Ήταν ένας ωραίος νέος (/он/ был красивым юношей), ψηλός (высоким), καλοφτιαγμένος (хорошо сложенным; φτιάχνω — делать; καλοφτιαγμένος — хорошо сделанный; хорошо сложенный), με πυκνά ξανθά μαλλιά (с густыми светлыми волосами) και γαλανά μάτια (голубыми глазами), με αρχοντικό παράστημα (с дворянской внешностью; ο άρχοντας — дворянин, аристократ; правитель; το παράστημα — осанка, выправка; представительная внешность) και με μια απλή και πολύ διακριτική ευγένεια (с простым и очень деликатным благородством) στο ύφος και στους τρόπους (в выражении и манерах; το ύφος — вид; стиль; выражение), μια αυθόρμητη ευγένεια της ράτσας (спонтанным прирожденным благородством: «спонтанным благородством породы»; η ράτσα) που προκαλούσε τριγύρω του (которое вызывало вокруг него; προκαλώ(ε)) μια ανήσυχη συμπάθεια (беспокойную симпатию), ανακατωμένη με περιέργεια και με σεβασμό (смешанную с любопытством и уважением; ανακατεύω/ ανακατώνω (разг.); ο σεβασμός). Έμοιαζε σαν κανένας νέος λόρδος της Σκωτίας (/он/ походил на молодого лорда из Шотландии) που ταξίδευε τάχα στη Μεσόγειο για αναψυχή (который якобы путешествовал в Средиземном море на отдыхе; ταξιδεύω; η Μεσόγειος (Θάλασσα)). Ήταν όμως πούρος Κεφαλλονίτης (однако, /он/ был истинным кефалонийцем: «чистым кефалонийцем»), αφού λεγότανε μάλιστα Γεράσιμος Ιερωνυμάτος (поскольку звали его Герасим Иерониматос).
Ήταν ένας ωραίος νέος, ψηλός, καλοφτιαγμένος, με πυκνά ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, με αρχοντικό παράστημα και με μια απλή και πολύ διακριτική ευγένεια στο ύφος και στους τρόπους, μια αυθόρμητη ευγένεια της ράτσας που προκαλούσε τριγύρω του μια ανήσυχη συμπάθεια, ανακατωμένη με περιέργεια και με σεβασμό. Έμοιαζε σαν κανένας νέος λόρδος της Σκωτίας που ταξίδευε τάχα στη Μεσόγειο για αναψυχή. Ήταν όμως πούρος Κεφαλλονίτης, αφού λεγότανε μάλιστα Γεράσιμος Ιερωνυμάτος.
Η μητέρα του ήτανε κόρη Βιτάλη (его мать была девицей Витали), κοντέσα αληθινή (настоящей графиней), γραμμένη στο Λίμπρο ντ’ Ορο από το 16ο αιώνα (вписанной в Либро Д’Оро с 16-го века; Либро д’Оро /ит. Libro d’Oro/ — «золотая книга» — список дворянских семей с Ионических островов; γράφω; ο αιώνας). Ο πατέρας του ήτανε θαλασσινός (его отец был моряком; θαλασσινός — морской; моряк) και είχε πνιγεί μια μέρα (однажды /он/ утонул; πνίγομαι), στον κόλπο της Βισκάγιας (в Бискайском заливе; ο κόλπος), απένταρος (без гроша /в кармане/: «безденежный»; η πεντάρα — пятак) και καταχρεωμένος (обремененный долгами; το χρέος — долг), βλαστημώντας ηρωικά ολόκληρο τον Παράδεισο (героически проклиная весь рай; βλαστημώ; ο Παράδεισος) και «δέκα μίλια περιφέρεια» (и «десять миль вокруг /него/»). Τούτη η προσθήκη γινότανε ως εκ περισσού (эту фразу он добавлял: «это добавление происходило» на всякий случай/без особой необходимости; περισσός — лишний; ως εκ περισσού — без особой необходимости) για να μην ξεφύγει από τη βλαστήμια κανένας άγιος (чтобы не избежал проклятия какой-нибудь святой; ξεφεύγω), που τυχόν είχε βγει περίπατο (который случайно вышел на прогулку) έξω από τα σύνορα του Παραδείσου (за пределы рая; τα σύνορο — граница; предел).
Η μητέρα του ήτανε κόρη Βιτάλη, κοντέσα αληθινή, γραμμένη στο Λίμπρο ντ’ Ορο από το 16ο αιώνα. Ο πατέρας του ήτανε θαλασσινός και είχε πνιγεί μια μέρα, στον κόλπο της Βισκάγιας, απένταρος και καταχρεωμένος, βλαστημώντας ηρωικά ολόκληρο τον Παράδεισο και «δέκα μίλια περιφέρεια». Τούτη η προσθήκη γινότανε ως εκ περισσού για να μην ξεφύγει από τη βλαστήμια κανένας άγιος, που τυχόν είχε βγει περίπατο έξω από τα σύνορα του Παραδείσου.
Από αμνημονεύτους χρόνους (с незапамятных времен; η μνήμη — память; ο χρόνος) Ιερωνυμάτοι και Βιτάληδες ζούσανε μες στις θαλασσοταραχές (жили среди морских штормов; η θάλασσα — море; η ταραχή — волнение, беспорядок; η θαλασσοταραχή) και στη μαύρη φτώχεια (в глубокой бедности: «в черной бедности»), βλαστημώντας το συμπάν (проклиная мироздание; το συμπάν/-ντος/ — вселенная; мироздание), σαν καλοί Κεφαλλονίτες (как истинные: «хорошие» кефалонийцы), από το πρωί ίσαμε το βράδυ (с утра до вечера) και συχνά από το βράδυ ίσαμε το πρωί (а зачастую, и с вечера до утра). Ο Γεράσιμος, ωστόσο (впрочем, Герасим), που λεγότανε χαϊδευτικά Μεμάς (которого ласково звали Мемас: «который ласково звался Мемас»), θα μπορούσε, αν είχε τα μυαλά του στο κεφάλι του (мог бы, если бы у него была голова на плечах: «если бы имел разум в голове»; το μυαλό), να πιάσει τόπο στην κοινωνία (занять место в обществе; πιάνω), χάρη στη εξυπνάδα του (благодаря его сообразительности) και στο καλό παρουσιαστικό του (и приятной: «хорошей» внешности; το παρουσιαστικό). Τέτοια τουλάχιστον ήτανε η πεποίθηση (таково было, по крайней мере, убеждение) όλων των συγγενών και των οικογενειακών φίλων (всех родственников и семейных друзей; ο συγγενής).
Από αμνημονεύτους χρόνους Ιερωνυμάτοι και Βιτάληδες ζούσανε μες στις θαλασσοταραχές και στη μαύρη φτώχεια, βλαστημώντας το συμπάν, σαν καλοί Κεφαλλονίτες, από το πρωί ίσαμε το βράδυ και συχνά από το βράδυ ίσαμε το πρωί. Ο Γεράσιμος, ωστόσο, που λεγότανε χαϊδευτικά Μεμάς, θα μπορούσε, αν είχε τα μυαλά του στο κεφάλι του, να πιάσει τόπο στην κοινωνία, χάρη στη εξυπνάδα του και στο καλό παρουσιαστικό του. Τέτοια τουλάχιστον ήτανε η πεποίθηση όλων των συγγενών και των οικογενειακών φίλων.
Μα αυτός δεν είχε τα μυαλά του στο κεφάλι του (но не было у него головы на плечах). Ποτέ του δεν σκοτίστηκε (никогда /в своей жизни/ /он/ не задумывался) ούτε για τα γράμματα (ни об учебе; τα γράμματα — литература; учение; образование) ούτε για τα χρήματα (ни о деньгах; το χρήμα), ούτε για την οικογένεια του (да и о своей семье) είχε καμιά όρεξη να φροντίσει (не было у него никакого желания позаботиться; φροντίζω). Ήταν ένα παλιόπαιδο και τίποτα περισσότερο (был /он/ негодяем и ничем больше), ένα στραβόξυλο (каверзником), ένα γουρσούζικο (приносящим неприятности), που δεν άκουγε καμιά συμβολή (который не слушал ни одного совета) και δεν φοβότανε κανέναν (и никого не боялся). Ο πατέρας του, πριν πνιγεί (его отец, до того, как утонул), τον είχε κάποτε βλαστημήσει ως εξής (как-то проклял его следующим образом):
— Να μπούνε μέσα σου εκατό διάβολοι (пусть войдут в тебя сто бесов; ο διάβολος; μπαίνω) και να είναι αρσενικοί και θηλυκοί για να γεννήσουνε (и /пусть/ будут /они/ мужского и женского рода: «мужские и женские», чтобы они могли размножаться: «чтобы родили»; γεννώ/α/)!
Μα αυτός δεν είχε τα μυαλά του στο κεφάλι του. Ποτέ του δεν σκοτίστηκε ούτε για τα γράμματα ούτε για τα χρήματα, ούτε για την οικογένεια του είχε καμιά όρεξη να φροντίσει. Ήταν ένα παλιόπαιδο και τίποτα περισσότερο, ένα στραβόξυλο, ένα γουρσούζικο, που δεν άκουγε καμιά συμβολή και δεν φοβότανε κανέναν. Ο πατέρας του, πριν πνιγεί, τον είχε κάποτε βλαστημήσει ως εξής:
— Να μπούνε μέσα σου εκατό διάβολοι και να είναι αρσενικοί και θηλυκοί για να γεννήσουνε!
Θαρρείς και η βλαστήμια έπιασε (можно было подумать: «думаешь», что проклятие сбылось) κι ο κακορίζικος Μεμάς ήτανε γεμάτος διαβόλους (злополучный Мемас был полон бесов) που πληθαίνανε απεριόριστα με το πέρασμα του καιρού (которые по прошествии времени бесконечно множились; πληθαίνω; το πέρασμα; ο καιρός). Όσο ήτανε παιδί (пока /он/ был ребенком), βασάνισε ακατάπαυστα το σπιτικό του (/он/ непрестанно мучил своих домашних; η παύση — пауза; перерыв) και δεν παρέλειψε καμία ευκαιρία (и не упустил ни одного случая; παραλείπω) να κάνει τη μητέρα του να κλάψει (заставить свою мать плакать). Η καημένη η χήρα (бедная вдова) είχε παραιτηθεί από όλα τα μητρικά δικαιώματα της (отказалась от всех своих материнских прав; παραιτούμαι; το δικαίωμα) και τον άφηνε να βουρλίζεται χωρίς καμία επίβλεψη (и оставляла его = позволяла ему буянить без всякого надзора; βουρλίζομαι). Η γειτονιά τον φοβότανε (соседи боялись его; η γειτονιά — соседство; квартал; соседи) και το καταριότανε (и проклинали; καταριέμαι). Στο σχολείο ήταν ανακατωμένος (в школе он был замешан) σ’ όλες τις βρώμικες δουλειές (во всех грязных делах; η δουλειά). Όλο το Αργοστόλι τον ήξερε (его знал весь Аргостоли) κ’ η φήμη του έφτανε ως το Ληξούρι (слава о нем доходила до Ликсури; φτάνω). Τα πιο ύποπτα πρόσωπα των δύο λιμανιών (самые подозрительные лица из двух портов; το πρόσωπο; το λιμάνι) ήτανε φίλοι του και παρέα του (были его друзьями и компанией). Φαίνεται (кажется) πως έλαβε μέρος και σε λαθρεμπόρια (что он участвовал в контрабанде; λαμβάνω — брать, получать; το μέρος — часть; λαμβάνω μέρος; το λαθρεμπόριο) και σε κλεψιές (и кражах; η κλεψιά).
Θαρρείς και η βλαστήμια έπιασε κι ο κακορίζικος Μεμάς ήτανε γεμάτος διαβόλους που πληθαίνανε απεριόριστα με το πέρασμα του καιρού. Όσο ήτανε παιδί, βασάνισε ακατάπαυστα το σπιτικό του και δεν παρέλειψε καμία ευκαιρία να κάνει τη μητέρα του να κλάψει. Η καημένη η χήρα είχε παραιτηθεί από όλα τα μητρικά δικαιώματα της και τον άφηνε να βουρλίζεται χωρίς καμία επίβλεψη. Η γειτονιά τον φοβότανε και το καταριότανε. Στο σχολείο ήταν ανακατωμένος σ’ όλες τις βρώμικες δουλειές. Όλο το Αργοστόλι τον ήξερε κ’ η φήμη του έφτανε ως το Ληξούρι. Τα πιο ύποπτα πρόσωπα των δύο λιμανιών ήτανε φίλοι του και παρέα του. Φαίνεται πως έλαβε μέρος και σε λαθρεμπόρια και σε κλεψιές.
Σαν ήρθανε μια φορά (когда пришли однажды; έρχομαι), εξαιτίας του (из-за него), οι χωροφύλακες (жандармы; ο χωροφύλακας) να κάνουν έρευνα στο σπίτι (чтобы обыскать дом: «сделать расследование в доме») και τον κουβαλούσανε κι αυτόν (и тащили его; κουβαλώ(α)) με τις χειροπέδες (в наручниках; οι χειροπέδες (только мн.ч.)), η μητέρα του έπεσε ξύλο κομμάτι (его мать слегла: «упала куском дерева»; πέφτω) κ’ έβαλε μέρες να συνέρθει (и понадобилось /много/ дней, чтобы /она/ пришла в себя/выздоровела: «положила дни, чтобы выздороветь»; βάζω — класть; συνέρχομαι). Τέτοια ντροπή (такой стыд) δεν της είχε συμβεί (не происходил с ней; συμβαίνω) άλλη φορά στη ζωή της (другой раз в жизни = такого стыда она не видела еще в своей жизни). Του είπε τότε (тогда /она/ сказала ему) να το βρει από το Θεό (что Бог его за все накажет: «чтобы /он/ нашел от Бога»; идиом. απ’τοΘεόνατοβρεις — Бог тебе воздаст за твои поступки (как за хорошие, так и за плохие — в зависим. от контекста); βρίσκω). Ύστερα μετάνιωσε (потом /она/ раскаялась /в своих словах/; μετανιώνω) και χτυπιότανε εμπρός στο εικονοστάσι (и убивалась перед иконостасом; χτυπιέμαι — страдать; убиваться; τοεικονοστάσι) και παρακαλούσε το Θεό (и умоляла Господа; παρακαλώ) μην τύχει κι ακούσει το λόγο (чтобы /он/ случайно не услышал слова: «чтобы не случилось и /он/ услышал слова»; τυχαίνω) που είχε προφέρει μες στην οργή της (которые /она/ произнесла в гневе; προφέρω). Ελπίδες όμως πολλές δεν είχε (впрочем, /она/ не возлагала больших надежд: «не имела больших надежд»; ηελπίδα) για τα μελλούμενα του γιού της (на будущее своего сына; ταμελλούμενα/τομέλλον — будущее).
Σαν ήρθανε μια φορά, εξαιτίας του, οι χωροφύλακες να κάνουν έρευνα στο σπίτι και τον κουβαλούσανε κι αυτόν με τις χειροπέδες, η μητέρα του έπεσε ξύλο κομμάτι κ’ έβαλε μέρες να συνέρθει. Τέτοια ντροπή δεν της είχε συμβεί άλλη φορά στη ζωή της. Του είπε τότε να το βρει από το Θεό. Ύστερα μετάνιωσε και χτυπιότανε εμπρός στο εικονοστάσι και παρακαλούσε το Θεό μην τύχει κι ακούσει το λόγο που είχε προφέρει μες στην οργή της. Ελπίδες όμως πολλές δεν είχε για τα μελλούμενα του γιού της.
Με τον καιρό όλοι το είχανε πάρει απόφαση (со временем все смирились с тем: «приняли решение»; το παίρνω απόφαση — решаться; примиряться; смиряться) πως τίποτα καλό δεν έμελλε να βγει απ’ αυτόν (что ничего хорошего из него не выйдет: «ничего хорошего не предстояло, чтобы из него вышло»; βγαίνω; μέλλει — предстоит), παρά μονάχα σκοτούρες (/ничего/ кроме только хлопот; η σκοτούρα), σκάνδαλα (скандалы; το σκάνδαλο) κ’ ίσως και καμιά μεγάλη συμφορά (а возможно, и какое-нибудь большое несчастье). Για τούτο (поэтому) όταν άρχισε να τον τραβά κι αυτόν ο αέρας της θάλασσας (когда и его позвал морской ветер: «начал тянуть и его морской ветер»; τραβώ(α)) και δήλωσε πως ήθελε να φύγει με τα βαπόρια (и /он/ заявил, что хочет уйти /в море/ на пароходах; φεύγω; το βαπόρι), το σπιτικό αισθάνθηκε κάποια ξαλάφρωση (/его/ домашние почувствовали некоторое облегчение). Κίνησε σκυθρωπός (мрачный /он/ двинулся /в путь/; κινώ(ε)) και δεν είχε στο νου του να ξαναγυρίσει (и не собирался возвращаться: «не имел в уме возвратиться»; ο νους; ξαναγυρίζω).
Με τον καιρό όλοι το είχανε πάρει απόφαση πως τίποτα καλό δεν έμελλε να βγει απ’ αυτόν, παρά μονάχα σκοτούρες, σκάνδαλα κ’ ίσως και καμιά μεγάλη συμφορά. Για τούτο όταν άρχισε να τον τραβά κι αυτόν ο αέρας της θάλασσας και δήλωσε πως ήθελε να φύγει με τα βαπόρια, το σπιτικό αισθάνθηκε κάποια ξαλάφρωση. Κίνησε σκυθρωπός και δεν είχε στο νου του να ξαναγυρίσει.
Άρχισε τότε να γυρνά (тогда /он/ начал скитаться; γυρνώ(α)) από λιμάνι σε λιμάνι (из гавани в гавань) κι από ωκεανό σε ωκεανό (и из океана в океан; ο ωκεανός) με τα μεγάλα κεφαλλονίτικα φορτηγά (на больших кефалонийских грузовых судах; το φορτηγό — грузовик; морск. грузовое судно, транспόрт), ακολουθώντας μηχανικά το ρεύμα της δουλειάς (механически следуя за течением работы; το ρεύμα). Έτσι σεργιάνισε αρκετούς τόπους (таким образом, /он/ посетил много мест: «прогулялся по многим местам»; σεργιανίζω — гулять) και γνώρισε παράξενους ανθρώπους (и познакомился со странными людьми) και πολλές και διάφορες ηδονές (и со множеством разных наслаждений: «многими и разными наслаждениями»; η ηδονή). Είδε το περιβόητο φίδι της θάλασσας (/он/ видел пресловутого морского змея; το φίδι), που έκανε μάλιστα τρείς φορές το γύρο του πλοίου του (который, к тому же, проплыл три раза вокруг корабля: «сделал три раза круг корабля»; ο γύρος — круг; το πλοίο). Αυτό συνέβηκε στον κόλπο της Βεγγάλης (это произошло в Бенгальском заливе; συμβαίνω). Το φίδι ήτανε πρασινωπό (змей был зеленоватого цвета) κ’ είχε μήκος ίσαμε εκατό μέτρα (и длиной до ста метров: «имел длину до ста метров»). Όλο το πλήρωμα ανέβηκε στην κουβέρτα (вся команда поднялась на палубу; ανεβαίνω) και το είδε (и увидела его). Κατόπι πήγανε στην Καλκούτα (потом они отправились в Калькутту) και το λέγανε (и рассказывали об этом) και κανείς δεν τους πίστευε (но никто им не верил; πιστεύω). Μέσα σ’ όλα αυτά (среди всего этого) ο Μεμάς πήρε κ’ ένα δίπλωμα εμποροπλοιάρχου (Мемас получил диплом капитана торгового флота; ο πλοίαρχος — капитан; το εμπόριο — торговля; ο εμποροπλοίαρχος), μα δεν τον ωφέλησε και πολύ στη σταδιοδρομία του (но он не очень ему помог в его карьере; ωφελώ — бытьполезным; помогать).
Άρχισε τότε να γυρνά από λιμάνι σε λιμάνι κι από ωκεανό σε ωκεανό με τα μεγάλα κεφαλλονίτικα φορτηγά, ακολουθώντας μηχανικά το ρεύμα της δουλειάς. Έτσι σεργιάνισε αρκετούς τόπους και γνώρισε παράξενους ανθρώπους και πολλές και διάφορες ηδονές. Είδε το περιβόητο φίδι της θάλασσας, που έκανε μάλιστα τρείς φορές το γύρο του πλοίου του. Αυτό συνέβηκε στον κόλπο της Βεγγάλης. Το φίδι ήτανε πρασινωπό κ’ είχε μήκος ίσαμε εκατό μέτρα. Όλο το πλήρωμα ανέβηκε στην κουβέρτα και το είδε. Κατόπι πήγανε στην Καλκούτα και το λέγανε και κανείς δεν τους πίστευε. Μέσα σ’ όλα αυτά ο Μεμάς πήρε κ’ ένα δίπλωμα εμποροπλοιάρχου, μα δεν τον ωφέλησε και πολύ στη σταδιοδρομία του.
Κάποτε (однажды: «когда-то») βαρέθηκε τους Κεφαλλονίτες (кефалонийцы ему наскучили) και πήγε (пошел) και διορίστηκε υποπλοίαρχος (и определился помощником капитана; διορίζομαι) σ’ ένα αιγυπτιακό βαπόρι (на египетский пароход) που λεγότανε Ασράφ (который назывался Азраф). Ήταν ένα βρωμερό και πανάρχαιο βαπόρι (это был грязный и очень старый: «древнейший» пароход), ίσαμε χίλιους πεντακόσιους τόνους (до тысячи пятисот тонн = тоннажем в тысячу пятьсот тонн; ο τόνος), που έκανε το λαθρεμπόριο του χασίς (который занимался контрабандой гашиша) στα λιμάνια της Ερυθρής Θάλασσας (в портах Красного моря) και κυρίως από το Σουέζ στο Τζιμπουτί (главным образом, из Суэца в Джибути), στη Μόκα και στο Άντεν (Мекку и Аден). Ο πλοίαρχος κι ολόκληρο το πλήρωμα ήταν Αιγύπτιοι (капитан и весь экипаж были египтянами; Αιγύπτιος). Καμιά φορά (иногда) φορτώνανε και όπλα (/они/ грузили оружие; φορτώνω; το όπλο) για τους φυλάρχους της Αραβίας και της Αβησσυνίας (для вождей племен Аравии и Абиссинии; η φυλή — племя; ο φύλαρχος), μα οι κυριότερες δουλειές τους (но основные их работы) γινότανε με το χασίς (происходили с гашишем = но главным образом, они занимались контрабандой гашиша). Στο βαπόρι αυτό (на этом пароходе) του συνέβηκε του Μεμά (произошло с Мемасом) ένα γεγονός αξιοσημείωτο (примечательное событие; σημειώνω — замечать).
Κάποτε βαρέθηκε τους Κεφαλλονίτες και πήγε και διορίστηκε υποπλοίαρχος σ’ ένα αιγυπτιακό βαπόρι που λεγότανε Ασράφ. Ήταν ένα βρωμερό και πανάρχαιο βαπόρι, ίσαμε χίλιους πεντακόσιους τόνους, που έκανε το λαθρεμπόριο του χασίς στα λιμάνια της Ερυθρής Θάλασσας και κυρίως από το Σουέζ στο Τζιμπουτί, στη Μόκα και στο Άντεν. Ο πλοίαρχος κι ολόκληρο το πλήρωμα ήταν Αιγύπτιοι. Καμιά φορά φορτώνανε και όπλα για τους φυλάρχους της Αραβίας και της Αβησσυνίας, μα οι κυριότερες δουλειές τους γινότανε με το χασίς. Στο βαπόρι αυτό του συνέβηκε του Μεμά ένα γεγονός αξιοσημείωτο.
Μια μέρα, στο Τζιμπουτί (однажды, в Джибути), χώθηκαν μες στο αμπάρι του Ασράφ (пробрались в трюм Азрафа; χώνω — засовывать; χώνομαι — залезать; прятаться) δύο μικροί λαθρεπιβάτες (два маленьких безбилетника; λαθραίος — тайный; ο επιβάτης — пассажир). Ήτανε δύο Γαλλόπαιδα (/это/ были два французских подростка: «французских ребенка»), αδέλφια (брат и сестра; τα αδέλφια — собир. братья и сестры), ένα αγόρι κ’ ένα κορίτσι (мальчик и девочка), το κορίτσι ως δέκα εφτά ή δέκα οχτώ χρονών (девочке /было/ примерно семнадцать-восемнадцать лет) και το αγόρι ως δεκάξι (а мальчику — примерно шестнадцать). Έφευγαν κρυφά και χωρίς χρήματα (/они/ бежали тайно и без денег), από τη γαλλική Σομαλία (из французского Сомали) και ζητούσανε, φαίνεται (и хотели, казалось), να γυρίσουνε στην πατρίδα τους (вернуться на родину; γυρίζω). Είχανε πληροφορηθεί πως το Ασράφ πήγαινε στο Σουέζ (/они/ выяснили: «/они/ были проинформированы» о том, что Азраф шел в Суэц; πληροφορούμαι), μα δεν ήξεραν τι είδος καράβι ήτανε (но /они/ не знали, что это был за корабль: «какого вида был корабль»; το είδος) και τι ανθρώπους είχε μέσα (и что за люди были у него на борту: «каких людей /он/ имел внутри»).
