Η λίμνη

(Озеро)

Στα 1912 ο Πέτρος Χαλκιάς ήταν είκοσι δύο χρονών (в 1912 Петросу Халкиасу было двадцать два года). Πήγε στον πόλεμο (/он/ ушел на войну; πηγαίνω) με την πρώτη φουρνιά (в первых рядах: «с первой партией»; η φουρνιά — партия выпечки; партия, группа; ο φούρνος — печь), συνεπαρμένος από τον ενθουσιασμό του έθνους (охваченный национальным энтузиазмом; συνεπαίρνω, το έθνος), χωρίς βέβαια να φαντάζεται (не представляя себе, конечно: «без того, чтобы, конечно, представлял»; φαντάζομαι) πως έμελλε να φορεί (что ему предстояло носить; μέλλω, φορώ), περίπου ακατάπαυστα (почти непрерывно), τη στολή εκστρατείας (походный мундир; η εκστρατεία — военная кампания, поход) απάνω από δέκα χρόνια (более десяти лет).


Στα 1912 ο Πέτρος Χαλκιάς ήταν είκοσι δύο χρονών. Πήγε στον πόλεμο με την πρώτη φουρνιά, συνεπαρμένος από τον ενθουσιασμό του έθνους, χωρίς βέβαια να φαντάζεται πως έμελλε να φορεί, περίπου ακατάπαυστα, τη στολή εκστρατείας απάνω από δέκα χρόνια.


Ως τότε (до того) δεν είχε νιώσει πολλά πράγματα (/он/ не испытал многого: «многих вещей»; νιώθω — чувствовать, испытывать) από τη ζωή (в жизни). Είχε περάσει τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια (/он/ провел детские и юношеские годы; περνώ) ασυνείδητα και σκυθρωπά (бессознательно и мрачно), δίχως χαρά (без радости), μα και δίχως μέριμνες (но и без забот), ανάμεσα σε γονείς ηλικιωμένους (с родителями пожилыми: «среди…»; ο γονέας), αυστηρούς (строгими) και λιγομίλητους (и немногословными). Δεν είχε αδέλφια (у него не было братьев и сестер). Ήταν παραδεγμένο σιωπηρά μες στην οικογένεια (в семье существовал молчаливый уговор: «было молча принято в семье»; παραδέχομαι — παραδεγμένο = παραδεδεγμένο /более распространено/) πως ο νέος δεν είχε ανάγκη να δουλέψει (что у юноши не было необходимости работать; δουλεύω).


Ως τότε δεν είχε νιώσει πολλά πράγματα από τη ζωή. Είχε περάσει τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ασυνείδητα και σκυθρωπά, δίχως χαρά, μα και δίχως μέριμνες, ανάμεσα σε γονείς ηλικιωμένους, αυστηρούς και λιγομίλητους. Δεν είχε αδέλφια. Ήταν παραδεγμένο σιωπηρά μες στην οικογένεια πως ο νέος δεν είχε ανάγκη να δουλέψει.


Εκείνον τον καιρό (в то время) οι οικογενειακές περιουσίες (семейные состояния) ήταν πράγματα σίγουρα και ασάλευτα (были вещами верными и неколебимыми; σαλεύω — качаться, колебаться; ασάλευτος), που χρειαζόταν κόπος (/так/, что требовался труд; χρειάζομαι) για να τα καταστρέψει κανείς (чтобы их разрушить: «чтобы их кто-нибудь разрушил»; καταστρέφω). Δε διαλύονταν από μόνες τους (/они/ не растворялись сами по себе; διαλύομαι), όπως συνέβηκε αργότερα (как это произошло позже; συμβαίνω). Για τούτο και κανείς δε φρόντισε (поэтому никто и не позаботился; φροντίζω) να προετοιμάσει τον Πέτρο Χαλκιά (подготовить Петроса Халкиаса; προετοιμάζω) για μια οποιαδήποτε σταδιοδρομία (к какой-нибудь карьере), απ’ αυτές που ακολουθούσαν τότε (из тех, которым следовали тогда; ακολουθώ) οι νέοι της τάξης του (молодые люди его круга; η τάξη — класс; круг /общественный/), για την πολιτική λ.χ. (к политике, например; λόγου χάρη = παραδείγματος χάρη — например) ή για τη διπλωματία (или к дипломатии) ή για το στρατό (или к армии) ή το πολεμικό ναυτικό (или к военно-морскому флоту; πολεμικός — военный; το ναυτικό — морской флот; το πολεμικό ναυτικό — военно-морской флот).


Εκείνον τον καιρό οι οικογενειακές περιουσίες ήταν πράγματα σίγουρα και ασάλευτα, που χρειαζόταν κόπος για να τα καταστρέψει κανείς. Δε διαλύονταν από μόνες τους, όπως συνέβηκε αργότερα. Για τούτο και κανείς δε φρόντισε να προετοιμάσει τον Πέτρο Χαλκιά για μια οποιαδήποτε σταδιοδρομία, απ’ αυτές που ακολουθούσαν τότε οι νέοι της τάξης του, για την πολιτική λ.χ. ή για τη διπλωματία ή για το στρατό ή το πολεμικό ναυτικό.


Κι ο ίδιος (да и сам /он/) δεν είχε δείξει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον (не выказал никакого особого интереса; δείχνω) για τίποτα απολύτως (совершенно ни к чему), ούτε είχε θέσει ποτέ στον εαυτό του το ερώτημα (и никогда не ставил перед собой вопроса; θέτω) ποιός ήταν ο σκοπός της ζωής του (/о том/, какова цель его жизни). Δεν είχε ανάγκη ενός σκοπού (цель ему была не нужна). Έπαιζε μπιλιάρδο ή χαρτιά (/он/ играл в билиард или карты; παίζω), γυρνούσε τα σπίτια ανοχής (шатался по домам терпимости; γυρνώ), διάβαζε κάποτε τις εφημερίδες (иногда читал газеты; διαβάζω) ή, ξαπλωμένος στις καρέκλες της πλατείας του Συντάγματος (или, развалившись на стульях на площади Синтагма; ξαπλώνω — ложиться; разваливаться; η Πλατεία Συντάγματος — площадь Конституции /το σύνταγμα — конституция/, одна из центральных площадей Афин), μικρολογούσε άκεφα ολόκληρες νύχτες με ανθρώπους (ночи напролет: «целыми ночами» неохотно вел пустые разговоры с людьми; μικρολογώ — вести пустые разговоры; размениваться по мелочам) που, σαν κι αυτόν (которые, как и он), δεν σκοτίζονταν για τίποτα στον κόσμο (не беспокоились ни о чем на свете; σκοτίζομαι).


Κι ο ίδιος δεν είχε δείξει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τίποτα απολύτως, ούτε είχε θέσει ποτέ στον εαυτό του το ερώτημα ποιός ήταν ο σκοπός της ζωής του. Δεν είχε ανάγκη ενός σκοπού. Έπαιζε μπιλιάρδο ή χαρτιά, γυρνούσε τα σπίτια ανοχής, διάβαζε κάποτε τις εφημερίδες ή, ξαπλωμένος στις καρέκλες της πλατείας του Συντάγματος, μικρολογούσε άκεφα ολόκληρες νύχτες με ανθρώπους που, σαν κι αυτόν, δεν σκοτίζονταν για τίποτα στον κόσμο.


Είχε παραδεχτεί μέσα του (про себя /он/ смирился: «принял»; παραδέχομαι — принимать; решать) πως έτσι θα περνούσε όλη η ζωή (что так пройдет вся жизнь) και πως αυτή η μέθοδος τελικά (и что этот способ, в конце концов) δεν ήταν χειρότερη από καμιάν άλλη (был не хуже любого другого; κακός — χειρότερος). Σαν κηρύχτηκε ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος (когда была объявлена первая балканская война) του φάνηκε (ему показалось; φαίνομαι) πως πήγαινε για διακοπές (что он едет на каникулы), λίγο καιρό (ненадолго), για μια μικρή αλλαγή (для маленького изменения = для разнообразия).


Είχε παραδεχτεί μέσα του πως έτσι θα περνούσε όλη η ζωή και πως αυτή η μέθοδος τελικά δεν ήταν χειρότερη από καμιάν άλλη. Σαν κηρύχτηκε ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος του φάνηκε πως πήγαινε για διακοπές, λίγο καιρό, για μια μικρή αλλαγή.


Όλη αυτή η γκρίζα νιότη (все это серое отрочество) του είχε αφήσει (оставило у него; αφήνω) μονάχα μιαν ανάμνηση ομορφιάς (только одно воспоминание о красоте). Σαν ήταν ακόμη παιδί (когда он был еще ребенком), ως δώδεκα ή δεκατριών χρονών (примерно двенадцати или тринадцати лет), οι γονείς του τον είχαν πάει στη Βιέννη (его родители повезли его в Вену), όπου ο πατέρας Χαλκιάς (где у отца Халкиаса) είχε άλλοτε σημαντικές υποθέσεις (прежде были важные дела). Μ’ αυτήν την ευκαιρία (благодаря этому удобному случаю) είχαν γυρίσει κάμποσο (/они/ довольно /много/ поездили; γυρίζω) στα εδάφη της τότε Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας (по территории тогдашней Австро-Венгерской Империи) κ’ είχαν σταματήσει λίγες μέρες, για ξεκούραση (и остановились на несколько дней отдохнуть: «на отдых»; σταματώ), στις όχθες μιας λίμνης των αυστριακών Άλπεων (на берегах озера в австрийских Альпах).


Όλη αυτή η γκρίζα νιότη του είχε αφήσει μονάχα μιαν ανάμνηση ομορφιάς. Σαν ήταν ακόμη παιδί, ως δώδεκα ή δεκατριών χρονών, οι γονείς του τον είχαν πάει στη Βιέννη, όπου ο πατέρας Χαλκιάς είχε άλλοτε σημαντικές υποθέσεις. Μ’ αυτήν την ευκαιρία είχαν γυρίσει κάμποσο στα εδάφη της τότε Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας κ’ είχαν σταματήσει λίγες μέρες, για ξεκούραση, στις όχθες μιας λίμνης των αυστριακών Άλπεων.


Τι ξεχωριστό είχε αυτή η λίμνη (что особенного было в этом озере) ο Πέτρος Χαλκιάς δε θυμόταν πια (Петрос Халкиас уже не помнил; θυμάμαι). Θυμόταν μονάχα τη γοητεία της (/он/ помнил только его притягательность), που τον είχε κατακτήσει αλλόκοτα (которая странным образом овладела им; κατακτώ) μόλις αντίκρισε (как только он увидел; αντικρίζω — видеть, различать) τη γαλήνια έκταση του πράσινου νερού (спокойную гладь зеленой воды), κλεισμένη μες στην άγρια μεγαλοπρέπεια (заключенную в диком великолепии; κλείνω) των βουνών και των δασών (гор и лесов), μόλις αισθάνθηκε εκεί (как только /он/ ощутил там; αισθάνομαι), για πρώτη φορά (в первый раз), το δέος και την έξαρση της σιγής της φύσης (страх и восторг от молчания природы). Δεν είχε αισθανθεί κάτι παρόμοιο ποτέ πια (никогда раньше /он/ не испытывал ничего подобного). Ήταν σα να πέρασε απάνω του μια πνοή μαγείας (словно бы над ним пронеслось дуновение волшебства; περνώ), ξανοίγοντάς του (открыв ему; ξανοίγω), για μια στιγμή (на миг), έναν κόσμο εξωτικό (мир экзотический), παραμυθένιο (сказочный), που δεν του άνηκε (который ему не принадлежал; ανήκω), που δεν είχε γίνει γι’ αυτόν (который не был создан: «стал» для него; γίνομαι).


Τι ξεχωριστό είχε αυτή η λίμνη ο Πέτρος Χαλκιάς δε θυμόταν πια. Θυμόταν μονάχα τη γοητεία της, που τον είχε κατακτήσει αλλόκοτα μόλις αντίκρισε τη γαλήνια έκταση του πράσινου νερού, κλεισμένη μες στην άγρια μεγαλοπρέπεια των βουνών και των δασών, μόλις αισθάνθηκε εκεί, για πρώτη φορά, το δέος και την έξαρση της σιγής της φύσης. Δεν είχε αισθανθεί κάτι παρόμοιο ποτέ πια. Ήταν σα να πέρασε απάνω του μια πνοή μαγείας, ξανοίγοντάς του, για μια στιγμή, έναν κόσμο εξωτικό, παραμυθένιο, που δεν του άνηκε, που δεν είχε γίνει γι’ αυτόν.


Όσες νύχτες έμειναν εκεί (все ночи, которые они там провели: «сколько ночей /они/ там провели»; μένω) δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου (/он/ почти совсем не спал; κοιμάμαι). Περίμενε να αποκοιμηθούν οι γονείς του (/он/ ждал, пока уснут его родители; περιμένω; αποκοιμάμαι) κ’ ύστερα έβγαινε στα κλεφτά (а затем выходил украдкой; ο κλέφτης — вор; στα κλεφτά — тайком, украдкой) στο μπαλκόνι της κάμαράς του (на балкон своей комнаты) και ξεχνιότανε εκεί ολόκληρες ώρες (и забывался там целыми часами; ξεχνιέμαι), στο σεληνόφωτο (в лунном свете), σα μαγνητισμένος (словно завороженный; μαγνητίζω — намагничивать; завораживать), κοιτάζοντας εκστατικά το όραμα (глядя в экстазе на видение; κοιτάζω) και προσπαθώντας να ακούσει (и пытаясь услышать; προσπαθώ, ακούω), μέσα από τη βαριά σιγή (в глубоком молчании: «тяжелом молчании»), την υγρή ανατριχίλα των φυλλωμάτων (влажную дрожь листвы). Κι ο ίδιος, αργότερα, δεν ήξερε (позже, он и сам не знал) τι ακριβώς του είχε συμβεί (что именно с ним произошло; συμβαίνω), αν τα είχε δει όλα αυτά (увидел ли он все это; βλέπω) σε κανένα όνειρο (в каком-нибудь сне) ή αν είχε ερωτευτεί κανένα φάντασμα (или влюбился в какой-то призрак; ερωτεύομαι). Ούτε μίλησε ποτέ (да /он/ и не говорил никогда; μιλώ) γι’ αυτά σε κανέναν (ни с кем об этом).


Όσες νύχτες έμειναν εκεί δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Περίμενε να αποκοιμηθούν οι γονείς του κ’ ύστερα έβγαινε στα κλεφτά στο μπαλκόνι της κάμαράς του και ξεχνιότανε εκεί ολόκληρες ώρες, στο σεληνόφωτο, σα μαγνητισμένος, κοιτάζοντας εκστατικά το όραμα και προσπαθώντας να ακούσει, μέσα από τη βαριά σιγή, την υγρή ανατριχίλα των φυλλωμάτων. Κι ο ίδιος, αργότερα, δεν ήξερε τι ακριβώς του είχε συμβεί, αν τα είχε δει όλα αυτά σε κανένα όνειρο ή αν είχε ερωτευτεί κανένα φάντασμα. Ούτε μίλησε ποτέ γι’ αυτά σε κανέναν.


Ο πόλεμος σκέπασε (война приглушила: «накрыла»; σκεπάζω) κι αυτήν την ανάμνηση (и это воспоминание), μαζί μ’ όλες τις άλλες (вместе со всеми другими), κάτω από ένα ξεχείλισμα (под избытком; ξεχειλίζω — выливаться, переполнять) πρωτόγονης και αχρησιμοποίητης ζωικής ορμής (первородного и неиспользованного животного порыва). Στην πρώτη μάχη του (в своем первом сражении), ο Πέτρος Χαλκιάς ανακάλυψε απότομα (Петрос Халкиас внезапно обнаружил; ανακαλύπτω) πως ήταν γεννημένος πολεμιστής (что /он/ был прирожденным воином; γεννιέμαι), πως αυτή ήταν η φυσικότερη και εντονότερη κλίση του (что его самой естественной и сильной склонностью было; φυσικός; έντονος), να διακινδυνεύει τη ζωή του (рисковать своей жизнью) και να σκοτώνει εχθρούς (и убивать врагов) νέους σαν κι αυτόν (молодых, как и он), δυνατούς (сильных) και άγριους (и свирепых; άγριος — дикий; свирепый).


Ο πόλεμος σκέπασε κι αυτήν την ανάμνηση, μαζί μ’ όλες τις άλλες, κάτω από ένα ξεχείλισμα πρωτόγονης και αχρησιμοποίητης ζωικής ορμής. Στην πρώτη μάχη του, ο Πέτρος Χαλκιάς ανακάλυψε απότομα πως ήταν γεννημένος πολεμιστής, πως αυτή ήταν η φυσικότερη και εντονότερη κλίση του, να διακινδυνεύει τη ζωή του και να σκοτώνει εχθρούς νέους σαν κι αυτόν, δυνατούς και άγριους.


Το παιχνίδι του άρεσε (игра ему понравилась; αρέσω). Δεν τον έσπρωχνε πια ένα ιδανικό (его более не толкал /ни/ идеал; σπρώχνω) ούτε η ανία μιας άδειας ζωής (ни скука от пустой жизни). Ο πόλεμος του έδινε (война приносила: «давала» ему) μια βάρβαρη ευχαρίστηση (какое-то варварское удовольствие). Ένα πλεόνασμα θέλησης (избыток воли), ενεργητικότητας (активности), σκληρότητας (жестокости) και ερωτισμού (и эротизма), άγνωστο μέσα του ως τότε (до этого ему незнакомый), ξυπνούσε ακατάσχετο (просыпался в нем неудержимый; ξυπνώ) και τον κυριαρχούσε (и овладевал им; κυριαρχώ). Ποτέ του δεν είχε νιώσει (никогда он не чувствовал; νιώθω) τόση ακμή (столько приподнятости; η ακμή — расцвет; кульминация), τόσο σφρίγος (столько бодрости), τόση χαρά ζωής (столько радости жизни), όσο τώρα στους κάμπους του θανάτου (сколько теперь на полях смерти). Ούτε και τόση περηφάνια (ни столько гордости). Του φαινόταν κιόλας (ему даже казалось; φαίνομαι) πως ένας άντρας (что мужчина), που ποτέ δε σκότωσε πολεμώντας (который никогда не убивал, воюя: σκοτώνω; πολεμώ), ήταν ανάξιος να λέγεται άντρας (был недостоин называться мужчиной; άξιος — достойный; ανάξιος — недостойный), όπως κ’ ένας (как и тот) που ποτέ δεν απόκτησε μια γυναίκα (который никогда не овладел женщиной; αποκτώ — аорист: απόκτησε = απέκτησε).


Το παιχνίδι του άρεσε. Δεν τον έσπρωχνε πια ένα ιδανικό ούτε η ανία μιας άδειας ζωής. Ο πόλεμος του έδινε μια βάρβαρη ευχαρίστηση. Ένα πλεόνασμα θέλησης, ενεργητικότητας, σκληρότητας και ερωτισμού, άγνωστο μέσα του ως τότε, ξυπνούσε ακατάσχετο και τον κυριαρχούσε. Ποτέ του δεν είχε νιώσει τόση ακμή, τόσο σφρίγος, τόση χαρά ζωής, όσο τώρα στους κάμπους του θανάτου. Ούτε και τόση περηφάνια. Του φαινόταν κιόλας πως ένας άντρας, που ποτέ δε σκότωσε πολεμώντας, ήταν ανάξιος να λέγεται άντρας, όπως κ’ ένας που ποτέ δεν απόκτησε μια γυναίκα.


Έτσι γύρισε απάνω-κάτω τη μακεδονική ζούγκλα (так он обошел сверху вниз = полностью македонские джунгли; γυρίζω), σαν ένα νέο (словно молодой), ασυγκράτητο αγρίμι (безудержный зверь), σκοτώνοντας οπλισμένους εχθρούς (убивая вооруженных врагов; σκοτώνω) και παίρνοντας τις γυναίκες (и овладевая женщинами) όπου τις εύρισκε (где их находил; βρίσκω), με την ευκολία του πολεμιστή (с легкостью воина) και του νικητή (и победителя), Τουρκάλες (турчанками), Σλάβες (славянками), Εβραίες (еврейками), Ελληνίδες (гречанками).


Έτσι γύρισε απάνω-κάτω τη μακεδονική ζούγκλα, σαν ένα νέο, ασυγκράτητο αγρίμι, σκοτώνοντας οπλισμένους εχθρούς και παίρνοντας τις γυναίκες όπου τις εύρισκε, με την ευκολία του πολεμιστή και του νικητή, Τουρκάλες, Σλάβες, Εβραίες, Ελληνίδες.


Όταν κόπασε κάπως (когда унялся немного; κοπάζω — стихать; успокаиваться), με την κούραση και τις κακουχίες του πολέμου (из-за усталости и военных невзгод), ο πρώτος οργασμός των πρωτόγονων ενστίκτων του (первый всплеск его первобытных инстинктов), εξακολούθησε να μάχεται (/он/ продолжал воевать; εξακολουθώ; μάχομαι) και να αποκτά (и овладевать; αποκτώ), με τη χαρά του κυνηγού (с радостью охотника), που δεν σκοτίζεται (который не заботится) για τη χρησιμότητα του παιχνιδιού (о пользе игры), ούτε έχει όρεξη (и у которого нет аппетита) να φάει όλα τα θηράματά του (съесть всю свою добычу: «добычи»; τρώω), μα απολαμβάνει (но /который/ наслаждается /тем/; απολαμβάνω) να τα καταδιώκει (/что/ преследует ее; καταδιώκω), να τα σημαδεύει (целится в нее; σημαδεύω) και να τα βλέπει καταγής (и видит /распростертой/ на земле), ζεστά ακόμα (еще горячую), να χτυπούν απελπισμένα τις φτερούγες τους (как /она/ хлопает отчаянно крыльями) — απολαμβάνει, θα έλεγα (наслаждается, /я/ бы сказал), σαν από μια θανατηφόρα αγάπη (словно движимый какой-то смертоносной любовью: «словно из-за какой-то смертоносной любви»).


Όταν κόπασε κάπως, με την κούραση και τις κακουχίες του πολέμου, ο πρώτος οργασμός των πρωτόγονων ενστίκτων του, εξακολούθησε να μάχεται και να αποκτά, με τη χαρά του κυνηγού, που δεν σκοτίζεται για τη χρησιμότητα του παιχνιδιού, ούτε έχει όρεξη να φάει όλα τα θηράματά του, μα απολαμβάνει να τα καταδιώκει, να τα σημαδεύει και να τα βλέπει καταγής, ζεστά ακόμα, να χτυπούν απελπισμένα τις φτερούγες τους — απολαμβάνει, θα έλεγα, σαν από μια θανατηφόρα αγάπη.


