«Βασίλισσά μου;» Η Μοργκέις σήκωσε το βλέμμα από το βιβλίο που είχε στην αγκαλιά της. Το φως του ήλιου χυνόταν λοξά από το παράθυρο του καθιστικού πλάι στο υπνοδωμάτιο της. Είχε κιόλας πιάσει ζέστη, παρ’ όλο που ήταν ακόμα πρωί, και το πρόσωπό της ήταν υγρό από τον ιδρώτα. Ήταν κάτι ασυνήθιστο γι’ αυτήν· δεν θυμόταν γιατί είχε αποφασίσει να περάσει όλο το πρωινό τεμπελιάζοντας με ένα βιβλίο. Τον τελευταίο καιρό δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί για να διαβάσει. Σύμφωνα με το χρυσό ρολόι στην κορνίζα του μαρμάρινου τζακιού είχε περάσει μια ώρα από την τελευταία σελίδα που είχε γυρίσει και δεν θυμόταν τις λέξεις. Πρέπει να έφταιγε η ζέστη.
Ο νεαρός αξιωματικός των Φρουρών με το κόκκινο σακάκι, που γονάτιζε με τη γροθιά να πιέζει το χρυσοκόκκινο χαλί, έμοιαζε γνωστός μ’ έναν αόριστο τρόπο. Κάποτε η Μοργκέις ήξερε το όνομα κάθε Φρουρού που υπηρετούσε στο Παλάτι. Ίσως να έφταιγε το ότι υπήρχαν τόσα καινούρια πρόσωπα. «Τάλανβορ», είπε, ξαφνιασμένη και η ίδια. Ήταν ένας ψηλός, καλοκαμωμένος νεαρός, όμως δεν μπορούσε να πει γιατί θυμόταν ειδικά αυτόν. Μήπως της είχε φέρει κάποτε κάποιον; Πριν από πολύ καιρό; «Υπολοχαγέ των Φρουρών, Μαρτύν Τάλανβορ».
Εκείνος την κοίταξε, με παράξενο, σκληρό βλέμμα, προτού στρέψει πάλι τα μάτια στο χαλί. «Βασίλισσά μου, συγχώρεσε με, αλλά εκπλήσσομαι που είσαι ακόμα εδώ, με τέτοια νέα που ήρθαν σήμερα».
«Τι νέα;» Θα ήταν ωραίο να μάθαινε κάτι πέρα από τα κουτσομπολιά της Αλτίμα για τη Δακρυνή αυλή. Μερικές φορές, ένιωθε ότι υπήρχε κάτι που ήθελε να ρωτήσει εκείνη τη γυναίκα, όμως το μόνο που έκαναν ήταν να κουτσομπολεύουν, κι αυτό η Μοργκέις δεν θυμόταν να το έκανε άλλοτε. Του Γκάεμπριλ του άρεσε να τις ακούει, όπως έδειχνε, καθισμένος στην ψηλή καρέκλα μπροστά στο τζάκι με τα πόδια σταυρωμένα στους αστραγάλους, χαμογελώντας ικανοποιημένος. Η Αλτίμα είχε αρχίσει να φορά αρκετά τολμηρά φορέματα· η Μοργκέις θα έπρεπε κάποια στιγμή να της πει κάτι. Θυμήθηκε θολά ότι είχε ξανακάνει την ίδια σκέψη. Ανοησίες. Αν την είχα ξανακάνει, θα της είχα ήδη μιλήσει. Κούνησε το κεφάλι, συνειδητοποιώντας ότι είχε ξεχάσει τελείως τον νεαρό αξιωματικό, ότι εκείνος είχε αρχίσει να μιλά και είχε σταματήσει, βλέποντας ότι δεν τον άκουγε. «Ξαναπές το μου. Ήμουν αφηρημένη. Σήκω όρθιος».
Αυτός σηκώθηκε, με θυμό στο πρόσωπό του, κοιτώντας την με μάτια που πετούσαν φλόγες προτού τα χαμηλώσει πάλι. Αυτή κοίταξε εκεί όπου είχε πέσει το βλέμμα του, και κοκκίνισε· το ντεκολτέ της ήταν κομμένο εξαιρετικά χαμηλά. Όμως του Γκάεμπριλ του άρεσε να φορά η Μοργκέις τέτοια φορέματα. Όταν το σκέφτηκε αυτό, έπαψε να νοιάζεται που ήταν σχεδόν γυμνή μπροστά σε έναν αξιωματικό της.
«Να είσαι σύντομος», του είπε απότομα. Πώς τολμά να με κοιτάζει έτσι; Θα ’πρεπε να βάλω να τον μαστιγώσουν. «Ποια νέα είναι τόσο σημαντικά, ώστε νομίζεις πως μπορείς να μπαίνεις στο καθιστικό μου σαν να ήταν καπηλειό;» Το πρόσωπό του σκοτείνιασε, αλλά αυτή δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ήταν από ντροπή όπως άρμοζε, ή από θυμό που δυνάμωνε. Πώς τολμά να είναι θυμωμένος με τη βασίλισσά του; Νομίζει ότι δεν έχω άλλο να κάνω από το να κάθομαι και να τον ακούω;
«Εξέγερση, Βασίλισσά μου», είπε με ανέκφραστη φωνή, και όλες οι σκέψεις περί θυμού και βλεμμάτων χάθηκαν.
«Πού;»
«Στους Δύο Ποταμούς, Βασίλισσά μου. Κάποιος ύψωσε το παλιό λάβαρο της Μανέθερεν, τον Κόκκινο Αετό. Σήμερα το πρωί έφτασε μαντατοφόρος από την Ασπρογέφυρα».
Η Μοργκέις ταμπούρλισε τα δάχτυλά της στο βιβλίο και οι σκέψεις της φαίνονταν πιο καθαρές απ’ όσο ήταν εδώ και πολύ καιρό. Κάτι τραβούσε την προσοχή της στους Δύο Ποταμούς, μια σπίθα που δεν μπορούσε να την κάνει φωτιά. Η περιοχή σχεδόν δεν ήταν περιοχή του Άντορ, εδώ και γενιές. Η Μοργκέις και οι τρεις βασίλισσες πριν απ’ αυτήν είχαν δυσκολευτεί να διατηρήσουν έστω και τον ελάχιστο έλεγχο στους μεταλλωρύχους και τους χύτες στα Όρη της Ομίχλης, και θα είχαν χάσει ακόμα κι αυτό το λίγο, αν είχε βρεθεί άλλος τρόπος για την εξόρυξη των μετάλλων κι όχι αναγκαστικά μόνο από τα εδάφη του Άντορ. Είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στο χρυσάφι και το ασήμι και τα άλλα μέταλλα των ορυχείων από τη μια, και στο μαλλί και το ταμπάκ των Δυο Ποταμών από την άλλη, και η επιλογή δεν ήταν δύσκολη. Όμως μια ανεξέλεγκτη εξέγερση, έστω μια εξέγερση σε ένα σημείο του βασιλείου, στο οποίο κυβερνούσε μόνο αν πίοτευες το χάρτη, θα μπορούσε να εξαπλωθεί σαν πυρκαγιά σε μέρη που όντως της ανήκαν. Και η Μανέθερεν, που είχε καταστραφεί στους Πολέμους των Τρόλοκ, η Μανέθερεν των θρύλων και των παραμυθιών, ακόμα δελέαζε το νου μερικών ανθρώπων. Εκτός αυτού, οι Δύο Ποταμοί ήταν δικοί της. Παρ’ όλο που τους είχε αφήσει τόσο καιρό να ακολουθούν δική τους πορεία, δεν έπαυαν να είναι μέρος του βασιλείου της.
«Το έχει πληροφορηθεί ο Άρχοντας Γκάεμπριλ;» Φυσικά και όχι. Θα της είχε μεταφέρει το νέο και προτάσεις για το πώς να το αντιμετωπίσει. Οι προτάσεις του ήταν πάντα ολοφάνερα σωστές. Προτάσεις; Με κάποιον τρόπο, η Μοργκέις θυμόταν ότι της υπαγόρευε τι να κάνει. Αυτό βεβαίως ήταν αδύνατον.
«Μάλιστα, Βασίλισσά μου». Η φωνή του Τάλανβορ ήταν ακόμα απαθής, αντίθετα από το πρόσωπό του, όπου σιγόβραζε ακόμα ο θυμός. «Γέλασε. Είπε ότι οι Δύο Ποταμοί συνεχώς γεννούν μπελάδες και ότι κάποια μέρα θα έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Είπε ότι αυτή η ασήμαντη ενόχληση θα έπρεπε να περιμένει άλλα σημαντικότερα θέματα».
Το βιβλίο έπεσε, καθώς η Μοργκέις σηκωνόταν γοργά όρθια, και της φάνηκε ότι ο Τάλανβορ χαμογέλασε, βλοσυρά, με ικανοποίηση, καθώς περνούσε δίπλα του με φούρια. Μια υπηρέτρια της είπε πού μπορούσε να βρει τον Γκάεμπριλ, κι αυτή προχώρησε στην αυλή με την κιονοστοιχία και το μαρμάρινο σιντριβάνι, που η λιμνούλα του ήταν γεμάτη νούφαρα και ψάρια. Εδώ είχε περισσότερη δροσιά και κάποια σκιά.
Ο Γκάεμπριλ καθόταν στο πλατύ λευκό πεζούλι του σιντριβανιού με άρχοντες κι αρχόντισσες συγκεντρωμένους γύρω του. Η Μοργκέις δεν αναγνώριζε ούτε τους μισούς. Ήταν εκεί ο Τζάριντ του Οίκου Σάραντ, μελαψός με τετράγωνο πρόσωπο, μαζί με τη στρίγκλα σύζυγό του με τα μελόξανθα μαλλιά, την Ελένια. Η Αρυμίλα του Οίκου Μάρνε, όλο ψεύτικα χαμόγελα και μάτια πάντα ορθάνοιχτα με ψεύτικο ενδιαφέρον, κι εκείνος ο κοκαλιάρης με το κατσικόμορφο πρόσωπο, ο Μάσιν του Οίκου Κάερεν, που κόρταρε όποια γυναίκα μπορούσε να στριμώξει, παρά τα αραιά άσπρα μαλλιά του. Η Νάεαν του Οίκου Άρων, ως συνήθως, με μια έκφραση χλευασμού να χαλάει τη χλωμή ομορφιά της, και ο Λιρ του Οίκου Μπάρυν, λεπτός και νευρώδης, που φορούσε, αν ήταν δυνατόν, σπαθί, και η Κάριντ του Οίκου Άνσαρ, με το ίδιο ανέκφραστο βλέμμα, που, όπως έλεγαν, είχε θάψει τρεις συζύγους. Τους υπόλοιπους δεν τους γνώριζε καθόλου, κάτι που ήταν από μόνο του παράξενο, αλλά σε αυτούς εδώ δεν επέτρεπε να μπουν στο Παλάτι παρά μόνο για κρατικές υποθέσεις. Στη Διαδοχή, όλοι αυτοί είχαν στραφεί εναντίον της. Η Ελένια και η Νάεαν ήθελαν καθεμιά το Θρόνο του Λιονταριού για τον εαυτό της. Τι ήθελε ο Γκάεμπριλ και τις είχε φέρει εκεί;
«...στο μέγεθος των κτημάτων μας στην Καιρχίν, Άρχοντα μου», έλεγε η Αρυμίλα, γέρνοντας κοντά στον Γκάεμπριλ, καθώς πλησίαζε η Μοργκέις. Δεν της έριξε κανείς δεύτερη ματιά. Λες και ήταν υπηρέτρια που έφερνε κρασί!
«Θέλω να μιλήσω μαζί σου σχετικά με τους Δύο Ποταμούς, Γκάεμπριλ. Κατ’ ιδίαν».
