Κεφαλαίο 29

Το κάστρο υψωνόταν σαν κακοφορμισμένη πληγή στη βορειότερη πλευρά της έρημης κορυφής. Πιο μαύρο κι από τη νύχτα, πιο μαύρο κι από τις εβένινες πανοπλίες των φρουρών, μόνο με την άβυσσο των εφιαλτών του Χούμα μπορούσες να το συγκρίνεις – τόσο κακό μέρος ήταν. Ο Χούμα αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να περιμένει να μαζέψει περισσότερους λογχοφόρους. Όμως δεν υπήρχαν περιθώρια επιστροφής πια. Έπρεπε να πολεμήσουν με τη δρακοβασίλισσα.

«Τι θα κάνουμε, Χούμα;» Η ασημένια δράκαινα γύρισε και τον κοίταξε. Στα μάτια της έβλεπες το θάνατο – όχι του ιππότη αλλά μάλλον του εαυτού της. Ο Χούμα κατάλαβε ότι εκείνη είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα να γίνει δική του. Θέλησε να της πει κάτι, οτιδήποτε, αλλά δεν μπόρεσε. Δεν μπόρεσε να μιλήσει σε αυτό το τόσο αλλόκοσμο, φιδίσιο πρόσωπο. Ντράπηκε.

«Θα βρούμε τρόπο να μπούμε. Να βρούμε τον Γκάλαν Ντράκος.»

Βλέποντάς το από κοντά, το κάστρο ήταν ακόμα πιο απαίσιο. Λες και σάπιζε μπροστά στα μάτια τους. Μικρά κομμάτια κονιάματος έπεφταν κάθε τόσο, αλλά δε φαινόταν να χάνει την υπόστασή του. Μαραμένες κληματόβεργες τύλιγαν τα εξωτερικά του τείχη και ενώ ο Χούμα αναρωτιόταν πώς γινόταν να ευδοκιμούν σ’ αυτό το κρύο οι κληματίδες, παρατήρησε πως φαίνονταν σαν να μαραίνονταν από καιρό.

Απαίσια γκαργκόιλ φυλούσαν τις επάλξεις. Από κοντά δεν έδειχναν δαιμονικά πλάσματα, αλλά έργα κάποιου τρελού γλύπτη.

Δύο πύργοι υψώνονταν πάνω από καθετί άλλο. Ο ένας τους έμοιαζε με φυλάκιο, γιατί ήταν χτισμένος στο απώτατο άκρο, μακριά από το βουνό, παρέχοντας σε όποιον βρισκόταν στην κορυφή του μια φανταστική θέα τόσο της οροσειράς όσο και των πεδιάδων στα ανατολικά.

Ο άλλος πύργος φαινόταν εντελώς παράταιρος. Ήταν φαρδύς, καταλαμβάνοντας περίπου το ένα τέταρτο του εσωτερικού χώρου. Ενώ το υπόλοιπο κάστρο φαινόταν ετοιμόρροπο από τα χρόνια, ο πύργος έδειχνε καινούριος και σχεδόν άθικτος. Ο Χούμα δεν είχε καμία αμφιβολία ότι σ’ αυτόν θα έβρισκε τον αποστάτη.

«Δεν υπάρχουν υπερασπιστές!» φώναξε ο Μπένετ.

Ούτε ένας σκοπός δεν περιπολούσε στα τείχη. Κανείς δεν υπήρχε στο φρούριο, ούτε υπήρχαν φρουροί στο προαύλιο. Ολόκληρο το οικοδόμημα έμοιαζε εγκαταλειμμένο, αν και ο Χούμα ήξερε καλά ότι ο Γκάλαν Ντράκος τους περίμενε.

Στράφηκε στους άλλους. «Σκορπιστείτε! Θα μπω μόνος.»

Από κάτω του η ασημένια δράκαινα ταλαντεύτηκε, αλλά συνέχισε να κοιτάζει ίσια μπροστά της. Ο Καζ δεν ήταν το ίδιο σιωπηλός.