Μια μέρα, στο Τζιμπουτί, χώθηκαν μες στο αμπάρι του Ασράφ δύο μικροί λαθρεπιβάτες. Ήτανε δύο Γαλλόπαιδα, αδέλφια, ένα αγόρι κ’ ένα κορίτσι, το κορίτσι ως δέκα εφτά ή δέκα οχτώ χρονών και το αγόρι ως δεκάξι. Έφευγαν κρυφά και χωρίς χρήματα, από τη γαλλική Σομαλία και ζητούσανε, φαίνεται, να γυρίσουνε στην πατρίδα τους. Είχανε πληροφορηθεί πως το Ασράφ πήγαινε στο Σουέζ, μα δεν ήξεραν τι είδος καράβι ήτανε και τι ανθρώπους είχε μέσα.
Δεν άργησαν να το μάθουν (очень скоро они об этом узнали: «/они/ не опоздали узнать об этом»; μαθαίνω; αργώ(ε)). Τη νύχτα, ενώ το βαπόρι ταξίδευε προς το βορρά (ночью, пока пароход шел: «путешествовал» на север; ο βορράς), οι Αιγύπτιοι ανακάλυψαν τα δύο παιδιά (египтяне обнаружили двух детей; ανακαλύπτω). Τα έσυραν στο κατάστρωμα έξαλλοι (/они/, обезумевшие, вытащили их на палубу; σέρνω; το κατάστρωμα), ξεφωνίζοντας όλοι μαζί (выкрикивая в один голос: «все вместе»; ξεφωνίζω) λόγια αισχρά (непристойные слова). Τα παιδιά (дети), πελιδνά από τον τρόμο (мертвенно-бледные от страха; ο τρόμος) και μισολιγοθυμισμένα (в полуобморочном состоянии; το μισό — половина; λιγοθυμώ/λιποθυμώ — падать в обморок, лишаться чувств), δεν τόλμησαν να αντισταθούν (не посмели сопротивляться; αντιστέκομαι; τολμώ(α)). Τότε ο Άραβας πλοίαρχος (тогда капитан-араб) πήρε δικαιωματικά το αγόρι στην καμπίνα του (забрал по праву в свою каюту мальчика; το δικαίωμα — право) και ο Μεμάς πήρε το κορίτσι (забрал девочку). Τα κράτησαν όση ώρα ήθελαν (/они/ продержали их /у себя/, сколько захотели: «сколько времени хотели»; κρατάω) κ’ ύστερα (а затем) τα παραδώσανε στους άντρες του πληρώματος (передали их членам экипажа; παραδίδω; ο άντρας; το πλήρωμα) που περίμεναν τη σειρά τους (которые ждали своей очереди) μουγγρίζοντας απειλητικά (рыча угрожающе; μουγγρίζω; απειλώ — угрожать), σαν ένα κοπάδι (словно стадо) πειναλέα αγρίμια (умирающих с голоду зверей; η πείνα —голод; το αγρίμι).
Δεν άργησαν να το μάθουν. Τη νύχτα, ενώ το βαπόρι ταξίδευε προς το Βοριά, οι Αιγύπτιοι ανακάλυψαν τα δύο παιδιά. Τα έσυραν στο κατάστρωμα έξαλλοι, ξεφωνίζοντας όλοι μαζί λόγια αισχρά. Τα παιδιά, πελιδνά από τον τρόμο και μισολιγοθυμισμένα, δεν τόλμησαν να αντισταθούν. Τότε ο Άραβας πλοίαρχος πήρε δικαιωματικά το αγόρι στην καμπίνα του και ο Μεμάς πήρε το κορίτσι. Τα κράτησαν όση ώρα ήθελαν κ’ ύστερα τα παραδώσανε στους άντρες του πληρώματος που περίμεναν τη σειρά τους μουγγρίζοντας απειλητικά, σαν ένα κοπάδι πειναλέα αγρίμια.
Έγινε όλη νύχτα στην αστροφεγγιά (всю ночь продолжалась при свете звезд; φέγγω — светить) ένα φριχτό αραβικό όργιο (ужасная арабская оргия; το όργιο). Στο τέλος το αγόρι άρπαξε ένα μαχαίρι (под конец, мальчик схватил нож; αρπάζω; το μαχαίρι) και το έμπηξε στο λάρυγγά του (и воткнул его себе в горло; ο λάρυγγας; μπήγω). Έμεινε νεκρό στο τόπο (он умер на месте: «остался мертвым на месте»). Μες στη σύγχυση που ακολούθησε (в смятении, которое последовало /за этим/; ακολουθώ), η νέα Γαλλίδα πρόφτασε (юная француженка успела; προφτάνω) και ρίχτηκε στη θάλασσα (и бросилась в море; ρίχνομαι). Ο Μεμάς την είδε να πέφτει (Мемас увидел, как /она/ упала) και να χάνεται (и потерялась /из виду/). Έσκυψε από την κουπαστή (он свесился с планшира; σκύβω) κ’ είδε τη θάλασσα που φωσφόριζε (и увидел, как светилось море: «увидел море, которое фосфоресцировало»; φωσφορίζω) καθώς την έσκιζε το πλοίο (рассекаемое кораблем: «пока его рассекал корабль»; σκίζω), σα να την έφεγγαν προβολείς από το βυθό (словно его освещали прожекторы из глубины; ο προβολέας; ο βυθός).
Έγινε όλη νύχτα στην αστροφεγγιά ένα φριχτό αραβικό όργιο. Στο τέλος το αγόρι άρπαξε ένα μαχαίρι και το έμπηξε στο λάρυγγά του. Έμεινε νεκρό στο τόπο. Μες στη σύγχυση που ακολούθησε, η νέα Γαλλίδα πρόφτασε και ρίχτηκε στη θάλασσα. Ο Μεμάς την είδε να πέφτει και να χάνεται. Έσκυψε από την κουπαστή κ’ είδε τη θάλασσα που φωσφόριζε καθώς την έσκιζε το πλοίο, σα να την έφεγγαν προβολείς από το βυθό.
Μάντεψε πιο πέρα τους καρχαρίες (немного дальше /он/ различил: «угадал» акул; μαντεύω — предсказывать; угадывать; ο καρχαρίας) που συνοδεύανε το Ασράφ (которые сопровождали Азраф; συνοδεύω) σαν τιμητική φρουρά (словно почетный караул). Δίπλα του ένας ναύτης γέλασε (рядом с ним один матрос засмеялся; γελώ(α)). Τα πελώρια άσπρα δόντια του (его огромные белые зубы; το δόντι) γυαλίσανε κοροϊδευτικά μερικές στιγμές (издевательски сверкали несколько мгновений; γυαλίζω) στο φωτερό σκοτάδι (в сияющей мгле). Δεν υπήρχαν, βέβαια (не было, конечно), πολλές ελπίδες (больших надежд /на то/) να σωθεί από το θάνατο ένα νέο κορίτσι (что спасется от смерти юная девочка; σώνομαι; ο θάνατος), τρελό από τον τρόμο και τη φρίκη (обезумевшая от страха и ужаса), που κολυμπούσε νύχτα (которая плыла ночью; κολυμπώ(α)), στα ανοιχτά της Ερυθρής Θάλασσας (в открытых /водах/ Красного моря), ανάμεσα σ’ ένα μάτσο καρχαρίες (среди стаи акул; το μάτσο — пучок, связка; также используется для обозначения чего-либо в большом количестве (разг.)).
Μάντεψε πιο πέρα τους καρχαρίες που συνοδεύανε το Ασράφ σαν τιμητική φρουρά. Δίπλα του ένας ναύτης γέλασε. Τα πελώρια άσπρα δόντια του γυαλίσανε κοροϊδευτικά μερικές στιγμές στο φωτερό σκοτάδι. Δεν υπήρχαν, βέβαια, πολλές ελπίδες να σωθεί από το θάνατο ένα νέο κορίτσι, τρελό από τον τρόμο και τη φρίκη, που κολυμπούσε νύχτα, στα ανοιχτά της Ερυθρής Θάλασσας, ανάμεσα σ’ ένα μάτσο καρχαρίες.
Περάσανε ίσως δύο χρόνια (прошло около двух лет: «прошло, возможно, два года»). Μιαν άλλη μέρα το απαίσιο πλοίο παρουσιάστηκε (однажды отвратительное судно прибыло; παρουσιάζομαι), κουνιστό και λυγιστό (как ни в чем не бывало: «качающийся и гнущийся»; идиом. κουνιστός και λυγιστός — 1. вертлявый; 2. делающий что-либо как ни в чем не бывало), στον κόλπο της Νεάπολης (в Неапольский залив). Έφερνε στην Ιταλία (/оно/ везло в Италию) ένα τίμιο φορτίο χουρμάδες (почтенный груз фиников) κ’ έμοιαζε πολύ περήφανο (и, кажется, очень гордилось: «казалось очень гордым») για την τιμιότητά του (своей порядочностью). Το ίδιο βράδυ (в тот же вечер) ο πλοίαρχος και ο υποπλοίαρχος βγήκανε στην πολιτεία (капитан и помощник капитана сошли в город) να δειπνήσουνε σαν άνθρωποι καθώς πρέπει (чтобы пообедать, как приличные люди; καθώς πρέπει — как подобает; нескл. прил. — приличный, достойный). Έτσι τους ήρθε η όρεξη (вот захотелось им), εκείνο το βράδυ (в тот вечер), να δοκιμάσουνε τις απολαύσεις της καθωσπρεποσύνης (испытать удовольствия благопристойности; δοκιμάζω). Ο Μεμάς είχε φορέσει (Мемас надел; φορώ(α)) την πιο ωραία λινή φορεσιά του (свой самый красивый льняной костюм) κ’ είχε πάρει, για την περίσταση (и принял, по этому случаю), το πιο λορδικό του ύφος (свой самый аристократический: «лордский» вид).
Περάσανε ίσως δύο χρόνια. Μιαν άλλη μέρα το απαίσιο πλοίο παρουσιάστηκε, κουνιστό και λυγιστό, στον κόλπο της Νεάπολης. Έφερνε στην Ιταλία ένα τίμιο φορτίο χουρμάδες κ’ έμοιαζε πολύ περήφανο για την τιμιότητά του. Το ίδιο βράδυ ο πλοίαρχος και ο υποπλοίαρχος βγήκανε στην πολιτεία να δειπνήσουνε σαν άνθρωποι καθώς πρέπει. Έτσι τους ήρθε η όρεξη, εκείνο το βράδυ, να δοκιμάσουνε τις απολαύσεις της καθωσπρεποσύνης. Ο Μεμάς είχε φορέσει την πιο ωραία λινή φορεσιά του κ’ είχε πάρει, για την περίσταση, το πιο λορδικό του ύφος.
Τράβηξαν προς τη Σάντα Λουτσία (они направились в Санта Лучию; τραβώ(α) — тянуть; идти, направляться) και στρώθηκαν με πολλή επισημότητα (и устроились со всей: «большой» официальностью; στρώνομαι) σ’ ένα ανθοστόλιστο υπαίθριο εστιατόριο της προκυμαίας (в одном прибрежном украшенном цветами ресторане под открытым небом; το άνθος — цветок; στολίζω — украшать; η προκυμαία — набережная) αντίκρυ στο Καστέλλο ντελ’Οβο (напротив Кастелло дель Ово). Τους άρεσε το περιβάλλον (им понравилось окружение; αρέσω). Το πλήθος ήτανε βοερό και χαρούμενο (толпа была шумной и веселой), η μουσική ελαφριά και γλυκιά (музыка — легкой и приятной). Το ίδιο ελαφριά και γλυκιά ήτανε κ’ η νύχτα (такой же легкой и приятной была ночь), κ’ η θάλασσα ήμερη (а море — спокойным) σαν τις ψυχές τους (как и их души). Τα φώτα της ακτής λαμπύριζαν παιχνιδιάρικα (береговые огни игриво поблескивали) στην επιφάνεια του νερού (на поверхности воды) και στα κρυστάλλινα ποτήρια (и в хрустальных бокалах). Το κρασί της Ιταλίας τους ανέβηκε γρήγορα στο κεφάλι (вино Италии быстро ударило им в голову: «поднялось им в голову») κ’ η ζωή έγινε ωραία (и жизнь стала замечательной).
Τράβηξαν προς τη Σάντα Λουτσία και στρώθηκαν με πολλή επισημότητα σ’ ένα ανθοστόλιστο υπαίθριο εστιατόριο της προκυμαίας αντίκρυ στο Καστέλλο ντελ’Οβο. Τους άρεσε το περιβάλλον. Το πλήθος ήτανε βοερό και χαρούμενο, η μουσική ελαφριά και γλυκιά. Το ίδιο ελαφριά και γλυκιά ήτανε κ’ η νύχτα, κ’ η θάλασσα ήμερη σαν τις ψυχές τους. Τα φώτα της ακτής λαμπύριζαν παιχνιδιάρικα στην επιφάνεια του νερού και στα κρυστάλλινα ποτήρια. Το κρασί της Ιταλίας τους ανέβηκε γρήγορα στο κεφάλι κ’ η ζωή έγινε ωραία.
Δεν έβλεπαν πολύ καθαρά (они не очень четко различали: «видели») τα πρόσωπα που τους τριγύριζαν (лица, которые их окружали). Ο Μεμάς, ωστόσο, πρόσεξε μια γυναίκα (Мемас, впрочем, заметил одну женщину). Την είδε μια στιγμή (/он/ увидел ее в /тот/ момент) που τον κοίταξε κατάματα (когда она посмотрела ему прямо в глаза), ύστερα την έχασε (затем потерял ее /из виду/), ύστερα την ξαναείδε (затем увидел вновь). Δεν κατάλαβε τι ήτανε (/он/ не понял, кем /она/ была). Σερβιτόρα ίσως (возможно, официанткой) ή πωλήτρια λουλουδιών (или продавщицей цветов) ή κάτι παραπλήσιο (или чем-то в этом роде: «чем-то близким»). Κάποια υπηρεσία (какую-то службу) είχε στο εστιατόριο (/она/ имела в ресторане = /она/ работала кем-то в ресторане). Η νέα Γαλλίδα του Τζιμπουτί είχε, βέβαια, χαθεί (юная француженка из Джибути, конечно, пропала) στα ανοιχτά της Ερυθρής Θάλασσας (в открытых /водах/ Красного моря), δεν υπήρχε καμία αμφιβολία (не было никаких сомнений) πως ήτανε πεθαμένη από καιρό (/в том/, что /она/ уже долгое время была мертва), μα αυτή της έμοιαζε αρκετά (но эта /девушка/ была на нее очень похожа). Μόνο που τα μαλλιά της είχαν αλλάξει χρώμα (только ее волосы изменили цвет) κι από μελαχρινά είχανε γίνει κατάξανθα (и из темных стали белокурыми). Και το ύφος της (/да/ и вид у нее) ήταν πολύ αλλιώτικο (был совершенно другим: «очень отличным»), ήταν ώριμο (зрелым), θεληματικό (нарочитым) και τραχύ (резким/грубым).
Δεν έβλεπαν πολύ καθαρά τα πρόσωπα που τους τριγύριζαν. Ο Μεμάς, ωστόσο, πρόσεξε μια γυναίκα. Την είδε μια στιγμή που τον κοίταξε κατάματα, ύστερα την έχασε, ύστερα την ξαναείδε. Δεν κατάλαβε τι ήτανε. Σερβιτόρα ίσως ή πωλήτρια λουλουδιών ή κάτι παραπλήσιο. Κάποια υπηρεσία είχε στο εστιατόριο. Η νέα Γαλλίδα του Τζιμπουτί είχε, βέβαια, χαθεί στα ανοιχτά της Ερυθρής Θάλασσας, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως ήτανε πεθαμένη από καιρό, μα αυτή της έμοιαζε αρκετά. Μόνο που τα μαλλιά της είχαν αλλάξει χρώμα κι από μελαχρινά είχανε γίνει κατάξανθα. Και το ύφος της ήταν πολύ αλλιώτικο, ήταν ώριμο, θεληματικό και τραχύ.
Δεν μπορούσε βέβαια να είναι αυτή (конечно, невозможно, чтобы это была она: «не могло, конечно, чтобы /это/ была она»), μα ήτανε οπωσδήποτε μια γυναίκα (но /это/ точно была женщина) που τον ήξερε (которая его знала), που τον αναγνώρισε (которая его узнала; αναγνωρίζω), που κάτι ζητούσε απ’ αυτόν (которая что-то от него требовала; ζητώ(α)). Μια γυναίκα (женщина)… Ποια γυναίκα (какая женщина); Έξαφνα ο Μεμάς κατάλαβε (внезапно Мемас понял), το ελαφρό μεθύσι του διαλύθηκε ολότελα (его легкое опьянение полностью рассеялось; διαλύομαι) από τη μια στιγμή στη άλλη (моментально: «с мига на другой»). Είδε ολοκάθαρα (/он/ отчетливо увидел) τι συνέβαινε (что происходит: «происходило») και τεντώθηκε (и выпрямился: «вытянулся»; τεντώνομαι), τραχύς κι αυτός (тоже резко: «резкий и сам»), στο προσκλητήριο της μοίρας (навстречу вызову судьбы).
Δεν μπορούσε βέβαια να είναι αυτή, μα ήτανε οπωσδήποτε μια γυναίκα που τον ήξερε, που τον αναγνώρισε, που κάτι ζητούσε απ’ αυτόν. Μια γυναίκα… Ποια γυναίκα; Έξαφνα ο Μεμάς κατάλαβε, το ελαφρό μεθύσι του διαλύθηκε ολότελα από τη μια στιγμή στη άλλη. Είδε ολοκάθαρα τι συνέβαινε και τεντώθηκε, τραχύς κι αυτός, στο προσκλητήριο της μοίρας.
Η Γαλλίδα ήταν εκεί, μπροστά του (там, перед ним, была француженка), αγέρωχη (надменная), σκληρή (жестокая), αστραφτερή από μίσος (сверкающая ненавистью; αστράφτω) και οπλισμένη μ’ ένα περίστροφο (и вооруженная револьвером; το όπλο — оружие; το περίστροφο). Τον κοίταξε πάλι βαθιά στα μάτια μερικές στιγμές (/она/ опять посмотрела ему пристально: «глубоко» в глаза несколько мгновений). Κατόπι σήκωσε το όπλο (потом подняла оружие; σηκώνω) με σίγουρο χέρι (уверенной рукой) και το άδειασε (и разрядила его; αδειάζω) στα στήθη και στο κεφάλι του Αιγύπτιου (в грудь и голову египтянина; το στήθος).
Η Γαλλίδα ήταν εκεί, μπροστά του, αγέρωχη, σκληρή, αστραφτερή από μίσος και οπλισμένη μ’ ένα περίστροφο. Τον κοίταξε πάλι βαθιά στα μάτια μερικές στιγμές. Κατόπι σήκωσε το όπλο με σίγουρο χέρι και το άδειασε στα στήθη και στο κεφάλι του Αιγύπτιου.
Ο πλοίαρχος σωριάστηκε νεκρός (капитан упал замертво: «обрушился мертвый»; σωριάζομαι). Ο Γεράσιμος Ιερωνυμάτος δεν καταδέχτηκε (Герасим Иерониматос счел ниже своего достоинства: «не соизволил»; καταδέχομαι — соблаговолить; снизойти; δεν καταδέχομαι — считать ниже своего достоинства) να προφυλάξει τη ζωή του (защищать свою жизнь: «сберечь свою жизнь»; προφυλάσσω). Φέρθηκε πολύ καλά (/он/ повел себя очень хорошо; φέρνομαι), σαν Εφτανησιώτης άρχοντας (как дворянин с Ионических островов) και σαν αληθινός ναυτικός (и как настоящий моряк). Ολόρθος (выпрямившись: «прямой»), σε στάση προσοχής (внимательно: «в позе внимания»), περίμενε τη σειρά του (он ждал свой очереди). Η σειρά του δεν ήρθε (его черед не наступил; έρχομαι). Η μουσική κόπασε μονομιάς (музыка тотчас смолкла; κοπάζω) κ’ έγινε ολόγυρα μεγάλη φασαρία (вокруг началась: «случилась» большая суматоха) και τσαλαπάτημα (и топтание). Είδε καρέκλες να αναποδογυρίζονται (/он/ увидел, как опрокидываются стулья) κι άκουσε ξεφωνητά γυναικών (услышал женские крики: «крики женщин») και γυαλικά που σπάζανε (/звук/ разбивающейся стеклянной посуды: «стеклянную посуду, которая разбивалась»; σπάζω). Κατόπι, μπήκανε στη μέση οι καραμπινιέροι (затем, вмешались карабинеры: «вошли в середину»; μπαίνω στη μέση — вмешиваться) και σύρανε στο τμήμα (и уволокли в участок; σέρνω) καμιά εικοσαριά ανθρώπους (человек двадцать: «какую-нибудь двадцатку человек») και το Μεμά επί κεφαλής (во главе с Мемасом).
Ο πλοίαρχος σωριάστηκε νεκρός. Ο Γεράσιμος Ιερωνυμάτος δεν καταδέχτηκε να προφυλάξει τη ζωή του. Φέρθηκε πολύ καλά, σαν Εφτανησιώτης άρχοντας και σαν αληθινός ναυτικός. Ολόρθος, σε στάση προσοχής, περίμενε τη σειρά του. Η σειρά του δεν ήρθε. Η μουσική κόπασε μονομιάς κ’ έγινε ολόγυρα μεγάλη φασαρία και τσαλαπάτημα. Είδε καρέκλες να αναποδογυρίζονται κι άκουσε ξεφωνητά γυναικών και γυαλικά που σπάζανε. Κατόπι, μπήκανε στη μέση οι καραμπινιέροι και σύρανε στο τμήμα καμιά εικοσαριά ανθρώπους και το Μεμά επί κεφαλής
Έγινε μεγάλη δίκη στη Νεάπολη (в Неаполе состоялся громкий судебный процесс: «большой суд»), ήρθε κ’ ένας ξακουστός δικηγόρος από τη Ρώμη (приехал даже один знаменитый адвокат из Рима). Όλες οι εφημερίδες δημοσίευσαν (все газеты опубликовали; δημοσιεύω) τη φωτογραφία της κοπέλας (фотографию девушки) και λεπτομέρειες της ιστορίας της (и подробности ее истории; η λεπτομέρεια). Το δικαστήριο την απάλλαξε πανηγυρικά (суд ее торжественно оправдал; απαλλάσσω) κ’ έστειλε το Μεμά δύο χρόνια φυλακή (а Мемаса отправил на два года в тюрьму). Τον ελευθέρωσαν, άλλωστε (впрочем, освободили его), σε δέκα οχτώ μήνες (через восемнадцать месяцев) και δεν μπορεί να πει κανείς (да и нельзя сказать: «никто не может сказать») πως κακοπέρασε και πολύ (что /он/ очень плохо провел время; κακοπερνώ).
Έγινε μεγάλη δίκη στη Νεάπολη, ήρθε κ’ ένας ξακουστός δικηγόρος από τη Ρώμη. Όλες οι εφημερίδες δημοσίευσαν τη φωτογραφία της κοπέλας και λεπτομέρειες της ιστορίας της. Το δικαστήριο την απάλλαξε πανηγυρικά κ’ έστειλε το Μεμά δύο χρόνια φυλακή. Τον ελευθέρωσαν, άλλωστε, σε δέκα οχτώ μήνες και δεν μπορεί να πει κανείς πως κακοπέρασε και πολύ.