«Το έχω τακτοποιήσει, καλή μου», είπε εκείνος ανέμελα, βρέχοντας τα ακροδάχτυλά του στο νερό. «Τώρα με αφορούν άλλα ζητήματα. Νόμιζα ότι θα διάβαζες με τόση ζέστη. Θα ’πρεπε να επιστρέψεις στο δωμάτιό σου μέχρι να πέσει δροσιά το βραδάκι, όσο δροσίσει».
«Καλή μου». Την είχε αποκαλέσει «καλή μου» μπροστά σ’ αυτούς τους παρείσακτους! Όσο κι αν ριγούσε μόλις το άκουγε από τα χείλη του όταν ήταν μόνοι τους... Η Ελένια έκρυβε το στόμα της με το χέρι. «Δεν νομίζω, Άρχοντα Γκάεμπριλ», είπε η Μοργκέις ψυχρά. «Θα έρθεις μαζί μου τώρα. Κι αυτοί εδώ να έχουν φύγει από το Παλάτι προτού επιτρέψω, αλλιώς θα τους εξορίσω για τα καλά από το Κάεμλυν».
Ξαφνικά ο Γκάεμπριλ σηκώθηκε, ένας μεγαλόσωμος άνδρας που πυργωνόταν μπροστά της. Η Μοργκέις έμοιαζε να μην μπορεί να κάνει τίποτα παρά μόνο να κοιτάζει τα μαύρα μάτια του· η επιδερμίδα της ανατρίχιασε, σαν να είχε φυσήξει παγωμένος αέρας στην αυλή. «Θα πας να με περιμένεις, Μοργκέις». Η φωνή του ήταν ένας απόμακρος βρυχηθμός που γέμιζε τα αυτιά της. «Ό,τι χρειαζόταν το έχω τακτοποιήσει. Θα έρθω να σε βρω το απόγευμα. Τώρα θα πας στο δωμάτιό σου. Θα πας στο δωμάτιό σου».
Μόνο όταν σήκωσε το χέρι της για να ανοίξει την πόρτα του καθιστικού της συνειδητοποίησε που βρισκόταν. Και τι είχε συμβεί. Της είχε πει να φύγει, κι αυτή είχε φύγει. Κοιτώντας την πόρτα με φρίκη, είδε με το νου της τα περιφρονητικά χαμόγελα στα πρόσωπα των ανδρών, το απροκάλυπτο γέλιο μερικών γυναικών. Τι μου συμβαίνει; Πώς μπορεί να με μάγεψε έτσι ένας άνδρας; Ακόμα είχε την παρόρμηση να μπει και να τον περιμένει.
Ζαλισμένη, ανάγκασε τον εαυτό της να γυρίσει και να απομακρυνθεί. Χρειάστηκε κόπος γι’ αυτό. Μέσα της, την αναστάτωνε το ότι ο Γκάεμπριλ θα απογοητευόταν όταν δεν θα την έβρισκε εκεί που περίμενε, και την αναστάτωνε περισσότερο το ότι καταλάβαινε πόσο λανθασμένη ήταν αυτή η σκέψη.
Στην αρχή δεν είχε ιδέα πού πήγαινε και γιατί, μόνο ότι δεν θα περίμενε πειθήνια, ούτε για τον Γκάεμπριλ, ούτε για κανέναν άλλο, άνδρα ή γυναίκα, σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ξανάβλεπε μπροστά της τη σκηνή στο αίθριο με το σιντριβάνι, με τον Γκάεμπριλ να της λέει να φύγει και τα μισητά, γελαστά πρόσωπα να την κοιτάζουν. Ακόμα ένιωθε το μυαλό της θολωμένο. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς, γιατί, το είχε επιτρέψει να συμβεί. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι το οποίο μπορούσε να καταλάβει, κάτι που να μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Τον Τζάριντ Σάραντ και τους άλλους.
Όταν είχε ανεβεί στο θρόνο, τους είχε δώσει χάρη για ό,τι είχαν κάνει κατά τη διαδικασία της Διαδοχής, όπως είχε δώσει χάρη σε όσους της είχαν αντιταχθεί. Της είχε φανεί προτιμότερο να θάψει τις έχθρες προτού κακοφορμίσουν και γίνουν πλεκτάνες και μηχανορραφίες σαν εκείνες που μάστιζαν τόσες χώρες. Το Παιχνίδι των Οίκων, έτσι λεγόταν —Ντάες Νταε’μαρ― ή αλλιώς Μεγάλο Παιχνίδι, και κατέληγε σε ατέλειωτες, περιπλεγμένες έριδες μεταξύ Οίκων, σε ανατροπές κυβερνητών· το Παιχνίδι γινόταν στην καρδιά του εμφυλίου πολέμου της Καιρχίν και σίγουρα είχε διαδραματίσει ρόλο στην αναταραχή που είχε καταπιεί το Άραντ Ντόμαν και το Τάραμπον. Η Μοργκέις είχε αναγκαστικά απονείμει χάρη σε όλους για να μην γεννηθεί το Ντάες Νταε’μαρ στο Άντορ, αλλά, αν μπορούσε να είχε αφήσει κάποια από τα έγγραφα χωρίς να τα υπογράψει, σίγουρα θα ήταν εκείνα που έφεραν τα ονόματα αυτών των επτά.
Ο Γκάεμπριλ το γνώριζε αυτό. Δημοσίως δεν είχε δείξει δυσμένεια απέναντι σε κάποιον, αλλά κατ’ ιδίαν ήταν παραπάνω από πρόθυμη να μιλήσει για τη δυσπιστία που ένιωθε απέναντί τους. Όταν είχαν ορκιστεί υποταγή ήταν σαν να τους έβγαζαν τα λόγια με το τσιγκέλι, και η Μοργκέις άκουγε καθαρά το ψέμα να πλαταγίζει στη γλώσσα τους. Ο καθένας απ’ αυτούς θα έσπευδε να εκμεταλλευθεί την παραμικρή ευκαιρία να την ανατρέψει, και οι επτά μαζί...
Μόνο ένα συμπέρασμα έβγαινε αβίαστα. Ο Γκάεμπριλ πρέπει να συνωμοτούσε εναντίον της. Σίγουρα δεν το έκανε για να ανεβάσει στο θρόνο την Ελένια ή τη Νάεαν. Αφού έχει ήδη εμένα, σκέφτηκε πικρά, να συμπεριφέρομαι σαν το σκυλάκι του. Σίγουρα σκόπευε να πάρει ο ίδιος τη θέση της. Να γίνει ο πρώτος βασιλιάς που είχε ποτέ το Άντορ. Και ένιωθε ακόμα την επιθυμία να επιστρέψει στο βιβλίο της και να τον περιμένει. Ακόμα λαχταρούσε το άγγιγμά του.
Μόνο όταν είδε τα γερασμένα πρόσωπα στο διάδρομο γύρω της, τα ζαρωμένα μάγουλα, τα διπλωμένα κορμιά, κατάλαβε πού βρισκόταν. Στα Καταλύματα των Συνταξιούχων. Μερικοί υπηρέτες επέστρεφαν στις οικογένειές τους όταν γερνούσαν, άλλοι όμως ήταν τόσο καιρό στο Παλάτι που δεν μπορούσα να φανταστούν άλλη ζωή. Εδώ είχαν τα μικρά τους διαμερίσματα, το σκιερό κήπο και την ευρύχωρη αυλή τους. Όπως έκαναν και όλες οι βασίλισσες πριν απ’ αυτήν, η Μοργκέις στήριζε το εισόδημα των συντάξεων τους επιτρέποντάς τους να αγοράζουν τρόφιμα από την κουζίνα σε τιμή κάτω του κόστους, και το ιατρείο τους φρόντιζε όταν αρρώσταιναν. Δύσκαμπτες υποκλίσεις και ασταθείς γονυκλισίες τη συνόδευσαν, μαζί με μουρμουρητά όπως «Το Φως να λάμπει πάνω σου, Βασίλισσά μου» και «Το Φως να σε ευλογεί, Βασίλισσά μου» και «Το Φως να σε προστατεύει, Βασίλισσά μου». Τους χαιρέτησε αφηρημένα. Τώρα ήξερε πού πήγαινε.
Η πόρτα της Λίνι ήταν σαν όλες τις άλλες κατά μήκος του διαδρόμου με τα πράσινα πλακάκια, δίχως κανένα στολίδι εκτός από το ορθό Λιοντάρι του Άντορ σκαλισμένο στο ξύλο. Δεν της πέρασε καθόλου από το μυαλό να χτυπήσει· ήταν η Βασίλισσα κι αυτό ήταν το Παλάτι της. Η γριά τροφός δεν ήταν εκεί, αν και η τσαγιέρα που άχνιζε πάνω σε μια μικρή φωτιά στο πλίνθινο τζάκι έλεγε ότι δεν θα αργούσε.
Τα δύο στενά δωματιάκια ήταν προσεκτικά επιπλωμένα, το κρεβάτι στρωμένο στην εντέλεια, οι δύο καρέκλες τοποθετημένες να απέχουν εξίσου από το τραπέζι, στο ακριβές κέντρο του οποίου βρισκόταν ένα γαλάζιο βάζο με λίγη πρασινάδα. Η Λίνι ανέκαθεν λάτρευε την τάξη. Η Μοργκέις θα έβαζε στοίχημα ότι μέσα στη ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας όλα τα φορέματα ήταν βαλμένα τακτικά το ένα δίπλα στο άλλο, το ίδιο και τα κατσαρολικά στο ντουλάπι πλάι στο τζάκι στο άλλο δωμάτιο.
Έξι ζωγραφισμένες φιλντισένιες μινιατούρες σε μικρές ξύλινες βάσεις ήταν βαλμένες σε σειρά στην κορνίζα του τζακιού. Η Μοργκέις ποτέ της δεν είχε καταφέρει να φανταστεί πού είχε βρει η Λίνι τα λεφτά να τις αγοράσει με το μισθό της παραμάνας. Ανά ζευγάρια, έδειχναν τρεις νεαρές γυναίκες και πάλι τις ίδιες τρεις ως μωρά. Ήταν εκεί η Ηλαίην και η ίδια. Κατέβασε το πορτραίτο της στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, που έδειχνε ένα λιγνό κοριτσόπουλο, μην μπορώντας να πιστέψει ότι έδειχνε ποτέ τόσο αθώα. Εκείνο το ιβουάρ μεταξωτό φόρεμα το φορούσε τη μέρα που είχε φύγει για τον Λευκό Πύργο, χωρίς να έχει δει ούτε στα όνειρά της πως θα γινόταν Βασίλισσα, απλώς τρέφοντας τη ματαιόδοξη ελπίδα ότι θα γινόταν Άες Σεντάι.
Άγγιξε αφηρημένα με τον αντίχειρα το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο αριστερό της χέρι. Δεν το είχε κερδίσει, με την κανονική έννοια του όρου· το δαχτυλίδι δεν δινόταν στις γυναίκες που δεν μπορούσαν να διαβιβάσουν. Αλλά, λίγο πριν από τη δέκατη έκτη επέτειο του ονοματίσματός της, είχε επιστρέψει για να διεκδικήσει το Ρόδινο Στέμμα εν ονόματι του Οίκου Τράκαντ, και, όταν είχε κερδίσει το θρόνο, σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, της είχαν προσφέρει το δαχτυλίδι. Κατά παράδοση, η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ πάντα εκπαιδευόταν στον Πύργο, και σε αναγνώριση της μακράς υποστήριξης του Άντορ προς τον Πύργο, της είχε δοθεί το δαχτυλίδι, ασχέτως του αν μπορούσε να διαβιβάζει ή όχι. Στον Πύργο ήταν απλώς η διάδοχος του Οίκου Τράκαντ, αλλά της το έδωσαν ούτως ή άλλως όταν έβαλε το Ρόδινο Στέμμα στο κεφάλι.
