20 Προς το Άντορ

Η Ηλαίην ήλπιζε πως το ταξίδι προς το Κάεμλυν θα εξελισσόταν ομαλά, και στην αρχή κάπως έτσι έμοιαζε. Το σκεφτόταν καθώς η ίδια, η Αβιέντα κι η Μπιργκίτε κάθονταν εξουθενωμένες και τυλιγμένες στα κουρέλια που κάποτε ήταν τα ρούχα τους, λερωμένες από τη σκόνη, τη βρωμιά και το αίμα από τις πληγές που είχαν επάνω τους όταν ανατινάχτηκε η πύλη. Το αργότερο σε δύο βδομάδες θα ήταν έτοιμη να διεκδικήσει τον Θρόνο του Λιονταριού. Εκεί πάνω, στη λοφοκορυφή, η Νυνάβε είχε Θεραπεύσει τις πολυάριθμες πληγές τους χωρίς να πει λέξη και χωρίς να τις μαλώσει. Σίγουρο αυτό ήταν ευχάριστο σημάδι, αν κι ασυνήθιστο. Η ανακούφιση που τις βρήκαν ζωντανές εναλλασσόταν με την έγνοια στο πρόσωπό της.

Η δύναμη του Λαν στάθηκε αναγκαία για να βγάλουν το βέλος της βαλλίστρας των Σωντσάν που είχε καρφωθεί στον μηρό της Μπιργκίτε, πριν ακόμα της Θεραπεύσουν την πληγή, αλλά παρ’ όλο που το αίμα είχε στραγγιστεί από το πρόσωπό της κι η Ηλαίην ένιωσε μια σουβλιά αγωνίας να διαπερνά τον δεσμό, κάτι σαν οδύνη που την έκανε να θέλει να κλάψει, η Πρόμαχός της ούτε καν γόγγυσε μέσα από τα σφιγμένα της δόντια.

«Ταϊ’σαρ Κάντορ», μουρμούρισε ο Λαν, πετώντας στο έδαφος το βέλος με την αιχμή ακοντίου, προορισμένο να διαπερνά πανοπλίες. Αληθινό αίμα του Κάντορ. Η Μπιργκίτε βλεφάρισε κι ο άντρας δίστασε για λίγο. «Συγχώρεσέ με, αν έκανα λάθος. Από τη φορεσιά σου συμπέρανα πως είσαι Καντορινή».

«Α, ναι», απάντησε η Μπιργκίτε λαχανιασμένη. «Καντορινή». Το αρρωστημένο της μειδίαμα θα μπορούσε να προέρχεται κι από τις πληγές της. Η Νυνάβε φώναζε ανυπόμονα στον Λαν να παραμερίσει, έτσι ώστε να μπορέσει να ακουμπήσει τα χέρια της επάνω στη γυναίκα. Η Ηλαίην ήλπιζε να γνώριζε περισσότερα για το Κάντορ από μια απλή ονομασία και μόνο. Την τελευταία φορά που είχε γεννηθεί η Μπιργκίτε, το Κάντορ δεν υπήρχε. Θα μπορούσε κάλλιστα να το εκλάβει ως οιωνό.

Στα πέντε τελευταία μίλια πριν φτάσουν στο μικρό αρχοντικό με την οροφή από σχιστόλιθο, η Μπιργκίτε ίππευε πίσω από τη Νυνάβε πάνω στην ανθεκτική καφετιά φοράδα της —ονόματι, αν είναι δυνατόν, Ερωτόδεσμος— ενώ η Ηλαίην με την Αβιέντα είχαν καβαλήσει τον ψηλό μαύρο επιβήτορα του Λαν. Ή, τουλάχιστον, η Ηλαίην καθόταν πάνω στη σέλα του Μαντάρμπ με τα μπράτσα της Αβιέντα τυλιγμένα γύρω από τη μέση της, κι ο Λαν καθοδηγούσε το ζώο με την πύρινη ματιά. Τα εκπαιδευμένα πολεμικά άλογα θεωρούνταν όπλα αντίστοιχα σχεδόν με ένα σπαθί, επικίνδυνα άτια για παράξενους αναβάτες. Να είσαι πάντα σίγουρη για τον εαυτό σου, κορίτσι μου, της έλεγε η Λίνι, αλλά όχι τελείως σίγουρη. Κι αυτή, πράγματι, προσπαθούσε. Έπρεπε να είχε συνειδητοποιήσει πως τα γεγονότα δεν ήταν περισσότερο υπό τον έλεγχο της απ’ ό,τι τα ηνία του Μαντάρμπ.

Στο τριώροφο πέτρινο σπίτι, ο Αφέντης Χόρνγουελ, γκριζομάλλης κι εύσαρκος, κι η Κυρά Χόρνγουελ, ελαφρώς λιγότερο στρουμπουλή και γκριζομάλλα, αλλά κατά τ’ άλλα σχεδόν όμοια με τον σύζυγο της, κινητοποίησαν κάθε άτομο που εργαζόταν στο κτήμα. Η δε υπηρέτρια της Μέριλιλ, η Πολ, καθώς κι οι υπηρέτες με τις άσπρες και πράσινες λιβρέες που είχαν έρθει από το Παλάτι Τάρασιν πηγαινοέρχονταν ακατάπαυστα προκειμένου να βρουν καταλύματα για περισσότερους από διακόσιους ανθρώπους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν γυναίκες, που εμφανίστηκαν από το πουθενά μόλις έπεσε το σκοτάδι. Έκαναν τις δουλειές τους με εκπληκτική γρηγοράδα, παρά το ότι σταματούσαν πού και πού για να κοιτάξουν σαν χαζοί το αγέραστο πρόσωπο κάποιας Άες Σεντάι ή τον ανακινούμενο μανδύα κάποιου Πρόμαχου, που έκανε μερικά σημεία του σώματος του να εξαφανίζονται, ή κάποια από τις Θαλασσινές με τα λαμπερά μετάξια, τα σκουλαρίκια, τους χαλκάδες στη μύτη και τα αλυσιδωτά μενταγιόν. Οι γυναίκες του Σογιού αποφάσισαν πως τώρα πια ήταν ασφαλές να φοβηθούν και να βάλουν τις φωνές, άσχετα από το τι τους είχε πει η Ρεάνε κι ο Πλεχτός Κύκλος. Οι Ανεμοσκόποι γρύλιζαν και γκρίνιαζαν, επειδή είχαν απομακρυνθεί πολύ από την αλμύρα της θάλασσας και μάλιστα ενάντια στη θέλησή τους, όπως ισχυριζόταν ζωηρά κι η Ρενάιλ ντιν Κάλον. Οι αριστοκράτισσες κι οι τεχνίτριες, που μετά χαράς θα έφευγαν μακριά από το Έμπου Νταρ, κουβαλώντας και τα υπάρχοντά τους στην πλάτη εν ανάγκη, δυσφορούσαν όταν τους έδειχνες μερικά δεμάτια σανού για κρεβάτι.

Αυτά συνέβαιναν όταν η Ηλαίην κι οι υπόλοιπες κατέφθασαν, τη στιγμή που ο ήλιος έβαφε κόκκινο τον δυτικό ορίζοντα. Αναταραχή και συνωστισμός επικρατούσε πέριξ του σπιτιού και στα γύρω οικήματα με τις καλαμένιες οροφές, αλλά η Άλις Τέντζαϊλ, που χαμογελούσε ευχάριστα, αμείλικτη σαν χιονοστιβάδα, έμοιαζε να τα έχει όλα υπό έλεγχο, περισσότερο κι από τους ικανότατους Χόρνγουελ. Γυναίκες του Σογιού που σπάραζαν στο κλάμα παρά τις προσπάθειες της Ρεάνε να τις παρηγορήσει, ένιωθαν τα δάκρυα τους να στεγνώνουν με έναν και μόνο ψίθυρο της Άλις, κι άρχιζαν να κινούνται με τον αποφασιστικό αέρα των γυναικών που εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους απέναντι σε έναν εχθρικό κόσμο επί πολλά χρόνια. Υπεροπτικές αρχόντισσες με γαμήλια μαχαίρια να ταλαντεύονται στα οβάλ και διακοσμημένα με δαντέλες εξογκώματα του μπούστου τους, καθώς και τεχνίτριες που επεδείκνυαν ανάλογη αλαζονεία και σχεδόν ανάλογο στήθος, αν όχι και μετάξια, μόρφασαν μόλις είδαν την Άλις να τις προσεγγίζει κι έτρεξαν βιαστικά στις ψηλές αποθήκες κρατώντας σφιχτά τα υπάρχοντά τους κι αναγγέλλοντας με δυνατή φωνή πως πάντα πίστευαν ότι θα είναι πολύ διασκεδαστικό να κοιμάσαι πάνω στα άχυρα. Ακόμα κι οι Ανεμοσκόποι, πολλές εκ των οποίων ήταν σπουδαίες και πανίσχυρες γυναίκες ανάμεσα στις Άθα’αν Μιέρε, κατέπνιξαν τα παράπονά τους μόλις είδαν την Άλις να πλησιάζει. Χαρακτηριστικό είναι ότι η Σάριθα, η οποία στερούνταν της αγέραστης φυσιογνωμίας των Άες Σεντάι, λοξοκοιτούσε την Άλις κι άγγιξε το επώμιο με τα καφετιά κρόσσια σαν να ήθελε να υπενθυμίσει στον εαυτό της πως δεν το είχε χάσει. Η Μέριλιλ —η ατρόμητη Μέριλιλ— παρακολουθούσε τη γυναίκα να βηματίζει, με ένα μείγμα αποδοχής κι έκδηλου θαυμασμού να διαγράφεται στα χαρακτηριστικά της.

