή του.
Οι συμβουλές του Γκάνταλφ δε βασίζονται στα προγνωστικά του γι’ ασφάλεια, για τον εαυτό του ή για τους άλλους, είπε ο Άραγκορν. Υπάρχουν μερικά πράγματα που είναι καλύτερο να τ’ αρχίζεις παρά να τ’ αρνηθείς, ακόμα κι αν το τέλος μπορεί να ’ναι σκοτεινό. Αλλά εγώ δε φεύγω ακόμα απ’ αυτό το μέρος. Και, οπωσδήποτε, εδώ πρέπει να περιμένουμε να ξημερώσει.
Λίγο πιο πέρα απ’ το πεδίο της μάχης έστησαν τον καταυλισμό τους, κάτω από ένα απλωτό δέντρο· έμοιαζε με καστανιά, αλλ’ όμως είχε ακόμα πολλά καφέ φαρδιά φύλλα από πέρσι, σαν ξεραμένα χέρια με ανοιγμένα δάχτυλα, που έτριζαν πένθιμα στο βραδινό αεράκι.
Ο Γκίμλι ανατρίχιασε. Είχαν φέρει μόνο από μια κουβέρτα ο καθένας.
— Ας ανάψουμε φωτιά, είπε. Δε με νοιάζει πια για τον κίνδυνο. Ακόμα κι αν έρθουν Ορκ σαν καλοκαιρινές σκνίπες γύρω από ένα κερί!
— Αν οι κακόμοιροι οι χόμπιτ είναι χαμένοι στα δάση, ίσως τους τραβήξει εδώ, είπε ο Λέγκολας.
— Και μπορεί να τραβήξει κι άλλα όντα εκτός από Ορκ και Χόμπιτ, είπε ο Άραγκορν. Βρισκόμαστε κοντά στα ορεινά περάσματα του προδότη Σάρουμαν. Κι είμαστε και στην αρχή του Φάνγκορν και λένε πως είναι πολύ επικίνδυνο ν’ αγγίξουμε τα δέντρα αυτού του δάσους.
— Αλλά οι Ροχίριμ άναψαν εδώ μεγάλη φωτιά χτες, είπε ο Γκίμλι, κι έκοψαν δέντρα για τη φωτιά, όπως φαίνεται. Κι όμως, πέρασαν εδώ τη νύχτα ασφαλισμένα, όταν τελείωσαν τη δουλειά τους.
— Ήταν πολλοί, είπε ο Άραγκορν, και δεν τους νοιάζει η οργή του Φάνγκορν, γιατί σπάνια έρχονται εδώ και δεν μπαίνουν κάτω από τα δέντρα. Αλλά ο δρόμος μας μπορεί να μας οδηγήσει μες στο ίδιο το δάσος. Γι’ αυτό προσέχετε! Μην κόψετε ζωντανό ξύλο!
— Δε χρειάζεται, είπε ο Γκίμλι. Οι Καβαλάρηδες άφησαν αρκετά ξύλα και κλαδιά κι έχει ένα σωρό ξερόκλαδα παντού.
Απομακρύνθηκε να μαζέψει ξύλα κι ασχολήθηκε με το να φτιάξει και ν’ ανάψει τη φωτιά· αλλά ο Άραγκορν κάθισε σιωπηλός με την πλάτη στο μεγάλο δέντρο, βυθισμένος σε σκέψεις· κι ο Λέγκολας στεκόταν μονάχος πιο ανοιχτά και κοίταζε κατά τη βαθιά σκιά του δάσους, γέρνοντας μπροστά σαν κάποιος που ακούει φωνές να τον καλούν από μακριά.
Όταν ο Νάνος άναψε μια μικρή ζωηρή φωτιά, οι τρεις σύντροφοι πλησίασαν και κάθισαν μαζί, κρύβοντας το φως με τις κουκουλωμένες σιλουέτες τους. Ο Λέγκολας κοίταξε ψηλά στα κλαδιά του δέντρου που απλώνονταν πάνω τους.
— Δείτε! είπε. Το δέντρο χαίρεται για τη φωτιά!
Ίσως οι σκιές που χόρευαν να ξεγελούσαν τα μάτια τους, πάντως σίγουρα στον καθένα απ’ τους συντρόφους φάνηκε πως τα κλαδιά λύγιζαν από δω κι από κει, για να βρεθούν πάνω από τις φλόγες, ενώ τα ψηλότερα κλωνάρια έσκυβαν προς τα κάτω· τα καφετιά φύλλα τώρα ξεπετάγονταν αλύγιστα και τρίβονταν αναμεταξύ τους σαν πολλά παγωμένα και σκασμένα χέρια που ανακουφίζονται στη ζεστασιά.
Έπεσε ησυχία, γιατί ξαφνικά το σκοτεινό άγνωστο δάσος, που ήταν τόσο κοντά, έκανε αισθητή τη βαριά του παρουσία, γεμάτη κρυφούς σκοπούς. Έπειτα από λίγο ο Λέγκολας ξαναμίλησε.
— Ο Σέλεμπορν μας προειδοποίησε να μην μπούμε βαθιά στο Φάνγκορν, είπε. Ξέρεις το γιατί, Άραγκορν; Ποιοι είναι οι μύθοι του δάσους που είχε ακούσει ο Μπορομίρ;
— Έχω ακούσει πολλές ιστορίες στην Γκόντορ κι αλλού, είπε ο Άραγκορν, αλλά, αν δεν ήταν τα λόγια του Σέλεμπορν, θα τις θεωρούσα απλώς ιστορίες που έφτιαξαν οι Άνθρωποι τώρα που η αληθινή γνώση σβήνει. Είχα μάλιστα σκεφτεί να σε ρωτήσω ποια είναι η αλήθεια. Κι αν ένα Ξωτικό του Δάσους δεν ξέρει, τότε τι απάντηση να δώσει ο Άνθρωπος;
— Εσύ έχεις ταξιδέψει πιο μακριά από μένα, είπε ο Λέγκολας. Εγώ δεν έχω ακούσει τίποτα γι’ αυτό στη χώρα μου, εκτός μόνο από τραγούδια που λένε πως οι Ονόντριμ, που οι Άνθρωποι ονομάζουν Εντ, ζούσαν εκεί πολύ παλιά· γιατί το Φάνγκορν είναι παλιό, παλιό ακόμα και με τα μέτρα των Ξωτικών.
— Ναι, είναι παλιό, είπε ο Άραγκορν, όσο παλιό είναι και το δάσος κοντά στην Κοιλάδα των Θολωτών Τάφων κι είναι πολύ πιο μεγαλύτερο. Ο Έλροντ λέει πως τα δυο συγγενεύουν, τα τελευταία οχυρά των πανίσχυρων δασών των Παλιών Ημερών, που σ’ αυτά πλανιόνταν οι Πρωτογέννητοι, ενώ οι Άνθρωποι κοιμόνταν ακόμα. Το Φάνγκορν όμως κρύβει κάποιο δικό του μυστικό. Λεν ξέρω ποιο.
— Κι εγώ δε θέλω να το μάθω, είπε ο Γκίμλι. Ας μην ενοχληθεί εξαιτίας μου τίποτα απ’ ό,τι ζει στο Φάνγκορν!
Τώρα τράβηξαν κλήρο για τις σκοπιές κι έλαχε στον Γκίμλι η πρωί η. Οι άλλοι ξάπλωσαν. Σχεδόν αμέσως τους πήρε ο ύπνος.
― Γκίμλι! είπε ο Άραγκορν νυσταγμένα. Θυμήσου πως είναι πολύ επικίνδυνο να κόψεις κλαδί μικρό ή μεγάλο από οποιοδήποτε ζωντανό δέντρο στο Φάνγκορν. Αλλά μην ξεμακρύνεις πολύ αναζητώντας ξερόκλαδα. Άσε καλύτερα τη φωτιά να σβήσει! Αν χρειαστεί, φώναξέ με!
Μ’ αυτά τα λόγια αποκοιμήθηκε. Ο Λέγκολας ήταν κιόλας ξαπλωμένος ακίνητος, τα όμορφα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος του, τα μάτια του ανοιχτά και μπέρδευε τη ζωντανή νύχτα με τα βαθιά όνειρα, όπως συνηθίζουν τα Ξωτικά. Ο Γκίμλι καθόταν μαζεμένος πλάι στη φωτιά, χαϊδεύοντας με το δάχτυλό του την κόψη του τσεκουριού του. ΙΌ δέντρο έτριζε. Άλλο τίποτα δεν ακουγόταν.
Ξαφνικά ο Γκίμλι σήκωσε το κεφάλι κι εκεί ακριβώς όπου έφτανε το φως της φωτιάς στεκόταν ένας σκυφτός γέρος, γερμένος σ’ ένα ραβδί και τυλιγμένος σ’ ένα μεγάλο μανδύα· το πλατύγυρο καπέλο του ήταν τραβηγμένο χαμηλά πάνω από τα μάτια του. Ο Γκίμλι πετάχτηκε όρθιος κι απ’ τη σαστιμάρα του ξέχασε προς στιγμή να φωνάξει, αν κι αμέσως πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό του πως ο Σάρουμαν τους είχε τσακώσει. Ο Άραγκορν κι ο Λέγκολας ξύπνησαν απ’ την απότομη κίνηση του, ανασηκώθηκαν και κοίταζαν. Ο γέροντας ούτε μίλησε δύτε κουνήθηκε.
Λοιπόν, παππού, τι μπορούμε να κάνουμε για σένα; είπε ο Άραγκορν πηδώντας όρθιος. Έλα να ζεσταθείς, αν κρυώνεις!
Προχώρησε μπροστά, αλλά ο γέρος εξαφανίστηκε. Δε φαινόταν ούτε ίχνος του εκεί κοντά και δεν τολμούσαν να πάνε μακριά. Το φεγγάρι είχε δύσει κι η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή.
Ξαφνικά ο Λέγκολας έβγαλε μια φωνή: Τ’ άλογα! Τ’ άλογα!
Γ άλογα είχαν φύγει. Είχαν βγάλει τα παλούκια τους κι είχαν εξαφανιστεί. Γι’ αρκετή ώρα οι τρεις σύντροφοι έμειναν ακίνητοι και διωπηλοί, ταραγμένοι απ’ αυτή την καινούρια κακοτυχιά. Βρίσκονταν κάτω από τα πρώτα δέντρα του Φάνγκορν κι ατέλειωτες λεύγες τούς χώριζαν από τους Ανθρώπους του Ρόαν, τους μοναδικούς τους φίλους σ’ αυτή την ανοιχτή κι επικίνδυνη γη. Εκεί που στέκονταν τους φάνηκε πως άκουσαν, πολύ μακριά μες στη νύχτα, χλιμιντρίσματα. Ύστερα όλα ησύχασαν ξανά, εκτός από το παγωμένο θρόισμα του ανέμου.
— Λοιπόν, φύγανε, είπε τέλος ο Άραγκορν. Δεν μπορούμε ούτε να τα βρούμε ούτε να τα πιάσουμε· άρα, αν δε γυρίσουν πίσω από μόνα τους, πρέπει να Βολευτούμε χωρίς αυτά. Ξεκινήσαμε με τα πόδια κι αυτά τα έχουμε ακόμα.
— Τα πόδια! είπε ο Γκίμλι. Ναι, αλλά αυτά δεν τρώγονται, μονάχα περπατούν.
Έριξε λίγα ξύλα στη φωτιά και σωριάστηκε πλάι της.
— Λίγες μόνο ώρες πριν δεν είχες καμιά διάθεση να καβαλήσεις άλογο του Ρόαν, γέλασε ο Λέγκολας. Μου φαίνεται πως πας να γίνεις καβαλάρη ς.
— Δε μου φαίνεται και πολύ πιθανό πως θα βρω την ευκαιρία, είπε ο Γκίμλι.
— Αν θέλετε να μάθετε τι σκέφτομαι, ξανάρχισε σε λίγο, νομίζω πως ήταν ο Σάρουμαν. Ποιος άλλος; Θυμηθείτε τα λόγια του Έομερ: πηγαίνει εδώ κι εκεί σαν γεράκος με μανδύα και κουκούλα. Αυτά ήταν τα λόγια του. Έφυγε με τ’ άλογα μας ή τα τρόμαξε και φύγανε· κι εμείς μείναμε δω. Θα μας βρουν κι άλλοι μπελάδες, να θυμάστε τα λόγια μου!
— Θα τα θυμάμαι, είπε ο Άραγκορν. Αλλά θυμάμαι κιόλας πως ο γέρος δε φορούσε κουκούλα. Πάντως δεν αμφιβάλλω πως μαντεύεις σωστά και πως βρισκόμαστε σε κίνδυνο εδώ, νύχτα ή μέρα. Όμως, τώρα δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε, παρά μονάχα να ξεκουραστούμε, όσο μπορούμε. Θα φυλάξω εγώ σκοπός για λίγο τώρα, Γκίμλι. Μου χρειάζεται περισσότερο να σκεφτώ παρά να κοιμηθώ.
Η νύχτα πέρασε αργά. Ο Λέγκολας ακολούθησε τον Άραγκορν κι ο Γκίμλι το Λέγκολας και οι σκοπιές τους τέλειωσαν. Αλλά τίποτα δεν έγινε. Ο γέρος δεν ξαναφάνηκε ούτε τ’ άλογα γύρισαν πίσω.
Ο Πίπιν έβλεπε ένα σκοτεινό και ταραγμένο όνειρο: του φαινόταν πως μπορούσε ν’ ακούσει τη μικρή φωνή του ν’ αντηχεί σε μαύρες στοές, φωνάζοντας Φρόντο, Φρόντο! Αλλά αντί για το Φρόντο εκατοντάδες απαίσια πρόσωπα Ορκ τον κορόιδευαν μέσ’ απ’ τις σκιές κι εκατοντάδες χέρια άπλωναν να τον αρπάξουν από παντού. Πού ήταν ο Μέρι;
Ξύπνησε. Κρύος αγέρας φυσούσε στο πρόσωπό του. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Έφτανε το βράδυ κι ο ουρανός από πάνω θάμπωνε. Γύρισε κι ανακάλυψε πως τ’ όνειρο ήταν ελάχιστα χειρότερο απ’ το ξύπνημα. Οι καρποί των χεριών του, τα πόδια κι οι αστράγαλοι του ήταν δεμένοι με σκοινιά. Δίπλα του ήταν ξαπλωμένος ο Μέρι κάτωχρος, μ’ ένα βρόμικο κουρέλι δεμένο στο μέτωπο του. Παντού γύρω τους στέκονταν ή κάθονταν μια μεγάλη ομάδα από Ορκ.
Αργά στο πονεμένο κεφάλι του Πίπιν οι αναμνήσεις συναρμολογήθηκαν και ξεχώρισαν απ’ τις ονειροσκιές. Βέβαια: αυτός κι ο Μέρι είχαν τρέξει στο δάσος. Τι τους είχε πιάσει; Γιατί είχαν τρέξει έτσι, χωρίς να δώσουν σημασία στο Γοργοπόδαρο; Είχαν τρέξει πολύ φωνάζοντας — δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσο μακριά ή πόση ώρα· και τότε ξαφνικά είχαν πέσει καταμεσής σε μια ομάδα Ορκ: αυτοί είχαν σταθεί κι αφουγκράζονταν και δεν πήραν είδηση το Μέρι και τον Πίπιν, παρά μόνο όταν έπεσαν σχεδόν στην αγκαλιά τους. Τότε έβαλαν τις φωνές και ντουζίνες άλλοι Ορκ ξεπετάχτηκαν απ’ τα δέντρα. Ο Μέρι κι αυτός είχαν τραβήξει τα σπαθιά τους, αλλά οι Ορκ δεν ήθελαν να πολεμήσουν κι είχαν μόνο προσπαθήσει να τους πιάσουν, ακόμα κι όταν ο Μέρι τούς είχε κόψει αρκετά χέρια. Τον καλό το γερο-Μέρι!
Τότε, ανάμεσα απ’ τα δέντρα, είχε ξεπεταχτεί ο Μπορομίρ. Τους ανάγκασε να πολεμήσουν. Σκότωσε πολλούς και οι υπόλοιποι το ’βαλαν στα πόδια. Αλλά δεν είχαν καλά καλά πάρει το δρόμο του γυρισμού, όταν τους ρίχτηκαν ξανά τουλάχιστον εκατό Ορκ· μερικοί ήταν πολύ μεγάλοι κι έριξαν βροχή τα βέλη: πάντα στον Μπορομίρ. Ο Μπορομίρ σάλπισε με το βούκινό του, ώσπου τα δάση αντιλάλησαν και στην αρχή οι Ορκ φοβήθηκαν και τραβήχτηκαν πίσω· αλλά όταν δεν ήρθε καμιά απάντηση, εκτός απ’ τον αντίλαλο, έκαναν ακόμα πιο άγρια επίθεση. Ο Πίπιν δε θυμόταν πολύ περισσότερα. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ο Μπορομίρ ακουμπισμένος σ’ ένα δέντρο να τραβάει από πάνω του ένα βέλος· κι ύστερα τον πλάκωσε απότομη σκοτεινιά.
— Φαντάζομαι θα με χτύπησαν στο κεφάλι, μονολόγησε. Είναι άραγε πολύ χτυπημένος ο κακόμοιρος ο Μέρι; Τι να ’γινε ο Μπορομίρ; Γιατί δε μας σκότωσαν οι Ορκ; Πού είμαστε και πού πάμε;
Δεν μπορούσε ν’ απαντήσει σ’ αυτές τις ερωτήσεις. Ένιωθε παγωμένος κι άρρωστος.
«Μακάρι ο Γκάνταλφ να μην έπειθε τον Έλροντ να μας αφήσει να ’ρθούμε, σκέφτηκε. Μήπως κι έκανα τίποτα καλό; Σκέτη ενόχληση: επιβάτης, αποσκευή. Και τώρα με κλέψανε κι είμαι αποσκευή μονάχα για τους Ορκ. Ελπίζω ο Γοργοπόδαρος ή κάποιος άλλος νά ’ρθει και να μας γυρέψει! Αλλά πρέπει να το ελπίζω; Δε θα γκρεμίσει αυτό όλα τα σχέδια; Αχ, και να μπορούσα να ελευθερωθώ!»
Προσπάθησε λιγάκι, εντελώς μάταια. Ένας απ’ τους Ορκ που καθόταν κοντά γέλασε κι είπε κάτι σ’ ένα σύντροφο του στην απαίσια γλώσσα τους.
— Ξεκουράσου όσο μπορείς, μικρέ ανόητε! είπε ύστερα στον Πίπιν, στην Κοινή Γλώσσα, που την έκανε να ακούγεται σχεδόν τόσο απαίσια, όσο και τη δική του. Ξεκουράσου όσο μπορείς! Θα βρούμε δουλειά για τα πόδια σου σε λίγο. Κι ώσπου να φτάσουμε, θα ευχηθείς να μην τα ’χες.
— Αν μ’ άφηναν, θα παρακαλούσες να ’σαι πεθαμένος τώρα. είπε ο άλλος. Θα σ’ έκανα να στριγκλίζεις, απαίσιο ποντίκι.
Έσκυψε πάνω απ’ τον Πίπιν, φέρνοντας τα κιτρινισμένα δόντια του κοντά στο πρόσωπό του. Είχε ένα μαύρο μαχαίρι με μακριά οδοντωτή λεπίδα στο χέρι του.
— Κάτσε ήσυχα, ειδαλλιώς θα σε γαργαλίσω με δαύτο, σφύριξε. Μην τραβάς την προσοχή μας, γιατί μπορεί και να ξεχάσω τις διαταγές. Κατάρα σ’ αυτούς τους Ισενγκαρντιανούς! Uglúk u bagronk sha pushdug Saruman-glob búbhosh skai: κι άρχισε ένα μακρύ μονόλογο στη γλώσσα του που έσβησε σε μουρμουρητά και γρουξίματα.
Τρομοκρατημένος ο Πίπιν έμεινε ακίνητος, αν κι ο πόνος στους καρπούς και στους αστραγάλους του δυνάμωνε κι οι πέτρες από κάτω τού τρυπούσαν την πλάτη. Για να ξεχαστεί, άκουγε με προσοχή όλα όσα μπορούσε ν’ ακούσει. Ακούγονταν πολλές φωνές τριγύρω και, αν κι οι κουβέντες των Ορκ πάντα ακούγονται γεμάτες μίσος και θυμό, ήταν φανερό πως κάποιος καβγάς είχε αρχίσει και αγρίευε.
Ο Πίπιν μ’ έκπληξη διαπίστωσε πως πολλά απ’ την κουβέντα τους του ήταν κατανοητά· πολλοί απ’ τους Ορκ χρησιμοποιούσαν την κοινή γλώσσα. Ήταν φανερό πως βρίσκονταν εκεί μέλη από δυο ή τρεις εντελώς διαφορετικές φυλές και δεν μπορούσαν ο ένας να καταλάβει τη διάλεκτο του άλλου. Είχαν μια άγρια διαφωνία για το τι να κάνουν κόρα: ποιο δρόμο να πάρουν και τι να κάνουν τους αιχμαλώτους.
— Δεν έχουμε ώρα να τους σκοτώσουμε όπως πρέπει, είπε ένας. Δεν έχουμε ώρα για παιχνίδια σ’ αυτό το ταξίδι.
— Κρίμα, είπε κάποιος άλλος. Αλλά γιατί να μην τους σκοτώσουμε στα γρήγορα, να τους σκοτώσουμε τώρα; Είναι καταραμένος μπελάς κι εμείς βιαζόμαστε. Βραδιάζει και πρέπει να ξεκινήσουμε.
— Διαταγές, είπε μια τρίτη φωνή γρυλίζοντας βαθιά. Σκοτώστε όλους τους άλλους, ΟΧΙ όμως τ’ Ανθρωπάκια· πρέπει να τα φέρετε πίσω ΖΩΝΤΑΝΑ, όσο πιο γρήγορα μπορείτε. Αυτές ήταν οι διαταγές μου.
Τι τα θέλουν; ρώτησαν αρκετές φωνές. Γιατί ζωντανά; Είναι διασκεδαστικά;
Όχι! Άκουσα πως ένα απ’ αυτά έχει κάτι, κάτι που χρειάζεται για τον Πόλεμο, κάποια ξωτικο-συνωμοσία ή κάτι τέτοιο. Πάντως και τα δυο θα τ’ ανακρίνουν.
Αυτό ξέρεις όλο κι όλο; Γιατί να μην τα ψάξουμε και να δούμε τι εχουν; Μπορεί να βρούμε κάτι που να το χρησιμοποιήσουμε για λογαριασμό μας.
Πολύ ενδιαφέρον αυτό που λες, κορόιδεψε μια φωνή, πιο μαλακή,· αλλά πιο μοχθηρή από τις άλλες. Μπορεί να χρειαστεί να το αναφέρω αυτό. Τους αιχμαλώτους ΔΕΝ πρέπει ούτε να τους ψάξουμε ούτε να πάρουμε τίποτα από πάνω τους: αυτές είναι οι δικές μου διαταγές.
Κι οι δικές μου το ίδιο, είπε η βαθιά φωνή. Ζωντανοί όπως τους πιάσαμε· χωρίς να πάρουμε από πάνω τους τίποτα. Αυτές είναι οι διαταγές μου.
Όχι όμως κι οι δικές μας! είπε μια από τις πρώτες φωνές. Εμείς ήρθαμε όλο το δρόμο απ’ τα Ορυχεία για να σκοτώσουμε και να πάρουμε εκδίκηση για τους δικούς μας. Εγώ θέλω να σκοτώσω κι ύστερα να γυρίσω πίσω στο Βοριά.
Μπορείς να το θέλεις όσο τραβάει η καρδιά σου, είπε η γρυλιστή φωνή. Εγώ είμαι ο Ουγκλούκ. Εγώ διατάζω. Και πάω πίσω στο Ίσενγκαρντ απ’ τον πιο σύντομο δρόμο.
— Ποιος είναι ο αφέντης: Ο Σάρουμαν ή το Μεγάλο Μάτι; είπε η μοχθηρή φωνή. Πρέπει να πάμε αμέσως πίσω στο Λουγκμπούρτζ.
— Αν μπορούσαμε να περάσουμε το Μεγάλο Ποταμό, μπορεί, είπε μια άλλη φωνή. Αλλά δεν υπάρχουν αρκετοί από μας για ν’ αποτολμήσουμε να κατεβούμε ως τις γέφυρες.
— Εγώ πέρασα, είπε η μοχθηρή φωνή. Ένας φτερωτός Νάζγκουλ μάς περιμένει πιο βορινά στην ανατολική όχθη.
— Μπορεί, μπορεί! Κι εσύ θα περάσεις πετώντας με τους αιχμαλώτους μας και θα πάρεις όλη την αμοιβή και τα μπράβο στο Λουγκμπούρτζ. και θα μας αφήσεις εμάς να πάμε με τα πόδια όπως μπορούμε μέσ’ απ’ την Αλογοχώρα. Όχι, δε θα χωρίσουμε. Αυτοί οι τόποι είναι επικίνδυνοι: γεμάτοι επαναστάτες και ληστές.
— Ναι, δεν πρέπει να χωρίσουμε, γρύλισε ο Ουγκλούκ. Εγώ δε σας εμπιστεύομαι μικρόσωμα γουρούνια. Σας πάει τρεις και δύο μακριά απ’ το αχούρι σας. Αν δεν ήμασταν εμείς, θα το ’χατε όλοι σας βάλει στα πόδια. Εμείς είμαστε οι γενναίοι Ουρούκ-χάι! Εμείς σκοτώσαμε το μεγάλο πολεμιστή. Εμείς πιάσαμε τους αιχμάλωτους. Εμείς είμαστε οι υπηρέτες του Σάρουμαν του Σοφού, του Άσπρου Χεριού: του χεριού που μας δίνει ανθρώπινο κρέας και τρώμε. Ήρθαμε απ το Ίσενγκαρντ, σας οδηγήσαμε εδώ και θα σας πάμε πίσω απ’ το δρόμο που εμείς θα διαλέξουμε. Είμαι ο Ουγκλούκ. Είπα και ελάλησα.
— Λάλησες και με το παραπάνω, Ουγκλούκ, κορόιδεψε η μοχθηρή φωνή. Κι αναρωτιέμαι πώς θα τους φανεί στο Λουγκμπούρτζ. Μπορεί να σκεφτούν πως οι ώμοι του Ουγκλούκ χρειάζεται να ξαλαφρώσουν απ’ το παραφουσκωμένο του κεφάλι. Μπορεί να ρωτήσουν από πού προέρχονται οι παράξενες ιδέες του. Μήπως απ’ το Σάρουμαν; Κι αυτός ποιος νομίζει πως είναι και σηκώνει μπαϊράκι με τα βρομερά του άσπρα εμβλήματα; Μπορεί και να συμφωνήσουν μ’ εμένα, τον Γκρίσνακ, τον έμπιστό τους αγγελιαφόρο· κι εγώ ο Γκρίσνακ λέω αυτό: ο Σάρουμαν είναι βλάκας, ένας βρομερός προδότης βλάκας. Αλλά το Μεγάλο Μάτι τον παρακολουθεί.
— Γουρούνια, ε; Ε, παιδιά! Σας αρέσει να σας λένε γουρούνια οι σκουπιδιάρηδες του βρομερού μάγου; Πάω στοίχημα πως τρώνε κρέατα Ορκ.
Πολλά δυνατά ξεφωνητά στη γλώσσα των Ορκ του απάντησαν κι ακούστηκαν όπλα να τραβιούνται. Προσεχτικά ο Πίπιν γύρισε με το πλάι, ελπίζοντας να δει τι θα γινόταν. Οι φύλακές του είχαν πάει να πάρουν μέρος στον καβγά. Στο μισόφωτο είδε έναν μεγαλόσωμο μαύρο Ορκ, πιθανότατα τον Ουγκλούκ. να στέκεται αντιμέτωπος με τον Γκρίσνακ, ένα κοντό στραβοκάνικο πλάσμα, με πολύ φαρδιές πλάτες και μακριά χέρια που κρέμονταν ως το χώμα σχεδόν. Γύρω τους στέκονταν ένα σωρό μικρότεροι καλικάντζαροι. Ο Πίπιν υπέθεσε πως θα ήταν αυτοί που είχαν έρθει απ’ το Βοριά. Είχαν τραβήξει τα σπαθιά και τα μαχαίρια τους, αλλά δίσταζαν να επιτεθούν στον Ουγκλούκ.
Ο Ουγκλούκ έβγαλε μια φωνή και κάμποσοι άλλοι Ορκ, σχεδόν στο μπόι του, έτρεξαν κοντά. Τότε ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, ο Ουγκλούκ όρμησε μπροστά και με δυο γρήγορες σπαθιές έκοψε τα κεφάλια δυο αντιπάλων του. Ο Γκρίσνακ παραμέρισε κι εξαφανίστηκε στις σκιές. Οι υπόλοιποι υποχώρησαν κι ένας πισωπάτησε κι έπεσε πάνω στο πεσμένο κορμί του Μέρι ξεστομίζοντας μια βρισιά. Έτσι όμως σίγουρα γλίτωσε τη ζωή του, γιατί δυο απ’ τους συντρόφους του Ουγκλούκ πήδησαν από πάνω του κι έκοψαν άλλον ένα με τα φαρδιά σπαθιά τους. Ήταν ο κιτρινοδόντης φρουρός. Το σώμα του έπεσε πάνω απ’ τον Πίπιν, σφίγγοντας ακόμα το μακρύ πριονωτό του μαχαίρι.
— Κάτω τα όπλα σας! φώναξε ο Ουγκλούκ. Και κόφτε τις ανοησίες! Θα πάμε ίσια δυτικά από δω και θα κατεβούμε τη σκάλα. Κι ύστερα θα τραβήξουμε ίσια για τους λόφους και μετά, πλάι απ’ το ποτάμι, στο δάσος. Και θα προχωρήσουμε νύχτα μέρα. Καταλάβατε;
«Τώρα, σκέφτηκε ο Πίπιν, αν είμαι τυχερός κι αυτός ο ασχημούλιακας καθυστερήσει λίγο να μαζέψει το στρατό του, έχω μια ευκαιρία.»
Είχε δει μια ακτίνα ελπίδας. Η κόψη του μαύρου μαχαιριού τού είχε τρυπήσει το μπράτσο κι ύστερα είχε γλιστρήσει ως τον καρπό του. Ένιωσε το αίμα να τρέχει στο χέρι του, αλλά ένιωσε επίσης και το παγωμένο άγγιγμα του ατσαλιού στο πετσί του.
Οι Ορκ ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν πάλι, αλλά μερικοί απ’ τους Βόρειους ήταν ακόμα απρόθυμοι και οι Ισενγκαρντιανοί έκοψαν δυο ακόμα ώσπου να φοβηθούν οι υπόλοιποι. Το βρισίδι και η σύγχυση έδιναν κι έπαιρναν. Για την ώρα δεν τον πρόσεχαν τον Πίπιν. Τα πόδια του ήταν γερά δεμένα, αλλά τα χέρια του ήταν δεμένα μόνο στους καρπούς και ήταν μπροστά του. Μπορούσε να τα κουνήσει και τα δυο μαζί, αν κι οι κόμποι ήταν φοβερά σφιχτοί. Έσπρωξε τον πεθαμένο Ορκ στο πλάι κι ύστερα, μην τολμώντας ούτε ν’ ανασάνει, έτριψε τον κόμπο του σκοινιού του καρπού του πάνω στην κόψη του μαχαιριού. Ήταν κοφτερό και το νεκρό χέρι το κρατούσε σφιχτά. Το σκοινί κόπηκε! Γρήγορα ο Πίπιν το πήρε στα δάχτυλά του και το ’δεσε πάλι σε διπλό χαλαρό βραχιόλι και το πέρασε στα χέρια του. Ύστερα κάθισε ακίνητος.
— Σηκώστε τους αιχμάλωτους! φώναξε ο Ουγκλούκ. Και όχι κόλπα! Αν δεν είναι ζωντανοί όταν γυρίσουμε πίσω και κάποιοι άλλοι θα πεθάνουν μαζί μ’ αυτούς.
Ένας Ορκ άρπαξε τον Πίπιν σαν σακί, πέρασε το κεφάλι του ανάμεσα στα δεμένα του χέρια, έπιασε τα μπράτσα του και τα τράβηξε κάτω, ώσπου το πρόσωπο του Πίπιν βρέθηκε κολλημένο στο σβέρκο του· ύστερα ξεκίνησε. Ένας άλλος έκανε το ίδιο με το Μέρι. Το γαμψό χέρι του Ορκ έσφιγγε σαν σίδερο τα χέρια του Πίπιν τα νύχια του τον τρυπούσαν. Ο Πίπιν έκλεισε τα μάτια και βούλιαξε πίσω στα εφιαλτικά όνειρα.
Ξαφνικά τον πέταξαν στην πέτρινη γη πάλι. Ήταν νωρίς τη νύχτα, αλλά το ισχνό φεγγάρι έγερνε κιόλας κατά τη δύση. Βρίσκονταν στην άκρη ενός γκρεμού που φαινόταν να βλέπει σε μια θάλασσα χλωμής ομίχλης. Κάπου κοντά ακουγόταν ο θόρυβος από νερό που πέφτει.
— Επιτέλους γύρισαν οι ανιχνευτές, είπε ένας Ορκ εκεί κοντά.
— Λοιπόν, τι ανακαλύψατε; γρύλισε η φωνή του Ουγκλούκ.
— Μονάχα έναν καβαλάρη που το ’σκάσε δυτικά. Όλα τώρα είναι ελεύθερα.
— Τώρα, ναι. Αλλά για πόσο ακόμα; Ανόητοι! Έπρεπε να του ρίξετε. Θα χτυπήσει συναγερμό. Οι καταραμένοι οι αλογάρηδες ως το πρωί θα ξέρουν για μας. Τώρα θα πρέπει να πάμε ακόμα πιο γρήγορα.
Μια σκιά έσκυψε πάνω απ’ τον Πίπιν. Ήταν ο Ουγκλούκ.
— Σήκω πάνω! είπε ο Ορκ. Οι άντρες μου κουράστηκαν να σε κουβαλάνε. Πρέπει να κατεβούμε κάτω και πρέπει να κουνήσεις τα ποδάρια σου. Κοίταξε να συνεργαστείς. Ούτε φωνές ούτε προσπάθειες να ξεφύγεις. Έχουμε τρόπους να ξεπληρώνουμε τέτοια κόλπα που δε θα σ’ αρέσουν καθόλου, χωρίς να σε χαλάσουν γι’ αυτό που σε θέλει ο Αφέντης.
Έκοψε τα σκοινιά γύρω απ’ τα πόδια και τους αστράγαλους του Πίπιν, τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά και τον έστησε στα πόδια του, Ο Πίπιν έπεσε κάτω κι ο Ουγκλούκ τον σήκωσε πάλι απ’ τα μαλλιά. Μερικοί Ορκ έβαλαν τα γέλια. Ο Ουγκλούκ του ’χωσε ανάμεσα στα δόντια ένα φλασκί κι έχυσε κάποιο καυτερό υγρό στο λαιμό του: ένιωσε μια καυτή, άγρια ζεστασιά να τον διαπερνάει. Ο πόνος στα πόδια και στους αστραγάλους του εξαφανίστηκε. Μπορούσε να σταθεί.
— Τώρα ο άλλος! είπε ο Ουγκλούκ.
Ο Πίπιν τον είδε να πηγαίνει στο Μέρι, που ήταν πεσμένος εκεί δίπλα, και να τον κλοτσάει. Ο Μέρι βόγκηξε. Αρπάζοντάς τον όπως όπως ο Ουγκλούκ τον έστησε καθιστό και τράβηξε τον επίδεσμο απ’ τ κεφάλι του. Ύστερα πασάλειψε την πληγή μ’ ένα μαυριδερό υλικό π υ πήρε από ένα ξύλινο κουτί. Ο Μέρι άρχισε να ξεφωνίζει και να χτυπιέται αγριεμένος.
Οι Ορκ χτυπούσαν τα χέρια τους και γελούσαν περιφρονητικά.
— Δεν μπορεί να πάρει το φάρμακό του, κορόιδευαν. Δεν ξέρει ποιο είναι το καλό του. Α! Μα θα διασκεδάσουμε αργότερα.
Αλλά για την ώρα ο Ουγκλούκ δεν είχε όρεξη για διασκέδαση. Χρειαζόταν να πάει γρήγορα κι ήταν υποχρεωμένος να καλοπιάνει απρόθυμους συντρόφους. Θεράπευε το Μέρι με τον τρόπο των Ορκ· και η θεραπεία του είχε γρήγορο αποτέλεσμα. Σαν ανάγκασε το χόμπιτ να πιει απ’ το φλασκί του, του έκοψε τα σκοινιά των ποδιών και τον έστησε στα πόδια του. Ο Μέρι στάθηκε όρθιος, χλωμός, αλλά αγριωπός και προκλητικός και πολύ πολύ ζωντανός. Η Βαθιά πληγή στο κεφάλι του δεν τον ενόχλησε πια, αλλά του ’μεινε μια καφετιά ουλή ως το θάνατό του.
— Γεια σου, Πίπιν! είπε. Έχεις έρθει κι εσύ στη μικρή μας εκδρομή; Πού θα βρούμε ύπνο και φαγητό;
— Εμπρός! είπε ο Ουγκλούκ. Κόφτε το! Μαζέψτε τη γλώσσα σας. Δε θα μιλάτε ο ένας με τον άλλο. Ό,τι ζαβολιά κάνετε θα την αναφέρουμε στο τέλος της διαδρομής κι Εκείνος θα ξέρει πώς να σας πληρώσει. Και μην ανησυχείτε για ύπνο και φαΐ — θα φάτε πιο πολύ απ’ ό,τι μπορείτε να χωνέψετε.
Το μπουλούκι των Ορκ άρχισε να κατεβαίνει ένα στενό φαράγγι που έβγαζε κάτω, στο θολωμένο κάμπο. Ο Μέρι κι ο Πίπιν χωριστά, με πάνω από δώδεκα Ορκ ανάμεσα, κατέβηκαν μαζί τους. Στο κάτω μέρος πάτησαν χορτάρι κι οι καρδιές των χόμπιτ φτέρωσαν.
— Ίσια μπρος, τώρα! φώναξε ο Ουγκλούκ. Δυτικά και λίγο βορινά. Ν’ ακολουθάτε το Λουγκντούς.
— Ναι, αλλά τι θα κάνουμε όταν βγει ο ήλιος; είπε ένας απ’ τους Βόρειους.
— Θα συνεχίσετε να τρέχετε, είπε ο Ουγκλούκ. Τι νομίζετε; Θα κάτσουμε στο χορτάρι και θα περιμένουμε τους Ασπροπέτσηδες να ’ρθουν κι αυτοί στην εκδρομή;
— Μα δεν μπορούμε να τρέξουμε με τον ήλιο.
— Μωρέ, θα τρέξετε, κι εγώ θα ’μαι από πίσω σας, είπε ο Ουγκλούκ. Θα τρέξετε, ειδαλλιώς δε θα ξαναδείτε τις αγαπημένες σας τρύπες! Μα το Άσπρο Χέρι! Ποιος ο λόγος να στέλνουν βουνοσκούληκα ταξίδι, σαν κι αυτά εδώ τα κωθώνια; Τρέξτε, που να σας πάρει!... Τρέξτε όσο έχουμε νύχτα!
Όλη η ομάδα άρχισε να τρέχει με μεγάλες πηδηχτές δρασκελιές. Λεν είχαν καμιά τάξη, αλλά έσπρωχναν, συνωστίζονταν κι έβριζαν· παρ’ όλ’ αυτά όμως, η ταχύτητά τους ήταν πολύ μεγάλη. Κάθε χόμπιτ είχε τρεις φρουρούς. Ο Πίπιν ήταν πίσω πίσω στη γραμμή. Αναρωτιόταν για πόση ώρα θ’ άντεχε έτσι: είχε να φάει απ’ το πρωί. Ένας απ’ τους φρουρούς του κρατούσε μαστίγιο. Αλλά για την ώρα το ποτό των Ορκ τον ζέσταινε ακόμα. Και το μυαλό του ήταν εντελώς ξύπνιο.
Πότε πότε περνούσε απ’ το μυαλό του μόνη της η εικόνα του έξυπνου προσώπου του Γοργοπόδαρου να σκύβει πάνω απ’ τα σκοτεινά ίχνη και να τρέχει, να τρέχει από πίσω. Αλλά τι θα μπορούσε να δει, ακόμα κι ένας Περιφερόμενος Φύλακας, εκτός απ’ τα μπερδεμένα χνάρια των ποδιών των Ορκ; Τα δικά του μικρά αποτυπώματα και του Μέρι χάνονταν κάτω απ’ τα τσαλαπατήματα των σιδεροπάπουτσων, πίσω και πλάι και παντού γύρω τους.
Είχαν κάνει κάπου ένα μίλι απ’ το φαράγγι, όταν η γη κατηφόρισε σ’ ένα πλατύ, ρηχό κοίλωμα που το έδαφος ήταν μαλακό και υγρό. Εκεί ήταν απλωμένη ομίχλη, που χλωμογυάλιζε στις τελευταίες ακτίνες του μισοφέγγαρου. Οι σκοτεινές σιλουέτες των Ορκ μπροστά ξεθώριασαν κι ύστερα τις κατάπιε η ομίχλη.
— Ε! Προσοχή τώρα! φώναξε ο Ουγκλούκ από πίσω.
Μια ξαφνική ιδέα άστραψε στο μυαλό του Πίπιν και την έβαλε αμέσως σ’ εφαρμογή. Έστριψε πλάι αριστερά κι έσκυψε κάτω απ’ τα χέρια του φρουρού ίσια στην ομίχλη· έπεσε φαρδύς πλατύς στο χορτάρι.
— Στοπ! ούρλιαξε ο Ουγκλούκ.
Έγινε για μια στιγμή σαματάς κι ανακατωσούρα. Ο Πίπιν πετάχτηκε όρθιος και το ’βαλε στα πόδια. Αλλά οι Ορκ ήταν στο κατόπι του. Μερικοί πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του.
«Δεν υπάρχει ελπίδα να ξεφύγω! σκέφτηκε ο Πίπιν. Αλλά υπάρχει ελπίδα ν’ άφησα μερικά δικά μου χνάρια καθαρά στο βρεγμένο χώμα.»
Ψαχούλεψε με τα δυο δεμένα του χέρια το λαιμό του και ξεκούμπωσε την καρφίτσα της μπέρτας του. Τη στιγμή ακριβώς που μακριά χέρια και σκληρά σουβλερά νύχια τον άρπαξαν, την άφησε να πέσει. «Φαντάζομαι πως εκεί θα μείνει ως τη συντέλεια του κόσμου, σκέφτηκε. Δεν ξέρω γιατί το ’κανα. Γιατί, αν οι άλλοι γλίτωσαν, το πιο πιθανό είναι πως πήγαν όλοι με το Φρόντο.»
Οι γλώσσες ενός μαστίγιου τυλίχτηκαν γύρω από τα πόδια του κι έπνιξε ένα ξεφωνητό.
— Φτάνει! φώναξε ο Ουγκλούκ, τρέχοντας από πίσω. Πρέπει ακόμα να τρέξει πολύ δρόμο. Κάντε τους και τους δυο να τρέχουν! Το μαστίγιο να το δουλεύετε μόνο για υπενθύμιση.
— Αλλ’ αυτό δεν είναι όλο, ούρλιαξε γυρίζοντας στον Πίπιν. Δεν το ξεχνώ. Απλώς η πληρωμή αναβάλλεται. Εμπρός, τρέχα!
Ούτε ο Πίπιν ούτε ο Μέρι θυμόντουσαν πολλά απ’ το δεύτερο μέρος του ταξιδιού. Απαίσια όνειρα και ξύπνημα μπερδεύονταν σε μια μακριά στοά δυστυχίας, με την ελπίδα όλο και να ξεθωριάζει πίσω τους. Έτρεχαν, έτρεχαν κι έτρεχαν, προσπαθώντας να ακολουθήσουν το ρυθμό των Ορκ και πότε πότε τους έγλειφε ένα ανελέητο μαστίγιο που το δούλευαν με τέχνη περισσή. Αν έκαναν πως σταματούσαν ή σκόνταφταν, τους άρπαζαν και για αρκετή απόσταση τους έσερναν.
Η ζεστασιά του πιοτού των Ορκ είχε περάσει. Ο Πίπιν ένιωθε παγωμένος κι άρρωστος πάλι. Απότομα έπεσε μπρούμυτα στα χόρτα. Άγρια χέρια με νύχια που έσκιζαν τον άρπαξαν και τον σήκωσαν. Τον κουβαλούσαν σαν σακί πάλι και γύρω του έγινε σκοτάδι: δεν ήταν σε θέση να πει αν ήταν το σκοτάδι μιας ακόμα νύχτας ή τα μάτια του που έσβησαν.
Ένιωσε αμυδρά φωνές να διαμαρτύρονται — φαινόταν πως πολλοί Ορκ απαιτούσαν μία στάση. Ο Ουγκλούκ φώναζε. Ένιωσε να τον πετάνε κάτω κι έμεινε όπως έπεσε, ώσπου μαύρα όνειρα τον πήραν. Αλλά δεν ξέφυγε για πολύ απ’ τον πόνο· πολύ γρήγορα το σιδερένιο σφίξιμο απ’ τ’ ανελέητα χέρια άρχισε πάλι. Για πολλή ώρα τον τίναζαν και τον κουνούσαν κι ύστερα αργά το σκοτάδι υποχώρησε κι αυτός ξαναγύρισε στον κόσμο των αισθήσεων και είδε πως ήταν πρωί. Κάποιος ξεφώνιζε διαταγές και τον πέταξαν απότομα στο χορτάρι.
Εκεί έμεινε για λίγο. πασχίζοντας να νικήσει την απελπισία. Το κεφάλι του γύριζε, αλλά απ’ τη ζεστασιά στο κορμί του κατάλαβε πως του είχαν δώσει κι άλλη γουλιά απ’ το ποτό. Ένας Ορκ έσκυψε από πάνω του και του πέταξε λίγο ψωμί κι ένα κομμάτι ωμό ξεραμένο κρέας. Έφαγε το μπαγιάτικο ψωμί πεινασμένα, όχι όμως και το κρέας. Ήταν ξελιγωμένος από την πείνα, αλλά όχι ακόμα τόσο ξελιγωμένος ώστε να φάει το κρέας που του πέταξε κάποιος Ορκ, το κρέας από, ούτε τολμούσε να σκεφτεί, τι ζώο.
Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω. Ο Μέρι δεν ήταν μακριά. Βρίσκονταν στις όχθες κάποιου στενού, γρήγορου ποταμιού. Πέρα, μπροστά τους, υψώνονταν βουνά: μια ψηλή κορφή αντανακλούσε τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Ένα δάσος σαν μαύρη μελανιά απλωνόταν στις χαμηλότερες πλαγιές μπροστά τους.
Ακούγονταν πολλές φωνές και διαφωνίες ανάμεσα στους Ορκ· φαινόταν έτοιμος να ξαναξεσπάσει καβγάς ανάμεσα στους Βόρειους και στους Ισενγκαρντιανούς. Μερικοί έδειχναν κατά το νοτιά και μερικοί κατά την ανατολή.
— Πολύ καλά, είπε ο Ουγκλούκ. Άστε τους σε μένα! Δε γίνεται να τους σκοτώσετε, σας το είπα και πριν αλλά, αν θέλετε να πετάξετε ό,τι κάναμε τόσο δρόμο για να πιάσουμε, πετάξτε το! Εγώ θα το προσέξω. Άστε τα παλικάρια τούς Ουρούκ-χάι να κάνουν τη δουλειά, όπως συνήθως. Αν φοβόσαστε τους Ασπροπέτσηδες, τρέξτε! Τρέξτε! Να, το δάσος, φώναξε δείχνοντας μπροστά. Μπείτε μέσα! Είναι η καλύτερη ελπίδα σας. Μπρος, φευγάτε! Και γρήγορα, πριν κόψω μερικά κεφάλια ακόμα, για να βάλουν μυαλό οι άλλοι.
Ακούστηκαν βρισιές κι ένας ψευτοκαβγάς κι ύστερα οι περισσότεροι απ’ τους Βόρειους ξεχώρισαν κι έφυγαν. Ήταν πάνω από εκατό κι έτρεχαν αγριεμένοι πλάι στο ποτάμι, τραβώντας για τα βουνά. Οι χόμπιτ έμειναν με τους Ισενγκαρντιανούς: μια άγρια μαύρη ορδή, τουλάχιστον ογδόντα μεγαλόσωμοι μαυριδεροί, λοξομάτηδες Ορκ, με μεγάλα τόξα και κοντά, φαρδιά σπαθιά. Κάτι λίγοι, πιο μεγάλοι και τολμηροί, Βόρειοι έμειναν μαζί τους.
— Τώρα θα λογαριαστούμε με τον Γκρίσνακ, είπε ο Ουγκλούκ. Αλλά ακόμα και μερικοί απ’ τους δικούς του κοίταζαν ανήσυχοι νότια.
— Το ξέρω, γρύλισε ο Ουγκλούκ. Οι καταραμένοι οι αλογάρηδες μας πήραν είδηση. Αλλά γι’ αυτό φταις μονάχα εσύ, Σνάγκα. Εσύ κι οι άλλοι ανιχνευτές· έπρεπε να σας κόψουν τ’ αυτιά. Αλλά εμείς ξέρουμε να πολεμάμε. Θα φάμε καλά αλογίστο κρέας ή και κάτι καλύτερο.
Εκείνη τη στιγμή ο Πίπιν είδε γιατί μερικοί έδειχναν ανατολικά. Από κείνο το μέρος έρχονταν τώρα Βραχνές φωνές και να σου πάλι ο Γκρίσνακ και πίσω του καμιά σαρανταριά σαν κι αυτόν: μακροχέρηδες και στραβοπόδαροι Ορκ. Είχαν ζωγραφισμένο στις ασπίδες τους ένα κόκκινο μάτι. Ο Ουγκλούκ βγήκε μπροστά να τους συναντήσει.
— Ώστε, γύρισες πίσω; είπε. Το ξανασκέφτηκες καλύτερα, ε;
— Γύρισα για να δω αν εκτελούνται οι Διαταγές και αν είναι ασφαλισμένοι οι αιχμάλωτοι, απάντησε ο Γκρίσνακ.
— Μη μου το λες! είπε ο Ουγκλούκ. Αδικος κόπος. Εγώ πάντα φροντίζω να εκτελούνται οι διαταγές που δίνω. Και για τι άλλο γύρισες; Έφυγες βιαστικά. Άφησες τίποτα;
— Άφησα έναν ανόητο, ούρλιαξε ο Γκρίσνακ. Αλλά είναι μερικοί γεροδεμένοι Ορκ μαζί του που είναι κρίμα να χαθούν. Το ’ξερα πως θα τους οδηγήσεις σε μπελάδες. Ήρθα να τους βοηθήσω.
— Θαυμάσια! γέλασε ο Ουγκλούκ. Αλλά, εκτός και βαστάει η καρδούλα σου να πολεμήσεις, πήρες λάθος δρόμου. Το Λουγκμπούρτζ ήταν ο δρόμος σου. Οι Ασπροπέτσηδες έρχονται. Τι έπαθε ο σπουδαίος σου ο Νάζγκουλ; Του σκότωσαν και τ’ άλλο του το άτι; Βέβαια, αν τον είχες φέρει μαζί σου, ίσως να μας ήταν χρήσιμος — αν αυτοί οι Νάζγκουλ είναι ό,τι λένε πως είναι.
— Νάζγκουλ, Νάζγκουλ· είπε ο Γκρίσνακ, ανατριχιάζοντας και γλείφοντας τα χείλια του, λες και η λέξη να ’χε μια απαίσια γεύση που τη δοκίμαζε με πόνο. Μιλάς για κάτι που βρίσκεται πιο πέρα απ’ τα Βρομερά σου όνειρα, Ουγκλούκ, είπε. Νάζγκουλ! Αχ! Ό,τι λένε πως είναι! Μια μέρα θα ευχηθείς να μην το ’χες ξεστομίσει αυτό! Πίθηκε! ούρλιαξε αγριεμένα. Πρέπει να ξέρεις πως αυτοί είναι οι αγαπημένοι του Μεγάλου Ματιού. Αλλά οι φτερωτοί Νάζγκουλ: όχι ακόμα, όχι ακόμα. Δεν τους αφήνει να παρουσιαστούν δώθε απ’ το Μεγάλο Ποταμό ακόμα, όχι τόσο νωρίς. Είναι για τον Πόλεμο — και για άλλες δουλειές.
— Φαίνεται να ξέρεις πολλά, είπε ο Ουγκλούκ. Περισσότερα απ’ όσα είναι για το καλό σου, θα ’λεγα. Ίσως εκείνοι στο Λουγκμπούρτζ ν’ αναρωτηθούν πώς και γιατί. Αλλά, στο μεταξύ, άσε τους Ουρούκ-χάι του Ίσενγκαρντ να βγάζουν το φίδι απ’ την τρύπα, όπως συνήθως. Τι κάθεσαι και σαλιαρίζεις αυτού! Μάζεψε τους αλήτες σου! Τ’ άλλα γουρούνια το ’σκασαν για το δάσος. Καλά θα κάνεις να τους ακολουθήσεις. Δε θα γυρίσεις στο Μεγάλο Ποταμό ζωντανός. Κάνεις λάθος, αν το νομίζεις! Τώρα! Θα σ’ ακολουθώ από πίσω.
Οι Ισενγκαρντιανοί άρπαξαν το Μέρι και τον Πίπιν ξανά και τους έριξαν στον ώμο τους. Ύστερα ο λόχος ξεκίνησε. Οι ώρες περνούσαν κι αυτοί έτρεχαν, σταματώντας πότε πότε μόνο για να φορτώσουν τους χόμπιτ σε καινούριους κουβαλητές. Είτε γιατί ήταν πιο γεροί και πιο γρήγοροι, είτε γιατί είχε κάποιο σχέδιο ο Γκρίσνακ, οι Ισενγκαρντιανοί σιγά σιγά προσπέρασαν τους Ορκ της Μόρντορ και οι στρατιώτες του Γκρίσνακ βρέθηκαν από πίσω. Πολύ γρήγορα άρχισαν να πλησιάζουν και τους Βορινούς μπροστά. Το δάσος άρχισε να ζυγώνει όλο και πιο πολύ.
Ο Πίπιν ένιωθε χτυπημένος και πληγωμένος, το πονεμένο του κεφάλι το γρατσούνιζε το βρομερό σαγόνι και το τριχωτό αυτί του Ορκ που τον κουβαλούσε. Ίσια μπροστά του έβλεπε σκυμμένες πλάτες και γερά χοντρά πόδια να πηγαίνουν πάνω κάτω, πάνω κάτω δίχως ανάπαυση, λες κι ήταν καμωμένα από σύρμα και κέρατο και χτυπούσαν τα εφιαλτικά δευτερόλεπτα μιας ώρας δίχως τελειωμό.
Νωρίς το απόγευμα ο λόχος του Ουγκλούκ έφτασε τους Βόρειους. Τους είχε κοπεί η φόρα κάτω απ’ τις ακτίνες του λαμπερού ήλιου, μόλο που ήταν χειμωνιάτικος και φώτιζε ένα χλωμό δροσερό ουρανό· είχαν σκυμμένο το κεφάλι κι η γλώσσα τους κρεμόταν έξω.
— Σκουλήκια! κορόιδεψαν οι Ισενγκαρντιανοί. Τώρα την πάθατε. Οι Ασπροπέτσηδες θα σας πιάσουν και θα σας φάνε. Έρχονται!
Μια φωνή από τον Γκρίσνακ έδειξε πως δεν ήταν απλό αστείο. Πραγματικά είχαν φανεί καβαλάρηδες, που κάλπαζαν πολύ γρήγορα· ακόμα πολύ μακριά, αλλά όλο και πλησίαζαν τους Ορκ, πλησίαζαν σαν την παλίρροια στο ίσωμα που ζυγώνει κάποιους παγιδευμένους σε κινούμενη άμμο.
Οι Ισενγκαρντιανοί άρχισαν να τρέχουν με διπλάσια ταχύτητα, που άφησε τον Πίπιν μ’ ανοιχτό το στόμα, ένα τρομακτικό άνοιγμα, λες για το τέλος ενός αγώνα δρόμου. Ύστερα είδε πως ο ήλιος έπεφτε, κατεβαίνοντας πίσω απ’ τα Ομιχλιασμένα Βουνά· σκιές απλώθηκαν στη γη. Οι πολεμιστές της Μόρντορ σήκωσαν τα κεφάλια τους κι άρχισαν κι εκείνοι ν’ αυξάνουν ταχύτητα. Το δάσος ήταν κοντά, σκοτεινό. Είχαν κιόλας περάσει κάτω από τα πρώτα του δέντρα. Η γη άρχισε ν’ ανηφορίζει όλο και πιο πολύ· αλλά οι Ορκ δε σταμάτησαν. Κι ο Ουγκλούκ κι ο Γκρίσνακ φώναζαν, παροτρύνοντάς τους για μια τελευταία προσπάθεια.
«Θα το καταφέρουν. Θα ξεφύγουν», σκέφτηκε ο Πίπιν. Ύστερα κατάφερε να στρίψει το λαιμό του και να κοιτάξει πάνω απ’ τον ώμο του με το ένα μάτι. Είδε πως οι καβαλάρηδες πέρα, ανατολικά, βρίσκονταν κιόλας στο ίδιο ύψος με τους Ορκ και κάλπαζαν στον κάμπο. Το ηλιοβασίλεμα χρύσωνε τα κοντάρια και τα κράνη τους και γυάλιζε στα ξανθά μαλλιά τους που ανέμιζαν. Είχαν αρχίσει να κυκλώνουν τους Ορκ και δεν τους άφηναν να σκορπίσουν, αλλά τους πίεζαν παράλληλα στο ποτάμι.
Αναρωτήθηκε πολύ έντονα τι σόι άνθρωποι μπορεί να ήταν. Τώρα ευχόταν να είχε μάθει πιο πολλά στο Σκιστό Λαγκάδι και να ’χε κοιτάξει περισσότερο τους χάρτες και τα παρόμοια· αλλά τις μέρες εκείνες τα σχέδια του ταξιδιού έδειχναν να βρίσκονται σε πιο άξια χέρια και ποτέ δεν υπολόγιζε πως θα βρισκόταν αποκομμένος από τον Γκάνταλφ ή το Γοργοπόδαρο ή ακόμα κι απ’ το Φρόντο. Το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί για το Ρόαν ήταν πως το άλογο του Γκάνταλφ, ο Ίσκιος, ήταν από κει. Πράγμα ελπιδοφόρο, απ’ όσο μπορούσε να κρίνει.
«Αλλά πώς θα το καταλάβουν πως δεν είμαστε Ορκ; σκέφτηκε. Δε φαντάζομαι πως θα ’χουν ποτέ ακούσει για χόμπιτ εδώ κάτω. Φαντάζομαι πως θα πρέπει να χαίρομαι που, καταπώς φαίνεται, οι απαίσιοι Ορκ θα βρουν το τέλος τους, αλλά καλά θα ’ταν εγώ να τη γλίτωνα.»
Το πιθανότερο όμως ήταν πως αυτός κι ο Μέρι θα σκοτώνονταν μαζί μ’ αυτούς που τους είχαν πιάσει, πριν να τους πάρουν καν είδηση οι Άνθρωποι του Ρόαν.
Μερικοί καβαλάρηδες φαίνονταν πως ήταν τοξότες, εκπαιδευμένοι να ρίχνουν πάνω σ’ άλογο που τρέχει. Καλπάζοντας γρήγορα σε απόσταση βολής έριχναν βέλη στους Ορκ που ξέμεναν πίσω και αρκετοί απ’ αυτούς έπεφταν ύστερα οι καβαλάρηδες έστριβαν κι απομακρύνονταν εκτός βολής από τα τόξα των εχθρών τους, που τόξευαν στην τύχη, μην τολμώντας να σταματήσουν. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές και μια φορά μάλιστα τα βέλη έπεσαν ανάμεσα στους Ισενγκαρντιανούς. Ένας απ’ αυτούς, ακριβώς μπροστά απ’ τον Πίπιν, παραπάτησε και δεν ξανασηκώθηκε πια.
Η νύχτα έπεσε χωρίς να πλησιάσουν οι Καβαλάρηδες για να δώσουν μάχη. Πολλοί Ορκ είχαν πέσει, αλλά έμεναν σίγουρα διακόσιοι. Στο πρώτο σκοτάδι οι Ορκ έφτασαν σ’ ένα μικρό λοφάκι. Οι αρχές του δάσους ήταν πολύ κοντά, όχι παραπάνω από εφτακόσιες γιάρδες απόσταση, αλλά δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα. Οι καβαλάρηδες τους είχαν περικυκλώσει. Μια μικρή ομάδα δεν υπάκουσε στη διαταγή του Ουγκλούκ κι έτρεξαν κατά το δάσος: μονάχα τρεις γύρισαν πίσω.
— Λοιπόν, να ’μαστε, κορόιδεψε ο Γκρίσνακ. Πολύ σπουδαίος αρχηγός! Ελπίζω πως ο Ουγκλούκ ο Μέγας θα μας οδηγήσει κι έξω.
— Βάλτε χάμω τ’ Ανθρωπάκια! διέταξε ο Ουγκλούκ, αδιαφορώντας μα τον Γκρίσνακ. Εσύ, Λουγκντούς, πάρε κι άλλους δυο και να τα φυλάτε! Δεν πρέπει να σκοτωθούν, εκτός κι αν οι βρομεροί Ασπροπέτσηδες σπάσουν την άμυνά μας. Κατάλαβες; Όσο είμαι ζωντανός, τα θέλω. Αλλά δεν πρέπει να τ’ αφήσουμε να βγάλουν τσιμουδιά, ούτε να σωθούν. Δέστε τα πόδια τους!
Το τελευταίο μέρος της διαταγής εκτελέστηκε δίχως τον παραμικρό οίκτο. Αλλά ο Πίπιν είδε πως για πρώτη φορά ήταν κοντά στο Μέρι. Οι Ορκ έκαναν μεγάλο σαματά, φωνάζοντας και χτυπώντας τα όπλα τους. και οι χόμπιτ κατάφεραν να ψιθυρίσουν κάτι για λίγο.
— Αυτό δε μ’ αρέσει, είπε ο Μέρι. Νιώθω σχεδόν τελειωμένος. Δε νομίζω πως θα μπορούσα να συρθώ και να φύγω, ακόμα κι αν ήμουν λυμένος.
— Λέμπας! ψιθύρισε ο Πίπιν. Λέμπας: έχω λιγάκι. Εσύ; Δε νομίζω πως μας πήραν τίποτα άλλο εκτός απ’ τα σπαθιά μας.
— Ναι, είχα ένα πακέτο στην τσέπη μου, απάντησε ο Μέρι, αλλά θα πρέπει να ’χει γίνει θρύψαλα. Κι όπως και να ’χει το πράγμα, δεν μπορώ να βάλω το στόμα μου στην τσέπη μου.
— Δε θα χρειαστείς. Έχω...
Αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή μια άγρια κλοτσιά προειδοποίησε τον Πίπιν πως ο θόρυβος είχε καταλαγιάσει και οι φρουροί τούς πρόσεχαν.
Η νύχτα ήταν παγωμένη και ήσυχη. Παντού γύροι απ’ το λοφάκι, που ήταν μαζεμένοι οι Ορκ. μικρές φωτιές ξεπετάχτηκαν, χρυσοκόκκινες στη σκοτεινιά, σωστό δαχτυλίδι γύρω τους. Οι φωτιές Βρίσκονταν σε απόσταση μακριάς βολής, αλλά οι καβαλάρηδες δεν έβγαιναν μπροστά από το φως και οι Ορκ χαράμισαν πολλά βέλη, ρίχνοντας στις φωτιές, ώσπου ο Ουγκλούκ τούς σταμάτησε. Οι καβαλάρηδες δεν έκαναν τον παραμικρό θόρυβο. Αργότερα, τη νύχτα, όταν το φεγγάρι βγήκε απ’ την ομίχλη, τότε καμιά φορά ήταν ορατοί, σκιερές μορφές που γυάλιζαν πότε πότε στο λευκό φως, καθώς περιπολούσαν ασταμάτητα.
— Θα περιμένουν τον Ήλιο. οι καταραμένοι! γρύλισε ένας απ’ τους φρουρούς. Γιατί δε μαζευόμαστε να κάνουμε γιουρούσι και να περάσουμε; Τι θαρρεί πως κάνει ο Ουγκλούκ, ήθελα να ’ξερα;
— Φαντάζομαι πως θα το ’θελες, έγρουξε ο Ουγκλούκ από πίσω. Θες να πεις, δηλαδή, πως εγώ δε σκέφτομαι καθόλου, ε; Φτου σου! Είσαι χειρότερος απ’ όλους αυτούς τους αλήτες: τα σκουλήκια και τους πίθηκους του Λουγκμπούρτζ. Τίποτα δε θα πετυχαίναμε, αν προσπαθούσαμε να κάνουμε επίθεση μαζί μ’ αυτούς. Θ’ αρχίσουν τις στριγκλιές και θα το βάλουν στα πόδια· και υπάρχουν περισσότεροι από αρκετοί απ’ αυτούς τους βρομο-αλογάρηδες για να μας ξεπαστρέψουν όλους μας στον κάμπο.
— Αυτά τα σκουλήκια το μόνο που καταφέρνουν είναι να βλέπουν σαν το γάτο στο σκοτάδι. Αλλά κι οι Ασπροπέτσηδες έχουν τα καλύτερα μάτια στο σκοτάδι απ’ όλους τους Ανθρώπους, απ’ ό,τι έχω ακουστά· και μην ξεχνάτε τ’ άλογα τους! Αυτά μπορούν να δουν και τ’ αγέρι της νύχτας, ή έτσι τουλάχιστο λέγεται. Υπάρχει όμως και κάτι που δεν το ξέρουν οι μορφονιοί: ο Μαουχούρ και τα παλικάρια του βρίσκονται στο δάσος κι όπου να ’ναι θα φανούν.
Τα λόγια του Ουγκλούκ φαίνεται πως ήταν αρκετά για να ικανοποιηθούν οι Ισενγκαρντιανοί· αλλά οι άλλοι Ορκ ήταν κακόκεφοι και ξεσηκωμένοι. Έβαλαν μερικούς φρουρούς, αλλά οι περισσότεροι ξάπλωσαν και ξεκουράζονταν στο ευχάριστο σκοτάδι. Και στ’ αλήθεια ξανάγινε πηχτό σκοτάδι, γιατί το φεγγάρι έγειρε δυτικά μέσα σε πυκνά σύννεφα. Ο Πίπιν δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα λίγα πόδια πιο πέρα. Οι φωτιές δεν έφερναν φως στο λοφάκι. Οι καβαλάρηδες όμως δεν ήταν ικανοποιημένοι να περιμένουν έτσι απλά το χάραμα και ν’ αφήσουν τους εχθρούς τους να ξεκουραστούν. Ξαφνικά ξεφωνητά στην ανατολική πλευρά του λόφου έδειξαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Φαίνεται πως μερικοί απ’ τους Ανθρώπους είχαν πλησιάσει με τ’ άλογά τους, είχαν ξεπεζέψει αθόρυβα, είχαν συρθεί ως την άκρη του καταυλισμού κι είχαν σκοτώσει αρκετούς Ορκ. Ύστερα είχαν πάλι χαθεί. Ο Ουγκλούκ έτρεξε να σταματήσει τον πανικό.
Ο Πίπιν κι ο Μέρι ανακάθισαν. Οι φύλακες τους, Ισενγκαρντιανοί, είχαν πάει με τον Ουγκλούκ. Αλλά αν οι χόμπιτ έκαναν σκέψεις για να ξεφύγουν, γρήγορα έσβησαν. Ένα μακρύ μαλλιαρό χέρι άρπαξε τον καθένα απ’ το λαιμό και τους έσυρε κοντά κοντά. Στα θαμπά πήραν είδηση το μεγάλο κεφάλι του Γκρίσνακ ανάμεσά τους· τη βρομερή αναπνοή του στα μάγουλά τους. Άρχισε να τους ζουλά και να τους ψάχνει. Ο Πίπιν ανατρίχιασε καθώς σκληρά, παγωμένα δάχτυλα ψαχούλευαν την πλάτη του.
— Λοιπόν, μικρά μου! είπε ο Γκρίσνακ ψιθυριστά. Απολαμβάνετε την ωραία σας ανάπαυση; Ή μήπως όχι; Βρισκόσαστε κάπως σε δύσκολη θέση: σπαθιά και μαστίγια απ’ τη μια και απαίσια κοντάρια από την άλλη! Τα μικράκια δεν πρέπει ν’ ανακατεύονται σε υποθέσεις πιο μεγάλες απ’ το μπόι τους.
Τα δάχτυλά του εξακολουθούσαν να ψαχουλεύουν. Ένα φως άναβε σαν χλωμή μα καυτερή φωτιά στο βάθος των ματιών του.
Μια σκέψη πέρασε ξαφνικά απ’ το μυαλό του Πίπιν, λες κι είχε έρθει κατευθείαν απ’ την ανυπόμονη σκέψη του εχθρού του: ο Γκρίσνακ ξέρει για το Δαχτυλίδι! Γι’ αυτό ψάχνει, όσο είναι απασχολημένος ο Ουγκλούκ: το πιο πιθανό είναι πως το θέλει για τον εαυτό του. Η καρδιά του Πίπιν πάγωσε απ’ το φόβο, αν και ταυτόχρονα αναρωτιόταν πώς μπορούσε να εκμεταλλευτεί την επιθυμία του Γκρίσνακ.
— Δε νομίζω πως θα το βρεις έτσι, ψιθύρισε. Δε βρίσκεται εύκολα.
— Να το βρω; είπε ο Γκρΐσνακ· τα δάχτυλα του έκαψαν να σέρνονται κι άρπαξε τον ώμο του Πίπιν. Τι να βρω; Για τι μιλάς, μικρέ;
Για μια στιγμή ο Πίπιν έμεινε σιωπηλός. Ύστερα ξαφνικά μες στο σκοτάδι έκανε μια φωνή μες στο λαιμό του: γκόλουμ, γκόλουμ.
— Τίποτα, πολύτιμό μου, πρόσθεσε.
Οι χόμπιτ ένιωσαν τα δάχτυλα του Γκρίσνακ ν’ ανοιγοκλείνουν σπασμωδικά.
— Οχό! σφύριξε ο καλικάντζαρος μαλακά. Αυτό θέλει να πει, ε; Οχό! Πολύ πο-λύ επικίνδυνο, μικρούλια μου.
— Ίσως, είπε ο Μέρι, που ήταν τώρα εντελώς ξυπνητός κι είχε καταλάβει τη σκέψη του Πίπιν. Ίσως· κι όχι μόνο για μας. Πάντως εσύ ξέρεις πιο καλά τη δουλειά σου. Το θέλεις ή όχι; Και τι θα ’δινες γι’ αυτό;
— Το θέλω; Αν το θέλω; έκανε ο Γκρίσνακ, λες κι απορούσε· τα χέρια του όμως έτρεμαν. Τι θα ’δινα γι’ αυτό; Τι θέλετε να πείτε;
— Θέλουμε να πούμε, είπε ο Πίπιν διαλέγοντας με προσοχή τα λόγια του, πως δε βγάζεις τίποτα ψαχουλεύοντας στα σκοτεινά. Εμείς μπορούμε να σου κερδίσουμε και χρόνο και κόπο. Αλλά πρέπει πρώτα να μας λύσεις τα πόδια, ειδαλλιώς ούτε θα κάνουμε ούτε θα πούμε τίποτα.
— Χρυσά μου, τρυφερά ανοητούλια, σφύριξε ο Γκρίσνακ, όλα όσα έχετε κι όλα όσα ξέρετε θα σας τα βγάλουν σαν έρθει η ώρα: όλα! Θα ευχηθείτε να ξέρατε πιο πολλά να πείτε για να ικανοποιήσετε τον Ανακριτή, να είστε σίγουροι γι’ αυτό: πολύ γρήγορα. Εμείς δε θα βιαστούμε στην ανάκριση. Όχι. χρυσά μου, καθόλου! Γιατί νομίζετε πως σας έχουν κρατήσει ζωντανούς; Καλοί μου πιτσιρικάδες, σας παρακαλώ να με πιστέψετε, όταν σας λέω πως δεν το ’κανε από καλοσύνη — αυτή δεν είναι ούτε κι απ’ του Ουγκλούκ ακόμα τα ελαττώματα.
— Δε βρίσκω καμιά δυσκολία για να το πιστέψω, είπε ο Μέρι. Αλλά δεν έχεις ακόμα εξασφαλίσει τη λεία σου. Και δε μου φαίνεται να την πηγαίνουν κατά κει που θέλεις, ό,τι κι αν συμβεί. Αν φτάσουμε στο Ίσενγκαρντ, αυτός που θα ωφεληθεί δε θα ’ναι ο μεγάλος Γκρίσνακ: ο Σάρουμαν θα τα πάρει όλα όσα μπορέσει να βρει. Αν θέλεις κάτι για τον εαυτό σου, τώρα είναι η ώρα να κάνουμε τη συμφωνία.
Ο Γκρίσνακ άρχισε να θυμώνει. Το όνομα του Σάρουμαν φαινόταν να τον αγριεύει ιδιαίτερα. Η ώρα περνούσε κι ο σαματάς ησύχαζε. Ο Ουγκλούκ ή οι Ισενγκαρντιανοί από στιγμή σε στιγμή θα γύριζαν.
— Το έχετε — ένας απ’ τους δυο σας; γρύλισε.
— Γκόλουμ, γκόλουμ! είπε ο Πίπιν.
— Λύσε μας τα πόδια! είπε ο Μέρι.
Ένιωσαν τα χέρια του Ορκ να τρέμουν ασυγκράτητα.
— Που να σας πάρει, βρομερά ζωύφια! σφύριξε. Να λύσω τα πόδια σας! Θα λύσω κάθε αρμό στο κορμί σας. Νομίζετε πως δεν μπορώ να σας ψάξω ως τα κόκαλα; Να σας ψάξω! Θα σας κόψω και τους δυο κομματάκια κομματάκια. Δε χρειάζομαι τη βοήθεια των ποδιών σας για να σας πάρω από δω — και να σας απολαύσω εντελώς μόνος!
Ξαφνικά τους άρπαξε. Η δύναμη των μακριών χεριών και των ώμων του ήταν τρομακτική. Τους έβαλε, έναν από δω κι άλλον από κει, παραμάσχαλα και τους έσφιξε άγρια στα πλευρά του· τα μεγάλα του χέρια έκλεισαν ασφυκτικά τα στόματά τους. Ύστερα όρμησε μπροστά, σκύβοντας χαμηλά. Πήγαινε γρήγορα και σιωπηλά, ώσπου έφτασε στην άκρη του μικρού λόφου. Εκεί, διαλέγοντας ένα άνοιγμα ανάμεσα στους φρουρούς, πέρασε σαν απαίσιος ίσκιος μες στη νύχτα, κατεβαίνοντας την πλαγιά δυτικά προς το ποτάμι που έβγαινε απ’ το δάσος. Προς το μέρος εκείνο είχε ένα πλάτωμα με μια φωτιά μονάχα.
Αφού έκανε καμιά δωδεκαριά γιάρδες σταμάτησε, τεντώνοντας τα μάτια του και τ’ αυτιά του. Δεν ακουγόταν τίποτα. Συνέχισε να προχωράει, διπλωμένος σχεδόν στα δύο. Ύστερα πισωκάθισε κι αφουγκράτηκε πάλι. Μετά σηκώθηκε, λες κι ήταν έτοιμος να διακινδυνεύσει να περάσει ξαφνικά τρέχοντας. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η σκοτεινή σιλουέτα ενός καβαλάρη πετάχτηκε μπροστά του. Ένα άλογο χλιμίντρισε και πισωσηκώθηκε. Ένας άνθρωπος φώναξε.
Ο Γκρίσνακ έπεσε μπρούμυτα στη γη, με τους χόμπιτ από κάτω· ύστερα τράβηξε το σπαθί του. Λεν υπήρχε αμφιβολία πως προτιμούσε να σκοτώσει τους αιχμαλώτους του, παρά να τους αφήσει να ξεφύγουν ή να σωθούν αλλά αυτό ήταν και το τέλος του. Το σπαθί κουδούνισε ανεπαίσθητα και γυάλισε λιγάκι στο φως της φωτιάς πέρα αριστερά. Ένα βέλος ήρθε σφυρίζοντας μέσ’ απ’ το σκοτάδι: ήταν σημαδεμένο με μεγάλη επιδεξιότητα ή οδηγημένο απ’ τη μοίρα και τρύπησε το δεξί του χέρι. Πέταξε το σπαθί και ξεφώνισε. Ακούστηκε ένα γρήγορο ποδοβολητό και την ώρα που ο Γκρίσνακ πετάχτηκε όρθιος και το ’βαλε στα πόδια, το άλογο τον ποδοπάτησε κι ένα κοντάρι τον τρύπησε πέρα ως πέρα. Άφησε μια απαίσια, τρεμουλιαστή φωνή κι έμεινε ακίνητος.
Οι χόμπιτ έμειναν μπρούμυτα στο χώμα, όπως τους είχε αφήσει ο Γκρίσνακ. Άλλος ένας καβαλάρης ήρθε γρήγορα να βοηθήσει το σύντροφό του. Τώρα, είτε επειδή έβλεπε πολύ καλά είτε γιατί το ειδοποίησε κάποια άλλη αίσθηση, το άλογο σηκώθηκε και πήδηξε ανάλαφρα από πάνω τους· αλλά ο καβαλάρης του δεν τους είδε, όπως ήταν πεσμένοι, σκεπασμένοι με τους ξωτικο-μανδύες. πολύ ζαλισμένοι για την ώρα και πολύ φοβισμένοι για να κουνηθούν.
Τέλος, ο Μέρι αναδεύτηκε και σιγοψιθύρισε:
— Καλά ως τώρα: αλλά εμείς πώς θα γλιτώσουμε το σούβλισμα;
Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως. Οι φωνές του Γκρίσνακ είχαν ξεσηκώσει τους Ορκ. Απ’ τις φωνές και τις στριγκλιές που έρχονταν απ’ το λοφάκι, οι χόμπιτ κατάλαβαν πως είχαν ανακαλύψει την εξαφάνισή τους: κατά πάσα πιθανότητα ο Ουγκλούκ έκοβε μερικά κεφάλια ακόμα. Ύστερα ξαφνικά ακούστηκαν φωνές Ορκ από δεξιά, έξω απ’ τον κλοιό με τις φωτιές, απ’ το μέρος του δάσους και των Βουνών. Ο Μαουχούρ είχε, κατά τα φαινόμενα, φτάσει κι είχε ριχτεί στους πολιορκητές. Ακούστηκε καλπασμός αλόγων. Οι Καβαλάρηδες μίκρυναν τον κλοιό γύρω απ’ το λοφάκι, διακινδυνεύοντας τα βέλη των Ορκ, για να εμποδίσουν οποιαδήποτε προσπάθεια για έξοδο, ενώ ένα τμήμα τους κάλπασε ν’ αντιμετωπίσει τους νεοφερμένους. Ξαφνικά ο Μέρι και ο Πίπιν διαπίστωσαν πως χωρίς να κουνηθούν καθόλου βρίσκονταν έξω από τον κλοιό: τίποτα δε βρισκόταν ανάμεσα σ’ αυτούς και στην απόδραση.
— Τώρα, είπε ο Μέρι, αν είχαμε ελεύθερα τα πόδια και τα χέρια μας, θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε. Αλλά δε φτάνω να πιάσω τους κόμπους ούτε και να τους δαγκώσω.
— Δε χρειάζεται να προσπαθήσεις, είπε ο Πίπιν. Ήμουνα έτοιμος να σ’ το πω: έχω καταφέρει να ελευθερώσω τα χέρια μου. Αυτά τα σκοινιά είναι μόνο για τη μόστρα. Καλά θα κάνεις να φας λιγάκι λέμπας πρώτα πρώτα.
Πέταξε τα σκοινιά από τα χέρια του κι έβγαλε ένα πακέτο. Τα κέικ ήταν θρύψαλα, αλλά εντάξει ακόμα μες στα φυλλο-περιτυλίγματά τους. Οι χόμπιτ έφαγαν ο καθένας δυο-τρία κομμάτια. Η γεύση τούς ξανάφερε στη μνήμη τα όμορφα πρόσωπα, το γέλιο και το καλό φαγητό, τις ήσυχες εκείνες μέρες που ήταν τώρα πολύ μακριά. Για λίγη ώρα έτρωγαν συλλογισμένοι, καθισμένοι στο σκοτάδι, αδιαφορώντας για τις φωνές και τους θορύβους της μάχης δίπλα. Πρώτος ο Πίπιν γύρισε στο παρόν.
— Πρέπει να φύγουμε, είπε. Μια στιγμή!
Το σπαθί του Γκρίσνακ ήταν πεσμένο κοντά, αλλά ήταν πολύ βαρύ και άβολο για να το χρησιμοποιήσει· έτσι σύρθηκε μπροστά, βρήκε το σώμα του καλικάντζαρου κι έβγαλε απ’ τη θήκη του ένα μακρύ κοφτερό μαχαίρι. Μ’ αυτό έκοψε γρήγορα τα δεσμά τους.
— Εμπρός τώρα! είπε. Όταν θα ’χουμε ζεσταθεί λιγάκι, ίσως καταφέρουμε να ξανασταθούμε όρθιοι και να περπατήσουμε. Αλλά, οπωσδήποτε, καλά θα κάνουμε ν’ αρχίσουμε να σερνόμαστε.
Άρχισαν να σέρνονται. Το χορτάρι ήταν ψηλό και μαλακό κι αυτό τους βοηθούσε· αλλά ήταν πολύ αργή δουλειά. Πέρασαν όσο πιο μακριά μπορούσαν απ’ τη φωτιά και προχώρησαν λίγο λίγο, ώσπου έφτασαν στην άκρη του ποταμού, που έτρεχε κελαρύζοντας στις μαύρες σκιές, μέσα στις βαθιά σκαμμένες του όχθες. Ύστερα κοίταξαν πίσω.
Οι θόρυβοι είχαν κοπάσει. Ήταν φανερό πως το Μαουχούρ και τα «παλικάρια» του ή τους είχαν σκοτώσει ή τους είχαν αποκρούσει. Οι Καβαλάρηδες είχαν ξαναγυρίσει στη σιωπηλή κι απειλητική τους περιπολία, που δε θα κρατούσε για πολύ ακόμα. Η νύχτα έφευγε κιόλας. Στην Ανατολή, που είχε. μείνει ασυννέφιαστη, ο ουρανός άρχισε να χλομιάζει.
— Πρέπει να κρυφτούμε, είπε ο Πίπιν, ειδαλλιώς θα μας δουν. Και δε θα κερδίσουμε τίποτα, αν αυτοί οι καβαλάρηδες ανακαλύψουν πως δεν είμαστε Ορκ μετά το θάνατο μας.
Σηκώθηκε και χτύπησε τα πόδια του στο χώμα.
— Εκείνα τα σκοινιά έσφιγγαν σαν σύρματα· αλλά τα πόδια μου ζεσταίνονται πάλι. Θα μπορούσα τώρα να περπατήσω παραπατώντας. Εσύ, Μέρι;
Ο Μέρι σηκώθηκε.
— Ναι, είπε. Μπορώ να τα καταφέρω. Το λέμπας πραγματικά σε δυναμώνει! Και το αίσθημα είναι πολύ πιο δυναμωτικό από εκείνη τη ζεστασιά του ποτού των Ορκ. Από τι να ’ταν φτιαγμένο; Καλύτερα που δεν ξέρω, φαντάζομαι. Έλα να πιούμε λίγο νερό για να ξεπλύνουμε και τη σκέψη του ακόμα!
— Όχι εδώ, οι όχθες είναι πολύ απόκρημνες, είπε ο Πίπιν. Πάμε τώρα!
Γύρισαν κι άρχισαν να πηγαίνουν πλάι πλάι, αργά, ακολουθώντας τη γραμμή του ποταμιού. Πίσω τους στην Ανατολή το φως δυνάμωνε. Καθώς προχωρούσαν αντάλλαζαν εντυπώσεις κουβεντιάζοντας ανάλαφρα, με τον τρόπο των χόμπιτ, γι’ αυτά που τους είχαν συμβεί από τότε που τους έπιασαν. Αν τους άκουγε κανείς δε θα μάντευε απ’ τα λόγια τους πως είχαν υποφέρει σκληρά κι είχαν Βρεθεί σε τρομερό κίνδυνο, πηγαίνοντας δίχως ελπίδα στα βασανιστήρια και στο θάνατο· ή πως, ακόμα και τώρα, και το ’ξεραν καλά, είχαν ελάχιστες πιθανότητες να ξαναβρούν κάποιο φίλο ή ασφάλεια.
— Σαν καλά να τα πήγες, κύριε Τουκ, είπε ο Μέρι. θα σου αφιερώσει ολόκληρο σχεδόν κεφάλαιο στο βιβλίο του ο Μπίλμπο, αν Βρω ποτέ την ευκαιρία να του τα πω. Καλή δουλειά: ιδιαίτερα εκεί που μάντεψες το παιγνίδι εκείνου του αγριότριχου και ο τρόπος που τον δούλεψες. Αλλά αναρωτιέμαι αν κανείς ποτέ θα βρει τα χνάρια και την καρφίτσα σου. Πολύ θα λυπόμουν αν έχανα τη δικιά μου, αλλά φοβάμαι πως η δικιά σου πάει για πάντα.
— Θα πρέπει να βουρτσίσω τα δάχτυλα των ποδιών μου για να σε φτάσω. Να, όμως, που ο Ξάδερφος Μπράντιμπακ θα πάει μπροστά τώρα. Εδώ είναι που αρχίζει ο ρόλος του. Δε φαντάζομαι να έχεις καθόλου ιδέα πού βρισκόμαστε· αλλά εγώ τον καιρό μου στο Σκιστό Λαγκάδι τον ξόδεψα κάπως καλύτερα. Τώρα πηγαίνουμε δυτικά πλάι στον Έντγουός. Μπροστά μας βρίσκεται η τελευταία άκρη των Ομιχλιασμένων Βουνών και το Δάσος Φάνγκορν.
Την ώρα που μιλούσε, η σκοτεινή αρχή του δάσους φάνηκε ίσια μπροστά τους. Η νύχτα έμοιαζε να είχε βρει καταφύγιο κάτω απ’ τα θεόρατα δέντρα του, ξεγλιστρώντας απ’ την Αυγή που ερχόταν.
— Μπες μπροστά, κύριε Μπράντιμπακ! είπε ο Πίπιν. Ή γύρνα πίσω! Μας έχουν προειδοποιήσει για το Φάνγκορν. Αλλά ένας που ξέρει τόσα πολλά, δε θα το ’χει ξεχάσει!
— Όχι, απάντησε ο Μέρι, αλλά σ’ εμένα, οπωσδήποτε, φαίνεται καλύτερο το δάσος απ’ το να γυρίσω πίσω καταμεσής στη μάχη.
Προχώρησε κάτω απ’ τα τεράστια κλαδιά των δέντρων. Έδειχναν αφάνταστα γέρικα. Μεγάλα μακριά γένια από λειχήνες κρέμονταν από πάνω τους και τ’ αγέρι τα φυσούσε και τ’ ανέμιζε. Μέσ’ απ’ τις σκιές οι χόμπιτ κρυφοκοίταξαν πίσω στην κατηφοριά: μικρές κρυφές μορφές που στο μισόφωτο έμοιαζαν σαν παιδιά των Ξωτικών στα βάθη των χρόνων που κοίταζαν έξω απ’ το Άγριο Δάσος κι απορούσαν βλέποντας την Αυγή για πρώτη φορά.
Μακριά, πέρα απ’ το Μεγάλο Ποταμό και τα Καστανά Χώματα, λεύγες και λεύγες μακριά, έφτασε η Αυγή κόκκινη σαν φλόγα. Δυνατά αντήχησαν τα κυνηγετικά βούκινα να την υποδεχτούν. Οι Καβαλάρηδες του Ρόαν ζωντάνεψαν ξαφνικά. Τα βούκινα ξανακούστηκαν.
Ο Μέρι και ο Πίπιν άκουσαν ξεκάθαρα στον παγωμένο αέρα τα χλιμιντρίσματα των πολεμικών αλόγων και το ξαφνικό τραγούδι πολλών αντρών. Το κεφάλι του Ήλιου ανασηκώθηκε, ένα τόξο φωτιάς, πάνω απ’ την άκρη του κόσμου. Τότε, βγάζοντας μια μεγάλη κραυγή, οι Καβαλάρηδες έκαναν επίθεση απ’ την Ανατολή· το κόκκινο φως άστραφτε πάνω σε πανοπλίες και κοντάρια. Οι Ορκ ούρλιαζαν κι έριχναν τα τελευταία βέλη που τους απόμεναν. Οι χόμπιτ είδαν αρκετούς καβαλάρηδες να πέφτουν η γραμμή τους όμως δεν έσπασε, αλλά ανέβηκαν το λόφο, τον πέρασε, γύρισε πίσω και όρμησε ξανά. Όσοι απ’ τους επιδρομείς είχαν μείνει ζωντανοί, τότε έσπασαν και το ’βαλαν στα πόδια, εδώ κι εκεί, και οι καβαλάρηδες τους κυνήγησαν κι έναν έναν τους σκότωσαν. Μια ομάδα όμως, όλοι μαζί σε σχήμα μαύρης σφήνας, προχωρούσαν σταθερά μπροστά με κατεύθυνση το δάσος. Όρμησαν ίσα πάνω στην ανηφοριά προς το μέρος των χόμπιτ που κοίταζαν. Τώρα πλησίαζαν και φαινόταν σίγουρο πως θα ξέφευγαν: είχαν κιόλας κατακόψει τρεις καβαλάρηδες που τους έκοβαν το δρόμο.
— Πολλή ώρα κοιτάμε, είπε ο Μέρι. Να ο Ουγκλούκ! Δε θέλω να τον ξανασυναντήσω.
Οι χόμπιτ έστριψαν και το ’βαλαν στα πόδια βαθιά στις σκιές του δάσους.
Έτσι δεν είδαν την τελευταία φάση, όταν ο Ουγκλούκ βρέθηκε στριμωμγένος στην άκρη του Φάνγκορν όπου τον πρόλαθαν. Εκεί, τέλος, τον έκοψε ο Έομερ, ο Τρίτος Στρατάρχης του Μαρκ, που ξεπέζεψε και τον πολέμησε σπαθί με σπαθί. Και παντού στα πλατιά λιβάδια οι αετομάτηδες Καβαλάρηδες κυνήγησαν τους ελάχιστους Ορκ που είχαν απομείνει κι είχαν ακόμα το κουράγιο να τρέξουν.
Κι ύστερα, όταν έβαλαν τους νεκρούς συντρόφους τους σ’ έναν τύμβο κι έψαλαν τα κατορθώματά τους, οι Καβαλάρηδες άναψαν μια μεγάλη φωτιά και σκόρπισαν τις στάχτες των εχθρών τους. Έτσι τέλειωσε η επιδρομή και κανένα νέο γι’ αυτή δεν έφτασε ποτέ ούτε στη Μόρντορ ούτε στο Ίσενγκαρντ· αλλά ο καπνός απ’ τη φωτιά ανέβηκε ψηλά στα ουράνια και τον είδαν πολλά άγρυπνα μάτια.
Στο μεταξύ οι χόμπιτ προχωρούσαν μ’ όση ταχύτητα τους άφηνε το σκοτεινό και δύσβατο δάσος, ακολουθώντας την όχθη του γρήγορου ποταμιού, ανηφορικά προς τη δύση κατά τις πλαγιές των βουνών, όλο και πιο βαθιά στο Φάνγκορν. Σιγά σιγά ο φόβος τους για τους Ορκ έσβησε και το βήμα τους έκοψε. Ένα παράξενο πνιγερό αίσθημα τους πλάκωσε, λες κι ο αέρας να είχε γίνει πολύ λεπτός κι αραιός για ν’ ανασάνουν.