Ξανάβαλε στη θέση του το πορτραίτο της και κατέβασε αυτό της μητέρας της, που είχε γίνει όταν ήταν ίσως δύο χρόνια μεγαλύτερη. Η Λίνι είχε υπάρξει τροφός τριών γενιών γνναικών του Τράκαντ. Η Μαίγκντιν Τράκαντ ήταν πανέμορφη. Η Μοργκέις θυμόταν εκείνο το χαμόγελο, που είχε γίνει μητρικό, λαμπερό. Κανονικά η Μαίγκντιν έπρεπε να είχε ανέβει στο Θρόνο του Λιονταριού. Αλλά την είχε πάρει ο πυρετός, και μια νεαρή κοπελίτσα είχε βρεθεί να είναι Υψηλή Έδρα του Οίκου Τράκαντ, μπλεγμένη σε έναν αγώνα για το θρόνο, χωρίς στην αρχή να έχει άλλους υποστηρικτές εκτός από τους υπηρέτες της και τον ραψωδό του Οίκου. Κέρδισα το Θρόνο του Λιονταριού. Δεν θα τον παρατήσω, και δεν θα δω να τον παίρνει ένας άνδρας. Χίλια χρόνια τώρα κυβερνά βασίλισσα το Άντορ, και δεν θα επιτρέψω να τελειώσει αυτό εδώ!
«Πάλι σκαλίζεις τα πράγματά μου, ε, παιδί μου;»
Η φωνή ξαναζωντάνεψε αντανακλαστικά ξεχασμένα από καιρό. Η Μοργκέις έκρυψε τη μινιατούρα πίσω από την πλάτη της προτού καλά-καλά το καταλάβει. Κουνώντας πικρόχολα το κεφάλι, ξανάβαλε το πορτραίτο στη βάση του. «Δεν είμαι πια κοριτσάκι στο παιδικό δωμάτιο, Λίνι. Μην το ξεχνάς, γιατί μια μέρα μπορεί να πεις κάτι μπροστά σε άλλους και να αναγκάσεις να δώσω συνέχεια».
«Ο σβέρκος μου είναι λιγνός και γέρικος», είπε η Λίνι, ακουμπώντας στο τραπέζι ένα διχτάκι με καρότα και γογγύλια. Φαινόταν εύθραυστη μέσα στο περιποιημένο γκρίζο φόρεμα της, με τα μαλλιά πιασμένα πίσω σε κότσο, ώστε να αποκαλύπτουν το στενό πρόσωπο με την επιδερμίδα που θύμιζε περγαμηνή, αλλά η ράχη της ήταν ίσια, η φωνή καθαρή και σταθερή, και τα μαύρα μάτια δεν είχαν χάσει το κοφτερό βλέμμα τους. «Αν θέλεις να τον παραδώσεις στον δήμιο για κρέμασμα ή για αποκεφαλισμό, εμένα δεν μου πολυχρειάζεται πια. “Το ροζιασμένο γέρικο κλαδί στομώνει τη λεπίδα που κόβει το νεαρό βλαστάρι”».
Η Μοργκέις αναστέναξε. Η Λίνι δεν θα άλλαζε ποτέ της. Δεν θα έκλινε το γόνυ, ακόμα κι αν την παρακολουθούσε ολόκληρη η αυλή του παλατιού. «Γερνώντας σκληραίνεις. Δεν ξέρω αν ο δήμιος μπορέσει να βρει τσεκούρι αρκετά κοφτερό για το σβέρκο σου».
«Καιρό έχεις να με δεις, άρα πρέπει να συμπεράνω ότι έχεις στο νου σου κάτι που πρέπει να ξεκαθαρίσεις. Όσο ήσουν παιδί —και αργότερα― πάντα ερχόσουν να με βρεις, όταν δεν μπορούσες να βγάλεις άκρη μόνη σου. Να κάνω τσάι;»
«Καιρό έχω να σε δω, Λίνι; Σε επισκέπτομαι κάθε βδομάδα, και είναι θαύμα που έρχομαι, έτσι που μου μιλάς. Θα εξόριζα και την πιο σπουδαία αρχόντισσα του Άντορ, αν έλεγε τα μισά απ’ όσα λες εσύ».
Η Λίνι την κοίταξε ατάραχη. «Από την άνοιξη έχεις να διαβείς το κατώφλι μου. Όσο για το άλλο, μιλάω όπως μιλούσα πάντα· είμαι μεγάλη πια και δεν αλλάζω. Θέλεις τσάι;»
«Όχι». Η Μοργκέις ακούμπησε το μέτωπό της μπερδεμένη. Κάθε βδομάδα επισκεπτόταν τη Λίνι. Μπορούσε να θυμηθεί... Δεν μπορούσε. Ο Γκάεμπριλ είχε γεμίσει τόσο απόλυτα τις ώρες της, ώστε μερικές φορές δυσκολευόταν να θυμηθεί κάτι άλλο πέρα απ’ αυτόν. «Όχι, δεν θέλω τσάι. Δεν ξέρω γιατί ήρθα. Δεν μπορείς να με βοηθήσεις με το πρόβλημα που έχω».
Η παλιά παραμάνα της ξεφύσηξε, μολονότι το έκανε με λεπτότητα. «Το πρόβλημά σου έχει να κάνει με τον Γκάεμπριλ, ε; Μόνο που ντρέπεσαι να μου πεις. Κορίτσι μου, σε άλλαξα στην κούνια, σε φρόντισα όταν ήσουν άρρωστη, κι έβγαζες ό,τι είχε το στομάχι σου, και σου είπα ό,τι έπρεπε να ξέρεις για τους άνδρες. Ποτέ δεν ντρεπόσουν να συζητήσεις κάτι μαζί μου, και δεν θ’ αρχίσεις τώρα».
«Ο Γκάεμπριλ;» Τα μάτια της Μοργκέις πλάτυναν. «Το ξέρεις; Μα πώς;»
«Αχ, παιδί μου,» είπε λυπημένα η Λίνι, «όλοι το ξέρουν, αν και κανένας δεν είχε το κουράγιο να σου το πει. Μπορεί να σου το έλεγα εγώ, αν δεν είχες εξαφανιστεί, αλλά δεν είναι κάτι που μπορώ να έρθω να σου το πω τρέχοντας, σωστά; Είναι ένα από τα πράγματα που δεν μπορεί να πιστέψει μια γυναίκα, μέχρι να το ανακαλύψει μόνη της».
«Τι λες τώρα;» ρώτησε έντονα η Μοργκέις. «Ήταν καθήκον σου να έρθεις σε μένα, αν ήξερες, Λίνι. Ήταν καθήκον όλων! Φως μου, είμαι η τελευταία που το μαθαίνει, και ίσως τώρα είναι πολύ αργά για να το σταματήσω!»
«Πολύ αργά;» έκανε δύσπιστα η Λίνι. «Γιατί να είναι πολύ αργά; Διώχνεις τον Γκάεμπριλ από το Παλάτι, από το Άντορ, μαζί του και την Αλτίμα με τις άλλες, και τελείωσες. Πολύ αργά, λέει».
Για μια στιγμή, η Μοργκέις έμεινε άφωνη. «Η Αλτίμα» είπε τελικά, «και... οι άλλες;»
Η Λίνι έμεινε να την κοιτάζει, και μετά κούνησε το κεφάλι αηδιασμένη. «Είμαι μια χαζή γριά· οι ρίζες του μυαλού μου ξεράθηκαν. Ε, τώρα το έμαθες. “Όταν βγει το μέλι από την κερήθρα, δεν ξαναμπαίνει”». Η φωνή της έγινε πιο τρυφερή και ταυτοχρόνως πιο ζωηρή, η φωνή με την οποία είχε πει στη Μοργκέις ότι το πόνυ της είχε σπάσει το πόδι του και έπρεπε να το θανατώσουν. «Ο Γκάεμπριλ περνά τις πιο πολλές νύχτες του με σένα, όμως η Αλτίμα έχει άλλο τόσο από το χρόνο του. Μοιράζει τον εαυτό του και στις άλλες έξι. Οι πέντε έχουν δωμάτια στο Παλάτι. Η μια, μια μικρούλα με μεγάλα μάτια, έρχεται και φεύγει κρυφά, φορώντας μανδύα για κάποιο λόγο, ακόμα και με τέτοια ζέστη. Μπορεί να ’ναι παντρεμένη. Λυπάμαι, κοπέλα μου, όμως η αλήθεια είναι η αλήθεια. “Καλύτερα να τα βάλεις με την αρκούδα παρά να τρέξεις μακριά της”».
Τα γόνατα της Μοργκέις λύγισαν και, αν η Λίνι δεν είχε τραβήξει βιαστικά μια καρέκλα από το τραπέζι για να τη σπρώξει από κάτω της, θα είχε καθίσει στο πάτωμα. Η Αλτίμα. Η εικόνα του Γκάεμπριλ, καθώς κοίταζε τις δυο τους να κουτσομπολεύουν, τώρα έπαιρνε καινούριο νόημα. Ένας άνδρας που έβλεπε τρυφερά δυο γατάκια του να παίζουν. Κι έξι άλλες! Μέσα της φούσκωσε η οργή, μια οργή που έλειπε όταν νόμιζε ότι ο Γκάεμπριλ απλώς εποφθαλμιούσε το θρόνο της. Εκείνο το είχε συλλογιστεί ψυχρά, καθαρά, τουλάχιστον όσο καθαρά μπορούσε να σκεφτεί κάτι τον τελευταίο καιρό. Ήταν ένας κίνδυνος, τον οποίο έπρεπε να κοιτάξει με ψυχρή λογική. Μα αυτό τώρα! Ο άνθρωπος είχε σπιτώσει τα παλιοθήλυκά του στο παλάτι της. Την είχε κάνει να είναι άλλο ένα γύναιό του. Η Μοργκέις ήθελε να του κόψει το κεφάλι. Ήθελε να τον γδάρει ζωντανό. Που να τη βοηθούσε το Φως, ήθελε το άγγιγμά του. Σίγουρα τρελαίνομαι!
«Αυτό θα λυθεί μαζί με όλα τα άλλα», είπε παγωμένα. Πολλά εξαρτώνταν από το ποιοι ήταν στο Κάεμλυν και ποιοι στα κτήματά τους στην επαρχία. «Πού είναι ο Άρχοντας Πέλιβαρ; Ο Άρχοντας Αμπέλε; Η Αρχόντισσα Αραθέλε;» Ήταν αρχηγοί ισχυρών Οίκων με πολλούς υπηρέτες.
«Εξορισμένοι», είπε αργά η Λίνι, κοιτώντας την παράξενα. «Τους εξόρισες από την πόλη την περασμένη άνοιξη».
Η Μοργκέις της αντιγύρισε το βλέμμα. Δεν θυμόταν τίποτα απ’ αυτά. Μόνο που τώρα, αχνά και απόμακρα, τα θυμόταν. «Η Αρχόντισσα Ελόριεν;» είπε αργά. «Η Αρχόντισσα Ήμλυν και ο Άρχοντας Λούαν;» Κι άλλοι ισχυροί Οίκοι. Κι άλλοι Οίκοι, που την υποστήριζαν προτού κερδίσει το θρόνο.
