Α’ Κορ. 14, 15.
2 Ρωμ. 8, 16.
Που σημαίνει, ότι το Πνεύμα του Θεού μιλάει στο δικό μας πνεύμα, ο Θεός, δηλαδή, μιλάει μέσα στην καρδιά μας δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Βλ. Φιλοκαλία, τόμος Δ’, έκδοσις Το Περιβόλι της Παναγίας, 1987, σ. 281. Εδώ ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στον β’ λόγο του Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, αναφέρει ότι η «καρδιά» είναι ο ηγεμόνας όλης της υπάρξεως· εκεί είναι ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής. Εδώ ο άγιος Γρηγόριος με τον όρον καρδιά δεν εννοεί την φυσική καρδιά, αλλά την βαθεία καρδία, ενώ με τον όρο νους δεν εννοεί την διάνοια, αλλά την ενέργεια της καρδιάς, την νοερά ενέργεια, η οποία πηγάζει από την ουσία του νου, δηλ. την καρδιά. Οι όροι καρδιά και νους ως ουσία ταυτίζονται. Γι’ αυτό προσθέτει ο άγιος Γρηγόριος: Ο νους είναι το ενδότατο σώμα του σώματος, δηλαδή η καρδιά (ό.π., σ. 282). Με αυτούς ταυτίζεται και ο όρος πνεύμα.
Βλ. Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, έκδοσις Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λεβάδεια, 1994, σ. 24, όπου αναφέρονται τα εξής: Ο άνθρωπος έχει δύο γνωστικά κέντρα. Το ένα είναι ο νους, που είναι το κατάλληλο όργανο για να δεχθή την αποκάλυψη του Θεού, η οποία στην συνέχεια διατυπώνεται με την λογική, και το άλλο είναι η λογική, που γνωρίζει τον αισθητό κόσμο που μας περιβάλλει.
Α’ Κορ. 14, 19.
Βλ. Φιλοκαλία, Γ’, έκδοσις Αστέρος, 1976, σ. 42, § 29, και σ. 352, πθ’.
Βλ. Φιλοκαλία, Γ’, έκδοσις Αστέρος, 1976, σ. 352, πθ’
Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδου: «Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της», εν Ορθοδοξία — Ελληνισμός, Πορεία στην Τρίτη Χιλιετία, Β’ τόμος, έκδοσις Ι. Μ. Κουτλουμουσίου, Άγιον Όρος, 1996, σσ. 67–76.
Ο καθηγητής κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης, σε σχόλιό του σχετικό με το περιεχόμενο του βιβλίου του Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου με τίτλο Αναφορά στην Θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου (έκδοσις Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2000), το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Σύναξη (τεύχος 85, Ιαν. - Μάρτ. 2003, σσ. 94–98), αναφέρει τα εξής (σ. 98): «… Η αγάπη προς τους εχθρούς αποτελεί το αψευδές κριτήριο της αλήθειας και της καθολικότητας της Εκκλησίας. Στην διδασκαλία του αγίου Σιλουανού και του Γέροντα Σωφρονίου οι άνθρωποι δεν διακρίνονται σε εχθρούς και φίλους (ή, σε καλούς και κακούς), αλλά σε γνωρίσαντας και αγνοούντας τον Θεόν. Όπου αναγνωρίζονται εχθροί, σημαίνει ότι απορρίπτεται μέρος του σώματος της ανθρωπότητας και φαλκιδεύεται η παγκοσμιότητα. Η τήρηση της εντολής της αγάπης προς τους εχθρούς σημαίνει ότι ο άνθρωπος αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, (ότι) γίνεται καθολικός, παγκόσμιος. Και σε εκκλησιολογικό επίπεδο η αγάπη προς τους εχθρούς αποτελεί κριτήριο που βεβαιώνει την καθολικότητα. Αληθινή Εκκλησία είναι εκείνη που διατηρεί ζωντανή την αγάπη προς τους εχθρούς (σ. 350). Η επισήμανση αυτή είναι βαρυσήμαντη και ιδιαίτερα επίκαιρη στην εποχή μας».