Κάποτε, στην Αθήνα (однажды, в Афинах), ανάμεσα σε δύο εκστρατείες (между двумя походами), αντάμωσε την Κλεοπάτρα (/он/ встретил Клеопатру; ανταμώνω). Από την πρώτη στιγμή (с первого момента) την πόθησε δυνατότερα (/он/ возжелал ее сильнее; ποθώ) από κάθε άλλη γυναίκα (чем какую-нибудь другую женщину) που είχε γνωρίσει ως τότε (с которой /он/ познакомился до этого; γνωρίζω). Ήταν ίσως ανάγκη (возможно, нужно было: «была необходимость») να περάσει μέσα από τη ζούγκλα (пройти через джунгли; περνώ), να ξεθυμάνει κάπως και με τον πιο βάρβαρο τρόπο (немного и по-варварски: «самым варварским способом» утихомириться; ξεθυμαίνω), για να μπορέσει να αισθανθεί (чтобы суметь почувствовать; μπορώ; αισθάνομαι) μια τέτοια γοητεία (такого рода очарование).


Κάποτε, στην Αθήνα, ανάμεσα σε δύο εκστρατείες, αντάμωσε την Κλεοπάτρα. Από την πρώτη στιγμή την πόθησε δυνατότερα από κάθε άλλη γυναίκα που είχε γνωρίσει ως τότε. Ήταν ίσως ανάγκη να περάσει μέσα από τη ζούγκλα, να ξεθυμάνει κάπως και με τον πιο βάρβαρο τρόπο, για να μπορέσει να αισθανθεί μια τέτοια γοητεία.


Η Κλεοπάτρα ήταν μια κοπέλα αδύνατη (Клеопатра была девушкой слабой), ασθενική (болезненной), λεπτή (стройной) και ευκολόθραυστη (и хрупкой), με μεγάλα (с большими), ρεμβώδη μάτια (мечтательными глазами), χαμένα και ξεχασμένα (потерянными и забытыми; χάνω; ξεχνώ), πέρα από όλες τις πραγματικότητες (за пределами всех реальностей), στους γαλάζιους κόσμους (в голубых мирах) των κοριτσίστικων ονείρων (девичьих мечтаний). Περνούσε στο θάμπος του αθηναϊκού μεσημεριού (/она/ шла в сиянии афинского полудня), ολόδροση (свежая), γοργή (быстрая) και μακρινή (и отстраненная: «далекая»), σα να μην έβλεπε τίποτα τριγύρω της (словно не видела ничего вокруг себя) και τόσο ελαφριά (и такая легкая) σα να μην πατούσε τη γη (словно не ступала по земле; πατώ). Ήταν σαν καμωμένη (/она/ была словно сделана) από την άχνη της Αττικής (из марева Аттики) κι από το άρωμα των μενεξέδων (и аромата фиалок; ο μενεξές — οι μενεξέδες). Μονάχα τα μάτια (только глаза) της έδιναν έντονα (явственно ей придавали) το αίσθημα της γυναικείας παρουσίας της (ощущение женского присутствия) και πρόδιδαν (и выдавали; προδίδω), στον εξασκημένο παρατηρητή (опытному наблюдателю; εξασκώ), μελλοντικά, ασχημάτιστα ακόμα πάθη (будущие, несформировавшиеся еще, страсти; σχηματίζω), που κ’ η ίδια δε θα ήξερε τη δύναμή τους (силы которых она и сама не знала; ξέρω). Το βλέμμα της τον σκλάβωσε (ее взгляд поработил его; σκλαβώνω; ο σκλάβος — раб) βίαια, άθελά της (насильно, против ее воли).


Η Κλεοπάτρα ήταν μια κοπέλα αδύνατη, ασθενική, λεπτή και ευκολόθραυστη, με μεγάλα, ρεμβώδη μάτια, χαμένα και ξεχασμένα, πέρα από όλες τις πραγματικότητες, στους γαλάζιους κόσμους των κοριτσίστικων ονείρων. Περνούσε στο θάμπος του αθηναϊκού μεσημεριού, ολόδροση, γοργή και μακρινή, σα να μην έβλεπε τίποτα τριγύρω της και τόσο ελαφριά σα να μην πατούσε τη γη. Ήταν σαν καμωμένη από την άχνη της Αττικής κι από το άρωμα των μενεξέδων. Μονάχα τα μάτια της έδιναν έντονα το αίσθημα της γυναικείας παρουσίας της και πρόδιδαν, στον εξασκημένο παρατηρητή, μελλοντικά, ασχημάτιστα ακόμα πάθη, που κ’ η ίδια δε θα ήξερε τη δύναμή τους. Το βλέμμα της τον σκλάβωσε βίαια, άθελά της.


Ο Πέτρος Χαλκιάς ανακάλυπτε για πρώτη φορά (Петрос Халкиас в первый раз открывал; ανακαλύπτω) τη διαφορά της ράτσας (разницу в породе) των ερωτικών θηραμάτων (любовных жертв). Το κυνήγι έπαιρνε μιαν άλλη αξία (охота обретала другую ценность), ένα νέο νόημα (новый смысл). Γινόταν εκλεκτικό και ευγενικό (становилась разборчивой благородной).


Ο Πέτρος Χαλκιάς ανακάλυπτε για πρώτη φορά τη διαφορά της ράτσας των ερωτικών θηραμάτων. Το κυνήγι έπαιρνε μιαν άλλη αξία, ένα νέο νόημα. Γινόταν εκλεκτικό και ευγενικό.


Για να αποκτηθεί όμως ένα τέτοιο πλάσμα (чтобы, однако, завладеть таким существом: «чтобы такое существо было приобретено»; αποκτούμαι), χρειάζονταν ορισμένες διατυπώσεις (требовались определенные формальности; χρειάζομαι; η διατύπωση — формулировка; формальность). Ο Πέτρος Χαλκιάς, ανίκανος να αντισταθεί στο ένστικτό του (Петрос Халкиас, неспособный противостоять своему инстинкту; αντιστέκομαι), αποφάσισε να παντρευτεί (решил жениться; αποφασίζω; παντρεύομαι). Μα οι γονείς της κόρης (но родители девушки) του δημιούργησαν δυσκολίες (создавали ему трудности; δημιουργώ) και, στο τέλος, (и, наконец) επέτρεψαν τον αρραβώνα (разрешили помолвку; επιτρέπω) υπό τον όρο (с условием) να γίνει ο γάμος ύστερα από την οριστική ειρήνη (что брак состоится после окончательного мира). Ο Πέτρος Χαλκιάς δέχτηκε τον όρο (Петрос Халкиас принял условие; δέχομαι), μα δεν πίστευε στην ειρήνη (но в мир не верил; πιστεύω).


Για να αποκτηθεί όμως ένα τέτοιο πλάσμα, χρειάζονταν ορισμένες διατυπώσεις. Ο Πέτρος Χαλκιάς, ανίκανος να αντισταθεί στο ένστικτό του, αποφάσισε να παντρευτεί. Μα οι γονείς της κόρης του δημιούργησαν δυσκολίες και, στο τέλος, επέτρεψαν τον αρραβώνα υπό τον όρο να γίνει ο γάμος ύστερα από την οριστική ειρήνη. Ο Πέτρος Χαλκιάς δέχτηκε τον όρο, μα δεν πίστευε στην ειρήνη.


Ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός (/он/ был младшим лейтенантом запаса; έφεδρος — резервный, запасной; в запасе), είχε κάνει δύο πολέμους (прошел: «сделал» две войны) κ’ ετοιμαζόταν για τον τρίτο (и готовился к третьей; ετοιμάζομαι). Οι σύντροφοί του είχαν επαναστατήσει στη Θεσσαλονίκη (его товарищи взбунтовались в Салониках; επαναστατώ), οργάνωναν το στρατό της Εθνικής Άμυνας (организовывали армию национальной обороны; οργανώνω), χτυπούσαν κιόλας τους Βουλγάρους (уже наносили удары по болгарам) και τους Γερμανούς (и немцам) με καινούργιες μεθόδους σκοτωμού (при помощи новых методов уничтожения). Η Μακεδονία τον καλούσε ξανά (Македония звала его опять) μέσα από τη φωτιά του παγκόσμιου πολέμου (сквозь огонь мировой войны). Κι αυτήν την φορά (и на этот раз) υπήρχαν λιγότερες ελπίδες να γυρίσει (было меньше надежд, что /он/ возвратится; λίγος — λιγότερος; γυρίζω).


Ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός, είχε κάνει δύο πολέμους κ’ ετοιμαζόταν για τον τρίτο. Οι σύντροφοί του είχαν επαναστατήσει στη Θεσσαλονίκη, οργάνωναν το στρατό της Εθνικής Άμυνας, χτυπούσαν κιόλας τους Βουλγάρους και τους Γερμανούς με καινούργιες μεθόδους σκοτωμού. Η Μακεδονία τον καλούσε ξανά μέσα από τη φωτιά του παγκόσμιου πολέμου. Κι αυτήν την φορά υπήρχαν λιγότερες ελπίδες να γυρίσει.


Προτού φύγει (прежде чем уехать; φεύγω), ζήτησε από την Κλεοπάτρα μια θυσία (он попросил у Клеопатры жертву; ζητώ), στο όνομα της δικής του αυτοθυσίας (во имя его собственного самопожертвования; ο δικός μου /σου, του…/ — мой /твой, его.../ собственный) προς το έθνος (своему народу). Το ευγενικό θήραμα έπεσε απαλά (благородная добыча пала кротко; πέφτω), σιγανά (молча), μες σ’ ένα ξεχείλισμα δροσιάς (во всплеске свежести), στοργής και δακρυσμένης χαράς (нежности и радости сквозь слезы: «заплаканной радости»), ανάμεσα στους μενεξέδες της Αθήνας (среди афинских фиалок), στο ανάλαφρο χάδι (в легкой ласке) της βραδινής αύρας του Σαρωνικού (вечернего ветерка с Саронического залива). Οι σκιασμένες κολόνες (затемненные колоны), ολόχρυσες (все в золоте: «полностью золотые»), αποχαιρετούσαν άλλη μια μέρα (прощались с еще одним днем; αποχαιρετώ). Το βράδυ κατέβαινε μαλακά (вечер мягко спускался; κατεβαίνω) στις αέρινες πτυχές των βουνών (на прозрачные горные изгибы; η πτυχή — складка; изгиб). Το φως διαλυόταν ανεπαίσθητα (свет незаметно рассеивался; διαλύομαι; το φως), μαζί με τους πόθους τους (вместе с их страстями), μες σε μιαν απέραντη και ανέκφραστη λύπη (в безбрежной и невыразимой печали; εκφράζω — выражать; ανέκφραστος — невыразимый).


Προτού φύγει, ζήτησε από την Κλεοπάτρα μια θυσία, στο όνομα της δικής του αυτοθυσίας προς το έθνος. Το ευγενικό θήραμα έπεσε απαλά, σιγανά, μες σ’ ένα ξεχείλισμα δροσιάς, στοργής και δακρυσμένης χαράς, ανάμεσα στους μενεξέδες της Αθήνας, στο ανάλαφρο χάδι της βραδινής αύρας του Σαρωνικού. Οι σκιασμένες κολόνες, ολόχρυσες, αποχαιρετούσαν άλλη μια μέρα. Το βράδυ κατέβαινε μαλακά στις αέρινες πτυχές των βουνών. Το φως διαλυόταν ανεπαίσθητα, μαζί με τους πόθους τους, μες σε μιαν απέραντη και ανέκφραστη λύπη.


Οι δύο εραστές δε μίλησαν σχεδόν καθόλου (оба любовника почти совсем не говорили; μιλώ). Έκλαψαν μερικές στιγμές (/они/ поплакали немного: «несколько моментов»; κλαίω). Ύστερα ο Πέτρος Χαλκιάς σκούπισε τα μάτια του (затем Петрос Халкиас вытер глаза; σκουπίζω), μάζεψε μερικούς μενεξέδες (собрал несколько фиалок; μαζεύω) και έφυγε (и ушел). Δεν την ξαναείδε ποτέ πια (/он/ ее больше никогда не видел: «не увидел вновь»; ξαναβλέπω — видеть вновь; ξανά — вновь; опять).


Οι δύο εραστές δε μίλησαν σχεδόν καθόλου. Έκλαψαν μερικές στιγμές. Ύστερα ο Πέτρος Χαλκιάς σκούπισε τα μάτια του, μάζεψε μερικούς μενεξέδες και έφυγε. Δεν την ξαναείδε ποτέ πια.


Ένα μήνα αργότερα (месяцем позже), στη Θεσσαλονίκη (в Салониках), ζούσε με μιαν άλλη γυναίκα (/он/ жил с другой женщиной; ζω). Μόλις ξαναμπήκε στο στοιχείο του (как только он опять оказался в своей стихии), μόλις ξαναβρήκε τους ανθρώπους του (как только он опять встретил своих людей), τους συντρόφους του (своих товарищей), τους αρχηγούς του (своих командиров) και τους κατώτερους του (и своих подчиненных), μόλις ανάσανε πάλι (как только он опять вдохнул; ανασαίνω) την άγρια μυρωδιά του πολέμου (грозный аромат войны), τα ξέχασε σχεδόν όλα (он почти все забыл; ξεχνώ).


Ένα μήνα αργότερα, στη Θεσσαλονίκη, ζούσε με μιαν άλλη γυναίκα. Μόλις ξαναμπήκε στο στοιχείο του, μόλις ξαναβρήκε τους ανθρώπους του, τους συντρόφους του, τους αρχηγούς του και τους κατώτερους του, μόλις ανάσανε πάλι την άγρια μυρωδιά του πολέμου, τα ξέχασε σχεδόν όλα.


Του έμεινε, σαν από μιαν άλλη ζωή (у него осталось, словно бы из другой жизни; μένω), ένα γλυκύπικρο αίσθημα (горько-сладкое чувство) πολύ διαλεχτής και μελαγχολικής ηδονής (очень избранного и меланхолического наслаждения), του ξαναέρχονταν κάποτε στη θύμηση (ему иногда приходили на память) μερικές θολές εικόνες (какие-то туманные образы) λεπτότατης ομορφιάς (тончайшей красоты) και μενεξεδένιων τοπίων (и пейзажей с фиалками), σαν αναμνήσεις μακρινών ονείρων (словно воспоминания из далеких мечтаний), σα να μην ανήκαν σε τούτον τον κόσμο (словно бы не принадлежали этому миру) η κόρη της Αθήνας (афинская дева) και η φύση της Αττικής (и природа Аттики) και η αιθέρια γοητεία τους (и их эфирное очарование), που τον είχε σκλαβώσει για μια στιγμή (которые на миг поработили его; σκλαβώνω).


Του έμεινε, σαν από μιαν άλλη ζωή, ένα γλυκύπικρο αίσθημα πολύ διαλεχτής και μελαγχολικής ηδονής, του ξαναέρχονταν κάποτε στη θύμηση μερικές θολές εικόνες λεπτότατης ομορφιάς και μενεξεδένιων τοπίων, σαν αναμνήσεις μακρινών ονείρων, σα να μην ανήκαν σε τούτον τον κόσμο η κόρη της Αθήνας και η φύση της Αττικής και η αιθέρια γοητεία τους, που τον είχε σκλαβώσει για μια στιγμή.


Τα έδιωχνε βάναυσα όλα αυτά από το νου του (/он/ грубо гнал все это из мыслей: «из ума»). Ξαναγινόταν τραχύς και σκληρός (/он/ опять становился резким и жестоким) και μάλιστα με περισσότερη πείρα (и, к тому же, более опытным: «с большим опытом»). Η κόρη της Αθήνας (афинская дева) ήταν ένα μεγάλο απόκτημα στη ζωή του (была большим достижением: «приобретением» в его жизни) και στη γνώση του του έρωτα (и в его познаниях о любви), μα ένα απόκτημα ξεπερασμένο (но достижением, отжившим /свой век/; ξεπερνώ — преодолеть), αχρηστεμένο (бесполезным). Φτάνει (хватит)!


Τα έδιωχνε βάναυσα όλα αυτά από το νου του. Ξαναγινόταν τραχύς και σκληρός και μάλιστα με περισσότερη πείρα. Η κόρη της Αθήνας ήταν ένα μεγάλο απόκτημα στη ζωή του και στη γνώση του του έρωτα, μα ένα απόκτημα ξεπερασμένο, αχρηστεμένο. Φτάνει!


Η καινούργια φίλη του ήταν Ρωσίδα (его новая подруга была русской), κι αυτή από ράτσα (и она — породистая: «из породы»), αλλά μια ράτσα πολύ διαφορετική από της Αθηναίας (но породы совершенно другой, чем афинянка). Ήταν μια γυναίκα ως τριάντα χρονών (это была женщина лет тридцати), ωραιότατη (очень красивая), με μια πλούσια (богатой: «с богатой»), γλυκιά (сладкой) και επιβλητική ομορφιά (и величественной красотой), σαν Παναγία της ακμής της Αναγέννησης (словно Мадонна расцвета Возрождения), πολυάσχολη (очень занятая) και πολύ ζωντανή (и очень живая), έξαλλη τις ώρες του πάθους (безумная в часы страсти) και αρκετά μυστηριακή (и довольно таинственная). Διηγούταν τις πιο απίθανες ιστορίες (/она/ рассказывала самые невероятные истории; διηγούμαι) για την καταγωγή της και τη ζωή της (о своем происхождении и о своей жизни), προφασιζόταν πως ήταν δημοσιογράφος (ссылалась на то, что /она/ была журналисткой) και μπαινόβγαινε παντού (и сновала: «входила и выходила» повсюду; μπαίνω — входить; βγαίνω — выходить; μπαινοβγαίνω — входить и выходить) με τη μεγαλύτερη ευκολία (с большей легкостью).


Η καινούργια φίλη του ήταν Ρωσίδα, κι αυτή από ράτσα, αλλά μια ράτσα πολύ διαφορετική από της Αθηναίας. Ήταν μια γυναίκα ως τριάντα χρονών, ωραιότατη, με μια πλούσια, γλυκιά και επιβλητική ομορφιά, σαν Παναγία της ακμής της Αναγέννησης, πολυάσχολη και πολύ ζωντανή, έξαλλη τις ώρες του πάθους και αρκετά μυστηριακή. Διηγούταν τις πιο απίθανες ιστορίες για την καταγωγή της και τη ζωή της, προφασιζόταν πως ήταν δημοσιογράφος και μπαινόβγαινε παντού με τη μεγαλύτερη ευκολία.


Ο Πέτρος Χαλκιάς δεν την έβλεπε πολύ (Петрос Халкиас видел ее нечасто: «немного») και της μιλούσε ελάχιστα (и редко с ней разговаривал). Συναντιόνταν στην κάμαρά τους (/они/ встречались в своей: «их» комнате) αργά τη νύχτα (поздно вечером), κατάκοποι (очень уставшие; ο κόπος — тяжелый труд; усталость; приставка κατα- у прилагательных имеет значение «полностью, совершенно, абсолютно»; κατάκοπος — очень уставший) και εκνευρισμένοι (и раздраженные), εκτελούσαν την ερωτική πράξη (совершали любовный акт; εκτελώ) ορμητικά και φουριόζικα (стремительно и поспешно) κ’ ύστερα κοιμόντανε βαριά (а потом тяжело засыпали) λίγες ώρες (на несколько часов) πλάι-πλάι (бок о бок). Έξω γινόταν ο Μεγάλος Πόλεμος (снаружи шла Великая война), που απορροφούσε όλους τους λογισμούς τους (которая поглощала все их размышления; απορροφώ).


Ο Πέτρος Χαλκιάς δεν την έβλεπε πολύ και της μιλούσε ελάχιστα. Συναντιόνταν στην κάμαρά τους αργά τη νύχτα, κατάκοποι και εκνευρισμένοι, εκτελούσαν την ερωτική πράξη ορμητικά και φουριόζικα κ’ ύστερα κοιμόντανε βαριά λίγες ώρες πλάι-πλάι. Έξω γινόταν ο Μεγάλος Πόλεμος, που απορροφούσε όλους τους λογισμούς τους.


Το μυστήριο της Ρωσίδας δεν βγήκε σε καλό (тайна/таинственность русской к добру не привела). Μια μέρα (однажды) οι Σύμμαχοι την πήραν ξαφνικά (союзники ее внезапно схватили), τη δίκασαν (судили ее; δικάζω), τη καταδίκασαν ως κατάσκοπο (осудили как шпионку) και την τουφέκισαν στο άψε-σβήσε (и расстреляли в два счета; τουφεκίζω; στο άψε-σβήσε — в два счета; сразу, мгновенно). Ο Πέτρος Χαλκιάς δεν πρόφτασε (Петрос Халкиас не успел; προφτάνω) να την αποχαιρετήσει (с ней попрощаться; αποχαιρετώ). Κ’ η θέση του, άλλωστε (его положение, к тому же), δεν ήταν πολύ εύκολη (было нелегким) κ’ έπρεπε να δώσει λόγο (и он должен был давать объяснения) για τις σχέσεις του μαζί της (о своих с ней отношениях).


Το μυστήριο της Ρωσίδας δεν βγήκε σε καλό. Μια μέρα οι Σύμμαχοι την πήραν ξαφνικά, τη δίκασαν, τη καταδίκασαν ως κατάσκοπο και την τουφέκισαν στο άψε-σβήσε. Ο Πέτρος Χαλκιάς δεν πρόφτασε να την αποχαιρετήσει. Κ’ η θέση του, άλλωστε, δεν ήταν πολύ εύκολη κ’ έπρεπε να δώσει λόγο για τις σχέσεις του μαζί της.


Μια μέρα (однажды), αφού τους έφεραν σε αντιπαράσταση (когда их вели на очную ставку) σ’ ένα ανακριτικό γραφείο (в следственную часть: «кабинет»), την περίμενε στο διάδρομο (/он/ поджидал ее в коридоре) για να της μιλήσει (чтобы поговорить с ней). Εκείνη πρόβαλε (она появилась; προβάλλω) ανάμεσα σε δύο Γάλλους στρατιώτες (между двумя французскими военными), στάθηκε μια στιγμή μπροστά του (остановилась перед ним на миг; στέκομαι), ωραιότερη από πάντα (еще прекраснее, чем всегда), πυρωμένη (горящая), αστραφτερή (сияющая), τον κοίταξε βαθιά στα μάτια (посмотрела ему пристально: «глубоко» в глаза) και τον έφτυσε καταπρόσωπο (и плюнула ему прямо в лицо; φτύνω; το πρόσωπο — лицо; καταπρόσωπο — прямо в лицо). Νόμιζε, φαίνεται (по всей видимости, /она/ считала), πως αυτός την κατάδωσε (что он ее выдал; καταδίνω).


Μια μέρα, αφού τους έφεραν σε αντιπαράσταση σ’ ένα ανακριτικό γραφείο, την περίμενε στο διάδρομο για να της μιλήσει. Εκείνη πρόβαλε ανάμεσα σε δύο Γάλλους στρατιώτες, στάθηκε μια στιγμή μπροστά του, ωραιότερη από πάντα, πυρωμένη, αστραφτερή, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και τον έφτυσε καταπρόσωπο. Νόμιζε, φαίνεται, πως αυτός την κατάδωσε.