Ξεπεζεύοντας από τη σέλα της, στην μπροστινή πόρτα του σπιτιού, η Νυνάβε αγριοκοίταξε την Άλις, τράβηξε τη μαύρη πλεξούδα της με μια υπολογισμένη κίνηση, την οποία η άλλη γυναίκα ήταν πολύ απασχολημένη για να προσέξει, και μπήκε με αγέρωχο βήμα στο εσωτερικό, βγάζοντας τα μπλε γάντια ιππασίας και μουρμουρώντας κάτι στον εαυτό της. Παρακολουθώντας τη να απομακρύνεται, ο Λαν χαχάνισε μαλακά, αλλά κατέπνιξε το γέλιο αμέσως μόλις είδε την Ηλαίην να ξεπεζεύει. Μα το Φως, πόσο ψυχρά ήταν τα μάτια του! Για το καλό της Νυνάβε, ήλπιζε πως ο άντρας θα γλίτωνε από τη μοίρα του, κοιτώντας όμως αυτά τα μάτια έπαψε να το πιστεύει.

«Πού είναι η Ισπάν;» μουρμούρισε, βοηθώντας την Αβιέντα να ξεπεζέψει. Ήταν τόσο πολλές οι γυναίκες που γνώριζαν πως μία Άες Σεντάι —μια Μαύρη αδελφή— κρατούνταν αιχμάλωτη, ώστε τα νέα απλώθηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη στο κτήμα σαν φωτιά σε ξερό γρασίδι, αλλά θα ήταν καλύτερα αν το προσωπικό του αρχοντικού είχε προετοιμαστεί κατάλληλα.

«Την πήραν η Αντελέας κι η Βαντέν και την πήγαν στη μικρή καλύβα ενός ξυλοκόπου, κάπου μισό μίλι πιο πέρα», απάντησε ο άντρας σιγανά. «Μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση, δεν νομίζω ότι θα πρόσεχε κάποιος μια γυναίκα με ένα σακί περασμένο στο κεφάλι. Οι αδελφές είπαν πως θα έμεναν μαζί της τη νύχτα».

Η Ηλαίην αναρρίγησε. Φαίνεται πως, με το που θα έδυε ο ήλιος, η ανάκριση της Σκοτεινόφιλης θα άρχιζε ξανά. Βρίσκονταν στο Άντορ τώρα, κάτι που την έκανε να αισθάνεται πως είχε δώσει η ίδια τη σχετική διαταγή.

Σύντομα βρέθηκε μέσα σε μια χάλκινη μπανιέρα, απολαμβάνοντας ξανά το αρωματισμένο σαπούνι και την καθαρή της επιδερμίδα, γελώντας και πιτσιλώντας με νερά την Μπιργκίτε, η οποία είχε ξαπλώσει τεμπέλικα σε μια άλλη μπανιέρα κι ανταποκρινόταν στο παιχνίδι πιτσιλώντας την με τη σειρά της. Κι οι δύο γυναίκες γελούσαν με τους έντρομους μορφασμούς που η Αβιέντα αδυνατούσε να κρύψει, έτσι καθώς ήταν βυθισμένη στο νερό μέχρι τα στήθη της. Ωστόσο, μια και πίστεψε πως της έκαναν πλάκα, άρχισε να λέει μια πρόστυχη ιστορία σχετικά με έναν άντρα που έβγαλε αγκάθια σεγκάντε στον πισινό του. Η Μπιργκίτε αφηγήθηκε μια ιστορία ακόμα πιο ακατάλληλη, σχετικά με μια γυναίκα που το κεφάλι της είχε πιαστεί στις γρίλιες ενός φράχτη, κάνοντας ακόμα και την Αβιέντα να κοκκινίσει. Πάντως, ήταν όντως αστείες ιστορίες. Η Ηλαίην ευχήθηκε να ήξερε κι αυτή μία να πει.

Μαζί με την Αβιέντα, χτένιζαν και βούρτσιζαν η μία τα μαλλιά της άλλης —ένα νυχτερινό τελετουργικό για κονταδελφές— κι έπειτα μαζεύτηκαν κουρασμένες στο θολωτό κρεβάτι ενός μικρού δωματίου. Η ίδια κι η Αβιέντα, η Μπιργκίτε κι η Νυνάβε. Ευτυχώς, δεν υπήρχαν άλλες. Τα μεγαλύτερα δωμάτια είχαν καλύμματα και παλέτες στρωμένες στο πάτωμα, συμπεριλαμβανομένων των σαλονιών, της κουζίνας και των περισσότερων διαδρόμων. Τη μισή βραδιά, η Νυνάβε μουρμούριζε σχετικά με την απρέπεια να αφήνουν μια γυναίκα να κοιμάται ξέχωρα από τον σύζυγό της, και την άλλη μισή οι αγκώνες της ξυπνούσαν την Ηλαίην κάθε φορά που πήγαινε να την πάρει ο ύπνος. Η Μπιργκίτε αρνήθηκε κατηγορηματικά να ανταλλάξουν θέσεις, μια και δεν μπορούσε να ζητήσει από την Αβιέντα να υπομείνει τα απότομα σκουντήματα της γυναίκας, οπότε δεν καλοκοιμήθηκε.

Η Ηλαίην εξακολουθούσε να παραπαίει όταν ετοιμάστηκαν για αναχώρηση το επόμενο πρωί, με τον ανατέλλοντα ήλιο να μοιάζει με χυτή μπάλα από χρυσάφι. Η οικογένεια είχε ελάχιστα ζώα για να τους παραχωρήσει, εκτός κι αν γύμνωνε εντελώς όλα τα κτήματα, κι έτσι, ενόσω η ίδια ίππευε ένα μαύρο ευνουχισμένο ζώο ονόματι Πυρόκαρδος και με την Αβιέντα και την Μπιργκίτε ανεβασμένες σε καινούργια υποζύγια, όσοι ήταν πεζοί όταν ξέφυγαν από το αγρόκτημα του Σογιού, παρέμειναν πεζοί. Στους πεζούς συμπεριλαμβάνονταν κι οι περισσότερες γυναίκες του Σογιού, οι υπηρέτες που καθοδηγούσαν τα υποζύγια κι οι είκοσι τόσες γυναίκες που καταριόνταν την τύχη τους για την επίσκεψη στο αγρόκτημα του Σογιού με την ελπίδα να βρουν γαλήνη και περισυλλογή. Οι Πρόμαχοι κάλπαζαν μπροστά, εκτελώντας χρέη ανιχνευτών μέσα από αυτούς τους κυματιστούς λόφους, τους καλυμμένους με το βασανισμένο από την ξηρασία δάσος, ενώ οι υπόλοιποι απλώνονταν προς τα πίσω σχηματίζοντας μια περίεργη, φιδογυριστή διάταξη, με τη Νυνάβε, την ίδια και τις υπόλοιπες αδελφές επικεφαλής. Και με την Αβιέντα, φυσικά.

Σχημάτιζαν μια ομάδα που δύσκολα δεν θα τραβούσε την προσοχή, τόσο πολλές γυναίκες να ταξιδεύουν με ελάχιστους άντρες για φρουρούς, για να μην αναφέρουμε είκοσι σκουρόχρωμες Ανεμοσκόπους που ίππευαν αδέξια πάνω στα άλογά τους, λαμπερές σαν εξωτικά πουλιά με πλουμιστά φτερά, καθώς κι εννέα Άες Σεντάι, έξι εκ των οποίων ήταν αναγνωρίσιμες σε όποιον γνώριζε τι να διακρίνει. Μία από εκείνες ίππευε έχοντας ένα δερμάτινο σάκο πάνω στο κεφάλι της, κάτι που κάλλιστα θα τραβούσε την προσοχή από μόνο του. Η Ηλαίην ήλπιζε να φτάσει στο Κάεμλυν δίχως να την προσέξει κανείς, αλλά αυτό δεν έμοιαζε πια και πολύ πιθανό. Από την άλλη, δεν υπήρχε λόγος να υποψιαστεί κανείς πως η Κόρη-Διάδοχος, η ίδια η Ηλαίην Τράκαντ, αποτελούσε μέρος αυτής της παρέας. Αρχικά, σκεφτόταν πως η μεγαλύτερη δυσκολία που θα μπορούσαν να συναντήσουν θα ήταν κάποιος που θα αντιδρούσε στους ισχυρισμούς της μόλις μάθαινε για την παρουσία της, και θα έστελνε οπλισμένους άντρες να την επιτηρούν μέχρι το θέμα της διαδοχής να λάβαινε τέλος.

