12 Νέες Συμμαχίες

Η Γκρένταλ ευχήθηκε να υπήρχε έστω κι ένας καταγραφέας ανάμεσα στα πράγματα που είχε πάρει από το Ίλιαν έπειτα από τον θάνατο του Σαμαήλ. Αυτή η Εποχή ήταν συνήθως τρομακτική, πρωτόγονη κι άβολη. Ωστόσο, μερικές καταστάσεις τής ταίριαζαν. Σε ένα μεγάλο κλουβί από μπαμπού, στην άλλη μεριά του δωματίου, εκατό πουλιά με λαμπερό φτέρωμα κελαηδούσαν μελωδικά κι ήταν εξίσου όμορφα με τα πολύχρωμα φτερώματά τους όσο και τα δύο χαϊδεμένα ζωάκια της με τις διάφανες ρόμπες που στέκονταν αμφοτέρωθεν της πόρτας, με τις ματιές τους κλειδωμένες επάνω της, ανυπόμονα να ικανοποιήσουν την κάθε της επιθυμία. Μπορεί οι φανοί λαδιού να μην παρείχαν την ίδια φωτεινότητα με τους γλόμπους πυράκτωσης, αλλά ενισχυμένες από μεγάλους καθρέφτες στους τοίχους παρήγαν μια σχεδόν βαρβαρική λάμψη, καθώς αντανακλούσαν στο επιχρυσωμένο και σκαλιστό σαν λέπια ψαριού ταβάνι. Καλά θα ήταν να μπορούσε να υπαγορεύσει όσα είχε να πει, αλλά ακόμη κι η απλή μεταφορά των λέξεων στο χαρτί από το ίδιο της το χέρι ήταν σαν να σχεδιάζει, και της έδινε την ίδια ικανοποίηση. Η γραφή αυτής της Εποχής δεν ήταν κι ιδιαίτερα περίπλοκη, και το να μάθει να αντιγράφει το στυλ γραφής ενός άλλου ήταν μάλλον εύκολο.

Υπογράφοντας με επιδεξιότητα —κι όχι με το όνομά της, φυσικά— λείανε την παχιά σελίδα κι έπειτα τη δίπλωσε και τη σφράγισε με έναν από τους σφραγιδόλιθους διαφόρων μεγεθών που ήταν απλωμένοι ως διακόσμηση πάνω στο γραφείο. Το Χέρι και το Σπαθί του Άραντ Ντόμαν εντυπωμένο σε έναν ακανόνιστο κύκλο από μπλε και πράσινο κερί.

«Παράδωσε αυτό στον Άρχοντα Ιτουράλντε ταχύτατα», είπε, «και να του αναφέρεις μόνο ό,τι σου πω».

«Θα σπεύσω όσο γοργότερα με πάνε τα άλογα. Αρχόντισσα». Ο Νάζραν έκανε μια υπόκλιση παίρνοντας το γράμμα, με το ένα δάχτυλο να θωπεύει τα παχιά μαύρα μουστάκια του πάνω από ένα σαγηνευτικό χαμόγελο. Σθεναρός και μελαψός, φορώντας ένα γαλάζιο και ταιριαστό πανωφόρι, ήταν εμφανίσιμος αλλά όχι αρκετά. «Το έλαβα από την Αρχόντισσα Τούβα, η οποία υπέκυψε στα τραύματά της αφότου μου είπε ότι ήταν αγγελιαφόρος του Αλσαλάμ κι ότι της είχε επιτεθεί ένας Φαιός Άνθρωπος».

«Βεβαιώσου πως έχει ανθρώπινο αίμα επάνω του», τον προειδοποίησε. Αμφέβαλλε κατά πόσον οποιοσδήποτε τούτους τους καιρούς μπορούσε να ξεχωρίσει το ανθρώπινο αίμα από οποιοδήποτε άλλο, αλλά είχε έρθει αντιμέτωπη με κάμποσες εκπλήξεις και δεν το διακινδύνευε χωρίς να υπάρχει λόγος. «Είναι αρκετό ώστε να μοιάζει ρεαλιστικό, αλλά όχι τόσο που να καταστρέφει όσα έγραψα».

Τα ζωηρά μαύρα του μάτια έμειναν καρφωμένα επάνω της καθώς έκανε άλλη μια υπόκλιση, αλλά μόλις ορθώθηκε κίνησε βιαστικά για την πόρτα, ενώ οι μπότες του έκαναν έναν υπόκωφο κρότο καθώς χτυπούσαν πάνω στο ωχρό και κιτρινωπό μαρμάρινο δάπεδο. Δεν πρόσεξε τους υπηρέτες που είχαν καρφώσει τα παθιασμένα τους βλέμματα επάνω της, ή τουλάχιστον προσποιήθηκε πως δεν τους πρόσεξε, παρ’ όλο που κάποτε υπήρξε φίλος του νεαρού άντρα. Μονάχα μια ιδέα Καταναγκασμού ήταν απαραίτητη για να κάνει τον Νάζραν να υπακούει εξίσου παθιασμένα με αυτούς, χώρια τα θέλγητρά της που δεν είχε δοκιμάσει ακόμα. Η γυναίκα γέλασε απαλά. Αυτός, βέβαια, πίστευε ότι είχε πάρει μια γεύση. Θα μπορούσε, αν ήταν λίγο πιο χαριτωμένος. Βέβαια, έπειτα από αυτό θα ήταν εντελώς άχρηστος για οτιδήποτε. Θα ανάγκαζε τα άλογα να καλπάσουν μέχρι τελικής πτώσεως για να φτάσει στον Ιτουράλντε, κι αν αυτό το μήνυμα, παραδομένο από τον στενότερο ξάδερφο του Αλσαλάμ και σταλμένο, υποτίθεται, από τον ίδιο τον Βασιλιά, με τους Φαιούς Ανθρώπους να πασχίζουν να τον σταματήσουν, δεν ικανοποιούσε την προσταγή του Μεγάλου Άρχοντα για τη δημιουργία ανεξέλεγκτου χάους, τότε ο μόνος τρόπος θα ήταν να χρησιμοποιήσουν φρυκτωρίες. Επίσης, θα εξυπηρετούσε θαυμάσια και τους δικούς της σκοπούς. Ναι, θα τους εξυπηρετούσε μια χαρά.

Το χέρι της Γκρένταλ απλώθηκε προς το μέρος του μοναδικού δαχτυλιδιού πάνω στο τραπέζι που δεν ήταν σφραγιδόλι-θος· ένα απέριττο και χρυσό δαχτυλίδι, πολύ μικρό για να περνάει αλλού εκτός από το μικρό της δαχτυλάκι. Ήταν πολύ ευχάριστη η έκπληξη να ανακαλύψει ένα ανγκριάλ προορισμένο για γυναίκες ανάμεσα στα υπάρχοντα του Σαμαήλ. Το πιο ευχάριστο όμως ήταν ότι, με τον αλ’Θόρ κι όλα αυτά τα σκυλάκια που αυτοαποκαλούνται Άσα’μαν να μπαινοβγαίνουν διαρκώς στα διαμερίσματα του Σαμαήλ, στη Μεγάλη Αίθουσα του Συμβουλίου, είχε βρει χρόνο να ξετρυπώσει κάτι χρήσιμο. Δεν άφησαν τίποτα απ’ όσα παράτησε πίσω η ίδια. Όλοι τους ήταν επικίνδυνα σκυλάκια, ειδικά αυτός ο αλ’Θόρ. Από την άλλη, δεν διακινδύνευε μήπως κάποιος ανακάλυπτε ίχνη στα διαμερίσματα του Σαμαήλ που θα οδηγούσαν στην ίδια. Ναι, θα έπρεπε να επισπεύσει τα σχέδιά της και να κρατήσει όσο μεγαλύτερη απόσταση γινόταν από την όλεθρο του Σαμαήλ.

Ξαφνικά, μια κατακόρυφη ασημιά σχισμή εμφανίστηκε στην άλλη άκρη του δωματίου, λαμπερή με φόντο τα επίτοιχα χαλιά που κρέμονταν ανάμεσα στους βαρείς επιχρυσωμένους καθρέφτες, κι ένας κρυστάλλινος, κουδουνιστός ήχος αντήχησε δυνατά. Τα φρύδια της ανασηκώθηκαν από την έκπληξη. Φαίνεται πως κάποιος είχε θυμηθεί τις αβρότητες μιας πιο πολιτισμένης Εποχής. Σηκώθηκε, έσπρωξε το απέριττο χρυσό δαχτυλίδι πάνω στο άλλο με το ρουμπίνι που φορούσε στο μικρό της δάχτυλο και μέσω αυτού αγκάλιασε το σαϊντάρ πριν διαβιβάσει την ύφανση που θα ενεργοποιούσε μια ηχητική απόκριση για όποιον επιθυμούσε να ανοίξει μια πύλη. Το ανγκριάλ δεν της πρόσφερε πολλά, ωστόσο όποιος νόμιζε ότι ήξερε τη δύναμή της θα βρισκόταν προ εκπλήξεως.

Η πύλη άνοιξε και δύο γυναίκες που φορούσαν σχεδόν πανομοιότυπα μεταξένια φορέματα σε κόκκινο και μαύρο χρώμα πέρασαν από μέσα της επιφυλακτικά. Ή, τουλάχιστον, η Μογκέντιεν βάδιζε επιφυλακτικά, με τα σκοτεινά της μάτια να πετάγονται τριγύρω ψάχνοντας για τυχόν παγίδες και τα χέρια της να ισιώνουν την πλατιά της φούστα. Η πύλη αναβόσβησε για μια στιγμή, αλλά η γυναίκα εξακολούθησε να κρατάει το σαϊντάρ. Λογική προφύλαξη, παρ’ όλο που η Μογκέντιεν ανέκαθεν ήταν από τις πρώτες που έπαιρναν προφυλάξεις. Η Γκρένταλ δεν άφησε την Πηγή. Η σύντροφος της Μογκέντιεν, μια κοντή νεαρή γυναίκα με μακριά ασημιά μαλλιά και ζωηρά γαλάζια μάτια κοίταξε γύρω της ψυχρά· το βλέμμα της ελάχιστα στάθηκε στην Γκρένταλ. Από το φέρσιμό της θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι ήταν Πρώτη Σύμβουλος που είχε αναγκαστεί να υπομείνει την παρέα των κοινών θνητών, πασχίζοντας να αγνοήσει την ύπαρξή τους. Ένα ανόητο κορίτσι που προσπαθούσε να μιμηθεί την Αράχνη. Το κόκκινο και το μαύρο δεν ταίριαζαν με τα φυσικά της χρώματα, ενώ θα μπορούσε να αναδείξει πολύ καλύτερα ένα τόσο εντυπωσιακό στήθος.

«Από δω η Σιντέιν, Γκρένταλ», είπε η Μογκέντιεν. «Δουλεύουμε... μαζί». Δεν χαμογέλασε όταν κατονόμασε την αγέρωχη νεαρή, κάτι που έκανε η Γκρένταλ. Χαριτωμένο όνομα για κορίτσι κάτι παραπάνω από απλώς χαριτωμένο, αλλά τι είδους τερτίπια της μοίρας είχαν κάνει μια μητέρα τούτων των καιρών να δώσει στη θυγατέρα της ένα όνομα που σήμαινε «Τελευταία Ευκαιρία;» Το πρόσωπο της Σιντέιν παρέμεινε παγερό και μαλακό, αλλά η ματιά της σπίθιζε. Ήταν μια όμορφη κούκλα σκαλισμένη στον πάγο, στο εσωτερικό της οποίας κρύβονταν φωτιές. Φαίνεται πως η κοπέλα ήξερε το νόημα και δεν της άρεσε καθόλου.