Ο ανθυπολοχαγός δεν αποκρίθηκε τίποτα (младший лейтенант ничего не ответил; αποκρίνομαι). Σε τι χρησίμευαν οι συζητήσεις (какая польза была от разговоров: «для чего были нужны разговоры»; χρησιμεύω) στον ίσκιο του θανάτου (в тени смерти), που τα σκέπαζε ήδη όλα (которая уже все покрывала) για πάντα (навсегда); Σκούπισε το φτύσιμο (/он/ вытер плевок; σκουπίζω), όπως είχε σκουπίσει την προηγούμενη φορά τα δάκρυα (так же, как вытер в прошлый раз слезы), κ’ έφυγε ψυχρός και αλύγιστος (и ушел равнодушный и непреклонный; ψυχρός — холодный, равнодушный). Φρόντισε να αποδείξει (/он/ позаботился /о том/, чтобы доказать; αποδεικνύω) την αθωότητά του (свою невиновность) και ζήτησε φύλλο πορείας (и попросил командировочное предписание: «путевой лист») για τα χαρακώματα (в траншеи).


Ο ανθυπολοχαγός δεν αποκρίθηκε τίποτα. Σε τι χρησίμευαν οι συζητήσεις στον ίσκιο του θανάτου, που τα σκέπαζε ήδη όλα για πάντα; Σκούπισε το φτύσιμο, όπως είχε σκουπίσει την προηγούμενη φορά τα δάκρυα, κ’ έφυγε ψυχρός και αλύγιστος. Φρόντισε να αποδείξει την αθωότητά του και ζήτησε φύλλο πορείας για τα χαρακώματα.


Έκανε το πόλεμο των χαρακωμάτων (он прошел: «сделал» траншейную войну) ως το τέλος (до конца). Ξεκουράστηκε λίγο καιρό στην Πόλη (немного времени отдохнул в Городе; Город — с загл. буквы — имеется в виду Константинополь /Стамбул/; ξεκουράζομαι), μες στην ομαδική τρέλα των επινίκιων (в коллективном: «групповом» сумасшествии победных празднований) και στην πρόσκαιρη πραγματοποίηση των βυζαντινών θρύλων (и мимолетном осуществлении византийских легенд), χάρηκε ό, τι πρόφτασε να χαρεί (насладился тем, чем успел насладиться) στις όχθες του Κερατίου και του Βοσπόρου (на берегах Золотого Рога и Босфора; ο Κεράτιος Κόλπος — залив Золотой Рог в Босфорском проливе, на берегах которого расположен Стамбул). Στην τρέλα των Ελλήνων (к сумасшествию греков) είχε κιόλας προστεθεί η τρέλα (прибавилось к тому же сумасшествие; προστίθεμαι) των πρώτων Ρώσων εξόριστων (первых русских изгнанников), που φεύγανε από τη φωτιά της Επανάστασης (которые бежали от пламени Революции) σα λυσσασμένα κοπάδια (словно обезумевшие стада) και ρίχνονταν μες στην Πόλη (бросались в Город) πανικόβλητοι (охваченные паникой), χαμένοι (потерянные), απένταροι (без гроша /в кармане/) και παθιασμένοι για έρωτα (и страстно жаждущие любви) και για γλέντι (и кутежей).


Έκανε το πόλεμο των χαρακωμάτων ως το τέλος. Ξεκουράστηκε λίγο καιρό στην Πόλη, μες στην ομαδική τρέλα των επινίκιων και στην πρόσκαιρη πραγματοποίηση των βυζαντινών θρύλων, χάρηκε ό, τι πρόφτασε να χαρεί στις όχθες του Κερατίου και του Βοσπόρου. Στην τρέλα των Ελλήνων είχε κιόλας προστεθεί η τρέλα των πρώτων Ρώσων εξόριστων, που φεύγανε από τη φωτιά της Επανάστασης σα λυσσασμένα κοπάδια και ρίχνονταν μες στην Πόλη πανικόβλητοι, χαμένοι, απένταροι και παθιασμένοι για έρωτα και για γλέντι.


Στα 1919 ο Πέτρος Χαλκιάς έκανε την εκστρατεία της Ρωσίας (в 1919 Петрос Халкиас участвовал в походе на Россию: «делал поход…»), πολέμησε τους μπολσεβίκους (воевал с большевиками; πολεμώ), χωρίς να ξέρει γιατί (не зная зачем), και τελικά βρέθηκε στη Σμύρνη (и наконец оказался в Смирне; βρίσκομαι), ελευθερωτής και τροπαιούχος (освободителем и триумфатором), με βαθμό λοχαγού (в звании капитана).


Στα 1919 ο Πέτρος Χαλκιάς έκανε την εκστρατεία της Ρωσίας, πολέμησε τους μπολσεβίκους, χωρίς να ξέρει γιατί, και τελικά βρέθηκε στη Σμύρνη, ελευθερωτής και τροπαιούχος, με βαθμό λοχαγού.


Εκεί έμαθε το θάνατο της Κλεοπάτρας (там /он/ узнал о смерти Клеопатры; μαθαίνω), που είχε συμβεί (которая произошла; συμβαίνω) μες στην πρώτη μεγάλη επιδημία της γρίπης (во время первой большой эпидемии гриппа). Δεν την έκλαψε (/он/ее не оплакивал). Τι νόημα είχαν τα κλάματα (какой смысл был в рыданиях) ύστερα από όσα είχε δει (после /всего/ того, что /он/ видел); Κ’ οι γονείς του είχαν πεθάνει στο μεταξύ (тем временем умерли и его родители) και δεν τους είχε κλάψει (их /он/ не оплакивал тоже). Ζήτησε πάλι φύλλο πορείας για το μέτωπο (он снова попросил командировочное предписание на фронт).


Εκεί έμαθε το θάνατο της Κλεοπάτρας, που είχε συμβεί μες στην πρώτη μεγάλη επιδημία της γρίπης. Δεν την έκλαψε. Τι νόημα είχαν τα κλάματα ύστερα από όσα είχε δει; Κ’ οι γονείς του είχαν πεθάνει στο μεταξύ και δεν τους είχε κλάψει. Ζήτησε πάλι φύλλο πορείας για το μέτωπο.


Έκανε και τη μικρασιατική εκστρατεία (/он/ участвовал в малоазийском походе) με την ίδια ένταση όλων των δυνάμεών του (с тем же напряжением всех своих сил), ολοένα πιο τραχύς (еще более жестокий), πιο αρπαχτικός (более хищный), πιο αναίσθητος (более бесчувственный) εμπρός στον πόνο των ανθρώπων (перед человеческой болью). Μπήκε στην Προύσα απάνω στο άλογο (он въехал в Бурсу на коне). Πολέμησε γερά στο Εσκί-Σεχίρ (с рвением воевал в Эскишехире). Πέρασε την Αλμυρή Έρημο και το Σαγγάριο (прошел через Соляную Пустынь /имеется в виду южная часть древней Ликаонии в Малой Азии/ и Сакарью), έφτασε ως τα πρόθυρα της Άγκυρας (дошел до подступов к Анкаре).


Έκανε και τη μικρασιατική εκστρατεία με την ίδια ένταση όλων των δυνάμεών του, ολοένα πιο τραχύς, πιο αρπαχτικός, πιο αναίσθητος εμπρός στον πόνο των ανθρώπων. Μπήκε στην Προύσα απάνω στο άλογο. Πολέμησε γερά στο Εσκί-Σεχίρ. Πέρασε την Αλμυρή Έρημο και το Σαγγάριο, έφτασε ως τα πρόθυρα της Άγκυρας.


Στα 1922, η διαταγή της υποχώρησης (в 1922 приказ об отступлении) τον βρήκε (застал его: «нашел его») στρατοπεδευμένο κοντά στο Αφιόν-Καραχισάρ (стоящим лагерем рядом с Афьон-Карахисаром). Το σύνταγμά του έφτασε οπωσδήποτε πειθαρχημένο (его полк дошел непременно дисциплинированным) ως το Ουσάκ (до Ушака), μα εκεί άρχισε να διαλύεται (но там начал распадаться). Ο τούρκικος πληθυσμός είχε πάρει τα όπλα (турецкое население взяло оружие) και χτυπούσε το ελληνικό στρατό (и стало наносить удары: «било» по греческому войску; χτυπώ) από όλες τις μεριές (со всех сторон). Η μισή πόλη καιγόταν (полгорода горело; καίγομαι).


Στα 1922, η διαταγή της υποχώρησης τον βρήκε στρατοπεδευμένο κοντά στο Αφιόν-Καραχισάρ. Το σύνταγμά του έφτασε οπωσδήποτε πειθαρχημένο ως το Ουσάκ, μα εκεί άρχισε να διαλύεται. Ο τούρκικος πληθυσμός είχε πάρει τα όπλα και χτυπούσε το ελληνικό στρατό από όλες τις μεριές. Η μισή πόλη καιγόταν.


Πολλές ελληνικές μονάδες (многие греческие подразделения) είχαν σκορπιστεί στους κάμπους (рассеялись по равнинам; σκορπίζομαι) φεύγοντας άταχτα προς τη θάλασσα (убегая беспорядочно по направлению к морю). Αρκετοί στρατιώτες λεηλατούσαν (многие воины занимались разбоем; λεηλατώ). Η διαταγή της Στρατιάς έλεγε ρητά (приказ Армии говорил совершенно определенно) πως κάθε ανώτερος (что каждый командир) είχε το δικαίωμα (имел право) να σκοτώνει στον τόπο (убивать на месте) κάθε κατώτερο που δεν πειθαρχούσε (всякого подчиненного, который не повиновался; πειθαρχώ).


Πολλές ελληνικές μονάδες είχαν σκορπιστεί στους κάμπους φεύγοντας άταχτα προς τη θάλασσα. Αρκετοί στρατιώτες λεηλατούσαν. Η διαταγή της Στρατιάς έλεγε ρητά πως κάθε ανώτερος είχε το δικαίωμα να σκοτώνει στον τόπο κάθε κατώτερο που δεν πειθαρχούσε.


Ενώ ο Πέτρος Χαλκιάς γυρνούσε στο Ουσάκ (пока Петрос Халкиас возвращался в Ушак), περισυλλέγοντας τους στρατιώτες του (собирая своих воинов; περισυλλέγω) με το περίστροφο στο χέρι (с револьвером в руке), βρέθηκε, χωρίς να το καταλάβει (/он/ оказался, сам того не поняв), απομονωμένος, σ’ ένα στενό πλακόστρωτο (в одиночестве, на узкой мощеной улочке; το πλακόστρωτο — мощеная улица; η πλάκα — плита; плитка; στρώνω — стелить; выстилать; мостить). Στάθηκε μια στιγμή (/он/ остановился на миг) να προσανατολιστεί (чтобы сориентироваться; προσανατολίζομαι).


Ενώ ο Πέτρος Χαλκιάς γυρνούσε στο Ουσάκ, περισυλλέγοντας τους στρατιώτες του με το περίστροφο στο χέρι, βρέθηκε, χωρίς να το καταλάβει, απομονωμένος, σ’ ένα στενό πλακόστρωτο. Στάθηκε μια στιγμή να προσανατολιστεί.


Ο δρομάκος, σκιερός (улочка, тенистая), δροσόλουστος (прохладная: «купающаяся в прохладе»; η δροσιά — прохлада; λούζομαι — купаться; δροσόλουστος — купающийся в прохладе/овеянный прохладой), φορτωμένος βαριά πρασινάδα (заросшая густой зеленью: «нагруженная тяжелой зеленью»), έμοιαζε ακατοίκητος (казалась нежилой). Τα σπίτια, κλειστά (дома, запертые), βουβά (немые), νεκρικά (мертвые). Από μακριά, μες σ’ έναν άναρθρο αλαλαγμό (издалека, нечленораздельным шумом), έρχονταν ανακατωμένοι οι θόρυβοι (доносились: «доходили» вперемешку звуки: «смешанные звуки») της άταχτης μάχης (беспорядочной битвы), του πανικού (паники) και της πυρκαγιάς (и пожара).


Ο δρομάκος, σκιερός, δροσόλουστος, φορτωμένος βαριά πρασινάδα, έμοιαζε ακατοίκητος. Τα σπίτια, κλειστά, βουβά, νεκρικά. Από μακριά, μες σ’ έναν άναρθρο αλαλαγμό, έρχονταν ανακατωμένοι οι θόρυβοι της άταχτης μάχης, του πανικού και της πυρκαγιάς.


Ξαφνικά ο λοχαγός αισθάνθηκε κοντά του (внезапно капитан почувствовал рядом с собой; αισθάνομαι) μια ανθρώπινη παρουσία (человеческое присутствие). Κάποιος τον κοίταζε (кто-то глядел на него) από ένα μισάνοιχτο παράθυρο (из приоткрытого окна; μισάνοιχτος — приоткрытый; открытый наполовину; μισός — половинный; ανοιχτός — открытый). Στύλωσε το βλέμμα του κατά κει (/он/ устремил туда свой взор; στυλώνω το βλέμμα — устремить взор; уставиться) και ξεχώρισε (и различил), στο μισόφωτο του παραθύρου (в полумраке: «полусвете» окна; το μισόφωτο — полумрак; μισός — половинный; το φως — свет), δύο μεγάλα εναγώνια μάτια (пару больших тревожных глаз), μια πυρωμένη γυναικεία μορφή (разгоряченную женскую фигуру), ένα νέο θήλυ (молодую самку), τρεμάμενο (дрожащую), σπαρταριστό (трепещущую), λυσσασμένο από τον τρόμο (обезумевшую от ужаса), το μίσος (ненависти) και την έξαψη (и возбуждения).


Ξαφνικά ο λοχαγός αισθάνθηκε κοντά του μια ανθρώπινη παρουσία. Κάποιος τον κοίταζε από ένα μισάνοιχτο παράθυρο. Στύλωσε το βλέμμα του κατά κει και ξεχώρισε, στο μισόφωτο του παραθύρου, δύο μεγάλα εναγώνια μάτια, μια πυρωμένη γυναικεία μορφή, ένα νέο θήλυ, τρεμάμενο, σπαρταριστό, λυσσασμένο από τον τρόμο, το μίσος και την έξαψη.


Ο Πέτρος Χαλκιάς δεν μπόρεσε να σκεφτεί τίποτα (Петрос Халкиас больше ни о чем не мог думать), δεν ήταν πια κύριος του εαυτού του (/он/ больше собою не владел: «/он/ больше не был господином самого себя»). Στον αέρα του ολέθρου (в атмосфере гибели) και του θανάτου (и смерти), ο ερωτισμός του ξέσπασε μονομιάς (его любовное желание сразу же разожглось; ξεσπάω) αγριότερος από πάντα (еще более неукротимое, чем всегда), τον έσερνε σα δαιμονισμένο (/оно/ тащило его как одержимого; σέρνω). Όρμησε προς την πόρτα του σπιτιού (/он/ кинулся к двери дома; ορμάω), την έσπασε (сломал ее; σπάω), χύμησε μέσα (бросился вовнутрь; χυμώ) έτοιμος να σκοτώσει όποιον (готовый убить всякого) τολμούσε να του αντισταθεί (/кто/ посмеет ему противостоять; τολμώ; αντιστέκομαι).


Ο Πέτρος Χαλκιάς δεν μπόρεσε να σκεφτεί τίποτα, δεν ήταν πια κύριος του εαυτού του. Στον αέρα του ολέθρου και του θανάτου, ο ερωτισμός του ξέσπασε μονομιάς αγριότερος από πάντα, τον έσερνε σα δαιμονισμένο. Όρμησε προς την πόρτα του σπιτιού, την έσπασε, χύμησε μέσα έτοιμος να σκοτώσει όποιον τολμούσε να του αντισταθεί.


Βρήκε την Τουρκάλα σε μια κάμαρα (/он/ нашел турчанку в комнате) του απάνω πατώματος (на верхнем этаже), τρέμοντας σύγκορμη (дрожащую всем телом), ενώ κοίταζε με αστραφτερά μάτια (пока /она/ смотрела блестящими глазами = и в то же время смотрящую…). Δε μιλήσανε (/они/ не говорили). Ακούμπησε το περίστροφο (/он/ положил револьвер; ακουμπώ) σ’ ένα έπιπλο (на какую-то тумбочку: «предмет мебели») και τη βίασε με σφιγμένα τα δόντια (и изнасиловал ее со сжатыми зубами; βιάζω). Ο αλαλαγμός του πολέμου (грохот войны) ηχούσε τώρα δυνατότερος και πιο κοντινός (раздавался теперь сильнее и ближе: «более сильный и более близкий»; ηχώ — раздаваться; звучать). Ένιωσε τη γυναίκα (/он/ почувствовал, как женщина) να σφίγγεται απάνω του ηδονικά (сладострастно к нему прижимается), έξαλλη και ασυνείδητη (обезумевшая и бессознательная). Ποτέ δεν είχε αισθανθεί (никогда /он/ не чувствовал) μια γυναίκα να χαίρεται τόσο πολύ (чтобы женщина так радовалась = испытывала подобное наслаждение).


Βρήκε την Τουρκάλα σε μια κάμαρα του απάνω πατώματος, τρέμοντας σύγκορμη, ενώ κοίταζε με αστραφτερά μάτια. Δε μιλήσανε. Ακούμπησε το περίστροφο σ’ ένα έπιπλο και τη βίασε με σφιγμένα τα δόντια. Ο αλαλαγμός του πολέμου ηχούσε τώρα δυνατότερος και πιο κοντινός. Ένιωσε τη γυναίκα να σφίγγεται απάνω του ηδονικά, έξαλλη και ασυνείδητη. Ποτέ δεν είχε αισθανθεί μια γυναίκα να χαίρεται τόσο πολύ.


Βγήκε από το σπίτι ξεθυμασμένος (/он/ вышел из дома успокоившийся), ψύχραιμος (хладнокровный; ψυχρός — прохладный; το αίμα — кровь). Αναλογίστηκε που βρισκόταν (рассчитал, где находится). Μα είχε ξεχάσει το όπλο του στην κάμαρα (но /он/ забыл свое оружие в комнате). Σαν προχώρησε μερικά βήματα (как только /он/ отошел на несколько шагов; προχωρώ), η Τουρκάλα τον πυροβόλησε πολλές φορές (турчанка выстрелила в него несколько раз; πυροβολώ) από το παράθυρο (из окна) και τον βρήκε στην αριστερή ωμοπλάτη (и попала ему: «нашла его» в левую лопатку). Πρόφτασε να δει (/он/ успел увидеть; προφταίνω) το χέρι της με το περίστροφο (ее руку с револьвером) κ’ ένα στρατιώτη (и солдата) που πετούσε μια χειροβομβίδα (который бросил ручную гранату; πετώ) μες στο ανοιχτό παράθυρό της (в ее открытое окно)…


Βγήκε από το σπίτι ξεθυμασμένος, ψύχραιμος. Αναλογίστηκε που βρισκόταν. Μα είχε ξεχάσει το όπλο του στην κάμαρα. Σαν προχώρησε μερικά βήματα, η Τουρκάλα τον πυροβόλησε πολλές φορές από το παράθυρο και τον βρήκε στην αριστερή ωμοπλάτη. Πρόφτασε να δει το χέρι της με το περίστροφο κ’ ένα στρατιώτη που πετούσε μια χειροβομβίδα μες στο ανοιχτό παράθυρό της…


«Όποιαν αγγίσω πεθαίνει (всякая, до кого я дотрагиваюсь, умирает: «которой дотронусь, /та/ умирает»; αγγίζω)!» συλλογιζόταν αργότερα (размышлял /он/ позже) σαν ξεχώριζε μες στο χάος των αναμνήσεών του (когда различил в хаосе своих воспоминаний; ξεχωρίζω) τις τρείς γυναικείες μορφές (три женских образа) που τον είχαν ελκύσει δυνατότερα (которые пленили: «притянули» его сильнее /других/; ελκύω), τη χλωμή κόρη της Αθήνας (бледную афинскую деву), την τουφεκισμένη Ρωσίδα (расстрелянную русскую) και την Τουρκάλα του Ουσάκ (и турчанку из Ушака).

Μα σε τι χρησίμευαν (но к чему были: «для чего были полезны»; χρησιμεύω — быть полезным) αυτές οι συλλογές (все эти размышления);


«Όποιαν αγγίσω πεθαίνει!» συλλογιζόταν αργότερα σαν ξεχώριζε μες στο χάος των αναμνήσεών του τις τρείς γυναικείες μορφές που τον είχαν ελκύσει δυνατότερα, τη χλωμή κόρη της Αθήνας, την τουφεκισμένη Ρωσίδα και την Τουρκάλα του Ουσάκ.

Μα σε τι χρησίμευαν αυτές οι συλλογές;


Έφτασε στη Χίο (/он/ добрался до Хиоса), ματωμένος και κουρελιασμένος (окровавленный и оборванный), με τα τελευταία λείψανα της Στρατιάς (вместе с последними остатками армии). Πρόφτασε, ωστόσο, να ορθοποδήσει (однако /он/ успел встать на ноги; ορθοποδώ) και να μπει και στην Αθήνα (и въехать в Афины) απάνω στο άλογο (верхом на коне), με την Επανάσταση (во время восстания).


Έφτασε στη Χίο, ματωμένος και κουρελιασμένος, με τα τελευταία λείψανα της Στρατιάς. Πρόφτασε, ωστόσο, να ορθοποδήσει και να μπει και στην Αθήνα απάνω στο άλογο, με την Επανάσταση.


Σε λίγο ήταν στο μέτωπο του Έβρου (вскоре /он/ был на фронте у Эвроса) περιμένοντας, από μέρα σε μέρα (ожидая, со дня на день), τη διαταγή της προέλασης προς την Πόλη (приказа к наступлению на Город). Η διαταγή δεν ήρθε ποτέ (приказ так и не пришел: «никогда не пришел»). Απολύθηκε οριστικά το φθινόπωρο του 1923 (/он/ был уволен окончательно осенью 1923 года; απολύομαι).


Σε λίγο ήταν στο μέτωπο του Έβρου περιμένοντας, από μέρα σε μέρα, τη διαταγή της προέλασης προς την Πόλη. Η διαταγή δεν ήρθε ποτέ. Απολύθηκε οριστικά το φθινόπωρο του 1923.