Η αλήθεια ήταν πως περίμενε ότι τα πρώτα προβλήματα θα έρχονταν εκ μέρους των εξαντλημένων από την πορεία τεχνιτριών κι αριστοκρατισσών, περήφανες γυναίκες όλες τους κι ασυνήθιστες να περιφέρονται σε σκονισμένους λόφους, ειδικά από τη στιγμή που η υπηρέτρια της Μέριλιλ ίππευε τη δική της παχουλή φοράδα. Οι ελάχιστες αγρότισσες ανάμεσά τους δεν έμοιαζαν να νοιάζονται και πολύ, αλλά οι μισές σχεδόν από δαύτες κατείχαν γη, τσιφλίκια και παλάτια, ενώ από τις υπόλοιπες οι περισσότερες είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ένα κτήμα, αν όχι δύο και τρία. Περιλάμβαναν δύο χρυσοχόους, τρεις υφάντρες με τετρακόσιους αργαλειούς μοιρασμένους αναμεταξύ τους, μία γυναίκα οι βιοτεχνίες της οποίας παρήγαν το ένα δέκατο της παραγωγής βερνικιών που φτιάχνονταν στο Έμπου Νταρ, και μια τραπεζίτισσα. Βάδιζαν έχοντας τα υπάρχοντά τους δεμένα στην πλάτη, ενώ τα άλογα ήταν φορτωμένα με σαμάρια γεμάτα τρόφιμα. Η ανάγκη ήταν πιεστική. Όλοι τους είχαν ξηλωθεί, δίνοντας και το τελευταίο νόμισμα του πουγκιού τους στη σφιχτοχέρα Νυνάβε, αλλά και πάλι τα χρήματα μπορεί να μην έφταναν για να αγοράσουν φαγητό, ζωοτροφές και καταλύματα για τόσο πολλά άτομα στον δρόμο για το Κάεμλυν. Δεν έμοιαζαν να κατανοούν την κατάσταση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης μέρας της πορείας διαμαρτύρονταν μεγαλόφωνα κι ασταμάτητα. Δυνατότερα απ’ όλες διαμαρτυρόταν μια λεπτόκορμη βλοσυρή γυναίκα ονόματι Μάλιεν, με ένα αμυδρό σημάδι στο ένα της μάγουλο, η οποία είχε σχεδόν διπλωθεί στα δύο κάτω από το βάρος ενός τεράστιου δέματος που περιείχε μια ντουζίνα ή και περισσότερα φορέματα μαζί με όλες τις αλλαξιές της.

Όταν στρατοπέδευσαν την πρώτη εκείνη νύχτα, με τις φωτιές του μαγειρέματος να λαμπυρίζουν στο λυκόφως και με τις κοιλιές τους γεμάτες φασόλια και ψωμί —αν και κανείς δεν είχε μείνει απόλυτα ικανοποιημένος— η Μάλιεν μάζεψε γύρω της τις αριστοκράτισσες με τις λερωμένες από το ταξίδι φούστες. Μαζεύτηκαν γύρω της κι οι τεχνίτριες, καθώς κι η τραπεζίτισσα, ενώ οι αγρότισσες έμειναν λίγο πιο πέρα. Πριν ακόμα προλάβει η Μάλιεν να ανοίξει το στόμα της, παρενέβη η Ρεάνε. Με το πρόσωπό της γεμάτο ρυτίδες από τα χαμόγελα, φορώντας απέριττα καφετιά μάλλινα ρούχα και με τη φούστα σηκωμένη από την αριστερή μεριά για να αποκαλύπτονται οι στρώσεις από τα μεσοφόρια με τα λαμπερά χρώματα, θα μπορούσε κάλλιστα να την περάσει κανείς για αγρότισσα.

«Αν επιθυμείς να πας σπίτι σου», ανήγγειλε με αυτήν την εκπληκτικά οξεία φωνή, «μπορείς να το κάνεις ανά πάσα στιγμή. Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι πρέπει να κρατήσουμε τα άλογά σου. Θα τα πληρωθείς με την πρώτη ευκαιρία. Αν, ωστόσο, αποφασίσεις να παραμείνεις, θα σε παρακαλούσα να θυμάσαι πως οι νόμοι της αγροικίας βρίσκονται ακόμα σε ισχύ». Κάμποσες γυναίκες γύρω της έμειναν με το στόμα ανοικτό. Η Μάλιεν δεν ήταν η μόνη που άνοιξε το στόμα της γεμάτη θυμό.

Η Άλις φάνηκε στο πλευρό της Ρεάνε, με τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς της. Δεν χαμογελούσε καθόλου. «Είπα ότι οι δέκα τελευταίες θα πρέπει να είναι έτοιμες για τη λάντζα», τους είπε με σταθερή φωνή και τις ονομάτισε. Η Τζίλιεν, μια στρουμπουλή χρυσοχόος, η Ναισέλ, η τραπεζίτισσα με την ψυχρή ματιά, κι οκτώ ακόμα αριστοκράτισσες. Απέμειναν να την κοιτάνε μέχρι που η γυναίκα χτύπησε παλαμάκια κι είπε: «Μη με αναγκάσετε να επικαλεστώ τον νόμο της αμέλειας για να σας στρώσω στη δουλειά».

Η Μάλιεν, με τα μάτια γουρλωμένα και μουρμουρίζοντας δύσπιστα, ήταν η τελευταία που άρχισε να μαζεύει τις βρώμικες γαβάθες, αλλά το επόμενο πρωί ξάκρισε το δέμα της, αφήνοντας τα δαντελωτά, μεταξένια φορέματα και τις αλλαξιές να τσαλαπατιόνται στη λοφοπλαγιά κατά τη διάρκεια της αναχώρησης. Η Ηλαίην εξακολουθούσε να περιμένει από στιγμή σε στιγμή να γίνει η έκρηξη, αλλά η Ρεάνε τις είχε υπό τον απόλυτο έλεγχό της κι η Άλις ακόμα περισσότερο, κι αν η Μάλιεν κι οι υπόλοιπες τις λοξοκοιτούσαν σιγομουρμουρώντας για τις βρώμικες κηλίδες που ξεφύτρωναν πάνω στα ρούχα τους μέρα τη μέρα, μια λέξη της Ρεάνε ήταν αρκετή για να τις επαναφέρει στην τάξη. Η δε Άλις, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να χτυπήσει παλαμάκια.

Με δεδομένο ότι το υπόλοιπο κομμάτι του ταξιδιού θα κυλούσε ομαλά, η Ηλαίην δεν θα είχε αντίρρηση να βοηθήσει αυτές τις γυναίκες στις κοπιαστικές εργασίες τους. Και θα το έκανε, αρκετά πριν φτάσουν στο Κάεμλυν.

Μόλις έφτασαν στον πρώτο στενό, σκονισμένο δρόμο, ελάχιστα καλύτερο από καρόδρομο, άρχισαν να εμφανίζονται γύρω τους αγροικίες, πέτρινα οικήματα με αχυρένιες οροφές κι αχυρώνες που κρέμονταν στις λοφοπλαγιές ή ήταν χωμένοι σε κοιλότητες. Από κει και πέρα, άσχετα αν η περιοχή ήταν λοφώδης ή επίπεδη, δασωμένη ή γεμάτη ξέφωτα, δεν περνούσε ούτε ώρα που να μην αντικρίσουν κάποια φάρμα ή κάποιο χωριό. Απ’ όπου περνούσαν, παρ’ όλο που οι ντόπιοι κοιτούσαν τους ξένους με γουρλωμένα μάτια, η Ηλαίην πάσχιζε να μάθει πόση υποστήριξη θα μπορούσε να περιμένει εκ μέρους τους ο Οίκος Τράκαντ καθώς και τα τρέχοντα προβλήματά τους. Αν ασχολούνταν με τα προβλήματά τους η αξίωσή της όσον αφορά στον θρόνο θα είχε πιο γερή βάση, ίσως μάλιστα να ανάγκαζε τους υπόλοιπους Οίκους να αποχωρήσουν. Κάθισε και τους άκουσε εκτενώς, μολονότι δεν άκουγε πάντα αυτά που ήθελε. Οι Αντορινοί διεκδικούσαν με αξιώσεις το δικαίωμά τους να απευθυνθούν κατευθείαν στη Βασίλισσα, και δεν ήταν διόλου επιφυλακτικοί με μία νεαρή αριστοκράτισσα, ανεξάρτητα από το πόσο παράξενοι φαίνονταν οι ταξιδιωτικοί της σύντροφοι.

