Η Ζάιντα κι οι δύο Ανεμοσκόποι αποχώρησαν από τα διαμερίσματα της Ηλαίην, μεγαλοπρεπείς κι επιδεικτικά νωχελικές αλλά χωρίς την παραμικρή τυπικότητα, όπως ακριβώς είχαν έρθει, δίνοντας μια αόριστη ευχή το Φως να φωτίζει τον δρόμο της και να την έχει ασφαλή. Για τα δεδομένα των Άθα’αν Μιέρε, ήταν σαν να έφευγαν βιαστικά δίχως λέξη. Η Ηλαίην αποφάσισε πως, αν η Ζάιντα επιθυμούσε πραγματικά να γίνει η επόμενη Κυρά των Πλοίων, είχε μια αντίζηλο την οποία ήλπιζε να παραγκωνίσει. Ίσως το Άντορ να ωφελείτο αν η Ζάιντα κέρδιζε τον θρόνο των Άθα’αν Μιέρε ή όπως τον έλεγαν στη γλώσσα των Θαλασσινών ασχέτως συμφωνίας, δεν θα ξεχνούσε ποτέ ότι το Άντορ την είχε βοηθήσει, κι αυτό μόνο οφέλη μπορούσε να αποφέρει. Αν αποτύγχανε όμως, η αντίζηλος της θα ήξερε προς τα πού είχε στραφεί η εύνοια του Άντορ. Ωστόσο, όλα αυτά ήταν υποθέσεις. Αυτά που μετρούσαν ήταν το εδώ και τώρα.
«Δεν περιμένω να κακομεταχειριστείτε μια πρέσβειρα», είπε σιγανά μόλις οι πόρτες έκλεισαν πίσω τους, «αλλά στο μέλλον περιμένω να έχω περισσότερη απομόνωση στα διαμερίσματά μου. Ούτε καν οι πρέσβειρες επιτρέπεται να μπαίνουν και να σουλατσάρουν εδώ μέσα. Έγινα κατανοητή;»
Η Ρασόρια ένευσε καταφατικά, με ξύλινη έκφραση, αλλά κρίνοντας από το κοκκίνισμα στα μάγουλά της, αισθανόταν ντροπή ανάλογη με της Μπιργκίτε επειδή είχε αφήσει τις Θαλασσινές να περάσουν, ενώ ο δεσμός... σφάδασε... μέχρι που ακόμα κι η Ηλαίην ένιωσε το πρόσωπό της να κοκκινίζει από έκδηλη αμηχανία. «Δεν έκανες κάτι λάθος, όχι ακριβώς, αλλά καλύτερα να μην επαναληφθεί». Μα το Φως, τώρα ακουγόταν σαν ηλίθια! «Η συζήτηση γι’ αυτό το θέμα λήγει εδώ», συμπλήρωσε ξερά. Που να καίγονταν και η Μπιργκίτε και ο δεσμός της! Πράγματι θα έπρεπε να παλέψουν με τη Ζάιντα για να τη σταματήσουν, αλλά αυτή η βαθιά ταπείνωση που προστέθηκε στον πονοκέφαλο της γυναίκας ισοδυναμούσε με προσβολή σε βαθμό κακουργήματος! Η δε Αβιέντα δεν είχε κανέναν λόγο να μειδιά με αυτόν τον... τον γλοιώδη τρόπο. Η Ηλαίην δεν γνώριζε πότε και πώς είχε μάθει η αδελφή της ότι η ίδια κι η Μπιργκίτε αντανακλούσαν πολλές φορές η μία την άλλη, αλλά το σίγουρο ήταν ότι η Αβιέντα έβρισκε την όλη κατάσταση εξαιρετικά διασκεδαστική. Η αίσθηση του χιούμορ της εκτραχυνόταν μερικές φορές.
«Έχω την εντύπωση πως εσείς οι δύο θα διαλυθείτε μεταξύ σας κάποια μέρα», είπε γελώντας. «Από την άλλη, τα ξέρουμε καλά τα αστεία σου, Μπιργκίτε Τραχέλιον». Η Μπιργκίτε τη στραβοκοίταξε κι η ξαφνική αίσθηση του πανικού συνέτριψε την αμηχανία στον δεσμό. Ανταποκρίθηκε με μια τόσο αθώα έκφραση, ώστε τα μάτια της έμοιαζαν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους.