Φυτοζώησε λίγους μήνες στην Αθήνα (несколько месяцев /он/ прозябал в Афинах; φυτοζωώ — прозябать; το φυτό — растение; ζω — жить), άνεργος (безработный; το έργο — дело; άνεργος — безработный), άβουλος (безвольный; η βούληση — желание; воля; άβουλος — безвольный), απροσανατόλιστος (дезориентированный; προσανατολίζομαι — ориентироваться; απροσανατόλιστος — дезориентированный). Η πρωτεύουσα είχε αλλάξει ολότελα (столица изменилась полностью; αλλάζω) και στη μορφή της (и по своей форме) και στο περιεχόμενό της (и по содержанию). Ξαναχτιζόταν (/она/ строилась заново; ξαναχτίζω) για να στεγάσει πλήθη καινούργιων ανθρώπων (чтобы приютить толпы новых людей; στεγάζω; το πλήθος). Ο Πέτρος Χαλκιάς δεν αναγνώριζε (Петрос Халкиас не узнавал) ούτε το περιβάλλον (ни окружения) ούτε τα ήθη (ни нравов; το ήθος). Οι γονείς του (его родители), η αρραβωνιαστικιά του (его невеста: «помолвленная»; ο αρραβώνας — помолвка; η αρραβωνιαστικιά — нареченная; невеста), ήταν λησμονημένοι από καιρό (были уже давно позабыты). Κανείς δε μιλούσε πια γι’ αυτούς (больше никто о них не говорил).


Φυτοζώησε λίγους μήνες στην Αθήνα, άνεργος, άβουλος, απροσανατόλιστος. Η πρωτεύουσα είχε αλλάξει ολότελα και στη μορφή της και στο περιεχόμενό της. Ξαναχτιζόταν για να στεγάσει πλήθη καινούργιων ανθρώπων. Ο Πέτρος Χαλκιάς δεν αναγνώριζε ούτε το περιβάλλον ούτε τα ήθη. Οι γονείς του, η αρραβωνιαστικιά του, ήταν λησμονημένοι από καιρό. Κανείς δε μιλούσε πια γι’ αυτούς.


Οι σύντροφοί του σκορπισμένοι (его товарищи, разбросанные), αρκετοί σκοτωμένοι μες στην Καταστροφή (многие убитые в Катастрофе /имеется в виду Малоазийская Катастрофа/), άλλοι φευγάτοι (другие бежавшие) χωρίς να αφήσουν διεύθυνση (не оставив адреса), στην Αμερική (в Америку), στην Αφρική (в Африку), ο Θεός ξέρει που (Бог знает куда). Μόλις έπαψε η συγκέντρωση (как только прекратилась централизация; παύω) κ’ η σχετική πειθαρχία του πολέμου (и относительная военная дисциплина), οι Έλληνες γυρνούσαν αυθόρμητα (греки стали стихийно возвращаться) στον αναρχικό και τυχοδιωκτικό προορισμό τους (к своему анархическому и авантюристскому назначению), τραβούσαν το δρόμο ο καθένας χωριστά (каждый по отдельности шел своей дорогой; τραβώ — тянуть; тащить; тащиться, идти).


Οι σύντροφοί του σκορπισμένοι, αρκετοί σκοτωμένοι μες στην Καταστροφή, άλλοι φευγάτοι χωρίς να αφήσουν διεύθυνση, στην Αμερική, στην Αφρική, ο Θεός ξέρει που. Μόλις έπαψε η συγκέντρωση κ’ η σχετική πειθαρχία του πολέμου, οι Έλληνες γυρνούσαν αυθόρμητα στον αναρχικό και τυχοδιωκτικό προορισμό τους, τραβούσαν το δρόμο ο καθένας χωριστά.


Η πατρική του περιουσία (его отцовское наследство), εγκαταλειμμένη από καιρό στην τύχη της (уже давно оставленное на произвол судьбы: «на свою судьбу»; εγκαταλείπω), δεν είχε αντέξει σε τόσες αναστατώσεις (не выдержало столько потрясений; αντέχω). Λίγα πράγματα απομένανε (мало чего: «мало вещей» осталось; απομένω), κι αυτά χαμένα (да и то затерявшееся) μες σ’ ένα αξεδιάλυτο μπέρδεμα (в полной: «неразрешимой» неразберихе) από υποθήκες (из закладных), προσημειώσεις (временных арестов имущества), κατασχέσεις (конфискаций) και αγωγές όλων των ειδών (и разнообразных исков: «исков всех видов»). Ήταν σχεδόν σα να μην έμενε τίποτα (/это/ было почти, как если бы ничего не осталось). Δουλειές υπήρχαν πολλές και ζωηρές (работы было много и /была/ /она/ оживленной), μα οι κουραμπιέδες κ’ οι απαλλαγέντες (но тыловики и освобожденные /от/ /воинской/ /службы/; ο κουραμπιές — курабье /сладость/; тыловик) κρατούσαν όλα τα πόστα (занимали: «держали» все посты; κρατώ) και θησαυρίζανε στα σίγουρα (и наживались верными способами; στα σίγουρα — точно; верно; проверено; θησαυρίζω). Δεν ήταν εύκολο (было нелегко) να πάρει σειρά ένας άνθρωπος (чтобы занял /свое/ место: «очередь» человек) που έλειπε στα μέτωπα δέκα χρόνια (который пропадал: «отсутствовал» на фронтах десять лет; λείπω).


Η πατρική του περιουσία, εγκαταλειμμένη από καιρό στην τύχη της, δεν είχε αντέξει σε τόσες αναστατώσεις. Λίγα πράγματα απομένανε, κι αυτά χαμένα μες σ’ ένα αξεδιάλυτο μπέρδεμα από υποθήκες, προσημειώσεις, κατασχέσεις και αγωγές όλων των ειδών. Ήταν σχεδόν σα να μην έμενε τίποτα. Δουλειές υπήρχαν πολλές και ζωηρές, μα οι κουραμπιέδες κ’ οι απαλλαγέντες κρατούσαν όλα τα πόστα και θησαυρίζανε στα σίγουρα. Δεν ήταν εύκολο να πάρει σειρά ένας άνθρωπος που έλειπε στα μέτωπα δέκα χρόνια.


Ο Πέτρος Χαλκιάς, σαν κατάλαβε τη θέση του (Петрос Халкиас, как только понял свое положение = в каком положении он находится), αναλογίστηκε την ηλικία του (соразмерил свой возраст; αναλογίζομαι) και αναμέτρησε τις δυνάμεις του (и взвесил свои силы; αναμετρώ). Δεν ήταν ούτε γέρος (/он/ не был ни стариком) ούτε κουρασμένος (ни уставшим). Ίσια-ίσια αισθανόταν σκληραγωγημένος (/он/ как раз чувствовал себя закаленным), δοκιμασμένος από τους δυσκολότερους αγώνες (испытанным в самых тяжелых боях), με τη ζωτικότητά του ακέρια (с нетронутой жизненной энергией = энергичный, как и прежде), ικανός να ξαναρχίσει τη ζωή (способный начать жизнь заново) και να την κερδίσει (и выиграть ее; κερδίζω) πολεμώντας μια δεύτερη φορά (начиная борьбу: «воюя» во второй раз). Μα του χρειαζόταν ένα πεδίο δράσης (но ему нужно было поле действия) πιο πλατύ από την Αθήνα (шире, чем Афины), πιο πλούσιο σε δυνατότητες (богаче возможностями) και πιο ερεθιστικό (и более возбуждающее). Μάζεψε ό, τι μπόρεσε να μαζέψει (/он/ собрал все, что смог собрать; μαζεύω) κ’ έφυγε (и уехал) χωρίς να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν (не дав никому объяснений), όπως είχαν φύγει κ’ οι άλλοι (как уехали и другие), όπου βγει η άκρη (и пусть будет, что будет: «куда выведет конец»).


Ο Πέτρος Χαλκιάς, σαν κατάλαβε τη θέση του, αναλογίστηκε την ηλικία του και αναμέτρησε τις δυνάμεις του. Δεν ήταν ούτε γέρος ούτε κουρασμένος. Ίσια-ίσια αισθανόταν σκληραγωγημένος, δοκιμασμένος από τους δυσκολότερους αγώνες, με τη ζωτικότητά του ακέρια, ικανός να ξαναρχίσει τη ζωή και να την κερδίσει πολεμώντας μια δεύτερη φορά. Μα του χρειαζόταν ένα πεδίο δράσης πιο πλατύ από την Αθήνα, πιο πλούσιο σε δυνατότητες και πιο ερεθιστικό. Μάζεψε ό, τι μπόρεσε να μαζέψει κ’ έφυγε χωρίς να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν, όπως είχαν φύγει κ’ οι άλλοι, όπου βγει η άκρη.


Στάθηκε πρώτα στο Παρίσι (сперва /он/ остановился в Париже; στέκομαι), μες στη μεγάλη και αισιόδοξη βοή (среди громкого: «большого» и оптимистичного гула) της τρίτης δεκαετίας του αιώνα (третьего десятилетия этого века), στο φρενιασμένο Παρίσι (в неистовом Париже) που ανακάλυπτε θριαμβευτικά (который триумфально открывал /для себя/; ανακαλύπτω), μ’ ένα ξεχείλισμα τρελής χαράς (во всплеске безумной радости), τους Νέγρους (негров), τους Κοζάκους (казаков), τη μοντέρνα τέχνη (современное искусство), την ηδονή της ταχύτητας (и наслаждение скоростью).


Στάθηκε πρώτα στο Παρίσι, μες στη μεγάλη και αισιόδοξη βοή της τρίτης δεκαετίας του αιώνα, στο φρενιασμένο Παρίσι που ανακάλυπτε θριαμβευτικά, μ’ ένα ξεχείλισμα τρελής χαράς, τους Νέγρους, τους Κοζάκους, τη μοντέρνα τέχνη, την ηδονή της ταχύτητας.


Ανακατώθηκε λίγο καιρό (/он/ недолго путался; ανακατώνομαι) με τις παρδαλές παρέες των Ελλήνων τυχοδιωκτών (с разношерстными: «пестрыми» компаниями греков-авантюристов; ο τυχοδιώκτης — авантюрист; η τύχη — судьба; διώκω — преследовать; гнаться), χαρτοπαικτών (картежников; ο χαρτοπαίκτης — картежник; τα χαρτιά — карты; ο παίκτης — игрок), καλλιτεχνών (людей искусства), φιλοσόφων (философов), σπουδαστών (студентов), απατεώνων (обманщиков), παλαβών (безумцев) και γνωστικών (и мудрецов), που γύρευαν φωνακλάδικα τη δόξα (которые, горланя: «горласто/крикливо», искали славы; ο φωνακλάς — крикун; φωνακλάδικα — крикливо; η φωνή — голос), τον πλούτο (богатства) και την «εντατική ζωή» (и «напряженной жизни») στο φουριόζικο στροβίλισμα (в стремительном кружении) των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων (первых послевоенных лет). Μα τελικά οι Έλληνες αυτοί δεν του άρεσαν (но во конце концов эти греки ему не понравились). Και το Παρίσι (и Париж) δεν του άρεζε να το βλέπει (ему не нравилось смотреть на него) από τα κάτω προς τα απάνω (снизу вверх). Κ’ ύστερα ήταν μαθημένος σε μια ζωή (и потом /он/ был приучен к жизни) πιο τραχιά (более грубой), πιο βαριά (более тяжелой), πιο άμεσα εντατική (более непосредственно напряженной).


Ανακατώθηκε λίγο καιρό με τις παρδαλές παρέες των Ελλήνων τυχοδιωκτών, χαρτοπαικτών, καλλιτεχνών, φιλοσόφων, σπουδαστών, απατεώνων, παλαβών και γνωστικών, που γύρευαν φωνακλάδικα τη δόξα, τον πλούτο και την «εντατική ζωή» στο φουριόζικο στροβίλισμα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Μα τελικά οι Έλληνες αυτοί δεν του άρεσαν. Και το Παρίσι δεν του άρεζε να το βλέπει από τα κάτω προς τα απάνω. Κ’ ύστερα ήταν μαθημένος σε μια ζωή πιο τραχιά, πιο βαριά, πιο άμεσα εντατική.


Κάποιο ένστικτο τον οδήγησε (какой-то инстинкт привел его; οδηγώ) στις βόρειες επαρχίες της Γαλλίας (в северные провинции Франции) και στο Βέλγιο (и в Бельгию), στις χώρες της μεγάλης βιομηχανίας (в страны с развитой: «большой» промышленностью). Εκεί ήταν περισσότερο στο στοιχείο του (там /он/ больше был в своей стихии), μες στη φωτιά (среди огня), την καπνιά (копоти) και το θόρυβο του μετάλλου (и лязга: «шума» металла), που του έδιναν ξανά την εντύπωση (которые опять давали ему ощущение) μιας αληθινής μάχης (настоящего сражения). Το βιομηχανικό τοπίο του ταίριαζε (промышленный пейзаж ему подходил; ταιριάζω) και αισθάνθηκε (и /он/ почувствовал) ότι θα κατόρθωνε να συνεννοηθεί (что смог бы договориться; κατορθώνω; συνεννοούμαι) με τους τεντωμένους αυτούς ανθρώπους (с этими напряженными людьми), που δρούσαν ακατάπαυστα (которые постоянно действовали; δρω) και μιλούσαν ελάχιστα (и очень мало разговаривали).


Κάποιο ένστικτο τον οδήγησε στις βόρειες επαρχίες της Γαλλίας και στο Βέλγιο, στις χώρες της μεγάλης βιομηχανίας. Εκεί ήταν περισσότερο στο στοιχείο του, μες στη φωτιά, την καπνιά και το θόρυβο του μετάλλου, που του έδιναν ξανά την εντύπωση μιας αληθινής μάχης. Το βιομηχανικό τοπίο του ταίριαζε και αισθάνθηκε ότι θα κατόρθωνε να συνεννοηθεί με τους τεντωμένους αυτούς ανθρώπους, που δρούσαν ακατάπαυστα και μιλούσαν ελάχιστα.


Στα 1924 άρχιζε τη δεύτερη σταδιοδρομία του (в 1924 /он/ начал свою вторую карьеру) από τους κατώτερους βαθμούς (с низших чинов), σε μια μεγάλη βιομηχανία του χάλυβα (на большом сталелитейном заводе: «на большом промышленном предприятии стали»), κοντά στα σύνορα του Βελγίου και της Γερμανίας (неподалеку от границы Бельгии и Германии).


Στα 1924 άρχιζε τη δεύτερη σταδιοδρομία του από τους κατώτερους βαθμούς, σε μια μεγάλη βιομηχανία του χάλυβα, κοντά στα σύνορα του Βελγίου και της Γερμανίας.


Μπήκε σ’ αυτό το καινούργιο καμίνι (/он/ вошел в эту новую печь) ορμητικός (стремительный), όπως και την άλλη φορά (как и в прошлый раз), αποφασισμένος να πάει (решительно настроенный идти), οπωσδήποτε, ως την άκρη του δρόμου (во что бы то ни стало, до конца пути), εξίσου άσπλαχνος με τους άλλους (одинаково безжалостный как к другим) όσο και με τον εαυτό του (так и к самому себе). Του χρειαστήκανε άλλα δέκα χρόνια (ему понадобилось еще десять лет: «другие десять лет») για να επιβληθεί (чтобы завоевать признание; επιβάλλομαι).


Μπήκε σ’ αυτό το καινούργιο καμίνι ορμητικός, όπως και την άλλη φορά, αποφασισμένος να πάει, οπωσδήποτε, ως την άκρη του δρόμου, εξίσου άσπλαχνος με τους άλλους όσο και με τον εαυτό του. Του χρειαστήκανε άλλα δέκα χρόνια για να επιβληθεί.


Σ’ όλο αυτό το διάστημα (все это время: «весь этот период»), πάλεψε με μια αναπνοή (/он/ боролся на одном дыхании; παλεύω), συγκεντρωμένος στον αγώνα του (сосредоточенный на своей борьбе; συγκεντρώνομαι), χωρίς να λυγίσει ούτε στιγμή (ни на миг не сломившийся; λυγίζω), μες στους τριγμούς των φουρνέλων (в треске топки) και στο σπινθηροβόλημα του λιωμένου μετάλλου (и в искрении расплавленного метала). Αλλά σε ηλικία περίπου σαράντα πέντε χρονών (но в возрасте примерно сорока пяти лет) ήταν πια, όπως λένε, ένας άνθρωπος (/он/ был, как говорится, человеком) που έφτασε (который состоялся: «достиг»). Κατοικούσε μόνιμα στο Παρίσι (/он/ постоянно проживал в Париже; κατοικώ) και ζούσε πλούσια (и жил богато; ζω), δουλεύοντας αδιάκοπα (работая беспрестанно; η διακοπή — перерыв; остановка; αδιάκοπα — беспрестанно; без перерыва), με την ίδια πάντα ζωτικότητα (всегда с одинаковой энергией), και κρατώντας σημαντικά βιομηχανικά πόστα (занимая важные промышленные посты; κρατώ). Η γνώμη του μετρούσε (его мнение учитывалось; μετρώ) στο ευρωπαϊκό καρτέλ του χάλυβα (в европейской сталелитейной картели) και, κατά συνέπεια (и, следовательно; η συνέπεια — следствие; последствие; κατά συνέπεια — следовательно), στην ευρωπαϊκή ζωή (в европейской жизни).


Σ’ όλο αυτό το διάστημα, πάλεψε με μια αναπνοή, συγκεντρωμένος στον αγώνα του, χωρίς να λυγίσει ούτε στιγμή, μες στους τριγμούς των φουρνέλων και στο σπινθηροβόλημα του λιωμένου μετάλλου. Αλλά σε ηλικία περίπου σαράντα πέντε χρονών ήταν πια, όπως λένε, ένας άνθρωπος που έφτασε. Κατοικούσε μόνιμα στο Παρίσι και ζούσε πλούσια, δουλεύοντας αδιάκοπα, με την ίδια πάντα ζωτικότητα, και κρατώντας σημαντικά βιομηχανικά πόστα. Η γνώμη του μετρούσε στο ευρωπαϊκό καρτέλ του χάλυβα και, κατά συνέπεια, στην ευρωπαϊκή ζωή.


Τον λογάριαζαν στα σοβαρά (с ним всерьез считались; λογαριάζω; σοβαρός — серьезный; στα σοβαρά — всерьез) και για τη δύναμή του (и из-за его влияния) και για τη φήμη του (и из-за его репутации), που ήταν φήμη κακού ανθρώπου (которая была репутацией плохого человека). Και δεν ήταν, άλλωστε, αδικαιολόγητη (впрочем, /она/ не была необоснованной), γιατί ποτέ δεν του έμεινε καιρός (потому что у него никогда не оставалось времени) να προφτάσει να αισθανθεί καλοσύνη (успеть ощутить доброту; προφτάνω) και γενναιοδωρία (и щедрость), κ’ ίσως δεν ήταν πια ικανός (и, возможно, /он/ уже был неспособен) να αισθανθεί τίποτα παρόμοιο (почувствовать что-либо подобное) ύστερα από δύο δεκαετίες (после двух десятилетий) στην πρώτη γραμμή της φωτιάς (на передовом огневом рубеже: «на первой линии огня»). Ίσια-ίσια είχε φτάσει στο σημείο (/он/ как раз дошел до того: «до точки») να μην αισθάνεται άλλη χαρά (что /он/ /уже/ не чувствовал другой радости) εξόν από την άμεση ζωική χαρά (помимо непосредственной животной радости) της μάχης (битвы), της νίκης (победы), της ατομικής του βίαιης επιβολής (своего личного грубого понуждения).


Τον λογάριαζαν στα σοβαρά και για τη δύναμή του και για τη φήμη του, που ήταν φήμη κακού ανθρώπου. Και δεν ήταν, άλλωστε, αδικαιολόγητη, γιατί ποτέ δεν του έμεινε καιρός να προφτάσει να αισθανθεί καλοσύνη και γενναιοδωρία, κ’ ίσως δεν ήταν πια ικανός να αισθανθεί τίποτα παρόμοιο ύστερα από δύο δεκαετίες στην πρώτη γραμμή της φωτιάς. Ίσια-ίσια είχε φτάσει στο σημείο να μην αισθάνεται άλλη χαρά εξόν από την άμεση ζωική χαρά της μάχης, της νίκης, της ατομικής του βίαιης επιβολής.


Το κυνήγι του έρωτα (любовная охота) τώρα του ήταν πολύ εύκολο (была для него теперь очень легкой) και για τούτο το εκτιμούσε λιγότερο (и поэтому /он/ меньше ценил ее; εκτιμώ). Δε μετρούσε καν τα θηράματα (/он/ даже не считал жертв; μετρώ). Είχε όσα ήθελε (/он/ имел, сколько хотел) και από όλες τις ράτσες (и всех пород). Το σώμα του δεν είχε χορτάσει (его тело не насытилось; χορταίνω), οι αισθήσεις του εξακολουθούσαν να είναι σχεδόν νεανικές (его ощущения продолжали быть почти что юношескими; εξακολουθώ), μα το πνεύμα του άρχιζε να αδιαφορεί (но его душа стала равнодушной: «начала быть равнодушной»; αδιαφορώ) γι’ αυτήν την υπόθεση (к этому занятию: «вопросу/делу»), που επαναλαμβανόταν ολοένα πιο μονότονα (которое повторялось все более монотонно; επαναλαμβάνομαι) μες στην ανεξάντλητη ποικιλία (в неисчерпаемом разнообразии) των γουναρικών και των αρωμάτων (шуб и духов).


Το κυνήγι του έρωτα τώρα του ήταν πολύ εύκολο και για τούτο το εκτιμούσε λιγότερο. Δε μετρούσε καν τα θηράματα. Είχε όσα ήθελε και από όλες τις ράτσες. Το σώμα του δεν είχε χορτάσει, οι αισθήσεις του εξακολουθούσαν να είναι σχεδόν νεανικές, μα το πνεύμα του άρχιζε να αδιαφορεί γι’ αυτήν την υπόθεση, που επαναλαμβανόταν ολοένα πιο μονότονα μες στην ανεξάντλητη ποικιλία των γουναρικών και των αρωμάτων.


Κάποτε, για να δοκιμάσει τον εαυτό του (иногда, чтобы испытать самого себя; δοκιμάζω), ξενυχτούσε φτωχικά ντυμένος (/он/ проводил ночи в бедняцких одеждах: «бедно одетый»; ξενυχτώ; ντύνομαι) στις απόκεντρες συνοικίες (в отдаленных кварталах) και προσπαθούσε να κατακτήσει (и пытался завоевать; προσπαθώ; κατακτώ) γυναίκες νέες και όμορφες (молодых и красивых женщин), χωρίς να δείξει (не показывая; δείχνω) πως ήταν πλούσιος (что /он/ богат) και ικανός να αγοράσει όσα-όσα την ευτυχία (и способен задешево купить счастье; αγοράζω). Συνήθως το παιχνίδι επιτύχαινε (обычно игра удавалась; επιτυχαίνω). Οι γυναίκες τον ακολουθούσαν αφιλόκερδα (женщины следовали за ним бескорыстно; ακολουθώ) οδηγημένες από κάποιο σκοτεινό (ведомые каким-то темным) μα σίγουρο ένστικτο (но верным инстинктом) προς τον άνθρωπο που είχε κάνει τη «ζωή» (к человеку, который прожил: «сделал» «жизнь»), προς τον εξασκημένο ερασιτέχνη (к искусному любителю; ο ερασιτέχνης — дилетант; любитель) που γνώριζε τα μυστικά (который знал секреты).