Σε ένα χωριό ονόματι Νταμέλιεν, όπου τρεις μύλοι υψώνονταν δίπλα σε ένα μικρό ποταμάκι που είχε αποξηραθεί, αφήνοντας στεγνούς τους ψηλούς υδροτροχούς τους, ο πανδοχέας με το τετραγωνισμένο σαγόνι στο Χρυσό Δεμάτι, μίλησε για τη Μοργκέις και για το πόσο καλή ήταν, ίσως κι η καλύτερη που υπήρξε ποτέ κατά τη γνώμη του. «Υποθέτω πως κι η θυγατέρα της θα κυβερνούσε εξίσου καλά», μουρμούρισε, ακουμπώντας τον αντίχειρα του κάτω από το πηγούνι του. «Κρίμα που τις εξολόθρευσε ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Μάλλον ήταν αναγκασμένος να το κάνει —κάποια σχέση είχε με τις Προφητείες ή κάτι τέτοιο— αλλά δεν ήταν ανάγκη να στερέψει τα ποτάμια, έτσι δεν είναι; Πόσο σανό είπες πως χρειάζονται τα άλογά σου, κυρά μου; Είναι φοβερό, αγαπητή μου, έχε το υπ’ όψιν σου».

Μια γυναίκα με σκληρό πρόσωπο, η οποία φορούσε ένα φθαρμένο καφετί ρούχο που κρεμόταν από πάνω της σαν να είχε χάσει βάρος, επιθεώρησε ένα κομμάτι γης που περιβαλλόταν από έναν χαμηλό πέτρινο τοίχο κι όπου ο ζεστός άνεμος έστελνε κύματα σκόνης να παρελαύνουν έως τα δάση. Οι υπόλοιπες αγροικίες γύρω από τον Θαμμένο Λόφο έμοιαζαν σε εξίσου άσχημη ή και σε ακόμα χειρότερη κατάσταση. «Αυτός ο Αναγεννημένος Δράκοντας δεν είχε κανένα δικαίωμα να μας το κάνει αυτό, έτσι; Σε ρωτάω!» Η γυναίκα έφτυσε και κοίταξε βλοσυρά την Ηλαίην πάνω στη σέλα της. «Ο θρόνος; Ε, καλή είναι κι η Ντυέλιν, τώρα που η Μοργκέις κι η κόρη της δεν υπάρχουν πια. Μερικοί εδώ γύρω έχουν να πουν και μια καλή κουβέντα για τη Νάεαν ή την Ελένια, αλλά εγώ ψηφίζω την Ντυέλιν. Έχετε το νου σας πως το Κάεμλυν απέχει πολύ από δω. Τώρα έχω να ασχοληθώ με τα σπαρτά μου, αν δηλαδή σπείρω ποτέ ξανά».

«Μα είναι αλήθεια, λαίδη μου. Η Ηλαίην είναι ζωντανή», της είπε ένα ροζιασμένος γέρος μαραγκός στην Αγορά του Φόρελ. Ήταν καραφλός σαν αυγό και τα δάχτυλά του είχαν στρεβλώσει από την ηλικία, αλλά τα έργα του που ξεπρόβαλλαν ανάμεσα στα ροκανίδια και τα πριονίδια που ήταν σκόρπια στο δάπεδο του μαγαζιού του ήταν αξιοπαρατήρητα κι άρεσαν πολύ στην Ηλαίην. Εκτός από τον ίδιο, η γυναίκα ήταν το μοναδικό άτομο στο μαγαζί. Το χωριό έδινε την εντύπωση πως οι μισοί του κάτοικοι είχαν φύγει. «Ο Αναγεννημένος Δράκοντας έχει βάλει να τη φέρουν στο Κάεμλυν, για να τοποθετήσει ο ίδιος στο κεφάλι της το Ρόδινο Στέμμα», της είπε. «Τα νέα έχουν διαδοθεί παντού. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι σωστό. Απ’ ό,τι ακούω, πρόκειται για έναν από εκείνους τους μαυρομάτηδες Αελίτες. Θα ’πρεπε να βαδίσουμε ενάντια στο Κάεμλυν και να τον ξαποστείλουμε κι αυτόν και τους Αελίτες από κει που ήρθαν. Έπειτα η Ηλαίην θα μπορέσει να διεκδικήσει από μόνη της τον θρόνο. Αν της το επιτρέψει η Ντυέλιν, δηλαδή».

Η Ηλαίην πληροφορήθηκε κάμποσα πράγματα σχετικά με τον Ραντ, κι οι φήμες που άκουσε κάλυπταν όλη τη γκάμα, από τον Ραντ να ορκίζεται αιώνια πίστη στην Ελάιντα, μέχρι να γίνεται ο ίδιος Βασιλιάς του Ίλιαν, αν είναι δυνατόν. Στο Άντορ είχε κατηγορηθεί για κάθε κακό που συνέβη τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια, συμπεριλαμβανομένων εμβρύων που γεννιούνταν νεκρά, σπασμένων ποδιών, επιθέσεων από σμήνη ακρίδων, δικέφαλων μοσχαριών και κοτόπουλων με τρία πόδια. Ακόμα κι άνθρωποι που πίστευαν πως η μητέρα της είχε ερημώσει τη χώρα και δεν θα έβλεπαν με διόλου κακό μάτι το τέλος του Οίκου των Τράκαντ, εξακολουθούσαν να θεωρούν τον Ραντ αλ’Θόρ εισβολέα. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας υποτίθεται πως θα πολεμούσε τον Σκοτεινό στο Σάγιολ Γκουλ και θα έπρεπε να εκδιωχτεί από το Άντορ. Σίγουρα δεν ήταν αυτά που ήλπιζε να ακούσει, κάθε άλλο μάλιστα. Κι όμως, αυτά άκουγε ξανά και ξανά. Δεν ήταν διόλου ευχάριστο ταξίδι. Έμοιαζε περισσότερο με μάθημα που σχετιζόταν με ένα από τα αναπημένα ρητά της Λίνι. Δεν είναι η πέτρα που βλέπεις αυτό που θα πέσει πάνω στη μύτη σου.

Σκέφτηκε κι άλλα πράγματα, πέραν του ότι οι ευγενείς θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα, και κάποια από αυτά μάλιστα αφορούσαν σε εκρήξεις μεγάλες όσο κι εκείνη της πύλης. Οι Ανεμοσκόποι, αυτάρεσκες λόγω της συμφωνίας που είχαν κάνει με τη Νυνάβε και την ίδια, συμπεριφέρονταν εκνευριστικά κι αλαζονικά απέναντι στις Άες Σεντάι, ειδικά από τότε που η Μέριλιλ είχε συμφωνήσει να είναι μια από τις πρώτες αδελφές που θα ανέβαιναν στα πλοία. Ωστόσο, παρά το ότι τα πνεύματα ήταν τεταμένα κι η κατάσταση έμοιαζε με καζάνι Φωτοδότη έτοιμο να εκραγεί, η έκρηξη δεν έγινε ποτέ. Τόσο οι Ανεμοσκόποι όσο κι οι γυναίκες του Σογιού, ειδικά ο Πλεχτός Κύκλος, φαίνονταν έτοιμες να ξεσπάσουν. Συμπεριφέρονταν περιφρονητικά οι μεν απέναντι στις δε, κι αυτό στις περιπτώσεις που δεν αλληλοχλευάζονταν στα φανερά, το μεν Σόι αποκαλώντας τις Θαλασσινές «αδέσποτες που έχουν πάρει ψηλά τον αμανέ», οι δε Θαλασσινές τις γυναίκες του Σογιού «άθλια δουλικά που γλείφουν τα πόδια των Άες Σεντάι». Πάντως, η κατάσταση δεν ξέφυγε από τον έλεγχο κι οι μόνες ενδείξεις έντασης ήταν το σούφρωμα των χειλιών και το απαλό χαΐδεμα των στιλέτων.