Τέλος ο Μέρι σταμάτησε.
— Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι, είπε με κομμένη την ανάσα. Θέλω λίγο αέρα.
— Πάντως, ας πιούμε λιγάκι νερό, είπε ο Πίπιν. Έχει κολλήσει η γλώσσα μου.
Ανέβηκε σε μια μεγάλη ρίζα που κατέβαινε κάτω ως το ποτάμι και σκύβοντας μάζεψε λίγο νερό στις χούφτες του. Ήταν καθαρό και παγωμένο και ήπιε πολλές βαθιές ρουφηξιές. Ο Μέρι τον ακολούθησε. Το νερό τούς αναζωογόνησε και φάνηκε να δίνει χαρά στην καρδιά τους· για λίγη ώρα κάθισαν στην άκρη του νερού, βρέχοντας τις πονεμένες τους πατούσες και τα πόδια τους και κοιτάζοντας τα δέντρα που στέκονταν σιωπηλά γύρω τους, ατέλειωτες σειρές, ώσπου έσβηναν σ’ ένα γκρίζο μισόφωτο παντού γύρα).
— Δε φαντάζομαι να χαθήκαμε κιόλας; είπε ο Πίπιν, γέρνοντας πίσω στον κορμό ενός μεγάλου δέντρου. Αν και μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε την κοίτη αυτού του ποταμιού, του Έντγουός ή όπως αλλιώς μου το ’πες, και να ξαναβγούμε έξω απ’ τον ίδιο δρόμο που ήρθαμε.
— Θα μπορούσαμε, αν άντεχαν τα πόδια μας, είπε ο Μέρι· κι αν μπορούσαμε ν’ ανασάνουμε κανονικά.
— Ναι, είναι πολύ θαμπά και πνιγερά εδώ, είπε ο Πίπιν. Μου θυμίζει κάπως το παλιό δωμάτιο στο Μεγάλο Σπίτι των Τουκ. πέρα μακριά στα Σμάιαλ του Τούκμπορο: ένα τεράστιο δωμάτιο, που δεν του έχουν μετακινήσει ποτέ τα έπιπλα, γενιές τώρα. Λένε πως ο Γερο-Τουκ ζούσε εκεί μέσα πολλά χρόνια και πως αυτός και το δωμάτιο γερνούσαν και πάλιωναν μαζί — και δεν το ’χουν πειράξει από τότε που πέθανε, εδώ κι έναν αιώνα. Κι ο Γερο-Γερόντιος ήταν προπροπάππος μου: δηλαδή, έχουν περάσει αρκετά χρόνια. Αλλά εκείνο το δωμάτιο ούτε που μπορεί να συγκριθεί με το αίσθημα του παλιού, που σου δίνει αυτό το δάσος. Κοίταξε όλα αυτά τα κλαμένα, σερνάμενα γένια και μουστάκια από λειχήνες! Και τα περισσότερα δέντρα φαίνονται μισοσκεπασμένα με κουρελιασμένα ξερά φύλλα, που δεν έχουν πέσει ποτέ! Ακατάστατα! Δεν μπορώ να φανταστώ τον ερχομό της άνοιξης εδώ, αν, βέβαια, έρχεται ποτέ· κι ακόμα λιγότερο μια ανοιξιάτικη γενική καθαριότητα.
— Πάντως ο Ήλιος τουλάχιστο θα πρέπει να κρυφοκοιτάζει καμιά φορά μέσα, είπε ο Μέρι. Δεν έχει ούτε την όψη ούτε την αίσθηση του Δάσους της Σκοτεινιάς όπως το περιγράφει ο Μπίλμπο. Εκείνο ήταν όλο σκοτεινό και μαύρο, η κατοικία σκοτεινών και μαύρων όντων. Ενώ αυτό είναι μονάχα θαμποφωτισμένο και φοβερά δέντρινο. Δεν μπορείς να φανταστείς ζώα να ζουν εδώ ή να μένουν για πολύ.
— Όχι, ούτε χόμπιτ, είπε ο Πίπιν. Ούτε και μ’ ενθουσιάζει η ιδέα να προσπαθήσουμε να το διασχίσουμε. Δεν έχει τίποτα για φαΐ για εκατοντάδες μίλια, θα ’λεγα. Πώς πάμε από προμήθειες;
— Χάλια, είπε ο Μέρι. Το βάλαμε στα πόδια με δυο πακέτα λέμπας και τίποτ’ άλλο κι αφήσαμε πίσω όλα τ’ άλλα.
Κοίταξαν τι είχε απομείνει απ’ τα ξωτικο-κέικ: σπασμένα κομμάτια που μετά βίας έφταναν για πέντε μέρες, αυτό ήταν όλο.
— Και δεν έχουμε ούτε σκέπασμα ούτε κουβέρτα, είπε ο Μέρι. Απόψε θα κρυώνουμε, όπου κι αν πάμε.
— Λοιπόν, καλά θα κάνουμε ν’ αποφασίσουμε το δρόμο τώρα, είπε ο Πίπιν. Το πρωινό θα πρέπει μάλλον να φεύγει.
Τότε ακριβώς πήραν είδηση ένα κίτρινο φως που είχε φανεί αρκετά πιο μέσα στο δάσος: ακτίνες του Ήλιου φαίνονταν να είχαν ξαφνικά τρυπήσει τη σκεπή του δάσους.
— Μπα! είπε ο Μέρι. Ο Ήλιος θα πρέπει να ’χε κρυφτεί σε τίποτα σύννεφα, όσο ήμαστε κάτω απ’ αυτά τα δέντρα και τώρα βγήκε πάλι: ή έχει ανεβεί αρκετά ψηλά και μπορεί να κοιτάζει κάτω ανάμεσα από κάποιο άνοιγμα. Δεν είναι μακριά — πάμε να δούμε!
Ανακάλυψαν πως ήταν πιο μακριά απ’ ό,τι είχαν νομίσει. Η γη εξακολουθούσε ν’ ανηφορίζει απότομα και γινόταν όλο και πιο βραχώδης. Το φως όλο και δυνάμωνε όσο προχωρούσαν και γρήγορα είδαν ένα βραχότοιχο μπροστά τους: το πλευρό κάποιου λόφου ή το απότομο τέλος κάποιας μακριάς ρίζας που είχαν ξεπετάξει τα μακρινά βουνά. Πάνω του δε φύτρωναν δέντρα κι ο ήλιος έπεφτε ίσια πάνω στο πέτρινο μέτωπό του. Τα κλαδάκια των δέντρων στα πόδια του απλώνονταν προς τα έξω μουδιασμένα κι ακίνητα, λες και γύρευαν τη ζεστασιά.. Εκεί που όλα έδειχναν τόσο παλιωμένα και γκρίζα πριν, τώρα γυάλιζαν με ζεστά καφετιά χρώματα και τα λεία μαυρόγκριζα χρώματα των κορμών έμοιαζαν με καλογυαλισμένο δέρμα. Οι κορμοί των δέντρων έλαμπαν πράσινοι σαν φρέσκο γρασίδι: η πρώιμη άνοιξη, ή μια φευγαλέα οπτασία της, τους κύκλωνε.
Στο μέτωπο του βραχότοιχου είχε κάτι σαν σκάλα — μπορεί να ήταν φυσική, φτιαγμένη από το γέρασμα και το κομμάτιασμα του βράχου, γιατί ήταν τραχιά και ανώμαλη. Ψηλά, σχεδόν εκεί που έφταναν οι κορφές των δέντρων του δάσους, είχε ένα πλάτωμα σαν πλατύσκαλο στη βάση ενός γκρεμού. Εκεί δε φύτρωνε τίποτα, εκτός από λίγο γρασίδι κι αγριόχορτα στην άκρη του κι ο γέρικος κορμός ενός δέντρου, που του είχαν απομείνει μονάχα δυο γερμένοι κλώνοι: έμοιαζε, σχεδόν, σαν τη σιλουέτα κάποιου ροζιασμένου γέροντα που στεκόταν εκεί ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του στο πρωινό φως του ήλιου.
— Μπρος, επάνω! είπε ο Μέρι χαρούμενα. Να πάρουμε αέρα και να δούμε και την περιοχή.
Σκαρφάλωσαν όπως όπως στο βράχο. Αν η σκάλα ήταν φτιαχτή, την είχαν φτιάξει για πόδια μιεγαλύτερα και μακρύτερα απ’ τα δικά τους. Ήταν πολύ βιαστικοί για ν’ απορήσουν πόσο γρήγορα οι πληγές και οι πόνοι της αιχμαλωσίας τους είχαν γιάνει και η δύναμή τους είχε ξαναγυρίσει. Τέλος, έφτασαν στην άκρη του πλατύσκαλου, σχεδόν στα πόδια του γέρικου κορμού· ύστερα πήδηξαν επάνω και γύρισαν με την πλάτη στο λόφο, παίρνοντας βαθιές αναπνοές και κοιτάζοντας ανατολικά. Είδαν πως είχαν μπει κάπου τρία ως τέσσερα μίλια μες στο δάσος: οι κορφές των δέντρων κατέβαιναν τις πλαγιές προς τον κάμπο. Εκεί, κοντά στην άκρη του δάσους, ψηλές στήλες σγουρού μαύρου καπνού ανέβαιναν και ταλαντεύονταν κι έρχονταν προς το μέρος τους.
— Ο αέρας αλλάζει, είπε ο Μέρι. Γύρισε ανατολικός πάλι. Έχει δροσιά εδώ ψηλά.
— Ναι, είπε ο Πίπιν αλλά φοβάμαι πως είναι μόνο περαστική αναλαμπή κι όλα θα ξαναγίνουν γκρίζα πάλι. Τι κρίμα! Τούτο το γέρικο δάσος έδειξε τόσο διαφορετικό στο φως του ήλιου. Εγώ σχεδόν ένιωσα να μ’ αρέσει.
— Σχεδόν ένιωσες να σ’ αρέσει το Δάσος! Πολύ καλό! Είναι πάρα πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, είπε μια παράξενη φωνή. Για γυρίστε κι αφήστε με να ρίξω μια ματιά στα πρόσωπά σας. Εγώ σχεδόν νιώθω να σας αντιπαθώ και τους δυο, αλλά ας μην είμαστε βιαστικοί. Για γυρίστε!
Ένα μεγάλο χέρι, όλο κόμπους, ακούμπησε στους ώμους τους και τους γύρισε, μαλακά, αλλά χωρίς να μπορούν ν’ αντισταθούν ύστερα δυο μεγάλα χέρια τους σήκωσαν ψηλά.
Βρέθηκαν να κοιτάζουν ένα πολύ αλλόκοτο πρόσωπο. Το είχε ένα ον που έμοιαζε με Άνθρωπος, σχεδόν Γίγαντας, τουλάχιστο δεκατέσσερα πόδια ύψος, πολύ γεροδεμένο, μ’ ένα ψηλό κεφάλι και σχεδόν καθόλου λαιμό. Τώρα, το αν ήταν ντυμένο μ’ ένα ύφασμα πράσινο και γκρίζο σαν φλούδα δέντρου, ή αν ήταν αυτό το πετσί του, ήταν δύσκολο να το πει κανείς. Οπωσδήποτε τα χέρια, σε κανονική απόσταση απ’ τον κορμό, δεν ήταν ζαρωμένα, αλλά σκεπασμένα με καφέ λείο δέρμα. Τα μεγάλα πόδια είχαν εφτά δάχτυλα το καθένα. Το κάτω μέρος του μακρουλού προσώπου ήταν σκεπασμένο με μια μακριά γενειάδα, που έμοιαζε με θάμνο, και ήταν σχεδόν κλαρωτή στις ρίζες κι αραιωμένη μαλλιαρή σαν τα βρύα στις άκρες. Αλλά εκείνη τη στιγμή οι χόμπιτ δεν πρόσεχαν σχεδόν τίποτ’ άλλο εκτός από τα μάτια. Αυτά τα βαθιά μάτια τούς κοίταζαν από πάνω ως κάτω τώρα, αργά και σοβαρά, αλλά πολύ διαπεραστικά. Ήταν καστανά, μ’ ένα πράσινο φως. Πολλές φορές αργότερα ο Πίπιν προσπάθησε να περιγράψει την πρώτη εντύπωση που του έκαναν.
— Ένιωθες σαν να υπήρχε ένα τεράστιο πηγάδι στο βάθος τους, γεμάτο μέχρι επάνω με αναμνήσεις αιώνων, το αποκρυστάλλωμα μακριάς, αργής, σταθερής σκέψης· αλλά η επιφάνειά τους σπίθιζε από ζωντάνια: σαν τον ήλιο που λαμπυρίζει στα εξωτερικά φυλλώματα ενός θεόρατου δέντρου, ή τις ρυτίδες μιας πολύ βαθιάς λίμνης. Δεν ξέρω, αλλά ένιωσα σαν κάτι που φύτρωνε στη γη — κοιμισμένο, θα ’λεγες, ή που ένιωθε απλώς σαν κάτι ανάμεσα σε ακρόρριζο και ακρόφυλλο, ανάμεσα στη βαθιά γη και στον ουρανό — είχε ξαφνικά ξυπνήσει και σε εξέταζε με την ίδια αργή φροντίδα που αφιέρωνε στις δικές του εσωτερικές υποθέσεις χρόνια ατέλειωτα.
— Χρουμ, Χουμ, μουρμούρισε η φωνή, μια φωνή βαθιά σαν ένα πολύ βαθύτονο ξύλινο πνευστό όργανο. Πολύ παράξενο, πάρα πολύ! Μη βιάζεσαι, αυτό είναι το σύνθημά μου. Αλλά αν σας είχα δει, πριν ακούσω τις φωνές σας — μου άρεσαν: μικρές όμορφες φωνές: μου θύμισαν κάτι που δεν μπορώ να το θυμηθώ —, αν σας είχα δει πριν σας ακούσω, θα σας είχα απλώς πατήσει, παίρνοντας σας για μικρούς Ορκ και θ’ ανακάλυπτα ύστερα το λάθος μου. Είστε πολύ αλλόκοτοι, πάρα πολύ. Μα τις ρίζες και τα κλαδιά, πολύ αλλόκοτοι!
Ο Πίπιν, αν κι ακόμα ήταν κατάπληκτος, δεν ένιωθε πια φοβισμένος. Κάτω απ’ το βλέμμα εκείνων των ματιών ένιωθε μια περίεργη αγωνία, αλλά όχι φόβο.
— Παρακαλώ, είπε, ποιος είσαι; Και τι είσαι;
Μια παράξενη έκφραση φάνηκε στα γέρικα μάτια, ένα είδος επιφυλακτικότητας— τα βαθιά πηγάδια σκεπάστηκαν.
— Χρουμ, τώρα, απάντησε η φωνή· λοιπόν είμαι ένας Εντ ή τουλάχιστον έτσι με λένε. Ναι, Εντ είναι η σωστή λέξη. Ο Εντ, είμαι εγώ, μπορείς να πεις, στη δική σας γλώσσα. Φάνγκορν είναι τ’ όνομά μου γι’ άλλους, κι άλλοι το κάνουν Δεντρογένης. Δεντρογένη να με λέτε.
— Ένας Εντ; είπε ο Μέρι. Τι ’ναι αυτό; Όμως, εσύ πώς ονομάζεις τον εαυτό σου; Ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα;
— Χου, τώρα! απάντησε ο Δεντρογένης. Χου! Αυτό είναι μυστικό. Όχι τόσο Βιαστικά. Κι εγώ είμαι αυτός που κάνει τις ερωτήσεις. Εσείς βρισκόσαστε στη δική μου χώρα. Εσείς τι είσαστε όμως; Δεν μπορώ να σας κατατάξω. Δε φαίνεται να υπάρχετε στους αρχαίους καταλόγους που έμαθα τότε που ήμουν νέος. Αυτό όμως έγινε πολύ πολύ παλιά κι ίσως να ’χουν φτιάξει καινούριους καταλόγους. Για να δω! Για να δω! Πώς το ’λεγαν;
Των Ζωντανών Πλασμάτων μάθετε την ιστορία τώρα!
Τους τέσσερις τους λεύτερους λαούς πρώτα να πείτε:
Των Ξωτικών γενιά αρχαιότερη απ’ όλα·
Νάνος σκαφτιάς, με σπίτια σκοτεινά·
Εντ γεννημένος απ’ τη γη, παλιός σαν τα βουνά·
Άνθρωπος ο θνητός, αφέντης των αλόγων:
Χμ, χμ, χμ.
Κάστορας χτίστης, λαγός ο πηδηχτός,
Άρκος μελισσοφάγος, Αγριόχοιρος πολεμιστής·
Σκύλος ο πεινασμένος, κούνελος φοβισμένος...
Χμ, χμ.
Ψηλή φωλιά ο αετός, το βόδι στο λιβάδι,
Ελάφι κερασφόρο· γεράκι αστραπή.
Κατάλευκος ο κύκνος, φίδι ξεπαγιασμένο...
Χουμ, χμ· χουμ, χμ, πώς ήταν παρακάτω; Ρουμτούμ, ρουμτούμ, ρούμτι τουμ, ταμ. Ήταν μακρύς κατάλογος. Αλλά οπωσδήποτε εσείς δε φαίνεται να ταιριάζετε πουθενά!
— Φαίνεται πως πάντοτε μας άφηναν έξω απ’ τους αρχαίους καταλόγους και τις ιστορίες, είπε ο Μέρι. Κι όμως εμείς υπάρχουμε εδώ και πολύν καιρό. Είμαστε χόμπιτ.
— Γιατί να μην κάνεις ένα καινούριο στίχο; είπε ο Πίπιν.
Μικρούληδες οι χόμπιτ, που ζουν σε τρύπες μέσα.
Βάλε μας μαζί με τους τέσσερις, ύστερα απ’ τον Άνθρωπο (τους Μεγαλόσωμους) και θα ’σαι εντάξει.
— Χμ! Όχι κι άσχημο, όχι κι άσχημο, είπε ο Δεντρογένης. Ταιριάζει. Ώστε ζείτε σε τρύπες, ε; Φαίνεται πολύ σωστό και καταπώς πρέπει. Ποιος σας λέει όμως χόμπιτ; Δε μου μοιάζει με λέξη ξωτική. Τα Ξωτικά έφτιαξαν όλες τις αρχαίες λέξεις: αυτά έκαναν την αρχή.
— Κανένας άλλος δε μας λέει χόμπιτ· έτσι λέμε εμείς τον εαυτό μας, είπε ο Πίπιν.
— Χουμ, χμ! Ελάτε, τώρα! Όχι τόσο βιαστικά! Εσείς λέτε τον εαυτό σας χόμπιτ; Δεν πρέπει όμως να πηγαίνετε και να το λέτε, άντε έτσι, στον οποιονδήποτε. Αν δεν είσαστε προσεκτικοί, θα σας ξεφύγει και θα πείτε και τα πραγματικά σας ονόματα.
— Εμείς δεν το προσέχουμε αυτό, είπε ο Μέρι. Να, εγώ είμαι Μπράντιμπακ, ο Μέριαντοκ Μπράντιμπακ, αν κι οι περισσότεροι με φωνάζουν απλώς Μέρι.
— Κι εγώ είμαι Τουκ, ο Πέρεγκριν Τουκ, αλλά γενικά με φωνάζουν Πίπιν ή και Πιπ.
— Χμ, μα είσαστε πολύ βιαστικοί, βλέπω, είπε ο Δεντρογένης. Η εμπιστοσύνη σας με τιμά· αλλά δε θα ’πρεπε να ’σαστε τόσο πρόθυμοι, αμέσως αμέσως. Υπάρχουν λογιών λογιών Εντ, να ξέρετε· ή μάλλον υπάρχουν Εντ κι άλλα πλάσματα που μοιάζουν με Εντ, αλλά δεν είναι, θα ’λεγε κανείς. Θα σας φωνάζω Μέρι και Πίπιν, αν μου επιτρέπετε -πολύ ωραία ονόματα. Γιατί εγώ δεν πρόκειται να σας πω το δικό μου όνομα, τουλάχιστον όχι ακόμα.
Ένα παράξενο βλέμμα μισοπολύξερο, μισοαστείο φάνηκε μ’ ένα ανοιγοκλείσιμο στα μάτια του.
— Γιατί, εδώ που τα λέμε, θα ’παιρνε πολλή ώρα — τ’ όνομά μου μεγαλώνει συνέχεια κι εγώ έχω ζήσει πολύν, πάρα πολύν καιρό· έτσι τ’ όνομά μου είναι σαν ιστορία. Τα πραγματικά ονόματα λένε την ιστορία του κατόχου τους στη δική μου γλώσσα, στα Αρχαία Εντικά, όπως θα λέγατε. Είναι πολύ ωραία γλώσσα, αλλά παίρνει πάρα πολλή ώρα για να πεις σ’ αυτήν οτιδήποτε, γιατί εμείς δε λέμε τίποτα σ’ αυτήν, εκτός κι αν αξίζει τον κόπο να πάρει πολλή ώρα για να το πούμε και για να το ακούσουμε. Τώρα, όμως — και τα μάτια του έγιναν πολύ ζωηρά και «παρόντα», δείχνοντας να μικραίνουν και να γίνονται σχεδόν κοφτερά -, τι συμβαίνει; Τι δουλειά έχετε εσείς μέσα σ’ όλα; Εγώ μπορώ να δω και ν’ ακούσω (και να μυρίσω και να νιώσω) πολλά εδώ απ’ αυτό, απ’ αυτό a-lalla-lalla-rumba-kamanda-lind-or-burúmë. Συγχωρέστε με, αυτό είναι ένα μέρος απ’ τ’ όνομα που του δίνω· δεν ξέρω ποια είναι η σωστή λέξη στις άλλες ξένες γλώσσες: καταλαβαίνετε, αυτό το πράγμα που βρισκόμαστε, που στέκομαι και παρατηρώ μακριά τα πρωινά, όταν ο καιρός είναι καλός και συλλογίζομαι τον Ήλιο και το χορτάρι πέρα από το δάσος, τ’ άλογα και τα σύννεφα και τον κόσμο που ξεδιπλώνεται. Τι συμβαίνει; Τι ετοιμάζει ο Γκάνταλφ; Κι αυτοί οι burárum, έβγαλε ένα βαθύ βροντερό ήχο σαν παραφωνία σε μεγάλο αρμόνιο — αυτοί οι Ορκ κι ο νεαρός ο Σάρουμαν κάτω στο Ίσενγκαρντ; Μ’ αρέσει να μαθαίνω νέα. Αλλά δίχως βιασύνη τώρα.
— Συμβαίνουν ένα σωρό πράγματα, είπε ο Μέρι· κι ακόμα, αν προσπαθούσαμε να κάνουμε γρήγορα, θα έπαιρνε πολλή ώρα για να τα πούμε. Αλλά εσύ μας είπες να μην είμαστε βιαστικοί. Πρέπει όμως να σου πούμε τίποτα τόσο γρήγορα; Θα το θεωρούσες αναίδεια, αν σε ρωτούσαμε τι σκοπεύεις να μας κάνεις και με τίνος το μέρος είσαι; Και τον ήξερες τον Γκάνταλφ;
— Ναι, και βέβαια τον ξέρω: ο μόνος μάγος που στ’ αλήθεια ενδιαφέρεται για τα δέντρα, είπε ο Δεντρογένης. Τον ξέρετε;
— Ναι, είπε ο Πίπιν λυπημένα, τον ξέραμε. Ήταν σπουδαίος φίλος κι ήταν ο οδηγός μας.
— Τότε μπορώ ν’ απαντήσω στις άλλες σας ερωτήσεις, είπε ο Δεντρογένης. Δε σκοπεύω να σας κάνω τίποτα: αν μ’ αυτό εννοείτε «να σας κάνω κάτι» χωρίς την άδειά σας. Μπορεί όμως να κάνουμε μαζί μερικά πράγματα. Και δεν ξέρω με τίνος το μέρος είμαι. Εγώ πάω το δρόμο μου· αλλά ο δικός σας δρόμος μπορεί να πηγαίνει μαζί με το δικό μου για λίγο. Αλλά μιλάτε για τον Αφέντη Γκάνταλφ, λες κι ήταν σε κάποια ιστορία που τελείωσε.
— Ναι, είπε ο Πίπιν λυπημένα. Η ιστορία, καταπώς φαίνεται, συνεχίζεται, αλλά φοβάμαι πως ο Γκάνταλφ βγήκε απ’ αυτήν.
— Χου, ελάτε τώρα! είπε ο Δεντρογένης. Χουμ, χμ, α, καλά— σταμάτησε, κοιτάζοντας πολλή ώρα τους χόμπιτ. Χουμ, α, λοιπόν, δεν ξέρω τι να πω. Ελάτε τώρα!
— Αν θα ήθελες ν’ ακούσεις περισσότερα, είπε ο Μέρι, θα σου πούμε. Αλλά θα πάρει αρκετή ώρα. Μήπως θα ’θελες να μας ακουμπήσεις κάτω; Δε θα μπορούσαμε να καθίσουμε όλοι εδώ στον ήλιο, ώσπου να δύσει; Θα πρέπει ν’ άρχισες να κουράζεσαι κρατώντας μας.
— Χμ, να κουράζομαι; Όχι, δεν είμαι κουρασμένος. Δεν κουράζομαι εύκολα. Και δεν κάθομαι κάτω. Δεν είμαι πολύ, χμ, ευλύγιστος. Αλλά ναι, ο Ήλιος πραγματικά πάει να δύσει. Ας αφήσουμε αυτό — πώς είπατε πως το λέτε;
— Λόφο; πρότεινε ο Πίπιν.
— Πλατύσκαλο; Σκαλοπάτι; είπε ο Μέρι.
Ο Δεντρογένης επανέλαβε τις λέξεις σκεπτικός:
— Λόφος. Ναι, αυτό ήταν. Αλλά είναι Βιαστική λέξη για ένα πράγμα που στέκεται εδώ από τότε που σχηματίστηκε αυτό το μέρος του κόσμου. Δεν πειράζει. Ας τ’ αφήσουμε κι ας πάμε.
— Πού θα πάμε; ρώτησε ο Μέρι.
— Σπίτι μου, ή μάλλον σ’ ένα από τα σπίτια μου, απάντησε ο Δεντρογένης.
— Είναι μακριά;
— Δεν ξέρω. Ίσως και να πείτε πως είναι μακριά. Αλλά τι σημασία έχει;
— Να, βλέπεις, έχουμε χάσει όλα μας τα πράγματα, είπε ο Μέρι. Έχουμε μόνο πολύ λίγο φαγητό.
— Ω! Χμ! Δε χρειάζεται να σας απασχολεί αυτό, είπε ο Δεντρογένης. Έχω να σας δώσω ένα ποτό που θα σας διατηρήσει πράσινους και ζωηρούς για πολύν πολύν καιρό. Κι αν αποφασίσουμε να χωρίσουμε, μπορώ να σας αφήσω έξω από τη χώρα μου σ’ όποιο σημείο θέλετε. Πάμε!
Κρατώντας τους χόμπιτ μαλακά, αλλά γερά, έναν στο κάθε χέρι, ο Δεντρογένης σήκωσε πρώτα το ένα μεγάλο πόδι κι ύστερα το άλλο και τα ’φερε στην άκρη του πλατύσκαλου. Τα ριζοδάχτυλά του έπιαναν γερά τα βράχια. Ύστερα, με προσοχή και σοβαρότητα, κατέβηκε αλύγιστα ένα ένα τα σκαλιά κι έφτασε στο Δάσος.
Αμέσως πήρε δρόμο με μεγάλους μετρημένους διασκελισμούς ανάμεσα στα δέντρα, όλο και πιο Βαθιά στο δάσος και ποτέ πολύ μακριά από το ποταμάκι, ανηφορίζοντας σταθερά προς τις πλαγιές των βουνών. Πολλά από τα δέντρα φαίνονταν να κοιμούνται ή να μη δίνουν προσοχή ούτε σ’ αυτόν ούτε σε οποιοδήποτε άλλο πλάσμα που απλώς περνούσε· αλλά μερικά τρεμούλιαζαν κι άλλα σήκωναν ψηλά τα κλαδιά τους πάνω απ’ το κεφάλι του όταν πλησίαζε. Όλη την ώρα που περπατούσε, μιλούσε μοναχός του, μια μακριά ασταμάτητη ροή μουσικών ήχων.
Οι χόμπιτ ήταν σιωπηλοί γι’ αρκετή ώρα. Ένιωθαν, κι ας φαινόταν παράξενο, ασφάλεια κι άνεση κι είχαν ένα σωρό πράγματα να σκεφτούν και ν’ απορήσουν. Τέλος, ο Πίπιν τόλμησε να ξαναμιλήσει.
— Σε παρακαλώ, Δεντρογένη, είπε, θα μπορούσα να σε ρωτήσω κάτι; Γιατί ο Σέλεμπορν μας είπε να φυλαγόμαστε απ’ το δάσος σου; Μας είπε να μη διακινδυνεύσουμε να μπερδευτούμε μέσα του.
— Χμ, έτσι σας είπε; βούισε υπόκωφα ο Δεντρογένης. Κι εγώ θα μπορούσα να σας είχα πει τα ίδια περίπου, αν πηγαίνατε στην αντίθετη κατεύθυνση. Να μη διακινδυνεύσετε να μπερδευτείτε στα δάση του Laurelindórenan! Έτσι συνήθιζαν να το λένε τα Ξωτικά, αλλά τώρα συντομεύουν τ’ όνομα: το λένε Lothlórien. Μπορεί και να ’χουν δίκιο: ίσως ν’ αργοσβήνει τώρα και να μη μεγαλώνει. Γη της Κοιλάδας του Τραγουδιστού Χρυσαφιού, έτσι ήταν κάποτε. Τώρα είναι τ’ Ονειρολούλουδο. Α! καλά! Αλλά είναι παράξενο μέρος και δεν είναι για τον καθένα να μπαίνει μέσα σ’ αυτό. Μου κάνει έκπληξη που τα καταφέρατε και βγήκατε, αλλά ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη το ότι μπήκατε: αυτό δεν έχει συμβεί σε ξένους εδώ και πολλά χρόνια. Είναι παράξενος τόπος.
»Το ίδιο κι αυτός εδώ. Πολλούς τους βρήκε κακό εδώ. Ναι, κακό. Laurelindórenan lindelorendor malinornélion ornemalin, σιγοτραγούδησε. Μένουν πίσω απ’ τον κόσμο θα ’λεγα, είπε. Τίποτα σ’ αυτή τη χώρα, ούτε τίποτ’ άλλο έξω από το Χρυσαφένιο Δάσος, δεν είναι αυτό που ήταν όταν ο Σέλεμπορν ήταν νέος. Όμως:
Taurelilómëa-tumbalemorna Tumbaletaurëa Lómëanor,
έτσι συνήθιζαν να λένε. Τα πράγματα έχουν αλλάξει, αλλά αυτό εξακολουθεί να ισχύει για μερικούς τόπους.
— Τι θες να πεις, είπε ο Πίπιν. Τι ισχύει;
— Τα δέντρα και οι Εντ, είπε ο Δεντρογένης. Κι εγώ ο ίδιος δεν καταλαβαίνω όσα γίνονται, γι’ αυτό και δεν μπορώ να σας εξηγήσω. Μερικοί από μας είναι σωστοί Εντ κι αρκετά ζωηροί, με τον τρόπο μας, αλλά πολλοί άρχίζουν να νυστάζουν, να δεντρίζουν, όπως θα λέγατε. Τα περισσότερα από τα δέντρα είναι απλώς δέντρα, φυσικά· αλλά μερικά έχουν μισοξυπνήσει. Μερικά είναι εντελώς ξυπνητά και λίγα, να, α, λοιπόν μερικά Εντίζουν. Κι αυτό γίνεται συνέχεια.
»Όταν αυτό συμβεί σε κάποιο δέντρο, ανακαλύπτεις πως μερικά έχουν σάπια καρδιά. Και δεν έχει καμιά σχέση με το ξύλο τους: δε θέλω να πω αυτό. Να, εγώ ήξερα κάτι καλές γριές-ιτιές κάτω στον Έντγουός, που έχουν από πολύ παλιά χαθεί, κρίμα! Ήταν εντελώς κούφιες, σάπιες πέρα ως πέρα, αλλά ήσυχες και γλυκομίλητες σαν νεογέννητο φυλλαράκι. Κι έπειτα υπάρχουν μερικά δέντρα στις κοιλάδες, κάτω απ’ τα Βουνά, γερά σαν πέτρες, που είναι σάπια πέρα για πέρα. Κι αυτό φαίνεται να απλώνεται. Κάποτε υπήρχαν μερικά πολύ επικίνδυνα μέρη σ’ αυτή τη χώρα, Κι ακόμα υπάρχουν κάτι πολύ μαύροι τόποι.
— Σαν το Παλιό το Δάσος πέρα στο Βοριά, θες να πεις; ρώτησε ο Μέρι.
— Ναι, ναι, κάπως έτσι, αλλά χειρότερα. Δεν αμφιβάλλω πως υπάρχει κάποια σκιά της Μεγάλης Σκοτεινιάς απλωμένη ακόμα εκεί πέρα, στο Βοριά· και κληρονομιά ολόκληρη από αναμνήσεις κακές. Αλλά υπάρχουν βαθιές κοιλάδες σ’ αυτή τη γη που η Σκοτεινιά δεν έφυγε ποτέ και τα δέντρα είναι πιο γέρικα από μένα. Πάντως, εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε. Κρατάμε έξω τους ξένους και τους ριψοκίνδυνους— εκπαιδεύουμε και διδάσκουμε, περπατάμε και ξεχορταριάζουμε.
»Εμείς οι παλιοί οι Εντ είμαστε δεντροβοσκοί. Πολύ λίγοι έχουν μείνει από μας τώρα. Λένε πως τα πρόβατα γίνονται σαν το βοσκό κι ο βοσκός σαν τα πρόβατα· αλλά σ’ αυτούς συμβαίνει αργά και ούτε οι βοσκοί ούτε τα πρόβατα δε βρίσκονται πολύν καιρό στον κόσμο. Συμβαίνει γρηγορότερα και με μεγαλύτερη ευκολία στα δέντρα και στους Εντ, και βαδίζουν μες στους αιώνες μαζί. Γιατί οι Εντ μοιάζουν περισσότερο στα Ξωτικά — ενδιαφέρονται λιγότερο για τον εαυτό τους απ’ ό,τι οι Άνθρωποι, και ενδιαφέρονται περισσότερο να εισχωρούν σε άλλα πράγματα. Κι όμως, απ’ την άλλη μεριά, οι Εντ μοιάζουν περισσότερο στους Ανθρώπους στο ότι αλλάζουν ευκολότερα από τα Ξωτικά και παίρνουν πιο γρήγορα το χρώμα του περιβάλλοντος, μπορείς να πεις. Ή καλύτεροι κι απ’ τους δύο: γιατί είναι πιο σταθεροί κι αφοσιώνονται σε κάτι για πολύ περισσότερο καιρό.
»Μερικοί της γενιάς μου μοιάζουν ίδια δέντρα και χρειάζονται κάτι πολύ μεγάλο για να ξεσηκωθούν και μιλούν μόνο ψιθυριστά. Αλλά μερικά από τα δέντρα μου έχουν ευλύγιστο κορμί και πολλά μπορούν και μου μιλούν. Τα Ξωτικά το άρχισαν, φυσικά, ξυπνώντας τα δέντρα και διδάσκοντάς τα να μιλούν και μαθαίνοντας τη δεντρο-γλώσσα τους. Τα παλιά τα Ξωτικά πάντα ήθελαν να μιλούν στο καθετί. Ύστερα όμως ήρθε η Μεγάλη Σκοτεινιά κι αυτά έφυγαν πέρα από τη Θάλασσα ή ξέφυγαν σε μακρινές κοιλάδες και κρύφτηκαν κι έφτιαξαν τραγούδια για τις μέρες που δε θα ξανάρθουν πια. Ποτέ πια. Ναι, ναι, κάποτε ήταν ένα δάσος από δω ως τα Βουνά Λουν κι αυτό εδώ ήταν απλώς η Ανατολική Άκρη.
»Εκείνες ήταν οι ανέμελες μέρες! Ήταν καιρός που μπορούσα να βαδίζω και να τραγουδώ όλη τη μέρα και να μην ακούω τίποτα άλλο πέρα απ’ τον αντίλαλο της φωνής μου στους βαθουλωτούς λόφους. Τα δάση ήταν σαν τα δάση του Λοθλόριεν, μονάχα πιο πυκνά, πιο δυνατά, πιο νέα. Κι ο αέρας είχε ένα άρωμα! Συνήθιζα να περνώ μια βδομάδα ολόκληρη αναπνέοντας μονάχα.
Ο Δεντρογένης έμεινε σιωπηλός, περπατούσε, κι όμως δεν έκανε σχεδόν τον παραμικρό θόρυβο με τα μεγάλα του πόδια. Αρχισε να σιγομουρμουρίζει πάλι κι ύστερα να σιγοψέλνει. Σιγά σιγά οι χόμπιτ κατάλαβαν πως τραγουδούσε γι’ αυτούς.
Την Άνοιξη τριγύριζα στα λιβάδια με τις ιτιές τον Τασαρίναν.
Α! πώς ήταν και πώς μύριζε η Άνοιξη στο Ναν-τασάριον!
Κι εγώ καλά πως ήταν έλεγα.
Στο δάσος με τις λεύκες τον Οσίριαντ πλανήθηκα το Καλοκαίρι.
Α! το φως και η μουσική το Καλοκαίρι πλάι στα Εφτά Ποτάμια τον Οσίρ!
Και σκέφτηκα πας ήτανε ακόμα πιο καλά.
Και στις οξιές του Νέλντορεθ έφτασα το Φθινόπωρο.
Α! χρυσαφιά και κόκκινα τα φύλλα π’ αναστέναζαν το Φθινόπωρο στο Τάουρ-να-νέλντορ!
Κι ήταν παραπάνω κι απ’ αυτό που ποθούσα.
Στα πεύκα στα. ψηλώματα τον Ντορθόνιον το Χειμώνα ανέβηκα.
Α! ο άνεμος κι η ασπράδα και τα μαύρα κλωνάρια τον Χειμώνα στο Ορόντ-να-Θον!
Κι η φωνή μου ανέβασε το τραγούδι ως τον ουρανό.
Και τώρα οι τόποι τούτοι όλοι βρίσκονται στα κύματα από κάτω,
Κι εγώ πλανιέμαι στο Αμπαρόνα, στο Ταουρεμόρνα, στο Ανταλόμι,
Στη γη μου, στη χώρα του Φάνγκορν,
Που ’ναι βαθιές οι ρίζες.
Και τα χρόνια κείτονται πιο πολλά κι απ’ τα φύλλα
Στο Ταουρεμορναλόμι.
Σταμάτησε να ψέλνει και συνέχισε να βαδίζει σιωπηλά, και σ’ όλο το δάσος, ως εκεί που άκουγε τ’ αυτί, δεν ακουγόταν τίποτα.
Η μέρα πλησίασε στο τέλος της και το λυκόφως άρχισε να τυλίγεται γύρω απ’ τους κορμούς των δέντρων. Τέλος, οι χόμπιτ είδαν να υψώνεται θαμπά μπροστά τους μια ανηφορική σκοτεινή περιοχή: είχαν φτάσει στους πρόποδες των βουνών και στις πράσινες ρίζες του ψηλού Μεθέντρας. Κατηφορίζοντας την πλαγιά ο νεαρός Έντγουός ξεπηδούσε απ’ τις πηγές του ψηλά κι έτρεχε όλο θόρυβο σκαλί σκαλί να τους ανταμώσει. Στα δεξιά του νερού υπήρχε μια μακριά πλαγιά, ντυμένη με γρασίδι, γκρίζα τώρα στο δειλινό. Εκεί δε φύτρωναν δέντρα κι ήταν ξεσκέπαστη στον ουρανό· τ’ αστέρια έλαμπαν κιόλας μέσα σε λίμνες κι ανάμεσα σε συννεφένια ακρογιάλια.
Ο Δεντρογένης ανηφόρισε την πλαγιά δίχως σχεδόν να κόψει το βήμα του. Ξαφνικά, μπροστά τους, οι δυο χόμπιτ είδαν ένα μεγάλο άνοιγμα. Δύο θεόρατα δέντρα στέκονταν εκεί, δεξιά κι αριστερά, σαν ζωντανές παραστάδες· αλλά πόρτα δεν υπήρχε εκτός απ’ τα μπλεγμένα τους κλαδιά. Καθώς ο γερο-Εντ πλησίασε, τα δέντρα σήκωσαν ψηλά τα κλαδιά τους κι όλα τους τα φύλλα τρεμούλιασαν και θρόισαν. Γιατί ήταν αειθαλή δέντρα και τα φύλλα τους ήταν σκουρόχρωμα και γυαλιστερά και λαμπύριζαν στο μισόφωτο. Από πίσω είχε ένα ευρύχωρο πλάτωμα, σαν το δάπεδο κάποιας μεγάλης αίθουσας, που ήταν κομμένο μέσα στην πλαγιά του λόφου. Κι απ’ τις δύο πλευρές οι τοίχοι ανέβαιναν πενήντα πόδια ή και ψηλότερα και παράλληλα σε κάθε τοίχο υπήρχε από μια σειρά δέντρα που όλο γίνονταν ψηλότερα όσο προχωρούσαν πιο βαθιά.
Στην απέναντι άκρη ο πέτρινος τοίχος ήταν γυμνός και κάθετος, αλλά στη βάση του ήταν σκαμμένος και σχημάτιζε ένα ρηχό κοίλωμα με τοξωτή οροφή — τη μοναδική οροφή σ’ όλη την αίθουσα, αν εξαιρέσουμε τα κλαδιά των δέντρων που στην άκρη στο βάθος σκέπαζαν από πάνω όλο τον τόπο αφήνοντας μονάχα ένα φαρδύ ξεσκέπαστο διάδρομο στη μέση. Απ’ τις πηγές ψηλά ξέφευγε ένα μικρό ρυάκι που άφηνε το πολύ νερό κι έπεφτε κελαρύζοντας απ’ το κάθετο μέτωπο του βράχου, ρίχνοντας ασημένιες σταγόνες, σαν μια λεπτή κουρτίνα μπροστά απ’ το τοξωτό κοίλωμα. Το νερό ξαναμαζευόταν σε μια πέτρινη γούρνα στο δάπεδο ανάμεσα στα δέντρα κι από κει κυλούσε πλάι στο ξεσκέπαστο μονοπάτι κι έβγαινε έξω για να ξαναβρεί τον Έντγουός στο ταξίδι του μέσ’ από το δάσος.
— Χμ! Εδώ είμαστε! είπε ο Δεντρογένης κόβοντας τη μακριά σιωπή του. Σας έχω φέρει κάπου εβδομήντα χιλιάδες βήματα Εντ, αλλά τι αντιστοιχεί στο μέτρημα της δικής σας χώρας δεν το ξέρω. Πάντως βρισκόμαστε κοντά στις ρίζες του Τελευταίου Βουνού. Ένα κομμάτι απ’ τ’ όνομα αυτού του μέρους θα μπορούσε να λέγεται Κεφαλάρι, αν το μεταφράζαμε στη δική σας γλώσσα. Μου αρέσει. Απόψε θα μείνουμε εδώ.
Τους ακούμπησε στο χορτάρι ανάμεσα στο διάδρομο των δέντρων κι αυτοί τον ακολούθησαν προς τη μεγάλη καμάρα. Οι χόμπιτ τώρα πρόσεξαν πως καθώς περπατούσε τα γόνατά του μόλις που λύγιζαν, αλλά τα πόδια του έκαναν μεγάλες δρασκελιές. Έβαζε τα μεγάλα του δάχτυλα (κι ήταν πραγματικά μεγάλα και πολύ φαρδιά) στη γη πρώτα, πριν από κάθε άλλο σημείο των ποδιών του.
Για μια στιγμή ο Δεντρογένης στάθηκε κάτω απ’ τη βροχή του νερού της πηγής και πήρε μια βαθιά αναπνοή· ύστερα γέλασε και μπήκε μέσα. Εκεί είχε ένα μεγάλο πέτρινο τραπέζι, καρέκλες όμως δεν είχε πουθενά. Το βάθος του κοιλώματος ήταν κιόλας πολύ σκοτεινό. Ο Δεντρογένης σήκωσε δύο μεγάλα δοχεία και τ’ ακούμπησε στο τραπέζι. Φαίνονταν γεμάτα νερό· αλλ’ αυτός έβαλε τα χέρια του από πάνω τους κι αμέσως άρχισαν να φεγγοβολούν το ένα με χρυσό και το άλλο μ’ ένα πλούσιο πράσινο φως· και τα δυο αυτά φώτα μαζί φώτιζαν το κοίλωμα, λες κι ακτινοβολούσε ο ήλιος του καλοκαιριού, περνώντας ανάμεσα από νεαρές φυλλωσιές. Κοιτάζοντας πίσω οι χόμπιτ είδαν πως τα δέντρα έξω είχαν κι αυτά αρχίσει να φέγγουν, ανεπαίσθητα στην αρχή, και δυνάμωναν σταθερά, ώσπου το κάθε φύλλο είχε μια φωτεινή μπορντούρα: άλλα πράσινη, άλλα χρυσή, άλλα κόκκινη σαν το χαλκό· ενώ οι κορμοί των δέντρων έμοιαζαν σαν κολόνες φτιαγμένες από φεγγοβόλα πέτρα.
— Λοιπόν, λοιπόν, τώρα μπορούμε να κουβεντιάσουμε ξανά, είπε ο Δεντρογένης. Φαντάζομαι πως θα διψάτε. Ίσως να είσαστε και κουρασμένοι. Για πιείτε αυτό εδώ!
Πήγε στο βάθος του κοιλώματος και τότε είδαν πως εκεί ήταν στημένα αρκετά ψηλά πέτρινα πιθάρια, με βαριά καπάκια. Σήκωσε ένα καπάκι και βούτηξε μέσα μια μεγάλη κουτάλα και μ’ αυτή γέμισε τρεις κούπες, μια πολύ μεγάλη και δυο μικρότερες.
— Αυτό είναι σπιτικό Εντ, είπε, και φοβάμαι πως δεν έχει καθίσματα. Αλλά μπορείτε να καθίσετε στο τραπέζι.
Σηκώνοντας τους χόμπιτ τους έβαλε στη μεγάλη πέτρινη πλάκα, έξι πόδια ψηλότερα απ’ τη γη, κι εκεί κάθισαν με τα πόδια να κρέμονται κάτω κι έπιναν γουλιά γουλιά.
Το ποτό έμοιαζε σαν νερό, μάλιστα έμοιαζε πολύ στη γεύση μ’ αυτό που είχαν πιει απ’ τον Έντγουός κοντά στις άκρες του δάσους, αλλ’ όμως είχε κάποιο άρωμα ή γεύση που δεν μπορούσαν να περιγράψουν: ήταν ανεπαίσθητη, αλλά τους θύμιζε το άρωμα κάποιου μακρινού δάσους, φερμένο από μακριά με το δροσερό αεράκι τη νύχτα. Η επίδραση του ποτού άρχιζε από τα δάχτυλα των ποδιών κι ανέβαινε σταθερά σ’ όλο το κορμί, δίνοντας δροσιά και δύναμη στο πέρασμά του ως τις άκρες των μαλλιών τους. Και, στ’ αλήθεια, οι χόμπιτ ένιωσαν πως τα μαλλιά στο κεφάλι τους ορθώθηκαν, κι άρχισαν να κυματίζουν, να σγουραίνουν και να μεγαλώνουν. Όσο για το Δεντρογένη, αυτός έπλυνε πρώτα τα πόδια του στη γούρνα έξω απ’ την καμάρα κι ύστερα κατέβασε την κούπα του με μια ρουφηξιά, μια μεγάλη, αργή ρουφηξιά. Οι χόμπιτ νόμισαν πως ποτέ δε θα σταματήσει.
Τέλος, άφησε πάλι κάτω την κούπα.
— Αχ, αχ! αναστέναξε. Χμ, χουμ, τώρα μπορούμε να κουβεντιάσουμε πιο άνετα. Εσείς μπορείτε να καθίσετε στο πάτωμα κι εγώ θα ξαπλώσω κάτω· έτσι το ποτό δε θ’ ανέβει αμέσως στο κεφάλι μου για να με κοιμίσει.
Στα δεξιά του κοιλώματος είχε ένα μεγάλο κρεβάτι με χαμηλά πόδια, όχι πάνω από δύο πόδια ύψος, πυκνοσκεπασμένο με ξερά χορτάρια και φτέρες. Ο Δεντρογένης ξάπλωσε πάνω του αργά (μόνο η μέση του φάνηκε να λυγίζει ανεπαίσθητα), ώσπου ξαπλώθηκε ολόκληρος με τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι, κοιτάζοντας το ταβάνι, όπου τρεμόπαιζαν τα φώτα, όπως παιχνίδιζαν τα φύλλα στο φως του ήλιου. Ο Μέρι κι ο Πίπιν κάθισαν δίπλα του σε χορταρένια μαξιλάρια.
— Τώρα πείτε μου την ιστορία σας και μη βιαστείτε! είπε ο Δεντρογένης.
Οι χόμπιτ άρχισαν να του εξιστορούν τις περιπέτειες τους, από τότε που έφυγαν απ’ το Χόμπιτον. Δεν ακολουθούσαν κανονική σειρά, γιατί ο ένας έκοβε συνεχώς τον άλλο κι ο Δεντρογένης συχνά σταματούσε τον ομιλητή και πήγαινε πίσω σε κάποιο προηγούμενο σημείο ή πηδούσε μπροστά κάνοντας ερωτήσεις για κατοπινά γεγονότα, Δεν είπαν τίποτα απολύτως για το Δαχτυλίδι και δεν του είπαν πώς ή γιατί ξεκίνησαν ή που πήγαιναν· κι εκείνος δε ζήτησε εξηγήσεις.
Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για το καθετί: για τους Μαύρους Καβαλάρηδες, για τον Έλροντ και το Σκιστό Λαγκάδι, για το Παλιό το Δάσος και τον Τομ Μπομπαντίλ, για τα Ορυχεία της Μόρια, το Λοθλόριεν και την Γκαλάντριελ. Τους έβαλε να του περιγράψουν το Σάιρ και τις γύρω περιοχές πολλές φορές. Και σ’ αυτό το σημείο είπε κάτι παράξενο.
— Δεν είδατε ποτέ σας τίποτα, χμ, τίποτα Εντ εκεί γύρω είδατε; ρώτησε. Δηλαδή, όχι Εντ, Γυναίκες Εντ θα έπρεπε να πω.
— Γυναίκες Εντ; είπε ο Πίπιν. Σου μοιάζουν καθόλου;
— Ναι, χμ, λοιπόν, όχι: δεν το καλοξέρω τώρα, είπε ο Δεντρογένης σκεφτικός. Αλλά θα τους άρεσε η χώρα σας, γι’ αυτό ρώτησα.
Όμως ο Δεντρογένης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για ό,τι είχε σχέση με τον Γκάνταλφ· κι ακόμα μεγαλύτερο για τα έργα του Σάρουμαν. Οι χόμπιτ πολύ λυπήθηκαν που ήξεραν τόσα λίγα γύρω απ’ αυτά: μόνο κάτι λίγα που είχε αναφέρει ο Σαμ για το τι είχε πει ο Γκάνταλφ στο Συμβούλιο. Αλλά, οπωσδήποτε, ήταν σίγουροι πως ο Ουγκλούκ κι ο λόχος του έρχονταν απ’ το Ίσενγκαρντ κι έλεγαν πως αφέντης τους ήταν ο Σάρουμαν.
— Χμ, χουμ! είπε ο Δεντρογένης, όταν τέλος η ιστορία τους είχε ξετυλιχτεί κι είχε φτάσε στη μάχη των Ορκ και των Καβαλάρηδων του Ρόαν. Λοιπόν, λοιπόν! Αυτά ήταν, χωρίς αμφιβολία, ένα σωρό νέα. Δε μου τα είπατε όλα, όχι Βέβαια, γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Αλλά δεν αμφιβάλλω πως κάνετε όπως θα το ’θελε ο Γκάνταλφ. Κάτι πολύ μεγάλο γίνεται, αυτό το βλέπω καθαρά και ίσως μάθω και τι είναι, στον καιρό του ή παράωρα. Μα τις ρίζες και τα κλαδιά, παράξενη αυτή η υπόθεση· και να ξεφυτρώνουν κάτι μικρούληδες που δε βρίσκονται στους παλιούς καταλόγους και να δείτε! οι Εννιά ξεχασμένοι Καβαλάρηδες παρουσιάζονται ξανά και τους κυνηγούν, κι ο Γκάνταλφ τους παίρνει μαζί σ’ ένα μεγάλο ταξίδι, κι η Γκαλάντριελ τους φιλοξενεί στο Κάρας Γκαλάντον, και οι Ορκ τους καταδιώκουν μέσ’ απ’ όλες τις λεύγες της Έρημης Χώρας· μου φαίνεται μάλιστα πως έχουν μπλεχτεί σε μεγάλη καταιγίδα. Ελπίζω να τα βγάλουν πέρα!
— Κι εσύ; ρώτησε ο Μέρι.
— Χουμ, χμ, εγώ δε νοιάζομαι για τους Μεγάλους Πολέμους, είπε ο Δεντρογένης· αυτοί απασχολούν κυρίως τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους. Αυτό είναι η δουλειά των Μάγων — οι Μάγοι πάντα ανησυχούν για το μέλλον. Εμένα δε μ’ αρέσει ν’ αγωνιώ για το μέλλον. Και γι’ αυτό δεν είμαι τελείως με το μέρος κανενός, γιατί κανείς δεν είναι εντελώς με το μέρος μου, αν με καταλαβαίνετε: κανείς δε νοιάζεται για τα δάση όπως εγώ, ούτε καν τα Ξωτικά ακόμα, αυτές τις μέρες. Πάντως, συμπαθώ τα Ξωτικά περισσότερο απ’ τους άλλους: αυτά ήταν που θεράπευσαν την αδυναμία μας να μιλήσουμε εδώ και πολύ παλιά κι αυτό ήταν δώρο πολύ μεγάλο που δεν ξεχνιέται, αν κι από τότε οι δρόμοι μας έχουν χωρίσει. Και, φυσικά, υπάρχουν κι ορισμένα πράγματα, που δεν είμαι καθόλου με το μέρος τους: αυτοί — οι burárum (έκανε ξανά το βαθύ βουητό της αηδίας) — αυτοί οι Ορκ και τ’ αφεντικά τους.
»Ανησυχούσα κάποτε, όταν η σκιά είχε απλωθεί στο Δάσος της Σκοτεινιάς, αλλά όταν έφυγε και πήγε στη Μόρντορ δε νοιάστηκα για αρκετό καιρό — η Μόρντορ βρίσκεται πάρα πολύ μακριά. Αλλά φαίνεται πως ο αέρας γυρίζει ανατολικός κι ίσως να πλησιάζει η μέρα να ξεραθούν όλα τα δάση. Και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να κάνει ένας γερο-Εντ για να αναχαιτίσει την καταιγίδα: πρέπει ή να την αντέξει ή να σπάσει.
»Όμως, ο Σάρουμαν τώρα! Ο Σάρουμαν είναι γείτονας: δεν μπορώ να τον παραβλέψω. Πρέπει μάλλον να κάνω κάτι. Τώρα τελευταία έχω πολλές φορές αναρωτηθεί τι θα πρέπει να κάνω με το Σάρουμαν.
— Ποιος είναι αυτός ο Σάρουμαν; ρώτησε ο Πίπιν. Ξέρεις καθόλου την ιστορία του;
— Ο Σάρουμαν είναι Μάγος, απάντησε ο Δεντρογένης. Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο. Δεν ξέρω την ιστορία των Μάγων. Αυτοί για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν όταν τα Μεγάλα Καράβια ήρθαν πέρα από τη Θάλασσα· αλλά ποτέ μου δεν έμαθα αν ήρθαν μαζί με τα Καράβια. Ο Σάρουμαν υπολογιζόταν πολύ μεγάλος ανάμεσά τους, έτσι πιστεύω. Σταμάτησε να πλανιέται και ν’ ασχολείται με τις υποθέσεις των Ανθρώπων και των Ξωτικών, εδώ κι αρκετό καιρό· κι εγκαταστάθηκε στο Ανγκρενόστ ή Ίσενγκαρντ, όπως το λένε οι Άνθρωποι του Ρόαν. Στην αρχή ήταν πολύ ήσυχος, αλλά η φήμη του άρχισε να μεγαλώνει. Τον διάλεξαν αρχηγό του Λευκού Συμβουλίου, λένε· αλλ’ αυτό δεν είχε επιτυχία. Σκέπτομαι τώρα μήπως από τότε ακόμα ο Σάρουμαν είχε αρχίσει να παίρνει δρόμους σκοτεινούς. Πάντως, όμως, συνήθιζε να μην ενοχλεί τους γείτονές τους. Κάποτε κουβεντιάζαμε μαζί. Υπήρξε καιρός που συνέχεια τριγυρνούσε στα δάση μου. Εκείνες τις μέρες ήταν ευγενικός, ζητώντας πάντοτε την άδειά μου (τουλάχιστον όταν με συναντούσε)· και ήταν πάντα πρόθυμος ν’ ακούσει. Του είπα πολλά πράγματα που ποτέ δε θα ’χε ανακαλύψει μονάχος του· αλλά ποτέ δε μου το ανταπέδωσε. Δε θυμάμαι να μου είπε ποτέ κάτι. Και γινόταν έτσι όλο και περισσότερο· το πρόσωπό του, όπως το θυμάμαι — δεν το έχω δει εδώ και πολύν καιρό -, έγινε σαν παράθυρο σε πέτρινο τοίχο: παράθυρο με παντζούρια από μέσα.
»Νομίζω πως τώρα καταλαβαίνω τι μαγειρεύει. Σχεδιάζει να γίνει Δύναμη. Το μυαλό του μοιάζει μηχανή με γρανάζια· δε νοιάζεται για τα πράγματα που φυτρώνουν και μεγαλώνουν, παρά μόνο αν τον εξυπηρετούν κάποια στιγμή. Είναι τώρα φανερό πως είναι μαύρος προδότης. Έχει δημιουργήσει σχέσεις με όντα πονηρά, με Ορκ. Μπρμ, χουμ! Κι ακόμα χειρότερο: κάτι τους έχει κάνει· κάτι επικίνδυνο. Γιατί αυτοί οι Ισενγκαρντιανοί μοιάζουν πολύ με κακούς Ανθρώπους. Σημάδι όλων των πονηρών όντων, που ήρθαν με τη μεγάλη Σκοτεινιά, είναι πως δεν μπορούν να υποφέρουν τον Ήλιο· αλλά οι Ορκ του Σάρουμαν μπορούν να τον αντέξουν, παρ’ όλο που τον μισούν. Αναρωτιέμαι τι να ’χει κάνει; Είναι τάχα Άνθρωποι που τους έχει καταστρέψει ή έχει διασταυρώσει τις ράτσες των Ορκ και των Ανθρώπων; Κάτι τέτοιο θα ήταν φοβερό!
Ο Δεντρογένης για μια στιγμή μουρμούρισε κάτι, λες κι έλεγε κάποια βαθιά, υπόγεια Εντική κατάρα.
— Εδώ κι αρκετό καιρό άρχισα ν’ αναρωτιέμαι πώς οι Ορκ τολμούσαν να περνοδιαβαίνουν τα δάση μου τόσο ελεύθερα, συνέχισε. Τώρα τελευταία μόνον κατάλαβα πως έφταιγε ο Σάρουμαν και πως από παλιά κατασκόπευε όλα τα μονοπάτια και μάθαινε τα μυστικά μου. Τώρα αυτός και τ’ απαίσια όντα του φέρνουν την καταστροφή. Πέρα στα σύνορα κόβουν δέντρα — καλά δέντρα. Μερικά δέντρα τα κόβουν και τ’ αφήνουν να σαπίσουν έτσι — απ’ την κακία τους· αλλά τα πιο πολλά τα πελεκάνε και τα πάνε να τροφοδοτήσουν τις φωτιές του Όρθανκ. Τις μέρες αυτές βγαίνει πάντα καπνός απ’ το Ίσενγκαρντ.
»Καταραμένος να ’ναι, μα τις ρίζες και τα κλαδιά! Πολλά απ’ τα δέντρα εκείνα ήταν φίλοι μου, πλάσματα που τα ήξερα από καρύδι ή βελανίδι· πολλά είχαν δική τους φωνή, που είναι χαμένη πια. Κι έχει τώρα ερημιές όλο κούτσουρα κι αγκάθια εκεί που κάποτε τραγουδούσαν σύδεντρα. Έμεινα αργός. Άφησα τα πράγματα να περάσουν έτσι. Πρέπει όμως να σταματήσει αυτό!
Ο Δεντρογένης ανασηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του μ’ ένα τίναγμα, σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. Τα κύπελλα με το φως τρεμούλιασαν και πέταξαν φλόγες. Μια πράσινη φωτιά τρεμόπαιξε στα μάτια του και η γενειάδα του πετάχτηκε έξω σαν μεγάλη σκούπα από κλαδιά.
— Θα το σταματήσω! βρόντησε. Κι εσείς θα ’ρθείτε μαζί μου. Ίσως μπορέσετε να με βοηθήσετε. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα βοηθήσετε και τους φίλους σας· γιατί, αν δεν ανακόψουμε το Σάρουμαν, το Ρόαν και η Γκόντορ θα έχουν έναν εχθρό μπροστά κι άλλον από πίσω. Οι δρόμοι μας πάνε μαζί — στο Ίσενγκαρντ!
— Θα έρθουμε μαζί σου, είπε ο Μέρι. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε.
— Ναι! είπε ο Πίπιν. Πολύ θα ’θελα να δω να πέφτει το Άσπρο Χέρι. Θα μ’ άρεσε να βρεθώ εκεί, ακόμα κι αν δε φανώ και πολύ χρήσιμος: ποτέ δε θα ξεχάσω τον Ουγκλούκ και την πορεία μέσ’ απ’ το Ρόαν.
— Ωραία! Ωραία! είπε ο Δεντρογένης. Μίλησα όμως βιαστικά. Δεν πρέπει να βιαζόμαστε. Άναψα πολύ. Πρέπει να δροσιστώ και να σκεφτώ· γιατί είναι ευκολότερο να φωνάζουμε στοπ! παρά να το κάνουμε.
Πήγε στην καμάρα και στάθηκε λίγη ώρα κάτω απ’ τη Βροχή της πύλης. Ύστερα γέλασε και τινάχτηκε και όπου οι νεροσταγόνες έπεσαν λάμποντας κάτω γυάλιζαν σαν κόκκινες και πράσινες σπίθες. Γύρισε πίσω, ξαπλώθηκε ξανά στο κρεβάτι κι έμεινε σιωπηλός.
Ύστερα από λίγη ώρα οι χόμπιτ τον άκουσαν πάλι να μουρμουρίζει. Φαινόταν να μετράει με τα δάχτυλα του.
— Φάνγκορν, Φίνγκλας, Φλάντριφ, ναι, ναι, αναστέναξε. Το κακό είναι πως έχουμε μείνει τόσο λίγοι, είπε γυρίζοντας στους χόμπιτ. Μόνο τρεις μένουν από τους πρώτους Εντ που περπατούσαν στα δάση πριν τη Σκοτεινιά: μονάχα εγώ, ο Φάνγκορν, ο Φίνγκλας κι ο Φλάντριφ — για να τους πω με τα Ξωτικά τους ονόματα· μπορείτε να τους πείτε ο Φυλλωσιάς κι ο Φλούδας, αν σας αρέσει καλύτερα έτσι. Κι απ’ τους τρεις μας ο Φυλλωσιάς κι ο Φλούδας δεν κάνουν και πολύ γι’ αυτή τη δουλειά. Ο Φυλλωσιάς έχει νυστάξει, έχει δεντρίσει σχεδόν, μπορείτε να πείτε: του έχει γίνει συνήθεια να στέκεται μονάχος, μισοκοιμισμένος όλο το καλοκαίρι με το ψηλό χορτάρι των λιβαδιών ολόγυρα στα γόνατά του. Είναι σκεπασμένος φυλλένια μαλλιά, βέβαια. Συνήθιζε να ξυπνάει το χειμώνα· αλλά τώρα τελευταία νυστάζει τόσο, που ακόμα και τότε δεν περπατάει μακριά. Ο Φλούδας ζούσε στις βουνοπλαγιές, δυτικά του Ίσενγκαρντ. Εκεί που έχει γίνει το περισσότερο κακό. Τον τραυμάτισαν οι Ορκ, και πολλοί απ’ τους δικούς του κι απ’ τα δεντρο-κοπάδια του τα ’χουν δολοφονήσει ή αφανίσει. Έχει ανέβει στα ψηλά μέρη, ανάμεσα στις σημύδες, που τις αγαπάει περισσότερο, και δεν κατεβαίνει. Πάντως, θα ’λεγα πως μπορώ να συγκεντρώσω αρκετούς απ’ τους πιο νέους από μας — αν μπορούσα να τους κάνω να καταλάβουν την ανάγκη· αν μπορούσα να τους ξεσηκώσω; δεν είμαστε βιαστικός λαός. Τι κρίμα που είμαστε τόσο λίγοι!
— Γιατί είσαστε τόσο λίγοι, αφού ζείτε σ’ αυτή τη χώρα τόσα χρόνια; ρώτησε ο Πίπιν. Έχουν πεθάνει πολλοί;
— Ω, όχι! είπε ο Δεντρογένης. Κανείς μας δεν έχει πεθάνει από εσωτερική αιτία, όπως θα λέγατε. Μερικούς τους βρήκε κακό στο πέρασμα των χρόνων, φυσικά· και άλλοι έχουν δεντρίσει. Αλλά ποτέ δεν ήμαστε πολλοί και δεν έχουμε αυξηθεί. Δεν έχουμε Έντιγκλ — παιδιά, θα λέγατε, εδώ και αμέτρητα χρόνια. Βλέπετε, χάσαμε τις Γυναίκες-Εντ.
— Τι κρίμα! είπε ο Πίπιν. Πώς και πέθαναν όλες;
— Δεν πέθαναν! είπε ο Δεντρογένης. Δεν είπα καθόλου πως πέθαναν. Τις χάσαμε, είπα. Τις χάσαμε και δεν μπορούμε να τις βρούμε — αναστέναξε. Νόμισα πως το ’ξερε ο περισσότερος κόσμος. Υπήρχαν τραγούδια που έλεγαν για το ψάξιμο των Εντ για τις Γυναίκες-Εντ, που τα τραγουδούσαν τα Ξωτικά και οι Άνθρωποι από το Δάσος της Σκοτεινιάς ως την Γκόντορ. Δεν μπορεί να ’χουν εντελώς λησμονηθεί.
— Λοιπόν, φοβάμαι πως τα τραγούδια δεν έχουν έρθει δυτικά απ’ τα Βουνά ως το Σάιρ, είπε ο Μέρι. Δε θα μας πεις κάτι ακόμα ή κανένα απ’ τα τραγούδια;
— Ναι, και βέβαια, είπε ο Δεντρογένης, δείχνοντας ευχαριστημένος που του το ζήτησαν. Αλλά δεν μπορώ να το πω κανονικά, μόνο με λίγα λόγια· κι ύστερα πρέπει να σταματήσουμε την κουβέντα μας· αύριο έχουμε να συγκαλέσουμε συμβούλια, να κάνουμε δουλειά και μπορεί ν’ αρχίσουμε κι ένα ταξίδι.
— Είναι κάπως παράξενη και λυπητερή ιστορία, συνέχισε ύστερα από μια διακοπή. Όταν ο κόσμος ήταν νέος και τα δάση πλατιά κι άγρια, οι Εντ κι οι Γυναίκες-Εντ — και τότε ήταν Κοπέλες-Εντ: αχ! πόσο όμορφη ήταν η Φίμπρεθιλ, η ελαφροπόδαρη Λυγερόκλαδη, τις μέρες που ήμασταν νέοι! — περπατούσαν μαζί και ζούσαν μαζί. Αλλά οι καρδιές μας δε μεγάλωναν όμοια: οι Εντ έδωσαν την αγάπη τους στα πράγματα που συναντούσαν στον κόσμο και οι Γυναίκες-Εντ έδωσαν τη σκέψη τους σ’ άλλα πράγματα, γιατί οι Εντ αγαπούσαν τα μεγάλα δέντρα και τα άγρια δάση και τις πλαγιές των ψηλών λόφων έπιναν απ’ τα βουνίσια ρέματα κι έτρωγαν μόνο τα φρούτα που άφηναν τα δέντρα να πέσουν στο δρόμο τους· κι έμαθαν από τα Ξωτικά και μίλησαν με τα Δέντρα. Οι Γυναίκες-Εντ όμως αφοσιώθηκαν στα μικρότερα δέντρα και στα ηλιοφώτιστα λιβάδια πέρα απ’ τα δάση· κι έβλεπαν τ’ αγριοκορόμηλα στα σύδεντρα και τις αγριομηλιές και τις κερασιές ν’ ανθίζουν την άνοιξη και τα πράσινα αρωματικά φυτά στα ποτιστικά μέρη το καλοκαίρι και τα χόρτα να σποριάζουν στα φθινοπωριάτικα χωράφια. Δεν επιθυμούσαν να κουβεντιάσουν μ’ αυτά τα πράγματα· αλλά ζητούσαν απ’ αυτά να τις ακούνε και να υπακούνε σ’ ό,τι τους έλεγαν. Οι Γυναίκες-Εντ τα διέταζαν να φυτρώνουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και να βγάζουν φύλλα και καρπούς καταπώς άρεσε σ’ εκείνες· γιατί οι Γυναίκες-Εντ επιθυμούσαν την τάξη, την αφθονία και την ειρήνη (και μ’ αυτό εννοούσαν πως ήθελαν τα πράγματα να μένουν όπως τα είχαν τακτοποιήσει). Έτσι οι Γυναίκες-Εντ έφτιαξαν κήπους για να μένουν. Αλλά εμείς, οι Εντ, συνεχίσαμε να πλανιόμαστε και στους κήπους πηγαίναμε πότε πότε μονάχα. Ύστερα, όταν η Σκοτεινιά ήρθε στο Βοριά, οι Γυναίκες-Εντ πέρασαν το Μεγάλο Ποταμό κι έφτιαξαν καινούριους κήπους και όργωσαν καινούρια χωράφια, κι εμείς τις βλέπαμε όλο και πιο σπάνια. Όταν κατατροπώθηκε η Σκοτεινιά, η γη των Γυναικών-Εντ άνθισε πλούσια και τα χωράφια τους γέμισαν σιτάρι. Πολλοί άνθρωποι έμαθαν τις τέχνες των Γυναικών-Εντ και τις τιμούσαν πάρα πολύ· αλλά εμείς όμως ήμασταν μόνο ένας θρύλος γι’ αυτούς, ένα μυστικό στην καρδιά του δάσους. Κι όμως, εμείς υπάρχουμε ακόμα εδώ, ενώ όλοι οι κήποι των Γυναικών-Εντ έχουν χαλάσει: οι Άνθρωποι τώρα τους λένε τα Καστανά Χώματα.
»Θυμάμαι, ήταν πολύ παλιά — τον καιρό που πολεμούσε ο Σόρον με τους Ανθρώπους της Θάλασσας -, μου ήρθε η επιθυμία να ξαναδώ τη Φίμπρεθιλ. Στα μάτια μου φάνταζε ακόμα πολύ ωραία, τότε που την είχα δει για τελευταία φορά, αν και πολύ λίγο έμοιαζε με την Κοπέλα-Εντ του παλιού καιρού. Γιατί οι Γυναίκες-Εντ καμπούριασαν και μαύρισαν απ’ τους κόπους τους· τα μαλλιά τους απ’ τον ήλιο πήραν το χρώμα του ώριμου καλαμποκιού και τα μάγουλα τους έγιναν κόκκινα σαν μήλα. Τα μάτια τους όμως ήταν ακόμα τα μάτια του λαού μας. Περάσαμε τον Άντουιν και φτάσαμε στον τόπο τους· αλλά τον βρήκαμε έρημο: όλα ήταν καμένα και ξεριζωμένα, γιατί είχε περάσει ο πόλεμος από κει. Οι Γυναίκες-Εντ δεν ήταν εκεί. Για πολύν καιρό τις φωνάζαμε και για πολύν καιρό ψάξαμε· και όλους όσους συναντούσαμε, τους ρωτούσαμε προς τα πού είχαν πάει οι Γυναίκες-Εντ. Μερικοί έλεγαν πως δεν τις είχαν δει ποτέ και μερικοί έλεγαν πως τις είχαν δει να φεύγουν δυτικά κι άλλοι ανατολικά κι άλλοι στο νότο. Αλλά, όπου κι αν πήγαμε, δεν μπορέσαμε να τις βρούμε πουθενά. Η λύπη μας ήταν πολύ μεγάλη. Όμως το άγριο δάσος μάς καλούσε και γυρίσαμε πίσω. Για πολλά χρόνια συνηθίζαμε κάθε τόσο να βγαίνουμε και να γυρεύουμε τις Γυναίκες-Εντ, πηγαίνοντας πολύ μακριά και φωνάζοντάς τες με τα ωραία τους ονόματα. Αλλά, καθώς περνούσε ο καιρός, βγαίναμε πιο σπάνια και πλανιόμαστε λιγότερο μακριά. Και τώρα οι Γυναίκες-Εντ είναι ανάμνηση για μας και οι γενειάδες μας έγιναν μακριές και γκρίζες. Τα Ξωτικά έφτιαξαν πολλά τραγούδια με θέμα την Αναζήτηση των Εντ και μερικά απ’ αυτά πέρασαν και στις γλώσσες των Ανθρώπων. Εμείς όμως δε φτιάξαμε τραγούδια, μας έφτανε, όποτε σκεφτόμαστε τις Γυναίκες-Εντ, να σιγοτραγουδάμε τα όμορφα ονόματά τους. Πιστεύουμε πως μπορεί να ξανανταμώσουμε στο μέλλον κι ίσως να βρούμε κάπου κάποια γη που να μπορούμε να ζήσουμε κι οι δυο μαζί ευχαριστημένοι. Αλλά η προφητεία λέει πως αυτό θα συμβεί μόνον όταν κι οι δυο μας χάσουμε όλα όσα έχουμε τώρα. Κι ίσως αυτός ο καιρός να πλησιάζει επιτέλους. Γιατί, αν ο Σόρον ο παλιός αφάνισε όλους τους κήπους, ο ίδιος σήμερα φαίνεται πιθανόν πως θα ξεράνει όλα τα δάση.
»Υπήρχε ένα Ξωτικοτράγουδο που έλεγε γι’ αυτό, ή τουλάχιστον έτσι το καταλαβαίνω εγώ. Κάποτε συνήθιζαν να το τραγουδούν από τις πηγές ως τις εκβολές του Μεγάλου Ποταμού. Ποτέ δεν ήταν Εντικό τραγούδι, σημειώστε: θα ήταν πάρα πολύ μακρύ τραγούδι στη γλώσσα των Εντ. Αλλά το ξέρουμε απέξω και το μουρμουρίζουμε πότε πότε. Να πώς είναι στη γλώσσα σας:
Όταν ανοίγει η Άνοιξη το φύλλο της οξιάς και ζωντανεύουν οι χυμοί στα κρύα τα κλαδιά·
Όταν φωτίζεται άπλετα η ρεματιά στο δάσος και στην κορφούλα του βουνού ο άνεμος φυσά·
Όταν το βήμα είναι μακρύ κι η ανάσα μας βαθιά και διάφανο σαν κρύσταλλο τ’ αγέρι του βουνού,
Γύρνα σε με! Γύρνα σε με και πες καλή ’ν’ η γη μου!
Όταν η Άνοιξη έρχεται σ’ αυλή και σε λιβάδι και αραποσίτι πράσινο μεστώνει η καλαμιά·
Όταν λουλούδια λάμπουνε σαν χιόνι μες στον κήπο·
Όταν σκορπούνε ευωδιές στη Γη βροχή και Ήλιος
Εγώ εδώ θα τριγυρνώ και πίσω δε γυρίζω, γιατί καλός είν’ ο τόπος μου.
Όταν η Ζέστη αηλώνεται σ’ ολόκληρο τον κόσμο και με φεγγάρι ολόχρυσο
Στις κοιμισμένες φυλλωσιές τα ονείρατα ξυπνούν·
Όταν τα δασοξέφωτα πρασινωπά δροσίζουν και το αγέρι έρχεται από τα δυτικά,
Γύρνα σε με! Γύρνα σε με και πες καλή ’ν’ η γη μου!
Όταν η Ζέστη απλώνεται στα κρεμαστά τα φρούτα και όλα τα μούρα στις μουριάς τα καίει και ωριμάζουν·
Όταν χρυσίζει τ’ άχυρο και το αραποσίτι και έρχεται ο θέρος στο χωριό·
Όταν το μέλι ξεχειλά, το μήλο κοκκινίζει, τι κι αν τ’ αγέρι έρχεται από τα δυτικά;
Εγώ εδώ θα τριγυρνώ μέσα στο φως του Ήλιου, γιατί είναι καλύτερος ο τόπος ο δικός μου!
Όταν χειμώνας άγριος έρχεται και σκοτώνει τα δάση τα βουνά·
Όταν τα δέντρα πέσουνε κι ανάστερη νυχτιά τη μέρα την ανήλιαγη νικήσει·
Όταν ο αγέρας έρχεται απ’ την Ανατολή πικρός, τότε στην άγρια τη βροχή
Εγώ θα σε γυρεύω, θα σε φωνάζω εγώ· και θα ξανάρθω όπως παλιά σ’ εσένανε κοντά!
Όταν χειμώνας μπει καλά και πάψουν τα τραγούδια· όταν στο τέλος θα φανεί η μαύρη σκοτεινιά·
Όταν σπασμένο κείτεται τ’ ολόγυμνο κλαρί και περασμένα είναι πια το φως και ο κάθε μόχθος·
Εγώ εσέ θ’ αναζητώ και σε θα περιμένω, ώσπου να ξανασμίξουμε:
Μαζί δρόμο θα πάρουμε στο κρύο ανεμοβρόχι!
Μαζί δρόμο θα πάρουμε που πάει στα δυτικά.
Κι εκεί μακριά θενά βρούμε μια γη ομορφοπλασμένη όπου κι οι δυο μας οι καρδιές ανάπαυση θα βρουν.
Ο Δεντρογένης τελείωσε το τραγούδι του.
— Έτσι πάει, είπε. Φυσικά είναι Ξωτικοτράγουδο: ανάλαφρο, γοργό και τελειώνει γρήγορα. Είναι, θα ’λεγα, αρκετά καλό. Αλλά οι Εντ θα μπορούσαν να πουν περισσότερα για λογαριασμό τους, αν είχαν καιρό! Τώρα όμως θα σηκωθώ όρθιος και θα κοιμηθώ λιγάκι. Εσείς πού θα σταθείτε;
— Εμείς συνήθως πλαγιάζουμε για να κοιμηθούμε, είπε ο Μέρι. Είμαστε πολύ καλά εδώ που βρισκόμαστε.
— Πλαγιάζετε για ύπνο! είπε ο Δεντρογένης. Α, ναι, φυσικά! Χμ, χουμ· το ξέχασα· το τραγούδι που είπα μου θύμισε τα παλιά· σχεδόν νόμισα πως μιλούσα σε μικρούς Έντινγκ, ναι. Λοιπόν, πλαγιάστε στο κρεβάτι. Εγώ θα σταθώ στη βροχή. Καληνύχτα!
Ο Μέρι και ο Πίπιν σκαρφάλωσαν στο κρεβάτι και κουλουριάστηκαν ανάμεσα στα μαλακά χόρτα και στις φτέρες. Ήταν φρέσκα, μυρωδάτα και ζεστά. Τα φώτα έσβησαν και η φεγγοβολιά των δέντρων ξεθώριασε· αλλά έξω, κάτω από την καμάρα, μπορούσαν να δουν το γερο-Δεντρογένη να στέκεται ακίνητος, με τα χέρια σηκωμένα πάνω απ’ το κεφάλι του. Τα λαμπερά αστέρια κοίταζαν περίεργα από τον ουρανό και φώτιζαν το νερό που ’πεφτε στα δάχτυλά του και στο κεφάλι κι έσταζε, έσταζε μ’ εκατοντάδες ασημένιες σταγόνες στα πόδια του. Οι χόμπιτ αποκοιμήθηκαν ακούγοντας τις σταγόνες να πέφτουν ηχώντας σαν καμπανούλες.
Ξύπνησαν και βρήκαν ένα δροσερό ήλιο να λάμπει στη μεγάλη αυλή και στο δάπεδο του κοιλώματος. Κουρελιασμένα σύννεφα ψηλά ταξίδευαν στο δυνατό ανατολικό άνεμο. Ο Δεντρογένης δε φαινόταν πουθενά· αλλά την ώρα που ο Μέρι και ο Πίπιν έκαναν το μπάνιο τους στη γούρνα πλάι στην καμάρα, τον άκουσαν να μουρμουρίζει και να τραγουδά, καθώς ανηφόριζε το μονοπάτι ανάμεσα απ’ τα δέντρα.
— Χου, χο! Καλημέρα, Μέρι και Πίπιν! βροντοφώνησε, όταν τους είδε. Κοιμάστε πολύ. Εγώ έχω κάνει κιόλας πολλές εκατοντάδες βήματα σήμερα. Τώρα θα πιούμε κάτι και θα πάμε στην Έντμουτ.
Τους γέμισε δυο κούπες από ένα πέτρινο πιθάρι διαφορετικό απ’ το χθεσινό. Η γεύση δεν ήταν η ίδια, όπως το προηγούμενο βράδυ: ήταν πιο γήινη και πλούσια, πιο δυναμωτική και πιο όμοια με φαγητό, θα λέγαμε. Ενώ οι χόμπιτ έπιναν, καθισμένοι στην άκρη του κρεβατιού και μασουλούσαν μικρά κομματάκια από το κέικ των Ξωτικών (πιο πολύ γιατί η στερεά τροφή αποτελούσε αναγκαίο μέρος του πρωινού τους, παρά γιατί ένιωθαν πείνα), ο Δεντρογένης στεκόταν, μουρμουρίζοντας στα Εντικά ή στα Ξωτικά ή σε κάποια παράξενη γλώσσα και κοίταζε ψηλά τον ουρανό.
— Πού είναι η Έντμουτ; αποτόλμησε να ρωτήσει ο Πίπιν.
— Χου, ε; Έντμουτ; είπε ο Δεντρογένης γυρίζοντας. Δεν είναι μέρος, είναι η συνέλευση των Εντ — που τώρα δε γίνεται συχνά. Αλλά κατάφερα να μου υποσχεθούν αρκετοί πως θα ’ρθουν. Θα συναντηθούμε στο μέρος που πάντα συναντιόμαστε: «Κρύφιμος νάπη[3]» ονομάζεται από τους Ανθρώπους. Είναι πέρα νότια από δω. Πρέπει να βρισκόμαστε εκεί πριν το μεσημέρι.
Σε λίγο ξεκίνησαν. Ο Δεντρογένης κουβαλούσε τους χόμπιτ στα χέρια του, όπως και την προηγούμενη μέρα. Στην είσοδο της αυλής έστριψε δεξιά, δρασκέλισε το ποταμάκι και τράβηξε νότια ακολουθώντας στα ριζά μεγάλες ανώμαλες πλαγιές με λιγοστά δέντρα. Ψηλότερα οι χόμπιτ είδαν συστάδες από σημύδες και σουρβιές και πιο ψηλά σκουρόχρωμα ανηφορικά πευκοδάση. Γρήγορα ο Δεντρογένης απομακρύνθηκε από τους λόφους και μπήκε σε βαθιά σύδεντρα, που τα δέντρα ήταν μεγαλύτερα, ψηλότερα και πυκνότερα απ’ ό,τι είχαν δει ως τώρα οι χόμπιτ. Για λίγη ώρα ένιωσαν ανεπαίσθητα το πνιγερό αίσθημα που είχαν αντιληφθεί όταν πρωτομπήκαν στο Φάνγκορν, αλλά γρήγορα πέρασε. Ο Δεντρογένης δεν τους μιλούσε. Μουρμούριζε μοναχός του βαθιά και σκεφτικά, αλλά ο Μέρι και ο Πίπιν δεν ξεδιάλυναν καμιά λέξη: ακουγόταν σαν μπουμ, μπουμ ρονμπούμ, μπούμα μπουμ, μπουμ, ντάρα μπουμ, μπουμ, ντάρα μπουμ, συνέχεια με μια σταθερή αλλαγή νότας και ρυθμού. Πότε πότε τους φαινόταν πως άκουγαν απάντηση, ένα μουρμουρητό ή κάποιο τρεμούλιασμα ήχου, που λες κι έβγαινε από τη γη ή από τα κλαδιά πάνω απ’ τα κεφάλια τους ή ίσως απ’ τους κορμούς των δέντρων αλλά ο Δεντρογένης ούτε σταματούσε ούτε έστριβε το κεφάλι του δεξιά ή αριστερά.
Προχωρούσαν πολλή ώρα — ο Πίπιν είχε προσπαθήσει να μετρήσει τα «βήματα-Εντ», αλλά δεν τα είχε καταφέρει, έχασε το μέτρημα στις τρεις χιλιάδες -, όταν ο Δεντρογένης άρχισε να κόβει το βήμα του. Ξαφνικά σταμάτησε, ακούμπησε χάμω τους χόμπιτ και σήκωσε τις κυρτωμένες του παλάμες στο στόμα του έτσι που σχημάτισαν έναν κούφιο σωλήνα· ύστερα φύσηξε ή φώναξε από μέσα. Ένα δυνατό χουμ, χομ αντήχησε σαν βαθύστομο βούκινο στα δάση και φάνηκε ν’ αντιλαλεί στα δέντρα. Από μακριά κι από διαφορετικά σημεία ακούστηκαν παρόμοια χουμ, χομ, χουμ, που δεν ήταν αντίλαλος αλλά απάντηση.
Ο Δεντρογένης απίθωσε τώρα το Μέρι και τον Πίπιν στους ώμους του και ξεκίνησε πάλι, ενώ κάθε τόσο έστελνε κι άλλο σάλπισμα και κάθε φορά οι απαντήσεις έρχονταν δυνατότερες και πιο κοντινές. Μ’ αυτόν τον τρόπο έφτασαν τέλος σε κάτι που ’μοιαζε αδιαπέραστος τοίχος από σκοτεινά αειθαλή δέντρα, δέντρα κάποιου είδους που οι χόμπιτ δεν είχαν ξαναδεί: άπλωναν κλαδιά από χαμηλά, απ’ τις ρίζες, κι ήταν πυκνοντυμένα με σκούρα γυαλιστερά φύλλα, σαν πουρνάρια δίχως αγκάθια, και ξεπέταγαν πολλές σκληρές όρθιες ακίδες με μεγάλα γυαλιστερά λαδόχρωμα μπουμπούκια.
Στρίβοντας αριστερά και φέρνοντας γύρω αυτόν το θεόρατο φυσικό φράχτη, ο Δεντρογένης έφτασε με μερικές δρασκελιές σε μια στενή είσοδο. Από κει περνούσε ένα πολυπατημένο μονοπάτι που κατηφόριζε απότομα μια μακριά απόκρημνη πλαγιά. Οι χόμπιτ είδαν πως κατέβαιναν σε μια μεγάλη κοιλάδα, στρογγυλή σαν γαβάθα σχεδόν, πολύ πλατιά και βαθιά, στεφανωμένη στις άκρες μ’ έναν ψηλό, σκούρο, αειθαλή φράχτη. Μέσα ήταν ομαλή και πρασινοντυμένη και δεν είχε δέντρα, εκτός από τρεις πολύ ψηλές κι όμορφες ασημένιες σημύδες και στέκονταν στη βάση της γαβάθας. Δυο ακόμα μονοπάτια κατέβαζαν στην κοιλάδα: απ’ τη δύση κι απ’ την ανατολή.
Αρκετοί Εντ είχαν κιόλας φτάσει. Κι έρχονταν κι άλλοι κατηφορίζοντας τ’ άλλα μονοπάτια κι άλλοι ακολουθούσαν τώρα το Δεντρογένη. Καθώς πλησίαζαν οι χόμπιτ τους κοίταζαν. Περίμεναν να δουν αρκετά πλάσματα που να μοιάζουν του Δεντρογένη, όπως ο ένας χόμπιτ μοιάζει με τον άλλον (τουλάχιστο στα μάτια κάποιου ξένου)· και πολύ παραξενεύτηκαν όταν δε διαπίστωσαν κάτι τέτοιο. Οι Εντ ξεχώριζαν ο ένας απ’ τον άλλο, όπως τα δέντρα από τα δέντρα: μερικοί τόσο διαφορετικοί, όπως ένα δέντρο ξεχωρίζει από κάποιο άλλο με το ίδιο όνομα, αλλά με διαφορετική ανάπτυξη και ιστορία· μερικοί ήταν τόσο διαφορετικοί, όσο ένα είδος δέντρων από άλλο, όπως η σημύδα από την οξιά, η Βελανιδιά απ’ το έλατο. Υπήρχαν μερικοί γεροντότεροι Εντ, με γένια και ρόζους σαν γερά αλλά γέρικα δέντρα (αν και κανείς δεν έδειχνε τόσο αρχαίος, όσο ο Δεντρογένης)· κι υπήρχαν ψηλοί και γεροδεμένοι Εντ, με καθαρόγραμμα μέλη και λεία επιδερμίδα σαν δέντρα του δάσους στην ακμή τους· αλλά δεν είχε μικρούς Εντ, δεν είχε φιντανάκια. Όλοι μαζί ήταν κάπου δυο ντουζίνες και στέκονταν στο καταπράσινο δάπεδο της κοιλάδας κι άλλοι τόσοι περίπου κατέβαιναν μέσα.
Στην αρχή ο Μέρι και ο Πίπιν έμειναν κατάπληκτοι, κυρίως απ’ την ποικιλία που έβλεπαν: τα πολλά σχήματα και χρώματα, οι διαφορές στο φάρδος, στο ύψος και στο μάκρος των ποδιών και των χεριών και στον αριθμό των δαχτύλων (από τρία ως εννέα). Μερικοί φαίνονταν να συγγενεύουν λίγο πολύ με το Δεντρογένη και τους θύμιζαν οξιές ή βελανιδιές. Αλλά υπήρχαν κι άλλα είδη. Μερικοί θύμιζαν καστανιές: Εντ με καφετιές επιδερμίδες και μεγάλα πλατυδάχτυλα χέρια και κοντά χοντρά πόδια. Μερικοί θύμιζαν φλαμουριές: ψηλοί και στητοί γκρίζοι Εντ με πολυδάχτυλα χέρια και μακριά πόδια· μερικοί έλατα (οι ψηλότεροι Εντ) κι άλλοι σημύδες, σουρβιές και φιλύρες. Αλλά όταν όλοι οι Εντ μαζεύτηκαν γύρω απ’ το Δεντρογένη, κάνοντας μικρή υπόκλιση με το κεφάλι, μουρμουρίζοντας με τις αργές μουσικές τους φωνές και κοιτάζοντας προσεκτικά και πολλή ώρα τους ξένους, τότε οι χόμπιτ είδαν πως ήταν όλοι της ίδιας γενιάς κι όλοι είχαν τα ίδια μάτια· όχι όλοι τόσο γέρικα και βαθιά, όπως του Δεντρογένη, αλλά όλοι με την ίδια αργή, σταθερή, σκεφτική έκφραση και το ίδιο πράσινο τρεμοπαίξιμο.