Κάποτε, για να δοκιμάσει τον εαυτό του, ξενυχτούσε φτωχικά ντυμένος στις απόκεντρες συνοικίες και προσπαθούσε να κατακτήσει γυναίκες νέες και όμορφες, χωρίς να δείξει πως ήταν πλούσιος και ικανός να αγοράσει όσα-όσα την ευτυχία. Συνήθως το παιχνίδι επιτύχαινε. Οι γυναίκες τον ακολουθούσαν αφιλόκερδα οδηγημένες από κάποιο σκοτεινό μα σίγουρο ένστικτο προς τον άνθρωπο που είχε κάνει τη «ζωή», προς τον εξασκημένο ερασιτέχνη που γνώριζε τα μυστικά.


Έτσι σωζόταν ο εγωισμός του (так он тешил свое самолюбие: «так оставался невредимым его эгоизм»; σώζομαι). Μα κι αυτά τα θηράματα (но и эта добыча) τα βαριόταν όσο και τα άλλα (надоедала ему так же, как и другая), μόλις το ένστικτό του είχε ικανοποιηθεί (как только удовлетворялся его инстинкт; ικανοποιούμαι). Σιγά-σιγά (постепенно) το αρπαχτικό αγρίμι (хищное животное) έπαιρνε την όψη (принимал вид) ενός μεγάλου (огромного), περιφρονητικού θηρίου (презрительного зверя), εξευγενισμένου από τα χρόνια (облагороженного годами) και την πείρα (и опытом), που δεν μπορεί να πάψει να αρπάζει (который не может перестать хватать), μα ένιωσε τη ματαιότητα (но чувствует тщетность) της κάθε αρπαγής (каждого нападения: «хватки»).


Έτσι σωζόταν ο εγωισμός του. Μα κι αυτά τα θηράματα τα βαριόταν όσο και τα άλλα, μόλις το ένστικτό του είχε ικανοποιηθεί. Σιγά-σιγά το αρπαχτικό αγρίμι έπαιρνε την όψη ενός μεγάλου, περιφρονητικού θηρίου, εξευγενισμένου από τα χρόνια και την πείρα, που δεν μπορεί να πάψει να αρπάζει, μα ένιωσε τη ματαιότητα της κάθε αρπαγής.


Μια μέρα (однажды), ενώ σχεδίαζε ένα ταξίδι στην Αθήνα (в то время, как /он/ планировал поездку в Афины; σχεδιάζω), ξαναθυμήθηκε έξαφνα την αυστριακή λίμνη (/он/ вспомнил внезапно австрийское озеро; ξαναθυμάμαι) και την μυστηριακή της γοητεία (и его таинственное очарование). Ίσως η προσδοκία του ταξιδιού στην πατρίδα (возможно, ожидание поездки на родину), αναμοχλεύοντας μέσα του τις παιδικές του αναμνήσεις (поднявшее в нем детские воспоминания; αναμοχλεύω — поднимать рычагом; вынимать; ο μοχλός — рычаг) να ξύπνησε απότομα (пробудило внезапно; ξυπνώ) κι αυτήν τη μακρινή παιδική συγκίνηση (и это далекое детское переживание), που την είχε σκεπάσει (которое было покрыто; σκεπάζω), όλα αυτά τα χρόνια (все эти годы), η βαριά πείρα της αντρικής του ζωής (тяжелым опытом его зрелой: «мужской» жизни).


Μια μέρα, ενώ σχεδίαζε ένα ταξίδι στην Αθήνα, ξαναθυμήθηκε έξαφνα την αυστριακή λίμνη και την μυστηριακή της γοητεία. Ίσως η προσδοκία του ταξιδιού στην πατρίδα, αναμοχλεύοντας μέσα του τις παιδικές του αναμνήσεις να ξύπνησε απότομα κι αυτήν τη μακρινή παιδική συγκίνηση, που την είχε σκεπάσει, όλα αυτά τα χρόνια, η βαριά πείρα της αντρικής του ζωής.


Η λίμνη, ξεχασμένη ολότελα (озеро, полностью забытое) μαζί με αμέτρητες άλλες μορφές (вместе с другими бесчисленными образами) που είχε κυλήσει το ρεύμα της λήθης (которые увлек поток забвения; κυλώ; το ρεύμα — течение; поток), ανέβηκε αβίαστα στη συνείδησή του (поднялось невредимое в его сознании), σα να ήταν χτες (словно /это/ было вчера), αγνή και ολόδροση (девственное и прохладное) όπως τη πρώτη φορά (как в первый раз) που την είχε δει (когда /он/ его увидел), ονειρεμένη και ακατανίκητη (сказочно прекрасное и непобедимое) σαν ένα τραγούδι σειρήνων (словно пение сирен).


Η λίμνη, ξεχασμένη ολότελα μαζί με αμέτρητες άλλες μορφές που είχε κυλήσει το ρεύμα της λήθης, ανέβηκε αβίαστα στη συνείδησή του, σα να ήταν χτες, αγνή και ολόδροση όπως τη πρώτη φορά που την είχε δει, ονειρεμένη και ακατανίκητη σαν ένα τραγούδι σειρήνων.


Και πάλι, όπως την άλλη φορά (и опять, как и в прошлый раз), δεν καταλάβαινε (/он/ не понимал) τι του συνέβαινε (что с ним происходит; συμβαίνω). Ούτε έμοιαζε τούτο το αίσθημα με τίποτα (да и не походило это чувство ни на что) από όσα αισθάνθηκε ποτέ (из того, что /он/ когда-либо чувствовал), ούτε είχε καμιά σχέση (и не имело никакого отношения) με τα πάθη και τις λαχτάρες (к страстям и нетерпеливым желаниям) που τον είχαν κυβερνήσει ως τότε (которые им до этого управляли; κυβερνώ).


Και πάλι, όπως την άλλη φορά, δεν καταλάβαινε τι του συνέβαινε. Ούτε έμοιαζε τούτο το αίσθημα με τίποτα από όσα αισθάνθηκε ποτέ, ούτε είχε καμιά σχέση με τα πάθη και τις λαχτάρες που τον είχαν κυβερνήσει ως τότε.


Ήταν μια άλλη πραγματικότητα (/это/ была другая реальность), ένας χαιρετισμός ή μια απειλή (приветствие или угроза) που ερχόταν από έναν άλλο κόσμο (которая исходила из другого мира). Ένα φάντασμα (призрак), γεννημένο μες στις παιδικές του νύχτες (рожденный среди его детских ночей), μες στις πρώτες ανατριχίλες (в первом трепете) της παιδικής του ψυχής (детской души), διαλυμένο στο πέρασμα του καιρού (рассеявшийся по прошествии времени; διαλύομαι), ξανάπαιρνε μορφή και γυρνούσε (вновь принимал форму и возвращался; ξαναπαίρνω; γυρνώ), απροσδόκητο και ακατανόητο (нежданный и непонятный) στη ζωή (в жизнь).


Ήταν μια άλλη πραγματικότητα, ένας χαιρετισμός ή μια απειλή που ερχόταν από έναν άλλο κόσμο. Ένα φάντασμα, γεννημένο μες στις παιδικές του νύχτες, μες στις πρώτες ανατριχίλες της παιδικής του ψυχής, διαλυμένο στο πέρασμα του καιρού, ξανάπαιρνε μορφή και γυρνούσε, απροσδόκητο και ακατανόητο στη ζωή.


Μηχανικά ο Πέτρος Χαλκιάς άνοιξε (Петрос Халкиас механически открыл) ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό (энциклопедический словарь), βρήκε το όνομα της λίμνης (нашел название озера) και της πιο κοντινής πόλης (и ближайшего города). Μηχανικά φυλλομέτρησε (механически полистал; φυλλομετρώ) κ’ ένα σιδηροδρομικό οδηγό (железнодорожный справочник). Δεν υπήρχε γραμμή κατ’ ευθείαν (не существовало прямого сообщения) από το Παρίσι ως εκεί (из Парижа дотуда). Η πόλη και η λίμνη (город и озеро) δεν είχαν καμιά φήμη (не имели никакой славы), ούτε καν τουριστική (даже туристической).


Μηχανικά ο Πέτρος Χαλκιάς άνοιξε ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό, βρήκε το όνομα της λίμνης και της πιο κοντινής πόλης. Μηχανικά φυλλομέτρησε κ’ ένα σιδηροδρομικό οδηγό. Δεν υπήρχε γραμμή κατ’ ευθείαν από το Παρίσι ως εκεί. Η πόλη και η λίμνη δεν είχαν καμιά φήμη, ούτε καν τουριστική.


Ακούμπησε πίσω το κεφάλι του (/он/ откинул назад голову; ακουμπώ), ξεχάστηκε μια στιγμή (забылся на миг) κοιτάζοντας τον καπνό του τσιγάρου του (глядя на дым от своей сигареты), χάιδεψε τα γκρίζα του μαλλιά (пригладил свои седые: «серые» волосы; χαϊδεύω). Ξεχώριζε τώρα στην όχθη της λίμνης (теперь /он/ различал на берегу озера; ξεχωρίζω) μια πανύψηλη σειρά μαύρα κυπαρίσσια (высокую череду черных кипарисов). Ξαναείδε τον εαυτό του αγόρι (/он/ опять увидел себя мальчиком) με κοντά παντελόνια (в коротких штанах), σιωπηλό (молчаливым), ντροπαλό (стеснительным) και φοβισμένο (и напуганным), και αισθάνθηκε ξαφνικά (и внезапно почувствовал) πως αγαπούσε παράφορα (что безумно любил) τον πεθαμένο αυτόν έφηβο του παλιού καιρού (этого умершего мальчика старого времени). Τα κυπαρίσσια αργοκουνιόνταν (кипарисы медленно покачивались; αργός — медленный; κουνιέμαι — качаться) μες στη διάφανη ομίχλη (в прозрачном тумане) των νερών και του χρόνου (воды и времени). Το αγόρι κοίταζε εκστατικά (мальчик смотрел восторженно), με δακρυσμένα μάτια (глазами полными слез).


Ακούμπησε πίσω το κεφάλι του, ξεχάστηκε μια στιγμή κοιτάζοντας τον καπνό του τσιγάρου του, χάιδεψε τα γκρίζα του μαλλιά. Ξεχώριζε τώρα στην όχθη της λίμνης μια πανύψηλη σειρά μαύρα κυπαρίσσια. Ξαναείδε τον εαυτό του αγόρι με κοντά παντελόνια, σιωπηλό, ντροπαλό και φοβισμένο, και αισθάνθηκε ξαφνικά πως αγαπούσε παράφορα τον πεθαμένο αυτόν έφηβο του παλιού καιρού. Τα κυπαρίσσια αργοκουνιόνταν μες στη διάφανη ομίχλη των νερών και του χρόνου. Το αγόρι κοίταζε εκστατικά, με δακρυσμένα μάτια.


Ο Πέτρος Χαλκιάς σηκώθηκε απότομα (Петрос Халкиас резко встал; σηκώνομαι), πέταξε το τσιγάρο του (выбросил сигарету; πετάω). «Τρυφερότητες (нежности)!» μουρμούρισε κοροϊδευτικά (пробормотал /он/ насмешливо; μουρμουρίζω) και γέλασε (и засмеялся; γελάω). Πήρε το τηλέφωνο (/он/ взял телефон) και έδωσε διαταγές (и дал указания) για να ξεσπάσει (чтобы выместить злобу: «сорваться»; ξεσπώ). Λίγες μέρες αργότερα (несколькими днями позже), ενώ κατέβαινε στην Αθήνα (когда /он/ направлялся: «спускался» в Афины), στάθηκε στη Βιέννη (/он/ остановился в Вене). Η λίμνη δεν ήταν μακριά (озеро было недалеко).


Ο Πέτρος Χαλκιάς σηκώθηκε απότομα, πέταξε το τσιγάρο του. «Τρυφερότητες!» μουρμούρισε κοροϊδευτικά και γέλασε. Πήρε το τηλέφωνο και έδωσε διαταγές για να ξεσπάσει. Λίγες μέρες αργότερα, ενώ κατέβαινε στην Αθήνα, στάθηκε στη Βιέννη. Η λίμνη δεν ήταν μακριά.


Ένα τοπικό τρένο (местный поезд) τον πήγε σιγά-σιγά ως εκεί (потихоньку довез его дотуда). Έφτασε λίγο μετά το μεσημέρι (/он/ прибыл туда немного позже полудня) και μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο (и вошел в какую-то гостиницу) να αφήσει τα πράγματά του (чтобы оставить свои вещи) και να ξεκουραστεί (и отдохнуть; ξεκουράζομαι). Θα ξαναέφευγε το ίδιο κιόλας βράδυ (он /должен был/ уехать в тот же самый вечер).


Ένα τοπικό τρένο τον πήγε σιγά-σιγά ως εκεί. Έφτασε λίγο μετά το μεσημέρι και μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο να αφήσει τα πράγματά του και να ξεκουραστεί. Θα ξαναέφευγε το ίδιο κιόλας βράδυ.


Το παλιό ξενοδοχείο (старой гостиницы), όπου είχε μείνει άλλοτε με τους γονείς του (где /он/ остановился в прошлый раз со своими родителями), δεν υπήρχε πια (больше не существовало). Μα και το τωρινό του ξενοδοχείο (но и его нынешняя гостиница), χτισμένο πολύ κοντά στη θέση του παλιού (построенная очень близко к месту старой; χτίζω) έβλεπε προς τα νερά (выходила: «смотрела» на воду).


Το παλιό ξενοδοχείο, όπου είχε μείνει άλλοτε με τους γονείς του, δεν υπήρχε πια. Μα και το τωρινό του ξενοδοχείο, χτισμένο πολύ κοντά στη θέση του παλιού έβλεπε προς τα νερά.


Ο Πέτρος Χαλκιάς βγήκε στο μπαλκόνι (Петрос Халкиас вышел на балкон), κοίταξε προσεκτικά (внимательно посмотрел), προσπαθώντας να καταλάβει (стараясь понять; προσπαθώ) τι τον είχε συγκινήσει τόσο έντονα άλλοτε (что его в прошлый раз так сильно взволновало; συγκινώ). Είδε μια λίμνη (/он/ увидел озеро) περίπου σαν όλες τις λίμνες των Άλπεων (примерно такое же, как и все озера в Альпах), από τις πιο μικρές και πιο ερημικές (из самых маленьких и самых пустынных). Τα βουνά της (его горы), τα δάση της (его леса), τα χρώματά της (его цвета) δεν είχαν τίποτα το ιδιαίτερο (не имели ничего особенного). Τουναντίον (наоборот) αποτελούσαν μια εικόνα αρκετά κοινή (/они/ складывались: «составляли» в довольно банальную картину), απ’ αυτές που έχουν διαδώσει (из тех, которые распространялись; διαδίδω) τα επιστολικά δελτάρια (на почтовых открытках; η επιστολή — письмо; το επιστολικό δελτάριο — почтовая открытка) σε αναρίθμητες εκδόσεις (в бесчисленных изданиях).


Ο Πέτρος Χαλκιάς βγήκε στο μπαλκόνι, κοίταξε προσεκτικά, προσπαθώντας να καταλάβει τι τον είχε συγκινήσει τόσο έντονα άλλοτε. Είδε μια λίμνη περίπου σαν όλες τις λίμνες των Άλπεων, από τις πιο μικρές και πιο ερημικές. Τα βουνά της, τα δάση της, τα χρώματά της δεν είχαν τίποτα το ιδιαίτερο. Τουναντίον αποτελούσαν μια εικόνα αρκετά κοινή, απ’ αυτές που έχουν διαδώσει τα επιστολικά δελτάρια σε αναρίθμητες εκδόσεις.


Κάποιο ραδιόφωνο (какое-то радио), που έπαιζε διακριτικά (которое негромко играло) στο χολ του ξενοδοχείου ένα βαλς (вальс в гостиничном холе), έδινε ελαφρότατα (придавало самую малость) σ’ αυτό το τοπίο της Κεντρικής Ευρώπης (этому месту в центральной Европе) το ύφος μιας σκηνογραφίας οπερέτας (вид опереточной декорации). Ο Πέτρος Χαλκιάς άφησε μερικές στιγμές το πνεύμα του (Петрос Халкиас на несколько минут позволил своей душе) να λικνίζεται στον εύκολο και αισιόδοξο αυτό σκοπό (покружится в легком и веселом: «оптимистическом» мотиве; λικνίζομαι). Οι συγκινήσεις του (его волнения), οι «τρυφερότητες» (нежности), ξεθυμαίνανε (испарялись; ξεθυμαίνω). Το φάντασμα ευτυχώς (призрак, к счастью) διαλυόταν μοναχό του (растворялся сам по себе).


Κάποιο ραδιόφωνο, που έπαιζε διακριτικά στο χολ του ξενοδοχείου ένα βαλς, έδινε ελαφρότατα σ’ αυτό το τοπίο της Κεντρικής Ευρώπης το ύφος μιας σκηνογραφίας οπερέτας. Ο Πέτρος Χαλκιάς άφησε μερικές στιγμές το πνεύμα του να λικνίζεται στον εύκολο και αισιόδοξο αυτό σκοπό. Οι συγκινήσεις του, οι «τρυφερότητες», ξεθυμαίνανε. Το φάντασμα ευτυχώς διαλυόταν μοναχό του.


Όλη αυτή η ανησυχία (все то беспокойство), που του είχε δώσει τις τελευταίες μέρες (которое ему приносило: «давало» в последние дни) η ανάμνηση της λίμνης (воспоминание об озере), δεν ήταν, ως φαίνεται, άλλο τίποτα (было, как кажется, не чем иным) παρά η εκδήλωση (как выражением) μιας μικρής και περαστικής ψυχικής κόπωσης (небольшого и проходящего душевного переутомления). Η αλλαγή του αέρα (смена воздуха) ήδη τον ωφελούσε (уже начинала идти ему на пользу; ωφελώ), τον ξαλάφρωνε από περιττούς ρεμβασμούς (избавляло его от лишних размышлений; ξαλαφρώνω — облегчать; избавлять). Όταν όμως βγήκε από το ξενοδοχείο (однако когда /он/ вышел из гостиницы) και βάδισε αυθόρμητα προς τα κυπαρίσσια (и непроизвольно отправился к кипарисам; βαδίζω), αισθάνθηκε αμέσως (/он/ тотчас почувствовал) πως δεν είχε ξοφλήσει εντελώς (что /он/ не до конца еще покончил; /ε/ξοφλώ — гасить; оплачивать; покончить) μ’ αυτήν την υπόθεση (с эти делом), πως η λίμνη των παιδικών του ονείρων (что озеро из его детских снов) του έκρυβε κάτι (что-то от него таило), του προετοίμαζε ίσως κάτι (что-то ему готовило; προετοιμάζω).


Όλη αυτή η ανησυχία, που του είχε δώσει τις τελευταίες μέρες η ανάμνηση της λίμνης, δεν ήταν, ως φαίνεται, άλλο τίποτα παρά η εκδήλωση μιας μικρής και περαστικής ψυχικής κόπωσης. Η αλλαγή του αέρα ήδη τον ωφελούσε, τον ξαλάφρωνε από περιττούς ρεμβασμούς. Όταν όμως βγήκε από το ξενοδοχείο και βάδισε αυθόρμητα προς τα κυπαρίσσια, αισθάνθηκε αμέσως πως δεν είχε ξοφλήσει εντελώς μ’ αυτήν την υπόθεση, πως η λίμνη των παιδικών του ονείρων του έκρυβε κάτι, του προετοίμαζε ίσως κάτι.


Πράγματι (в самом деле), σε λίγο του φάνηκε (вскоре ему показалось) πως κάποιος τον περίμενε (что кто-то ждет его) στην όχθη της λίμνης (на берегу озера), κάτω από τα κυπαρίσσια (под кипарисами). Μια νέα γυναίκα (молодая женщина) είχε ακουμπήσει στον κορμό ενός δέντρου (прислонилась к стволу дерева; ακουμπώ) κ είχε ξεχαστεί (и забылась; ξεχνιέμαι) κοιτάζοντας τα γαλήνια νερά (глядя на спокойные воды). Ήταν ντυμένη απλά (/она/ была просто одета) και δεν φορούσε καπέλο (и не носила шляпки). Ο Πέτρος Χαλκιάς, από μακριά που την είδε (Петрос Халкиас, который увидел ее издалека), αν και δεν μπορούσε ακόμα να διακρίνει (хотя еще не мог различить) τα χαρακτηριστικά της (ее черты) και το ύφος της (и вид), αισθάνθηκε ένα προμήνυμα (почувствовал предзнаменование) ομορφιάς (красоты), γλύκας (сладости) και πόνου (и боли).


Πράγματι, σε λίγο του φάνηκε πως κάποιος τον περίμενε στην όχθη της λίμνης, κάτω από τα κυπαρίσσια. Μια νέα γυναίκα είχε ακουμπήσει στον κορμό ενός δέντρου κ είχε ξεχαστεί κοιτάζοντας τα γαλήνια νερά. Ήταν ντυμένη απλά και δεν φορούσε καπέλο. Ο Πέτρος Χαλκιάς, από μακριά που την είδε, αν και δεν μπορούσε ακόμα να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της και το ύφος της, αισθάνθηκε ένα προμήνυμα ομορφιάς, γλύκας και πόνου.


Το τοπίο (место), σα να προσδοκούσε την κατάλληλη στιγμή (словно бы ожидало подходящего момента; προσδοκώ) για να του φανερώσει την αληθινή μορφή του (чтобы открыть ему свой истинный образ; φανερώνω), άλλαζε πάλι μέσα του και γύρω του μονομιάς (опять моментально менялось внутри него и снаружи), εξαϋλωνόταν πιο μαγικό από πάντα (становилось нематериальным и более волшебным, чем всегда; εξαϋλώνομαι — становиться нематериальным; η ύλη — материал), τον τύλιγε στα κύματα (окатывало его волнами: «заворачивало в волны»; τυλίγω) μιας ανέκφραστης (невыразимой; εκφράζω — выражать; ανέκφραστος — невыразимый), σιωπηλής μουσικής (тихой музыки), που άγγιζε οδυνηρά (которая печально затрагивала; αγγίζω) τις πιο μυστικές χορδές της ψυχής του (самые потаенные струны его души), τα πιο ευαίσθητα σημεία της ύπαρξής του (самые чувствительные ноты: «места» его существования). Ξαναγινόταν αγόρι (/он/ вновь становился мальчиком), άφθαρτο (неиспорченным), αγνό (невинным), ονειροπαρμένο (мечтательным; το όνειρο — сон; мечта; παίρνω — забирать; ονειροπαρμένος — мечтательный). Προχώρησε (/он/ прошел вперед; προχωρώ), κατακτημένος από πριν (заранее покоренный; κατακτώ) και χωρίς να το ξέρει (не зная об этом), φοβισμένος για πρώτη φορά (в первый раз напуганный) από την παρουσία της γυναίκας (присутствием женщины).