Η λέξις Δυτικός εδώ νοείται όχι γεωγραφικά, αλλά πολιτισμικά και θρησκευτικά και σημαίνει την Δυτική, Παπική και Προτεσταντική, θρησκευτική και πολιτισμική παράδοσι.
Ιω. 1, 14.
Δηλαδή εκείνοι οι οποίοι είχαν δεχθή τον νεοφωτισμό, κατά τον οποίο από μη φωτισμένοι εγίνοντο μερικώς φωτισμένοι, δηλαδή μερικώς ελλαμφθέντες από την Χάρι, διαδικασία, η οποία ξεκινούσε πριν το Βάπτισμα, κατά την κατήχησί τους, περνούσε μέσα από το Βάπτισμα και συνεπληρούτο, κατά κάποιο τρόπο, με την ακολουθία του Χρίσματος.
Βλ. Αθανασίου του Παρίου: Επιτομή (Συλλογή των Θείων της Πίστεως Δογμάτων), Λειψία, 1806, σσ. 256–257.
Η χρήση του όρου αυτού από τον π. Ιωάννη δεν είναι υποτιμητική. Είχε συνηθίσει ήδη από τις Η.Π.Α., όπου έζησε από ηλικίας τριών μηνών, εμεγάλωσε, εσπούδασε και ανδρώθηκε, να χρησιμοποιεί έτσι αυτόν τον όρο. Στο Άγιον Όρος επίσης χρησιμοποιείται κατά κόρον η λέξη παπάς, χωρίς καθόλου μειωτικό περιεχόμενο. Το αντίθετο μάλιστα.
Ο λόγος του π. Ιωάννου, όπως αναφέραμε ήδη στον Πρόλογο, είναι μερικές φορές καυστικός.
Τα οποία βέβαια κάνουν και οι πραγματικοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, και δεν είναι κακό το να θέλη να κάνη κανείς αυτά· κακό είναι το να μένη μόνο σ’ αυτά.
Που είναι δηλαδή ο πνευματικός τους πατέρας και οι μοναχοί του είναι άσχετοι με τον Ησυχασμό.
Βέβαια μερική εμπειρία της θέας αυτής του Θεού έχουν όλοι οι άνθρωποι αμέσως μετά την έξοδο της ψυχής τους από το σώμα, δηλαδή μετά τον βιολογικό θάνατο.
Βλ. Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία, Δ’, έκδ. Αστέρος, 1976, σ. 134, § 79.
Βλ. Αγίου Συμεών νέου θεολόγου, Ευρισκόμενα, Λόγος 75ος. Εκεί διαβάζουμε: «Τοσούτον της Εκείνου θέας εκπέσομεν, κατά την αναλογίαν της εκάστου ημών απ’ εντεύθεν αμβλυωπίας, καθ’ όσον του φωτός αυτού εκουσίως εαυτούς υστερήσαμεν εν τη παρούση ζωή».
Ιω. 14, 6.
Βλ. Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, έκδοσις Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λεβάδεια, 1994, σ. 162. «… Με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα αναστηθούν όλοι οι άνθρωποι και θα κριθούν για τα έργα τους. Οι αμαρτωλοί που δεν απέκτησαν πνευματικό οφθαλμό, δεν θα εξαφανισθούν. Θα παραμείνουν ως πρόσωπα οντολογικά, αλλά όμως δεν θα έχουν μέθεξη Θεού. Οι δίκαιοι θα έχουν μέθεξη και κοινωνία με τον Θεό. Όπως λέγει ο άγιο Μάξιμος ο Ομολογητής, οι αμαρτωλοί θα ζήσουν το „αεί φευ είναι“, ενώ οι δίκαιοι το „αεί ευ είναι“…».
Βλ. Άσμα Ασμάτων, 5, 2: «Εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί…».
Αυτό συμβαίνει με τα παραισθησιογόνα, όπως π.χ. το ^8Ό. Βέβαια, παραίσθησι μπορεί να έχη κάποιος και κατά τον υπνωτισμό, όταν εισαχθή από τον υπνωτιστή δαιμονική ενέργεια, οπότε ο υπνωτισμένος έρχεται σε επαφή με πονηρά πνεύματα.
Βλ. Ρωμ. 8, 26.