Μόλις συγκεντρώθηκε όλη η ομάδα και στάθηκαν σχηματίζοντας ένα μεγάλο κύκλο γύρω απ’ το Δεντρογένη, μια παράξενη κι ακατανόητη συζήτηση άρχισε. Οι Εντ άρχισαν να μουρμουρίζουν αργά: πότε ένας έμπαινε στη συζήτηση και πότε κάποιος άλλος, ώσπου βρέθηκαν να ψέλνουν όλοι μαζί έναν ατέλειωτο κυματιστό ρυθμό, τώρα δυνατότερο στη μια μεριά του κύκλου κι ύστερα να σβήνει εκεί και να δυναμώνει βουερά στην άλλη μεριά. Αν και δεν μπορούσε ούτε να ξεχωρίσει ούτε να καταλάβει κουβέντα — φανταζόταν πως η γλώσσα ήταν Εντική — ο Πίπιν τη βρήκε πολύ ευχάριστη στο άκουσμα, στην αρχή· αλλά σιγά σιγά η προσοχή του ελαττώθηκε. Ύστερα από πολλή ώρα (και το ψάλσιμο δεν έδειχνε σημάδια να τελειώνει) έπιασε τον εαυτό του ν’ αναρωτιέται, μιας και τα Εντικό ήταν τόσο «μηβιαστική» γλώσσα, αν είχαν ακόμα πάει πιο κάτω απ’ το Καλή Μέρα· κι αν ο Δεντρογένης σκόπευε να φωνάξει κατάλογο, πόσες μέρες θα ’παιρνε να τραγουδήσει τα ονόματα όλων.
«Πώς να ’ναι άραγε στα Εντικό το ναι ή το όχι», σκέφτηκε. Χασμουρήθηκε.
Ο Δεντρογένης τον πήρε αμέσως είδηση.
— Χμ, χα, χέι, Πίπιν μου! είπε κι όλοι οι άλλοι Εντ σταμάτησαν το ψάλσιμό τους. Είσαστε βιαστικοί κι εγώ το ξέχασα· κι οπωσδήποτε είναι κουραστικό ν’ ακούτε λόγια που δεν καταλαβαίνετε. Μπορείτε να κατεβείτε τώρα. Είπα τα ονόματά σας στην Έντμουτ και σας έχουν δει κι έχουν συμφωνήσει πως δεν είσαστε Ορκ και πως θα προστεθεί ένας καινούριος στίχος στους παλιούς καταλόγους. Δεν έχουμε προχωρήσει πιο κάτω ακόμα, αλλά αυτό είναι γρήγορη δουλειά για μια Έντμουτ. Εσύ κι ο Μέρι μπορείτε να κάνετε καμιά βόλτα στην κοιλάδα, αν θέλετε. Έχει ένα πηγάδι με καλό νερό, αν θέλετε να δροσιστείτε, εκεί πέρα στη βορινή πλαγιά. Πρέπει να πούμε μερικές κουβέντες ακόμα, πριν αρχίσει στα σωστά η Συνέλευση. Θά ’ρθω να σας δω ξανά και να σας πω πώς πάνε τα πράγματα.
Ακούμπησε τους χόμπιτ κάτω. Πριν απομακρυνθούν, υποκλίθηκαν βαθιά. Αυτά το κατόρθωμα φάνηκε να διασκεδάζει πάρα πολύ τους Εντ, αν κρίνουμε απ’ τον τόνο των μουρμουρητών τους και το τρεμοπαΐξιμο των ματιών τους· αλλά γρήγορα ξαναγύρισαν στις υποθέσεις τους. Ο Μέρι κι ο Πίπιν ανηφόρισαν το μονοπάτι που ερχόταν από δυτικά και κοίταξαν από το άνοιγμα του μεγάλου φράχτη. Μακριές δεντροντυμένες πλαγιές ανηφόριζαν απ’ την άκρη της κοιλάδας και, πίσω τους μακριά, ψηλότερα απ’ τα έλατα της πιο μακρινής κορυφογραμμής, υψωνόταν μυτερή κι άσπρη η κορυφή ενός ψηλού βουνού. Προς το νοτιά αριστερά τους μπορούσαν να δουν το δάσος να κατηφορίζει γκρίζο μακριά. Εκεί πολύ μακριά είχε ένα ανοιχτό πράσινο αμυδρό φως, που ο Μέρι έκανε την υπόθεση πως ήταν από τον κάμπο του Ρόαν.
— Προς τα πού να πέφτει άραγε το Ίσενγκαρντ; είπε ο Πίπιν.
— Δεν ξέρω πού βρισκόμαστε ακριβώς, είπε ο Μέρι· αλλά εκείνη η κορφή είναι πιθανότατα ο Μεθέντρας κι απ’ όσο θυμάμαι ο δακτύλιος του Ίσενγκαρντ πέφτει σε μια διακλάδωση ή βαθιά σχισμή στην άκρη των βουνών, Είναι πιθανό να βρίσκεται πίσω από κείνη τη μεγάλη κορυφογραμμή. Φαίνεται λες κι έχει καπνό ή μια θολούρα εκεί πάνω, αριστερά απ’ την κορφή, δε νομίζεις;
— Πώς είναι το Ίσενγκαρντ; είπε ο Πίπιν. Κι αναρωτιέμαι, έτσι κι αλλιώς, τι μπορούν να κάνουν οι Εντ γι’ αυτό.
— Κι εγώ το ίδιο, είπε ο Μέρι. Το Ίσενγκαρντ είναι ένα είδος κύκλου από βράχους ή λόφους, νομίζω, μ’ ένα επίπεδο χώρο στο εσωτερικό κι ένα νησί ή πέτρινη κολόνα στη μέση, που τη λένε Όρθανκ. Ο Σάρουμαν έχει έναν πύργο εκεί πάνω. Υπάρχει μια πύλη, ίσως και περισσότερες, στο τείχος που υπάρχει ολόγυρα και νομίζω πως το διατρέχει κι ένα ποτάμι, που έρχεται απ’ τα βουνά και φτάνει κυλώντας στο Άνοιγμα του Ρόαν. Δε μου φαίνεται πως είναι ο καταλληλότερος τόπος για να τον αναλάβουν οι Εντ: κάπως δε νομίζω πως είναι τόσο ακίνδυνοι και, να, τόσο αστείοι, όσο φαίνονται. Δείχνουν αργοί, αλλόκοτοι κι υπομονετικοί, σχεδόν θλιμμένοι· κι όμως πιστεύω πως μπορούν ν’ αγριέψουν. Κι αν γίνει κάτι τέτοιο, θα προτιμούσα να μη βρεθώ αντιμέτωπός τους.
— Ναι, είπε ο Πίπιν. Καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Μπορεί να διαφέρουν τόσο, όσο μια γριά αγελάδα που κάθεται και μασουλάει σκεφτικά, από έναν αγριεμένο ταύρο· κι η μεταμόρφωση μπορεί να γίνει απότομα. Θα καταφέρει άραγε να τους ξεσηκώσει ο Δεντρογένης; Είμαι σίγουρος πάντως πως σκοπεύει να το προσπαθήσει. Αλλά δεν τους αρέσει να τους ξεσηκώνουν. Ο Δεντρογένης άναψε χτες βράδυ κι ύστερα συγκρατήθηκε ξανά.
Οι χόμπιτ γύρισαν πίσω. Οι φωνές των Εντ εξακολουθούσαν να υψώνονται και να χαμηλώνουν στο συνέδριό τους. Ο ήλιος είχε τώρα ανεβεί αρκετά ψηλά κι έβλεπε πάνω απ’ τον ψηλό φράχτη: έλαμπε στις κορφές των σημύδων και φώτιζε τη βορινή πλευρά της κοιλάδας μ’ ένα δροσερό κίτρινο φως. Εκεί είδαν ένα μικρό αστραφτερό σιντριβάνι. Ακολούθησαν το χείλος της μεγάλης γαβάθας στα πόδια του πράσινου φράχτη — ήταν ελάχιστο να νιώθουν πάλι το δροσερό χορτάρι στα δάχτυλα των ποδιών τους και να μη βιάζονται — κι ύστερα κατέβηκαν εκεί που ξεπηδούσε το νερό. Ήπιαν λιγάκι, μια καθαρή, παγωμένη, τσουχτερή ρουφηξιά και κάθισαν σε μια μαλλιαρή πέτρα, κοιτάζοντας τις φωτοσκιάσεις που σχημάτιζε ο ήλιος στο χορτάρι και τις σκιές των ταξιδιάρικων σύννεφων καθώς περνούσαν πάνω στο δάπεδο της κοιλάδας. Το μουρμουρητό των Εντ εξακολουθούσε. Έμοιαζε τόπος πολύ παράξενος κι απόμακρος, διαφορετικός από τον κόσμο τους κι έξω απ’ οτιδήποτε είχαν ποτέ γνωρίσει. Τους κυρίεψε μεγάλη επιθυμία για τα πρόσωπα και τις φωνές των συντρόφων τους, ιδιαίτερα του Φρόντο, του Σαμ και του Γοργοπόδαρου.
Τέλος, οι φωνές των Εντ σταμάτησαν και, σηκώνοντας το κεφάλι, είδαν το Δεντρογένη να ’ρχεται προς το μέρος τους μ’ έναν άλλο Εντ στο πλευρό του.
— Χμ, χουμ, εδώ είμαι πάλι, είπε ο Δεντρογένης. Κουραστήκατε ή ανυπομονείτε, χμ, ε; Λοιπόν, φοβάμαι πως δεν πρέπει ν’ ανυπομονείτε ακόμα. Έχουμε τελειώσει το πρώτο μέρος τώρα· αλλά πρέπει ακόμα να εξηγήσω πάλι την κατάσταση σ’ εκείνους που ζουν πολύ μακριά, μακριά απ’ το Ίσενγκαρντ, και σ’ εκείνους που δεν μπόρεσα να δω πριν τη Συνέλευση, κι ύστερα θα πρέπει ν’ αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Πάντως το ν’ αποφασίσουν τι θα κάνουν δεν παίρνει τόση ώρα για τους Εντ, όση το να εξετάσουν όλα τα δεδομένα και τα γεγονότα που χρειάζονται για να πάρουν την απόφαση. Όμως, θα ’ταν μάταιο να τ’ αρνηθώ, θα μείνουμε εδώ για πολύν καιρό ακόμα: κατά πάσα πιθανότητα δυο μέρες. Γι’ αυτό σας έφερα συντροφιά. Έχει ένα σπίτι εδώ κοντά. Το Ξωτικό του όνομα είναι Μπρεγκάλαντ. Λέει πως έχει κιόλας αποφασίσει και δε χρειάζεται να μείνει στη Συνέλευση. Χμ, χμ, είναι για μας, θα ’λεγα, ένας βιαστικός Εντ. Θα πρέπει να τα πάτε καλά μαζί. Γεια σας.
Ο Δεντρογένης γύρισε και τους άφησε.
Ο Μπρεγκάλαντ στάθηκε αρκετή ώρα εξετάζοντας σοβαρά τους χόμπιτ· και αυτοί τον κοίταζαν κι αναρωτιόντουσαν πότε θα ’δειχνε σημάδια «Βιασύνης». Ήταν ψηλός κι έδειχνε ένας απ’ τους νεότερους Εντ· είχε λεία, γυαλιστερή επιδερμίδα στα χέρια και στα πόδια του· τα χείλια του ήταν κόκκινα και τα μαλλιά του γκριζοπράσινα. Μπορούσε να κουνιέται και να λυγιέται σαν λυγερό δέντρο στον άνεμο. Τέλος, μίλησε κι η φωνή του, αν κι ήταν βαθιά κι ηχηρή, ήταν πιο λεπτή και καθαρή από του Δεντρογένη.
— Χα, χμ, φίλοι μου, ας κάνουμε μια βόλτα! είπε. Είμαι ο Μπρεγκάλαντ, δηλαδή ο Αστραπής στη γλώσσα σας. Αλλ’ αυτό φυσικά είναι απλώς παρατσούκλι. Μ’ έβγαλαν έτσι απ’ τη μέρα που είπα ναι σ’ ένα γεροντότερο Εντ πριν τελειώσει την ερώτησή του. Εγώ επίσης πίνω γρήγορα και βγαίνω έξω, ενώ μερικοί ακόμα βρέχουν τις γενειάδες τους. Ελάτε μαζί μου!
Άπλωσε προς τα κάτω τα καλοφτιαγμένα μακρυδάχτυλα χέρια του κι έπιασε τους χόμπιτ απ’ το χέρι. Όλη εκείνη τη μέρα έκαναν βόλτες στο δάσος μαζί του, τραγουδώντας και γελώντας· γιατί ο Αστραπής γελούσε συχνά. Γελούσε αν ο ήλιος έβγαινε πίσω από κανένα σύννεφο, γελούσε αν συναντούσαν κανένα ποταμάκι ή πηγή: κι ύστερα έσκυβε και κατάβρεχε τα πόδια του και το κεφάλι με νερό· γελούσε μερικές φορές από κάποιο θόρυβο ή ψίθυρο των δέντρων. Όποτε έβλεπε κάποια σουρβιά, σταματούσε λίγο με τα χέρια απλωμένα και τραγουδούσε και λικνιζόταν καθώς τραγουδούσε.
Όταν έπεσε το βράδυ τους έφερε στο σπίτι του: που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια χορταριασμένη πέτρα πάνω σε πρασινάδες, κάτω από ένα πράσινο υψωματάκι. Σουρβιές φύτρωναν έναν κύκλο ολόγυρα κι είχε νερό (όπως σ’ όλα τα σπίτια-Εντ), μια πηγή που ανάβλυζε κελαρυστή από την όχθη. Κουβέντιασαν για λίγο καθώς έπεφτε το σκοτάδι στο δάσος. Όχι μακριά οι φωνές της Συνέλευσης των Εντ ακούγονταν ακόμα· τώρα όμως φαίνονταν πιο βαθιές και πιο Βιαστικές και πότε πότε μια μεγάλη φωνή υψωνόταν σε ψηλή και γοργή μουσική, ενώ οι υπόλοιπες έσβηναν. Αλλά πλάι τους ο Μπρεγκάλαντ μιλούσε μαλακά στη γλώσσα τους, σχεδόν ψιθυριστά· κι έμαθαν πως ανήκε στους απογόνους του Φλούδα κι ότι η περιοχή που ζούσαν είχε λεηλατηθεί. Αυτό φάνηκε στους χόμπιτ υπεραρκετό για να εξηγήσουν τη «βιασύνη» του, τουλάχιστο στο θέμα των Ορκ.
— Είχε σουρβιές στον τόπο μου, είπε ο Μπρεγκάλαντ απαλά και θλιμμένα, σουρβιές που ρίζωσαν όταν εγώ ήμουν Έντινγκ, πολλά πολλά χρόνια πριν, σ’ έναν κόσμο ήσυχο. Τις πιο παλιές τις είχαν φυτέψει οι Εντ προσπαθώντας να ευχαριστήσουν τις Γυναίκες-Εντ· μα εκείνες τις κοίταξαν, χαμογέλασαν και είπαν πως ήξεραν κάπου που φύτρωναν πιο άσπρα λουλούδια και πιο πλούσια φρούτα. Όμως, δεν υπάρχουν άλλα δέντρα απ’ όλη αυτή την οικογένεια, του λαού των Ρόδων, που να ’ναι για μένα πιο ωραία. Κι εκείνα τα δέντρα όλο και μεγάλωναν, ώσπου του καθενός η σκιά ήταν σαν μια πράσινη αίθουσα και τα κόκκινα μούρα τους το φθινόπωρο ήταν όμορφο και θαυμαστό φορτίο. Τα πουλιά συνήθιζαν να μαζεύονται εκεί. Μ’ αρέσουν τα πουλιά ακόμα κι όταν πολυλογούν και η σουρβιά έχει να δώσει τροφή και με το παραπάνω. Αλλά τα πουλιά έγιναν εχθρικά κι άπληστα και κατάφαγαν τα δέντρα κι έριχναν τα φρούτα χάμω, δίχως να τα τρώνε. Ύστερα ήρθαν οι Ορκ με τσεκούρια κι έκοψαν τα δέντρα μου. Εγώ ήρθα και τα φώναξα με τα μεγάλα τους ονόματα, αλλά ούτε που τρεμούλιασαν ούτε άκουσαν ούτε απάντησαν: ήταν πεσμένα νεκρά.
Ω Οροφάρνη, Λασεμίστα, Καρνιμίριε!
Ωραία σουρβιά, στην κορφή σου ψηλά λευκό λουλούδι ανθίζει!
Δική μου σουρβιά, στην καλοκαιριά γυαλίζουν τα φύλλα κι η φλούδα·
δροσάτη η φωνή σου, γλυκιά:
Ψηλά στην κορφή χρύσοκόκκινο στέμμα φορούσες!
Σουρβιά μου νεκρή, ξερά τα μαλλιά σον σταχτιά στο κεφάλα.
Η κορόνα σον πάει κι η φωνή σον για πάντα βουβή.
Ω Οροφάρνη, Λασεμίστα, Καρνιμίριε!
Οι χόμπιτ αποκοιμήθηκαν στον ήχο του απαλού τραγουδιού του Μπρεγκάλαντ, που φαινόταν να θρηνεί σε πολλές γλώσσες το χαμό των δέντρων που αγαπούσε.
Την επόμενη μέρα την πέρασαν κι αυτή μαζί του, αλλά δεν απομακρύνθηκαν από το «σπίτι» του. Την περισσότερη ώρα κάθονταν σιωπηλοί, προφυλαγμένοι απ’ το υψωματάκι· γιατί ο άνεμος ήταν πιο κρύος και τα σύννεφα πυκνότερα και πιο σταχτιά· είχε πολύ λίγον ήλιο και πιο πέρα οι φωνές των Εντ στη Συνέλευση εξακολουθούσαν ν’ ανεβοκατεβαίνουν, πότε ηχηρές και δυνατές, πότε χαμηλές και λυπημένες, πότε πιο γρήγορες και πότε αργές και μεγαλόπρεπες σαν θρήνος. Ήρθε δεύτερο βράδυ και οι Εντ ακόμα συνεδρίαζαν κάτω απ’ τα βιαστικά σύννεφα και τα άστατα αστέρια.
Η τρίτη μέρα φώτισε θλιβερή και με αέρα. Με την ανατολή του ήλιου οι φωνές των Εντ υψώθηκαν σε μια δυνατή βοή κι ύστερα έσβησαν πάλι. Καθώς το πρωινό προχωρούσε, ο αέρας έπεσε κι η ατμόσφαιρα έγινε βαριά απ’ την αναμονή. Οι χόμπιτ μπορούσαν να δουν πως ο Μπρεγκάλαντ άκουγε τώρα με προσοχή, αν και γι’ αυτούς, εδώ κάτω στο σύδεντρο του «σπιτιού», ο θόρυβος της Συνέλευσης ακουγόταν αμυδρά.
Το απομεσήμερο ήρθε κι ο ήλιος, ταξιδεύοντας δυτικά προς τα βουνά, έριχνε μακριές κίτρινες ακτίνες μέσ’ απ’ τα ραγίσματα και τις σχισμές που είχαν τα σύννεφα. Ξαφνικά πήραν είδηση πως όλα ήταν πολύ ήσυχα· το δάσος ολόκληρο στεκόταν ν’ ακούσει σιωπηλά. Ο Μπρεγκάλαντ στεκόταν στητός και τεντωμένος κοιτάζοντας βορινά προς την Κρύφιμο νάπη.
Ύστερα μ’ ένα βρόντο ακούστηκε μια μεγάλη ηχηρή κραυγή: ραχουμ-ρα! Τα δέντρα τρεμούλιασαν και λύγισαν, λες και τα χτύπησε απότομος άνεμος. Έγινε ξανά σιωπή κι ύστερα άρχισε ένα εμβατήριο σαν από επίσημα τύμπανα και, πάνω από τα συνεχόμενα ρυθμικά χτυπήματα και βουητά, ξεχείλισαν φωνές που τραγουδούσαν δυνατά και βροντερά:
Φτάνουμε, φτάνουμε με τα ταμπούρλα: τα-ρούντα-ρούντα-ρούντα-ρομ!
Οι Εντ έρχονταν όλο και πιο κοντά και δυνατά ανέβαινε το τραγούδι τους:
Φτάνουμε, φτάνουμε, με τρομπέτες και ταμπούρλα: τα-ρούνα-ρούνα-ρούνα-ρομ!
Ο Μπρεγκάλαντ σήκωσε τους χόμπιτ κι έφυγε απ’ το σπίτι του.
Γρήγορα είδαν την παράταξη να πλησιάζει: οι Εντ βάδιζαν με τεράστιες δρασκελιές, κατηφορίζοντας την πλαγιά προς το μέρος τους. Επικεφαλής ήταν ο Δεντρογένης και πίσω του ακολουθούσαν καμιά πενηνταριά, δυο δυο, κρατώντας το βηματισμό με τα πόδια τους και χτυπώντας ρυθμικά τα χέρια στα πλευρά τους. Καθώς πλησίαζαν, το αστραποβόλημα και το τρεμοπαίξιμο των ματιών τους φαινόταν καθαρά.
— Χουμ, χομ! Έλα κι ερχόμαστε μ’ ένα μπουμ, έλα κι ερχόμαστε επιτέλους! φώναξε ο Δεντρογένης όταν είδε τον Μπρεγκάλαντ και τους χόμπιτ. Ελάτε, ενωθείτε με τη Συνέλευση! Φεύγουμε! Πάμε στο Ίσενγκαρντ!
— Στο Ίσενγκαρντ! φώναξαν με πολλές φωνές οι Εντ.
— Στο Ίσενγκαρντ!
Στο Ίσενγκαρντ πηγαίνουμε κι ας έχει πύλες πέτρινες κλειδομανταλωμένες!
Στο Ίσενγκαρντ πηγαίνουμε κι ας είν’ απόρθητο, σκληρό κι ολόγυμνο σαν βράχος!
Στον πόλεμο, στον πόλεμο πηγαίνουμε, την πύλη να σωριάσουμε, να σπάσουμε την πέτρα!
Κορμός, κλαδιά και φυλλωσιές ανάβουν σαν καμίνι — για πόλεμο κινάμε!
Για το χαμό του Ίσενγκαρντ με τα ταμπούρλα πάμε!
Ερχόμαστε ακούραστοι, μοιραίοι προχωράμε,
Στο Ίσενγκαρντ, στο Ίσενγκαρντ να πάμε!
Έτσι τραγουδούσαν καθώς βάδιζαν κατά το νοτιά.
Ο Μπρεγκάλαντ, με μάτια λαμπερά, μπήκε στη γραμμή πλάι στο Δεντρογένη. Ο γερο-Εντ τώρα ξαναπήρε τους χόμπιτ και τους ξανάβαλε στους ώμους του κι έτσι ταξίδευαν περήφανα επικεφαλής της ομάδας που τραγουδούσε, με τις καρδιές να χτυπούν δυνατά και το κεφάλι ψηλά. Αν και περίμεναν πως κάτι θα γινόταν στο τέλος, είχαν μείνει κατάπληκτοι μπροστά στην αλλαγή των Εντ. Έμοιαζε τώρα τόσο ξαφνική, όσο το ξέσπασμα μιας πλημμύρας, που πολύν καιρό τη συγκρατούσε κάποιος υδατοφράχτης.
— Οι Εντ αποφάσισαν μάλλον γρήγορα απ’ ό,τι βλέπω, δεν είν’ έτσι; τόλμησε να πει ο Πίπιν ύστερα από αρκετή ώρα, όταν για μια στιγμή σταμάτησε το τραγούδι κι ακουγόταν μόνο το χτύπημα των χεριών και των ποδιών.
— Γρήγορα; είπε ο Δεντρογένης. Χουμ! Ναι, πραγματικά. Πιο γρήγορα απ’ ό,τι περίμενα. Κι εδώ που τα λέμε, έχω πάρα πολλούς αιώνες να τους δω έτσι αναμμένους. Σ’ εμάς τους Εντ δε μας αρέσει ν’ ανάβουμε· και ποτέ δε θυμώνουμε, εκτός και είναι φως φανάρι πως τα δέντρα μας και οι ζωές μας βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο. Κάτι παρόμοιο δεν έχει ξανασυμβεί σ’ αυτό το Δάσος απ’ τον καιρό των πολέμων μεταξύ του Σόρον και των Ανθρώπων της Θάλασσας. Εκείνο που μας έκανε πυρ και μανία είναι οι καταστροφές των Ορκ, το αναίτιο πελέκημα -ράρουμ — ούτε καν με την άθλια δικαιολογία τού να τροφοδοτήσουν τις φωτιές· και η προδοσία ενός γείτονα, που θα ’πρεπε να μας βοηθήσει. Οι μάγοι θα ’πρεπε να ξέρουν καλύτερα: και ξέρουν καλύτερα. Δεν υπάρχει κατάρα στην Ξωτικο-γλώσσα, στα Εντικά ή στις γλώσσες των Ανθρώπων, αρκετά βαριά για τέτοια προδοσία. Κάτω ο Σάρουμαν!
— Στ’ αλήθεια θα σπάσετε τις πύλες του Ίσενγκαρντ; ρώτησε ο Μέρι.
— Χο, χμ, λοιπόν, μπορούμε, ξέρετε! Ίσως δεν ξέρετε πόσο δυνατοί είμαστε. Έχετε μήπως ακούσει για τους Γίγαντες; Είναι πάρα πολύ δυνατοί. Αλλά οι Γίγαντες είναι απλώς απομιμήσεις, φτιαγμένοι απ’ τον Εχθρό στη Μεγάλη Σκοτεινιά, παρωδία των Εντ, όπως οι Ορκ είναι παρωδία των Ξωτικών. Εμείς είμαστε δυνατότεροι απ’ τους Γίγαντες. Είμαστε φτιαγμένοι απ’ τα κόκαλα της γης. Μπορούμε να σχίσουμε τους βράχους, όπως οι ρίζες των δέντρων, μονάχα πιο γρήγορα, πάρα πολύ πιο γρήγορα, αν μας ανέβει το αίμα στο κεφάλι! Αν δε μας πελεκήσουν ή δε μας καταστρέψουν με φωτιά ή κάποια έκρηξη ή μάγια, μπορούμε να κάνουμε το Ίσενγκαρντ θρύψαλα και τα τείχη του σμπαράλια.
— Ο Σάρουμαν όμως θα προσπαθήσει να σας σταματήσει, δεν είναι έτσι;
— Χμ, α, ναι, βέβαια. Δεν το ’χω ξεχάσει. Αντίθετα, το ’χω σκεφτεί πάρα πολύν καιρό. Αλλά, βλέπεις, πολλοί απ’ τους Εντ είναι νεότεροι από μένα, έχουμε διαφορά πολλές ζωές δέντρων. Τώρα είναι όλοι αναμμένοι και σκέφτονται μονάχα ένα πράγμα: να πατήσουν το Ίσενγκαρντ. Αλλά γρήγορα θ’ αρχίσουν να σκέπτονται πάλι· θα καλμάρουν λιγάκι όταν πιούμε το βραδινό μας ποτό. Και θα ’χουμε μια δίψα! Τώρα όμως άσ’ τους να προχωρούν και να τραγουδούν! Έχουμε πολύ δρόμο να κάνουμε κι έχουμε μπροστά μας πολλή ώρα για σκέψη. Το καλό είναι πως ξεκινήσαμε.
Ο Δεντρογένης συνέχισε να βαδίζει και να τραγουδά μαζί με τους άλλους για λίγο. Αλλά ύστερα από κάμποση ώρα η φωνή του έσβησε κι έγινε μουρμουρητό και σώπασε ξανά. Ο Πίπιν μπορούσε να δει πως το γέρικο μέτωπό του ήταν ζαρωμένο και συνοφρυωμένο. Τέλος, σήκωσε το κεφάλι κι ο Πίπιν είδε πως είχε ένα θλιμμένο βλέμμα στα μάτια του, θλιμμένο, όχι όμως δυστυχισμένο. Μέσα τους άναβε ένα φως, λες και η πράσινη φλόγα να ’χε πάει ακόμα πιο βαθιά, στα σκοτεινά πηγάδια των λογισμών του.
— Βέβαια, είναι αρκετά πιθανό, φίλοι μου, είπε αργά, αρκετά πιθανό να πηγαίνουμε στο δικό μας χαμό, να ’ναι η τελευταία πορεία των Εντ. Αλλ’ αν καθόμαστε στα σπίτια μας και δεν κάναμε τίποτα, ο χαμός θα μας έβρισκε οπωσδήποτε, αργά ή γρήγορα. Αυτή η σκέψη για πολύν καιρό θέριευε μέσα μας· να γιατί εκστρατεύουμε τώρα. Δεν ήταν βιαστική η απόφαση. Τώρα τουλάχιστον η τελευταία πορεία των Εντ μπορεί ν’ αξίζει κάποιο τραγούδι. Ναι, αναστέναξε, μπορεί και να βοηθήσουμε τους άλλους λαούς πριν χαθούμε. Όμως, θα ήθελα να έβλεπα να βγαίνουν αληθινά τα τραγούδια για τις Γυναίκες-Εντ. Θα το ’θελα πάρα πολύ να ξανάβλεπα τη Φίμπρεθιλ. Αλλά, φίλοι μου, τα τραγούδια, όπως και τα δέντρα, καρπίζουν μόνο στον καιρό τους και με τον τρόπο τους: και καμιά φορά μαραίνονται πριν της ώρας τους.
Οι Εντ βάδιζαν με μεγάλη ταχύτητα. Είχαν κατεβεί σ’ ένα μακρόστενο φαράγγι που πήγαινε νότια· τώρα άρχισαν πάλι ν’ ανηφορίζουν, όλο και πιο ψηλά στην ψηλή δυτική κορυφογραμμή. Τα δάση έμειναν πίσω κι έφτασαν σε κάτι σκόρπια σύδεντρα από σημύδες κι ύστερα σε γυμνές πλαγιές, όπου φύτρωναν μονάχα λίγα ξερακιανά πεύκα. Ο ήλιος έπεσε πίσω απ’ τη σκοτεινή ράχη μπροστά τους. Γκρίζο σούρουπο απλώθηκε.
Ο Πίπιν κοίταξε πίσω. Ο αριθμός των Εντ είχε μεγαλώσει — ή τι γινόταν; Εκεί που θα ’πρεπε ν’ απλώνονται οι θαμπές γυμνές πλαγιές που είχαν περάσει, νόμισε πως είδε ομάδες δέντρα. Αλλ’ όμως περπατούσαν! Ήταν δυνατό να είχαν ξυπνήσει τα δέντρα του Φάνγκορν και να ξεσηκωνόταν το δάσος, να βάδιζε στους λόφους πηγαίνοντας στον πόλεμο; Έτριψε τα μάτια του κι αναρωτιόταν μήπως τον είχαν ξεγελάσει ο ύπνος και οι σκιές· αλλά οι μεγάλες γκρίζες σιλουέτες προχωρούσαν σταθερά μπροστά. Ακουγόταν ένας θόρυβος σαν τον αέρα ανάμεσα από πολλά κλαδιά. Οι Εντ πλησίαζαν στην κορυφή της πλαγιάς τώρα κι όλα τα τραγούδια είχαν πάψει. Η νύχτα έπεσε κι έγινε σιωπή: δεν ακουγόταν τίποτα, εκτός από ένα ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα της γης κάτω από τα πόδια των Εντ κι ένα θρόισμα, η σκιά ενός ψίθυρου σαν από πολλά φύλλα που τα έπαιρνε ο αέρας. Τέλος, στάθηκαν στην κορφή και κοίταξαν κάτω σ’ ένα σκοτεινό λάκκο: το μεγάλο φαράγγι στην άκρη των βουνών, το Ναν Κουρουνίρ, η Κοιλάδα του Σάρουμαν.
— Η νύχτα σκεπάζει το Ίσενγκαρντ, είπε ο Δεντρογένης.
— Ως και τα κόκαλα μου έχουν παγώσει, είπε ο Γκίμλι, κουνώντας τα χέρια του και χτυπώντας τα πόδια.
Η μέρα είχε έρθει επιτέλους. Με το χάραμα οι σύντροφοι είχαν φάει όπως όπως το πρωινό τους και τώρα, στο φως που δυνάμωνε, ετοιμάζονταν να ψάξουν τον τόπο ξανά για ίχνη των χόμπιτ.
— Και μην ξεχνάτε εκείνο το γέρο! είπε ο Γκίμλι. Θα ήμουν πιο ευτυχισμένος αν μπορούσα να δω το αποτύπωμα κάποιας μπότας.
— Γιατί θα σ’ έκανε ευτυχισμένο κάτι τέτοιο; είπε ο Λέγκολας.
— Γιατί ένας γέρος που τα πόδια του αφήνουν σημάδια μπορεί και να μην είναι τίποτε παραπάνω απ’ ό,τι φαίνεται, απάντησε ο Νάνος.
— Ίσως, είπε το Ξωτικό· αλλά και βαριά μπότα μπορεί να μην αφήσει σημάδι εδώ, γιατί το χορτάρι είναι ψηλό κι ελαστικό.
— Κάτι τέτοιο δε θα δυσκόλευε έναν Περιφερόμενο Φύλακα, είπε ο Γκίμλι. Κι ένα λυγισμένο φυλλαράκι είναι αρκετό για να το διαβάσει ο Άραγκορν. Αλλά δε νομίζω πως θα βρει σημάδια. Ήταν ένα απαίσιο φάντασμα του Σάρουμαν, αυτό που είδαμε χτες βράδυ. Είμαι σίγουρος, ακόμα και τώρα που ξημέρωσε. Τα μάτια του μας παρακολουθούν μέσ’ απ’ το Φάγκορν, ίσως.
— Είναι αρκετά πιθανό, είπε ο Άραγκορν όμως δεν είμαι σίγουρος. Σκέφτομαι τ’ άλογα. Είπες χτες βράδυ, Γκίμλι, πως τρόμαξαν κι έφυγαν. Αλλά εγώ δεν έχω την ίδια γνώμη. Εσύ, Λέγκολας, τ’ άκουσες; Σου φάνηκαν πως έκαναν σαν ζώα τρομαγμένα;
— Όχι, είπε ο Λέγκολας. Τ’ άκουσα πολύ καθαρά. Αν δεν ήταν το σκοτάδι κι ο δικός μας φόβος, θα ’λεγα πως έκαναν σαν ζώα τρελά από κάποια ξαφνική χαρά. Έκαναν όπως κάνουν τ’ άλογα, όταν συναντούν κάποιο φίλο που τους έχει λείψει από καιρό.
— Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ, είπε ο Άραγκορν αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω το αίνιγμα, εκτός κι αν γυρίσουν πίσω. Ελάτε! Το φως δυναμώνει γρήγορα. Ελάτε πρώτα να κοιτάξουμε και κάνουμε υποθέσεις αργότερα. Πρέπει ν’ αρχίσουμε από δω, κοντά στον καταυλισμό μας, να ψάξουμε με προσοχή παντού γύρω, παίρνοντας την ανηφοριά κατά το δάσος. Δουλειά μας είναι να βρούμε τους χόμπιτ, ό,τι κι αν σκεφτόμαστε για το νυχτερινό μας επισκέπτη. Αν με κάποιον τρόπο δραπέτευσαν, τότε θα πρέπει να ’χουν κρυφτεί στα δέντρα, αλλιώς θα τους είχαν δει. Αν δε βρούμε τίποτα από δω και ως τις αρχές του δάσους, τότε θα ξανακάνουμε μια έρευνα στον τόπο που έγινε η μάχη κι ανάμεσα στις στάχτες. Αλλά έχουμε λίγες ελπίδες εκεί: οι καβαλάρηδες του Ρόαν έκαναν τη δουλειά τους καλά και με το παραπάνω.
Γι’ αρκετή ώρα οι σύντροφοι έσκυβαν κι έψαχναν τη γη. Το δέντρο στεκόταν πένθιμα από πάνω τους, με τα ξερά φύλλα του τώρα να κρέμονται άψυχα και να τρίζουν στον παγωμένο ανατολικό άνεμο. Ο Άραγκορν σιγά σιγά ξεμάκρυνε. Έφτασε τις στάχτες της φωτιάς των φρουρών κοντά στην όχθη του ποταμιού κι ύστερα άρχισε να πηγαίνει πίσω προς το λοφάκι που είχε γίνει η μάχη. Ξαφνικά έσκυψε και χαμήλωσε με το πρόσωπο σχεδόν στο χαρτάρι. Ύστερα φώναξε τους άλλους. Ήρθαν τρέχοντας.
— Εδώ επιτέλους βρίσκουμε νέα! είπε ο Άραγκορν.
Σήκωσε ψηλά να δουν ένα κομματιασμένο φύλλο, ένα πλατύ χλωμό φύλλο, με χρυσή απόχρωση, που τώρα ξεθώριαζε και γινόταν καφέ.
— Να ένα φύλλο από μάλορν του Λόριεν κι έχει πάνω του μικρά ψιχουλάκια και λίγα ακόμα ψίχουλα στο χορτάρι. Και δείτε! Εδώ δίπλα έχει και κάτι κομμένα σκοινιά!
— Και να και το μαχαίρι που τα ’κοψε! είπε ο Γκίμλι.
Έσκυψε κι έβγαλε μέσ’ απ’ τα χορτάρια, που κάποιο βαρύ πόδι την είχε πατήσει, μια κοντή πριονωτή λάμα. Δίπλα της ήταν η σπασμένη λαβή.
— Ήταν όπλο των Ορκ, είπε, κρατώντας την προσεχτικά και κοιτάζοντας με αηδία τη σκαλιστή λαβή, που είχε το σχήμα απαίσιας κεφαλής με αλλήθωρα μάτια και προκλητικό στόμα.
— Λοιπόν, αυτό είναι το πιο παράξενο αίνιγμα που συναντήσαμε ως τώρα! ξεφώνισε ο Λέγκολας. Ο δεμένος αιχμάλωτος ξεφεύγει κι απ’ τους Ορκ κι απ’ τους καβαλάρηδες που τους περικύκλωναν. Ύστερα σταματάει, ενώ ακόμα βρίσκεται ακάλυπτος και κόβει τα δεσμά του μ’ ένα μαχαίρι Ορκ. Αλλά πώς και γιατί; Γιατί αν ήταν δεμένα τα πόδια του, πώς περπάτησε; Κι αν τα χέρια του ήταν δεμένα, πώς χρησιμοποίησε το μαχαίρι; Κι αν δεν ήταν καθόλου δεμένος, ποιος ο λόγος να κόψει τα σκοινιά; Κι όντας ικανοποιημένος απ’ τη δεξιοσύνη του, κάθισε ύστερα κάτω και ήσυχα έφαγε λίγο ψωμί-για-το-δρόμο! Αυτό και μόνο, χωρίς το φύλλο απ’ το μάλορν, είναι αρκετό για να δείξει πως ήταν χόμπιτ. Ύστερα, φαντάζομαι, έκανε τα χέρια του φτερά και το ’σκασε τιτιβίζοντας στα δέντρα. Εύκολο θα ’ναι να τον βρούμε, το μόνο που χρειαζόμαστε κι εμείς είναι φτερά!
— Μωρέ, σίγουρα μάγια ήταν, είπε ο Γκίμλι. Τι γύρευε εκείνος ο γέρος; Εσύ τι έχεις να πεις, Άραγκορν, για την εξήγηση που δίνει ο Λέγκολας; Έχεις τίποτα καλύτερο;
— Ίσως ναι, είπε ο Άραγκορν, χαμογελώντας. Έχει εδώ κοντά και κάτι άλλα σημάδια που δεν τα λάβατε υπόψη. Συμφωνώ πως ο αιχμάλωτος ήταν χόμπιτ και θα ’πρεπε να είχε ελεύθερα ή τα χέρια ή τα πόδια, πριν φτάσει εδώ. Φαντάζομαι πως ήταν τα χέρια, γιατί έτσι το αίνιγμα γίνεται ευκολότερο κι επίσης επειδή, όπως εγώ εξηγώ τα σημάδια, τον έφερε κουβαλητό ως εδώ κάποιος Ορκ. Χύθηκε αίμα εδώ, λίγα βήματα πιο κάτω, αίμα Ορκ. Υπάρχουν βαθιά αποτυπώματα από οπλές εδώ γύρω και σημάδια πως έχει συρθεί κάτι βαρύ. Τον Ορκ τον σκότωσαν οι καβαλάρηδες κι αργότερα έσυραν το πτώμα ως τη φωτιά. Αλλά το χόμπιτ δεν τον είδαν, δεν ήταν «ακάλυπτος», γιατί ήταν νύχτα και φορούσε ακόμα τον ξωτικο-μανδύα του. Ήταν εξουθενωμένος και πεινασμένος και δεν είναι ν’ απορείς που, αφού έκοψε τα δεσμά του με το μαχαίρι του πεσμένου εχθρού του, ξεκουράστηκε κι έφαγε λιγάκι πριν συρθεί μακριά. Είναι πάντως καθησυχαστικό να ξέρουμε πως αυτός είχε λίγο λέμπας στην τσέπη του, μόλο που το ’βαλε στα πόδια χωρίς εξοπλισμό ή σακίδιο· αυτό, ίσως, δείχνει πως αυτός είναι χόμπιτ. Λέω αυτός, αν κι ελπίζω και υποθέτω πως κι οι δύο, κι ο Μέρι κι ο Πίπιν, ήταν εδώ μαζί. Αλλ’ όμως δεν υπάρχει τίποτα που να μας το δείχνει με βεβαιότητα.
— Και πώς φαντάζεσαι πως ένας από τους δυο μας φίλους βρέθηκε να ’χει ελεύθερα τα χέρια; ρώτησε ο Γκίμλι.
— Δεν ξέρω πώς έγινε, απάντησε ο Άραγκορν. Ούτε ξέρω γιατί τους κουβαλούσε ο Ορκ. Πάντως, σίγουρα, όχι για να τους βοηθήσει να το σκάσουν. Όχι, μάλλον νομίζω πως τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω κάτι που με μπέρδευε απ’ την αρχή: γιατί όταν έπεσε ο Μπορομίρ οι Ορκ ήταν ευχαριστημένοι με τη σύλληψη του Μέρι και του Πίπιν; Εμάς τους υπόλοιπους δε μας αναζήτησαν ούτε επιτέθηκαν στον καταυλισμό μας· αλλά, αντί γι’ αυτό, έφυγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για το Ίσενγκαρντ. Φαντάστηκαν πως είχαν πιάσει το Δαχτυλιδοκουβαλητή και τον πιστό του σύντροφο; Δε νομίζω. Τ’ αφεντικά τους δε θα τολμούσαν να δώσουν τόσο ξεκάθαρες διαταγές στους Ορκ, ακόμη κι αν ήξεραν τόσα πολλά και οι ίδιοι· δε θα τους μιλούσαν ανοιχτά για το Δαχτυλίδι: δεν είναι έμπιστοι υπηρέτες. Αλλά νομίζω πως οι Ορκ είχαν διαταγές να πιάσουν χόμπιτ, ζωντανούς με κάθε τρόπο. Κι έγινε προσπάθεια κάποιος να ’ξεγλιστρήσει με τους πολύτιμους αιχμαλώτους πριν τη μάχη. Ίσως προδοσία, που είναι πολύ πιθανή σε τέτοιου είδους όντα· κάποιος μεγαλόσωμος και τολμηρός Ορκ μπορεί να προσπάθησε να το σκάσει με τη λεία μονάχος, για δικό του όφελος. Να, λοιπόν, αυτή είναι η ιστορία μου. Μπορεί να επινοήσουμε κι άλλες. Πάντως μπορούμε να είμαστε για κάτι σίγουροι: ένας τουλάχιστον από τους φίλους μας το ’σκασε. Κι είναι υποχρέωσή μας να τον βρούμε και να τον βοηθήσουμε πριν επιστρέψουμε στο Ρόαν. Δεν πρέπει να μας φοβίζει το Φάνγκορν, εφόσον η ανάγκη τον ανάγκασε να μπει σ’ αυτόν το σκοτεινό τόπο.
— Εγώ δεν ξέρω τι με φοβίζει περισσότερο: το Φάνγκορν ή η σκέψη του ατέλειωτου δρόμου μέσ’ απ’ το Ρόαν με τα πόδια, είπε ο Γκίμλι.
— Τότε ας πάμε στο δάσος, είπε ο Άραγκορν.
Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ο Άραγκορν βρήκε καινούρια σημάδια. Σ’ ένα σημείο, κοντά στην όχθη του Έντγουός, βρήκε αποτυπώματα: σημάδια από πόδια χόμπιτ, αλλά ήταν πολύ ξέθωρα για να βγάλει συμπέρασμα. Ύστερα ξανά κάτω από τον κορμό ενός μεγάλου δέντρου, στην άκρη άκρη του δάσους, ανακάλυψαν κι άλλα χνάρια. Η γη όμως ήταν γυμνή και στεγνή και δεν τους φανέρωσαν πολλά.
— Τουλάχιστον ένας χόμπιτ στάθηκε εδώ για λίγο και κοίταξε πίσωύστερα γύρισε και μπήκε στο δάσος, είπε ο Άραγκορν.
— Επομένως, πρέπει κι εμείς να μπούμε, είπε ο Γκίμλι. Δε μ’ αρέσει όμως η όψη αυτού του Φάνγκορν και μας έχουν προειδοποιήσει. Μακάρι το κυνηγητό να οδηγούσε κάπου αλλού!
— Δε νομίζω πως το δάσος είναι κακό. όσα κι αν λένε οι ιστορίες, είπε ο Λέγκολας.
Στάθηκε κάτω από τα πρώτα δέντρα, σκύβοντας μπροστά, λες κι άκουγε και κοίταζε μ’ ορθάνοιχτα μάτια στις σκιές.
— Όχι, δεν είναι κακό· ή ό,τι κακό κι αν έχει, βρίσκεται μακριά. Εγώ μόλις που ακούω τους πιο ξέψυχους απόηχους από σκοτεινούς τόπους, που οι καρδιές των δέντρων είναι μαύρες. Κοντά μας δεν υπάρχει κακία· υπάρχει όμως επαγρύπνηση και θυμός, συνέχισε ο Λέγκολας.
— Πάντως δεν έχει κανένα λόγο να είναι θυμωμένο μαζί μου, είπε ο Γκίμλι. Δεν του ’χω κάνει κανένα κακό.
— Ευτυχώς, είπε ο Λέγκολας. Πάντως έχει υποφέρει από κακό. Κάτι γίνεται μέσα ή πρόκειται να γίνει. Δε νιώθετε την ένταση; Εμένα μου κόβει την αναπνοή.
— Νιώθω την ατμόσφαιρα βαριά, είπε ο Νάνος. Τούτο το δάσος είναι πιο φωτεινό απ’ το Δάσος της Σκοτεινιάς, αλλά είναι όμως παλιωμένο και μυρίζει μούχλα.
— Είναι γέρικο, πολύ γέρικο, είπε το Ξωτικό. Τόσο γέρικο, που εγώ νιώθω ξανά νέος, σχεδόν τόσο, όσο δεν έχω νιώσει από τότε που ταξιδεύω μαζί σας, παιδιά. Είναι γέρικο και γεμάτο αναμνήσεις. Θα μπορούσα να ’μαι ευτυχισμένος εδώ, αν είχα έρθει σε μέρες ειρηνικές.
— Δεν αμφιβάλλω, ξεφύσησε ο Γκίμλι. Έτσι κι αλλιώς, Ξωτικό του δάσους είσαι, αν κι όλων των ειδών τα Ξωτικά είναι παράξενα. Πάντως με παρηγορείς. Θα πάω όπου πας. Αλλά έχε πρόχειρο το τόξο σου κι εγώ θα ’χω το πελέκι μου λυτό στη ζώνη μου. Όχι για να το χρησιμοποιήσω ενάντια στα δέντρα, πρόσθεσε γρήγορα, κοιτάζοντας ψηλά το δέντρο που ήταν από πάνω τους. Δεν έχω όρεξη ν’ ανταμώσω εκείνο το γέρο απροετοίμαστος, χωρίς κάτι πρόχειρο για κουβέντα, αυτό είναι όλο. Πάμε!
Και μ’ αυτά οι τρεις κυνηγοί μπήκαν στο δάσος του Φάνγκορν. Ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι άφησαν την ιχνηλασία στον Άραγκορν. Δεν είχε σχεδόν τίποτα να δει. Το χώμα του δάσους ήταν στεγνό και σκεπασμένο με πεσμένα φύλλα· αλλά κάνοντας την υπόθεση πως οι φυγάδες θα έμεναν κοντά στο νερό, γύριζε συχνά στις όχθες του ποταμιού. Κι έτσι έφτασε στο μέρος που ο Μέρι κι ο Πίπιν είχαν πιει κι είχαν πλύνει τα πόδια τους. Εκεί όλοι μπορούσαν να δουν καθαρά τ’ αποτυπώματα από δύο χόμπιτ, τα πρώτα λίγο μικρότερα από τ’ άλλα.
— Τούτα είναι καλά νέα, είπε ο Άραγκορν. Όμως τα σημάδια είναι δύο ημερών. Και φαίνεται πως οι χόμπιτ άφησαν το νερό ύστερα από δω.
— Κι εμείς τι θα κάνουμε τώρα; είπε ο Γκίμλι. Δεν μπορούμε να τους κυνηγάμε απ’ άκρη σ’ άκρη του Φάνγκορν. Έχουμε έρθει χωρίς αρκετή τροφή. Αν δεν τους βρούμε γρήγορα, δε θα μπορέσουμε να τους προσφέρουμε τίποτα, εκτός απ’ το να καθίσουμε πλάι τους και ν’ αποδείξουμε τη φιλία μας πεθαίνοντας της πείνας όλοι μαζί.
— Αν μόνο αυτό μας μένει να κάνουμε, τότε θα πρέπει να το κάνουμε, είπε ο Άραγκορν. Πάμε.
Τέλος, έφτασαν στην απόκρημνη ανηφοριά του Λόφου του Δεντρογένη και κοίταξαν ψηλά το βραχότοιχο με τα απότομα σκαλιά του που οδηγούσαν στο ψηλό πλατύσκαλο. Ακτίνες του ήλιου περνούσαν ανάμεσα απ’ τα Βιαστικά σύννεφα και το δάσος τώρα έδειχνε λιγότερο γκρίζο και θλιβερό.
— Ελάτε ν’ ανεβούμε και να κοιτάξουμε γύρω μας! είπε ο Λέγκολας. Νιώθω ακόμα την αναπνοή μου κομμένη. Θα ’θελα να αναπνεύσω για λίγο πιο ελεύθερο αέρα.
Οι σύντροφοι ανέβηκαν. Ο Άραγκορν ήρθε τελευταίος, προχωρώντας αργά: εξέταζε με προσοχή τα σκαλοπάτια και τις προεξοχές.
— Είμαι σχεδόν σίγουρος πως οι χόμπιτ έχουν ανέβει εδώ, είπε. Αλλά έχει κι άλλα σημάδια, πολύ παράξενα σημάδια, που δεν τα καταλαβαίνω. Θα δούμε άραγε τίποτα από δω πάνω, που να μας βοηθήσει να μαντέψουμε προς τα πού να πήγαν μετά;
Στάθηκε και κοίταξε γύρω, αλλά δεν είδε τίποτα που να χρησίμευε σε κάτι. Το πλατύσκαλο έβλεπε νότια κι ανατολικά· αλλά μόνο ανατολικά ήταν ανοιχτή η θέα. Προς τα κει μπορούσε να δει τις κορφές των δέντρων να κατηφορίζουν στη σειρά κατά την πεδιάδα απ’ όπου είχαν έρθει.
— Ταξιδέψαμε κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο, είπε ο Λέγκολας. Θα μπορούσαμε όλοι μαζί να είχαμε έρθει εδώ ασφαλισμένοι, αν αφήναμε το Μεγάλο Ποταμό τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα και τραβούσαμε δυτικά. Ελάχιστοι μπορούν να προβλέψουν πού θα τους βγάλει ο δρόμος, πριν φτάσουν στο τέρμα.
— Αλλά δε θέλαμε να ’ρθούμε στο Φάνγκορν, είπε ο Γκίμλι.
— Να όμως που εδώ είμαστε — και ωραία πιαστήκαμε στο δίχτυ, είπε ο Λέγκολας. Κοίτα!
— Τι να κοιτάξω; είπε ο Γκίμλι.
— Εκεί, στα δέντρα.
— Πού; Εγώ δεν έχω μάτια ξωτικού.
— Σουτ! Μίλα σιγά! Κοίτα! είπε ο Λέγκολας δείχνοντας. Κάτω στο δάσος, από κει που ήρθαμε τώρα μόλις. Αυτός είναι. Δεν τον βλέπεις πώς περνάει από δέντρο σε δέντρο;
— Βλέπω, βλέπω τώρα! σφύριξε ο Γκίμλι. Δες, Άραγκορν! Δε σε προειδοποίησα; Είναι ο γέρος. Όλος στα γκρίζα βρόμικα κουρέλια: γι’ αυτό δεν τον έβλεπα στην αρχή.
Ο Άραγκορν κοίταξε και είδε μια σκυφτή μορφή να προχωράει αργά. Δεν ήταν μακριά. Έμοιαζε σαν γερο-ζητιάνος, που Βάδιζε κουρασμένα, γέρνοντας σ’ ένα χοντρό ραβδί. Το κεφάλι του ήταν σκυφτό και δεν κοίταζε προς το μέρος τους. Σ’ άλλους τόπους θα τον είχαν χαιρετήσει με λόγια ευγενικά· αλλά τώρα στέκονταν σιωπηλοί, νιώθοντας ο καθένας τους μια παράξενη αίσθηση αναμονής· πλησίαζε κάτι που είχε κρυμμένη δύναμη — ή απειλή.
Ο Γκίμλι κοίταζε με μάτια τεντωμένα για λίγο, καθώς, βήμα το βήμα, η μορφή πλησίαζε. Ύστερα ξαφνικά, μην μπορώντας να κρατηθεί άλλο, ξέσπασε:
— Το τόξο σου, Λέγκολας! Τέντωσέ το! Ετοιμάσου! Είναι ο Σάρουμαν. Μην τον αφήσεις να μιλήσει ή να μας κάνει μάγια! Χτύπα πρώτα!
Ο Λέγκολας πήρε το τόξο του και το ετοίμασε, αργά, λες και κάποια άλλη θέληση του αντιστεκόταν. Κρατούσε ένα βέλος χαλαρά στο χέρι του, αλλά δεν το έβαζε στη χορδή. Ο Άραγκορν στεκόταν σιωπηλός, το πρόσωπό του ήταν προσεκτικό, γεμάτο υπερένταση.
— Γιατί περιμένεις; Τι σ’ έπιασε; είπε ο Γκίμλι μ’ ένα σφυριχτό ψίθυρο.
— Ο Λέγκολας έχει δίκιο, είπε ο Άραγκορν ήσυχα. Δεν μπορούμε να χτυπήσουμε ένα γέροντα έτσι, ανύποπτο και δίχως προειδοποίηση, οποιαδήποτε αμφιβολία κι αν μας κατέχει. Περιμένετε κι έχετε το νου σας!
Εκείνη τη στιγμή ο γέρος τάχυνε το βήμα του κι έφτασε μ’ εκπληκτική ταχύτητα στη βάση του βραχότοιχου. Τότε ξαφνικά κοίταξε ψηλά, ενώ εκείνοι ακίνητοι κοίταζαν κάτω. Δεν ακουγόταν το παραμικρό.
Δεν μπορούσαν να δουν το πρόσωπο του, γιατί φορούσε κουκούλα και πάνω απ’ αυτή φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο, έτσι που όλα του τα χαρακτηριστικά ήταν στη σκιά, εκτός από την άκρη της μύτης του και της γκρίζας γενειάδας του. Φάνηκε όμως στον Άραγκορν πως είδε το γυάλισμα των ματιών του, κοφτερό και λαμπερό, κάτω απ’ τη σκιά των κουκουλωμένων του φρυδιών.
Τέλος ο γέρος έσπασε τη σιωπή:
— Καλά κι ανταμώνουμε, φίλοι μου, είπε μ’ απαλή φωνή. Θέλω πολύ να σας μιλήσω. Θα κατεβείτε ή ν’ ανέβω εγώ;
Χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε ν’ ανεβαίνει.
— Τώρα! φώναξε ο Γκίμλι. Σταμάτα τον, Λέγκολας!
— Δεν είπα πως θέλω να σας μιλήσω; είπε ο γέροντας. Άφησε το τόξο, κύριε Ξωτικέ!
Το τόξο και το βέλος έπεσαν από τα χέρια του Λέγκολας και τα χέρια του κρεμάστηκαν χαλαρά στα πλευρά του.
— Κι εσύ, κύριε Νάνε, σε παρακαλώ, πάρε το χέρι σου από τη λαβή του τσεκουριού σου, ώσπου ν’ ανέβω. Δε θα χρειαστείς τέτοιου είδους όπλα για συζήτηση.
Ο Γκίμλι τινάχτηκε κι ύστερα έμεινε ακίνητος σαν πέτρα, κοιτάζοντας με μάτια γουρλωμένα, ενώ ο γέρος ανέβαινε πηδώντας τα ανώμαλα σκαλοπάτια, ευλύγιστος σαν κατσίκι. Όλη η κούραση έδειχνε να του ’χει φύγει. Καθώς ανέβηκε στο πλατύσκαλο κάτι φώτισε, πολύ σύντομα για σιγουριά, μια γρήγορη λάμψη από άσπρο, λες και κάποιο ρούχο που το έκρυβαν τα γκρίζα κουρέλια να είχε αποκαλυφθεί για μια στιγμή. Ο Γκίμλι πήρε μια βαθιά ανάσα που ακούστηκε σαν δυνατό σφύριγμα μες στη σιωπή.
— Καλά ανταμώνουμε, λέω ξανά! είπε ο γέρος πλησιάζοντάς τους.
Όταν έφτασε σε λίγα πόδια απόσταση, στάθηκε, γέρνοντας στο ραβδί του, με το κεφάλι μπροστά, κοιτάζοντάς τους ερευνητικά κάτω απ’ την κουκούλα του.
— Και τι μπορεί να κάνετε στα μέρη αυτά; Ένα Ξωτικό, ένας Άνθρωπος κι ένας Νάνος, όλοι ντυμένοι με τρόπο ξωτικό; Σίγουρα υπάρχει πίσω απ’ όλα αυτά κάποια ιστορία που ν’ αξίζει να την ακούσει κανείς. Σπάνια βλέπει κανείς κάτι τέτοιο εδώ πέρα.
— Μιλάς σαν κάποιος που ξέρει καλά το Φάνγκορν, είπε ο Άραγκορν. Έτσι δεν είναι;
— Όχι καλά, είπε ο γέροντας: κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν πολλές ζωές για να γίνει. Αλλά έρχομαι εδώ πότε πότε.
— Μπορούμε να μάθουμε τ’ όνομά σου κι ύστερα ν’ ακούσουμε τι έχεις να μας πεις; είπε ο Άραγκορν. Το πρωινό περνά κι έχουμε δουλειά που δεν περιμένει.
— Όσο για το τι έχω να σας πω, το είπα: Τι γυρεύετε και τι έχετε να πείτε για τον εαυτό σας; Όσο για τ’ όνομά μου!
Σταμάτησε κι έβαλε τα γέλια πολλή ώρα σιγανά. Ο Άραγκορν ένιωσε μια ανατριχίλα να τον διαπερνά στο άκουσμα, μια παράξενη κρύα συγκίνηση· κι όμως, δεν ήταν ούτε φόβος ούτε τρόμος που ένιωθε: ήταν μάλλον σαν το ξάφνιασμα του διαπεραστικού αέρα ή το μαστίγωμα της παγωμένης βροχής που ξυπνά κάποιον που κοιμάται ανήσυχα.
— Τ’ όνομά μου! είπε ο γέρος ξανά. Δεν το ’χετε μαντέψει ακόμα; Το έχετε ξανακούσει, νομίζω. Ναι, το έχετε ξανακούσει. Αλλά ελάτε τώρα, πού είναι η ιστορία σας;
Οι τρεις σύντροφοι στέκονταν σιωπηλοί δίχως να δίνουν απάντηση.
— Υπάρχουν μερικοί που θ’ άρχιζαν ν’ αμφιβάλλουν για το πόσο αξίζει να πείτε ποια είναι η αποστολή σας, είπε ο γέροντας. Ευτυχώς, εγώ κάτι ξέρω γι’ αυτή. Ακολουθείτε τα χνάρια δύο νεαρών χόμπιτ, πιστεύω. Ναι, χόμπιτ. Μη γουρλώνετε τα μάτια σας, λες και ποτέ δεν έχετε ξανακούσει αυτό το παράξενο όνομα. Κι εσείς το ’χετε ακούσει κι εγώ. Λοιπόν, σκαρφάλωσαν εδώ πάνω προχθές· και συνάντησαν κάποιον που δεν τον περίμεναν. Σας παρηγορεί αυτό; Και τώρα θα θέλατε να μάθετε πού έχουν πάει; Λοιπόν, λοιπόν, ίσως μπορέσω να σας δώσω μερικές πληροφορίες γι’ αυτό. Αλλά γιατί στεκόμαστε; Η αποστολή σας, Βλέπετε, δεν είναι πια τόσο επείγουσα, όσο νομίζατε. Ας καθίσουμε πιο βολικά.
Ο γέροντας γύρισε και πήγε σ’ ένα σωρό πεσμένες πέτρες και βράχια στη βάση του γκρεμού πίσω. Αμέσως, λες και είχαν λυθεί τα μάγια, οι άλλοι χαλάρωσαν και κουνήθηκαν. Το χέρι του Γκίμλι πήγε αμέσως στη λαβή του τσεκουριού του. Ο Άραγκορν τράβηξε το σπαθί του κι ο Λέγκολας μάζεψε από κάτω το τόξο του.
Ο γέρος δεν έδωσε σημασία, αλλά έσκυψε και κάθισε σε μια χαμηλή επίπεδη πέτρα. Τότε ο γκρίζος μανδύας του άνοιξε και είδαν, πέρα από κάθε αμφιβολία, πως από μέσα ήταν ντυμένος στα κάτασπρα.
— Σάρουμαν! φώναξε ο Γκίμλι, ορμώντας κατά πάνω του με το τσεκούρι στο χέρι. Μίλα! Πες μας πού έχεις κρύψει τους φίλους μας! Τι τους έχεις κάνει: Μίλα, ειδαλλιώς θα κάνω τέτοιο βούλιαγμα στο καπέλο σου, που ακόμα κι ένας μάγος θα δυσκολευτεί να το τακτοποιήσει!
Μα ο γέρος ήταν πιο γρήγορος απ’ αυτόν. Σηκώθηκε και μ’ ένα πήδημα βρέθηκε στην κορφή ενός μεγάλου βράχου. Εκεί στάθηκε, ψηλώνοντας ξαφνικά, σαν πύργος πάνωθέ τους. Πέταξε την κουκούλα και τα γκρίζα κουρέλια. Τ άσπρα του ρούχα άστραφταν. Σήκωσε ψηλά το ραβδί του και το τσεκούρι του Γκίμλι τινάχτηκε από το χέρι του κι έπεσε βροντώντας στη γη. Το σπαθί του Άραγκορν, μουδιασμένο στο ακίνητο χέρι του, άστραψε με ξαφνική φωτιά. Ο Λέγκολας έβγαλε μια δυνατή κραυγή και τόξεψε ένα βέλος ψηλά στον αέρα — έγινε φλόγινη αστραπή και χάθηκε.
— Μιθραντίρ! φώναξε. Μιθραντίρ!
— Καλά ανταμώνουμε, σου ξαναλέω, Λέγκολας! είπε ο γέροντας. Όλοι τον κοίταζαν. Τα μαλλιά του ήταν κάτασπρα σαν το χιόνι στο φως του ήλιου κι άσπρη λαμπερή ήταν η φορεσιά του· τα μάτια του, κάτω απ’ τα πυκνά του φρύδια, γυάλιζαν και διαπερνούσαν σαν τις ακτίνες του ήλιου· στα χέρια του είχε δύναμη. Με απορία, χαρά και φόβο στέκονταν και δεν έβρισκαν λόγια να πουν. Τέλος κουνήθηκε ο Άραγκορν.
— Γκάνταλφ! είπε. Μας ξανάρχεσαι ανέλπιστα, τώρα που έχουμε ανάγκη! Τι πέπλο σκέπαζε τα μάτια μου; Γκάνταλφ!
Ο Γκίμλι δεν είπε τίποτα, αλλά έπεσε στα γόνατα, σκεπάζοντας τα μάτια του.
— Γκάνταλφ, επανέλαβε ο γέροντας, λες και ανακαλούσε από τα βάθη της μνήμης του μια λέξη που ’χε καιρό να χρησιμοποιήσει. Ναι, αυτό ήταν τ’ όνομα. Ήμουν ο Γκάνταλφ.
Κατέβηκε απ’ το βράχο και μαζεύοντας από χάμω τον γκρίζο του μανδύα τον τύλιξε γύρω του. Τους φάνηκε λες και πρώτα έλαμπε ο ήλιος, αλλά τώρα κρύφτηκε πάλι στα σύννεφα.
— Ναι, μπορείτε να με λέτε ακόμα Γκάνταλφ, είπε κι η φωνή ήταν η φωνή του παλιού τους φίλου κι οδηγού. Σήκω πάνω, καλέ μου Γκίμλι! Δε σε κατηγορώ και δεν έχω πάθει τίποτα. Και στ’ αλήθεια, φίλοι μου, κανείς σας δεν έχει όπλο που θα μπορούσε να μου κάνει κακό. Χαρείτε! Ανταμώνουμε ξανά! Στο γύρισμα της παλίρροιας. Η μεγάλη καταιγίδα έρχεται, αλλά η παλίρροια άρχισε να υποχωρεί.
Ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι του Γκίμλι και ο Νάνος κοίταξε πάνω και γέλασε ξαφνικά.
— Γκάνταλφ! είπε. Μα είσαι ντυμένος κάτασπρα!
— Ναι, είμαι άσπρος τώρα, είπε ο Γκάνταλφ. Στην πραγματικότητα είμαι ο Σάρουμαν, θα μπορούσε σχεδόν να πει κανείς, ο Σάρουμαν όπως θα έπρεπε να ήταν. Αλλά ελάτε τώρα, πείτε μου τα δικά σας! Εγώ έχω περάσει από φωτιά κι από βαθύ νερό, από τότε που χωρίσαμε. Έχω ξεχάσει πολλά απ’ αυτά που νόμιζα πως ήξερα κι έχω ξαναμάθει πολλά απ’ αυτά που είχα λησμονήσει. Μπορώ να δω πολλά πράγματα που βρίσκονται μακριά, αλλά πολλά που είναι κοντά δεν μπορώ να τα δω. Πείτε μου τα νέα σας!
— Τι θέλεις να μάθεις; είπε ο Άραγκορν. Γιατί όλα όσα έγιναν, από τότε που χωριστήκαμε στη γέφυρα, είναι μεγάλη ιστορία. Δε μας λες πρώτα νέα για τους χόμπιτ; Τους βρήκες, είναι ασφαλισμένοι;
— Όχι, δεν τους βρήκα, είπε ο Γκάνταλφ. Απλωνόταν σκοτεινιά πάνω απ’ τις κοιλάδες του Έμιν Μιούιλ κι εγώ δεν ήξερα για την αιχμαλωσία τους, ώσπου μου το είπε ο αετός.
— Ο αετός! είπε ο Λέγκολας. Έχω δει έναν αετό ψηλά, πολύ μακριά· την τελευταία φορά τρεις μέρες πριν, πάνω απ’ το Έμιν Μιούιλ.
— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ, ήταν ο Γκουάιχιρ ο Άρχοντας του Ανέμου, που μ’ έσωσε απ’ το Όρθανκ. Τον έστειλα πριν από μένα να κατασκοπεύσει τον Ποταμό και να συγκεντρώσει πληροφορίες. Έχει μάτι κοφτερό, αλλά δεν μπορεί να δει κι όλα όσα περνούν κάτω απ’ τους λόφους και τα δέντρα. Μερικά τα είδε αυτός κι άλλα τα είδα εγώ ο ίδιος. Το Δαχτυλίδι τώρα βρίσκεται πέρα από τη δική μου βοήθεια, ή τη βοήθεια του οποιουδήποτε απ’ την Ομάδα που ξεκίνησε απ’ το Σκιστό Λαγκάδι. Παραλίγο ν’ αποκαλυφθεί στον Εχθρό, αλλά γλίτωσε. Έπαιξα κι εγώ ρόλο σ’ αυτό, γιατί ήμουν καθισμένος σ’ έναν ψηλό τόπο και πάλεψα με το Μαύρο Πύργο· και η Σκιά πέρασε. Ύστερα ήμουν κουρασμένος, πολύ κουρασμένος· και βάδισα πολύ με μαύρες σκέψεις.
— Ξέρεις, λοιπόν, για το Φρόντο! είπε ο Γκίμλι. Πώς πάνε γι’ αυτόν τα πράγματα;
— Δεν μπορώ να πω. Γλίτωσε από μεγάλο κίνδυνο, θανάσιμο, αλλά βρίσκονται πολλοί ακόμα μπροστά του. Αποφάσισε να πάει μονάχος στη Μόρντορ και ξεκίνησε· αυτό είναι όλο κι όλο που μπορώ να πω.
— Όχι μονάχος, είπε ο Λέγκολας. Νομίζουμε πως πήγε κι ο Σαμ μαζί του.
— Ναι! είπε ο Γκάνταλφ κι είχε μια λάμψη στη ματιά κι ένα χαμόγελο στα χείλη. Πήγε στ’ αλήθεια; Αυτό είναι νέο για μένα, όμως δε μου προξενεί καμιά έκπληξη. Καλό! Πολύ καλό! Μου ξαλαφρώνετε την καρδιά. Πρέπει να μου πείτε περισσότερα. Καθίστε τώρα κοντά μου και διηγηθείτε μου το ταξίδι σας.
Οι σύντροφοι κάθισαν καταγής στα πόδια του κι ο Άραγκορν άρχισε την ιστορία. Για πολλή ώρα ο Γκάνταλφ δεν έλεγε τίποτα και δεν έκανε καμιά ερώτηση. Είχε απλωμένα τα χέρια του στα γόνατά του και τα μάτια του ήταν κλειστά. Τέλος, όταν ο Άραγκορν μίλησε για το θάνατο του Μπορομίρ και για το στερνό του ταξίδι στο Μεγάλο Ποταμό, ο γέροντας αναστέναξε.
— Δεν τα είπες όλα, όσα ξέρεις ή μαντεύεις, φίλε μου Άραγκορν, είπε ήσυχα. Καημένε Μπορομίρ! Δεν μπόρεσα να δω τι του συνέβηκε. Ήταν σκληρή δοκιμασία για τέτοιον άντρα: πολεμιστή κι άρχοντα των ανθρώπων. Η Γκαλάντριελ μου είπε πως Βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο. Αλλά στο τέλος γλίτωσε. Χαίρομαι. Δεν ήταν μάταιο που οι νεαροί χόμπιτ ήρθαν μαζί μας, έστω κι αν ήταν μόνο για το καλό του Μπορομίρ. Αλλ’ αυτός δεν είναι ο μοναδικός ρόλος που έχουν να παίξουν. Ήρθαν στο Φάνγκορν κι ο ερχομός τους είναι σαν τα μικρά πετραδάκια που κατρακυλούν και ξεκινούν μια χιονοστιβάδα στα βουνά. Ακόμα, και τώρα εδώ που μιλάμε, ακούω τα πρώτα υπόκωφα βουητά. Ο Σάρουμαν καλά θα κάνει να μην πιαστεί έξω από το σπίτι του, όταν το φράγμα θα σπάσει!
— Σ’ ένα πράγμα δεν έχεις αλλάξει, καλέ μου φίλε, είπε ο Άραγκορν. Εξακολουθείς να μιλάς με γρίφους.
— Τι; Γρίφους; είπε ο Γκάνταλφ. Όχι! Μονολογούσα.
Μια συνήθεια των ηλικιωμένων, που διαλέγουν τον πιο σοφό απ’ τους παρόντες να του μιλήσουν οι μακριές εξηγήσεις που χρειάζονται οι νέοι είναι κουραστικές.
Γέλασε, αλλά το γέλιο τώρα φαινόταν ζεστό και καλοσυνάτο σαν μια ακτίνα του ήλιου.
— Εγώ δεν είμαι νέος πια, ούτε και με το μέτρημα των Ανθρώπων των Αρχαίων Οίκων, είπε ο Άραγκορν. Δε θα μου αποκαλύψεις πιο ξεκάθαρα τη σκέψη σου;
— Λοιπόν, τι να πω; είπε ο Γκάνταλφ και σταμάτησε για λίγο βυθισμένος σε σκέψεις. Να, με λίγα λόγια, πώς βλέπω τα πράγματα αυτή τη στιγμή, αν θέλεις να ξέρεις τι σκέπτομαι, όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρα. Ο Εχθρός, φυσικά, ξέρει από πολύν καιρό πως το Δαχτυλίδι βρίσκεται έξω κι ότι το έχει κάποιος χόμπιτ. Ξέρει τώρα τον αριθμό των ατόμων της Ομάδας μας που ξεκίνησε απ’ το Σκιστό Λαγκάδι και τι είναι ο καθένας μας. Αλλ’ ακόμα δεν μπορεί να καταλάβει καθαρά το σκοπό μας. Υποθέτει πως όλοι πάμε στη Μίνας Τίριθ· γιατί αυτό θα ’χε κάνει εκείνος στη θέση μας. Και, σύμφωνα με τη σοφία του, κάτι τέτοιο θ’ αποτελούσε βαρύ χτύπημα στη δύναμή του. Και στ’ αλήθεια φοβάται πολύ, μην ξέροντας ποιος πανίσχυρος μπορεί να παρουσιαστεί ξαφνικά και, φορώντας το Δαχτυλίδι, να του επιτεθεί, γυρεύοντας να τον ρίξει και να του πάρει τη θέση. Το ότι εμείς θέλουμε να τον ανατρέψουμε και να μην έχουμε κανένα στη θέση του, δεν είναι κάτι που του περνά απ’ το μυαλό. Κι ότι θα θελήσουμε να καταστρέψουμε το ίδιο το Δαχτυλίδι, δεν έχει περάσει ούτε κι απ’ το πιο σκοτεινό του όνειρο. Και σ’ αυτό, χωρίς αμφιβολία, θα δείτε πως βρίσκεται η καλή μας τύχη κι ελπίδα. Γιατί, επειδή φαντάζεται πόλεμο, έχει εξαπολύσει πόλεμο, πιστεύοντας πως δεν έχει καιρό για χάσιμο· γιατί αυτός που δίνει το πρώτο χτύπημα, αν το δώσει μ’ αρκετή δύναμη, μπορεί και να μη χρειαστεί να χτυπήσει ξανά. Έτσι, τις δυνάμεις, που από πολύν καιρό προετοιμάζει, τώρα τις κινητοποιεί πιο γρήγορα απ’ ό,τι σκόπευε. Σοφός ανόητος. Γιατί αν είχε χρησιμοποιήσει όλη του τη δύναμη να φρουρήσει τη Μόρντορ, ώστε κανείς να μην μπορεί να μπει, κι αν έβαζε όλη του την πανουργία στο κυνηγητό του Δαχτυλιδιού, τότε πραγματικά θα είχε σβήσει κάθε ελπίδα: ούτε το Δαχτυλίδι ούτε ο κουβαλητής δε θα μπορούσαν για πολύν καιρό να του ξεφύγουν. Αλλά τώρα το μάτι του κοιτάζει έξω, αντί μέσα στη χώρα του· και κοιτάζει κυρίως κατά τη Μίνας Τίριθ. Πολύ γρήγορα η δύναμή του θα πέσει πάνω της σαν καταιγίδα.
»Γιατί ξέρει κιόλας πως οι απεσταλμένοι, που έστειλε να στήσουν καρτέρι στην Ομάδα, έχουν ξανά αποτύχει. Δεν έχουν βρει το Δαχτυλίδι. Ούτε έχουν φέρει τίποτα χόμπιτ για ομήρους. Αν είχαν καταφέρει έστω κι αυτό, θα ήταν βαρύ χτύπημα για μας, ίσως θανάσιμο. Αλλά ας μην πικραινόμαστε άδικα προσπαθώντας να φανταστούμε σε τι δοκιμασίες θα έμπαινε η ευγενική τους πίστη στο Μαύρο Πύργο. Γιατί ο Εχθρός έχει αποτύχει — ως τώρα. Ας είναι καλά ο Σάρουμαν.
— Δηλαδή, δεν είναι προδότης ο Σάρουμαν; είπε ο Γκίμλι.
— Και βέβαια είναι, είπε ο Γκάνταλφ. Διπλά. Και δεν είναι παράξενο; Τίποτα απ’ όσα έχουμε υποστεί τελευταία δεν έχει φανεί τόσο λυπηρό, όσο η προδοσία του Ίσενγκαρντ. Ακόμα κι αν απλά τον υπολογίσουμε σαν άρχοντα κι αρχηγό, ο Σάρουμαν έχει γίνει πολύ δυνατός. Απειλεί τους Άντρες του Ρόαν κι εμποδίζει να δώσουν τη βοήθειά τους στη Μίνας Τίριθ, τώρα που το κυρίως χτύπημα πλησιάζει απ’ την Ανατολή. Ένα προδοτικό όπλο όμως είναι πάντα κίνδυνος για το χέρι που το κρατά. Είχε και ο Σάρουμαν την ιδέα να πιάσει το Δαχτυλίδι για τον εαυτό του, ή τουλάχιστο να πιάσει στα δίχτυα του μερικούς χόμπιτ για τους δολερούς του σκοπούς. Έτσι, αναμεταξύ τους, οι εχθροί μας το μόνο που κατάφεραν ήταν να φέρουν το Μέρι και τον Πίπιν με θαυμαστή ταχύτητα στο Φάνγκορν, πάνω στην ώρα ακριβώς, ενώ διαφορετικά αυτοί ποτέ δε θα είχαν έρθει!
»Επίσης νέες αμφιβολίες τους έζωσαν, που χαλούν τα σχέδιά τους. Κανένα νέο απ’ τη μάχη δε θα φτάσει στη Μόρντορ, χάρη στους Καβαλάρηδες του Ρόαν αλλά ο Μαύρος Άρχοντας ξέρει πως δύο χόμπιτ αιχμαλωτίστηκαν στο Έμιν Μιούιλ και μεταφέρθηκαν κατά το Ίσενγκαρντ παρά τη θέληση των δικών του υπηρετών. Τώρα έχει να φοβάται και το Ίσενγκαρντ μαζί με τη Μίνας Τίριθ. Αν πέσει η Μίνας Τίριθ, ο Σάρουμαν θα την έχει άσχημα.
— Κρίμα που οι φίλοι μας βρίσκονται ανάμεσα, είπε ο Γκίμλι. Αν συνόρευε το Ίσενγκαρντ με τη Μόρντορ, τότε αυτοί θα πολεμούσαν κι εμείς θα παρακολουθούσαμε και θα περιμέναμε.
— Ο νικητής θα έβγαινε δυνατότερος κι απ’ τους δύο και απαλλαγμένος από κάθε αμφιβολία, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά το Ίσενγκαρντ δεν μπορεί να τα βάλει με τη Μόρντορ, αν δεν αποκτήσει πρώτα το Δαχτυλίδι ο Σάρουμαν. Αυτό, όμως, ποτέ δε θα το καταφέρει τώρα. Ακόμα δεν ξέρει τον κίνδυνο που διατρέχει. Είναι πολλά που δεν ξέρει. Ήταν τόσο ανυπόμονος να βάλει χέρι στη λεία του, που δεν περίμενε στο σπίτι του, αλλά βγήκε να κατασκοπεύσει τους απεσταλμένους του. Μα έφτασε πολύ αργά, αυτή τη φορά, και η μάχη είχε τελειώσει πολύ πριν φτάσει σ’ αυτά τα μέρη και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να βοηθήσει. Δεν έμεινε πολύ εδώ. Εγώ διαβάζω τη σκέψη του και βλέπω την αμφιβολία του. Δεν ξέρει από δάση. Πιστεύει πως οι καβαλάρηδες τους έκοψαν και τους έκαψαν όλους στο πεδίο της μάχης· αλλά δεν ξέρει αν οι Ορκ έφερναν κανέναν αιχμάλωτο ή όχι. Και δεν ξέρει για τον καβγά ανάμεσα στους υπηρέτες του και στους Ορκ της Μόρντορ· ούτε ξέρει για το Φτερωτό Αγγελιαφόρο.
— Το Φτερωτό Αγγελιαφόρο! φώναξε ο Λέγκολας. Τον σκότωσα με το τόξο της Γκαλάντριελ πάνω απ’ το Σαρν Γκεμπίρ και τον έριξα απ’ τον ουρανό. Μας πλημμύρισε όλους φόβο. Τι νέος τρόμος είναι αυτός;
— Κάποιος, που δεν μπορείς να σκοτώσεις με βέλη, είπε ο Γκάνταλφ. Σκότωσες μονάχα το άτι του. Ήταν καλή δουλειά· αλλά ο Καβαλάρης πήρε άλλο γρήγορα. Γιατί ήταν ένας Νάζγκουλ, ένας από τους Εννέα που τώρα ιππεύουν φτερωτά άτια. Πολύ γρήγορα ο τρόμος τους θα σκιάσει τα τελευταία στρατεύματα των φίλων μας, κρύβοντας τον ήλιο. Αλλά δεν έχουν ακόμα πάρει άδεια να περάσουν το Ποτάμι κι ο Σάρουμαν δεν ξέρει αυτό το καινούριο σχήμα που έχουν ντυθεί τα Δαχτυλιδοφαντάσματα. Η σκέψη του είναι πάντα στο Δαχτυλίδι. Ήταν στη μάχη; Βρέθηκε; Τι θα γίνει αν ο Θέοντεν, ο Άρχοντας του Μαρκ, το βρει και μάθει τη δύναμή του; Αυτός είναι ο κίνδυνος που βλέπει κι έχει τρέξει πίσω στο Ίσενγκαρντ να διπλασιάσει και να τριπλασιάσει την επίθεσή του στο Ρόαν. Κι όλη αυτή την ώρα υπάρχει ένας άλλος κίνδυνος, πολύ κοντά, που δεν τον βλέπει, απασχολημένος με τις πύρινες σκέψεις του. Έχει ξεχάσει το Δεντρογένη.
— Τώρα τα λες πάλι στον εαυτό σου, είπε ο Άραγκορν μ’ ένα χαμόγελο. Δεν τον ξέρω το Δεντρογένη. Κι έχω μαντέψει μέρος της διπλής προδοσίας του Σάρουμαν αλλά, όμως, δε βλέπω τι σκοπό εξυπηρέτησε ο ερχομός δύο χόμπιτ στο Φάνγκορν, εκτός από το να μας ταλαιπωρήσει μ’ ένα μεγάλο κι άκαρπο κυνηγητό.
— Για μια στιγμή! φώναξε ο Γκίμλι. Είναι και κάτι άλλο που θα ’θελα να ξέρω. Ήσουν εσύ, Γκάνταλφ, ή ο Σάρουμαν αυτός που είδαμε χθες βράδυ;
— Εμένα σίγουρα δε με είδατε, απάντησε ο Γκάνταλφ, άρα θα πρέπει να υποθέσω πως είδατε το Σάρουμαν. Είναι φανερό πως μοιάζουμε τόσο, ώστε η επιθυμία σου να μου κάνεις ανεπανόρθωτο βούλιαγμα στο καπέλο πρέπει να συγχωρεθεί.
— Ωραία, ωραία! είπε ο Γκίμλι. Χαίρομαι που δεν ήσουν εσύ. Ο Γκάνταλφ ξαναγέλασε.
— Ναι, καλέ μου Νάνε, είπε, είναι ανακούφιση να μην κάνεις σ’ όλα τα σημεία λάθος. Αυτό εγώ το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα! Αλλά, φυσικά, ποτέ δε σε κατηγόρησα για την υποδοχή που μου έκανες. Πώς θα μπορούσα να το κάνω, εγώ που έχω τόσο συχνά συμβουλέψει τους φίλους μου να υποψιάζονται ακόμα και τα χέρια τους, όταν έχουν δοσοληψίες με τον Εχθρό. Να είσαι ευλογημένος, Γκίμλι, γιε του Γκλόιν! Ίσως μια μέρα να μας δεις και τους δύο μαζί και να κρίνεις!
— Αλλά οι χόμπιτ; έκοψε ο Λέγκολας. Έχουμε κάνει πολύ δρόμο γυρεύοντάς τους κι εσύ φαίνεται να ξέρεις πού είναι. Πού είναι τώρα;
— Με το Δεντρογένη και τους Εντ, είπε ο Γκάνταλφ.
— Τους Εντ; ξεφώνισε ο Άραγκορν. Άρα υπάρχει αλήθεια στους παλιούς θρύλους γι’ αυτούς που ζουν βαθιά στα δάση και για τους γιγάντιους βοσκούς των δέντρων; Υπάρχουν ακόμα Εντ στον κόσμο; Εγώ νόμιζα πως ήταν μόνον ανάμνηση των αρχαίων ημερών, αν βέβαια ήταν κάτι παραπάνω από απλός θρύλος του Ρόαν.
— Θρύλος του Ρόαν! φώναξε ο Λέγκολας. Όχι, κάθε Ξωτικό στην Ερημιά έχει τραγουδήσει τραγούδια για τους αρχαίους Ονόντριμ και τη μακρόχρονη λύπη τους. Πάντως, κι ανάμεσά μας είναι μονάχα ανάμνηση. Αν τύχαινε και συναντούσα ένα να περπατάει ακόμα σ’ αυτόν τον κόσμο, τότε στ’ αλήθεια θα ένιωθα νέος ξανά! Αλλά Δεντρογένης δεν είναι παρά μόνον η απόδοση του Φάνγκορν στην Κοινή Γλώσσα· όμως, εσύ φαίνεται να μιλάς για κάποιο πρόσωπο. Ποιος είναι αυτός ο Δεντρογένης;
— Α! τώρα γυρεύεις πολλά, είπε ο Γκάνταλφ. Τα ελάχιστα που ξέρω απ’ τη μεγάλη κι αργόσυρτη ιστορία του θα έφτιαχναν ένα αφήγημα για το οποίο δεν έχουμε χώρα καιρό. Ο Δεντρογένης είναι ο Φάνγκορν, ο φύλακας του δάσους· είναι ο αρχαιότερος από τους Εντ, το αρχαιότερο ζωντανό πλάσμα που περπατά κάτω από τον Ήλιο σ’ αυτή εδώ τη Μέση-Γη. Πάντως, ελπίζω, Λέγκολας, πως μπορεί και να τον συναντήσεις. Ο Μέρι και ο Πίπιν ήταν τυχεροί, γιατί τον συνάντησαν εδώ ακριβώς, που καθόμαστε. Γιατί ήρθε εδώ δυο μέρες πριν και τους πήρε μακριά στην κατοικία του, στις ρίζες των βουνών. Έρχεται συχνά εδώ, ιδιαίτερα όταν είναι ανήσυχος και τον ταράζουν οι φήμες του έξω κόσμου. Τον είδα πριν τέσσερις μέρες να περπατάει ανάμεσα στα δέντρα και νομίζω πως με είδε κι αυτός, γιατί σταμάτησε· αλλά δε μίλησα, γιατί ήμουν βυθισμένος σε σκέψεις και κουρασμένος ύστερα από τον αγώνα μου με το Μάτι της Μόρντορ· κι ούτε κι αυτός μίλησε, ούτε φώναξε τ’ όνομά μου.
— Μπορεί κι αυτός να σκέφτηκε πως ήσουν ο Σάρουμαν, είπε ο Γκίμλι. Αλλά μιλάς γι’ αυτόν, λες και είναι φίλος. Εγώ νόμιζα πως το Φάνγκορν είναι επικίνδυνο.
— Επικίνδυνο! φώναξε ο Γκάνταλφ. Κι εγώ το ίδιο είμαι, πολύ επικίνδυνος· πιο επικίνδυνος απ’ ό,τι κι αν συναντήσετε, εκτός και σας φέρουν ζωντανούς μπροστά στο θρόνο του Μαύρου Άρχοντα. Και ο Άραγκορν είναι επικίνδυνος και ο Λέγκολας είναι επικίνδυνος. Είσαι περικυκλωμένος από κινδύνους, Γκίμλι γιε του Γκλόιν γιατί κι εσύ ο ίδιος, με τον τρόπο σου, είσαι επικίνδυνος. Και, βέβαια, είναι επικίνδυνο το δάσος του Φάνγκορν — κι όχι μόνο για κείνους που εύκολα υψώνουν τα τσεκούρια τους· κι ο ίδιος ο Φάνγκορν είναι κι αυτός επικίνδυνος· όμως, είναι και σοφός και καλοσυνάτος. Αλλά τώρα ο μεγάλος κι αργός θυμός του αρχίζει να ξεχειλίζει κι όλο το δάσος είναι πλημμυρισμένο απ’ αυτόν. Ο ερχομός των χόμπιτ και τα νέα που έφεραν, τον έκαναν να ξεχειλίσει· πολύ γρήγορα θα τρέχει σαν πλημμύρα· αλλά η ορμή της είναι στραμμένη εναντίον του Σάρουμαν και των τσεκουριών του Ίσενγκαρντ. Πρόκειται να συμβεί κάτι που έχει να γίνει απ’ τις Μέρες τις Παλιές: οι Εντ θα ξυπνήσουν και θ’ ανακαλύψουν πως είναι δυνατοί.
— Τι θα κάνουν; ρώτησε κατάπληκτος ο Λέγκολας.
— Δεν ξέρω, είπε ο Γκάνταλφ. Δε νομίζω πως το ξέρουν ούτε κι αυτοί. Αναρωτιέμαι.
Σώπασε με το κεφάλι σκυμμένο, Βυθισμένος σε σκέψεις.
Οι άλλοι τον κοίταξαν. Μια ακτίνα του ήλιου πέρασε μέσα από τα ταξιδιάρικα σύννεφα κι έπεσε στα χέρια του, που ήταν τώρα ακουμπισμένα, με τις παλάμες προς τα πάνω, στα γόνατά του — φάνηκαν να ’ναι γεμάτα φως, όπως ένα κύπελλο γεμάτο νερό. Τέλος σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε ίσια κατά τον ήλιο.
— Το πρωινό φεύγει, είπε. Σε λίγο πρέπει να φύγουμε.
— Θα πάμε να Βρούμε τους φίλους μας και το Δεντρογένη; ρώτησε ο Άραγκορν.
— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Δεν είναι αυτός ο δρόμος που πρέπει να πάρετε. Σας είπα λόγια ελπίδας. Μονάχα ελπίδας. Αλλά η ελπίδα δεν είναι και η νίκη. Ο πόλεμος έχει φτάσει σ’ εμάς και σ’ όλους μας τους φίλους, ένας πόλεμος στον οποίο μόνο η χρησιμοποίηση του Δαχτυλιδιού θα μπορούσε να μας δώσει σιγουριά για τη νίκη. Με γεμίζει μεγάλη λύπη και μεγάλο φόβο· γιατί πολλά θ’ αφανιστούν κι ίσως χαθούν όλα. Είμαι ο Γκάνταλφ, ο Γκάνταλφ ο Λευκός, αλλά ο Μαύρος εξακολουθεί να ’ναι πιο δυνατός.
Σηκώθηκε και κοίταξε ανατολικά, σκιάζοντας τα μάτια του, λες κι έβλεπε μακριά, πράγματα που κανείς δεν μπορούσε να δει. Ύστερα κούνησε το κεφάλι του.
— Όχι, είπε με απαλή φωνή, έχει πάει εκεί που δεν το φτάνουμε. Ας είμαστε χαρούμενοι γι’ αυτό τουλάχιστο. Δεν μπορούμε πια να μπούμε στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουμε το Δαχτυλίδι. Πρέπει να κατεβούμε κάτω και ν’ αντιμετωπίσουμε ένα θανάσιμο κίνδυνο, σχεδόν απελπισμένα, εκείνος όμως ο θανάσιμος κίνδυνος έχει απομακρυνθεί.
Στράφηκε προς τον Άραγκορν.
— Έλα, Άραγκορν γιε του Άραθορν! είπε. Μη μετανιώνεις για την εκλογή που έκανες στην κοιλάδα του Έμιν Μιούιλ, ούτε να πεις μάταιο το κυνηγητό σου. Διάλεξες ανάμεσα σε αμφιβολίες το δρόμο που φαινόταν σωστός· η εκλογή ήταν δίκαιη κι έχει ανταμειφθεί. Γιατί έτσι συναντηθήκαμε εγκαίρως, ενώ αλλιώς μπορεί να συναντιόμασταν πολύ αργά. Αλλά η αναζήτηση των συντρόφων σου τελείωσε. Το επόμενο σου ταξίδι το σημαδεύει ο λόγος που έδωσες. Πρέπει να πας στο Έντορας και να γυρέψεις το Θέοντεν στο παλάτι του. Γιατί σε χρειάζονται, Το φως του Αντούριλ πρέπει τώρα να ξεσκεπαστεί στη μάχη που τόσον καιρό την περιμένει. Έχει πόλεμο στο Ρόαν και το χειρότερο είναι πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά για το Θέοντεν.