Το τοπίο, σα να προσδοκούσε την κατάλληλη στιγμή για να του φανερώσει την αληθινή μορφή του, άλλαζε πάλι μέσα του και γύρω του μονομιάς, εξαϋλωνόταν πιο μαγικό από πάντα, τον τύλιγε στα κύματα μιας ανέκφραστης, σιωπηλής μουσικής, που άγγιζε οδυνηρά τις πιο μυστικές χορδές της ψυχής του, τα πιο ευαίσθητα σημεία της ύπαρξής του. Ξαναγινόταν αγόρι, άφθαρτο, αγνό, ονειροπαρμένο. Προχώρησε, κατακτημένος από τα πριν και χωρίς να το ξέρει, φοβισμένος για πρώτη φορά από την παρουσία της γυναίκας.


Εκείνη, σαν άκουσε το βήμα του (она, как только услышала его шаги), στράφηκε (повернулась; στρέφομαι) και τον κοίταξε με περιέργεια (и посмотрела на него с любопытством). Θα ήταν καμιά δεκαπενταριά χρόνια νεώτερη του (/она/ была на лет пятнадцать моложе его), δροσερή ακόμα (еще свежая), αν και λίγο κουρασμένη (хоть и немного усталая). Το βλέμμα της ήταν βαρύ (ее взгляд был тяжелым) από ανεκπλήρωτα όνειρα (из-за неосуществленных мечтаний) και άγνωστες λύπες (и неизвестных печалей), αλλά μαζί και παιχνιδιάρικο (но вместе с тем и игривым), ίσως εξαιτίας της ξαφνικής παρουσίας του (возможно, из-за его внезапного присутствия), που έμοιαζε (которое, казалось) ότι την παραξένευε και τη διασκέδαζε (удивляло и развлекало ее; παραξενεύω).


Εκείνη, σαν άκουσε το βήμα του, στράφηκε και τον κοίταξε με περιέργεια. Θα ήταν καμιά δεκαπενταριά χρόνια νεώτερη του, δροσερή ακόμα, αν και λίγο κουρασμένη. Το βλέμμα της ήταν βαρύ από ανεκπλήρωτα όνειρα και άγνωστες λύπες, αλλά μαζί και παιχνιδιάρικο, ίσως εξαιτίας της ξαφνικής παρουσίας του, που έμοιαζε ότι την παραξένευε και τη διασκέδαζε.


Ο Πέτρος Χαλκιάς την κοίταξε σιωπηλά (Петрос Халкиас молча посмотрел на нее), άβουλος και αδέξιος (нерешительный и неуклюжий) σαν παιδί (словно ребенок). Του φάνηκε (ему показалось) πως την ήξερε (что /он/ ее знал). Του φάνηκε (ему показалось) κι ανατρίχιασε για μια στιγμή (и на миг /он/ содрогнулся; ανατριχιάζω) πως ξαναέβλεπε (что /он/ вновь видел) μια γνώριμή του (одну свою знакомую) και πολύ αγαπημένη νεκρή (и очень любимую умершую).


Ο Πέτρος Χαλκιάς την κοίταξε σιωπηλά, άβουλος και αδέξιος σαν παιδί. Του φάνηκε πως την ήξερε. Του φάνηκε (κι ανατρίχιασε για μια στιγμή) πως ξαναέβλεπε μια γνώριμή του και πολύ αγαπημένη νεκρή.


Μα δεν ήταν (но /это/ не была) η κόρη της Αθήνας (ни афинская дева) ούτε η Ρωσίδα (ни русская) ούτε η Τουρκάλα του Ουσάκ (ни турчанка из Ушака), ούτε καμιά από όλες αυτές (ни одна из всех тех) που είχαν γεμίσει (что заполнили; γεμίζω) με το πολύμορφο και πολύγλωσσο πλήθος τους (своей многообразной и многоязычной толпой) τη ζωή του (его жизнь). Ήταν άλλη (/она/ была другой). Ήταν ίσως όλες αυτές μαζί (возможно, /она/ была всеми ими вместе /взятыми/) και κάτι αλλιώτικο συνάμα (и одновременно чем-то иным).

— Νομίζω, μουρμούρισε (думаю, — пробормотал /он/; μουρμουρίζω), πως ειδωθήκαμε κάποτε (что /мы/ уже когда-то встречались; βλέπομαι)


Μα δεν ήταν η κόρη της Αθήνας ούτε η Ρωσίδα ούτε η Τουρκάλα του Ουσάκ, ούτε καμιά από όλες αυτές που είχαν γεμίσει με το πολύμορφο και πολύγλωσσο πλήθος τους τη ζωή του. Ήταν άλλη. Ήταν ίσως όλες αυτές μαζί και κάτι αλλιώτικο συνάμα.

— Νομίζω, μουρμούρισε, πως ειδωθήκαμε κάποτε.


Δεν το πίστευε, ωστόσο (впрочем, /он/ не верил /в/ /то/), πως την είχε ξαναδεί (что уже ее встречал). Αυτήν τη φράση (эту фразу) την είχε χρησιμοποιήσει μερικές φορές (/он/ иногда использовал; χρησιμοποιώ) για να πιάσει γνωριμία (чтобы познакомиться: «схватывать знакомство»; πιάνω γνωριμία — знакомиться) με γυναίκες άγνωστες (с незнакомыми женщинами), που έμοιαζαν ότι εννοούσαν (которые, казалось, собирались: «подразумевали»; εννοώ) να κρατούν τα προσχήματα (соблюдать: «держать» условности). Τώρα που δεν εύρισκε (теперь, когда /он/ не находил) τι να πει (что сказать), η τυπική αυτή και κούφια φράση (эта стандартная и пустая фраза) ερχόταν αυθόρμητα να τον βοηθήσει (непроизвольно пришла ему на помощь: «чтобы ему помочь»).

— Δε θυμούμαι (не припоминаю), αποκρίθηκε εκείνη (ответила она; αποκρίνομαι).


Δεν το πίστευε, ωστόσο, πως την είχε ξαναδεί. Αυτήν τη φράση την είχε χρησιμοποιήσει μερικές φορές για να πιάσει γνωριμία με γυναίκες άγνωστες, που έμοιαζαν ότι εννοούσαν να κρατούν τα προσχήματα. Τώρα που δεν εύρισκε τι να πει, η τυπική αυτή και κούφια φράση ερχόταν αυθόρμητα να τον βοηθήσει.

— Δε θυμούμαι, αποκρίθηκε εκείνη.


Μα το ύφος της (но ее вид) δεν τον έδιωχνε (не прогонял его; διώχνω), χωρίς να του υπόσχεται και τίποτα (ничего при этом не обещая). Το ύφος της (ее вид) του έδινε την άδεια (давал ему разрешение = своим видом /она/ разрешала ему) να μένει κοντά της (остаться рядом с ней) αν δεν βαριόταν (если ему не было скучно; βαριέμαι), αν δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει (и если ему нечего было больше: «лучше» делать). Έμεινε (/он/ остался) και σιγά-σιγά βρήκαν θέματα συνομιλίας (и постепенно /они/ нашли темы для разговора).


Μα το ύφος της δεν τον έδιωχνε, χωρίς να του υπόσχεται και τίποτα. Το ύφος της του έδινε την άδεια να μένει κοντά της αν δεν βαριόταν, αν δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει. Έμεινε και σιγά-σιγά βρήκαν θέματα συνομιλίας.


Περπάτησαν λίγη ώρα μαζί (некоторое время /они/ шли вместе; περπατώ), στην όχθη (по берегу), κουβεντιάζοντας σιγανά (негромко разговаривая) για πράγματα αδιάφορα (об отвлеченных: «безразличных» вещах). Κατόπι εκείνη άρχισε να μιλά (потом она стала рассказывать) για την παιδική της ηλικία (о своем детстве: «детском возрасте»). Είχε γεννηθεί εκεί κοντά (/она/ родилась там неподалеку; γεννιέμαι), στην μικρή πόλη (в маленьком городе) που απείχε μισή ώρα με το τρένο (который находился в получасе /езды/ на поезде; απέχω — отстоять; находится на расстоянии), κ’ οι γονείς της την έφερναν τακτικά στη λίμνη (и ее родители регулярно привозили ее на озеро) κάθε καλοκαίρι (каждое лето). Από πολύ μικρή (с малых лет) είχε αγαπήσει αυτό το τοπίο (/она/ полюбила этот пейзаж) και της άρεζε (и ей нравилось) να πλανιέται μόνη στις όχθες (бродить по берегам в одиночестве: «одной»; πλανιέμαι) και να τραγουδά (и петь). Η ηχώ της λίμνης (озерное эхо) αποκρινόταν στο τραγούδι της (отвечало на ее пение; αποκρίνομαι) και της φαινόταν τότε (и тогда ей казалось) πως δεν ήταν μόνη (что /она/ была не одна), πως κάποιος καταλάβαινε την αγάπη της (что кто-то понимал ее любовь).


Περπάτησαν λίγη ώρα μαζί, στην όχθη, κουβεντιάζοντας σιγανά για πράγματα αδιάφορα. Κατόπι εκείνη άρχισε να μιλά για την παιδική της ηλικία. Είχε γεννηθεί εκεί κοντά, στην μικρή πόλη που απείχε μισή ώρα με το τρένο, κ’ οι γονείς της την έφερναν τακτικά στη λίμνη κάθε καλοκαίρι. Από πολύ μικρή είχε αγαπήσει αυτό το τοπίο και της άρεζε να πλανιέται μόνη στις όχθες και να τραγουδά. Η ηχώ της λίμνης αποκρινόταν στο τραγούδι της και της φαινόταν τότε πως δεν ήταν μόνη, πως κάποιος καταλάβαινε την αγάπη της.


Μα κάποτε (но иногда), τα βράδια ιδίως (особенно, по вечерам), και μάλιστα όταν είχε ομίχλη (и, конечно, когда был туман), η φωνή της λίμνης (голос озера) ηχούσε τόσο παράξενα (звучал так странно; ηχώ), τόσο αλλιώτικη (так непохоже) από τη φωνή των ανθρώπων (на человеческий голос), που την έπιανε φόβος (что ее охватывал страх; πιάνω) κ’ έφευγε τρέχοντας (и /она/ быстро убегала: «убегала, бежа»; φεύγω; τρέχω) προς τις κατοικίες (к домам). Τη νύχτα (ночью) έβλεπε στον ύπνο της (/она/ видела во сне) μια πράσινη μάγισσα (зеленую колдунью), ωραιότατη και κακιά (очень красивую и злую), που την κοίταζε παράξενα (которая странно смотрела на нее) μες από την ομίχλη (из тумана), σα να την προσκαλούσε (словно бы звала ее: «приглашала»; προσκαλώ).


Μα κάποτε, τα βράδια ιδίως, και μάλιστα όταν είχε ομίχλη, η φωνή της λίμνης ηχούσε τόσο παράξενα, τόσο αλλιώτικη από τη φωνή των ανθρώπων, που την έπιανε φόβος κ’ έφευγε τρέχοντας προς τις κατοικίες. Τη νύχτα έβλεπε στον ύπνο της μια πράσινη μάγισσα, ωραιότατη και κακιά, που την κοίταζε παράξενα μες από την ομίχλη, σα να την προσκαλούσε.


Ύστερα παντρεύτηκε (потом /она/ вышла замуж; παντρεύομαι) και δεν είχε πια όρεξη για να τραγουδήσει (и у нее больше не было желания: «аппетита» петь). Ούτε ξαναείδε την πράσινη μάγισσα (да и зеленой колдуньи /она/ больше не видела). Μα της άρεζε πάντα (но ей всегда нравилось) να πλανιέται κοντά στη λίμνη (бродить рядом с озером) και να συλλογίζεται τα παιδικά της χρόνια (и думать о детских годах; συλλογίζομαι).


Ύστερα παντρεύτηκε και δεν είχε πια όρεξη για να τραγουδήσει. Ούτε ξαναείδε την πράσινη μάγισσα. Μα της άρεζε πάντα να πλανιέται κοντά στη λίμνη και να συλλογίζεται τα παιδικά της χρόνια.


Περπατώντας έφτασαν σε μια γέφυρα (гуляя, /они/ дошли до моста; περπατώ), σ’ ένα μικρό στόμιο της λίμνης (у маленького устья озера), όπου άρχιζε ένα στενό και βαθύ ποτάμι (откуда начиналась узкая и глубокая река). Ακούμπησαν στο κιγκλίδωμα (/они/ облокотились на перила; ακουμπώ). Ο Πέτρος Χαλκιάς πρόσφερε μηχανικά ένα τσιγάρο (Петрос Халкиас механически предложил сигарету; προσφέρω) στην άγνωστη (незнакомке).


Περπατώντας έφτασαν σε μια γέφυρα, σ’ ένα μικρό στόμιο της λίμνης, όπου άρχιζε ένα στενό και βαθύ ποτάμι. Ακούμπησαν στο κιγκλίδωμα. Ο Πέτρος Χαλκιάς πρόσφερε μηχανικά ένα τσιγάρο στην άγνωστη.


Η αυτόματη αυτή κίνηση του (это механическое движение) ήταν συνήθως πολύ συνειδητή (обычно было совершенно осознанным), γιατί είχε μάθει (потому что /он/ научился) — κι ο ίδιος δε θα μπορούσε να εξηγήσει πως (/он/ и сам не мог объяснить как; εξηγώ) — να μαντεύει (угадывать) αν μια γυναίκα παραδινόταν (отдастся ли ему женщина; παραδίνομαι) εύκολα ή δύσκολα (легко или тяжело), θερμά ή ψυχρά (горячо или равнодушно: «холодно»), από τον τρόπο που δεχόταν (по тому, как: «по способу, которым» /она/ принимала; δέχομαι) την προσφορά του πρώτου τσιγάρου (предложенную первую сигарету: «предложение первой сигареты»). Ήταν ένα από τα μυστικά (это было одним из секретов) της ερωτικής τακτικής του (его любовной тактики).


Η αυτόματη αυτή κίνηση του ήταν συνήθως πολύ συνειδητή, γιατί είχε μάθει — κι ο ίδιος δε θα μπορούσε να εξηγήσει πως — να μαντεύει αν μια γυναίκα παραδινόταν εύκολα ή δύσκολα, θερμά ή ψυχρά, από τον τρόπο που δεχόταν την προσφορά του πρώτου τσιγάρου. Ήταν ένα από τα μυστικά της ερωτικής τακτικής του.


Μα εκεί, εμπρός στη λίμνη (но там, перед озером), η τακτική του είχε ατονήσει ολότελα (его тактика потеряла силу; ατονώ) και δεν συλλογιζόταν πια τίποτα από όλα αυτά (и /он/ более ни о чем из всего этого не думал; συλλογίζομαι). Το πνεύμα του είχε χαθεί (его душа затерялась; χάνομαι) σε πράσινα οράματα (в зеленых видениях), εξωτικά και συγκεχυμένα (экзотических и запутанных).


Μα εκεί, εμπρός στη λίμνη, η τακτική του είχε ατονήσει ολότελα και δεν συλλογιζόταν πια τίποτα από όλα αυτά. Το πνεύμα του είχε χαθεί σε πράσινα οράματα, εξωτικά και συγκεχυμένα.


Εκείνη κάπνισε αφαιρεμένη (/она/ рассеянно курила; καπνίζω).

— Δεν ξέρω (я не знаю), είπε (сказала /она/), γιατί σας μιλώ τόσο πολύ για τον εαυτό μου (почему /я/ вам так много о себе рассказываю).

— Κ’ εγώ αγαπώ αυτήν τη λίμνη (и я люблю это озеро), αποκρίθηκε ο Πέτρος Χαλκιάς (ответил Петрос Халкиас; αποκρίνομαι).

— Έχετε ξανάρθει (/вы/ уже приезжали /сюда/?; ξαναέρχομαι — приезжать вновь; ξανά — вновь; опять);

— Ναι, πριν από πολλά χρόνια (да, много лет назад). Υποθέτω προτού γεννηθείτε (полагаю, до того, как /вы/ родились; γεννιέμαι). Ήμουν παιδί (/я/ был ребенком)…


Εκείνη κάπνισε αφαιρεμένη.

— Δεν ξέρω, είπε, γιατί σας μιλώ τόσο πολύ για τον εαυτό μου.

— Κ’ εγώ αγαπώ αυτήν τη λίμνη, αποκρίθηκε ο Πέτρος Χαλκιάς.

— Έχετε ξανάρθει;

— Ναι, πριν από πολλά χρόνια. Υποθέτω προτού γεννηθείτε. Ήμουν παιδί…


Στράφηκε και τον κοίταξε κατάματα (/она/ повернулась и посмотрела ему в глаза; στρέφομαι), βαθιά, μερικές στιγμές (глубоко, несколько секунд), σα να παρατηρούσε ξαφνικά στο ύφος του κάτι (словно бы внезапно увидела в его внешности что-то; παρατηρώ) που δεν το είχε προσέξει ως τότε (чего не замечала до этого; προσέχω).

— Θα ξανάρθετε (/вы/ еще приедете); ρώτησε (спросила /она/).

— Ίσως (возможно), είπε εκείνος (сказал он).


Στράφηκε και τον κοίταξε κατάματα, βαθιά, μερικές στιγμές, σα να παρατηρούσε ξαφνικά στο ύφος του κάτι που δεν το είχε προσέξει ως τότε.

— Θα ξανάρθετε; ρώτησε.

— Ίσως, είπε εκείνος.


Η νέα γυναίκα πέταξε το τσιγάρο της μες στη λίμνη (молодая женщина выбросила сигарету в озеро; πετώ) με μια αποφασιστική κίνηση (решительным движением).

— Είναι καιρός να γυρίσουμε (пришло время возвращаться: «чтобы мы возвратились»), είπε (сказала она).


Η νέα γυναίκα πέταξε το τσιγάρο της μες στη λίμνη με μια αποφασιστική κίνηση.

— Είναι καιρός να γυρίσουμε, είπε.


Δεν ξαναμίλησαν κάμποση ώρα (/они/ довольно долго: «долгий час» не разговаривали), αφαιρεμένοι κ’ οι δύο (оба погруженные в себя) ενώ κοίταζαν, καθώς περπατούσαν (в то время как смотрели, пока шли; περπατώ), τη λίμνη που βυθιζόταν ανεπαίσθητα (на озеро, которое погружалось незаметно; βυθίζομαι) στις σκιές του βραδιού (в вечерние тени = в вечерний полумрак). Όταν πλησίασαν στο ξενοδοχείο του (когда /они/ приблизились к его гостинице; πλησιάζω), ξαφνικά της πήρε το χέρι (/он/ внезапно взял ее за руку) και το έσφιξε με δύναμη (и сжал ее с силой; σφίγγω). Η γειτονιά των κλειστών δωματίων (близость: «соседство» закрытых комнат) τον έβγαζε απότομα από τους ρεμβασμούς του (вывело его резко из размышлений) και ξυπνούσε επιτέλους τον ερωτισμό του (и пробудило наконец его любовное желание; ξυπνώ). Ήθελε να περάσει τη νύχτα μαζί της (/он/ хотел провести ночь вместе с ней) και της το είπε αμέσως (и тотчас ей это сказал).


Δεν ξαναμίλησαν κάμποση ώρα, αφαιρεμένοι κ’ οι δύο ενώ κοίταζαν, καθώς περπατούσαν, τη λίμνη που βυθιζόταν ανεπαίσθητα στις σκιές του βραδιού. Όταν πλησίασαν στο ξενοδοχείο του, ξαφνικά της πήρε το χέρι και το έσφιξε με δύναμη. Η γειτονιά των κλειστών δωματίων τον έβγαζε απότομα από τους ρεμβασμούς του και ξυπνούσε επιτέλους τον ερωτισμό του. Ήθελε να περάσει τη νύχτα μαζί της και της το είπε αμέσως.


Τον κοίταξε κατάπληκτη (/она/ посмотрела на него удивленная), κόκκινη μονομιάς (сразу же покрасневшая), σαν έτοιμη να κλάψει (словно готовая заплакать; κλαίω).

— Αφήστε με (отпустите меня; αφήνω), είπε σιγά (сказала /она/ тихо).

Δεν την άφηνε (/он/ ее не отпускал).

— Αφήστε με (отпустите меня), πρόσταξε (приказала /она/; προστάζω).

Ελευθέρωσε το χέρι της (/она/ освободила руку; ελευθερώνω) κ’ έφυγε γοργά (и быстро убежала) χωρίς να ξαναγυρίσει προς αυτόν (не оборачиваясь к нему = не оглядываясь).


Τον κοίταξε κατάπληκτη, κόκκινη μονομιάς, σαν έτοιμη να κλάψει.

— Αφήστε με, είπε σιγά.

Δεν την άφηνε.

— Αφήστε με, πρόσταξε.

Ελευθέρωσε το χέρι της κ’ έφυγε γοργά χωρίς να ξαναγυρίσει προς αυτόν.


Ο Πέτρος Χαλκιάς στάθηκε μια στιγμή αναποφάσιστος (Петрос Халкиас остановился на миг в нерешительности: «нерешительный»), μην ξέροντας (не зная) αν θα την ακολουθούσε ή όχι (следовать за ней или нет; ακολουθώ). Το τρένο του έφευγε σε λίγο (его поезд вскоре уезжал). Οι βαλίτσες του ήταν ήδη τοποθετημένες (его чемоданы уже были погружены: «помещены»; τοποθετώ) στο λεωφορείο του ξενοδοχείου (в гостиничный автобус), που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για το σταθμό (который готовился отправится на вокзал; ξεκινώ). Οι βαλίτσες τον παρέσυραν (чемоданы увлекли его за собой; παρασέρνω). Πλήρωσε βιαστικά το λογαριασμό του (/он/ поспешно заплатил по счету; πληρώνω) και πήδηξε στο λεωφορείο (и запрыгнул в автобус; πηδώ).


Ο Πέτρος Χαλκιάς στάθηκε μια στιγμή αναποφάσιστος, μην ξέροντας αν θα την ακολουθούσε ή όχι. Το τρένο του έφευγε σε λίγο. Οι βαλίτσες του ήταν ήδη τοποθετημένες στο λεωφορείο του ξενοδοχείου, που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για το σταθμό. Οι βαλίτσες τον παρέσυραν. Πλήρωσε βιαστικά το λογαριασμό του και πήδηξε στο λεωφορείο.