Α’ Κορ. 2, 4: «… Και ο λόγος μου και το κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως».
Γαλ. 4, 6. «Ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κράζον· αββά ο πατήρ».
Κανών β’ της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου.
Α’ Κορ. 14, 15.
Στο «Ρουμανικό Γεροντικό», που έγραψε ο π. Ιωαννίκιος Μπάλαν, (έκδ. «Ορθοδόξου Κυψέλης»), αναφέρεται η περίπτωσις ενός λαϊκού Χριστιανού, ο οποίος είχε αδιάλειπτη την νοερά προσευχή, απαγγέλλοντας διαρκώς του Ψαλμούς.
Αυτά ελέχθησαν το έτος 1983.
Εφ. 2, 8.
Μάρκ. 9, 24.
Α ’ Κορ. 13, 10 και 13, 13. Διότι η πίστις και η ελπίς εξεπλήρωσαν τον σκοπόν τους, και έφθασε ο άνθρωπος να βλέπη το πιστευόμενο και ελπιζόμενο, δηλαδή τον Θεόν, τον οποίον τώρα γνωρίζει και τον οποίον τώρα μόνον αγαπά, αφού Εκείνος που βλέπει είναι η αγάπη.
Όλη η Φιλοκαλία μιλάει γι’ αυτά τα θέματα.
Το έτος 1983.
Α’ Κορ. 13, 13.
Ιώβ 42, 5.
Έξοδος 34, 28–31.
Βλ. Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, έκδοσις Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λεβάδεια, 1994, σ. 104: «Ο Θεός είναι πρόσωπο και αγαπά τον άνθρωπο, γι’ αυτό και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ακολουθώντας τον άγιο Διονύσιο (τον Αρεοπαγίτη) λέγει: „Το θείον οι θεολόγοι, ποτέ μεν έρωτα, ποτέ δε αγάπην, ποτέ δε εραστόν και αγαπητόν καλούσιν. Όθεν, ως μεν έρως υπάρχων και αγάπη, κινείται· ως δε εραστόν και αγαπητόν, κινεί προς εαυτόν πάντα τα έρωτος και αγάπης δεκτικά“».
Βλ. Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, «τριώδιον», εκδόσεις ΦΩΣ, Αθήναι, σσ. 155–166.
Όρους δηλαδή με πνευματικό (όχι υλικό) περιεχόμενο για τον Θεό.
Ο Αδάμ πλάστηκε κατ’ εικόνα του Χριστού. Ο άνθρωπος κατ’ ακρίβειαν δεν είναι εικόνα του Θεού, αλλά είναι εικόνα του Χριστού.
Ένας νόμος της λογικής του Αριστοτέλους που λέγει ότι κάτι δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και το αντίθετό του. Δηλαδή κάτι δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα π.χ. μαύρο και άσπρο. Ή μαύρο θα είναι ή άσπρο. Όχι και τα δύο.
Και απαγορεύεται να θεολογή, αν δεν βρίσκεται τουλάχιστον στην κατάστασι του φωτισμού. Την Πατερική αυτή θέσι εκφράζει άριστα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στο γνωστό απόσπασμα του Α’ Θεολογικού του λόγου εναντίον των Ευνομιανών «Ου παντός, ω τούτοι, το περί Θεού φιλοσοφείν, ου παντός· ουχ ούτω το πράγμα εύωνον και τω χαμαί ερχομένων. Προσθήσω δε, ουδέ πάντοτε, ουδέ πάσιν, ουδέ πάντα, αλλ’ έστιν ότε και οις και εφ’ όσον. Ου πάντων μεν ότι και εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων, το μετριώτατον» (Λόγος ΚΖ’, Θεολογικός Α’, ΡΟ. 36, 16 Α-Β).
Αυτά ελέχθησαν το 1983. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν γίνει τεράστιες πρόοδοι στο θέμα αυτό.
Το έτος 1983.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξαν πολλοί θεωθέντες άγιοι στην Εκκλησία, μεταξύ των οποίων και οι γνωστοί: Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, Γέροντας Πορφύριος των Αθηνών, Γέροντας Ιάκωβος της Ευβοίας, Γέροντας Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης, Γ έροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης κ.ά.