«Να σκορπιστούμε; Τρελάθηκες; Φαντάστηκες πως θα σε παρατούσαμε;»

«Ο Ντράκος με περιμένει. Έτσι θα γίνει.»

Ο Μπένετ έφερε το δράκο του πιο κοντά. «Αυτό δε θα το επιτρέψω.»

«Πραγματικά, Χούμα, είναι τρέλα» είπε ο χρυσός δράκος που ίππευε ο Μπένετ.

Με μια αιφνίδια κίνηση που έκανε τον Χούμα να αρπαχτεί από το μπροστάρι της σέλας του, η ασημένια δράκαινα βυθίστηκε προς το κάστρο, αφήνοντας τους άλλους δύο με το στόμα ανοιχτό. Είχε πάρει την πρωτοβουλία. Μπορούσαν να τους ακολουθήσουν, αλλά δεν τους προλάβαιναν.

Το προαύλιο ήταν ακριβώς από κάτω τους. Ο Χούμα θαύμασε το μέγεθος του κάστρου. Ο Γκάλαν Ντράκος δεν μπορούσε να έχει τόση δύναμη ώστε να μπορεί να διατηρεί το κάστρο του για πάντα στο πλάι της κορυφής, μακριά από τα μάτια του κόσμου και ταυτόχρονα να μπορεί να κάνει και όλα τα υπόλοιπα.

Σκεφτόταν ακόμα, όταν κάτι χτύπησε τον ίδιο και την Γκουίνεθ με τρομερή δύναμη. Κάτι που έμοιαζε με γιγάντιο χέρι τον άρπαξε από τη σέλα.

Ο κόσμος χάθηκε.

Ξύπνησε σ’ ένα στενό διάδρομο που τον φώτιζε ένας δαυλός μονάχα. Οι τοίχοι ήταν από κρύα πέτρα και μύριζαν μούχλα. Ο Χούμα ένιωσε ναυτία.

Γιατί βρισκόταν εκεί; Αν ήταν μια παγίδα στημένη και ενεργοποιημένη από τον Ντράκος, γιατί να μην τον έχει φυλακίσει σε κάποιο μπουντρούμι, αφαιρώντας του όπλα και πανοπλία;

Τα όπλα του. Έφερε το χέρι στο πλευρό του κι ένιωσε τη λαβή του σπαθιού του. Ύστερα από μια σύντομη επιθεώρηση διαπίστωσε ότι είχε και τα μαχαίρια του. Τι κόλπο ήταν αυτό;

Μια μεταλλική κλαγγή τον ειδοποίησε για την παρουσία κάποιων αρματωμένων μορφών στο βάθος ενός πλαϊνού διαδρόμου. Τράβηξε προσεκτικά το σπαθί του. Δεν εμπιστευόταν αρκετά τους διαδρόμους για να τους διατρέξει στα τυφλά. Του θύμιζαν υπερβολικά τις σήραγγες της σπηλιάς όπου τον είχε κυνηγήσει ο Γουιρμφάδερ.

Με το σπαθί ορθωμένο, στάθηκε στη δεξιά μεριά της διασταύρωσης των διαδρόμων κρατώντας την ανάσα του. Όπως τους λογάριαζε, ήταν τουλάχιστον δύο. Είχε ελπίδες να σκοτώσει τον πρώτο και ίσως και το δεύτερο, αλλά όχι κι έναν τρίτο χωρίς να σημάνει συναγερμός.

Φάνηκε μια σκουρόχρωμη μπότα. Η γνώριμη εβένινη πανοπλία κινήθηκε στ’ αριστερά. Ένας δεύτερος φρουρός ακολούθησε τον πρώτο. Ο Χούμα κράτησε την ανάσα του.

Ένα γαντοφορεμένο χέρι τινάχτηκε προς τη μακριά, φονική λεπίδα που ο Χούμα είχε δει νωρίτερα στα χέρια του αρχηγού των ιππέων. Ο πρώτος φρουρός στράφηκε προς την κατεύθυνση του ήχου και πήγε να τραβήξει το σπαθί του. Αν και ο δεύτερος φρουρός είχε δει τον Χούμα, δεν πρόλαβε να τραβήξει εγκαίρως το δικό του σπαθί. Ο Χούμα τού τρύπησε το λαιμό πριν καν εκείνος βγάλει τη μισή οδοντωτή λεπίδα από το θηκάρι της.