— Δηλαδή, δε θα ξαναδούμε τους χαρωπούς μικρούς χόμπιτ; είπε ο Λέγκολας.
— Δεν είπα κάτι τέτοιο, είπε ο Γκάνταλφ. Ποιος ξέρει; Κάνε υπομονή. Πήγαινε εκεί που πρέπει να πας κι έλπιζε! Στο Έντορας! Εκεί πάω κι εγώ.
— Είναι πολύ μεγάλη απόσταση με τα πόδια είτε για νέο είτε για γέρο, είπε ο Άραγκορν. Πολύ φοβάμαι πως η μάχη θα ’χει τελειώσει πολύ πριν φτάσω εκεί.
— Θα δούμε, θα δούμε, είπε ο Γκάνταλφ. Θα ’ρθείτε τώρα μαζί μου;
— Ναι, θα ξεκινήσουμε μαζί, είπε ο Άραγκορν. Αλλά δεν αμφιβάλλω πως μπορείς να πας εκεί πριν από μένα, αν το θελήσεις.
Σηκώθηκε και κοίταξε πολλή ώρα τον Γκάνταλφ. Οι άλλοι τούς παρακολουθούσαν σιωπηλά, έτσι όπως στέκονταν και κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Η γκρίζα μορφή του Ανθρώπου, του Άραγκορν γιου του Άραθορν, ήταν ψηλή και αυστηρή, πέτρινη λες, το χέρι του πάνω στη λαβή του σπαθιού του· έμοιαζε σαν να ήταν κάποιος βασιλιάς που είχε έρθει μέσα από τις ομίχλες της θάλασσας και είχε αποβιβαστεί στις ακτές κατώτερων ανθρώπων. Μπροστά του καμπούριαζε η γέρικη μορφή, άσπρη, λαμπερή τώρα, λες κι είχε ανάψει μέσα της κάποιο φως, σκυφτή, φορτωμένη χρόνους, που κρατούσε όμως μια δύναμη πέρα απ’ τη δύναμη των βασιλιάδων.
— Δεν είπα αλήθεια, Γκάνταλφ, είπε τέλος ο Άραγκορν, πως μπορείς να πας όπου θέλεις γρηγορότερα από μένα; Και θα προσθέσω αυτό ακόμα: εσύ είσαι ο αρχηγός μας και η σημαία μας. Ο Μαύρος Άρχοντας έχει Εννέα. Αλλά εμείς έχουμε Έναν, πιο δυνατόν απ’ αυτούς: τον Άσπρο Καβαλάρη. Έχει περάσει απ’ τη φωτιά κι από την άβυσσο κι αυτοί θα τον φοβούνται. Εμείς θα πάμε όπου μας οδηγήσει.
— Ναι, μαζί θα σ’ ακολουθήσουμε, είπε ο Λέγκολας. Αλλά πρώτα, θα μου ξαλάφρωνε την καρδιά, Γκάνταλφ, αν μάθαινα τι έγινε στη Μόρια. Δε θα μας πεις; Δεν μπορείς να σταθείς ούτε για να πεις στους φίλους σου πώς σώθηκες;
— Έχω κιόλας σταθεί πάρα πολύ, απάντησε ο Γκάνταλφ. Ο καιρός είναι λίγος. Αλλά κι αν ακόμα είχαμε έναν ολόκληρο χρόνο, δε θα σας τα έλεγα όλα.
— Τότε, πες μας ό,τι θέλεις κι όσο μας επιτρέπει ο χρόνος! είπε ο Γκίμλι. Έλα, Γκάνταλφ, πες μας πώς τα πήγες με τον Μπάρλονγκ!
— Μην ξεστομίζεις τ’ όνομά του! είπε ο Γκάνταλφ και για μια στιγμή φάνηκε ένα σύννεφο πόνου να περνάει απ’ το πρόσωπό του και κάθισε σιωπηλός κι έμοιαζε γέρος σαν το θάνατο. Έπεφτα πολλή ώρα. είπε τέλος, αργά, λες και θυμόταν με δυσκολία. Έπεφτα πολλή ώρα κι αυτός μαζί μου. Η φωτιά του μ’ έζωνε. Καιγόμουν. Ύστερα πέσαμε στο βαθύ νερό κι όλα ήταν σκοτεινά. Ήταν κρύο σαν θάνατος, σχεδόν πάγωσε την καρδιά μου.
— Βαθιά είναι η άβυσσος κάτω απ’ τη Γέφυρα του Ντούριν και κανείς δεν την έχει μετρήσει, είπε ο Γκίμλι.
— Όμως έχει πάτο, πέρα απ’ το φως και τη γνώση, είπε ο Γκάνταλφ. Τέλος, έφτασα εκεί, στα κατώτατα θεμέλια της πέτρας. Αυτός ήταν ακόμα μαζί μου. Η φωτιά του είχε σβήσει, τώρα όμως ήταν ένα γλοιώδες ον, πιο δυνατό κι από φίδι που σε πνίγει.
«Πολεμήσαμε κάτω από τη ζωντανή γη, εκεί που δε μετράει η ώρα. Συνέχεια μ’ έσφιγγε και συνέχεια τον έκοβα με το σπαθί μου, ώσπου τέλος έτρεξε να φύγει σε σκοτεινές στοές. Δεν ήταν φτιαγμένες απ’ το λαό του Ντούριν, Γκίμλι γιε του Γκλόιν. Μακριά κάτω, πιο κάτω κι απ’ τις βαθύτερες στοές των Νάνων, ροκανίζουν τον κόσμο ακατονόμαστα όντα. Ακόμα και ο Σόρον δεν τα ξέρει. Είναι πιο παλιά απ’ αυτόν. Εγώ πέρασα από κει, αλλά δε θα τα περιγράψω για να σκοτεινιάσω το φως της μέρας. Σ’ εκείνη την απελπισία ο εχθρός μου ήταν η μοναδική μου ελπίδα και τον ακολουθούσα γαντζωμένος στη φτέρνα του. Έτσι μ’ έφερε πίσω τέλος στα κρυφά περάσματα του Καζάντ-ντουμ, που όλα τα ’ξερε απέξω κι ανακατωτά. Όλο κι ανεβαίναμε, ώσπου φτάσαμε στην Ατέλειωτη Σκάλα.
— Είναι χαμένη εδώ και πολύν καιρό, είπε ο Γκίμλι. Πολλοί λένε πως δε φτιάχτηκε ποτέ έξω από τους θρύλους, αλλά όλοι λένε πως καταστράφηκε.
— Φτιάχτηκε και δεν είχε καταστραφεί, είπε ο Γκάνταλφ. Απ’ το χαμηλότερο μπουντρούμι ως την ψηλότερη κορφή έφτανε, ανεβαίνοντας αδιάκοπα, στριφογυρίζοντας πολλές χιλιάδες σκαλοπάτια, ώσπου τέλος μας έβγαλε στον Πύργο Ντούριν, σκαμμένο στο ζωντανό βράχο του Ζιρακζιγκίλ, της μύτης της Ασημοκορφής.
»Εκεί πάνω στην Κελέμπντιλ[4] υπήρχε ένα μοναχικό παράθυρο στο χιόνι και μπροστά του απλωνόταν ένας στενός χώρος, μια αετοφωλιά που προκαλούσε ίλιγγο, ψηλότερα από τις ομίχλες του κόσμου. Ο ήλιος έκαιγε κει, αλλά όλα κάτω ήταν τυλιγμένα στα σύννεφα. Πετάχτηκε έξω, κι όπως βγήκα ξοπίσω του, άναψε με καινούρια φλόγα. Δεν ήταν κανείς για να δει, αλλιώς στους κατοπινούς καιρούς θα τραγουδούσαν ακόμα τη Μονομαχία της Κορφής. Ξαφνικά ο Γκάνταλφ γέλασε. Τι θα ’λεγαν, όμως, στο τραγούδι; Εκείνοι που κοίταζαν από μακριά νόμιζαν πως καταιγίδα στεφάνωνε το Βουνό. Άκουγαν βροντές κι αστραπές, είπαν, χτυπούσαν την Κελέμπντιλ κι αναπηδούσαν πίσω κομματιασμένες σε γλώσσες φωτιάς. Αυτό δεν είναι αρκετό; Πολύς καπνός σηκώθηκε γύρω μας κι ατμοί. Ο πάγος έπεφτε σαν βροχή. Έριξα κάτω τον εχθρό μου κι έπεσε από ψηλά και κομμάτιασε τη βουνοπλαγιά στο μέρος που τη χτύπησε την ώρα που αφανιζόταν. Ύστερα με τύλιξε σκοτάδι και πλανήθηκα έξω από το νου κι από το χρόνο και ταξίδεψα μακριά σε δρόμους που δε θα μιλήσω γι’ αυτούς.
»Μ’ έστειλαν πίσω γυμνό — για λίγο καιρό, ώσπου να τελειώσει το έργο μου. Κι έτσι γυμνός βρέθηκα πάνω στη βουνοκορφή. Ο πύργος πίσω είχε γίνει σκόνη, το παράθυρο είχε εξαφανιστεί· η ρημαγμένη σκάλα ήταν πνιγμένη στις καμένες και κομματιασμένες πέτρες. Ήμουν ολομόναχος, χωρίς τρόπο διαφυγής πάνω στο σκληρό κατάκορφου του κόσμου. Εκεί έμεινα κοιτάζοντας ψηλά, ενώ τ’ αστέρια στριφ γύριζαν από πάνω και κάθε μέρα ήταν ατέλειωτη σαν αιώνας. Αμυδρέ στ’ αυτιά μου έφταναν μαζεμένες οι φήμες από κάθε τόπο: η άνοιξη κι ο θάνατος, το τραγούδι κι ο θρήνος και το αργό κι ατέλειωτο βογκητό της βαρυφορτωμένης πέτρας. Κι έτσι τέλος ο Γκουάιχιρ, ο Άρχοντας του Ανέμου, με βρήκε πάλι και με σήκωσε και με πήγε μακριά.
»— Το ’χει η μοίρα μου να σου γίνομαι πάντα φορτίο, φίλε, στην ανάγκη μου, είπα.
»— Κάποτε ήσουν φορτίο, απάντησε, όχι όμως και τώρα. Ελαφρός σαν το φτερό του κύκνου στα νύχια μου είσαι. Το φως του Ήλιου περνάει από μέσα σου. Και στ’ αλήθεια, δε νομίζω πως με χρειάζεσαι πια· αν σ’ άφηνα να πέσεις, θα σ’ έπαιρνε ο άνεμος.
»— Μη μ’ αφήσεις και πέσω! λαχάνιασα, γιατί ένιωσα ζωή να κυλά μέσα μου ξανά. Πήγαινέ με στο Λοθλόριεν!
»— Αυτή είναι και η διαταγή της Αρχόντισσας Γκαλάντριελ, που μ’ έστειλε να σε γυρέψω, απάντησε.
»Έτσι έφτασα στο Κάρας Γκαλάντον κι έμαθα πως μόλις είχατε φύγει. Καθυστέρησα εκεί στον άχρονο χρόνο εκείνης της γης, που οι μέρες φέρνουν γιατρειά κι όχι φθορά. Βρήκα γιατρειά και μ’ έντυσαν στ’ άσπρα. Συμθουλές έδωσα και συμβουλές πήρα. Από κει ήρθα περνώντας παράξενους δρόμους και σε μερικούς από σας φέρνω μηνύματα. Μου είπαν να πω αυτό στον Άραγκορν:
Πού είναι τώρα οι Ντούνεντεν, Ελέσαρ, Ελέσαρ;
Γιατί οι δικοί σου βρίσκονται και περπατούν μακριά;
Έρχεται η ώρα που θα βγουν μπροστά όλοι οι Χαμένοι,
Κι ο Γκρίζος Λόχος θα φανεί μακριά απ’ το Βοριά.
Μα η Μοίρα διάλεξε για σε το μαύρο μονοπάτι:
Οι Πεθαμένοι τον φρουρούν το δρόμο που σε βγάζει στη Θάλασσα γοργά.
»Στο Λέγκολας έστειλε αυτόν το λόγο:
Λέγκολας Πρασινόφολλε, που χρόνους πολλούς έχεις ζήσει
Ολόχαρος μέσα στα δέντρα! Φυλάξου από τη Θάλασσα!
Γιατί σαν ακούσεις του γλάρου τη φωνή στ’ ακρογιάλι,
Στο δάσος δε θά βρει γαλήνη η καρδιά σου και πάλι.
Ο Γκάνταλφ σώπασε κι έκλεισε τα μάτια.
— Τότε, σε μένα δεν έστειλε μήνυμα; είπε ο Γκίμλι κι έσκυψε το κεφάλι.
— Σκοτεινά τα λόγια της, είπε ο Λέγκολας, και λίγα σημαίνουν γι’ αυτούς που τ’ ακούνε.
— Αυτό δεν είναι παρηγοριά, είπε ο Γκίμλι.
— Τι λοιπόν; είπε ο Λέγκολας. Θα προτιμούσες να σου μιλούσε ανοιχτά για το θάνατό σου;
— Ναι, αν δεν είχε τίποτ’ άλλο να πει.
— Τι είναι αυτό; είπε ο Γκάνταλφ, ανοίγοντας τα μάτια του. Ναι, νομίζω πως μπορώ να μαντέψω τι είναι δυνατό να σημαίνουν τα λόγια της. Συγγνώμη, Γκίμλι! Ξαναμελετούσα τα μηνύματα γι’ άλλη μια φορά. Μα και βέβαια σου έστειλε μήνυμα, που δεν είναι ούτε σκοτεινό ούτε λυπητερό:
»— Στον Γκίμλι γιο του Γκλόιν, είπε, δώσε της Κυράς του τα χαιρετίσματα. Εσύ που έχεις τα μαλλιά μου, όπου πας η σκέψη μου πάει μαζί σου. Πρόσεχε μόνο να χτυπάς με το τσεκούρι σου το σωστό δέντρο!
— Σε χαρούμενη ώρα ξαναγύρισες κοντά μας, Γκάνταλφ, φώναξε ο Νάνος χοροπηδώντας και τραγουδώντας δυνατά στην παράξενη γλώσσα των Νάνων. Εμπρός, εμπρός! φώναξε, ανεμίζοντας το τσεκούρι του. Εφόσον το κεφάλι του Γκάνταλφ είναι τώρα ιερό. πάμε να Βρούμε κανένα κατάλληλο για κόψιμο!
— Δε θα χρειαστεί να το ψάξουμε μακριά, είπε ο Γκάνταλφ και σηκώθηκε απ’ τη θέση του. Εμπρός! Ξοδέψαμε όλο τον καιρό που επιτρέπεται για τη συνάντηση φίλων που είχαν χωριστεί. Τώρα πρέπει να βιαστούμε.
Τυλίχτηκε πάλι στον παλιό κουρελιασμένο μανδύα του και μπήκε μπροστά. Τον ακολούθησαν και κατέβηκαν γρήγορα απ’ το ψηλό πλατύσκαλο, μπήκαν στο δάσος και κατέβηκαν στις όχθες του Έντγουός. Δεν είπαν άλλες κουβέντες, ώσπου βρέθηκαν πάλι να στέκονται στο χορτάρι έξω απ’ το Φάνγκορν. Τ’ άλογά τους δε φαίνονταν πουθενά.
— Δε γύρισαν, είπε ο Λέγκολας. Η πορεία μας θα ’ναι κοπιαστική.
— Εγώ δε θα πάω πεζός. Ο καιρός Βιάζει, είπε ο Γκάνταλφ. Ύστερα σηκώνοντας το κεφάλι του έβγαλε ένα μακρύ σφύριγμα.
Τόσο καθαρή και διαπεραστική ήταν η νότα, που οι άλλοι στάθηκαν κατάπληκτοι ακούγοντας τέτοιον ήχο να βγαίνει από κείνα τα γέρικα γενάτα χείλια. Τρεις φορές σφύριξε· κι ύστερα ξέθωρα και μακρινά τους φάνηκε πως άκουσαν το χρεμέτισμα ενός αλόγου φερμένο από τις πεδιάδες στα φτερά του ανατολικού ανέμου. Περίμεναν απορημένοι. Πριν περάσει πολλή ώρα, ακούστηκε ο θόρυβος από οπλές, στην αρχή σαν ελαφρό τρεμούλιασμα της γης, αντιληπτός μόνο στον Άραγκορν, όπως ήταν πεσμένος στο χορτάρι, κι ύστερα δυνάμωνε σταθερά και ξεκαθάρισε σ’ ένα γρήγορο ποδοβολητό.
— Έρχονται παραπάνω από ένα άλογα, είπε ο Άραγκορν.
— Και βέβαια, είπε ο Γκάνταλφ. Είμαστε πολύ μεγάλο βάρος για ένα.
— Είναι τρία, είπε ο Λέγκολας, που κοίταζε πέρα στην πεδιάδα. Δείτε πώς τρέχουν! Να ο Χάσουφελ κι ο φίλος μου ο Άροντ πλάι του! Αλλά είναι κι άλλο ένα που καλπάζει πρώτο — ένα πολύ μεγάλο άλογο. Λεν έχω ξαναδεί όμοιό του άλλη φορά.
— Ούτε θα ξαναδείς, είπε ο Γκάνταλφ. Είναι ο Ίσκιος. Είναι ο αρχηγός των Μεάρας, «ου είναι άρχοντες των αλόγων, κι ούτε ο ίδιος ο Θέοντεν, ο Βασιλιάς του Ρόαν, δεν έχει δει καλύτερο. Δες πώς αστράφτει σαν το ασήμι και τρέχει σταθερά σαν γρήγορο ποτάμι. Έχει έρθει για μένα — το άλογο του Άσπρου Καβαλάρη. Μαζί θα πάμε στη μάχη.
Κι ενώ μιλούσε ακόμα ο γερο-μάγος, το μεγάλο άλογο ανέβηκε καλπάζοντας την ανηφοριά προς το μέρος τους· το τρίχωμά του γυάλιζε και η χαίτη του ανέμιζε στον αέρα απ’ το τρέξιμό του. Τα άλλα δύο ακολουθούσαν, πολύ πίσω τώρα. Μόλις ο Ίσκιος είδε τον Γκάνταλφ, έκοψε το βήμα του και χρεμέτισε δυνατά· ύστερα, προχωρώντας μαλακά μπροστά, έσκυψε το περήφανο κεφάλι του κι άρχισε να τρίβει τη μύτη του στο λαιμό του γέροντα.
Ο Γκάνταλφ τον χάιδεψε.
— Είναι πολύς ο δρόμος απ’ το Σκιστό Λαγκάδι, φίλε μου, είπε· αλλά εσύ είσαι σοφός και γρήγορος κι έρχεσαι πάνω στην ανάγκη. Ας ταξιδέψουμε τώρα μακριά μαζί κι ας μην ξαναχωρίσουμε πια σ’ αυτόν τον κόσμο!
Σε λίγο έφτασαν και τ’ άλλα άλογα και στάθηκαν ήσυχα εκεί κοντά, λες και περίμεναν διαταγές.
— Πάμε αμέσως στο Μέντουσελντ, στο παλάτι του αφέντη σας του Θέοντεν, είπε ο Γκάνταλφ, μιλώντας τους σοβαρά — έσκυψαν το κεφάλι. Ο καιρός μάς βιάζει, έτσι, με την άδειά σας, φίλοι μου, θα σας καβαλικέψουμε. Σας παρακαλώ να βάλετε όλη σας την ταχύτητα. Ο Χάσουφελ θα μεταφέρει τον Άραγκορν κι ο Άροντ το Λέγκολας. Θα βάλω το Γκίμλι μπροστά μου και με την άδειά του θα μας μεταφέρει και τους δυο ο Ίσκιος. Τώρα θα περιμένουμε μόνο για να πιούμε λιγάκι.
— Τώρα καταλαβαίνω ένα μέρος απ’ το χτεσινοβραδινό αίνιγμα, είπε ο Λέγκολας, καθώς πηδούσε ανάλαφρα στην πλάτη του Άροντ. Είτε έφυγαν στην αρχή φοβισμένα, είτε όχι, τα άλογά μας συνάντησαν τον Ίσκιο, τον αρχηγό τους και τον χαιρέτησαν όλο χαρά. Το ήξερες πως είναι εδώ κοντά, Γκάνταλφ;
— Ναι, το ήξερα, είπε ο μάγος. Συγκέντρωσα τη σκέψη μου σ’ αυτόν, καλώντας τον να κάνει γρήγορα· γιατί χτες ήταν πολύ μακριά στα νότια αυτής της χώρας. Μακάρι τώρα να με πάει πίσω γρήγορα!
Ο Γκάνταλφ μίλησε τώρα στον Ίσκιο και το άλογο ξεκίνησε με βήμα γοργό, όχι όμως παραπάνω απ’ τις δυνατότητες των άλλων. Σε λίγο γύρισε απότομα και διαλέγοντας ένα μέρος, που οι όχθες ήταν χαμηλότερες, πέρασε περπατώντας το ποτάμι κι ύστερα τους οδήγησε ΐσια στο νοτιά μέσ’ απ’ την πεδιάδα, την άδεντρη και πλατιά. Ο άνεμος περνούσε σαν γκρίζα κύματα μέσα απ’ τα ατέλειωτα μίλια του χορταριού. Δεν υπήρχε ίχνος δρόμου ή μονοπατιού, όμως ο Ίσκιος ούτε σταματούσε ούτε δίσταζε.
— Πηγαίνει τώρα ολόισια για το παλάτι του Θέοντεν στους πρόποδες των Λευκών Βουνών, είπε ο Γκάνταλφ. Θα πάμε γρηγορότερα έτσι. Το έδαφος είναι πιο στεγνό στο Ανατολικό Έμνετ[5], που βρίσκεται το κυρίως βορινό μονοπάτι, που διασχίζει το ποτάμι, αλλά ο Ίσκιος ξέρει το δρόμο ανάμεσα από κάθε Βάλτο και λακκούβα.
Για πολλές ώρες κάλπασαν μέσα από λιβάδια και ποταμότοπους. Συχνά το χόρτο ήταν τόσο ψηλό, που έφτανε ψηλότερα απ’ τα γόνατα των καβαλάρηδων και τ’ άλογά τους έμοιαζαν να κολυμπούν σε μια γκριζοπράσινη θάλασσα. Συνάντησαν πολλές κρυμμένες λιμνούλες και τόπους όλο βούρλα, που πλέκονταν πάνω από υγρούς και δολερούς βάλτους· αλλά ο Ίσκιος έβρισκε το δρόμο και τ’ άλλα άλογα ακολουθούσαν το πέρασμά του. Αργά ο ήλιος χαμήλωσε στη Δύση. Κοιτάζοντας πέρα. πάνω απ’ την απέραντη πεδιάδα, οι καβαλάρηδες από μακριά τον είδαν για μια στιγμή σαν κόκκινη φωτιά να βουλιάζει στο χορτάρι. Χαμηλά, εκεί που μόλις έβλεπε το μάτι, οι ράχες των βουνών άστραφταν κόκκινες κι απ’ τις δυο πλευρές. Ένας καπνός φαινόταν να ανεβαίνει και να σκοτεινιάζει το δίσκο του ήλιου στο χρώμα του αίματος, λες κι είχε πυρπολήσει τα χόρτα καθώς περνούσε κάτω απ’ την άκρη της γης.
— Εκεί βρίσκεται το Άνοιγμα του Ρόαν, είπε ο Γκάνταλφ. Είναι τώρα σχεδόν ολόισια δυτικά από μας. Προς τα κει βρίσκεται το Ίσενγκαρντ.
— Βλέπω μεγάλο καπνό, είπε ο Λέγκολας. Τι μπορεί να είναι;
— Μάχη και πόλεμος! είπε ο Γκάνταλφ. Προχωρείτε!
Ταξίδεψαν όλο το ηλιοβασίλεμα και το αργό σούρουπο, ώσπου έπεσε η νύχτα. Όταν, τέλος, σταμάτησαν και ξεπέζεψαν, ακόμα κι ο Άραγκορν ήταν πιασμένος και κουρασμένος. Ο Γκάνταλφ τους άφησε μονάχα λίγες ώρες να ξεκουραστούν. Ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι κοιμήθηκαν κι ο Άραγκορν ξάπλωσε ανάσκελα· ο Γκάνταλφ όμως στεκόταν, γέρνοντας στο ραβδί του, κοιτάζοντας τη σκοτεινιά ανατολικά και δυτικά. Όλα ήταν σιωπηλά και δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος από ζωντανό πλάσμα. Η νύχτα ήταν σπαρμένη με μακρόστενα σύννεφα, που έτρεχαν μ’ έναν κρύο άνεμο, όταν ξύπνησαν ξανά. Ξεκίνησαν πάλι κάτω απ’ το παγωμένο φεγγάρι, πηγαίνοντας το ίδιο γρήγορα όπως και με το φως της μέρας.
Οι ώρες περνούσαν κι αυτοί εξακολουθούσαν να καλπάζουν. Ο Γκίμλι κουτουλούσε απ’ τη νύστα και θα ’πεφτε απ’ τη θέση του αν ο Γκάνταλφ δεν τον άρπαζε και δεν τον κουνούσε να ξυπνήσει. Ο Χάσουφελ κι ο Άροντ, κουρασμένοι αλλά περήφανοι, ακολουθούσαν τον ακούραστο αρχηγό τους, μια γκρίζα σκιά μπροστά τους που μόλις φαινόταν. Τα μίλια έφευγαν. Το φεγγάρι, στη γέμιση του, βούλιαξε στη συννεφιασμένη Δύση.
Ένα διαπεραστικό κρύο απλώθηκε στην ατμόσφαιρα. Αργά αργά στην Ανατολή η σκοτεινιά ξεθώριασε και πήρε ένα κρύο γκρίζο χρώμα. Φωτεινές κόκκινες δέσμες ξεπετάχτηκαν πίσω από τους μαύρους τοίχους του Έμιν Μιούιλ πέρα, μακριά στ’ αριστερά τους. Η αυγή έφτασε καθαρή και φωτεινή· ένας άνεμος φύσηξε στο δρόμο τους, τρέχοντας ανάμεσα από τα γερμένα χόρτα. Ξαφνικά ο Ίσκιος στάθηκε ακίνητος και χλιμίντρισε. Ο Γκάνταλφ έδειξε μπροστά.
— Δείτε! φώναξε κι εκείνοι σήκωσαν τα κουρασμένα τους μάτια.
Μπροστά τους υψώνονταν τα βουνά του Νοτιά: με κάτασπρες κορφές και μαύρες σκιές. Η χορταριασμένη γη έφτανε κυματιστά ως τους λόγους, που ήταν μαζεμένοι στα κράσπεδά της, και ανηφόριζε σχηματίζοντας πολλές κοιλάδες, που ήταν ακόμα θαμπές και σκοτεινές, γιατί δεν τις είχε αγγίξει το φως της αυγής, ανέβαιναν στην καρδιά των μεγάλων βουνών. Ακριβώς απέναντι απ’ τους ταξιδιώτες η πιο φαρδιά απ’ αυτές τις κοιλάδες ανοιγόταν σαν μακρόστενο στόμιο ανάμεσα στους λόφους. Πέρα στο βάθος μπορούσαν μόλις να διακρίνουν ένα συγκεχυμένο όγκο βουνών με μια ψηλή κορφή· στην είσοδο της κοιλάδας στεκόταν σαν φρουρός ένα μοναχικό ύψωμα. Στα ριζά του, κυλούσε, σαν ασημένια κλωστή, το ποταμάκι που έβγαινε απ’ την κοιλάδα· ψηλά στην κορφή του έπιασαν, πολύ μακριά ακόμα, κάτι να γυαλίζει στο φως του ήλιου που έβγαινε, μια χρυσαφένια λάμψη.
— Έλα, Λέγκολας! είπε ο Γκάνταλφ. Πες μας τι βλέπεις εκεί μπροστά μας!
Ο Λέγκολας κοίταξε μπροστά σκιάζοντας τα μάτια του απ’ τις χαμηλές ακτίνες του νιόβγαλτου ήλιου.
— Βλέπω ένα άσπρο ποταμάκι που κατεβαίνει από τα χιόνια, είπε. Εκεί όπου ξεχύνεται βγαίνοντας απ’ τη σκιά της κοιλάδας, ανατολικά υψώνεται ένας πράσινος λόφος. Μια τάφρος, ένα πανίσχυρο τείχος κι ένας αγκαθωτός φράχτης τον περιζώνουν. Από μέσα ξεπετιούνται σκεπές σπιτιών και στη μέση, πάνω σ’ έναν καταπράσινο εξώστη, προβάλλει αγέρωχο ένα μεγάλο ανθρώπινο παλάτι. Στα μάτια μου φαίνεται σαν σκεπασμένο με χρυσάφι. Το φως του αντιφέγγει μακριά σ’ όλη την περιοχή. Χρυσαφένιες είναι και οι παραστάδες στις πόρτες του. Εκεί στέκονται άντρες μ’ αστραφτερές πανοπλίες· όλα τ’ άλλα μες στις αυλές κοιμούνται ακόμα.
— Έντορας λέγονται εκείνες οι αυλές, είπε ο Γκάνταλφ, και Μέντουσελντ εκείνο το χρυσό παλάτι. Εκεί κατοικεί ο Θέοντεν ο γιος του Θένγκελ, Βασιλιάς του Μαρκ του Ρόαν. Φτάσαμε με την αυγή. Τώρα ο δρόμος μας απλώνεται ολοκάθαρος μπροστά μας. Αλλά πρέπει να προχωρούμε με περισσότερη προσοχή· γιατί γίνεται πόλεμος και οι Ροχίριμ, οι Αλογοαφεντάδες, δεν κοιμούνται, ακόμα κι αν έτσι φαίνεται από δω μακριά. Μην τραβήξετε όπλο, ούτε να ξεστομίσετε περήφανη κουβέντα, σας συμβουλεύω όλους, ώσπου να βρεθούμε μπροστά στο θρόνο του Θέοντεν.
Το πρωινό γύρω τους έλαμπε ασυννέφιαστο και τα πουλιά κελαηδούσαν όταν οι ταξιδιώτες έφτασαν στο ποταμάκι. Κατηφόριζε γοργό προς την πεδιάδα και μετά τα ριζά των λόφων έστριβε, περνώντας μπροστά τους και κυλούσε στην ανατολή για να χυθεί στον Έντγουός πέρα μακριά που ήταν πνιγμένος στις καλαμιές. Η γη ήταν πράσινη· στα δροσερά λιβάδια και πλάι στις πράσινες όχθες του μικρού ποταμιού φύτρωναν πολλές ιτιές. Στη νότια περιοχή είχαν κιόλας αρχίσει να κοκκινίζουν στ’ ακροδάχτυλά τους, νιώθοντας τον ερχομό της άνοιξης. Υπήρχε ένα ρηχό πέρασμα στο ποταμάκι ανάμεσα στις χαμηλές όχθες που ήταν χιλιοπατημένο απ’ το πέρασμα αλόγων. Οι ταξιδιώτες βγήκαν απέναντι και βρέθηκαν σ’ ένα φαρδύ αυλακωμένο μονοπάτι που οδηγούσε στα ψηλώματα.
Στα ριζά του τειχισμένου λόφου ο δρόμος περνούσε κάτω από τη σκιά πολλών τύμβων, ψηλών και καταπράσινων. Στις δυτικές πλευρές τους το γρασίδι ήταν άσπρο σαν χιονισμένο· μικρά λουλουδάκια ξεπετάγονταν εκεί σαν αμέτρητα αστέρια ανάμεσα στην πρασινάδα.
— Δείτε! είπε ο Γκάνταλφ. Πόσο όμορφα είναι τα λαμπερά μάτια του γρασιδιού! Μνημοσύνες τα λένε, simbelmynë σ’ αυτή τη γη των Ανθρώπων, γιατί ανθίζουν όλες τις εποχές του χρόνου και φυτρώνουν εκεί που αναπαύονται οι νεκροί. Κοιτάξτε! Φτάσαμε στους μεγάλους τύμβους που κοιμούνται οι πρόγονοι του Θέοντεν.
— Εφτά τύμβοι αριστερά και εννιά δεξιά, είπε ο Άραγκορν. Έχουν περάσει πολλές μακρόχρονες ζωές ανθρώπων από τότε που χτίστηκε το χρυσαφένιο παλάτι.
— Πεντακόσιες φορές έχουν πέσει τα κόκκινα φύλλα στο Δάσος της Σκοτεινιάς στην πατρίδα μου από τότε, είπε ο Λέγκολας, αλλά για μας αυτό δεν είναι τίποτα.
— Για τους Καβαλάρηδες του Μαρκ, όμως, φαίνεται πολύς καιρός, είπε ο Άραγκορν, έτσι που το χτίσιμο αυτού του παλατιού δεν είναι παρά μια ανάμνηση στα τραγούδια και τα προηγούμενα χρόνια είναι χαμένα στις ομίχλες του χρόνου. Τώρα λένε πως αυτή η γη είναι η πατρίδα τους, δική τους, και η γλώσσα τους έχει αλλάξει από τη γλώσσα των ομοφύλων τους στο Βοριά.
Ύστερα άρχισε να ψέλνει σε μια αργόσυρτη γλώσσα άγνωστη στο Ξωτικό και στο Νάνο· πρόσεχαν όμως γιατί είχε δυνατή μουσική μέσα της.
— Αυτή, υποθέτω, είναι η γλώσσα των Ροχίριμ, είπε ο Λέγκολας· γιατί είναι σαν την ίδια τη γη· πλούσια και κυματιστή τόπους τόπους κι αλλού σκληρή κι αυστηρή σαν τα βουνά. Αλλά δεν μπορώ να μαντέψω το νόημά της, εκτός απ’ το ότι είναι φορτωμένη με τη θλίψη των Θνητών Ανθρώπων.
— Στην Κοινή Γλώσσα είναι κάπως έτσι, είπε ο Άραγκορν, όσο μπορώ να την αποδώσω.
Άλογο και καβαλάρης πού βρίσκονται τώρα; Πού ’ναι το βούκινο που αντηχούσε;
Πού ’ναι το κράνος κι ο θώρακας και τα ξανθά π’ ανεμίζουν μαλλιά;
Πού ’ναι το χέρι που παίζει την άρπα κι η κόκκινη ζεστή φωτιά;
Πού ’ναι η άνοιξη, το καλοκαίρι και τ’ αραποσίτι ψηλό να θεριεύει;
Χάθηκαν σαν τη βροχή στο βουνό, σαν τον άνεμο μες στο λιβάδι.
Χάθηκαν μέρες και νύχτες στη Δύση στον ίσκιο από πίσω απ’ τους λόφους.
Καίγονται δάση ξερά, όμως ποιος τον καπνό να μαζέψει;
Και ποιος θε να δει τις χρονιές που κυλούν πίσω να έρχονται απ’ τη Θάλασσα πέρα;
Αυτά είπε πολύ παλιά κάποιος ξεχασμένος ποιητής του Ρόαν, που αναθυμόταν πόσο ψηλός κι όμορφος ήταν ο Έορλ ο Νεαρός, που ήρθε καβαλάρης καλπάζοντας, απ’ το Βοριά· κι είχαν φτερά τα πόδια του αλόγου του, του Φελαρόφ, του πατέρα των αλόγων, Έτσι τραγουδούν ακόμα οι άνθρωποι τα βράδια.
Μ’ αυτά τα λόγια οι ταξιδιώτες πέρασαν τους σιωπηλούς τύμβους. Ακολουθώντας το στριφογυριστό δρόμο πάνω στις πράσινες πλαγιές των λόφων, έφτασαν τέλος στο φαρδύ ανεμοδαρμένο τείχος και στις πύλες του Έντορας.
Εκεί κάθονταν πολλοί άντρες μ’ αστραφτερή αρματωσιά, που αμέσως πήδηξαν όρθιοι κι έκλεισαν το δρόμο με τα κοντάρια τους.
— Σταθείτε, ξένοι, άγνωστοι εδώ! φώναξαν στη γλώσσα του Ρίντερμαρκ, ζητώντας τα ονόματα και την αποστολή των ξένων.
Στα μάτια τους καθρεφτίζονταν απορία αλλά λίγη φιλική διάθεση, και κοίταζαν σκοτεινιασμένα τον Γκάνταλφ.
— Εγώ καταλαβαίνω πολύ καλά τη γλώσσα σας, απάντησε στην ίδια γλώσσα· αλλά όμως ελάχιστοι άλλοι ξένοι. Γιατί, λοιπόν, δε μιλάτε στην Κοινή, όπως είναι η συνήθεια στη Δύση, αν θέλετε να πάρετε απάντηση;
— Είναι η θέληση του Βασιλιά Θέοντεν κανείς να μην περνάει τις πύλες του εκτός από εκείνους που ξέρουν τη γλώσσα μας και είναι φίλοι μας, απάντησε ένας από τους φρουρούς. Κανείς δεν είναι ευπρόσδεκτος εδώ τούτες τις μέρες του πολέμου, εκτός απ’ τους δικούς μας κι από εκείνους που έρχονται απ’ το Μούντμπουργκ[6] της Γκόντορ. Ποιοι είστε εσείς που έρχεστε ανέμελα απ’ τον κάμπο, έτσι παράξενα ντυμένοι και καβάλα σ’ άλογα σαν τα δικά μας; Πολλή ώρα φυλάμε εδώ και σας παρακολουθούμε από μακριά. Ποτέ δεν έχουμε ξαναδεί τόσο παράξενους καβαλάρηδες, ούτε άλογο πιο περήφανο απ’ αυτό που σ’ έχει στην πλάτη του. Είναι Μεάρας, εκτός και με γελούν τα μάτια μου από κάποια μάγια. Για πες, δεν είσαι μάγος, κάποιος κατάσκοπος του Σάρουμαν ή φαντάσματα της μαγείας του; Λέγε τώρα και κάνε γρήγορα!
— Δεν είμαστε φαντάσματα, είπε ο Άραγκορν, ούτε σε γελούν τα μάτια σου. Γιατί πραγματικά τα άλογα που ιππεύουμε είναι δικά σας κι αυτό το ήξερες πολύ καλά πριν ακόμα ρωτήσεις, φαντάζομαι. Σπάνια όμως ο κλέφτης γυρίζει πίσω στο στάβλο. Εδώ είναι ο Χάσουφελ κι ο Άροντ, που ο Έομερ, ο Τρίτος Στρατάρχης του Μαρκ, μας δάνεισε πριν δύο μέρες. Τα φέρνουμε πίσω τώρα, έτσι όπως του υποσχεθήκαμε. Δε γύρισε ο Έομερ να σας προειδοποιήσει για τον ερχομό μας; Μια ανήσυχη ματιά φάνηκε στο βλέμμα του φρουρού.
— Δεν έχω τίποτα να πω για τον Έομερ, απάντησε. Αν αυτά που λέτε είναι η αλήθεια, τότε το δίχως άλλο ο Θέοντεν θα τα έχει ακούσει. Μπορεί ο ερχομός σας να μην ήταν εντελώς απρόσμενος. Γιατί μόλις δυο νύχτες πριν ήρθε ο Φιδόγλωσσος και μας είπε πως ήταν επιθυμία του Θέοντεν να μην περάσει ξένος αυτές τις πύλες.
— Ο Φιδόγλωσσος; είπε ο Γκάνταλφ, κοιτάζοντας κοφτερά το φρουρό. Μη λες τίποτα παραπάνω! Η δουλειά που έχω δεν είναι με το Φιδόγλωσσο, αλλά με τον ίδιο τον Άρχοντα του Μαρκ. Βιάζομαι. Εσύ θα πας ή θα στείλεις κάποιον να ειδοποιήσει πως έχουμε έρθει;
Τα μάτια του άστραφταν κάτω απ’ τα πυκνά του φρύδια, καθώς είχε τη ματιά του καρφωμένη στον άνθρωπο.
— Ναι, θα πάω εγώ, απάντησε αργά. Αλλά τι ονόματα να πω; Και τι να πω για σένα; Γέρος και κουρασμένος φαίνεσαι τώρα, μα άγριος και βλοσυρός κατά βάθος νομίζω.
— Μιλάς και βλέπεις καλά, είπε ο μάγος. Γιατί εγώ είμαι ο Γκάνταλφ. Έχω επιστρέψει. Και να! Φέρνω πίσω κι ένα άλογο. Αυτός εδώ είναι ο Ίσκιος ο Μέγας, που κανένα άλλο χέρι δεν μπορεί να ημερέψει. Κι εδώ δίπλα μου είναι ο Άραγκορν γιος του Άραθορν, ο κληρονόμος των Βασιλιάδων, που πάει στο Μούντμπουργκ. Κι εδώ είναι επίσης ο Λέγκολας το Ξωτικό κι ο Γκίμλι ο Νάνος, οι σύντροφοι μας. Πήγαινε τώρα στον κύριό σου και πες του πως βρισκόμαστε στις πύλες του και θέλουμε να μιλήσουμε μαζί του, αν μας επιτρέψει να μπούμε στο παλάτι του.
— Δίνεις πράγματι παράξενα ονόματα! Αλλά θα τα αναφέρω όπως παραγγέλνεις και θα μάθω τη θέληση του κυρίου μου, είπε ο φρουρός. Περιμένετε λίγο εδώ και θα σας φέρω την απάντηση που θα κρίνει καλό να μου δώσει. Μην ελπίζετε και πάρα πολλά. Αυτές οι μέρες είναι σκοτεινές.
Έφυγε γρήγορα, αφήνοντας τους ξένους στην παρακολούθηση των συντρόφων του.
Έπειτα από λίγη ώρα γύρισε.
— Ακολουθήστε με! είπε. Ο Θέοντεν δίνει την άδεια να περάσετε· αλλά ό,τι όπλο κι αν κρατάτε, ακόμα κι αν είναι σκέτο ραβδί, θα πρέπει να τ’ αφήσετε στο κατώφλι. Οι θυροφρουροί θα τα φυλάξουν.
Οι παλιές πύλες άνοιξαν. Οι ταξιδιώτες μπήκαν, περπατώντας ένας ένας στη σειρά πίσω από τον οδηγό τους. Βρέθηκαν σ’ έναν πλατύ δρόμο στρωμένο με πελεκημένες πέτρες, που άλλοτε ανηφόριζε στριφογυρίζοντας κι άλλοτε ανέβαινε από καλοστρωμένα σκαλοπάτια. Πέρασαν πολλά ξύλινα σπίτια και σκουρόχρωμες πόρτες. Πλάι στο δρόμο σ’ ένα πέτρινο αυλάκι κυλούσε ένα ρυάκι με ολοκάθαρο νερό, αστράφτοντας και τραγουδώντας. Τέλος, έφτασαν στην κορφή του λόφου. Εκεί βρισκόταν ο εξώστης με το ανάκτορο πάνω σε μια πράσινη πεζούλα, και στη βάση της ανάβλυζε μια αστραφτερή πηγή μέσα από μια πέτρα σκαλισμένη σε σχήμα αλογοκεφαλής· από κάτω είχε μια φαρδιά γούρνα απ’ όπου ξεχείλιζε και χυνόταν στο ρυάκι που κατηφόριζε. Απ’ την πράσινη πεζούλα ανέβαινε μια πέτρινη σκάλα, ψηλή και πλατιά που, και στις δυο πλευρές του ψηλότερου σκαλοπατιού, είχε καθίσματα σκαλισμένα στην πέτρα. Εκεί κάθονταν άλλοι φρουροί, με γυμνωμένα σπαθιά ακουμπισμένα στα γόνατά τους. Τα χρυσά τους μαλλιά ήταν πλεγμένα στους ώμους τους· πάνω στις πράσινες ασπίδες τους ήταν ζωγραφισμένος ο ήλιος, η αρματωσιά τους άστραφτε γυαλιστερή κι όταν σηκώθηκαν φάνηκαν ψηλότεροι από κοινούς θνητούς.
— Να οι πόρτες μπροστά σας, είπε ο οδηγός. Εγώ πρέπει τώρα να γυρίσω πίσω στο καθήκον μου, στην πύλη. Έχετε γεια! Είθε ο Άρχοντας του Μαρκ να σας φερθεί ευγενικά!
Γύρισε και κατηφόρισε γρήγορα το δρόμο. Οι άλλοι ανέβηκαν τη μεγάλη σκάλα κάτω από τα μάτια των πανύψηλων φρουρών. Στέκονταν σιωπηλοί τώρα από πάνω τους, δίχως να λένε λέξη, ώσπου ο Γκάνταλφ πάτησε την πλακόστρωτη αυλή στην κορυφή της σκάλας. Τότε ξαφνικά με φωνές καθαρές είπαν ένα ευγενικό καλωσόρισμα στη γλώσσα τους.
— Χαίρετε, σεις που έρχεστε από μακριά! είπαν και γύρισαν τις λαβές των σπαθιών τους κατά τους ταξιδιώτες σαν δείγμα ειρήνης.
Πράσινα πετράδια άστραψαν στο φως του ήλιου. Ύστερα ένας από τους φρουρούς βγήκε μπροστά και μίλησε στην Κοινή Γλώσσα:
— Είμαι ο Θυροφρουρός του Θέοντεν, είπε. Με λένε Χάμα. Θα πρέπει να σας παρακαλέσω ν’ αφήσετε εδώ τα όπλα σας, πριν μπείτε μέσα.
Τότε ο Λέγκολας του έδωσε το μαχαίρι του με την ασημένια λαβή, τη φαρέτρα του και το τόξο.
— Φύλαξέ τα καλά, είπε, γιατί προέρχονται απ’ το Χρυσαφένιο Δάσος και μου τα έδωσε η Κυρά του Λοθλόριεν.
Δέος καθρεφτίστηκε στα μάτια του ανθρώπου κι ακούμπησε βιαστικά τα όπλα στον τοίχο, λες και φοβόταν να τα κρατήσει.
— Κανείς δε θα τ’ αγγίξει, σ’ το υπόσχομαι, είπε.
Ο Άραγκορν κοντοστάθηκε διστάζοντας.
— Δεν είναι η θέλησή μου, είπε, να εγκαταλείψω το σπαθί μου ή να παραδώσω τον Αντούριλ στα χέρια οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου.
— Είναι όμως η θέληση του Θέοντεν, είπε ο Χάμα.
— Δε βλέπω γιατί η θέληση του Θέοντεν γιου του Θέγκελ, ακόμα κι αν αυτός είναι άρχοντας του Μαρκ, θα πρέπει να υπερισχύσει από τη θέληση του Άραγκορν γιου του Άραθορν, κληρονόμου του Έλεντιλ της Γκόντορ.
— Αυτό εδώ είναι το σπίτι του Θέοντεν, όχι του Άραγκορν, ακόμα κι αν αυτός ήταν Βασιλιάς της Γκόντορ στη θέση του Ντένεθορ, είπε ο Χάμα και πήγε γρήγορα και στάθηκε μπροστά απ’ τις πόρτες κλείνοντας το δρόμο.
Είχε τώρα στο χέρι το σπαθί του με την κόψη κατά τους ξένους.
— Άσκοπες κουβέντες κάνουμε, είπε ο Γκάνταλφ. Η απαίτηση του Θέοντεν είναι περιττή, αλλά είναι μάταιο ν’ αρνηθούμε. Κάθε βασιλιάς κάνει αυτό που θέλει στο παλάτι του, ανόητο ή σοφό.
— Σωστά, είπε ο Άραγκορν. Και θα έκανα αυτό που ζητάει ο οικοδεσπότης, ακόμα κι αν ήταν ξυλοκόπος, αν κρατούσα ένα οποιοδήποτε σπαθί εκτός απ’ τον Αντούριλ.
— Όποιο όνομα κι αν έχει, είπε ο Χάμα, εδώ θα το ακουμπήσεις, αν δε θέλεις να βρεθείς αντιμέτωπος μ’ όλους τους άντρες του Έντορας.
— Δε θα ’ναι μονάχος! είπε ο Γκίμλι ψηλαφώντας την κόψη του τσεκουριού του και κοιτάζοντας σκοτεινιασμένα το φρουρό, λες κι ήταν δεντράκι που ο Γκίμλι είχε στο νου του να πελεκήσει. Δε θα ’ναι μονάχος!
— Ελάτε, ελάτε! είπε ο Γκάνταλφ. Εδώ είμαστε όλοι φίλοι. Ή θα ’πρεπε να ’μαστε· γιατί τα γέλια της Μόρντορ θα ’ναι η μόνη μας αμοιβή αν τσακωθούμε. Η δουλειά μου είναι πολύ επείγουσα. Τουλάχιστον, πάρε το δικό μου σπαθί, καλέ μου Χάμα. Φύλαξε το καλά. Το λένε Γκλάμντρινγκ, γιατί είναι παλιά φτιαγμένο από Ξωτικά. Τώρα άσε με να περάσω. Έλα, Άραγκορν!
Αργά ο Άραγκορν ξεκούμπωσε τη ζώνη του και μοναχός του ακούμπησε όρθιο το σπαθί του στον τοίχο.
— Εδώ το βάζω, είπε, αλλά σε διατάζω να μην το αγγίξεις ούτε ν’ αφήσεις άλλον να το πιάσει στα χέρια του. Σ’ αυτό το ξωτικοθηκάρι βρίσκεται το Σπαθί που ήταν Σπασμένο και τώρα έχει πάλι συγκολληθεί. Ο Τέλχαρ πρώτος το ’φτιαξε παλιά, στα βάθη των αιώνων. Θα πεθάνει όποιος πάει να τραβήξει το σπαθί του Έλεντιλ, εκτός απ’ τον κληρονόμο του Έλεντιλ.
Ο φρουρός πισωπάτησε και κοίταξε απορημένος τον Άραγκορν.
— Μοιάζει λες κι έχεις έρθει στα φτερά του τραγουδιού από μέρες ξεχασμένες, είπε. Θα γίνει, κύριε, όπως διατάζεις.
— Λοιπόν, είπε ο Γκίμλι, αν έχει τον Αντούριλ για συντροφιά, το πελέκι μου μπορεί να μείνει εδώ κι αυτό χωρίς ντροπή, και τ’ ακούμπησε στο δάπεδο. Τώρα, λοιπόν, αν όλα είναι όπως επιθυμείς, πάμε να μιλήσουμε με τον κύριό σου.
Ο φρουρός δίσταζε ακόμα.
— Το ραβδί σας, είπε στον Γκάνταλφ. Συγχωρέστε με, μα κι αυτό πρέπει να μείνει στην πόρτα.
— Ανοησίες! είπε ο Γκάνταλφ. Εντάξει η σύνεση, αλλά η αγένεια όχι. Είμαι γέρος. Αν δεν μπορώ να ακουμπώ στο ραβδί μου όταν περπατώ, τότε θα καθίσω εδώ έξω, ώσπου να ευαρεστηθεί ο Θέοντεν να βγει κούτσα κούτσα έξω να μου μιλήσει ο ίδιος.
Ο Άραγκορν γέλασε:
— Κάθε άνθρωπος έχει κάτι που το αγαπάει πολύ και δε θέλει να το εμπιστευτεί σε κάποιον άλλο. Αλλά θέλεις να στερήσεις το στήριγμα του γέροντα; Έλα, δε θα μας αφήσεις να μπούμε;
— Το ραβδί στο χέρι ενός μάγου μπορεί να ’ναι κάτι παραπάνω από απλό στήριγμα των γηρατειών, είπε ο Χάμα και κοίταξε με προσοχή το ραβδί από ξύλο φλαμουριάς που έγερνε ο μάγος. Όμως, όταν βρεθεί σε δίλημμα ο σωστός άντρας εμπιστεύεται τη σοφία του. Εγώ πιστεύω πως είσαστε φίλοι άξιοι τιμής και δεν έχετε κακό σκοπό. Μπορείτε να περάσετε μέσα.
Οι φρουροί τώρα σήκωσαν τις βαριές αμπάρες της δίφυλλης πύλης και άνοιξαν αργά προς τα μέσα τα φύλλα που έτριζαν στους μεγάλους μεντεσέδες τους. Οι ταξιδιώτες μπήκαν. Μέσα τούς φάνηκε σκοτεινά και ζεστά ύστερα απ’ τον καθάριο αέρα του λόφου. Η αίθουσα ήταν μακριά και φαρδιά, γεμάτη σκιές και μισόφωτα· τεράστιες κολόνες κρατούσαν την ψηλή οροφή. Αλλά εδώ κι εκεί λαμπερές ηλιαχτίδες σε φωτεινές δέσμες έπεφταν απ’ τ’ ανατολικά παράθυρα, που ήταν ψηλά κάτω απ’ τη γερτή στέγη. Από τις γρίλιες του φεγγίτη στο ταβάνι, διακλαδιζόμενα ρουνικά και παράξενα σχήματα πλέκονταν κάτω από τα πόδια τους. Είδαν τώρα πως οι κολόνες ήταν πλούσια σκαλισμένες και γυάλιζαν μουντά από χρυσάφι κι άλλα μισοϊδωμένα χρώματα. Πολλές υφαντές πάντες ήταν κρεμασμένες στους τοίχους και πάνω στις πλατιές τους επιφάνειες διάβαιναν μορφές από αρχαίους θρύλους, μερικές θαμπές απ’ την πολυκαιρία κι άλλες σκοτεινές στη σκιά. Αλλά το φως του ήλιου έπεφτε πάνω σε μια μορφή: ένας νέος άντρας πάνω σ’ ένα κάτασπρο άτι. Σάλπιζε μ’ ένα μεγάλο βούκινο και τα ξανθά μαλλιά του ανέμιζαν. Το κεφάλι του αλόγου του ήταν σηκωμένο, τα ρουθούνια του πλατιά και κόκκινα έτσι όπως χρεμέτιζε, μυρίζοντας από μακριά τη μάχη. Αφρισμένο νερό, πράσινο κι άσπρο, έτρεχε μ’ ορμή και τυλιγόταν γύρω από τα γόνατά του.
— Να ο Έορλ ο Νεαρός! είπε ο Άραγκορν. Έτσι ήρθε καλπάζοντας απ’ το Βοριά στη Μάχη του Κάμπου του Σέλεμπραντ.
Τώρα οι τέσσερις σύντροφοι προχώρησαν μπροστά, προσπερνώντας τη μεγάλη ζωηρή φωτιά που έκαιγε σε μια μεγάλη μακρόστενη εστία στη μέση της αίθουσας. Ύστερα σταμάτησαν. Τέρμα στο βάθος μετά την εστία, που έβλεπε στο βοριά, κατά τις πόρτες, υπήρχε ένα βάθρο με τρία σκαλοπάτια· και στη μέση του βάθρου ήταν ένας μεγάλος χρυσωμένος θρόνος. Εκεί καθόταν ένας άνθρωπος τόσο διπλωμένος απ’ τα χρόνια, που έμοιαζε σχεδόν νάνος· αλλά τα άσπρα του μαλλιά ήταν μακριά και πυκνά κι έπεφταν σε μεγάλες πλεξίδες κάτω από ένα λεπτό χρυσό στεφάνι στο μέτωπό του. Στο μέτωπό του καταμεσής έλαμπε ένα μοναδικό άσπρο διαμάντι. Η γενειάδα του απλωνόταν σαν χιόνι πάνω στα γόνατά του’ αλλά τα μάτια του εξακολουθούσαν να καίνε μ’ ένα ζωηρό φως, αστράφτοντας καθώς κοίταζε τους ξένους. Πίσω απ’ το κάθισμά του στεκόταν μια γυναίκα ντυμένη στ’ άσπρα. Στα πόδια του πάνω στα σκαλιά καθόταν ένα ζαρωμένο ανθρωπάκι, με χλωμό σοφό πρόσωπο και βαριοβλέφαρα μάτια.
Σιγή... Ο γέροντας δεν κουνήθηκε στο θρόνο του. Τέλος μίλησε ο Γκάνταλφ:
— Χαίρε, Θέοντεν γιε του Θένγκελ! Γύρισα πίσω. Γιατί, δες, η καταιγίδα έρχεται και τώρα όλοι οι φίλοι πρέπει να συγκεντρωθούν, όλοι μαζί, για να μη μας εξολοθρέψουν έναν έναν.
Αργά ο γέροντας στάθηκε στα πόδια του, γέρνοντας βαριά πάνω σ’ ένα κοντό μαύρο ραβδί με άσπρη κοκάλινη λαβή· και τώρα οι ξένοι είδαν πως, μόλο που ήταν σκυφτός, δεν έπαυε να είναι ψηλός και στα νιάτα του θα ήταν πανύψηλος και περήφανος σίγουρα.
— Σε χαιρετώ, είπε, κι ίσως να γυρεύεις να σε καλωσορίσω. Αλλά, για να πω την αλήθεια, το καλωσόρισμά σου είναι αμφίβολο εδώ, Αφέντη Γκάνταλφ. Πάντα σου υπήρξες προπομπός κακών. Οι φασαρίες σ’ ακολουθούν σαν κοράκια, όλο πιο συχνά και χειρότερα. Δε θα σου πω ψέματα: όταν άκουσα πως ο Ίσκιος είχε γυρίσει πίσω δίχως αναβάτη, χάρηκα πολύ για την επιστροφή του αλόγου, κι ακόμα περισσότερο για την απουσία του αναβάτη· κι όταν ο Έομερ έφερε νέα πως είχες πάει τέλος στην αιώνια κατοικία σου, δεν πένθησα. Αλλά τα νέα που έρχονται από μακριά σπάνια είναι αληθινά. Να ’σαι πάλι εδώ! Και μαζί σου έρχονται κακά χειρότερα από κάθε άλλη φορά, όπως θα ’πρεπε να το περιμένω. Γιατί να σε καλωσορίσω, Γκάνταλφ Κοράκι της Καταιγίδας; Μπορείς να μου πεις;
Αργά αργά κάθισε πάλι στο κάθισμά του.
— Σωστά μιλάς, κύριε, είπε ο χλωμός άνθρωπος που καθόταν στα σκαλιά του βάθρου. Δεν είναι ακόμα ούτε πέντε μέρες από τότε που έμαθες τα πικρά νέα, πως ο γιος σου ο Θέοντρεντ σκοτώθηκε στις δυτικές παραμεθόριες περιοχές — το δεξί σου χέρι, ο Δεύτερος Στρατάρχης του Μαρκ. Και ο Έομερ δεν είναι για να του έχεις μεγάλη εμπιστοσύνη. Λίγοι άντρες θα ’μεναν να φρουρούν τα τείχη σου, αν είχες αφήσει αυτόν να κυβερνά. Και ακόμη τώρα μαθαίνουμε απ’ την Γκόντορ πως ο Μαύρος Άρχοντας κινητοποιείται στην Ανατολή. Τέτοια είναι η ώρα που αυτός ο γυρολόγος διαλέγει για να ξανάρθει. Γιατί, λοιπόν, να σε καλωσορίσουμε, Κοράκι της Καταιγίδας; Εγώ σε ονομάζω Láthspell, Γρουσούζη· και λένε πως ο γρουσούζης είναι κακός ξένος.
Γέλασε άγρια, καθώς σήκωσε για μια στιγμή τα βαριά του βλέφαρα και κοίταξε με σκοτεινιασμένα μάτια τους ξένους.
— Λένε πως είσαι σοφός, φίλε μου Φιδόγλωσσε, και πως είσαι το δίχως άλλο μεγάλο στήριγμα για τον κύριό σου, απάντησε ο Γκάνταλφ με μαλακή φωνή. Υπάρχουν όμως δύο τρόποι που μπορεί να έρθει κάποιος με άσχημα νέα. Μπορεί ο ίδιος να δουλεύει το κακό· ή μπορεί να μην πειράζει ό,τι είναι καλό και να ’ρχεται μόνο για να φέρει βοήθεια σε καιρό ανάγκης.
— Έτσι είναι, είπε ο Φιδόγλωσσος· αλλά υπάρχει και τρίτο είδος: οι καιροσκόποι, που ανακατεύονται στη δυστυχία των άλλων, όρνια που τρώνε ψοφίμια και θρέφονται απ’ τον πόλεμο. Έχεις φέρει βοήθεια ποτέ, Κοράκι της Καταιγίδας; Και τι βοήθεια φέρνεις τώρα; Την τελευταία φορά που ήσουν εδώ ζητούσες τη δική μας Βοήθεια. Τότε ο κύριός μου σου είπε να διαλέξεις όποιο άλογο ήθελες και να φύγεις· κι όλοι απόρησαν με το θράσος που είχες να πας να πάρεις τον Ίσκιο. Ο κύριός μου πολύ στενοχωρέθηκε· αν και το τίμημα δεν ήταν πολύ μεγάλο, αφού έφυγες τόσο γρήγορα. Φαντάζομαι πως πάλι στα ίδια θα καταλήξουμε: θα ζητήσεις μάλλον τη βοήθειά μας, παρά θα μας τη δώσεις. Φέρνεις άντρες; Φέρνεις άλογα, σπαθιά, κοντάρια; Αυτό λέω εγώ βοήθεια· αυτό χρειαζόμαστε τώρα. Αλλά ποιοι είναι αυτοί που σ’ ακολουθούν; Τρεις κουρελήδες γυρολόγοι ντυμένοι γκρίζα κι εσύ ο πιο κουρελής απ’ όλους!
— Η ευγένεια του παλατιού σου έχει κάπως λιγοστέψει τώρα τελευταία, Θέοντεν γιε του Θένγκελ, είπε ο Γκάνταλφ. Δε σου είπε ο αγγελιαφόρος από την πόλη τα ονόματα των συντρόφων μου; Πολύ σπάνια είχε την τιμή άρχοντας του Ρόαν να δεχτεί τρεις τέτοιους ξένους. Έχουν αφήσει όπλα στις πόρτες σου που αξίζουν πολλούς θνητούς ανθρώπους, ακόμα κι απ’ τους πιο μεγάλους. Είναι γκρίζα τα ρούχα τους, γιατί τους έντυσαν τα Ξωτικά κι έτσι έχουν περάσει μέσα από τη σκιά πολλών μεγάλων κινδύνων για να φτάσουν στο παλάτι σου.
— Είναι, λοιπόν, αλήθεια, όπως είπε ο Έομερ, πως συνεργάζεστε με τη Μάγισσα του Χρυσαφένιου Δάσους; είπε ο Φιδόγλωσσος. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς: δόλιες πλεκτάνες πλέκονταν πάντα στο Ντίμορντιν.
Ο Γκίμλι έκανε ένα βήμα μπροστά, αλλά ένιωσε ξαφνικά το χέρι του Γκάνταλφ να τον αρπάζει απ’ τον ώμο και σταμάτησε και στάθηκε ασάλευτος σαν πέτρα.
Στο Ντίμορντιν, στο Λόριεν
Π’ Ανθρώπου πόδι δεν πατά σχεδόν ποτέ,
Αίγα είν’ τα μάτια τα θνητά που έχουν δει το φως,
Που λάμπει εκεί αιώνια ζωηρό.
Γκαλάντριελ! Γκαλάντριελ!
Καθάριο είναι της πηγής σου το νερό·
Στο δάχτυλό σου πάλλευκο τ’ αστέρι·
Δίχως ψεγάδι και λεκέ φύλλο και χώμα είναι
Στο Ντίμορντιν, στο Λόριεν
Καλύτερο απ’ τους λογισμούς Θνητών Ανθρώπων.
Έτσι έψαλε ο Γκάνταλφ σιγανά κι ύστερα ξαφνικά μεταμορφώθηκε. Πέταξε πέρα τον κουρελιασμένο του μανδύα, στάθηκε όρθιος χωρίς να γέρνει πια στο ραβδί του και είπε με καθάρια παγερή φωνή:
— Οι σοφοί μιλούν μόνο για ό,τι ξέρουν, Γκρίμα γιε του Γκάλμοντ. Ανόητο φίδι έχεις γίνει. Γι’ αυτό σώπα και κράτα τη διχαλωτή σου γλώσσα μέσα από τα δόντια σου. Δεν πέρασα μέσα από φωτιά και θάνατο για ν’ ανταλλάσσω διπλοπρόσωπες κουβέντες μ’ έναν υπηρέτη ώσπου να πέσει ο κεραυνός.
Σήκωσε το ραβδί του. Ακούστηκαν βροντές. Το φως του ήλιου σβήστηκε απ’ τ’ ανατολικά παράθυρα· όλη η αίθουσα ξαφνικά σκοτείνιασε σαν νύχτα. Η φωτιά ξεθώριασε σε σκοτεινή χόβολη. Μόνο ο Γκάνταλφ ήταν ορατός, άσπρος και ψηλός μπροστά στη μαυρισμένη εστία.
Στη σκοτεινιά άκουσαν τη σφυριχτή φωνή του Φιδόγλωσσου:
— Δε σε συμβούλεψα, κύριε, να του απαγορέψεις το ραβδί; Αυτός ο ανόητος, ο Χάμα, μας πρόδωσε!
Έγινε μια λάμψη, λες κι αστραπή να ’χε σκίσει τη στέγη στα δυο. Ύστερα όλα σώπασαν. Ο Φιδόγλωσσος βρέθηκε πεσμένος μπρούμυτα.
— Τώρα, Θέοντεν γιε του Θένγκελ, θα με ακούσεις; είπε ο Γκάνταλφ. Ζητάς βοήθεια; Σήκωσε το ραβδί του κι έδειξε σ’ ένα ψηλό παράθυρο. Εκεί το σκοτάδι φάνηκε να καθαρίζει κι απ’ το άνοιγμα φάνηκε, ψηλά και μακριά, ένα κομμάτι λαμπερού ουρανού.
— Δεν είναι όλα σκοτεινά. Πάρε θάρρος, Άρχοντα του Μαρκ· γιατί καλύτερη βοήθεια δε θα βρεις, Δεν έχω συμβουλές γι’ αυτούς που έχουν απελπιστεί. Όμως, θα μπορούσα να σου δώσω συμβουλές και να κουβεντιάσω μαζί σου. Θέλεις ν’ ακούσεις; Δεν είναι για όλα τ’ αυτιά. Σε παρακαλώ να βγεις έξω στις πόρτες σου μπροστά και να κοιτάξεις πέρα. Έμεινες πάρα πολύν καιρό στα σκοτάδια κι εμπιστεύτηκες ψεύτικες ιστορίες και δόλιες προτροπές.
Αργά ο Θέοντεν σηκώθηκε από το θρόνο του. Ένα αμυδρό φως δυνάμωνε στην αίθουσα πάλι. Η γυναίκα έτρεξε στο πλευρό του βασιλιά, πιάνοντάς τον απ’ το μπράτσο, και με ασταθή βήματα ο γέροντας κατέβηκε από το βάθρο και προχώρησε σιγά διασχίζοντας την αίθουσα. Ο Φιδόγλωσσος έμεινε πεσμένος στο πάτωμα. Έφτασαν στις πόρτες κι ο Γκάνταλφ χτύπησε.
— Ανοίξτε! φώναξε. Ο Άρχοντας του Μαρκ βγαίνει έξω!
Οι πόρτες άνοιξαν κι ένας κοφτερός αέρας μπήκε σφυρίζοντας.
— Στείλε τους φρουρούς κάτω στη βάση της σκάλας, είπε ο Γκάνταλφ. Κι εσύ, κυρία, άφησέ τον για λίγο σ’ εμένα. Εγώ θα τον φροντίσω.
— Πήγαινε, Έογουιν κόρη της αδερφής μου! είπε ο γερο-βασιλιάς. Η εποχή του φόβου πέρασε.
Η γυναίκα γύρισε και πήγε αργά μέσα. Καθώς περνούσε τις πόρτες στράφηκε και κοίταξε πίσω. Σοβαρή και σκεφτική ήταν η ματιά της, καθώς κοίταξε το βασιλιά με ψυχρή λύπηση στα μάτια της. Το πρόσωπό της ήταν πανέμορφο και τα μακριά μαλλιά της σαν χρυσό ποτάμι. Ήταν ψηλή και λυγερή μέσα στο άσπρο της μακρύ φόρεμα με την ασημένια ζώνη· αλλ’ όμως έδειχνε δυνατή κι αλύγιστη σαν ατσάλι, κόρη βασιλιάδων. Έτσι ο Άραγκορν για πρώτη φορά είδε στο άπλετο φως της μέρας την Έογουιν, την Κυρά του Ρόαν, και σκέφτηκε πως είναι όμορφη, όμορφη και παγωμένη, σαν πρωινό χλωμής άνοιξης, που δεν είχε ακόμα ανοίξει στη γυναικεία ολοκλήρωση. Κι αυτή τώρα ξαφνικά τον πρόσεξε: ψηλό απόγονο βασιλιάδων, σοφό από πολλούς χειμώνες, γκριζοντυμένο, κρύβοντας μια δύναμη που όμως αυτή την ένιωθε. Για μια στιγμή στάθηκε ακίνητη σαν πετρωμένη, ύστερα γυρίζοντας γρήγορα έφυγε.
— Τώρα, άρχοντα, είπε ο Γκάνταλφ, κοίταξε τη χώρα σου! Ανάπνευσε ξανά τον ελεύθερο αέρα!
Απ’ τη βεράντα ψηλά στον εξώστη, μπορούσαν να δουν πέρα απ’ το ποταμάκι τα πράσινα χωράφια του Ρόαν να σβήνουν γκρίζα μακριά. Ανεμόδαρτη βροχή έπεφτε λοξή. Ο ουρανός από πάνω και δυτικά ήταν ακόμα σκοτεινός, όλο σύννεφα και βροντές. Αστραπές τρεμόσβηναν μακριά ανάμεσα στις κορφές κρυμμένων λόφων. Αλλά ο αέρας είχε γυρίσει βορινός και η καταιγίδα, που είχε έρθει από την Ανατολή, υποχωρούσε κιόλας, τρέχοντας μακριά στο νοτιά κατά τη θάλασσα. Ξαφνικά, μέσα από ένα άνοιγμα στα σύννεφα, μια ηλιαχτίδα καρφώθηκε κάτω. Η βροχή που λιγόστευε γυάλιζε ασημιά και μακριά το ποτάμι στραφτάλιζε, λαμπυρίζοντας σαν κρύσταλλο.
— Εδώ δεν είναι τόσο σκοτεινά, είπε ο Θέοντεν.
— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Ούτε τα χρόνια πέφτουν τόσο βαριά στις πλάτες σου, όπως θα ’θελαν μερικοί να σε κάνουν να πιστεύεις. Πέταξε το μπαστούνι σου!
Από το χέρι του βασιλιά το μαύρο ραβδί έπεσε με θόρυβο στις πλάκες. Αυτός ορθώθηκε αργά, σαν κάποιος που έχει μουδιάσει απ’ το πολύ σκύψιμο πάνω σε κάποια βαρετή δουλειά. Τώρα στεκόταν ψηλός και στητός και τα μάτια του ήταν γαλανά, όπως κοίταζε τον ουρανό που ξάνοιγε.
— Σκοτεινά ήταν τώρα τελευταία τα όνειρά μου, είπε, αλλά νιώθω λες και μόλις τώρα έχω ξυπνήσει. Μακάρι να ’χες έρθει νωρίτερα, Γκάνταλφ. Γιατί φοβάμαι πως κιόλας έχεις έρθει πολύ αργά και θα δεις μόνο τις τελευταίες μέρες του οίκου μου. Τώρα δε θα σταθεί για πολύ το ψηλό παλάτι που έχτισε ο Μπρέγκο ο γιος του Έορλ. Η φωτιά θα το καταβροχθίσει. Τι κάνουμε τώρα;
— Πολλά, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά πρώτα πρώτα στείλε να φέρουν τον Έομερ. Δε μαντεύω σωστά πως τον κρατάς φυλακισμένο, με τις συμβουλές του Γκρίμα, που όλοι, εκτός από σένα, λένε Φιδόγλωσσο;
— Ναι, είπε ο Θέοντεν. Παράκουσε τις διαταγές μου κι απείλησε να σκοτώσει τον Γκρίμα στο παλάτι μου.
— Κάποιος μπορεί να σ’ αγαπά κι όμως να μην αγαπά ούτε το Φιδόγλωσσο ούτε τις συμβουλές του, είπε ο Γκάνταλφ.
— Μπορεί να ’ναι έτσι. Θα κάνω όπως ζητάς. Φώναξέ μου το Χάμα. Μιας κι αποδείχτηκε ανάξιος εμπιστοσύνης ως θυροφύλακας, ας γίνει αγγελιαφόρος. Ο ένοχος θα φέρει τον ένοχο για να κριθεί, είπε ο Θέοντεν, και η φωνή του ήταν αγριωπή, όμως κοίταξε τον Γκάνταλφ και χαμογέλασε κι όπως το έκανε πολλές ρυτίδες έγνοιας έσβησαν και δεν ξαναφάνηκαν.
Όταν ήρθε κι έφυγε ο Χάμα, ο Γκάνταλφ οδήγησε το Θέοντεν σ’ ένα πέτρινο κάθισμα κι ύστερα αυτός κάθισε μπροστά από το βασιλιά στο ψηλότερο σκαλοπάτι. Ο Άραγκορν και οι σύντροφοι του στέκονταν παραδίπλα.
— Δεν έχουμε ώρα για να σου πω όλα όσα πρέπει ν’ ακούσεις, είπε ο Γκάνταλφ. Όμως αν δε διαψευστεί η ελπίδα μου, δε θ’ αργήσει νά ’ρθει η ώρα που θα μπορέσω να μιλήσω με περισσότερες λεπτομέρειες. Πρόσεξε! Έχεις φτάσει σ’ έναν κίνδυνο μεγαλύτερο ακόμα κι απ’ ό,τι η πανουργία του Φιδόγλωσσου θα μπορούσε να πλέξει στα όνειρα σου. Δες όμως! Τώρα δεν ονειρεύεσαι πια. Ζεις. Η Γκόντορ και το Ρόαν δε στέκονται μόνες τους. Ο εχθρός είναι δυνατός παραπάνω απ’ ό,τι μπορούμε να υπολογίσουμε, όμως εμείς έχουμε μια ελπίδα που αυτός δεν την έχει μαντέψει.
Τώρα ο Γκάνταλφ μιλούσε γρήγορα. Η φωνή του ήταν χαμηλή και μυστική και κανείς εκτός από το βασιλιά δεν άκουσε τι είπε. Αλλά, ενώ ακόμα μιλούσε, το φως δυνάμωνε στα μάτια του Θέοντεν και τέλος σηκώθηκε από το κάθισμά του και τεντώθηκε σε όλο του το ύψος με τον Γκάνταλφ στο πλευρό του και μαζί από κει ψηλά κοίταξαν την Ανατολή.
— Αληθινά, είπε ο Γκάνταλφ, με δυνατή φωνή τώρα, κοφτερή και καθαρή, εκεί βρίσκεται η ελπίδα μας, εκεί που βρίσκεται κι ο πιο μεγάλος μας φόβος. Η Μοίρα κρέμεται ακόμα από μία κλωστή. Αλλ’ όμως υπάρχει ακόμα ελπίδα, αν μπορέσουμε να σταθούμε ανίκητοι για λίγο ακόμα.
Και οι άλλοι τώρα γύρισαν τα μάτια τους στην Ανατολή. Πέρα από τις λεύγες της γης που ήταν ανάμεσα, κοίταζαν μακριά ως εκεί που φτάνει το μάτι κι ο φόθος, κι η ελπίδα πήγαινε τη σκέψη τους ακόμα πιο πέρα, πίσω από τα μαύρα βουνά στη Χώρα της Σκιάς. Πού να ’ταν τώρα ο Δαχτυλιδοκουβαλητής; Πόσο λεπτή στ’ αλήθεια ήταν η κλωστή απ’ όπου κρεμόταν ακόμα η Μοίρα! Φάνηκε στο Λέγκολας, εκεί καθώς τέντωνε τα μάτια του που έβλεπαν μακριά, πως έπιασε μια άσπρη λάμψη: πολύ μακριά ίσως ο ήλιος να γυάλιζε σε κάποια κορφή του Πύργου της Φρουράς. Κι ακόμα πιο κάτω, ατέλειωτα μακρινή κι όμως πάντα απειλητική, ήταν μια μικροσκοπική γλώσσα φωτιάς.
Αργά ο Θέοντεν κάθισε κάτω πάλι, λες κι η κούραση προσπαθούσε να τον υποτάξει παρά τη θέληση του Γκάνταλφ. Γύρισε και κοίταξε το μεγάλο του παλάτι.
— Αλίμονο! είπε, σ’ εμένα έλαχαν αυτές οι κακές μέρες και μάλιστα τώρα που γέρασα, αντί για την ειρήνη που τόσο μόχθησα! Κρίμα ο γενναίος Μπορομίρ! Οι νέοι χάνονται κι οι γέροι μένουν και μαραίνονται.
Έπιασε τα γόνατά του με τα ζαρωμένα του χέρια.
— Τα δάχτυλά σου θα θυμόντουσαν την παλιά τους δύναμη καλύτερα, αν κράδαιναν λαβή σπαθιού, είπε ο Γκάνταλφ.
Ο Θέοντεν σηκώθηκε κι έβαλε το χέρι στο πλευρό του· αλλά απ’ τη ζώνη του δεν κρεμόταν σπαθί.
— Πού το ’χει καταχωνιάσει ο Γκρίμα; μουρμούρισε.
— Πάρε αυτό, καλέ μου άρχοντα! είπε μια καθαρή φωνή. Πάντα βρισκόταν στην υπηρεσία σου.
Δυο άντρες είχαν ανεβεί αθόρυβα τη σκάλα και τώρα στέκονταν μερικά σκαλοπάτια πιο κάτω απ’ την κορυφή της. Εκεί στεκόταν ο Έομερ. Δε φορούσε κράνος στο κεφάλι ούτε θώρακα στο στήθος, αλλά στο χέρι του κρατούσε ένα γυμνό σπαθί· κι όπως γονάτισε, πρόσφερε τη λαβή στον κύριό του.
— Τι είναι αυτό; είπε αυστηρά ο Θέοντεν.
Γύρισε κατά τον Έομερ κι οι άντρες τον κοίταξαν κατάπληκτοι, όπως στεκόταν τώρα περήφανος κι ολόρθος. Πού ήταν ο γέρος που είχαν αφήσει μαζεμένο στο θρόνο του ή γερμένο σ’ ένα ραβδί;
— Εγώ φταίω, κύριε, είπε ο Χάμα, τρέμοντας. Κατάλαβα πως πρόκειται να ελευθερωθεί ο Έομερ. Τόση ήταν η χαρά της καρδιάς μου που ίσως να έκανα λάθος. Όμως, μιας και είναι ξανά ελεύθερος, κι όντας Στρατάρχης του Μαρκ, του έδωσα το σπαθί του, όπως μου το ζήτησε.
— Για να το αποθέσω στα πόδια σου, άρχοντα μου, είπε ο Έομερ. Για μια στιγμή σιωπής ο Θέοντεν στάθηκε κοιτάζοντας κάτω τον Έομερ, όπως ήταν γονατισμένος μπροστά του. Κανείς τους δεν κουνήθηκε.
— Δε θα πάρεις το σπαθί; είπε ο Γκάνταλφ.
Αργά ο Θέοντεν άπλωσε το χέρι του. Καθώς τα δάχτυλά του έπιασαν τη λαβή, φάνηκε, σε όσους κοίταζαν, πως σταθερότητα και δύναμη ξανάρθαν στο αδύνατο χέρι του. Ξαφνικά σήκωσε τη λάμα και την ανέμισε αστραφτερή και σφυριχτή στον αέρα. Ύστερα έβγαλε μια μεγάλη κραυγή. Η φωνή του αντήχησε καθαρή καθώς έψαλε στη γλώσσα του Ρόαν το κάλεσμα στα όπλα.
Στα όπλα, τώρα, στα όπλα, του Θέοντεν Άντρες!
Έργα σκληρά ξυπνούν και μαύρισε η Ανατολή.
Σελώστε τ’ άλογα κι οι σάλπιγγες ας αντηχήσουν!
Εμπρός, Εορλίγκας!
Οι φρουροί, νομίζοντας πως τους καλούσαν, ανέβηκαν τρέχοντας τη σκάλα. Κοίταξαν τον κύριό τους απορημένοι κι ύστερα, σαν ένας άντρας, τράβηξαν τα σπαθιά τους και τ’ απόθεσαν στα πόδια του.
— Πρόσταξε μας! είπαν.
— Westu Théoden hál! φώναξε ο Έομερ. Είναι μεγάλη η χαρά μας που σε βλέπουμε να ξανάρχεσαι στους δικούς σου. Κανείς δε θα ξαναπεί ποτέ, Γκάνταλφ, πως έρχεσαι μόνο με κακά μαντάτα!
— Πάρε πίσω το σπαθί σου, Έομερ γιε της αδελφής μου! είπε ο βασιλιάς. Πήγαινε, Χάμα, και γύρεψε το σπαθί μου! Ο Γκρίμα το ’χει φυλαγμένο. Φέρ’ τον κι αυτόν μπροστά μου. Τώρα, Γκάνταλφ, είπες πως έχεις να δώσεις συμβουλές, αν ήθελα να τις ακούσω. Τι συμβουλεύεις;
— Τις άκουσες κιόλας μόνος σου, απάντησε ο Γκάνταλφ. Δίνοντας εμπιστοσύνη στον Έομερ, παρά σε κάποιον με δόλιο μυαλό. Διώχνοντας τις τύψεις και το φόβο. Κάνοντας αυτό που πρέπει τώρα να γίνει. Όλοι οι άντρες που μπορούν να κουβαλήσουν άλογο πρέπει να πάνε δυτικά, όπως σε συμβούλεψε ο Έομερ: πρέπει πρώτα ν’ αφανίσουμε την απειλή του Σάρουμαν, όσο έχουμε καιρό. Αν αποτύχουμε, χάσαμε. Αν πετύχουμε, τώρα θ’ αντιμετωπίσουμε την επόμενη περιπέτεια. Στο μεταξύ όσοι απομείνουν απ’ το λαό σου, οι γυναίκες και τα παιδιά και οι γέροι, πρέπει να πάνε να κρυφτούνε στα καταφύγια που έχεις στα βουνά. Δεν είναι ετοιμασμένοι για ν’ αντιμετωπίσουν τέτοια κακιά μέρα σαν κι αυτή; Να πάρουν μαζί τους προμήθειες, αλλά να μην καθυστερήσουν, ούτε να φορτωθούν με θησαυρούς, μικρούς ή μεγάλους. Είναι η ζωή τους που κινδυνεύει.
— Αυτές οι συμβουλές μού φαίνονται καλές τώρα, είπε ο Θέοντεν. Ας ετοιμαστεί όλος μου ο λαός! Αλλά εσείς οι φιλοξενούμενοι μου -αλήθεια είπες, Γκάνταλφ, πως η ευγένεια του παλατιού μου έχει λιγοστέψει. Όλη τη νύχτα ταξιδεύατε και το πρωινό φεύγει. Κι εσείς ούτε φάγατε ούτε κοιμηθήκατε. Θα ετοιμαστεί ο ξενώνας να σας φιλοξενήσει· εκεί θα κοιμηθείτε, αφού φάτε.
— Όχι, άρχοντα, είπε ο Άραγκορν.
— Δεν έχει ακόμα ανάπαυση για τους κουρασμένους. Οι άντρες του Ρόαν πρέπει σήμερα να ξεκινήσουν κι εμείς θα πάμε μαζί τους, τσεκούρι, τόξο και σπαθί. Δεν τα φέραμε εδώ για να τα στήσουμε στον τοίχο σου, Άρχοντα του Μαρκ. Κι εγώ έχω υποσχεθεί στον Έομερ ότι τα σπαθιά μας θα πολεμήσουν μαζί.
— Τότε σίγουρα υπάρχει ελπίδα για τη νίκη! είπε ο Έομερ.
— Ελπίδα, ναι, είπε ο Γκάνταλφ. Το Ίσενγκαρντ όμως είναι ισχυρό. Και όλο πλησιάζουν κι άλλοι κίνδυνοι. Μην καθυστερήσεις, Θέοντεν, όταν θα έχουμε φύγει. Οδήγησε το λαό σου γρήγορα στο Οχυρό του Ντανχάροου στα βουνά!
— Όχι, Γκάνταλφ! είπε ο βασιλιάς. Δεν έχεις καταλάβει πόσο επιδέξιος είσαι στις θεραπείες. Δε θα γίνει έτσι. Εγώ ο ίδιος θα πάω στον πόλεμο να πέσω στην πρώτη γραμμή, αν πρέπει. Έτσι θα κοιμηθώ καλύτερα.
— Τότε ακόμα και η ήττα του Ρόαν θα μείνει ένδοξη στα τραγούδια, είπε ο Άραγκορν.
Οι οπλισμένοι άντρες που στέκονταν κοντά χτύπησαν τα σπαθιά τους, φωνάζοντας:
— Ό Άρχοντας του Μαρκ θα εκστρατεύσει! Εμπρός, Εορλίγκας!
— Ο λαός σου όμως δεν πρέπει να μείνει άοπλος και δίχως αρχηγό, είπε ο Γκάνταλφ. Ποιος θα τους κυβερνά και θα τους καθοδηγεί στη θέση σου;
— Θα το σκεφτώ πριν ξεκινήσουμε, απάντησε ο Θέοντεν. Να κι ο σύμβουλός μου.
Εκείνη τη στιγμή ο Χάμα ήρθε απ’ το παλάτι. Πίσω του, ζαρωμένος απ’ το φόβο, ανάμεσα σε δυο άλλους άντρες, ερχόταν ο Γκρίμα ο Φιδόγλωσσος. Το πρόσωπό του ήταν πανιασμένο. Τα μάτια του ανοιγόκλειναν στο φως του ήλιου. Ο Χάμα γονάτισε και έδωσε στο Θέοντεν ένα μακρύ σπαθί με θηκάρι δεμένο με χρυσάφι και στολισμένο με πράσινα πετράδια.
— Ορίστε, κύριε, ο Χερούγκριμ, το αρχαίο σπαθί σου, είπε. Βρέθηκε μέσα στο μπαούλο του. Ήταν πολύ απρόθυμος να μας δώσει τα κλειδιά. Εκεί έχει κι ένα σωρό άλλα πράγματα που διάφοροι έχουν χάσει.
— Ψέματα, είπε ο Φιδόγλωσσος. Αυτό το σπαθί ο ίδιος ο κύριος σου μου το έδωσε να το φυλάξω.
— Και τώρα σ’ το ξαναζητά, είπε ο Θέοντεν. Σε δυσαρεστεί αυτό;
— Και, βέβαια, όχι, κύριε, είπε ο Φιδόγλωσσος. Εγώ φροντίζω για σένα και για ό,τι είναι δικό σου όσο πιο καλά μπορώ. Αλλά μην κουράζεσαι ούτε και να το παρακάνεις. Άσε άλλους ν’ ασχοληθούν μ’ αυτούς τους ενοχλητικούς επισκέπτες. Το φαγητό σου ετοιμάζεται. Δε θα ’ρθεις να φας;
— Θα ’ρθω, είπε ο Θέοντεν. Και να βάλουν μερίδες και για τους ξένους μου στο τραπέζι δίπλα μου. Ο στρατός ξεκινάει σήμερα. Στείλτε αγγελιαφόρους να ειδοποιήσουν! Να καλέσουν όλους όσους μένουν κοντά. Κάθε άντρας και παλικάρι που μπορεί να κρατήσει όπλα, όλοι όσοι έχουν άλογα, να είναι έτοιμοι στη σέλα στην πύλη, πριν περάσουν δύο ώρες από το μεσημέρι!
— Καλέ μου κύριε! φώναξε ο Φιδόγλωσσος. Ό,τι φοβόμουνα έγινε. Αυτός ο μάγος σ’ έχει πλανέψει. Δε θα μείνει κανείς να υπερασπιστεί το Χρυσό Παλάτι των πατέρων σου κι όλους σου τους θησαυρούς; Κανείς να προστατέψει τον Άρχοντα του Μαρκ;
— Αν αυτά είναι μάγια, είπε ο Θέοντεν, εμένα μου φαίνονται πολύ πιο χρήσιμα απ’ τα ψιθυρίσματά σου. Σαν τους κομπογιαννίτες, λίγο έλειψε να με κάνεις να περπατώ με τα τέσσερα σαν ζώο. Όχι, κανείς δε θα μείνει, ούτε κι ο Γκρίμα. Ο Γκρίμα θα πάει στον πόλεμο κι αυτός. Πήγαινε! Έχεις ακόμα καιρό να καθαρίσεις τη σκουριά απ’ το σπαθί σου.
— Έλεος, κύριε! κλαψούρισε ο Φιδόγλωσσος, πέφτοντας κάτω. Λυπήσου κάποιον που αναλώθηκε στην υπηρεσία σου. Μη με διώχνεις από το πλευρό σου! Εγώ τουλάχιστο θα σταθώ δίπλα σου, όταν θα ’χουν φύγει όλοι οι άλλοι. Μη διώχνεις μακριά τον πιστό σου Γκρίμα!
— Το έλεός μου το έχεις, είπε ο Θέοντεν. Και δε σε διώχνω από το πλευρό μου. Πάω στον πόλεμο κι εγώ με τους άντρες μου. Σε διατάζω να έρθεις μαζί μου και ν’ αποδείξεις την πίστη σου.
Ο Φιδόγλωσσος κοίταξε από πρόσωπο σε πρόσωπο. Στο Βλέμμα του καθρεφτιζόταν η ματιά του κυνηγημένου ζώου που γυρεύει κάποιο άνοιγμα στον κλοιό των εχθρών του. Έγλειψε τα χείλια του με τη μακριά ασπριδερή του γλώσσα.
— Περιμένει κανείς μια τέτοια απόφαση από έναν άρχοντα του Οίκου του Έορλ, ακόμα κι αν είναι γέρος, είπε. Αλλά αυτοί που πραγματικά τον αγαπάνε θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους την προχωρημένη του ηλικία. Βλέπω, όμως, πως έρχομαι πολύ αργά. Άλλοι, που ο θάνατος του κυρίου μου θα λυπήσει ίσως λιγότερο, τον έχουν κιόλας πείσει. Αν δεν μπορώ να χαλάσω τη δουλειά τους, τουλάχιστον, κύριε, άκουσε με σ’ αυτό! Κάποιος που γνωρίζει τη θέληση σου και τιμά τις διαταγές σου πρέπει να μείνει στο Έντορας. Όρισε έναν πιστό οικονόμο. Άφησε το σύμβουλο σου τον Γκρίμα να τα φροντίσει όλα ως το γυρισμό σου — και εύχομαι να το δούμε, αν και κανείς λογικός άνθρωπος δε θα έχει πολλές ελπίδες.
Ο Έομερ γέλασε.
— Κι αν αυτή η παράκληση δε σε απαλλάξει απ’ τον πόλεμο, ευγενέστατε Φιδόγλωσσε, είπε, τι κατώτερη υπηρεσία θα δεχτείς; Να κουβαλήσεις ένα τσουβάλι τρόφιμα στα βουνά — αν βρεθεί άνθρωπος να σου το εμπιστευτεί;
— Όχι, Έομερ, δεν κατάλαβες καλά τη σκέψη του κυρ Φιδόγλωσσου, είπε ο Γκάνταλφ, γυρίζοντας σ’ αυτόν την κοφτερή του ματιά. Είναι τολμηρός και πανούργος. Ακόμα και τώρα παίζει τα ζάρια διακινδυνεύοντας και κερδίζει μια ριξιά. Έχει κιόλας χαραμίσει ώρες απ’ τον πολύτιμο χρόνο μου. Χάμω, φίδι! είπε ξαφνικά με φωνή τρομερή. Χάμω με την κοιλιά! Πόσον καιρό σ’ έχει αγορασμένο ο Σάρουμαν; Τι αντάλλαγμα σου υποσχέθηκε; Σα θα πεθάνουν όλοι οι άντρες να διαλέξεις το μερίδιό σου από το θησαυρό και να πάρεις τη γυναίκα που ποθείς; Πολύν καιρό την παρακολουθείς με μισόκλειστα μοτία και στοιχειώνεις τα βήματά της.
Ο Έομερ άρπαξε το σπαθί του.