«Εξορισμένοι», αποκρίθηκε εξίσου αργά η Λίνι. «Είχες βάλει να μαστιγώσουν την Ελόριεν επειδή ζήτησε να μάθει το λόγο που την εξόριζες». Έσκυψε για να μαζέψει τα μαλλιά της Μοργκέις από το πρόσωπό της, και τα ροζιασμένα δάχτυλα στάθηκαν στο μάγουλό της όπως παλιά όταν κοίταζε μήπως είχε πυρετό. «Είσαι καλά, κοπέλα μου;»
Η Μοργκέις ένευσε ζαλισμένη, αλλά επειδή θυμόταν, σαν μέσα στο σκοτάδι. Η Ελόριεν ούρλιαζε οργισμένη, καθώς της έσχιζαν την πλάτη της εσθήτας. Ο Οίκος Τρεμέιν ήταν ο πρώτος-τφώτος που είχε υποστηρίξει τον Τράκαντ, με απόφαση μιας παχουλής ομορφούλας ελάχιστα χρόνια μεγαλύτερης από τη Μοργκέις. Της Ελόριεν, που τώρα ήταν μια από τις πιο στενές φίλες της. Τουλάχιστον μέχρι τώρα. Η Ηλαίην είχε πάρει το όνομά της από τη γιαγιά της Ελόριεν. Θυμόταν αόριστα κι άλλους να εγκαταλείπουν την πόλη· τώρα της φαινόταν προφανές ότι ήθελαν να είναι μακριά της. Κι εκείνοι που παρέμεναν; Ή ήταν Οίκοι τόσο αδύναμοι, που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν, ή συκοφάντες. Θυμόταν πολυάριθμα έγγραφα που έβαζε μπροστά της ο Γκάεμπριλ, με τα οποία δημιουργούνταν καινούριοι τίτλοι. Οι παρατρεχάμενοι του Γκάεμπριλ και οι εχθροί της· μόνο αυτοί ήταν σίγουρο πως κατείχαν εξουσία στο Κάεμλυν.
«Δεν με νοιάζει τι λες», είπε σταθερά η Λίνι. «Δεν έχεις πυρετό, αλλά κάτι δεν πάει καλά. Ξέρω τι θέλεις, μια Θεραπεύτρια Άες Σεντάι».
«Όχι Άες Σεντάι». Η φωνή της Μοργκέις ήταν ακόμα πιο σκληρή. Άγγιξε πάλι το δαχτυλίδι, για μια στιγμή. Ήξερε ότι η εχθρότητά της εναντίον του Πύργου το τελευταίο διάστημα είχε ξεπεράσει αυτό που μερικοί θα έκριναν λογικό, όμως δεν μπορούσε πια να εμπιστευτεί αυτόν τον Λευκό Πύργο, που, όπως φαινόταν, προσπαθούσε να κρατήσει την κόρη της κρυμμένη μακριά της. Η επιστολή της στην καινούρια Άμερλιν, με την οποία απαιτούσε την επιστροφή της Ηλαίην —κανένας δεν απαιτούσε ποτέ τίποτα από την Άμερλιν, όμως αυτή το είχε κάνει― ήταν ακόμα αναπάντητη. Μόλις είχε φτάσει στην Ταρ Βάλον. Ήξερε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι δεν θα δεχόταν Άες Σεντάι δίπλα της. Αλλά όμως, πλάι ακριβώς σ’ αυτό, δεν μπορούσε να σκεφτεί την Ηλαίην χωρίς να φουσκώσει από καμάρι. Είχε γίνει Αποδεχθείσα ύστερα από τόσο μικρό διάστημα. Η Ηλαίην μπορεί να γινόταν η πρώτη γυναίκα που θα καθόταν στον θρόνο του Άντορ ως πλήρης Άες Σεντάι κι όχι μόνο ως κάποια που απλώς είχε εκπαιδευθεί στον Πύργο. Δεν ήταν λογικό να νιώθει ταυτοχρόνως αυτά τα δύο, όμως ελάχιστα πράγματα φαίνονταν λογικά τώρα. Και η κόρη της δεν θα ανέβαινε στο Θρόνο του Λιονταριού, αν δεν της τον εξασφάλιζε η Μοργκέις.
«Είπα όχι Άες Σεντάι, Λίνι, γι’ αυτό πάψε να με κοιτάζεις έτσι. Αυτή τη φορά δεν θα μου δώσεις κανένα πικρό φάρμακο. Εκτός αυτού, αμφιβάλλω αν βρίσκεται Άες Σεντάι κάπου στο Κάεμλυν, οποιουδήποτε χρώματος». Οι παλιοί υποστηρικτές της είχαν χαθεί, είχαν εξοριστεί με την ίδια της την υπογραφή, και ίσως να είχαν γίνει πια οριστικά εχθροί της ύστερα απ’ αυτό που είχε κάνει στην Ελόριεν. Καινούριοι άρχοντες κι αρχόντισσες είχαν πάρει τη θέση τους στο Παλάτι. Καινούρια πρόσωπα στους Φρουρούς. Ποιοι έμεναν ακόμα εκεί αφοσιωμένοι στην ίδια; «Ξέρεις έναν υπολοχαγό της Φρουράς ονόματι Τάλανβορ, Λίνι;» Όταν η άλλη ένευσε γοργά, η Μοργκέις συνέχισε. «Βρες μου τον και φέρ’ τον. Αλλά μην του πεις ότι τον φέρνεις σε μένα. Τώρα που το σκέφτομαι, πες σε όλους στα Καταλύματα των Συνταξιούχων ότι, αν ρωτήσει κανείς, δεν είμαι εδώ».
«Δεν είναι μόνο ο Γκάεμπριλ και οι γυναίκες του, υπάρχουν κι άλλα, έτσι δεν είναι;»
«Πήγαινε, Λίνι. Και βιάσου. Δεν έχουμε πολύ χρόνο». Όπως έδειχναν οι σκιές που έβλεπε στα πυκνά δένδρα του κήπου από το παράθυρο, ο ήλιος είχε περάσει το ζενίθ του. Σε λίγο θα ερχόταν το βράδυ. Το βράδυ, που ο Γκάεμπριλ θα πήγαινε να τη βρει.
Όταν έφυγε η Λίνι, η Μοργκέις έμεινε να κάθεται αλύγιστη στην καρέκλα. Δεν τολμούσε να σηκωθεί· τα γόνατά της δεν ήταν πια τόσο αδύναμα, φοβόταν όμως ότι, αν άρχιζε να περπατά, δεν θα σταματούσε, παρά μόνο όταν θα ξαναβρισκόταν στο καθιστικό της να περιμένει τον Γκάεμπριλ. Τόσο δυνατή ήταν η παρόρμηση, ειδικά τώρα που ήταν μονάχη της. Κι όταν εκείνος την κοίταζε, όταν την άγγιζε, η Μοργκέις δεν αμφέβαλλε ότι θα του συγχωρούσε τα πάντα. Κι ίσως θα ξεχνούσε τα πάντα, κρίνοντας από το πόσο θαμπές και κομματιασμένες ήταν οι αναμνήσεις της. Αν δεν ήξερε, θα έλεγε ότι ο Γκάεμπριλ είχε χρησιμοποιήσει πάνω της τη Μία Δύναμη με κάποιον τρόπο, αλλά κανένας άνδρας που μπορούσε να διαβιβάσει δεν προλάβαινε να επιβιώσει μέχρι αυτήν την ηλικία.
Η Λίνι συχνά της έλεγε ότι υπήρχε πάντα ένας άνδρας στον κόσμο για τον οποίο μια γυναίκα θα φερόταν σαν ανόητη, αλλά προσωπικά η Μοργκέις δεν πίστευε ότι θα υπέκυπτε σε κάτι τέτοιο. Πάντως, οι επιλογές της στους άνδρες ποτέ δεν ήταν καλές, όσο σωστές κι αν έμοιαζαν αρχικά.
Είχε παντρευτεί τον Τάρινγκεηλ Ντέημοντρεντ για λόγους πολιτικής. Ήταν παντρεμένος με την Τιγκραίν, την Κόρη-Διάδοχο, της οποίας η εξαφάνιση είχε δώσει το έναυσμα για τη Διαδοχή όταν είχε πεθάνει η Μοντρελίν. Ο γάμος της μ’ αυτόν της είχε εξασφαλίσει σχέση με την παλιά βασίλισσα και είχε αμβλύνει τις αντιρρήσεις πολλών αντιπάλων της, και, το σημαντικότερο, είχε διατηρήσει τη συμμαχία που είχε δώσει τέλος στους ακατάπαυστους πολέμους με την Καιρχίν. Με τέτοια κριτήρια επέλεγαν οι βασίλισσες τους συζύγους τους. Ο Τάρινγκεηλ ήταν ψυχρός κι απόμακρος, και δεν είχε υπάρξει ποτέ αγάπη μεταξύ τους, παρά δύο υπέροχα παιδιά· ο θάνατός του σε κυνηγετικό δυστύχημα ήταν σχεδόν ανακούφιση.
Με τον Θόμντριλ Μέριλιν, ραψωδό του Οίκου και μετέπειτα ραψωδό του Παλατιού, στην αρχή ήταν υπέροχα· ήταν έξυπνος και πνευματώδης, ένας γελαστός άνθρωπος, που χρησιμοποιούσε τα τεχνάσματα του Παιχνιδιού των Οίκων, για να τη βοηθήσει πρώτα να ανέβει στο θρόνο και μετά να κάνει το Άντορ ισχυρό. Τότε είχε τα διπλά της χρόνια, αλλά ακόμη κι έτσι θα τον παντρευόταν —οι γάμοι με κοινούς θνητούς δεν ήταν κάτι ανήκουστο στο Άντορ― αλλά εκείνος είχε εξαφανιστεί χωρίς να πει λέξη, και την είχαν παρασύρει τα νεύρα της. Ποτέ δεν είχε μάθει το λόγο της εξαφάνισής του, όμως δεν είχε σημασία. Όταν εκείνος επιτέλους ξαναγύρισε, η Μοργκέις σίγουρα θα είχε ακυρώσει την εντολή σύλληψης, αλλά αυτή τη φορά, αντί ο Θομ να καταπραΰνει το θυμό της, απάντησε με δικές του βαριές κουβέντες στις δικές της και είπε πράγματα που εκείνη δεν θα μπορούσε ποτέ να συγχωρήσει. Τα αυτιά της ακόμα έκαιγαν όταν θυμόταν ότι την είχε αποκαλέσει κακομαθημένο παιδί και μαριονέτα της Ταρ Βάλον. Την είχε πιάσει και την είχε τραντάξει, αυτήν, τη βασίλισσα του!
Και μετά ήταν ο Γκάρεθ Μπράυν, δυνατός και ικανός, αυστηρός όσο το πρόσωπό του και πεισματάρης σαν κι αυτήν· αποδείχθηκε ότι ήταν προδότης και ανόητος. Είχε χαθεί για τα καλά από τη ζωή της. Έμοιαζε να έχουν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που τον είχε δει ως κάτι περισσότερο από σκουπίδι.
Και τέλος ήταν ο Γκάεμπριλ. Η κορωνίδα στον κατάλογο με τις κακές επιλογές της. Τουλάχιστον, οι άλλοι δεν είχαν επιχειρήσει να την αντικαταστήσουν.
Δεν ήταν πολλοί άνδρες για ολόκληρη τη ζωή μιας γυναίκας, αλλά, αν το έβλεπες αλλιώς, έφταναν και περίσσευαν. Κάτι ακόμα που έλεγε μερικές φορές η Λίνι ήταν πως οι άνδρες ήταν καλοί μόνο σε τρία πράγματα, αν και σ’ αυτά τα τρία ήταν πολύ καλοί. Η Μοργκέις είχε ανέβει στο θρόνο, προτού η Λίνι τη θεωρήσει αρκετά ώριμη για να της πει τι ήταν αυτά τα τρία πράγματα. Ίσως, αν δεν τους ήθελα για κάτι πιο σοβαρό από το χορό, σκέφτηκε πικρόχολα, να μην είχα τόσους μπελάδες με τους άνδρες.