Έμεινε στην Αθήνα ως ένα μήνα (/он/ прожил в Афинах около месяца). Κατόπι ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη για δουλειές (затем много путешествовал по Европе по работе; ταξιδεύω), σταθμεύοντας ελάχιστα στο Παρίσι (останавливаясь ненадолго в Париже; σταθμεύω). Οκτώ μήνες μετά την επίσκεψη στη λίμνη (восемь месяцев спустя после посещения озера), βρισκόταν στη Νέα Υόρκη (/он/ находился в Нью-Йорке; βρίσκομαι), βυθισμένος σε διαπραγματεύσεις (погруженный в переговоры; βυθίζομαι) μ’ έναν όμιλο Αμερικανών τραπεζιτών (с группой американских банкиров; о όμιλος — общество; товарищество; группа предприятий).


Έμεινε στην Αθήνα ως ένα μήνα. Κατόπι ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη για δουλειές, σταθμεύοντας ελάχιστα στο Παρίσι. Οκτώ μήνες μετά την επίσκεψη στη λίμνη, βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, βυθισμένος σε διαπραγματεύσεις μ’ έναν όμιλο Αμερικανών τραπεζιτών.


Όλο αυτό το διάστημα (все это время) η ανάμνηση της λίμνης (воспоминание об озере) τον είχε επισκεφτεί συχνά (часто его посещало; επισκέπτομαι), ανακατωμένη τώρα (смешанное теперь) με την ανάμνηση μιας γυναικείας μορφής (с воспоминанием о женском образе), μισοειδωμένης (наполовину различенном: «увиденным»; ιδωμένος — увиденный; μισός — половинный; μισοειδωμένος — наполовину различенный, увиденный), που δε θυμόταν καλά-καλά τα χαρακτηριστικά της (черты которого /он/ едва помнил: «хорошо не помнил»), μα που δέσποζε, ωστόσο (но который, однако, господствовал), στη μνήμη του (в его памяти), σαν ένα παραμυθένιο όραμα (словно сказочное видение), γεννημένο από την ανατριχίλα των δασών (рожденное из дрожи лесов) και την άχνη του νερού (и водной дымки).


Όλο αυτό το διάστημα ή ανάμνηση της λίμνης τον είχε επισκεφτεί συχνά, ανακατωμένη τώρα με την ανάμνηση μιας γυναικείας μορφής, μισοειδωμένης, που δε θυμόταν καλά-καλά τα χαρακτηριστικά της, μα που δέσποζε, ωστόσο, στη μνήμη του, σαν ένα παραμυθένιο όραμα, γεννημένο από την ανατριχίλα των δασών και την άχνη του νερού.


Μια νύχτα, στον ύπνο του (однажды ночью, во сне), είχε δει πολύ καθαρά την πράσινη μάγισσα (/он/ очень четко увидел зеленую волшебницу) μες στην ομίχλη (в тумане), την είχε ακούσει να τραγουδά (услышал, как /она/ поет) κ’ είχε αναγνωρίσει το βλέμμα της (и узнал ее взгляд; αναγνωρίζω) και τη φωνή της (и ее голос). Ήταν αυτή (/это/ была она) και τον καλούσε (и /она/ его звала; καλώ), ήταν το στοιχείο της λίμνης (/это/ был призрак озера; το στοιχείο — элемент; призрак). Τη νύχτα εκείνη αποφάσισε (в ту ночь /он/ решил; αποφασίζω) να ξαναπάει εκεί (поехать туда вновь), μα την επόμενη (но на следующий /день/) γέλασε με τον εαυτό του (/он/ посмеялся над самим собой; γελάω).


Μια νύχτα, στον ύπνο του, είχε δει πολύ καθαρά την πράσινη μάγισσα μες στην ομίχλη, την είχε ακούσει να τραγουδά κ’ είχε αναγνωρίσει το βλέμμα της και τη φωνή της. Ήταν αυτή και τον καλούσε, ήταν το στοιχείο της λίμνης. Τη νύχτα εκείνη αποφάσισε να ξαναπάει εκεί, μα την επόμενη γέλασε με τον εαυτό του.


Το κάτω-κάτω (в конце концов), η γυναίκα της λίμνης (женщина с озера) δεν ήταν παρά μια αρκετά συνηθισμένη γυναίκα (была не более чем довольно обычная женщина), απ’ αυτές που συναντά κανείς (из тех, которых можно встретить: «кто-нибудь встречает»), σε μεγάλο αριθμό (в большом количестве), το καλοκαίρι, στα ξενοδοχεία όλων των χωρών (летом, в гостиницах всех стран), και μάλιστα λιγότερο όμορφη (и, к тому же, менее красивая) και λιγότερο διαλεχτή (и менее изысканная) από κάμποσες (чем довольно многие /женщины/) που είχε αποκτήσει ως τότε (которыми он до этого обладал). Και τι τόπο (и какое место) μπορούσε να πιάσει τώρα πια στη ζωή του (могла теперь занять в его жизни) μια γυναίκα (какая-нибудь женщина); Και γιατί αυτή και όχι άλλη (и почему она, а не другая); Και τι σημασία είχε γι’ αυτόν (и какое для него значение имело) μια γυναίκα περισσότερη ή λιγότερη (женщиной больше или меньше);


Το κάτω-κάτω, η γυναίκα της λίμνης δεν ήταν παρά μια αρκετά συνηθισμένη γυναίκα, απ’ αυτές που συναντά κανείς, σε μεγάλο αριθμό, το καλοκαίρι, στα ξενοδοχεία όλων των χωρών, και μάλιστα λιγότερο όμορφη και λιγότερο διαλεχτή από κάμποσες που είχε αποκτήσει ως τότε. Και τι τόπο μπορούσε να πιάσει τώρα πια στη ζωή του μια γυναίκα; Και γιατί αυτή και όχι άλλη; Και τι σημασία είχε γι’ αυτόν μια γυναίκα περισσότερη ή λιγότερη;


Τη μέρα έπειθε εύκολα τον εαυτό του (днем он легко убеждал себя; πείθω) πως αυτή η ιστορία δεν είχε κανένα νόημα (что эта история не имела никакого смысла), μα τις νύχτες συχνά (но по ночам, часто) η ανάμνησή της του γινόταν ασφυκτική (воспоминание о ней становилось удушающим).


Τη μέρα έπειθε εύκολα τον εαυτό του πως αυτή η ιστορία δεν είχε κανένα νόημα, μα τις νύχτες συχνά η ανάμνησή της του γινόταν ασφυκτική.


Ένα βράδυ (однажды вечером), γυρνώντας στο ξενοδοχείο του της Νέας Υόρκης (возвратившись в свою гостиницу в Нью-Йорке), βρήκε μες στην αλληλογραφία του (/он/ нашел в своей корреспонденции; βρίσκω), ένα γράμμα με αυστριακό γραμματόσημο (письмо с австрийской маркой), φορτωμένο σφραγίδες αρκετών χωρών (обремененное штампами многих стран). Ενώ το άνοιγε (пока /он/ его открывал), είδε πως τα χέρια του έτρεμαν (/он/ увидел, что его руки дрожат; τρέμω). Προσπάθησε να το διαβάσει (/он/ попытался его прочитать; προσπαθώ), μα δεν μπορούσε (но не мог). Τα γράμματα χόρευαν συγκεχυμένα (буквы беспорядочно танцевали; συγκεχυμένος — спутанный, смешанный). Η εικόνα της λίμνης τον έζωνε (образ озера захватывал: «окружал» его; η ζώνη — пояс; ζώνω — окружать; опоясывать), τον τύλιγε (опутывал: «заворачивал» его; τυλίγω — свертывать; заворачивать), σφιχτά (крепко), τυραννικά (мучительно). Τα κυπαρίσσια κουνιόνταν (кипарисы качались; κουνιέμαι) βίαια και άρρυθμα (яростно и вразнобой: «неритмично»), σα δαρμένα από τη θύελλα (словно бы терзаемые ураганом; δέρνω —бить, драть; терзать), μες σε μια βαριά (в густом: «тяжелом»), τρικυμισμένη ομίχλη (бушующем тумане).


Ένα βράδυ, γυρνώντας στο ξενοδοχείο του της Νέας Υόρκης, βρήκε μες στην αλληλογραφία του, ένα γράμμα με αυστριακό γραμματόσημο, φορτωμένο σφραγίδες αρκετών χωρών. Ενώ το άνοιγε, είδε πως τα χέρια του έτρεμαν. Προσπάθησε να το διαβάσει, μα δεν μπορούσε. Τα γράμματα χόρευαν συγκεχυμένα. Η εικόνα της λίμνης τον έζωνε, τον τύλιγε, σφιχτά, τυραννικά. Τα κυπαρίσσια κουνιόνταν βίαια και άρρυθμα, σα δαρμένα από τη θύελλα, μες σε μια βαριά, τρικυμισμένη ομίχλη.


Το γράμμα ήταν πράγματι δικό της (письмо в самом деле было от нее) και περιείχε το όνομά της και τη διεύθυνσή της (на нам стояли: «/оно/ содержало» ее имя и адрес; περιέχω). Λεγόταν Μάγδα Ρέινχολντ (/ее/ звали Магда Рейнхольд) και καθόταν στη μικρή πόλη κοντά στη λίμνη (и проживала /она/ в маленьком городе рядом с озером). Είχε ζητήσει το όνομά του από το ξενοδοχείο (/она/ попросила его имя в гостинице) όπου είχε σταθεί εκείνο το απόγευμα (где /он/ остановился в тот полдень) και του έγραφε στην Αθήνα (и писала ему в Афины), στην πόλη που είχε ορίσει στο δελτίο της αστυνομίας (в город, который /он/ указал в полицейском листке; ορίζω) ως πόλη του προορισμού του (как город своего назначения).


Το γράμμα ήταν πράγματι δικό της και περιείχε το όνομά της και τη διεύθυνσή της. Λεγόταν Μάγδα Ρέινχολντ και καθόταν στη μικρή πόλη κοντά στη λίμνη. Είχε ζητήσει το όνομά του από το ξενοδοχείο όπου είχε σταθεί εκείνο το απόγευμα και του έγραφε στην Αθήνα, στην πόλη που είχε ορίσει στο δελτίο της αστυνομίας ως πόλη του προορισμού του.


Το γράμμα της, φαίνεται (ее письмо, кажется), περιπλανήθηκε αρκετά (довольно /долго/ скиталось; περιπλανιέμαι) σε ταχυδρομικά γραφεία και σε ξενοδοχεία (по почтовым отделениям и гостиницам) ως ότου βρήκε τα ίχνη του (пока не нашло его следы; το ίχνος) και τον ακολούθησε από μακριά (и последовало за ним издалека), στις μετακινήσεις του (в его поездках: «передвижениях») σαν ένα πιστό ζώο (словно верный зверь). Τον πρόφταινε τέλος στην Αμερική (наконец, /оно/ догнало его в Америке; προφταίνω) με καθυστέρηση μερικών μηνών (с опозданием в несколько месяцев).


Το γράμμα της, φαίνεται, περιπλανήθηκε αρκετά σε ταχυδρομικά γραφεία και σε ξενοδοχεία ως ότου βρήκε τα ίχνη του και τον ακολούθησε από μακριά, στις μετακινήσεις του σαν ένα πιστό ζώο. Τον πρόφταινε τέλος στην Αμερική με καθυστέρηση μερικών μηνών.


Το γράμμα αυτό ήταν σκοτεινό (это письмо было мрачным), ανήσυχο (беспокойным), άρρωστο (болезненным), σα να είχε γραφτεί σε μια στιγμή ασυνειδησίας (словно бы было написано в момент бессознательности). Του έλεγε, μες σ’ ένα ξεχείλισμα απελπισίας (/она/ говорила ему в порыве отчаяния), πως ήταν φρικτά δυστυχισμένη (что была ужасно несчастна), πως η ζωή της ήταν ξερή και άγονη (что жизнь ее была суха и бесплодна) σα μια έρημος (словно пустыня), πως τίποτα δεν την έδενε με τον κόσμο (что ничего не связывало ее с миром; δένω), πως ευχόταν να πεθάνει (что она желала умереть; εύχομαι). Του έλεγε για τη λίμνη (/она/ говорила ему об озере) και για την πράσινη μάγισσα της ομίχλης (и о зеленой колдунье в тумане).


Το γράμμα αυτό ήταν σκοτεινό, ανήσυχο, άρρωστο, σα να είχε γραφτεί σε μια στιγμή ασυνειδησίας. Του έλεγε, μες σ’ ένα ξεχείλισμα απελπισίας, πως ήταν φρικτά δυστυχισμένη, πως η ζωή της ήταν ξερή και άγονη σα μια έρημος, πως τίποτα δεν την έδενε με τον κόσμο, πως ευχόταν να πεθάνει. Του έλεγε για τη λίμνη και για την πράσινη μάγισσα της ομίχλης.


Του έλεγε πως από τα παιδικά της χρόνια (/она/ рассказывала ему, что с детских лет), ενώ γυρνούσε μοναχή στις όχθες της λίμνης (пока /она/ бродила в одиночестве: «одинокая» на берегах озера) τραγουδώντας ή ονειροπολώντας (распевая или мечтая; τραγουδώ; ονειροπολώ), είχε πάντα το αίσθημα (у нее всегда было чувство) πως περίμενε κάποιον (что /она/ кого-то ждет), πως κάποιος έμελλε να έρθει εκεί αναπόφευκτα (что кто-то неизбежно должен туда прийти), κάποιος άγνωστος (какой-то незнакомец) που τη γύρευε χωρίς να την ξέρει (который ищет ее, не зная ее), όπως και αυτή (как и она), θα ερχόταν, μαγνητισμένος κι αυτός (пришел бы, также привлеченный) από τη γοητεία της λίμνης (чарами озера), και θα την έσωζε από τη φρίκη της μοναξιάς (и спас бы ее от ужаса одиночества; σώζω). Τον πρόσμενε ολόκληρα χρόνια (/она/ ждала его годами; προσμένω), τον καλούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής της (/она/ звала его всеми силами души; καλώ).


Του έλεγε πως από τα παιδικά της χρόνια, ενώ γυρνούσε μοναχή στις όχθες της λίμνης τραγουδώντας ή ονειροπολώντας, είχε πάντα το αίσθημα πως περίμενε κάποιον, πως κάποιος έμελλε να έρθει εκεί αναπόφευκτα, κάποιος άγνωστος που τη γύρευε χωρίς να την ξέρει, όπως και αυτή, θα ερχόταν, μαγνητισμένος κι αυτός από τη γοητεία της λίμνης, και θα την έσωζε από τη φρίκη της μοναξιάς. Τον πρόσμενε ολόκληρα χρόνια, τον καλούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής της.


Και μια μέρα ο άγνωστος ήρθε (и однажды незнакомец пришел), στάθηκε μια στιγμή κοντά της (остановился на миг рядом), της έσφιξε το χέρι (сжал ей руку) κ’ έφυγε για να μην ξανάρθει ποτέ (и уехал, чтобы никогда больше не вернуться). Η μεγάλη στιγμή της ζωής της είχε περάσει (великий момент в ее жизни прошел), άγονη κι αυτή σαν όλες τις άλλες (бесплодный, как и все остальные). Όταν χωρίστηκαν (когда /они/ расстались; χωρίζομαι), το βράδυ της συνάντησής τους (вечером в день их свидания), το ένιωσε τόσο έντονα (она настолько сильно это почувствовала), τόσο αληθινά (настолько реально), πως ήταν αυτός (что это был он), πως δεν μπορούσε να είναι άλλος κανείς (что это не мог быть никто другой), ώστε εγκαταλείποντας κάθε είδος αξιοπρέπειας (что, оставив всякого рода приличия: «всякого рода достоинство»; εγκαταλείπω), έτρεξε πίσω στο ξενοδοχείο του (бросилась: «побежала» обратно в его гостиницу; τρέχω) να τον ξαναβρεί (чтобы вновь его увидеть).


Και μια μέρα ο άγνωστος ήρθε, στάθηκε μια στιγμή κοντά της, της έσφιξε το χέρι κ’ έφυγε για να μην ξανάρθει ποτέ. Η μεγάλη στιγμή της ζωής της είχε περάσει, άγονη κι αυτή σαν όλες τις άλλες. Όταν χωρίστηκαν, το βράδυ της συνάντησής τους, το ένιωσε τόσο έντονα, τόσο αληθινά, πως ήταν αυτός, πως δεν μπορούσε να είναι άλλος κανείς, ώστε εγκαταλείποντας κάθε είδος αξιοπρέπειας, έτρεξε πίσω στο ξενοδοχείο του να τον ξαναβρεί.


Μα είχε ήδη φύγει (но /он/ уже уехал; φεύγω). Και ίσως καλύτερα (может и лучше), χίλιες φορές καλύτερα (тысячу раз лучше) που είχε φύγει (что /он/ уехал), γιατί δε θα την καταλάβαινε ποτέ (потому что /он/ бы никогда ее не понял). Δε θα είχε ποτέ το κουράγιο (у нее никогда бы не было смелости) να του τα πει όλα αυτά πρόσωπο με πρόσωπο (сказать ему все это лицом к лицу). Κι αν του τα έλεγε (и если бы /она/ ему об этом сказала), πως ήταν δυνατό (разве было возможно) να πιστέψει αυτός ένα τέτοιο παραμύθι (чтобы /он/ поверил в такую сказку; πιστεύω); Θα την έπαιρνε (/он/ овладел бы ею), όπως παίρνει ένας ταξιδιώτης μια ξένη γυναίκα σ’ ένα ξενοδοχείο (как овладевает путешественник незнакомой женщиной в гостинице), και θα την ξεχνούσε (и забыл бы ее; ξεχνώ) μόλις ξεκινούσε το τρένο του (как только его поезд отправился бы /в путь/; ξεκινώ).


Μα είχε ήδη φύγει. Και ίσως καλύτερα, χίλιες φορές καλύτερα που είχε φύγει, γιατί δε θα την καταλάβαινε ποτέ. Δε θα είχε ποτέ το κουράγιο να του τα πει όλα αυτά πρόσωπο με πρόσωπο. Κι αν του τα έλεγε, πως ήταν δυνατό να πιστέψει αυτός ένα τέτοιο παραμύθι; Θα την έπαιρνε, όπως παίρνει ένας ταξιδιώτης μια ξένη γυναίκα σ’ ένα ξενοδοχείο, και θα την ξεχνούσε μόλις ξεκινούσε το τρένο του.


Τώρα του τα έγραφε όλα αυτά (теперь же /она/ писала ему все это), χωρίς να ξέρει γιατί (не зная зачем), με το αίσθημα πως αποτεινόταν προς το κενό (с чувством, что /она/ обращается к пустоте) ή σα να μιλούσε στο στοιχείο της λίμνης (или словно разговаривает с духом озера).


Τώρα του τα έγραφε όλα αυτά, χωρίς να ξέρει γιατί, με το αίσθημα πως αποτεινόταν προς το κενό ή σα να μιλούσε στο στοιχείο της λίμνης.


«Δε φαντάζομαι, έλεγε (я не думаю, — говорила /она/), πως θα σας βρει ποτέ αυτό το γράμμα (что это письмо до вас дойдет: «что это письмо вас найдет»), που δεν ξέρω αν είναι τρελό ή ηλίθιο (которое, не знаю, является ли сумасшедшим или глупым). Δεν είμαι καν σίγουρη (/я/ даже не уверена) πως θα σας το στείλω (что я вам его пошлю; στέλνω). Ίσως το καταστρέψω την τελευταία στιγμή (возможно, я уничтожу его в последний момент; καταστρέφω). Μα τι σημαίνει (но имеет ли значение: «но что значит») να το καταστρέψω (уничтожу ли я его) ή να μην το καταστρέψω (или не уничтожу), αφού ούτε εσείς πρόκειται να καταλάβετε (ведь ни вы не поймете: «не предвидится, что /вы/ поймете») ούτε μου πέρασε έστω και για μια στιγμή η ελπίδα (не возникала у меня ни на миг надежда) πως είναι δυνατό (что возможно) να ξαναγυρίσει ποτέ η μοναδική εκείνη στιγμή (чтобы этот удивительный миг вернулся обратно)… Αν σας φτάσει ποτέ αυτό το γράμμα (если до вас дойдет: «вас достигнет» когда-нибудь это письмо; φτάνω), κάνετε μου τουλάχιστον τη χάρη (сделайте мне по крайней мере одолжение) να μη γελάσετε μαζί μου (не смеяться надо мной). Είναι η μόνη χάρη (это единственное одолжение) που σας ζητώ (которое я у вас прошу)…».


«Δε φαντάζομαι, έλεγε, πως θα σας βρει ποτέ αυτό το γράμμα, που δεν ξέρω αν είναι τρελό ή ηλίθιο. Δεν είμαι καν σίγουρη πως θα σας το στείλω. Ίσως το καταστρέψω την τελευταία στιγμή. Μα τι σημαίνει να το καταστρέψω ή να μην το καταστρέψω, αφού ούτε εσείς πρόκειται να καταλάβετε ούτε μου πέρασε έστω και για μια στιγμή η ελπίδα πως είναι δυνατό να ξαναγυρίσει ποτέ η μοναδική εκείνη στιγμή… Αν σας φτάσει ποτέ αυτό το γράμμα, κάνετε μου τουλάχιστον τη χάρη να μη γελάσετε μαζί μου. Είναι η μόνη χάρη που σας ζητώ…».


Όταν τελείωσε ο Πέτρος Χαλκιάς το διάβασμα (когда Петрос Халкиас закончил чтение; τελειώνω), τα χέρια του δεν έτρεμαν πια (его руки больше не дрожали) και είχε ηρεμήσει (и /он/ успокоился; ηρεμώ). Σηκώθηκε (/он/ встал), έκανε μερικά βήματα (сделал несколько шагов), τεντωμένος (напряженный; τεντώνω — натягивать, растягивать; напрягать), ψύχραιμος (хладнокровный), κύριος του εαυτού του (владеющий собой: «господин самого себя»). Αισθανόταν δυνατός (он чувствовал себя сильным), συγκεντρωμένος ολόψυχα προς ένα σκοπό (всею душой сосредоточенным на одной цели; συγκεντρώνομαι), όπως άλλοτε την παραμονή μιας μάχης (как раньше накануне битвы).


Όταν τελείωσε ο Πέτρος Χαλκιάς το διάβασμα, τα χέρια του δεν έτρεμαν πια και είχε ηρεμήσει. Σηκώθηκε, έκανε μερικά βήματα, τεντωμένος, ψύχραιμος, κύριος του εαυτού του. Αισθανόταν δυνατός, συγκεντρωμένος ολόψυχα προς ένα σκοπό, όπως άλλοτε την παραμονή μιας μάχης.


Για πρώτη φορά παράτησε μια αρχεμένη προσπάθεια (в первый раз /он/ бросил начатое дело; παρατώ). Φρόντισε αμέσως (/он/ тотчас позаботился; φροντίζω) να αντικατασταθεί στην αποστολή του (чтобы его заменили в поездке; αντικαθιστώμαι), τακτοποίησε βιαστικά όλες τις εκκρεμείς δουλειές του (спешно уладил все незаконченные дела; τακτοποιώ) και γύρισε στην Ευρώπη (и вернулся в Европу). Μια βδομάδα μετά τη λήψη του γράμματος (через неделю после получения письма) ήταν στο Παρίσι (/он/ был в Париже) και την επόμενη στη Βιέννη (а на следующей — в Вене).