«Ποιος καλός άνεμος φέρνει μέχρις εδώ εσένα και τη φίλη σου, Μογκέντιεν;» ρώτησε η Γκρένταλ. Η Αράχνη ήταν το τελευταίο πρόσωπο που περίμενε να ξεπροβάλει από τις σκιές. «Μη φοβάσαι να μιλήσεις μπροστά στους υπηρέτες μου». Ένευσε κι οι δύο υπηρέτες που στέκονταν στην είσοδο έπεσαν στα γόνατα, ακουμπώντας τα πρόσωπά τους στο δάπεδο. Μια απλή διαταγή ήταν ικανή να τους κάνει να φαίνονται σαν νεκροί.

«Τι ενδιαφέρον βρίσκεις σ’ αυτούς όταν έχεις την ικανότητα να αφανίσεις οτιδήποτε που θα μπορούσε να τους προσδώσει ενδιαφέρον;» ρώτησε απαιτητικά η Σιντέιν, δρασκελίζοντας αλαζονικά το δάπεδο. Βάδιζε στητή, πασχίζοντας να φανεί όσο το δυνατόν ψηλότερη. «Γνωρίζεις πως ο Σαμαήλ είναι νεκρός;»

Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να παραμείνουν ήρεμα τα χαρακτηριστικά της Γκρένταλ. Είχε υποθέσει πως τούτο δω το κορίτσι δεν ήταν παρά μια Φίλη του Σκότους την οποία είχε διαλέξει η Μογκέντιεν για να εκτελεί θελήματα, μια αριστοκράτισσα ίσως που νόμιζε πως μετρούσε ο τίτλος της, αλλά τώρα που την έβλεπε από πιο κοντά... Αυτό το κορίτσι ήταν ισχυρότερο κι από την ίδια στη Μία Δύναμη! Ακόμα και στη δική της Εποχή, κάτι τέτοιο ήταν ασυνήθιστο ανάμεσα στους άντρες κι εξαιρετικά σπάνιο ανάμεσα στις γυναίκες. Μέσα σε μια στιγμή κι από γνήσιο ένστικτο, αποφάσισε να μην αρνηθεί οποιαδήποτε επαφή με τον Σαμαήλ.

«Το υποψιάστηκα», αποκρίθηκε χαρίζοντας ένα ψεύτικο χαμόγελο πάνω από το κεφάλι της νεαρής γυναίκας στη Μογκέντιεν. Πόσα να γνώριζε; Πού είχε ξετρυπώσει η Αράχνη ένα κορίτσι ισχυρότερο από την ίδια και για ποιον λόγο ταξίδευε μαζί της; Η Μογκέντιεν πάντα ζήλευε κάποιον που είχε περισσότερη δύναμη από την ίδια ή που, γενικώς, μπορούσε να κάνει περισσότερα πράγματα. «Συνήθιζε να με επισκέπτεται και να γίνεται ενοχλητικός ζητώντας τη βοήθεια μου για τα διάφορα τρελά σχέδιά του. Ποτέ μου δεν τον απέρριψα αμέσως. Ο Σαμαήλ, ξέρεις, γινόταν πολύ επικίνδυνος όταν τον απέρριπτες. Έκανε την εμφάνισή του κάθε λίγο και λιγάκι. Όταν έπαψε να έρχεται, υπέθεσα πως κάτι φρικτό του είχε συμβεί. Ποια είναι αυτή η κοπέλα, Μογκέντιεν; Φαίνεται αξιόλογο εύρημα».

Η νεαρή γυναίκα πλησίασε κι άλλο, κοιτώντας τη με μάτια σαν γαλάζιες φλόγες. «Σου είπε πώς με λένε. Δεν χρειάζεται να ξέρεις τίποτε άλλο». Το κορίτσι γνώριζε πως μιλούσε σε μία Εκλεκτή, ωστόσο ο τόνος της φωνής της παρέμενε παγερός. Ακόμα και δεδομένης της δύναμής της, δεν επρόκειτο για μια απλή Φίλη του Σκότους. Εκτός κι αν ήταν τρελή. «Σου τράβηξε την προσοχή ο καιρός, Γκρένταλ;»

Ξαφνικά, η Γκρένταλ συνειδητοποίησε πως η Μογκέντιεν άφηνε την κοπέλα να κάνει όλη την κουβέντα. Η ίδια έδειχνε απρόθυμη, μη τυχόν και φανεί κάποια αδυναμία. Κι η Γκρένταλ τής το επέτρεπε! «Δεν νομίζω πως ήρθες μέχρις εδώ για να μου αναφέρεις τον θάνατο του Σαμαήλ, Μογκέντιεν», είπε κοφτά. «Ούτε για να κουβεντιάσεις για τον καιρό. Ξέρεις πως σπανίως βγαίνω έξω». Η Φύση είχε γίνει απείθαρχη, στερούνταν τάξης. Σε αυτό το δωμάτιο δεν υπήρχαν καν παράθυρα, όπως και στα περισσότερα που χρησιμοποιούσε. «Τι θέλεις;» Η μαυρομάλλα γυναίκα προχωρούσε λοξά κατά μήκος του τοίχου. Η λάμψη της Μίας Δύναμης εξακολουθούσε να την περιστοιχίζει. Η Γκρένταλ έκανε ένα επιφυλακτικό βήμα, έτσι ώστε κι οι δύο γυναίκες να παραμείνουν στο οπτικό της πεδίο.

«Κάνεις λάθος, Γκρένταλ». Ένα παγερό χαμόγελο καμπύλωσε ελάχιστα τα σαρκώδη χείλη της Σιντέιν. Το απολάμβανε. «Εγώ είμαι η αρχηγός. Η Μογκέντιεν δεν τα έχει καλά με τον Μοριντίν εξαιτίας των δικών της πρόσφατων λαθών».

Τυλίγοντας τα μπράτσα της γύρω από τη μέση της, η Μογκέντιεν κοίταξε σκυθρωπά την κοπέλα με τα ασημιά μαλλιά κι η έκφραση της απηχούσε τη λεκτική της επιβεβαίωση. Ξαφνικά, τα μεγάλα μάτια της Σιντέιν γούρλωσαν ακόμα περισσότερο, η γυναίκα άφησε ένα αγκομαχητό και ρίγησε.

Η αγριωπή έκφραση της Μογκέντιεν άλλαξε σε κακεντρέχεια. «Προς το παρόν μόνο είσαι αρχηγός», είπε χλευαστικά. «Στα μάτια του δεν φαντάζεις και πολύ καλύτερη από μένα». Ύστερα, αναρίγησε δαγκώνοντας τα χείλη της.

Μήπως έπαιζαν μαζί της; αναρωτήθηκε η Γκρένταλ. Οι δύο γυναίκες έτρεφαν γνήσιο κι απροσποίητο μίσος η μία για την άλλη. Όπως και να έχει, θα φρόντιζε να απολαύσουν το παιχνίδι τους. Έτριψε ασυνείδητα τις παλάμες της μεταξύ τους καθώς και το ανγκριάλ στο δάχτυλό της, και κατευθύνθηκε προς ένα κάθισμα δίχως να αποτραβήξει τη ματιά της από τις δύο γυναίκες. Η γλυκύτητα του σαϊντάρ που την κατέκλυζε ήταν ανακουφιστική. Όχι ότι χρειαζόταν καμιά παρηγοριά, αλλά κάτι παράξενο συνέβαινε εδώ. Η ψηλή κι ίσια ράχη, έντονα σκαλισμένη κι επιχρυσωμένη, έκανε το κάθισμα να μοιάζει με θρόνο, αν και δεν διέφερε από κανένα άλλο στο δωμάτιο. Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες επηρέαζαν ακόμα και τους πιο κυνικούς ανθρώπους, σε επίπεδα όχι συνειδητά.

Έγειρε πίσω και σταύρωσε τα πόδια της, με το ένα από αυτά να κλωτσάει οκνηρά τον αέρα και, δίνοντας την εντύπωση γυναίκας που νιώθει άνετα, μίλησε με φωνή που ακούστηκε βαριεστημένη. «Αφού, λοιπόν, έχεις το γενικό πρόσταγμα, κοριτσάκι, για πες μου ποιος είναι αυτός ο άντρας που αυτοαποκαλείται Θάνατος; Είναι φτιαγμένος από σάρκα κι οστά; Τι είναι;»

«Ο Μοριντίν είναι Νή’μπλις». Η φωνή της κοπέλας είχε έναν τόνο ήρεμο, ψυχρό κι αλαζονικό. «Ο Μέγας Άρχων αποφάσισε πως ήρθε και για σένα η ώρα να υπηρετήσεις τον Νή’μπλις».

Η Γκρένταλ πετάχτηκε όρθια. «Αυτό είναι παράλογο». Της ήταν αδύνατον να συγκρατήσει την οργή στη φωνή της. «Ένας άντρας τον οποίον δεν έχω καν ακουστά ονομάστηκε άμεσα υφιστάμενος του Μεγάλου Άρχοντα επί της γης;» Δεν την ένοιαζε διόλου κατά πόσον οι άλλες προσπαθούσαν να τη χαλιναγωγήσουν —πάντα έβρισκε τρόπο να στρέψει τα σχέδιά τους εναντίον τους— αλλά η Μογκέντιεν φαίνεται πως την περνούσε για χαζή! Δεν αμφέβαλλε ούτε στο ελάχιστο πως η Μογκέντιεν καθοδηγούσε αυτό το αντιπαθητικό κορίτσι, άσχετα από αυτά που ισχυριζόταν κι άσχετα από τις γεμάτες μίσος ματιές που αντάλλασσαν. «Κι εγώ υπηρετώ τον Μέγα Άρχοντα! Νομίζω πως εσείς οι δύο πρέπει να πηγαίνετε σιγά-σιγά και να βρείτε να παίξετε αλλού. Ο Ντεμάντρεντ μπορεί να μπερδευτεί από αυτό το παιχνίδι. Ή η Σέμιραγκ. Προσέξτε πώς θα διαβιβάσετε φεύγοντας. Έχω τοποθετήσει μερικούς ανεστραμμένους ιστούς και δεν θα θέλατε να ενεργοποιήσετε κάποιον από δαύτους».

Έλεγε ψέματα, μολονότι τα λόγια της ήταν ιδιαιτέρως πειστικά, κι έτσι εξεπλάγη όταν η Μογκέντιεν διαβίβασε ξαφνικά και κάθε φανός στο δωμάτιο έσβησε, βυθίζοντάς τους στο σκοτάδι. Η Γκρένταλ πετάχτηκε αμέσως από το κάθισμα της, ώστε να μη βρίσκεται στο σημείο που την είχαν δει τελευταία φορά, και διαβίβασε κι αυτή πάνω στην κίνησή της, υφαίνοντας έναν ιστό φωτός που κρεμόταν από τη μία πλευρά, μια σφαίρα ανόθευτου λευκού που έριχνε μακάβριες σκιές στο δωμάτιο, αποκαλύπτοντας πεντακάθαρα τη θέση των δύο γυναικών. Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, διαβίβασε ξανά, αναρροφώντας όλη τη δύναμη από το μικρό δαχτυλίδι. Δεν τη χρειαζόταν όλη, ούτε καν την περισσότερη, αλλά ήθελε να έχει στη διάθεση της κάθε πιθανό πλεονέκτημα. Σίγουρα θα της επιτίθονταν! Ένας ιστός Καταναγκασμού σφίχτηκε γύρω από τις δύο γυναίκες πριν προλάβουν καν να κουνηθούν.