Α’ Κορ. 12, 28.
Α’ Κορ. 14, 29.
Εφ. 3, 5.
Β’ Κορ. 5, 16.
Α’ Κορ. 12, 26.
Βλ. π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, Γρηγορίου Παλαμά Έργα, Τόμος Α’, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1984, σ. 7: «Επεκράτησε να λέγεται ο προεστώς προφήτης της ενορίας επίσκοπος και οι υπόλοιποι πρεσβύτεροι, ενώ στην αρχή συνηθίζετο να λέγωνται όλοι πρεσβύτεροι. Σημειωτέον ότι η Εκκλησία της Κορίνθου είχε τουλάχιστον πέντε προφήτες (Α’ Κορ. 14, 29). Δεν απασχολούν τον Παύλο τόσο τα ονόματα επίσκοπος ή πρεσβύτερος, αφού, ως προφήτες τους θεωρεί μαζί με τους αποστόλους, ως θεμέλια της Εκκλησίας (Εφ. 2, 20). Η χειροτονία τους, όπως στην περίπτωση των αποστόλων, ήτο κατ’ ευθείαν από τον Χριστό μέσω της θεώσεως (Εφ. 3, 5) και εν συνεχεία μέσω της αναγνωρίσεως της θεώσεως αυτής από τους συνθεουμένους».
Βλ. ένθ’ ανωτ., σ. 7: «Μάλιστα τονίζει (ο απόστολος Παύλος) ότι ο Θεός θέτει τον καθένα μέσα στην Εκκλησία. Αρχίζει με τους αποστόλους και προφήτας, που φθάσανε στη θέωσι και τελειώνει με τα „γένη γλωσσών“ (Α’ Κορ. 12, 28). Αυτά τα στάδια είναι αποτελέσματα του βαπτίσματος του Πνεύματος που διακρίνεται από το βάπτισμα του ύδατος, ως φαίνεται μέχρι σήμερα από τις ακολουθίες του βαπτίσματος και του χρίσματος. Οι ευρισκόμενοι στην απαρίθμηση αυτή αποτελούν το βασίλειο Ιεράτευμα. Οι ιδιώτες (Α’ Κορ. 14, 16), που είναι οι λαϊκοί δεν έχουν το βάπτισμα του Πνεύματος και δεν απαριθμούνται ακόμη από τον Παύλο μεταξύ των μελών, που έθεσε ο Θεός μέσα στην Εκκλησία».
Α’Πέτρ. 2, 9.
Βλ. Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), ένθ’ ανωτ., σ. 96: «… Η αναγέννηση του ανθρώπου, η ανακάλυψη της καρδιάς, η εύρεση της υποστατικής αρχής έχει ως αποτέλεσμα να αναπτυχθή έντονα μέσα του η αγάπη για όλο τον κόσμο. Και αυτό εκφράζεται με την προσευχή και την θυσία υπέρ όλου του κόσμου. Η καρδιά φλέγεται από αγάπη. Βγαίνει τότε ο άνθρωπος από τα στενά περιοριστικά όρια του εγώ και εισέρχεται από αγάπη και με αγάπη στην υπόσταση του άλλου. Ζη την κένωση του Χριστού σε ένα βαθμό και την αγωνία του Χριστού στην Γεσθημανή. Θρηνεί για όλον τον κόσμο. Στην ζωή πολλών αγίων βλέπουμε ότι είχαν αυτήν την συμπάσχουσα καρδία υπέρ όλης της κτίσεως, ακόμη και για τον διάβολο. Αυτή η θυσιαστική προσευχή, που γίνεται μέσα από την εμπειρία της θείας εμφανείας και την ανακάλυψη του προσώπου, λέγεται βασίλειον ιεράτευμα. Και όσοι προσεύχονται νοερά, έχουν την λεγομένη πνευματική ιερωσύνη».
Α’ Κορ. 12, 27.
Διετηρήσαμε αυτή τη γραφή της λέξεως, επειδή αυτή αυταπατάται και σε όλα τα υπόλοιπα κείμενα του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, παρ’ ότι έχωμε την γνώμη ότι η γραφή Ρωμιοσύνη είναι σωστότερη.
