Κεφαλαίο 23

Όταν ξύπνησε, ο Χούμα ένιωσε και το τελευταίο χιλιοστό του κορμιού του μωλωπισμένο, αλλά κατά τ’ άλλα ήταν ακέραιος.

Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε την ολοκληρωτική καταστροφή. Η πτώση δύο τρομακτικών όγκων σαν τους δράκους ήταν αρκετή για να ισοπεδώσει όλα τα δέντρα της περιοχής γύρω τους.

Στη μια μεριά κειτόταν η ακίνητη μορφή του Τσαρ με το λαιμό σπασμένο. Το τρομακτικό κεφάλι είχε ακόμα ένα ανάποδο χαμόγελο όλο δόντια. Τα φονικά νύχια σημάδευαν μάταια τον ουρανό.

Δεν υπήρχε ίχνος της ασημένιας δράκαινας, αν και ένα μέρος τουλάχιστον από το χυμένο αίμα πρέπει να ήταν δικό της. Πρέπει να είχε μετακινηθεί μόνη της, αλλά πού;

Και πού ήταν οι σύντροφοί του; Ο Χούμα δεν άκουγε κανένα ήχο και είχε χάσει τον προσανατολισμό του.

Η Δρακολόγχη και η σέλα κείτονταν παραδίπλα, εκεί που υποτίθεται πως είχε πέσει η ασημένια δράκαινα. Η Δρακολόγχη φεγγοβολούσε ακόμα και ο Χούμα ένιωσε λίγο καλύτερα και μόνο που την έβλεπε. Απόμεναν ένας τουλάχιστον εχθρικός δράκος με έναν αναβάτη. Πού ήταν όμως;

Δεν μπορούσε να μεταφέρει εύκολα τη λόγχη στους ώμους του. Ήταν πάνω από δύο φορές το μπόι του. Μοναδική του δυνατότητα ήταν να τη σύρει. Πέρασε λίγο σκοινί γύρω από το φυλακτήρα, το έδεσε και το πέρασε πάνω από το κεφάλι του και το ένα του χέρι. Με το ελεύθερο χέρι του κρατούσε το σπαθί του, που είχε επιζήσει από την πτώση.

Το τράβηγμα της λόγχης αποδείχτηκε δύσκολο και ο Χούμα ένιωθε ήδη την καταστροφή να πλησιάζει, πριν βρει τη λόγχη του σε μια ρίζα δέντρου που προεξείχε. Ο ιππότης ακούμπησε κάτω τη λόγχη και άρχισε να περιστρέφει το μακρύ όπλο. Η λόγχη λευτερώθηκε ξαφνικά και ο Χούμα έπεσε πάνω στον κορμό του δέντρου. Οι μελανιές του κορμιού του τον έκαναν να ουρλιάξει από τον πόνο και πέρασε πάνω από ένα λεπτό της ώρας πριν μπορέσει να ανασηκωθεί και να συγκεντρώσει τη σκέψη του. Το πρώτο που έκανε ήταν να απλώσει το χέρι στη λεπίδα του. Η σκέψη του αποδείχτηκε εξαίρετη.

Το βαρύ τσεκούρι χτύπησε το δέντρο ακριβώς στο σημείο όπου ήταν προηγουμένως ο λαιμός του.

Ο Χούμα βούτηξε με το κεφάλι αρπάζοντας το σπαθί του και προσπάθησε να ξεμπλεχτεί. Προς μεγάλη του έκπληξη, δεν ακολούθησε άλλη επίθεση. Αντίθετα, ο επιτιθέμενος ξέσπασε σε γέλια.

«Με την ησυχία σου, Ιππότη της Σολάμνια. Ο χρόνος δε θα σε βοηθήσει σε τίποτα.»

Ο Χούμα πέταξε κάτω το σκοινί. Έσφιξε το σπαθί του. Σήκωσε τα μάτια για να κοιτάξει τον αντίπαλό του και κούνησε το κεφάλι του, μη πιστεύοντας τα μάτια του. Δεν μπορεί, κάποιο κόλπο ήταν!