Η Ισπάν αποτελούσε πρόβλημα, που η Ηλαίην ήταν σίγουρη πως στο άμεσο μέλλον θα χειροτέρευε. Ωστόσο, ύστερα από λίγες μέρες η Βαντέν κι η Αντελέας την άφηναν να ιππεύει χωρίς κουκούλα και δίχως θωράκιση, μια σιωπηλή φιγούρα με έγχρωμες χάντρες στις λεπτές της πλεξούδες, με το αγέραστο πρόσωπό της χαμηλωμένο και με τα χέρια ακουμπισμένα πάνω στα γκέμια. Η Ρενάιλ είπε σε όσους μπορούσαν να ακούσουν πως αν οι Άθα’αν Μιέρε ανακάλυπταν ανάμεσά τους έναν Σκοτεινόφιλο, του στερούσαν το όνομά του με το που αποδεικνυόταν η ενοχή του, και τον πετούσαν στη θάλασσα αφού τον έδεναν πρώτα με πέτρες και σαβούρα. Ανάμεσα στις γυναίκες του Σογιού, ακόμα κι η Ρεάνε με τη Άλις χλώμιαζαν κάθε φορά που έβλεπαν την Ταραμπονέζα. Η Ισπάν, όμως, γινόταν με τον καιρό όλο και πιο μειλίχια, γεμάτη κολακευτικά χαμόγελα, πρόθυμη να ευχαριστήσει τις δύο ασπρομάλλες αδελφές, ανεξάρτητα από το τι της έκαναν όταν την έπαιρναν μακριά από τις υπόλοιπες κατά τη διάρκεια της νύχτας. Από την άλλη μεριά, τόσο η Αντελέας όσο κι η Βαντέν αποθαρρύνονταν όλο και περισσότερο. Η Αντελέας είπε στη Νυνάβε, με τρόπο που να γίνει ακουστή κι από την Ηλαίην, πως η γυναίκα είχε αποκαλύψει πάρα πολλά πράγματα σχετικά με παλιές σκευωρίες του Μαύρου Άτζα, δείχνοντας μάλιστα μεγαλύτερο ενθουσιασμό για αυτές στις οποίες δεν είχε αναμειχθεί παρά σε αυτές που είχε βάλει κι η ίδια το χεράκι της. Ωστόσο, όταν πίεσαν την Ισπάν —κι η Ηλαίην δεν τολμούσε καν να ρωτήσει για τη μέθοδο που ακολούθησαν— αποκάλυψε μεν τα ονόματα των Σκοτεινόφιλων, αλλά οι περισσότερες ήταν πλέον νεκρές και καμιά τους δεν ανήκε στις αδελφές. Η Βαντέν είπε ότι είχαν αρχίσει να φοβόνται πως είχε πάρει Όρκο —με κεφαλαίο Ο— να μην προδώσει τους υποστηρικτές της. Η Ισπάν εξακολουθούσε να βρίσκεται σε απομόνωση όσο το δυνατόν περισσότερο κι η ανάκριση συνεχιζόταν, αλλά ήταν ολοφάνερο πια πως βάδιζαν προσεκτικά αλλά στα τυφλά.

Επιπλέον, υπήρχε και το θέμα της Νυνάβε και του Λαν, με τη γυναίκα να πασχίζει εις μάτην να κρατήσει την ψυχραιμία της απέναντι του, να τον λαχταράει στις περιπτώσεις που ήταν αναγκαίο να κοιμηθούν χωριστά —σχεδόν πάντα, δηλαδή, σύμφωνα με τις διευθετήσεις που είχαν γίνει— και να διχάζεται ανάμεσα στη σφοδρή επιθυμία και στον φόβο όταν τον παρατηρούσε πίσω από κάποιον σωρό με σανό. Η άποψη της Ηλαίην ήταν πως επρόκειτο για λάθος της που είχε διαλέξει να παντρευτούν σύμφωνα με τα έθιμα των Θαλασσινών. Οι Θαλασσινές πίστευαν στην ιεραρχία, όπως και στη θάλασσα, και γνώριζαν πως η γυναίκα κι ο άντρας μπορεί να προάγονταν διαδοχικά, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, κάμποσες φορές στη διάρκεια της ζωής τους. Τα γαμήλια τελετουργικά το λάμβαναν υπ’ όψιν αυτό. Όποιος είχε το δικαίωμα να διατάζει δημοσίως, έπρεπε να υπακούει κατ’ ιδίαν. Ο Λαν δεν το εκμεταλλεύτηκε ποτέ αυτό, έτσι έλεγε η Νυνάβε —όχι «πραγματικά» δηλαδή, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό! Πάντα αναψοκοκκίνιζε όταν μιλούσε γι’ αυτό το θέμα, αλλά περίμενε πως κάποια στιγμή θα γινόταν, κι ο Λαν από τη μεριά του το διασκέδαζε όλο και περισσότερο. Κι αυτή η θυμηδία φούντωνε τη Νυνάβε, κάνοντάς την έξαλλη. Κι έτσι, από αλλού περίμενε την έκρηξη η Ηλαίην, αλλά από τη Νυνάβε τής προέκυψε. Αρπαζόταν με όποιον συναντούσε μπροστά της εκτός από τον Λαν, στον οποίον έσταζε μέλι. Ούτε και με την Άλις, βέβαια, αν και κόντεψε μια δυο φορές, αλλά αποφάσισε πως ήταν καλύτερα να μην παρατραβήξει το σχοινί.

Η Ηλαίην έτρεφε ελπίδες, όχι ανησυχίες, σχετικά με τα πράγματα που έφεραν από το Ράχαντ μαζί με το Κύπελλο των Ανέμων. Η Αβιέντα τη βοήθησε στο ψάξιμο, όπως κι η Νυνάβε μια δυο φορές, αλλά ήταν πολύ αργή, απρόθυμη και σχεδόν ανίκανη να βρει αυτό που έψαχναν. Δεν βρήκαν άλλα ανγκριάλ, ωστόσο η συλλογή τους από τερ’ανγκριάλ αυξήθηκε. Από τη στιγμή που πετάχτηκαν όλα τα άχρηστα, όσα αντικείμενα έκαναν χρήση της Μίας Δύναμης στοιβάχτηκαν σε πέντε τεράστια πανέρια που φορτώθηκαν στα υποζύγια.

Όσο προσεκτική όμως κι αν ήταν η Ηλαίην, οι προσπάθειές της να τα μελετήσει δεν πήγαν και τόσο καλά. Το Πνεύμα ήταν το ασφαλέστερο από τις Πέντε Δυνάμεις που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει —εκτός, βέβαια, αν το Πνεύμα τύχαινε να είναι αυτό που ενεργοποιεί το αντικείμενο!— αλλά υπήρχαν φορές που χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει άλλες ροές, όσο το δυνατόν πιο λεπτές στην ύφανση. Άλλες φορές, η διακριτική της έρευνα δεν απέφερε τίποτα, αλλά με το πρώτο άγγιγμα ενός αντικειμένου που έμοιαζε με μηχανικό παζλ φτιαγμένο από γυαλί, αισθάνθηκε ζαλισμένη κι ανίκανη να κοιμηθεί τη μισή νύχτα, ενώ ένα νήμα Φωτιάς που άγγιξε κάτι όμοιο με περικεφαλαία φτιαγμένη από χνουδάτα μεταλλικά φτερά προξένησε δυνατό πονοκέφαλο σε όποιον βρισκόταν σε ακτίνα είκοσι βημάτων. Εκτός από την ίδια. Υπήρχε επίσης εκείνη η πορφυρή ράβδος που την ένιωθες καυτή στο άγγιγμα· τρόπος του λέγειν, καυτή.

Καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού της σε ένα πανδοχείο ονόματι Ο Άγριος Κάπρος, περιεργαζόταν τη μαλακή ράβδο υπό το φως δυο στιλβωμένων μπρούντζινων φανών. Έχοντας το πάχος του καρπού της και μήκος ενός ποδιού, η ράβδος έμοιαζε περισσότερο φτιαγμένη από πέτρα, αλλά την ένιωθες πιότερο σταθερή στο χέρι σου παρά σκληρή. Ήταν μονάχη της. Από το περιστατικό με την περικεφαλαία κι ύστερα, προσπαθούσε να μελετήσει τα αντικείμενα μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Η θερμότητα της ράβδου τής έφερε στον νου τη Φωτιά...

Βλεφάρισε, άνοιξε τα μάτια της κι ανακάθισε στο κρεβάτι. Το ηλιόφως ξεχυνόταν από το παράθυρο. Ήταν ντυμένη με ένα ριχτό φόρεμα, ενώ η Νυνάβε φορούσε τα καλά της και την κοιτούσε συνοφρυωμένη. Η Αβιέντα με την Μπιργκίτε παρακολουθούσαν δίπλα από την πόρτα.

«Τι συνέβη;» ρώτησε απαιτητικά η Ηλαίην κι η Νυνάβε κούνησε δύστροπα το κεφάλι της.

«Δεν θες να μάθεις». Τα χείλη της συσπάστηκαν.

Η έκφραση στο πρόσωπο της Αβιέντα δεν αποκάλυπτε τίποτα. Το στόμα της Μπιργκίτε μπορεί να φαινόταν κάπως σφικτό, αλλά η Ηλαίην την αισθάνθηκε να αποπνέει ένα ισχυρό συναίσθημα, που έμοιαζε με μείγμα ανακούφισης και... ιλαρότητας! Η γυναίκα πάσχιζε να συγκρατηθεί για να μην πέσει κάτω από τα γέλια!

Το χειρότερο απ’ όλα, όμως, ήταν πως καμιά τους δεν μπορούσε να εξηγήσει τι είχε συμβεί. Τι είχε πει ή τι είχε κάνει. Και, κρίνοντας από τα μισόγελα που μάταια πάσχιζαν να κρύψουν τόσο οι γυναίκες του Σογιού όσο κι οι Ανεμοσκόποι κι οι αδελφές, ήταν σίγουρη πως για κάτι τέτοιο επρόκειτο. Κι όμως, καμιά τους δεν της έλεγε τίποτα! Έπειτα από αυτό, πήρε την απόφαση να μελετήσει τα τερ’ανγκριάλ κάπου πιο άνετα από το δωμάτιο ενός πανδοχείου. Κάπου πιο ιδιωτικά!