Με το ευγενικό του παρουσιαστικό (из-за его благородной внешности) και τους καλούς του τρόπους (хороших манер) και με την άριστη συμπεριφορά του (и примерного поведения), κατάφερε (/ему/ удалось) και τον πήρανε οι φύλακές του από καλό μάτι (расположить к себе стражников: «чтобы стражники взяли его на хорошем глазу»; παίρνω από καλό μάτι — быть расположенным к кому-то, быть у кого-то на хорошем счету; ο φύλακας) και σαν έφυγε (и когда /он/ уходил) του έκαναν και κομπλιμέντα (/они/ ему даже комплименты говорили). Το κακό είναι πως (плохо было /только/, что), ύστερα από την καταδίκη του (после обвинительного приговора), οι ελληνικές αρχές (греческие власти; η αρχή — начало; власть) ακυρώσανε το δίπλωμά του (аннулировали его диплом; ακυρώνω) και σα γύρισε στην πατρίδα (и когда /он/ вернулся на родину; γυρίζω) δεν ήτανε πια παρά ένας απλός ναύτης (/он/ не был ничем иным, кроме как простым моряком).
Με το ευγενικό του παρουσιαστικό και τους καλούς του τρόπους και με την άριστη συμπεριφορά του, κατάφερε και τον πήρανε οι φύλακές του από καλό μάτι και σαν έφυγε του έκαναν και κομπλιμέντα. Το κακό είναι πως, ύστερα από την καταδίκη του, οι ελληνικές αρχές ακυρώσανε το δίπλωμά του και σα γύρισε στην πατρίδα δεν ήτανε πια παρά ένας απλός ναύτης.
Τώρα ταξιδεύει καμιά φορά (сейчас /он/ путешествует иногда) στις ελληνικές θάλασσες (в греческих морях) με τα βαπόρια της ακτοπλοΐας (на каботажных пароходах: «пароходах каботажного судоходства»), μα τον περισσότερο καιρό (но большую часть времени) φυτοζωεί άνεργος στον Πειραιά (/он/ прозябает безработный в Пирее; φυτοζωώ). Μεθά πολύ (/он/ много пьет; μεθώ(α)). Τα μάτια του ρουφήχτηκαν βαθιά (его глаза глубоко запали: «глубоко втянулись»; ρουφιέμαι) και το πρόσωπό του έχει μαραθεί ολότελα (а лицо совсем увяло; μαραίνομαι), αν και δεν είναι περισσότερο από τριάντα χρονών (хотя ему не больше тридцати лет). Κάθεται με τις ώρες στα καφενεδάκια της προκυμαίας (/он/ часами сидит в кафе на набережной) και μερακλώνεται σαν κανένα γεροντάκι (и наслаждается /этим/, словно какой-нибудь старичок; μερακλώνομαι) και κουνά το κεφάλι (и качает головой; κουνώ(α)) απελπισμένος (отчаявшийся; η ελπίδα — надежда; приставка α- в начале слова зачастую обозначает отрицание) και άβουλος (и безвольный; η βουλή/η βούληση — воля, желание):
— Σιμόνη την έλεγαν (ее звали Симона), μουρμουρίζει εμπιστευτικά (бормочет /он/ доверительно; μουρμουρίζω). Στο δικαστήριο έμαθα το όνομά της (на суде /я/ узнал ее имя; μαθαίνω).
Τώρα ταξιδεύει καμιά φορά στις ελληνικές θάλασσες με τα βαπόρια της ακτοπλοΐας, μα τον περισσότερο καιρό φυτοζωεί άνεργος στον Πειραιά. Μεθά πολύ. Τα μάτια του ρουφήχτηκαν βαθιά και το πρόσωπό του έχει μαραθεί ολότελα, αν και δεν είναι περισσότερο από τριάντα χρονών. Κάθεται με τις ώρες στα καφενεδάκια της προκυμαίας και μερακλώνεται σαν κανένα γεροντάκι και κουνά το κεφάλι απελπισμένος και άβουλος:
— Σιμόνη την έλεγαν, μουρμουρίζει εμπιστευτικά. Στο δικαστήριο έμαθα το όνομά της.
Ξεχνιέται (/он/ забывается; ξεχνώ — ξεχνιέμαι) κοιτάζοντας με ανέκφραστο βλέμμα (взирая ничего не выражающим: «невыразительным» взглядом; εκφράζω — выражать) τα πράσινα νερά του μεγάλου λιμανιού (на зеленые воды в большой гавани; το νερό; το λιμάνι), τους γερανούς (на подъемные краны; ο γερανός), τις μπενζίνες (моторные лодки; η μπενζίνα — бензин; моторная лодка) και τα βαπόρια (и на пароходы) που πάνε κ’ έρχονται σφυρίζοντας (которые приходят и уходят, свистя; σφυρίζω).
Ξεχνιέται κοιτάζοντας με ανέκφραστο βλέμμα τα πράσινα νερά του μεγάλου λιμανιού, τους γερανούς , τις μπενζίνες και τα βαπόρια που πάνε κ’ έρχονται σφυρίζοντας.
— Ήτανε πολύ όμορφη (/она/ была очень красивой), λέει (говорит). Οι εφημερίδες της έκαναν μεγάλη ρεκλάμα (газеты сделали ей большую рекламу). Σαν αθωώθηκε (когда ее оправдали: «/она/ была оправдана»; αθωώνομαι), ο κόσμος χειροκρότησε (народ зааплодировал; χειροκροτώ) και της έδωσαν λουλούδια (и ей вручили цветы; το λουλούδι). Τώρα μπορεί να έγινε κανένα αστέρι του κινηματογράφου (сейчас /она/, может быть, стала кинозвездой: «какой-нибудь звездой кинематографа»; ο κινηματογράφος). Θα φορεί κολιέδες αληθινούς (она, /наверное/, носит настоящие колье; το κολιέ (нескл.) (в данном случае используется простонародная форма ο κολιές во мн.ч. — οι κολιέδες)) και θα κάθεται σε κανένα παλατάκι (и живет: «сидит» в каком-нибудь дворце). Θα έχει και μεγάλα σκυλιά λαγωνικά (у нее, /наверное/, есть большие гончие; το σκυλί — собака; το λαγωνικό — гончая) και φίλους με φράκα (и друзья во фраках; το φράκο) και ψηλά καπέλα (и высоких шляпах; το καπέλο).
— Ήτανε πολύ όμορφη, λέει. Οι εφημερίδες της έκαναν μεγάλη ρεκλάμα. Σαν αθωώθηκε, ο κόσμος χειροκρότησε και της έδωσαν λουλούδια. Τώρα μπορεί να έγινε κανένα αστέρι του κινηματογράφου. Θα φορεί κολιέδες αληθινούς και θα κάθεται σε κανένα παλατάκι. Θα έχει και μεγάλα σκυλιά λαγωνικά και φίλους με φράκα και ψηλά καπέλα.
Καμιά φορά αγριεύει δίχως λόγο (иногда он приходит в ярость без причины; αγριεύω) και μιλά με κάποιο πάθος στη φωνή (и говорит со страстью: «какой-то страстью» в голосе).
— Τον Αράπη σκότωσε (/она/ убила араба; σκοτώνω)! λέει ξαφνικά (говорит /он/ внезапно) και χτυπά τη γροθιά του στο τραπέζι του καφενείου (и бьет кулаком по столу в кафе; χτυπώ(α)). Απάνω του έριξε όλες τις σφαίρες της (в него /она/ выпустила: «бросила» все свои пули; ρίχνω; η σφαίρα). Εμένα δε θέλησε να με χτυπήσει (меня /она/ не захотела убить: «ударить»). Με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια (/она/ хорошенько посмотрела мне в глаза), μα δεν πήγε το χέρι της (но не поднялась: «пошла» ее рука) να τραβήξει απάνω μου (в меня выстрелить; τραβώ (α)). Εγώ είμαι ο πρώτος άντρας (я первый мужчина) που την πήρε (который ею овладел: «ее взял»). Παρθένα ήτανε (/она/ была девственницей). Τώρα μπορεί να με εχθρεύεται (сейчас /она/, может быть, ненавидит меня/питает ко мне вражду; ο εχθρός — враг; εχθρεύομαι), μα δε βαστά η καρδιά της (но не может ее сердце вынести; βαστώ(α)) να μου κάμει κακό (причинить мне вред). Ούτε και να με βγάλει από το νου της μπορεί (да и выкинуть меня из головы /она/ тоже не может: «ни вынуть меня из ума она не может»).
Καμιά φορά αγριεύει δίχως λόγο και μιλά με κάποιο πάθος στη φωνή.
— Τον Αράπη σκότωσε! λέει ξαφνικά και χτυπά τη γροθιά του στο τραπέζι του καφενείου. Απάνω του έριξε όλες τις σφαίρες της. Εμένα δε θέλησε να με χτυπήσει. Με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια, μα δεν πήγε το χέρι της να τραβήξει απάνω μου. Εγώ είμαι ο πρώτος άντρας που την πήρε. Παρθένα ήτανε. Τώρα μπορεί να με εχθρεύεται, μα δε βαστά η καρδιά της να μου κάμει κακό. Ούτε και να με βγάλει από το νου της μπορεί.
Έτσι χάνει τη ζωή του ο Μεμάς (так прозябает Мемас: «так теряет свою жизнь Мемас»), στα καφενεδάκια (в кафе) και στις ταβέρνες του Πειραιά (и тавернах Пирея), και βουτά κάθε μέρα βαθύτερα (и каждый день /он/ все глубже погружается; βουτώ (α)) στη μελαγχολία του (в меланхолию) και στη ανημποριά του (и немощь). Δε σκοτίζεται πια (/он/ больше не пытается) να κάνει το λόρδο στη Μεσόγειο (строить из себя лорда в Средиземном море), ούτε τον πειρατή στην Ερυθρή Θάλασσα (или пирата в Красном море). Τώρα πια δεν είναι παρά (теперь /он/ не более чем) ένας ναύτης ερωτοχτυπημένος (моряк, сраженный любовью; ο έρωτας — любовь; χτυπάω — бить).
Έτσι χάνει τη ζωή του ο Μεμάς, στα καφενεδάκια και στις ταβέρνες του Πειραιά, και βουτά κάθε μέρα βαθύτερα στη μελαγχολία του και στη ανημποριά του. Δε σκοτίζεται πια να κάνει το λόρδο στη Μεσόγειο, ούτε τον πειρατή στην Ερυθρή Θάλασσα. Τώρα πια δεν είναι παρά ένας ναύτης ερωτοχτυπημένος.
Μια μέρα (однажды), στο μεγάλο διάλειμμα (на большой перемене) των 10 το πρωί (в десять часов утра: «десяти часов утра»), ο Πέτρος (Петрос), ο Δημητρός (Димитриос), ο Βύρων (Вирон), ο Μαντσουρδέλης (Мадсурделис) και εγώ (и я), αποφασίσαμε να ιδρύσουμε (решили создать; αποφασίζω; ιδρύω — создавать, основывать) μια συμμορία (банду). Ο Βύρων ήταν ο μεγαλύτερος (Вирон был самым старшим; μεγάλος — μεγαλύτερος — ο μεγαλύτερος), δηλαδή περίπου δώδεκα χρονών (то есть примерно лет двенадцати). Οι άλλοι όλοι (все остальные) δέκα μ’ έντεκα (десяти-одиннадцати). Είχαμε συναχτεί (/мы/ собрались; συνάγομαι) σε μια απόμερη γωνιά (в дальнем углу) και τα κρυφολέγαμε πολλή ώρα (и долго: «много времени» секретничали; κρυφός — тайный; κρυφολέω — шушукаться, секретничать).
Μια μέρα, στο μεγάλο διάλειμμα των 10 το πρωί, ο Πέτρος, ο Δημητρός, ο Βύρων, ο Μαντσουρδέλης και εγώ, αποφασίσαμε να ιδρύσουμε μια συμμορία. Ο Βύρων ήταν ο μεγαλύτερος, δηλαδή περίπου δώδεκα χρονών. Οι άλλοι όλοι δέκα μ’ έντεκα. Είχαμε συναχτεί σε μια απόμερη γωνιά και τα κρυφολέγαμε πολλή ώρα.
Ήμασταν, άλλωστε (к тому же, мы были), σοβαρότατοι και αρκετά ανήσυχοι (/чрезвычайно/ серьезны: «наисерьезнейшие» и порядком обеспокоены), γιατί νιώθαμε (потому что чувствовали; νιώθω) πως κάναμε όλοι μαζί (что делаем все вместе) κάτι σπουδαίο και ριψοκίνδυνο (что-то важное и рискованное). Πήραμε αργότερα (позже /мы/ взяли; παίρνω) κάτι μεγάλα χαρτιά (большие листы бумаги: «большие бумаги») και γράψαμε (и написали), σα να πούμε (как бы сказать), τα καταστατικά της συμμορίας (устав банды), δηλαδή τα μυστικά συνθήματα (то есть секретные пароли), τις ποινές (наказания) που έμελλαν να επιβληθούν στους προδότες (которые должны были быть применены к предателям: «которые предстояло, чтобы были наложены на предателей»; επιβάλλω — налагать, применять) κι άλλα τέτοια (и все в таком роде: «всякое такое»). Το έμβλημα της συμμορίας (эмблемой банды), ζωγραφισμένο απάνω στα καταστατικά (нарисованной на уставе; ζωγραφίζω), ήτανε μια νεκροκεφαλή (был череп; νεκρός — мертвый; το κεφάλι /η κεφαλή/ — голова; η νεκροκεφαλή — череп) κι από κάτω δύο κόκαλα σταυρωτά (а под ним — две скрещенные кости; ο σταυρός — крест; σταυρώνω — скрещивать). Ο τίτλος της (ее название) «Συμμορία η Μαύρη Χειρ» («Банда Черная Длань»; η χειρ /уст./ = το χέρι — рука).
Ήμασταν, άλλωστε, σοβαρότατοι και αρκετά ανήσυχοι, γιατί νιώθαμε πως κάναμε όλοι μαζί κάτι σπουδαίο και ριψοκίνδυνο. Πήραμε αργότερα κάτι μεγάλα χαρτιά και γράψαμε, σα να πούμε, τα καταστατικά της συμμορίας, δηλαδή τα μυστικά συνθήματα, τις ποινές που έμελλαν να επιβληθούν στους προδότες κι άλλα τέτοια. Το έμβλημα της συμμορίας, ζωγραφισμένο απάνω στα καταστατικά, ήτανε μια νεκροκεφαλή κι από κάτω δύο κόκαλα σταυρωτά. Ο τίτλος της «Συμμορία η Μαύρη Χειρ».
Το λύκειό μας βρισκότανε (наш лицей находился; βρίσκομαι) στην πλατεία του Ταξιμιού (на площади Таксим /площадь в Стамбуле, в центре квартала Бейоглу, который исторически был населен греками и армянами/) με θαυμάσια θέα προς το Βόσπορο (с великолепным видом на Босфорский пролив). Πίσω από το σχολείο (позади школы) ήτανε μια μεγάλη αυλή (был большой двор) και παραπέρα μια δεύτερη αυλή (и немного подальше — второй двор), πολύ μεγαλύτερη (намного больше /первого/), που λεγότανε κατ’ ευφημισμό κήπος (который для приличия: «деликатно» назывался садом), γιατί συνόρευε με κήπους (поскольку граничил с садами; συνορεύω). Ίσως να ήτανε πραγματικά περιβόλι (возможно, /он/ и вправду был садом) πριν από χρόνια πολλά (много лет назад). Τελείωνε μ’ ένα απότομο κατήφορο (/он/ заканчивался крутым спуском; τελειώνω), γεμάτο αγριόχορτα (заросшим: «полным» бурьяном), τσουκνίδες (крапивой), γαϊδουράγκαθα (чертополохом) και αγριοσυκιές (и дикими смоковницами), που σταματούσε σε γκρεμισμένους τοίχους (который заканчивался: «останавливался» у разрушенных стен; σταματώ; γκρεμίζω) και άλλα χαλάσματα (и других развалин).
Το λύκειό της βρισκότανε στην πλατεία του Ταξιμιού με θαυμάσια θέα της το Βόσπορο. Πίσω από το σχολείο ήτανε μια μεγάλη αυλή και παραπέρα μια δεύτερη αυλή, πολύ μεγαλύτερη, που λεγότανε κατ’ ευφημισμό κήπος, γιατί συνόρευε με κήπους. Ίσως να ήτανε πραγματικά περιβόλι πριν από χρόνια πολλά. Τελείωνε μ’ ένα απότομο κατήφορο, γεμάτο αγριόχορτα, τσουκνίδες, γαϊδουράγκαθα και αγριοσυκιές, που σταματούσε σε γκρεμισμένους τοίχους και άλλα χαλάσματα.
Υπήρχαν στη δεύτερη αυλή (во втором дворе существовали) κι άλλες μισογκρεμισμένες οικοδομές (и другие полуразрушенные строения), παλιοί στάβλοι (старые конюшни) ίσως και σπίτια αμαξάδων (возможно, дома кучеров) και κηπουρών (и садовников) από τον καιρό που το σχολείο μας (/оставшиеся/ с тех времен, когда наша школа) ήτανε κονάκι κανενός άρχοντα της Πόλης (была поместьем какого-нибудь богача из Города (Город — с загл. буквы — имеется в виду Константинополь /Стамбул/). Μα όταν το έφτασα (однако на моей памяти: «когда я его застал»), δεν ήτανε πια παρά ένα πελώριο (/это/ была не более, чем огромная), γραφικό (живописная) και μυστηριακό σαράβαλο (и загадочная развалина), γεμάτο τρεχάματα και φωνές παιδιών (наполненная беготней и детскими голосами). Το γκρέμισαν κατά τα 1920 (к 1920 ее разрушили) κ’ έχτισαν στη θέση του ένα κινηματοθέατρο (и на ее месте построили кинотеатр; χτίζω; το κινηματοθέατρο /уст./ = ο κινηματογράφος) και στον κήπο εγκαταστάθηκε ένα ρωσικό καμπαρέ (а в саду обосновалось русское кабаре; εγκαθίσταμαι).
Υπήρχαν στη δεύτερη αυλή κι της μισογκρεμισμένες οικοδομές, παλιοί στάβλοι ίσως και σπίτια αμαξάδων και κηπουρών από τον καιρό που το σχολείο μας ήτανε κονάκι κανενός άρχοντα της Πόλης. Μα όταν το έφτασα, δεν ήτανε πια παρά ένα πελώριο, γραφικό και μυστηριακό σαράβαλο, γεμάτο τρεχάματα και φωνές παιδιών. Το γκρέμισαν κατά τα 1920 κ’ έχτισαν στη θέση του ένα κινηματοθέατρο και στον κήπο εγκαταστάθηκε ένα ρωσικό καμπαρέ.
Εκεί, μες στις τσουκνίδες (там, среди крапивы) και τα ετοιμόρροπα ντουβάρια (и обветшалых стен), με τον περίφημο Βόσπορο στα πόδια μας (со знаменитым Босфорским проливом у наших ног) κι αντίκρυ μας την απέραντη Ασία (и с бесконечной Азией напротив), η φαντασία μας οργίαζε (наша фантазия буйствовала; οργιάζω) ολημερίς (с утра до вечера). Θέλαμε κ’ εμείς να γίνουμε (мы тоже хотели стать) μυστηριακοί και καταπληκτικοί (загадочными и великолепными) και να κάνουμε πράγματα (и совершать поступки), που δεν τα χωρεί ο νους των κοινών ανθρώπων (которые не вмещает в себя ум простых людей = которые недоступны пониманию простых людей; χωρώ).
Εκεί, μες στις τσουκνίδες και τα ετοιμόρροπα ντουβάρια, με τον περίφημο Βόσπορο στα πόδια μας κι αντίκρυ μας την απέραντη Ασία, η φαντασία μας οργίαζε ολημερίς. Θέλαμε κ’ εμείς να γίνουμε μυστηριακοί και καταπληκτικοί και να κάνουμε πράγματα, που δεν τα χωρεί ο νους των κοινών ανθρώπων.
Ύστερα, κρύβαμε μες στα θρανία μας (кроме того, /мы/ прятали в партах) κάτι απαγορευμένα και γοητευτικά φυλλάδια (запрещенные и чарующие книжицы: «брошюры»), που διηγούνταν ιστορίες συμμοριών (которые рассказывали истории о бандах) και τα ανδραγαθήματα των θρυλικών αστυνομικών (и подвигах легендарных детективов: «полицейских») Σέρλοκ Χολμς, Νατ Πίνκερτον και Νικ Κάρτερ (Шерлока Холмса, Ната Пинкертона и Ника Картера), και το Σάββατο απόγευμα (а в субботу вечером) μας επιτρέπανε (нам разрешали; επιτρέπω) και πηγαίναμε μόνοι μας στον κινηματογράφο (ходить самим: «и мы сами ходили» в кинотеатр), όπου βλέπαμε και θαυμάζαμε (где смотрели и восхищались; βλέπω; θαυμάζω) όλων των ειδών τα κακουργήματα (всякого рода злодействами) και τις μεγάλες πράξεις (и великими деяниями).
Ύστερα, κρύβαμε μες στα θρανία μας κάτι απαγορευμένα και γοητευτικά φυλλάδια, που διηγούνταν ιστορίες συμμοριών και τα ανδραγαθήματα των θρυλικών αστυνομικών Σέρλοκ Χολμς, Νατ Πίνκερτον και Νικ Κάρτερ, και το Σάββατο απόγευμα μας επιτρέπανε και πηγαίναμε μόνοι μας στον κινηματογράφο, όπου βλέπαμε και θαυμάζαμε όλων των ειδών τα κακουργήματα και τις μεγάλες πράξεις.
Γουστάραμε κυρίως τις αμερικάνικες ταινίες (больше всего по вкусу нам приходились американские киноленты; το γούστο — вкус; γουστάρω — нравиться, приходиться по вкусу), που παρασταίνανε σχεδόν πάντα ένα ξύλινο φρούριο του Φαρ-Ουέστ (в которых почти всегда показывалась: «которые почти всегда изображали» деревянная крепость на Диком Западе; παριστάνω), που το πολιορκούσαν οι άγριοι Ινδιάνοι (которую осаждали свирепые индейцы; πολιορκώ — осаждать; άγριος — дикий; злой, свирепый, жестокий), στολισμένοι με φτερά (украшенные перьями; στολίζομαι) και οπλισμένοι με τόξα και τσεκούρια (и вооруженные луками и томагавками; οπλίζομαι; το τσεκούρι — топор, томагавк).
Γουστάραμε κυρίως τις αμερικάνικες ταινίες, που παρασταίνανε σχεδόν πάντα ένα ξύλινο φρούριο του Φαρ-Ουέστ, που το πολιορκούσαν οι άγριοι Ινδιάνοι, στολισμένοι με φτερά και οπλισμένοι με τόξα και τσεκούρια.
Μες στο φρούριο ήταν μια ξανθή κοπέλα (в крепости находилась блондинка: «светловолосая девушка»), που αγαπούσε παράφορα (которая безумно любила) έναν ωραίο Αμερικανό αξιωματικό (прекрасного американского офицера) με μεγάλο πλατύγυρο καπέλο (в большой широкополой шляпе). Στο τέλος (в конце), την ώρα ακριβώς (именно в тот момент) που οι τρομεροί Ινδιάνοι έμπαιναν στο φρούριο (когда ужасные индейцы проникали: «входили» в крепость) κι άρχιζαν να καίνε (и начинали жечь) και να σφάζουν (и резать) και κόντευαν να σφάξουν και την ξανθή κοπέλα (и уже собирались убить: «были близки к тому, чтобы зарезать» светловолосую девушку), έφτανε ο ωραίος αξιωματικός επικεφαλής του ιππικού (появлялся прекрасный офицер, глава кавалерии).
Μες στο φρούριο ήταν μια ξανθή κοπέλα, που αγαπούσε παράφορα έναν ωραίο Αμερικανό αξιωματικό με μεγάλο πλατύγυρο καπέλο. Στο τέλος, την ώρα ακριβώς που οι τρομεροί Ινδιάνοι έμπαιναν στο φρούριο κι άρχιζαν να καίνε και να σφάζουν και κόντευαν να σφάξουν και την ξανθή κοπέλα, έφτανε ο ωραίος αξιωματικός επικεφαλής του ιππικού.
Γινόταν ένας μεγάλος καλπασμός (происходила большая погоня), η σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών (флаг Соединенных Штатов) κυμάτιζε ηρωικά μες στους καπνούς της μάχης (победно взвивался в дыму сражения), οι Ινδιάνοι έφευγαν κουτρουβαλιστά (индейцы беспорядочно бежали), η ξανθή κοπέλα λιγοθυμούσε στην αγκαλιά του αξιωματικού της (блондинка падала в обморок в объятиях своего офицера; λιγοθυμώ = λιποθυμώ). Τότε σηκωνόμασταν απάνω (тогда /мы/ вскакивали) και θορυβούσαμε με ενθουσιασμό (и начинали восторженно шуметь; θορυβώ) κ’ ερχόντανε οι υπάλληλοι του κινηματογράφου (/тогда/ приходили служащие кинотеатра) και μας φοβέριζαν (и пугали нас; φοβερίζω) πως θα μας βγάλουν έξω (что выставят нас наружу).