Ο Χούμα έσκυψε για να αποφύγει μια οριζόντια σπαθιά του δεύτερου φρουρού και οι τοίχοι αντήχησαν. Η λεπίδα του φρουρού έκοψε βαθιά την πέτρα, αλλά βγήκε εύκολα. Ο Χούμα απέκρουσε μια δεύτερη επίθεση και ύστερα πήρε την πρωτοβουλία.

Ο αντίπαλός του ήταν καλός, αλλά όχι σαν τον καλογυμνασμένο Ιππότη της Σολάμνια. Η μαυροντυμένη φιγούρα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε την ικανότητα να νικήσει τον ανεπιθύμητο και οι αποκρούσεις του έγιναν όλο και πιο αδέξιες. Ο Χούμα τον ανάγκασε να σηκώσει ψηλά το σπαθί του και τον κλότσησε. Ήταν πολύ κοντά για να μπορέσει να τον αποφύγει. Έπεσε πίσω και προσπάθησε να συνέλθει και ο Χούμα τον διαπέρασε με το σπαθί του.

Ο θόρυβος θα έφερνε σίγουρα κι άλλους.

Ο Χούμα κοίταξε τόσο το διάδρομο απ’ όπου είχαν έρθει οι φρουροί όσο κι εκείνον που είχαν ακολουθήσει στη διασταύρωση. Και οι δυο φαίνονταν να συνεχίζονται επ’ άπειρο.

Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, άρχισε να προχωρεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν πίσσα σκοτάδι και αναγκαζόταν να ψηλαφά τους τοίχους για να είναι σίγουρος ότι δε θα του ξέφευγε κάποιος πλαϊνός διάδρομος ή κάποια διασταύρωση.

Που ήταν η ασημένια δράκαινα; αναρωτήθηκε. Που ήταν η Γκουίνεθ; Διόρθωσε τον εαυτό του. Όποιο σχήμα και μορφή και αν έπαιρνε, ήταν η Γκουίνεθ. Αυτό το καταλάβαινε, κι ας μην καταλάβαινε τα ίδια του τα συναισθήματα. Κάπου έπρεπε να βρίσκεται, σκέφτηκε. Ίσως να περιπλανιόταν κι εκείνη άσκοπα σε κάποιο σκοτεινό μέρος του κάστρου, αναζητώντας τον μάταια.

Από μια παρόρμηση, τράβηξε το μενταγιόν από το στήθος του και το έφερε κοντά του. Η ζέστη του τον πλημμύρισε κι αυτό άρχισε να λάμπει με μια ένταση όμοια με των Δρακολογχών. Εκείνη τη στιγμή μια φωνή αντήχησε από την άκρη του διαδρόμου.

Δυο φωνές μιλούσαν ψιθυριστά. Δεν ήταν μέλη της φρουράς του πολέμαρχου, γιατί εκείνοι, όπως είχε παρατηρήσει ο Χούμα, μιλούσαν σπάνια. Μάγοι – αλλά ήταν άραγε αποστάτες ή από αυτούς που είχαν ορκιστεί να βοηθήσουν τους ιππότες;

Με το σπαθί του έτοιμο, ο ιππότης βλαστήμησε από μέσα του την απουσία αληθινού φωτός. Η μαγεία ήταν φίλη των μάγων γιατί, σαν τους εκτελεστές, έτσι και οι μάγοι ήταν διαβόητοι για τα αυτοσχέδια τεχνάσματά τους. Ο Χούμα έλπισε να μπορέσει να τους σκοτώσει γρήγορα και τους δύο.

«Εδώ πρέπει να είναι!»

«Γιατί το έκανες αυτό;»

«Ο αποστάτης τούς είχε πιάσει και τους δύο. Ααααχ…»

Ο πρώτος από τους μάγους βρέθηκε ξαφνικά να στέκει με μια αιχμή σπαθιού κάτω από το πιγούνι του. Ο σύντροφός του δεν έκανε καμία κίνηση για να επιτεθεί στον Χούμα.