Ο πολέμαρχος Κράινους τραβούσε αδιάφορα το πολεμικό του τσεκούρι από τον κορμό του δέντρου που παραλίγο να κόψει στα δύο. Η απλή εβένινη πανοπλία του ήταν γεμάτη χτυπήματα και χώματα, αλλά ο ίδιος φαινόταν μια χαρά. Το πρόσωπό του ήταν πάντα κρυμμένο πίσω από την προσωπίδα της περικεφαλαίας του. Αλλά τα μάτια του έλαμπαν παγερά, γαλάζια.

Η ψηλή, δυσοίωνη μορφή δεν έπρεπε να ζει.

Ο Κράινους έκανε ένα βήμα μπροστά. «Χαίρομαι που επέζησες, Χούμα, Ιππότη του Στέμματος» σφύριξε με τη βαριά του φωνή. «Στάθηκες τυχερός τη μέρα που συναντηθήκαμε στον ουρανό πάνω από την ουδέτερη ζώνη. Κανονικά θα έπρεπε να σου είχα κλαδέψει το κεφάλι. Αυτή η τυχαία νίκη σου δε θα έπρεπε να είχε συμβεί ποτέ – και δεν την ξέχασα.»

Η βαριά μπότα του πολέμαρχου έπεσε στον κορμό ενός πεσμένου δέντρου και τον έκοψε σαν μαχαίρι. «Είμαι ο σπουδαιότερος από τους διοικητές της κολασμένης της μεγαλειότητας. Αν δεν ήμουν εγώ, θα είχε χάσει τον πόλεμο από καιρό.»

«Άλλα ακούσα εγώ» τόλμησε να πει ο Χούμα. «Μερικοί λένε ότι ο σπουδαιότερος είναι ο Γκάλαν Ντράκος.»

Ο Κράινους έδωσε μια δοκιμαστική τσεκουριά με το διπλό του τσεκούρι. «Είναι χρήσιμος, αλλά απεχθάνομαι την αφοσίωσή του.» Ο πολέμαρχος σώπασε και άλλαξε θέμα. «Εκείνη η επίθεσή σου ήταν καθαρά θέμα τύχης. Όπως είπα και πριν, δεν έπρεπε να συμβεί.»

«Γιατί;»

«Θα το δεις και μόνος σου, αν είσαι τυχερός.» Ο πολέμαρχος όρμησε στον Χούμα.

Ο Χούμα έσκυψε ν’ αποφύγει την πρώτη τσεκουριά και ο πέλεκυς χτύπησε ένα άλλο δέντρο. Με απίστευτη δύναμη ο πολέμαρχος γύρισε να επιτεθεί ξανά. Έδωσε μια τσεκουριά που πέρασε σφυρίζοντας πάνω από το κεφάλι του ιππότη, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει.

Αυτή τη φορά ο Χούμα βρήκε ένα άνοιγμα και τίναξε ίσια το σπαθί του, αλλά αστόχησε και το όπλο γλίστρησε πάνω στο θώρακα του διοικητή. Ο Κράινους γέλασε και ανανέωσε την άγρια επίθεσή του. Ο Χούμα όλο και υποχωρούσε παραπατώντας στην προσπάθειά του να αποφύγει τη συνεχιζόμενη επίθεση.

Ξέφυγε από το τσεκούρι και πάλι για λίγους πόντους. Αυτή τη φορά όμως ο πολέμαρχος δεν είχε λογαριάσει σωστά και η λαβή του τσεκουριού χτύπησε με δύναμη πάνω σ’ ένα δέντρο και του έφυγε από τα χέρια. Παίζοντάς τα όλα για όλα, ο Χούμα όρμησε. Αυτή τη φορά δεν έκανε λάθος στην επίθεσή του. Το σπαθί τινάχτηκε προς τα πάνω και βρήκε τον Κράινους στο απροστάτευτο σημείο του λαιμού του. Η λεπίδα του Χούμα δε σταμάτησε παρά μόνο όταν βρήκε το πίσω μέρος της περικεφαλαίας του. Η μαυροντυμένη φιγούρα τραβήχτηκε παραπατώντας και προσπαθώντας να πάρει μαζί της και το όπλο του αντιπάλου της. Ο πολέμαρχος ταλαντεύτηκε, άφησε το τσεκούρι του να πέσει και τρέκλισε. Έπεσε στα τέσσερα με επιθανάτιο ρόγχο.