Γινόταν ένας μεγάλος καλπασμός, η σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών κυμάτιζε ηρωικά μες στους καπνούς της μάχης, οι Ινδιάνοι έφευγαν κουτρουβαλιστά, η ξανθή κοπέλα λιγοθυμούσε στην αγκαλιά του αξιωματικού της. Τότε σηκωνόμασταν απάνω και θορυβούσαμε με ενθουσιασμό κ’ ερχότανε οι υπάλληλοι του κινηματογράφου και μας φοβέριζαν πως θα μας βγάλουν έξω.
Στον κινηματογράφο (в кинотеатре) ο Βύρων και ο Πέτρος καπνίζανε τα πρώτα τους τσιγάρα (Вирон и Петрос курили свои первые сигареты), που τα έκλεβαν από τους πατέρες τους (которые они воровали у своих отцов; κλέβω), κ’ εμείς οι άλλοι τους ενθαρρύναμε (а все остальные подбадривали их; ενθαρρύνω) για να δείξουμε (чтобы показать; δείχνω) πως δεν ήμασταν καθυστερημένοι (что /мы/ не были отсталыми), μα δεν τολμούσαμε (но не решались; τολμώ) και να τους μιμηθούμε (также им подражать; μιμούμαι).
Στον κινηματογράφο ο Βύρων και ο Πέτρος καπνίζανε τα πρώτα τους τσιγάρα, που τα έκλεβαν από τους πατέρες τους, κ’ εμείς οι άλλοι τους ενθαρρύναμε για να δείξουμε πως δεν ήμασταν καθυστερημένοι, μα δεν τολμούσαμε και να τους μιμηθούμε.
Μια μέρα όμως (впрочем, однажды), που η οθόνη έδειξε (когда на экране показали: «экран показал») κάτι κυρίες που κάπνιζαν (каких-то дам, которые курили), εγώ είπα (я сказал) πως αυτές ήταν πρόστυχες γυναίκες (что они были вульгарными женщинами), γιατί οι καλές γυναίκες (потому что приличные женщины) ποτέ δεν πίνουν τσιγάρο (никогда не курят сигареты: «выпивают сигарету»). Ο Βύρων τότε θύμωσε (тогда Вирон разозлился; θυμώνω) και μου είπε (и сказал мне) πως μιλώ σαν επαρχιώτης (что /я/ рассуждаю, как деревенщина) και πως δεν ξέρω τίποτα (и что /я/ ничего не знаю) ούτε από γυναίκες (ни о женщинах) ούτε από καλό κόσμο (ни о высшем обществе) και πως ίσια-ίσια (и что как раз) όλες οι σπουδαίες κυρίες καπνίζουν (все важные дамы курят), όλες ανεξαίρετα (все, без исключения).
Μια μέρα όμως, που η οθόνη έδειξε κάτι κυρίες που κάπνιζαν, εγώ είπα πως αυτές ήταν πρόστυχες γυναίκες, γιατί οι καλές γυναίκες ποτέ δεν πίνουν τσιγάρο. Ο Βύρων τότε θύμωσε και μου είπε πως μιλώ σαν επαρχιώτης και πως δεν ξέρω τίποτα ούτε από γυναίκες ούτε από καλό κόσμο και πως ίσια-ίσια όλες οι σπουδαίες κυρίες καπνίζουν, όλες ανεξαίρετα.
Κ’ εμένα αυτά μου κακοφάνηκαν πολύ (и меня это очень раздосадовало; κακοφαίνομαι), γιατί οι γυναίκες (потому что женщины) που γνώριζα (которых я знал) δεν κάπνιζαν ποτέ (никогда не курили) κι αυτό σήμαινε λοιπόν (и, следовательно, это значило; σημαίνω) πως ήμουν κατώτερος στην κοινωνία (что я занимал более низкое положение в обществе: «был ниже в обществе»). Οι άλλοι δεν είχανε γνώμη (у других не было мнения) γι’ αυτά τα ζητήματα (по этим вопросам) κ’ έλεγαν (и они говорили) πως περιφρονούσαν τις γυναίκες (что презирают женщин; περιφρονώ), είτε κάπνιζαν είτε όχι (/независимо/ /от того/ курят они или нет).
Κ’ εμένα αυτά μου κακοφάνηκαν πολύ, γιατί οι γυναίκες που γνώριζα δεν κάπνιζαν ποτέ κι αυτό σήμαινε λοιπόν πως ήμουν κατώτερος στην κοινωνία. Οι άλλοι δεν είχανε γνώμη γι’ αυτά τα ζητήματα κ’ έλεγαν πως περιφρονούσαν τις γυναίκες, είτε κάπνιζαν είτε όχι.
Ο Βύρων, βέβαια, ήταν λίγο σνομπ (Вирон, конечно, был немного снобом). Ο Πέτρος πάλι (в то время как Петрос) ήταν ο πιο άταχτος μαθητής του λυκείου (был самым непослушным учеником в лицее), το πιο τρελό παιδί (самым сумасшедшим мальчишкой) που έτυχε να γνωρίσω ποτέ (с которым мне привелось когда-либо познакомиться; τυχαίνω; γνωρίζω). Τον ήξερα από τον καιρό (/я/ знал его с того времени) που ήμασταν τεσσάρων χρονών περίπου (когда нам было где-то по четыре года) κι από τότε κρατούσε σε αδιάκοπη αγωνία (и уже тогда он держал в непрерывном напряжении; κρατώ) τις νταντάδες και τις γκουβερνάντες (нянь и гувернанток) του δημοτικού κήπου του Ταξιμιού (в городском саду Таксима).
Ο Βύρων, βέβαια, ήταν λίγο σνομπ. Ο Πέτρος πάλι ήταν ο πιο άταχτος μαθητής του λυκείου, το πιο τρελό παιδί που έτυχε να γνωρίσω ποτέ. Τον ήξερα από τον καιρό που ήμασταν τεσσάρων χρονών περίπου κι από τότε κρατούσε σε αδιάκοπη αγωνία τις νταντάδες και τις γκουβερνάντες του δημοτικού κήπου του Ταξιμιού.
Αργότερα ξέφυγε από κάθε επίβλεψη (позже /он/ вырвался из под какого бы то ни было надзора; ξεφεύγω) και γυρνούσε το Πέρα ρεμπελεύοντας (и бродил, бездельничая, по Пере; ρεμπελεύω — слоняться без дела; бездельничать; Пера — современный район Бейоглу в Стамбуле), κρεμνιότανε πίσω από τα αμάξια (повисал сзади на машинах; κρεμνιέμαι), έπαιζε πετροπόλεμο με τα αλητόπαιδα (бросался камнями: «играл в каменную войну» в уличных мальчишек), φιλονικούσε με τα αδέσποτα σκυλιά (дразнил: «ссорился» беспризорных собак; φιλονικώ — ссориться; зд. дразнить), έκανε φάρσες στους καταστηματάρχες (подстраивал проделки над владельцами магазинов), πείραζε τους διαβάτες (надоедал прохожим; πειράζω), απασχολούσε τους αστυφύλακες (причинял хлопоты полицейским; απασχολώ — занимать; надоедать; причинять хлопоты).
Αργότερα ξέφυγε από κάθε επίβλεψη και γυρνούσε το Πέρα ρεμπελεύοντας, κρεμνιότανε πίσω από τα αμάξια, έπαιζε πετροπόλεμο με τα αλητόπαιδα, φιλονικούσε με τα αδέσποτα σκυλιά, έκανε φάρσες στους καταστηματάρχες, πείραζε τους διαβάτες, απασχολούσε τους αστυφύλακες.
Στο σχολείο (в школе) οι δάσκαλοι ήταν υποχρεωμένοι (учителя были вынуждены) να συνθηκολογούν μαζί του (идти ему на уступки: «заключать соглашения»; συνθηκολογώ), να τον καλοπιάνουν (заискивать перед ним), να προσπαθούν να αποκτήσουν την εύνοιά του (стараться приобрести его расположение; αποκτώ), ειδάλλως ήταν αδύνατο (иначе было невозможно) να γίνει μάθημα (чтобы состоялся урок).
Στο σχολείο οι δάσκαλοι ήταν υποχρεωμένοι να συνθηκολογούν μαζί του, να τον καλοπιάνουν, να προσπαθούν να αποκτήσουν την εύνοιά του, ειδάλλως ήταν αδύνατο να γίνει μάθημα.
Επινοούσε συνεχώς (/он/ постоянно выдумывал; επινοώ) φάρσες ανεκδιήγητες (неописуемые проделки), κουβαλούσε μαζί του (таскал с собой; κουβαλώ) και ειδικά εργαλεία (специальные инструменты), κατάστρωνε σχέδια στο χαρτί (строил планы на бумаге; καταστρώνω), έβγαζε λόγους (говорил речи), κατάφερνε να μεταδώσει τις μανίες του (ему удавалось передать свое воодушевление: «свои мании/страстные желания»; καταφέρνω; μεταδίδω; η μανία — мания; воодушевление; страстное желание) και το κέφι του (и свое хорошее настроение) σ’ όλη την τάξη (всему классу). Στις αταξίες του (в его шалостях) λάβαιναν μέρος (принимало участие) πλήθος μαθητές (множество учеников), ήταν ολόκληρες παραστάσεις (/это/ были целые представления), που τις σκηνοθετούσε αυτός (которые /он/ режиссировал; σκηνοθετώ). Τον παρακολουθούσαμε (/мы/ за ним следили; παρακολουθώ) και τον μιμούμασταν (и подражали ему; μιμούμαι) όσο μπορούσαμε καλύτερα (насколько могли хорошо).
Επινοούσε συνεχώς φάρσες ανεκδιήγητες, κουβαλούσε μαζί του και ειδικά εργαλεία, κατάστρωνε σχέδια στο χαρτί, έβγαζε λόγους, κατάφερνε να μεταδώσει τις μανίες του και το κέφι του σ’ όλη την τάξη. Στις αταξίες του λάβαιναν μέρος πλήθος μαθητές, ήταν ολόκληρες παραστάσεις, που τις σκηνοθετούσε αυτός. Τον παρακολουθούσαμε και τον μιμούμασταν όσο μπορούσαμε καλύτερα.
Σ’ όλα αυτά (во всем этом) ο καημένος ο Μαντσουρδέλης (бедный Мадсурделис) ήτανε το θύμα (был жертвой). Οτιδήποτε και να συνέβαινε (что бы ни случалось), αυτός έτρωγε στο τέλος (/именно/ он получал: «ел» в конце) τις περισσότερες κατσάδες (большинство нагоняев; η κατσάδα) και τα πιο δυνατά χαστούκια (и самые сильные оплеухи). Όχι πως το κάναμε επίτηδες (не то чтобы мы специально делали /так/) να ρίχνουμε απάνω του (чтобы свалить на него) τις ευθύνες των πράξεών μας (ответственность за наши поступки), αλλά τον κατάτρεχε, θαρρείς (но, казалось, что его преследует), μια σκληρή και άδικη (жестокий и несправедливый) παιδική ειμαρμένη (детский рок).
Σ’ όλα αυτά ο καημένος ο Μαντσουρδέλης ήτανε το θύμα. Οτιδήποτε και να συνέβαινε, αυτός έτρωγε στο τέλος τις περισσότερες κατσάδες και τα πιο δυνατά χαστούκια. Όχι πως το κάναμε επίτηδες να ρίχνουμε απάνω του τις ευθύνες των πράξεών μας, αλλά τον κατάτρεχε, θαρρείς, μια σκληρή και άδικη παιδική ειμαρμένη.
Σ’ όλα τα σχολεία, νομίζω (во всех школах, думаю), υπάρχουν συνήθως κάτι τέτοιοι μαθητές (существуют обычно подобные ученики), που δεν είναι σε τίποτα χειρότεροι από τους άλλους (которые ничем не хуже других), μα που είναι αδύνατο (но которым невозможно) να αποφύγουν την τιμωρία (избежать наказания; αποφεύγω) όταν συμβεί κάποια αταξία (когда произойдет какая-то проделка; συμβαίνω) ή κάποια ζημιά (или ущерб). Έχουνε κάτι απροσδιόριστο (в них есть что-то неопределенное), κάποιο ύφος (какой-то вид), κάποιον αέρα (какая-то манера держаться; ο αέρας — воздух; вид, манера держаться), που επισύρει μηχανικά (которая автоматически навлекает; επισύρω) την οργή των παιδαγωγών (гнев педагогов), ακόμα και των πιο αγαθών (даже самых добрых) και προκαλεί το πάθος των σαδιστών (и вызывает страсть садистов).
Σ’ όλα τα σχολεία, νομίζω, υπάρχουν συνήθως κάτι τέτοιοι μαθητές, που δεν είναι σε τίποτα χειρότεροι από τους άλλους, μα που είναι αδύνατο να αποφύγουν την τιμωρία όταν συμβεί κάποια αταξία ή κάποια ζημιά. Έχουνε κάτι απροσδιόριστο, κάποιο ύφος, κάποιον αέρα, που επισύρει μηχανικά την οργή των παιδαγωγών, ακόμα και των πιο αγαθών, και προκαλεί το πάθος των σαδιστών.
Κ’ ύστερα (а потом) γεννιέται μες στο σχολείο ένα έθιμο (в школе рождается обычай). Ο μαθητής αυτός (этот ученик) πρέπει να φάει ξύλο κανονικά (должен быть выдран: «съесть палку» как положено), είναι άγραφος νόμος (/это/ неписанный закон). Το ξέρει κι ο ίδιος (/он/ и сам это знает) και το περιμένει (и ждет) και δεν κάνει πια τίποτα (и не делает уже ничего) για να προφυλαχτεί (чтобы защититься; προφυλάσσομαι). Το περιμένει και όλη η τάξη (этого ожидает и весь класс) σαν κάτι φυσικό και αναπόφευκτο (словно чего-то естественного и неизбежного). Το ξέρει από πριν κι ο δάσκαλος (это заранее знает и учитель), που καταντά να θεωρεί το ξυλοκόπημα αυτό (который доходит /до/ /того/, что /начинает/ считать эту порку; καταντώ) σαν ένα μέρος της επαγγελματικής του ρουτίνας (частью своей профессиональной рутины). Ξύλο λοιπόν του Μαντσουρδέλη (так что, порка: «палка» Мадсурделису), για να λειτουργήσει ομαλά (чтобы шла своим чередом: «нормально действовала»; λειτουργώ) η ρουτίνα του σχολείου (школьная рутина)!
Κ’ ύστερα γεννιέται μες στο σχολείο ένα έθιμο. Ο μαθητής αυτός πρέπει να φάει ξύλο κανονικά, είναι άγραφος νόμος. Το ξέρει κι ο ίδιος και το περιμένει και δεν κάνει πια τίποτα για να προφυλαχτεί. Το περιμένει και όλη η τάξη σαν κάτι φυσικό και αναπόφευκτο. Το ξέρει από πριν κι ο δάσκαλος, που καταντά να θεωρεί το ξυλοκόπημα αυτό σαν ένα μέρος της επαγγελματικής του ρουτίνας. Ξύλο λοιπόν του Μαντσουρδέλη, για να λειτουργήσει ομαλά η ρουτίνα του σχολείου!
Ήταν ένα ήσυχο (/это/ был тихий), απλό (простой) και καλόβολο παιδί (и покладистый ребенок) με τραχιά χαρακτηριστικά (с грубыми чертами лица), μ’ ένα μεγάλο κεφάλι (с большой головой) δυσανάλογο με το μπόι του (непропорциональной его росту) και μ’ ένα βλέμμα βαθύ (со взглядом глубоким), ήρεμο (спокойным), γεμάτο αγαθότητα (полным доброты). Δεν παραπονιότανε ποτέ (/он/ никогда не жаловался; παραπονιέμαι). Έσκυβε το μεγάλο κεφάλι του καρτερικά (/он/ стойко склонял свою большую голову; σκύβω) κ’ έτρωγε τους μπάτσους (выносил оплеухи: «ел оплеухи») χωρίς να βγάζει τσιμουδιά (не издавая ни звука).
Ήταν ένα ήσυχο, απλό και καλόβολο παιδί με τραχιά χαρακτηριστικά, μ’ ένα μεγάλο κεφάλι δυσανάλογο με το μπόι του και μ’ ένα βλέμμα βαθύ, ήρεμο, γεμάτο αγαθότητα. Δεν παραπονιότανε ποτέ. Έσκυβε το μεγάλο κεφάλι του καρτερικά κ’ έτρωγε τους μπάτσους χωρίς να βγάζει τσιμουδιά.
Καμιά φορά (иногда) ο δάσκαλος τον χτυπούσε δυνατά (учитель сильно бил его) με χάρακες (линейками; ο χάρακας) ή με κασετίνες (или пеналами). Άλλοτε τον άρπαζε με τα δύο χέρια (в другой раз /он/ хватал его обеими руками; αρπάζω) και τον βροντούσε απάνω στους τοίχους (и грохал его об стену; η βροντή — гром; βροντώ — громыхать; бить с силой, грохать). Άκουγες το παλαιικό ντουβάρι (слышно было: «/ты/ слышал», как старая стена) να τραντάζεται ολόκληρο (вся сотрясалась). Το παιδί δεν μιλούσε (ребенок не говорил). Όταν τελείωνε το κακό (когда беда заканчивалась), τραβιότανε σε μια γωνιά (он тащился в угол; τραβιέμαι) κ’ έκλαιγε σιγανά (и тихо плакал), χωρίς δάκρυα (без слез), με το ίδιο πάντα στοχαστικό (всегда с одним и тем же задумчивым) και ήμερο ύφος (и кротким видом).
Καμιά φορά ο δάσκαλος τον χτυπούσε δυνατά με χάρακες ή με κασετίνες. Άλλοτε τον άρπαζε με τα δύο χέρια και τον βροντούσε απάνω στους τοίχους. Άκουγες το παλαιικό ντουβάρι να τραντάζεται ολόκληρο. Το παιδί δεν μιλούσε. Όταν τελείωνε το κακό, τραβιότανε σε μια γωνιά κ’ έκλαιγε σιγανά, χωρίς δάκρυα, με το ίδιο πάντα στοχαστικό και ήμερο ύφος.
Μια μέρα (однажды) ο Μαντσουρδέλης έπαψε να έρχεται στο σχολείο (Мадсурделис перестал ходить в школу; παύω). Ο Δημητρός, που ήτανε περίεργος (Димитрос, который был любопытным), πήγε και ρώτησε εδώ κ’ εκεί (походил и поспрашивал тут и там; ρωτάω) και έμαθε (и узнал; μαθαίνω) ότι ο Μαντσουρδέλης είχε χάσει τον πατέρα του (что Мадсурделис потерял своего отца). Η είδηση αυτή (эта новость) μας έκανε μεγάλη εντύπωση (произвела: «сделала» на нас большое впечатление).
Μια μέρα ο Μαντσουρδέλης έπαψε να έρχεται στο σχολείο. Ο Δημητρός, που ήτανε περίεργος, πήγε και ρώτησε εδώ κ’ εκεί και έμαθε ότι ο Μαντσουρδέλης είχε χάσει τον πατέρα του. Η είδηση αυτή μας έκανε μεγάλη εντύπωση.
Αμέσως ο ορφανός σύντροφός μας (тотчас наш осиротевший товарищ) απέκτησε απέναντί μας (приобрел среди нас; αποκτώ) ένα κύρος εξαιρετικό (чрезвычайный авторитет). Του συνέβαινε κάτι επιβλητικό (с ним происходило что-то величественное) και επίσημο (и важное) και τρομερό συνάμα (и, одновременно, ужасное), που τον ανέβαζε μονομιάς (что тотчас поднимало его; ανεβάζω) πολύ ψηλότερα από όλους εμάς (намного выше всех нас). Τον ανέβαζε (/это/ его возвышало: «поднимало»), αλλά και τον αποξένωνε (но и отчуждало; αποξενώνω).
Αμέσως ο ορφανός σύντροφός μας απέκτησε απέναντί μας ένα κύρος εξαιρετικό. Του συνέβαινε κάτι επιβλητικό και επίσημο και τρομερό συνάμα, που τον ανέβαζε μονομιάς πολύ ψηλότερα από όλους εμάς. Τον ανέβαζε, αλλά και τον αποξένωνε.
Θαρρείς και ανήκε τώρα (казалось, что теперь /он/ принадлежал) σ’ έναν άλλο κόσμο (к другому миру). Νιώθαμε (/мы/ чувствовали) πως δεν μπορούσε πια (что /он/ больше не мог) να ενδιαφέρεται όπως πριν (интересоваться, как и раньше) για τα δικά μας καμώματα (нашими делами), ούτε κ’ εμείς όμως μπορούσαμε (впрочем, мы тоже не могли) να λάβουμε μέρος (принять участие) σε ό, τι τον απασχολούσε αυτόν (в том, что его занимало; απασχολώ). Τι έπρεπε να κάνουμε δεν ξέραμε (/мы/ не знали, что следовало делать). Έπρεπε κάτι να του πούμε (/мы/ должны были ему что-то сказать), όταν θα γυρνούσε στο σχολείο (когда /он/ вернется в школу; γυρνώ), με δεν βρίσκαμε τι (но не знали: «не находили» что; βρίσκω).
Θαρρείς και ανήκε τώρα σ’ έναν άλλο κόσμο. Νιώθαμε πως δεν μπορούσε πια να ενδιαφέρεται όπως πριν για τα δικά μας καμώματα, ούτε κ’ εμείς όμως μπορούσαμε να λάβουμε μέρος σε ό, τι τον απασχολούσε αυτόν. Τι έπρεπε να κάνουμε δεν ξέραμε. Έπρεπε κάτι να του πούμε, όταν θα γυρνούσε στο σχολείο, με δεν βρίσκαμε τι.
Το συζητήσαμε αρκετά (/мы/ довольно /долго/ обсуждали это; συζητώ) και ήμασταν σε μεγάλη αμηχανία (и пребывали в большом затруднении), γιατί κατά βάθος (потому что в глубине /души/) προτιμούσαμε να μην του πούμε τίποτα (предпочитали ничего ему не говорить; προτιμώ), να μην μιλούμε καθόλου γι’ αυτήν την υπόθεση (вообще не разговаривать об этом деле), που μας ξένιζε (которое нас поражало) και μας στενοχωρούσε (и расстраивало; στενοχωρώ), να πάψουμε και να την σκεπτόμαστε (перестать даже думать о нем) και να επιστρέψουμε στις πρωτινές μας ασχολίες (и возвратиться к своим прежним занятиям).
Το συζητήσαμε αρκετά και ήμασταν σε μεγάλη αμηχανία, γιατί κατά βάθος προτιμούσαμε να μην του πούμε τίποτα, να μην μιλούμε καθόλου γι’ αυτήν την υπόθεση, που μας ξένιζε και μας στενοχωρούσε, να πάψουμε και να την σκεπτόμαστε και να επιστρέψουμε στις πρωτινές μας ασχολίες.
Στο τέλος ο Δημητρός (под конец, Димитрос), ο πιο τυπικός (самый педантичный) και πιο εύστροφος της συντροφιάς (и самый изворотливый в компании), βρήκε μια λύση του προβλήματος (нашел решение проблемы) που μας αλάφρωνε (которое освобождало нас) απ’ αυτήν τη δυσάρεστη απασχόληση (от этого неприятного занятия), χωρίς όμως να μας αφήνει και τύψεις (однако, не оставляя у нас угрызений) πως δεν κάναμε ό, τι έπρεπε (что /мы/ не сделали того, что следовало). Ο Δημητρός δήλωσε (Димитрос заявил) πως ήτανε καλύτερα (что будет лучше) να μην του πούμε τίποτα απολύτως (ничего абсолютно ему не говорить), γιατί αλλιώς (потому что, в противоположном случае) θα τον βάζαμε να ξαναθυμηθεί το πένθος του (/мы/ заставим его вспомнить траур) και θα του προξενούσαμε λύπη (и вызовем у него печаль; προξενώ). Αποφασίστηκε λοιπόν ομόφωνα πως (таким образом, было единогласно решено), για το καλό του Μαντσουρδέλη (что для блага Мадсурделиса), δε θα του μιλούσαμε καθόλου (/мы/ не будем вообще говорить с ним) για το θάνατο του πατέρα του (о смерти его отца).