«Ακίνητοι!» ψιθύρισε ο ιππότης.

«Αυτός είναι!» σφύριξε ο άλλος μάγος στο σύντροφό του.

«Αυτό το βλέπω!» είπε ο πρώτος. Ύστερα στράφηκε στον Χούμα. «Είμαστε σύμμαχοι! Δε σου είπε ο Γκάνθερ;» Το πρόσωπό του δε φαινόταν στο σκοτάδι, αλλά ο Χούμα νόμισε πως είδε τα μάτια του γεμάτα φόβο.

«Ο Γκάνθερ;»

«Λεπτός, με χαρακτηριστικά ζώου, φαλακρός.»

Απλή περιγραφή, αλλά αρκετά ακριβής. Αυτό όμως δε σήμαινε ότι τούτοι οι δυο ήταν φίλοι.

«Σου έδωσε μια μικροσκοπική σμαραγδένια σφαίρα.»

«Εντάξει.» Το διακινδύνευε, αλλά αποφάσισε να χαμηλώσει το σπαθί του. Οι μάγοι αναστέναξαν μεγαλόφωνα. Ήταν και οι δυο μετρίου αναστήματος κι ο ένας τους ήταν μάλλον βαρύς, αλλά τις λεπτομέρειες μόνο να τις μαντέψει μπορούσε ο Χούμα.

«Μια άλλη φορά θα μάθαινες τι σημαίνει να απειλείς κάποιον από το Τάγμα του Νουιτάρι» γρύλισε ο βαρύτερος. «Όμως τώρα οι περιστάσεις μάς αναγκάζουν να σε βοηθήσουμε.»

«Το ίδιο μου κάνει, όπως και σε σας.»

«Ο Ντράκος το περίμενε ότι θα διάλεγες να προσγειωθείς στο άδειο προαύλιο, αλλά σου είχε ετοιμάσει μια έκπληξη. Δεν είχαμε το χρόνο να σας πάρουμε και τους δύο, γι’ αυτό αρκεστήκαμε σε σένα, ως πιο σημαντικό. Για να μην μπορέσουν να σε βρουν οι αποστάτες, αναγκαστήκαμε να σε μεταφέρουμε σ’ ένα τυχαίο σημείο του κάστρου και να ελπίσουμε να πάνε όλα καλά.»

«Εγώ είχα καταλάβει πολύ καλά πού θα προσγειωνόσουν. Δεν υπήρχε κανένας φόβος» Ο πιο αδύνατος μάγος έβγαλε ένα ευδιάκριτο ξεφύσημα περιφρόνησης.

«Μερικοί από μας είναι πολύ τυχεροί πότε-πότε.» Τα λόγια του χοντρού είχαν στόχο τους το σύντροφό του και ο Χούμα είχε την αμυδρή υπόνοια ότι, εκτός από αδερφοί στο σχήμα, ήταν και αδέρφια εξ αίματος. «Ας είναι. Θέλουμε να…»

«Θέλετε;» Ο Χούμα έσφιξε τη λαβή του σπαθιού του και το σήκωσε στο ύψος των λαρυγγιών τους. «Δε δέχομαι διαταγές από τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα. Συνεργαζόμαστε, ναι, αλλά σαν ίσοι.»

Διπλός αναστεναγμός. Κάτι τέτοιοι σύμμαχοι ας έλειπαν καλύτερα, αλλά του είχαν ήδη σώσει μια φορά τη ζωή.

«Τι συνέβη στη δράκαινα που ίππευα;»

«Α, αυτή;» είπε ο πρώτος μάγος. «Πέτρωσε. Ακίνητη. Ο Γκάλαν Ντράκος δε χαραμίζει τις πρώτες ύλες.»

«Τι θα πει αυτό;» Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή, ο Χούμα κόντεψε να πανικοβληθεί στη σκέψη ότι κάτι τρομερό είχε συμβεί στην Γκουίνεθ. Οι μάγοι πήραν τον πανικό του για φονική μανία και έβαλαν τα δυνατά τους να τον καλμάρουν.