Ύστερα αυτός ο ήχος έγινε κάτι πιο οικείο – και τρομακτικό. Ενώ ο Χούμα τον κοίταζε μαγεμένος, ο Κράινους σηκώθηκε αργά όρθιος, γύρισε προς το μέρος του και χαμογέλασε.

Η θανάσιμη πληγή στο λαιμό του πολέμαρχου δεν ήταν παρά μια απλή ουλή. Εκείνος φαινόταν… περήφανος.

«Δε γίνεται να πεθάνω, Ιππότη της Σολάμνια. Γιατρεύομαι στη στιγμή. Είμαι, όπως σου είπα, ο μεγαλύτερος πολεμιστής που είχε ποτέ η κυρά μου. Ο θάνατός μου θα ήταν τρομερό χτύπημα για εκείνη. Γι’ αυτό απαίτησα από τον Γκάλαν Ντράκος να με προστατέψει. Στην αρχή η προσπάθειά του είχε μερική μονάχα επιτυχία – και παραλίγο να μετάνιωνα αιώνια. Αυτό εξηγεί και την προηγούμενη σύντομη μονομαχία μας. Οι άντρες μου θα σε σκότωναν, αλλά σε ήθελα για τον εαυτό μου και δε θα τολμούσαν να παραβούν τις επιθυμίες μου. Σε ήθελα γι’ αυτό που κόντεψες να κάνεις.»

Το πολεμικό τσεκούρι κατέβηκε ξανά πάνω στον Χούμα. Αυτή τη φορά ο ιππότης είχε στραφεί ολοκληρωτικά στην άμυνα, γιατί πώς να νικήσεις έναν αντίπαλο που γιατρεύεται σχεδόν αυτόματα; Ο Κράινους είχε τη δύναμη πολλών και όμοια αντοχή.

Ο πολέμαρχος κορόιδεψε την προσπάθεια του Χούμα να τον αποφύγει και να μείνει ζωντανός. Ήταν εντελώς απρόσεχτος και πείραζε τον ιππότη με την αθανασία του.

«Περίμενα περισσότερα από σένα, νεαρέ ιππότη. Με απογοητεύεις.»

Ο Χούμα υποχώρησε με την πλάτη σ’ ένα δέντρο. Ο Κράινους του κατέβασε το τσεκούρι φωνάζοντας. Η φονική λεπίδα πέρασε σύρριζα από τον Χούμα, ο οποίος έσκυψε προς τον πολέμαρχο. Πίσω του, ο πέλεκυς έσκισε βαθιά το δέντρο. Οι δύο άντρες έπεσαν μαζί κάτω και άρχισαν να παλεύουν. Ο Χούμα έβλεπε ξεκάθαρα ότι δεν είχε τη δύναμη του πολέμαρχου. Ο Κράινους τον έκανε πέρα και προσπάθησε να τον στραγγαλίσει, αλλά ο Χούμα τον κλότσησε στο γόνατο και τον έκανε να χάσει την ισορροπία του. Σηκώθηκαν και οι δύο όρθιοι, ο ένας απέναντι στον άλλο. Ο Χούμα είχε ακόμα το σπαθί του. Ο πολέμαρχος ήταν άοπλος.

«Τι περιμένεις;» καυχήθηκε ο μαυροντυμένος πολεμιστής. «Τρύπησέ με. Θα σε σκοτώσω με τα χέρια μου.»

Ο Χούμα προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, ενώ το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς. «Πώς γίνεται να λειτουργεί ο στρατός σου χωρίς εσένα; Δε φοβάσαι μήπως τα κάνουν θάλασσα;»

Ο Κράινους γέλασε κοφτά. «Ο Ντράκος είναι ικανός διοικητής. Άλλωστε ήρθε ο καιρός να με αντικαταστήσουν. Το μόνο που απομένει είναι το ξεκαθάρισμα αυτών που έχουν μείνει στην περιοχή του Ακροπυργίου του Βίνγκααρντ. Τέτοιες ασήμαντες λεπτομέρειες τις αφήνω στο επιτελείο μου.»