Η Ηλαίην έκρινε προτιμότερο να μην κάνει ερωτήσεις. Η Λίνι έλεγε πως, όταν κάνεις ερωτήσεις, υποχρεούσαι να ακούσεις τις απαντήσεις, είτε το θέλεις, είτε όχι. Κι η ίδια σίγουρα δεν ήθελε να ακούσει, τη στιγμή μάλιστα που η μεν Ρασόρια περιεργαζόταν με υπερβολικό ενδιαφέρον τις πλάκες του δαπέδου μπροστά στις μπότες της, κι οι υπόλοιπες γυναίκες Φρουροί, στον προθάλαμο, πάσχιζαν ανεπιτυχώς να προσποιηθούν ότι δεν άκουγαν. Ποτέ της δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο πολύτιμο πράγμα ήταν η απομόνωση, μέχρι που την έχασε εντελώς. Ή, εν πάση περιπτώσει, σχεδόν εντελώς. «Και τώρα, θα αποτελειώσω το μπάνιο μου», είπε ήρεμα. Αίμα και στάχτες, τι είδους αστείο ήταν αυτό που είχε κάνει η Μπιργκίτε εις βάρος της; Κάτι που την έκανε να... διαλυθεί; Μάλλον όχι κάτι σημαντικό, αφού ακόμη δεν ήξερε περί τίνος επρόκειτο.
Δυστυχώς, το νερό στην μπανιέρα είχε κρυώσει. Είχε γίνει χλιαρό, τέλος πάντων, και σίγουρα η θερμοκρασία του δεν ήταν η κατάλληλη για να χαλαρώσει. Αν μούλιαζε λίγο ακόμη, θα ήταν θαυμάσιο, αλλά δεν άξιζε τον κόπο να περιμένει να αδειάσουν τις μπανιέρες κάδο τον κάδο και να φέρουν κι άλλο ζεστό νερό. Όλοι στο παλάτι θα πρέπει να είχαν πληροφορηθεί πια την άφιξή της, ενώ η Αρχιυπηρέτρια κι ο Αρχιγραμματέας σίγουρα θα ανυπομονούσαν να δώσουν τις ημερήσιες αναφορές τους. Ημερήσιες επειδή η Ηλαίην βρισκόταν στην πόλη, και διπλά ανυπόμονοι επειδή είχε λείψει μία μέρα. Το καθήκον προηγείται της ευχαρίστησης αν σκοπεύεις να κυβερνήσεις μια χώρα, κάτι που ισχύει και με το παραπάνω όταν επιδιώκεις να κερδίσεις έναν θρόνο.
Η Αβιέντα τράβηξε την πετσέτα από το κεφάλι της και τίναξε τα μαλλιά της, εμφανώς ανακουφισμένη που δεν θα χρειαζόταν να ξαναμπεί στο νερό. Κίνησε για το δωμάτιο ιματισμού βγάζοντας τη ρόμπα από πάνω της πριν ακόμα φτάσει στην πόρτα. Όταν η Ηλαίην μπήκε μαζί με τις υπηρέτριες, ήταν ήδη σχεδόν ντυμένη. Άφησε τη Νάρις να κάνει τη δουλειά της με ελάχιστη μουρμούρα, αν και το μόνο που απέμενε ήταν να φορέσει τη βαριά μάλλινη φούστα της. Έκανε πέρα τα χέρια της υπηρέτριας κι άρχισε να δένει η ίδια τα κορδόνια στις μαλακές μπότες που της έφταναν έως το γόνατο.
Για την Ηλαίην, τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα. Εκτός κι αν παρουσιαζόταν κάτι επείγον, η Εσάντε ένιωθε ασήμαντη όταν η Ηλαίην δεν λάμβανε υπ’ όψιν τις ενδυματολογικές επιλογές της. Όταν οι υπηρέτριες σε έχουν από κοντά, οι ισορροπίες είναι ευαίσθητες. Χωρίς την παραμικρή εξαίρεση, μια προσωπική υπηρέτρια γνωρίζει για σένα περισσότερα μυστικά απ’ όσα νομίζεις, κι αυτό γιατί σε έχει δει στις χειρότερες στιγμές σου, κακόκεφη, κουρασμένη, κλαμένη πάνω από το μαξιλάρι, οργισμένη και μελαγχολική. Ο σεβασμός πρέπει να είναι αμφίδρομος, αλλιώς η κατάσταση φθίνει. Έτσι, η Αβιέντα καθόταν σ’ έναν από τους πάγκους με τα μαξιλαράκια επιτρέποντας στη Νάρις να τη χτενίσει, ενώ η Ηλαίην δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν θα φορούσε ένα απλό γκρίζο φόρεμα από μαλλί εξαιρετικής ποιότητας, κεντημένο με πράσινη κλωστή στον ψηλό λαιμό και στα μανίκια και στολισμένο με γούνα μαύρης αλεπούς. Δεν ήταν ότι δυσκολευόταν να αποφασίσει, απλώς η Εσάντε τής παρουσίαζε διαρκώς μεταξωτά φορέματα ραμμένα με μαργαριτάρια, ζαφείρια και φλογόσταλες, το καθένα κεντημένο με πιότερα στολίδια από το προηγούμενο. Μπορεί η Ηλαίην να μην είχε κερδίσει ακόμη τον θρόνο, αλλά η Εσάντε επέμενε να την ντύνει κάθε μέρα σαν βασίλισσα έτοιμη για ακρόαση.