Οι ιστοί που είχε υφάνει ήταν ισχυροί εξαιτίας της οργής της, αρκετά ισχυροί για να προκαλέσουν ζημιά, κι οι δύο γυναίκες απέμειναν να την κοιτάζουν με θαυμασμό, με μάτια γουρλωμένα και στόματα ορθάνοιχτα, γεμάτες από το μεθύσι της κολακείας και της λατρείας. Ήταν δικές της πια και μπορούσε να τις προστάξει. Αν τις διέταζε να κόψουν τους λαιμούς τους, θα το έκαναν. Ξαφνικά, η Γκρένταλ συνειδητοποίησε πως η Μογκέντιεν δεν αγκάλιαζε πια την Πηγή. Θα πρέπει να είχε σοκαριστεί από τον ιστό του Καταναγκασμού και να την είχε αφήσει. Οι υπηρέτες δίπλα στην πόρτα δεν είχαν κουνήσει ρούπι, φυσικά.

«Λοιπόν», είπε σχεδόν χωρίς να πάρει ανάσα. «Θα απαντήσετε στις ερωτήσεις μου». Κι είχε κάμποσες, όπως για παράδειγμα, ποιος ήταν αυτός ο τύπος ο Μοριντίν, αν υπήρχε καν, από πού είχε έρθει η Σιντέιν κι η σημαντικότερη ερώτηση απ’ όλες, που την κέντριζε περισσότερο από τις υπόλοιπες. «Τι ελπίζεις να κερδίσεις απ’ όλα αυτά, Μογκέντιεν; Ίσως αποφασίσω να δέσω επάνω σου αυτούς τους ιστούς. Το τίμημα για το παιχνιδάκι σου είναι να υπηρετήσεις εμένα».

«Όχι, σε παρακαλώ», γόγγυσε η Μογκέντιεν συστρέφοντας τα χέρια της. Κι όμως, είχε αρχίσει να κλαίει! «Θα μας σκοτώσεις όλες! Σε παρακαλώ, πρέπει να υπηρετήσεις τον Νή’μπλις! Γι’ αυτόν τον λόγο ήρθαμε εδώ. Για να σε θέσουμε στην υπηρεσία του Μοριντίν!» Το πρόσωπο της μικροσκοπικής γυναίκας με τα ασημιά μαλλιά ήταν μια σκιερή μάσκα τρόμου κάτω από το αμυδρό φως, ενώ το στήθος της ανεβοκατέβαινε καθώς πάσχιζε να ρουφήξει αέρα.

Ανήσυχη ξαφνικά, η Γκρένταλ άνοιξε το στόμα της. Όλο και λιγότερο νόημα έβγαινε απ’ όσα συνέβαιναν. Άνοιξε το στόμα της κι η Αληθινή Πηγή χάθηκε. Η Μία Δύναμη έφυγε από πάνω της κι η μαυρίλα κατάπιε ξανά το δωμάτιο. Ξαφνικά, τα πουλιά μέσα στα κλουβιά άρχισαν να τερετίζουν φρενιασμένα κι οι φτερούγες τους πετάριζαν μανιασμένα πάνω στις ράβδους από μπαμπού.

Πίσω της ακούστηκε μια ανατριχιαστική φωνή, σαν βράχος που αλέθεται και γίνεται σκόνη. «Ο Μέγας Άρχων σκέφτηκε πως μπορεί και να μην τις πίστευες, Γκρένταλ. Η εποχή που έκανες ό,τι ήθελες έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί». Μια μπάλα από... κάτι... φάνηκε να αιωρείται στον αέρα, μια νεκρή, μαύρη σφαίρα, κι ένα ασημένιο αστροπελέκι γέμισε το δωμάτιο. Οι καθρέφτες δεν ήταν πια λείοι και γυαλιστεροί αλλά θαμποί κάτω από αυτό το φως. Τα πουλιά έμειναν ακίνητα, σιωπηλά. Με κάποιον τρόπο, η Γκρένταλ ήξερε πως είχαν παγώσει από τον τρόμο.

Έμεινε με το στόμα ανοιχτό να κοιτάει τον Μυρντράαλ που στεκόταν εκεί, ωχρός και τυφλός, ντυμένος με ένα ύφασμα ακόμα πιο μαύρο από αυτό της σφαίρας, μεγαλύτερο από οποιοδήποτε είχε δει ποτέ της. Αυτός θα έπρεπε να είναι η αιτία που δεν αισθανόταν την Πηγή, αν κι ήταν αδύνατον κάτι τέτοιο! Εκτός κι αν... Από πού να είχε έρθει, άραγε, αυτή η παράξενη σφαίρα μαύρου φωτός, αν όχι από εκείνον; Δεν είχε νιώσει ποτέ της τον τρόμο που ένιωθαν οι άλλοι κάτω από το βλέμμα του Μυρντράαλ, όχι στον ίδιο βαθμό τουλάχιστον, ωστόσο τα χέρια της ανασηκώθηκαν από μόνα τους και χρειάστηκε να τα τραβήξει κάτω για να μην καλύψουν το πρόσωπό της. Έριξε μια ματιά προς το μέρος της Μογκέντιεν και της Σιντέιν και ζάρωσε. Είχαν πάρει την ίδια στάση με τους υπηρέτες της, γονατιστές και με το κεφάλι να ακουμπάει στο πάτωμα και να είναι στραμμένο προς τον Μυρντράαλ.

Χρειάστηκε να υγράνει τα χείλη της. «Είσαι απεσταλμένος του Μεγάλου Άρχοντα;» Η φωνή της ήταν σταθερή αλλά αδύναμη. Ποτέ της δεν είχε ακουστά τον Μέγα Άρχοντα να στέλνει μήνυμα μέσω ενός Μυρντράαλ, ωστόσο... Η Μογκέντιεν ήταν εκ των πραγμάτων δειλή, μολονότι ανήκε στους Εκλεκτούς, αλλά τώρα σερνόταν ταπεινωμένη, ακριβώς όπως και το κορίτσι. Κι ήταν κι αυτό το φως. Μακάρι να μην ήταν τόσο χαμηλό αυτό το φόρεμα που φορούσε. Γελοία επιθυμία, βέβαια. Η όρεξη των Μυρντράαλ για τις γυναίκες ήταν γνωστή, αλλά αυτή ήταν μια... Το βλέμμα της έπεσε για άλλη μια φορά στη Μογκέντιεν.

Με μια κυματοειδή κίνηση ο Μυρντράαλ την προσπέρασε, σαν να μην της έδινε διόλου σημασία. Ο μακρύς μαύρος μανδύας του κρεμόταν δίχως να επηρεάζεται από τις κινήσεις του. Ο Άγκινορ πίστευε πως τα πλάσματα αυτά δεν ανήκαν ακριβώς σε αυτόν τον κόσμο, όπως άλλα. «Ελαφρώς εκτός φάσης όσον αφορά στον χρόνο και στον τόπο», έτσι είχε πει, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.

«Είμαι ο Σαϊντάρ Χαράν». Σταματώντας μπροστά στους υπηρέτες της, ο Μυρντράαλ έσκυψε και τους έπιασε από το σβέρκο, έναν σε κάθε χέρι. «Όταν μιλάω, να θεωρείτε πως ακούτε τη φωνή του Μεγάλου Άρχοντα του Σκότους». Τα χέρια σφίχτηκαν κι ακούστηκε ένας δυνατός ήχος από κόκαλα που σπάνε. Ο νεαρός έκανε μια σπασμωδική κίνηση καθώς πέθαινε, κλωτσώντας με τα πόδια του, ενώ η κοπέλα απλώς κρεμάστηκε άτονα. Ήταν δύο από τους πιο χαριτωμένους υπηρέτες της. Ο Μυρντράαλ άφησε τα κουφάρια κι ορθώθηκε. «Εγώ είμαι το χέρι του σ’ αυτόν τον κόσμο, Γκρένταλ. Όταν στέκεσαι μπροστά μου είναι σαν να στέκεσαι μπροστά του».

Η Γκρένταλ άρχισε να συλλογίζεται προσεκτικά αλλά και γρήγορα. Φοβόταν, ένα συναίσθημα που συνήθως προκαλούσε η ίδια στους άλλους, αλλά ήξερε πώς να ελέγξει τον φόβο της. Μολονότι δεν διοικούσε στρατούς όπως μερικοί από τους υπόλοιπους, δεν την ξένιζε να πάρει ρίσκο ούτε ήταν δειλή. Αυτό που αντιμετώπιζε, όμως, τώρα ήταν κάτι παραπάνω από απλή απειλή. Η Μογκέντιεν με τη Σιντέιν ήταν ακόμα γονατιστές, με τα κεφάλια ακουμπισμένα στο μαρμάρινο πάτωμα, ενώ η Μογκέντιεν έτρεμε φανερά. Η Γκρένταλ πίστευε σ’ αυτόν τον Μυρντράαλ ή ό,τι κι αν ήταν αυτό το πράγμα. Όπως το φοβόταν, ο Μέγας Άρχων όντως επενέβαινε άμεσα στα γεγονότα. Κι αν μάθαινε για τις συνωμοσίες που είχε εξυφάνει με τον Σαμαήλ... Αν αποφάσιζε να δράσει, θα είχε κάθε λόγο. Θα ήταν πολύ ηλίθιο εκ μέρους της να στοιχηματίσει πως ο Μέγας Άρχων δεν γνώριζε τίποτα.

Γονάτισε μαλακά μπροστά στον Μυρντράαλ. «Τι επιθυμείς να κάνω;» Η φωνή της είχε ανακτήσει τη δύναμή της. Ένας αναγκαίος ελιγμός δεν σήμαινε οπωσδήποτε δειλία. Όσοι δεν έσκυβαν το κεφάλι μπροστά στον Μέγα Άρχοντα, στο τέλος λύγιζαν ή βρίσκονταν κομμένοι στα δύο. «Μπορώ να σε αποκαλώ Μέγα Άρχοντα ή προτιμάς κάποιον άλλον τίτλο; Νιώθω λίγο άβολα να αποκαλώ το χέρι του Μεγάλου Άρχοντα όπως αποκαλώ τη Μεγαλειότητά του».

Παραδόξως, ο Μυρντράαλ γέλασε και το γέλιο του έμοιαζε με πάγο που θρυμματίζεται. Οι Μυρντράαλ ποτέ δεν γελούν. «Είσαι γενναιότερη από τους περισσότερους. Και πιο σοφή. Ο Σαϊντάρ Χαράν θα σε φροντίσει, όσο τουλάχιστον δεν ξεχνάς ποιος πραγματικά είμαι κι όσο δεν αφήνεις το θάρρος να νικήσει το φόβο σου».

Όση ώρα τής έκανε γνωστές τις προσταγές του — φαίνεται πως, πρώτα απ’ όλα, ήταν απαραίτητη μια επίσκεψη σε αυτόν τον Μοριντίν κι, επιπλέον, θα χρειαζόταν να λάβει μέτρα απέναντι στη Μογκέντιεν, ίσως κι απέναντι στη Σιντέιν, η οποία μπορεί να έπαιρνε εκδίκηση για τη σύντομη χρήση του Καταναγκασμού που έκανε. Ήταν σχεδόν σίγουρη πως το κορίτσι δεν συγχωρούσε, όπως κι η ίδια η Αράχνη — αποφάσισε να μην αποκαλύψει τίποτα σχετικά με το γράμμα που είχε στείλει στον Ρόντελ Ιτουράλντε. Τίποτα απ’ όσα της είπε δεν έδειχνε πως οι πράξεις της θα δυσαρεστούσαν τον Μέγα Άρχοντα κι άλλωστε έπρεπε να σκεφτεί και τη θέση της. Ο Μοριντίν, όποιος κι αν ήταν, μπορεί να ήταν σήμερα ένας Νή’μπλις, αλλά πάντα υπήρχε και το αύριο.