— Αυτό το ’ξερα κιόλας, μουρμούρισε. Γι’ αυτόν το λόγο θα έπρεπε να τον είχα από παλιά σκοτώσει, λησμονώντας το νόμο του παλατιού. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι λόγοι.
Έκανε ένα βήμα μπροστά, αλλά ο Γκάνταλφ τον συγκράτησε με το χέρι του.
— Η Έογουιν είναι ασφαλισμένη τώρα, είπε. Αλλά, εσύ, Φιδογλωσσε, έκανες ό,τι μπόρεσες για τον πραγματικό σου αφέντη. Κι έτσι τουλάχιστο δικαιούσαι κάποια αμοιβή. Ο Σάρουμαν όμως έχει το συνήθειο να μην κρατάει τις υποσχέσεις του. Θα σε συμβούλευα, λοιπόν, να πας γρήγορα να του τις θυμίσεις, μην τυχόν και ξεχάσει τις πιστές σου υπηρεσίες.
— Λες ψέματα, είπε ο Φιδόγλωσσος.
— Αυτή η λέξη βγαίνει πολύ συχνά κι εύκολα από τα χείλια σου, είπε ο Γκάνταλφ. Εγώ δε λέω ψέματα. Δες, Θέοντεν, να ένα φίδι! Δεν μπορείς να το πάρεις μαζί σου και να αισθάνεσαι σίγουρος, ούτε μπορείς να το αφήσεις πίσω. Το δίκαιο θα ήταν να το αποκεφαλίσεις. Αλλά δεν ήταν πάντα όπως είναι τώρα. Κάποτε ήταν άντρας και με τον τρόπο του σε υπηρέτησε. Δώσ’ του ένα άλογο κι άσ’ τον να φύγει αμέσως, για όπου θέλει. Από την εκλογή του θα τον κρίνεις.
— Τ’ ακούς αυτό, Φιδόγλωσσε; είπε ο Θέοντεν. Διάλεξε: ή θα ’ρθεις μαζί μου στον πόλεμο και θα μας δείξεις στη μάχη αν λες αλήθεια, ή θα φύγεις τώρα, για όπου θέλεις. Αλλά τότε, αν ποτέ ανταμώσουμε ξανά, δε θα δείξω έλεος.
Αργά ο Φιδόγλωσσος σηκώθηκε. Τους κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. Τελευταίο απ’ όλα κοίταξε προσεχτικά το πρόσωπο του Θέοντεν κι άνοιξε το στόμα του λες και θα μιλούσε. Τότε ξαφνικά τεντώθηκε. Τα χέρια του συσπάστηκαν. Τα μάτια του γυάλισαν. Τόση κακία υπήρχε εκεί, που οι άντρες πισωπάτησαν. Έδειξε τα δόντια του· κι ύστερα με μια σφυριχτή ανάσα έφτυσε μπροστά στα πόδια του βασιλιά και, πηδώντας πλάι, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα.
— Πίσω του! είπε ο Θέοντεν. Προσέξτε να μην κάνει κακό σε κανέναν, αλλά μην του κάνετε κακό ούτε να τον εμποδίσετε. Δώστε του ένα άλογο, αν το θελήσει.
— Κι αν δεχτεί κανένα να τον μεταφέρει, είπε ο Έομερ.
Ένας από τους φρουρούς κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. Ένας άλλος πήγε στην πηγή στη βάση της πεζούλας και γέμισε νερό το κράνος του. Μ’ αυτό καθάρισε τις πέτρες που είχε μολύνει ο Φιδόγλωσσος.
— Τώρα, ξένοι μου, ελάτε! είπε ο Θέοντεν. Ελάτε να φάτε ό,τι μας επιτρέπει η βιασύνη μας.
Μπήκαν ξανά στο μέγαρο. Κάτω στην πόλη άκουγαν κιόλας τους κήρυκες να φωνάζουν και τα βούκινα του πολέμου να ηχούν. Γιατί ο βασιλιάς θα ξεκινούσε αμέσως, μόλις οι άντρες της πόλης και των κοντινών χωριών μπορούσαν να οπλιστούν και να συγκεντρωθούν.
Στο τραπέζι του Βασιλιά κάθισαν ο Έομερ και οι τέσσερις ξένοι· κι εκεί ήταν και η αρχόντισσα Έογουιν και φρόντιζε το βασιλιά. Έφαγαν και ήπιαν γρήγορα. Οι άλλοι ήταν σιωπηλοί, ενώ ο Θέοντεν ρωτούσε τον Γκάνταλφ σχετικά με το Σάρουμαν.
— Ποιος μπορεί να μαντέψει από πότε αρχίζει η προδοσία του; είπε ο Γκάνταλφ. Δεν ήταν πάντοτε κακός. Κάποτε είμαι σίγουρος πως ήταν φίλος του Ρόαν κι ακόμα όταν η καρδιά του κρύωσε, εξακολουθούσε να σας βρίσκει χρήσιμους. Αλλά για πολύν καιρό τώρα σχεδιάζει την καταστροφή σας, φορώντας το προσωπείο της φιλίας, μέχρι να ετοιμαστεί. Σ’ εκείνα τα χρόνια το έργο του Φιδόγλωσσου ήταν εύκολο κι όλα όσα έκανες γίνονταν γρήγορα γνωστά στο Ίσενγκαρντ· γιατί η χώρα σου ήταν ανοιχτή και οι ξένοι πηγαινοέρχονταν. Και δίχως σταματημό η γλώσσα του Φιδόγλωσσου ψιθύριζε στ’ αυτιά σου, δηλητηριάζοντας τη σκέψη σου, παγώνοντας την καρδιά σου, αδυνατίζοντας το κορμί σου, ενώ οι άλλοι έβλεπαν και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, γιατί η θέληση σου ήταν στα χέρια του.
»Αλλά όταν δραπέτευσα και σε προειδοποίησα, τότε σκίστηκε η μάσκα, για κείνους που ήθελαν να δουν. Ύστερα από αυτό ο Φιδόγλωσσος έπαιζε επικίνδυνα, γυρεύοντας πάντα πώς να σε καθυστερήσει, να εμποδίσει να συγκεντρωθεί όλη σου η δύναμη. Ήταν πολυμήχανος — κοίμιζε τη δυσπιστία των ανθρώπων ή καλλιεργούσε τους φόβους τους, ανάλογα με το τι εξυπηρετούσε την κατάσταση. Δε θυμάσαι πόσο πρόθυμα υποστήριζε πως κανείς άντρας δεν πρέπει να μείνει πίσω στην άσκοπη καταδίωξη στο βοριά, όταν ο άμεσος κίνδυνος βρισκόταν δυτικά; Σ’ έπεισε ν’ απαγορέψεις στον Έομερ να καταδιώξει τους επιδρομείς Ορκ. Αν ο Έομερ δεν είχε αψηφήσει τη φωνή του Φιδόγλωσσου, που μιλούσε με το στόμα σου, εκείνοι οι Ορκ θα ήταν τώρα φτασμένοι στο Ίσενγκαρντ, μεταφέροντας πολύ μεγάλο λάφυρο. Όχι, βέβαια, εκείνο το λάφυρο που ο Σάρουμαν ποθεί πάνω απ’ όλα τ’ άλλα, αλλά τουλάχιστο δύο μέλη της Ομάδας, μέτοχους της κρυφής ελπίδας, που γι’ αυτή ακόμα και σ’ εσένα, άρχοντα, δεν μπορώ να μιλήσω ξεκάθαρα. Τολμάς μήπως να σκεφτείς τι θα υπέφεραν τώρα ή τι θα μπορούσε τώρα να έχει μάθει ο Σάρουμαν για να μας καταστρέψει;
— Πολλά χρωστάω στον Έομερ, είπε ο Θέοντεν. Η πιστή καρδιά μπορεί να ’χει τολμηρή γλώσσα!
— Πες ακόμα, πρόσθεσε ο Γκάνταλφ, πως όταν τα μάτια δε βλέπουν σωστά, η αλήθεια φαίνεται να έχει παραμορφωμένο πρόσωπο.
— Ναι, τα μάτια μου ήταν σχεδόν τυφλωμένα, είπε ο Θέοντεν. Τα περισσότερα τα χρωστάω σ’ εσένα, ξένε μου. Για άλλη μια φορά ήρθες πάνω στην ώρα. Θα ’θελα να σου δώσω ένα δώρο πριν φύγουμε, κάτι που να το διαλέξεις εσύ. Ζήτησε οτιδήποτε κι αν είναι δικό μου. Μόνο το σπαθί μου δε δίνω!
— Το αν ήρθα έγκαιρα ή όχι δεν έχει ακόμα φανεί, είπε ο Γκάνταλφ. Όσο για το δώρο σου, άρχοντα, θα διαλέξω κάτι που ανταποκρίνεται στις ανάγκες μου — γρήγορο και σίγουρο. Δώσε μου τον Ίσκιο! Πρωτύτερα μου τον είχες δανείσει μονάχα, αν μπορούμε να το πούμε δάνεισμα. Τώρα, όμως, θα τον πάρω μαζί μου σε μεγάλους κινδύνους, αντιτάσσοντας το ασημένιο στο μαύρο — και δε θα ’θελα να διακινδυνέψω κάτι που δεν είναι δικό μου. Υπάρχει κιόλας ένας δεσμός αγάπης ανάμεσά μας.
— Διαλέγεις καλά, είπε ο Θέοντεν, και τώρα σ’ τον δίνω με χαρά. Είναι όμως μεγάλο δώρο. Τίποτα δε συγκρίνεται με τον Ίσκιο. Μέσα σ’ αυτόν έχει ενσαρκωθεί κάποιο απ’ τα πανίσχυρα άτια του παλιού καιρού. Άτι σαν κι αυτό δε θα ξαναγυρίσει πια. Και σε σας τους άλλους μου ξένους, σας προσφέρω ό,τι υπάρχει στο οπλοστάσιό μου. Σπαθιά δε χρειάζεστε, αλλά έχει περικεφαλαίες και αλυσιδωτούς θώρακες καλοδουλεμένους, δώρα της Γκόντορ στους προγόνους μου. Διαλέξτε απ’ αυτά πριν ξεκινήσουμε και μακάρι να σας υπηρετήσουν καλά!
Τώρα ήρθαν άντρες φέρνοντας πολεμικές στολές από το οπλοστάσιο του βασιλιά κι έντυσαν τον Άραγκορν και το Λέγκολας μ’ αστραφτερές αρματωσιές. Διάλεξαν επίσης κράνη και στρογγυλές ασπίδες, που στο κέντρο τους είχαν χρυσάφι και πετράδια πράσινα, κόκκινα και άσπρα· ο Γκάνταλφ δεν αρματώθηκε· κι ο Γκίμλι δε χρειαζόταν αλυσιδωτό θώρακα, ακόμα κι αν είχε βρεθεί κανένας στο μπόι του, γιατί δεν υπήρχε θώρακας στις αποθήκες του Έντορας πιο καλά φτιαγμένος απ’ το κοντό του αλυσιδωτό πουκάμισο που ήταν σφυρηλατημένο κάτω απ’ το Βουνό, στο Βοριά. Αλλά διάλεξε ένα κράνος από σίδερο και δέρμα, που εφάρμοζε καλά στο στρογγυλό του κεφάλι· πήρε ακόμα μια μικρή ασπίδα. Πάνω της είχε ένα άλογο που έτρεχε, άσπρο σε πράσινο βάθος, το έμβλημα του Οίκου του Έορλ.
— Μακάρι να σε προστατεύει καλά! είπε ο Θέοντεν. Την είχαν φτιάξει για μένα στις μέρες του Θένγκελ, τότε που ήμουν ακόμα μικρός.
Ο Γκίμλι υποκλίθηκε.
— Είμαι περήφανος, Άρχοντα του Μαρκ, να φέρω το έμβλημά σου, είπε, Και σίγουρα καλύτερα να μεταφέρω εγώ το άλογο παρά αυτό εμένα. Έχω περισσότερη εμπιστοσύνη στα πόδια μου. Πού ξέρεις... Μπορεί να το φέρει η ώρα να ξεπεζέψω, να σταθώ στα πόδια μου και να πολεμήσω.
— Και βέβαια μπορεί, είπε ο Θέοντεν.
Ο βασιλιάς τώρα σηκώθηκε κι αμέσως η Έογουιν πλησίασε κρατώντας κρασί.
— Ferthu Théoden, hál! είπε. Πάρε τώρα αυτό το κύπελλο και πιες για ευτυχισμένες ώρες. Να έχεις υγεία κι εκεί που πας κι όταν έρχεσαι!
Ο Θέοντεν ήπιε από το κύπελλο κι εκείνη ύστερα το πρόσφερε στους ξένους. Καθώς στάθηκε μπροστά στον Άραγκορν σταμάτησε ξαφνικά και τον κοίταξε και τα μάτια της έλαμπαν. Κι αυτός κοίταξε το ωραίο της πρόσωπο και χαμογέλασε· αλλά καθώς πήρε το κύπελλο, το χέρι του άγγιξε το δικό της και κατάλαβε πως έτρεμε στο άγγιγμα.
— Χαίρε, Άραγκορν γιε του Άραθορν! είπε.
— Χαίρε, Αρχόντισσα του Ρόαν! απάντησε, αλλά το πρόσωπο του ήταν τώρα στεναχωρημένο και δε χαμογέλασε.
Όταν ήπιαν όλοι, ο βασιλιάς βγήκε από την αίθουσα στην πόρτα. Εκεί τον περίμεναν οι φρουροί και στέκονταν οι αγγελιαφόροι και όλοι οι άρχοντες και οι αρχηγοί, όσοι έμεναν στο Έντορας ή εκεί γύρω είχαν συγκεντρωθεί.
— Να! Ξεκινώ και μου φαίνεται πως αυτή θα είναι η τελευταία μου εκστρατεία, είπε ο Θέοντεν. Δεν έχω παιδί. Ο γιος μου ο Θέοντρεντ είναι σκοτωμένος. Ορίζω διάδοχό μου τον Έομερ, το γιο της αδελφής μου. Αν κανείς από τους δυο μας δε γυρίσει, τότε διαλέξτε καινούριο άρχοντα σύμφωνα με τη θέλησή σας. Ωστόσο, πρέπει σε κάποιον να εμπιστευθώ εκείνους από το λαό μου που αφήνω πίσω, να κυβερνά στη θέση μου. Ποιος από σας θέλει να μείνει;
Κανείς άντρας δε μίλησε.
— Δεν υπάρχει κανείς να προτείνετε; Που να τον εμπιστεύεται ο λαός μου;
— Από τον Οίκο του Έορλ, απάντησε ο Χάμα.
— Τον Έομερ όμως τον χρειάζομαι, ούτε κι αυτός μένει, είπε ο βασιλιάς· και είναι ο τελευταίος αυτού του Οίκου.
— Δεν είπα τον Έομερ, απάντησε ο Χάμα. Και δεν είναι ο τελευταίος. Υπάρχει και η Έογουιν, η κόρη του Έομουντ, η αδελφή του. Είναι άφοβη και έχει υψηλό φρόνημα. Όλοι την αγαπούν. Ας γίνει αυτή ο άρχοντας των Εορλίγκας, όσο εμείς θα λείπουμε.
— Έτσι θα γίνει, είπε ο Θέοντεν. Οι κήρυκες ας ανακοινώσουν στο λαό ότι η Αρχόντισσα Έογουιν θα τους οδηγήσει!
Ύστερα ο βασιλιάς κάθισε σε μια από τις θέσεις μπροστά στις πόρτες του και η Έογουιν γονάτισε μπροστά του και παράλαβε από τα χέρια του ένα σπαθί κι έναν ωραίο κοντό αλυσιδωτό θώρακα.
— Έχε γεια, κόρη της αδελφής μου! είπε. Η ώρα είναι σκοτεινή, ίσως όμως να ξαναγυρίσουμε στο Χρυσό Παλάτι. Αλλά στο Ντάνχαροου ο λαός μπορεί για πολύν καιρό ν’ αντισταθεί και, αν χάσουμε τη μάχη, εκεί θα έρθουν όλοι όσοι γλιτώσουν.
— Μη μιλάς έτσι! απάντησε. Κάθε μέρα που θα περνά θα είναι για μένα χρόνος ώσπου να γυρίσεις.
Αλλά καθώς μιλούσε τα μάτια της πήγαν στον Άραγκορν που στεκόταν πλάι.
— Ο βασιλιάς θα ξανάρθει, είπε αυτός. Μη φοβάσαι! Όχι στη Δύση, αλλά στην Ανατολή μας καρτερεί η μοίρα μας.
Τώρα ο βασιλιάς κατέβηκε τη σκάλα με τον Γκάνταλφ στο πλευρό του. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν. Ο Άραγκορν κοίταξε πίσω καθώς πλησίαζαν την πύλη. Ολομόναχη η Έογουιν στεκόταν μπροστά στις πόρτες του παλατιού στην κορυφή της σκάλας· το σπαθί στεκόταν όρθιο μπροστά της και είχε ακουμπισμένα τα χέρια της στη λαβή. Τώρα ήταν ντυμένη κι έλαμπε σαν ασήμι στον ήλιο.
Ο Γκίμλι βάδιζε με το Λέγκολας, με το τσεκούρι του στον ώμο.
— Λοιπόν, επιτέλους, ξεκινάμε! είπε. Οι άνθρωποι χρειάζονται πολλά λόγια πριν τη δράση. Το τσεκούρι μου ανυπομονεί στα χέρια μου. Αν και δεν αμφιβάλλω πως τούτοι εδώ, οι Ροχίριμ, έχουν γερό χέρι όταν χρειαστεί. Πάντως, δεν είναι αυτό το είδος του πολέμου που με Βολεύει. Πώς θα μπω στη μάχη; Μακάρι να μπορούσα να περπατήσω και να μην ταρακουνιέμαι σαν τσουβάλι μπροστά στη σέλα του Γκάνταλφ.
— Πολύ πιο ασφαλισμένη θέση από πολλές άλλες, υποθέτω, είπε ο Λέγκολας. Πάντως, δίχως αμφιβολία ο Γκάνταλφ θα σε αφήσει μετά χαράς να σταθείς στα πόδια σου όταν αρχίσουν τα χτυπήματα — ή και ο ίδιος ο Ίσκιος. Το τσεκούρι δεν είναι όπλο για καβαλάρη.
— Κι ένας Νάνος δεν είναι καβαλάρης. Εγώ θέλω να κόβω λαιμούς Ορκ, όχι να ξυρίζω τα κεφάλια των Ανθρώπων, είπε ο Γκίμλι, χαϊδεύοντας τη λαβή του τσεκουριού του.
Στην πύλη βρήκαν πολλούς άντρες, γέρους και νέους, όλους έτοιμους στη σέλα. Είχαν συγκεντρωθεί πάνω από χίλιοι. Τα κοντάρια τους ήταν δάσος. Δυνατά και χαρούμενα άρχισαν να ζητωκραυγάζουν μόλις βγήκε ο Θέοντεν. Μερικοί κρατούσαν έτοιμο το άλογο του βασιλιά, τον Ασπροχαίτη, κι άλλοι κρατούσαν τα άλογα του Άραγκορν και του Λέγκολας. Ο Γκίμλι δεν αισθανόταν καθόλου άνετα κι ήταν συνοφρυωμένος, αλλά τον πλησίασε ο Έομερ κρατώντας το άλογό του.
— Χαίρε, Γκίμλι γιε του Γκλόιν! φώναξε. Δεν είχα καιρό να μάθω να μιλάω ευγενικά κάτω από την απειλή του τσεκουριού σου, όπως μου έταζες. Δε θέλεις όμως να ξεχάσουμε τη διαφωνία μας; Εγώ τουλάχιστο δε θα ξαναμιλήσω άσχημα για την Κυρά του Δάσους.
— Θα ξεχάσω για λίγο το θυμό μου, Έομερ γιε του Έομουντ, είπε ο Γκίμλι· αλλά, αν ποτέ τύχει να δεις την Αρχόντισσα Γκαλάντριελ με τα μάτια σου, τότε ή θα παραδεχτείς πως είναι η ωραιότερη απ’ όλες ή η φιλία μας θα πάρει τέλος.
— Ας γίνει έτσι! είπε ο Έομερ. Αλλά ως τότε συγχώρεσέ με και για δείγμα της συγγνώμης σου έλα μαζί μου, σε παρακαλώ. Ο Γκάνταλφ θα είναι επικεφαλής με τον Άρχοντα του Μαρκ· αλλά ο Φλογοπόδης, το άλογό μου, θα μας πάρει και τους δυο στην πλάτη του, αν θέλεις.
— Σε υπερευχαριστώ, είπε ο Γκίμλι πολύ κολακευμένος. Πολύ ευχαρίστως θα ’ρθω μαζί σου, αν ο Λέγκολας, ο σύντροφός μου, επιτρέπεται να είναι πλάι μας.
— Έτσι θα γίνει, είπε ο Έομερ. Ο Λέγκολας στ’ αριστερά μου κι ο Άραγκορν στα δεξιά μου και κανείς δε θα τολμήσει να σταθεί μπροστά μας.
— Πού είναι ο Ίσκιος; είπε ο Γκάνταλφ.
— Τρέχει ελεύθερος στο χορτάρι, του είπαν. Δεν αφήνει κανέναν να τον αγγίξει. Να τος εκεί κάτω στο πέρασμα του ποταμιού, σαν σκιά ανάμεσα στις ιτιές.
Ο Γκάνταλφ σφύριξε και φώναξε δυνατά το όνομα του αλόγου κι από μακριά εκείνο τίναξε το κεφάλι του και χλιμίντρισε και γυρίζοντας έτρεξε κατά τους συγκεντρωμένους άντρες σαν βέλος.
— Αν η ανάσα του Δυτικού Άνεμου έπαιρνε σάρκα και οστά, κάπως έτσι θα φαινόταν, είπε ο Έομερ, καθώς το μεγάλο άλογο πλησίαζε τρέχοντας, ώσπου ήρθε και στάθηκε μπροστά στο μάγο.
— Το δώρο φαίνεται πως έχει κιόλας δοθεί, είπε ο Θέοντεν. Αλλά ακούστε όλοι! Εδώ τώρα ονομάζω τον ξένο μου, τον Γκάνταλφ τον Γκριζοφορεμένο, πιο σοφό απ’ όλους τους συμβούλους, πιο καλοδεχούμενο απ’ όλους τους περιπλανώμενους, άρχοντα του Μαρκ, καπετάνιο των Εορλίγκας, για όσον καιρό θα υπάρχει η φυλή μας· και του δίνω τον Ίσκιο, το βασιλιά των αλόγων.
— Σ’ ευχαριστώ, Βασιλιά Θέοντεν, είπε ο Γκάνταλφ.
Ύστερα απότομα έβγαλε τον γκρίζο του μανδύα, πέταξε το καπέλο του και πήδηξε πάνω στ’ άλογο. Δε φορούσε ούτε κράνος ούτε πανοπλία. Τα χιονάτα μαλλιά του κυμάτιζαν ελεύθερα στον άνεμο και τα άσπρα του ρούχα άστραφταν εκτυφλωτικά στον ήλιο.
— Να ο Άσπρος Καβαλάρης! φώναξε ο Άραγκορν κι όλοι πήραν τα λόγια του.
— Ζήτω ο Βασιλιάς μας κι ο Άσπρος Καβαλάρης! φώναξαν. Εμπρός, Εορλίγκας!
Οι σάλπιγγες αντήχησαν. Τ’ άλογα πισωπάτησαν και χλιμίντρισαν. Τα δόρατα χτύπησαν πάνω στις ασπίδες. Ύστερα ο βασιλιάς σήκωσε το χέρι του και ορμητικά, σαν επιδρομή δυνατού ανέμου, η τελευταία στρατιά του Ρόαν κάλπασε βροντερά στη Δύση.
Μακριά στην πεδιάδα η Έογουιν είδε τα κοντάρια τους να γυαλίζουν, καθώς στεκόταν ακίνητη, μονάχη μπροστά στις πόρτες του σιωπηλού μεγάρου.
Ο ήλιος έγερνε κιόλας κατά τη δύση όταν ξεκίνησαν από το Έντορας και το φως ήταν στα μάτια τους, κάνοντας τους κυματιστούς κάμπους το Ρόαν να θαμπώνουν χρυσαφένιοι. Είχε έναν πατημένο δρόμο βορειοδυτικά, παράλληλα με τους πρόποδες των Λευκών Βουνών, κι αυτόν ακολούθησαν, ανηφορίζοντας και κατηφορίζοντας σε μια καταπράσινη περιοχή, διασχίζοντας από ρηχά περάσματα πολλά μικρά γρήγορα ρυάκια. Μακριά, δεξιά μπροστά τους, υψώνονταν τα Ομιχλιασμένα Βουνά· όλο και πιο σκοτεινά και ψηλά, όσο έφευγαν τα μίλια. Ο ήλιος έδυε αργά μπροστά τους. Πίσω τους ήρθε το δειλινό.
Ο στρατός προχωρούσε. Η ανάγκη τούς πίεζε. Επειδή φοβόνταν μην τυχόν και φτάσουν πολύ αργά, κάλπαζαν με όση ταχύτητα μπορούσαν, σταματώντας σπάνια. Τα άτια του Ρόαν ήταν γρήγορα και γερά, αλλά είχαν να κάνουν πολλές λεύγες. Ήταν περισσότερο από σαράντα λεύγες, όπως πετάει το πουλί, από το Έντορας ως τα περάσματα του Ίσεν, που έλπιζαν να βρουν τους άντρες του Βασιλιά που αντιστέκονταν στις ορδές του Σάρουμαν.
Η νύχτα τούς κύκλωσε. Τέλος, σταμάτησαν να στρατοπεδεύσουν. Είχαν ταξιδέψει κάπου πέντε ώρες και είχαν διανύσει μεγάλη απόσταση στη δυτική πεδιάδα, όμως πάνω απ’ το μισό ταξίδι βρισκόταν ακόμα μπροστά τους. Τώρα σχημάτισαν ένα μεγάλο κύκλο κάτω απ’ τον αστροφώτιστο ουρανό με το φεγγάρι που γέμιζε και στρατοπέδευσαν. Δεν άναψαν φωτιές, επειδή δεν ήταν σίγουροι για το τι συνέβαινε· αλλά έβαλαν έναν κύκλο καβαλάρηδες φρουρούς ολόγυρά τους και ανιχνευτές βγήκαν μακριά μπροστά, περνώντας σαν ίσκιοι στις πτυχές της γης. Η νύχτα πέρασε αργά χωρίς νέα ή κίνδυνο. Την αυγή τα βούκινα αντήχησαν και σε μια ώρα πήραν το δρόμο πάλι.
Δεν είχε ακόμα σύννεφα από πάνω, αλλά ένα βάρος πλάκωνε την ατμόσφαιρα· είχε πολλή ζέστη για την εποχή. Ο ήλιος που έβγαινε ήταν θαμπός και πίσω του, ακολουθώντας τον αργά στον ουρανό, είχε μια σκοτεινιά που όλο και μεγάλωνε, λες και κάποια μεγάλη καταιγίδα να έβγαινε απ’ την Ανατολή. Και πέρα, μακριά Βορειοδυτικά, φαινόταν και μια άλλη σκοτεινιά να κάθεται στους πρόποδες των Ομιχλιασμένων Βουνών, μια σκιά που σερνόταν κάτω αργά απ’ την Κοιλάδα του Μάγου.
Ο Γκάνταλφ κοντοστάθηκε για να βρει το Λέγκολας που ίππευε πλάι στον Έομερ.
— Έχεις τα διαπεραστικά μάτια της όμορφης φυλής σου, Λέγκολας, είπε· και μπορούν να ξεχωρίσουν σπίνο από σπουργίτι μια λεύγα μακριά. Πες μου, μπορείς να δεις τίποτα εκεί πέρα, μακριά, κατά το Ίσενγκαρντ;
— Είναι πολλά μίλια ανάμεσα, είπε ο Λέγκολας, κοιτάζοντας προς τα κει και σκιάζοντας τα μάτια του με το μακρύ του χέρι. Μπορώ να δω μια σκοτεινιά. Σιλουέτες κινούνται μέσα της, μεγάλες σιλουέτες μακριά στις όχθες του ποταμού· αλλά δεν ξεχωρίζω τι λογής είναι. Δεν είναι καταχνιά ούτε σύννεφο που νικάει τη ματιά μου — υπάρχει μια σκιά που τα κρύβει, που κάποια δύναμη την έχει απλώσει στη γη και προχωράει αργά κατηφορίζοντας το ποτάμι. Μοιάζει σαν να απλώνεται το σκοτάδι κάτω απ’ τα ατέλειωτα δέντρα, κατηφορίζοντας απ’ τους λόφους.
— Και πίσω μας έρχεται μια άγρια καταιγίδα της Μόρντορ, είπε ο Γκάνταλφ. Η νύχτα απόψε θα ’ναι κατάμαυρη.
Καθώς η δεύτερη μέρα της πορείας τους προχωρούσε, η βαριά ατμόσφαιρα βάραινε όλο και περισσότερο. Νωρίς το απόγευμα τα μαύρα σύννεφα άρχισαν να τους φτάνουν — μια σκοτεινή μάζα, που κάπου κάπου την τρυπούσαν κηλίδες από εκτυφλωτικό φως. Ο ήλιος έγερνε ματωμένος σε μια καπνισμένη θολούρα. Τα δόρατα των Καβαλάρηδων είχαν φλόγινες άκρες, καθώς οι τελευταίες ακτίνες από φως φλόγιζαν τις απόκρημνες κορφές των Θρίχαϊρν — τώρα υψώνονταν πολύ κοντά, στην πιο βορινή άκρη των Λευκών Βουνών, τρεις οδοντωτές μυτερές κορφές που κοίταζαν το ηλιοβασίλεμα. Στο τελευταίο κόκκινο φως οι άντρες της εμπροσθοφυλακής είδαν ένα μαύρο σημάδι, έναν καβαλάρη να έρχεται προς το μέρος τους. Σταμάτησαν και τον περίμεναν.
Έφτασε ένας κατακουρασμένος άντρας, με το κράνος βουλιαγμένο και την ασπίδα σκισμένη. Αργά ξεπέζεψε και στάθηκε για λίγο εκεί λαχανιασμένος. Τέλος μίλησε.
— Είναι εδώ ο Έομερ; ρώτησε. Έρχεστε επιτέλους, αλλά πολύ αργά και με πολύ λίγη δύναμη. Η κατάσταση χειροτέρεψε από τότε που έπεσε ο Θέοντρεντ. Μας ανάγκασαν χτες να υποχωρήσουμε από τον Ίσεν με μεγάλες απώλειες· πολλοί χάθηκαν περνώντας το ποτάμι. Τότε, τη νύχτα, καινούριες ενισχύσεις έπεσαν πάνω στον καταυλισμό μας, περνώντας το ποτάμι· κι ο Σάρουμαν έχει οπλίσει τους άγριους κατοίκους των λόφων και τους βοσκούς της Μαυροχώματης Χώρας πέρα απ’ τα ποτάμια, κι όλους αυτούς τους έχει εξαπολύσει εναντίον μας. Νικηθήκαμε. Ο σχηματισμός από τις ασπίδες μας έσπασε. Ο Έρκενμπραντ του Γουέστφολντ έχει τραβήξει όσους άντρες μπόρεσε να μαζέψει κατά το Φαράγγι του Χελμ. Οι υπόλοιποι είναι σκορπισμένοι.
»Πού είναι ο Έομερ; Πείτε του πως δεν έχει ελπίδες μπροστά. Θα πρέπει να γυρίσει πίσω στο Έντορας, πριν φτάσουν εκεί οι λύκοι του Ίσενγκαρντ.
Ο Θέοντεν είχε καθίσει σιωπηλός, κρυμμένος απ’ τα μάτια του ανθρώπου, πίσω από τους φρουρούς του· τώρα σπιρούνισε τ’ άλογό του μπροστά.
— Έλα και στάσου μπροστά μου, Κέορλ! είπε. Είμαι εδώ. Ο τελευταίος στρατός των Εορλίγκας έχει εκστρατεύσει. Δε θα γυρίσει πίσω χωρίς να δώσει μάχη.
Το πρόσωπο του ανθρώπου φωτίστηκε από χαρά και απορία. Τεντώθηκε. Ύστερα γονάτισε, προσφέροντας το στομωμένο του σπαθί στο βασιλιά.
— Διατάξτε, κύριε! φώναξε. Και συγχωρέστε με! Νόμισα...
— Νόμισες πως έμεινα στο Μέντουσελντ, σκυφτός σαν το γέρικο δέντρο κάτω απ’ το χειμωνιάτικο χιόνι. Έτσι ήταν όταν ξεκίνησες για τον πόλεμο. Αλλά ένας δυτικός άνεμος τίναξε τα κλαδιά, είπε ο Θέοντεν. Δώστε σ’ αυτόν τον άντρα ξεκούραστο άλογο! Και πάμε να βοηθήσουμε τον Έρκεμπραντ!
Όσο μιλούσε ο Θέοντεν, ο Γκάνταλφ προχώρησε λίγο μπροστά και στάθηκε εκεί μονάχος, κοιτάζοντας βόρεια στο Ίσενγκαρντ και δυτικά στον ήλιο που έπεφτε. Τώρα ήρθε πίσω.
— Τρέξε, Θέοντεν! είπε. Τρέξε στο Φαράγγι του Χελμ. Μην πας στα Περάσματα του Ίσεν και μην καθυστερείς στον κάμπο! Εγώ πρέπει να σας αφήσω για λίγο. Ο Ίσκιος πρέπει τώρα να με πάει κάπου που έχω βιαστική δουλειά. Γυρίζοντας στον Άραγκορν και στον Έομερ και τους ακόλουθους του βασιλιά, φώναξε: Να προσέχετε τον άρχοντα του Μαρκ. Να με περιμένετε στην Πύλη του Χελμ! Έχετε γεια!
Είπε μια λέξη στον Ίσκιο και, σαν βέλος που τινάζεται απ’ το τόξο, το μεγάλο άλογο τινάχτηκε μπροστά. Κι ενώ κοίταζαν, χάθηκε — μια ασημένια αστραπή στο ηλιοβασίλεμα, ένας άνεμος στο χορτάρι, μια σκιά που έτρεχε και χάθηκε από τα μάτια. Ο Ασπροχαίτης χρεμέτισε και πισωπάτησε, έτοιμος ν’ ακολουθήσει· αλλά μόνο γρήγορο πουλί πετάμενο θα μπορούσε να τον προλάβει.
— Τι σημαίνει αυτό; είπε ένας φρουρός στο Χάμα.
— Πως ο Γκάνταλφ ο Γκριζοντυμένος βιάζεται, απάντησε ο Χάμα. Πάντα πάει κι έρχεται δίχως να τον περιμένεις.
— Ο Φιδόγλωσσος, αν ήταν εδώ, δε θα δυσκολευόταν να βρει εξήγηση, είπε ο άλλος.
— Σωστά, είπε ο Χάμα· αλλά εγώ θα περιμένω, ώσπου να δω τον Γκάνταλφ ξανά.
— Μπορεί να περιμένεις πολύ, είπε ο άλλος.
Ο στρατός τώρα άφησε το δρόμο για τα Περάσματα του Ίσεν και πήραν κατεύθυνση δυτικά. Η νύχτα έπεσε, μα αυτοί εξακολουθούσαν να καλπάζουν. Οι λόφοι πλησίασαν, αλλά οι ψηλές κορφές των Θρίχαϊρν ήταν κιόλας θαμπές στον ουρανό που σκοτείνιαζε. Μερικά μίλια πιο πέρα, στην πέρα άκρη της Κοιλάδας του Γουέστφολντ, υπήρχε ένα πράσινο λαγκάδι, μια βαθιά αγκαλιά ανάμεσα στα βουνά, απ’ όπου άρχιζε ένα φαράγγι που χανόταν μέσα στους λόφους. Οι άνθρωποι της περιοχής το είχαν ονομάσει το Φαράγγι του Χελμ, από έναν ήρωα περασμένων πολέμων που είχε εκεί το κρησφύγετό του. Όλο και πιο απόκρημνα και πιο στενά έμπαινε μέσα βαθιά, φιδοσέρνονταν από τα βορινά κάτω από τη σκιά των Θρίχαϊρν, ώσπου οι κορακοφωλιασμένοι λόφοι υψώνονταν σαν θεόρατοι πύργοι κι απ’ τις δυο πλευρές, κρύβοντας το φως.
Στην Πύλη του Χελμ, στην είσοδο του Φαραγγιού, ο βορινός λόφος ξεπέταγε ένα θεόρατο βράχο. Εκεί ψηλά στην κορυφή στέκονταν θεόρατα τείχη από αρχαίες πέτρες και από μέσα τους ορθώνονταν ένας ψηλός πύργος. Οι άνθρωποι έλεγαν πως τον παλιό καιρό του μεγαλείου της Γκόντορ οι βασιλιάδες της Θάλασσας είχαν χτίσει εκεί ένα φρούριο με χέρια γιγάντων. Το έλεγαν το Φρούριο της Σάλπιγγας, γιατί αν ακουγόταν σάλπιγγα στον πύργο, αντηχούσε στο Φαράγγι πίσω, λες και αποξεχασμένοι στρατοί ξεκινούσαν για τον πόλεμο απ’ τις σπηλιές κάτω από τους λόφους. Οι παλιοί είχαν επίσης φτιάξει ένα τείχος απ’ το Φρούριο της Σάλπιγγας ως το νότιο γκρεμό, κλείνοντας έτσι την είσοδο του φαραγγιού. Από κάτω του, μέσα από ένα φαρδύ αγωγό, έβγαινε το Ρέμα του Φαραγγιού. Τυλιγόταν γύρω από τα πόδια του Βράχου της Σάλπιγγας και ύστερα χυνόταν σ’ ένα αυλάκι, διασχίζοντας ένα μεγάλο καταπράσινο τρίγωνο, κατηφορίζοντας μαλακά από την Πύλη του Χελμ στο Χαντάκι του Χελμ. Από κει χυνόταν στο Λαγκάδι κι ύστερα έξω στην Κοιλάδα του Γουέστφολντ. Εκεί, στο Φρούριο της Σάλπιγγας, στην Πύλη του Χελμ, στα σύνορα του Μαρκ, ζούσε τώρα ο Έρκενμπραντ, ο άρχοντας του Γουέστφολντ. Καθώς οι μέρες σκοτείνιαζαν με την απειλή του πολέμου, όντας συνετός, είχε επιδιορθώσει το τείχος κι είχε ενισχύσει το φρούριο.
Οι Καβαλάρηδες βρίσκονταν ακόμα στη χαμηλή κοιλάδα στην είσοδο του Λαγκαδιού, όταν φωνές και σαλπίσματα ακούστηκαν απ’ τους ανιχνευτές που πήγαιναν μπροστά. Βέλη σφύριζαν στο σκοτάδι. Ένας ανιχνευτής γύρισε πίσω καλπάζοντας γρήγορα κι ανέφερε πως λυκοκαθαλάρηδες είχαν ξεχυθεί στην κοιλάδα κι ότι στρατός από Ορκ κι άγριους ανθρώπους ερχόταν γρήγορα νότια απ’ τα Περάσματα του Ίσεν και φαινόταν να τραβάει για το Φαράγγι του Χελμ.
— Βρήκαμε πολλούς απ’ τους δικούς μας σκοτωμένους καθώς υποχωρούσαν προς τα εδώ, είπε ο ανιχνευτής. Και συναντήσαμε σκόρπιες ομάδες να πηγαίνουν δώθε κείθε, δίχως αρχηγό. Κανείς δε φαίνεται να ξέρει τι έχει απογίνει ο Έρκενμπραντ. Είναι πιθανό να τον πρόλαβαν πριν φτάσει στην Πύλη του Χελμ, αν δεν έχει κιόλας χαθεί.
— Ο Γκάνταλφ φάνηκε καθόλου; ρώτησε ο Θέοντεν.
— Ναι, άρχοντα. Πολλοί άντρες έχουν δει ένα γέρο στα κάτασπρα, καβάλα σ’ ένα άλογο, να πλανιέται εδώ κι εκεί στους κάμπους σαν τον άνεμο στο χορτάρι. Μερικοί νόμισαν πως ήταν ο Σάρουμαν. Λένε πως έφυγε πριν νυχτώσει, τραβώντας για το Ίσενγκαρντ. Και μερικοί λένε πως νωρίτερα είδαν το Φιδόγλωσσο να πηγαίνει βόρεια μ’ ένα λόχο Ορκ.
— Θα τα βρει σκούρα ο Φιδόγλωσσος, αν ο Γκάνταλφ τον πετύχει πουθενά, είπε ο Θέοντεν. Πάντως μου λείπουν τώρα και οι δυο μου οι σύμβουλοι, κι ο παλιός κι ο νέος. Αλλά σ’ αυτή τη δυσκολία δεν έχουμε τίποτα καλύτερο να διαλέξουμε από το να συνεχίσουμε, όπως είπε ο Γκάνταλφ, για την Πύλη του Χελμ, είτε είναι εκεί ο Έρενμπραντ είτε όχι. Ξέρουμε πόσο μεγάλος είναι ο στρατός που έρχεται από το Βοριά;
— Είναι πολύ μεγάλος, είπε ο ανιχνευτής. Όποιος τρέπεται σε φυγή μετράει κάθε εχθρό δυο φορές, όμως εγώ μίλησα με γενναίους άντρες και δεν αμφιβάλλω πως η κύρια δύναμη του εχθρού είναι πολλές φορές μεγαλύτερη απ’ όλους όσους έχουμε εδώ.
— Τότε ας βιαστούμε, είπε ο Έομερ. Ας περάσουμε ανάμεσα απ’ όποιους εχθρούς βρίσκονται κιόλας ανάμεσα σε μας και στο φρούριο. Στο Φαράγγι του Χελμ υπάρχουν σπηλιές που εκατοντάδες μπορούν να κρυφτούν κι εκεί έχει κρυφά περάσματα που οδηγούν ψηλά πάνω στους λόφους.
— Μην υπολογίζεις στα κρυφά περάσματα, είπε ο βασιλιάς. Ο Σάρουμαν από πολλά χρόνια τώρα την έχει σπουδάσει την περιοχή αυτή. Πάντως σ’ εκείνο το μέρος η άμυνά μας μπορεί να κρατήσει πολύ. Πάμε!
Ο Άραγκορν κι ο Λέγκολας πήγαιναν τώρα με τον Έομερ στην εμπροσθοφυλακή. Όλη τη νύχτα συνέχισαν να ταξιδεύουν, όλο και πιο αργά όσο πύκνωνε το σκοτάδι κι ανηφόριζε ο δρόμος τους νότια, όλο και πιο ψηλά στις θαμπές πτυχές στα ριζά των βουνών. Ελάχιστους εχθρούς συνάντησαν. Πού και πού συναντούσαν περιπλανώμενες ομάδες Ορκ, που το ’βαζαν όμως στα πόδια πριν προλάβουν οι Καβαλάρηδες να τους πιάσουν και να τους σκοτώσουν.
— Φοβάμαι πως δε θ’ αργήσει, είπε ο Έομερ, να γίνει γνωστός ο ερχομός του στρατού του βασιλιά στον αρχηγό των εχθρών μας, το Σάρουμαν, ή σ’ οποιονδήποτε στρατηγό έχει στείλει.
Η αντάρα του πολέμου δυνάμωνε πίσω τους. Μπορούσαν τώρα ν’ ακούσουν στο σκοτάδι το θόρυβο από στριγκά τραγούδια. Είχαν μπει αρκετά βαθιά μέσα στο Λαγκάδι όταν κοίταξαν πίσω. Τότε είδαν δαυλιά, αμέτρητα μάτια φωτιάς, στα μαύρα χωράφια πίσω τους σκορπισμένα σαν κόκκινα λουλούδια ή σε στριφογυριστές μακριές σειρές να προχωρούν τρεμοπαίζοντας. Τόπους τόπους ξεπηδούσε κάποια μεγαλύτερη φλόγα.
— Πολύς στρατός μας έχει πάρει καταπόδι, είπε ο Άραγκορν.
— Φέρνουν φωτιά, είπε ο Θέοντεν, κι όπως περνούν καίνε θημωνιές, σπίτια και δέντρα. Ήταν πλούσια αυτή η κοιλάδα κι είχε πολλά υποστατικά. Αλίμονο στο λαό μου!
— Μακάρι να ήταν μέρα και να μπορούσαμε να τους ριχτούμε σαν την καταιγίδα που έρχεται απ’ τα βουνά! είπε ο Άραγκορν. Πολύ στεναχωριέμαι που αναγκαζόμαστε να υποχωρούμε μπροστά τους.
— Δε θα χρειαστεί να υποχωρήσουμε πολύ ακόμα, είπε ο Έομερ. Όχι πολύ μακριά μπροστά μας τώρα βρίσκεται το Χαντάκι του Χελμ, ένα αρχαίο χαράκωμα και προμαχώνας, σκαμμένο κατά μήκος του λαγκαδιού, κάπου τετρακόσιες πενήντα γιάρδες χαμηλότερα απ’ την Πύλη του Χελμ. Εκεί μπορούμε να γυρίσουμε και να δώσουμε μάχη.
— Όχι, είμαστε πολύ λίγοι για να υπερασπιστούμε το Χαντάκι, είπε ο Θέοντεν. Έχει μάκρος πάνω από μίλι και το πλάτος στην είσοδό του είναι μεγάλο.
— Η οπισθοφυλακή μας πρέπει να αμυνθεί εκεί, αν μας ζορίσουν, είπε ο Έομερ.
Δεν είχε ούτε αστέρια ούτε φεγγάρι όταν οι Καβαλάρηδες έφτασαν στην είσοδο του Χαντακιού, απ’ όπου περνούσε το ποτάμι που ερχόταν από ψηλά κι ο δρόμος πλάι του κατηφόριζε από το Φρούριο της Σάλπιγγας. Ο προμαχώνας υψώθηκε ξαφνικά μπροστά τους, μια ψηλή σκιά πίσω από το σκοτεινό χαντάκι. Καθώς πλησίασαν ο φρουρός έκανε αναγνώριση.
— Ο Άρχοντας του Μαρκ έρχεται στην Πύλη του Χελμ, απάντησε ο Έομερ. Εγώ, ο Έομερ γιος του Έομουντ, σας μιλώ.
— Αυτά είναι ανέλπιστα καλά νέα, είπε ο φρουρός. Κάντε γρήγορα! Ο εχθρός είναι πίσω σας!
Ο στρατός διάθηκε την είσοδο και σταμάτησε στη χλοερή ανηφοριά από πάνω. Τώρα με μεγάλη τους χαρά έμαθαν πως ο Έρκενμπραντ είχε αφήσει πολλούς άντρες να κρατήσουν την Πύλη του Χελμ και στο μεταξύ είχαν γλιτώσει κι είχαν φτάσει κι άλλοι εκεί.
— Μπορεί να έχουμε και χίλιους πεζούς ικανούς να πολεμήσουν, είπε ο Γκάμλινγκ, ένας γέρος, αρχηγός αυτών που φρουρούσαν το Χαντάκι. Αλλά οι περισσότεροι έχουν δει πολλούς χειμώνες, σαν κι εμένα, ή πολύ λίγους, όπως ο γιος του γιου μου εδώ. Τι νέα έχετε για τον Έρκεμπραντ; Χτες μας ειδοποίησαν πως υποχωρούσε προς τα εδώ με όλους όσους έχουν απομείνει απ’ τους καλύτερους Καβαλάρηδες του Γουέστφολντ. Αλλά δεν έχει έρθει ακόμα.
— Φοβάμαι πως τώρα πια δε θά ’ρθει, είπε ο Έομερ. Οι ανιχνευτές μας δεν έμαθαν κανένα νέο του κι ο εχθρός έχει γεμίσει όλη την κοιλάδα πίσω μας.
— Μακάρι να έχει γλιτώσει, είπε ο Θέοντεν. Ήταν γενναίος άντρας. Στο πρόσωπό του ξαναζούσε η παλικαριά του Χελμ του Σφυροχέρη. Αλλά δεν μπορούμε να τον περιμένουμε εδώ. Πρέπει τώρα να αποσύρουμε όλες τις δυνάμεις μας πίσω από τα τείχη. Έχετε αρκετές προμήθειες; Εμείς φέραμε μαζί μας πολύ λίγες, γιατί ξεκινήσαμε για ανοιχτή μάχη, όχι για πολιορκία.
— Πίσω μας, στις σπηλιές του Φαραγγιού βρίσκονται τα τρία τέταρτα των κατοίκων του Γουέσφολντ, γέροι και νέοι, παιδιά και γυναίκες, είπε ο Γκάμλινγκ. Και μεγάλες προμήθειες τροφίμων και πολλά ζώα με το σανό τους είναι συγκεντρωμένα εκεί.
— Πολύ καλά, είπε ο Έομερ. Γιατί καίνε ή λεηλατούν όλα όσα έχουν απομείνει στην κοιλάδα.
— Αν έρθουν να παζαρέψουν για τα εμπορεύματα που έχουμε στην Πύλη του Χελμ, θα τα πληρώσουν πανάκριβα, είπε ο Γκάμλινγκ.
Ο βασιλιάς κι οι Καβαλάρηδες του πέρασαν. Μπροστά στον υπερυψωμένο δρόμο που γεφύρωνε το ρέμα ξεπέζεψαν. Σχηματίζοντας μια μακριά σειρά οδήγησαν τ’ άλογά τους πάνω από τη ράμπα και πέρασαν τις πύλες του Φρουρίου της Σάλπιγγας. Εκεί τους καλωσόρισαν ξανά με χαρά κι ανανεωμένες ελπίδες· γιατί τώρα υπήρχαν αρκετοί να επανδρώσουν και το φρούριο και το προστατευτικό τείχος.
Στα γρήγορα ο Έομερ τοποθέτησε τους άντρες του σε θέσεις μάχης. Ο βασιλιάς και οι άνθρωποι του παλατιού του πήγαν στο Φρούριο της Σάλπιγγας, που είχε και πολλούς άντρες του Γουέστφολντ. Αλλά στο Τείχος του Λαγκαδιού και στον πύργο του και από πίσω, ο Έομερ τοποθέτησε τις περισσότερες από τις δυνάμεις του, γιατί εδώ η άμυνα φαινόταν πιο αμφίβολη, αν τυχόν η επίθεση ήταν αποφασιστική και πολυάριθμη.
Το Τείχος του Φαραγγιού ήταν είκοσι πόδια ύψος και τόσο χοντρό, ώστε τέσσερις άντρες μπορούσαν να περπατήσουν πλάι πλάι στην κορφή, προφυλαγμένοι από ένα στηθαίο που από πάνω του μόνο ένας ψηλός άντρας μπορούσε να δει. Σε διάφορα σημεία είχε εγκοπές απ’ όπου οι άντρες μπορούσαν να πολεμούν. Σ’ αυτή την έπαλξη μπορούσε κανείς να φτάσει από μια σκάλα που κατέβαινε από μια πόρτα στην εξωτερική αυλή του Φρουρίου της Σάλπιγγας· επίσης έφτανε κανείς ψηλά στο τείχος από τρεις συνεχόμενες σειρές σκαλοπάτια που έρχονταν από το Φαράγγι πίσω αλλά η πρόσοψή του ήταν λεία και οι μεγάλες πέτρες του ήταν προσαρμοσμένες με τόση τέχνη, που δεν άφηναν πουθενά πάτημα για πόδι στις ενώσεις τους και στην κορφή εξείχαν προς τα έξω σαν θαλασσοσκαμμένος γκρεμός.
Ο Γκίμλι στεκόταν γέρνοντας στο προστατευτικό στηθαίο του τείχους. Ο Λέγκολας καθόταν πάνω στο στηθαίο, ψηλαφώντας το τόξο του και κοιτάζοντας ερευνητικά στη σκοτεινιά.
— Έτσι μ’ αρέσει καλύτερα, είπε ο Νάνος, χτυπώντας τα πόδια του στις πέτρες. Η καρδιά μου όλο και ξαλαφρώνει όσο πλησιάζουμε στα βουνά. Έχει καλή πέτρα εδώ. Αυτός ο τόπος έχει γερά κόκαλα. Το ένιωσα κάτω από τα πόδια μου καθώς ανεβαίναμε απ’ το χαντάκι. Δώσ’ μου ένα χρόνο και καμιά εκατοστή απ’ τους δικούς μου να σου κάνω αυτό το μέρος έτσι που στρατιές ολόκληρες να διαλύονται πάνω του σαν νερό.
— Δεν αμφιβάλλω, είπε ο Λέγκολας. Αλλά εσύ είσαι νάνος κι οι νάνοι είναι παράξενος λαός. Εμένα δε μ’ αρέσει αυτός ο τόπος καν δεν πρόκειται να μου αρέσει περισσότερο με το φως της μέρας. Αλλά μου δίνεις θάρρος, Γκίμλι, και χαίρομαι που σ’ έχω και στέκεσαι κοντά μου με τα γερά σου πόδια και το σκληρό τσεκούρι σου. Μακάρι να είχαμε ανάμεσά μας περισσότερους απ’ τη φυλή σου. Αλλά ακόμα πιο πολλά θα ’δινα για εκατό καλούς τοξότες από το Δάσος της Σκοτεινιάς. Θα τους χρειαστούμε. Οι Ροχίριμ έχουν καλούς τοξευτές για τα μέτρα τους, βέβαια, αλλά είναι πολύ λίγοι εδώ, πάρα πολύ λίγοι.
— Είναι πολύ σκοτεινά για τοξοβολία, είπε ο Γκίμλι. Στην πραγματικότητα είναι ώρα για ύπνο. Ύπνο! Νιώθω την ανάγκη του, όπως ποτέ δεν πίστευα πως θα την ένιωθε νάνος. Η ιππασία είναι κουραστική δουλειά. Όμως, το τσεκούρι μου δε θέλει να καθίσει ήσυχο στο χέρι μου. Δώσ’ μου μια σειρά από λαιμούς Ορκ κι αρκετό χώρο να το δουλέψω κι όλη η κούραση θα φύγει από πάνω μου!
Η ώρα περνούσε αργά. Μακριά κάτω στην κοιλάδα σκόρπιες φωτιές έκαιγαν ακόμα. Οι ορδές του Ίσενγκαρντ προχωρούσαν τώρα σιωπηλά. Τα δαυλιά τους φαίνονταν ν’ ανεβαίνουν στο λαγκάδι στριφογυρίζοντας σε πολλές γραμμές.
Ξαφνικά από το Χαντάκι ξέσπασαν φωνές και ουρλιαχτά και άγριες ιαχές μάχης. Αναμμένα δαυλιά φάνηκαν στην κορφή του προχώματος και στριμώχτηκαν στην είσοδο· ύστερα σκόρπισαν και χάθηκαν. Άντρες ήρθαν καλπάζοντας, ανέβηκαν τη ράμπα και πέρασαν την πύλη του Φρουρίου της Σάλπιγγας. Η οπισθοφυλακή των Γουέστφόλντερ είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει.
— Ο εχθρός έφτασε! είπαν. Ρίξαμε όσα βέλη είχαμε και γεμίσαμε το Χαντάκι Ορκ. Αλλ’ αυτό δε θα τους σταματήσει για πολλή ώρα. Ήδη έστησαν τις σκάλες τους στο πρόχωμα σε πολλά σημεία και συνωστίζονται σαν τα μυρμήγκια. Αλλά τους μάθαμε να μην κρατάνε αναμμένα δαυλιά.
Ήταν τώρα περασμένα μεσάνυχτα. Ο ουρανός ήταν τελείως σκοτεινός και η ακινησία της βαριάς ατμόσφαιρας προμηνούσε καταιγίδα. Ξαφνικά τα σύννεφα σκίστηκαν από μια εκτυφλωτική λάμψη. Μια πολύκλαδη αστραπή έπεσε στους ανατολικούς λόφους. Για μια στιγμή αυτοί που κοίταζαν από το τείχος είδαν όλο το χώρο, ανάμεσα σ’ αυτούς και στο Χαντάκι να φωτίζεται μ’ ένα άσπρο φως — έβραζε και μυρμήγκιαζε από μαύρες μορφές, μερικές κοντόχοντρες, άλλες ψηλές κι άγριες, με ψηλές περικεφαλαίες και μαύρες ασπίδες. Χιλιάδες ανέβαιναν απ’ το Χαντάκι και ξεχύνονταν στην είσοδο. Η μαύρη παλίρροια ξεχυνόταν στο τείχος απ’ τον ένα απόκρημνο λόφο ως τον άλλο. Βροντές κατρακυλούσαν στην κοιλάδα. Η βροχή άρχισε να μαστιγώνει τη γη.
Βέλη πυκνά σαν τη βροχή πέρασαν σφυρίζοντας τις πολεμίστρες κι έπεσαν χτυπώντας ή γδέρνοντας τις πέτρες. Μερικά βρήκαν στόχο. Η επίθεση στο Φαράγγι του Χελμ είχε αρχίσει, αλλά κανένας θόρυβος ή φωνή δεν ακουγόταν από μέσα· ούτε βέλη ακούστηκαν ν’ απαντούν.
Οι επιτιθέμενες ορδές σταμάτησαν, εμποδισμένες απ’ τη σιωπηλή απειλή της πέτρας και του τείχους. Ξανά και ξανά οι αστραπές έσκιζαν το σκοτάδι. Τότε οι Ορκ άρχισαν να ουρλιάζουν κραδαίνοντας σπαθιά και ακόντια και ρίχνοντας σύννεφο τα βέλη σε όποιον τύχαινε να φανερωθεί στις επάλξεις· και οι άντρες του Μαρκ κοίταζαν κάτω κατάπληκτοι, σε κάτι που τους φαινόταν σαν ένα τεράστιο χωράφι μαύρες καλαμποκιές που τις τίναζε πέρα δώθε η θύελλα του πολέμου και κάθε μύτη τους γυάλιζε με αγκαθωτό φως.
Χάλκινες σάλπιγγες αντήχησαν. Ο εχθρός όρμησε μπροστά, μερικοί ενάντια στο Τείχος του Φαραγγιού κι άλλοι προς τον υπερυψωμένο δρόμο και τη ράμπα που οδηγούσε στις πύλες του Φρουρίου της Σάλπιγγας. Εκεί ήταν συγκεντρωμένοι οι πιο μεγαλόσωμοι Ορκ και οι άγριοι άντρες απ’ τους άγονους λόφους της Μαυροχώματης Χώρας. Για μια στιγμή κοντοστάθηκαν κι ύστερα όρμησαν. Στο φως των αστραπών φαινόταν αποτυπωμένο ξεκάθαρα πάνω σε κάθε κράνος και ασπίδα το απαίσιο χέρι του Ίσενγκαρντ. Έφτασαν στην κορφή του Βράχου κι έπεσαν ορμητικά πάνω στις πύλες.
Τότε, επιτέλους, ήρθε η απάντηση: μια θύελλα βέλη χύθηκε κατά πάνω τους και πέτρες χαλάζι. Αυτοί ταλαντεύτηκαν, έσπασαν, και τραβήχτηκαν πίσω· κι ύστερα όρμησαν πάλι, αναχαιτίστηκαν κι όρμησαν ξανά· και κάθε φορά, σαν τη θάλασσα που ανεβαίνει, σταματούσαν σε ψηλότερο σημείο. Αντήχησαν ξανά οι σάλπιγγες και αμέτρητοι άντρες όρμησαν ουρλιάζοντας μπροστά. Κρατούσαν τις μεγάλες ασπίδες τους σαν σκεπή από πάνω, ενώ ανάμεσά τους κουβαλούσαν δυο κορμούς από τεράστια δέντρα. Πίσω τους τοξότες Ορκ μαζεμένοι έστελναν βροχή τα βέλη στους τοξότες στα τείχη. Έφτασαν στις πύλες. Τα δέντρα, ζυγισμένα από χέρια δυνατά, χτύπησαν τα ξύλα της πύλης μ’ εκκωφαντικό θόρυβο. Αν κάποιος έπεφτε, λιωμένος από κάποια πέτρα ριγμένη από ψηλά, δυο άλλοι ξεπηδούσαν στη θέση του. Ξανά και ξανά οι μεγάλοι κριοί ζυγίστηκαν και χτύπησαν.
Ο Έομερ κι ο Άραγκορν στέκονταν μαζί στο Τείχος του Φαραγγιού. Άκουσαν τη χλαλοή και τα υπόκωφα χτυπήματα των κριών κι ύστερα, σε μια ξαφνική αστραπή, είδαν τον κίνδυνο στις πύλες.
— Έλα! είπε ο Άραγκορν. Την ώρα τούτη θα ξεσπαθώσουμε μαζί! Τρέχοντας σαν τη φωτιά δίπλα στο τείχος, ανέβηκαν τις σκάλες και βγήκαν στο εξωτερικό προαύλιο πάνω στο Βράχο. Όπως έτρεχαν μάζεψαν μερικούς γερούς άντρες με σπαθιά. Υπήρχε ένα μικρό παραπόρτι που έβγαζε σε μια κόγχη στον τοίχο του φρουρίου δυτικά, εκεί που άρχιζε ο γκρεμός. Σ’ εκείνη την πλευρά ένα στενό μονοπάτι πήγαινε γύρω γύρω προς τη μεγάλη πύλη περνώντας ανάμεσα από το τείχος και το χείλος του γκρεμού του Βράχου. Μαζί ο Έομερ κι ο Άραγκορν πέρασαν ορμητικά το παραπόρτι με τους άντρες τους από κοντά. Τα δυο σπαθιά άστραψαν σαν ένα βγαίνοντας απ’ το θηκάρι.
— Γκουθγουάινι! φώναξε ο Έομερ. Γκουθγουάινι για το Μαρκ!
— Αντούριλ! φώναξε ο Άραγκορν. Αντούριλ για τους Ντούνεντεν! Ορμώντας από τα πλάγια, έπεσαν πάνω στους άγριους ανθρώπους. Ο
Αντούριλ ανεβοκατέβαινε, αστράφτοντας άσπρη φωτιά. Μια κραυγή υψώθηκε από το τείχος και τον πύργο:
— Ο Αντούριλ! Ο Αντούριλ βγήκε στον πόλεμο. Το Σπαθί που ήταν Σπασμένο αστράφτει πάλι!
Καταφοβισμένοι αυτοί που χειρίζονταν τους κριούς, πέταξαν τους κορμούς και γύρισαν να πολεμήσουν αλλά το τείχος των ασπίδων τους έγινε κομμάτια σαν από αστροπελέκι και σαρώθηκαν πετσοκομμένοι ή ριγμένοι από το Βράχο κάτω στο πέτρινο ρέμα. Οι τοξότες Ορκ έριξαν στα τυφλά κι ύστερα το έβαλαν στα πόδια.
Για μια στιγμή ο Έομερ κι ο Άραγκορν σταμάτησαν μπροστά από τις πύλες. Τα μπουμπουνητά ακούγονταν μακριά τώρα. Οι αστραπές συνέχισαν ν’ αναβοσβήνουν μακρινές στα βουνά του Νοτιά. Ένας κοφτερός άνεμος φυσούσε ξανά απ’ το Βοριά. Τα σύννεφα είχαν κομματιαστεί κι έφευγαν και τ’ αστέρια κρυφοκοίταζαν από πίσω τους· και πάνω από τους λόφους, απ’ την πλευρά του Λαγκαδιού, ταξίδευε το φεγγάρι στη δύση του, λάμποντας κίτρινο ανάμεσα στ’ ανάρια μετά την καταιγίδα σύννεφα.
— Φτάσαμε πάνω στην ώρα, είπε ο Άραγκορν, κοιτάζοντας τις πύλες.
Οι μεγάλοι μεντεσέδες και οι σιδερένιες αμπάρες τους ήταν ξεχαρβαλωμένες και στραβωμένες· πολλά από τα ξύλα τους είχαν ραγίσει.
— Δεν μπορούμε όμως να σταθούμε εδώ, έξω από το τείχος, να τις υπερασπίσουμε, είπε ο Έομερ. Δες!
Έδειξε τον υπερυψωμένο δρόμο. Ήδη αμέτρητοι Ορκ κι Άνθρωποι συγκεντρώνονταν πάλι πέρα από το ρέμα. Βέλη σφύριζαν και εξοστρακίζονταν στις πέτρες γύρω τους.
— Έλα! Πρέπει να γυρίσουμε και να δούμε πώς να σωριάσουμε πέτρες και δοκάρια πίσω απ’ τις πύλες. Έλα τώρα!
Γύρισαν κι άρχισαν να τρέχουν. Εκείνη τη στιγμή καμιά δωδεκαριά Ορκ, που είχαν μείνει ακίνητοι ανάμεσα στους σκοτωμένους, τινάχτηκαν όρθιοι κι έτρεξαν σιωπηλά και γρήγορα από πίσω. Δύο ρίχτηκαν στη γη πίσω απ’ τα πόδια του Έομερ, τον πεδίκλωσαν και ώσπου να γυρίσεις να δεις βρέθηκαν από πάνω του. Αλλά μια μικρή μαύρη μορφή, που κανείς δεν είχε προσέξει, ξεπετάχτηκε απ’ τις σκιές κι έβγαλε μια βραχνή κραυγή: Baruk khazâd! Khazâd ai-mênu! Ένα τσεκούρι πήρε φόρα κι έπεσε. Δυο Ορκ έπεσαν ακέφαλοι. Οι υπόλοιποι το ’βαλαν στα πόδια.
Ο Έομερ σηκώθηκε με δυσκολία, καθώς ο Άραγκορν έτρεξε πίσω να τον βοηθήσει.
Έκλεισαν το παραπόρτι πάλι, αμπάρωσαν τη σιδερένια πόρτα και σώριασαν από μέσα πέτρες. Όταν όλα ήταν ασφαλισμένα μέσα, ο Έομερ γύρισε:
— Σ’ ευχαριστώ, Γκίμλι γιε του Γκλόιν! είπε. Δεν ήξερα πως ήσουν μαζί μας στην έξοδο. Συχνά όμως ο απρόσκλητος καλεσμένος κάνει την καλύτερη παρέα. Πώς έτσι και βρέθηκες εκεί;
— Σας ακολούθησα για να διώξω τη νύστα, είπε ο Γκίμλι· αλλά κοίταξα τους ανθρώπους των λόφων και μου φάνηκαν πολύ μεγάλοι για το μπόι μου κι έτσι κάθισα σε μια πέτρα πλάι να παρακολουθήσω το παιχνίδι των σπαθιών σας.
— Θα δυσκολευτώ να σ’ το ξεπληρώσω, είπε ο Έομερ.
— Μπορεί να σου δοθεί η ευκαιρία πριν περάσει τούτη η νύχτα, γέλασε ο Νάνος. Πάντως είμαι ευχαριστημένος. Μέχρι τώρα, από τότε που βγήκα απ’ τη Μόρια, δεν είχα κόψει τίποτα εκτός από ξύλα.
— Δύο! είπε ο Γκίμλι, χαϊδεύοντας το πελέκι του. Είχε ξαναγυρίσει στη θέση του στο τείχος.
— Δύο; είπε ο Λέγκολας. Εγώ τα πήγα καλύτερα, αν και τώρα πρέπει να ψαχουλεύω χάμω για βέλη· όλα τα δικά μου τα ξόδεψα. Πάντως, θα ’λεγα πως πέτυχα τουλάχιστον είκοσι. Αν κι αυτό δεν αντιπροσωπεύει παρά ελάχιστα φύλλα σ’ ολόκληρο το δάσος.
Ο ουρανός καθάριζε τώρα γρήγορα και το φεγγάρι στη δύση του φώτιζε λαμπερά. Το φως όμως έφερε λίγες ελπίδες στους Καβαλάρηδες του Μαρκ. Οι εχθροί μπροστά τους έδειχναν να πολλαπλασιάζονται αντί να ελαττώνονται κι όλο και περισσότεροι συνωστίζονταν ανεβαίνοντας απ’ την κοιλάδα και περνώντας απ’ την είσοδο. Η έξοδος των πολιορκημένων στο Βράχο είχε κερδίσει μόνο μια σύντομη ανάπαυλα. Η έφοδος στις πύλες επαναλήφθηκε με διπλάσιες δυνάμεις. Ενάντια στο Τείχος του Φαραγγιού οι ορδές του Ίσενγκαρντ μούγκριζαν σαν τη θάλασσα. Ορκ και άνθρωποι των λόφων μυρμήγκιαζαν στη βάση του απ’ τη μια άκρη στην άλλη. Σκοινιά με άγκιστρα εκσφενδονίζονταν πάνω απ’ το στηθαίο πιο γρήγορα απ’ ό,τι οι άντρες προλάβαιναν να τα πετάνε πίσω ή να τα κόβουν. Εκατοντάδες μακριές σκάλες στήθηκαν. Έριχναν πολλές κάτω και χάνονταν, αλλά άλλες τόσες τις αντικαθιστούσαν και οι Ορκ τις ανέβαιναν σαν πίθηκοι στα σκοτεινά δάση του Νοτιά. Κάτω, στη βάση του τείχους, οι νεκροί και οι πληγωμένοι ήταν σωριασμένοι σαν βότσαλα στην καταιγίδα· κι όλο και ψήλωναν οι απαίσιοι σωροί κι όλο ορμούσαν οι εχθροί ασταμάτητα.
Οι άντρες του Ρόαν κουράστηκαν. Είχαν ξοδέψει όλα τους τα βέλη και είχαν ρίξει όλα τους τα ακόντια· οι αιχμές των σπαθιών τους είχαν στομώσει κι οι ασπίδες τους είχαν σκιστεί. Τρεις φορές ο Άραγκορν κι ο Έομερ τους ανασύνταξαν και τρεις φορές ο Αντούριλ έβγαλε φωτιά και με απεγνωσμένη επίθεση έδιωξε τον εχθρό απ’ το τείχος.
Τότε ακούστηκε χλαλοή στο Φαράγγι πίσω. Ορκ είχαν συρθεί σαν ποντίκια μέσ’ στον αγωγό απ’ όπου χυνόταν το ρέμα. Είχαν συγκεντρωθεί εκεί στη σκιά των λόφων, περιμένοντας η επίθεση από ψηλά να ανάψει για καλά κι όλοι σχεδόν οι υπερασπιστές να τρέξουν στην κορφή του τείχους. Τότε πήδηξαν έξω. Μερικοί είχαν κιόλας μπει βαθιά στο Φαράγγι και βρίσκονταν ανάμεσα στ’ άλογα πολεμώντας με τους φρουρούς.
Ο Γκίμλι πήδηξε κάτω απ’ το τείχος μ’ ένα άγριο ξεφωνητό, που αντήχησε στους λόφους.
— Khazâd! Khazâd!
Σε λίγο είχε αρκετή δουλειά.
— Άι-όι! φώναξε. Οι Ορκ είναι μέσ’ απ’ το τείχος. Άι-όι! Έλα, Λέγκολας! Έχει αρκετούς και για τους δυο μας. Khazâd ai-mênu!
Ο γερο-Γκάμλινγκ κοίταξε κάτω από το Φρούριο της Σάλπιγγας, όταν άκουσε τη μεγάλη φωνή του Νάνου πάνω απ’ όλο το χαλασμό.
— Οι Ορκ μπήκαν στο Φαράγγι! φώναξε. Χελμ! Χελμ! Εμπρός, Χελμίνγκας! ξεφώνισε καθώς κατρακύλησε τη σκάλα του Βράχου με πολλούς άντρες του Γουέστφολντ πίσω του.
Η επίθεσή τους ήταν άγρια και ξαφνική και οι Ορκ υποχώρησαν μπροστά τους. Σε λίγο τους είχαν κυκλώσει στα στενά του φαραγγιού κι άλλοι σκοτώθηκαν κι άλλοι υποχώρησαν ουρλιάζοντας προς το βάραθρο του Φαραγγιού, για να τσακιστούν μπροστά στους φρουρούς των κρυφών σπηλαίων.
— Είκοσι ένας! φώναξε ο Γκίμλι.
Έριξε μια ακόμα τσεκουριά και με τα δυο του χέρια και ξάπλωσε τον τελευταίο Ορκ μπροστά στα πόδια του.
— Τώρα ξεπέρασα το Λέγκολας πάλι.
— Πρέπει να κλείσουμε τούτη την ποντικότρυπα, είπε ο Γκάμλινγκ. Λένε πως οι Νάνοι είναι δαιμόνιοι με τις πέτρες. Δώσε μας τη βοήθειά σου, αυθέντη!
— Δεν πελεκάμε την πέτρα με της μάχης τα πελέκια, ούτε με τα νύχια μας, είπε ο Γκίμλι. Αλλά θα βοηθήσω όπως μπορώ.
Μάζεψαν όσα βράχια και κομματιασμένες πέτρες μπορούσαν να βρουν εκεί κοντά και ακολουθώντας τις οδηγίες του Γκίμλι οι άντρες του Γουέστφολντ απέκλεισαν την εσωτερική διέξοδο του αγωγού, έτσι που έμεινε μόνο ένα στενό πέρασμα. Τότε το Ρέμα του Φαραγγιού, φουσκωμένο απ’ τη βροχή, χοχλάκιζε και χτυπιόταν στην αποκλεισμένη του διέξοδο κι απλώθηκε αργά σχηματίζοντας κρύες λιμνούλες απ’ άκρη σ’ άκρη.
— Θα ’ναι πιο στεγνά ψηλότερα, είπε ο Γκίμλι. Έλα, Γκάμλινγκ, πάμε να δούμε πώς πάνε τα πράγματα στο τείχος!
Ανέβηκε πάνω και βρήκε το Λέγκολας πλάι στον Άραγκορν και στον Έομερ. Το ξωτικό ακόνιζε το μακρύ του μαχαίρι. Η έφοδος είχε κοπάσει για λίγο, μια και η προσπάθεια να εισχωρήσουν μέσα από τον αγωγό είχε αποκρουστεί.
— Είκοσι ένας! είπε ο Γκίμλι.
— Σπουδαία! είπε ο Λέγκολας. Εγώ όμως τώρα μετρώ δύο δωδεκάδες. Δούλεψαν τα μαχαίρια εδώ πάνω.
Ο Έομερ κι ο Άραγκορν έγειραν κουρασμένοι στα σπαθιά τους. Πέρα, αριστερά, τα χτυπήματα κι ο Θόρυβος της μάχης στο Βράχο υψώθηκε δυνατά πάλι. Αλλά το Φρούριο της Σάλπιγγας βαστούσε ακόμα γερά, σαν νησί στη θάλασσα. Οι πύλες του ήταν πεσμένες κομμάτια· αλλά πάνω απ’ το οδόφραγμα με τις πέτρες και τα καδρόνια κανένας εχθρός δεν είχε ακόμα περάσει.
Ο Άραγκορν κοίταξε τα χλωμά αστέρια και το φεγγάρι που τώρα έγερνε πίσω απ’ τους δυτικούς λόφους που περικύκλωναν την κοιλάδα.
— Αυτή η νύχτα είναι ατέλειωτη, σαν χρόνος, είπε. Πόσο ακόμα θα καθυστερήσει η μέρα;
— Η αυγή δεν είναι μακριά, είπε ο Γκάμλινγκ, που είχε τώρα ανέβει πλάι του. Αλλά φοβάμαι πως η αυγή δε θα μας βοηθήσει.
— Η αυγή, όμως, είναι πάντα η ελπίδα των ανθρώπων, είπε ο Άραγκορν.
— Αλλά αυτά τα πλάσματα του Ίσενγκαρντ, αυτοί οι μισο-όρκ και οι ανθρωπο-καλικάντζαροι, που η βρομερή τέχνη του Σάρουμαν έχει γεννήσει, δε θα υποχωρήσουν όταν βγει ο ήλιος, είπε ο Γκάμλινγκ. Ούτε και οι άγριοι άντρες των λόφων. Δεν ακούς τις φωνές τους;
— Τις ακούω, είπε ο Έομερ, αλλά στα δικά μου αυτιά δεν είναι παρά μόνον κραυγές πουλιών και μουγκρίσματα ζώων.
— Είναι όμως πολλοί που φωνάζουν στη γλώσσα της Μαυροχώματης Χώρας, είπε ο Γκάμλινγκ. Την ξέρω αυτή τη γλώσσα. Είναι αρχαία γλώσσα των ανθρώπων και κάποτε τη μιλούσαν σε πολλές δυτικές κοιλάδες του Μαρκ. Ακούστε! Μας μισούν και χαίρονται, γιατί έχουν σίγουρη την ήττα μας. «Το βασιλιά, το βασιλιά!» ξεφωνίζουν. «Θα πιάσουμε το βασιλιά τους. Θάνατος στους Φόργκοϊλ! Θάνατος στους Αχυρομάλληδες! Θάνατος στους ληστές του Βορρά!» Έτσι μας φωνάζουν. Ούτε σε μισή χιλιάδα χρόνια δεν έχουν ξεχάσει την αδικία πως οι άρχοντες της Γκόντορ έδωσαν το Μαρκ στον Έορλ το Νεαρό και συμμάχησαν μαζί του. Αυτό το παλιό μίσος το έχει υποδαυλίσει ο Σάρουμαν. Είναι άγριος λαός όταν ξεσηκωθούν. Τώρα δε θα υποχωρήσουν ούτε δειλινό ούτε αυγή, ώσπου ή να πιάσουν το Θέοντεν ή να πέσουν.
— Πάντως, εμένα η μέρα θα μου δώσει ελπίδα, είπε ο Άραγκορν. Δε λένε πως κανένας εχθρός δεν έχει ποτέ πατήσει το Φρούριο της Σάλπιγγας, αν το υπερασπίζονταν άντρες;
— Έτσι λένε οι τροβαδούροι, είπε ο Έομερ.
— Τότε, ας το υπερασπιστούμε κι ας ελπίζουμε! είπε ο Άραγκορν.
Ενώ κουβέντιαζαν ακόμα, ακούστηκαν σάλπιγγες. Ύστερα ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος και μια λάμψη και καπνός. Τα νερά απ’ το Ρέμα του Φαραγγιού χύθηκαν έξω σφυρίζοντας αφρισμένα, ανεμπόδιστα· μια μεγάλη τρύπα έχασκε στον ανατιναγμένο βράχο. Πολλές σκοτεινές σκιές ξεχύθηκαν μέσα.
— Παλιοδουλειά του Σάρουμαν! φώναξε ο Άραγκορν. Ξαναμπήκαν στον αγωγό πάλι, ενώ εμείς κουβεντιάζαμε, κι έχουν ανάψει τη φωτιά του Όρθανκ κάτω από τα πόδια μας. Έλεντιλ, Έλεντιλ! ξεφώνισε πηδώντας κάτω στο ρήγμα.
Αλλά την ίδια ώρα εκατοντάδες σκάλες σηκώθηκαν πάνω στις επάλξεις. Πάνω από το τείχος και κάτω από το τείχος η τελευταία έφοδος ξέσπασε σαν μαύρο κύμα πάνω σε αμμόλοφο. Η άμυνα σαρώθηκε. Μερικοί από τους Καβαλάρηδες αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, όλο και πιο βαθιά στο Φαράγγι, πολεμώντας και πέφτοντας καθώς υποχωρούσαν, βήμα βήμα, προς τις σπηλιές. Άλλοι υποχωρούσαν πολεμώντας προς το φρούριο.
Μια φαρδιά σκάλα ανέβαινε απ’ το Φαράγγι πάνω στο Βράχο και στην πίσω πύλη του Φρουρίου της Σάλπιγγας. Κοντά στη βάση της στεκόταν ο Άραγκορν. Στο χέρι του εξακολουθούσε ν’ αστράφτει ο Αντούριλ και ο τρόμος του σπαθιού συγκράτησε για λίγο τον εχθρό, καθώς ένας ένας, όλοι όσοι μπορούσαν ν’ ανεβούν τη σκάλα, περνούσαν ανεβαίνοντας για την πύλη. Πίσω στα ψηλότερα σκαλιά βρισκόταν γονατισμένος ο Λέγκολας. Το τόξο του ήταν έτοιμο, αλλά ένα μόνο βέλος, που είχε μαζέψει από χάμω, ήταν όλο κι όλο που του είχε μείνει και κοίταζε προσεκτικά τώρα, έτοιμος να ρίξει στον πρώτο Ορκ που θα τολμούσε να πλησιάσει τη σκάλα.
— Όλοι, όσοι μπορούν, είναι τώρα μέσα ασφαλισμένοι, Άραγκορν, φώναξε. Έλα πίσω!
Ο Άραγκορν γύρισε κι ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα· αλλά καθώς έτρεχε, παραπάτησε απ’ την κούραση. Αμέσως οι εχθροί του όρμησαν καταπάνω του. Ανέβαιναν οι Ορκ, ουρλιάζοντας, με τα μακριά τους χέρια απλωμένα να τον αρπάξουν. Ο πρώτος πρώτος έπεσε με το τελευταίο βέλος του Λέγκολας στο λαιμό του, αλλά οι υπόλοιποι πήδηξαν από πάνω του. Τότε ένας τεράστιος βράχος, ριγμένος απ’ το εξωτερικό τείχος ψηλά, έπεσε στη σκάλα και τους πέταξε πίσω στο Φαράγγι. Ο Άραγκορν έφτασε γρήγορα στην πύλη, που έκλεισε πίσω του με πάταγο.
— Τα πράγματα δεν πάνε καλά, φίλοι μου, είπε, σκουπίζοντας τον ιδρώτα απ’ το πρόσωπό του με το μανίκι του.
— Είναι αρκετά άσχημα, είπε ο Λέγκολας, όμως, όχι ακόμα απελπιστικά, όσο σ’ έχουμε μαζί μας. Πού είναι ο Γκίμλι;
— Δεν ξέρω, είπε ο Άραγκορν. Τελευταία τον είδα να πολεμάει εκεί πίσω από το τείχος, αλλά ο εχθρός μάς χώρισε.
— Αλίμονο! Αυτά είναι άσχημα νέα.
— Είναι γερός και δυνατός, είπε ο Άραγκορν. Ας ελπίσουμε πως θα ξεφύγει στις σπηλιές. Εκεί θα είναι ασφαλισμένος για λίγο. Πιο ασφαλισμένος από μας. Τέτοιο καταφύγιο θ’ αρέσει οπωσδήποτε σε νάνο.
— Αυτή θα πρέπει να ’ναι η ελπίδα μου, είπε ο Λέγκολας. Αλλά μακάρι να είχε έρθει από δω. Ήθελα να πω στον κυρ Γκίμλι πως τώρα μετράω τριάντα εννιά.
— Αν καταφέρει και φτάσει στις σπηλιές, θα ξεπεράσει το μέτρημά σου πάλι, γέλασε ο Άραγκορν. Πρώτη μου φορά βλέπω να δουλεύουν έτσι πελέκι.
— Πρέπει να πάω να ψάξω για μερικά βέλη, είπε ο Λέγκολας. Μακάρι να τέλειωνε αυτή η νύχτα και να ’χα καλύτερο φως για σημάδι.
Ο Άραγκορν μπήκε τώρα στο φρούριο. Εκεί στεναχωρέθηκε πολύ όταν έμαθε πως ο Έομερ δεν είχε φτάσει στο Φρούριο της Σάλπιγγας.
— Όχι, δεν ήρθε στο Βράχο, είπε κάποιος απ’ τους άντρες του Γουέσφολντ. Τον είδα για τελευταία φορά να μαζεύει τους άντρες γύρω του και να πολεμάει στο στόμιο του Φαραγγιού. Μαζί του ήταν ο Γκάμλινγκ κι ο νάνος· αλλά εγώ δεν μπόρεσα να τους πλησιάσω.
Ο Άραγκορν διέσχισε την εσωτερική αυλή κι ανέβηκε σ’ ένα διαμέρισμα ψηλά στον πύργο. Εκεί στεκόταν ο βασιλιάς, μια σκοτεινή μορφή στο στενό παράθυρο, και κοίταζε κάτω την κοιλάδα.
— Τι νέα, Άραγκορν; είπε.
— Το Τείχος του Φαραγγιού έπεσε, άρχοντα, κι όλη η άμυνα υποχώρησε· αλλά πολλοί γλίτωσαν εδώ στο Βράχο.
— Είναι ο Έομερ εδώ;
— Όχι, άρχοντα. Αλλά πολλοί από τους άντρες σου υποχώρησαν στο Φαράγγι· και μερικοί λένε πως ο Έομερ ήταν ανάμεσά τους. Στα στενά ίσως μπορέσουν να συγκρατήσουν τον εχθρό και να φτάσουν στις σπηλιές. Τι ελπίδες έχουν ύστερα δεν ξέρω.
— Περισσότερες από μας. Έχουν πολλές προμήθειες, λένε. Κι ο αέρας είναι καθαρός εκεί, γιατί έχει αεραγωγούς ανάμεσα στις ρωγμές των βράχων ψηλά. Κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει την είσοδο, αν οι άντρες είναι αποφασισμένοι να μην τον αφήσουν. Μπορεί να κρατήσουν πολύ.
— Οι Ορκ όμως έχουν φέρει μαγικές τέχνες απ’ το Όρθανκ, είπε ο Άραγκορν. Έχουν εκρηκτική φωτιά και μ’ αυτή πήραν το Τείχος. Αν δεν μπορούν να μπουν στις σπηλιές, μπορεί να κλείσουν μέσα εκείνους που βρίσκονται εκεί. Τώρα όμως πρέπει να στρέψουμε όλες μας τις σκέψεις στη δική μας άμυνα.
— Μ’ εκνευρίζει αυτή η φυλακή, είπε ο Θέοντεν. Αν μπορούσα να πάρω ένα κοντάρι και να μπω επικεφαλής των αντρών μου έξω, ίσως να είχα νιώσει ξανά τη χαρά της μάχης κι έτσι να τελείωνα. Αλλά εδώ δεν προσφέρω σχεδόν τίποτα.
— Εδώ τουλάχιστον είσαι προφυλαγμένος στο πιο ισχυρό φρούριο του Μαρκ, είπε ο Άραγκορν. Έχουμε μεγαλύτερες ελπίδες να σε υπερασπιστούμε στο Φρούριο της Σάλπιγγας παρά στο Έντορας ή ακόμα και στο Ντανχάροου στα βουνά.
— Λέγεται πως το Φρούριο της Σάλπιγγας ποτέ δεν υπέκυψε σε επίθεση, είπε ο Θέοντεν αλλά τώρα η καρδιά μου αμφιβάλλει. Ο κόσμος αλλάζει κι αυτό που κάποτε ήταν ισχυρό αποδεικνύεται τώρα αμφίβολο. Πώς μπορεί ένας πύργος ν’ αντισταθεί σε τέτοιο πλήθος και σε τέτοιο παράτολμο μίσος; Αν ήξερα πως η δύναμη του Ίσενγκαρντ είχε μεγαλώσει τόσο πολύ, ίσως δε θα είχα ξεκινήσει τόσο απερίσκεπτα να την αντιμετωπίσω, παρ’ όλες τις μηχανές του Γκάνταλφ. Οι συμβουλές του τώρα δε μου φαίνονται τόσο καλές, όσο μου φάνηκαν στο φως του πρωινού.
— Μην κρίνεις τις συμβουλές του Γκάνταλφ, αν δεν τελειώσουν όλα, άρχοντα, είπε ο Άραγκορν.
— Το τέλος δε θ’ αργήσει, είπε ο Βασιλιάς. Αλλά δε θα τελειώσω εδώ, πιασμένος σαν τον γερο-ασβό στην παγίδα. Ο Ασπροχαίτης και ο Χάσουφελ και τ’ άλογα της φρουράς μου βρίσκονται στην εσωτερική αυλή. Όταν έρθει η αυγή θα διατάξω να σαλπίσουν το βούκινο του Χελμ και θα εξορμήσω. Θα ’ρθεις μαζί μου τότε, γιε του Άραθορν; Ίσως ν’ ανοίξουμε δρόμο ή να βρούμε τέτοιο τέλος που ν’ αξίζει να το τραγουδήσουν — αν μείνει κανείς να τραγουδήσει για μας στο μέλλον.
— Θα ’ρθω μαζί σου, είπε ο Άραγκορν.
Έφυγε και γύρισε πίσω στα τείχη και τα πέρασε ένα γύρο, δίνοντας θάρρος στους άντρες και προσφέροντας τη βοήθειά του όπου η επίθεση ήταν πιο άγρια. Ο Λέγκολας πήγε μαζί του. Εκρήξεις φωτιάς τινάζονταν από κάτω τραντάζοντας τα θεμέλια. Άγκιστρα εκσφενδονίζονταν και σκάλες ορθώνονταν. Ξανά και ξανά οι Ορκ έφταναν ως την κορφή του εξωτερικού τείχους και ξανά οι υπερασπιστές τούς έριχναν κάτω.
Τέλος, ο Άραγκορν στάθηκε πάνω από τις μεγάλες πύλες, αδιαφορώντας για τα βέλη του εχθρού. Καθώς κοίταζε έξω, είδε τον ανατολικό ουρανό να χλομιάζει. Τότε σήκωσε το άδειο χέρι του, με την παλάμη προς τα έξω, σημάδι διαπραγματεύσεων.
Οι Ορκ ξεφώνιζαν και κορόιδευαν.
— Έλα κάτω! Έλα κάτω! φώναζαν. Αν θες να μιλήσεις, έλα κάτω! Βγάλτε έξω το βασιλιά σας! Εμείς είμαστε οι Ουρούκ-χάι οι πολεμιστές. Θα τον βγάλουμε απ’ την τρύπα του, αν δεν έρθει. Βγάλτε έξω τον άνανδρο βασιλιά σας που κρύβεται!
— Ο βασιλιάς μένει ή έρχεται με τη δική του θέληση, είπε ο Άραγκορν.
— Τότε, τι κάνεις εσύ εδώ; αποκρίθηκαν. Γιατί κοιτάς έξω; Θέλεις να δεις το μεγαλείο του στρατού μας; Εμείς είμαστε οι Ουρούκ-χάι οι πολεμιστές.
— Κοίταξα να δω την αυγή, είπε ο Άραγκορν.
— Λοιπόν, και τι σχέση έχει η αυγή; κορόιδεψαν. Εμείς είμαστε οι Ουρούκ-χάι — δε σταματάμε τη μάχη νύχτα ή μέρα, με καλοκαιρία ή καταιγίδα. Ερχόμαστε για να σφάξουμε με ήλιο ή φεγγάρι. Τι σχέση έχει η αυγή;
— Κανείς δεν ξέρει τι θα του φέρει η καινούρια μέρα, είπε ο Άραγκορν. Άντε, φύγετε, πριν σας βγει σε κακό.
— Κατέβα ή θα σε ρίξουμε από το τείχος με κανένα βέλος, φώναξαν. Αυτές δεν είναι διαπραγματεύσεις. Δεν έχεις τίποτα να πεις.
— Έχω ακόμα να πω τούτο, απάντησε ο Άραγκορν. Κανένας εχθρός δεν έχει ως τώρα πατήσει το Φρούριο της Σάλπιγγας. Φύγετε, ειδαλλιώς κανείς σας δε θα γλιτώσει. Ούτε ένας σας δε θ’ απομείνει ζωντανός να πάει πίσω τα νέα στο Βορρά. Δεν ξέρετε σε τι κίνδυνο βρίσκεστε.
Τόσο μεγάλη δύναμη και βασιλικό μεγαλείο τύλιγαν τον Άραγκορν, καθώς στεκόταν εκεί μονάχος, πάνω απ’ τις κατεστραμμένες πύλες, μπροστά στο στρατό των εχθρών του, ώστε πολλοί απ’ τους άγριους άντρες σταμάτησαν και κοίταξαν πίσω στην κοιλάδα πάνω απ’ τον ώμο τους κι άλλοι κοίταξαν μ’ αμφιβολία τον ουρανό ψηλά. Αλλά οι Ορκ γέλασαν δυνατά· και βροχή από ακόντια και βέλη σφύριξαν πάνω απ’ το τείχος καθώς ο Άραγκορν πήδηξε κάτω.
Ακούστηκε ένα βουητό και μια έκρηξη φωτιάς. Η καμάρα, πάνω από την πύλη που στεκόταν ο Άραγκορν ένα λεπτό πριν, κομματιάστηκε και σωριάστηκε μέσα σε καπνούς και σκόνη. Το οδόφραγμα διαλύθηκε σαν από αστροπελέκι. Ο Άραγκορν έτρεξε στον πύργο του βασιλιά.