«Τίποτα! Είναι πολύ απασχολημένος προς το παρόν! Έχει κάποιο μεγάλο ξόρκι που ισχυρίζεται ότι θα αλλάξει τον Κριν για πάντα. Δεν έχει καιρό για τη δράκαινα.»

Ο Χούμα πήρε μια βαθιά ανάσα και ηρέμησε. «Μέχρι στιγμής η βοήθειά σας υπήρξε ανεκτίμητη, αλλά νομίζω ότι βάζετε σε κίνδυνο τους εαυτούς σας. Ήδη θα υποπτεύεται όλους τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα.»

Ο αδύνατος μάγος ρουθούνισε ξανά. «Δεν ξέρει πόσο μεγάλη είναι η ανταρσία. Πιστεύει ότι είναι λίγα μόνο δυσαρεστημένα μέλη του τάγματός μας. Δε φαντάζεται ότι είναι μαζική μεταστροφή. Δε σκοπεύουμε να σκύψουμε σαν σκλάβοι μπροστά σ’ αυτό τον κοπρίτη και την κυρά του.»

«Ησυχία» σφύριξε ο πρώτος. «Θα τραβήξεις την προσοχή της και αυτό είναι το μόνο που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε.»

«Δεν μπορείτε;» Ο Χούμα τούς κοίταξε και τους δύο αηδιασμένος και ευχήθηκε να μπορούσαν όντως να δουν την έκφρασή του. «Ώστε έτσι. Εξακολουθείτε να περιμένετε να κάνω εγώ όλη τη δουλειά. Ωραία. Πού βρίσκεται ο Γκάλαν Ντράκος;»

«Δεν μπορεί να είσαι τόσο τρελός!» Δεν ήταν εύκολο να καταλάβει ποιος είχε μιλήσει από τους δύο.

«Πού είναι;»

«Τον φέραμε μέχρι εδώ» είπε ο πρώτος στο δεύτερο. «Ας τελειώνουμε λοιπόν.»

«Δεν τα είχαμε σχεδιάσει έτσι.»

«Και μήπως πήγε τίποτα όπως το είχαμε σχεδιάσει; Ο Σαγκάθανους πέθανε με το που μίλησε ενάντια στους αποστάτες – και ήταν αυτός που τους είχε στρατολογήσει και τους είχε υποσχεθεί ότι θα συμφωνούσαμε να συνυπάρξουμε μαζί τους! Ότι κανείς δε θα τους κυνηγούσε να τους σκοτώσει αν αρνούνταν να μπουν στα τρία τάγματα και να ακολουθήσουν τους νόμους του Συμβουλίου!»

«Αυτό ήταν δικό μας λάθος! Τους υποσχεθήκαμε ότι θα συνέχιζαν ελεύθερα τα απαίσια πειράματά τους – που ξεπερνούν ακόμα και τα δικά μας ελαστικά όρια.»

Ο Χούμα δεν άφησε τη διαφωνία να προχωρήσει περισσότερο, χώνοντας τη λεπίδα του ανάμεσα στα πρόσωπα των δύο μάγων που τσακώνονταν. Το βούλωσαν στη στιγμή.

«Ο Γκάλαν Ντράκος. Τελευταία φορά. Πού είναι;»

Ο χοντρός μάγος τού αράδιασε μια σειρά από στροφές και αποστάσεις, την επανάλαβε και ύστερα τον ρώτησε αν την είχε απομνημονεύσει. Την είχε.

«Θα προσπαθήσουμε να λευτερώσουμε τη δράκαινα αν μπορέσουμε. Αλλιώς…» Ο μάγος σήκωσε τους ώμους.

«Και οι άλλοι σύντροφοί μου;»

«Αυτοί έφυγαν όταν φάνηκε η παγίδα. Δεν ξέρω αν θα γυρίσουν. Ίσως γύρισαν πίσω στο Βίνγκααρντ.»