Αυτό δεν ήταν τελείως παράλογο, αφού παλαιότερα κατέφθαναν σε καθημερινή βάση αντιπροσωπείες εμπόρων, με σκοπό να αιτηθούν κάτι ή να υποβάλουν τα σέβη τους, ειδικά ξενομερίτες που ήλπιζαν να μην επηρεαστούν οι δουλειές τους από τις φασαρίες στο Άντορ. Το παλιό γνωμικό ότι όποια κατέχει το Κάεμλυν, κατέχει και το Άντορ, ουσιαστικά δεν είχε ισχύσει ποτέ, ενώ σύμφωνα με τις γνώμες των εμπόρων, οι πιθανότητες να κερδίσει η Ηλαίην τον θρόνο είχαν περιοριστεί αρκετά με την άφιξη του στρατού της Αρυμίλα έξω από τις πύλες. Μπορούσαν να μετρήσουν τους Οίκους που ήταν παραταγμένοι από κάθε πλευρά όσο εύκολα μετρούσαν νομίσματα. Ακόμα κι οι Αντορινοί έμποροι απέφευγαν πια το Βασιλικό Παλάτι, προτιμώντας να μένουν εκτός της Έσω Πόλης όσο το δυνατόν περισσότερο, έτσι ώστε να μη νομίζει κανείς ότι είχαν πάει στο παλάτι, οι δε τραπεζίτες έρχονταν φορώντας κουκούλες στο κεφάλι και με ανώνυμες άμαξες. Η Ηλαίην ήξερε πολύ καλά ότι κανείς δεν ευχόταν να πάθει κακό, και σίγουρα κανείς δεν επιθυμούσε να την εξαγριώσει, από την άλλη όμως δεν ήθελαν να μπουν και στο μάτι της Αρυμίλα, όχι τώρα τουλάχιστον. Πάντως, οι τραπεζίτες εξακολουθούσαν να καταφθάνουν, και μέχρι τώρα δεν είχε ακουστά κάποια περίπτωση εμπόρου που να ζήτησε κάτι από την Αρυμίλα· κάτι τέτοιο θα αποτελούσε την πρώτη ένδειξη ότι η ίδια έχανε στο παιχνίδι.
Χρειάστηκε ο διπλάσιος από τον συνήθη χρόνο για να μπει σ’ εκείνο το φόρεμα, μια κι η Εσάντε επέτρεψε στη Σέφανι να βοηθήσει την Ηλαίην. Το κορίτσι κοντανάσαινε όλη την ώρα, καθότι άμαθη στο να ντύνει κάποιον άλλον, και φοβούμενη μήπως έκανε κανένα λάθος υπό το άγρυπνο βλέμμα αφ’ ενός της Εσάντε κι αφ’ ετέρου της κυράς της, όπως υποψιαζόταν η Ηλαίην. Η ανησυχία ανάγκαζε τη γεροδεμένη νεαρή γυναίκα να δείχνει σημάδια αδεξιότητας, η αδεξιότητα με τη σειρά της την έκανε πιο επιμελή, οπότε κατέληγε να ανησυχεί ακόμα περισσότερο για τυχόν λάθη, με αποτέλεσμα να είναι πιο αργοκίνητη από την εύθραυστη γηραιότερη γυναίκα. Τελικά, η Ηλαίην βρέθηκε καθισμένη απέναντι από την Αβιέντα, αφήνοντας την Εσάντε να χτενίσει τις μπούκλες της με μια φιλντισένια χτένα. Κατά την άποψη της Εσάντε, άλλο ήταν να επιτρέπει σε κάποιο από τα κορίτσια να περνάει ένα ριχτό φόρεμα πάνω από το κεφάλι της Ηλαίην ή να την κουμπώνει, κι άλλο να ρισκάρει να κάνει τα μαλλιά της κουβάρι.