Α’ Κορ. 14, 15.
Το έτος 1983.
Ιω. 16, 13.
Πρβλ. Ιω. 17, 11.
Γιόγκα κλπ.
Το έτος 1983.
Η Χάρις δεν ενεργεί, δεν έρχεται να θεραπεύση κάποιον, όταν δεν έχη ορθή δογματική συνείδησι.
Ματθ. 6, 33.
Ή η οντολογική θεώρησις της θεολογίας, διότι από την εποχή του Γαλλικού Διαφωτισμού οι όροι μεταφυσική και οντολογία ταυτίζονται.
Λόγω αυτής της εμπειρίας, ο Προφήτης Δαυΐδ και οι μετ’ αυτόν θεωθέντες είπαν «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» (Ψαλμ. 35, 10).
Από το ρήμα κεράννυμι, που σημαίνει αναμιγνύω.
Βλ. Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), ένθ’ ανωτ., σ. 228: «… Μεταξύ ακτίστου και κτιστού μία είναι η γέφυρα, ένα είναι το σημείο που τα ενώνει. Αυτός είναι ο Χριστός, στο Πρόσωπο του οποίου ενώθηκε ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως, η θεία με την ανθρώπινη φύση ή για να εκφρασθώ καλύτερα η θεία φύση προσέλαβε την ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Λόγου. Γι’ αυτό ο άνθρωπος, που είναι κατ’ εικόνα Θεού, το οποίο κατ’ εικόνα είναι δυνάμει ομοίωση, ζώντας μέσα στην Εκκλησία και ενωμένος με τον Χριστό μπορεί να γίνη ενεργεία πρόσωπο. Βέβαια ο άνθρωπος από τη γέννησή του είναι δυνάμει πρόσωπο, αλλά πρέπει με την δύναμη του Χριστού να ενεργοποιήση την υποστατική αυτή αρχή. Γίνεται πρόσωπο εν κοινωνία με τον Θεό…. Με την ασκητική και μυστηριακή ζωή ενεργοποιείται η υποστατική αρχή στον άνθρωπο».
Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Μυστικής Θεολογίας, Εισαγωγή: νΐαάίΜΐΓ Εθ88^γ, Φιλόσοφος λόγος, έκδοσις Πολύτυπο, 1983, σ. 23: «Όσο για τα ονόματα, που αποδίδομε στον Θεό, μας αποκαλύπτουν τις ενέργειές Του που κατέρχονται προς εμάς, αλλά δεν μας φέρνουν κοντά στην απρόσιτη ουσία Του. Για τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης κάθε έννοια που αναφέρεται στον Θεό είναι ομοίωμα, απατηλή εικόνα, είδωλο. Οι έννοιες που σχηματίζουμε ακολουθώντας την φυσική μας κρίση και γνώμη, κάνοντάς μας να βασιστούμε σε μία νοητή αναπαράσταση, δημιουργούν είδωλα Θεού, αντί να μας αποκαλύπτουν τον ίδιο τον Θεό. Δεν υπάρχει παρά μονάχα ένα όνομα για να εκφράση την Θεία φύση- είναι ο θαυμασμός που κυριεύει την (πιστή) ψυχή, όταν συλλογίζεται τον Θεό».
Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ένθ’ ανωτ., σ. 45: «Λέμε λοιπόν ότι η των πάντων αιτία, που όλα τα υπερβαίνει, ούτε ουσία είναι ούτε χωρίς ζωή ούτε χωρίς λόγο ούτε χωρίς νου ούτε σώμα είναι. Ούτε σχήμα έχει ή είδος (μορφή) ή ποιότητα ή ποσότητα ή όγκο. Ούτε βρίσκεται σε ωρισμένο τόπο ούτε βλέπεται ούτε έρχεται σε επαφή ούτε αισθάνεται ούτε γίνεται αισθητή ούτε συγχύζεται ούτε ταράζεται ούτε ενοχλείται από υλικά πάθη ούτε από αδυναμία υπόκειται σε πάθη των αισθήσεων, ούτε έχει ανάγκη από φως ούτε παθαίνει αλλοίωση ή φθορά ή μερισμό ή στέρηση ή ροή ούτε τίποτε άλλο απ’ όσα παθαίνουν τα αισθητά ούτε είναι τίποτε από αυτά.