Ο Χούμα τον αγνόησε. Ήταν σίγουρος ότι οι άλλοι ήταν κάπου κοντά κι ετοίμαζαν κάποιο σχέδιο. Καλύτερα να συνέχιζε τη δράση του.

Βήματα αντήχησαν στο διάδρομο. Οι δύο μάγοι πήδησαν κυριολεκτικά στον αέρα.

«Φύγε» του ψιθύρισε ο αδύνατος.

Με βήματα γοργά, ο Χούμα απομακρύνθηκε από τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα. Άκουσε αμυδρά φωνές και συνειδητοποίησε ότι οι δύο μάγοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κερδίσουν χρόνο για τον ίδιο.

Μπροστά του είδε τις σκιές κάποιων αρματωμένων. Βούτηξε σε έναν άλλο διάδρομο και περίμενε.

Έξι φρουροί πέρασαν αθόρυβα, με την προσοχή τους στραμμένη στα όποια καθήκοντά τους. Αν εκτιμούσε σωστά την κατάσταση, οι φρουροί πήγαιναν να τους κυκλώσουν – αν δε σκόπευαν να τους σκοτώσουν αμέσως. Αυτό σήμαινε ότι ο Χούμα θα έπρεπε να τα βάλει μονάχος του με τον Γκάλαν Ντράκος και την κακόβουλη θεά του.

Στην επόμενη στροφή βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε τρία λαμπρά φωτισμένα περάσματα και κοντοστάθηκε.

Φωνές. Ο Χούμα σύρθηκε πιο κοντά και τότε αναγνώρισε τη μία και κοκάλωσε.

«Ξέρεις τι να κάνεις με το πετράδι, Γκάρις;»

«Το μέρος επιλέχτηκε, Άρχοντα Γκάλαν. Θα περιμένουμε εκεί το σινιάλο σου.»

«Απλή ασφάλεια είναι, Γκάρις. Εκείνη το απαίτησε – αλλά όταν έρθει η ώρα, στο δικό μου σήμα θα υπακούσετε. Κατάλαβες;»

Ο λεγόμενος Γκάρις απάντησε με σφυριχτή φωνή. Ο Χούμα υποπτεύθηκε ότι ο Ντράκος τον είχε υπνωτίσει για να τον υπακούει καλύτερα.

Σίγουρος προφανώς ότι θα τον υπάκουε, ο Γκάλαν Ντράκος διέταξε τον άλλο να φύγει αμέσως. Ο Χούμα τραβήχτηκε, αλλά ο Γκάρις –αποστάτης προφανώς κι εκείνος σαν τον αφέντη του, μια και φορούσε απλό γκρίζο μανδύα και όχι μαύρους χιτώνες– δεν έφυγε από την είσοδο. Αντίθετα, τα βήματά του χάθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Η αίθουσα είχε περισσότερες εισόδους. Ανήσυχος, ο Χούμα προχώρησε προς την αίθουσα από έναν άλλο διάδρομο. Αργά, έσκυψε και κοίταξε μέσα στην αίθουσα.

Το σχέδιο της αίθουσας –αν μη τι άλλο– ξεπερνούσε σε φρίκη όλο το υπόλοιπο κάστρο. Τεράστιες δαιμονικές μορφές στέκονταν στους τοίχους, έτοιμες, λες, να πέσουν πάνω σε κάθε ανυποψίαστο παρείσακτο. Ο Χούμα ανατρίχιασε σε αυτή τη σκέψη. Κυρίαρχη θέση μέσα στην αίθουσα κατείχε μια εξέδρα από κάποιο υλικό που έμοιαζε με μαύρο κρύσταλλο. Υψωνόταν σε τέσσερις κερκίδες και στην τελευταία υπήρχε μια λαμπερή, σμαραγδένια σφαίρα.

Ο ιππότης τραβήχτηκε γρήγορα. Πραγματικά, ο Ντράκος ήταν εκεί και στεκόταν μπροστά στη σφαίρα, με την πλάτη γυρισμένη στον Χούμα. Η παρουσία του μάγου ήταν αναμενόμενη, αλλά, ήρεμος πίσω από τη σφαίρα και κοιτάζοντάς την έντονα, ήταν καθισμένος ένας πράσινος δράκος με μέγεθος τριπλάσιο από το ανθρώπινο.