Στηριγμένη γερά για να μην πέσει από το λίκνισμα της καρότσας της Άριλιν, η Κάντσουεϊν μετακίνησε μία από τις δερμάτινες κουρτίνες του παραθύρου, τόσο όσο να μπορέσει να ρίξει μια ματιά έξω. Μια ψιλή βροχή έπεφτε στην Καιρχίν, προερχόμενη από έναν γκρίζο ουρανό γεμάτο σύννεφα που λυσσομανούσαν κι άγριους περιδινούμενους ανέμους. Δεν ήταν μονάχα ο ουρανός γεμάτος ανέμους. Τρομερές ριπές ταρακουνούσαν την καρότσα περισσότερο κι από το τράνταγμα που έκανε καθώς προχωρούσε. Μικροσκοπικές σταγόνες, κρύες σαν πάγος, έμοιαζαν να της τσιμπούν τα χέρια. Αν ο αέρας κρύωνε περισσότερο, θα χιόνιζε. Τυλίχτηκε ακόμα πιο πολύ με τον μάλλινο μανδύα της. Ήταν πολύ ευχαριστημένη που τον είχε ξετρυπώσει, χωμένο στον πάτο του σακιδίου της. Πράγματι, η ατμόσφαιρα θα πάγωνε.

Οι απότομες γκρίζες στέγες της πόλης κι οι λιθόστρωτοι δρόμοι της γυάλιζαν σαν να ήταν βρεγμένοι, και παρ’ όλο που η βροχή δεν ήταν δυνατή, ελάχιστοι παρίσταναν τους γενναίους βγαίνοντας έξω με τόσον αέρα. Μια γυναίκα που οδηγούσε ένα κάρο που το έσερνε ένα βόδι, χτυπώντας το με μια μακριά βουκέντρα, προχωρούσε εξίσου υπομονετικά με τα ζώο της, αλλά οι πιο πολλοί πεζοί κρατούσαν σφιχτά τους μανδύες επάνω στα κορμιά τους με τις κουκούλες κατεβασμένες, κι έκαναν γρήγορα στην άκρη καθώς περνούσαν οι βαστάζοι ενός ατομικού φορείου, με το άκαμπτο κον του να ταλαντεύεται. Υπήρχαν κι άλλοι, εκτός από τη γυναίκα με το βόδι, που δεν έβλεπαν καμιά αιτία βιασύνης. Στη μέση του δρόμου ένας ψηλός Αελίτης στεκόταν κοιτώντας τον ουρανό με το στόμα ανοικτό, γεμάτος δυσπιστία και με το ψιλοβρόχι να τον μουσκεύει. Ήταν τόσο απορροφημένος, ώστε ένας τολμηρός πορτοφολάς τού άρπαξε το πουγκί από τη ζώνη και το έβαλε στα πόδια χωρίς το θύμα του να πάρει είδηση το παραμικρό. Μια γυναίκα, της οποίας τα περίτεχνα, σγουρά κι υπερυψωμένα μαλλιά μαρτυρούσαν πως επρόκειτο για αριστοκράτισσα, προχωρούσε αργά, με τον μανδύα της και τη μακριά της κουκούλα να ανεμίζουν άγρια. Ίσως και να ήταν η πρώτη φορά που περπατούσε στους δρόμους, αλλά γελούσε καθώς η βροχή γλιστρούσε πάνω στα μάγουλά της. Από την πόρτα ενός αρωματοπωλείου, η γυναίκα του μαγαζιού κοιτούσε έξω σκυθρωπή. Αναδουλειές σήμερα. Οι περισσότεροι πλανόδιοι είχαν εξαφανιστεί για τον ίδιο λόγο, αλλά μια χούφτα από δαύτους ανήγγειλαν την πραμάτεια τους σε ζεστό τσάι και κρεατόπιτες από τις χειράμαξες που είχαν καλύψει με προχειροφτιαγμένες τέντες. Βέβαια, όποιος αγόραζε τη σήμερον ημέρα κρεατόπιτα από τον δρόμο άξιζε τον κοιλόπονο που θα τον βασάνιζε.

Ένα ζευγάρι πεινασμένα σκυλιά βγήκαν από μια αλέα και, με τα πόδια αλύγιστα και τις τρίχες ανασηκωμένες, άρχισαν να γαβγίζουν και να γρυλίζουν στην άμαξα. Η Κάντσουεϊν άφησε την κουρτίνα να πέσει. Τα σκυλιά φαίνεται πως αναγνώριζαν τις γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης το ίδιο εύκολα όπως οι γάτες, αν και στα μάτια τους οι γυναίκες έμοιαζαν όντως με γάτες, κάπως αφύσικα μεγάλες βέβαια. Οι δύο γυναίκες που κάθονταν απέναντι της εξακολουθούσαν να κουβεντιάζουν.

«Με συγχωρείς», έλεγε η Ντάιγκιαν, «αλλά η λογική του πράγματος είναι αναπόφευκτη». Έσκυψε το κεφάλι σαν να απολογούνταν, κι η φεγγαρόπετρα που κρεμόταν από μια πανέμορφη ασημένια αλυσίδα περασμένη στα μακριά μαύρα μαλλιά της αιωρήθηκε στο μέτωπό της. Τράβηξε με τα δάχτυλά της τις λευκές κοψιές πάνω στη σκούρα φούστα της κι άρχισε να μιλάει γρήγορα, λες και φοβόταν μήπως τη διακόψουν. «Αν δέχεσαι πως αυτή η παρατεταμένη ζέστη είναι δουλειά του Σκοτεινού, τότε η αλλαγή πρέπει να είναι αποτέλεσμα κάποιου άλλου παράγοντα. Ο ίδιος δεν θα υποχωρούσε ποτέ. Μπορείς, φυσικά, να ισχυριστείς πως αποφάσισε να παγώσει ή να πνίξει τον κόσμο αντί να τον ψήσει, αλλά για ποιον λόγο; Αν η ζέστη συνεχιζόταν και την άνοιξη, οι νεκροί θα ξεπερνούσαν τους ζωντανούς, πράγμα που θα συνέβαινε ακόμα κι αν χιόνιζε κατακαλόκαιρο. Συνεπώς και σύμφωνα με τη λογική, κάποια άλλη δύναμη τα προκαλεί όλα αυτά». Η μετριοφροσύνη της πλαδαρής γυναίκας ήταν προκλητική μερικές φορές αλλά, όπως πάντα, η Κάντσουεϊν βρήκε τη λογική της σκέψης της άψογη. Μακάρι να ήξερε ποια ήταν αυτή η άλλη δύναμη και για ποιον λόγο ενεργούσε έτσι.

«Ηρεμία!» μουρμούρισε η Κουμίρα. «Θα προτιμούσα μια ουγκιά αδιαμφισβήτητης απόδειξης παρά έναν τόνο από το είδος της λογικής του Λευκού Άτζα». Η ίδια ήταν Καφετιά, μολονότι δεν συνήθιζε να υποπίπτει στα σφάλματα του Άτζα της. Ήταν μια εύσωμη γυναίκα με κοντοκομμένα μαλλιά, ξεροκέφαλη και πρακτική, δεινή παρατηρήτρια που δεν άφηνε ποτέ τις σκέψεις της να την απορροφήσουν τόσο πολύ ώστε να χάνει επαφή με το περιβάλλον της. Τα λόγια της Κουμίρα συνοδεύτηκαν από ένα φιλικό χτύπημα του χαριτωμένου χεριού της πάνω στο γόνατο της Ντάιγκιαν κι ένα χαμόγελο που άλλαξε τη γαλάζια ματιά της από τραχιά σε θερμή. Οι Σιναρανοί ήταν σε γενικές γραμμές ευγενικοί άνθρωποι κι η Κουμίρα πρόσεχε πάντα να μην προσβάλει κανέναν. Από απροσεξία, τουλάχιστον. «Συγκεντρώσου στο τι μπορούμε να κάνουμε για τις αδελφές που αιχμαλώτισαν οι Αελίτες. Ξέρω πολύ καλά ότι, αν μη τι άλλο εσύ, θα σκαρφιστείς κάτι».

Η Κάντσουεϊν ρουθούνισε. «Ό,τι κι αν πάθουν, το αξίζουν». Δεν είχε επιτραπεί ούτε στην ίδια ούτε στις συντρόφους της να πλησιάσουν τις σκηνές των Αελιτών, αλλά κάποιοι από τους ανόητους που ορκίστηκαν πίστη κι υποταγή σ’ αυτόν τον νεαρό τον αλ’Θόρ είχαν διακινδυνεύσει να περάσουν στον άτακτα απλωμένο καταυλισμό και γύρισαν πίσω ωχροί κι αμφιταλαντευόμενοι μεταξύ οργής κι αηδίας. Φυσιολογικά, θα ήταν κι αυτή έξαλλη με αυτήν την ύβρη απέναντι στην αξιοπρέπεια των Άες Σεντάι, ασχέτως περιστάσεων. Ωστόσο, αυτήν τη στιγμή δεν ένιωθε έτσι. Προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς της, μπορούσε να βγάλει ολόκληρο το προσωπικό του Λευκού Πύργου γυμνό στους δρόμους. Γιατί να την απασχολούν οι κακουχίες γυναικών που ήταν ικανές να καταστρέψουν τα πάντα;

Η Κουμίρα, μολονότι είχε επίγνωση των συναισθημάτων της, άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά η Κάντσουεϊν συνέχισε ήρεμη κι αδιάλλακτη. «Ίσως να κλαφτούν αρκετά για να εξιλεωθούν επειδή τα έκαναν θάλασσα, αλλά πολύ αμφιβάλλω. Δεν είναι πια στο χέρι μας να κάνουμε κάτι, αλλά αν το θέμα περνούσε από το δικό μου χέρι, πιθανότατα θα τις παρέδιδα στους Αελίτες. Ξέχνα τες, Ντάιγκιαν, και βάλε το κοφτερό σου μυαλό να δουλέψει πάνω στ’ αχνάρια που σου είπα».

Τα χλωμά μάγουλα της Καιρχινής αναψοκοκκίνισαν με τη φιλοφρόνηση. Δόξα στο Φως, δεν συμπεριφερόταν έτσι παρά μόνο με τις άλλες αδελφές. Η Κουμίρα παρέμεινε σιωπηλή, με το πρόσωπό της γαλήνιο και τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατά της. Μπορεί να ημέρευε τώρα, αλλά δεν ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που ημερεύουν για πολύ. Ήταν ακριβώς το ζευγάρι που επιθυμούσε να έχει μαζί της σήμερα η Κάντσουεϊν.

Η άμαξα έγειρε καθώς η ομάδα ξεκίνησε να ανεβαίνει τη μακριά ράμπα που οδηγούσε στο Παλάτι του Ήλιου. «Θυμηθείτε όσα σας είπα», είπε με σταθερή φωνή στις άλλες δύο. «Και προσοχή!»

Μουρμουρίζοντας, αποκρίθηκαν πως θα έκαναν το καλύτερο δυνατό κι η γυναίκα ένευσε καταφατικά. Εν ανάγκη, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και τις δύο για προκάλυμμα, όπως και τις υπόλοιπες επίσης, αλλά δεν σκόπευε να τις χάσει λόγω της απροσεξίας τους.

Οι άμαξες πέρασαν τις πύλες του Παλατιού δίχως καθυστέρηση. Οι φρουροί αναγνώρισαν τη σφραγίδα της Άριλιν στην πόρτα κι ήξεραν ποιος ήταν πιθανόν να επιβαίνει στο εσωτερικό. Την περασμένη βδομάδα, η άμαξα αυτή είχε επισκεφθεί συχνά το Παλάτι. Όταν τα άλογα σταμάτησαν, ένας υπηρέτης με ανήσυχο βλέμμα και με λιτή μαύρη φορεσιά άνοιξε την πόρτα της άμαξας, απλώνοντας προς το μέρος τους ένα πλατύ κι επίπεδο παρασόλι από σκούρο στιλπνό ύφασμα. Η βροχή έσταζε από την άκρη του πάνω στο καραφλό του κεφάλι, αλλά ούτως ή άλλως δεν προοριζόταν για την προστασία του ιδίου.