Αλλά, ενώ η πύλη έπεσε κι οι Ορκ εκεί γύρω ξεφώνιζαν κι ετοιμάζονταν να επιτεθούν, ένα μουρμουρητό σηκώθηκε πίσω τους, σαν άνεμος που έρχεται από μακριά κι όλο δυνάμωνε κι έγινε κραυγές από πολλές φωνές, που μηνούσαν παράξενα νέα με το ξημέρωμα. Οι Ορκ πάνω στο Βράχο, ακούγοντας τον ψίθυρο του ανήσυχου φόβου, ταλαντεύτηκαν και κοίταξαν πίσω. Και τότε, ξαφνικό και τρομερό, αντήχησε το μεγάλο βούκινο του Χελμ από τον πύργο ψηλά.
Όλοι όσοι άκουσαν το σάλπισμα άρχισαν να τρέμουν. Πολλοί από τους Ορκ έπεσαν μπρούμυτα κι έκλεισαν τ’ αυτιά τους με τα γαμψά τους δάχτυλα. Από το βάθος του Φαραγγιού ήρθε ο αντίλαλος, σάλπισμα στο σάλπισμα, λες και σε κάθε ράχη και λόφο να στεκόταν κι από ένας αντρειωμένος σαλπιγκτής. Αλλά από τα τείχη οι άντρες κοίταξαν ψηλά κι αφουγκράζονταν με απορία· γιατί οι αντίλαλοι δεν έσβησαν. Τα σαλπίσματα συνέχισαν ν’ απλώνονται στους λόφους· τώρα πιο κοντά και δυνατά το ένα απαντούσε στο άλλο, σαλπίζοντας άγρια κι ασυγκράτητα.
— Ο Χελμ! Ο Χελμ! φώναζαν οι Καβαλάρηδες. Ο Χελμ αναστήθηκε κι έρχεται στον πόλεμο. Ο Χελμ για το βασιλιά Θέοντεν!
Και μ’ αυτή την κραυγή ήρθε ο βασιλιάς. Το άλογό του ήταν άσπρο σαν το χιόνι, ολόχρυση η ασπίδα του και μακρύ το κοντάρι του. Στα δεξιά του ήταν ο Άραγκορν, ο διάδοχος του Έλεντιλ, πίσω του ίππευαν οι άρχοντες του Οίκου του Έορλ του Νεαρού. Ο ουρανός φώτισε. Η νύχτα έφυγε.
— Εμπρός, Εορλίγκας!
Με μια φωνή και μεγάλο θόρυβο όρμησαν μπροστά. Κατέβηκαν βουίζοντας στις πύλες, πέρασαν τον υπερυψωμένο δρόμο και άνοιξαν δρόμο ανάμεσα απ’ τις ορδές του Ίσενγκαρντ σαν τον άνεμο ανάμεσα στα χόρτα. Απ’ το Φαράγγι πίσω τους ακούστηκαν οι άγριες κραυγές των αντρών που έβγαιναν από τις σπηλιές κι έπεφταν πάνω στον εχθρό. Έξω χύθηκαν κι όλοι οι άντρες που είχαν απομείνει πάνω στο Βράχο. Και τα σαλπίσματα αντιλαλούσαν ασταμάτητα στους λόφους.
Ασταμάτητα προχωρούσαν ο βασιλιάς και οι σύντροφοι του. Αρχηγοί και πολεμιστές έπεφταν ή έφευγαν στο πέρασμά τους. Ούτε Ορκ ούτε Άνθρωπος δεν μπορούσε να τους αντισταθεί. Γύρισαν τις πλάτες στα σπαθιά και στα κοντάρια των Καβαλάρηδων και τα πρόσωπα στην κοιλάδα. Ξεφώνιζαν και θρηνούσαν, γιατί, με το ξημέρωμα, τους κατέλαβε δέος και μεγάλος φόβος.
Έτσι, λοιπόν, ο Βασιλιάς Θέοντεν βγήκε από την Πύλη του Χελμ κι άνοιξε δρόμο ως το μεγάλο Χαντάκι. Εκεί ο λόχος σταμάτησε. Το φως δυνάμωσε γύρω τους. Φωτεινές δέσμες χάραξαν τον ουρανό πάνω από τους ανατολικούς λόφους και έκαναν τα κοντάρια τους να γυαλίσουν. Αυτοί όμως κάθονταν σιωπηλοί στ’ άλογά τους και κοίταζαν πέρα το Λαγκάδι του Φαραγγιού.
Το τοπίο είχε αλλάξει. Εκεί που πρώτα απλωνόταν η πράσινη κοιλάδα, με τις δροσερές πλαγιές της ν’ αγκαλιάζουν τους κυματιστούς λόφους, τώρα υψωνόταν ένα δάσος. Τεράστια δέντρα, γυμνά και σιωπηλά, στέκονταν σειρές ατέλειωτες, με μπλεγμένα κλαδιά και λευκασμένα κεφάλια· οι στριφογυριστές τους ρίζες ήταν χωμένες μες στο ψηλό πράσινο χορτάρι. Σκοτεινή ήταν η σκιά τους. Ανάμεσα στο Χαντάκι και στις αρχές αυτούς του ανώνυμου δάσους υπήρχε κάπου τετρακόσιες γιάρδες ανοιχτός χώρος. Εκεί είχαν τώρα ζαρώσει φοβισμένες οι περήφανες ορδές του Σάρουμαν, τρέμοντας και το Βασιλιά και τα δέντρα. Σαν ποταμός κατρακύλησαν από την Πύλη του Χελμ, ώσπου όλη η περιοχή πάνω από το Χαντάκι άδειασε, αλλά από την κάτω μεριά ήταν στριμωγμένοι σαν κοπάδι μύγες. Μάταια σέρνονταν και σκαρφάλωναν στις πλευρές του λαγκαδιού γυρεύοντας διέξοδο. Ανατολικά, η πλευρά της κοιλάδας ήταν απόκρημνη, όλο κατσάβραχα— αριστερά, από τα δυτικά, πλησίαζε το τέλος τους.
Εκεί, ξαφνικά, πάνω σε μια ράχη, φάνηκε ένας καβαλάρης, ντυμένος κάτασπρα, λάμποντας στο φως του ήλιου που ανάτελλε. Πάνω στους χαμηλότερους λόφους αντηχούσαν οι σάλπιγγες. Πίσω του, κατεβαίνοντας βιαστικά τις πλαγιές, ήταν χίλιοι άντρες πεζοί με τα σπαθιά στο χέρι. Ανάμεσά τους βάδιζε ένας ψηλός και δυνατός άντρας. Η ασπίδα του ήταν κόκκινη. Μόλις έφτασε στην άκρη της κοιλάδας, έβαλε στο στόμα του ένα μεγάλο μαύρο βούκινο κι έβγαλε ένα εκκωφαντικό σάλπισμα.
— Ο Έρκενμπραντ! φώναξαν οι Καβαλάρηδες. Ο Έρκενμπραντ!
— Να ο Άσπρος Καβαλάρης! φώναξε ο Άραγκορν. Ο Γκάνταλφ ήρθε πάλι!
— Μιθραντίρ, Μιθραντίρ! είπε ο Λέγκολας. Αυτό είναι στ’ αλήθεια μαγεία! Ελάτε! Θα ’θελα να ρίξω μια ματιά σ’ αυτό το δάσος, πριν αλλάξουν τα μάγια.
Οι ορδές του Ίσενγκαρντ μούγκριζαν, πήγαιναν δώθε κείθε, πέφτοντας απ’ το κακό στο χειρότερο. Αντήχησε ξανά το βούκινο απ’ τον πύργο. Από την είσοδο του Χαντακιού όρμησε ο λόχος του βασιλιά. Απ’ τους λόφους ψηλά όρμησε ο Έρκενμπραντ, ο άρχοντας του Γουέστφολντ. Κάτω κάλπασε κι ο Ίσκιος, σαν το ελάφι που τρέχει με σίγουρα πόδια στα βουνά. Ο Άσπρος Καβαλάρης τούς έφτασε κι ο τρόμος του ερχομού του τους αποτρέλανε. Οι άγριοι άντρες έπεσαν καταγής μπροστά του. Οι Ορκ τρέκλισαν και ξεφώνισαν, πέταξαν σπαθιά και κοντάρια. Σκόρπισαν σαν το μαύρο καπνό που τον παρασέρνει δυνατός άνεμος. Θρηνώντας μπήκαν κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων που περίμεναν κι απ’ αυτή τη σκιά κανείς δεν ξαναβγήκε πια.
Κι έτσι έγινε, λοιπόν, ώστε στο φως ενός ωραίου πρωινού ο Βασιλιάς Θέοντεν κι ο Γκάνταλφ, ο Άσπρος Καβαλάρης, να συναντηθούν ξανά στο πράσινο χορτάρι πλάι στο Ρέμα του Φαραγγιού. Εκεί ήταν επίσης ο Άραγκορν ο γιος του Άραθορν, ο Λέγκολας το Ξωτικό, ο Έρκενμπραντ του Γουέστφολντ και οι άρχοντες του Χρυσού Παλατιού. Γύρω τους ήταν συγκεντρωμένοι οι Ροχίριμ, οι Καβαλάρηδες του Μαρκ — η κατάπληξη όμως ξεπέρασε τη χαρά τους για τη νίκη και . τα μάτια τους ήταν γυρισμένα κατά το δάσος.
Ξαφνικά ακούστηκε μια μεγάλη ιαχή και ήρθαν κατηφορίζοντας απ’ το Χαντάκι εκείνοι που είχαν αναγκαστεί να υποχωρήσουν βαθιά μέσα στο Φαράγγι. Έφτασε ο Γκάμλινγκ ο Γέρος, ο Έομερ ο γιος του Έομουντ και στο πλευρό τους ο Γκίμλι ο νάνος. Δεν είχε κράνος και γύρω απ’ το κεφάλι του ήταν ένας λινός επίδεσμος ποτισμένος αίμα· αλλά η φωνή του ήταν γερή και δυνατή.
— Σαράντα δύο, κύριε Λέγκολας! φώναξε. Κρίμα! Το τσεκούρι μου στόμωσε — ο τεσσαρακοστός δεύτερος φορούσε σιδερένιο κολάρο στο λαιμό του. Εσύ πώς πήγες;
— Με ξεπέρασες κατά έναν, απάντησε ο Λέγκολας. Αλλά δε σου κρατώ κακία, τόσο χαρούμενος είμαι που σε βλέπω όρθιο!
— Καλώς ήρθες, Έομερ γιε της αδελφής μου! είπε ο Θέοντεν. Τώρα που σε βλέπω σώο και αβλαβή, η χαρά μου είναι στ’ αλήθεια μεγάλη.
— Χαίρε, Άρχοντα του Μαρκ! είπε ο Έομερ. Η σκοτεινή νύχτα πέρασε κι ήρθε ξανά η μέρα. Μα η μέρα έχει φέρει παράξενα νέα.
Γύρισε και κοίταξε μ’ απορία πρώτα το δάσος κι ύστερα τον Γκάνταλφ.
— Για άλλη μια φορά έρχεσαι σε ώρα ανάγκης, χωρίς να σε περιμένουμε, είπε.
— Χωρίς να με περιμένετε; είπε ο Γκάνταλφ. Μα το είπα πως θα γυρίσω και θα σας συναντήσω εδώ.
— Αλλά δεν είπες την ώρα, ούτε προείπες τον τρόπο του ερχομού σου. Φέρνεις παράξενη βοήθεια. Στη μαγεία είσαι άφθαστος, Γκάνταλφ Λευκέ!
— Ίσως. Πάντως, αν είναι έτσι, δεν την έχω δείξει ακόμα. Δεν έκανα τίποτ’ άλλο παρά να δώσω καλές συμβουλές στον κίνδυνο και να χρησιμοποιήσω την ταχύτητα του Ίσκιου. Η ανδρεία σου έχει κάνει περισσότερα, καθώς και τα γερά πόδια των αντρών του Γουέστφολντ που βάδιζαν όλη τη νύχτα.
Τότε όλοι κοίταξαν τον Γκάνταλφ με ακόμα μεγαλύτερη απορία. Μερικοί κοίταξαν σκοτεινιασμένα το δάσος και έτριψαν με τα χέρια τους τα μάτια τους, λες και νόμιζαν πως άλλα έβλεπαν τα δικά τους μάτια και άλλα τα δικά του.
Ο Γκάνταλφ γέλασε χαρούμενα πολλή ώρα.
— Τα δέντρα; είπε. Όχι, βλέπω κι εγώ το δάσος τόσο καθαρά, όσο κι εσείς. Αλλ’ αυτό δεν είναι δικό μου έργο. Είναι κάτι έξω από τις συμβουλές των σοφών. Έχει αποδειχτεί καλύτερο απ’ το δικό μου σχέδιο κι ακόμα καλύτερο απ’ ό,τι έλπιζα.
— Τότε, αν δεν είναι δικά σου, τίνος είναι τα μάγια; είπε ο Θέοντεν. Είναι ολοφάνερο πως δεν είναι του Σάρουμαν. Υπάρχει κάποιος μεγαλύτερος σοφός που δεν τον έχουμε ακόμα ακουστά;
— Δεν είναι μάγια, αλλά μια δύναμη πολύ πιο παλιά, είπε ο Γκάνταλφ, μια δύναμη που περιφερόταν στη γη, πριν το ξωτικό να τραγουδήσει ή το σφυρί ν’ αντηχήσει.
Πριν να βρεθεί το σίδερο ή να κοπεί το δέντρο,
Νια όταν ήταν τα βουνά κάτω από το φεγγάρι·
Πριν δαχτυλίδι να γενεί ή να φτιαχτεί ο πόνος,
Περπατούσε στα δάση παλιά.
— Και ποια μπορεί να είναι η λύση στο αίνιγμά σου; είπε ο Θέοντεν.
— Αν θέλεις να τη μάθεις, πρέπει να έρθεις μαζί μου στο Ίσενγκαρντ, απάντησε ο Γκάνταλφ.
— Στο Ίσενγκαρντ; φώναξαν.
— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ. Εγώ θα επιστρέψω στο Ίσενγκαρντ κι όλοι όσοι θέλουν μπορούν να ’ρθουν μαζί μου. Εκεί μπορεί να δούμε παράξενα πράγματα.
— Μα δεν υπάρχουν αρκετοί άντρες στο Μαρκ, ακόμα κι αν όλοι μαζεύονταν εδώ θεραπευμένοι απ’ τις πληγές και την κούραση, για να επιτεθούν στο φρούριο του Σάρουμαν, είπε ο Θέοντεν.
— Πάντως, εγώ πάω στο Ίσενγκαρντ, είπε ο Γκάνταλφ. Δε θα μείνω εκεί πολύ. Ο δρόμος μου τώρα βρίσκεται ανατολικά. Γύρεψε να με δεις στο Έντορας πριν τη χάση του φεγγαριού!
— Όχι! είπε ο Θέοντεν. Τη μαύρη ώρα πριν την αυγή αμφέβαλα, αλλά δε θα χωρίσουμε τώρα. Θα έρθω μαζί σου, αν αυτή είναι η συμβουλή σου.
— Τώρα θέλω να μιλήσω με το Σάρουμαν, όσο πιο γρήγορα γίνεται, είπε ο Γκάνταλφ, κι αφού σου έχει κάνει μεγάλο κακό, θα ταίριαζε αν ήσουν κι εσύ εκεί. Αλλά πόσο σύντομα και με πόση ταχύτητα θα ταξιδέψεις;
— Οι άντρες μου είναι κατάκοποι απ’ τη μάχη, είπε ο Βασιλιάς· κι είμαι κι εγώ κουρασμένος. Γιατί ταξίδεψα πολύ και κοιμήθηκα λίγο. Αλίμονο! Τα γηρατειά μου δεν είναι προσποιητά ούτε οφείλονται μόνο στα ψιθυρίσματα του Φιδόγλωσσου. Είναι μια αρρώστια που κανείς γιατρός δεν μπορεί να γιατρέψει τελείως, ούτε κι ο Γκάνταλφ.
— Τότε, ας ξεκουραστούν τώρα όλοι όσοι είναι να ’ρθουν μαζί μου, είπε ο Γκάνταλφ. Θα ταξιδέψουμε με τις σκιές του δειλινού. Κι έτσι είναι καλύτερα· γιατί από δω και πέρα η συμβουλή μου είναι όλα τα πηγαινέλα μας να είναι όσο το δυνατόν πιο κρυφά. Πάντως, μη διατάξεις πολλούς άντρες να έρθουν μαζί σου, Θέοντεν. Πάμε για διαπραγματεύσεις, όχι για μάχη.
Ο Βασιλιάς τότε διάλεξε άντρες που δεν είχαν λαβωθεί κι είχαν γοργοπόδαρα άλογα και τους έστειλε να διαδώσουν τη νίκη σε κάθε κοιλάδα του Μαρκ· και να μεταφέρουν και το κάλεσμά του επίσης, που ζητούσε απ’ όλους τους άντρες, νέους και γέρους, να πάνε γρήγορα στο Έντορας. Εκεί ο Άρχοντας του Μαρκ θα συγκέντρωνε όλους τους άντρες που μπορούσαν να κρατήσουν όπλο, τη δεύτερη μέρα μετά την πανσέληνο. Για να πάνε μαζί του στο Ίσενγκαρντ ο Βασιλιάς διάλεξε τον Έομερ και είκοσι άντρες του παλατιού του. Μαζί με τον Γκάνταλφ θα πήγαιναν ο Άραγκορν, ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι. Παρά την πληγή του ο νάνος δεν έμενε πίσω με κανέναν τρόπο.
— Δεν ήταν παρά ένα αδύνατο χτύπημα και το εξοστράκισε το κράνος, είπε. Θα χρειαζόταν παραπάνω από μια ψευτογρατσουνιά των Ορκ για να με κρατήσει πίσω.
— Θα την περιποιηθώ, όσο θα ξεκουράζεσαι, είπε ο Άραγκορν.
Ο βασιλιάς τώρα γύρισε στο Φρούριο της Σάλπιγγας και κοιμήθηκε τέτοιον ήσυχο ύπνο, που είχε πολλά χρόνια να τον κάνει, και οι υπόλοιποι από τη διαλεγμένη ομάδα ξεκουράστηκαν κι αυτοί. Αλλά οι άλλοι, όλοι όσοι δεν ήταν χτυπημένοι ή λαβωμένοι, καταπιάστηκαν με μεγάλο άθλο· γιατί πολλοί είχαν πέσει στη μάχη και κείτονταν νεκροί στο πεδίο της μάχης ή στο Φαράγγι.
Κανένας Ορκ δεν έμεινε ζωντανός· τα κορμιά τους αμέτρητα. Αλλά πάρα πολλοί απ’ τους ανθρώπους των λόφων είχαν παραδοθεί· και ήταν φοβισμένοι και ζητούσαν έλεος.
Οι Άντρες του Μαρκ τους πήραν τα όπλα και τους έστρωσαν στη δουλειά.
— Τώρα βοηθήστε να διορθώσουμε το κακό που βοηθήσατε κι εσείς να γίνει, είπε ο Έρκενμπραντ· και μετά θα δώσετε όρκο ποτέ να μη διασχίσετε τα Περάσματα του Ίσεν οπλισμένοι, ούτε να συμμαχήσετε με τους εχθρούς των Ανθρώπων και τότε θα γυρίσετε ελεύθεροι στη χώρα σας. Γιατί σας εξαπάτησε ο Σάρουμαν. Πολλοί από σας βρήκανε το θάνατο σαν ανταμοιβή της εμπιστοσύνης σας σ’ αυτόν αλλά ακόμα κι αν είχατε νικήσει, ο μισθός σας δε θα ήταν και πολύ καλύτερος.
Οι άνθρωποι της Μαυροχώματης Χώρας έμειναν κατάπληκτοι, γιατί ο Σάρουμαν τους είχε πει πως οι άντρες του Ρόαν ήταν ανελέητοι κι έκαιγαν ζωντανούς τους αιχμαλώτους.
Στη μέση του λιβαδιού, μπροστά στο Φρούριο της Σάλπιγγας, υψώθηκαν δυο τύμβοι, όπου έθαψαν όλους τους Καβαλάρηδες του Μαρκ που έπεσαν στην άμυνα, εκείνους απ’ τις Ανατολικές Κοιλάδες απ’ τη μια μεριά, κι εκείνους απ’ το Γουέστφολντ από την άλλη. Σ’ ένα μνήμα μοναχός του, κάτω από τη Σκιά του Φρουρίου της Σάλπιγγας, κείτονταν ο Χάμα, λοχαγός της φρουράς του Βασιλιά. Έπεσε μπροστά στην Πύλη.
Τους Ορκ τους μάζεψαν σε μεγάλους σωρούς, μακριά από τους τύμβους των Αντρών, κοντά στις αρχές του δάσους. Και οι άνθρωποι ανησυχούσαν γιατί οι σωροί των πτωμάτων παραήταν μεγάλοι για θάψιμο ή για κάψιμο. Είχαν ελάχιστα ξύλα για ν’ ανάψουν φωτιά και κανείς δε θα τολμούσε να σηκώσει τσεκούρι στα παράξενα δέντρα, ακόμα κι αν δεν τους είχε προειδοποιήσει ο Γκάνταλφ να μην τολμήσουν να πειράξουν ούτε φλούδα ούτε κλαδί, γιατί μεγάλο κακό θα τους έβρισκε.
— Αφήστε τους Ορκ έτσι, είπε ο Γκάνταλφ. Το πρωί μπορεί να φέρει κάποια καινούρια ιδέα.
Το απόγευμα, το απόσπασμα του Βασιλιά ετοιμάστηκε να ξεκινήσει. Η δουλειά της ταφής μόλις τότε άρχιζε· κι ο Θέοντεν πένθησε για το χαμό του Χάμα, του λοχαγού του, κι έριξε το πρώτο χώμα πάνω στον τάφο του.
— Πραγματικά ο Σάρουμαν έχει κάνει μεγάλο κακό και σ’ εμένα και σ’ όλον αυτόν τον τόπο, είπε, και θα το θυμάμαι σαν ανταμώσουμε.
Ο ήλιος έγερνε κιόλας κατά τους λόφους δυτικά του Λαγκαδιού, όταν τέλος ο Θέοντεν, ο Γκάνταλφ και οι σύντροφοι τους κατηφόρισαν απ’ το Χαντάκι. Πίσω τους ήταν συγκεντρωμένο μεγάλο πλήθος και από Καβαλάρηδες και από τον κόσμο του Γουέστφολντ, νέους και γέρους, γυναίκες και παιδιά, που είχαν έρθει από τις σπηλιές. Έψελναν νικητήριο τραγούδι με καθάριες φωνές· και ύστερα έμειναν σιωπηλοί κι αναρωτιόντουσαν τι θα γινόταν, γιατί το Βλέμμα τους έπεσε στα δέντρα, που τους προξενούσαν φόβο.
Οι Καβαλάρηδες έφτασαν στο δάσος και σταμάτησαν άλογα κι άνθρωποι ήταν απρόθυμοι να μπουν. Τα δέντρα ήταν γκρίζα κι απειλητικά, και τα τύλιγε μια σκιά ή καταχνιά. Οι άκρες των μακριών κλαδιών τους κρέμονταν κάτω σαν ψαχουλευτά δάχτυλα, οι ρίζες τους ξεπετάγονταν μέσ’ από το χώμα σαν μέλη αλλόκοτων τεράτων, και σκοτεινές σπηλιές ανοίγονταν από κάτω τους. Ο Γκάνταλφ όμως προχώρησε μπροστά, οδηγώντας το απόσπασμα, και στο μέρος που ο δρόμος του Φρουρίου της Σάλπιγγας συναντούσε τα δέντρα είδαν τώρα ένα άνοιγμα σαν καμαρωτή πύλη κάτω από τεράστιους κλώνους· και ο Γκάνταλφ πέρασε από κει κι εκείνοι τον ακολούθησαν. Τότε, με μεγάλη έκπληξη, διαπίστωσαν πως ο δρόμος συνέχιζε και το Ρέμα του Φαραγγιού πλάι του· και ο ουρανός ήταν ξεσκέπαστος από πάνω τους λουσμένος χρυσαφένιο φως. Αλλά κι από τις δυο πλευρές το δάσος ήταν κιόλας τυλιγμένο στο σύθαμπο κι απλωνόταν σε αδιαπέραστες σκιές· κι εκεί άκουγαν τα κλαδιά να τρίζουν και να βογκούν και απόμακρα ξεφωνητά, και τον απόηχο από άναρθρες φωνές που μουρμούριζαν θυμωμένα. Δε φαινόταν ούτε Ορκ ούτε άλλο ζωντανό πλάσμα.
Ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι πήγαιναν τώρα μαζί καβάλα σ’ ένα άλογο· και ακολουθούσαν από κοντά τον Γκάνταλφ, γιατί ο Γκίμλι φοβόταν το δάσος.
— Κάνει ζέστη εδώ μέσα, είπε ο Λέγκολας στον Γκάνταλφ. Νιώθω μεγάλη οργή γύρω μου. Δε νιώθεις τον αέρα να πάλλεται στ’ αυτιά σου;
— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ.
— Τι ν’ απόγιναν οι άθλιοι οι Ορκ; είπε ο Λέγκολας.
— Αυτό, νομίζω, πως κανείς δε θα το μάθει ποτέ, είπε ο Γκάνταλφ.
Προχώρησαν σιωπηλά για λίγο· αλλά ο Λέγκολας κοίταζε συνεχώς δεξιά κι αριστερά και πολλές φορές θα ’χε σταματήσει ν’ ακούσει τις φωνές του δάσους, αν τον είχε αφήσει ο Γκίμλι.
— Αυτά είναι τα πιο παράξενα δέντρα που έχω δει ποτέ μου, είπε· κι έχω δει πολλές βελανιδιές να μεγαλώνουν από βελανίδι ως τα βαθιά γεράματα. Θα ’θελα να είχα ώρα τώρα να περπατήσω ανάμεσά τους -έχουν φωνές και με τον καιρό ίσως μπορούσα να καταλάβω τη σκέψη τους.
— Όχι, όχι! είπε ο Γκίμλι. Πάμε να φύγουμε! Εγώ μαντεύω κιόλας τη σκέψη τους — μίσος για όλα όσα περπατούν με δύο πόδια· λένε μονάχα πώς να συντρίψουν και να στραγγαλίσουν.
— Όχι όλα όσα περπατούν με δυο πόδια, είπε ο Λέγκολας. Εδώ νομίζω πως κάνεις λάθος. Τους Ορκ είναι που μισούν. Δεν είναι ντόπια και πολύ λίγα ξέρουν για Ξωτικά και Ανθρώπους. Είναι μακριά πολύ οι κοιλάδες, απ’ όπου ξεφύτρωσαν. Απ’ τις βαθιές κοιλάδες του Φάνγκορν, από κει θα ’λεγα πως έρχονται, Γκίμλι.
— Πάντως, αυτό είναι το πιο επικίνδυνο δάσος της Μέσης-Γης, είπε ο Γκίμλι. Πρέπει να τα ευγνωμονώ για το ρόλο που έπαιξαν, αλλά δεν τ’ αγαπώ. Εσύ μπορεί να τα θεωρείς θαυμάσια, αλλά εγώ έχω δει κάτι πιο θαυμαστό σ’ αυτή τη γη, πολύ πιο ωραίο απ’ όλα τα σύδεντρα και τα ξέφωτα που υπήρξαν ποτέ — η καρδιά μου ακόμα ξεχειλίζει απ’ αυτό.
»Οι Άνθρωποι είναι παράξενοι, Λέγκολας! Έχουν εδώ ένα από τα θαύματα του Βορινού Κόσμου και τι λένε; Σπηλιές, λένε! Σπηλιές! Τρύπες για να κρύβονται τον καιρό του πολέμου και ν’ αποθηκεύουν σανό! Καλέ μου Λέγκολας, ξέρεις πως τα σπήλαια του Φαραγγιού του Χελμ είναι τεράστια και υπέροχα; Αν ήταν γνωστή η ύπαρξη τους, οι Νάνοι θα έρχονταν ασταμάτητα εδώ σαν προσκυνητές, απλώς για να τα δουν. Και, βέβαια, θα πλήρωναν καθαρό χρυσάφι για μια ματιά!
— Κι εγώ θα πλήρωνα χρυσάφι για να μην πάω, είπε ο Λέγκολας· και τα διπλά για να με βγάλουν έξω, αν ποτέ κατά λάθος έμπαινα μέσα.
— Δεν είδες, γι’ αυτό σου συγχωρώ το αστείο, είπε ο Γκίμλι. Μιλάς όμως σαν ανόητος. Νομίζεις πως είναι ωραία τα παλάτια που ζει ο Βασιλιάς σου κάτω από το λόφο στο Δάσος της Σκοτεινιάς, και που οι Νάνοι βοήθησαν στην κατασκευή τους πολύ παλιά; Δεν είναι παρά φτωχοκάλυβα, αν τα συγκρίνεις με τα σπήλαια που είδα εδώ: θεόρατες αίθουσες γεμάτες με την ασταμάτητη μουσική του νερού καθώς στάζει σε λιμνούλες, όμορφες σαν την Κέλεντ-ζάραμ στο φως των αστεριών.
» Και, Λέγκολας, όταν ανάψουν τα δαυλιά και οι άνθρωποι περπατούν στα αμμοστρωμένα δάπεδα κάτω από καμάρες που αντηχούν, α! τότε, Λέγκολας, πετράδια και κρύσταλλα και φλέβες από πολύτιμα μέταλλα αστράφτουν στους γυαλισμένους τοίχους· και φως λάμπει μέσα απ’ πτυχωτά μάρμαρα, σαν κοχύλια, διάφανα σαν τα ζωντανά χέρια της Βασίλισσας Γκαλάντριελ. Έχει κολόνες κάτασπρες, κροκάτες και ρόδινες σαν την αυγή, Λέγκολας, αυλακωμένες και πλεγμένες σε ονειρεμένα σχήματα· ξεπηδούν από πολύχρωμα δάπεδα για ν’ ανταμώσουν γυαλιστερούς σταλακτίτες στην οροφή: φτερά, σκοινιά, παραπετάσματα αραχνοΰφαντα σαν παγωμένα σύννεφα· δόρατα, σημαίες, και μυτερές κορφές μετέωρων παλατιών! Ασάλευτες λίμνες τα καθρεφτίζουν: ένας κόσμος που τρεμοπαίζει αντιφεγγίζοντας μέσα σε σκοτεινές λιμνούλες, σκεπασμένες με διάφανο γυαλί· πολιτείες, που ούτε η φαντασία του Ντούριν δε θα είχε ονειρευτεί στον ύπνο του, απλώνονται συνέχεια σε λεωφόρους και αυλές με κολόνες, και χάνονται σε σκοτεινές γωνιές που δεν μπορεί να φτάσει το φως. Και, πλινκ! πέφτει μια ασημένια σταγόνα και οι κυκλικές ρυτίδες στο γυαλί κάνουν όλους τους πύργους να γέρνουν και να ταλαντεύονται σαν φύκια και κοράλλια μιας θαλασσοσπηλιάς. Ύστερα έρχεται το βράδυ — ξεθωριάζουν και τρεμοπαίζοντας σβήνουν οι δάδες προχωρούν σ’ ένα άλλο διαμέρισμα και σ’ άλλο όνειρο. Η μια αίθουσα ακολουθεί την άλλη, Λέγκολας· διαμέρισμα το διαμέρισμα, θόλος το θόλο, σκάλα τη σκάλα· και τα ελικοειδή μονοπάτια εξακολουθούν να οδηγούν στην καρδιά του βουνού. Σπηλιές! Τα Σπήλαια του Φαραγγιού του Χελμ! Ευτυχισμένη μοίρα με πήγε εκεί! Μου ’ρχεται να κλαίω που τ’ αφήνω.
— Τότε, σου εύχομαι αυτή την τύχη για παρηγοριά, Γκίμλι, είπε το Ξωτικό, να γυρίσεις σώος από τον πόλεμο και να ξανάρθεις να τις δεις πάλι. Αλλά μην το πεις σ’ όλο το λαό σου! Απ’ την περιγραφή σου δε φαίνεται να ’χει μείνει τίποτα για να κάνουν. Ίσως οι άνθρωποι αυτής της περιοχής να ’ναι σοφοί που δε μιλάνε — μια οικογένεια εργατικών νάνων με σφυριά και με καλέμια ίσως πιο πολύ να χαλάσουν παρά να φτιάξουν.
— Όχι, δεν καταλαβαίνεις, είπε ο Γκίμλι. Κανένας νάνος δε θα ’μενε ασυγκίνητος από τέτοια ομορφιά. Κανείς απ’ τη γενιά του Ντούριν δε θα ’ρχόταν σ’ αυτές τις σπηλιές για να βγάλει πετράδια ή πολύτιμα μέταλλα, ακόμα κι αν μπορούσε να βρει εκεί διαμάντια και χρυσάφι. Κόβετε εσείς μικρά ανθισμένα δεντράκια την εποχή της άνοιξης για καυσόξυλα; Εμείς θα τα φροντίζαμε αυτά τα ξέφωτα με τις λουλουδιασμένες πέτρες, δε θα τα λατομούσαμε. Με προσεκτική δεξιοσύνη, σφυριά σφυριά — ένα μικρό κομματάκι απ’ το βράχο κι όχι παραπάνω, ίσως, σε μια ολόκληρη ανήσυχη μέρα—, έτσι θα δουλεύαμε και, καθώς θα περνούσαν τα χρόνια, θ’ ανοίγαμε κι άλλες στοές και θ’ αποκαλύπταμε απόμακρα διαμερίσματα που είναι ακόμα σκοτεινά και φαίνονται μόνο σαν κενά πίσω από σχισμές του βράχου. Και φώτα, Λέγκολας! Θα φτιάχναμε φώτα, λάμπες σαν κι αυτές που έλαμπαν κάποτε στο Καζάντ-ντουμ· κι όταν θέλαμε θα διώχναμε τη νύχτα που απλώνεται εκεί από τότε που έγιναν οι λόφοι· κι όταν θέλαμε να ξεκουραστούμε, θ’ αφήναμε τη νύχτα να ξαναγυρίσει.
— Με συγκινείς, Γκίμλι, είπε ο Λέγκολας. Ποτέ δε σ’ έχω ξανακούσει να μιλάς έτσι. Με κάνεις σχεδόν να λυπάμαι που δεν είδα αυτές τις σπηλιές. Έλα! Ας κάνουμε μια συμφωνία — αν και οι δυο μας γυρίσουμε σώοι απ’ τους κινδύνους που μας περιμένουν, θα ταξιδέψουμε για λίγο μαζί. Εσύ θα επισκεφτείς το Φάνγκορν μαζί μου κι ύστερα εγώ θα ’ρθω μαζί σου να δω το Φαράγγι του Χελμ.
— Δε θα ήταν αυτός ο δρόμος που θα διάλεγα για να γυρίσω πίσω, είπε ο Γκίμλι. Αλλά θα υπομείνω το Φάνγκορν, αν έχω την υπόσχεσή σου πως θα έρθεις πίσω στις σπηλιές και θα μοιραστείς το θαύμα τους μαζί μου.
— Την έχεις την υπόσχεσή μου, είπε ο Λέγκολας. Αλλά αλίμονο! Τώρα πρέπει ν’ αφήσουμε πίσω και σπηλιά και δάσος για λίγο. Δες! Φτάνουμε στο τέλος των δέντρων. Πόσο απέχει το Ίσενγκαρντ, Γκάνταλφ;
— Περίπου δεκαπέντε λεύγες πέταγμα για τα κοράκια του Σάρουμαν, είπε ο Γκάνταλφ — πέντε από την είσοδο του Φαραγγιού ως τα Περάσματα· και δέκα ακόμα από κει ως τις πύλες του Ίσενγκαρντ. Αλλά δε θα τις κάνουμε όλες απόψε.
— Και σα φτάσουμε εκεί, τι θα δούμε; ρώτησε ο Γκίμλι. Εσύ μπορεί να ξέρεις, αλλά εγώ δεν μπορώ να φανταστώ.
— Δεν ξέρω ούτε κι εγώ με βεβαιότητα, απάντησε ο μάγος. Ήμουν εκεί χτες την ώρα που νύχτωνε, αλλά πολλά μπορεί να έχουν συμβεί από τότε. Πάντως, δε νομίζω πως θα πείτε πως το ταξίδι ήταν μάταιο -ακόμα κι αν αφήσαμε πίσω τις Αστραφτερές Σπηλιές του Άγκλαροντ.
Τέλος, το απόσπασμα πέρασε τα δέντρα κι είδαν πως είχαν φτάσει στο κάτω μέρος του Λαγκαδιού, όπου ο δρόμος που ξεκινούσε από το Φαράγγι του Χελμ διακλαδιζόταν από τη μια μεριά, ανατολικά, για το Έντορας κι από την άλλη, βόρεια, για τα Περάσματα του Ίσεν. Καθώς έβγαιναν από τα τελευταία δέντρα του δάσους, ο Λέγκολας σταμάτησε και κοίταξε πίσω λυπημένος. Ύστερα έβαλε ξαφνικά τις φωνές.
— Έχει μάτια! είπε. Μάτια που κοιτάζουν ανάμεσα απ’ τις σκιές των κλαδιών! Ποτέ μου δεν έχω ξαναδεί τέτοια μάτια.
Οι άλλοι, παραξενεμένοι απ’ τις φωνές του, σταμάτησαν και γύρισαν αλλά ο Λέγκολας ξεκίνησε να γυρίσει πίσω.
— Όχι, όχι! φώναξε ο Γκίμλι. Κάνε ό,τι θέλεις με την τρέλα που σ’ έπιασε, αλλά άσε με πρώτα να κατεβώ απ’ αυτό το άλογο! Δεν έχω καμιά όρεξη να δω μάτια!
— Στάσου, Λέγκολας Πρασινόφυλλε! είπε ο Γκάνταλφ. Μην πας πίσω στο δάσος, όχι ακόμα. Δεν είναι τώρα ο καιρός σου.
Ενώ μιλούσε ακόμα, βγήκαν από τα δέντρα τρεις παράξενες μορφές. Ήταν ψηλές σαν γίγαντες, πάνω από δώδεκα πόδια ύψος· τα δυνατά κορμιά τους, γεροδεμένα σαν νεαρά δέντρα, έμοιαζαν ντυμένα με ρούχα ή δέρματα εφαρμοστά, γκρίζα ή καφέ. Τα μέλη τους ήταν μακριά και τα χέρια τους είχαν πολλά δάχτυλα· τα μαλλιά τους ήταν σκληρά και τα γένια τους γκριζοπράσινα σαν βρύα. Κοίταζαν με μάτια σοβαρά, αλλά όχι τους καβαλάρηδες — τα μάτια τους ήταν γυρισμένα στο βοριά. Ξαφνικά σήκωσαν τα μακριά τους χέρια στο στόμα τους κι έβγαλαν καμπανιστές φωνές, καθαρές σαν νότες από βούκινο, αλλά πιο μελωδικές και πλούσιες. Άλλες φωνές απάντησαν και γυρίζοντας ξανά, οι καβαλάρηδες είδαν κι άλλα όμοια όντα να πλησιάζουν, περπατώντας με μεγάλα βήματα στο χορτάρι. Έρχονταν γρήγορα απ’ το βοριά, περπατώντας σαν ερωδιοί στο νερό, αλλά πολύ πιο γρήγορα· γιατί τα πόδια τους με τις μεγάλες δρασκελιές ανεβοκατέβαιναν πιο γρήγορα κι από τα φτερά των ερωδιών. Οι καβαλάρηδες ξεφώνισαν από έκπληξη και μερικοί έβαλαν το χέρι στη λαβή του σπαθιού τους.
— Δε χρειάζεστε όπλα, είπε ο Γκάνταλφ. Αυτοί εδώ δεν είναι παρά Βοσκοί. Δεν είναι εχθροί και μάλιστα δεν ενδιαφέρονται καθόλου για μας.
Κι έτσι φαινόταν να συμβαίνει· γιατί, όπως μιλούσε, τα ψηλά πλάσματα, χωρίς ούτε μια ματιά στους καβαλάρηδες, μπήκαν στο δάσος και χάθηκαν.
— Βοσκοί! είπε ο Θέοντεν. Και πού είναι τα κοπάδια τους; Τι είναι τούτοι εδώ, Γκάνταλφ; Γιατί είναι ολοφάνερο, πως, για σένα τουλάχιστο, δεν είναι άγνωστοι.
— Είναι οι βοσκοί των δέντρων, απάντησε ο Γκάνταλφ. Έχει περάσει τόσος πολύς καιρός από τότε που άκουγες ιστορίες στο παραγώνι;
Έχει παιδιά στη χώρα σου που, μέσ’ απ’ τα μπερδεμένα νήματα της ιστορίας, θα μπορούσαν να βρουν την απάντηση στην ερώτησή σου. Βίδες Εντ, ω Βασιλιά, Εντ από το Δάσος του Φάνγκορν, που στη γλώσσα σου το λέτε Δάσος-Εντ. Νομίζεις πως το ονόμασαν έτσι στην τύχη; Όχι, Θέοντεν, δεν είναι έτσι — γι’ αυτούς εσύ δεν είσαι παρά μια περαστική ιστορία· όλα τα χρόνια απ’ τον Έορλ το Νεαρό ως το Θέοντεν το Γέρο δεν είναι τίποτα γι’ αυτούς· κι όλα τα κατορθώματα του οίκου σου ψιλοπράγματα. Ο Βασιλιάς ήταν σιωπηλός.
— Εντ! είπε στο τέλος. Μέσα από τις σκιές των θρύλων αρχίζω λιγάκι να καταλαβαίνω το θαύμα των δέντρων, νομίζω. Έζησα για να δω παράξενες μέρες. Για χρόνια πολλά φροντίζουμε τα ζωντανά μας και τα χωράφια μας, χτίζουμε τα σπίτια μας, φτιάχνουμε τα εργαλεία μας ή τρέχουμε καλπάζοντας να προσφέρουμε βοήθεια στους πολέμους της Μίνας Τίριθ. Κι αυτό το λέγαμε ζωή των Ανθρώπων, ζωή του κόσμου. Πολύ λίγο ενδιαφερόμασταν για το τι υπήρχε πέρα από τα σύνορα της γης μας. Έχουμε τραγούδια που μιλούν γι’ αυτά τα πράγματα, αλλά τα ξεχνάμε και τα λέμε μόνο στα παιδιά, σαν κάτι ανάξιο λόγου. Και τώρα, τα τραγούδια έχουν έρθει ανάμεσά μας από παράξενους τόπους και περπατούν με σάρκα και οστά κάτω από τον Ήλιο.
— Θα πρέπει να χαίρεσαι, Βασιλιά Θέοντεν, είπε ο Γκάνταλφ. Γιατί τώρα δε βρίσκεται σε κίνδυνο μόνο η μικρή ζωή των Ανθρώπων, αλλά και η ζωή αυτών των πλασμάτων, που εσύ τα θεωρούσες θρύλους. Δε βρίσκεσαι δίχως συμμάχους, ακόμα κι αν δεν τους ξέρεις.
— Θα πρέπει, όμως, κιόλας να λυπάμαι, είπε ο Θέοντεν. Γιατί, όπως κι αν τελειώσει ο πόλεμος, δε θα τελειώσει έτσι ώστε πολλά απ’ τα ωραία και θαυμαστά να χαθούν για πάντα από τη Μέση-γη;
— Ίσως, είπε ο Γκάνταλφ. Το κακό του Σόρον δεν μπορεί να θεραπευτεί τελείως, ούτε να γίνει σαν να μην είχε ποτέ συμβεί. Αλλά τέτοιες μέρες μάς γράφει η μοίρα μας. Ας συνεχίσουμε όμως τώρα το ταξίδι που αρχίσαμε.
Τότε, το απόσπασμα άφησε το Λαγκάδι και το δάσος και πήρε το δρόμο για τα Περάσματα. Ο Λέγκολας ακολούθησε απρόθυμα. Ο ήλιος είχε δύσει, είχε κιόλας πέσει πίσω από την άκρη του κόσμου· αλλά, καθώς βγήκαν από τη σκιά των λόφων και κοίταξαν δυτικά στο Άνοιγμα του Ρόαν, ο ουρανός ήταν ακόμα κόκκινος κι ένα φλογερό φως έβγαινε κάτω από τα ταξιδιάρικα σύννεφα. Μαύρα, αντίθετα στο φως, στριφογύριζαν και πετούσαν πολλά μαυρόφτερα πουλιά. Μερικά πέρασαν από πάνω με πένθιμες κραυγές, γυρίζοντας στις φωλιές τους ανάμεσα στους βράχους.
— Τα όρνια βρήκαν δουλειά στο πεδίο της μάχης, είπε ο Έομερ. Ταξίδευαν τώρα χωρίς να βιάζονται και το σκοτάδι απλώθηκε στους κάμπους γύρω τους. Το αργοτάξιδο φεγγάρι ψήλωσε. Γέμιζε τώρα πλησιάζοντας την πανσέληνο και στο κρύο ασημένιο φως του τα λιβάδια κυμάτιζαν σαν πλατιά γκρίζα θάλασσα. Είχαν ταξιδέψει κάπου τέσσερις ώρες από τη διασταύρωση των δρόμων, όταν πλησίασαν τα Περάσματα. Μακριές πλαγιές κατηφόριζαν γοργά εκεί που ο ποταμός απλωνόταν σχηματίζοντας λιμνούλες με βότσαλα ανάμεσα σε ψηλές πράσινες πεζούλες. Στ’ αυτιά τους έφερνε ο άνεμος τ’ αλυχτήματα λύκων. Βαριές ήταν οι καρδιές τους, καθώς θυμόντουσαν τους πολλούς άντρες που είχαν πέσει πολεμώντας σ’ αυτό το μέρος.
Ο δρόμος χαμήλωνε ανάμεσα σε πράσινες όχθες, περνώντας ανάμεσα απ’ τις πεζούλες ως την ακροποταμιά, κι ύστερα ανηφόριζε στην αντίπερα όχθη. Τρεις σειρές επίπεδες πέτρες διαπερνούσαν ως απέναντι το ποτάμι κι ανάμεσά τους υπήρχαν ρηχά περάσματα για τ’ άλογα, που ξεκινούσαν κι απ’ τις δύο όχθες και κατέληγαν σ’ ένα γυμνό νησάκι στη μέση. Οι καβαλάρηδες κοίταξαν τα περάσματα και παραξενεύτηκαν γιατί τα Περάσματα πάντοτε ήταν ένας τόπος γεμάτος από την ορμή και το κελάρυσμα του νερού στις πέτρες· τώρα όμως ήταν σιωπηλά. Η κοίτη του ποταμιού ήταν σχεδόν ξερή, μια γυμνή ερημιά όλο βότσαλα και γκρίζα άμμο.
— Το μέρος αυτό έχει γίνει πολύ θλιβερό, είπε ο Έομερ. Τι αρρώστια να βρήκε το ποτάμι; Ο Σάρουμαν έχει καταστρέψει πολλά όμορφα πράγματα — κατάπιε και τις πηγές του Ίσεν;
— Έτσι φαίνεται, είπε ο Γκάνταλφ.
— Αλίμονο! είπε ο Θέοντεν. Πρέπει να περάσουμε από δω, που τ’ αγρίμια τρώνε τις σάρκες από τόσα παλικάρια του Μαρκ;
— Αυτός είναι ο δρόμος μας, είπε ο Γκάνταλφ. Είναι πολύ θλιβερός ο θάνατος των αντρών σου· αλλά θα δεις τουλάχιστον πως οι λύκοι των βουνών δεν τους κατασπαράζουν. Συμπόσιο κάνουν με τα κορμιά των φίλων τους των Ορκ — γιατί τέτοιας λογής είναι η φιλία τους. Έλα!
Κατέβηκαν στο ποτάμι κι όπως πλησίασαν, οι λύκοι σταμάτησαν να ουρλιάζουν και αποτραβήχτηκαν. Τους έπιασε φόβος, όταν είδαν τον Γκάνταλφ στο φως του φεγγαριού και το άλογό του, τον Ίσκιο, να λάμπει σαν ασήμι. Οι καβαλάρηδες πέρασαν στο νησάκι. Γυαλιστερά μάτια τους παραμόνευαν φωσφορίζοντας ανάμεσα απ’ τους ίσκιους στις όχθες.
— Δείτε! είπε ο Γκάνταλφ. Φίλοι έχουν δουλέψει εδώ.
Και είδαν πως στη μέση του μικρού νησιού ήταν στημένος ένας τύμβος, περιτριγυρισμένος με πέτρες και στολισμένος με πολλά κοντάρια.
— Εδώ αναπαύονται όλοι οι Άντρες του Μαρκ που έπεσαν εδώ γύρω, είπε ο Γκάνταλφ.
— Ας αναπαύονται εδώ! είπε ο Έομερ. Κι όταν τα κοντάρια τους θα έχουν σαπίσει και σκουριάσει, ας στέκεται αιώνια εδώ ο τύμβος τους να φρουρεί τα Περάσματα του Ίσεν!
— Είναι κι αυτό εδώ δική σου δουλειά, Γκάνταλφ, φίλε μου; είπε ο Θέοντεν. Έκανες πολλά μέσα σε ένα απόγευμα και μια νύχτα!
— Με τη βοήθεια του Ίσκιου — κι άλλων, είπε ο Γκάνταλφ. Ταξίδεψα γρήγορα και μακριά. Αλλά εδώ πλάι στον τύμβο θα σου πω αυτό για παρηγοριά: πολλοί έπεσαν στις μάχες των Περασμάτων, αλλά λιγότεροι απ’ όσο λένε οι φήμες. Περισσότεροι σκόρπισαν και λιγότεροι σκοτώθηκαν εγώ μάζεψα όλους όσους μπόρεσα να βρω. Μερικούς τους έστειλα με τον Γκρίμπολντ του Γουέστφολντ να ενισχύσουν τον Έρκενμπραντ και μερικούς τους έβαλα να κάνουν αυτή την ταφή. Τώρα έχουν ακολουθήσει το στρατάρχη σου Έλφχελμ. Τον έστειλα με πολλούς Καβαλάρηδες στο Έντορας. Ήξερα πως ο Σάρουμαν είχε εξαπολύσει όλες του τις δυνάμεις εναντίον σου και οι υπηρέτες του είχαν εγκαταλείψει οτιδήποτε άλλο έκαναν κι είχαν πάει στο Φαράγγι του Χελμ: οι κάμποι έμοιαζαν έρημοι από εχθρούς· όμως, εγώ φοβόμουνα πως λυκοκαβαλάρηδες και πλιατσικολόγοι θα μπορούσαν παρά τις διαταγές να πάνε στο Μέντουσελντ, όσο ήταν αφύλαχτο. Τώρα, όμως, νομίζω πως δε χρειάζεται να φοβάσαι — θα Βρεις το παλάτι σου να σε καλωσορίσει όταν γυρίσεις.
— Και πολύ θα χαρώ όταν το ξαναδώ, είπε ο Θέοντεν, αν και, χωρίς αμφιβολία, τώρα πολύ σύντομη θα ’ναι η διαμονή μου εκεί.
Και μ’ αυτά τα λόγια το απόσπασμα αποχαιρέτισε το νησάκι και τον τύμβο, πέρασε το ποτάμι κι ανέβηκε στην απέναντι όχθη. Ύστερα συνέχισαν το δρόμο τους, χαρούμενοι που άφησαν πίσω τους τα πένθιμα Περάσματα. Καθώς ξεμάκρυναν τα ουρλιαχτά των λύκων άρχισαν πάλι.
Υπήρχε ένας αρχαίος δημόσιος δρόμος που κατηφόριζε απ’ το Ίσενγκαρντ ως τα Περάσματα. Για αρκετό διάστημα προχωρούσε πλάι στο ποτάμι, στρίβοντας μαζί του πρώτα ανατολικά κι ύστερα βορινά· αλλά τέλος απομακρυνόταν και τραβούσε ίσια για τις πύλες του Ίσενγκαρντ· κι αυτές βρίσκονταν κάτω απ’ την πλαγιά του βουνού στα δυτικά της κοιλάδας, δεκάξι μίλια ή και περισσότερο από την είσοδό της. Ακολούθησαν αυτόν το δρόμο, βαδίζοντας στις άκρες του, όπου η γη ήταν στέρεη κι επίπεδη, σκεπασμένη για πολλά μίλια γύρω με κοντό φουντωτό γρασίδι. Προχωρούσαν τώρα πιο γρήγορα και κατά τα μεσάνυχτα τα Περάσματα ήταν κάπου πέντε λεύγες πίσω. Τότε σταμάτησαν το νυχτερινό τους ταξίδι, γιατί ο Βασιλιάς ήταν κουρασμένος. Είχαν φτάσει στους πρόποδες των Ομιχλιασμένων Βουνών και οι μακρουλές παρυφές του Ναν Κουρουνίρ απλώνονταν να τους συναντήσουν. Η κοιλάδα ήταν σκοτεινή μπροστά τους, γιατί το φεγγάρι είχε γυρίσει στη Δύση και οι λόφοι έκρυβαν το φως του. Μέσα όμως απ’ τη βαθιά σκοτεινιά της κοιλάδας ανέβαινε μια τεράστια κολόνα καπνού και ατμού· όπως ανέβαινε, αντιφέγγιζε τις ακτίνες του φεγγαριού που έδυε και άπλωνε φεγγερές τούφες, μαύρες και ασημένιες, στον αστροφώτιστο ουρανό.
— Τι λες πως είναι αυτό, Γκάνταλφ; ρώτησε ο Άραγκορν. Θα ’λεγε κανείς πως ολόκληρη η Κοιλάδα του Μάγου καίγεται.
— Έχει πάντα καπνό πάνω από κείνη την κοιλάδα αυτόν τον καιρό, είπε ο Έομερ, αλλά δεν έχω ποτέ μου ξαναδεί κάτι σαν κι αυτό. Αυτοί είναι ατμοί όχι καπνοί. Ο Σάρουμαν κάτι θα μαγειρεύει για να μας υποδεχτεί. Ίσως να βράζει όλα τα νερά του Ίσεν και γι’ αυτό να ’χει στερέψει το ποτάμι.
— Ίσως, είπε ο Γκάνταλφ. Αύριο θα μάθουμε τι κάνει. Τώρα ας ξεκουραστούμε για λίγο, αν μπορούμε.
Κατασκήνωσαν πλάι στην όχθη του ποταμού Ίσεν, που εξακολουθούσε να ’ναι σιωπηλός και άδειος. Μερικοί κοιμήθηκαν λιγάκι. Αλλά αργά τη νύχτα οι φρουροί έβαλαν τις φωνές κι όλοι ξύπνησαν. Το φεγγάρι είχε χαθεί. Τ’ αστέρια έλαμπαν ψηλά· αλλά στη γη σερνόταν μια σκοτεινιά πιο μαύρη κι απ’ τη νύχτα. Κι από τις δυο όχθες του ποταμού κυλούσε προς το μέρος τους, ταξιδεύοντας βορινά.
— Σταθείτε εκεί που βρίσκεστε! είπε ο Γκάνταλφ. Μην τραβήξτε όπλα! Περιμένετε και θα σας προσπεράσει!
Καταχνιά τους τύλιξε. Από πάνω τους μερικά αστέρια εξακολουθούσαν να τρεμοσβήνουν θαμπά· αλλά κι από τις δυο πλευρές υψώνονταν τείχη αδιαπέραστης σκοτεινιάς· αυτοί βρίσκονταν σ’ ένα στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο κινούμενους πύργους σκιάς. Άκουγαν φωνές, ψίθυρους και βογκητά κι ένα ατέλειωτο σουσουριστό αναστεναγμό· η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια τους. Τους φάνηκε πως για πολλή ώρα κάθονταν φοβισμένοι· αλλά, τέλος, η σκοτεινιά και οι ψίθυροι πέρασαν και χάθηκαν ανάμεσα στις παρυφές του βουνού.
Μακριά στο νοτιά στο Φρούριο της Σάλπιγγας, καταμεσής της νύχτας οι άντρες άκουσαν μεγάλη φασαρία, λες και φυσούσε άνεμος στην κοιλάδα και η γη τρεμούλιαζε· κι όλοι φοβήθηκαν και κανείς δεν τόλμησε να βγει έξω. Αλλά το πρωί βγήκαν κι έμειναν κατάπληκτοι· γιατί οι νεκροί Ορκ είχαν χαθεί και τα δέντρα μαζί τους. Κάτω χαμηλά στην κοιλάδα του Φαραγγιού το χορτάρι ήταν λιωμένο και τσαλαπατημένο καφέ, λες και γίγαντες βοσκοί να είχαν βοσκήσει εκεί μεγάλα κοπάδια από βόδια· αλλά ένα μίλι κάτω απ’ το Χαντάκι ένας τεράστιος λάκκος ήταν ανοιγμένος στο χώμα και από πάνω του ήταν πέτρες σωριασμένες σε λόφο. Οι άντρες πίστευαν πως οι Ορκ, που είχαν σκοτώσει, ήταν θαμμένοι εκεί· αλλά αν κι εκείνοι που είχαν κρυφτεί στο δάσος ήταν μαζί τους, κανείς δεν μπορούσε να το πει, γιατί κανένας άνθρωπος δεν πάτησε ποτέ το πόδι του σ’ εκείνο το λόφο. Ο Τύμβος του Θανάτου ονομάστηκε αργότερα, και χορτάρι δε φύτρωνε εκεί. Αλλά τα παράξενα δέντρα κανείς ποτέ δεν τα ξανάδε στην Κοιλάδα του Φαραγγιού· είχαν γυρίσει πίσω τη νύχτα κι είχαν πάει μακριά στις σκοτεινές κοιλάδες του Φάνγκορν. Έτσι εκδικήθηκαν τους Ορκ.
Ο Βασιλιάς και η συνοδεία του δεν κοιμήθηκαν άλλο εκείνη τη νύχτα· αλλά ούτε είδαν ούτε άκουσαν κανένα άλλο παράξενο πράγμα, εκτός από ένα: η φωνή του ποταμιού πλάι τούς ξύπνησε απότομα. Ακούστηκε το νερό να κατεβαίνει με ορμή ανάμεσα στις πέτρες· κι όταν πέρασε, ο Ίσεν άρχισε να κυλάει και να γουργουρίζει ξανά στην κοίτη του, όπως έκανε από πάντοτε.
Την αυγή ετοιμάστηκαν να συνεχίσουν. Το φως ήρθε γκρίζο και χλωμό, αλλά δεν είδαν την ανατολή του ήλιου. Ο αέρας ψηλά ήταν βαρύς. Είχε ομίχλη και μια απαίσια μυρωδιά ξεχυνόταν στην περιοχή γύρω τους. Τώρα πήγαιναν αργά, προχωρώντας στο δημόσιο δρόμο. Ήταν φαρδύς και καλοσυντηρημένος. Ανάμεσα απ’ την ομίχλη μπορούσαν μόλις να ξεχωρίσουν τις μακρουλές παρυφές των βουνών να υψώνονται στ’ αριστερά τους. Είχαν μπει στο Ναν Κουρουνίρ, στην Κοιλάδα του Μάγου. Ήταν προφυλαγμένη κοιλάδα, ανοιχτή μόνο από το Νοτιά. Κάποτε ήταν ωραία και πράσινη και τη διέσχιζε ο Ίσεν, που ήταν κιόλας βαθύς και ορμητικός πριν φτάσει τις πεδιάδες· γιατί χύνονταν σ’ αυτόν πολλά ποταμάκια και μικρότεροι χείμαρροι που κατέβαιναν απ’ τους βροχοπλυμένους λόφους, και παντού γύρω η γη ήταν όμορφη κι εύφορη.
Τώρα όμως δεν ήταν έτσι. Κάτω από τα τείχη του Ίσενγκαρντ υπήρχαν ακόμα εκτάσεις που τις καλλιεργούσαν οι σκλάβοι του Σάρουμαν αλλά το μεγαλύτερο μέρος της κοιλάδας είχε γίνει αγριότοπος, όλο ζιζάνια και αγκάθια. Βάτοι απλώνονταν στο χώμα ή σκαρφάλωναν πάνω σε θάμνους κι όχθες, σχηματίζοντας τραχύμαλλες σπηλιές που έκρυβαν μικρά αγρίμια. Δε φύτρωναν δέντρα εκεί· αλλά ανάμεσα στα θρασεμένα χορτάρια μπορούσες ακόμα να διακρίνεις τους καμένους και ακρωτηριασμένους κορμούς από παλιά δασάκια. Θλιβερός τόπος, σιωπηλός τώρα, εκτός από το θόρυβο των βιαστικών νερών πάνω στα βράχια. Καπνοί κι ατμοί πλανιόνταν σε σκυθρωπά σύννεφα που παραφύλαγαν στα κοιλώματα. Οι καβαλάρηδες δε μιλούσαν. Πολλοί άρχισαν μέσα τους να έχουν αμφιβολίες και ν’ αναρωτιούνται τι θλιβερή κατάληξη θα είχε το ταξίδι τους.
Όταν είχαν προχωρήσει κάμποσα μίλια, η δημοσιά έγινε πλατιά λεωφόρος, στρωμένη με μεγάλες επίπεδες πλάκες, τετραγωνισμένες και τοποθετημένες με τέχνη· ούτε χορτάρι δεν περνούσε στις ενώσεις. Δεξιά κι αριστερά είχε βαθιά ρείθρα, γεμάτα νερό που αργοκυλούσε. Ξαφνικά μια ψηλή κολόνα πρόβαλε μπροστά τους. Ήταν μαύρη· και πάνω της ήταν τοποθετημένη μια μεγάλη πέτρα σμιλεμένη και χρωματισμένη να μοιάζει μ’ ένα μακρύ Άσπρο Χέρι. Το δάχτυλο του έδειχνε βορινά. Τώρα ήξεραν πως δεν έπρεπε να βρίσκονται μακριά οι πύλες του Ίσενγκαρντ και οι καρδιές τους ήταν βαριές· τα μάτια τους όμως δεν μπορούσαν να διαπεράσουν την ομίχλη μπροστά.
Κάτω από την παρυφή του βουνού μέσα στην Κοιλάδα του Μάγου, αμέτρητα τώρα χρόνια, υπήρχε μια αρχαία τοποθεσία που οι Άνθρωποι ονόμαζαν Ίσενγκαρντ. Ως ένα σημείο την είχαν σχηματίσει τα βουνά, αλλά και μεγάλα έργα των Ανθρώπων της Δύσης είχαν γίνει παλιά εκεί· κι ο Σάρουμαν είχε ζήσει πολύν καιρό εκεί και δεν είχε καθίσει με σταυρωμένα τα χέρια.
Έτσι ήταν διαμορφωμένο, όσον καιρό βρισκόταν στο απόγειό του ο Σάρουμαν, που λογιζόταν από πολλούς ο πρώτος ανάμεσα στους μάγους. Ένα μεγάλο κυκλικό τείχος από πυργωτούς βράχους εξείχε απ’ το απάγκιο μέρος της βουνοπλαγιάς, απ’ όπου άρχιζε και ξαναγύριζε πάλι. Υπήρχε μόνο μία είσοδος, μια θεόρατη καμάρα λαξεμένη στο δυτικό τοίχο. Εκεί μέσα στο μαύρο βράχο είχαν σκάψει μια μακριά στοά που έκλεινε και στις δύο άκρες με πανίσχυρες σιδερένιες πόρτες. Ήταν τόσο καλά φτιαγμένες και ζυγιασμένες στους τεράστιους μεντεσέδες τους, ατσαλένιες σφήνες μπηγμένες στη ζωντανή πέτρα, που όταν δεν ήταν αμπαρωμένες μπορούσαν να κινηθούν, μ’ ένα ελαφρό σπρώξιμο των χεριών, αθόρυβα. Όποιος τις περνούσε κι έβγαινε τέλος απ’ τη στοά που αντηχούσε, αντίκριζε μια πεδιάδα, ένα μεγάλο κύκλο, κάπως βαθουλωμένο σαν μια τεράστια ρηχή κούπα, που απ’ τη μια άκρη ως την άλλη μετρούσε ένα μίλι. Κάποτε ήταν πράσινη, γεμάτη δρόμους και σύδεντρα με οπωροφόρα δέντρα, ποτισμένα από ρυάκια που κατέβαιναν απ’ τα βουνά και χύνονταν σε μια λίμνη. Αλλά ούτε ένα πράσινο φύλλο δε φύτρωνε εκεί τις τελευταίες μέρες του Σάρουμαν. Οι δρόμοι ήταν πλακόστρωτοι, μαύροι και σκληροί· και στις άκρες τους, αντί για δέντρα, ήταν στη σειρά Βαλμένες κολόνες, μερικές μαρμάρινες, άλλες χάλκινες και σιδερένιες, ενωμένες με βαριές αλυσίδες.
Είχε πολλά σπίτια εκεί, διαμερίσματα, αίθουσες και διαδρόμους, σκαμμένα και κουφωμένα στους τοίχους από την εσωτερική πλευρά έτσι, που όλο τον ανοιχτό κύκλο τον αντίκριζαν αμέτρητα παράθυρα και σκοτεινές πόρτες. Εκεί μπορούσαν να κατοικήσουν χιλιάδες εργάτες, υπηρέτες, σκλάβοι και πολεμιστές με μεγάλα αποθέματα όπλων λύκοι σταβλίζονταν και εκτρέφονταν σε βαθιές σπηλιές κάτω. Η πεδιάδα ήταν επίσης τρυπημένη και σκαμμένη. Πηγάδια ήταν ανοιγμένα βαθιά στη γη. Οι πάνω άκρες τους ήταν σκεπασμένες από χαμηλά λοφάκια και πέτρινους θόλους έτσι, ώστε στο φως του φεγγαριού ο Δακτύλιος του Ίσενγκαρντ έμοιαζε με κοιμητήρι ανήσυχων νεκρών. Γιατί η γη έτρεμε. Τα πηγάδια κατέβαιναν κάτω με πολλές κατηφοριές και περιστροφικές σκάλες σε καταχθόνιες σπηλιές πολύ βαθιά· εκεί ο Σάρουμαν είχε θησαυροφυλάκια, αποθήκες, οπλοθήκες, σιδεράδικα και μεγάλα καμίνια. Εκεί γύριζαν ασταμάτητα σιδερένιοι τροχοί και χτυπούσαν σφυριά. Τη νύχτα τούφες ατμού έβγαιναν απ’ τους αγωγούς, φωτισμένες από κάτω με κόκκινο φως, μπλε ή αρρωστημένο πράσινο.
Όλοι οι δρόμοι με τις αλυσίδες τους οδηγούσαν στο κέντρο. Εκεί υψωνόταν ένας πύργος με σχήμα θαυμαστό. Ήταν φτιαγμένος από τους αρχαίους τεχνίτες που είχαν ισοπεδώσει και το Δακτύλιο του Ίσενγκαρντ, κι όμως φαινόταν σαν κάτι που δεν το ’χαν φτιάξει χέρια Ανθρώπων, αλλά ήταν βγαλμένο απ’ τα σπλάχνα της γης σε κάποια αρχαία οδύνη των λόφων. Μια κορφή ήταν, ένα πέτρινο νησί, μαύρο και γυαλιστερό: τέσσερις τεράστιες κολόνες πολύπλευρου βράχου ήταν σφιχτοδεμένες σε μία, αλλά κοντά στην κορφή άνοιγαν σχηματίζοντας δαγκάνες που έχασκαν, με μυτερές άκρες σαν αιχμές από κοντάρια, κοφτερές σαν μαχαίρια. Ανάμεσά τους είχε ένα στενό χώρο κι εκεί, πάνω σε γυαλιστερό πέτρινο δάπεδο σημαδεμένο με παράξενα σχέδια, μπορούσε να σταθεί ίσα ίσα ένας άνθρωπος, πεντακόσια πόδια πάνω από την πεδιάδα. Αυτό ήταν το Όρθανκ, το κάστρο του Σάρουμαν, που τ’ όνομά του είχε (θελημένα ή αθέλητα) διπλή σημασία· γιατί στη γλώσσα των Ξωτικών orthanc σημαίνει το Βουνό της Δαγκάνας, αλλά στην αρχαία γλώσσα του Μαρκ ο Πανούργος Νους.
Ισχυρός και θαυμαστός τόπος ήταν το Ίσενγκαρντ και για πολύν καιρό υπήρξε όμορφο· κι εκεί είχαν κατοικήσει μεγάλοι άρχοντες, οι κυβερνήτες της Γκόντορ στη Δύση κι άντρες σοφοί που μελετούσαν τ’ άστρα. Αλλά ο Σάρουμαν σιγά σιγά το είχε διαμορφώσει, υπηρετώντας τούς εκάστοτε σκοπούς του, και το έκανε καλύτερο, όπως νόμιζε, γιατί ήταν πλανεμένος. Όλες αυτές οι τέχνες και τα πανούργα επινοήματα, που για χατίρι τους πρόδωσε την παλιά του σοφία και που με πολλή αγάπη τα φανταζόταν δικά του, δεν προέρχονταν παρά από τη Μόρντορ· έτσι, ό,τι έκανε δεν ήταν τίποτ’ άλλο, παρά μόνο ένα μικρό αντίγραφο, μια κακότεχνη παιδική απομίμηση ή δουλική κολακεία, εκείνου του θεόρατου οχυρού, της οπλοθήκης, της φυλακής, του καμινιού της μεγάλης δύναμης, του Μπαράντ-ντουρ, του Μαύρου Πύργου, που δεν ανεχόταν αντίζηλο και περιγελούσε την κολακεία, κερδίζοντας χρόνο, ασφαλισμένος στην περηφάνια του και στην ακατανίκητη δύναμή του.
Αυτό ήταν το λημέρι του Σάρουμαν, όπως η φήμη το ’λεγε· γιατί κανείς απ’ τους ζωντανούς άντρες του Ρόαν δεν είχε περάσει τις πύλες του, εκτός ίσως από ελάχιστους, όπως ο Φιδόγλωσσος, που ερχόταν στα κρυφά, και δεν έλεγαν σε κανέναν τι έβλεπαν.
Τώρα ο Γκάνταλφ έφτασε τη μεγάλη κολόνα του Χεριού, και την πέρασε· και τότε οι Καβαλάρηδες είδαν μ’ έκπληξη πως το Χέρι δε φαινόταν πια άσπρο. Ήταν λεκιασμένο σαν από ξεραμένο αίμα· και παρατηρώντας το πιο προσεκτικά είδαν πως τα νύχια του ήταν κόκκινα. Χωρίς να δίνει σημασία ο Γκάνταλφ εξακολούθησε να προχωρεί μες στην ομίχλη κι εκείνοι τον ακολούθησαν απρόθυμα. Παντού γύρω του: ώρα, λες κι είχε γίνει ξαφνική πλημμύρα, είχε στα πλάγια του δρόμου μεγάλους νερόλακκους, που γέμιζαν κάθε βαθούλωμα, και μικρά ρυάκια που σιγότρεχαν ανάμεσα στις πέτρες.
Τέλος, ο Γκάνταλφ σταμάτησε και τους έγνεψε· κι αυτοί πλησίασαν κι είδαν ότι μπροστά απ’ αυτόν η ομίχλη είχε καθαρίσει κι ένας χλωμός ήλιος έλαμπε. Η ώρα του μεσημεριού είχε περάσει. Είχαν φτάσει στις πύλες του Ίσενγκαρντ.
Αλλά οι πόρτες βρίσκονταν πεταμένες και λυγισμένες στο χώμα. Παντού γύρω πέτρες, ραγισμένες και κομματιασμένες σ’ αμέτρητα κοφτερά χαλικάκια, ήταν σκορπισμένες ολούθε ή μαζεμένες σε σωρούς ερειπίων. Η μεγάλη καμάρα στεκόταν ακόμα, αλλά οδηγούσε σ’ ένα ξεσκέπαστο χάσμα· η στοά ήταν απογυμνωμένη και στους κατακόρυφους σαν γκρεμούς τοίχους της, κι απ’ τις δυο πλευρές είχαν ανοιχτεί βίαια μεγάλες ρωγμές και σκισίματα· οι πυργίσκοι τους είχαν γίνει σκόνη. Αν η Μεγάλη Θάλασσα είχε σηκωθεί θυμωμένη κι έπεφτε στους λόφους σαν καταιγίδα, δε θα ’χε προξενήσει μεγαλύτερη καταστροφή.
Ο δακτύλιος μέσα ήταν γεμάτος αχνιστό νερό — ένα καζάνι που έβραζε και που μέσα του ανακατεύονταν κι έπλεαν χαλάσματα από δοκάρια και καδρόνια, μπαούλα και κασόνια και κομματιασμένες μηχανές. Ξεχαρβαλωμένες και γερμένες κολόνες ξεπέταγαν τους θρυμματισμένους κορμούς τους πάνω απ’ τα νερά της πλημμύρας, αλλά όλοι οι δρόμοι ήταν καταποντισμένοι. Μακριά, μισοκρυμμένο σ’ ένα ελικοειδές σύννεφο, υψωνόταν το πέτρινο νησί. Ακόμα σκοτεινός και ψηλός, απείραχτος από την καταιγίδα, στεκόταν ο πύργος του Όρθανκ. Θολά νερά φλοίσβιζαν γύρω από τα πόδια του.
Ο βασιλιάς κι όλη η συνοδεία του κάθονταν αμίλητοι στ’ άλογά τους, θαυμάζοντας και βλέποντας πως η δύναμη του Σάρουμαν είχε πέσει· δεν μπορούσαν όμως να μαντέψουν πώς. Και τώρα γύρισαν το βλέμμα τους κατά την καμάρα και τις ερειπωμένες πύλες. Εκεί κοντά στο πλάι τους είδαν ένα μεγάλο σωρό χαλάσματα· και ξαφνικά πήραν είδηση δυο μικρούλες μορφές, ξαπλωμένες εκεί μ’ όλη τους την άνεση, γκριζοντυμένες, έτσι που μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στις πέτρες. Πλάι τους είχαν μπουκάλες, κύπελλα και πιάτα, λες και μόλις να είχαν φάει πολύ καλά και τώρα ξεκουράζονταν απ’ τον κόπο τους. Η μία φαινόταν κοιμισμένη· η άλλη, με τα πόδια σταυρωμένα και τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι, ακουμπούσε πίσω σ’ έναν κομματιασμένο βράχο κι έβγαζε από το στόμα της μακρουλές τούφες και μικρά δαχτυλίδια από λεπτό γαλάζιο καπνό.
Για μια στιγμή ο Θέοντεν κι ο Έομερ και όλοι του οι άντρες γούρλωσαν τα μάτια τους απορημένοι. Μέσα σ’ όλα τα χαλάσματα του Ίσενγκαρντ αυτό τους φάνηκε το πιο παράξενο θέαμα. Αλλά πριν προλάβει να μιλήσει ο βασιλιάς, η μικρή μορφή, που ανάσαινε καπνό, τους πήρε ξαφνικά είδηση, όπως στέκονταν σιωπηλοί στην άκρη της ομίχλης. Πετάχτηκε όρθια. Έμοιαζε με νεαρό άντρα, ή κάπως έτσι, αν και δεν ήταν παραπάνω από μισός άντρας στο μπόι· το καστανό σγουρόμαλλο κεφάλι του ήταν ξεσκέπαστο και ήταν ντυμένος μ’ ένα μανδύα καταλερωμένο από τα ταξίδια, στο ίδιο σχήμα και χρώμα όπως φορούσαν οι σύντροφοι του Γκάνταλφ, όταν είχαν φτάσει στο Έντορας. Έκανε μια βαθιά υπόκλιση, με το χέρι του στο στήθος. Ύστερα, δείχνοντας πως δεν είχε προσέξει το μάγο και τους φίλους του, στράφηκε στον Έομερ και στο βασιλιά.
— Καλωσορίσατε, άρχοντές μου, στο Ίσενγκαρντ! είπε. Είμαστε φύλακες στις πύλες. Μέριαντοκ, γιο του Σάραντοκ, με λένε· και το σύντροφό μου, που, αλίμονο! τον νίκησε η κούραση — εδώ έδωσε στον άλλο μια κλοτσιά με το πόδι του — Πέρεγκριν, γιο του Πάλαντιν, του οίκου των Τουκ. Μακριά στο Βορρά βρίσκεται η πατρίδα μας. Ο Άρχοντας Σάρουμαν είναι μέσα· αλλά αυτή τη στιγμή βρίσκεται κλεισμένος με κάποιον Φιδόγλωσσο, ειδαλλιώς θα βρισκόταν εδώ να καλωσορίσει τέτοιους τιμημένους επισκέπτες.
— Σΐγουρα θα το ’κανε! γέλασε ο Γκάνταλφ. Κι ο Σάρουμαν ήταν που σας έβαλε να φυλάτε τις χαλασμένες του πύλες και να έχετε το νου σας μην έρθουν ξένοι, όταν βέβαια μπορούσατε να προσέξετε και τίποτ’ άλλο πέρα από το πιάτο σας και τα μπουκάλια;
— Όχι, καλέ μου κύριε, αυτή η υπόθεση ξέφυγε από την αντίληψη του, απάντησε ο Μέρι σοβαρά. Έχει ένα σωρό άλλες σκοτούρες. Τις εντολές τις πήραμε απ’ το Δεντρογένη, που έχει αναλάβει τη διοίκηση του Ίσενγκαρντ. Με πρόσταξε να καλωσορίσω τον Άρχοντα του Ρόαν με λόγια καθώς πρέπει. Κι έκανα ό,τι καλύτερο μπόρεσα.
— Και για τους συντρόφους σου; Για το Λέγκολας και για μένα; φώναξε ο Γκίμλι, μην μπορώντας να συγκρατηθεί άλλο. Παλιομασκαράδες, παλιόμαλλιαροπόδηδες και σγουρομάλληδες σκασιάρχες! Μας βγάλατε το λάδι να σας κυνηγάμε! Διακόσιες λεύγες μέσ’ από δάση και βάλτους, μάχες και θάνατο, για να σας γλιτώσουμε! Και να που σας βρίσκουμε να καλοτρώτε και να χαζεύετε — και να καπνίζετε! Πού βρήκατε τον καπνό, πάλιομπαγαπόντηδες; Μα το σφυρί και την τσιμπίδα! Έχω φουσκώσει τόσο πολύ από θυμό και χαρά, που θα ’ναι θαύμα αν δε σκάσω!
— Μιλάς και για μένα, Γκίμλι, γέλασε ο Λέγκολας. Αν και θα προτιμούσα να μάθω πού βρήκαν το κρασί.
— Ένα πράγμα δε βρήκατε ύστερα από τόσο κυνηγητό, κι αυτό είναι καθαρότερο μυαλό, είπε ο Πίπιν, ανοίγοντας το ’να μάτι. Εδώ μας βρίσκετε να καθόμαστε στο πεδίο της νίκης, ανάμεσα στα λάφυρα στρατών, και απορείτε πώς βρήκαμε μερικές καλοκερδισμένες ανέσεις!
— Καλοκερδισμένες; είπε ο Γκίμλι. Δεν το πιστεύω! Οι Καβαλάρηδες έβαλαν τα γέλια.
— Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είμαστε μάρτυρες στη συνάντηση φίλων αγαπημένων, είπε ο Θέοντεν. Λοιπόν, αυτοί είναι οι χαμένοι της ομάδας σου, Γκάνταλφ; Το ’χει η μοίρα των ημερών να ’ναι γεμάτες θαύματα. Έχω κιόλας δει πολλά από τότε που έφυγα απ’ το σπίτι μου· και τώρα, εδώ μπροστά στα μάτια μου, στέκονται κι άλλα πλάσματα απ’ τους θρύλους. Δεν είναι αυτά Ανθρωπάκια, που μερικοί από μας λένε Χόμπιτλαν;
— Χόμπιτ, παρακαλώ, κύριε, είπε ο Πίπιν.
— Χόμπιτ; είπε ο Θέοντεν. Η γλώσσα σας είναι παράξενα αλλαγμένη· αλλά το όνομα δεν ακούγεται αταίριαστο έτσι. Χόμπιτ! Καμιά πληροφορία απ’ όσες έχω ακούσει δε φτάνει την αλήθεια.
Ο Μέρι υποκλίθηκε· κι ο Πίπιν σηκώθηκε κι υποκλίθηκε βαθιά.
— Είσαι πολύ ευγενικός, άρχοντα· ή ελπίζω πως έτσι μπορώ να πάρω τα λόγια σου, είπε. Και να κι άλλο ένα θαύμα! Έχω ταξιδέψει σε πολλές χώρες, από τότε που άφησα το σπίτι μου και ποτέ ως τώρα δε βρήκα ανθρώπους που να ήξεραν την παραμικρή ιστορία σχετικά με χόμπιτ.
— Ο λαός μου πολύ παλιά κατέβηκε απ’ το Βοριά, είπε ο Θέοντεν. Αλλά δε θα σε κοροϊδέψω — δεν ξέρω ιστορίες για χόμπιτ. Το μόνο που λέγεται μεταξύ μας είναι πως πολύ μακριά, πέρα από πολλούς λόφους και ποτάμια, ζουν τ’ ανθρωπάκια που κατοικούν σε τρύπες σε αμμόλοφους. Αλλά δεν υπάρχουν θρύλοι για τα έργα τους, γιατί λέγεται πως δεν κάνουν τίποτα κι αποφεύγουν τους ανθρώπους και μπορούν να εξαφανιστούν, ώσπου ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου· και πως μπορούν ν’ αλλάξουν τις φωνές τους και να ακούγονται σαν το κελάηδημα πουλιών. Αλλά, κατά τα φαινόμενα, υπάρχουν κι άλλα που θα μπορούσε κανείς να πει.
— Και βέβαια, υπάρχουν, άρχοντα, είπε ο Μέρι.
— Κι ένα απ’ αυτά, είπε ο Θέοντεν, είναι πως δεν είχα ακούσει πως έβγαζαν καπνό από το στόμα τους.
— Δεν είναι για ν’ απορείς, απάντησε ο Μέρι· γιατί αυτή την τέχνη δεν την έχουμε αρχίσει παραπάνω από λίγες γενιές. Ήταν ο Τόμπολντ Χορνμπλόουερ, του Λόνγκμπότομ στη Νότια Μοίρα, που πρώτος καλλιέργησε το πραγματικό πιπόχορτο στους κήπους του, γύρω στα 1070, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας. Πώς ο γερο-Τόμπι βρήκε το φυτό...
— Δεν ξέρεις τι κίνδυνο διατρέχεις, Θέοντεν, έκοψε ο Γκάνταλφ. Αυτοί εδώ οι χόμπιτ είναι ικανοί να καθίσουν στα χαλάσματα και, με αφάνταστη υπομονή, να κουβεντιάζουν τις απολαύσεις του τραπεζιού ή τα ανάξια λόγου έργα των πατεράδων, παππούδων, προπαππούδων τους και μακρινών ξαδέρφων ένατου βαθμού, αν τους δώσεις θάρρος. Αλλά κάποια άλλη ώρα θα είναι πιο κατάλληλη για την ιστορία του καπνίσματος. Πού είναι ο Δεντρογένης, Μέρι;
— Πέρα στη βορινή μεριά, νομίζω. Πήγε να πιει καθαρό νερό. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους Εντ είναι μαζί του, και δουλεύουν ακόμα — εκεί πέρα.
Ο Μέρι κούνησε το χέρι του κατά την αχνιστή λίμνη· κι όπως κοίταξαν, άκουσαν ένα μακρινό υπόκωφο θόρυβο κι ένα κροτάλισμα, λες και πέτρες να κατρακυλούσαν απ’ το βουνό. Και από μακριά ακουγόταν ένα χονμ-χομ, λες και ηχούσαν θριαμβευτικά βούκινα.
— Είναι, λοιπόν, το Όρθανκ αφρούρητο; ρώτησε ο Γκάνταλφ.
— Υπάρχει το νερό, είπε ο Μέρι. Αλλά ο Αστραπής και μερικοί άλλοι έχουν το νου τους. Δεν είναι όλοι οι στύλοι και οι κολόνες στην πεδιάδα φυτεμένα απ’ το Σάρουμαν. Ο Αστραπής νομίζω πως είναι πλάι σ’ εκείνη την πέτρα κοντά στη βάση της σκάλας.
— Ναι, ένας ψηλός γκρίζος Εντ είναι εκεί πέρα, είπε ο Λέγκολας, αλλά τα μπράτσα του είναι στα πλευρά του και στέκεται ακίνητος σαν δεντρο-πόρτα.
— Έχει περάσει το μεσημέρι, είπε ο Γκάνταλφ, κι εμείς τουλάχιστον έχουμε να φάμε από νωρίς το πρωί. Θέλω όμως να δω το Δεντρογένη όσο πιο γρήγορα γίνεται. Άφησε καμιά παραγγελία για μένα, ή το φαΐ και το πιοτό σάς την έδιωξαν απ’ το κεφάλι;
— Άφησε παραγγελία, είπε ο Μέρι, και τώρα θα σας την έλεγα, αλλά μ’ εμπόδισαν ένα σωρό άλλες ερωτήσεις. Μου είπε να πω πως, αν ο Άρχοντας του Μαρκ κι ο Γκάνταλφ πάνε ως το βορινό τείχος, θα βρουν το Δεντρογένη εκεί και θα ’ναι καλοδεχούμενοι. Μπορώ να προσθέσω επίσης πως θα βρουν τρόφιμα απ’ τα πιο καλά εκεί, μιας και τ’ ανακάλυψαν και τα ξεδιάλεξαν οι ταπεινοί σας δούλοι — υποκλίθηκε.
Ο Γκάνταλφ γέλασε.
— Έτσι μάλιστα! είπε. Λοιπόν, Θέοντεν, θα έρθεις μαζί μου να βρούμε το Δεντρογένη; Πρέπει να πάμε γύρω γύρω, αλλά δεν είναι μακριά. Όταν δεις το Δεντρογένη, θα μάθεις πολλά. Γιατί ο Δεντρογένης είναι ο Φάνγκορν, ο αρχαιότερος κι ο αρχηγός των Εντ, κι όταν μιλήσεις μαζί του θ’ ακούσεις τα λόγια του πιο γέρικου απ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα.
— Θα έρθω μαζί σου, είπε ο Θέοντεν. Αντίο, χόμπιτ μου! Εύχομαι ν’ ανταμώσουμε ξανά στο παλάτι μου! Εκεί θα καθίσετε πλάι μου και θα μου πείτε ό,τι τραβάει η καρδιά σας: τα έργα των προγόνων σας, ως εκεί που τους θυμάστε· και θα πούμε για τον Τόμπολντ το Γέροντα και το θρύλο του χόρτου. Έχετε γεια!
Οι χόμπιτ υποκλίθηκαν βαθιά.
— Ώστε αυτός είναι ο Βασιλιάς του Ρόαν! είπε ο Πίπιν χαμηλόφωνα. Πολύ καλός γέρος. Ευγενέστατος.
Ο Γκάνταλφ και η συνοδεία του βασιλιά έφυγαν, στρίβοντας ανατολικά, για να κάνουν το γύρο των ερειπωμένων τειχών του Ίσενγκαρντ. Αλλά ο Αραγκορν, ο Γκίμλι και ο Λέγκολας έμειναν πίσω. Αμόλησαν τον Άροντ και το Χάσουφελ να βοσκήσουν κι ήρθαν και κάθισαν πλάι στους χόμπιτ.
— Λοιπόν, λοιπόν! Το κυνήγι τελείωσε και να που τέλος ξανανταμώνουμε εκεί που κανείς από μας δε φαντάστηκε πως θα βρεθούμε, είπε ο Άραγκορν.
— Και τώρα που οι μεγάλοι πήγαν να κουβεντιάσουν τις υψηλές υποθέσεις τους, είπε ο Λέγκολας, ίσως οι κυνηγοί να μπορέσουν να πάρουν απάντηση στα δικά τους μικρά αινίγματα. Ακολουθήσαμε τα ίχνη σας ως το δάσος, αλλά υπάρχουν ακόμα πολλά πράγματα που θα ’θελα να ξεκαθαρίσω.
— Κι υπάρχουν άλλα τόσα που θέλουμε κι εμείς να μάθουμε για σας, είπε ο Μέρι. Μάθαμε κάτι λίγα απ’ το Δεντρογένη, το γερο-Εντ, αλλά όχι αρκετά.
— Όλα με τη σειρά, είπε ο Λέγκολας. Εμείς είμαστε οι κυνηγοί κι εσείς πρέπει πρώτα να μας πείτε τα δικά σας.
— Ή πιο ύστερα, είπε ο Γκίμλι. Θα τ’ ακούσουμε καλύτερα μετά το φαγητό. Με πονάει το κεφάλι μου· κι είναι περασμένο μεσημέρι. Εσείς οι σκασιάρχες μπορείτε να μας αποζημιώσετε βρίσκοντάς μας κάτι απ’ τα λάφυρα που μας είπατε. Φαΐ και πιοτό θα σθήσουν κάμποσα απ’ αυτά που μου χρωστάτε.
— Τότε, θα το ’χεις, είπε ο Πίπιν. Θα φάμε εδώ, ή πιο αναπαυτικά σε ό,τι έχει απομείνει απ’ το φρουραρχείο του Σάρουμαν — εκεί κάτω απ’ την καμάρα; Εμείς χρειάστηκε να κολατσίσουμε εδώ έξω, για να ρίχνουμε καμιά ματιά στο δρόμο.
— Λιγότερο από καμιά! είπε ο Γκίμλι. Αλλά εγώ δεν μπαίνω σε σπίτι Ορκ· ούτε αγγίζω κρέας για Ορκ ή οτιδήποτε έχουν μαγαρίσει με τα χέρια τους.
— Δε θα σου το ζητούσαμε, είπε ο Μέρι. Εμείς είχαμε τόσα πάρε δώσε με τους Ορκ, που μας φτάνουν για όλη μας τη ζωή. Αλλά είχε κι άλλους στο Ίσενγκαρντ. Είχε μείνει αρκετή σοφία στο Σάρουμαν, ώστε να μην έχει εμπιστοσύνη στους Ορκ του. Είχε Ανθρώπους να φυλάνε τις πύλες του — μερικούς απ’ τους πιο πιστούς του υπηρέτες, φαντάζομαι. Οπωσδήποτε τους ξεχώριζε κι έπαιρναν καλές προμήθειες.
— Και πιπόχορτο; ρώτησε ο Γκίμλι.
— Όχι, δε νομίζω, γέλασε ο Μέρι. Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία, που μπορεί να περιμένει για μετά το φαγητό.
— Λοιπόν, τότε πάμε να φάμε! είπε ο Νάνος.
Οι χόμπιτ μπήκαν μπροστά, πέρασαν κάτω απ’ την καμάρα κι έφτασαν σε μια φαρδιά πόρτα αριστερά, στην κορφή μιας σκάλας. Η πόρτα άνοιγε κατευθείαν σ’ ένα ευρύχωρο διαμέρισμα, με άλλες μικρότερες πόρτες στο βάθος κι είχε ένα τζάκι και καπνοδόχο στη μια πλευρά. Το διαμέρισμα ήταν σκαμμένο στο βράχο· και κάποτε θα ’πρεπε να ήταν σκοτεινό, γιατί τα παράθυρά του έβλεπαν μόνο στη στοά. Αλλά τώρα έμπαινε φως απ’ την πεσμένη οροφή. Στο τζάκι έκαιγαν ξύλα.
— Άναψα λίγη φωτιά, είπε ο Πίπιν. Μας παρηγορούσε στις ομίχλες. Είχε πολύ λίγα ξύλα εδώ γύρω και τα περισσότερα που μπορούσαμε να βρούμε ήταν βρεγμένα. Αλλά τραβάει καλά η καπνοδόχος -φαίνεται πως ανεβαίνει ψηλά μέσα από το βράχο κι ευτυχώς δεν έκλεισε. Εξυπηρετεί η φωτιά. Θα σας καψαλίσω λίγο ψωμί, γιατί φοβάμαι πως είναι τριών ή τεσσάρων ημερών.
Ο Άραγκορν κι οι σύντροφοι του κάθισαν στην άκρη ενός μακρόστενου τραπεζιού και οι χόμπιτ εξαφανίστηκαν πίσω από μια απ’ τις εσωτερικές πόρτες.
— Είναι το κελάρι εκεί μέσα κι ευτυχώς βρίσκεται ψηλότερα από τα νερά της πλημμύρας, είπε ο Πίπιν, καθώς γύρισαν πίσω φορτωμένοι με πιάτα, γαβάθες, κούπες, μαχαίρια και λογής λογής φαγητά.