Στο τέλος ο Δημητρός, ο πιο τυπικός και πιο εύστροφος της συντροφιάς, βρήκε μια λύση του προβλήματος που μας αλάφρωνε απ’ αυτήν τη δυσάρεστη απασχόληση, χωρίς όμως να μας αφήνει και τύψεις πως δεν κάναμε ό, τι έπρεπε. Ο Δημητρός δήλωσε πως ήτανε καλύτερα να μην του πούμε τίποτα απολύτως, γιατί αλλιώς θα τον βάζαμε να ξαναθυμηθεί το πένθος του και θα του προξενούσαμε λύπη. Αποφασίστηκε λοιπόν ομόφωνα πως, για το καλό του Μαντσουρδέλη, δε θα του μιλούσαμε καθόλου για το θάνατο του πατέρα του.
Πραγματικά, όταν γύρισε στο σχολείο (и правда, когда /он/ вернулся в школу), δεν του είπαμε τίποτα σχετικό (/мы/ не сказали ему ничего по этому поводу: «ничего соответствующего»), αλλά και δεν ξέραμε (но и не знали) τι στάση να κρατήσουμε απέναντί του (какую позицию занять по отношению к нему; κρατώ). Και, εξάλλου, το κύρος (и, к тому же, авторитет), που έλεγα πριν (о котором я ранее говорил), μας πτοούσε (нас устрашал; πτοώ) και μας απομάκρυνε απ’ αυτόν (и отдалял от него; απομακρύνω). Τον πλησιάζαμε (/мы/ приближались к нему) όσο μπορούσαμε σπανιότερα (как можно реже) και τον εγκαταλείπαμε (и бросали/оставляли его; εγκαταλείπω) με την πρώτη αφορμή (при первой возможности: «под первым предлогом»).
Πραγματικά, όταν γύρισε στο σχολείο, δεν του είπαμε τίποτα σχετικό, αλλά και δεν ξέραμε τι στάση να κρατήσουμε απέναντί του. Και, εξάλλου, το κύρος, που έλεγα πριν, μας πτοούσε και μας απομάκρυνε απ’ αυτόν. Τον πλησιάζαμε όσο μπορούσαμε σπανιότερα και τον εγκαταλείπαμε με την πρώτη αφορμή.
Έμεινε έτσι μοναχικός (так /он/ оставался в одиночестве: «одиноким») και ήσυχος (и в спокойствии: «спокойным») ένα διάστημα (/в/ /течение/ какого-то периода). Κ’ οι δάσκαλοι έμοιαζαν σα να τον σέβονται (казалось, что учителя будто бы уважали его; σέβομαι) ή να τον φοβούνται (или боялись) και αποφεύγανε να του μιλήσουν (и избегали с ним заговаривать; αποφεύγω). Ύστερα ξαναμπήκαμε στην ομαλή ζωή (потом /мы/ опять вошли в привычный ритм жизни: «в нормальную жизнь») κι άρχισαν πάλι τα κοινά παιχνίδια μας (и опять начались наши общие игры), οι συζητήσεις για τη συμμορία (разговоры про банду), οι μεγάλες αταξίες του Πέτρου (большие проказы Петроса) και τα ξυλοφορτώματα του Μαντσουρδέλη (и порка Мадсурделиса).
Έμεινε έτσι μοναχικός και ήσυχος ένα διάστημα. Κ’ οι δάσκαλοι έμοιαζαν σα να τον σέβονται ή να τον φοβούνται και αποφεύγανε να του μιλήσουν. Ύστερα ξαναμπήκαμε στην ομαλή ζωή κι άρχισαν πάλι τα κοινά παιχνίδια μας, οι συζητήσεις για τη συμμορία, οι μεγάλες αταξίες του Πέτρου και τα ξυλοφορτώματα του Μαντσουρδέλη.
Το μεγάλο γεγονός, ωστόσο, της σχολικής μας ζωής (однако большим событием в нашей школьной жизни) ήταν όταν ο δάσκαλός μας των γαλλικών (было, когда наш учитель французского), ο κ. Δημητρακόπουλος (г-н Димитракопулос), αποφάσιζε να διηγηθεί ιστορίες (решал рассказывать истории; διηγούμαι). Πήγαινε συχνά και τον εύρισκε (к нему часто ходил: «часто ходил и его находил») ολόκληρη επιτροπή μαθητών (целый совет из учеников) και τον παρακαλούσε (и просил его) να αφιερώσει μια ώρα των μαθημάτων του (посвятить час его занятий) στις διηγήσεις του αυτές (этим рассказам). Και, είτε επειδή οι μαθητές ήτανε φρόνιμοι (и, либо потому что ученики были послушными) τον τελευταίο καιρό (в последнее время), είτε επειδή πλησίαζαν γιορτές και διακοπές (либо потому что приближались праздники и каникулы), ο κ. Δημητρακόπουλος (г-н Димитракопулос), που αφορμή ζητούσε άλλωστε (которому, впрочем, только повод и нужен был: «который просил повода»), δεχότανε την αίτηση (соглашался: «принимал просьбу»; δέχομαι) και όριζε τη μέρα (и определял день) που θα έλεγε ιστορίες (когда /он/ будет рассказывать истории).
Το μεγάλο γεγονός, ωστόσο, της σχολικής μας ζωής ήταν όταν ο δάσκαλός μας των γαλλικών, ο κ. Δημητρακόπουλος, αποφάσιζε να διηγηθεί ιστορίες. Πήγαινε συχνά και τον εύρισκε ολόκληρη επιτροπή μαθητών και τον παρακαλούσε να αφιερώσει μια ώρα των μαθημάτων του στις διηγήσεις του αυτές. Και, είτε επειδή οι μαθητές ήτανε φρόνιμοι τον τελευταίο καιρό, είτε επειδή πλησίαζαν γιορτές και διακοπές, ο κ. Δημητρακόπουλος, που αφορμή ζητούσε άλλωστε, δεχότανε την αίτηση και όριζε τη μέρα που θα έλεγε ιστορίες.
Τη μέρα εκείνη (в тот день) το λύκειο ήτανε σε νευρική κατάσταση (лицей лихорадило: «был в нервном состоянии»). Από όλες τις τάξεις (из всех классов), ακόμα κι από το γυμνάσιο (даже из гимназии), ερχόντανε μαθητές (приходили ученики) και γέμιζαν την τάξη μας (и заполняли наш класс). Οι λοιποί δάσκαλοι (остальные учителя) δεν μπορούσαν να κάνουν το μάθημά τους (не могли проводить свои уроки), μα η διεύθυνση έκλινε τα μάτια (но директорат закрывал на это глаза), γιατί ο κ. Δημητρακόπουλος είχε υψηλές προστασίες (потому что г-н Димитракопулос имел высокое покровительство) στην Εφορεία των σχολών (в инспекции школ) και στα Πατριαρχεία (и в патриархате). Στριμωχνόμασταν ο ένας απάνω στον άλλον (мы втискивались, один на другом; στριμώχνομαι) όπως μπορούσαμε (как могли), καβαλικεύαμε θρανία (оседлывали парты; καβαλικεύω), σκαρφαλώναμε στα παράθυρα (забирались на окна; σκαρφαλώνω), γεμίζαμε τους διαδρόμους της τάξης (заполняли проходы в классе), στρωνόμασταν καταγής (распластывались на полу; στρώνομαι) και περιμέναμε με αληθινό πάθος (и с истинной страстью ожидали) να αρχίσει η τελετή (когда начнется церемония).
Τη μέρα εκείνη το λύκειο ήτανε σε νευρική κατάσταση. Από όλες τις τάξεις, ακόμα κι από το γυμνάσιο, ερχόντανε μαθητές και γέμιζαν την τάξη μας. Οι λοιποί δάσκαλοι δεν μπορούσαν να κάνουν το μάθημά τους, μα η διεύθυνση έκλεινε τα μάτια, γιατί ο κ. Δημητρακόπουλος είχε υψηλές προστασίες στην Εφορία των σχολών και στα Πατριαρχεία. Στριμωχνόμασταν ο ένας απάνω στον άλλον όπως μπορούσαμε, καβαλικεύαμε θρανία, σκαρφαλώναμε στα παράθυρα, γεμίζαμε τους διαδρόμους της τάξης, στρωνόμασταν καταγής και περιμέναμε με αληθινό πάθος να αρχίσει η τελετή.
Ο κ. Δημητρακόπουλος ήτανε ένας ηλικιωμένος Κωνσταντινουπολίτης (г-н Димитракопулос был пожилым константинопольцем) ευπατρίδης του παλιού καλού καιρού (аристократом старого доброго времени), πολύ κομψός (очень элегантным), επιβλητικός και ευγενικός (импозантным и любезным). Φορούσε συνήθως ημίψηλο καπέλο (обычно /он/ носил невысокий цилиндр: «шляпу»; το καπέλο — шляпа; το ημίψηλο καπέλο — невысокий цилиндр) και γκρίζα ρεντιγκότα (и серый редингот) και κρατούσε ένα πολύτιμο (и держал драгоценную) βαρύ μπαστούνι (тяжелую трость) με ασημένιο χέρι (с серебряным набалдашником/рукояткой).
Ο κ. Δημητρακόπουλος ήτανε ένας ηλικιωμένος Κωνσταντινουπολίτης ευπατρίδης του παλιού καλού καιρού, πολύ κομψός, επιβλητικός και ευγενικός. Φορούσε συνήθως ημίψηλο καπέλο και γκρίζα ρεντιγκότα και κρατούσε ένα πολύτιμο βαρύ μπαστούνι με ασημένιο χέρι.
Είχε κάποιο ύψος (у него был рост), κάποιο παράστημα (какая-то осанка), που θύμιζε τους μεγάλους Φαναριώτες (которая напоминала великих фанариотов; ο Φαναριώτης — фанариот; житель Фанара /το Φανάρι/, района Константинополя /Стамбула/, где исторически селилась греческая элита в Османской империи) λογίους και διπλωμάτες του 19ου αιώνα (ученых и дипломатов 19 века). Δεν ήτανε όμως ούτε λόγιος (впрочем, /он/ не был ни ученым) ούτε διπλωμάτης (ни дипломатом), αλλά μονάχα ένας άνθρωπος του κόσμου (а только светским человеком), που χάρηκε όλα τα καλά της Πόλης (который насладился: «порадовался» всеми благами Города) και της Ευρώπης (и Европы) κι όταν σώθηκαν τα χρήματά του (а когда его деньги закончились; σώζομαι — спасаться; σώθηκαν τα χρήματα — идиом. закончились деньги) αναγκάστηκε να διδάσκει γαλλικά (был вынужден преподавать французский; αναγκάζομαι) για να ζει (чтобы жить).
Είχε κάποιο ύψος, κάποιο παράστημα, που θύμιζε τους μεγάλους Φαναριώτες λογίους και διπλωμάτες του 19ου αιώνα. Δεν ήτανε όμως ούτε λόγιος ούτε διπλωμάτης, αλλά μονάχα ένας άνθρωπος του κόσμου, που χάρηκε όλα τα καλά της Πόλης και της Ευρώπης κι όταν σώθηκαν τα χρήματά του αναγκάστηκε να διδάσκει γαλλικά για να ζει.
Συνήθως μας ρωτούσε (обычно /он/ нас спрашивал) τι προτιμούμε να μας διηγηθεί (что мы предпочитаем, чтобы /он/ нам рассказал), τη μάχη του Βατερλό (о битве при Ватерлоо) ή τη ζωή του (или о своей жизни). Συνδύαζε ίσως υποσυνείδητα (возможно, подсознательно, /он/ сравнивал: «связывал»; συνδυάζω) την αποτυχία του (свою неудачу) με την ήττα του Μεγάλου Ναπολέοντα (с поражением Великого Наполеона). Τότε οι μαθητές φώναζαν (тогда ученики кричали): «Βατερλό! Βατερλό! (Ватерлоо! Ватерлоо!)» ή «Τη ζωή σας, κύριε! (О вашей жизни, господин!)», κ’ επικρατούσε η θέληση της πλειοψηφίας (и побеждало желание большинства). Γινόντανε κ’ οι σχετικοί καβγάδες στα θρανία (происходила также соответствующая ругань на партах) κ’ ήτανε τέτοια η νευρικότητα και το στρίμωγμα (и такими были нервозность и теснота), ώστε καμιά φορά (что иногда) έπεφταν και γροθιές (обрушивались удары кулаками) και χτυπήματα με κασετίνες (и удары пеналами).
Συνήθως μας ρωτούσε τι προτιμούμε να μας διηγηθεί, τη μάχη του Βατερλό ή τη ζωή του. Συνδύαζε ίσως υποσυνείδητα την αποτυχία του με την ήττα του Μεγάλου Ναπολέοντα. Τότε οι μαθητές φώναζαν: «Βατερλό! Βατερλό!» ή «Τη ζωή σας, κύριε!», κ’ επικρατούσε η θέληση της πλειοψηφίας. Γινόντανε κ’ οι σχετικοί καβγάδες στα θρανία κ’ ήτανε τέτοια η νευρικότητα και το στρίμωγμα, ώστε καμιά φορά έπεφταν και γροθιές και χτυπήματα με κασετίνες.
Ο κ. Δημητρακόπουλος διηγούτανε τη μάχη του Βατερλό (г-н Димитракопулос рассказывал о битве при Ватерлоо) με πολύ μπρίο και χρώμα (очень живо и красочно: «с большой живостью и цветом») και με κάποια επική συγκίνηση (с каким-то эпическим переживанием) που κατόρθωνε να μας τη μεταδώσει (которое ему удавалось нам передать; κατορθώνω; μεταδίδω). Σκοτωνόμασταν κατόπι (потом /мы/ из кожи лезли: «убивались»; σκοτώνομαι), μέρες ολόκληρες (целыми днями), στις αυλές του σχολείου (на школьных дворах) και στον κατήφορο με τις τσουκνίδες (и спуске с крапивой), να παρασταίνουμε τους ναπολεόντειους πολέμους (разыгрывая наполеоновские войны) με στρατηγό τον Πέτρο (с генералом Петросом) και υπασπιστή το Μαντσουρδέλη (и адъютантом Мадсурделисом).
Ο κ. Δημητρακόπουλος διηγούτανε τη μάχη του Βατερλό με πολύ μπρίο και χρώμα και με κάποια επική συγκίνηση που κατόρθωνε να μας τη μεταδώσει. Σκοτωνόμασταν κατόπι, μέρες ολόκληρες, στις αυλές του σχολείου και στον κατήφορο με τις τσουκνίδες, να παρασταίνουμε τους ναπολεόντειους πολέμους με στρατηγό τον Πέτρο και υπασπιστή το Μαντσουρδέλη.
Όταν όμως ο κ. Δημητρακόπουλος άρχιζε να λέει τη ζωή του (но когда г-н Димитракопулос начинал рассказывать о своей жизни), ήταν άλλο πράγμα (это было совсем другое дело), ήταν τόσο συναρπαστικός (он так захватывающе рассказывал: «/он/ был таким захватывающим»), ώστε δε φαντάζομαι (что я не представляю) κανείς από όσους τον άκουσαν (/чтобы/ кто-нибудь из тех, кто его слышал) να τον λησμονήσει ποτέ (его когда-нибудь забудет; λησμονώ).
Όταν όμως ο κ. Δημητρακόπουλος άρχιζε να λέει τη ζωή του, ήταν άλλο πράγμα, ήταν τόσο συναρπαστικός, ώστε δε φαντάζομαι κανείς από όσους τον άκουσαν να τον λησμονήσει ποτέ.
Μας έλεγε τη νιότη (/он/ рассказывал о юности) που έζησε μες στα λούσα και τα μεγαλεία (которую прожил в роскоши и величии). Μας έλεγε τα παραμυθένια ταξίδια του (/он/ рассказывал нам о своих сказочных путешествиях) στις μακρινές πολιτείες (в далекие города) με τα ένδοξα ονόματα (со славными именами), στο Παρίσι κυρίως (главным образом, в Париж), στο περίλαμπρο και αμίμητο και άφταστο Παρίσι (в блестящий, неподражаемый и недостижимый Париж).
Μας έλεγε τη νιότη που έζησε μες στα λούσα και τα μεγαλεία. Μας έλεγε τα παραμυθένια ταξίδια του στις μακρινές πολιτείες με τα ένδοξα ονόματα, στο Παρίσι κυρίως, στο περίλαμπρο και αμίμητο και άφταστο Παρίσι.
Μας περιέγραφε το μουσείο του Λούβρου (он описывал нам музей Лувра) και το μέγαρο των Απομάχων (и Дом Инвалидов; το μέγαρο — дворец, красивый большой особняк; ο απόμαχος — ветеран, отставник; το Μέγαρο των Απομάχων — Дом Инвалидов в Париже) με τον τάφο του Ναπολέοντα (с могилой Наполеона), το Πάνθεο και την Όπερα (Пантеон и Оперу), την κίνηση και τα φώτα των βουλεβάρτων (суету: «движение» и огни бульваров) και των Ηλύσιων Πεδίων (и Елисейских полей), τα μεγαλόπρεπα αμάξια (роскошные повозки) και τις θαυμάσιες κυρίες (и прекрасных дам) που ήτανε μες στα αμάξια (которые были в повозках) και τους καβαλάρηδες του δάσους της Βουλώνης (всадников в Булонском лесу) και τις τρέλες των φοιτητών της Λατινικής Συνοικίας (безумства студентов из Латинского квартала) και τους μπάλους (балы) και το καθετί (и все остальное).
Μας περιέγραφε το μουσείο του Λούβρου και το μέγαρο των Απομάχων με τον τάφο του Ναπολέοντα, το Πάνθεο και την Όπερα, την κίνηση και τα φώτα των βουλεβάρτων και των Ηλύσιων Πεδίων, τα μεγαλόπρεπα αμάξια και τις θαυμάσιες κυρίες που ήτανε μες στα αμάξια και τους καβαλάρηδες του δάσους της Βουλώνης και τις τρέλες των φοιτητών της Λατινικής Συνοικίας και τους μπάλους και το καθετί.
Μας έλεγε και για τα χρήματα (/он/ рассказывал нам о деньгах), που πετούσε δεξιά και αριστερά (которые /он/ разбрасывал направо и налево; πετώ) χωρίς να τα λογαριάζει (не считая; λογαριάζω).
— Σας τα διηγούμαι (я вам рассказываю это), έλεγε (говорил /он/), για να παραδειγματιστείτε (чтобы вы учились на примере; παραδειγματίζομαι — брать пример; учиться на примере) και να μην κάνετε κ’ εσείς τα ίδια (и не совершали того же самого) αν σας τύχει η ευκαιρία (если вам представится возможность; τυχαίνω).
Μας έλεγε και για τα χρήματα, που πετούσε δεξιά και αριστερά χωρίς να τα λογαριάζει.
— Σας τα διηγούμαι, έλεγε, για να παραδειγματιστείτε και να μην κάνετε κ’ εσείς τα ίδια αν σας τύχει η ευκαιρία.
Μα ήτανε κατά βάθος αρκετά περήφανος (но в глубине /души/ /он/ был довольно горд) για τον τρόπο (тем образом) που είχε ζήσει τη ζωή του (которым /он/ прожил свою жизнь) και σπαταλήσει δύο ή τρείς περιουσίες (и растратил два-три состояния; σπαταλώ). Κ’ εμείς, άλλωστε (да и мы), ήμασταν απολύτως αποφασισμένοι (были абсолютно полны решимости) να τον μιμηθούμε (подражать ему; μιμούμαι) και να τον ξεπεράσουμε (и превзойти его; ξεπερνώ), αν μας τύχαινε ποτέ η ευκαιρία (если нам когда-нибудь представится возможность), κι ονειρευόμασταν κιόλας (и даже мечтали /о/ /том/; ονειρεύομαι) τι σπουδαία πράγματα θα κάναμε (какие великие дела совершили бы) όταν θα πηγαίναμε με τη σειρά μας στο Παρίσι (когда в свою очередь поехали бы в Париж) και θα γυρνούσαμε το δάσος της Βουλώνης (и ездили бы по Булонскому лесу) απάνω στο άλογο (верхом на коне) κι όλες οι κυρίες θα μας θαύμαζαν (и все дамы восхищались бы нами; θαυμάζω) από μέσα από τα αμάξια (из повозок).
Μα ήτανε κατά βάθος αρκετά περήφανος για τον τρόπο που είχε ζήσει τη ζωή του και σπαταλήσει δύο ή τρείς περιουσίες. Κ’ εμείς, άλλωστε, ήμασταν απολύτως αποφασισμένοι να τον μιμηθούμε και να τον ξεπεράσουμε, αν μας τύχαινε ποτέ η ευκαιρία, κι ονειρευόμασταν κιόλας τι σπουδαία πράγματα θα κάναμε όταν θα πηγαίναμε με τη σειρά μας στο Παρίσι και θα γυρνούσαμε το δάσος της Βουλώνης απάνω στο άλογο κι όλες οι κυρίες θα μας θαύμαζαν από μέσα από τα αμάξια.
Ύστερα, απότομα (потом, внезапно), ο τόνος της ομιλίας άλλαζε (тон выступления менялся), η φωνή του κ. Δημητρακοπούλου έτρεμε (голос г-на Димитракопулоса дрожал; τρέμω). Εξιστορούσε την οριστική καταστροφή του (/он/ рассказывал о своей окончательной катастрофе; εξιστορώ) στο καζίνο του Μόντε-Κάρλο (в казино в Монте-Карло), το ατομικό Βατερλό του (о его личном Ватерлоо). Διηγούταν λεπτομέρειες εναγώνιες (/он/ рассказывал тревожные подробности): κέρδιζε ξαφνικά ένα τεράστιο ποσό (внезапно /он/ выигрывал огромную сумму; κερδίζω), κατόπι μονομιάς έχανε περισσότερα (потом в миг проигрывал еще больше; χάνω), ξανακέρδιζε (опять выигрывал), ξαναέχανε (опять проигрывал), πλησίαζε ορμητικά προς τον γκρεμό (приближался стремительно к пропасти; πλησιάζω).
Ύστερα, απότομα, ο τόνος της ομιλίας άλλαζε, η φωνή του κ. Δημητρακοπούλου έτρεμε. Εξιστορούσε την οριστική καταστροφή του στο καζίνο του Μόντε-Κάρλο, το ατομικό Βατερλό του. Διηγούταν λεπτομέρειες εναγώνιες: κέρδιζε ξαφνικά ένα τεράστιο ποσό, κατόπι μονομιάς έχανε περισσότερα, ξανακέρδιζε, ξαναέχανε, πλησίαζε ορμητικά προς τον γκρεμό.
Τον παρακολουθούσαμε έξαλλοι (/мы/ следили за ним обезумевшие; παρακολουθώ), με την ψυχή στο στόμα (ни живые ни мертвые/затаив дыхание: «с душой во рту»). Ξέραμε όλοι από πριν (/мы/ все заранее знали) τι έμελλε να συμβεί (что должно было произойти). Κάποτε ο κ. Δημητρακόπουλος βρέθηκε (в какой-то момент г-н Димитракопулос оказался) στο πράσινο τραπέζι του μπακαρά (у зеленого стола баккара) με τα τελευταία χιλιάρικα (с последними тысячами) που μπορούσε να διαθέσει (которыми /он/ мог распорядиться; διαθέτω — иметь в распоряжении). Και τα έπαιξε όλα για όλα (и /он/ сыграл на все: «все на все»).
Τον παρακολουθούσαμε έξαλλοι, με την ψυχή στο στόμα. Ξέραμε όλοι από πριν τι έμελλε να συμβεί. Κάποτε ο κ. Δημητρακόπουλος βρέθηκε στο πράσινο τραπέζι του μπακαρά με τα τελευταία χιλιάρικα που μπορούσε να διαθέσει. Και τα έπαιξε όλα για όλα.
Σε μια ερώτηση (на вопрос) που του έκανε ο αρμόδιος λειτουργός του παιχνιδιού (который ему задал служащий, ответственный за игру = крупье), αποκρίθηκε «μπάνκο» (/он/ ответил: «Ва-банк!»; αποκρίνομαι), και βγήκανε τα χαρτιά, πιο κακορίζικα από πάντα (и выпали: «вышли» карты, еще более неудачные, чем обычно), και έχασε το καθετί (и /он/ все потерял). Αλλά το «μπάνκο» αυτό έπαιρνε (но этот «ва-банк» приобретал), στη φαντασία μας (в нашей фантазии), μια σημασία έξοχα συμβολική (чрезвычайно символичное значение).
Σε μια ερώτηση που του έκανε ο αρμόδιος λειτουργός του παιχνιδιού, αποκρίθηκε «μπάνκο», και βγήκανε τα χαρτιά, πιο κακορίζικα από πάντα, και έχασε το καθετί. Αλλά το «μπάνκο» αυτό έπαιρνε, στη φαντασία μας, μια σημασία έξοχα συμβολική.