Αγγίζοντας με μια γρήγορη κίνηση τα στολίδια που κρέμονταν από τον κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της, μόνο και μόνο για να σιγουρευτεί πως βρίσκονταν στη θέση τους —ποτέ της δεν είχε χάσει ούτε ένα, αλλά αυτό οφειλόταν στο ότι ήταν ιδιαίτερα προσεκτική— η Κάντσουεϊν μάζεψε τις χειρολαβές του τετράγωνου ψάθινου καλαθιού που βρισκόταν κάτω από το κάθισμά της και ξεπέζεψε. Μισή ντουζίνα υπηρέτες περίμεναν πίσω από τον πρώτο, έχοντας τα παρασόλια σε ετοιμότητα. Η άμαξα θα μπορούσε να έχει υπεράριθμους επιβάτες» γι’ αυτό και μαζεύτηκαν τόσο πολλοί υπηρέτες, οι οποίοι δεν απομακρύνθηκαν παρά μόνο όταν έγινε προφανές πως υπήρχαν μονάχα τρία άτομα.

Ήταν ολοφάνερο πως είχαν διακρίνει την άμαξα να πλησιάζει. Μαυροντυμένοι υπηρέτες κι υπηρέτριες σχημάτισαν σειρές στο βαθυγάλαζο και χρυσαφί πλακόστρωτο του μεγάλου διαδρόμου υποδοχής με την τετραγωνισμένη κι αψιδωτή οροφή πέντε πιθαμές ψηλότερα. Έσπευσαν γοργά να τους περιποιηθούν, βγάζοντας τους μανδύες τους, προσφέροντάς τους μικρές ζεστές πετσέτες από λινό, σε περίπτωση που ήθελε κάποιος να σκουπίσει τα χέρια ή το πρόσωπό του, και δίνοντας στους Θαλασσινούς πορσελάνινα κιούπια γεμάτα με κρασί με καρυκεύματα, τα οποία ανέδιδαν μια μεθυστική μυρωδιά αρωμάτων. Επρόκειτο για χειμερινό ποτό, αν κι η ξαφνική πτώση της θερμοκρασίας το έκανε κατάλληλο για την περίσταση. Και σε τελική ανάλυση, ήταν χειμώνας.

Στη μια πλευρά περίμεναν τρεις Άες Σεντάι, ανάμεσα στους ογκώδεις παραλληλεπίπεδους κίονες από μαύρο μάρμαρο, μπροστά από μια ψηλή ζωφόρο με ξεθωριασμένα χρώματα, η οποία απεικόνιζε διάφορες μάχες αναμφίβολα σημαντικές για την Καιρχίν. Η Κάντσουεϊν, όμως, αγνόησε για την ώρα τις γυναίκες. Ένας από τους νεαρούς υπηρέτες είχε μια μικρή χρυσοκόκκινη φιγούρα κεντημένη στην αριστερή μεριά του πανωφοριού του, στο ύψος του στήθους, μια φιγούρα που ο πολύς κόσμος αποκαλούσε Δράκοντα. Η Κοργκάιντε, η γκριζομάλλα γυναίκα με το σκοτεινό πρόσωπο που διέταζε τους υπηρέτες στο Παλάτι του Ήλιου, δεν είχε επάνω της κανένα στολίδι εκτός από τον μεγάλο κρίκο με τα βαριά κλειδιά που ήταν περασμένος στη ζώνη της. Καμιά άλλη δεν είχε το παραμικρό στολίδι πάνω στα ρούχα της και, παρά τον προφανή ενθουσιασμό του νεαρού, ήταν η Κοργκάιντε, η Κλειδοκράτειρα, που επηρέαζε τη διάθεση των υπηρετών. Πάντως, είχε επιτρέψει στον νεαρό να διατηρήσει την κεντητή του διάνθιση, κι αυτό ήταν καλό να το θυμάται κανείς. Η Κάντσουεϊν της μίλησε σιγανά, ζητώντας της ένα δωμάτιο όπου θα μπορούσε να δουλέψει το κεντητό της στεφάνι ανενόχλητη, κι η γυναίκα δεν αρνήθηκε το αίτημά της. Από την άλλη, αναμφίβολα θα είχε ακούσει και πιο παράξενα πράγματα εδώ που υπηρετούσε.

Καθώς οι υπηρέτες με τους μανδύες και τους δίσκους αποσύρονταν με υποκλίσεις, η Κάντσουεϊν στράφηκε τελικά στις τρεις αδελφές, ανάμεσα στους κίονες. Όλες τους είχαν στρέψει τα βλέμματα τους επάνω της, αγνοώντας την Κουμίρα και την Ντάιγκιαν. Η Κοργκάιντε παρέμεινε, αν και κάπως πιο πίσω, έτσι που οι Άες Σεντάι να είναι σχετικά απομονωμένες. «Δεν περίμενα να σε βρω να σουλατσάρεις με την άνεσή σου», είπε η Κάντσουεϊν. «Νόμιζα πως οι Αελίτες σκληραγωγούν τις μαθητευόμενές τους».

Η Φέλντριν δεν αντέδρασε παρά μόνο με ένα ελαφρό τίναγμα του κεφαλιού της, που έκανε τις χρωματιστές χάντρες πάνω στις λεπτές της πλεξούδες να κροταλίσουν απαλά, αλλά η Μεράνα αναψοκοκκίνισε από αμηχανία και τα χέρια της σφίχτηκαν πάνω στη φούστα της. Τα γεγονότα την είχαν ταρακουνήσει τόσο πολύ, που η Κάντσουεϊν αμφέβαλλε κατά πόσον θα συνερχόταν ποτέ. Η Μπέρα, βέβαια, ήταν γεμάτη αυτοπεποίθηση.

«Στις πιο πολλές από εμάς δόθηκε άδεια λόγω βροχής», αποκρίθηκε ήρεμα η Μπέρα. Ήταν μια ρωμαλέα γυναίκα με ένα συνηθισμένο μάλλινο φόρεμα — όμορφο και καλοραμμένο, αλλά σίγουρα συνηθισμένο. Θα έλεγες πως ένιωθε πιο άνετα σε αγροικία παρά σε παλάτι. Αν ήσουν ανόητος, βέβαια. Η Μπέρα είχε κοφτερό μυαλό κι ισχυρή θέληση κι η Κάντσουεϊν δεν πίστευε πως θα μπορούσε να κάνει το ίδιο λάθος δύο φορές. Όπως οι περισσότερες αδελφές, δεν είχε συναντήσει ποτέ την Κάντσουεϊν Μελάιντριν από κοντά, αλλά δεν άφηνε το δέος να την κυριεύσει. Πήρε μια ελαφριά ανάσα και συνέχισε. «Δεν μπορώ να καταλάβω για ποιον λόγο ξαναγύρισες, Κάντσουεϊν. Είναι ολοφάνερο πως κάτι ζητάς από μας, αλλά αν δεν μας πεις τι θέλεις, δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε. Γνωρίζουμε τι έκανες για τον Άρχοντα Δράκοντα» —κόμπιασε λίγο πριν αναφέρει τον τίτλο. Δεν ήταν σίγουρες ακόμα πώς έπρεπε να προσφωνούν τον νεαρό— «αλλά είναι προφανές πως ήρθες στην Καιρχίν για χάρη του, και μέχρι να μας αναφέρεις τον λόγο καθώς και τους σκοπούς σου, πρέπει να καταλάβεις πως είναι αδύνατον να σου παράσχουμε την παραμικρή υποστήριξη». Η Φέντριν, μια ακόμα Πράσινη, αιφνιδιάστηκε με τον τολμηρό τόνο στη φωνή της Μπέρα, αλλά ένευσε καταφατικά πριν ακόμα η γυναίκα ολοκληρώσει την πρότασή της.

«Πρέπει να καταλάβεις κι αυτό», πρόσθεσε η Μεράνα, ανακτώντας τη γαλήνη της. «Αν αποφασίσουμε ότι πρέπει να στραφούμε εναντίον σου, θα το κάνουμε». Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο της Μπέρα δεν άλλαξαν, αλλά το στόμα της Φέλντριν σφίχτηκε ανεπαίσθητα. Ίσως διαφωνούσε, ίσως δεν ήθελε να αποκαλύψει πολλά.

Η Κάντσουεϊν τις κοίταξε με συμπάθεια και με ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη της. Να τους αναφέρει τον λόγο και τον σκοπό της επίσκεψής της; Αν αποφάσιζαν; Μέχρι στιγμής, το μόνο που είχαν καταφέρει ήταν να βρεθούν δεμένες χειροπόδαρα πάνω στη σέλα του νεαρού αλ’Θόρ, κι αυτό ίσχυε ακόμα και για την Μπέρα. Έδιναν την εντύπωση ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να αποφασίσουν ούτε καν τι θα φορούσαν το πρωί! «Δεν ήρθα να δω εσάς», είπε. «Αν κι υποθέτω ότι η Κουμίρα κι η Ντάιγκιαν δεν θα είχαν αντίρρηση για την επίσκεψη μου, εφ’ όσον έχετε άδεια. Να με συγχωρείτε».

Κάνοντας νόημα στην Κοργκάιντε να προχωρήσει, ακολούθησε τη γυναίκα κατά μήκος του διαδρόμου της εισόδου. Μόνο μια φορά κοίταξε πίσω. Η Μπέρα κι οι υπόλοιπες είχαν ήδη συγκεντρώσει την Κουμίρα και την Ντάιγκιαν και τις απομάκρυναν, με τρόπο που διόλου δεν θύμιζε καλοδεχούμενους μουσαφίρηδες. Έμοιαζε περισσότερο σαν να έδιωχναν ένα κοπάδι χήνες. Η Κάντσουεϊν χαμογέλασε. Οι περισσότερες αδελφές θεωρούσαν την Ντάιγκιαν ελάχιστα καλύτερη από αδέσποτη και τη μεταχειρίζονταν σχεδόν σαν μια απλή υπηρέτρια. Στη συντροφιά αυτή, η Κουμίρα δεν είχε πολύ ανώτερη θέση. Οι πιο υποψιασμένες δεν μπορούσαν να σκεφτούν καν πως βρίσκονταν εκεί για να προσπαθήσουν να πείσουν. Έτσι, η Ντάιγκιαν σέρβιρε τσάι και καθόταν ήσυχη, δίχως να αποκρίνεται, παρά μόνο αν της απηύθυνε κανείς τον λόγο — προσφέροντας τις υπηρεσίες του θαυμάσιου μυαλού της σε οτιδήποτε άκουγε. Η Κουμίρα άφηνε οποιονδήποτε να μιλήσει πριν από αυτήν εκτός από την Ντάιγκιαν, καταγράφοντας κι αρχειοθετώντας κάθε λέξη, κάθε χειρονομία, κάθε μορφασμό. Η Μπέρα κι οι υπόλοιπες θα κρατούσαν, φυσικά, τον όρκο τους απέναντι στο αγόρι —ούτε λόγος για κάτι τέτοιο— αλλά το πόση επιμονή θα έδειχναν ήταν ένα άλλο θέμα. Ακόμα κι η Μεράνα δεν είχε διάθεση να δείξει κάτι παραπάνω από απλή υπακοή. Κακό μεν, αλλά έτσι μπορούσαν να ελιχθούν πιο εύκολα. Ή να τις κατευθύνουν κάποιοι άλλοι.