Και ανερχόμενοι λέμε ότι ούτε ψυχή είναι ούτε νους. Ούτε είναι λόγος ούτε είναι νόηση. Ούτε λέγεται ούτε νοείται. Ούτε είναι αριθμός ή τάξη ή μέγεθος ή σμικρότητα ή ισότητα ή ανισότητα ή ομοιότητα ή ανομοιότητα. Ούτε στέκεται ούτε κινείται ούτε ησυχάζει ούτε έχει δύναμη ούτε είναι δύναμη ούτε είναι φως. Ούτε ζει ούτε είναι ζωή. Ούτε είναι ουσία ούτε είναι αιώνας ούτε είναι χρόνος. Ούτε νοητικά (γνωστικά) μπορεί κανείς να έχη επαφή μαζί Της ούτε είναι επιστήμη (γνώση) ούτε είναι αλήθεια.
Ούτε είναι βασιλεία ούτε είναι σοφία. Ούτε είναι ένα ή ενότητα ή θεότητα ή αγαθότητα ούτε είναι πνεύμα όπως εμείς ξέρουμε. Ούτε υιότητα ούτε πατρότητα ούτε τίποτε άλλο από όσα αφορούν εμάς ή κάποιο άλλο από τα γνωστά όντα. Ούτε ανήκει στα μη όντα, αλλά ούτε και στα όντα και ούτε τα όντα γνωρίζουν τι είναι. Ούτε αυτή γνωρίζει με την γνώση τι είναι τα όντα. Ούτε υπάρχει λόγος γι’ αυτήν ούτε όνομα ούτε γνώση. Ούτε είναι σκοτάδι ούτε είναι φως. Ούτε πλάνη ούτε αλήθεια. Ούτε μπορεί καθόλου να ορισθή με την κατάφαση ή την αφαίρεση. Αλλά και όταν τα προερχόμενα από αυτήν προσθέτουμε ούτε αφαιρούμε τίποτε. Επειδή η τέλεια και ενιαία Αιτία των πάντων ξεπερνά κάθε ορισμό και κάθε πρόθεση και ξεπερνά κάθε αφαίρεση ή υπεροχή Εκείνου που απλά έχει αποδεσμευθή από όλα, που τα πάντα υπερβαίνει».
Θεωρία του Personalismus.
Ο Χριστός είναι η εικόνα του Θεού και ο άνθρωπος είναι η εικόνα του Χριστού. Δηλ. ο άνθρωπος είναι εικών εικόνος, εκείνης του Χριστού.
Εις την Ενσάρκωσι δηλαδή τελικά απεκαλύφθη ότι ο άνθρωπος είχε δημιουργηθή κατ’ εικόνα του μεταγενεστέρου του χρονικά πρωτοτύπου, δηλαδή του Χριστού.
Βλ. σχετικώς Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: Εορτοδρόμιον, Τόμος Γ’, Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη, 1987, σ. 234 ε.
Καθ’ ότι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είναι, λόγω της υποστατικής ενώσεως με τον Θεόν Λόγον, η κατά φύσιν πηγή της ακτίστου δόξης.
Πρβλ. Εφ. 3, 5.
Βλ. π. Ιωάννου Ρωμανίδου, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» τ. Α’, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 339 ε.
Ιω. 14, 9.
Τιμ. 6, 16.
Ψαλμ. 17, 10.
Ιω. 3, 8.
Άσχετα δηλαδή αν του έχη γίνει κατήχησις ή όχι, άσχετα αν έχη φωτισθή από το Άγιο Πνεύμα ή όχι, κατά μαγικόν δηλαδή τρόπον. Βλ. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, τόμος Α’, έκδοσις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 289: «Ο θείος Κύριλλος ο Ιεροσολύμων παρακινεί τους κατηχουμένους εις το να βαπτισθούν καθαριζόμενοι πρότερον. Επειδή κατά την αναλογία της πίστεως και της καθαρότητος δίδοται η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Ούτω γαρ φησί: „Καθάρισόν σου το άγγος, ίνα πλείονα δέξη την Χάριν· η μεν γαρ άφεσις αμαρτιών εξ ίσου δίδοται τοις πάσιν, η δε του Πνεύματος του Αγίου κοινωνία κατά αναλογίαν δεδώρηται της εκάστου πίστεως. Εάν ολίγα προσφέρης, ολίγα λαμβάνεις· εάν δε εργάση πολλά, πολύς ο μισθός“ (Κατηχήσεις α’)».