— Και μη ζαρώνεις τη μύτη σου στα φαγητά, κύριε Γκίμλι, είπε ο Μέρι. Δεν είναι φαΐ για Ορκ, αλλά ανθρωποφαγητό, όπως το λέει ο Δεντρογένης. Τι θα πιείτε, κρασί ή μπίρα; Έχει ένα βαρέλι εκεί μέσα — πολύ καλή. Κι αυτό είναι πρώτης τάξεως παστό χοιρινό. Ή μπορώ να σας κόψω μερικά κομμάτια μπέικον και να σας τα ψήσω στη σχάρα, αν προτιμάτε. Συγγνώμη που δεν έχουμε σαλατικά, αλλά έχει δημιουργηθεί κάποια ανωμαλία στην τροφοδοσία τις τελευταίες μέρες! Δεν μπορώ να σας προσφέρω τίποτα για δεύτερο πιάτο, εκτός από μέλι και βούτυρο για το ψωμί σας. Είστε ευχαριστημένοι;
— Και βέβαια, είπε ο Γκίμλι. Το χρέος σας όλο και λιγοστεύει.
Σε λίγο οι τρεις το ’χαν ρίξει στο φαΐ για καλά· και οι δύο χόμπιτ, χωρίς δισταγμό, στρώθηκαν για δεύτερη φορά.
— Πρέπει να κάνουμε παρέα στους ξένους μας, είπαν.
— Όλο ευγένειες είσαστε σήμερα, γέλασε ο Λέγκολας. Αλλά, ίσως, αν δεν είχαμε έρθει, θα ξανατρώγατε κάνοντας συντροφιά ο ένας στον άλλο.
— Ίσως· και γιατί όχι; είπε ο Πίπιν. Τα φαγιά των Ορκ δεν ήταν για φάγωμα και πιο πριν το φαΐ μας ήταν λιγοστό. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που μπορούσαμε να φάμε όσο τραβάει η καρδιά μας.
— Δε φαίνεται να σας έκανε καθόλου κακό, είπε ο Άραγκορν. Μάλιστα φαινόσαστε να σκάτε από υγεία.
— Ναι, έτσι είναι, είπε ο Γκίμλι, κοιτάζοντας τους απ’ την κορφή ως τα νύχια, πάνω απ’ την κούπα του. Μπράβο! Τα μαλλιά σας είναι δυο φορές πιο πυκνά και σγουρά από τότε που χωρίσαμε· και παίρνω όρκο πως κι οι δυο σας ψηλώσατε λιγάκι, αν είναι δυνατό να συμβεί κάτι τέτοιο σε χόμπιτ της ηλικίας σας. Αυτός ο Δεντρογένης τουλάχιστο δε σας ξελίγωσε της πείνας.
— Όχι, είπε ο Μέρι. Αλλά οι Εντ πίνουν μόνο, και το πιοτό δεν αρκεί για χόρταση. Τα ποτά του Δεντρογένη μπορεί να είναι θρεπτικά, αλλά νιώθεις την ανάγκη για κάτι στερεό. Ακόμα και το λέμπας είναι καλύτερο απ’ το τίποτα.
— Δηλαδή ήπιατε απ’ τα νερά των Εντ, έτσι; είπε ο Λέγκολας. Α, τότε νομίζω πως σχεδόν σίγουρα τα μάτια του Γκίμλι δεν τον ξεγελούν. Λέγονται παράξενα τραγούδια για τα ποτά του Φάνγκορν.
— Πολλές παράξενες ιστορίες έχουν ειπωθεί για κείνη τη χώρα, είπε ο Άραγκορν. Δεν έχω πάει ποτέ εκεί. Ελάτε, πείτε μου περισσότερα γι’ αυτή, για τους Εντ!
— Οι Εντ, είπε ο Πίπιν, οι Εντ είναι... να, οι Εντ πρώτα πρώτα είναι αλλιώτικοι. Όμως τα μάτια τους τώρα, τα μάτια τους είναι πολύ αλλόκοτα — προσπάθησε να πει μερικές κομπιαστές λέξεις και σώπασε. Οχ, να, συνέχισε, είδατε κιόλας μερικούς από μακριά — αυτοί τουλάχιστο σας είχαν δει και ειδοποίησαν πως βρίσκεστε στο δρόμο — και θα δείτε και πολλούς άλλους ακόμα, φαντάζομαι, πριν φύγετε από δω. Πρέπει να σχηματίσετε δική σας γνώμη.
— Ελάτε, ελάτε! είπε ο Γκίμλι. Αρχίζουμε την ιστορία από τη μέση. Εγώ τη θέλω με τη σωστή σειρά, αρχίζοντας από κείνη την παράξενη μέρα που η συντροφιά μας διαλύθηκε.
— Θα την ακούσεις, αν έχουμε ώρα, είπε ο Μέρι. Αλλά πρώτα — αν τελειώσατε το φαγητό — θα γεμίσετε τις πίπες σας και θα τις ανάψετε. Κι ύστερα για λίγο θα φανταστούμε πως βρισκόμαστε όλοι πίσω στο Μπρι ασφαλισμένοι ξανά, ή στο Σκιστό Λαγκάδι.
Έβγαλε μια μικρή δερμάτινη σακούλα γεμάτη καπνό.
— Έχουμε ένα σωρό, είπε, και μπορείτε να πάρετε μαζί σας όσο θέλετε, όταν φύγουμε. Σώσαμε αρκετά πράγματα σήμερα το πρωί, ο Πίπιν κι εγώ. Επιπλέουν ένα σωρό. Ο Πίπιν ήταν που βρήκε δυο μικρά βαρελάκια που είχαν ξεφύγει μέσα από κάποιο κελάρι ή αποθήκη, φαντάζομαι. Όταν τ’ ανοίξαμε, ανακαλύψαμε πως ήταν γεμάτα μ’ αυτό: πιπόχορτο απ’ το καλύτερο που θα μπορούσες να ονειρευτείς κι εντελώς απείραχτο.
Ο Γκίμλι έπιασε λίγο και το ’τριψε στις παλάμες του και το μύρισε.
— Φαίνεται καλό και μυρίζει όμορφα, είπε.
— Είναι καλό! είπε ο Μέρι. Καλέ μου Γκίμλι, είναι φύλλο του Λονγκμπότομ. Πάνω στα βαρέλια έχει τη σφραγίδα του Χορνμπλόουερ, για να τη βλέπει όλος ο κόσμος. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς έφτασε ως εδώ. Φαντάζομαι, για προσωπική χρήση του Σάρουμαν. Δεν ήξερα πως έφτασε τόσο μακριά. Τώρα όμως μας ήρθε κουτί, ε;
— Θα μας ερχόταν, είπε ο Γκίμλι, αν είχα πίπα. Κρίμα, τη δική μου την έχασα στη Μόρια ή και πιο πριν. Δε βρήκατε καμιά πίπα σ’ όλα σας τα λάφυρα;
— Όχι, φοβάμαι πως όχι, είπε ο Μέρι. Δε βρήκαμε ούτε μία ούτε κι εδώ στην αίθουσα της φρουράς. Αυτή την πολυτέλεια τη φύλαγε ο Σάρουμαν για τον εαυτό του, φαίνεται. Και δε νομίζω πως θα βγει τίποτα, αν πάμε να χτυπήσουμε τις πόρτες του Όρθανκ και γυρέψουμε μια πίπα! Θα πρέπει να δανείσει ο ένας την πίπα του στον άλλο, όπως κάνουν σε δύσκολη ώρα οι καλοί φίλοι.
— Για μια στιγμή! είπε ο Πίπιν.
Έβαλε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε έξω ένα μικρό μαλακό σακουλάκι κρεμασμένο από ένα κορδόνι.
— Φυλάω ένα δυο θησαυρούς πάνω στην καρδιά μου, που για μένα είναι πολύτιμοι σαν Δαχτυλίδια. Να ο ένας: η παλιά μου ξύλινη πίπα. Και να κι άλλος ένας!: μια ολοκαίνουρια. Την κουβαλάω μαζί μου πολύ δρόμο, αν και δεν ξέρω γιατί. Γιατί ποτέ στ’ αλήθεια δεν περίμενα να βρω πιπόχορτο στο ταξίδι μας, όταν θα τελείωνε το δικό μου. Τώρα όμως να που είναι ό,τι χρειάζεται.
Σήκωσε ψηλά μια μικρή πίπα με φαρδιά ισιωμένη κοιλιά και την έδωσε στον Γκίμλι.
— Ξοφλάει έτσι το χρέος μας; είπε.
— Ξοφλάει! φώναξε ο Γκίμλι. Πολύ ευγενικέ μου χόμπιτ, τώρα εγώ χρωστάω σ’ εσένα.
— Λοιπόν, πάω έξω στον καθαρό αέρα, να δω τι κάνουν ο άνεμος κι ο ουρανός! είπε ο Λέγκολας.
— Ερχόμαστε κι εμείς, είπε ο Άραγκορν.
Βγήκαν έξω και κάθισαν στο σορό τις πέτρες μπροστά στην είσοδο. Μπορούσαν τώρα να δουν πέρα μακριά στην κοιλάδα· η ομίχλη σηκωνόταν και την έπαιρνε τ’ αεράκι.
— Τώρα ας ξεκουραστούμε λιγάκι εδώ! είπε ο Άραγκορν. Θα καθίσουμε στην άκρη στα χαλάσματα και θα κουβεντιάσουμε, όπως λέει κι ο Γκάνταλφ, όσο που αυτός έχει αλλού δουλειά. Νιώθω τέτοια κούραση, που σπάνια την έχω ξανανιώσει.
Τύλιξε τον γκρίζο μανδύα γύρω του, κρύβοντας τον αλυσιδωτό του θώρακα και τέντωσε τα μακριά του πόδια. Ύστερα ξάπλωσε κι έβγαλε απ’ τα χείλια του μια λεπτή στήλη καπνού.
— Για δείτε! είπε ο Πίπιν. Ο Γοργοπόδαρος, ο Περιφερόμενος Φύλακας, γύρισε πίσω!
— Ποτέ δεν ήταν μακριά, είπε ο Άραγκορν. Εγώ είμαι ο Γοργοπόδαρος κι ο Ντούνανταν μαζί, κι ανήκω και στην Γκόντορ και στο Βοριά.
Κάπνισαν σιωπηλοί για λίγο κι ο ήλιος έλαμπε από πάνω τους, ρίχνοντας λοξές ακτίνες στην κοιλάδα απ’ τ’ άσπρα σύννεφα ψηλά στη Λύση. Ο Λέγκολας ήταν ξαπλωμένος ακίνητος κοιτάζοντας τον ήλιο και τον ουρανό με μάτια σταθερά και σιγοτραγουδούσε. Τέλος, ανακάθισε.
— Ελάτε τώρα! είπε. Η ώρα περνάει. Η ομίχλη φεύγει, ή θα ’φευγε αν εσείς οι παράξενοι δεν τυλιγόσαστε με καπνό. Τι θα γίνει με την ιστορία;
— Λοιπόν, η ιστορία μου αρχίζει όταν ξύπνησα στα σκοτεινά και βρέθηκα δεμένος σ’ έναν καταυλισμό Ορκ, είπε ο Πίπιν. Για να δω, τι μέρα είναι σήμερα;
— Πέντε Μαρτίου σύμφωνα με το μέτρημα του Σάιρ, είπε ο Άραγκορν.
Ο Πίπιν υπολόγισε στα δάχτυλά του.
— Μόνο πριν εννέα[7] μέρες! είπε. Φαίνεται σαν χρόνος από τότε που μας πιάσανε. Λοιπόν, αν και τα μισά απ’ όσα έγιναν έμοιαζαν με κακό όνειρο, υπολογίζω πως ακολούθησαν τρεις φοβερές μέρες. Ο Μέρι θα με διορθώνει, αν ξεχνώ τίποτα σπουδαίο, δε θα μπω σε λεπτομέρειες: τα μαστίγια, τη βρομιά και τη δυσωδία και τα σχετικά· δεν αντέχω να τα ξαναθυμάμαι.
Και μ’ αυτά τα λόγια άρχισε την εξιστόρηση της τελευταίας μάχης του Μπορομίρ και την πορεία των Ορκ απ’ το Έμιν Μιούιλ ως το Λάσος. Οι άλλοι κουνούσαν τα κεφάλια τους καθώς τα διάφορα σημεία της ιστορίας ταίριαζαν μ’ εκείνα που είχαν υποθέσει.
— Να και κάτι θησαυροί που αφήσατε να σας πέσουν, είπε ο Άραγκορν. Θα χαρείτε να τους πάρετε πίσω.
Ξέσφιξε τη ζώνη του κάτω απ’ το μανδύα του κι έβγαλε δυο θηκιασμένα μαχαίρια.
— Μπράβο! είπε ο Μέρι. Δεν περίμενα να τα ξαναδώ αυτά! Έκοψα κάμποσους Ορκ με το δικό μου· αλλά ο Ουγκλούκ μας τα πήρε! Πώς μας αγριοκοίταζε! Στην αρχή νόμιζα πως θα με τρυπούσε, αλλά τα πέταξε μακριά, λες και τον έκαιγαν.
— Να και η καρφίτσα σου, Πίπιν, είπε ο Άραγκορν. Την είχα φυλαγμένη, γιατί είναι πολύτιμη.
— Το ξέρω, είπε ο Πίπιν, δυσκολεύτηκα να την αποχωριστώ· αλλά τι άλλο μπορούσα να κάνω;
— Τίποτ’ άλλο, απάντησε ο Άραγκορν. Αν δεν μπορείς στην ανάγκη ν’ αποχωριστείς ένα θησαυρό, τότε είσαι δέσμιος του. Έκανες πολύ σωστά.
— Το κόψιμο των σκοινιών απ’ τα χέρια σου, αυτό ήταν πολύ έξυπνο! είπε ο Γκίμλι. Σε βοήθησε και η τύχη· αλλά άρπαξες την ευκαιρία και με τα δυο σου χέρια, θα ’λεγα.
— Και μας έβαλες το πιο δύσκολο γρίφο, είπε ο Λέγκολας. Εγώ αναρωτιόμουν μήπως είχατε βγάλει φτερά!
— Δυστυχώς, όχι, είπε ο Πίπιν. Αλλά δεν ξέρατε για τον Γκρίσνακ. Ανατρίχιασε και δεν είπε τίποτ’ άλλο, αφήνοντας το Μέρι να πει για κείνες τις φοβερές τελευταίες στιγμές: για τα ψαχουλευτά χέρια, την καυτή ανάσα και την τρομερή δύναμη των μαλλιαρών χεριών του Γκρίσνακ.
— Όλα αυτά για τους Ορκ του Μπαράντ-ντουρ, του Λουγκμπούρτζ όπως το λένε, με βάζουν σ’ ανησυχία, είπε ο Άραγκορν. Ο Μαύρος Άρχοντας ήξερε κιόλας πολλά, το ίδιο κι οι υπηρέτες του· κι είναι φανερό πως ο Γκρίσνακ έστειλε κάποιο μήνυμα στην άλλη μεριά του Ποταμού, ύστερα απ’ τον καβγά. Το Κόκκινο Μάτι θα κοιτάζει κατά το Ίσενγκαρντ. Αλλά ο Σάρουμαν οπωσδήποτε έχει σκάψει μόνος του το λάκκο του.
— Ναι, όποια πλευρά κι αν νικήσει, οι προοπτικές του είναι μούρες κι άραχλες, είπε ο Μέρι. Τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν άσχημα γι’ αυτόν από τη στιγμή που οι Ορκ του πάτησαν στο Ρόαν.
— Τον είδαμε μια ματιά το γερο-παλιάνθρωπο, ή έτσι αφήνει να εννοηθεί ο Γκάνταλφ, είπε ο Γκίμλι. Στην άκρη του Δάσους.
— Πότε; ρώτησε ο Πίπιν.
— Πριν πέντε νύχτες, είπε ο Άραγκορν.
— Για να δω, είπε ο Μέρι: πριν πέντε νύχτες — τώρα φτάνουμε στο μέρος της ιστορίας που δεν το ξέρετε καθόλου. Συναντήσαμε το Δεντρογένη εκείνο το πρωί μετά τη μάχη· κι εκείνη τη νύχτα βρισκόμαστε στο Κεφαλάρι, σ’ ένα απ’ τα σπίτια του. Την άλλη μέρα πήγαμε στην Έντμουτ, στη Συνέλευση των Εντ δηλαδή, κι είναι το πιο αλλόκοτο πράγμα που έχω δει στη ζωή μου. Κράτησε όλη εκείνη τη μέρα μη την επόμενη· και περάσαμε τις νύχτες μ’ έναν Εντ που τον λένε Αστραπή. Κι ύστερα αργά, το απόγευμα της τρίτης μέρας της συνέλευσής τους, οι Εντ ξαφνικά ξέσπασαν. Ήταν καταπληκτικό. Το Δάσος ήταν γεμάτο ένταση, λες κι ετοιμαζόταν καταιγίδα μέσα του -ύστερα, εντελώς ξαφνικά, ξέσπασε. Θα ’θελα ν’ ακούγατε το τραγούδι τους καθώς προχωρούσαν.
Αν το ’χε ακούσει ο Σάρουμαν, θα βρισκόταν εκατό μίλια μακριά κόρα, ακόμα κι αν αναγκαζόταν να τρέξει με τα δικά του πόδια, είπε ο Πίπιν.
Στο Ίσενγκαρντ πηγαίνουμε κι ας είν’ απόρθητο, σκληρό κι ολόγυμνο σαν βράχος!
Στον πόλεμο, στον πόλεμο πηγαίνουμε., την πύλη να σωριάσουμε, να σπάσουμε την πέτρα!
Είχε πάρα πολύ ακόμα. Ένα μεγάλο μέρος του τραγουδιού δεν είχε λόγια κι ήταν σαν τη μουσική από βούκινα και τύμπανα. Ήταν πολύ συναρπαστικό. Αλλά εγώ νόμιζα πως ήταν μονάχα εμβατήριο και τίποτα παραπάνω, απλώς ένα τραγούδι — ώσπου ήρθα εδώ. Τώρα ξέρω καλύτερα.
— Κατηφορίσαμε απ’ την τελευταία κορυφογραμμή στο Ναν Κουρουνίρ, σαν είχε πέσει η νύχτα, συνέχισε ο Μέρι. Τότε ήταν που για πρώτη φορά ένιωσα πως το ίδιο το Δάσος προχωρούσε πίσω μας. Νόμισα πως ονειρευόμουν κάποιο όνειρο-Εντ, αλλά κι ο Πίπιν το είχε αντιληφθεί. Και οι δυο μας ήμασταν πολύ φοβισμένοι· αλλά δεν ανακαλύψαμε τίποτα περισσότερο ως αργότερα.
»Ήταν οι Χούορν, ή έτσι τους λένε οι Εντ στη “γρήγορη γλώσσα”. Ο Δεντρογένης δε μιλάει πολύ γι’ αυτούς, αλλά νομίζω πως είναι Εντ που έχουν γίνει σχεδόν δέντρα, τουλάχιστο στην όψη. Στέκονται εδώ κι εκεί μέσα στο δάσος ή στις παρυφές του, σιωπηλοί, προσέχοντας ασταμάτητα τα δέντρα· αλλά βαθιά στις πιο σκοτεινές κοιλάδες υπάρχουν χιλιάδες απ’ αυτούς, πιστεύω.
»Έχουν μεγάλη δύναμη και φαίνεται πως μπορούν και τυλίγονται στη σκιά — είναι δύσκολο να τους δεις να κινούνται. Κινούνται όμως. Μπορούν να κινηθούν πολύ γρήγορα, αν είναι θυμωμένοι. Εκεί που κάθεσαι ακίνητος και κοιτάς τον καιρό, ίσως, ή ακούς το θρόισμα του ανέμου, ξαφνικά βλέπεις πως βρίσκεσαι καταμεσής σ’ ένα δάσος με μεγάλα δέντρα που προχωρούν ψαχουλευτά ολόγυρά σου. Έχουν ακόμα φωνές και μπορούν να κουβεντιάσουν με τους Εντ — γι’ αυτό τους λένε Χούορν, λέει ο Δεντρογένης -, αλλά έχουν γίνει αλλόκοτοι και άγριοι. Είναι επικίνδυνοι. Θα έτρεμε το φυλλοκάρδι μου αν τους αντάμωνα και δεν είχε αληθινούς Εντ εκεί κοντά να τους προσέχουν.
»Λοιπόν, νωρίς τη νύχτα κατηφορίσαμε απαρατήρητοι ένα μακρύ φαράγγι και βγήκαμε στην πάνω μεριά της Κοιλάδας του Μάγου, οι Εντ κι όλοι τους οι σουσουριστοί Χούορν θροΐζοντας από πίσω. Βέβαια, δεν μπορούσαμε να τους δούμε, αλλά όλος ο αέρας ήταν γεμάτος τριξίματα. Ήταν πολύ σκοτεινά, η νύχτα συννεφιασμένη. Προχωρούσαν πολύ γρήγορα μόλις άφησαν τους λόφους κι έκαναν θόρυβο σαν ορμητικός άνεμος. Το Φεγγάρι δεν παρουσιάστηκε ανάμεσα απ’ τα σύννεφα και όχι πολύ μετά τα μεσάνυχτα υπήρχε ένα ψηλό δάσος ολόγυρα στη βόρεια πλευρά του Ίσενγκαρντ. Δε φαινόταν ίχνος από εχθρός ούτε άλλη απειλή. Ένα φως έλαμπε σ’ ένα παράθυρο ψηλά στον πύργο, κι αυτό ήταν όλο.
»Ο Δεντρογένης και μερικοί ακόμα Εντ προχώρησαν με προφύλαξη κυκλικά, ώσπου είδαν τις μεγάλες πύλες. Ο Πίπιν κι εγώ ήμασταν μαζί του. Καθόμασταν στους ώμους του Δεντρογένη κι ένιωθα τον τρεμουλιαστό του εκνευρισμό. Αλλά ακόμα κι όταν έχουν ξεσηκωθεί, οι Εντ μπορούν να είναι πολύ προσεκτικοί και υπομονετικοί. Στέκονταν ακίνητοι σαν αγάλματα, ανασαίνοντας κι ακούγοντας.
»Ύστερα, εντελώς ξαφνικά, έγινε κοσμοχαλασιά. Τρουμπέτες ήχησαν και τα τείχη του Ίσενγκαρντ αντιλάλησαν. Νομίσαμε πως μας είχαν ανακαλύψει και πως θ’ άρχιζε η μάχη. Αλλά όχι. Όλοι οι άντρες του Σάρουμαν εξορμούσαν. Δεν ξέρω και πολλά για τούτον εδώ τον πόλεμο ή για τους Καβαλάρηδες του Ρόαν, αλλά ο Σάρουμαν φαίνεται πως σκόπευε ν’ αποτελειώσει το βασιλιά κι όλους τους άντρες του μ’ ένα τελειωτικό χτύπημα. Άδειασε το Ίσενγκαρντ. Είδαμε τον εχθρό να φεύγει — ατέλειωτες σειρές Ορκ· και λόχοι καβάλα σε μεγάλους λύκους. Είχε ακόμα και τάγματα Ανθρώπων. Πολλοί απ’ αυτούς κρατούσαν δαδιά και στο φως τους μπορούσα να διακρίνω τα πρόσωπά τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν κανονικοί άντρες, μάλλον ψηλοί και μελαχρινοί, αγριωποί, αλλά όχι ιδιαίτερα απαίσιοι στην όψη. Αλλά ήταν και μερικοί άλλοι που ήταν φοβεροί — ψηλοί σαν άνθρωποι, αλλά με καλικαντζαροπρόσωπα, κιτρινιάρικα, κοροϊδευτικά, αλλήθωρα. Ξέρετε, μου θύμισαν αμέσως εκείνον το Νότιο στο Μπρι· μόνο που εκείνος δεν έμοιαζε τόσο φανερά με Ορκ, όσο οι περισσότεροι από κείνους.
— Κι εγώ τον θυμήθηκα, είπε ο Άραγκορν. Είχαμε ν’ αντιμετωπίσουμε πολλούς απ’ αυτούς τους μισο-ορκ στο Φαράγγι του Χελμ. Φαίνεται καθαρά τώρα πως εκείνος ο Νότιος ήταν κατάσκοπος του Σάρουμαν αλλά δεν ξέρω αν συνεργαζόταν με τους Μαύρους Καβαλάρηδες, ή μονάχα με το Σάρουμαν. Είναι δύσκολο με κάτι τέτοια δολερά πλάσματα να ξέρει κανείς πότε είναι σύμμαχοι και πότε εξαπατούν ο ένας τον άλλον.
— Λοιπόν, όλοι μαζί θα πρέπει να ’ταν τουλάχιστο δέκα χιλιάδες, είπε ο Μέρι. Χρειάστηκε μια ώρα για να περάσουν τις πύλες. Μερικοί κατηφόρισαν τη λεωφόρο για τα Περάσματα και μερικοί έστριψαν και τράβηξαν ανατολικά. Είχαν κατασκευάσει μια γέφυρα εκεί κάτω, περίπου ένα μίλι μακριά, εκεί που ο ποταμός είναι πολύ βαθύς. Θα μπορούσατε να τη δείτε τώρα, αν σηκωνόσασταν όρθιοι. Όλοι τους τραγουδούσαν με στριγκιές φωνές και γελούσαν δημιουργώντας φρικτό πανδαιμόνιο. Εγώ σκέφτηκα πως τα πράγματα σκούραιναν πολύ για το Ρόαν. Αλλά ο Δεντρογένης δεν κουνήθηκε. Είπε: «Απόψε η δουλειά μου είναι στο Ίσενγκαρντ, με πέτρες και με βράχια».
»Αλλά, αν και δεν μπορούσα να δω τι γινόταν μες στο σκοτάδι, νομίζω πως οι Χούορν άρχισαν να κινούνται κατά το νοτιά, μόλις ξανάκλεισαν οι πύλες. Αυτοί είχαν λογαριασμούς με τους Ορκ, νομίζω. Το πρωί βρίσκονταν κιόλας μακριά κάτω στην κοιλάδα· ή τουλάχιστον είχε μια αδιαπέραστη σκιά εκεί.
»Μόλις έδιωξε όλο του το στρατό ο Σάρουμαν, ήρθε η σειρά μας. Ο Δεντρογένης μάς άφησε κάτω, πήγε στις πύλες κι άρχισε να τις βροντοκοπάει και να ζητάει το Σάρουμαν. Καμιά απάντηση, εκτός από βέλη και πέτρες απ’ τα τείχη. Αλλά ενάντια στους Εντ τα βέλη δεν κάνουν τίποτα. Βέβαια, τους τραυματίζουν και τους εξαγριώνουν — σαν τα τσιμπήματα μύγας. Αλλά ένας Εντ μπορεί να είναι καρφωμένος από βέλη Ορκ σαν μαξιλαράκι για καρφίτσες και να μην έχει πάθει σοβαρή ζημιά. Γιατί δεν μπορείς να τους δηλητηριάσεις· και το δέρμα τους φαίνεται πως είναι πολύ χοντρό, πιο σκληρό από φλούδα δέντρου. Μόνο πολύ δυνατή τσεκουριά μπορεί να τους τραυματίσει σοβαρά. Λεν αγαπούν τα τσεκούρια. Αλλά και πάλι θα χρειαστούν πολλοί με τσεκούρια για έναν Εντ — ο άνθρωπος που θα χτυπήσει μια φορά έναν Εντ δεν προλαβαίνει να ξαναχτυπήσει. Μια γροθιά από Εντ τσαλακώνει σίδερο, λες κι είναι λεπτός τενεκές.
» Όταν ο Δεντρογένης έφαγε μερικά βέλη, άρχισε ν’ ανάβει, να γίνεται στα σίγουρα “βιαστικός”, όπως θα ’λεγε. Έβγαλε ένα δυνατό χουμ-χομ και καμιά ντουζίνα ακόμη Εντ πλησίασαν με μεγάλες δρασκελιές. Ένας θυμωμένος Εντ είναι φοβερός. Τα δάχτυλά των χεριών και των ποδιών τους απλώς ακινητοποιούνται, σφίγγοντας το βράχο και τον κομματιάζουν σαν κόρα από ψωμί. Έμοιαζε σαν να βλέπατε τη δουλειά που κάνουν μεγάλες ρίζες δέντρων σε εκατό χρόνια να γίνεται σε λίγα λεπτά.
«Έσπρωχναν, τραβούσαν, ξέσκιζαν, τράνταζαν και σφυροκοπούσαν και κλανγκ-μπανγκ, κρατς-κρακ, σε πέντε λεπτά είχαν ρίξει χάμω ερείπια αυτές τις τεράστιες πύλες· και μερικοί είχαν κιόλας αρχίσει να κατατρώνε τους τοίχους σαν κουνέλια σε αμμόλακκο. Δεν ξέρω τι νόμιζε ο Σάρουμαν πως γίνεται· αλλά πάντως δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Ίσως η μαγεία του να είχε αρχίσει ν’ αδυνατίζει τώρα τελευταία, βέβαια· αλλά, οπωσδήποτε, δεν του βαστάει και πολύ, ούτε έχει και πολύ θάρρος μονάχος αν τον στριμώξεις χωρίς ένα σωρό σκλάβους και μηχανές και τα τοιαύτα, αν με καταλαβαίνετε. Πολύ διαφορετικός απ’ το γερο-Γκάνταλφ. Αναρωτιέμαι αν η φήμη του δεν οφείλεται κυρίως στην εξυπνάδα του να εγκατασταθεί στο Ίσενγκαρντ.
— Όχι, είπε ο Άραγκορν. Κάποτε ήταν τόσο μεγάλος, όσο τον έκανε η φήμη του. Η γνώση του ήταν βαθιά, ο νους του οξυδερκής και τα χέρια του είχαν δεξιοσύνη θαυμαστή· κι είχε δύναμη πάνω στη γνώμη των άλλων. Τους σοφούς μπορούσε να πείθει και τους μικρότερους να αποθαρρύνει. Αυτή τη δύναμη σίγουρα τη διατηρεί ακόμα. Θα ’λεγα πως δεν υπάρχουν πολλοί στη Μέση-γη που να είναι ασφαλισμένοι, αν έμεναν μονάχοι να κουβεντιάσουν μαζί του, ακόμα και τώρα που έχει υποστεί μεγάλη ήττα. Ο Γκάνταλφ, ο Έλροντ, η Γκαλάντριελ, ίσως, τώρα που η πανουργία του έχει απογυμνωθεί, αλλά ελάχιστον άλλοι.
— Οι Εντ είναι ασφαλισμένοι, είπε ο Πίπιν. Φαίνεται πως κάποτε τους τύλιξε, αλλά ποτέ πια. Κι οπωσδήποτε δεν τους κατάλαβε· κι έκανε το μεγάλο λάθος να τους αφήσει έξω από τους υπολογισμούς του. Δεν είχε σχέδιο για να τους αντιμετωπίσει ούτε χρόνο για να καταστρώσει κάποιο, σαν άρχισαν δουλειά. Μόλις άρχισε η επίθεσή μας, οι ελάχιστοι ποντικοί που είχαν απομείνει στο Ίσενγκαρντ άρχισαν να ξεπετάγονται από κάθε τρύπα που άνοιγαν οι Εντ. Οι Εντ άφησαν τους Ανθρώπους να φύγουν, αφού πρώτα τους ανακρίνανε, δυο τρεις ντουζίνες μόνο εδώ σ’ αυτήν την πλευρά. Δε νομίζω πως κανένας Ορκ, μικρός ή μεγάλος, ξέφυγε. Τουλάχιστον όχι από τους Χούορν, γιατί τότε είχαν σχηματίσει ολόκληρο δάσος γύρω από το Ίσενγκαρντ, εκτός από κείνους που είχαν κατηφορίσει στην κοιλάδα.
»Όταν οι Εντ είχαν κάνει θρύψαλα ένα μεγάλο μέρος του νότιου τείχους κι όσοι είχαν μείνει απ’ τους δικούς του το ’χαν βάλει στα πόδια και τον είχαν εγκαταλείψει, ο Σάρουμαν υποχώρησε πανικόβλητος. Φαίνεται πως βρισκόταν στις πύλες, όταν φτάσαμε — φαντάζομαι πως θα είχε έρθει να δει την έξοδο του θαυμάσιου στρατού του. Όταν οι Εντ παραβίασαν την είσοδο, έφυγε βιαστικός. Δεν τον πήραν είδηση αμέσως. Αλλά η νύχτα είχε ξανοίξει και είχε αστροφεγγιά αρκετή για να βλέπουν οι Εντ. Και ξαφνικά ο Αστραπής έβγαλε μια φωνή: “Ο δεντροφονιάς, ο δεντροφονιάς!” Ο Αστραπής είναι ήμερο πλάσμα, αλλά μισεί το Σάρουμαν πάρα πολύ, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο: οι δικοί του υπέφεραν σκληρά απ’ τα τσεκούρια των Ορκ. Πήδηξε στο δρόμο από την εσωτερική πύλη, γιατί μπορεί να τρέξει σαν τον άνεμο, όταν είναι θυμωμένος. Μια ασπριδερή μορφή έτρεχε βιαστικά μπαινοβγαίνοντας στις σκιές απ’ τις κολόνες κι είχε σχεδόν φτάσει στις σκάλες που οδηγούσαν στην πόρτα του πύργου. Παρά τρίχα. Ο Αστραπής ήταν ξοπίσω του και παρά δυο βήματα θα τον είχε αρπάξει και πνίξει, αλλά πρόλαβε και χώθηκε στην πόρτα.
»Όταν ο Σάρουμαν βρέθηκε ασφαλισμένος πίσω στο Όρθανκ, δεν άργησε να βάλει τα πολύτιμα μηχανήματά του να δουλέψουν. Τότε πια είχαν μπει πολλοί Εντ στο Ίσενγκαρντ· μερικοί είχαν ακολουθήσει τον Αστραπή κι άλλοι είχαν μπει απ’ το βοριά κι απ’ την ανατολή· τριγύριζαν παντού και προξενούσαν πολύ μεγάλες καταστροφές. Ξαφνικά, άρχισαν να βγαίνουν φωτιές και βρόμικες αναθυμιάσεις — οι αεραγωγοί και τα ανοίγματα παντού στην πεδιάδα άρχισαν να ξεχύνουν και να ξερνούν. Πολλοί Εντ τσουρουφλίστηκαν και φουσκάλιασαν. Ένας τους, Οξιά νομίζω πως τον έλεγαν, ένας πολύ ψηλός κι όμορφος Εντ, έπεσε πάνω σ’ έναν πίδακα υγρής φωτιάς και κάηκε σαν δαδί -φοβερό θέαμα.
»Αυτό τους αποτρέλανε. Νόμιζα πως ήταν πολύ θυμωμένοι πριν αλλά έκανα λάθος. Τώρα, τέλος, είδα τ’ αποκορύφωμα. Ήταν τρομακτικό. Άρχισαν να μουγκρίζουν και να βουίζουν και να σαλπίζουν, ώσπου άρχισαν να ραγίζουν και να πέφτουν οι πέτρες μονάχα απ’ το θόρυβο που έκαναν. Ο Μέρι κι εγώ πέσαμε χάμω και κλείσαμε τ’ αυτιά μας με το μανδύα μας. Γύρω γύρω απ’ το βράχο του Όρθανκ οι Εντ έτρεχαν κι έπεφταν σαν τη θύελλα που ουρλιάζει, κομματιάζοντας τις κολόνες, ρίχνοντας σωρούς πέτρες μέσα στους αεραγωγούς κι εκσφενδονίζοντας τεράστιες πέτρινες πλάκες στον αέρα σαν φύλλα. Ο πύργος βρισκόταν καταμεσής ενός μαινόμενου τυφώνα. Είδα σιδερένιους στύλους και ντουβάρια ολόκληρα να φεύγουν σαν ρουκέτες εκατοντάδες πόδια ψηλά και να πέφτουν με δύναμη πάνω στα παράθυρα του Όρθανκ. Αλλά ο Δεντρογένης όμως δεν παρασύρθηκε. Ευτυχώς δεν είχε καθόλου εγκαύματα. Δεν ήθελε οι δικοί του να τραυματιστούν από την παραφορά τους και δεν ήθελε ο Σάρουμαν να ξεφύγει από καμιά τρύπα μέσα στη σύγχυση. Πολλοί από τους Εντ έπεφταν με μανία πάνω στο βράχο του Όρθανκ· άλλοι έσπαζαν τα μούτρα τους. Ήταν πολύ λείος και σκληρός. Ίσως έχει μάγια πιο παλιά και δυνατά απ’ του Σάρουμαν. Πάντως, δεν μπορούσαν να τον πιάσουν από πουθενά ούτε να τον ραΐσουν και μωλωπίζονταν και τραυματίζονταν επάνω του.
»Έτσι ο Δεντρογένης βγήκε στη μέση και φώναξε. Η βροντερή φωνή του ακούστηκε πάνω απ’ όλη την αντάρα. Ξαφνικά, έπεσε νεκρική σιγή. Και σ’ αυτήν ακούσαμε ένα στριγκό γέλιο από ένα ψηλό παράθυρο του πύργου. Αυτό είχε παράξενη επίδραση στους Εντ. Ως τώρα χόχλαζαν φουσκωμένοι· τώρα κρύωσαν, έγιναν αγριωποί σαν πάγος και ήσυχοι. Άφησαν την πεδιάδα και μαζεύτηκαν γύρω απ’ το Δεντρογένη, και στάθηκαν εντελώς ακίνητοι. Τους μίλησε λιγάκι στη δική τους γλώσσα· νομίζω πως τους έλεγε ένα σχέδιο που είχε συλλάβει στο γέρικο κεφάλι του από πολύ παλιά. Τότε, αυτοί χάθηκαν σιωπηλά στο γκρίζο φως. Είχε αρχίσει να χαράζει.
»Έβαλαν φρουρά στον πύργο, νομίζω, αλλά οι φρουροί ήταν τόσο καλά κρυμμένοι στις σκιές και τόσο ασάλευτοι, που δεν μπορούσα να τους διακρίνω. Οι άλλοι απομακρύνθηκαν βορινά. Όλη εκείνη τη μέρα δούλευαν, δίχως να φαίνονται. Τον περισσότερο καιρό μας είχαν αφήσει μόνους. Ήταν μια απαίσια μέρα. Εμείς τριγυρίσαμε λιγάκι, αν και προσέχαμε να μη φαινόμαστε απ’ τα παράθυρα του Όρθανκ, όσο πιο πολύ μπορούσαμε — τόσο απειλητικά μας κοίταζαν. Την περισσότερη ώρα την περάσαμε γυρεύοντας κάτι να φάμε. Καθόμασταν επίσης και κουβεντιάζαμε κι αναρωτιόμασταν τι να γινόταν πέρα στο νοτιά στο Ρόαν, και τι να ’χαν γίνει οι υπόλοιποι της Ομάδας μας. Πότε πότε ακούγαμε από μακριά θόρυβο από κάποια πέτρα που έπεφτε και υπόκωφους θορύβους ν’ αντηχούν στους λόφους.
»Το απομεσήμερο κάναμε μια βόλτα γύρω στο δακτύλιο και πήγαμε να ρίξουμε μια ματιά να δούμε τι γινόταν. Ένα μεγάλο σκιερό δάσος Χούορν ήταν στο πάνω μέρος της κοιλάδας κι ένα άλλο γύρω απ’ το βορινό τείχος. Δεν τολμήσαμε να μπούμε μέσα. Αλλά από τα βάθη του ακουγόταν θόρυβος από κόψιμο και σκίσιμο. Οι Εντ κι οι Χούορν έσκαβαν μεγάλους λάκκους και τάφρους κι έφτιαχναν τεράστιες λίμνες και φράγματα, μαζεύοντας όλα τα νερά του Ίσεν και κάθε άλλης πηγής και ρυακιού που μπορούσαν να βρουν. Τους αφήσαμε στη δουλειά τους.
»Το βραδάκι ο Δεντρογένης ξανάρθε στην πύλη. Σιγοτραγουδούσε βουίζοντας κι έδειχνε ευχαριστημένος. Στάθηκε και τέντωσε τα μεγάλα χέρια και πόδια του κι ανάσαινε βαθιά. Τον ρώτησα αν ήταν κουρασμένος.
»“Κουρασμένος; είπε, κουρασμένος; Λοιπόν όχι, δεν είμαι κουρασμένος, αλλά πιασμένος. Χρειάζομαι ένα γερό πιοτό απ’ τα νερά του Έντγουός. Δουλέψαμε σκληρά· σήμερα σπάσαμε τόσες πέτρες και μασήσαμε τόσο χώμα, όσο δεν είχαμε εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά σχεδόν τελειώσαμε. Όταν νυχτώσει μην καθίσετε κοντά σ’ αυτήν την πύλη ή στην παλιά στοά! Μπορεί να περάσει το νερό — και για λίγο θα ’ναι πολύ βρόμικο, ώσπου να ξεπλυθεί όλη η βρομιά του Σάρουμαν. Τότε ο Ίσεν θα μπορέσει να τρέξει καθαρός ξανά.”
»Άρχισε να γκρεμίζει λιγάκι ακόμα από τα τείχη, δίχως βιάση, έτσι, για να διασκεδάσει.
»Μόλις είχαμε αρχίσει ν’ αναρωτιόμαστε πού θα ήταν ασφαλισμένα για να πέσουμε και να κοιμηθούμε λιγάκι, έγινε το πιο εκπληκτικό απ’ όλα. Ακούστηκε ένας καβαλάρης ν’ ανηφορίζει γρήγορα το δρόμο. Ο Μέρι κι εγώ λουφάξαμε κι ο Δεντρογένης κρύφτηκε στις σκιές κάτω απ’ την καμάρα. Ξαφνικά, ένα μεγάλο άλογο έφτασε καλπάζοντας σαν ασημένια αστραπή. Σκοτείνιαζε, αλλά μπορούσα να δω καθαρά το πρόσωπο του καβαλάρη: φαινόταν να λάμπει κι όλα του τα ρούχα ήταν άσπρα. Εγώ ανακάθισα, με μάτια γουρλωμένα και το στόμα ορθάνοιχτο. Προσπάθησα να φωνάξω, αλλά δεν μπορούσα.
»Δε χρειάστηκε. Σταμάτησε ακριβώς πλάι μας και μας κοίταξε. “Γκάνταλφ!” είπα επιτέλους, αλλά η φωνή μου ήταν μόνο ψίθυρος. Αλλά μήπως κι είπε: “Γεια σου, Πίπιν! Τι ευχάριστη έκπληξη!”; Όχι, βέβαια! Είπε: “Σήκω πάνω, ανόητε Τουκ! Πού στο καλό, σ’ όλα αυτά τα χαλάσματα, βρίσκεται ο Δεντρογένης; Τον θέλω. Γρήγορα!”
»Ο Δεντρογένης άκουσε τη φωνή του και βγήκε αμέσως απ’ τις σκιές· ήταν μια παράξενη συνάντηση. Εγώ ήμουν κατάπληκτος, γιατί κανένας από τους δυο τους δεν έδειχνε την παραμικρή έκπληξη. Ο Γκάνταλφ ήταν φανερό πως περίμενε να βρει εδώ το Δεντρογένη· κι ο Δεντρογένης ήταν σαν να χασομερούσε επίτηδες κοντά στις πύλες για να τον συναντήσει. Εμείς όμως είχαμε πει στο γερο-Εντ για τη Μόρια. Αλλά θυμήθηκα ένα παράξενο βλέμμα που μας είχε ρίξει τότε. Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι πως είχε δει τον Γκάνταλφ ή είχε νέα του, αλλά δεν ήθελε να πει τίποτα βιαστικά. “Μη βιάζεσαι” είναι η αρχή του· αλλά κανείς, ούτε και τα Ξωτικά ακόμα, δε λένε πολλά για τις κινήσεις του Γκάνταλφ όταν δεν είναι εκεί.
»“Χουμ! Γκάνταλφ! είπε ο Δεντρογένης. Χαίρομαι που ήρθες. Δάση και νερά και άψυχα πράγματα μπορώ να διαφεντέψω· αλλά εδώ πρέπει να τα βγάλω πέρα μ’ ένα μάγο.”
»“Δεντρογένη, είπε ο Γκάνταλφ, χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Έχεις κάνει πολλά, αλλά χρειάζομαι περισσότερα. Εγώ έχω να τα βγάλω πέρα με κάπου δέκα χιλιάδες Ορκ.”
»Ύστερα οι δυο τους πήγαν πιο πέρα σε μια γωνιά κι έκαναν συμβούλιο. Θα πρέπει να του φάνηκε πολύ βιαστικό του Δεντρογένη, γιατί ο Γκάνταλφ βιαζόταν τρομερά και είχε αρχίσει κιόλας να μιλάει πολύ γρήγορα, πριν Βρεθούν εκεί που δε θα τους έφταναν τ’ αυτιά μας. Έλειψαν για λίγα λεπτά, ίσως ένα τέταρτο της ώρας. Ύστερα ο Γκάνταλφ γύρισε σ’ εμάς και έδειχνε ανακουφισμένος, σχεδόν χαρούμενος. Τότε μας είπε πως χάρηκε που μας είδε.
»“Αλλά, Γκάνταλφ, φώναξα, πού ήσουν; Έχεις δει καθόλου τους άλλους;”
»“Όπου κι αν ήμουν, γύρισα, απάντησε με γνήσιο γκανταλφικό τρόπο. Ναι, έχω δει μερικούς απ’ τους άλλους. Αλλά τα νέα πρέπει να περιμένουν. Αυτή η νύχτα είναι επικίνδυνη κι εγώ πρέπει να ταξιδέψω γρήγορα. Η αυγή όμως μπορεί να ’ναι πιο φωτεινή· κι αν είναι έτσι, θα ξανανταμώσουμε. Εσείς να προσέχετε και να μην πλησιάζετε το Όρθανκ! Γεια σας!”
»Ο Δεντρογένης έπεσε σε βαθιά συλλογή όταν έφυγε ο Γκάνταλφ. Ήταν φανερό πως είχε μάθει πολλά σε πολύ λίγη ώρα και τώρα τα χώνευε. Μας κοίταξε και είπε: “Χμ, λοιπόν, ανακαλύπτω πως δεν είσαστε και τόσο βιαστικοί, όσο νόμιζα. Είπατε πολύ λιγότερα από ό,τι θα μπορούσατε κι όχι περισσότερα απ’ όσα έπρεπε. Χμ, μωρέ, αυτά είναι νέα, και τι νέα! Λοιπόν, τώρα ο Δεντρογένης πρέπει να πιάσει δουλειά πάλι.”
»Πριν φύγει, τον καταφέραμε και μας είπε μερικά νέα, που δε μας έδωσαν καθόλου χαρά. Αλλά για την ώρα σκεφτόμασταν πιο πολύ για σας τους τρεις, παρά για το Φρόντο και το Σαμ, ή τον καημένο τον Μπορομίρ. Γιατί καταλάβαμε πως γινόταν μεγάλη μάχη, ή θα γινόταν σύντομα και πως εσείς βρισκόσαστε εκεί και μπορεί να μη βγαίνατε ζωντανοί.
»“Οι Χούορν θα βοηθήσουν”, είπε ο Δεντρογένης.
»Ύστερα έφυγε και δεν τον ξανάδαμε ως σήμερα το πρωί.
»Ήταν νύχτα βαθιά. Ήμαστε ξαπλωμένοι σ’ ένα σωρό πέτρες και δε βλέπαμε σπιθαμή πιο πέρα. Ομίχλη και σκιές σκέπαζαν τα πάντα, σαν μια μεγάλη κουβέρτα ολόγυρά μας. Ο αέρας ήταν καυτός και βαρύς και γεμάτος σουσουρίσματα και τριξίματα κι ένα μουρμουρητό σαν από περαστικές φωνές. Νομίζω πως κι άλλες εκατοντάδες Χούορν θα έπρεπε να περνούσαν από κοντά μας, για να βοηθήσουν στη μάχη. Αργότερα ακούσαμε μπουμπουνητά πέρα στο νοτιά κι είδαμε αστραπές απέναντι στο Ρόαν. Πότε πότε μπορούσαμε να δούμε βουνοκορφές, μίλια και μίλια μακριά, να ξεπετάγονται ξαφνικά ασπρόμαυρες κι ύστερα να χάνονται. Και πίσω μας ακούγονταν θόρυβοι σαν μπουμπουνητά στους λόφους, διαφορετικά όμως. Μερικές φορές αντιλαλούσε ολόκληρη η κοιλάδα.
»Θα ’πρεπε να ’ταν γύρω στα μεσάνυχτα, όταν οι Εντ έσπασαν τα φράγματα κι έχυσαν, από ένα άνοιγμα του βορινού τείχους, όλα τα συγκεντρωμένα νερά, στο Ίσενγκαρντ. Η σκοτεινιά των Χούορν είχε περάσει και οι βροντές είχαν ξεμακρύνει. Το Φεγγάρι έπεφτε πίσω απ’ τα βουνά στη δύση.
»Το Ίσενγκαρντ άρχισε να γεμίζει με μαύρα σερνόμενα ρυάκια και λιμνούλες. Γυάλιζαν στο τελευταίο φως του Φεγγαριού, καθώς απλώνονταν σ’ ολόκληρη την πεδιάδα. Πότε πότε τα νερά έβρισκαν την είσοδο κάποιου αγωγού ή τρύπας. Άσπρος ατμός έβγαινε ψηλά τσιρίζοντας. Σηκώθηκε σύννεφο ο καπνός. Πετάγονταν ξαφνικές φωτιές κι εκρήξεις. Ένα μεγάλο ελικοειδές σύννεφο ατμού ξεπετάχτηκε και τυλίχτηκε γύρω γύρω απ’ το Όρθανκ, ώσπου το έκανε να μοιάζει σαν μια ψηλή συννεφοκορφή, πύρινη στη βάση και φεγγαροφωτισμένη στο πάνω μέρος. Και το νερό εξακολουθούσε να χύνεται μέσα, ώσπου, τέλος, το Ίσενγκαρντ έμοιαζε με τεράστιο επίπεδο τηγάνι που άχνιζε και χόχλαζε.
— Είδαμε ένα σύννεφο καπνού και ατμού στο νοτιά χτες το βράδυ, όταν φτάσαμε στην είσοδο του Ναν Κουρουνίρ, είπε ο Άραγκορν. Φοβηθήκαμε πως ο Σάρουμαν κάτι καινούριο μάς μαγείρευε.
— Σιγά! είπε ο Πίπιν. Αυτός το πιθανότερο ήταν πως πήγαινε να σκάσει και δε γελούσε πια. Ώσπου να ξημερώσει, χτες το πρωί, το νερό είχε μπει σ’ όλες τις τρύπες κι είχε πυκνή ομίχλη. Εμείς βρήκαμε καταφύγιο στο φρουραρχείο εκεί πέρα, πήραμε όμως και μια τρομάρα. Η λίμνη άρχισε να ξεχειλίζει και να χύνεται στην παλιά στοά και το νερό άρχισε ν’ ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλοπάτια. Νομίζαμε πως θα παγιδευόμαστε σαν Ορκ στην τρύπα· αλλά βρήκαμε μια περιστροφική σκάλα στο πίσω μέρος του κελαριού που μας έβγαλε στην κορφή της καμάρας. Δυσκολευτήκαμε να βγούμε, γιατί τα περάσματα ήταν ετοιμόρροπα και μισοκλεισμένα από πεσμένες πέτρες κοντά στην κορφή. Εκεί καθίσαμε ψηλότερα απ’ τα νερά της πλημμύρας και παρακολουθήσαμε τον καταποντισμό του Ίσενγκαρντ. Οι Εντ εξακολούθησαν να ρίχνουν μέσα όλο και περισσότερο νερό, ώσπου όλες οι φωτιές έσβησαν κι όλες οι σπηλιές πλημμύρισαν. Οι ομίχλες αργά αργά μαζεύτηκαν και σχημάτισαν μια τεράστια συννεφένια ομπρέλα — θα πρέπει να είχε ένα μίλι ύψος. Το δειλινό σχηματίστηκε ένα πολύ μεγάλο ουράνιο τόξο στους ανατολικούς λόφους. Ύστερα το ηλιοβασίλεμα το έσβησε μια πηχτή Βροχή στις βουνοπλαγιές. Τα πάντα ησύχασαν. Πολύ μακριά, μερικοί λύκοι ούρλιαζαν πένθιμα. Μες στη νύχτα οι Εντ σταμάτησαν τα νερά κι έστειλαν τον Ίσεν πίσω στην παλιά του κοίτη. Κι έτσι τέλειωσαν όλα.
»Από τότε το νερό χαμηλώνει ξανά. Θα πρέπει να υπάρχουν διέξοδοι κάπου στις σπηλιές βαθιά, νομίζω. Αν ο Σάρουμαν κρυφοκοιτάζει από κάποιο απ’ τα παράθυρά του, θα πρέπει να του φαίνονται ανακατεμένα και θλιβερά χαλάσματα. Εμείς νιώθαμε πολύ μόνοι. Δε φαινόταν ούτε ένας Εντ για να κουβεντιάσουμε σ’ όλον τούτο το χαλασμό· και δεν είχαμε κανένα νέο. Περάσαμε τη νύχτα στην κορφή εκεί πάνω απ’ την καμάρα, αλλά έκανε κρύο κι υγρασία και δεν κοιμηθήκαμε. Είχαμε το αίσθημα πως οτιδήποτε μπορούσε να συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Ο Σάρουμαν βρίσκεται ακόμα στον πύργο του. Ακούστηκε ένας θόρυβος τη νύχτα, σαν ν’ ανέβαινε άνεμος στην κοιλάδα. Νομίζω πως οι Εντ και οι Χούορν, που είχαν φύγει, επέστρεφαν τότε· αλλά πού έχουν πάει όλοι τους τώρα, δεν ξέρω. Το πρωινό ήταν ομιχλιασμένο και υγρό όταν κατεβήκαμε κάτω και ρίξαμε πάλι μια ματιά, αλλά δε βρήκαμε κανέναν. Κι αυτά είναι σχεδόν όλα όσα έχουμε να πούμε. Τώρα, φαίνονται σχεδόν ειρηνικά ύστερα απ’ όλη την αναστάτωση. Και, κάπως, πιο σίγουρα επίσης, αφότου γύρισε ο Γκάνταλφ. Θα μπορούσα να κοιμηθώ!
Όλοι σώπασαν για λίγο. Ο Γκίμλι ξαναγέμισε την πίπα του.
— Για ένα πράγμα αναρωτιέμαι ακόμα, είπε — καθώς την άναβε με το τσακμάκι του και την ίσκα — ο Φιδόγλωσσος. Είπατε στο Θέοντεν πως είναι με το Σάρουμαν. Πώς βρέθηκε εκεί;
— Α, ναι, τον ξέχασα, είπε ο Πίπιν. Δεν έφτασε εδώ παρά σήμερα το πρωί. Μόλις είχαμε ανάψει τη φωτιά και είχαμε φάει κάτι για πρωινό, να σου πάλι ο Δεντρογένης. Τον ακούσαμε να κάνει χουμ-χομ απέξω και να φωνάζει τα ονόματά μας.
»“Πέρασα μια βόλτα να δω πώς τα πάτε, νεαροί μου, είπε, και να σας φέρω νέα. Οι Χούρον γύρισαν πίσω. Όλα είναι εντάξει· ναι, πάρα πολύ εντάξει! γέλασε και χτύπησε τα πόδια του με τις παλάμες. Δεν έχει πια Ορκ στο Ίσενγκαρντ, ούτε τσεκούρια! Κι απ’ το Νοτιά θα μας έρθει κόσμος πριν προχωρήσει πολύ η μέρα· κάποιοι που θα χαρείτε να τους δείτε.”
»Δεν είχε καλά καλά τελειώσει κι ακούσαμε ποδοβολητά στο δρόμο. Ορμήσαμε έξω στις πύλες κι εγώ στάθηκα κι αγνάντευα, μισοπεριμένοντας να δω το Γοργοπόδαρο και τον Γκάνταλφ να καταφτάνουν επικεφαλής στρατού. Αλλά μέσ’ απ’ τις ομίχλες φάνηκε ένας καβαλάρης πάνω σ’ ένα γέρικο κουρασμένο άλογο· κι αυτός ο ίδιος έμοιαζε κάπως με αλλόκοτο και διεστραμμένο πλάσμα. Δεν είχε έρθει κανείς άλλος. Όταν βγήκε απ· την ομίχλη κι είδε ξαφνικά όλον το χαλασμό και τα ερείπια μπροστά του. στάθηκε με το στόμα ορθάνοιχτο, και η όψη του πρασίνισε. Ήταν τόσο σαστισμένος, που δε φάνηκε να μας πρόσεξε στην αρχή. Όταν μας είδε, έβγαλε μια φωνή και προσπάθησε να στρίψει το άλογό του και να φύγει. Αλλά ο Δεντρογένης έκανε τρεις δρασκελιές, άπλωσε το μακρύ του χέρι και τον έβγαλε από τη σέλα. Το άλογό του το έβαλε στα πόδια απ’ τον τρόμο του κι αυτός χαμοκυλίστηκε δουλικά. Έλεγε πως ήταν ο Γκρίμα, ο φίλος και σύμβουλος του βασιλιά και πως είχε έρθει με σπουδαία μηνύματα απ’ το Θέοντεν για το Σάρουμαν.
»“Κανείς άλλος δεν τολμούσε να ταξιδέψει στον κάμπο έτσι που ήταν γεμάτος βρομερούς Ορκ, έλεγε, και γι’ αυτό έστειλαν εμένα. Κι έκανα αυτό το επικίνδυνο ταξίδι και είμαι πεινασμένος και κουρασμένος. Και αναγκάστηκα να λοξοδρομήσω στο βοριά, γιατί με κυνήγησαν λύκοι.”
»Πήρε το μάτι μου τις λοξές ματιές που έριχνε στο Δεντρογένη και είπα μέσα μου “ψεύτη”. Ο Δεντρογένης τον κοίταξε με τον αργό κι αβίαστο τρόπο του αρκετά λεπτά, ώσπου ο άθλιος στριφογύριζε σαν το σκουλήκι χάμω. Ύστερα τέλος είπε:
»“Χα, χμ, σε περίμενα, κύριε Φιδόγλωσσε.” Ο άνθρωπος τινάχτηκε σαν άκουσε εκείνο το όνομα. “Σε πρόλαβε ο Γκάνταλφ. Έτσι ξέρω τόσα για σένα, όσα χρειάζομαι και ξέρω τι να σε κάνω. Να βάλω όλα τα ποντίκια στην ίδια φάκα, είπε ο Γκάνταλφ· κι αυτό θα κάνω. Τώρα εγώ είμαι ο αφέντης του Ίσενγκαρντ, αλλά ο Σάρουμαν είναι κλειδωμένος στον πύργο του· κι εσύ μπορείς να πας εκεί και να του δώσεις όσα μηνύματα θέλεις.”
»“Άσε με, άσε με! είπε ο Φιδόγλωσσος. Τον ξέρω το δρόμο.”
»“Τον ήξερες το δρόμο, δεν αμφιβάλλω, είπε ο Δεντρογένης. Αλλά η κατάσταση εδώ έχει κάπως αλλάξει. Πήγαινε να δεις!”
»Άφησε το Φιδόγλωσσο κι αυτός πέρασε κουτσαίνοντας την καμάρα, μ’ εμάς από πίσω, ώσπου βρέθηκε μέσα στο δακτύλιο και μπορούσε να δει όλη την πλημμύρα ανάμεσα σ’ αυτόν και στο Όρθανκ. Τότε γύρισε σ’ εμάς.
“Αφήστε με να φύγω! κλαψούρισε. Αφήστε με να φύγω! Τα μηνύματά μου είναι άχρηστα τώρα.”
»“Και, βέβαια, είναι, είπε ο Δεντρογένης. Αλλά σου μένουν δύο να διαλέξεις: ή να μείνεις μαζί μου ώσπου ο Γκάνταλφ κι ο αφέντης σου να φτάσουν ή να περάσεις το νερό. Τι προτιμάς;”
»Ο άνθρωπος ανατρίχιασε όταν άκουσε ν’ αναφέρουν τον αφέντη του κι έβαλε το ένα πόδι στο νερό· αλλά τραβήχτηκε πίσω.
»“Δεν ξέρω κολύμπι”, είπε.
»“Το νερό δεν είναι βαθύ, είπε ο Δεντρογένης. Είναι βρόμικο, αλλά αυτό δε θα σε βλάψει, κύριε Φιδόγλωσσε. Μπρος μέσα!”
»Κι έτσι ο άθλιος μπήκε παραπατώντας στα νερά. Του έφτασαν σχεδόν ως το λαιμό κι ύστερα ξεμάκρυνε και δεν μπορούσα να τον δω. Την τελευταία φορά που τον είδα, ήταν κολλημένος σ’ ένα παλιοβάρελο ή κάποιο κομμάτι ξύλο. Αλλά ο Δεντρογένης είχε μπει στο νερό πίσω του και τον παρακολουθούσε.
»“Λοιπόν, μπήκε μέσα, είπε όταν γύρισε. Τον είδα να σέρνεται στις σκάλες σαν βρεγμένος ποντικός. Είναι ακόμα κάποιος μέσα στον πύργο — ένα χέρι βγήκε και τον τράβηξε μέσα. Κι έτσι τώρα είναι μέσα κι ελπίζω το καλωσόρισμα να ήταν όπως του αρέσει. Τώρα πρέπει να πάω να ξεπλυθώ από τη γλίτσα. Θα βρίσκομαι πέρα στη βορινή πλευρά, αν θελήσει κάποιος να με δει. Δεν έχει καθαρό νερό εδώ κάτω για να πιουν ή να πλυθούν Εντ. Γι’ αυτό θα παρακαλέσω τους δυο σας να φυλάξετε στην πύλη γι’ αυτούς που έρχονται. Και το νου σας, γιατί θα είναι ο Άρχοντας των Λιβαδιών του Ρόαν! Πρέπει να τον καλωσορίσετε όσο πιο καλά μπορείτε — οι άντρες του έδωσαν μεγάλη μάχη με τους Ορκ. Μπορεί και να ξέρετε το σωστότερο τρόπο να υποδεχτείτε με ανθρώπινες φιλοφρονήσεις έναν τέτοιον άρχοντα, καλύτερα από τους Εντ. Στη διάρκεια της ζωής μου έχουν αλλάξει πολλοί άρχοντες στα πράσινα λιβάδια και ποτέ μου δεν έμαθα τη γλώσσα τους ή τα ονόματά τους. Θα θέλουν ανθρώπινη τροφή κι εσείς ξέρετε απ’ αυτά, φαντάζομαι. Γι’ αυτό βρείτε ό,τι νομίζετε πως είναι τροφή κατάλληλη για ένα βασιλιά, αν μπορείτε.”
»Κι αυτό είναι το τέλος της ιστορίας. Αν και θα ’θελα να ξέρω ποιος είναι αυτός ο Φιδόγλωσσος. Ήταν στ’ αλήθεια σύμβουλος του βασιλιά;
— Ναι, ήταν, είπε ο Άραγκορν κι ήταν ακόμα ο υπηρέτης κι ο κατάσκοπος του Σάρουμαν στο Ρόαν. Η μοίρα δεν του φέρθηκε καλύτερα απ’ ό,τι αξίζει. Το θέαμα της καταστροφής όλων αυτών που τα νόμιζε δυνατά και θαυμαστά θα πρέπει να του ήταν σχεδόν αρκετή τιμωρία. Αλλά φοβάμαι πως τον περιμένουν χειρότερα.
— Ναι, δε φαντάζομαι πως ο Δεντρογένης τον έστειλε στο Όρθανκ απ’ την καλή του την καρδιά, είπε ο Μέρι. Έδειχνε μάλλον άγρια ευχαριστημένος με όλη την υπόθεση και γελούσε κάτω απ’ τα μουστάκια του όταν έφυγε για να κάνει το μπάνιο του και να πιει το ποτό του. Ύστερα είχαμε πολλή δουλειά, ψάχνοντας στα ναυάγια κι ανασκαλεύοντας εδώ κι εκεί. Βρήκαμε δυο τρεις αποθήκες σε διαφορετικά σημεία εδώ κοντά ψηλότερα απ’ τη στάθμη του νερού της πλημμύρας. Αλλά ο Δεντρογένης έστειλε μερικούς Εντ και πήραν ένα σωρό πράγματα.
»“Θέλουμε ανθρώπινη τροφή για είκοσι πέντε”, είπαν οι Εντ, έτσι βλέπετε πως κάποιος είχε μετρήσει προσεχτικά την ομάδα σας πριν φτάσετε. Εσάς τους τρεις είναι φανερό πως υπολόγισαν πως θα πάτε με τους επίσημους. Αλλά δε θα είχατε περάσει καλύτερα. Κρατήσαμε απ’ όλα όσα στείλαμε, σας το υπόσχομαι. Και καλύτερα, γιατί δε στείλαμε πιοτό.
»“Τι θα γίνει για πιοτό;” είπα στους Εντ.
»“Έχει το νερό του Ίσεν, είπαν, κι αυτό είναι αρκετά καλό και για τους Εντ και για τους Ανθρώπους.” Αλλά ελπίζω οι Εντ να βρήκαν καιρ να φτιάξουν κανένα απ’ τα ποτά τους απ’ τις βουνίσιες πηγές και \ δούμε τη γενειάδα του Γκάνταλφ σγουρή όταν γυρίσει. Σαν έφυγα οι Εντ, νιώθαμε κουρασμένοι και πεινασμένοι. Αλλά δεν παραπονιόμαστε — οι κόποι μας είχαν αμειφθεί με το παραπάνω. Ήταν τότε που ψάχναμε για ανθρώπινη τροφή που ο Πίπιν ανακάλυψε το καλύτερο μέσα σ’ όλα τα χαλάσματα, εκείνα τα βαρέλια Χορνμπλόουερ.
»“Το πιπόχορτο είναι καλύτερο μετά το φαγητό”, είπε ο Πίπιν έτσι δημιουργήθηκε η κατάσταση.
— Τώρα τα καταλάβαμε όλα εντελώς, είπε ο Γκίμλι.
— Όλα εκτός από ένα, είπε ο Άραγκορν: φύλλο απ’ τη Νότια Μοίρα στο Ίσενγκαρντ. Όσο πιο πολύ το σκέπτομαι, τόσο πιο περίεργο το βρίσκω. Δεν έχω έρθει ποτέ στο Ίσενγκαρντ, αλλά έχω ταξιδέψει σ’ αυτή την περιοχή και ξέρω καλά τις ερημιές που απλώνονται ανάμεσα στο Ρόαν και στο Σάιρ. Ούτε εμπορεύματα ούτε κόσμος δεν περνάει από κει, εδώ και πολλά χρόνια, τουλάχιστον όχι φανερά. Ο Σάρουμαν έχει κρυφές δοσοληψίες με κάποιον στο Σάιρ, φαντάζομαι. Φιδόγλωσσοι μπορεί να βρεθούν και σε άλλα σπίτια εκτός του Βασιλιά Θέοντεν. Είχε ημερομηνία στα βαρέλια;
— Ναι, είπε ο Πίπιν. Ήταν συγκομιδή του 1417, δηλαδή περσινή· ή μάλλον όχι, προπέρσινη, φυσικά, τώρα — καλή χρονιά.
— Α, καλά, ό,τι κακό κι αν μαγειρευόταν τελείωσε πια, ελπίζω· κι έτσι κι αλλιώς, προς το παρόν, βρίσκεται πολύ μακριά μας, είπε ο Άραγκορν. Όμως νομίζω πως θα το αναφέρω στον Γκάνταλφ, παρ’ όλο που φαίνεται ανάξιο λόγου ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις μεγάλες υποθέσεις.
— Τι να κάνει τώρα άραγε; είπε ο Μέρι. Το απομεσήμερο φεύγει. Πάμε να ρίξουμε μια ματιά! Μπορείς πάντως να μπεις στο Ίσενγκαρντ τώρα, Γοργοπόδαρε, αν θέλεις. Αλλά το θέαμα δεν είναι πολύ ευχάριστο.
Διέσχισαν την ερειπωμένη στοά και στάθηκαν πάνω σ’ ένα σωρό από πέτρες, κοιτάζοντας το σκοτεινό βράχο του Όρθανκ και τα πολλά του παράθυρα, απειλητικό ακόμα παρ’ όλη την καταστροφή που απλωνόταν ολόγυρά του. Τα νερά τώρα είχαν υποχωρήσει σχεδόν όλα. Τόπους τόπους είχαν μείνει σκοτεινές λίμνες, σκεπασμένες με βρόμικους αφρούς και συντρίμμια· αλλά το μεγαλύτερο μέρος του ευρύχωρου δακτύλιου ήταν πάλι γυμνό, ερημωμένο, όλο γλίτσα και πεσμένες πέτρες, σαν βλογιοκομμένο με μαύρες τρύπες και σημειωμένο με κολόνες και στύλους που έγερναν μεθυσμένα δώθε κείθε. Στα χείλια της θρυμματισμένης κούπας είχαν μαζευτεί σωροί ολόκληροι από χαλίκια, λες και τα είχε εκσφενδονίσει εκεί κάποια άγρια καταιγίδα· και πιο πέρα η πράσινη θρασεμένη κοιλάδα ανηφόριζε, σχηματίζοντας ένα μακρύ φαράγγι, ανάμεσα στις σκοτεινές παρυφές των βουνών. Από την απέναντι πλευρά του χερσότοπου είδαν καβαλάρηδες να προχωρούν με προσοχή· έρχονταν απ’ τη βορινή πλευρά κι είχαν πλησιάσει κιόλας το Όρθανκ.
— Να ο Γκάνταλφ με το Θέοντεν και τους άντρες του! είπε ο Λέγκολας. Πάμε να τους βρούμε.
— Προσέχετε πού πατάτε! είπε ο Μέρι. Έχει ξεκολλημένες πλάκες που μπορεί να γυρίσουν προς τα πάνω και να σας ρίξουν σε κανένα λάκκο, αν δεν έχετε το νου σας.
Ακολούθησαν τ’ απομεινάρια του δρόμου που πήγαινε απ’ τις πύλες στο Όρθανκ, προχωρώντας αργά, γιατί οι πλάκες ήταν ραγισμένες και όλο γλίτσα. Οι καβαλάρηδες, βλέποντάς τους να πλησιάζουν, σταμάτησαν στη σκιά του βράχου και τους περίμεναν. Ο Γκάνταλφ προχώρησε μπροστά να τους συναντήσει.
— Λοιπόν, ο Δεντρογένης κι εγώ είχαμε κάτι πολύ ενδιαφέρουσες κουβέντες και καταστρώσαμε και μερικά σχέδια, είπε· κι όλοι μας ξεκουραστήκαμε λιγάκι, που τόσο μας χρειαζόταν. Τώρα πρέπει πάλι να ξεκινήσουμε. Φαντάζομαι πως κι εσείς, σύντροφοι, ξεκουραστήκατε και φρεσκαριστήκατε;
— Βέβαια, είπε ο Μέρι. Αλλά οι κουβέντες μας άρχισαν και τέλειωσαν με καπνό. Κι έτσι είμαστε λιγότερο εχθρικά διατεθειμένοι απέναντι στο Σάρουμαν απ’ ό,τι πριν.
— Ναι; είπε ο Γκάνταλφ. Εγώ πάντως όχι. Και τώρα έχω μια τελευταία δουλειά να κάνω πριν φύγω: πρέπει να κάνω μία αποχαιρετιστήρια επίσκεψη στο Σάρουμαν. Επικίνδυνη και κατά πάσα πιθανότητα άχρηστη· αλλά πρέπει να γίνει. Όσοι θέλετε μπορείτε να έρθετε μαζί μου — αλλά το νου σας! Και μην αστειεύεστε! Δεν είναι ώρα για τέτοια τώρα.
— Εγώ θά ’ρθω, είπε ο Γκίμλι. Θέλω να τον δω και να μάθω αν πραγματικά σου μοιάζει.
— Και πώς θα το μάθεις αυτό, κύριε Νάνε; είπε ο Γκάνταλφ. Ο Σάρουμαν θα μπορούσε να φανεί σαν κι εμένα στα μάτια σου, αν τον Βόλευε έτσι. Κι είσαι ακόμα αρκετά σοφός, ώστε να μπορείς να ξεχωρίζεις όλες του τις μεταμφιέσεις; Λοιπόν, θα δούμε, ίσως. Μπορεί και να ντραπεί να φανερωθεί μπροστά σε τόσα διαφορετικά μάτια μαζί. Αλλά έχω παραγγείλει σ’ όλους τους Εντ να κρυφτούν, κι έτσι ίσως τον πείσουμε να φανερωθεί.
— Και ποιος είναι ο κίνδυνος; ρώτησε ο Πίπιν. Θα μας ρίξει και θα ξεχύσει φωτιά απ’ τα παράθυρά του· ή μπορεί να μας κάνει τίποτα μάγια από μακριά;
— Αυτό το τελευταίο είναι το πιο πιθανό, αν πάτε στην πόρτα του μ’ ανάλαφρη καρδιά, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε τι μπορεί να κάνει ή να διαλέξει να κάνει. Ένα άγριο ζώο όταν το στριμώξεις είναι επικίνδυνο να το πλησιάσεις. Κι ο Σάρουμαν έχει δυνάμεις που ούτε τις φαντάζεστε. Φυλαχτείτε από τη φωνή του!
Έφτασαν τώρα στη βάση του Όρθανκ. Ήταν μαύρη κι ο βράχος γυάλιζε σαν να ήταν βρεγμένος. Οι πολλές όψεις της πέτρας είχαν κοφτερές γωνίες, λες κι είχαν μόλις τώρα πελεκηθεί. Μερικά γδαρσίματα και κάτι μικροσκοπικά ξεφλουδίσματα κοντά στη βάση ήταν όλα κι όλα τα σημάδια που είχε ύστερα από τη μανία των Εντ.
Στην ανατολική πλευρά, ανάμεσα σε δυο παραστάδες, ήταν μια μεγάλη πόρτα, ψηλότερα από τη γη· κι από πάνω της είχε μια μπαλκονόπορτα με παντζούρια κι ένα μπαλκόνι με σιδερένια κάγκελα. Ως το κατώφλι της πόρτας είχε είκοσι εφτά πλατιά σκαλοπάτια, σκαμμένα με κάποια άγνωστη τέχνη απ’ τον ίδιο μαύρο βράχο. Αυτή ήταν η μοναδική είσοδος του πύργου, αλλά πολλά μακρόστενα παράθυρα ήταν κομμένα βαθιά στους θεόρατους τοίχους: κι από κει ψηλά κρυφοκοίταζαν σαν μικροσκοπικά μάτια που αγνάντευαν κατάκορφα. Στην αρχή της σκάλας ο Γκάνταλφ κι ο βασιλιάς ξεπέζεψαν.
— Θ’ ανεβώ εγώ, είπε ο Γκάνταλφ. Έχω ξαναρθεί στο Όρθανκ και ξέρω τον κίνδυνο που διατρέχω.
— Θά ’ρθω κι εγώ, είπε ο βασιλιάς. Είμαι γέρος και δε φοβάμαι κανέναν κίνδυνο πια. Θέλω να μιλήσω στον εχθρό που μου έχει κάνει τόσο κακό. Ο Έομερ θα ’ρθει μαζί μου να βοηθήσει τα γέρικά μου πόδια μη σκοντάψουν.
— Όπως θέλεις, είπε ο Γκάνταλφ. Ο Άραγκορν θα ’ρθει μαζί μου. Οι υπόλοιποι ας μας περιμένουν στη βάση της σκάλας. Θα δουν και θ’ ακούσουν αρκετά, αν έχει τίποτα για να δουν και ν’ ακούσουν.
— Όχι! είπε ο Γκίμλι. Ο Λέγκολας κι εγώ θέλουμε να δούμε από κοντά. Ο καθένας μας αντιπροσωπεύει το λαό του. Θα έρθουμε κι εμείς από πίσω σας.
— Εμπρός, λοιπόν! είπε ο Γκάνταλφ, και μ’ αυτά τα λόγια άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλοπάτια κι ο Θέοντεν στο πλευρό του.
Οι Καβαλάρηδες του Ρόαν κάθονταν ανήσυχοι στ’ άλογά τους, δεξιά κι αριστερά της σκάλας, και κοίταζαν με μάτια σκοτεινά το μεγάλο πύργο ψηλά, γιατί φοβόνταν μήπως πάθει τίποτα ο άρχοντάς τους. Ο Μέρι κι ο Πίπιν κάθισαν στο τελευταίο σκαλοπάτι κι ένιωθαν ασήμαντοι και ανασφαλείς.
— Είναι μισό μίλι όλο γλίτσα από δω ως την πύλη! μουρμούρισε ο Πίπιν. Μακάρι να μπορούσα να ξεγλιστρήσω πίσω στο φρουραρχείο χωρίς να με προσέξουν. Γιατί ήρθαμε εδώ; Δε χρειαζόμαστε.
Ο Γκάνταλφ στάθηκε μπροστά στην πόρτα του Όρθανκ και τη χτύπησε με το ραβδί του. Αντήχησε υπόκωφα.
— Σάρουμαν, Σάρουμαν! φώναξε με δυνατή επιτακτική φωνή. Σάρουμαν, έλα έξω!
Για αρκετή ώρα δεν ερχόταν καμιά απάντηση. Τέλος, η μπαλκονόπορτα πάνω από την πόρτα άνοιξε, αλλά κανείς δε φαινόταν στο σκοτεινό της άνοιγμα.
— Ποιος είναι; είπε μια φωνή. Τι θέλετε; Ο Θέοντεν ξαφνιάστηκε.
— Την ξέρω τούτη τη φωνή, είπε, και καταριέμαι τη μέρα που την πρωτάκουσα.
— Πήγαινε να φωνάξεις το Σάρουμαν, αφού έγινες θαλαμηπόλος του, Γκρίμα Φιδόγλωσσε! είπε ο Γκάνταλφ. Και μη μας καθυστερείς!
Η μπαλκονόπορτα έκλεισε. Περίμεναν. Ξαφνικά μίλησε μια άλλη φωνή, χαμηλή και μελωδική, ο ήχος της και μόνον ήταν μαγεία. Όσοι άκουγαν απροειδοποίητα εκείνη τη φωνή σπάνια μπορούσαν ν’ αναφέρουν τα λόγια που άκουσαν κι αν το κατάφερναν, απορούσαν, γιατί λίγη δύναμη τους έμενε. Κυρίως θυμόντουσαν πως ήταν απόλαυση να την ακούει κανείς να μιλά κι όλα όσα έλεγε φαίνονταν σοφά και λογικά και ξυπνούσε μέσα τους η επιθυμία να συμφωνήσουν αμέσως κι εκείνοι για να φανούν σοφοί κι ίδιοι. Αν μιλούσαν άλλοι, η φωνή τους «[χανόταν σκληρή κι ακαλλιέργητη συγκριτικά· και αν ερχόντουσαν σε αντιλογία με τη φωνή, άναβε θυμός στις καρδιές εκείνων που ήταν μαγεμένοι. Για μερικούς τα μάγια κρατούσαν μόνον όσο η φωνή τούς μιλούσε, κι όταν μιλούσε σε κάποιον άλλο χαμογελούσαν, όπως αυτοί που μαντεύουν το κόλπο του ταχυδακτυλουργού, ενώ οι άλλοι έχουν μείνει με το στόμα ανοιχτό. Για πολλούς ο ήχος της φωνής και μόνον ήταν αρκετός για να τους μαγέψει· αλλά εκείνους που η φωνή κυρίευε, τα μάγια κρατούσαν ακόμα κι όταν βρίσκονταν μακριά και άκουγαν πάντα την απαλή φωνή να τους ψιθυρίζει και να τους προτρέπει. Κανείς όμως δεν έμενε ασυγκίνητος· κανείς δεν μπορούσε να αποδιώξει τις παρακλήσεις και τις διαταγές της χωρίς να καταβάλει προσπάθεια με το μυαλό και τη θέλησή του, για όσο διάστημα ο αφέντης της την είχε κάτω από τον έλεγχο του.
— Λοιπόν; είπε ρωτώντας μαλακά. Γιατί μου ταράζετε την ανάπαυση; Δε θα με αφήσετε ήσυχο ούτε μέρα ούτε νύχτα;
Ο τόνος της ήταν ο τόνος μιας καλοσυνάτης καρδιάς που λυπόταν για παθήματα που δεν τ’ άξιζε.
Κοίταξαν ψηλά, κατάπληκτοι, γιατί δεν τον άκουσαν να έρχεται· κι είδαν μια μορφή να στέκεται στα κάγκελα και να τους κοιτάζει — ένας γέροντας τυλιγμένος σ’ ένα μεγάλο μανδύα, που δεν ξεδιάκρινες εύκολα το χρώμα του, γιατί άλλαζε αν κουνούσαν τα μάτια τους ή αν αυτός σάλευε. Το πρόσωπό του ήταν μακρουλό, με ψηλό μέτωπο, είχε βαθιά σκούρα μάτια, δύσκολο να δεις τα βάθη τους, αν κι η ματιά τους τώρα ήταν σοβαρή και καλοσυνάτη και λίγο κουρασμένη. Τα μαλλιά του και τα γένια του ήταν λευκά, αλλά μαύρες τούφες ακόμα φαίνονταν γύρω απ’ το στόμα και τ’ αυτιά του.
— Μοιάζει, κι όμως δε μοιάζει, μουρμούρισε ο Γκίμλι.
Αλλά ελάτε τώρα, είπε η απαλή φωνή. Τουλάχιστο δύο από σας, σας ξέρω με τ’ όνομά σας. Τον Γκάνταλφ τον ξέρω πολύ καλά για να έχω ελπίδες πως γυρεύει βοήθεια ή συμβουλές εδώ. Αλλά εσύ, Θέοντεν, Άρχοντα του Μαρκ του Ρόαν, ξεχωρίζεις απ’ τ’ αρχοντικά σου σήματα κι ακόμα περισσότερο από την όμορφη φυσιογνωμία του Οίκου του Έορλ. Ω, άξιε γιε του Θένγκελ του Τρισένδοξου! Γιατί δεν ήρθες νωρίτερα σαν φίλος; Εγώ πολύ επιθυμούσα να σε δω, πανίσχυρε βασιλιά των δυτικών χωρών, κι ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια για να σε σώσω απ’ τις άσοφες και κακές συμβουλές που σε ταλαιπωρούν. Είναι άραγε πολύ αργά; Παρ’ όλες τις αδικίες που μου έχουν γίνει, στις οποίες και οι άντρες του Ρόαν — αλίμονο! — έχουν παίξει κάποιο ρόλο, θα μπορούσα και τώρα να σε σώσω, να σε γλιτώσω απ’ την καταστροφή που αναπόφευκτα πλησιάζει, αν εξακολουθήσεις το δρόμο που έχεις πάρει. Και μάλιστα μόνον εγώ μπορώ να σε βοηθήσω τώρα.
Ο Θέοντεν άνοιξε το στόμα του, λες και θα μιλούσε, αλλά δεν είπε τίποτα. Κοίταξε ψηλά το πρόσωπο του Σάρουμαν με τα σκούρα σοβαρά του μάτια, που ήταν στραμμένα επάνω του, κι ύστερα κοίταξε τον Γκάνταλφ δίπλα του· και φάνηκε να διστάζει. Ο Γκάνταλφ δεν κουνήθηκε. Στεκόταν βουβός σαν πέτρα, σαν κάποιος που περιμένει υπομονετικά κάποιο κάλεσμα, που δεν έχει έρθει ακόμα. Οι Καβαλάρηδες αναδεύτηκαν στην αρχή, μουρμουρίζοντας επιδοκιμαστικά στα λόγια του Σάρουμαν κι ύστερα σώπασαν κι αυτοί μαγεμένοι. Τους φάνηκε πως ποτέ ο Γκάνταλφ δεν είχε μιλήσει τόσο όμορφα και καθώς πρέπει στον άρχοντά τους. Τώρα τους φαινόταν αγροίκος και περήφανος στις δοσοληψίες του με το Θέοντεν. Και τις καρδιές τους τις πλάκωσε μια σκιά, ο φόβος μεγάλου κινδύνου — το τέλος του Μαρκ σε μια σκοτεινιά που τους οδηγούσε ο Γκάνταλφ, ενώ ο Σάρουμαν στεκόταν πλάι στην έξοδο κινδύνου, κρατώντας τη μισάνοιχτη, έτσι που μια ακτίνα φωτός περνούσε. Η σιωπή ήταν βαριά.
Ήταν ο Γκίμλι ο νάνος που την έσπασε απότομα:
— Τα λόγια αυτού του μάγου στάθηκαν στα κεφάλια τους, γρύλισε, σφίγγοντας τη λαβή του τσεκουριού του. Στη γλώσσα του Όρθανκ βοήθεια σημαίνει καταστροφή και σωτηρία σημαίνει σφαγή, φως φανάρι. Αλλά δεν ήρθαμε εδώ για να ζητιανέψουμε.
— Ησυχία! είπε ο Σάρουμαν και για μια φευγαλέα στιγμή η φωνή του ήταν λιγότερο μειλίχια κι ένα φως άστραψε κι έσβησε στα μάτια του. Δε μιλώ σ’ εσένα ακόμα, Γκίμλι γιε του Γκλόιν, είπε. Η πατρίδα σου είναι μακριά και λίγο σε αφορούν τα προβλήματα αυτής της χώρας. Αλλά δεν μπλέχτηκες σ’ αυτά από μόνος σου και γι’ αυτό δε σε κατηγορώ για το ρόλο που έπαιξες — με άξιο τρόπο, δεν αμφιβάλλω. Αλλά σε παρακαλώ να μου επιτρέψεις πρώτα να μιλήσω με το Βασιλιά του Ρόαν, το γείτονά μου και κάποτε φίλο μου.
»Τι έχεις να πεις, Βασιλιά Θέοντεν; Θα κάνεις ειρήνη μαζί μου για να πάρεις όλη τη Βοήθεια που η γνώση μου, θεμελιωμένη στ’ αμέτρητα χρόνια, μπορεί να σου προσφέρει; Θα κάνουμε μαζί συμβούλια ενάντια στις κακές μέρες και θα επουλώσουμε τις πληγές μας με τέτοια καλή θέληση, ώστε τα υποστατικά μας να ανθίσουν ωραιότερα παρά ποτέ;
Ο Θέοντεν εξακολουθούσε να μην απαντάει. Και κανείς δεν ήξερε αν πάλευε το θυμό ή την αμφιβολία. Μίλησε ο Έομερ.
— Άρχοντα, άκουσε με! είπε. Τώρα νιώθουμε το θανάσιμο κίνδυνο για τον οποίο μας είχαν προειδοποιήσει. Φτάσαμε ως τη νίκη, μόνο και μόνο για να σταθούμε τέλος ζαλισμένοι μπροστά σ’ ένα γεροψεύτη με μέλι στη διχαλωτή του γλώσσα; Έτσι θα μιλούσε κι ο παγιδευμένος λύκος στα σκυλιά, αν μπορούσε. Τι βοήθεια μπορεί να σου δώσει, αλήθεια; Η μοναδική του επιθυμία είναι να ξεφύγει από τη δύσκολη θέση που βρίσκεται. Αλλά θα διαπραγματευθείς εσύ μ’ αυτόν τον προδότη και το δολοφόνο; Θυμήσου το Θέοντρεντ στα Περάσματα, και τον τάφο του Χάμα στο Φαράγγι του Χελμ.
— Αν μιλάμε για δηλητηριασμένες γλώσσες, τι να πούμε για τη δική σου, φιδόπουλο; είπε ο Σάρουμαν κι η αστραπή του θυμού του φαινόταν τώρα καθαρά. Αλλά έλα, Έομερ γιε του Έομουντ! συνέχισε με τη μαλακή του φωνή ξανά. Κάθε άνθρωπος στο ρόλο του. Δικός σου είναι να είσαι αντρειωμένος στον πόλεμο κι έτσι να κερδίζεις μεγάλες τιμές. Να σκοτώνεις όσους ο άρχοντας σου αποκαλεί εχθρούς και να είσαι ευχαριστημένος. Μην ανακατεύεσαι σε πολιτικές που δεν καταλαβαίνεις. Αλλά ίσως, αν γίνεις βασιλιάς, θα δεις πως πρέπει να διαλέγεις τους φίλους σου με προσοχή. Τη φιλία του Σάρουμαν και τη δύναμη του Όρθανκ δεν μπορείς απερίσκεπτα ν’ απορρίπτεις, οποιαδήποτε παράπονα, αληθινά ή φανταστικά, κι αν προϋπάρχουν. Κέρδισες μια μάχη, όχι όμως και τον πόλεμο — κι αυτή με βοήθεια που δεν μπορούσες να την υπολογίζεις ξανά. Μπορεί και να βρεις τη Σκιά του Δάσους στη δική σου πόρτα την άλλη φορά — είναι αλλοπρόσαλλη κι άλογη και δεν αγαπά τους Ανθρώπους.
»Αλλά, άρχοντα του Ρόαν, πρέπει να με πουν δολοφόνο, επειδή γενναίοι άντρες έπεσαν στη μάχη; Αν κάνεις πόλεμο χωρίς να χρειάζεται, γιατί εγώ δεν τον επιθυμούσα, τότε θα σκοτωθούν κι άντρες. Αλλά, αν γι’ αυτό είμαι δολοφόνος, τότε όλος ο Οίκος του Έορλ είναι βουτηγμένος στις δολοφονίες· γιατί έχουν κάνει πολλούς πολέμους κι έχουν ι:πιτεθεί σε πολλούς που τους αψήφησαν. Όμως, με αρκετούς έκαναν ειρήνη αργότερα, χωρίς να πάθουν τίποτα επειδή έδειξαν πολιτική. Εγώ λέω, Βασιλιά Θέοντεν, θέλεις να συνάψουμε ειρήνη και φιλία, εσύ κι εγώ; Από μας εξαρτάται.
— Θα έχουμε ειρήνη, είπε ο Θέοντεν τέλος, βαριά και με κόπο.
Αρκετοί από τους Καβαλάρηδες φώναξαν χαρούμενα. Ο Θέοντεν σήκωσε το χέρι του.
— Ναι, θα έχουμε ειρήνη, είπε τώρα με καθάρια φωνή, θα έχουμε ειρήνη, όταν όλα σου τα έργα θα έχουν καταστραφεί — μαζί με τα έργα του σκοτεινού σου αφέντη, στον οποίο θέλεις να μας παραδώσεις. Είσαι ψεύτης, Σάρουμαν, και διαφθορέας της καρδιάς των ανθρώπων. Μου απλώνεις το χέρι κι εγώ διακρίνω ένα μόνο δάχτυλο απ’ τα νύχια της Μόρντορ. Σκληρό και παγωμένο! Ακόμα κι αν ο πόλεμός σου εναντίον μου ήταν δίκαιος — που δεν ήταν. γιατί κι αν ήσουν δέκα φορές σοφότερος δε θα είχες το δικαίωμα να κυβερνάς εμένα και τους δικούς μου για το δικό σου όφελος, όπως επιθυμούσες — ακόμα και τότε, τι μπορείς να πεις για τις φωτιές στο Γουέστφολντ και τα νεκρά παιδιά εκεί; Κατακερμάτισαν το κορμί του Χάμα μπροστά στις πύλες του Φρουρίου της Σάλπιγγας, ενώ ήταν κιόλας νεκρός. Όταν θα κρέμεσαι απ’ τη θηλιά στο παράθυρο σου για να διασκεδάζουν τα κοράκια σου, τότε θα κάνω ειρήνη μαζί σου και με το Όρθανκ. Αυτά απ’ τον Οίκο του Έορλ. Εγώ είμαι ανάξιος απόγονος μεγάλων προγόνων, αλλά δεν έχω ανάγκη να σου γλείφω τα χέρια. Ψάξε αλλού. Αλλά φοβάμαι πως η φωνή σου έχει χάσει τη μαγεία της.