Εννέα μέρες μετά τη φυγή τους από το Έμπου Νταρ, σκόρπια σύννεφα έκαναν την εμφάνιση τους στον ουρανό και παχιές στάλες βροχής πιτσίλισαν τη σκόνη του δρόμου. Ένα ακατάπαυστο ψιλοβρόχι έπεσε την επόμενη μέρα, και τη μεθεπόμενη ένας κατακλυσμός τις κράτησε κλεισμένες στα σπίτια και τους στάβλους της Αγοράς του Φόρελ. Εκείνη τη νύχτα, η βροχή μετατράπηκε σε χιονόνερο κι έως το επόμενο πρωί παχιές χιονονιφάδες έπεφταν από έναν σκοτεινιασμένο από τη βαριά συννεφιά ουρανό. Δεν είχαν διανύσει ούτε τη μισή διαδρομή ακόμα μέχρι το Κάεμλυν κι η Ηλαίην άρχισε να αναρωτιέται αν θα κατάφερναν να καλύψουν την απόσταση μέσα σε δύο βδομάδες.

Με την παρουσία του χιονιού, τα ρούχα αποτελούσαν πρόβλημα. Η Ηλαίην κατηγορούσε τον εαυτό της επειδή δεν σκέφτηκε πως θα μπορούσε κάποιος να χρειάζεται ζεστά ρούχα πριν ακόμα φτάσουν στον προορισμό τους. Η Νυνάβε κατηγορούσε επίσης τον εαυτό της για τον ίδιο λόγο. Η Μέριλιλ πίστευε πως είχε άδικο κι η Ρεάνε το ίδιο. Εκείνο το πρωινό, στέκονταν στον κεντρικό δρόμο της Αγοράς του Φόρελ, με τις χιονονιφάδες να στριφογυρίζουν πάνω από τα κεφάλια τους, φιλονικώντας για το ποια έπρεπε να κατηγορηθεί περισσότερο. Η Ηλαίην δεν ήταν σίγουρη ποια απ’ όλες πρόσεξε για πρώτη φορά τον παραλογισμό του πράγματος, ποια απ’ όλες γέλασε πρώτη, αλλά το σίγουρο ήταν πως όλες τους είχαν σκάσει στα γέλια καθώς κάθονταν γύρω από το τραπέζι του Λευκού Κύκνου ώστε να πάρουν μια απόφαση για το τι θα έκαναν από κει και πέρα. Η λύση, όμως, αποδείχθηκε πως δεν ήταν για γέλια. Προκειμένου να βρουν ένα ζεστό πανωφόρι ή μανδύα για τον καθένα, θα έπρεπε να ξηλωθούν για τα καλά, υπό την προϋπόθεση, φυσικά, πως ήταν δυνατόν να βρεθούν τόσο πολλά ρούχα. Τα κοσμήματα μπορούσαν να πουληθούν ή να εμπορευθούν, αλλά κανείς στην Αγορά του Φόρελ δεν έμοιαζε να ενδιαφέρεται για περιδέραια και βραχιόλια, όσο περίτεχνα κι αν ήταν.

Η Αβιέντα έλυσε το πρόβλημα βγάζοντας ένα μικρό σακίδιο γεμάτο από πεντακάθαρους, τέλειους πολύτιμους λίθους, μερικοί εκ των οποίων ήταν αρκετά μεγάλοι. Παραδόξως, οι ίδιοι άνθρωποι που τόσο ευγενικά τους είχαν πει πως τα περιδέραια με τα πετράδια ήταν πρακτικώς άχρηστα, γούρλωσαν τα μάτια τους έκπληκτοι μόλις αντίκρισαν τις σκόρπιες πέτρες που κυλούσαν πάνω στην παλάμη της γυναίκας. Η Ρεάνε έλεγε πως θεωρούσαν τα μεν επιτηδευμένα στολίδια, τα δε ως τεκμήρια πλούτου. Όποια κι αν ήταν η αλήθεια, όμως, σε αντάλλαγμα για δύο ρουμπίνια μετρίου μεγέθους, μία μεγάλη φεγγαρόπετρα κι έναν μικρό πολύτιμο λίθο, οι κάτοικοι της Αγοράς του Φόρελ μετά χαράς έδιναν όσα παχιά μάλλινα επιθυμούσαν οι επισκέπτες τους, μερικά μάλιστα σχεδόν αμεταχείριστα.

«Πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους τους», μουρμούρισε ξινά η Νυνάβε, καθώς ο κόσμος άρχισε να ξεθάβει ρούχα από τα σεντούκια και τις σοφίτες. Μια σταθερή ροή ανθρώπων παρήλαυνε στο πανδοχείο με τα χέρια γεμάτα. «Μ’ αυτά τα πετράδια αγοράζεις χωριό ολόκληρο!» Η Αβιέντα ανασήκωσε τους ώμους της ελαφρά. Θα είχε παραχωρήσει μια χούφτα κοσμήματα αν δεν είχε μεσολαβήσει η Ρεάνε.

Η Μέριλιλ κούνησε το κεφάλι της. «Εμείς διαθέτουμε αυτό που επιθυμούν, αλλά αυτοί ό,τι μας είναι αναγκαίο. Φοβάμαι πως αυτό σημαίνει ότι βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση όσον αφορά στην αμοιβή τους». Κάτι που θύμιζε έντονα την κατάσταση με τις Θαλασσινές. Η Νυνάβε κόντευε να αρρωστήσει.

Μόλις βρέθηκαν μόνες σε έναν διάδρομο του πανδοχείου, η Ηλαίην ρώτησε την Αβιέντα πού είχε ξετρυπώσει μια τέτοια περιουσία σε κοσμήματα, καθώς και για ποιον λόγο ήθελε να τα ξεφορτωθεί. Περίμενε πως η κονταδελφή της θα της έλεγε πως ήταν εισπράξεις από την Πέτρα του Δακρύου ή ίσως από την Καιρχίν.

«Ο Ραντ αλ’Θόρ με ξεγέλασε», μουρμούρισε λυπημένα η Αβιέντα. «Προσπάθησα να εξαγοράσω το τοχ από αυτόν. Ξέρω πως δεν είναι ιδιαίτερα έντιμος τρόπος», διαμαρτυρήθηκε,

«αλλά δεν έβλεπα τι άλλο μπορούσα να κάνω. Κι εκείνος με έστησε στα δέκα βήματα! Από λογική άποψη, είναι να απορεί κανείς για ποιον λόγο ένας άντρας κάνει κάτι εντελώς παράλογο και καταφέρνει να πάρει το πάνω χέρι».

«Μέσα στα τρισχαριτωμένα κεφάλια τους υπάρχει τόση ασάφεια, ώστε είναι αδύνατον για μια γυναίκα να καταλάβει πως εξακολουθεί και δουλεύει το μυαλό τους», της αποκρίθηκε η Ηλαίην. Δεν απαίτησε να μάθει τι είδους τοχ είχε προσπαθήσει να εξαγοράσει η Αβιέντα, ούτε πώς έγινε κι αυτή η προσπάθεια κατέληξε με την κονταδελφή της να βρίσκεται κάτοχος ενός σάκου γεμάτου πολύτιμους λίθους. Η συζήτηση γύρω από τον Ραντ δεν ήταν εύκολη από μόνη της, άσε δε πού μπορεί να κατέληγε.

Με το χιόνι, η ανάγκη για περαιτέρω ζεστά ρούχα αυξήθηκε. Γύρω στο μεσημέρι και με τις χιονονιφάδες να πέφτουν όλο και πιο πυκνές κάθε λεπτό που περνούσε, η Ρενάιλ κατέβηκε τις σκάλες προς την τραπεζαρία ισχυριζόμενη πως είχε τηρήσει το δικό της μέρος της συμφωνίας κι απαιτώντας όχι μόνο το Κύπελλο των Ανέμων αλλά και τη Μέριλιλ. Η Γκρίζα αδελφή απέμεινε να την κοιτάζει θορυβημένη, όπως κι αρκετές άλλες. Οι πάγκοι ήταν κατάμεστοι από γυναίκες του Σογιού που, η κάθε μία με τη σειρά της, έπαιρνε το μεσημεριανό της, ενώ διάφοροι υπηρέτες κι υπηρέτριες έσπευδαν να σερβίρουν τα γεύματα. Η Ρενάιλ δεν χαμήλωσε ούτε στο ελάχιστο τη φωνή της και τα κεφάλια όλων στην τραπεζαρία στράφηκαν προς το μέρος της.