Βλ. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, ένθ’ ανωτ., σ. 250: «Σημειούμεν ενταύθα ότι τέσσαρα τινά ακολουθούσι, κατά σειράν: α) Ακοή κατηχήσεως, η και της πίστεως προηγουμένη. „Η γαρ πίστις, φησίν ο Παύλος, εξ ακοής“, β) Πίστις εγκάρδιος (δηλαδή ενδιάθετος), γ) Ομολογία δια στόματος· „καρδία μεν πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν“, λέγει ο Παύλος, και, δ) Ακολουθεί το Βάπτισμα, σφραγίζον την πίστιν και την ομολογίαν. Όθεν είπεν ο Μέγας Βασίλειος (κεφάλαιον ιβ’ προς Αμφιλόχιον): „Πίστις και Βάπτισμα δύο τρόποι της σωτηρίας συμφυείς αλλήλοις και αδιαίρετοι· πίστις μεν γαρ τελειούται δια Βαπτίσματος· Βάπτισμα δε θεμελιούται δια της πίστεως· και δια των αυτών ονομάτων εκάτερα πληρούται· ως γαρ πιστεύομεν εις Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα, ούτω και βαπτιζόμεθα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και προάγει μεν ομολογία προς σωτηρίαν εισάγουσα· επακολουθεί δε το Βάπτισμα επισφραγίζον ημών την συγκατάθεσιν“».
Βλ. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, ένθ’ ανωτ., σ. 255: «… Πρώτον καθαρίζει ο Κύριος, και δεύτερον φωτίζει… Ώστε, όποιος αγαπά να φωτισθή εκ Θεού, πρώτον πρέπει να καθαρισθή από τα πάθη δια των θεουργών εντολών: „Ου γαρ κάθαρσις, εκεί έλλαμψις“ (λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος — Λόγος εις τα Φώτα· άνευ γαρ του πρώτου, το δεύτερον ου δίδοται. Ει δε προ του να καθαρισθή τινάς ζητεί να φωτισθή, μάτην και ανωφελώς κοπιάζει...»
Προκειμένου όχι περί νηπίων, αλλά περί ενηλίκων οι οποίοι είχαν βαπτισθή όταν ήσαν νήπιοι, μετά όμως αμάρτησαν και μετανοούν, ο φωτισμένος πνευματικός πατήρ τους οδηγεί προς το δεύτερο βάπτισμα, των δακρύων της μετανοίας, και ακολούθως προς το τρίτο βάπτισμα, το βάπτισμα του Πνεύματος, που ακολουθεί το βάπτισμα των δακρύων, εφ’ όσον υπάρχουν οι πνευματικές προϋποθέσεις εκ μέρους του μετανοούντος. Το βάπτισμα του Πνεύματος εισάγει τον κεκαθαρμένο πλέον άνθρωπο στην κατάστασι του φωτισμού, στην οποία ο άνθρωπος δέχεται το δώρο της αδιαλείπτου καρδιακής προσευχής, οπότε ο άνθρωπος γίνεται κατά κυριολεξίαν, ναός του Αγίου Πνεύματος.
Ιω. 14, 2· «Εν τω οίκω του πατρός μου μοναί πολλαί εισιν».
Αλλά και στην Μικρά Ασία μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς και στους Έλληνες που εξεδιώχθησαν από την Μικρά Ασία και ήλθαν στην Ελλάδα.
Το έτος 1983.
Α’ Απολογία, Κεφ. 14.
Τότε επιτρεπόταν αυτό.
Η εγκράτεια στην σαρκική σχέσι μεταξύ των συζύγων, στην Πατερική γλώσσα ονομάζεται σωφροσύνη.
Γαλλική λέξη που σημαίνει τους αστούς.