Οι σκιές στον κήπο πέρα από το παράθυρο είχαν μετακινηθεί τόσο, που σίγουρα είχε περάσει μια ώρα, όταν η Λίνι επέστρεψε μαζί με τον νεαρό Τάλανβορ, ο οποίος έκλινε το γόνυ προτού ακόμα εκείνη κλειδαμπαρώσει την πόρτα. «Στην αρχή δεν ήθελε να έρθει μαζί μου», είπε η παλιά τροφός της. «Πριν από πενήντα χρόνια θα μπορούσα να δείξω αυτό που δείχνεις τώρα στον κόσμο, και θα με είχε ακολουθήσει χωρίς παρακάλια, τώρα όμως χρειάστηκε να μιλήσω με τη φωνή της λογικής».
Ο Τάλανβορ γύρισε το κεφάλι και την κοίταξε ξινά. «Απείλησες να με δείρεις με το ραβδί, αν δεν ερχόμουν. Είσαι τυχερή που δεν απόρησα τι ήταν άραγε τόσο σημαντικό για σένα, αντί να βάλω κάποιον να σε πάει στο ιατρείο». Εκείνη ξεφύσηξε αυστηρά, αλλά αυτός δεν πτοήθηκε. Το κοφτερό του βλέμμα γέμισε θυμό, καθώς στρεφόταν στη Μοργκέις. «Βλέπω ότι η συνάντησή σου με τον Γκάεμπριλ δεν πήγε καλά, Βασίλισσά μου. Είχα ελπίσει σε κάτι... καλύτερο».
Ο Τάλανβορ την κοίταζε κατάματα, όμως το σχόλιο της Λίνι της είχε θυμίσει ξανά το φόρεμά της. Ένιωθε λες και αναμμένα βέλη σημάδευαν τον εκτεθειμένο κόρφο της. Χρειάστηκε κόπος για να μείνουν τα χέρια της ήρεμα στα γόνατά της. «Είσαι έξυπνο παιδί, Τάλανβορ. Και πιστός, νομίζω, αλλιώς δεν θα ερχόσουν να μου φέρεις τα νέα για τους Δύο Ποταμούς».
«Δεν είμαι αγόρι», είπε κοφτά εκείνος, και όρθωσε το κορμί, ενώ ήταν ακόμα γονυκλινής. «Είμαι ένας άνδρας που έχει ορκιστεί να θέσει τη ζωή του στην υπηρεσία της βασίλισσάς του».
Εκείνη άφησε το θυμό της να ξεσπάσει εναντίον του. «Αν είσαι άνδρας, φέρσου σαν άνδρας. Σήκω και απάντησε με ειλικρίνεια στις ερωτήσεις της βασίλισσάς σου. Και μην ξεχνάς ότι είμαι η βασίλισσά σου, νεαρέ Τάλανβορ. Ό,τι κι αν νομίζεις ότι έχει συμβεί, είμαι η Βασίλισσα του Άντορ».
«Συγχώρεσέ με, Βασίλισσα μου. Ακούω και υπακούω». Είπε τα λόγια με τον προσήκοντα τρόπο, αν και όχι ακριβώς με μεταμέλεια, όμως σηκώθηκε, με το μέτωπο ψηλά, κοιτώντας την αυθάδικα όπως πάντα. Μα το Φως, αυτός ο άντρας ήταν πεισματάρης όσο ο Γκάρεθ Μπράυν.
«Πόσοι πιστοί άνδρες υπάρχουν μεταξύ των Φρουρών στο Παλάτι; Πόσοι θα υπακούσουν στους όρκους τους και θα με ακολουθήσουν;»
«Εγώ θα σε ακολουθήσω», είπε εκείνος χαμηλόφωνα και ξαφνικά ο θυμός του εξανεμίστηκε, παρ’ όλο που ακόμα στύλωνε το βλέμμα στο πρόσωπό της. «Όσο για τους άλλους... Αν επιθυμείς να βρεις πιστούς, πρέπει να ψάξεις στα μακρινά φυλάκια, ίσως τόσο μακριά όσο η Ασπρογέφυρα. Κάποιοι που ήταν στο Κάεμλυν στάλθηκαν στην Καιρχίν μαζί με τους επίστρατους, όμως οι υπόλοιποι στην πόλη είναι ως τον τελευταίο άνθρωποι του Γκάεμπριλ. Τον καινούριο... τον καινούριο όρκο τον δίνουν στο θρόνο και στο νόμο, όχι στη Βασίλισσα».
Ήταν χειρότερο απ’ όσο έλπιζε, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν εντελώς αναπάντεχο. Ο Γκάεμπριλ μπορεί να είχε άλλα κακά, αλλά δεν ήταν βλάκας. «Τότε πρέπει να πάω αλλού για να επαναφέρω την βασιλεία μου». Θα ήταν δύσκολο να συγκεντρώσει τους Οίκους μετά τις εξορίες, μετά την Ελόριεν, αλλά θα έπρεπε να γίνει. «Ο Γκάεμπριλ ίσως προσπαθήσει να με εμποδίσει να φύγω από το Παλάτι» —θυμόταν αμυδρά που δυο φορές είχε προσπαθήσει να φύγει και την είχε προλάβει ο Γκάεμπριλ― «άρα, λοιπόν, θα βρεις δυο άλογα και θα περιμένεις στο δρόμο πίσω από τους νότιους στάβλους. Θα σε βρω εκείνη, ντυμένη για ταξίδι με άλογο».
«Παραείναι δημόσιος ο χώρος», είπε αυτός. «Και πολύ κοντά. Οι άνδρες του Γκάεμπριλ ίσως σε αναγνωρίσουν, όσο και να μεταμφιεστείς. Ξέρω κάποιον... Μπορείς να βρεις ένα πανδοχείο που λέγεται Η Ευλογία της Βασίλισσας, στο δυτικό τμήμα της Νέας Πόλης;» Η Νέα Πόλη ήταν νέα μόνο σε σύγκριση με την Έσω Πόλη, την οποία περιέβαλλε.
«Μπορώ». Δεν της άρεσε να της φέρνουν αντιρρήσεις, ακόμα κι όταν ήταν εύλογες. Το ίδιο έκανε και ο Μπράυν. Θα χαιρόταν να δείξει σ’ αυτόν τον νεαρό πόσο καλά μπορούσε να μεταμφιεστεί. Μια φορά το χρόνο, αν και κατάλαβε ότι φέτος δεν το είχε κάνει ακόμα, συνήθιζε να ντύνεται σαν απλή θνητή και να περπατά στους δρόμους για να νιώσει τον παλμό του κόσμου. Κανείς ποτέ δεν την είχε αναγνωρίσει. «Είναι έμπιστος όμως αυτός ο άνθρωπος, νεαρέ Τάλανβορ;»
«Ο Μπέηζελ Γκιλ είναι πιστός σε σένα όσο κι εγώ ο ίδιος». Δίστασε και το πρόσωπό του έδειξε ανησυχία, που άλλη μια φορά έδωσε τη θέση της στο θυμό. «Γιατί περίμενες τόσον καιρό; Σίγουρα τα ήξερες, σίγουρα τα έβλεπες, κι όμως περίμενες, ενώ ο Γκάεμπριλ έσφιγγε τα χέρια γύρω από το λαιμό του Άντορ. Γιατί περίμενες;»
Έτσι λοιπόν. Ο θυμός του ήταν έντιμος και άξιζε έντιμη απάντηση. Έλα όμως που δεν είχε απάντηση, δεν είχε δηλαδή απάντηση που θα μπορούσε να του δώσει. «Δεν είναι δουλειά σου να αμφισβητείς τη Βασίλισσά σου, νεαρέ», είπε, τρυφερά και σταθερά. «Ο πιστός, και ξέρω ότι είσαι πιστός, υπηρετεί δίχως ερωτήσεις».
Εκείνος άφησε αργά την ανάσα του να βγει. «Θα σε περιμένω στο στάβλο της Ευλογίας της Βασίλισσας, Βασίλισσά μου». Και με μια υπόκλιση, κατάλληλη για δημόσια εκδήλωση μπροστά σ’ ολόκληρη την αυλή, έφυγε.
«Γιατί τον λες και τον ξαναλές μικρό;» ζήτησε να μάθει η Λίνι, όταν έκλεισε η πόρτα. «Τον ξεσηκώνει. “Μόνο οι ανόητοι βάζουν αγκάθι κάτω από τη σέλα προτού καβαλήσουν”».
«Μα είναι μικρός, Λίνι. Τόσο που θα μπορούσε να είναι γιος μου».
Η Λίνι ξεφύσηξε, και αυτή τη φορά δεν το έκανε καθόλου διακριτικά. «Ρίχνει μερικά χρόνια του Γκάλαντ, και ο Γκάλαντ παραείναι μεγάλος για να ’ναι δικός σου. Έπαιζες με κούκλες όταν γεννήθηκε ο Τάλανβορ, και νόμιζες ότι τα μωρά έρχονται στον κόσμο όπως οι κούκλες».
Η Μοργκέις αναστέναξε και αναρωτήθηκε αν η Λίνι φερόταν έτσι και στη μητέρα της. Το πιθανότερο. Κι αν η Λίνι ζούσε αρκετά για να δει την Ηλαίην στο θρόνο —για κάποιο λόγο δεν αμφέβαλλε καθόλου γι’ αυτό· η Λίνι θα άντεχε για πάντα― τότε μάλλον δεν θα φερόταν αλλιώτικα ούτε στην Ηλαίην. Υποθέτοντας βέβαια ότι θα υπήρχε θρόνος για να τον κληρονομήσει η Ηλαίην. «Ένα ερώτημα υπάρχει, αν είναι νομιμόφρων όσο δείχνει. Ο μοναδικός πιστός Φρουρός, τη στιγμή που έχουν εκδιωχθεί όλοι οι άλλοι νομιμόφρονες στο Παλάτι. Ξαφνικά, μου φαίνεται ότι παραείναι καλό για να ’ναι αληθινό».
«Πήρε τον καινούριο όρκο». Η Μοργκέις άνοιξε το στόμα, όμως η Λίνι την πρόλαβε. «Τον είδα έπειτα, μονάχο πίσω από τους στάβλους. Έτσι κατάλαβα ποιον εννοούσες· έμαθα το όνομά του. Δεν με είδε. Ήταν γονατισμένος, με τα δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπό του. Μια σου ζητούσε συγγνώμη και μια επαναλάμβανε τον παλιό όρκο. Όχι απλώς στην “Βασίλισσα του Άντορ” αλλά στη “Βασίλισσα Μοργκέις του Άντορ”. Ορκίστηκε με τον παλιό τρόπο, στο σπαθί του, κόβοντας το μπράτσο του, για να δείξει ότι θα έχυνε και την τελευταία σταγόνα του αίματός του προτού πατήσει τον όρκο του. Κάτι ξέρω από άνδρες, κοπέλα μου. Αυτός θα σε ακολουθήσει ενάντια σε στρατό ακόμα και με τα χέρια του άδεια».
Καλά που το είχε μάθει αυτό. Αν δεν μπορούσε να τον εμπιστευτεί, μετά θα έπρεπε να αμφιβάλλει για τη Λίνι. Όχι, για τη Λίνι ποτέ. Είχε ορκιστεί με τον παλιό τρόπο; Να κάτι που είχε βγει από τα παραμύθια. Και πάλι οι σκέψεις της λοξοδρομούσαν. Το θόλωμα του μυαλού που της είχε προκαλέσει ο Γκάεμπριλ θα ’πρεπε πια να έχει τελειώσει, τώρα που τα γνώριζε όλα αυτά. Τότε, γιατί άραγε ένα μέρος του εαυτού της ήθελε ακόμα να επιστρέψει στο καθιστικό και να περιμένει; Έπρεπε να συγκεντρώσει την προσοχή της. «Θα χρειαστώ ένα απλό φόρεμα, Λίνι. Που να μην μου ταιριάζει καλά. Λίγη καπνιά από το τζάκι και...»