Τέτοιο δράκο δεν είχε ξαναδεί ο Χούμα. Αυτό τον ανησύχησε. «Βλέπεις λοιπόν γιατί έχω πάντα το επάνω χέρι, φίλε μου;»

«Μεγάλος είσαι, Άρχοντα Γκάλαν» σφύριξε ο νεαρός δράκος. Είχε φωνή σκληρή και ύπουλη, ακόμα και για το είδος του. Από τα λίγα που ήξερε για αυτούς ο Χούμα, οι πράσινοι δράκοι ήταν οι πιο κακόβουλοι γιατί χρησιμοποιούσαν συχνά την απάτη και την προδοσία. Η τίμια μάχη δε συγκαταλεγόταν στις συνήθειές τους, αλλά τους σέβονταν όλοι, και για τις φυσικές τους ικανότητες, και για το μυαλό τους – μυαλό διεστραμμένο και ύπουλο.

«Ο Σάιαν Μπλάντμπεϊν μαθαίνει πολλά παρακολουθώντας τον Άρχοντα Γκάλαν.»

Το γέλιο του αποστάτη ήταν το ίδιο σκληρό και ύπουλο με τη φωνή του δράκου. «Ο Σάιαν Μπλάντμπεϊν δε θα φτάσει ποτέ εκεί που μπορεί, αν σκεφτεί ποτέ να χειραγωγήσει εμένα. Είσαι ένα πείραμα, Σάιαν. Χάρη σε μένα έφτασες να καταλαβαίνεις τη σκέψη των ανθρώπων, των ξωτικών, των νάνων και όλων των άλλων φυλών καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο της ράτσας σου. Όταν μεγαλώσεις εντελώς, το όνομά σου θα σπέρνει τον τρόμο ακόμα και στα όνειρά τους – αλλά όχι αν σκεφτείς να με προδώσεις.»

Κάποιος άρχισε να πνίγεται ανεξέλεγκτα και ο Χούμα αναρωτήθηκε μήπως ο δράκος είχε αποφασίσει να δώσει τέλος στον αλαζονικό λόγο του μάγου. Την επόμενη στιγμή άκουσε τον Σάιαν Μπλάντμπεϊν να ζητάει συγνώμη σαν τρελός.

«Ο Άρχοντας Γκάλαν είναι πανίσχυρος. Όχι άλλο! Σε παρακαλώ!»

«Αυτή η αίθουσα έχει αρχίσει να βρομάει υπερβολικά από τη γεμάτη χλώριο ανάσα σου. Φύγε! Όταν σε θελήσω ξανά, θα σε καλέσω.»

«Μάλιστα, αφέντη!» Φτερούγες πλατάγισαν και ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι η αίθουσα είχε και μια εξωτερική είσοδο κάπου ψηλά.

Ο ήχος των βημάτων του έδωσε να καταλάβει ότι ο Γκάλαν Ντράκος απομακρυνόταν. Ο Χούμα τόλμησε να κρυφοκοιτάξει ξανά και είδε την πλάτη του μάγου πριν χαθεί μέσα σε μια στοά. Καθώς έφευγε, οι δαυλοί της αίθουσας φάνηκαν να χαμηλώνουν.

Ο Χούμα μπήκε στην αίθουσα. Περίμενε κάποια μαγική παγίδα, αλλά δεν έγινε το παραμικρό.