Ήταν πρόκληση (/он/ был вызовом), ήταν αγώνας ζωής ή θανάτου (борьбой не на жизнь, а на смерть), ήταν ηρωισμός (героическим поступком). Ο κ. Δημητρακόπουλος συγκλονιζότανε ολόκληρος (г-н Димитракопулос весь сотрясался; συγκλονίζομαι) από συγκίνηση (от волнения) όταν κόντευε να φτάσει (когда приближался: «когда приближался /к тому/ /чтобы/ достичь») στο σημείο αυτό της διήγησής του (к этому моменту своего повествования). Στο τέλος (под конец), με μια μεγάλη (с большим = широким), αρχοντική (барским) και απελπισμένη χειρονομία (и отчаянным жестом), πετούσε την τελευταία του φράση (/он/ бросал свою последнюю фразу; πετάω):
— Και εγώ του αποκρίθηκα: μπάνκο (и я ему ответил: «Ва-банк»)!
Ήταν πρόκληση, ήταν αγώνας ζωής ή θανάτου, ήταν ηρωισμός. Ο κ. Δημητρακόπουλος συγκλονιζότανε ολόκληρος από συγκίνηση όταν κόντευε να φτάσει στο σημείο αυτό της διήγησής του. Στο τέλος, με μια μεγάλη, αρχοντική και απελπισμένη χειρονομία, πετούσε την τελευταία του φράση:
— Και εγώ του αποκρίθηκα: μπάνκο!
Τότε όλη η καταπιεσμένη νευρικότητα μας (тогда вся наша подавленная нервозность) ξέσπαζε βίαια (вырывалась с силой). Το παλαιικό μας σχολείο (наша старая школа) πήγαινε κ’ ερχότανε (ходила ходуном: «ходила и приходила»), τρανταζότανε βαριά (тяжело сотрясалась; τραντάζομαι) απάνω στα σαπισμένα θεμέλιά του (на прогнившем фундаменте). Ολόκληρο το παιδολόι (вся детвора), οι μικροί και οι μεγάλοι όλοι (все, большие и маленькие), με μια ψυχή (единодушно: «с одной душой»), μ’ έναν παλμό (в едином порыве: «пульсе»), τιναζόμασταν απάνω (вскакивали с мест: «вверх»; τινάζομαι), σπρωχνόμασταν (толкались), τσαλαπατιόμασταν (наступали друг на друга; τσαλαπατιέμαι), χειροκροτούσαμε δαιμονισμένα (одержимо аплодировали) και φωνάζαμε ζήτω (и кричали «ура!»).
Τότε όλη η καταπιεσμένη νευρικότητα μας ξέσπαζε βίαια. Το παλαιικό μας σχολείο πήγαινε κ’ ερχότανε, τρανταζότανε βαριά απάνω στα σαπισμένα θεμέλιά του. Ολόκληρο το παιδολόι, οι μικροί και οι μεγάλοι όλοι, με μια ψυχή, μ’ έναν παλμό, τιναζόμασταν απάνω, σπρωχνόμασταν, τσαλαπατιόμασταν, χειροκροτούσαμε δαιμονισμένα και φωνάζαμε ζήτω.
Στο μεταξύ (тем временем) το ζήτημα της συμμορίας (вопрос о банде) έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις (приобретал большие размеры). Όταν την πρωτοϊδρύσαμε (когда /мы/ ее впервые основали; πρωτοϊδρύω), στο διάλειμμα των 10 (на перемене в 10 часов), δεν είχαμε, βέβαια, στο νου μας (у нас, конечно, не было в мыслях) τίποτα συγκεκριμένο (ничего определенного). Νιώθαμε μονάχα (/мы/ только чувствовали) πως η «Μαύρη Χειρ» (что «Черной длани») έμελλε να είναι κάτι παράξενο (предстояло стать чем-то странным) και λιγάκι τρομαχτικό (и немного ужасным), μια μεγάλη ευκαιρία (большой возможностью) για να κάνουμε πράγματα αλλιώτικα (делать вещи странные), παράτολμα (дерзкие) και μυστικά (и таинственные). Κυρίως μυστικά (главным образом, таинственные). Το μυστήριο της ιστορίας αυτής (таинственность: «тайна» во всей этой истории) μας γοήτευε (нас завораживала), νομίζω (думаю), περισσότερο από καθετί άλλο (более всего остального), μας έδινε ίσως (и, возможно, давала нам) ένα ελαφρό, ελαφρότατο (легкое, очень легкое), αλλά και γλυκύτατο προαίσθημα της ηδονής (но и очень сладкое предчувствие наслаждения).
Στο μεταξύ το ζήτημα της συμμορίας έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις. Όταν την πρωτοϊδρύσαμε, στο διάλειμμα των 10, δεν είχαμε, βέβαια, στο νου μας τίποτα συγκεκριμένο. Νιώθαμε μονάχα πως η «Μαύρη Χειρ» έμελλε να είναι κάτι παράξενο και λιγάκι τρομαχτικό, μια μεγάλη ευκαιρία για να κάνουμε πράγματα αλλιώτικα, παράτολμα και μυστικά. Κυρίως μυστικά. Το μυστήριο της ιστορίας αυτής μας γοήτευε, νομίζω, περισσότερο από καθετί άλλο, μας έδινε ίσως ένα ελαφρό, ελαφρότατο, αλλά και γλυκύτατο προαίσθημα της ηδονής.
Ύστερα το ζήτημα άρχισε να μας κατακτά (затем эта история: «вопрос/дело» стала нами овладевать; κατακτώ). Στο σπίτι μου (у себя дома) περνούσα αρκετή ώρα (/я/ проводил довольно /много/ времени) ετοιμάζοντας κρυψώνες (подготавливая тайники) για να κρύβω τα χαρτιά της συμμορίας (чтобы прятать бумаги банды) και τα εργαλεία της (и ее инструменты), σουγιάδες (карманные ножи; ο σουγιάς), μάσκες (маски), σκοινιά (веревки), μελετούσα τα υπόγεια (исследовал подвалы) για να κρυφτώ σε ώρα ανάγκης (чтобы спрятаться при необходимости: «в час нужды») και για να κρύψω τους συντρόφους μου (и чтобы спрятать своих товарищей), κατάστρωνα σχέδια του σπιτιού (/я/ чертил планы дома) με μυστικές εξόδους (с тайными выходами), σημείωνα (отмечал) από πού και με ποιο τρόπο (откуда и каким образом) μπορούσε κανείς να πηδήξει (можно было прыгнуть: «мог кто-нибудь прыгнуть»; πηδώ) στα γειτονικά κεραμίδια (на соседские черепичные крыши).
Ύστερα το ζήτημα άρχισε να μας κατακτά. Στο σπίτι μου περνούσα αρκετή ώρα ετοιμάζοντας κρυψώνες για να κρύβω τα χαρτιά της συμμορίας και τα εργαλεία της, σουγιάδες, μάσκες, σκοινιά, μελετούσα τα υπόγεια για να κρυφτώ σε ώρα ανάγκης και για να κρύψω τους συντρόφους μου, κατάστρωνα σχέδια του σπιτιού με μυστικές εξόδους, σημείωνα από πού και με ποιο τρόπο μπορούσε κανείς να πηδήξει στα γειτονικά κεραμίδια.
Τη νύχτα (ночью) ονειροπολούσα (/я/ мечтал; ονειροπολώ) ή ονειρευόμουν (или видел сны; ονειρεύομαι) εγκλήματα (о преступлениях), ανθρώπους με μάσκες και περίστροφα (людях в масках с револьверами), μυστικούς αστυνομικούς (тайных полицейских), σκοινένιες σκάλες (канатных лестницах), τρελές καταδιώξεις (сумасшедших погонях) και συμπλοκές στις στέγες των σπιτιών (и схватках на крышах домов). Η φαντασία μου (моя фантазия), πλουσιότατα τροφοδοτημένη (богато подпитываемая) από τον κινηματογράφο (кинематографом) και τα αστυνομικά φυλλάδια (и книжицами о полицейских), γεννοβολούσε τέτοιες ιστορίες (порождала такие истории; γεννοβολώ) αυθόρμητα και συνεχώς (непроизвольно и постоянно).
Τη νύχτα ονειροπολούσα ή ονειρευόμουν εγκλήματα, ανθρώπους με μάσκες και περίστροφα, μυστικούς αστυνομικούς, σκοινένιες σκάλες, τρελές καταδιώξεις και συμπλοκές στις στέγες των σπιτιών. Η φαντασία μου, πλουσιότατα τροφοδοτημένη από τον κινηματογράφο και τα αστυνομικά φυλλάδια, γεννοβολούσε τέτοιες ιστορίες αυθόρμητα και συνεχώς.
Σηκωνόμουν το πρωί με το συναίσθημα (утром /я/ вставал с чувством) πως μετείχα κάπως σε όλα αυτά (что /я/ был каким-то образом причастен ко всему этому; μετέχω — участвовать; быть причастным), πως ήμουν λίγο ένοχος (что был немного виновен). Πήγαινα στο σχολείο (я ходил в школу) γεμάτος ακόμα από τα οράματα (еще полный = охваченный видениями) και τους ρεμβασμούς (и размышлениями) της μυθικής μου νύχτας (моей мифической ночи). Χαιρετούσα τους άλλους συμμορίτες (я приветствовал других членов банды; χαιρετώ) με το κρυφό μας σύνθημα (нашим тайным паролем). Με αντιχαιρετούσαν με το παρασύνθημα (они отвечали на мое приветствие ответным паролем). Κατά τη διάρκεια του μαθήματος (на протяжении урока; διαρκώ — продолжаться) ανταλλάσσαμε συνθηματικά νοήματα (/мы/ обменивались условными жестами; ανταλλάσσω) ή χαρτάκια με συνθηματικές λέξεις (или бумажками с условными словами).
Σηκωνόμουν το πρωί με το συναίσθημα πως μετείχα κάπως σε όλα αυτά, πως ήμουν λίγο ένοχος. Πήγαινα στο σχολείο γεμάτος ακόμα από τα οράματα και τους ρεμβασμούς της μυθικής μου νύχτας. Χαιρετούσα τους άλλους συμμορίτες με το κρυφό μας σύνθημα. Με αντιχαιρετούσαν με το παρασύνθημα. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος ανταλλάσσαμε συνθηματικά νοήματα ή χαρτάκια με συνθηματικές λέξεις.
Στο διάλειμμα (на перемене) πηγαίναμε και κρυβόμασταν (/мы/ шли и прятались; κρύβομαι) μες στα ερειπωμένα σπιτάκια του κήπου (в развалившихся домиках в саду) και συνωμοτούσαμε εναντίον των πάντων (и составляли заговоры против всех /на свете/; συνωμοτώ), σχεδιάζαμε κυρίως (главным образом, /мы/ планировали) με ποιους τρόπους (каким образом) θα ξεφεύγαμε από τους κατασκόπους (мы убежим от шпионов), θα γλυτώναμε (будем спасаться) όταν έφτανε η ώρα του κινδύνου (когда настанет опасность: «час опасности»), θα δραπετεύαμε (сбежим) αν μας συλλάμβαναν (если нас схватят: συλλαμβάνω), θα σώζαμε τέλος πάντων το μυστικό της συμμορίας (спасем, наконец, секрет банды), το μυστικό που δεν ήταν άλλο τίποτα (секрет, который был не чем иным) παρά μονάχα η ύπαρξή της (как просто тем, что он существовал: «своим существованием»). Αλλά μας απορροφούσε ολότελα το μυστικό αυτό (но этот секрет поглощал нас полностью; απορροφώ) και μας μεθούσε (и пьянил нас; μεθώ).
Στο διάλειμμα πηγαίναμε και κρυβόμασταν μες στα ερειπωμένα σπιτάκια του κήπου και συνωμοτούσαμε εναντίον των πάντων, σχεδιάζαμε κυρίως με ποιους τρόπους θα ξεφεύγαμε από τους κατασκόπους, θα γλυτώναμε όταν έφτανε η ώρα του κινδύνου, θα δραπετεύαμε αν μας συλλάμβαναν, θα σώζαμε τέλος πάντων το μυστικό της συμμορίας, το μυστικό που δεν ήταν άλλο τίποτα παρά μονάχα η ύπαρξή της. Αλλά μας απορροφούσε ολότελα το μυστικό αυτό και μας μεθούσε.
Σιγά-σιγά όμως (однако постепенно) οι συμμαθητές μας πήραν είδηση (наши одноклассники разузнали: «получили известие») πως κάτι συνέβαινε (что что-то происходит; συμβαίνω), άκουσαν και τη λέξη συμμορία (да еще /к/ /тому же/ услышали слово «банда»), που τους ερέθισε αμέσως (которое немедленно их раздразнило; ερεθίζω — раздражать; зд. дразнить). Βάλθηκαν τότε να μας κατασκοπεύουν αληθινά (тогда /они/ принялись шпионить за нами по-настоящему) και τούτο αύξησε τη μυστικότητά μας (и это усилило нашу таинственность; αυξάνω — увеличивать; усиливать) και την αλληλεγγύη μας (и нашу солидарность) και τη σημασία της συμμορίας στη συνείδησή μας (и значение банды в нашем сознании). Το ζήτημα ξεπερνούσε τα όρια των ονειροπολημάτων (дело выходило за рамки мечтаний; ξεπερνώ; το όριο — граница; рамка) και των κλειστών συζητήσεων (и закрытых = тайных обсуждений). Η κοινωνία αντιδρούσε (общество реагировало; αντιδρώ). Άρχιζε αγώνας (начиналась борьба).
Σιγά-σιγά όμως οι συμμαθητές μας πήραν είδηση πως κάτι συνέβαινε, άκουσαν και τη λέξη συμμορία, που τους ερέθισε αμέσως. Βάλθηκαν τότε να μας κατασκοπεύουν αληθινά και τούτο αύξησε τη μυστικότητά μας και την αλληλεγγύη μας και τη σημασία της συμμορίας στη συνείδησή μας. Το ζήτημα ξεπερνούσε τα όρια των ονειροπολημάτων και των κλειστών συζητήσεων. Η κοινωνία αντιδρούσε. Άρχιζε αγώνας.
Μας παρακολουθούσαν και στον περίπατο (за нами следили на прогулке; παρακολουθώ), στα φιδωτά σοκάκια του Πέρα (в извилистых: «змеиных» улочках Перы) ή τους σκιερούς δρομάκους του κήπου του Ταξιμιού (или на тенистых дорожках парка Таксим) ή στο Αγιάζ-Πασά και στις καμένες συνοικίες (или в Аяз-Паша и сгоревших кварталах), και καταφεύγαμε σε πονηριές Ινδιάνων (а мы прибегали к индейским хитростям) για να ξεφύγουμε από την επίβλεψή τους (чтобы скрыться от их преследования). Έψαχναν μες στα θρανία μας (обыскивали наши парты), προσπαθούσαν να διαβάσουν (пытались прочитать; προσπαθώ) τα κρυπτογραφικά σημειώματά μας (наши зашифрованные записки).
Μας παρακολουθούσαν και στον περίπατο, στα φιδωτά σοκάκια του Πέρα ή τους σκιερούς δρομάκους του κήπου του Ταξιμιού ή στο Αγιάζ-Πασά και στις καμένες συνοικίες, και καταφεύγαμε σε πονηριές Ινδιάνων για να ξεφύγουμε από την επίβλεψή τους. Έψαχναν μες στα θρανία μας, προσπαθούσαν να διαβάσουν τα κρυπτογραφικά σημειώματά μας.
Μερικοί άρχιζαν να μας μισούν (некоторые начинали нас ненавидеть). Τους ενοχλούσε σφοδρά (уж больно им мешало /то/; ενοχλώ) ότι συνέβαινε κάτι αλλιώτικο (что происходило что-то отличное) από τα συνηθισμένα (от привычного) και τα παραδεγμένα (принятого), κάτι έξω από τη ρουτίνα (что-то за пределами: «вне» рутины), κάτι άγνωστο και απίθανο (что-то неизвестное и невероятное), που τους ξεπερνούσε (что их превосходило; ξεπερνώ). Τους σκανδάλιζε (приводила в смущение; σκανδαλίζω) και τους πείραζε (и задевала) στο νοικοκυρίστικο φιλότιμό τους (их обывательское самолюбие) η «Μαύρη Χειρ» («Черная Длань»), σα μια εστία επικίνδυνης ανησυχίας (словно очаг опасного беспокойства) και απαγορευμένης φαντασίας (и запрещенной фантазии). Συνωμοτούσαν κιόλας εναντίον μας (/они/ даже сговаривались против нас) και εκδηλώνανε τη δυσαρέσκειά τους (и выражали свою неприязнь; εκδηλώνω) βίαια και βάναυσα (сильно и грубо). Πότε-πότε (время от времени), για το χατίρι της συμμορίας (ради банды; το χατίρι – одолжение; услуга; για το χατίρι — ради кого-либо; для кого-либо; в угоду кому-либо), έπεφτε και λίγο ξύλο (случались и небольшие драки: «обрушивалось немного палок»).
Μερικοί άρχιζαν να μας μισούν. Τους ενοχλούσε σφοδρά ότι συνέβαινε κάτι αλλιώτικο από τα συνηθισμένα και τα παραδεγμένα, κάτι έξω από τη ρουτίνα, κάτι άγνωστο και απίθανο, που τους ξεπερνούσε. Τους σκανδάλιζε και τους πείραζε στο νοικοκυρίστικο φιλότιμό τους η «Μαύρη Χειρ», σα μια εστία επικίνδυνης ανησυχίας και απαγορευμένης φαντασίας. Συνωμοτούσαν κιόλας εναντίον μας και εκδηλώνανε τη δυσαρέσκειά τους βίαια και βάναυσα. Πότε-πότε, για το χατίρι της συμμορίας, έπεφτε και λίγο ξύλο.
Μια μέρα έπεσε ξύλο πολύ (однажды случилась драка большая: «обрушилось много палок»). Στις αυλές του λυκείου (в лицейском дворе) και στον κατήφορο (и на склоне) έγινε το ανάστα ο Θεός (произошло «воскресни, Боже» = второе пришествие). Σκίστηκαν ρούχα (одежды были разорваны; σκίζομαι), μάτωσαν γόνατα και μούτρα (коленки и физиономии кровоточили; ματώνω), πετάχτηκαν κοτρόνες (летали камни; πετάγομαι), κατέβηκαν όλοι οι παιδονόμοι (спустились все воспитатели) με τους χάρακες στο χέρι (с линейками в руках) κ’ έδερναν δεξιά κι αριστερά (и стали раздавать тумаки направо и налево: «драли направо и налево»). Στο τέλος παρουσιάστηκε και γυμνασιάρχης (под конец появился сам директор гимназии) και ηρέμησε το πεδίο της μάχης (и поле битвы успокоилось).
Μια μέρα έπεσε ξύλο πολύ. Στις αυλές του λυκείου και στον κατήφορο έγινε το ανάστα ο Θεός. Σκίστηκαν ρούχα, μάτωσαν γόνατα και μούτρα, πετάχτηκαν κοτρόνες, κατέβηκαν όλοι οι παιδονόμοι με τους χάρακες στο χέρι κ’ έδερναν δεξιά κι αριστερά. Στο τέλος παρουσιάστηκε και γυμνασιάρχης και ηρέμησε το πεδίο της μάχης.
Ήταν ένας τετράγωνος γέρος (/это/ был квадратный старик), με τετράγωνο κεφάλι (с квадратной головой) και τετράγωνα γένια (и квадратной бородой), κατάμαυρα ντυμένος (одетый во все черное; κατάμαυρος – совершенно черный; часто приставка κατα- у прилагательных имеет значение «полностью, совершенно, абсолютно»), αλύγιστος σα βράχος (несгибаемый словно скала), μεγαλόπρεπος (величественный), αυστηρός (суровый) και σιωπηλός (и молчаливый). Τον βλέπαμε ελάχιστα (/мы/ редко его видели), τον τρέμαμε (/мы/ перед ним трепетали) και τον σεβόμασταν βαθύτατα (и очень глубоко его уважали; σέβομαι) μ’ ένα είδος δεισιδαιμονίας (со своего рода суеверностью). Ήταν κάτι παραπάνω (/он/ был чем-то больше) από αρχηγός του οίκου μας (чем /просто/ предводитель нашего дома = учреждения). Ήταν ιδέα (/он/ был идеей), ήταν η προσωποποίηση της σοφίας (олицетворением мудрости) και της εξουσίας (и власти), της κυριαρχικής σοφίας (властвующей мудрости) και της φιλοσοφημένης εξουσίας (и философствующей власти). Τα λόγια του ήταν νόμοι (его слова были законами), οι αποφάσεις του αμετάκλητες (его решения — неизменными/окончательными), οι γνώμες του αλάνθαστες (его мнения — безошибочными), η δύναμή του ακατανίκητη (его сила — непобедимой).
Ήταν ένας τετράγωνος γέρος, με τετράγωνο κεφάλι και τετράγωνα γένια, κατάμαυρα ντυμένος, αλύγιστος σα βράχος, μεγαλόπρεπος, αυστηρός και σιωπηλός. Τον βλέπαμε ελάχιστα, τον τρέμαμε και τον σεβόμασταν βαθύτατα μ’ ένα είδος δεισιδαιμονίας. Ήταν κάτι παραπάνω από αρχηγός του οίκου μας. Ήταν ιδέα, ήταν η προσωποποίηση της σοφίας και της εξουσίας, της κυριαρχικής σοφίας και της φιλοσοφημένης εξουσίας. Τα λόγια του ήταν νόμοι, οι αποφάσεις του αμετάκλητες, οι γνώμες του αλάνθαστες, η δύναμή του ακατανίκητη.
Δεν τολμούσαμε (мы не смели; τολμώ) να αντικρύσουμε το βλέμμα του (встретиться с ним взглядом; αντικρίζω). Όταν περνούσαμε εμπρός από το γραφείο του (когда /мы/ проходили перед его кабинетом), σταματούσαμε κάθε κουβέντα (/то/ прекращали любой разговор; σταματώ) και περπατούσαμε στα νύχια των ποδιών (и шли на цыпочках: «на ногтях ног»; περπατώ). Αν τυχόν η πόρτα του ήταν ανοιχτή (если по случайности дверь была открыта), τρέχαμε για να περάσουμε (/мы/ бежали, чтобы пройти) προτού γυρίσει το κεφάλι (прежде, чем /он/ повернет голову). Στο δρόμο (на улице), αν τον διακρίναμε να έρχεται από μακριά (если /мы/ издалека различали, что он идет; διακρίνω), αλλάζαμε πεζοδρόμιο (/то/ переходили на другой тротуар: «меняли тротуар»). Στους διαδρόμους (в коридорах) και στις αυλές του σχολείου (и дворах школы) τον συναντούσαμε σπανιότατα (/мы/ встречали его очень редко), στις εξαιρετικά κρίσιμες περιστάσεις (в исключительно критических ситуациях).
Δεν τολμούσαμε να αντικρύσουμε το βλέμμα του. Όταν περνούσαμε εμπρός από το γραφείο του, σταματούσαμε κάθε κουβέντα και περπατούσαμε στα νύχια των ποδιών. Αν τυχόν η πόρτα του ήταν ανοιχτή, τρέχαμε για να περάσουμε προτού γυρίσει το κεφάλι. Στο δρόμο, αν τον διακρίναμε να έρχεται από μακριά, αλλάζαμε πεζοδρόμιο. Στους διαδρόμους και στις αυλές του σχολείου τον συναντούσαμε σπανιότατα, στις εξαιρετικά κρίσιμες περιστάσεις.
Ηρέμησε λοιπόν το πεδίο της μάχης μονομιάς (итак, поле битвы тотчас успокоилось; ηρεμώ; μονομιάς — тотчас). Οι παιδονόμοι σταμάτησαν το δάρσιμο (воспитатели прекратили порку), οι δαρμένοι σταμάτησαν τα κλάματα (выпоротые прекратили плач) κ’ έριξαν κάτω τα ξύλα (и бросили вниз палки; ρίχνω) και τις πέτρες (и камни) που κρατούσαν (которые держали). Όλοι στάθηκαν εκεί που βρισκόντανε (все остановились там, где находились), τεντώθηκαν (вытянулись; τεντώνομαι) και περίμεναν μεγάλα γεγονότα (и стали ждать великих событий). Εμείς οι συμμορίτες (мы, члены банды) είχαμε συναχτεί όλοι μαζί σε μια γωνία (собрались все вместе в углу; συνάγομαι), λίγο απόμερα από τους άλλους (немного в стороне от остальных), σαν από μια αυθόρμητη (словно /движимые/ непроизвольной) και ακατάλυτη αλληλεγγύη (и нерушимой солидарностью).