Η Λίνι επέμεινε να έρθει κι αυτή. Θα έμενε πίσω μόνο αν η Μοργκέις την έδενε σε καρέκλα, και δεν ήταν βέβαιο ότι η ηλικιωμένη γυναίκα θα την άφηνε να τη δέσει· πάντα έμοιαζε εύθραυστη και πάντα ήταν πιο δυνατή απ’ όσο έδειχνε. Όταν βγήκαν από τη μικρή πλαϊνή πόρτα, η Μοργκέις δεν θύμιζε σε τίποτα τον κανονικό εαυτό της. Με λίγη καπνιά είχε σκουρύνει τα χρυσόξανθα μαλλιά της, αφαιρώντας τους τη λάμψη και κάνοντάς τα να δείχνουν ίσια. Σ’ αυτό βοηθούσε και ο ιδρώτας που κυλούσε στο πρόσωπό της. Κανείς δεν πίστευε πως οι βασίλισσες ιδρώνουν. Η μεταμφίεσή της συμπληρωνόταν με ένα ατσούμπαλο φόρεμα από τραχύ —πολύ τραχύ― γκρίζο μαλλί με σχιστή φούστα για ιππασία. Ακόμα και το μισοφόρι και οι κάλτσες της ήταν από σκληρό μαλλί. Έμοιαζε με χωριάτισσα που είχε έρθει στην αγορά καβάλα στο άλογο του κάρου και τώρα ήθελε να δει την πόλη. Η Λίνι έμοιαζε με τον εαυτό της, με τη ράχη ίσια και ύφος αυστηρό, και φορούσε ένα πράσινο μάλλινο φόρεμα ιππασίας, καλοραμμένο αλλά δέκα χρόνια εκτός μόδας.
Η Μοργκέις, θέλοντας μάταια να ξυστεί, ευχόταν να μην την είχε υπακούσει κατά γράμμα η Λίνι όταν της είχε ζητήσει φόρεμα που να μην της ταιριάζει πολύ. Η γριά παραμάνα, χώνοντας την εσθήτα με το βαθύ ντεκολτέ κάτω από το κρεβάτι της, είχε μουρμουρίσει ότι σύμφωνα με τους παλιούς δεν έπρεπε να παρουσιάζεις πραμάτεια την οποία δεν σκόπευες να πουλήσεις. Η Μοργκέις την είχε κατηγορήσει ότι αυτά τα έβγαζε από το μυαλό της, και η απάντηση της άλλης ήταν Στην ηλικία μου, ακόμα κι αν τα βγάζω από το μυαλό μου, είναι πάλι λόγια των παλιών. Η Μοργκέις σχεδόν υποψιαζόταν ότι το φόρεμα που της ταίριαζε σαν σακί και της έφερνε φαγούρα ήταν κατά κάποιον τρόπο τιμωρία για εκείνη την εσθήτα.
Η Έσω Πόλη ήταν χτισμένη στους λόφους, με δρόμους που ακολουθούσαν τη φυσική διαμόρφωση της γης και ήταν σχεδιασμένοι έτσι, ώστε να προσφέρουν ξαφνική θέα σε πάρκα γεμάτα δένδρα και μνημεία ή σε πύργους καλυμμένους με πλάκες που αστραφτοβολούσαν με εκατό χρώματα στον ήλιο. Τα απότομα υψώματα έκαναν το βλέμμα να ταξιδέψει σ’ ολόκληρο το Κάεμλυν, στις κυματιστές πεδιάδες και τα δάση παραπέρα. Η Μοργκέις δεν είδε τίποτα απ’ αυτά, καθώς έτρεχε μέσα στα πλήθη που συνωστίζονταν στους δρόμους. Κανονικά θα στεκόταν να ακούσει τον κόσμο, να καταλάβει τη διάθεσή του. Αυτή τη φορά άκουγε μόνο τη βουή και τον αχό μιας λαμπρή πόλης. Δεν της πέρασε από το νου να προσπαθήσει να τους ξεσηκώσει. Χιλιάδες άνθρωποι, οπλισμένοι κυρίως με πέτρες και οργή θα μπορούσαν να κατατροπώσουν τους Φρουρούς του Βασιλικού Παλατιού, αλλά, ακόμα αν δεν το ήξερε πριν, οι ταραχές της άνοιξης που είχαν φέρει τον Γκάεμπριλ στο επίκεντρο της προσοχής της, όπως και οι παραλίγο ταραχές της προηγούμενης χρονιάς, της είχαν δείξει τι μπορούσε να κάνει ο όχλος. Σκοπός της ήταν να ξανακυβερνήσει στο Κάεμλυν, όχι να το παραδώσει στις φλόγες.
Πέρα από τα λευκά τείχη της Έσω Πόλης, η Νέα Πόλη είχε τις δικές της ομορφιές. Υπήρχαν ψηλόλιγνοι πύργοι, θόλοι που άστραφταν χρυσόλευκοι, πελώριες εκτάσεις όλο κόκκινα κεραμίδια και τα μεγάλα εξωτερικά τείχη με τους πύργους, που το ανοιχτόγκριζο χρώμα τους ήταν γεμάτο ασημένιες και λευκές πινελιές. Οι φαρδιές λεωφόροι, που τις χώριζαν στη μέση πλατιές εκτάσεις από δένδρα και χλόη, έβριθαν από ανθρώπους και κάρα και άμαξες. Η Μοργκέις πρόσεξε παρεμπιπτόντως ότι η χλόη ξεραινόταν από την ανομβρία, αλλά είχε το νου της στραμμένο σ’ αυτό που έψαχνε.
Από ην εμπειρία των ετήσιων εξορμήσεών της, διάλεξε με προσοχή τους ανθρώπους τους οποίους ήθελε να ρωτήσει. Κυρίως άνδρες. Ήξερε τι εμφάνιση είχε, ακόμα και με την καπνιά στα μαλλιά της, και μερικές γυναίκες έδιναν λάθος απαντήσεις από ζήλια. Οι άνδρες, από την άλλη μεριά, έστυβαν το μυαλό τους για τη σωστή απάντηση, για να την εντυπωσιάσουν. Δεν θα διάλεγε κάποιον με πολύ αυτάρεσκη ή με πολύ τραχιά έκφραση, Οι μεν προσβάλλονταν εύκολα όταν τους πλησίαζες, λες και δεν ήταν και οι ίδιοι πεζοί, οι δε μπορεί να σκέφτονταν ότι μια γυναίκα που ζητά οδηγίες έχει άλλο πράγμα στο νου της.
Κάποιος με σαγόνι υπερβολικά μεγάλο για το πρόσωπό του, που πουλούσε μ’ ένα δίσκο καρφίτσες και βελόνες, της χαμογέλασε και είπε, «Σου είπε κανείς ότι μοιάζεις λιγάκι με τη Βασίλισσα; Μπορεί να τα ’κανε χάλια, αλλά είναι όμορφη».
Εκείνη του απάντησε μ’ ένα βραχνό γέλιο, που έκανε τη Λίνι να την κοιτάξει αυστηρά. «Άσε τα καλοπιάσματα για τη γυναίκα σου. Δεύτερη στροφή στα αριστερά, είπες; Σ’ ευχαριστώ. Και για το κομπλιμέντο επίσης».
Καθώς άνοιγε δρόμο στο πλήθος, έσμιξε τα φρύδια της. Είχε ακούσει πολλές τέτοιες κουβέντες. Όχι για το ότι έμοιαζε με τη Βασίλισσα, αλλά το άλλο, ότι η Μοργκέις τα είχε κάνει χάλια. Ο Γκάεμπριλ είχε επιβάλει βαριούς φόρους για να πληρώσει τους επίστρατούς του, αλλά σ’ εκείνη έπεφτε το φταίξιμο, και δικαίως. Η ευθύνη ανήκε στη Βασίλισσα. Είχαν περάσει κι άλλους νόμους στο Παλάτι, νόμους που φαίνονταν παράλογοι, αλλά δυσκόλευαν τη ζωή των ανθρώπων. Άκουσε διάφορους ψιθύρους γι’ αυτήν, ότι ίσως αρκετό καιρό είχε βασίλισσες το Άντορ. Μόνο το μουρμούριζαν, όμως ό,τι τολμούσε ένας να πει χαμηλόφωνα, δέκα άλλοι το σκέφτονταν. Ίσως να μην ήταν εύκολο όσο νόμιζε το να ξεσηκώσει τον όχλο κατά του Γκάεμπριλ.
Στο τέλος βρήκε το στόχο της, ένα πλατύ πανδοχείο φτιαγμένο από πέτρα, με μια ταμπέλα πάνω από την πόρτα που έδειχνε έναν άνδρα γονατισμένο μπροστά σε μια χρυσόξανθη γυναίκα, η οποία φορούσε το Ρόδινο Στέμμα και είχε το ένα της χέρι στο κεφάλι του. Η Ευλογία της Βασίλισσας. Αν παρίστανε αυτήν, η ομοιότητα δεν ήταν μεγάλη. Τα μάγουλα παραήταν παχουλά.
Μόνο όταν σταμάτησε μπροστά στο πανδοχείο, συνειδητοποίησε ότι η Λίνι είχε λαχανιάσει. Η Μοργκέις προχωρούσε με βήμα ταχύ και η άλλη δεν ήταν καθόλου νέα πια. «Λίνι, με συγχωρείς. Κακώς περπατούσα τόσο―»
«Αν δεν σε προφταίνω, κοπέλα μου, πώς θα μπορέσω να φροντίσω τα μωρά της Ηλαίην; Τι κάθεσαι τώρα εδώ; “Πόδια που σέρνονται, ταξίδι δεν τελειώνουν”. Είπε ότι θα ’ναι στο στάβλο».
Η ασπρομάλλα προχώρησε μουρμουρίζοντας μόνη της, και η Μοργκέις την ακολούθησε γύρω από το πανδοχείο. Προτού μπει στον πέτρινο στάβλο, σκίασε τα μάτια της για να κοιτάξει τον ήλιο· έμεναν το πολύ δυο ώρες ακόμα μέχρι το σούρουπο· ο Γκάεμπριλ θα άρχιζε να την ψάχνει τότε, αν δεν την έψαχνε ήδη.
Ο Τάλανβορ δεν ήταν μόνος του εκεί στο στάβλο, που ήταν γεμάτος παχνιά για άλογα. Όταν έπεσε στο γόνατο, στο άχυρο που ήταν στρωμένο στο έδαφος, φορώντας ένα πράσινο μάλλινο σακάκι με τη ζωστήρα του σπαθιού δεμένη από πάνω, μαζί μ’ αυτόν γονάτισαν άλλοι δυο άνδρες και μια γυναίκα, κάπως διστακτικά, δείχνοντας αβεβαιότητα, όπως και η ίδια. Ο σωματώδης με το ροδαλό πρόσωπο και τα μαλλιά που έδειχναν αραίωση πρέπει να ήταν ο Μπέηζελ Γκιλ, ο πανδοχέας. Ένα παλιό δερμάτινο γιλέκο, με ραμμένους μεταλλικούς δίσκους, πάλευε να αγκαλιάσει την κοιλιά του, κι επίσης στο πλάι έφερε σπαθί.
«Βασίλισσά μου», είπε ο Γκιλ, «χρόνια έχω να φορέσω το σπαθί —από τον Πόλεμο των Αελιτών― αλλά θα ήταν τιμή μου να μου επιτρέψεις να σε ακολουθήσω». Κανονικά θα έπρεπε να φαντάζει γελοίος, μα δεν ήταν.