Υπηρέτες με μαύρες λιβρέες, που πηγαινοέρχονταν βιαστικά στις δουλειές τους κατά μήκος των πλατιών διαδρόμων με τις κρεμαστές ταπετσαρίες, έκαναν χώρο στην Κάντσουεϊν και στην Κοργκάιντε, κι οι δύο γυναίκες προχωρούσαν μέσα σε έναν καταιγισμό βαθιών υποκλίσεων πάνω από πανέρια, δίσκους και σωρούς από πετσέτες. Από τον τρόπο που κοιτούσαν την Κοργκάιντε, η Κάντσουεϊν συμπέρανε πως έδειχναν το ίδιο σέβας απέναντι στην Κλειδοκράτειρα όσο κι απέναντι σε μια Άες Σεντάι. Υπήρχαν και μερικοί Αελίτες, άντρες μεγαλόσωμοι σαν λιοντάρια με παγερές ματιές και γυναίκες σαν λεοπαρδάλεις με ματιές ακόμα πιο παγερές. Κάποια από αυτά τα βλέμματα —τόσο ψυχρά, που θα έλεγες πως σε λίγο θα χιόνιζε— την ακολούθησαν, αλλά οι υπόλοιποι Αελίτες ένευσαν με σοβαρότητα κι όλο και που έβλεπες κάποια από τις γυναίκες με τα αγριεμένα μάτια να χαμογελά. Ποτέ της δεν ισχυρίστηκε πως ήταν υπεύθυνη απέναντι στον Καρ’α’κάρν, αλλά οι διάφορες ιστορίες όσο διαδίδονταν, τόσο διαστρεβλώνονταν και, σύμφωνα με την γενική πεποίθηση, η ίδια άξιζε περισσότερο σεβασμό από οποιαδήποτε άλλη αδελφή, όπως επίσης και περισσότερη ελευθερία κινήσεων στο Παλάτι. Αναρωτήθηκε πώς θα ένιωθαν γνωρίζοντας ότι αν εκείνη τη στιγμή είχε μπροστά της αυτό το αγόρι, με το ζόρι θα συγκρατούνταν από το να του καψαλίσει τη γούνα! Τα μισά μόνο απ’ όσα είχε ακούσει να ήταν αλήθεια, δεν είχε περάσει καλά-καλά μια βδομάδα από τότε που κινδύνευσε να σκοτωθεί κι όχι μόνο είχε καταφέρει να της διαφύγει εντελώς, αλλά είχε κάνει και το έργο της ακόμα πιο δύσκολο. Κρίμα που δεν είχε μεγαλώσει στο Φαρ Μάντιγκ. Από την άλλη, κάτι τέτοιο ίσως να σήμαινε τον αφανισμό του εν λόγω μέρους.

Το δωμάτιο στο οποίο την οδήγησε η Κοργκάιντε ήταν άνετο και ζεστό. Φωτιές έκαιγαν σε μαρμάρινα τζάκια σε κάθε πλευρά του δωματίου κι οι φανοί ήταν αναμμένοι, ενώ οι φλόγες τους αντανακλώνταν σε γυάλινους πύργους που έδιωχναν μακριά τη ζοφερή μέρα. Προφανώς, η Κοργκάιντε είχε δώσει διαταγές να το ετοιμάσουν ενώ η ίδια περίμενε στην είσοδο. Σχεδόν μόλις μπήκαν, εμφανίστηκε μια υπηρέτρια κρατώντας ένα δίσκο με ζεστό τσάι κι αρωματισμένο κρασί, μαζί με μερικά μικρά κομμάτια κέικ με επίστρωση μελιού.

«Θα επιθυμούσατε κάτι άλλο, Άες Σεντάι;» ρώτησε η Κοργκάιντε καθώς η Κάντσουεϊν άφησε το πλεχτό πανέρι δίπλα στον δίσκο, πάνω σε ένα τραπέζι η ακμή και τα πόδια του οποίου ήταν έντονα επιχρυσωμένα. Η Κάντσουεϊν ανέκαθεν ένιωθε σαν να βρισκόταν σε μια χρυσή γυάλα για χρυσόψαρα όποτε επισκεπτόταν την Καιρχίν. Παρά το φως και τη ζέστη στο εσωτερικό, η βροχή που έσταζε έξω από τα ψηλά και στενά παράθυρα, όπως επίσης κι ο γκρίζος ουρανός, ενίσχυαν αυτή την αίσθηση.

«Μια χαρά είναι το τοάι», είπε. «Αν δεν σου κάνει κόπο, πες στην Αλάνα Μοσβάνι ότι επιθυμώ να τη δω και, μάλιστα, δίχως καθυστέρηση».

Τα κλειδιά της Κοργκάιντε κουδούνισαν καθώς έκανε μια υπόκλιση, μουρμουρίζοντας γεμάτη σεβασμό ότι θα έβρισκε αυτοπροσώπως την Αλάνα Λες Σεντάι. Η σοβαρή της έκφραση δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο καθώς έφευγε. Το πιθανότερο ήταν πως αναρωτιόταν κατά πόσον η παράκληση της γυναίκας έκρυβε κάποια πονηριά. Η Κάντσουεϊν προτιμούσε να είναι ντόμπρα, όποτε ήταν κατορθωτό κάτι τέτοιο. Είχε ξεγελάσει αρκετούς ανθρώπους —έξυπνους ανθρώπους— οι οποίοι δεν πίστεψαν ότι εννοούσε όσα έλεγε.

Ανοίγοντας το καπάκι από το πλεχτό της πανέρι, έβγαλε έξω το κεντητό στεφάνι με κάτι λιγότερο από το μισό δείγμα τυλιγμένο γύρω του. Το πανέρι είχε θήκες ραμμένες στο εσωτερικό του για τη φύλαξη διαφόρων αντικειμένων που δεν είχαν σχέση με ραπτική. Εκεί μέσα υπήρχε ο φιλντισένιος καθρέφτης χειρός, μια βούρτσα και μια τσατσάρα, μια θήκη για γραφίδες κι ένα καλά κλεισμένο μελανοδοχείο, καθώς και μερικά άλλα πράγματα που έκρινε χρήσιμο να τα έχει πρόχειρα, συμπεριλαμβανομένων κάποιων που θα εξέπλητταν οποιονδήποτε είχε τα κότσια να ψάξει στο καλάθι της. Όχι ότι το άφηνε συχνά από τα μάτια της, βέβαια. Ακούμπησε προσεκτικά το στιλβωμένο ασημένιο κουτί με τις κλωστές πάνω στο τραπέζι, διάλεξε τα ματσάκια που ήθελε και κάθισε έχοντας στραμμένη την πλάτη στην πόρτα. Η κύρια απεικόνιση στο κέντημά της, το χέρι ενός άντρα που άδραχνε το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι, είχε ολοκληρωθεί. Βροντές διέτρεχαν τον ασπρόμαυρο δίσκο και δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία περί του αν το χέρι προσπαθούσε να κρατήσει το σύμβολο ενωμένο ή να το συντρίψει. Η ίδια γνώριζε πολύ καλά τι ήθελε να κάνει, αλλά μόνο ο χρόνος θα έδειχνε τι ήταν αληθινό και τι όχι.

Περνώντας την κλωστή μέσα από μια βελόνα, άρχισε να δουλεύει πάνω σε μία από τις γειτονικές εικόνες, ένα λαμπερό κόκκινο ρόδο. Τριαντάφυλλα κι ηλίανθοι εναλλάσσονταν με μαργαρίτες, καρδούλες και λευκάνθεμα, χωρισμένα από λωρίδες γυμνών τσουκνίδων και ρεικιών με μακριά αγκάθια. Το τοπίο θα ήταν αλλόκοτο μόλις ολοκληρωνόταν.

Πριν ακόμα προλάβει να ολοκληρώσει μισό πέταλο πάνω σε ένα τριαντάφυλλο, μια αστραπιαία κίνηση ανακλάστηκε πάνω στο καπάκι του κουτιού με τις κλωστές, τραβώντας της την προσοχή. Ήταν προσεκτικά τοποθετημένο, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζει οποιαδήποτε κίνηση από την πόρτα. Δεν σήκωσε το βλέμμα της από το κέντημα. Η Αλάνα στεκόταν ακίνητη κοιτώντας προκλητικά την πλάτη της. Η Κάντσουεϊν εξακολούθησε να δουλεύει τη βελόνα της με αργές κινήσεις, αλλά παρακολουθούσε την αντανάκλαση της κοπέλας με την άκρη του ματιού της. Δύο φορές έκανε η Αλάνα να φύγει, αλλά τελικά ίσιωσε το ανάστημά της σαν να ατσάλωνε τον εαυτό της.

«Πέρασε, Αλάνα». Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της, η Κάντσουεϊν έδειξε σε ένα σημείο μπροστά της. «Στάσου εκεί». Χαμογέλασε στραβά καθώς η Αλάνα αναπήδησε. Το να αποτελείς θρύλο είχε κάμποσα πλεονεκτήματα· οι άνθρωποι σπάνια παρατηρούν το προφανές όταν έχουν να κάνουν με έναν θρύλο.

Η Αλάνα βημάτισε αθόρυβα στο δωμάτιο και το μόνο που ακουγόταν ήταν το σούρσιμο της μεταξένιας της φούστας. Κάθισε εκεί που της είχε υποδείξει η Κάντσουεϊν, ενώ τα χείλη της είχαν συστραφεί σε μια σκυθρωπή έκφραση. «Γιατί επιμένεις να με ενοχλείς;» ρώτησε απαιτητικά. «Δεν έχω να σου πω τίποτα περισσότερο. Αλλά και να είχα, δεν είμαι διόλου σίγουρη πως θα το έκανα! Ανήκει σε...!» Έκοψε απότομα την πρότασή της και δάγκωσε το κάτω χείλος της, αλλά με τον τρόπο που το έκανε ήταν σαν να είχε αποτελειώσει όσα είχε να πει. Αυτό το αγόρι, ο αλ’Θόρ, ανήκε στην ίδια. Ήταν Πρόμαχός της! Πράγματι, απαιτούσε θράσος να φανταστεί κάτι τέτοιο!

«Δεν αποκάλυψα πουθενά το έγκλημά σου», είπε ήρεμα η Κάντσουεϊν, «αλλά μονάχα επειδή δεν έβλεπα κανένα λόγο να περιπλέξω τα πράγματα». Ανασήκωσε τη ματιά της προς το μέρος της άλλης γυναίκας, ενώ η φωνή της εξακολουθούσε να είναι μαλακή. «Αν νομίζεις ότι αυτό σημαίνει πως δεν μπορώ να σε πετσοκόψω σαν λάχανο, σκέψου το ξανά».

Η Αλάνα έμεινε άκαμπτη. Το φως του σαϊντάρ έλαμψε ξαφνικά γύρω της.

«Δεν ξέρω κατά πόσον θέλεις να φανείς ανόητη». Η Κάντσουεϊν χαμογέλασε με ένα χαμόγελο παγερό. Δεν έκανε καμιά κίνηση για να αγκαλιάσει την Πηγή. Ένιωθε ένα από τα στολίδια που είχε περασμένο στα μαλλιά της, δύο χρυσαφιές ημισελήνους πλεγμένες η μία με την άλλη, κρύο πάνω στον κρόταφό της. «Μπορεί να κρύβεσαι καλά προς το παρόν, αλλά η ανοχή έχει και τα όριά της. Για να πω την αλήθεια, κρέμεται από μια κλωστή».

Η Αλάνα αισθάνθηκε αναστατωμένη κι άρχισε αθέλητα να ισιώνει το γαλάζιο μετάξι. Ξαφνικά, το λαμπύρισμα της Δύναμης χάθηκε κι η κοπέλα αποτράβηξε τη ματιά της από την Κάντσουεϊν τόσο γρήγορα που τα μαύρα της μαλλιά κυμάτισαν. «Δεν ξέρω να σου πω τίποτα περισσότερο». Τα μελαγχολικά λόγια βγήκαν από τα χείλη της σχεδόν απνευστί. «Τραυματίστηκε κι έπειτα έγινε καλά, αλλά δεν νομίζω πως τον Θεράπευσε κάποια αδελφή. Οι Αθεράπευτες πληγές υπάρχουν ακόμα. Μεταπηδά συνεχώς, Ταξιδεύει, αλλά βρίσκεται ακόμα στον Νότο. Κάπου στο Ίλιαν, νομίζω, αλλά από τέτοια απόσταση θα μπορούσε να είναι και στο Δάκρυ. Είναι γεμάτος οργή, πόνο και καχυποψία. Αυτά έχω να σου πω όλα κι όλα, Κάντσουεϊν. Δεν υπάρχουν άλλα!»