Για πρώτη φορά παράτησε μια αρχεμένη προσπάθεια. Φρόντισε αμέσως να αντικατασταθεί στην αποστολή του, τακτοποίησε βιαστικά όλες τις εκκρεμείς δουλειές του και γύρισε στην Ευρώπη. Μια βδομάδα μετά τη λήψη του γράμματος ήταν στο Παρίσι και την επόμενη στη Βιέννη.


Έφτασε πρωί στην πόλη της Μάγδα Ρέινχολντ (утром /он/ прибыл в город Магды Рейнхольд), μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο (вошел в гостиницу) και περίμενε να γίνει, τουλάχιστο, η ώρα δέκα (и стал ждать пока наступит, по крайней мере, десять часов). Αναλογίστηκε πολύ καθαρά (/он/ очень ясно осознавал: αναλογίζομαι) που βρισκόταν (где находится) και ποιος ήταν ο σκοπός του ταξιδιού του (и какова была цель его путешествия). Εκείνη τη μέρα (в тот день) παιζόταν η ζωή του ολόκληρη (на кону была: «игралась» вся его жизнь), η ζωή του που δε θα είχε πια κανένα νόημα (его жизнь, которая не имела более никакого смысла), κανένα περιεχόμενο (никакого содержания), κανένα προορισμό (никакого направления), χωρίς αυτήν τη γυναίκα (без этой женщины).


Έφτασε πρωί στην πόλη της Μάγδα Ρέινχολντ, μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο και περίμενε να γίνει, τουλάχιστο, η ώρα δέκα. Αναλογίστηκε πολύ καθαρά που βρισκόταν και ποιος ήταν ο σκοπός του ταξιδιού του. Εκείνη τη μέρα παιζόταν η ζωή του ολόκληρη, η ζωή του που δε θα είχε πια κανένα νόημα, κανένα περιεχόμενο, κανένα προορισμό, χωρίς αυτήν τη γυναίκα.


Σα να είχε ξεσκεπαστεί ξαφνικά στη συνείδησή του (словно бы открылся внезапно в его сознании; ξεσκεπάζομαι) μια εντελώς καινούργια άποψη της ζωής του (совершенно новый взгляд на жизнь), κοίταζε τώρα εκ των υστέρων όλους τους αγώνες του (/он/ смотрел теперь задним числом на всю свою борьбу) και όλο το σκληρό κυνηγητό του του έρωτα (и всю свою жестокую охоту за любовью), σα μια παθιασμένη αναζήτηση της γυναίκας αυτής (как на страстный поиск этой женщины), που επί τέλους, φανέρωνε την ύπαρξή της (которая, наконец-то, обнаруживала свое существование; φανερώνω).


Σα να είχε ξεσκεπαστεί ξαφνικά στη συνείδησή του μια εντελώς καινούργια άποψη της ζωής του, κοίταζε τώρα εκ των υστέρων όλους τους αγώνες του και όλο το σκληρό κυνηγητό του του έρωτα, σα μια παθιασμένη αναζήτηση της γυναίκας αυτής, που επί τέλους, φανέρωνε την ύπαρξή της.


Αυτήν την άγνωστη μορφή (эту незнакомую фигуру), τη μισοειδωμένη στο θάμπος της μαγικής λίμνης (наполовину различенную в тумане волшебного озера), αυτήν είχε προαισθανθεί σαν ήταν παιδί (/он/ предчувствовал, будучи ребенком), γι’ αυτήν είχε πολεμήσει (из-за нее /он/ воевал) κ’ είχε σκοτώσει (и убивал), αυτήν γύρευε (ее искал) μες στο σπαρτάρισμα των θηραμάτων του (в трепыхании своей добычи), γι’ αυτήν είχε επιστρέψει (из-за нее /он/ возвратился), χωρίς να το ξέρει (не зная этого), σε τούτην τη χώρα, πριν από οκτώ μήνες (в эту страну шесть месяцев назад), σαν τραβηγμένος ασυνείδητα (словно бессознательно притянутый), από τη νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου (ностальгией по потерянному раю).


Αυτήν την άγνωστη μορφή, τη μισοειδωμένη στο θάμπος της μαγικής λίμνης, αυτήν είχε προαισθανθεί σαν ήταν παιδί, γι’ αυτήν είχε πολεμήσει κ’ είχε σκοτώσει, αυτήν γύρευε μες στο σπαρτάρισμα των θηραμάτων του, γι’ αυτήν είχε επιστρέψει, χωρίς να το ξέρει, σε τούτην τη χώρα, πριν από οκτώ μήνες, σαν τραβηγμένος ασυνείδητα, από τη νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου.


Το ζήτημα ήταν απλό (дело было простое), φοβερά απλό (ужасно простое). Είχε περάσει τη ζωή (/он/ провел жизнь) του γυρεύοντας μια γυναίκα (в поисках одной женщины: «ища одну женщину»). Τώρα την είχε βρει (теперь /он/ ее нашел). Ποιος ήταν αρκετά δυνατός (кто был настолько силен) για να του φράξει το δρόμο (чтобы преградить ему дорогу; φράζω); Ξεκίνησε στα στενά πλακόστρωτα της αυστριακής πολιτείας (/он/ отправился по узким мощеным улочкам австрийского города; το πλακόστρωτο — мощеная улица; η πλάκα — плита; плитка; στρώνω — стелить; выстилать; мостить), με σφιγμένα τα δόντια (сжав зубы: «со сжатыми зубами»; σφίγγω — сжимать), όπως είχε μπει άλλοτε στο Ουσάκ (также как он когда-то вошел в Ушак), έτοιμος να τσακίσει αμείλιχτα (готовый безжалостно разрушить; τσακίζω) κάθε εμπόδιο στο πέρασμά του (любое препятствие на своем пути).


Το ζήτημα ήταν απλό, φοβερά απλό. Είχε περάσει τη ζωή του γυρεύοντας μια γυναίκα. Τώρα την είχε βρει. Ποιος ήταν αρκετά δυνατός για να του φράξει το δρόμο; Ξεκίνησε στα στενά πλακόστρωτα της αυστριακής πολιτείας, με σφιγμένα τα δόντια, όπως είχε μπει άλλοτε στο Ουσάκ, έτοιμος να τσακίσει αμείλιχτα κάθε εμπόδιο στο πέρασμά του.


Χτύπησε την πόρτα της (/он/ постучал в ее дверь; χτυπώ). Το σπίτι έμοιαζε έρημο (дом казался пустым), με κλεισμένα σχεδόν όλα τα παράθυρά του (с окнами почти всеми закрытыми = почти все окна были закрыты), σιωπηλό (молчаливым). Όπως άλλωστε, και όλος ο δρόμος (как, впрочем, и вся улица). Άργησαν να του ανοίξουν (ему открыли не сразу: «задержались, чтобы ему открыть»).


Χτύπησε την πόρτα της. Το σπίτι έμοιαζε έρημο, με κλεισμένα σχεδόν όλα τα παράθυρά του, σιωπηλό. Όπως άλλωστε, και όλος ο δρόμος. Άργησαν να του ανοίξουν.


Στο τέλος (наконец) πρόβαλε στο κατώφλι (на пороге появилась; προβάλλω) μια χοντρή (толстая), μεσόκοπη γυναίκα (женщина средних лет), κάτι παραπάνω από υπηρέτρια (немногим больше служанки) και κάτι λιγότερο από κυρία (и немногим меньше госпожи), σαν οικονόμα (вроде экономки) ή πρώην παραμάνα (или бывшей кормилицы), γεμάτη υγεία (полная здоровья), ροδοκόκκινη (розовая), με ύφος περίεργο κα φλύαρο (с видом любопытным и болтливым). Τον κοίταξε προσεχτικά (/она/ внимательно на него посмотрела) με παιχνιδιάρικα και κουτσομπόλικα ματάκια (игривыми глазками сплетницы: «глазками — сплетниками»; ο κουτσομπόλης — сплетник).


Στο τέλος πρόβαλε στο κατώφλι μια χοντρή, μεσόκοπη γυναίκα, κάτι παραπάνω από υπηρέτρια και κάτι λιγότερο από κυρία, σαν οικονόμα ή πρώην παραμάνα, γεμάτη υγεία, ροδοκόκκινη, με ύφος περίεργο κα φλύαρο. Τον κοίταξε προσεχτικά με παιχνιδιάρικα και κουτσομπόλικα ματάκια.


— Εδώ μένει η κυρία Μάγδα Ρέινχολντ (здесь живет госпожа Магда Рейнхольд); ρώτησε ο Πέτρος Χαλκιάς (спросил Петрос Халкиас).

Η χοντρή γυναίκα εκνευρίστηκε μονομιάς (толстая женщина сразу же стала нервничать; εκνευρίζομαι) και γούρλωσε τα ματάκια της (и вытаращила свои глазки), κατάπληκτη και καταλυπημένη (ошеломленная и очень расстроенная; λυπημένος — расстроенный; καταλυπημένος — совершенно, очень расстроенный; πλήττω — ударять; καταπλήσσω — ошеломлять).


— Εδώ μένει η κυρία Μάγδα Ρέινχολντ; ρώτησε ο Πέτρος Χαλκιάς.

Η χοντρή γυναίκα εκνευρίστηκε μονομιάς και γούρλωσε τα ματάκια της, κατάπληκτη και καταλυπημένη.


— Η κυρία Ρέινχολντ (госпожа Рейнхольд), αποκρίθηκε (ответила /она/; αποκρίνομαι), πέθανε, κύριέ μου (умерла, мой господин; πεθαίνω), πέθανε τον περασμένο μήνα (умерла в прошлом месяце).

— Πέθανε η κυρία Ρέινχολντ (госпожа Рейнхольд умерла);

— Μάλιστα κύριέ μου (именно, мой господин). Δεν το ξέρατε (вы не знали); Πέθανε από την καρδιά (/она/ умерла от сердца). Ο κύριος δικαστής έφυγε (господин судья уехал) πριν από καμιά δεκαριά μέρες (дней десять назад: «десяток дней назад»).

— Ο κύριος δικαστής (господин судья);


— Η κυρία Ρέινχολντ, αποκρίθηκε, πέθανε, κύριέ μου, πέθανε τον περασμένο μήνα.

— Πέθανε η κυρία Ρέινχολντ;

— Μάλιστα κύριέ μου. Δεν το ξέρατε; Πέθανε από την καρδιά. Ο κύριος δικαστής έφυγε πριν από καμιά δεκαριά μέρες.

— Ο κύριος δικαστής;


— Ναι, ο κύριος Ρέινχολντ (да, господин Рейнхольд), ο κύριος δόκτωρ Ρέινχολντ (господин доктор Рейнхольд). Ζήτησε να τον μεταθέσουν (/он/ попросил, чтобы его перевели; ζητώ; μεταθέτω) και είναι τώρα στο Ίνσμπρουκ (и сейчас /он/ в Инсбруке). Δεν ήθελε πια να μείνει εδώ (/он/ не захотел больше здесь оставаться). Ήταν πολύ δυστυχισμένος (/он/ был очень несчастлив). Έκλαιγε σα μικρό παιδί (/он/ плакал как маленький ребенок) και έπαιζε Μπαχ στο πιάνο ολόκληρες νύχτες (и играл Баха на пианино целыми ночами; παίζω). Ω, την αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του ο δόκτωρ Ρέινχολντ (о, доктор Рейнхольд очень любил свою жену), μα δεν την καταλάβαινε (но не понимал ее). Και εκείνη δεν τον καταλάβαινε (и она его не понимала). Γι’ αυτό μιλούσαν τόσο σπάνια (поэтому /они/ так редко разговаривали), όχι πως είχαν κανένα λόγο (а не потому что у них была какая-нибудь причина) να είναι δυσαρεστημένοι ο ένας με τον άλλον (быть недовольными друг другом). Απόδειξη (доказательство), πως δεν σκέφτηκαν ποτέ να χωρίσουν (/то/, что /они/ никогда не подумали развестись; χωρίζω). Εγώ το έλεγα (а я говорила), αν είχαν παιδιά (если бы у них были дети), θα ήταν όλα εν τάξει (то все было бы в порядке). Ο καημένος ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ (бедный доктор Рейнхольд уехал в Инсбрук)…


— Ναι, ο κύριος Ρέινχολντ, ο κύριος δόκτωρ Ρέινχολντ. Ζήτησε να τον μεταθέσουν και είναι τώρα στο Ίνσμπρουκ. Δεν ήθελε πια να μείνει εδώ. Ήταν πολύ δυστυχισμένος. Έκλαιγε σα μικρό παιδί και έπαιζε Μπαχ στο πιάνο ολόκληρες νύχτες. Ω, την αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του ο δόκτωρ Ρέινχολντ, μα δεν την καταλάβαινε. Και εκείνη δεν τον καταλάβαινε. Γι’ αυτό μιλούσαν τόσο σπάνια, όχι πως είχαν κανένα λόγο να είναι δυσαρεστημένοι ο ένας με τον άλλον. Απόδειξη, πως δεν σκέφτηκαν ποτέ να χωρίσουν. Εγώ το έλεγα, αν είχαν παιδιά, θα ήταν όλα εν τάξει. Ο καημένος ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ…


— Ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ (доктор Рейнхольд поехал в Инсбрук)! μουρμούρισε μηχανικά ο Πέτρος Χαλκιάς (пробормотал машинально Петрос Халкиас; μουρμουρίζω) χωρίς να καταλαβαίνει τι έλεγε (не понимая, что говорит). Ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ (доктор Рейнхольд поехал в Инсбрук)!...


— Ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ! μουρμούρισε μηχανικά ο Πέτρος Χαλκιάς χωρίς να καταλαβαίνει τι έλεγε. Ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ!...


Η όψη της λίμνης ήταν αλλιώτικη (облик озера был иным) από κείνην που γνώριζε (/по сравнению/ с тем, который /он/ знал). Ο χειμώνας ήταν προχωρημένος (зима была глубокой: «продвинутой»; προχωρώ — продвигаться), το κρύο δυνατό (холод — сильным), φορτωμένο υγρασία (насыщенным: «нагруженным» влагой), ο ουρανός θαμπός (небо — мутное), μουσκεμένος (мокрое), ταραγμένος (тревожное). Οι πλαγιές των βουνών (склоны гор), χιονισμένες σχεδόν ως τους πρόποδες (заснеженные почти до подножий; οι πρόποδες — подножие гор /только мн.ч./). Κουρέλια ξεσκισμένης ομίχλης (лохмотья рванного тумана) ανέμιζαν γρήγορα στην επιφάνεια των νερών (быстро развевались у поверхности воды) και ανάμεσα στα δάση (и среди лесов). Οι λιγοστές κατοικίες ήταν έρημες (немногочисленные жилища были пусты), τα ξενοδοχεία κατάκλειστα (гостиницы — заперты). Δεν ξεχώριζες ολόγυρα (вокруг было не различить) κανένα ίχνος ζωής (признаков жизни).


Η όψη της λίμνης ήταν αλλιώτικη από κείνην που γνώριζε. Ο χειμώνας ήταν προχωρημένος, το κρύο δυνατό, φορτωμένο υγρασία, ο ουρανός θαμπός, μουσκεμένος, ταραγμένος. Οι πλαγιές των βουνών, χιονισμένες σχεδόν ως τους πρόποδες. Κουρέλια ξεσκισμένης ομίχλης ανέμιζαν γρήγορα στην επιφάνεια των νερών και ανάμεσα στα δάση. Οι λιγοστές κατοικίες ήταν έρημες, τα ξενοδοχεία κατάκλειστα. Δεν ξεχώριζες ολόγυρα κανένα ίχνος ζωής.


Ο Πέτρος Χαλκιάς σταμάτησε στη γέφυρα (Петрос Халкиас остановился на мосту; σταματώ) όπου είχαν σταθεί μαζί την άλλη φορά (где они стояли вместе в прошлый раз; στέκομαι). Ακούμπησε πάλι στο κιγκλίδωμα (он опять оперся на перила; ακουμπώ). Αισθάνθηκε πολύ μικρός (/он/ почувствовал /себя/ очень маленьким), πολύ αδύνατος (очень слабым), χαμένος (потерянным), εξουθενωμένος (изможденным), άδειος (пустым), μες στους γκρίζους αυτούς ατμούς (среди этих серых испарений), μες στην ακατάπαυστη ανατριχίλα της μεγάλης φύσης (в беспрестанном содрогании великой природы), τόσο άδειος (настолько пустым) που δεν ήταν ικανός (что был неспособен) να συλλογιστεί τη δυστυχία του (размышлять о своем несчастье; συλλογίζομαι), δεν είχε πια τη δύναμη να σκεφτεί (у него не было больше сил думать; σκέφτομαι).


Ο Πέτρος Χαλκιάς σταμάτησε στη γέφυρα όπου είχαν σταθεί μαζί την άλλη φορά. Ακούμπησε πάλι στο κιγκλίδωμα. Αισθάνθηκε πολύ μικρός, πολύ αδύνατος, χαμένος, εξουθενωμένος, άδειος, μες στους γκρίζους αυτούς ατμούς, μες στην ακατάπαυστη ανατριχίλα της μεγάλης φύσης, τόσο άδειος που δεν ήταν ικανός να συλλογιστεί τη δυστυχία του, δεν είχε πια τη δύναμη να σκεφτεί.


Τα μαύρα κυπαρίσσια (черные кипарисы), αργοκουνιόνταν (медленно качались; αργός — медленный; κουνιέμαι — качаться), θαμπά και ασύλληπτα (мутные и неуловимые), μες στην ομίχλη (в тумане), σα χωρισμένα από το έδαφος (словно бы оторвавшиеся: «отделенные» от земли) και από την ύλη (и от материи), άδεια και αυτά και μετέωρα (и они пустые и парящие в воздухе; μετέωρος — парящий в воздухе), ανάμεσα στη ζωή (между жизнью) και την ανυπαρξία (и небытием). Από τα δάση ακούστηκε μια φωνή (из леса послышался крик; ακούγομαι), μακρινή (долгий), συρτή (протяжный), άσκοπη (бесцельный), μια σπασμένη φωνή πουλιού (надломленный птичий крик). Ένα πουλί πέθαινε ίσως (возможно, какая-то птица умирала) μες στο θολό όραμα (в туманном мираже). Ένα πουλί έλεγε αντίο (какая-то птица говорила «прощай»).


Τα μαύρα κυπαρίσσια, αργοκουνιόνταν, θαμπά και ασύλληπτα, μες στην ομίχλη, σα χωρισμένα από το έδαφος και από την ύλη, άδεια και αυτά και μετέωρα, ανάμεσα στη ζωή και την ανυπαρξία. Από τα δάση ακούστηκε μια φωνή, μακρινή, συρτή, άσκοπη, μια σπασμένη φωνή πουλιού. Ένα πουλί πέθαινε ίσως μες στο θολό όραμα. Ένα πουλί έλεγε αντίο.


Ο Πέτρος Χαλκιάς ένιωσε (Петрос Халкиас почувствовал; νιώθω) ότι σ’ αυτές τις όχθες (что на этих берегах) είχε συντελεστεί όλη η ζωή του (прошла вся его жизнь; συντελούμαι), εκεί είχε αρχίσει (там /она/ началась; αρχίζω) και εκεί τελείωνε (и там заканчивалась; τελειώνω). Άλλο τίποτα δεν υπήρξε γι’ αυτόν (больше ничего для него не существовало) στον κόσμο (в мире) ούτε μπορούσε να υπάρξει ποτέ (да и не могло никогда существовать).


Ο Πέτρος Χαλκιάς ένιωσε ότι σ’ αυτές τις όχθες είχε συντελεστεί όλη η ζωή του, εκεί είχε αρχίσει και εκεί τελείωνε. Άλλο τίποτα δεν υπήρξε γι’ αυτόν στον κόσμο ούτε μπορούσε να υπάρξει ποτέ.


Έσκυψε προς τα νερά μαγνητισμένος (зачарованный, /он/ склонился к воде; σκύβω). Έσκυψε ακόμα περισσότερο (/он/ наклонился еще больше). Δεν μπορούσε πια (/он/ уже не мог) να ξεκολλήσει το μάτι του (оторвать свой взгляд; ξεκολλάω) από την ανήσυχη υγρή επιφάνεια (от беспокойной влажной поверхности). Το όραμα στροβιλιζόταν τώρα (видение теперь кружилось; στροβιλίζομαι) τριγύρω του (вокруг него) μες σ’ ένα σιωπηλό χορό (в молчаливом хороводе) μαγικών σκιών (волшебных теней). Τα βουνά (горы), τα δάση (леса), τα σύννεφα (облака), αέρινα (воздушные) και ασφυκτικά (и удушливые), τον έζωναν ολοένα πιο σφιχτά (все теснее окружали его: ζώνω), τον έσερναν γοργά προς το νερό (тащили его быстро к воде; σέρνω).


Έσκυψε προς τα νερά μαγνητισμένος. Έσκυψε ακόμα περισσότερο. Δεν μπορούσε πια να ξεκολλήσει το μάτι του από την ανήσυχη υγρή επιφάνεια. Το όραμα στροβιλιζόταν τώρα τριγύρω του μες σ’ ένα σιωπηλό χορό μαγικών σκιών. Τα βουνά, τα δάση, τα σύννεφα, αέρινα και ασφυκτικά, τον έζωναν ολοένα πιο σφιχτά, τον έσερναν γοργά προς το νερό.


Ξαφνικά θυμήθηκε (внезапно /он/ вспомнил; θυμάμαι) την πράσινη μάγισσα της λίμνης (зеленую колдунью из озера), τέντωσε διάπλατα τα μάτια του (широко раскрыл глаза; τεντώνω — натягивать; распахивать), τη γύρευε να τη δει (и стал ее искать: «и стал ее искать, чтобы увидеть»; γυρεύω, βλέπω). Αισθάνθηκε πως δεν μπορούσε (/он/ почувствовал, что не может) να αντισταθεί στην έλξη της (противостоять ее влечению; αντιστέκομαι), σα να τον τραβούσε μέσα της για πάντα (словно бы тянула его вглубь навсегда; τραβώ), ακατανίκητη (непобедимая) και θανατηφόρα (и смертоносная), η ποίηση του κόσμου (поэзия мира)…


Ξαφνικά θυμήθηκε την πράσινη μάγισσα της λίμνης, τέντωσε διάπλατα τα μάτια του, τη γύρευε να τη δει. Αισθάνθηκε πως δεν μπορούσε να αντισταθεί στην έλξη της, σα να τον τραβούσε μέσα της για πάντα, ακατανίκητη και θανατηφόρα, η ποίηση του κόσμου…

Загрузка...