«Μπορείς να αρχίσεις τη διδασκαλία σου τώρα», είπε η Ρενάιλ στη γουρλομάτα Άες Σεντάι. «Ανέβα τη σκάλα και πήγαινε στο δωμάτιό μου». Η Μέριλιλ πήγε να διαμαρτυρηθεί αλλά, με το πρόσωπό της να γίνεται ξαφνικά ψυχρό, η Ανεμοσκόπος της Κυράς των Πλοίων τοποθέτησε τις γροθιές της στους γοφούς της. «Όταν δίνω διαταγές, Μέριλιλ Κήντεβιν», είπε παγερά, «περιμένω απ’ όλους όσοι βρίσκονται στο κατάστρωμα να αρχίσουν να πηδούν. Πήδα, λοιπόν!»

Η Μέριλιλ δεν πήδηξε ακριβώς, αλλά μαζεύτηκε για τα καλά κι έφυγε, με τη Ρενάιλ να την τσιγκλίζει σχεδόν στις σκάλες. Είχε δώσει την υπόσχεση της, οπότε δεν είχε άλλη επιλογή. Η Ρεάνε είχε μείνει εμβρόντητη, ενώ η Άλις κι η πεισματάρα Σουμέκο, η οποία εξακολουθούσε να φορά την κόκκινη ζώνη της, κοιτούσαν σκεφτικές.

Τις επόμενες μέρες, άσχετα από το αν μοχθούσαν να περάσουν έφιππες ένα χιονοσκέπαστο μονοπάτι, αν περπατούσαν στους δρόμους κάποιου χωριού ή αν προσπαθούσαν να βρουν καταλύματα για όλους σε κάποια αγροικία, η Ρενάιλ είχε τη Μέριλιλ από κοντά, εκτός από τις περιπτώσεις που της έλεγε να πάει να ακολουθήσει κάποια άλλη Ανεμοσκόπο. Η λάμψη του σαϊντάρ κύκλωνε την Γκρίζα αδελφή και τη συνοδεία της σχεδόν μονίμως, ενώ η Μέριλιλ επιδείκνυε ασταμάτητα τις υφαντικές της ικανότητες. Η χλωμή Καιρχινή ήταν σημαντικά κοντύτερη από οποιαδήποτε σκουρόχρωμη Θαλασσινή, αλλά στην αρχή η Μέριλιλ κατάφερνε να σταθεί κάπως ψηλότερα απλώς με το να προβάλλει την επιβλητικότητα μιας Άες Σεντάι. Σύντομα, ωστόσο, οι εκφράσεις του προσώπου της έδειχναν όλο και περισσότερο πως μάλλον φοβόταν. Η Ηλαίην έμαθε πως, όταν έβρισκαν καταλύματα για να κοιμηθούν —πράγμα που δεν συνέβαινε πάντα— η Μέριλιλ μοιραζόταν το κατάλυμά της με την Πολ, την υπηρέτριά της, καθώς και με δύο μαθητευόμενες Ανεμοσκόπους, την Τάλααν και τη Μετάρα. Η Ηλαίην δεν ήταν σίγουρη τι σήμαινε αυτό για το γόητρο της Μέριλιλ. Ήταν προφανές πως οι Ανεμοσκόποι δεν την τοποθετούσαν στο ίδιο επίπεδο με τις μαθητευόμενες. Απλώς περίμεναν εκ μέρους της να κάνει ό,τι της λένε κι όταν της το λένε, χωρίς καθυστερήσεις ή υπεκφυγές.

Η Ρεάνε είχε συγκλονιστεί από την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, αλλά η Άλις κι η Σουμέκο δεν ήταν οι μόνες του Σογιού που παρακολουθούσαν από κοντά τα γεγονότα, ούτε οι μόνες που έδειχναν προβληματισμένες. Και ξαφνικά, ακόμα ένα πρόβλημα υπέπεσε στην αντίληψη της Ηλαίην. Οι γυναίκες του Σογιού πρόσεξαν την Ισπάν να γίνεται όλο και πιο ελαστική στην αιχμαλωσία της, αλλά αυτή βέβαια ήταν κρατούμενη των άλλων Άες Σεντάι. Οι Θαλασσινές δεν ήταν Άες Σεντάι και, φυσικά, η Μέριλιλ δεν θεωρούνταν κρατούμενη. Ωστόσο, κάθε φορά που η Ρενάιλ έδινε μια διαταγή, η Μέριλιλ αναπηδούσε, κάτι που συνέβαινε ακόμα κι αν η διαταγή προερχόταν από την Ντορίλε, την Κάιρε ή ακόμα κι από την εξ αίματος αδελφή της Κάιρε, την Τεμπρέιλ. Η κάθε μια από δαύτες ήταν Ανεμοσκόπος σε Κυρά των Κυμάτων φατρίας, και καμία από τις υπόλοιπες δεν μπορούσε να την εξαναγκάσει να αναπηδήσει με τέτοια ζωηράδα, αλλά έως εκεί. Όλο και περισσότερες γυναίκες του Σογιού περνούσαν από την απίστευτη έκπληξη στον προβληματισμό. Ίσως, τελικά, οι Άες Σεντάι να μην ήταν και τόσο διαφορετική ράτσα. Αν οι Άες Σεντάι ήταν απλές γυναίκες, σαν τις ίδιες, για ποιον λόγο αυτές είχαν υποκύψει για άλλη μια φορά στη δριμύτητα του Πύργου, στην εξουσία και στην πειθαρχία των Άες Σεντάι; Μήπως δεν είχαν επιβιώσει μια χαρά μέχρι τώρα από μόνες τους, και μάλιστα, μερικές από αυτές, για πιο πολλά χρόνια απ’ όσα θα ήταν πρόθυμη να πιστέψει μια γηραιότερη αδελφή; Η Ηλαίην έβλεπε κιόλας τη σκέψη να μορφοποιείται στα μυαλά τους.

Όταν, όμως, το ανέφερε στη Νυνάβε, εκείνη απλώς μουρμούρισε: «Καιρός ήταν να μάθουν από την καλή μερικές αδελφές τι σημαίνει να προσπαθείς να διδάξεις μια γυναίκα που νομίζει πως γνωρίζει πιο πολλά από τον δάσκαλό της. Όσες έχουν την ευκαιρία να πάρουν το επώμιο, θα εξακολουθούν να το αποζητούν. Όσον αφορά στις υπόλοιπες, δεν βλέπω τον λόγο να μην αναπτύξουν έναν δυναμικό χαρακτήρα». Η Ηλαίην απόφυγε να αναφέρει τα παράπονα της Νυνάβε σχετικά με τη Σουμέκο, η οποία είχε σίγουρα αναπτύξει χαρακτήρα. Η Σουμέκο είχε κριτικάρει κάμποσες από τις υφάνσεις Θεραπείας της Νυνάβε, χαρακτηρίζοντάς τες «αδέξιες», κι η Ηλαίην είχε την εντύπωση πως η Νυνάβε έτοιμη ήταν να πάθει αποπληξία. «Όπως και να έχει, δεν είναι ανάγκη να μιλήσουμε στην Εγκουέν γι’ αυτό. Αν είναι εκεί, δηλαδή. Δεν χρειάζεται να πούμε το παραμικρό. Αρκετές σκοτούρες έχει». Το «παραμικρό» αναφερόταν στο θέμα της Μέριλιλ και των Ανεμοσκόπων.

Ήταν ντυμένες με τα ριχτά τους φορέματα, καθισμένες στα κρεβάτια τους, στο δεύτερο πάτωμα στο Νέο Αλέτρι, με το ονειρικό τερ’ανγκριάλ που έμοιαζε με συστραμμένο δαχτυλίδι να κρέμεται από τους λαιμούς τους. Η Ηλαίην το είχε δεμένο με ένα απλό πέτσινο σχοινί, ενώ της Νυνάβε βρισκόταν πλάι στο βαρύ σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι του Λαν, περασμένο σε μια λεπτή χρυσαφιά αλυσίδα. Η Αβιέντα με την Μπιργκίτε, ντυμένες κανονικά, κάθονταν πάνω σε δύο από τα σεντούκια στα οποία είχαν φυλαγμένα τα ρούχα τους. Όπως έλεγαν κι οι ίδιες, φυλούσαν σκοπιά έως ότου η Νυνάβε κι η Ηλαίην να επιστρέψουν από τον Κόσμο των Ονείρων. Κι οι δύο φορούσαν τους μανδύες τους μέχρι να μπουν κάτω από τα σκεπάσματα. Το Νέο Αλέτρι μόνο νέο δεν ήταν· ρωγμές απλώνονταν στους σοβατισμένους τοίχους σαν ιστοί από αράχνες, ενώ όλο και κάποιο ρεύμα αέρα τρύπωνε από τις χαραμάδες.