Προσέχοντας να μην καεί με την ασημένια κανάτα, η Κάντσουεϊν σερβιρίστηκε μια κούπα τσάι, δοκιμάζοντας τη λεπτή πράσινη πορσελάνη για να δει πόσο ζεστή ήταν. Όπως ήταν αναμενόμενο, το τσάι είχε κρυώσει γρήγορα μέσα στην ασημένια κούπα. Με μια σύντομη διαβίβαση, το ξαναζέστανε. Το σκουρόχρωμο τσάι είχε έντονη γεύση μέντας· οι Καιρχινοί χρησιμοποιούσαν τη μέντα χωρίς φειδώ, κατά τη γνώμη της. Απέφυγε να προσφέρει ένα φλιτζάνι και στην Αλάνα. Ταξιδεύει. Πώς ήταν δυνατόν αυτό το αγόρι να ανακάλυψε κάτι που για τον Λευκό Πύργο είχε χαθεί από την εποχή του Τσακίσματος; «Πάντως θα με κρατάς ενήμερη, έτσι, Αλάνα;» Δεν ήταν ερώτηση. «Κοίτα με όταν σου μιλάω, γυναίκα! Αν τον ονειρευτείς, θέλω να μου το αναφέρεις με κάθε λεπτομέρεια!»

Μια υποψία δακρύων λαμπύρισε στα μάτια της κοπέλας. «Στη θέση μου θα έκανες το ίδιο!»

Η Κάντσουεϊν την κοίταξε σκυθρωπά πάνω από την κούπα της. Ίσως και να είχε δίκιο. Δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό που έκανε η Αλάνα και στον τρόπο που ένας άντρας βιάζει μια γυναίκα αλλά, το Φως να τη συγχωρούσε, μπορεί να έκανε τα ίδια, αν πίστευε ότι αυτό θα τη βοηθούσε να φτάσει γρηγορότερα στον τελικό της στόχο. Τώρα, ούτε καν σκεφτόταν να αναγκάσει την Αλάνα να της παραδώσει τον δεσμό. Η ίδια η Αλάνα είχε αποδείξει πόσο άχρηστος ήταν για τον έλεγχο αυτού του άντρα.

«Μη με κάνεις να περιμένω, Αλάνα», της είπε με έναν παγερό τόνο στη φωνή της. Δεν έτρεφε καμιά συμπάθεια για τη γυναίκα. Η Αλάνα δεν ήταν παρά άλλη μία στη μακρά σειρά των αδελφών —από τη Μουαραίν έως την Ελάιντα— που τα είχαν θαλασσώσει, κάνοντας ακόμα χειρότερο αυτό που υποτίθεται ότι έπρεπε να έχουν βελτιώσει. Κι όλα αυτά τη στιγμή που η ίδια είχε βαλθεί να καταδιώκει αρχικά τον Λογκαίν Άμπλαρ και κατόπιν τον Μάζριμ Τάιμ. Κάτι που δεν στάθηκε ικανό να κατευνάσει τη διάθεση της.

«Θα σε κρατώ ενήμερη για όλα», είπε η Αλάνα αναστενάζοντας και στραβομουτσουνιάζοντας σαν κοριτσάκι. Η Κάντσουεϊν μόλις που κρατιόταν για να μην τη χαστουκίσει. Η Αλάνα φορούσε το επώμιο σχεδόν σαράντα χρόνια· έπρεπε να έχει ωριμάσει πια. Βέβαια, δεν ήταν παρά μία Αραφελινή. Στο Φαρ Μάντιγκ ήταν ελάχιστα τα νεαρά κορίτσια που κατσούφιαζαν και στραβομουτσούνιαζαν όσο μια ηλικιωμένη Αραφελινή.

Ξαφνικά, τα μάτια της Αλάνα γούρλωσαν και φάνηκε αναστατωμένη. Η Κάντσουεϊν πρόσεξε άλλο ένα πρόσωπο να αντανακλάται στο καπάκι του κουτιού με τα ραπτικά. Ακουμπώντας την κούπα στο δίσκο και το κέντημα στο τραπεζάκι, σηκώθηκε όρθια και στράφηκε προς το μέρος της πόρτας. Οι κινήσεις της δεν ήταν βιαστικές, μα ούτε χασομερούσε με παιχνίδια, όπως είχε κάνει με την Αλάνα.

«Τελείωσες μαζί της, Άες Σεντάι;» ρώτησε η Σορίλεα μπαίνοντας στο δωμάτιο. Η ασπρομάλλα Σοφή με τη στεγνή επιδερμίδα μιλούσε στην Κάντσουεϊν, αλλά το βλέμμα της ήταν προσηλωμένο στην Αλάνα. Το φίλντισι και το χρυσάφι κροτάλισαν απαλά στους καρπούς της καθώς τοποθετούσε τις γροθιές πάνω στους γοφούς της, ενώ η μαύρη εσάρπα γλίστρησε στους αγκώνες της.

Όταν η Κάντσουεϊν απάντησε πως είχε τελειώσει, η Σορίλεα ένευσε ευγενικά στην Αλάνα, η οποία βγήκε με αγέρωχο βήμα από το δωμάτιο. Νευρικά, ίσως είναι η κατάλληλη λέξη, και με μια δυσθυμία κι οργή να αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπό της. Η Σορίλεα την κοίταξε συνοφρυωμένη. Η Κάντσουεϊν είχε συναντήσει κι άλλες φορά τη γυναίκα και, παρότι σύντομες, αυτές οι συναντήσεις είχαν ενδιαφέρον. Ελάχιστους ανθρώπους θα χαρακτήριζε σθεναρούς, αλλά η Σορίλεα ήταν μία εξ αυτών. Εφάμιλλη ακόμα και της ίδιας, τρόπον τινά. Υποψιαζόταν, επίσης, πως η γυναίκα αυτή ήταν όσο ηλικιωμένη έδειχνε, ίσως κι ακόμα περισσότερο, κάτι που δεν περίμενε.

Η Αλάνα δεν είχε προλάβει καλά-καλά να βγει από την πόρτα όταν εμφανίστηκε η Κιρούνα, με την γκρίζα μεταξένια φούστα της να ανεμίζει από τη βιασύνη και την ίδια να κοιτάει στον διάδρομο, προς τη μεριά που είχε απομακρυνθεί η Αλάνα. Κουβαλούσε μαζί της έναν περίτεχνα διακοσμημένο χρυσό δίσκο, που περιείχε μια ακόμα πιο καλοδουλεμένη χρυσή κανάτα με ψηλό λαιμό καθώς και δύο μικρά παράταιρα πήλινα ποτήρια με λευκή επίστρωση. «Γιατί τρέχει η Αλάνα;» ρώτησε. «Θα ερχόμουν νωρίτερα, Σορίλεα, αλλά...» Την επόμενη στιγμή πρόσεξε την Κάντσουεϊν και τα μάγουλά της πήραν ένα βαθύ πορφυρό χρώμα. Η αμηχανία έμοιαζε παράταιρη με το αγαλματένιο ανάστημα της γυναίκας.

«Άφησε τον δίσκο πάνω στο τραπέζι, κοπέλα μου», είπε η Σορίλεα, «και πήγαινε στην Τσελίν. Θα σε περιμένει να κάνετε μάθημα».

Με μια άκαμπτη κίνηση, η Κιρούνα άφησε κάτω αυτά που κουβαλούσε, αποφεύγοντας να κοιτάξει την Κάντσουεϊν κατάματα. Καθώς έκανε να φύγει, η Σορίλεα την έπιασε από το πηγούνι με τα νευρώδη της δάχτυλα. «Άρχισες να προσπαθείς πραγματικά, κορίτσι μου», είπε με σταθερή φωνή η Σοφή. «Αν συνεχίσεις έτσι, θα τα πας πολύ καλά. Πολύ καλά. Πήγαινε τώρα. Η Τσελίν δεν είναι τόσο υπομονετική όσο εγώ».

Η Σορίλεα έκανε ένα νεύμα προς τη μεριά του διαδρόμου, αλλά η Κιρούνα απέμεινε να την κοιτάει για κάμποση ώρα με μια παράξενη έκφραση χαραγμένη στο πρόσωπό της. Αν χρειαζόταν να βάλει στοίχημα, η Κάντσουεϊν θα στοιχημάτιζε πως η Κιρούνα έδειχνε πολύ ευχαριστημένη αλλά και πολύ παραξενεμένη ταυτόχρονα με τον έπαινο. Η ασπρομάλλα γυναίκα άνοιξε το στόμα της κι η Κιρούνα ταλαντεύτηκε και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. Αξιοσημείωτη εμφάνιση.

«Πιστεύεις πραγματικά πως μπορεί να μάθει τον τρόπο σου για να υφαίνει σαϊντάρ;» ρώτησε η Κάντσουεϊν, κρύβοντας τη δυσπιστία της. Η Κιρούνα κι οι υπόλοιπες της είχαν μιλήσει γι’ αυτά τα μαθήματα, αλλά πολλές από τις υφάνσεις των Σοφών ήταν τελείως διαφορετικές από εκείνες που διδάσκονταν στον Λευκό Πύργο. Ο πρώτος κιόλας τρόπος ύφανσης που θα μάθαινες αποτυπωνόταν επάνω σου. Το να μάθεις έναν δεύτερο τρόπο ήταν σχεδόν αδύνατον, αλλά ακόμα κι αν τον μάθαινες, η ύφανση δεν απέδιδε τόσο πολύ όσο η πρώτη. Αυτός ήταν κι ένας λόγος που μερικές αδελφές δεν καλοδέχονταν τις αδέσποτες οποιασδήποτε ηλικίας στον Πύργο. Ήδη θα είχαν διδαχτεί αρκετά κι από τη στιγμή που μάθαιναν κάτι, δεν μπορούσαν να το ξεχάσουν.

Η Σορίλεα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Ίσως. Το να μάθεις έναν δεύτερο τρόπο είναι σχεδόν ακατόρθωτο χωρίς τις κινήσεις που κάνετε εσείς, οι Άες Σεντάι. Το κυριότερο πράγμα που πρέπει να μάθει η Κιρούνα Νάτσιμαν είναι ότι αυτή εξουσιάζει την περηφάνιά της κι όχι το αντίθετο. Από τη στιγμή που θα το μάθει αυτό, θα γίνει πανίσχυρη γυναίκα». Τράβηξε μια καρέκλα, την τοποθέτησε απέναντι από αυτήν όπου καθόταν η Κάντσουεϊν, την κοίταξε με κάποια δόση αμφιβολίας κι έπειτα κάθισε. Έμοιαζε εξίσου άκαμπτη κι αμήχανη με την Κιρούνα, αλλά ένευσε με μια επιτακτική κίνηση στην Κάντσουεϊν να κάτσει, μια κίνηση που υποδήλωνε μια γυναίκα με πανίσχυρη θέληση, συνηθισμένη να διατάζει.