Το πολεμικό τσεκούρι βρισκόταν λίγο πιο πέρα. Ο Χούμα έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Αν μπορούσε να το πιάσει…

Ο Κράινους έβγαλε ένα ουρλιαχτό και ρίχτηκε στη λεπίδα του Χούμα. Ο ιππότης άφησε το σπαθί και όρμησε στο τσεκούρι. Οι κινήσεις του πολέμαρχου έγιναν πιο αργές, καθώς προσπαθούσε να βγάλει το σπαθί από το κορμί του. Ο Χούμα σήκωσε το τσεκούρι και στράφηκε ξανά στον αντίπαλό του. Χωρίς τον παραμικρό πόνο, ο πολέμαρχος άρχισε να τραβάει τη λεπίδα από το σώμα του.

Ο Χούμα σήκωσε το τσεκούρι. Ο Κράινους στράφηκε προς το μέρος του.

Η τσεκουριά ήταν δυνατή και το κεφάλι του πολέμαρχου πετάχτηκε στον αέρα μαζί με την περικεφαλαία του. Το κορμί του πολέμαρχου σωριάστηκε στα γόνατα. Ο Χούμα άφησε το τσεκούρι να πέσει αηδιασμένος. Δεν του άρεσαν αυτά.

Το ακέφαλο κορμί σηκώθηκε ξανά όρθιο. Το αίμα στράγγιξε από το πρόσωπο του Χούμα.

Με απόλυτη ακρίβεια, τα χέρια του αποκεφαλισμένου πλάσματος έβγαλαν τη βαριά σπάθα και την πέταξαν πέρα. Ο Χούμα είδε την πληγή να γιατρεύεται μόνη της. Ακόμα και η πανοπλία, σαν δεύτερο δέρμα, επισκευάστηκε κι εκείνη αυτόματα. Ο Χούμα περίμενε το πλάσμα να στραφεί προς το μέρος του, αλλά ήταν σαν να μην υπήρχε, γιατί το ακέφαλο κορμί άρχισε να απομακρύνεται προς το σημείο όπου είχε πέσει το κεφάλι του.

Ο Χούμα ήξερε ότι μπορούσε να το βάλει στα πόδια, αλλά ήταν σίγουρος ότι ο πολέμαρχος θα τον ακολουθούσε ακούραστα.

«ΣΑΡΓΚΑΣ!»

Η φωνή ήρθε αποκεί που βρισκόταν ο απέθαντος Κράινους. Ο Χούμα μάζεψε το σπαθί του. Μόνο έναν ήξερε που μπορούσε να φωνάξει κάτι τέτοιο.

Αν ήταν ο Καζ εκεί κοντά, τότε εκεί θα ήταν και οι υπόλοιποι. Και η Δρακολόγχη…

Μα βέβαια!

Ο Χούμα πέρασε μέσα από τα φυλλώματα. Ήταν ο Καζ καβάλα στο άλογό του, με το στόμα ορθάνοιχτο. Οι άλλοι ήταν άφαντοι. Τα μάτια του μινώταυρου γούρλωσαν στη θεά του ακέφαλου Κράινους που πλησίαζε το κομμένο του κεφάλι, το οποίο κουνιόταν και συστρεφόταν λες και ήταν ζωντανό.

«Καζ! Δεν πρέπει να φτάσει στο κεφάλι!»

Ο μινώταυρος σπιρούνισε το άλογό του να προχωρήσει προς αυτό το βδέλυγμα που αυτοαποκαλούνταν Κράινους.

Το πολεμικό άλογο όρμησε μπροστά, μέχρι που βρέθηκε δυο μέτρα από τον ακέφαλο Κράινους, οπότε σταμάτησε απότομα χλιμιντρίζοντας άγρια. Ο Καζ δεν έχασε χρόνο. Πήδησε από το αλαφιασμένο ζώο και άρχισε να τρέχει για να φτάσει πρώτος στο κεφάλι.

Στο μεταξύ ο Χούμα είχε γυρίσει στη Δρακολόγχη. Σήκωσε το κοντάρι της.

«Χούουουμααα!»

Ο Καζ βγήκε ορμητικά από τις φυλλωσιές και παραλίγο να καρφωθεί στη Δρακολόγχη. Στο δεξί του χέρι κρατούσε το τρομακτικό τρόπαιο, που παλλόταν ακόμα από μια απαίσια ζωή. Πίσω από το μινώταυρο ακουγόταν ο θόρυβος κάποιου που ερχόταν ορμητικά προς το μέρος τους.