Ηρέμησε λοιπόν το πεδίο της μάχης μονομιάς. Οι παιδονόμοι σταμάτησαν το δάρσιμο, οι δαρμένοι σταμάτησαν τα κλάματα κ’ έριξαν κάτω τα ξύλα και τις πέτρες που κρατούσαν. Όλοι στάθηκαν εκεί που βρισκόντανε, τεντώθηκαν και περίμεναν μεγάλα γεγονότα. Εμείς οι συμμορίτες είχαμε συναχτεί όλοι μαζί σε μια γωνία, λίγο απόμερα από τους άλλους, σαν από μια αυθόρμητη και ακατάλυτη αλληλεγγύη.
Ο γυμνασιάρχης προχώρησε αμίλητος (директор гимназии прошел вперед молча: «молчаливый»), με βήμα αργό και επίσημο (поступью медленной и официальной), μες στην απόλυτη σιγή (в полном молчании) που είχε διαδεχτεί την τρικυμία (которое последовало за бурей; διαδέχομαι). Στάθηκε ανάμεσα στο πλήθος των παιδιών (/он/ остановился среди толпы ребят) κ’ έριξε τριγύρω του μια ματιά βαθιά αποδοκιμαστική (и бросил вокруг глубоко испытующий взгляд).
— Τι συμβαίνει (что происходит); ρώτησε προσταχτικά (спросил /он/ повелительно).
Ο γυμνασιάρχης προχώρησε αμίλητος, με βήμα αργό και επίσημο, μες στην απόλυτη σιγή που είχε διαδεχτεί την τρικυμία. Στάθηκε ανάμεσα στο πλήθος των παιδιών κ’ έριξε τριγύρω του μια ματιά βαθιά αποδοκιμαστική.
— Τι συμβαίνει; ρώτησε προσταχτικά.
Στην αρχή κανείς δεν αποκρίθηκε (в начале никто не ответил; αποκρίνομαι). Ύστερα, ένας μεγάλος και χοντρός μαθητής (потом один большой и толстый ученик), που λεγότανε Μαντούδης (которого звали Мантудис), προχώρησε προς το γυμνασιάρχη (подошел: «прошел вперед» к директору гимназии; προχωρώ) και είπε, δείχνοντας με το δάχτυλο τον όμιλό μας (и сказал, показывая пальцем на нашу группу; δείχνω):
— Κύριε, αυτοί έχουνε συμμορία (господин, у них банда).
— Τι έχουνε (что у них: «что имеют»); ρώτησε ο γυμνασιάρχης με αρκετή κατάπληξη (спросил директор гимназии с довольно /большим/ удивлением).
Τότε πολλοί μαθητές φώναξαν από όλες τις μεριές (тогда много учеников закричало со всех сторон; φωνάζω):
— Μάλιστα, κύριε, αυτοί έχουνε συμμορία (именно так, господин, у них банда).
Στην αρχή κανείς δεν αποκρίθηκε. Ύστερα, ένας μεγάλος και χοντρός μαθητής, που λεγότανε Μαντούδης, προχώρησε προς το γυμνασιάρχη και είπε, δείχνοντας με το δάχτυλο τον όμιλό μας:
— Κύριε, αυτοί έχουνε συμμορία.
— Τι έχουνε; ρώτησε ο γυμνασιάρχης με αρκετή κατάπληξη.
Τότε πολλοί μαθητές φώναξαν από όλες τις μεριές:
— Μάλιστα, κύριε, αυτοί έχουνε συμμορία.
Ο τετράγωνος άνθρωπος (квадратный человек) δεν κατόρθωνε να μπει στο νόημα των πραγμάτων (не мог постичь: «войти в» смысл вещей). Θα προσπάθησε, υποθέτω, να καταλάβει (/я/ полагаю, /он/ попытался понять) τι σήμαινε άραγε (что же значила; σημαίνω), στην ιδιαίτερη διάλεκτο των μαθητών (на особом диалекте учеников), αυτή η καινούργια και παράξενη έκφραση (эта новая и странная фраза): «έχουνε συμμορία (у них банда)». Μα ήταν φανερό πως δεν καταλάβαινε (но было ясно, что /он/ не понимал).
Ο τετράγωνος άνθρωπος δεν κατόρθωνε να μπει στο νόημα των πραγμάτων. Θα προσπάθησε, υποθέτω, να καταλάβει τι σήμαινε άραγε, στην ιδιαίτερη διάλεκτο των μαθητών, αυτή η καινούργια και παράξενη έκφραση: «έχουνε συμμορία». Μα ήταν φανερό πως δεν καταλάβαινε.
Το ζήτημα θα έμεινε (вопрос, /должно быть/, так и остался; μένω) σκοτεινό και ανεξήγητο (темным и необъясненным) στην παιδαγωγική συνείδησή του (в его педагогическом сознании). Δεν ταίριαζε όμως και να δείξει (однако не к лицу было: «не подходило» и показать; ταιριάζω) πως δεν είχε καταλάβει (что /он/ не понял). Και, εξάλλου, ήτανε φανερό (к тому же было ясно) πως η κοινή γνώμη μας καταδίκαζε (что общественное мнение нас осуждало; καταδικάζω) και πως είχαμε ύφος ενόχων (и что у нас был виноватый вид: «вид виноватых»). Ο γυμνασιάρχης μας κατακεραύνωσε (директор гимназии испепелил нас; κατακεραυνώνω — поражать молнией; испепелять) με το πιο τρομερό του βλέμμα (своим самым ужасным взглядом) και πρόσταξε (и приказал; προστάζω):
— Να τιμωρηθούν παραδειγματικά (примерно наказать: «пусть /они/ будут примерно наказаны»; τιμωρούμαι).
Το ζήτημα θα έμεινε σκοτεινό και ανεξήγητο στην παιδαγωγική συνείδησή του. Δεν ταίριαζε όμως και να δείξει πως δεν είχε καταλάβει. Και, εξάλλου, ήτανε φανερό πως η κοινή γνώμη μας καταδίκαζε και πως είχαμε ύφος ενόχων. Ο γυμνασιάρχης μας κατακεραύνωσε με το πιο τρομερό του βλέμμα και πρόσταξε:
— Να τιμωρηθούν παραδειγματικά.
Και τιμωρηθήκαμε παραδειγματικά (и мы были примерно наказаны), χωρίς κανείς από το διδακτικό προσωπικό να ξέρει (хотя никто из преподавательского состава: «персонала» не знал) για ποιόν ακριβώς λόγο (по какой именно причине) είχαμε τιμωρηθεί (нас наказали).
Και τιμωρηθήκαμε παραδειγματικά, χωρίς κανείς από το διδακτικό προσωπικό να ξέρει για ποιόν ακριβώς λόγο είχαμε τιμωρηθεί.
Μια άλλη φορά (в другой раз) πολλοί μαθητές αποφάσισαν πως (много учеников решили, что; αποφασίζω), αφού ήμασταν συμμορίτες και κακούργοι (поскольку мы были членами банды и злодеями), έπρεπε να μας παραπέμψουν σε τακτικό δικαστήριο (/они/ должны были отдать нас под регулярный суд = суд; παραπέμπω). Ήρθαν πλήθος αστυνομικοί (пришла толпа полицейских), ολόκληρο σώμα χωροφυλακής (целый корпус жандармерии), και μας συνέλαβαν (и нас схватили; συλλαμβάνω), μας έδεσαν πισθάγκωνα (связали руки за спиной: «связали сзади локти»; ο αγκώνας — локоть; πίσω — сзади) και μας έσυραν στο Κακουργιοδικείο (и потащили нас в уголовный суд; σέρνω). Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο χοντρός Μαντούδης (председателем суда был толстый Мантудис). Ο πρόεδρος λοιπόν και οι σύνεδροι (итак, председатель и присяжные) άρχισαν και μας έβριζαν (стали нас поносить: «начали и поносили нас»; βρίζω), χωρίς να μας αφήσουν να απολογηθούμε (не позволяя нам оправдаться: «без того, чтобы позволить нам оправдаться»; απολογούμαι), και το ακροατήριο μας γιουχάιζε (публика стала нас освистывать; γιουχαΐζω) κ’ ήθελε να μας πετροβολήσει (и хотела забросать нас камнями; πετροβολώ).
Μια άλλη φορά πολλοί μαθητές αποφάσισαν πως, αφού ήμασταν συμμορίτες και κακούργοι, έπρεπε να μας παραπέμψουν σε τακτικό δικαστήριο. Ήρθαν πλήθος αστυνομικοί, ολόκληρο σώμα χωροφυλακής, και μας συνέλαβαν, μας έδεσαν πισθάγκωνα και μας έσυραν στο Κακουργιοδικείο. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο χοντρός Μαντούδης. Ο πρόεδρος λοιπόν και οι σύνεδροι άρχισαν και μας έβριζαν, χωρίς να μας αφήσουν να απολογηθούμε, και το ακροατήριο μας γιουχάιζε κ’ ήθελε να μας πετροβολήσει.
Τότε παρουσιάστηκε ένας μαθητής (тогда появился один ученик; παρουσιάζομαι), που λεγότανε Παππάς (которого звали Паппас), και δήλωσε πως ήτανε δικηγόρος (и заявил, что /он/ адвокат) και πως ήθελε να αναλάβει την υπεράσπισή μας (и что хочет принять на себя нашу защиту; αναλαμβάνω). Με πολλή δυσφορία (с большим неудовольствием) ο Μαντούδης του έδωσε την άδεια να μιλήσει (Мантудис дал ему разрешение говорить). Κι ο Παππάς τότε άρχισε να βγάζει λόγο (тогда Паппас стал выступать: «произносить речь») και να κατηγορεί το Μαντούδη και τους συντρόφους του, τόσο πολύ (и обвинять Мантудиса и его товарищей так сильно; κατηγορώ) που κόντεψε να παρασύρει το ακροατήριο με το μέρος του (что был близок /к тому/, чтобы перетянуть аудиторию на свою сторону; κοντεύω; παρασέρνω) (είχε ίσως προσωπικά (возможно, у него были личные счеты: «личное») με τα μέλη του δικαστηρίου (с членами суда; το μέλος). Στο τέλος ο Μαντούδης όρμησε απάνω στον Παππά (под конец Мантудис набросился на Паппаса; ορμώ) και κυλίστηκαν καταγής (и /они/ покатились по земле; κυλιέμαι).
Τότε παρουσιάστηκε ένας μαθητής, που λεγότανε Παππάς, και δήλωσε πως ήτανε δικηγόρος και πως ήθελε να αναλάβει την υπεράσπισή μας. Με πολλή δυσφορία ο Μαντούδης του έδωσε την άδεια να μιλήσει. Κι ο Παππάς τότε άρχισε να βγάζει λόγο και να κατηγορεί το Μαντούδη και τους συντρόφους του, τόσο πολύ που κόντεψε να παρασύρει το ακροατήριο με το μέρος του (είχε ίσως προσωπικά με τα μέλη του δικαστηρίου). Στο τέλος ο Μαντούδης όρμησε απάνω στον Παππά και κυλίστηκαν καταγής.
Προτού γενικευτεί η συμπλοκή (прежде чем драка стала всеобщей; γενικεύομαι), η χωροφυλακή μας άρπαξε (жандармерия нас схватила; αρπάζω) καθώς και τον Παππά (также, как и Паппаса) και μας φυλάκισε όλους μαζί (и заключила всех нас вместе; φυλακίζω) σ’ ένα σκοτεινό καλύβι (в темной лачуге) και δεν άφηνε το πλήθος να πλησιάσει (и не давала толпе приблизиться; πλησιάζω). Μονάχα οι χωροφύλακες (только жандармы) και οι δικαστές ανέβαιναν στη στέγη του καλυβιού (и судьи поднимались на крышу лачуги; ανεβαίνω) και μας πετούσαν χώματα (и бросали в нас землей; πετώ) από τις χαραμάδες (сквозь щели).
Προτού γενικευτεί η συμπλοκή, η χωροφυλακή μας άρπαξε καθώς και τον Παππά και μας φυλάκισε όλους μαζί σ’ ένα σκοτεινό καλύβι και δεν άφηνε το πλήθος να πλησιάσει. Μονάχα οι χωροφύλακες και οι δικαστές ανέβαιναν στη στέγη του καλυβιού και μας πετούσαν χώματα από τις χαραμάδες.
Ξέσπασαν όμως αρκετοί καβγάδες (однако разразилось довольно /много/ скандалов; ξεσπάω) γι’ αυτό το ζήτημα (по этому поводу: «вопросу»), γιατί πολλοί μαθητές διαμαρτυρόντανε (потому что многие ученики протестовали; διαμαρτυρούμαι) κ’ έλεγαν (и говорили) ότι η δίκη δεν έγινε όπως έπρεπε (что суд прошел не /так/, как следует), ότι οι κατηγορούμενοι τιμωρήθηκαν (что обвиняемые были наказаны; τιμωρούμαι) χωρίς να απολογηθούν (не ответив на обвинения: «не оправдавшись»; απολογούμαι — оправдываться; отвечать на обвинения в суде) και ότι δεν είναι καθόλου σωστό (и что было совершенно неправильным) να συλλαμβάνεται ο δικηγόρος (арестовывать адвоката) και να φυλακίζεται μαζί με τους κακούργους (и заключать его вместе со злодеями). Είχε κιόλας ξυπνήσει (уже проснулся), στο κεφάλι των μικρών αυτών Βυζαντινών (в голове этих маленьких византийцев), το προαιώνιο πνεύμα της δικονομίας (извечный дух правосудия).
Ξέσπασαν όμως αρκετοί καβγάδες γι’ αυτό το ζήτημα, γιατί πολλοί μαθητές διαμαρτυρόντανε κ’ έλεγαν ότι η δίκη δεν έγινε όπως έπρεπε, ότι οι κατηγορούμενοι τιμωρήθηκαν χωρίς να απολογηθούν και ότι δεν είναι καθόλου σωστό να συλλαμβάνεται ο δικηγόρος και να φυλακίζεται μαζί με τους κακούργους. Είχε κιόλας ξυπνήσει, στο κεφάλι των μικρών αυτών Βυζαντινών, το προαιώνιο πνεύμα της δικονομίας.
Μιαν υγρή, χειμωνιάτικη μέρα (однажды влажным зимним днем), πηγαίνοντας στο σχολείο (по пути в школу: «идя в школу»), είδα από μακριά (/я/ издалека увидел) πως η πλατεία του Ταξιμιού ήτανε γεμάτη κόσμο (что площадь Таксим полна народу). Μέσα από την πρωινή ομίχλη (в утреннем тумане) ξεχώρισα δύο παράξενα μνημεία (/я/ различил два странных сооружения: «памятника»; ξεχωρίζω) σαν πυραμίδες (похожих на пирамиды), που δεσπόζανε το πλήθος (которые возвышались над толпой; δεσπόζω). Ήτανε τωόντι πυραμίδες (/это/ действительно были пирамиды), καμωμένες η καθεμιά (каждая из которых была сделана: «сделанные каждая») από τρία πελώρια δοκάρια (из трех огромных балок). Από τις κορφές τους (с их вершин) κρεμότανε δύο άμορφα πράγματα (свисали два бесформенных предмета; κρέμομαι; η μορφή — форма; άμορφος — бесформенный).
Μιαν υγρή, χειμωνιάτικη μέρα, πηγαίνοντας στο σχολείο, είδα από μακριά πως η πλατεία του Ταξιμιού ήτανε γεμάτη κόσμο. Μέσα από την πρωινή ομίχλη ξεχώρισα δύο παράξενα μνημεία σαν πυραμίδες, που δεσπόζανε το πλήθος. Ήτανε τωόντι πυραμίδες, καμωμένες η καθεμιά από τρία πελώρια δοκάρια. Από τις κορφές τους κρεμότανε δύο άμορφα πράγματα.
Πλησίασα με κάποια νευρική ανησυχία (/я/ приблизился с каким-то нервным беспокойством; πλησιάζω), με το προαίσθημα (с предчувствием) πως συνέβαινε κάτι πολύ δυσάρεστο (что происходит что-то очень неприятное; συμβαίνω), αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρον (но и чрезвычайно интересное). Έπρεπε άλλωστε (должно было, так или иначе), για να πάω στο σχολείο (чтобы мне дойти до школы), να περάσω αναγκαστικά από κει (пройти обязательно там = так или иначе, для того, чтобы дойти до школы, я должен был пройти мимо них). Πλησίασα και ξαφνικά κατάλαβα (/я/ подошел и внезапно понял). Γούρλωσα τα μάτια (/я/ вытаращил глаза; γουρλώνω) και στάθηκα μες στον κόσμο σαν απολιθωμένος (и остановился среди толпы как вкопанный: «как окаменелый»; στέκομαι; ο λίθος — камень).
Πλησίασα με κάποια νευρική ανησυχία, με το προαίσθημα πως συνέβαινε κάτι πολύ δυσάρεστο, αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρον. Έπρεπε άλλωστε, για να πάω στο σχολείο, να περάσω αναγκαστικά από κει. Πλησίασα και ξαφνικά κατάλαβα. Γούρλωσα τα μάτια και στάθηκα μες στον κόσμο σαν απολιθωμένος.
Ήτανε κρεμάλες (/это/ были виселицы). Οι εκτελέσεις είχαν γίνει τα ξημερώματα (казнь произошла: «казни произошли» на рассвете), ίσια απέναντι στην κεντρική είσοδο του λυκείου (прямо напротив центрального входа в лицей). Οι δύο κρεμασμένοι (оба повешенных) φορούσανε κόκκινα φέσια (были одеты в красные фески) και μακριές πουκαμίσες (и длинные рубахи). Στα στήθη τους (на груди у них) ήταν καρφιτσωμένα κάτι μεγάλα χαρτιά (были приколоты большие листы бумаги), που γράφανε, υποθέτω (где были перечислены: «написаны», /я/ полагаю), τα κακουργήματά τους (их злодеяния). Τα χέρια τους ήταν δεμένα πισθάγκωνα (руки у них были связаны за спиной), τα πόδια τους όμως ήταν ελεύθερα (ноги, однако, были свободны). Του ενός ήταν ίσια τεντωμένα (у одного они были ровно протянуты = выпрямлены; τεντώνω), ενώ του άλλου (в то время как у другого) ήταν στραβωμένα και τυραννισμένα (скорчены и измучены) σα να είχε συμβεί ο θάνατος (словно бы смерть настала) μες σ’ ένα σπασμό ολόκληρου του κορμιού (во время судороги всего тела). Πότε-πότε (время от времени) ο αέρας κουνούσε ελαφριά τα δύο κουφάρια (ветер немного покачивал оба трупа; κουνώ), τα έστρεφε από τη μια μεριά στην άλλη (поворачивал их то в одну, то в другую сторону; στρέφω).
Ήτανε κρεμάλες. Οι εκτελέσεις είχαν γίνει τα ξημερώματα, ίσια απέναντι στην κεντρική είσοδο του λυκείου. Οι δύο κρεμασμένοι φορούσανε κόκκινα φέσια και μακριές πουκαμίσες. Στα στήθη τους ήταν καρφιτσωμένα κάτι μεγάλα χαρτιά, που γράφανε, υποθέτω, τα κακουργήματά τους. Τα χέρια τους ήταν δεμένα πισθάγκωνα, τα πόδια τους όμως ήταν ελεύθερα. Του ενός ήταν ίσια τεντωμένα, ενώ του άλλου ήταν στραβωμένα και τυραννισμένα σα να είχε συμβεί ο θάνατος μες σ’ ένα σπασμό ολόκληρου του κορμιού. Πότε-πότε ο αέρας κουνούσε ελαφριά τα δύο κουφάρια, τα έστρεφε από τη μια μεριά στην άλλη.
Με κατείχε τώρα (тогда мной завладело; κατέχω) ένα ανάμικτο αίσθημα αηδίας και φρίκης (смешанное чувство отвращения и ужаса), μια διπλή διάθεση (двойное желание) να λιγοθυμήσω και να κάνω εμετό (упасть в обморок и рвоты: «сделать рвоту»). Μα ήταν αδύνατο να φύγω (но было невозможно уйти). Ένιωθα τα πόδια μου καρφωμένα στο λιθόστρωτο (/я/ чувствовал, что мои ноги приросли: «прибиты» к мостовой), τα μάτια μου στυλωμένα στο απαίσιο θέαμα (а взор приковался: «мои глаза прикованы» к отвратительному зрелищу). Ήμουν μαγνητισμένος (/я/ был заворожен), καταχτημένος ολόψυχα από το θέαμα (полностью охвачен зрелищем) κι από την πρώτη αυτή μεγάλη συγκίνηση (и первым большим потрясением), που μου χάριζε αναπάντεχα η ζωή (которое мне неожиданно преподносила жизнь; χαρίζω).
Με κατείχε τώρα ένα ανάμικτο αίσθημα αηδίας και φρίκης, μια διπλή διάθεση να λιγοθυμήσω και να κάνω εμετό. Μα ήταν αδύνατο να φύγω. Ένιωθα τα πόδια μου καρφωμένα στο λιθόστρωτο, τα μάτια μου στυλωμένα στο απαίσιο θέαμα. Ήμουν μαγνητισμένος, καταχτημένος ολόψυχα από το θέαμα κι από την πρώτη αυτή μεγάλη συγκίνηση, που μου χάριζε αναπάντεχα η ζωή.
Τριγύρω μου οι άνθρωποι μιλούσαν χαμηλόφωνα (вокруг меня люди говорили вполголоса), ανταλλάσσανε εντυπώσεις (обменивались впечатлениями; ανταλλάσσω), διηγούνταν λεπτομέρειες του θανάτου των δύο καταδίκων (рассказывали подробности смерти двух осужденных). Τους είχανε ανεβάσει, λέγανε, τον καθένα (говорили, что каждого /из/ /них/ поставили: «подняли») σ’ ένα υψηλό σκαμνί (на высокую скамейку) και τους είχανε περάσει τη θελιά στο λαιμό (и надели петли на шею). Κατόπι (после чего) ο αξιωματικός που είχε το πρόσταγμα τους ρώτησε (офицер, у которого был приказ, спросил их) ποιες ήτανε οι τελευταίες θελήσεις τους (каково было их последнее желание: «каковы были их последние желания»). Ο ένας, εκείνος που είχε τα πόδια τεντωμένα (один, тот у которого ноги были выпрямлены), ζήτησε να καπνίσει (попросил покурить; καπνίζω). Του έδωσαν ένα τσιγάρο (ему дали сигарету) και το κάπνισε με το κέφι του (и /он/ выкурил ее в свое удовольствие).
Τριγύρω μου οι άνθρωποι μιλούσαν χαμηλόφωνα, ανταλλάσσανε εντυπώσεις, διηγούνταν λεπτομέρειες του θανάτου των δύο καταδίκων. Τους είχανε ανεβάσει, λέγανε, τον καθένα σ’ ένα υψηλό σκαμνί και τους είχανε περάσει τη θελιά στο λαιμό. Κατόπι ο αξιωματικός που είχε το πρόσταγμα τους ρώτησε ποιες ήτανε οι τελευταίες θελήσεις τους. Ο ένας, εκείνος που είχε τα πόδια τεντωμένα, ζήτησε να καπνίσει. Του έδωσαν ένα τσιγάρο και το κάπνισε με το κέφι του.