Γαλλική λέξη που σημαίνει τους αστούς.
Το έτος 1983.
Σήμερα (2004) Αγία Πετρούπολις.
Ο Αριστοτέλης υπεστήριζε ότι η γη είναι επίπεδη και όχι στρογγυλή.
Βλ. σχετικά: π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1975, σσ. 112–114.
Στη δεκαετία του ’50.
Γίνεται δηλαδή με την καρδιά, την οποία κινεί η θεία Χάρις και όχι με την λογική.
Α’Πέτρ. 2, 9.
Διαβάζοντας ή ψάλλοντας κάτι μέσα στον ναό ή κάνοντας αυτοσχέδια προσευχή ή επαναλαμβάνοντας μία μονολόγιστη ευχή.
Παράδειγμα είναι ο Φαρισαίος του Ευαγγελίου, ο οποίος έπεσε σε υπερηφάνεια.
Ματθ. 7, 7.
Η ακριβής διατύπωσις είναι: «Ουκ οίδατε ότι ο ναός Θεού εστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν; Ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός· ο γαρ ναός του Θεού άγιός εστιν, οίτινες εστε υμείς» (Α ’ Κορ. 3, 16–17).
Α’ Κορ. 14, 5.
Ρωμ. 8, 16.
Το έτος 1983.
Ως 8η Οικουμενική Σύνοδος θεωρείται η επί Μεγάλου Φωτίου, το έτος 879.
Το έτος 1983.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος αυτός γίνεται ένας «πάπας» εν τη Εκκλησία, διότι η Εκκλησία εκφράζεται αλαθήτως μόνο ως Σώμα, δηλαδή Συνοδικώς.
Το έτος 1983.
Το Graecus (Γραικός) για τους Δυτικούς εσήμαινε: αιρετικός, ψεύτης, κλέφτης, απατεώνας (βλ. παλαιότερες εκδόσεις γαλλικών κυρίως λεξικών).
Κατ’ αλήθειαν βέβαια συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης στον προφορικό του λόγο κυρίως, όπως εδώ, χρησιμοποιεί μερικές φορές λέξεις τις οποίες το γλωσσικό αισθητήριο του μέσου πεπαιδευμένου συγχρόνου Έλληνος θα απέρριπτε. Η εξήγησις είναι ότι ο π. Ιωάννης μεγάλωσε και ανδρώθηκε στις Η.Π.Α., οπότε δεν είχε την αίσθηση της ελληνικής γλώσσας που έχει ένας γηγενής Έλληνας.
Αυτή η παράδοσις συνεχίζεται μέχρι σήμερα στα πρόσωπα των σημερινών ζώντων Αγίων της Εκκλησίας.
Το έτος 1983.
Βλ. υποσ. 117.
Αυτό μαρτυρούν οι ακολουθίες της Εκκλησίας, στις οποίες φαίνεται καθαρά ότι η θεραπεία του νοός είναι μία θεραπεία που αφορά όλους τους ανθρώπους.
Το έτος 1983.
Η οποία δυστυχώς συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας.
Ή ένας μεγάλος Μύστης, όπως υποστηρίζει η Θεοσοφία και γενικότερα η λεγομένη Νέα Εποχή σήμερα.
Έγινε το 1992.
Αυτό που λέγει εδώ ο π. Ιωάννης για «περιφρούρησι» της Ορθοδοξίας, ίσως ίσχυσε σε άλλες εποχές, όχι όμως σήμερα.
Το 1983 που ελέχθησαν αυτά ήταν νωπές οι εντυπώσεις από την ισλαμική επανάστασι του Αγιατολλάχ Χομεϊνί στην Περσία (Ιράν) το 1979.
Ο νόμος του αιτίου και του αιτιατού καταργείται.
Πρβλ. «Εγώ ειμί ο ων».
Βεβαίως ο όρος «ουσία» είναι της Παραδόσεως και όχι της Αγίας Γραφής.
Δηλαδή για τον Άρειο ο Χριστός δεν είναι ο Θεάνθρωπος, αλλά ένας υπεράνθρωπος.
Παραλλαγή του Α ’ Κορ. 13, 8.