«Πέτα το!» ο Χούμα του έδειξε το κεφάλι. «Εκεί! Γρήγορα!»

Ο μινώταυρος πέταξε το κεφάλι μπροστά στην αιχμή της Δρακολόγχης, ακριβώς τη στιγμή που φάνηκε ένα γαντοφορεμένο χέρι.

Το ακέφαλο σώμα κοκάλωσε και ύστερα βούτηξε στο πλάι, πριν προλάβουν να το καρφώσουν.

«Το ξέρει!» είπε ρουθουνίζοντας ο μινώταυρος.

Και, ακόμα χειρότερα, καθώς σηκώθηκε το κορμί, στο χέρι του κρατούσε το πεσμένο και ξεχασμένο πολεμικό τσεκούρι.

«Αυτό είναι παράνοια» μουρμούρισε ο Καζ.

«Τι συμβαίνει εδώ;» φώναξε μια καινούρια φωνή.

Ο Χούμα και ο Καζ γύρισαν ταυτόχρονα και είδαν την ασημένια δράκαινα να υψώνεται από πάνω τους. Φαινόταν εξαντλημένη και το ένα της μπροστινό πόδι κρεμόταν παράλυτο, αλλά μέσα της είχε ακόμη πολλή δύναμη.

Πήρε τα μάτια της από τους δυο συντρόφους και κοίταξε το φρικτό πλάσμα. «Είναι;»

Ο σώμα έκανε να πιάσει το κεφάλι του.

«Πάλανταϊν!» φώναξε έκπληκτη η ασημένια δράκαινα. Πήρε απότομα ανάσα τη στιγμή που ο Κράινους άφηνε κάτω το τσεκούρι για να πιάσει το κεφάλι του. Τα χέρια του τέρατος σήκωναν ψηλά το κεφάλι του, όταν η δράκαινα του εξαπόλυσε έναν καταρράκτη από φλόγες.

Η Δρακοφωτιά τύλιξε τον πολέμαρχο. Το κορμί του ταλαντεύτηκε, έπεσε στα γόνατα και κορμός και κεφάλι χάθηκαν μέσα στην καθαρτήρια φωτιά. Μέσα σε δευτερόλεπτα, δε φαινόταν ούτε ίχνος του νεκροζώντανου Κράινους μέσα σ’ αυτή τη μικρογραφία της Κόλασης.

Η ασημένια δράκαινα προσγειώθηκε στο ξέφωτο και ετοιμάστηκε για το δεύτερο χτύπημα. «Αυτό είναι το τέλος του» είπε.

«Στάσου!» φώναξε ο Καζ. Έτρεξε στη φωτιά και άρπαξε το τσεκούρι που είχε γλιτώσει από τις φλόγες. Το έριξε κι αυτό στη φωτιά κι έφυγε τρέχοντας, ενώ το όπλο έσκαζε. Κομματάκια μετάλλου και ξύλου σκόρπισαν στο δάσος. Ο Καζ βλαστήμησε. Ένα κομμάτι μέταλλο τον είχε χτυπήσει στον ώμο.

«Σάρ… θεοί! Ούτε στιγμή δεν μπορώ να σ’ αφήσω μόνο σου, Χούμα!» Οι δύο σύντροφοι σηκώθηκαν όρθιοι κι άρχισαν να ξεσκονίζονται. Στο μεταξύ η ασημένια δράκαινα έσβησε τη φωτιά με μια παγωμένη ανάσα που κρέμασε κρυστάλλους πάγου στα κοντινά κλαδιά.

«Δεν ήξερα ότι κάνεις και τέτοια» της είπε ο Χούμα.

Οι ώμοι της κρέμασαν από την εξάντληση. «Η παγωνιά και η παράλυση είναι από τις συνηθισμένες μας ικανότητες. Τις φλόγες… τις φλόγες τις καταφέρνουν όλοι οι δράκοι εκτός από εκείνους τους δειλούς, του λευκούς, που κατοικούν στον πάγο, αλλά χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και φοβάμαι ότι έχω ξεπεράσει τα όριά μου. Πρέπει να ξεκουραστώ.»