Με προσεκτικά, μετρημένα βήματα, προχώρησε προς τη μαύρη κρυστάλλινη εξέδρα και κοίταξε τη μεγάλη σφαίρα. Ίσως αυτή να έλκυε τη μικρή πράσινη μπαλίτσα, σκέφτηκε. Ίσως έτσι έκρυβε την ύπαρξη του κάστρου από τον υπόλοιπο κόσμο ο Γκάλαν Ντράκος… ίσως…

Ένα κύμα απώθησης τον χτύπησε και τον έκανε να παραπατήσει. Παραλίγο να του πέσει το σπαθί. Συνειδητοποίησε θολά ότι προερχόταν από τη σφαίρα. Έκλεισε στιγμιαία τα μάτια του και συγκεντρώθηκε. Το μίσος χάθηκε και τη θέση του πήρε μια περιφρόνηση ανάκατη με χιούμορ, λες και κάποιος τον κορόιδευε – κορόιδευε την ίδια του την ύπαρξη. Άνοιξε με το ζόρι τα μάτια, ξέροντας τι θα έβλεπε – αρνούμενος να του επιτρέψει να τον πτοήσει.

Ήταν εκεί και τον κοίταζε από κάπου, μέσα από τη σφαίρα.

Η Τακίσις.

Πράγμα περίεργο, πρώτη σκέψη του Χούμα ήταν αν ο Γκάλαν Ντράκος ήξερε ότι η θεά μπορούσε να έρχεται στην αίθουσα. Μήπως υποψιαζόταν –όπως άρχισε να υποψιάζεται και ο Χούμα– ότι, σύμφωνα με τις διαταγές του στον υπνωτισμένο υπηρέτη του, ο Ντράκος σχεδίαζε κάτι εναντίον της; Σίγουρα υποπτευόταν ότι κάποιος φιλόδοξος σαν τον αποστάτη δε θα ικανοποιούνταν παρά μόνο αν είχε τον έλεγχο των πάντων. Γι’ αυτό χαμογελούσε άραγε;

Χαμογελούσε; Στην αρχή δεν υπήρχε πραγματικό πρόσωπο, τώρα όμως η Σκοτεινή Βασίλισσα άφηνε να φαίνονται τα μάτια, η μύτη και το στόμα της. Ήταν ένα πρόσωπο γεμάτο θηλυκότητα, παρ’ όλο που, αν ήθελε, θα μπορούσε να εμφανιστεί και σαν αρματωμένος πολεμιστής ή και σαν δέντρο ακόμα.

Στην πραγματικότητα, όσο την κοίταζε ο Χούμα τόσο πειθόταν ότι τέτοιο όμορφο πρόσωπο δεν είχε ξαναδεί ποτέ του. Ήταν τα σμιλεμένα χαρακτηριστικά της βασίλισσας των βασιλισσών, μιας αληθινής αθάνατης. Εύκολα χανόταν ένας άντρας μέσα σε τέτοια ομορφιά – για πάντα. Για τόσο μικρό τίμημα. Τι άλλο τού είχε δώσει η Ιπποσύνη εκτός από δυστυχία; Εξαιτίας της είχε χάσει τους γονείς του, τον Ρέναρντ και αμέτρητους συντρόφους, μαζί και τον Μπουόρον. Ακόμα και την αγάπη του είχαν πάρει…

Ψέματα! Η ομίχλη σηκώθηκε από το μυαλό του και διέκρινε τα ψέματα πίσω από τις υποτιθέμενες αλήθειες. Ο Ρέναρντ είχε χαθεί πολύ πριν γίνει ιππότης ο Χούμα. Εκείνος ήταν υπεύθυνος για το θάνατο της μητέρας του. Ο πατέρας του, ο Ντούρακ, είχε πεθάνει πολεμώντας για κάτι που είχε πιστέψει με αυταπάρνηση, κάτι που θεωρούσε ότι άξιζε να πεθάνει γι’ αυτό. Όσο για την Γκουίνεθ – αυτή η σκέψη έμεινε ανολοκλήρωτη.

Αντί να τον τσακίσει, η Σκοτεινή Βασίλισσα του χαμογέλασε.

Το πρόσωπο χάθηκε. Απόμεινε μονάχα μια ελάχιστη πνοή της κακοβουλίας της, για να του θυμίζει αυτό που είχε μόλις βιώσει.

«Νομίζω πως είναι καιρός να τελειώσει αυτό το παιχνίδι» είπε ξαφνικά ο Γκάλαν Ντράκος.

Загрузка...