Η Μοργκέις περιεργάστηκε τους άλλους δύο· ο ένας ήταν θηρίο, με κακοφτιαγμένο γκρίζο σακάκι, βαριά βλέφαρα, μύτη που είχε σπάσει πολλές φορές, και ουλές στο πρόσωπό του, και μια κοντή ομορφούλα, σχεδόν μεσήλικη. Έμοιαζε να είναι παρέα με τον σκληρό, όμως το γαλάζιο μάλλινο φόρεμά της με τον ψηλό γιακά έμοιαζε να παραείναι καλοϋφασμένο για να της το έχει αγοράσει αυτός.
Ο άλλος κατάλαβε τις αμφιβολίες της, παρ’ όλο που τα μάτια του τον έκαναν να φαίνεται αργόστροφος. «Είμαι ο Λάμγκουιν, Βασίλισσά μου, πιστός υπηρέτης της Βασίλισσας. Δεν είναι σωστά όσα έγιναν και πρέπει να διορθωθούν. Θέλω κι εγώ να σε ακολουθήσω. Εγώ και η Μπριάνε, μαζί».
«Σηκωθείτε», τους είπε. «Ίσως περάσει καιρός μέχρι να μπορείτε να διακηρύσσετε άφοβα ότι είμαι η βασίλισσα σας. Χαίρομαι για τη συντροφιά σου, αφέντη Γκιλ. Και τη δική σου, αφέντη Λάμγκουιν, αλλά θα είναι ασφαλέστερο για τη γυναίκα σου να μείνει στο Κάεμλυν. Μας περιμένουν δύσκολες μέρες».
Η Μπριάνε τίναξε τα άχυρα από τα φουστάνια της και της έριξε μια διαπεραστική ματιά και μια άλλη χειρότερη στη Λίνι. «Ξέρω από δύσκολες μέρες», είπε με Καιρχινή προφορά. Σίγουρα ήταν γέννημα-θρέμμα αριστοκράτισσα, εκτός αν η Μοργκέις έκρινε λάθος· πρόσφυγας κι αυτή. «Και δεν γνώρισα ποτέ μου σωστό άνδρα παρά μόνο όταν βρήκα τον Λάμγκουιν. Ή όταν με βρήκε. Την πίστη και την αγάπη που σου έχει, τις έχω στο δεκαπλάσιο γι’ αυτόν. Αυτός θα ακολουθήσει εσένα, αλλά εγώ θα ακολουθήσω αυτόν. Δεν μένω πίσω».
Η Μοργκέις πήρε μια βαθιά ανάσα και μετά ένευσε ότι τους δεχόταν. Η γυναίκα ούτως ή άλλως έμοιαζε να το θεωρεί δεδομένο. Καλός σπόρος για να φυτρώσει έτσι ο στρατός της· ένας νεαρός στρατιώτης, που συνήθως την αγριοκοίταζε, ένας φαλακρός πανδοχέας, που έμοιαζε να μην έχει ανέβει σε άλογο εδώ και είκοσι χρόνια, ένας σκληρός τύπος, που έμοιαζε μισοκοιμισμένος, και μια αριστοκράτισσα Καιρχινή πρόσφυγας, που της είχε ξεκαθαρίσει πως η νομιμοφροσύνη της αφορούσε μονάχα τον σκληρό. Και η Λίνι, φυσικά. Η Λίνι που της φερόταν σαν να ήταν ακόμα παιδί. Α, μα ήταν έξοχος σπόρος.
«Πού πάμε, Βασίλισσα μου;», ρώτησε ο Γκιλ, καθώς έβγαζε σελωμένα άλογα από τα χωρίσματα τους. Ο Λάμγκουιν προχώρησε με ταχύτητα που ξάφνιαζε κι έριξε σε ένα άλογο μια σέλα με ψηλή ράχη για τη Λίνι.
Η Μοργκέις συνειδητοποίησε τότε πως δεν το είχε σκεφτεί αυτό. Φως μου, δεν μπορεί να μου θολώνει ακόμα το μυαλό ο Γκάεμπριλ. Ένιωθε όμως ακόμα εκείνη την τάση να ξαναγυρίσει στο καθιστικό της. Δεν το έκανε εκείνος. Για να έρθει η Μοργκέις εδώ, είχε αναγκαστεί να συγκεντρώσει το μυαλό της και να βγει από το Παλάτι. Κάποτε το πρώτο μέρος που θα πήγαινε θα ήταν της Ελόριεν, αλλά κι ο Πέλιβαρ και η Αραθέλε ήταν καλοί. Από τη στιγμή που θα έβρισκε πώς να εξηγήσει την εξορία τους.
Προτού προλάβει να ανοίξει το στόμα, ο Τάλανβορ είπε, «Πρέπει να πάμε στον Γκάρεθ Μπράυν. Οι μεγάλοι Οίκοι τρέφουν αρκετή δυσαρέσκεια απέναντι σου, Βασίλισσά μου, αλλά με τον Μπράυν να σε ακολουθεί, θα ορκιστούν ξανά υποταγή, έστω κι αν το κάνουν μόνο επειδή ξέρουν ότι θα νικήσει σε κάθε μάχη».
Εκείνη έσφιξε το στόμα για να συγκρατήσει την ακαριαία άρνηση της. Ο Μπράυν ήταν προδότης. Όμως ήταν επίσης ένας από τους καλύτερους στρατηγούς του καιρού του. Η παρουσία του θα ήταν ένα πειστικό επιχείρημα, όταν η Μοργκέις θα έπρεπε να κάνει τον Πέλιβαρ και τους υπόλοιπους να ξεχάσουν ότι τους είχε εξορίσει. Πολύ καλά, λοιπόν. Αναμφίβολα, θα άρπαζε την ευκαιρία να γίνει Στρατηγός των Φρουρών της Βασίλισσας ακόμα μια φορά. Κι αν όχι, μια χαρά θα τα κατάφερνε χωρίς αυτόν.
Όταν ο ήλιος άγγιξε τον ορίζοντα, είχαν φτάσει πέντε μίλια έξω από το Κάεμλυν και προχωρούσαν καλπάζοντας προς το Κορ Σπρινγκς.
Ο Πάνταν Φάιν ένιωθε πιο άνετα τις νύχτες. Καθώς προχωρούσε με μαλακά βήματα στους στρωμένους με χαλιά διαδρόμους του Λευκού Πύργου, του φαινόταν ότι το σκοτάδι απ’ έξω άπλωνε ένα μανδύα για να τον κρύψει από τους εχθρούς του, παρά τις επίχρυσες λάμπες που έκαιγαν στους φανοστάτες τους στη σειρά σαν είδωλα καθρέφτη. Ήξερε ότι αυτή η αίσθηση ήταν ψεύτικη· οι εχθροί του ήταν πλήθος και παντού. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, όπως και κάθε ώρα που ήταν ξυπνητός, ένιωθε τον Ραντ αλ’Θόρ. Όχι πού ήταν, αλλά ότι ήταν ακόμα ζωντανός, κάπου. Ακόμα ζωντανός. Ήταν το δώρο που είχε λάβει στο Σάγιολ Γκουλ, στο Χάσμα του Χαμού, η επίγνωση που είχε για τον αλ’Θόρ.
Το μυαλό του πετάρισε μακριά από τις αναμνήσεις αυτών που του είχαν κάνει στο Χάσμα. Τον είχαν αποστάξει εκεί, τον είχαν αναπλάσει. Αλλά αργότερα, στην Αριντόλ, είχε αναγεννηθεί. Είχε αναγεννηθεί, για να συντρίψει παλιούς και νέους εχθρούς.
Ένιωθε και κάτι άλλο, κυνηγώντας στους άδειους νυχτερινούς διαδρόμους του Πύργου, ένα δικό του αντικείμενο, που του το είχαν κλέψει. Αυτή τη στιγμή, τον έλκυε ένας πόθος πιο έντονος από τη λαχτάρα του για το θάνατο του αλ’Θόρ, για την καταστροφή του Πύργου ή ακόμα και για την εκδίκηση κατά του πανάρχαιου εχθρού του. Πείνα να γίνει ολόκληρος.
Η πόρτα με το βαρύ ξύλο είχε χοντρούς μεντεσέδες και σιδερένια ελάσματα για ενίσχυση και μια μαύρη σιδερένια κλειδαριά μεγάλη όσο το κεφάλι του. Λίγες πόρτες ήταν ποτέ κλειδωμένες στον Πύργο —ποιος θα τολμούσε να κλέψει ανάμεσα στις Άες Σεντάι;― όμως ο Πύργος θεωρούσε ότι μερικά πράγματα ήταν πολύ επικίνδυνα και δεν έπρεπε να είναι προσιτά σε όλους. Τα πιο επικίνδυνα απ’ όλα τα διατηρούσαν πίσω απ’ αυτή την πόρτα, που τη φύλαγε μια γερή κλειδαριά.
Χαχανίζοντας απαλά, έβγαλε δυο μακριά, κυρτά μεταλλικά ραβδάκια από την τσέπη του σακακιού του, τα έχωσε στην τρύπα της κλειδαριάς, έψαξε, πίεσε, έστριψε. Το γλωσσίδι τραβήχτηκε μ’ ένα αργό ξερό κρότο. Για μια στιγμή, έγειρε πάνω στην πόρτα, γελώντας βραχνά. Το φύλαγε μια γερή κλειδαριά. Ολόγυρά του βρισκόταν παντού η δύναμη των Άες Σεντάι, και τη φύλαγε ένα απλό μέταλλο. Ακόμα και οι υπηρέτριες και οι μαθητευόμενες θα είχαν πια τελειώσει τέτοια ώρα τις δουλειές τους, όμως ίσως κάποιος να ήταν ακόμα ξύπνιος, να περνούσε τυχαία. Μερικά κύματα γέλιου ακόμα τον τράνταζαν, καθώς ξανάβαζε τις ράβδους στην τσέπη του κι έβγαζε ένα χοντρό μελισσοκέρι, ανάβοντας το φυτίλι σε μια κοντινή λάμπα.
Σήκωσε το κερί ψηλά, κλείνοντας την πόρτα πίσω του, και κοίταξε ολόγυρα. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ράφια με απλά κουτιά και με σκαλισμένα κιβώτια διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, με μικρές μορφές από οστό ή από ελεφαντόδοντο ή από πιο σκούρα υλικά, αντικείμενα από μέταλλο και γυαλί και κρύσταλλο που λαμπύριζαν στο φως του κεριού. Τίποτα που να μοιάζει επικίνδυνο. Η σκόνη σκέπαζε τα πάντα· ακόμα και οι Άες Σεντάι σπανίως έρχονταν εδώ και δεν επέτρεπαν σε κανέναν άλλο να μπει. Αυτό που αναζητούσε τον τράβηξε κοντά του.
Σε ένα ράφι στο ύψος της μέσης του υπήρχε ένα σκούρο μεταλλικό κουτί. Το άνοιξε, αποκαλύπτοντας μολυβένια τοιχώματα πάχους πέντε πόντων, που μόλις άφηναν να χωρέσει ένα κυρτό εγχειρίδιο σε χρυσή θήκη, μ’ ένα μεγάλο ρουμπίνι ενσφηνωμένο στη λαβή του. Δεν τον ένοιαζαν ούτε το χρυσάφι, ούτε το ρουμπίνι, που έλαμπε σκούρο σαν αίμα. Έχυσε βιαστικά λίγο λιωμένο κερί για να στερεώσει το μελισσοκέρι πλάι στο κουτί και άρπαξε το εγχειρίδιο.