Ο Χούμα τής έγνεψε καταφατικά, με κατανόηση. Ύστερα κοίταξε γύρω του. «Καζ! Πού είναι ο Μπουόρον και ο Μάτζιους; Πού είναι οι Δρακολόγχες;»

«Εκεί που τις άφησα, φαντάζομαι. Όταν είδαμε τους δράκους να πέφτουν πέρα, προσφέρθηκα να προχωρήσω μπροστά για να δω αν ήσουν ακόμα ζωντανός.»

«Δεν τους είδες λοιπόν;»

«Ποιους;»

«Πρέπει να πάμε, γρήγορα!» Ο Χούμα στράφηκε στην ασημένια δράκαινα, αλλά το τεράστιο πλάσμα κειτόταν στη γη. Με τις τόσες πληγές που είχε δεχτεί από τον Τσαρ, την πτώση όπου είχε προστατέψει τον Χούμα και την τρομερή τελευταία της προσπάθεια ενάντια στον αγριεμένο Κράινους, δεν άντεχε άλλο.

«Γίνεται να σε αφήσουμε εδώ;» τη ρώτησε.

Δυο λαμπερά μάτια άνοιξαν και τον κοίταξαν. «Και βέβαια. Λυπάμαι που δεν μπορώ να βοηθήσω.»

Ο Καζ μάζεψε το άλογό του, το μεγαλύτερο από τα υποζύγιά τους. Μόλις σιγούρεψε τον Χούμα, το έκανε να προχωρήσει.


Άκουσαν την κλαγγή των όπλων πολύ πριν φτάσουν στο σημείο όπου είχε αφήσει ο Καζ τους άλλους. Ο Χούμα υπέθετε ότι αυτό που είχε δει από ψηλά ήταν μια επίθεση κατά μέτωπο. Σ’ αυτό είχε πέσει έξω. Η Μαύρη Φρουρά επιτέθηκε στον Μπουόρον και τον Μάτζιους από ενέδρα.

Μια λάμψη άστραψε μπροστά τους και ο Χούμα είδε μια μαυροντυμένη φιγούρα να τινάζεται σ’ ένα δέντρο. Δεν ήταν αργά. Ο Μάτζιους με τον Μπουόρον ζούσαν και πολεμούσαν ακόμα.

Ο Χούμα δεν περίμενε να κόψει ταχύτητα το άλογο, έτσι γλίστρησε από τη ράχη του κι έπεσε συσπειρώνοντας το κορμί του. Ο Καζ τράβηξε το πολεμικό του τσεκούρι και με μια κραυγή, όρμησε στη μάχη.

Ο Μάτζιους ήταν ζαρωμένος στην άμαξα, συγκρατώντας τους περισσότερους επιτιθεμένους με τα σύντομα ξόρκια του. Ο Μπουόρον στεκόταν στο έδαφος πίσω από την άμαξα και πολεμούσε με τους φρουρούς που κύκλωναν το μάγο. Ο εχθρός έσφιγγε τον κλοιό του.

Ο Χούμα ανέτρεψε τον πρώτο του αντίπαλο και επιτέθηκε στο δεύτερο. Καθώς χτυπούσαν οι λεπίδες τους, άκουσε το ουρλιαχτό. Ήταν πολύ κοντά – και αυτή τη φορά δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει λάθος. Ήταν ένας ντρέντγουλφ.

Το τέρας πήδησε στο πίσω μέρος της άμαξας. Ο Μπουόρον το είδε πρώτος, αλλά το μόνο που μπόρεσε να κάνει ο γενναίος ιππότης ήταν να φωνάξει. Πολεμούσε ήδη με δύο εχθρούς. Ο Μάτζιους, ωχρός και με χαρακτηριστικά τραβηγμένα, γύρισε να αντιμετωπίσει το τέρας. Ο μάγος έβγαλε μια φωνή κι εξαπόλυσε ένα ξόρκι, αλλά αυτό τσιτσίρισε και χάθηκε πριν φτάσει στο στόχο του. Ο Μάτζιους είχε φτάσει στα όριά του.