Ο άλλος με τα στραβά πόδια (другой, с искривленными ногами) ζήτησε να μιλήσει (попросил высказаться). Του έδωσαν το λόγο (ему дали слово) κι αυτός ύψωσε τη φωνή (он повысил голос; υψώνω) κι άρχισε να βρίζει (и стал ругаться). Έβρισε το Κράτος (/он/ ругал государство), την κοινωνία (общество), τους νόμους (законы), τη δικαιοσύνη (правосудие), το Σουλτάνο (султана), όλα τα έβρισε με λόγια αισχρά (/он/ все обругал бесстыдными словами). Έβρισε και τη θρησκεία (обругал и религию). Τον άφησαν να λέει (ему дали выговориться). Η τελευταία επιθυμία του μελλοθάνατου (последнее желание приговоренного к смерти) ήταν σεβαστή (было уважаемым = уважалось). Όταν κουράστηκε σώπασε (когда /он/ устал, /то/ замолчал; κουράζομαι; σωπαίνω). Κι ο άλλος, στο μεταξύ (и другой, тем временем), είχε τελειώσει το τσιγάρο του (выкурил: «закончил» свою сигарету; τελειώνω). Τότε ήρθε ο γύφτος (тогда пришел цыган) (ο θρυλικός (мифический), ο απρόσωπος (безликий), ασύλληπτος (неуловимый) και φευγαλέος (и беглый) και αιώνιος Γύφτος (и вечный Цыган)!), ήρθε κ’ έδωσε από μια κλωτσιά (пришел и дал по пинку = пнул) στο κάθε σκαμνί (каждую скамью) και τα δύο σώματα έμειναν κρεμασμένα στο κενό (и оба тела повисли: «остались висящими» в пустоте)…
Ο άλλος με τα στραβά πόδια ζήτησε να μιλήσει. Του έδωσαν το λόγο κι αυτός ύψωσε τη φωνή κι άρχισε να βρίζει. Έβρισε το Κράτος, την κοινωνία, τους νόμους, τη δικαιοσύνη, το Σουλτάνο, όλα τα έβρισε με λόγια αισχρά. Έβρισε και τη θρησκεία. Τον άφησαν να λέει. Η τελευταία επιθυμία του μελλοθάνατου ήταν σεβαστή. Όταν κουράστηκε σώπασε. Κι ο άλλος, στο μεταξύ, είχε τελειώσει το τσιγάρο του. Τότε ήρθε ο γύφτος (ο θρυλικός, ο απρόσωπος, ασύλληπτος και φευγαλέος και αιώνιος Γύφτος!), ήρθε κ’ έδωσε από μια κλωτσιά στο κάθε σκαμνί και τα δύο σώματα έμειναν κρεμασμένα στο κενό…
Έξαφνα άκουσα θόρυβο (внезапно /я/ услышал шум). Οι θυρωροί κ’ οι παιδονόμοι του λυκείου (привратники и воспитатели лицея), κατά διαταγή του γυμνασιάρχη (по приказу директора гимназии), είχαν κάνει έφοδο μες στο πλήθος (совершали ревизию в толпе) και μάζευαν με τη βία τους μαθητές (и силой собирали учеников; μαζεύω) που, καθώς εγώ (которые, также как и я), καθυστερούσαν γύρω στις κρεμάλες (задержались у: «вокруг» виселиц; καθυστερώ). Ένα δυνατό χέρι (какая-то сильная рука) με άρπαξε κ’ εμένα και με έσυρε (схватила меня и стала тащить).
Έξαφνα άκουσα θόρυβο. Οι θυρωροί κ’ οι παιδονόμοι του λυκείου, κατά διαταγή του γυμνασιάρχη, είχαν κάνει έφοδο μες στο πλήθος και μάζευαν με τη βία τους μαθητές που, καθώς εγώ, καθυστερούσαν γύρω στις κρεμάλες. Ένα δυνατό χέρι με άρπαξε κ’ εμένα και με έσυρε.
Το σχολείο ήταν ανάστατο (вся школа была поднята на ноги). Ο γυμνασιάρχης είχε διατάξει (директор гимназии приказал; διατάζω) να κενωθούν όλες οι τάξεις (чтобы были освобождены все классы; κενώνομαι) που έβλεπαν προς την πλατεία (которые выходили: «смотрели» на площадь). Οι μαθητές συνωστιζόντανε στις πίσω κάμαρες (ученики теснились в задних комнатах), παθιασμένοι (страстные), αγριεμένοι (раздраженные), με αστραφτερά μάτια (со сверкающими глазами), και μουγγρίζανε άναρθρα (и нечленораздельно рычали; μουγγρίζω) σαν ένα πλήθος μικροί λύκοι (словно стая: «толпа» маленьких волчат). Ο τετράγωνος, μαυροντυμένος άνθρωπος (квадратный, одетый в черное человек) έτρεχε βιαστικά (бегал торопливо) και άσκοπα (и бесцельно) από τη μια τάξη στην άλλη (из одного класса в другой), ανεβοκατέβαινε σκάλες (поднимался и спускался по лестницам; ανεβαίνω — подниматься; κατεβαίνω — спускаться; ανεβοκατεβαίνω — подниматься и спускаться; ходить вверх и вниз), έδινε οδηγίες αντιφατικές και ασυνάρτητες (давал противоречивые и бессвязные указания). Για πρώτη φορά (в первый раз) είχε χάσει την ψυχραιμία του (/он/ потерял свое хладнокровие).
Το σχολείο ήταν ανάστατο. Ο γυμνασιάρχης είχε διατάξει να κενωθούν όλες οι τάξεις που έβλεπαν προς την πλατεία. Οι μαθητές συνωστιζόντανε στις πίσω κάμαρες, παθιασμένοι, αγριεμένοι, με αστραφτερά μάτια, και μουγγρίζανε άναρθρα σαν ένα πλήθος μικροί λύκοι. Ο τετράγωνος, μαυροντυμένος άνθρωπος έτρεχε βιαστικά και άσκοπα από τη μια τάξη στην άλλη, ανεβοκατέβαινε σκάλες, έδινε οδηγίες αντιφατικές και ασυνάρτητες. Για πρώτη φορά είχε χάσει την ψυχραιμία του.
Ο κ. Δημητρακόπουλος χειρονομούσε νευρικά (г-н Димитракопулос нервно жестикулировал; χειρονομώ) μες στους διαδρόμους (в коридорах) και διαμαρτυρόταν εναντίον των αρχών (и протестовал против властей; διαμαρτύρομαι). Δεν επιτρέπεται, έλεγε (не позволено, говорил /он/), να στήνουνε κρεμάλες εμπρός στα εκπαιδευτήρια (устанавливать виселицы перед учебными заведениями; στήνω), το θέαμα αυτό είναι αντιπαιδαγωγικό (это зрелище антипедагогично). Οι άλλοι δάσκαλοι συγκατανεύανε σιωπηλά (другие учителя молча соглашались; συγκατανεύω) με κουνήματα της κεφαλής (кивками головы).
Ο κ. Δημητρακόπουλος χειρονομούσε νευρικά μες στους διαδρόμους και διαμαρτυρόταν εναντίον των αρχών. Δεν επιτρέπεται, έλεγε, να στήνουνε κρεμάλες εμπρός στα εκπαιδευτήρια, το θέαμα αυτό είναι αντιπαιδαγωγικό. Οι άλλοι δάσκαλοι συγκατανεύανε σιωπηλά με κουνήματα της κεφαλής.
Οι σύντροφοι μου της συμμορίας και εγώ συναχτήκαμε αυθόρμητα (мои товарищи по банде и я спонтанно собрались; συνάγομαι) και ζαρώσαμε όλοι μαζί σ’ ένα θρανίο (и все вместе съежились за одной партой; ζαρώνω), πελιδνοί από τον τρόμο (мертвенно-бледные от страха), που μας είχε μεταδώσει το θέαμα της πλατείας (который в нас вселило: «нам передало» зрелище на площади; μεταδίδω) και που μόλις τώρα τον συνειδητοποιούσαμε (и которое мы только сейчас осознавали; συνειδητοποιώ), κι από κάποιο ανομολόγητο (и от какого-то непередаваемого) και ανεξήγητο αίσθημα ενοχής (и необъяснимого чувства вины). Κι άλλοι όμως πολλοί (однако и у многих других) είχαν αυτή την εντύπωση (было такое же впечатление) πως η συμμορία έφταιγε σε κάτι (что банда была в чем-то виновата; φταίω).
Οι σύντροφοι μου της συμμορίας και εγώ συναχτήκαμε αυθόρμητα και ζαρώσαμε όλοι μαζί σ’ ένα θρανίο, πελιδνοί από τον τρόμο, που μας είχε μεταδώσει το θέαμα της πλατείας και που μόλις τώρα τον συνειδητοποιούσαμε, κι από κάποιο ανομολόγητο και ανεξήγητο αίσθημα ενοχής. Κι άλλοι όμως πολλοί είχαν αυτή την εντύπωση πως η συμμορία έφταιγε σε κάτι.
Οι εχθροί μας (наши враги) μας κοίταζαν αγριότερα από πάντα (смотрели на нас еще более злобно, чем всегда), είχαν όρεξη να μας ξεσκίσουν μια και καλή (у них было желание: «аппетит» разорвать нас раз и навсегда: «один /раз/ и хороший»; μια και καλή — идиом. раз и навсегда), να τελειώσει οριστικά το ζήτημά μας (чтобы наше дело окончательно прекратилось), όπως είχε τελειώσει οριστικά (как окончательно прекратилось) και το άλλο εκείνο ζήτημα στην πλατεία (и то другое дело на площади). Κι ολόκληρο, εξάλλου, το σχολείο (впрочем, вся школа) ζητούσε αφορμή να κάνει το κακό (искала повода, чтобы причинить зло), να σπάσει (чтобы разбить; σπάω), να χτυπήσει (ударить; χτυπάω), να ματώσει (разбить в кровь; ματώνω). Ένας μεγάλος μαθητής (один взрослый ученик) είχε αρπάξει ένα μικρό (схватил маленького; αρπάζω), τον είχε αναποδογυρίσει σ’ ένα θρανίο (опрокинул его на парту; αναποδογυρίζω) και του έσφιγγε το λαιμό με τα δύο χέρια (и сжимал ему горло обеими руками; σφίγγω).
— Θα σε πνίξω (/я/ тебя задушу; πνίγω)! ξεφώνιζε (кричал /он/). Θα σε πνίξω (/я/ тебя задушу)!
Ο μικρός έβγαλε σπαραχτικές τσιριξιές (малыш стал испускать душераздирающий визг).
Οι εχθροί μας μας κοίταζαν αγριότερα από πάντα, είχαν όρεξη να μας ξεσκίσουν μια και καλή, να τελειώσει οριστικά το ζήτημά μας, όπως είχε τελειώσει οριστικά και το άλλο εκείνο ζήτημα στην πλατεία. Κι ολόκληρο, εξάλλου, το σχολείο ζητούσε αφορμή να κάνει το κακό, να σπάσει, να χτυπήσει, να ματώσει. Ένας μεγάλος μαθητής είχε αρπάξει ένα μικρό, τον είχε αναποδογυρίσει σ’ ένα θρανίο και του έσφιγγε το λαιμό με τα δύο χέρια.
— Θα σε πνίξω! ξεφώνιζε. Θα σε πνίξω!
Ο μικρός έβγαλε σπαραχτικές τσιριξιές.
Ο χοντρός Μαντούδης μας έδειχνε από μακριά (толстый Мантудис указывал на нас издалека):
— Αυτούς πρέπει να πνίξουμε, αυτούς (/вот/ их следует задушить, их).
Ένιωθα μια θελιά στο λαιμό μου (я почувствовал петлю на шее). Ο Δημητρός άρχισε να κλαίει (Димитрос начал плакать)…
Αργότερα ένας δάσκαλος (позже один учитель), εξίσου εκνευρισμένος όσο κ’ εμείς (раздраженный так же, как и мы), νόμισε πως η ευκαιρία ήταν πολύ κατάλληλη (посчитал, что это был очень подходящий случай) για να μας κάνει μια μικρή ηθική διδασκαλία (чтобы прочитать: «сделать» нам небольшое нравоучение: «моральное учение»).
Ο χοντρός Μαντούδης μας έδειχνε από μακριά:
— Αυτούς πρέπει να πνίξουμε, αυτούς.
Ένιωθα μια θελιά στο λαιμό μου. Ο Δημητρός άρχισε να κλαίει…
Αργότερα ένας δάσκαλος, εξίσου εκνευρισμένος όσο κ’ εμείς, νόμισε πως η ευκαιρία ήταν πολύ κατάλληλη για να μας κάνει μια μικρή ηθική διδασκαλία.
— Τους είδατε αυτούς τους δύο ανθρώπους στην πλατεία (/вы/ видели тех двух людей на площади), έλεγε (говорил /он/). Λοιπόν, μη νομίζετε (так вот, не думайте) ότι οι άνθρωποι αυτοί γεννήθηκαν κακούργοι (что эти люди родились злодеями; γεννιέμαι). Έγιναν κακούργοι (/они/ стали злодеями). Δε γεννήθηκαν ελεεινοί και απαίσιοι (/они/ не родились жалкими и отвратительными), όπως τους είδατε σήμερα (какими /вы/ их сегодня видели). Έγιναν ελεεινοί και απαίσιοι (/они/ стали жалкими и отвратительными).
— Τους είδατε αυτούς τους δύο ανθρώπους στην πλατεία, έλεγε. Λοιπόν, μη νομίζετε ότι οι άνθρωποι αυτοί γεννήθηκαν κακούργοι. Έγιναν κακούργοι. Δε γεννήθηκαν ελεεινοί και απαίσιοι, όπως τους είδατε σήμερα. Έγιναν ελεεινοί και απαίσιοι.
Αλλά προτού γίνουν ό, τι έγιναν (но прежде чем стать тем, чем /они/ стали), ήταν παιδιά σαν κ’ εσάς (/они/ были детьми, как и вы), πήγαιναν στο σχολείο σαν κ’ εσάς (ходили, как и вы, в школу), είχαν δασκάλους σαν κ’ εσάς (как и вы, имели учителей), δασκάλους καλούς και σεβαστούς (учителей хороших и почтенных), που τους μάθαιναν γράμματα (которые учили их наукам: «буквам»), για να γίνουν άνθρωποι ευυπόληπτοι (чтобы /они/ стали людьми почтенными) και χρήσιμοι στην κοινωνία (и полезными обществу), και τους έδιναν συμβουλές (и давали им советы), για να ακολουθήσουν το δρόμο της αρετής (чтобы /они/ следовали дорогой добродетели). Αλλά αυτοί δεν άκουγαν τους δασκάλους τους (но они не слушали своих учителей).
Αλλά προτού γίνουν ό, τι έγιναν, ήταν παιδιά σαν κ’ εσάς, πήγαιναν στο σχολείο σαν κ’ εσάς, είχαν δασκάλους σαν κ’ εσάς, δασκάλους καλούς και σεβαστούς, που τους μάθαιναν γράμματα, για να γίνουν άνθρωποι ευυπόληπτοι και χρήσιμοι στην κοινωνία, και τους έδιναν συμβουλές, για να ακολουθήσουν το δρόμο της αρετής. Αλλά αυτοί δεν άκουγαν τους δασκάλους τους.
Περιφρονούσαν τους δασκάλους τους (/они/ презирали своих учителей; περιφρονώ), αμελούσαν τα μαθήματά τους (нерадиво относились к урокам; αμελώ), δεν ήθελαν να ακολουθήσουν καμιά συμβουλή (не хотели последовать ни одному совету; ακολουθώ) κ’ έκαναν ό, τι τους περνούσε από το κεφάλι (и делали то, что взбредет им в голову), όπως κάνετε κ’ εσείς (как делаете и вы), και ατακτούσαν συνεχώς (и постоянно шалили; ατακτώ), όπως κ’ εσείς (как и вы), κι αντί να γίνουν καλά παιδιά (и вместо /того/, чтобы стать хорошими детьми) έγιναν παλιόπαιδα (стали негодниками), όπως γίνατε κ’ εσείς (как стали и вы). Κι από αταξία σε αταξία (и от шалости к шалости) κι από κακία σε κακία (от плохого поступка к плохому поступку), έφτασαν εκεί που τους είδατε σήμερα (/они/ дошли до туда, где /вы/ их сегодня видели). Εκεί μπορείτε να φτάσετε μια μέρα κ’ εσείς (дотуда и вы можете дойти однажды).
Περιφρονούσαν τους δασκάλους τους, αμελούσαν τα μαθήματά τους, δεν ήθελαν να ακολουθήσουν καμιά συμβουλή κ’ έκαναν ό, τι τους περνούσε από το κεφάλι, όπως κάνετε κ’ εσείς, και ατακτούσαν συνεχώς, όπως κ’ εσείς, κι αντί να γίνουν καλά παιδιά έγιναν παλιόπαιδα, όπως γίνατε κ’ εσείς. Κι από αταξία σε αταξία κι από κακία σε κακία, έφτασαν εκεί που τους είδατε σήμερα. Εκεί μπορείτε να φτάσετε μια μέρα κ’ εσείς.
Τότε ένας μαθητής σηκώθηκε (тогда один ученик встал) κλαίγοντας με λυγμούς (рыдая: «плача с рыданиями») και τραύλισε (и пробормотал; τραυλίζω — лепетать; бормотать):
— Γιατί, κύριε, μας τα λέτε αυτά (зачем вы нам это говорите, господин); Γιατί (зачем);
— Σας τα λέω (/я/ вам это говорю), αποκρίθηκε ο δάσκαλος (ответил учитель), για να παραδειγματιστείτε (чтобы /вы/ учились на примере) και να μη γίνετε κ’ εσείς (чтобы вы не стали /такими же/) σαν κι αυτούς τους κρεμασμένους (как эти повешенные).
Τότε ένας μαθητής σηκώθηκε κλαίγοντας με λυγμούς και τραύλισε:
— Γιατί, κύριε, μας τα λέτε αυτά; Γιατί;
— Σας τα λέω, αποκρίθηκε ο δάσκαλος, για να παραδειγματιστείτε και να μη γίνετε κ’ εσείς σαν κι αυτούς τους κρεμασμένους.
Τότε ένας άλλος μαθητής σηκώθηκε (тогда встал другой ученик) και φώναξε με αγανάκτηση (и закричал с возмущением):
— Αυτοί οι κρεμασμένοι (те повешенные), κύριε, είναι χαμάληδες και Τουρκαλάδες (это носильщики = чернорабочие и турки), ενώ εμείς είμαστε Έλληνες (а мы греки)!
— Δεν έχει σημασία (не имеет значения), είπε ο δάσκαλος (сказал учитель). Όλα τα έθνη βγάζουν κακούργους (все народы порождают преступников: «злодеев»).
Ο μαθητής ανέβηκε απάνω στο θρανίο (ученик забрался на парту) κατακόκκινος και άγριος (красный и злой) και φώναξε ακόμα δυνατότερα (и закричал еще громче):
— Εμάς, κύριε (у нас, господин), οι πατέρες μας (наши отцы) είναι τίμιοι άνθρωποι (это люди почтенные) κ’ εμείς είμαστε (и мы такие же) σαν τους πατέρες μας (как и наши отцы).
Τότε ένας άλλος μαθητής σηκώθηκε και φώναξε με αγανάκτηση:
— Αυτοί οι κρεμασμένοι, κύριε, είναι χαμάληδες και Τουρκαλάδες, ενώ εμείς είμαστε Έλληνες!
— Δεν έχει σημασία, είπε ο δάσκαλος. Όλα τα έθνη βγάζουν κακούργους.
Ο μαθητής ανέβηκε απάνω στο θρανίο κατακόκκινος και άγριος και φώναξε ακόμα δυνατότερα:
— Εμάς, κύριε, οι πατέρες μας είναι τίμιοι άνθρωποι κ’ εμείς είμαστε σαν τους πατέρες μας.
Κ’ ενώ ο δάσκαλος άρχιζε τη διαλογική συζήτηση (и пока учитель начинал диалог: «диалогический разговор») και τις επιχειρηματολογίες (и доводы) κάποιος άλλος φώναξε (кто-то другой закричал) δείχνοντας εμάς (указывая на нас):
— Να τα πείτε σ’ αυτούς (скажите это им) που έχουν συμμορία (у которых банда)!
Κανένα μάθημα δεν έγινε εκείνο το πρωί (в то утро не было проведено: «не произошло» ни одного урока) κι ούτε ήτανε δυνατό να γίνει (да и не было возможно, чтобы было проведено).
Κ’ ενώ ο δάσκαλος άρχιζε τη διαλογική συζήτηση και τις επιχειρηματολογίες κάποιος άλλος φώναξε δείχνοντας εμάς:
— Να τα πείτε σ’ αυτούς που έχουν συμμορία!
Κανένα μάθημα δεν έγινε εκείνο το πρωί κι ούτε ήτανε δυνατό να γίνει.
Φύγαμε το μεσημέρι να πάμε στα σπίτια μας (в полдень мы отправились по домам: «мы ушли, чтобы пойти по своим домам»). Η πλατεία του Ταξιμιού είχε αδειάσει από τον κόσμο (площадь Таксим опустела: «опустела от народа»; αδειάζω), οι κρεμάλες είχαν σηκωθεί (виселицы убрали: «были подняты»). Μονάχα μερικοί λάκκοι (только несколько ямок) φανέρωναν τη θέση (указывали на место) όπου είχανε στηθεί (где были установлены; στήνομαι) τα εργαλεία της δικαιοσύνης (инструменты правосудия). Μερικοί σαστισμένοι άνθρωποι (несколько растерянных людей) στέκονταν και χάζευαν τους λάκκους (стояли и глазели на ямки) και δεν είχαν όρεξη να απομακρυνθούν (и не собирались: «у них не было аппетита» уходить). Στάθηκα κ’ εγώ εκεί μερικά λεπτά (/я/ тоже постоял там несколько минут) κ’ ύστερα με ξανάπιασε η τρομάρα (потом меня опять охватил ужас) και πήρα δρόμο (и /я/ пошел: «взял» своим путем).
Φύγαμε το μεσημέρι να πάμε στα σπίτια μας. Η πλατεία του Ταξιμιού είχε αδειάσει από τον κόσμο, οι κρεμάλες είχαν σηκωθεί. Μονάχα μερικοί λάκκοι φανέρωναν τη θέση όπου είχανε στηθεί τα εργαλεία της δικαιοσύνης. Μερικοί σαστισμένοι άνθρωποι στέκονταν και χάζευαν τους λάκκους και δεν είχαν όρεξη να απομακρυνθούν. Στάθηκα κ’ εγώ εκεί μερικά λεπτά κ’ ύστερα με ξανάπιασε η τρομάρα και πήρα δρόμο.
Πέρασα μια πολύ άσκημη νύχτα (/я/ провел чрезвычайно скверную ночь). Το απαίσιο όραμα με καταδίωκε (отвратительное зрелище преследовало меня; καταδιώκω) στον ύπνο και τον ξύπνο (во сне и наяву), ανακατωμένο με τα συγκεχυμένα ονειροπολήματα της συμμορίας (вперемешку: «перемешанное» со спутанными фантазиями о банде) — μάσκες (маски), περίστροφα (револьверы), κρυψώνες (тайники), σκαρφαλώματα τοίχων (лазанье по стенам), τρεχάματα στις στέγες της πολιτείας (беготня по крышам города) μες στο σκοτάδι (в темноте), κ’ ύστερα, ξαφνικά (а потом, внезапно), τα δύο κουφάρια με τα φεσάκια (два трупа в фесках) και τις πουκαμίσες (и рубахах) που αργοκουνιόντανε μες στην ομίχλη (которые медленно покачивались в тумане). Και κάποτε οι δύο κρεμασμένοι μεγάλωναν (время от времени два повешенных росли), μεγάλωναν, σκέπαζαν τον κόσμο (росли, заслоняя /собою/ весь мир; σκεπάζω). Κ’ ένιωθα πάλι μια θελιά στο λαιμό (и /я/ опять чувствовал петлю на шее).
Πέρασα μια πολύ άσκημη νύχτα. Το απαίσιο όραμα με καταδίωκε στον ύπνο και τον ξύπνο, ανακατωμένο με τα συγκεχυμένα ονειροπολήματα της συμμορίας — μάσκες, περίστροφα, κρυψώνες, σκαρφαλώματα τοίχων, τρεχάματα στις στέγες της πολιτείας μες στο σκοτάδι, κ’ ύστερα, ξαφνικά, τα δύο κουφάρια με τα φεσάκια και τις πουκαμίσες που αργοκουνιόντανε μες στην ομίχλη. Και κάποτε οι δύο κρεμασμένοι μεγάλωναν, μεγάλωναν, σκέπαζαν τον κόσμο. Κ’ ένιωθα πάλι μια θελιά στο λαιμό.
Την επόμενη (на следующий /день/), σαν ξαναβρήκα τους συντρόφους μου στο σχολείο (когда /я/ опять встретился со своими товарищами в школе), δε μιλήσαμε καθόλου για τη συμμορία (/мы/ и слова не промолвили о банде: «мы совсем не говорили о банде»). Πέρασαν μέρες και εβδομάδες (прошли дни и недели) και δεν έγινε πια κανένας λόγος γι’ αυτήν (но речь о ней больше не заходила: «но больше не случалось речи о ней»). Η ιδεατή προσωπικότητά της (ее воображаемый образ) είχε σβήσει για πάντα (угас навсегда).
Την επόμενη, σαν ξαναβρήκα τους συντρόφους μου στο σχολείο, δε μιλήσαμε καθόλου για τη συμμορία. Πέρασαν μέρες και εβδομάδες και δεν έγινε πια κανένας λόγος γι’ αυτήν. Η ιδεατή προσωπικότητά της είχε σβήσει για πάντα.