Το ίδιο το δωμάτιο ήταν μικρό και τα σεντούκια με τους στοιβαγμένους μπόγους δεν άφηναν χώρο για τίποτε άλλο πέρα από το κρεβάτι και τον νιπτήρα. Η Ηλαίην ήξερε καλά πως έπρεπε να παρουσιαστεί καταλλήλως στο Κάεμλυν, αλλά μερικές φορές ένιωθε ένοχη που τα υπάρχοντά της μεταφέρονταν σε υποζύγια, ενώ οι περισσότεροι αναγκάζονταν να τα κουβαλήσουν στην πλάτη τους. Η Νυνάβε σίγουρα δεν μετάνιωνε για τα δικά της σεντούκια. Βρίσκονταν δεκάξι μέρες στον δρόμο και το ολόγιομο φεγγάρι έξω από το στενό παράθυρο φώτιζε πάνω σε μια λευκή κουβέρτα χιονιού που θα έκανε δύσκολο το αυριανό ταξίδι, ακόμα κι αν ο καιρός παρέμενε καλός, κι η Ηλαίην σκεφτόταν πως, με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, θα τους έπαιρνε ακόμα μια βδομάδα μέχρι να φτάσουν στο Κάεμλυν.

«Είμαι αρκετά λογική για να μην της το θυμίσω», είπε στη Νυνάβε. «Δεν έχω καμιά όρεξη να βρεθώ ξανά μπλεγμένη».

Το έθεσε πολύ ήπια. Από τότε που πληροφόρησαν την Εγκουέν, την επόμενη νύχτα που έφυγαν από το κτήμα, πως το Κύπελλο είχε χρησιμοποιηθεί, δεν είχαν μπει ξανά στον Τελ’αράν’ριοντ. Είχαν θίξει εντελώς απρόθυμα το θέμα της συμφωνίας που αναγκάστηκαν να κάνουν με τις Θαλασσινές, και βρέθηκαν αντιμέτωπες με την Έδρα της Άμερλιν με το ριγωτό επιτραχήλιο στους ώμους. Η Ηλαίην γνώριζε πως ήταν απαραίτητο και σωστό —μια στενή φίλη της Βασίλισσας ανάμεσα στους υποτακτικούς της ήξερε πως ήταν Βασίλισσα, όπως και φίλη επίσης, έπρεπε να το ξέρει— αλλά δεν της άρεσε καθόλου που άκουσε τη φίλη της να τους λέει με ξαναμμένη φωνή πως είχαν συμπεριφερθεί σαν ηλίθιες και θα μπορούσαν κάλλιστα να επισύρουν την καταστροφή των πάντων. Ειδικά όταν συμφώνησε κι η ίδια. Δεν της άρεσε διόλου που άκουσε ότι ο μόνος λόγος που δεν τις τιμώρησε η Εγκουέν με κάποια ανατριχιαστική ποινή ήταν επειδή δεν έκρινε ότι χρειαζόταν να σπαταλήσει κι άλλο χρόνο μαζί τους. Απαραίτητο και σωστό, πάντως. Όταν θα καθόταν στον Θρόνο του Λιονταριού, θα εξακολουθούσε να είναι Άες Σεντάι, υποκείμενη στους νόμους, στους κανόνες και στα έθιμα των Άες Σεντάι. Όχι για το Άντορ —δεν επρόκειτο να παραχωρήσει τη γη της στον Λευκό Πύργο— αλλά για την ίδια. Έτσι, παρ’ όλο που δεν ήταν κι ιδιαίτερα ευχάριστο, δέχτηκε ήρεμα την επίπληξη. Η Νυνάβε σφάδαζε και τραύλιζε από τη σύγχυση, διαμαρτυρόταν κι εξέφραζε έντονα τη δυσαρέσκειά της, έπειτα όμως ζήτησε τόσο απλόχερα συγγνώμη που η Ηλαίην δεν πίστευε ότι επρόκειτο για τη γυναίκα που γνώριζε. Δικαιωματικά, η Εγκουέν παρέμενε Άμερλιν, ψυχρή μέσα στη δυσαρέσκειά της ακόμα κι όταν απολογούνταν για τα σφάλματά τους. Η αποψινή νύχτα, στην καλύτερη περίπτωση, δεν θα ήταν ευχάριστη ή άνετη αν βρισκόταν εκεί.

Όταν όμως ονειρεύονταν τους εαυτούς τους στο Σαλιντάρ του Τελ’αράν’ριοντ, στο δωμάτιο του Μικρού Πύργου που αποκαλείται Σπουδαστήριο της Άμερλιν, δεν βρισκόταν πραγματικά εκεί, κι η μόνη ένδειξη ότι το είχε επισκεφθεί από τότε που συναντήθηκαν ήταν κάποιες ελάχιστα ορατές λέξεις χαραγμένες πρόχειρα πάνω στο ορθογώνιο κομμάτι ενός σκοροφαγωμένου τοίχου, λες και το επιπόλαιο χέρι που τις χάραξε δεν μπήκε στον κόπο να τις σκαλίσει σε μεγαλύτερο βάθος.

ΜΕΙΝΕΤΕ ΣΤΟ ΚΑΕΜΛΥΝ

Και λίγο πιο κάτω:

ΣΙΩΠΆΤΕ ΚΑΙ ΠΡΟΣΈΧΕΤΕ

Αυτές ήταν οι τελευταίες οδηγίες της Εγκουέν. Πηγαίνετε στο Κάεμλυν και μείνετε εκεί μέχρι η ίδια να βρει τρόπο να αποτρέψει την Αίθουσα από το να τις εντοπίσει όλες και να τις στήσει στον τοίχο. Μια υπενθύμιση που ήταν αδύνατον να εξαλειφθεί.

Αγκαλιάζοντας το σαϊντάρ, η Ηλαίην διαβίβασε για να αφήσει το δικό της μήνυμα, με τον αριθμό δεκαπέντε να μοιάζει χαραγμένος πάνω στο βαρύ τραπέζι που χρησίμευε στην Εγκουέν ως γραφείο. Η αντιστροφή της ύφανσης και το δέσιμο της σήμαινε πως μόνο κάποια που θα διέτρεχε τους αριθμούς με τα δάχτυλά της θα αντιλαμβανόταν πως δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα. Μπορεί να μην τους έπαιρνε δεκαπέντε μέρες να φτάσουν στο Κάεμλυν, αλλά ήταν σίγουρη πως θα έκαναν πάνω από μια βδομάδα.

Η Νυνάβε βημάτισε μέχρι το παράθυρο και κοίταξε έξω, δεξιά κι αριστερά, προσέχοντας να μη βγάλει το κεφάλι της από το δίφυλλο άνοιγμα. Όπως και στον αληθινό κόσμο, ήταν κι εκεί νύχτα, με ένα ολόγιομο φεγγάρι να αστράφτει πάνω στο λαμπερό χιόνι, μολονότι δεν αισθανόσουν παγερό τον αέρα. Κανείς άλλος δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί εκτός από τις ίδιες· αν όντως υπήρχε κάποιος άλλος, καλά θα έκαναν να τον αποφύγουν. «Ελπίζω πως δεν έχει πρόβλημα με τα σχέδιά της», μουρμούρισε.

«Μας είπε να μην αναφερόμαστε σ’ αυτά ούτε αναμεταξύ μας, Νυνάβε. “Ένα μυστικό που αποκαλύπτεται, βγάζει φτερά”». Άλλη μια αγαπημένη φράση της Λίνι.

Η Νυνάβε έκανε μια γκριμάτσα πάνω από τον ώμο της κι ύστερα ατένισε πάλι χαμηλότερα, προς το στενό σοκάκι. «Είναι αλλιώς τα πράγματα με σένα. Εγώ την ντάντεψα όταν ήταν μικρούλα, άλλαζα τις πάνες της και, καμιά φορά, της έδινα και καμιά ξυλιά στον πισινό. Και τώρα πρέπει να πετάγομαι πάνω με κάθε κροτάλισμα των δακτύλων της. Δεν μου είναι και πολύ ευχάριστο».

Η Ηλαίην δεν κρατήθηκε. Κροτάλισε τα δάχτυλά της.

Η Νυνάβε έκανε μια τόσο γρήγορη περιστροφή, που η εικόνα της θόλωσε και τα μάτια της γούρλωσαν από φόβο. Το φόρεμά της θόλωσε κι αυτό, κι από γαλάζιο μεταξωτό ιππασίας έγινε το ριγωτό λευκό της Αποδεχθείσας και κατέληξε σε αυτό που η ίδια αποκαλούσε καλό και γερό μάλλινο των Δύο Ποταμών, σκούρο και παχύ. Μόλις συνειδητοποίησε πως η Εγκουέν δεν βρισκόταν εκεί κι ούτε καν άκουγε, κόντεψε να λιποθυμήσει από ανακούφιση.

Όταν επανήλθαν στα σώματά τους και ξύπνησαν για να πουν στις άλλες δύο να πάνε στα κρεβάτια τους, η μεν Αβιέντα το σχολίασε ως καλό αστείο, η δε Μπιργκίτε έσκασε στα γέλια. Η Νυνάβε, ωστόσο, πήρε την εκδίκησή της. Το επόμενο πρωινό, ξύπνησε την Ηλαίην με ένα παγάκι. Τα ουρλιαχτά της Ηλαίην σήκωσαν στο πόδι όλο το χωριό.

Τρεις μέρες αργότερα, ήρθε η πρώτη έκρηξη.

Загрузка...