Αυτή τη φορά ο ντρέντγουλφ –ή μάλλον ο Γκάλαν Ντράκος, που έλεγχε τη σκέψη των νεκροζώντανων αυτών πλασμάτων– έβαλε τα γέλια. Ο Χούμα κατάφερε να ξεφορτωθεί τον αντίπαλό του και προσπάθησε να πλησιάσει την άμαξα. Του έκοψαν το δρόμο δυο άλλοι αρματωμένοι μαύροι φρουροί και το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να κοιτάξει ανήμπορος τα φλογισμένα μάτια του πλάσματος που άστραψαν, καθώς ο αποστάτης έριχνε κι αυτός το ξόρκι του. Ο Χούμα δεν είδε τι επακολούθησε, αλλά όταν αντίκρισε ξανά την άμαξα, ο Μάτζιους στεκόταν πάνω του άθικτος. Φαίνεται πως οι Δρακολόγχες τον είχαν προστατέψει από την κακόβουλη δύναμη του Ντράκος. Ο ντρέντγουλφ ζάρωσε. Ο Ντράκος δεν περίμενε μια τέτοια αναποδιά.

Ύστερα ο Χούμα βρέθηκε ξανά κάτω από πίεση και ο Καζ ρίχτηκε κάτω από το άλογό του. Φάνηκε μια αστραπή κι ένα ψηλό, κυκλικό άνοιγμα φανερώθηκε στον αέρα. Ήταν μια πύλη, συνειδητοποίησε ο ιππότης, μια πύλη ικανή να χωρέσει μια άμαξα. Ο Χούμα πάλεψε με τους δύο πολεμιστές που του έκοβαν το δρόμο κι εκείνοι πολέμησαν για τη ζωή τους.

Ένας φρουρός πήδησε πίσω από τον Μάτζιους και ο μάγος μόλις που πρόλαβε να γυρίσει. Ο άτυχος φρουρός σωριάστηκε καταγής. Ο ντρέντγουλφ ήταν άφαντος.

Ένας από τους αντιπάλους του Χούμα έκανε ένα μοιραίο λάθος και το πλήρωσε. Κι άλλοι φρουροί μαζεύονταν γύρω από την άμαξα. Ο Μπουόρον δε φαινόταν πουθενά.

Άλλες δυο μαύρες φιγούρες πήδησαν στην άμαξα και αυτή τη φορά ο Μάτζιους δεν ήταν αρκετά γρήγορος.

Ένας του έπιασε τα χέρια και τον κρατούσε, ενώ ο άλλος πήγε ν’ αρπάξει τα χαλινάρια. Άλλοι πολεμιστές υποχωρούσαν κι έφευγαν από την πύλη, με προορισμό προφανώς το κάστρο του Γκάλαν Ντράκος.

Κι άλλος ένας φρουρός ανέβηκε στην άμαξα. Τελικά ο Χούμα σκότωσε και τον τελευταίο του αντίπαλο και όρμησε στην άμαξα. Για μια στιγμή ένα λευκό σίχαμα του έκλεισε το δρόμο, αλλά φάνηκε ότι περισσότερο το ενδιέφερε να φύγει μέσα από την πύλη παρά οτιδήποτε άλλο. Ούτε καν τον κοίταξε.

Αν και η άμαξα δεν απείχε παρά λίγα μέτρα μονάχα από την πύλη, ο οδηγός δίσταζε, βλέποντας την πύλη να αναβοσβήνει. Το άλογα προσπαθούσαν να του πάρουν τον έλεγχο. Ο Χούμα πλησίασε την άμαξα κι ένας από τους φρουρούς πήδησε κάτω. Την ίδια στιγμή ο Μάτζιους κατάφερε να ξεφύγει από τη λαβή του αντιπάλου του και του πίεσε με το χέρι την προσωπίδα. Μια μικρή έκρηξη πέταξε πίσω το φρουρό, όσο χρειαζόταν για να τον ζαλίσει. Ο Μάτζιους σχεδόν κατέρρευσε, εξαντλημένος από την τελευταία του προσπάθεια. Δεν είχε πια ούτε φυσική ούτε μαγική δύναμη. Σύρθηκε μπροστά και προσπάθησε να τυλίξει το χέρι του γύρω από το λαιμό του οδηγού. Κατάφερε να ανακόψει την πορεία της άμαξας, αλλά έπεσαν και οι δυο κάτω.