Η Κάντσουεϊν κατέπνιξε ένα θλιμμένο κακάρισμα καθώς καθόταν. Καλό ήταν να θυμάται πως, αδέσποτες ή όχι, οι Σοφές απείχαν πολύ από το να είναι αμόρφωτες άγριες. Φυσικά, γνώριζαν τις δυσκολίες. Όσον αφορά στις κινήσεις του χεριού... Λίγες ήταν αυτές που είχαν διαβιβάσει σε κοινή θέα, αλλά είχε προσέξει πως δημιουργούσαν κάποιες υφάνσεις δίχως τις χειρονομίες που χρησιμοποιούσαν οι αδελφές. Οι κινήσεις του χεριού στην πραγματικότητα δεν αποτελούσαν κομμάτι της ύφανσης, αλλά κατά κάποιον τρόπο ανήκαν σ’ αυτήν, μια κι ήταν μέρος της εκμάθησής της. Ίσως κάποτε να υπήρχαν Άες Σεντάι που να μπορούσαν, ας πούμε, να εξαπολύσουν μια μπάλα φωτιάς χωρίς να χρειαστεί να την εξακοντίσουν κάνοντας την αντίστοιχη κίνηση, αλλά θα ήταν πια νεκρές από καιρό, και μαζί με αυτές θα είχαν χαθεί κι οι διδασκαλίες τους. Την σήμερον ημέρα, κάποια πράγματα δεν μπορούσαν να γίνουν δίχως τις κατάλληλες κινήσεις. Υπήρχαν αδελφές που ισχυρίζονταν ότι είχαν τη δυνατότητα να ξεχωρίσουν ποια δασκάλα είχε μια άλλη αδελφή μονάχα από τις κινήσεις που χρησιμοποιούσε για συγκεκριμένες υφάνσεις.

«Το να διδάξουμε οτιδήποτε στις καινούργιες μαθητευόμενες είναι, στην καλύτερη περίπτωση, δύσκολο», συνέχισε η Σορίλεα. «Δεν θέλω να σας προσβάλω, αλλά φαίνεται πως εσείς οι Άες Σεντάι δώσατε έναν όρκο τον οποίο προσπαθείτε να παρακάμψετε. Η Αλάνα Μοσβάνι είναι εξαιρετικά δύσκολη περίπτωση». Το ολοκάθαρο πράσινο βλέμμα της έπεσε ξαφνικά κοφτερό πάνω στο πρόσωπο της Κάντσουεϊν. «Πώς είναι δυνατόν να τιμωρήσουμε τις προμελετημένες της αποτυχίες, αν αυτό σημαίνει ότι θα κάνουμε κακό στον Καρ’α’κάρν;»

Η Κάντσουεϊν σταύρωσε τα χέρια της πάνω στα γόνατά της. Δεν ήταν εύκολο να κρύψει την έκπληξή της, πόσω μάλλον να κρατήσει μυστικό το έγκλημα της Αλάνα. Γιατί, όμως, η γυναίκα τής αποκάλυψε όσα γνώριζε; Ίσως η μία αποκάλυψη να έφερνε την άλλη. «Ο δεσμός δεν λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο», είπε. «Αν τη σκοτώσεις, ο άντρας θα πεθάνει αργά ή γρήγορα. Επιπλέον, θα είναι ενήμερος για όσα της συμβαίνουν, αλλά δεν θα το αισθάνεται αληθινά. Βέβαια, μια και βρίσκεται μακριά, μονάχα αόριστα θα ξέρει τι συμβαίνει».

Η Σορίλεα ένευσε ελαφρά. Τα δάχτυλα της άγγιξαν τον χρυσό δίσκο πάνω στο τραπέζι κι έπειτα αποτραβήχτηκαν. Η έκφρασή της ήταν ανεξιχνίαστη σαν σε μορφή προτομής, αλλά η Κάντσουεϊν υπέθεσε πως η Αλάνα θα βρισκόταν μπροστά σε μια δυσάρεστη έκπληξη την επόμενη φορά που θα έχανε την ψυχραιμία της ή που θα κατσούφιαζε με τον χαρακτηριστικό Αραφελινό τρόπο. Όλα αυτά όμως δεν είχαν και πολλή σημασία. Μόνο το αγόρι μετρούσε.

«Οι περισσότεροι άντρες θα έπαιρναν αυτό που τους προσφέρουν, αν φαίνεται ελκυστικό κι ευχάριστο», είπε η Σορίλεα. «Έτσι πιστεύαμε κάποτε και για τον Ραντ αλ’Θόρ. Δυστυχώς, είναι πια πολύ αργά να αλλάξουμε μονοπάτι. Τώρα, οτιδήποτε προσφέρεται απλόχερα του προκαλεί υποψίες. Αν ήθελα να τον κάνω να αποδεχτεί κάτι, θα έπρεπε να προσποιηθώ πως δεν επιθυμώ να το έχει στην κατοχή του. Αν θέλω να μείνω κοντά του, πρέπει να προσποιηθώ αδιαφορία για το αν θα τον ξαναδώ ή όχι». Για άλλη μια φορά, αυτά τα μάτια καρφώθηκαν πάνω στην Κάντσουεϊν σαν πράσινα τρυπάνια. Δεν προσπαθούσε να δει τι κρυβόταν μέσα στο κεφάλι της. Η γυναίκα ήξερε. Κάποια πράγματα, αν μη τι άλλο, αρκετά ωστόσο.

Πάντως, η Κάντσουεϊν αισθανόταν ένα ολοένα αυξανόμενο αίοθημα πιθανοτήτων. Ακόμα κι αν είχε αμφιβολίες για το αν η Σορίλεα ήθελε να της εκμαιεύσει πράγματα, αυτές είχαν χαθεί πια. Δεν εκμαιεύεις πράγματα από κάποιον με αυτόν τον τρόπο, εκτός κι αν ελπίζεις να έρθεις σε κάποια συμφωνία μαζί του. «Πιστεύεις πως ένας άντρας πρέπει να είναι σκληρός;» ρώτησε. Άδραχνε την ευκαιρία. «Ή δυνατός;» Ο τόνος της φωνής της έδειχνε πως δεν έβλεπε καμιά διαφορά.

Η Σορίλεα άγγιξε ξανά τον δίσκο. Ένα αμυδρό χαμόγελο φάνηκε να λαξεύει τα χείλη της για μια στιγμή. Ίσως κι όχι. «Για τους πιο πολλούς άντρες είναι ένα και το αυτό, Κάντσουεϊν Μελάιντριν. Ο δυνατός αντέχει. Ο σκληρός σπάει».

Η Κάντσουεϊν πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν μια ευκαιρία για την οποία δεν θα δίσταζε να ξεπαστρέψει οποιονδήποτε άλλον θα την άδραχνε. Αυτή, όμως, δεν ήταν οποιοσδήποτε άλλος και καλό ήταν να αρπάζει κανείς πού και πού τέτοιες ευκαιρίες. «Το αγόρι τα μπερδεύει», είπε. «Είναι ανάγκη να δείχνει δυνατός κι αναγκάζει τον εαυτό του να γίνει σκληρότερος. Πολύ σκληρός μάλιστα, και δεν πρόκειται να σταματήσει μέχρι να τον σταματήσουν. Έχει ξεχάσει να γελάει, παρά μόνο πικρά. Δεν του έχουν απομείνει καθόλου δάκρυα. Μέχρι να ξαναβρεί το γέλιο του και να δακρύσει ξανά, ο κόσμος θα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Πρέπει να μάθει ότι ακόμα κι ο Αναγεννημένος Δράκοντας αποτελείται από σάρκα κι αίμα. Αν πάει στην Τάρμον Γκάι’ντον όπως είναι τώρα, η νίκη του θα είναι εξίσου σκοτεινή με την ήττα του».

Η Σορίλεα την άκουγε όλο προσοχή και παρέμεινε σιωπηλή ακόμα κι όταν η Κάντσουεϊν αποτελείωσε την πρότασή της. Αυτά τα πράσινα μάτια την κοιτούσαν σχολαστικά. «Ο Αναγεννημένος σου Δράκοντας κι η Τελευταία Μάχη δεν συμπεριλαμβάνονται στις προφητείες μας», είπε τελικά η Σορίλεα. «Προσπαθήσαμε να μάθουμε στον Ραντ αλ’Θόρ την καταγωγή του, αλλά φοβάμαι πως μας βλέπει σαν ένα ακόμα δόρυ. Αν ένα δόρυ σπάσει στο χέρι σου, δεν κάνεις παύση για να το θρηνήσεις προτού αρπάξεις ένα άλλο. Ίσως εσύ κι εγώ να έχουμε σχετικά κοινούς στόχους».

«Ίσως», απάντησε η Κάντσουεϊν κάπως επιφυλακτικά. Οι στόχοι όμως μπορεί να μη μοιάζουν διόλου μεταξύ τους, κι ας είναι κοινοί.

Ξαφνικά, η λάμψη του σαϊντάρ κύκλωσε τη γυναίκα με το στεγνό πρόσωπο. Ήταν αρκετά αδύναμη για να κάνει την Ντάιγκιαν να μοιάζει έστω κι ελάχιστα δυνατή. Από την άλλη, η ισχύς της Σορίλεα δεν είχε να κάνει με τη Δύναμη. «Υπάρχει κάτι που μπορεί να βρεις χρήσιμο», είπε. «Δεν μπορώ να το κάνω να δουλέψει, αλλά μπορώ να υφάνω τις ροές για να σου δείξω». Κι αυτό ακριβώς έκανε, δημιουργώντας εξασθενημένα νημάτια που ταίριαξαν μεταξύ τους κι έλιωσαν, πολύ αδύναμα ώστε να επιτελέσουν το έργο για το οποίο προορίζονταν. «Το λένε Ταξίδεμα», είπε η Σορίλεα.

Αυτή τη φορά, το σαγόνι της Κάντσουεϊν έπεσε. Η Αλάνα, η Κιρούνα κι όλες οι υπόλοιπες αρνούνταν να διδάξουν τις Σοφές πώς να φτιάχνουν σύνδεσμο ή κάποιες άλλες από τις ικανότητες που έμοιαζαν να έχουν, κι η Κάντσουεϊν υπέθεσε πως οι Αελίτες κατάφεραν να αποσπάσουν τα μυστικά από τις αδελφές που κρατούσαν αιχμάλωτες στις σκηνές. Αυτό, όμως, ήταν...

Αδύνατον, θα έλεγε· ωστόσο, δεν πίστευε ότι η Σορίλεα ψευδόταν. Ανυπομονούσε να δοκιμάσει η ίδια την ύφανση. Όχι ότι είχε άμεση χρήση. Ακόμα κι αν γνώριζε με ακρίβεια πού βρισκόταν εκείνο το άθλιο αγόρι, θα έπρεπε να βρει τρόπο να το αναγκάσει να έρθει κοντά της. Η Σορίλεα είχε δίκιο σ’ αυτό. «Πολύ μεγάλο χάρισμα», είπε αργά. «Δεν έχω τίποτα που να συγκρίνεται μαζί του».

Αυτή τη φορά, το φευγαλέο χαμόγελο που χαράχτηκε στα χείλη της γυναίκας ήταν ορατό. Γνώριζε πολύ καλά ότι η Κάντσουεϊν της είχε υποχρέωση. Παίρνοντας στα χέρια της τη βαριά χρυσή κανάτα γέμισε προσεκτικά τα μικρά λευκά ποτήρια. Με νερό. Χωρίς να χύσει σταγόνα.

«Σου προσφέρω την υδάτινη πίστη», είπε σοβαρά παίρνοντας στα χέρια της το ένα ποτήρι. «Μέσω αυτής, γινόμαστε ένα και βάζουμε σκοπό να διδάξουμε στον Ραντ αλ’Θόρ το γέλιο και τα δάκρυα». Ρούφηξε μια γουλιά κι η Κάντσουεϊν τη μιμήθηκε.

«Γινόμαστε ένα». Κι αν οι στόχοι τους αποδεικνύονταν διαφορετικοί; Δεν υποτιμούσε τη Σορίλεα, τόσο ως σύμμαχο όσο κι ως αντίπαλο, αλλά η Κάντσουεϊν ήξερε πολύ καλά ποιος στόχος έπρεπε πάνω απ’ όλα να επιτευχθεί πάση θυσία.

Загрузка...