Οι Καβαλάρηδες κοίταξαν το Θέοντεν σαν να ξύπνησαν απότομα από όνειρο. Τραχιά σαν γέρικου κορακιού αντηχούσε στ’ αυτιά τους η φωνή του άρχοντά τους, ύστερα από τη μουσική του Σάρουμαν. Αλλά ο Σάρουμαν για λίγο ήταν εκτός εαυτού απ’ το θυμό του. Έγειρε πάνω από τα κάγκελα, λες και θα χτυπούσε το Βασιλιά με το ραβδί του. Σε μερικούς φάνηκε να είδαν ένα φίδι να κουλουριάζεται για να χτυπήσει.
— Θηλιές και κοράκια! σφύριξε κι ανατρίχιασαν με την απαίσια αλλαγή. Γεροξεκούτη! Τι είναι το παλάτι του Έορλ; Ένας αχυροσκεπασμένος στάβλος, που ληστές μπεκροπίνουν μέσα στην μπόχα και τα παλιόπαιδά τους κυλιούνται χάμω με τα σκυλιά! Αυτοί είναι που γλίτωσαν για πολύν καιρό την κρεμάλα. Αλλά ο βρόχος πλησιάζει και τραβιέται αργά, ώσπου να σφίξει για τα καλά στο τέλος. Κρεμαστείτε αν θέλετε! — τώρα η φωνή του άλλαξε, καθώς σιγά σιγά κυριάρχησε στον εαυτό του. Δεν ξέρω πού βρίσκω την υπομονή και κουβεντιάζω μαζί σου. Γιατί δε σε χρειάζομαι, εσένα και το μπουλούκι σου, που είσαστε το ίδιο γρήγοροι στην υποχώρηση, όσο και στην επίθεση, Θέοντεν Αλογαφέντη. Από πολύ παλιά σου έχω προσφέρει τιμή και θέση παραπάνω από την αξία σου και την εξυπνάδα σου. Σου τα πρόσφερα ξανά, τώρα, έτσι ώστε αυτοί που κακοκυβερνάς να δουν πως υπάρχει κι άλλος δρόμος. Εσύ μου ανταποδίδεις λόγια καυχησιάρικα και βρισιές. Ας γίνει έτσι. Γυρίστε πίσω στα καλύβια σας!
»Αλλά εσύ, Γκάνταλφ! Για σένα τουλάχιστο λυπάμαι, ντρέπομαι το χάλι σου. Πώς και αντέχεις τέτοια συντροφιά; Γιατί είσαι περήφανος, Γκάνταλφ — και όχι χωρίς λόγο, γιατί έχεις μεγαλοσύνη και μάτια που βλέπουν και μακριά και βαθιά. Ούτε και τώρα δε θ’ ακούσεις τη συμβουλή μου;
Ο Γκάνταλφ αναδεύτηκε και κοίταξε ψηλά.
— Τι έχεις να πεις που δεν το ’πες στην τελευταία μας συνάντηση; ρώτησε. Ή, μήπως, έχεις ν’ ανακαλέσεις τίποτα;
Ο Σάρουμαν κοντοστάθηκε.
«Να ανακαλέσω;» συλλογίστηκε, σαν ν’ απορούσε.
— Να ανακαλέσω; Εγώ έβαλα όλη μου τη δύναμη να σε συμβουλέψω για το καλό σου, αλλά ούτε που με άκουσες. Είσαι περήφανος και δεν αγαπάς τις συμβουλές, γιατί πραγματικά έχεις αποθέματα δικής σου σοφίας. Αλλά σ’ εκείνη την περίπτωση έκανες λάθος, νομίζω, παρεξηγώντας θεληματικά τις προθέσεις μου. Φοβάμαι πως, στη βιασύνη μου να σε πείσω, έχασα την υπομονή μου. Και, στ’ αλήθεια, λυπάμαι γι’ αυτό. Γιατί δε σου κράτησα κακία· και ακόμα και τώρα δε σου κρατώ, αν κι έρχεσαι σ’ εμένα με τη συνοδεία ανθρώπων βίαιων κι ανήξερων. Αλλά πώς να το κάνω; Δεν είμαστε μέλη μιας υψηλής κι αρχαίας τάξης, της πιο εξαίρετης στη Μέση-γη; Η φιλία μας θα είναι κέρδος και για τους δυο. Πολλά θα μπορούσαμε ακόμα να πετύχουμε μαζί, για να διορθώσουμε τον κόσμο. Έλα να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο και να ξεχάσουμε αυτούς τους παρακατιανούς! Άφησέ τους να περιμένουν τις αποφάσεις μας! Για το κοινό καλό είμαι πρόθυμος να παραβλέψω το παρελθόν και να σε δεχτώ. Δε θέλεις να κάνουμε συμβούλιο; Δε θέλεις να έρθεις επάνω;
Τόσο μεγάλη ήταν η δύναμη που άσκησε ο Σάρουμαν στην τελευταία του προσπάθεια, που κανείς, απ’ όσους άκουγαν, δεν έμεινε ασυγκίνητος. Τώρα όμως η μαγεία ήταν εντελώς διαφορετική. Ακουγαν τη μαλακή επίπληξη ενός καλοκάγαθου βασιλιά στον πλανημένο αλλά πολυαγαπημένο του υπουργό. Κι αυτοί βρίσκονταν απέξω, ακούγοντας απ’ την πόρτα λόγια που δεν προορίζονταν γι’ αυτούς — ανάγωγα παιδιά ή ανόητοι υπηρέτες που κρυφάκουγαν την ακατανόητη συζήτηση των μεγαλυτέρων τους κι αναρωτιόντουσαν τι επιπτώσεις θα είχε γι’ αυτούς. Εκείνοι οι δύο ήταν φτιαγμένοι ανώτεροι: σεβαστοί και σοφοί. Ήταν αναπόφευκτο να συμμαχήσουν. Ο Γκάνταλφ θ’ ανέβαινε στον πύργο να συζητήσει βαθυστόχαστα θέματα, ακατανόητα γι’ αυτούς, στις ψηλές αίθουσες του Όρθανκ. Η πόρτα θα ’κλεινε κι εκείνοι θα έμεναν απέξω, αποδιωγμένοι, περιμένοντας να τους ορίσουν δουλειά ή τιμωρία. Ακόμα και στο μυαλό του Θέοντεν σχηματίστηκε η σκέψη, σαν σκιά αμφιβολίας: «Θα μας προδώσει· θα πάει — κι εμείς θα χαθούμε».
Τότε ο Γκάνταλφ γέλασε. Η φαντασία διαλύθηκε σαν συννεφάκι καπνού.
— Σάρουμαν, Σάρουμαν! είπε ο Γκάνταλφ, εξακολουθώντας να γελάει. Σάρουμαν, πήρες λάθος δρόμο στη ζωή. Θα έπρεπε να είχες γίνει ο γελωτοποιός του βασιλιά και να κέρδιζες το ψωμί σου και τον τίτλο σου με το να μιμείσαι τους συμβούλους του. Αχ! έσκασα στα γέλια! -σταμάτησε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα γέλια του. Να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο; Πολύ φοβάμαι πως δεν μπορείς να με καταλάβεις πια. Αλλά εσένα, Σάρουμαν, σε καταλαβαίνω τώρα, από μέσα κι απέξω. Θυμάμαι, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι φαντάζεσαι, όλα σου τα επιχειρήματα και τα έργα. Τότε που για τελευταία φορά σε είχα επισκεφθεί, ήσουν ο δεσμοφύλακας της Μόρντορ κι εκεί σκόπευες να με στείλεις. Όχι, ο φιλοξενούμενος που δραπέτευσε από τη στέγη θα το σκεφθεί καλά πριν ξαναπεράσει από την πόρτα. Όχι, δε νομίζω πως θ’ ανέβω επάνω. Αλλά άκουσε, Σάρουμαν, για τελευταία φορά! Δε θέλεις να κατεβείς εσύ; Το Ίσενγκαρντ αποδείχτηκε λιγότερο ισχυρό απ’ ό,τι το έκαναν η ελπίδα και η φαντασία σου. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με άλλα πράγματα, που εσύ ακόμα εμπιστεύεσαι. Δε θα ήταν καλά να φύγεις από δω για λίγο; Να στραφείς σε καινούρια πράγματα, ίσως; Σκέψου καλά, Σάρουμαν! Δε θέλεις να κατεβείς;
Μια σκιά πέρασε απ’ το πρόσωπο του Σάρουμαν ύστερα έγινε άσπρο σαν του νεκρού. Πριν προλάβει να το κρύψει, είδαν πίσω από τη μάσκα την αγωνία ενός μυαλού που αμφιβάλλει, που σιχαινόταν να μείνει κι έτρεμε ν’ αφήσει το καταφύγιο του. Για μια στιγμή δίστασε και κανείς δεν ανάσαινε. Ύστερα μίλησε και η φωνή του ήταν παγωμένη και τσιριχτή. Η περηφάνια και το μίσος τον νίκησαν.
— Δε θέλω να κατέβω; κορόιδεψε. Κατεβαίνει ο άοπλος να κουβεντιάσει με ληστές έξω από την πόρτα του; Μπορώ και σ’ ακούω πολύ καλά από δω. Δεν είμαι ανόητος και δε σου έχω εμπιστοσύνη, Γκάνταλφ. Δε στέκονται φανερά στο κατώφλι μου, αλλά ξέρω πως οι άγριοι δαίμονες του δάσους παραμονεύουν, σύμφωνα με τις διαταγές σου.
— Οι προδότες είναι πάντα δύσπιστοι, απάντησε ο Γκάνταλφ κουρασμένα. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς για το τομάρι σου. Δεν επιθυμώ να σε σκοτώσω ή να σε βλάψω, όπως θα ’πρεπε να το ξέρεις, αν με καταλάβαινες στ’ αλήθεια. Κι έχω τη δύναμη να σε προστατέψω. Σου δίνω μια τελευταία ευκαιρία. Μπορείς να φύγεις από το Όρθανκ ελεύθερος — αν διαλέξεις.
— Πολύ ωραία τα λες, κορόιδεψε ο Σάρουμαν. Πολύ στον τόνο του Γκάνταλφ του Γκρίζου — τόσο συγκαταβατικός και τόσο καλοπροαίρετος. Δεν αμφιβάλλω πως θα έβρισκες το Όρθανκ πολύ θολικό και πολύ ξυπηρετική την αναχώρησή μου. Αλλά γιατί να επιθυμώ να φύγω; Και τι εννοείς «ελεύθερος»; Φαντάζομαι θα υπάρχουν όροι;
— Τους λόγους για να φύγεις μπορείς να τους δεις απ’ τα παράθυρά σου, απάντησε ο Γκάνταλφ. Κι αν σκεφτείς, θα βρεις κι άλλους. Οι υπηρέτες σου έχουν αφανιστεί και σκορπίσει· έχεις κάνει τους γείτονές σου εχθρούς· κι έχεις εξαπατήσει τον καινούριο σου κύριο ή προσπάθησες να το κάνεις. Όταν στραφεί το μάτι του κατά δω, θα είναι το κόκκινο μάτι της οργής. Αλλά, όταν λέω «ελεύθερος», εννοώ «ελεύθερος» — ελεύθερος από δεσμά, αλυσίδες ή διαταγές: να πας όπου θέλεις, ακόμα ακόμα και στη Μόρντορ, Σάρουμαν, αν το επιθυμείς. Πρώτα όμως θα μου παραδώσεις το κλειδί του Όρθανκ και το ραβδί σου. Αυτά θα είναι οι υποθήκες της καλής συμπεριφοράς σου, που θα σου επιστραφούν αργότερα, αν τ’ αξίζεις.
Το πρόσωπο του Σάρουμαν μαυροκιτρίνισε, αλλοιώθηκε από τη λύσσα κι ένα κόκκινο φως άναψε στα μάτια του. Γέλασε άγρια.
— Αργότερα! κι η φωνή του έγινε ουρλιαχτό. Αργότερα! Ναι, όταν θα έχεις και τα Κλειδιά του ίδιου του Μπαράντ-ντουρ, φαντάζομαι· και τις κορόνες των εφτά βασιλιάδων και τα ραβδιά των Πέντε Μάγων, κι έχεις αγοράσει για τον εαυτό σου ένα ζευγάρι μπότες πολλά νούμερα μεγαλύτερες απ’ ό,τι φοράς τώρα. Πολύ μετριοπαθές σχέδιο. Σχέδιο που δε χρειάζεται τη βοήθειά μου! Εγώ έχω άλλα πράγματα να κάνω. Μην είσαι ανόητος. Αν θέλεις να συνεννοηθείς μαζί μου, όσο έχεις την ευκαιρία, φύγε κι έλα ξανά όταν θα είσαι ξεμέθυστος! Και παράτα όλους τούτους τους αντεροβγάλτες και ανάξιους αλήτες που κρέμονται στην ουρά σου! Καλημέρα!
Γύρισε κι έφυγε από το μπαλκόνι.
— Έλα πίσω, Σάρουμαν! είπε ο Γκάνταλφ με φωνή προστακτική. Με έκπληξη οι άλλοι είδαν πως ο Σάρουμαν ξαναγύρισε και, σαν να τον τραβούσαν παρά τη θέλησή του, ήρθε πίσω στα σιδερένια κάγκελα, γέρνοντας πάνω τους και ανασαίνοντας βαριά. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ρυτίδες κι είχε σουρώσει. Το χέρι του έσφιγγε το βαρύ μαύρο του ραβδί, όμοιο αρπακτικού πουλιού.
— Δε σου έδωσα άδεια να φύγεις, είπε ο Γκάνταλφ αυστηρά. Δεν τελείωσα. Έγινες ανόητος, Σάρουμαν, και αξιολύπητος. Είχες τον καιρό να αφήσεις τις ανοησίες σου και το κακό και να προσφέρεις υπηρεσίες. Αλλά προτιμάς να μείνεις και να αναμασάς τις άκρες των παλιών σου σχεδίων. Μείνε λοιπόν. Αλλά σε προειδοποιώ, δε θα βγεις έξω εύκολα πάλι. Εκτός και τα μαύρα χέρια της Ανατολής απλωθούν και σε πάρουν. Σάρουμαν! — φώναξε κι η φωνή του πήρε μεγαλύτερη δύναμη και κύρος. Δες, δεν είμαι ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος που τον πρόδωσες. Είμαι ο Γκάνταλφ ο Λευκός, που γύρισε απ’ το θάνατο. Τώρα εσύ δεν έχεις χρώμα κι εγώ σε καθαιρώ από την τάξη μας και από το Συμβούλιο.
Σήκωσε το χέρι του και μίλησε αργά με καθαρή παγωμένη φωνή:
— Σάρουμαν, το ραβδί σου έσπασε.
Ακούστηκε ένα κρακ και το ραβδί στο χέρι του Σάρουμαν σκίστηκε από πάνω ως κάτω και η κεφαλή του έπεσε στα πόδια του Γκάνταλφ.
— Πήγαινε! είπε ο Γκάνταλφ.
Με μια κραυγή ο Σάρουμαν πισωπάτησε και σύρθηκε μέσα. Εκείνη τη στιγμή ένα βαρύ γυαλιστερό πράγμα εκσφενδονίστηκε από ψηλά. Εξοστρακίστηκε στα σιδερένια κάγκελα, την ώρα που έφευγε ο Σάρουμαν και, περνώντας κοντά απ’ το κεφάλι του Γκάνταλφ, έπεσε στο σκαλοπάτι που στεκόταν. Το κάγκελο αντιβούισε κι έσπασε. Το σκαλοπάτι ράγισε και κομματιάστηκε μ’ αστραφτερές σπίθες. Η μπάλα όμως δεν έπαθε τίποτα — συνέχισε να κατρακυλάει τα σκαλιά, μια κρυστάλλινη σφαίρα, σκουρόχρωμη, που όμως ακτινοβολούσε πύρινη στην καρδιά. Καθώς έπεφτε πηδώντας ίσια σε μια λιμνούλα, ο Πίπιν έτρεξε πίσω της και τη σήκωσε.
— Τον άθλιο δολοφόνο! ξεφώνισε ο Έομερ. Αλλά ο Γκάνταλφ δεν ταράχτηκε.
— Όχι, αυτό δεν το έριξε ο Σάρουμαν, είπε· ούτε το είχε προστάξει, νομίζω. Έπεσε από ένα παράθυρο ψηλότερα. Μια αποχαιρετιστήρια αλλά άστοχη βολή από τον κύριο Φιδόγλωσσο, φαντάζομαι.
— Ίσως να μη σημάδεψε καλά, γιατί δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιον μισούσε περισσότερο, εσένα ή το Σάρουμαν, είπε ο Άραγκορν.
— Μπορεί και να ’ναι έτσι, είπε ο Γκάνταλφ. Λίγη παρηγοριά θα βρουν ο ένας στη συντροφιά του άλλου — θα τρώγονται με τα λόγια. Αλλά η τιμωρία είναι δίκαιη. Αν ποτέ βγει ζωντανός από το Όρθανκ ο Φιδόγλωσσος, θα είναι τυχερός περισσότερο απ’ ό,τι του αξίζει.
»Εδώ, νεαρέ μου, εγώ θα το πάρω αυτό! Δε σου ζήτησα να το πιάσεις, φώναξε, γυρίζοντας απότομα και βλέποντας τον Πίπιν ν’ ανεβαίνει αργά τα σκαλοπάτια, λες και κουβαλούσε μεγάλο βράχο.
Κατέβηκε να τον συναντήσει και πήρε βιαστικά τη σκοτεινή σφαίρα από το χόμπιτ και την τύλιξε στις πτυχές του μανδύα του.
— Θα το αναλάβω εγώ αυτό, είπε. Δεν είναι κάτι, φαντάζομαι, που ο Σάρουμαν θα διάλεγε να πετάξει.
— Μπορεί, όμως, να έχει κι άλλα πράγματα να ρίξει, είπε ο Γκίμλι. Αν τέλειωσε η διαπραγμάτευση, ας πάμε τουλάχιστον εκτός θολής!
— Τελείωσε, είπε ο Γκάνταλφ. Πάμε.
Γύρισαν τις πλάτες στις πόρτες του Όρθανκ και κατέβηκαν. Οι καβαλάρηδες καλωσόρισαν με χαρά το βασιλιά και χαιρέτησαν στρατιωτικά τον Γκάνταλφ. Τα μάγια του Σάρουμαν είχαν λυθεί — τον είχαν δει να έρχεται στο κάλεσμα και να σέρνεται φεύγοντας διωγμένος.
— Λοιπόν, έγινε κι αυτό, είπε ο Γκάνταλφ. Τώρα πρέπει να βρω το Δεντρογένη και να του πω πώς πήγαν τα πράγματα.
— Λες δε Θα ’χει μαντέψει; είπε ο Μέρι. Υπήρχε πιθανότητα να τελείωναν κάπως διαφορετικά;
— Όχι μεγάλη, απάντησε ο Γκάνταλφ, αν και παρά τρίχα να ήταν. Είχα όμως τους λόγους μου που προσπάθησα· άλλοι ήταν ανιδιοτελείς και άλλοι όχι και τόσο. Πρώτα πρώτα διαπίστωσε ο Σάρουμαν πως η δύναμη της φωνής του χάνεται. Δεν μπορεί να ’ναι ταυτόχρονα τύραννος και σύμβουλος. Όταν μια συνωμοσία ωριμάσει δε μένει πια κρυφή. Έπεσε όμως στην παγίδα και προσπάθησε να αντιμετωπίσει τα θύματά του ένα ένα, ενώ άκουγαν οι άλλοι. Τότε του έδωσα μια τελευταία και δίκαιη ευκαιρία να διαλέξει: ν’ αποκηρύξει τη Μόρντορ και τις προσωπικές του πλεκτάνες και να επανορθώσει το κακό που έκανε βοηθώντας μας τώρα που έχουμε ανάγκη. Ξέρει, όσο κανείς άλλος, τις ανάγκες μας. Θα μπορούσε να είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες. Αλλά προτίμησε να μην τις προσφέρει και να κρατήσει τη δύναμη του Όρθανκ. Δε θέλει να υπηρετήσει, μόνο να διατάζει. Τώρα ζει με το φόβο της σκιάς της Μόρντορ κι ελπίζει ακόμα πως θα ξεπεράσει την καταιγίδα. Δυστυχισμένε ανόητε! Θ’ αφανιστεί, αν η δύναμη της Ανατολής απλώσει τα χέρια της στο Ίσενγκαρντ. Εμείς δεν μπορούμε να καταστρέψουμε το Όρθανκ απέξω, αλλά ο Σόρον — ποιος ξέρει τι μπορεί να κάνει;
— Κι αν ο Σόρον δε νικήσει; Τι θα του κάνεις; ρώτησε ο Πίπιν.
— Εγώ; Τίποτα! είπε ο Γκάνταλφ. Δε θα του κάνω τίποτα. Εγώ δεν επιδιώκω να κυριαρχήσω. Τι θ’ απογίνει; Δεν μπορώ να προβλέψω. Λυπάμαι γιατί κάτι, που ήταν τόσο καλό, τώρα σαπίζει στον πύργο. Πάντως για μας δεν πήγαν άσχημα τα πράγματα. Παράξενα που είναι τα γυρίσματα της τύχης! Πόσο συχνά το μίσος δεν κάνει κακό και στον ίδιο του τον εαυτό! Υποθέτω πως, ακόμα κι αν μπαίναμε στο Όρθανκ, θα βρίσκαμε ελάχιστους θησαυρούς πιο πολύτιμους από αυτό το πράγμα που μας πέταξε ο Φιδόγλωσσος.
Ένα τσιριχτό ξεφωνητό, που κόπηκε απότομα, ακούστηκε από ένα ανοιχτό παράθυρο ψηλά.
— Φαίνεται πως κι ο Σάρουμαν έχει την ίδια γνώμη, είπε ο Γκάνταλφ. Πάμε να τους αφήσουμε!
Επέστρεψαν τώρα στα ερείπια της πύλης. Δεν είχαν καλά καλά προλάβει να περάσουν κάτω από την καμάρα, όταν, ανάμεσα από τις σκιές των σωριασμένων βράχων που είχαν σταθεί, ο Δεντρογένης και καμιά ντουζίνα άλλοι Εντ πλησίασαν. Ο Άραγκορν, ο Γκίμλι κι ο Λέγκολας τους κοίταζαν απορημένοι.
— Να και τρεις από τους συντρόφους μου, Δεντρογένη, είπε ο Γκάνταλφ. Σου έχω μιλήσει γι’ αυτούς, αλλά δεν τους είχες δει ως τώρα.
Είπε τα ονόματά τους ένα ένα.
Ο γερο-Εντ τους κοίταξε πολλή ώρα ερευνητικά και μίλησε στον καθένα με τη σειρά. Τέλος, στράφηκε στο Λέγκολας.
— Έχεις, λοιπόν, έρθει όλο το δρόμο απ’ το Δάσος της Σκοτεινιάς, καλό μου Ξωτικό; Κάποτε ήταν ένα πολύ μεγάλο δάσος.
— Κι ακόμα είναι, είπε ο Λέγκολας. Αλλά όχι και τόσο μεγάλο, ώστε εμείς που ζούμε εκεί να κουραζόμαστε ποτέ να βλέπουμε καινούρια δέντρα. Πολύ θα ήθελα να ταξιδέψω στο Δάσος του Φάνγκορν. Μόλις που μπήκα στις αρχές του και δεν ήθελα να γυρίσω πίσω.
Τα μάτια του Δεντρογένη έλαμψαν από ευχαρίστηση.
— Εύχομαι η επιθυμία σου να εκπληρωθεί, πριν γεράσουν περισσότερο οι λόφοι, είπε.
— Θα έρθω, αν είμαι τυχερός, είπε ο Λέγκολας. Έχω κάνει συμφωνία με το φίλο μου πως, αν όλα πάνε καλά, θα επισκεφθούμε το Φάνγκορν μαζί — με την άδειά σου.
— Όποιο Ξωτικό κι αν έρθει μαζί σου θα είναι καλοδεχούμενο, είπε ο Δεντρογένης.
— Ο φίλος που λέω δεν είναι Ξωτικό, είπε ο Λέγκολας· εννοώ τον Γκίμλι από δω, το γιο του Γκλόιν.
Ο Γκίμλι υποκλίθηκε βαθιά και το τσεκούρι του γλίστρησε από τη ζώνη του κι έπεσε με θόρυβο κάτω.
— Χουμ, χμ! Α, λοιπόν, είπε ο Δεντρογένης, κοιτάζοντάς τον με σκοτεινιασμένα μάτια. Ένας νάνος με τσεκούρι! Χουμ! Συμπαθώ τα Ξωτικά· αλλά πολλά ζητάς. Αυτή η φιλία είναι παράξενη!
— Μπορεί να φαίνεται παράξενη, είπε ο Λέγκολας, αλλά όσο ζει ο Γκίμλι δεν έρχομαι μονάχος στο Φάνγκορν. Το τσεκούρι του δεν είναι για δέντρα, αλλά για λαιμούς Ορκ, ω Φάνγκορν, Αφέντη του Δάσους του Φάνγκορν. Σαράντα δύο έκοψε στη μάχη.
— Χου! Έλα τώρα! είπε ο Δεντρογένης. Αυτή είναι ωραιότερη ιστορία. Λοιπόν, λοιπόν, ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει· και δεν υπάρχει ανάγκη να βιαζόμαστε. Αλλά πρέπει να χωριστούμε για λίγο. Η μέρα πλησιάζει στο τέλος της, όμως ο Γκάνταλφ λέει πως πρέπει να φύγετε πριν νυχτώσει, κι ο Άρχοντας του Μαρκ βιάζεται να πάει στο δικό του σπίτι.
— Ναι, πρέπει να πηγαίνουμε και μάλιστα τώρα, είπε ο Γκάνταλφ. Φοβάμαι πως πρέπει να σου πάρουμε τους φρουρούς της πύλης. Αλλά θα τα καταφέρεις αρκετά καλά και δίχως αυτούς.
— Μπορεί, είπε ο Δεντρογένης. Αλλά θα μου λείψουν. Γίναμε φίλοι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, που νομίζω πως θα πρέπει ν’ άρχισα να γίνομαι βιαστικός — ίσως και να ξανανιώνω. Αλλά να, είναι το πρώτο καινούριο πράγμα κάτω από τον Ήλιο και το Φεγγάρι που έχω δει εδώ κι αμέτρητες μέρες. Δε θα τους ξεχάσω. Έβαλα τα ονόματά τους στο Μεγάλο Κατάλογο. Οι Εντ θα το θυμούνται.
Οι Εντ της γης γεννήματα, σαν τα βουνά παλιοί,
που περπατούν με δρασκελιές, νερό π’ έχουν ποτό τους·
και πεινασμένοι πάντοτε, Χόμπιτ μικροί μεγάλοι,
που ’ν’ ένας γελαστός λαός, μικρούλικα ανθρωπάκια,
θα μείνουν φίλοι για όσον καιρό θα ξαναβγαίνουν τα φύλλα. Έχετε γεια! Αλλά αν μάθετε κανένα νέο στην όμορφη γη σας, στο Σάιρ, να με ειδοποιήσετε! Ξέρετε τι θέλω να πω: αν ακούσετε τίποτα ή αν δείτε τις Γυναίκες-Εντ! Ελάτε αυτοπροσώπως αν μπορείτε!
— Και, βέβαια, θα ’ρθούμε! είπαν ταυτόχρονα ο Μέρι κι ο Πίπιν και γύρισαν απ’ την άλλη μεριά βιαστικά.
Ο Δεντρογένης τους κοίταξε κι έμεινε σιωπηλός για λίγο, κουνώντας το κεφάλι του σκεφτικά. Ύστερα στράφηκε στον Γκάνταλφ.
— Ώστε, ο Σάρουμαν δε φεύγει; είπε. Δεν το πίστευα πως θα έφευγε. Η καρδιά του είναι τόσο σάπια, όσο και των μαύρων Χούορν. Πάντως, αν ήμουν εγώ ο χαμένος κι ήταν όλα μου τα δέντρα αφανισμένα, δε θα έβγαινα όσο που να μου απόμενε έστω και μια σκοτεινή τρύπα για να κρυφτώ.
— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά δε συνωμότησες να σκεπάσεις όλον τον κόσμο με τα δέντρα σου και να πνίξεις όλα τ’ άλλα ζωντανά πλάσματα. Αλλά έτσι είναι, ο Σάρουμαν μένει μέσα να θρέψει το μίσος του και να υφάνει πάλι όσες πλεκτάνες μπορεί. Έχει το Κλειδί του Όρθανκ. Αλλά δεν πρέπει να τον αφήσουμε να δραπετεύσει.
— Όχι, βέβαια! Οι Εντ θα το φροντίζουν, είπε ο Δεντρογένης. Ο Σάρουμαν δε θα πατήσει το πόδι του πέρα απ’ το βράχο, χωρίς την άδειά μου. Οι Εντ θα τον φρουρούν.
— Ωραία! είπε ο Γκάνταλφ. Αυτό έλπιζα κι εγώ. Τώρα μπορώ να φύγω και να κοιτάξω άλλες υποθέσεις με μια σκοτούρα λιγότερη. Αλλά πρέπει να έχετε τα μάτια σας δεκατέσσερα! Τα νερά έχουν χαμηλώσει. Δε θα ’ναι αρκετό να βάλετε φρουρούς γύρω από τον πύργο, φοβάμαι. Δεν αμφιβάλλω πως υπάρχουν υπόγειες διαβάσεις σκαμμένες κάτω από το Όρθανκ και πως ο Σάρουμαν ελπίζει να πηγαινοέρχεται απαρατήρητος, σε λίγον καιρό. Αν αναλάβετε αυτή τη δουλειά, σας παρακαλώ να ξαναπλημμυρίσετε τον τόπο, ώσπου το Ίσενγκαρντ να μείνει λίμνη ή ν’ ανακαλύψετε τις εξόδους. Όταν όλες οι υπόγειες στοές πλημμυρίσουν και όλες οι έξοδοι κλειστούν, τότε ο Σάρουμαν πρέπει να μείνει απάνω και να κοιτάζει απ’ τα παράθυρα!
— Άφησέ το στους Εντ! είπε ο Δεντρογένης. Θα ψάξουμε την κοιλάδα απ’ την κορφή ως τα νύχια και θα κοιτάξουμε κάτω κι απ’ το μικρότερο λιθαράκι. Έρχονται δέντρα να ζήσουν εδώ, γέρικα δέντρα, άγρια δέντρα. Θα το ονομάσουμε το Δάσος της Φρουράς. Ούτε σκίουρος δε θα περνά από δω χωρίς να το μαθαίνω. Άφησέ το στους Εντ! Κι εφτά φορές αν περάσουν τα χρόνια που μας έχει βασανίσει, δε θα κουραστούμε να τον φυλάμε.
Ο ήλιος έδυε πίσω από τις δυτικές παρυφές των βουνών, όταν ο Γκάνταλφ και οι σύντροφοι του, και ο βασιλιάς με το ιππικό του ξεκίνησαν πάλι να φύγουν απ’ το Ίσενγκαρντ. Ο Γκάνταλφ πήρε το Μέρι πισωκάπουλα κι ο Άραγκορν τον Πίπιν. Δυο απ’ τους άντρες του βασιλιά προπορεύτηκαν, καλπάζοντας γρήγορα και σε λίγο χάθηκαν στην κοιλάδα κάτω. Οι υπόλοιποι ακολουθούσαν χωρίς να βιάζονται.
Οι Εντ στέκονταν στην πύλη σοβαροί στη σειρά σαν αγάλματα, με τα μακριά τους χέρια σηκωμένα ψηλά, αλλά δεν έκαναν τον παραμικρό θόρυβο. Ο Μέρι και ο Πίπιν κοίταξαν πίσω, όταν είχαν προχωρήσει αρκετά στο στριφογυριστό δρόμο. Το φως του ήλιου έλαμπε ακόμα στον ουρανό, αλλά μακρουλές σκιές απλώνονταν στο Ίσενγκαρντ: γκρίζα ερείπια στο σκοτάδι που έπεφτε. Ο Δεντρογένης τώρα στεκόταν εκεί μονάχος, σαν απόμακρος κορμός κάποιου γέρικου δέντρου· οι χόμπιτ θυμήθηκαν την πρώτη τους συνάντηση στο ηλιοφώτιστο πλατύσκαλο εκεί μακριά στα σύνορα του Φάνγκορν.
Έφτασαν στην κολόνα του Άσπρου Χεριού. Η κολόνα εξακολουθούσε να στέκεται, αλλά το σκαλιστό χέρι ήταν πεσμένο καταγής θρύψαλα. Καταμεσής στο δρόμο ήταν πεσμένος ο μακρύς δείκτης, άσπρος στο λυκόφως, με το κόκκινο νύχι του να μαυρίζει.
— Οι Εντ προσέχουν όλες τις λεπτομέρειες! είπε ο Γκάνταλφ.
Συνέχισαν το δρόμο, καθώς η νύχτα έπεφτε στην κοιλάδα.
— Θα πάμε μακριά απόψε, Γκάνταλφ; ρώτησε ο Μέρι ύστερα από λίγο. Δεν ξέρω πώς νιώθεις μ’ ένα μικρό ανάξιο αλήτη να κρέμεται από πίσω σου· αλλά ο ανάξιος αλήτης είναι κουρασμένος και θα χαρεί αν πάψει να κρέμεται και ξαπλώσει χάμω.
— Ώστε τ’ άκουσες κι αυτό; είπε ο Γκάνταλφ. Μην τ’ αφήσεις να σε πειράξει. Να είσαι ευχαριστημένος που δε μίλησε περισσότερο για σας. Είχε τα μάτια του απάνω σας. Αν αυτό σου κολακεύει την περηφάνια, θα ’λεγα πως, τούτη τη στιγμή, εσύ κι ο Πίπιν απασχολείτε περισσότερο τη σκέψη του απ’ ό,τι όλοι εμείς οι υπόλοιποι. Ποιοι είσαστε· πώς φτάσατε εκεί και γιατί· τι ξέρετε· αν πιαστήκατε αιχμάλωτοι και, αν ναι, πώς γλιτώσατε, ενώ όλοι οι Ορκ χάθηκαν — μ’ αυτά τα μικρά αινίγματα ταλαιπωρείται το μεγάλο μυαλό του Σάρουμαν. Ο χλευασμός του, Μέριαντοκ, είναι κομπλιμέντο, αν νιώθεις τιμή που νοιάζεται για σένα.
— Ευχαριστώ! είπε ο Μέρι. Αλλά είναι μεγαλύτερη τιμή να κρέμομαι από πίσω σου, Γκάνταλφ. Γιατί, απ’ αυτή τη θέση έχει κανείς την ευκαιρία να σε ρωτήσει κάτι και για δεύτερη φορά. Θα πάμε μακριά απόψε;
Ο Γκάνταλφ γέλασε.
— Να ένας αχόρταγος χόμπιτ! Όλοι οι Μάγοι θα ’πρεπε να ’χουν ένα δυο χόμπιτ να φροντίζουν — να τους διδάξουν τη σημασία της λέξης και να τους διορθώνουν. Σου ζητώ συγγνώμη, αλλά έχω σκεφτεί ακόμα και γι’ αυτές τις απλές υποθέσεις. Θα ταξιδέψουμε για λίγες ώρες, χωρίς να βιαζόμαστε, ώσπου να φτάσουμε στην άκρη της κοιλάδας. Αύριο πρέπει να προχωρήσουμε γρηγορότερα.
»Όταν ήρθαμε, σκοπεύαμε να πάμε απ’ το Ίσενγκαρντ κατευθείαν στο παλάτι του βασιλιά στο Έντορας, διασχίζοντας τις πεδιάδες, πορεία αρκετών ημερών. Αλλά το σκεφθήκαμε πάλι κι αλλάξαμε σχέδιο. Έχουμε στείλει αγγελιαφόρους στο Φαράγγι του Χελμ, να τους ειδοποιήσουν πως ο βασιλιάς επιστρέφει αύριο. Από κει θα πάει με πολλούς άντρες στο Ντανχάροου από μονοπάτια ανάμεσα στους λόφους. Από δω και πέρα δεν πρέπει να ταξιδεύουν φανερά στην περιοχή περισσότεροι από δυο τρεις μαζί, είτε μέρα είτε νύχτα, όταν μπορούμε να το αποφεύγουμε.
— Ή δε λες τίποτα, ή τα λες όλα, τέτοιος είναι ο τρόπος σου! είπε ο Μέρι. Πάντως εγώ δεν κοίταζα πιο πέρα απ’ το αποψινό κρεβάτι. Πού και τι είναι το Φαράγγι του Χελμ και τα υπόλοιπα; Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτή τη χώρα.
— Τότε, καλά θα κάνεις να μάθεις κάτι, αν θέλεις να καταλάβεις τι γίνεται. Αλλά όχι τώρα δα, κι όχι από μένα — έχω πάρα πολλά πιο επείγοντα να σκεφτώ.
— Εντάξει, θα περιλάβω το Γοργοπόδαρο στη φωτιά του καταυλισμού — είναι λιγότερο δύστροπος. Αλλά γιατί όλη αυτή η μυστικότητα; Εγώ νόμισα πως κερδίσαμε τη μάχη.
— Ναι, την κερδίσαμε, αλλά μόνο την πρώτη νίκη, κι αυτό από μόνο νου μεγαλώνει τον κίνδυνό μας. Υπήρχε κάποιος σύνδεσμος ανάμεσα στο Ίσενγκαρντ και στη Μόρντορ, που δεν έχω ξεδιαλύνει ακόμα. Λεν είμαι σίγουρος πώς επικοινωνούσαν επικοινωνούσαν όμως. Το Μάτι του Μπαράντ-ντουρ θα κοιτάζει ανυπόμονα κατά την Κοιλάδα του Μάγου, νομίζω· και κατά το Ρόαν. Όσο λιγότερα βλέπει, τόσο καλύτερα.
Ο δρόμος πήγαινε αργά, κατηφορίζοντας στριφογυριστά την κοιλάδα. Πότε πιο κοντά και πότε μακρύτερα ο Ίσεν κυλούσε στη βραχώδη κοίτη του. Η νύχτα κατέβαινε απ’ τα βουνά, Όλες οι ομίχλες είχαν χαθεί. Ένας παγωμένος αέρας φυσούσε. Το φεγγάρι, σχεδόν ολόγιομο τώρα, πλημμύριζε τον ανατολικό ουρανό με μια χλωμή κρύα γυαλάδα. Οι ράχες του βουνού δεξιά τους χαμήλωναν καταλήγοντας σε γυμνούς λόφους. Οι πλατιές πεδιάδες απλώνονταν γκρίζες μπροστά τους.
Τέλος, σταμάτησαν. Έστριψαν, αφήνοντας το δρόμο και βγήκαν πάλι στο μυρωδάτο πράσινο χορτάρι του βουνού. Προχωρώντας δυτικά για ένα μίλι περίπου έφτασαν σε μια μικρή κοιλάδα. Ήταν ανοιχτή προς τα νότια κι ακουμπούσε πίσω στις πλαγιές του στρογγυλού Ντολ Μπάραν, του τελευταίου λόφου της βορινής οροσειράς, με πράσινους πρόποδες και στεφανωμένο με ρείκια. Οι πλευρές της μικρής κοιλάδας ήταν δασιές από περσινές φτέρες κι ανάμεσά τους σφιχτοστριμμένα ανοιξιάτικα βλαστάρια μόλις ξεμύτιζαν απ’ τη μυρωμένη γη. Αγκαθιές φύτρωναν πυκνές στις χαμηλές πλαγιές κι εκεί από κάτω κατασκήνωσαν κάπου δυο ώρες πριν τα μεσάνυχτα. Άναψαν φωτιές σε ένα κοίλωμα ανάμεσα στις ρίζες μιας απλωτής λευκαγκαθιάς, ψηλής σαν δέντρο, ταλαιπωρημένης από τα χρόνια, αλλά ολόγερης απ’ άκρη σ’ άκρη. Σε όλα της τ’ ακρόκλαδα φούσκωναν μπουμπούκια.
Έβαλαν φρουρούς, δύο για κάθε σκοπιά. Οι υπόλοιποι, αφού έφαγαν, τυλίχτηκαν στο μανδύα τους και σε μια κουβέρτα κι αποκοιμήθηκαν. Οι χόμπιτ είχαν ξαπλώσει σε μια γωνιά μοναχοί τους, πάνω σ’ ένα σωρό ξερές φτέρες. Ο Μέρι νύσταζε, αλλά ο Πίπιν έδειχνε τώρα περίεργα ανήσυχος. Οι φτέρες έτριζαν κι έσπαζαν καθώς γύριζε και ξαναγύριζε.
— Τι συμβαίνει; ρώτησε ο Μέρι. Ξάπλωσες σε μερμηγκοφωλιά;
— Όχι, είπε ο Πίπιν, αλλά δεν μπορώ να βολευτώ. Πόσος καιρός να ’χει περάσει άραγε από τότε που έχω να κοιμηθώ σε κρεβάτι;
Ο Μέρι χασμουρήθηκε.
— Υπολόγισε το στα δάχτυλά σου! είπε. Αλλά θα πρέπει να ξέρεις πόσος καιρός είναι από τότε που φύγαμε απ’ το Λόριεν.
— Α, αυτό! είπε ο Πίπιν. Εγώ εννοώ κανονικό κρεβάτι σε κρεβατοκάμαρα.
— Ε, απ’ το Σκιστό Λαγκάδι, είπε ο Μέρι. Αλλά θα μπορούσα να κοιμηθώ οπουδήποτε απόψε.
— Ήσουν τυχερός, Μέρι, είπε ο Πίπιν σιγανά, ύστερα από μια παύση. Ταξίδευες με τον Γκάνταλφ.
— Λοιπόν, και τι μ’ αυτό;
— Του πήρες τίποτα νέα, καμιά πληροφορία;
— Ναι, αρκετά. Περισσότερα απ’ ό,τι συνήθως. Αλλά τ’ άκουσες όλα ή τα περισσότερα· ήσαστε κοντά και δεν κουβεντιάζαμε μυστικά. Μπορείς όμως να πας μαζί του αύριο, αν νομίζεις πως μπορείς να του πάρεις περισσότερα — κι αν σε θέλει.
— Μπορώ! Ωραία! Αλλά είναι λιγομίλητος, δεν είναι; Δεν έχει αλλάξει καθόλου.
— Και, βέβαια, έχει αλλάξει! είπε ο Μέρι, ξυπνώντας λιγάκι κι αρχίζοντας ν’ αναρωτιέται τι να ενοχλούσε το σύντροφό του. Έχει μεγαλώσει ή κάτι τέτοιο. Μπορεί να είναι πιο καλοσυνάτος και πιο φοβερός· πιο χαρούμενος και πιο σοβαρός απ’ ό,τι πριν, νομίζω. Έχει αλ-λάξει· αλλά ακόμα δεν είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πόσο. Αλλά σκέψου το τελευταίο μέρος εκείνης της υπόθεσης με το Σάρουμαν! Θυμήσου πως ο Σάρουμαν ήταν κάποτε ανώτερος του Γκάνταλφ -επικεφαλής του Συμβουλίου, ό,τι κι αν ήταν αυτό ακριβώς. Ήταν ο Σάρουμαν ο Λευκός. Τώρα ο Λευκός είναι ο Γκάνταλφ. Ο Σάρουμαν γύρισε πίσω όταν του φώναξε κι έχασε και το ραβδί του· κι ύστερα του είπε να φύγει, κι έφυγε!
— Λοιπόν, αν άλλαξε καθόλου ο Γκάνταλφ, τότε έγινε ακόμα πιο κλειστός από πριν, αυτό είναι όλο, αντιγύρισε ο Πίπιν. Να αυτή η γυάλινη σφαίρα, τώρα. Φάνηκε πως πολύ τη χάρηκε. Ή ξέρει ή υποψιάζεται κάτι γι’ αυτήν. Αλλά μας λέει τι; Όχι, ούτε λέξη. Όμως, εγώ τη μάζεψα και τη γλίτωσα και δεν έπεσε στη λιμνούλα. Εδώ, αυτό το παίρνω εγώ, νεαρέ μου — αυτό όλο κι όλο. Τι να ’ναι άραγε; Ήταν πολύ βαριά. Του Πίπιν η φωνή χαμήλωσε πολύ, λες και μιλούσε στον εαυτό του.
— Ε! είπε ο Μέρι. Ώστε, αυτό σε βασανίζει; Λοιπόν, Πίπιν νεαρέ μου, μην ξεχνάς τα λόγια του Γκίλντορ — αυτά που συνήθιζε να επαναλαμβάνει ο Σαμ: Μην ανακατεύεσαι στις υποθέσεις των Μάγων, γιατί είναι πανούργοι κι εύκολα θυμώνουν.
Αλλά όλη μας η ζωή εδώ και μήνες δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ανάμιξη στις υποθέσεις των Μάγων, είπε ο Πίπιν. Θα ’θελα και λίγες πληροφορίες μαζί με τον κίνδυνο. Θα ’θελα να ’ριχνα μια ματιά σ’ αυτή τη σφαίρα.
— Κοιμήσου! είπε ο Μέρι. Θα πάρεις αρκετές πληροφορίες, αργά ή γρήγορα. Αγαπητέ μου Πίπιν, κανένας Τουκ ποτέ δεν ξεπέρασε τους Μπράντιμπακ στην περιέργεια· αλλά είναι τώρα ώρα για τέτοια, σε ρωτώ;
— Εντάξει! Τι κακό έγινε που σου είπα τι θα ’θελα; να ρίξω μια ματιά σ’ αυτή την πέτρα; Το ξέρω πως δε γίνεται, έτσι που ο γερο-Γκάνταλφ κάθεται πάνω της σαν την κλώσα στ’ αυγό. Αλλά δε με βοηθάει και πολύ που δε μου λες τίποτ’ άλλο, παρά: δεν μπορείς να την έχεις, άρα κοιμήσου!
— Λοιπόν, και τι άλλο θέλεις να σου πω; είπε ο Μέρι. Λυπάμαι, Πίπιν, αλλά θα πρέπει στ’ αλήθεια να περιμένεις ως το πρωί. Θα γίνω όσο περίεργος θέλεις μετά το πρωινό μας και θα σε βοηθήσω μ’ όποιον τρόπο μπορώ για να καταφέρουμε το μάγο. Αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο ξυπνητός. Αν ξαναχασμουρηθώ, θα σκιστούν τ’ αυτιά μου. Καληνύχτα!
Ο Πίπιν δεν είπε τίποτ’ άλλο. Τώρα καθόταν ακίνητος, αλλά ο ύπνος ήταν μακριά· και δεν τον παρηγορούσε η μαλακή ανάσα του Μέρι, που αποκοιμήθηκε λίγα λεπτά μετά την καληνύχτα. Η σκέψη της μαύρης σφαίρας φαινόταν να δυναμώνει, καθώς όλα ησύχαζαν. Ο Πίπιν ένιωσε πάλι το βάρος της στα χέρια του κι έβλεπε ξανά τα μυστηριώδη κόκκινα βάθη που είχε δει για μια στιγμή. Στριφογύρισε και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο.
Τέλος, δεν άντεξε πια. Σηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα. Έκανε ψύχρα και τυλίχτηκε στο μανδύα του. Το φεγγάρι έλαμπε, κρύο κι άσπρο, στη μικρή κοιλάδα και οι σκιές των θάμνων ήταν μαύρες. Κοιμισμένες μορφές παντού ολόγυρα. Οι δυο φρουροί δε φαίνονταν — ήταν ψηλότερα στο λόφο, ίσως, ή κρυμμένοι στις φτέρες. Σπρωγμένος από μια παρόρμηση, που δεν μπορούσε να καταλάβει, ο Πίπιν πήγε σιγοπατώντας εκεί που ήταν ξαπλωμένος ο Γκάνταλφ. Τον κοίταξε. Ο μάγος φαινόταν να κοιμάται, αλλά τα ματόκλαδά του δεν ήταν τελείως κλειστά — τα μάτια του γυάλιζαν κάτω απ’ τις μακριές του βλεφαρίδες. Ο Πίπιν πισωπάτησε βιαστικά. Αλλά ο Γκάνταλφ δεν κουνήθηκε· και σπρωγμένος γι’ άλλη μια φορά μπροστά, σχεδόν αντίθετα με τη θέληση του, ο χόμπιτ πλησίασε με προφύλαξη πάλι από πίσω απ’ το κεφάλι του μάγου. Ήταν τυλιγμένος σε μια κουβέρτα με το μανδύα του απλωμένο από πάνω· και πλάι του κοντά, ανάμεσα στη δεξιά του πλευρά και στο λυγισμένο χέρι του ήταν ένα βουναλάκι, κάτι στρογγυλό τυλιγμένο σ’ ένα σκούρο πανί· το χέρι του έδειχνε πως μόλις κι είχε ξεγλιστρήσει χάμω.
Μην τολμώντας ούτε ν’ ανασάνει, ο Πίπιν πλησίασε με μύριες προφυλάξεις, βήμα το βήμα. Τέλος, γονάτισε. Ύστερα άπλωσε τα χέρια του κλεφτά κι αργά σήκωσε το μπογαλάκι — δε φαινόταν τόσο πολύ βαρύ, όσο το περίμενε. «Μπορεί στο κάτω κάτω να ’ναι κανένα μπογαλάκι με μικροπράγματα», σκέφτηκε με μια παράξενη αίσθηση ανακούφισης· αλλά δεν άφησε το μπογαλάκι κάτω πάλι. Στάθηκε για μια στιγμή σφίγγοντάς το. Ύστερα του ήρθε μια ιδέα. Απομακρύνθηκε στις μύτες των ποδιών του, βρήκε μια μεγάλη πέτρα και γύρισε πίσω.
Στα γρήγορα τώρα τράβηξε το ύφασμα, τύλιξε την πέτρα μ’ αυτό και, γονατίζοντας κάτω, την ξανάβαλε στο χέρι του μάγου. Ύστερα, τέλος, κοίταξε αυτό που είχε ξεσκεπάσει. Εκεί ήταν — μια λεία κρύστάλλινη σφαίρα, σκοτεινή και νεκρή τώρα, ακουμπισμένη γυμνή στα γόνατά του. Ο Πίπιν τη σήκωσε, τη σκέπασε βιαστικά με το δικό του μανδύα και μισογύρισε να πάει πίσω στο κρεβάτι του. Εκείνη τη στιγμή ο Γκάνταλφ κουνήθηκε στον ύπνο του και μουρμούρισε μερικές λέξεις — φαίνονταν να είναι από άγνωστη γλώσσα· το χέρι του ψαχούλεψε κι αγκάλιασε την τυλιγμένη πέτρα, ύστερα αναστέναξε και δεν ξανακουνήθηκε.
«Χαζόβλακα! μουρμούρισε ο Πίπιν στον εαυτό του. Θα βρεις τον μπελά σου για τα καλά. Βάλ’ τη γρήγορα πίσω!» Αλλά τώρα ανακάλυψε πως τα γόνατά του έτρεμαν και δεν τολμούσε να πλησιάσει αρκετά το μάγο και ν’ απλώσει χέρι στο μπογαλάκι. «Ποτέ δε θα το βάλω τώρα πίσω, χωρίς να τον ξυπνήσω, σκέφτηκε, τουλάχιστον αν δεν ηρεμήσω λιγάκι. Γι’ αυτό ας της ρίξω μια ματιά πρώτα. Όχι, όμως, εδώ!» Νυχοπάτησε πιο πέρα και κάθισε σ’ ένα πράσινο βουναλάκι, όχι μακριά απ’ το στρώμα του. Το φεγγάρι κοίταζε απ’ την άκρη της μικρής κοιλάδας.
Ο Πίπιν κάθισε με τα γόνατα σηκωμένα και την μπάλα ανάμεσά τους. Έσκυψε πολύ κοντά από πάνω της, κοιτάζοντας σαν λαίμαργο παιδί γερμένο πάνω από μια γαβάθα με φαγητό, σε μια γωνιά μακριά απ’ τους άλλους. Παραμέρισε το μανδύα του και την κοίταξε. Ο αέρας γύρω του φαινόταν ακίνητος και ηλεκτρισμένος. Στην αρχή η σφαίρα ήταν σκοτεινή, κατάμαυρη, και το φως του φεγγαριού αντανακλούσε πάνω της. Ύστερα φάνηκε μια αμυδρή λάμψη κι ένα ανάδεμα στην καρδιά της, κι αυτό μαγνήτιζε τη ματιά του, έτσι που τώρα δεν μπορούσε να κοιτάξει αλλού. Πολύ γρήγορα όλο το εσωτερικό φαινόταν σαν να είχε πιάσει φωτιά· η σφαίρα στριφογύριζε ή τα φώτα μέσα της πήγαιναν γύρω γύρω. Ξαφνικά, τα φώτα έσβησαν. Αυτός έβγαλε ένα αγκομαχητό και πάλεψε· αλλά εξακολουθούσε να μένει σκυφτός, κρατώντας σφιχτά τη σφαίρα και με τα δυο του χέρια. Όλο και πιο κοντά έσκυβε κι ύστερα κοκάλωσε· τα χείλια του σάλευαν δίχως φωνή για λίγο. Ύστερα με μια πνιγμένη κραυγή έπεσε πίσω κι έμεινε ακίνητος.
Η κραυγή ήταν διαπεραστική. Οι φρουροί όρμησαν απ’ τις πλαγιές. Όλος ο καταυλισμός σε λίγο ήταν στο πόδι.
— Ώστε, λοιπόν, αυτός είναι ο κλέφτης! είπε ο Γκάνταλφ.
Έριξε βιαστικά το μανδύα του πάνω από τη σφαίρα, εκεί που ήταν πεσμένη.
— Αλλά εσύ, Πίπιν! Άσχημη εξέλιξη πήραν τα πράγματα! Γονάτισε πλάι στο σώμα του Πίπιν — ο χόμπιτ ήταν πεσμένος ανάσκελα, κοκαλωμένος, με μάτια τυφλά, που κοίταζαν τον ουρανό.
— Βρε, παλιοδουλειά! Τι κακό να ’χει κάνει — στον εαυτό του και σ’ όλους μας;
Το πρόσωπο του μάγου ήταν τραβηγμένο και κατακίτρινο.
Έπιασε το χέρι του Πίπιν κι έγειρε πάνω απ’ το κεφάλι του, κι αφουγκραζόταν την ανάσα του· ύστερα ακούμπησε τα χέρια του στο μέτωπό του. Ο χόμπιτ αναταράχτηκε. Τα μάτια του έκλεισαν. Έβαλε τις φωνές· και ανασηκώθηκε, κοιτάζοντας σαστισμένος όλα τα πρόσωπα γύρω του, χλωμά στο φεγγαρόφωτο.
— Δεν είναι για σένα, Σάρουμαν! φώναξε με διαπεραστική κι άτονη φωνή και ζάρωσε μακριά απ’ τον Γκάνταλφ. Θα στείλω να το πάρω αμέσως. Κατάλαβες; Αυτό μόνο να πεις!
Ύστερα αγωνίστηκε να σηκωθεί όρθιος και να ξεφύγει, αλλά ο Γκάνταλφ τον κρατούσε μαλακά, αλλά σταθερά.
— Πέρεγκριν Τουκ! είπε. Γύρισε πίσω!
Ο χόμπιτ χαλάρωσε κι έπεσε πίσω. κρατώντας σφιχτά το χέρι του μάγου.
— Γκάνταλφ! φώναξε. Γκάνταλφ! Συγχώρεσέ με!
— Να σε συγχωρέσω; είπε ο μάγος. Πες μου πρώτα τι έκανες;
— Εγώ πήρα τη σφαίρα και την κοίταξα, κόμπιασε ο Πίπιν κι είδα πράγματα που με τρομοκράτησαν. Κι ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα. Κι ύστερα ήρθε αυτός κι άρχισε να με ρωτά· και με κοίταζε, και, κι αυτό είναι όλο που θυμάμαι.
— Αυτό δε φτάνει, είπε ο Γκάνταλφ αυστηρά. Τι είδες και τι είπες;
Ο Πίπιν έκλεισε τα μάτια του και τρεμούλιασε, αλλά δεν είπε τίποτα. Όλοι τον κοίταζαν αμίλητοι, εκτός από το Μέρι, που γύρισε από την άλλη μεριά. Αλλά το πρόσωπο του Γκάνταλφ εξακολουθούσε να είναι σκληρό.
— Μίλα! είπε.
Με χαμηλή διστακτική φωνή ο Πίπιν ξανάρχισε και, σιγά σιγά, τα λόγια του έγιναν πιο καθαρά και δυνατά.
— Είδα έναν σκοτεινό ουρανό και ψηλές επάλξεις, είπε. Και μικροσκοπικά αστέρια. Φαινόταν πολύ μακρινό και παλιό, σκληρό όμως και καθαρό. Ύστερα τ’ αστέρια έσβησαν — τα έκρυψαν κάτι φτερωτά όντα. Πολύ μεγάλα, νομίζω, στ’ αλήθεια· αλλά στο γυαλί έμοιαζαν με νυχτερίδες που στριφογύριζαν πάνω από έναν πύργο. Μου φάνηκε πως ήταν εννιά. Μία άρχισε να πετάει ίσια καταπάνω μου κι όλο να μεγαλώνει. Είχε ένα τρομερό — όχι, όχι! Δεν μπορώ να πω.
«Προσπάθησα να ξεφύγω, γιατί νόμιζα πως θα ’βγαινε έξω· αλλά όταν είχε σκεπάσει όλη τη σφαίρα εξαφανίστηκε. Ύστερα ήρθε αυτός. Δε μιλούσε δυνατά έτσι ώστε ν’ ακούω λόγια. Απλώς κοίταζε κι εγώ καταλάβαινα.
»“Ώστε γύρισες πίσω; Γιατί άργησες τόσον καιρό να δώσεις αναφορά;”
»Εγώ δεν απάντησα. Αυτός είπε: “Ποιος είσαι;” Εγώ εξακολουθούσα να μην απαντώ, αλλά πονούσα τρομερά· και με πίεσε, έτσι είπα: “Ένας χόμπιτ”.
»Τότε, ξαφνικά, φάνηκε πως με είδε και γέλασε κοροϊδευτικά. Ήταν σκληρό. Ήταν σαν να με κάρφωναν με μαχαίρια. Πάλεψα. Αλλά αυτός είπε: “Περίμενε μια στιγμή! Θα ξανανταμώσουμε γρήγορα. Πες στο Σάρουμαν πως αυτή η λιχουδιά δεν είναι γι’ αυτόν. Θα στείλω αμέσως να την πάρω. Κατάλαβες; Αυτό μόνο να πεις!”
»Ύστερα άρχισε να με κοιτάζει χαιρέκακα. Ένιωσα σαν να γινόμουν κομμάτια. Όχι, όχι! Δεν μπορώ να πω περισσότερα. Δε θυμάμαι τίποτ’ άλλο.
— Για κοίταξέ με! είπε ο Γκάνταλφ.
Ο Πίπιν τον κοίταξε ίσια στα μάτια. Ο μάγος κράτησε τη ματιά του για μια στιγμή σιωπηλά. Ύστερα η όψη του μαλάκωσε και φάνηκε η σκιά ενός χαμόγελου. Έβαλε το χέρι του μαλακά στο κεφάλι του Πίπιν.
— Εντάξει! είπε. Μη λες τίποτ’ άλλο! Δεν έπαθες κακό. Δε λένε ψέματα τα μάτια σου, όπως φοβήθηκα. Αλλά δε μίλησε πολλή ώρα μαζί σου. Ανόητος, αλλά τίμιος ανόητος, μένεις, Πέρεγκριν Τουκ. Άλλοι πιο σοφοί ίσως ν’ αντιδρούσαν χειρότερα σε τέτοια δοκιμασία. Αλλά, πρόσεξε! Σώθηκες κι εσύ κι όλοι σου οι φίλοι, κυρίως από καλή τύχη, όπως τη λένε. Όμως να μην την υπολογίζεις και για δεύτερη φορά. Αν σε είχε ανακρίνει επί τόπου, είναι σχεδόν σίγουρο πως θα έλεγες όλα όσα ξέρεις, κι αυτό θα ήταν η καταστροφή όλων μας. Αλλά ήταν πολύ βιαστικός. Δεν ήθελε πληροφορίες μονάχα — ήθελε εσένα, γρήγορα, για να σε περιλάβει στο Μαύρο Πύργο, με την ησυχία του. Μη σε πιάνει σύγκρυο! Αν ανακατεύεσαι στις υποθέσεις των Μάγων, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να σκεφθείς και τέτοια πράγματα. Έλα, όμως! Σε συγχωρώ! Παρηγορήσου! Τα πράγματα δεν πήγαν όσο άσχημα θα μπορούσαν να είχαν πάει.
Σήκωσε τον Πίπιν μαλακά και τον πήγε πίσω στο στρώμα του. Ο Μέρι ακολούθησε και κάθισε χάμω πλάι του.
— Ξάπλωσε και ξεκουράσου, αν μπορείς, Πίπιν! είπε ο Γκάνταλφ. Εμπιστέψου με. Αν νιώσεις να σε γαργαλούν ξανά οι παλάμες σου, πες μου το! Τέτοια πράγματα μπορούν να γιατρευτούν. Αλλά πάντως, καλέ μου χόμπιτ, μη μου βάλεις μια πέτρα κάτω από το χέρι μου ξανά! Τώρα, θα σας αφήσω εσάς τους δύο για λίγο.
Με αυτά τα λόγια ο Γκάνταλφ γύρισε στους άλλους που στέκονταν γύρω από την πέτρα του Όρθανκ σκεφτικοί και στεναχωρημένοι.
— Ο κίνδυνος έρχεται τη νύχτα εκεί που δεν τον περιμένεις καθόλου, είπε. Παρά τρίχα τη γλιτώσαμε!
— Πώς είναι ο χόμπιτ, ο Πίπιν; ρώτησε ο Άραγκορν.
— Νομίζω πως όλα θα πάνε καλά τώρα, απάντησε ο Γκάνταλφ. Δεν τον κράτησε πολύ κι οι χόμπιτ έχουν καταπληκτική δύναμη να επανέρχονται. Η ανάμνηση ή ο τρόμος όλου του επεισοδίου θα ξεθωριάσει κατά πάσα πιθανότητα γρήγορα. Πολύ γρήγορα, ίσως. Άραγκορν, θέλεις να πάρεις την πέτρα του Όρθανκ και να τη φυλάξεις; Όμως αυτό είναι επικίνδυνη ευθύνη.
— Και βέβαια επικίνδυνη, αλλά όχι για όλους, είπε ο Άραγκορν. Υπάρχει ένας που μπορεί δικαιωματικά να τη διεκδικήσει. Γιατί είναι σίγουρα το palantír του Όρθανκ από το θησαυροφυλάκιο του Έλεντιλ, που το είχαν τοποθετήσει εκεί οι Βασιλιάδες της Γκόντορ. Τώρα η ώρα μου πλησιάζει. Θα το πάρω.
Ο Γκάνταλφ κοίταξε τον Άραγκορν κι ύστερα, προς μεγάλη έκπληξη των άλλων, σήκωσε τη σκεπασμένη Πέτρα και υποκλίθηκε καθώς την έδινε.
— Λάβε την, άρχοντα! είπε, ως δείγμα των άλλων πραγμάτων που θα επιστραφούν. Αλλά αν μου επιτρέπεται να σε συμβουλέψω για το πώς να χρησιμοποιήσεις τα δικά σου πράγματα, μην τη χρησιμοποιήσεις -ακόμα! Να είσαι επιφυλακτικός!
— Πότε ήμουν βιαστικός ή επιπόλαιος, εγώ που περιμένω κι ετοιμάζομαι εδώ και τόσα ατέλειωτα, χρόνια; είπε ο Άραγκορν.
— Ποτέ ως τώρα. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρόσεξε μη σκοντάψεις στο τέλος του δρόμου, απάντησε ο Γκάνταλφ. Αλλά, τουλάχιστο, φύλαξέ την κρυφή. Εσύ κι όλοι οι άλλοι που στέκεστε εδώ! Ο χόμπιτ, ο Πέρεγκριν, πάνω απ’ όλους δε θα πρέπει να ξέρει ποιος την έχει. Η κακιά κρίση μπορεί να τον ξαναπιάσει. Γιατί — αλίμονο! — την έχει πιάσει στα χέρια του κι έχει κοιτάξει μέσα της, κάτι που ποτέ δεν έπρεπε να είχε συμβεί. Δε θα έπρεπε ποτέ να την είχε αγγίξει στο Ίσενγκαρντ, κι εκεί θα έπρεπε να ήμουν πιο γρήγορος. Αλλά είχα το νου μου στο Σάρουμαν και δεν κατάλαβα αμέσως τη φύση της Πέτρας. Ύστερα ήμουν κουρασμένος, κι όπως τη μελετούσα ξαπλωμένος με νίκησε ο ύπνος. Τώρα ξέρω!
— Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία, είπε ο Άραγκορν. Επιτέλους ξέρουμε το σύνδεσμο ανάμεσα στο Ίσενγκαρντ και στη Μόρντορ και πώς λειτουργούσε. Πολλά εξηγούνται τώρα.
— Παράξενες δυνάμεις έχουν οι εχθροί μας και παράξενες αδυναμίες! είπε ο Θέοντεν. Αλλά λέγεται από παλιά πως: Το ένα κακό, στ’ άλλο κακό θα κάνει.
— Αυτό το έχουμε δει πολλές φορές, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά αυτή τη φορά υπήρξαμε παράδοξα τυχεροί. Ίσως και να μ’ έσωσε αυτός ο χόμπιτ από σοβαρό λάθος. Είχα αναλογιστεί αν θα ’πρεπε ή όχι να διερευνήσω αυτή τη Σφαίρα μονάχος μου για να βρω τις χρήσεις της. Αν το είχα κάνει, θα είχα αποκαλύψει τον εαυτό μου σ’ εκείνον. Δεν είμαι έτοιμος για μια τέτοια δοκιμασία κι ίσως να μην είμαι ποτέ. Αλλά ακόμα κι αν έβρισκα τη δύναμη να αποτραβηχτώ, θα ήταν ολέθριο να μ’ έβλεπε αυτός, ακόμα — ως την ώρα που η μυστικότητα δε θα χρησιμεύει σε τίποτα πια.
— Αυτή η ώρα ήρθε τώρα, νομίζω, είπε ο Άραγκορν.
— Όχι ακόμα, είπε ο Γκάνταλφ. Μένει λίγος καιρός αμφιβολίας ακόμα, που πρέπει να τον εκμεταλλευτούμε. Ο Εχθρός, είναι φανερό, νόμιζε πως η Πέτρα βρισκόταν στο Όρθανκ — και γιατί όχι; Κι ότι, επομένως, ο χόμπιτ ήταν αιχμάλωτος εκεί, και τον ανάγκασαν να κοιτάξει στο γυαλί σαν ένα απ’ τα βασανιστήρια του Σάρουμαν. Το σκοτεινό μυαλό του θα είναι τώρα γεμάτο απ’ τη φωνή και την όψη του χόμπιτ, κι όλο προσδοκία — μπορεί να περάσει αρκετός καιρός ώσπου να μάθει το λάθος του. Εμείς πρέπει ν’ αρπάξουμε αυτόν τον καιρό. Αμελήσαμε. Πρέπει να κινηθούμε. Η γειτονιά του Ίσενγκαρντ δεν είναι τόπος για να χρονοτριβούμε. Θα ξεκινήσω αμέσως με τον Πέρεγκριν Τουκ. Θα ’ναι καλύτερα γι’ αυτόν, παρά να είναι ξαπλωμένος στο σκοτάδι, ενώ οι άλλοι κοιμούνται.
— Θα κρατήσω τον Έομερ και δέκα καβαλάρηδες, είπε ο βασιλιάς. Θα ταξιδέψουν μαζί μου νωρίς το πρωί. Οι υπόλοιποι μπορούν να πάνε με τον Άραγκορν και να ξεκινήσουν όποτε θέλουν.
— Όπως θέλεις, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς, για να βρεθείς στην προστασία των λόφων, στο Φαράγγι του Χελμ.
Εκείνη τη στιγμή μια σκιά έπεσε πάνω τους. Το λαμπερό φεγγαρόφωτο φάνηκε να κόβεται απότομα. Αρκετοί απ’ τους Καβαλάρηδες έβαλαν τις φωνές και μαζεύτηκαν, βάζοντας τα χέρια πάνω απ’ τα κεφάλια τους, σαν για ν’ αποφύγουν κάποιο χτύπημα από ψηλά — ένας τυφλός φόβος και μια θανατερή παγωνιά τους πλάκωσε. Ζαρωμένοι κοίταξαν ψηλά. Μια θεόρατη φτερωτή μορφή πέρασε μπροστά απ’ το φεγγάρι σαν μαύρο σύννεφο. Έστριψε και τράβηξε βορινά πετώντας με ταχύτητα μεγαλύτερη από κάθε άνεμο στη Μέση-γη. Τ’ άστρα έσβηναν μπροστά της. Πέρασε.
Σηκώθηκαν όρθιοι, ακίνητοι σαν πέτρες. Ο Γκάνταλφ κοίταζε ψηλά, με τα χέρια του απλωμένα ανοιχτά προς τα κάτω, κοκαλωμένα, και ας παλάμες σφιγμένες.
— Νάζγκουλ! φώναξε. Ο αγγελιαφόρος της Μόρντορ. Η καταιγίδα έρχεται. Οι Νάζγκουλ έχουν περάσει το Ποτάμι! Στ’ άλογα, στ’ άλογα!
Μην περιμένετε την αυγή! Ας μην περιμένουν οι γρήγοροι τους αρχούς! Στ’ άλογα!
Πετάχτηκε, φωνάζοντας τον Ίσκιο καθώς έτρεχε. Ο Άραγκορν τον ακολούθησε. Πηγαίνοντας στον Πίπιν, ο Γκάνταλφ τον σήκωσε στα χέρια του.
— Θα ’ρθεις μαζί μου αυτή τη φορά, είπε. Ο Ίσκιος θα σου δείξει τα κόλπα του.
Ύστερα έτρεξε στο μέρος που κοιμόταν. Ο Ίσκιος στεκόταν κιόλας εκεί. Κρεμώντας τη μικρή σακούλα, που είχε όλες του τις αποσκευές, στους ώμους του, ο μάγος πήδηξε στην πλάτη του αλόγου. Ο Άραγκορν σήκωσε τον Πίπιν και τον έβαλε στην αγκαλιά του Γκάνταλφ, τυλιγμένο στο μανδύα και στην κουβέρτα.
— Έχετε γεια! Ακολουθήστε γρήγορα! φώναξε ο Γκάνταλφ. Εμπρός, Ίσκιε!
Το μεγάλο άλογο τίναξε το κεφάλι του. Η κυματιστή ουρά του τινάχτηκε στο φεγγαρόφωτο. Μετά όρμησε μπροστά, δίχως να πατάει στη γη, και χάθηκε σαν το Βοριά που κατεβαίνει από τα βουνά.
— Τι υπέροχη και ξεκούραστη νύχτα! είπε ο Μέρι στον Άραγκορν. Μερικοί έχουν τύχη βουνό. Λεν ήθελε να κοιμηθεί κι ήθελε να ταξιδεύει με τον Γκάνταλφ — και να που έτσι κι έγινε. Αντί να πετρώσει ολόκληρος και να μείνει εδώ για πάντα σαν προειδοποίηση.
— Αν ήσουν εσύ ο πρώτος που σήκωσε την Πέτρα του Όρθανκ, κι όχι εκείνος, τώρα πώς θα ήταν; είπε ο Άραγκορν. Ίσως να τα πήγαινες χειρότερα. Ποιος ξέρει; Τώρα, φοβάμαι πως η τύχη σου είναι να ’ρθεις μαζί μου. Αμέσως. Πήγαινε να ετοιμαστείς και φέρε κι ό,τι ξέχασε ο Πίπιν. Κάνε γρήγορα!
Ο Ίσκιος πετούσε διασχίζοντας τις πεδιάδες δίχως να χρειάζεται προτροπή ή καθοδήγηση. Είχε περάσει λιγότερο από μια ώρα κι είχαν κιόλας φτάσει στα Περάσματα του Ίσεν και τα είχαν προσπεράσει. Ο Τύμβος των Καβαλάρηδων με τα παγωμένα του κοντάρια έμεινε γκρίζος πίσω τους.
Ο Πίπιν συνερχόταν. Ήταν ζεστός, αλλά ο αέρας στο πρόσωπό του ήταν τσουχτερός και ζωογόνος. Βρισκόταν με τον Γκάνταλφ. Ο τρόμος της πέτρας και η απαίσια σκιά μπροστά απ’ το φεγγάρι ξεθώριαζαν, γίνονταν πράγματα που τ’ άφησε πίσω του στις ομίχλες των βουνών ή σε κάποιο περαστικό όνειρο. Πήρε μια βαθιά αναπνοή.
— Δεν ήξερα πως ταξιδεύεις έτσι, Γκάνταλφ, είπε. Δεν έχεις ούτε σέλα ούτε χαλινάρι!
— Δεν ιππεύω με τον τρόπο των Ξωτικών παρά μόνο στον Ίσκιο, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά ο Ίσκιος δε δέχεται χάμουρα. Δεν ιππεύεις τον Ίσκιο· αυτός προθυμοποιείται να σε μεταφέρει ή όχι. Αν είναι πρόθυμος, αυτό φτάνει. Τότε, είναι δική του υπόθεση να φροντίζει να μην πέσεις, εκτός και πηδήξεις κάτω.
— Πόσο γρήγορα πηγαίνει; ρώτησε ο Πίπιν. Γρήγορα σαν τον άνεμο, αλλά πολύ στρωτά. Και πόσο ανάλαφρα τα πατήματά του!
— Τώρα τρέχει τόσο γρήγορα, όσο μπορεί να καλπάσει το πιο γρήγορο άλογο, απάντησε ο Γκάνταλφ· αλλά αυτό δεν είναι το πιο γρήγορο γι’ αυτόν. Η γη ανηφορίζει λίγο εδώ κι είναι πιο ανώμαλη απ’ ό,τι ήταν απ’ την άλλη μεριά του ποταμιού. Αλλά δες στο φως των αστεριών πώς πλησιάζουν τα Λευκά Βουνά! Εκεί πέρα είναι οι κορφές Θριχάιρν που μοιάζουν μαύρα δόρατα. Σε λίγο θα φτάσουμε στο σταυροδρόμι όπου πάει για το Λαγκάδι, που έγινε η μάχη πριν δυο νύχτες.
Ο Πίπιν σώπασε ξανά για λίγο. Άκουσε τον Γκάνταλφ να σιγοτραγουδάει, μουρμουρίζοντας σύντομα αποσπάσματα από ρίμες σε πολλές γλώσσες, καθώς τα μίλια έφευγαν τρέχοντας. Τέλος ο μάγος έπιασε ένα τραγούδι, που ο χόμπιτ κατάλαβε τα λόγια: λίγοι στίχοι έφτασαν καθαρά στ’ αυτιά του μες στο βουητό του ανέμου:
Τρία καράβια τρεις φορές και τόσοι βασιλιάδες
Τι ’ταν αυτά που έφεραν από τη χώρα και τη γη την καταποντισμένη,
Τη θάλασσα διασχίζοντας, τα κύματα αψηφώντας;
Εφτά αστέρια έφεραν και πέτρες άλλες τόσες κι ένα κατάλευκο δεντρί.
Τι λες, Γκάνταλφ; ρώτησε ο Πίπιν.
— Αναθυμόμουν μερικές αρχαίες Ωδές, απάντησε ο μάγος. Οι χόμπιτ, φαντάζομαι, τις έχουν ξεχάσει, ακόμη κι εκείνες που ήξεραν κάποτε.
— Όχι, καθόλου, είπε ο Πίπιν. Κι έχουμε και πολλές δικές μας, που μάλλον δε θα σ’ ενδιαφέρουν. Αλλά ποτέ δεν το ’χω ξανακούσει αυτό. Τι. λέει — τα εφτά αστέρια και οι εφτά πέτρες;
— Για τα palantíri των Αρχαίων Βασιλιάδων, είπε ο Γκάνταλφ.
— Και τι είναι αυτά;
— Το όνομα σήμαινε αυτό που βλέπει μακριά. Η πέτρα του Όρθανκ ήταν μια απ’ αυτές.
— Δηλαδή δεν ήταν φτιαγμένη, δεν ήταν φτιαγμένη — ο Πίπιν δίστασε — από τον Εχθρό;
— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Ούτε από το Σάρουμαν. Είναι πιο πάνω κι απ’ την τέχνη του κι απ’ την τέχνη του Σόρον. Τα palantíri έρχονται πέρα απ’ τη Μακρινή Δύση, απ’ το Έλνταμαρ. Τα έφτιαξαν οι Νόλντορ. Ο ίδιος ο Φεάνορ, ίσως, τα κατασκεύασε, σε μέρες τόσο παλιές, που ο χρόνος δεν μπορεί να μετρηθεί σε χρόνια. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορεί ο Σόρον να το μεταστρέψει στο κακό. Αλίμονο στο Σάρουμαν! Αυτό προκάλεσε την πτώση του, όπως βλέπω τώρα. Είναι επικίνδυνα για όλους μας τα πράγματα που κατασκευάστηκαν με τέχνη βαθύτερη απ’ αυτή που εμείς οι ίδιοι κατέχουμε. Αυτός όμως φταίει. Ο ανόητος! Να το κρατήσει μυστικό, για δικό του όφελος. Ούτε λέξη δεν είπε γι’ αυτό ποτέ σε κανέναν απ’ το Συμβούλιο. Δεν είχαμε ακόμη σκεφθεί για την τύχη των palantíri της Γκόντορ με τους ολέθριους γι’ αυτήν πολέμους. Από τους Ανθρώπους ήταν σχεδόν λησμονημένα. Ακόμα και στην Γκόντορ ήταν μυστικό που το ήξεραν πολύ λίγοι μόνο· στην Αρνορ τα θυμόντουσαν μόνο μέσα από αρχαίους στίχους οι Ντούνεντεν.
— Και σε τι τα χρησιμοποιούσαν οι Ανθρωποι του παλιού καιρού; ρώτησε ο Πίπιν, κατενθουσιασμένος κι έκπληκτος που έπαιρνε απαντήσεις σε τόσες πολλές ερωτήσεις κι αναρωτιόταν ως πότε θα κρατούσε αυτό.
— Για να Βλέπουν μακριά και να κουβεντιάζουν με τη σκέψη μεταξύ τους, είπε ο Γκάνταλφ. Μ’ αυτόν τον τρόπο διαφύλαξαν για πολύν καιρό και διατήρησαν ενωμένο το βασίλειο της Γκόντορ. Τοποθέτησαν Σφαίρες στη Μίνας Άνορ και στη Μίνας Ίθιλ και στο Όρθανκ στον δακτύλιο του Ίσενγκαρντ. Η κυριότερη που εξουσίαζε τις άλλες βρισκόταν κάτω απ’ το Θόλο των Άστρων στην Οσγκίλιαθ πριν την καταστροφή της. Οι υπόλοιπες τρεις βρίσκονταν πολύ μακριά στο Βοριά. Λέγεται πως βρίσκονται στο σπίτι του Έλροντ, στο Ανούμινας και στο Αμον Σουλ και η Πέτρα του Έλεντιλ στους Λόφους των Πύργων, που έβλεπαν στο Μίθλοντ στον Κόλπο του Λουν που είναι αγκυροβολημένα τα γκρίζα καράβια.
»Το καθένα palantír είχε ανταπόκριση με τ’ άλλα, αλλά όσα βρίσκονταν στην Γκόντορ ήταν πάντοτε ανοιχτά στη θέα της Οσγκίλιαθ. Τώρα φαίνεται πως, όπως ο βράχος του Όρθανκ, άντεξε στις καταιγίδες των αιώνων, έτσι και το palantír εκείνου του πύργου. Αλλά μοναχό του δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, παρά να βλέπει μικρές εικόνες από πράγματα μακρινά και μέρες περασμένες. Πολύ χρήσιμο, χωρίς αμφιβολία, για το Σάρουμαν όμως, φαίνεται πως δεν έμενε ευχαριστημένος. Όλο και πιο μακριά κοίταζε, ώσπου έριξε τα μάτια του στο Μπαράντ-ντουρ. Και τότε πιάστηκε!
»Ποιος να ξέρει τώρα πού να βρίσκονται οι χαμένες σφαίρες της Αρνορ και της Γκόντορ, θαμμένες ή καταποντισμένες βαθιά; Αλλά ο Σόρον θα πρέπει να έχει αποκτήσει τουλάχιστο μία και να την έχει κάτω από τον έλεγχό του για τους δικούς του σκοπούς. Φαντάζομαι πως θα ήταν η σφαίρα της Ίθιλ, γιατί πήρε τη Μίνας Ίθιλ εδώ και πολύ παλιά και τη μετέβαλε σε τόπο κακού — Μίνας Μόργκουλ, λέγεται τώρα.
»Είναι εύκολο τώρα να μαντέψει κανείς πόσο γρήγορα το ανήσυχο μάτι του Σάρουμαν παγιδεύτηκε μόνιμα· και πώς από τότε πειθαναγκάζεται από μακριά και τρομοκρατείται όταν ο πειθαναγκασμός δεν πιάνει. Το φίδι δαγκωμένο, το γεράκι στα νύχια του αετού, η αράχνη στο ατσάλινο δίχτυ! Για πόσον καιρό, άραγε, αναγκάζεται να πηγαίνει συχνά στη γυάλινη σφαίρα του για επιθεώρηση και καθοδήγηση; Και η πέτρα του Όρθανκ είναι τόσο στραμμένη προς το Μπαράντ-ντουρ, που, αν κάποιος, εκτός κι αν έχει ατσαλένια θέληση, κοιτάξει τώρα μέσα της, κατευθύνει πολύ γρήγορα το μυαλό και τα μάτια του εκεί. Και πώς σε τραβάει κοντά της! Εγώ να δεις πώς το ένιωσα! Ακόμα και τώρα η καρδιά μου ποθεί να δοκιμάσω τη θέλησή μου πάνω της, να δω αν μπορώ να του την αποσπάσω και να τη στρέψω όπου θα ήθελα εγώ — να κοιτάζω πέρα απ’ τις πλατιές θάλασσες του νερού και του χρόνου στο Ωραίο Τίριον και να δω την αφάνταστη δεξιοσύνη και τη διάνοια του Φεάνορ να εργάζονται, τότε που και το Λευκό Δέντρο και το Χρυσαφένιο ήταν ανθισμένα!
Αναστέναξε και σώπασε.
— Μακάρι να τα ήξερα όλα αυτά από πριν, είπε ο Πίπιν. Δεν είχα ιδέα τι έκανα.
— Και βέβαια είχες, είπε ο Γκάνταλφ. Ήξερες πως το φέρσιμό σου ήταν λαθεμένο και ανόητο· και το ’πες αυτό στον εαυτό σου, αν και δεν άκουσες. Δε σου τα είπα όλ’ αυτά από πριν, γιατί τώρα που κάθομαι κι αναλογίζομαι όλα όσα έγιναν, τώρα επιτέλους έχω καταλάβει κι ι:γώ, τώρα που ταξιδεύουμε μαζί. Αλλά, ακόμα κι αν είχα μιλήσει νωρίτερα, δε θα είχε λιγοστέψει η επιθυμία σου ούτε θα σου ήταν ευκολότερο ν’ αντισταθείς. Το αντίθετο! Όχι, το καμένο χέρι είναι ο καλύτερος δάσκαλος. Όταν καείς, οι συμβουλές για τη φωτιά πάνε ίσια στην καρδιά.
— Και βέβαια πάνε, είπε ο Πίπιν. Ακόμα κι αν οι εφτά σφαίρες βρίσκονταν μπροστά μου τώρα, θα ’κλεινα τα μάτια και θα ’βαζα τα χέρια μου στις τσέπες.
— Πολύ ωραία! είπε ο Γκάνταλφ. Αυτό έλπιζα κι εγώ.
— Αλλά θα ’θελα να ξέρω..., άρχισε ο Πίπιν.
— Έλεος! φώναξε ο Γκάνταλφ. Αν το να δίνω πληροφορίες πρόκειται να σου θεραπεύσει την περιέργεια, θα περάσω όλη την υπόλοιπη ζωή μου δίνοντάς σου απαντήσεις. Τι άλλο θέλεις να μάθεις ακόμα;
— Τα ονόματα όλων των αστεριών κι όλων των ζωντανών πλασμάτων, κι όλη την ιστορία της Μέσης-γης και του Ουρανού ψηλά και της Θάλασσας που χωρίζει, γέλασε ο Πίπιν. Μα, βέβαια! Τι άλλο! Αλλά δε βιάζομαι απόψε. Για την ώρα αναρωτιόμουν για τη μαύρη σκιά. Σ’ άκουσα να φωνάζεις «αγγελιαφόρος της Μόρντορ». Τι ήταν; Τι θα μπορούσε να κάνει στο Ίσενγκαρντ;
— Ήταν ένας ιπτάμενος Μαύρος Καβαλάρης, ένας Νάζγκουλ, είπε ο Γκάνταλφ. Θα μπορούσε να σε είχε πάρει από κει για το Μαύρο Πύργο.
— Αλλά δεν ερχόταν για μένα, ερχόταν; τραύλισε ο Πίπιν. Θέλω να πω, δεν ήξερε πως είχα...
— Όχι, βέβαια, είπε ο Γκάνταλφ. Είναι δύο χιλιάδες λεύγες και παραπάνω για να πετάξει κατευθείαν απ’ το Μπαράντ-ντουρ στο Όρθανκ κι ακόμη κι ένας Νάζγκουλ χρειάζεται μερικές ώρες για να τις διανύσει. Αλλά ο Σάρουμαν είχε σίγουρα κοιτάξει στη Σφαίρα μετά την επίθεση των Ορκ και, δεν αμφιβάλλω, περισσότερες απ’ όσες ήθελε κρυφές του σκέψεις διαβάστηκαν. Έχει σταλεί ο αγγελιαφόρος για να μάθει τι κάνει. Ύστερα απ’ το αποψινό, θα ’ρθει κι άλλος, νομίζω, και γρήγορα μάλιστα. Έτσι ο Σάρουμαν θα φτάσει στο τελευταίο δόντι της δαγκάνας που μέσα της έβαλε το χέρι του. Δεν έχει αιχμάλωτο για να στείλει. Δεν έχει Σφαίρα για να δει και δεν μπορεί ν’ απαντήσει στο κάλεσμα. Ο Σόρον το μόνο που θα πιστέψει είναι πως δε θέλει να δώσει τον αιχμάλωτο και πως αρνείται να χρησιμοποιήσει τη Σφαίρα. Δεν έχει τίποτα να κερδίσει ο Σάρουμαν λέγοντας την αλήθεια στον αγγελιαφόρο. Γιατί μπορεί να ισοπεδώθηκε το Ίσενγκαρντ, αυτός όμως εξακολουθεί να βρίσκεται σώος και αβλαβής στο Όρθανκ. Έτσι, είτε το θέλει είτε όχι, θα παρουσιαστεί ως στασιαστής. Κι όμως απέρριψε τις προτάσεις μας για ν’ αποφύγει αυτό ακριβώς το πράγμα! Τι θα κάνει σ’ αυτή τη δύσκολη θέση, δεν μπορώ να μαντέψω. Έχει δύναμη, νομίζω, όσο ακόμα βρίσκεται στο Όρθανκ, ν’ αντισταθεί στους Εννιά Καβαλάρηδες. Μπορεί και να προσπαθήσει να το κάνει. Μπορεί να προσπαθήσει να παγιδέψει το Νάζγκουλ ή τουλάχιστο να σκοτώσει αυτό που τώρα ιππεύει στον αέρα. Σ’ αυτή την περίπτωση ας προσέχει το Ρόαν τ’ άλογά του!
»Αλλά δεν μπορώ να πω αν θα μας βγει σε καλό ή σε κακό. Μπορεί τα σχέδια του Εχθρού να μπερδευτούν ή να εμποδιστούν απ’ το θυμό του κατά του Σάρουμαν. Μπορεί και να μάθει πως ήμουν εκεί και στάθηκα στα σκαλοπάτια του Όρθανκ — με χόμπιτ να με ακολουθούν. Ή ότι ο κληρονόμος του Έλεντιλ ζει και στεκόταν στο πλευρό μου. Αν ο Φιδόγλωσσος δεν μπερδεύτηκε απ’ την πανοπλία του Ρόαν, θα θυμάται τον Άραγκορν και τον τίτλο που διεκδίκησε. Και αυτό ακριβώς είναι που φοβάμαι. Κι έτσι τρέχουμε — όχι για ν’ αποφύγουμε τον κίνδυνο, αλλά για να βρεθούμε σε μεγαλύτερο. Κάθε βήμα του Ίσκιου σε φέρνει όλο και πιο κοντά στη Χώρα της Σκιάς, Πέρεγκριν Τουκ.
Ο Πίπιν δεν απάντησε, αλλά έσφιξε το μανδύα του, λες κι είχε κρυώσει ξαφνικά. Η γκρίζα γη έφευγε κάτω από τα πόδια τους.
— Δες τώρα! είπε ο Γκάνταλφ. Μπροστά μας ανοίγονται οι κοιλάδες του Γουέστφολντ. Εδώ επιστρέφουμε στον ανατολικό δρόμο. Η μαύρη σκιά εκεί πέρα είναι η είσοδος της Κοιλάδας του Φαραγγιού. Σ’ εκείνη τη μεριά βρίσκεται το Άγκλαροντ και οι Αστραφτερές Σπηλιές. Μη με ρωτήσεις γι’ αυτές. Ρώτησε τον Γκίμλι, αν συναντηθείτε ξανά κια, για πρώτη φορά, μπορεί να πάρεις απάντηση πιο μεγάλη απ’ ό,τι θα ήθελες. Δε θα δεις τις σπηλιές σ’ αυτό το ταξίδι. Σε λίγο θα βρίσκονται μακριά πίσω μας.
— Νόμισα πως σκόπευες να σταματήσεις στο Φαράγγι του Χελμ! είπε ο Πίπιν. Πού πας λοιπόν;
— Στη Μίνας Τίριθ, πριν την περικυκλώσουν οι θάλασσες του πολέμου.
— Ω! Και πόσο μακριά είναι;
— Λεύγες και λεύγες, απάντησε ο Γκάνταλφ. Τρεις φορές όσο ο δρόμος για το παλάτι του Βασιλιά Θέοντεν, κι αυτό είναι πάνω από εκατό μίλια ανατολικά από δω, όπως πετούν οι αγγελιαφόροι της Μόρντορ. Ο Ίσκιος θα πρέπει να κάνει περισσότερο δρόμο. Ποιος άραγε θ’ αποδειχτεί πιο γρήγορος;
»Θα ταξιδέψουμε τώρα ως την αυγή. δηλαδή αρκετές ώρες ακόμα. Ύστερα, ακόμα κι ο Ίσκιος πρέπει να ξεκουραστεί σε κάποια κοιλάδα στους λόφους: στο Έντορας ελπίζω. Κοιμήσου, αν μπορείς! Μπορεί να δεις το πρώτο φως της αυγής πάνω στη χρυσή στέγη της κατοικίας του Έορλ. Και ύστερα από δύο μέρες θα δεις την πορφυρένια σκιά του Βουνού Μιντολούιν και τα τείχη και τον πύργο του Ντένεθορ άσπρα στο φως του πρωινού.
»Τρέξε τώρα, Ίσκιε! Τρέξε, μεγαλόκαρδε, τρέξε όπως δεν έχεις ξανατρέξει άλλη φορά! Τώρα βρισκόμαστε στις περιοχές που γεννήθηκες και ξέρεις και την παραμικρή πέτρα. Τρέξε τώρα! Η ελπίδα βρίσκεται στην ταχύτητα!
Ο Ίσκιος τίναξε το κεφάλι του και χρεμέτισε δυνατά, σαν κάποια σάλπιγγα να τον είχε καλέσει στη μάχη. Ύστερα όρμησε μπροστά. Φωτιά έβγαζαν τα πόδια του· η νύχτα βούιζε γύρω του.
Καθώς τον έπαιρνε σιγά σιγά ο ύπνος, ο Πίπιν είχε ένα παράξενο αίσθημα: αυτός κι ο Γκάνταλφ ήταν ακίνητοι σαν πέτρες, καθισμένοι στο άγαλμα ενός αλόγου που καλπάζει, ενώ ο κόσμος έφευγε κάτω από τα πόδια του κι ο άνεμος βούιζε δυνατά.