Ένας από τους λίγους φρουρούς που είχαν απομείνει φώναξε κάτι κι όλοι βρέθηκαν να υποχωρούν μέσα από την πύλη.

Τα άλογα, τρομαγμένα από τη φασαρία, άρχισαν να προχωρούν ξανά. Ο Χούμα άρπαξε τα γκέμια. Τα άλογα αντέδρασαν, αλλά ο Χούμα άρχισε να τους φωνάζει διαταγές. Ο Καζ, παίζοντάς τα όλα για όλα, στάθηκε όρθιος μπροστά στα άλογα και τους άρπαξε τα χαλινάρια. Με δύναμη ανώτερη από κάθε ανθρώπου, ο μινώταυρος τα κράτησε ακίνητα. Εκείνα πάλεψαν λίγο ακόμα, αλλά τελικά υποτάχθηκαν. Ο Χούμα κατέρρευσε στο κάθισμα του οδηγού κι έγνεψε στον Καζ ευχαριστώντας τον.

Η πύλη εξαφανίστηκε.

Ένα βογκητό ακούστηκε από το πίσω μέρος της άμαξας. Ο Χούμα αναπήδησε με το σπαθί έτοιμο, για να νιώσει ένα οδυνηρό τσούξιμο στο αριστερό του πόδι. Το κοίταξε και είδε ένα μεγάλο σκίσιμο που πρέπει να προκλήθηκε από κάποια βαριά σπάθα κατά τη διάρκεια της συμπλοκής.

Πρώτος έφτασε στη μορφή που βογκούσε ο Καζ. Ήταν ο Μπουόρον, που κειτόταν ο μισός κάτω από την άμαξα. Το αριστερό του χέρι ήταν γεμάτο αίματα και στο πρόσωπό του είχε μια χαρακιά. Το αίμα της πληγής του προσώπου του τον είχε προσωρινά τυφλώσει.

«Είσαι χτυπημένος βαριά;» τον ρώτησε ο Χούμα.

«Τα μάτια μου με τσούζουν και φοβάμαι ότι κανένας γλύπτης δε θα με θέλει για μοντέλο του, αλλά ο μόνος αληθινός πόνος είναι του χεριού μου. Ευτυχώς που δεν είναι το δεξί μου. Φοβάμαι ότι θα είναι άχρηστο για κάποιο διάστημα.» Ενώ μιλούσε ο Μπουόρον, ο Καζ είχε κιόλας πιάσει δουλειά περιποιούμενος τις πληγές του. Ο ίδιος ήταν γεμάτος μικρές πληγές, αλλά δεν έδειχνε να νοιάζεται για τον εαυτό του.

Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά και προχώρησε αργά, κουτσαίνοντας, στο μπροστινό μέρος της άμαξας. Κοίταξε την άλλη πλευρά και κοκάλωσε.

Ο Μάτζιους! Πού ήταν ο μάγος; Αγνοώντας τον πόνο του, ο Χούμα κατέβηκε από την άμαξα κι έψαξε ανάμεσα στους νεκρούς. Όλοι τους φορούσαν τα μαύρα της Τακίσις και των διοικητών της. Οι λίγοι που είχαν πέσει θύματα της δύναμης του μάγου διακρίνονταν εύκολα. Ο ίδιος ο Μάτζιους ήταν άφαντος.

Κοντά στο δάσος ο Χούμα είδε ένα μικρό ραβδί πεσμένο ανάμεσα στα σκόρπια απομεινάρια των εχθρών. Πήγε κοντά και το πήρε στα χέρια του.

Το ραβδί τρεμούλιασε και ο Χούμα παραλίγο να το ρίξει κάτω από το ξάφνιασμα. Η έκπληξή του έγινε θαυμασμός βλέποντάς το να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, μέχρι που τον πέρασε στο μπόι. Ήταν το ραβδί του Μάτζιους. Ο μάγος δεν πήγαινε πουθενά χωρίς το ραβδί του.

Ήταν πεσμένο ακριβώς κάτω από το σημείο όπου είχε ανοίξει η πύλη.

Ο Μάτζιους βρισκόταν στα χέρια του Γκάλαν Ντράκος.

Загрузка...