Αναστέναξε μόλις το άγγιξε, τεντώθηκε με απόλαυση. Ήταν πάλι ολοκληρωμένος, είχε γίνει ένα μ’ αυτό που τον είχε δεσμεύσει πριν από τόσον καιρό, ένα μ’ αυτό που κυριολεκτικά του είχε χαρίσει ζωή.
Οι σιδερένιοι μεντεσέδες έτριξαν αμυδρά κι αυτός χίμηξε στην πόρτα, γυμνώνοντας την κυρτή λεπίδα. Η χλωμή νεαρή που άνοιγε την πόρτα πρόλαβε μόνο να ανοίξει το στόμα και προσπάθησε να πηδήξει πίσω, αλλά αυτός της χάραξε το μάγουλο· συνεχίζοντας την κίνησή του, έριξε κάτω τη θήκη, άρπαξε τη γυναίκα από το μπράτσο και την τράβηξε μέσα στην αποθήκη. Έβγαλε το κεφάλι από το δωμάτιο, κοίταξε δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο. Ήταν ακόμα άδειος.
Η νεαρή σπαρταρούσε στο πέτρινο πάτωμα, προσπαθώντας μάταια να ουρλιάξει. Τα χέρια της έψαχναν με μανία ένα πρόσωπο που ήταν ήδη μαύρο και πρησμένο τόσο που δεν αναγνωριζόταν, ενώ το σκοτεινό φούσκωμα κατηφόριζε αργά τους ώμους τους σαν πηχτό λάδι. Οι χιονόλευκες φούστες της, με τα χρώματα στον ποδόγυρο, τινάζονταν, καθώς τα πόδια της ανεβοκατέβαιναν σπασμωδικά δίχως αποτέλεσμα. Εκείνος έγλειψε μια σταγόνα αίμα που είχε πιτσιλίσει το χέρι του, ενώ σήκωνε το θηκάρι.
«Είσαι ανόητος».
Στριφογύρισε, απλώνοντας το εγχειρίδιό του, όμως ο αέρας γύρω του φάνηκε να γίνεται συμπαγής, κλείνοντάς τον από το λαιμό ως τα τακούνια στις μπότες του. Έμεινε κρεμασμένος εκεί, στις μύτες των ποδιών του, με το εγχειρίδιο έτοιμο να λογχίσει, κοιτώντας την Αλβιάριν που έκλεινε την πόρτα πίσω της κι έγερνε πάνω της να στηριχτεί με την πλάτη, για να τον περιεργαστεί. Αυτή τη φορά, δεν είχε ακουστεί τρίξιμο. Ο ξυστός ήχος των παπουτσιών στις πέτρες του πατώματος από την κοπέλα που τίναζε τα πόδια της, καθώς πέθαινε, δεν θα το είχε κρύψει. Αυτός ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να διώξει τον ιδρώτα που τον έτσουξε ξαφνικά.
«Στ’ αλήθεια νόμιζες ότι δεν θα υπήρχε φρουρός σ’ αυτό το δωμάτιο, ότι δεν θα φύλαγαν σκοπιά;» συνέχισε η Άες Σεντάι. «Έχουν βάλει ξόρκι φύλαξης στην κλειδαριά. Έργο αυτής της ανόητης απόψε ήταν να το επιτηρεί. Αν είχε κάνει σωστά τη δουλειά της, τώρα θα σε περίμεναν δώδεκα Πρόμαχοι και άλλες τόσες Άες Σεντάι έξω από αυτήν την πόρτα. Πληρώνει το αντίτιμο της ανοησίας της».
Οι σφαδασμοί πίσω του έπαψαν και τα μάτια της στένεψαν. Η Αλβιάριν δεν ήταν του Κίτρινου Άτζα, αλλά πάντως θα μπορούσε να είχε κάνει μια προσπάθεια να Θεραπεύσει τη νεαρή. Και δεν είχε σημάνει συναγερμό, όπως θα έπρεπε να είχε κάνει η Αποδεχθείσα, αλλιώς δεν θα ήταν εδώ μόνη της. «Είσαι του Μαύρου Άτζα», ψιθύρισε.
«Επικίνδυνη κατηγορία», είπε εκείνη ήρεμα. Δεν ήταν σαφές για ποιον από τους δύο ήταν επικίνδυνη. «Όταν την ανέκριναν, η Σιουάν Σάντσε ισχυρίστηκε ότι το Μαύρο Άτζα είναι πραγματικό. Ικέτεψε να μας μιλήσει γι’ αυτό, Η Ελάιντα δεν άκουγε κουβέντα, ούτε τότε ούτε τώρα. Οι ιστορίες περί του Μαύρου Άτζα αμαυρώνουν και δυσφημίζουν τον Πύργο».
«Είσαι του Μαύρου Άτζα», είπε αυτός με πιο δυνατή φωνή.
«Θέλεις να το κλέψεις;» Η Άες Σεντάι μίλησε σαν να μην είχε ανοίξει αυτός το στόμα του. «Το ρουμπίνι δεν αξίζει τον κόπο, Φάιν. Ή όποιο είναι το όνομά σου, τέλος πάντων. Η λεπίδα είναι μολυσμένη και μόνο βλάκας θα την άγγιζε με γυμνά χέρια και όχι με λαβίδα, μόνο ένας βλάκας θα την πλησίαζε, αν δεν ήταν ανάγκη. Βλέπεις τι έπαθε η Βερίνε. Γιατί, λοιπόν, ήρθες κι έτρεξες κατευθείαν στο εγχειρίδιο, το οποίο αποκλείεται να ήξερες πως ήταν εδώ; Σίγουρα δεν είχες χρόνο για να ερευνήσεις».
«Μπορώ να σε απαλλάξω από την Ελάιντα. Ένα άγγιγμα μ’ αυτό και δεν θα τη σώσει ούτε η Θεραπεία». Προσπάθησε να κάνει μια χειρονομία με το εγχειρίδιο, όμως δεν μπορούσε να σαλέψει ούτε πόντο· αν μπορούσε να κουνηθεί, τώρα η Αλβιάριν θα ήταν νεκρή. «Θα μπορούσες να είσαι η πρώτη του Πύργου, όχι η δεύτερη».
Εκείνη γέλασε μαζί του, μ’ ένα ψυχρό, περιφρονητικό γέλιο σαν καμπάνισμα. «Νομίζεις πως δεν θα ήμουν πρώτη, αν το επιθυμούσα; Με βολεύει να είμαι δεύτερη. Άσε την Ελάιντα να διεκδικεί τα εύσημα για τις επιτυχίες της, όπως νομίζει, και να ιδρώνει για τις αποτυχίες της. Ξέρω πού είναι η εξουσία. Τώρα, απάντησε στις ερωτήσεις μου, αλλιώς το πρωί θα βρεθούν εδώ δύο πτώματα αντί για ένα».
Ούτως ή άλλως θα υπήρχαν δύο πτώματα, είτε της απαντούσε με τα ανάλογα ψέματα είτε όχι· δεν σκόπευε να τον αφήσει ζωντανό. «Έχω δει το Θακαν’ντάρ». Πόνεσε λέγοντάς το· του ήρθαν οδυνηρές αναμνήσεις στο νου. Δεν αφέθηκε να κλαψουρίσει, πάλεψε και ξεστόμισε τις λέξεις. «Τη μεγάλη θάλασσα της ομίχλης που φουσκώνει και σκάει σιωπηλά στους μαύρους γκρεμούς, τις φωτιές των καμινιών να λάμπουν κόκκινες από κάτω, τον κεραυνό να σχίζει έναν ουρανό που μπορεί να τρελάνει τον άνθρωπο». Δεν ήθελε να συνεχίσει, όμως πίεσε τον εαυτό του, «Πήρα το μονοπάτι που βγάζει στα σπλάχνα του Σάγιολ Γκουλ, το μακρύ δρόμο, με πέτρες σαν σκυλόδοντα που άγγιζαν το κεφάλι μου, ως την ακτή μιας λίμνης από φωτιά και λιωμένο βράχο―» Όχι, όχι πάλι! «-που κρατά τον Μέγα Άρχοντα του Σκότους στα απύθμενα βάθη της. Τα ουράνια πάνω από το Σάγιολ Γκουλ είναι μαύρα ακόμα και το μεσημέρι από την ανάσα του».
Η Αλβιάριν τώρα στεκόταν με το κορμί ίσιο και τα μάτια ορθάνοιχτα. Δεν φοβόταν, ήταν εντυπωσιασμένη. «Ακουσα για...» άρχισε να λέει με μαλακή φωνή, και μετά κούνησε απότομα το κεφάλι και τον κοίταξε με βλέμμα σαν μαχαίρι. «Ποιος είσαι; Τι κάνεις εδώ; Μήπως σε έστειλε κανένας από τους Αποδ ― από τους Εκλεκτούς; Γιατί δεν με πληροφόρησαν;»
Εκείνος έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε. «Το έργο που μου αναθέτουν πρέπει να είναι κατανοητό από εσένα και τους ομοίους σου;» Μιλούσε πάλι με δυνατή ντόπια Λαγκαρντινή προφορά· κατά μία έννοια, το Λάγκαρντ ήταν η γενέτειρά του. «Μήπως, λοιπόν, οι Εκλεκτοί σου εκμυστηρεύονται τα πάντα;» Κάτι μέσα του φώναζε ότι δεν ήταν αυτός ο κατάλληλος τρόπος, αλλά ο ίδιος μισούσε τις Άες Σεντάι και τις μισούσε κι αυτό το κάτι επίσης. «Πρόσεχε, γλυκιά μικρή μου Άες Σεντάι, αλλιώς θα σε παραδώσουν σε κανένα Μυρντράαλ να διασκεδάσει».
Το άγριο βλέμμα της ήταν σαν παγοκρύσταλλα που του τρυπούσαν τα μάτια. «Θα δούμε, αφέντη Φάιν. Θα καθαρίσω τα χάλια που άφησες, και μετά θα δούμε ποιος από τους δύο είναι ανώτερος μπροστά στους Εκλεκτούς». Κοιτάζοντας το εγχειρίδιο, βγήκε από το δωμάτιο. Ο αέρας γύρω του μαλάκωσε μόνο αφού είχε περάσει ένα ολόκληρο λεπτό από την αναχώρηση της.
Αυτός μούγκρισε σιωπηλά τον εαυτό του. Βλάκα. Έπαιζε το παιχνίδι των Άες Σεντάι, τις καλόπιανε και τις ικέτευε, και τώρα, με μια στιγμή θυμού, τα είχε χαλάσει όλα. Όπως θηκάρωνε το εγχειρίδιο, κόπηκε λιγάκι κι έγλειψε την πληγή προτού χώσει το όπλο στο σακάκι του. Δεν ήταν αυτός που νόμιζε η Αλβιάριν. Κάποτε είχε υπάρξει Σκοτεινόφιλος, όμως τώρα ήταν κάτι πιο πέρα. Πιο πέρα, πιο πάνω. Κάτι αλλιώτικο. Κάτι περισσότερο. Αν η Άες Σεντάι προλάβαινε να επικοινωνήσει με κάποιον Αποδιωγμένο προτού την ξεφορτωνόταν... Καλύτερα να μην προσπαθούσε. Τώρα δεν είχε χρόνο να βρει το Κέρας του Βαλίρ. Υπήρχαν οι υπηρέτες του που τον περίμεναν έξω από την πόλη. Σίγουρα ήταν ακόμα εκεί και ανέμεναν. Τους είχε ποτίσει με φόβο. Έλπισε να υπήρχαν ακόμα ζωντανοί κάποιοι άνθρωποι. Προτού φανεί ο ήλιος, είχε βγει από τον Πύργο, είχε φύγει από το νησάκι της Ταρ Βάλον. Ο αλ’Θόρ ήταν εκεί έξω, κάπου. Κι ο ίδιος ήταν ολοκληρωμένος ξανά.