Ωστόσο, πριν καλά-καλά η χτένα περάσει μερικές φορές από τα μαλλιά της Ηλαίην, η Μπιργκίτε εμφανίστηκε στην είσοδο. Η Εσάντε ρουθούνισε κι η Ηλαίην μπορούσε να δει σχεδόν τη γυναίκα να κάνει μια γκριμάτσα πίσω από την πλάτη της. Η Εσάντε είχε επιτρέψει στην Μπιργκίτε να παρίσταται στο λουτρό, αν κι απρόθυμα, αλλά το δωμάτιο ιματισμού θεωρούνταν άβατο.
Παραδόξως, η Μπιργκίτε δεν έδωσε σημασία στο αποδοκιμαστικά βλέμμα της γυναίκας. Αντιθέτως, της έριξε μια εξευμενιστική ματιά. Συνήθως, απέφευγε να προκαλεί την Εσάντε περισσότερο απ’ όσο της επέτρεπε η Ηλαίην. «Η Ντυέλιν επέστρεψε, Ηλαίην, και μάλιστα με παρέα. Μαζί της είναι οι Υψηλές Έδρες των Μάντιαρ, Χέβιν, Γκίλγιαρντ και Νόρθαν». Για κάποιο λόγο, μέσω του δεσμού έρρεε ένα μείγμα απορίας κι ενόχλησης.
Άσχετα από τον πονοκέφαλο που μοιραζόταν με την Μπιργκίτε, η Ηλαίην θα χοροπηδούσε από χαρά, αν η Εσάντε δεν είχε βάλει τη χτένα βαθιά μέσα στα μαλλιά της. Τέσσερις! Ποτέ δεν περίμενε από την Ντυέλιν να τα καταφέρει τόσο καλά. Μπορεί να έτρεφε ελπίδες, μπορεί να το ευχόταν, αλλά σίγουρα δεν το περίμενε, πόσω μάλλον μέσα σε μία μόλις εβδομάδα. Η αλήθεια ήταν ότι περίμενε από την Ντυέλιν να επιστρέψει με άδεια χέρια. Η παρουσία τεσσάρων Υψηλών Εδρών την έκανε να ισοβαθμεί με την Αρυμίλα. Βέβαια, ήταν κάπως πικρόχολο να θεωρεί τον εαυτό της «ισόβαθμο» με εκείνη την τρελαμένη γυναίκα, αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Ο Μάντιαρ, ο Χέβιν, ο Γκίλγιαρντ κι ο Νόρθαν. Γιατί όχι κι ο Κάντρεντ, ο πέμπτος Οίκος που είχε πάει να προσεγγίσει η Ντυέλιν; Αλλά όχι. Είχε με το μέρος της τέσσερις ακόμα Οίκους, και σε καμία περίπτωση δεν θα γκρίνιαζε για την έλλειψη ενός.
«Περιποιήσου τους στο επίσημο καθιστικό μέχρι να μπορέσω να έρθω, Μπιργκίτε». Το μικρό καθιστικό ήταν αρκετό για τη Ζάιντα —ήλπιζε να μην είχε προσέξει η Κυρά των Κυμάτων την παραμέληση του δωματίου— αλλά τέσσερις Υψηλές Έδρες είχαν ανάγκη από περισσότερο χώρο. «Και ζήτησε από την Αρχιυπηρέτρια να ρυθμίσει το θέμα της διαμονής τους». Της διαμονής. Μα το Φως! Θα χρειαζόταν να διώξει εσπευσμένα τις Άθα’αν Μιέρε, για να κάνει χώρο. Μέχρι να φύγουν εκείνες, τα περισσότερα κρεβάτια που δεν καταλαμβάνονταν ήδη από δύο άτομα, καταλαμβάνονταν από τρία. «Εσάντε, νομίζω πως το πράσινο μεταξωτό με τα ζαφείρια θα μου πηγαίνει καλύτερα. Φέρε, επίσης, τα ζαφείρια των μαλλιών. Τα μεγάλα».
Η Μπιργκίτε έφυγε εξακολουθώντας να νιώθει απορία και κάποια ταραχή. Γιατί, όμως; Να σκεφτόταν, άραγε, ότι η Ηλαίην έπρεπε να αφήσει την Ντυέλιν να ξεροσταλιάζει εξαιτίας της Ζάιντα; Μα το Φως, τώρα η Ηλαίην ένιωθε προβληματισμένη εξαιτίας του προβληματισμού της Μπιργκίτε. Αν επέτρεπαν σε αυτό το ανακυκλούμενο συναίσθημα να τις διακατέχει, στο τέλος και οι δύο θα ένιωθαν ναυτία! Καθώς η πόρτα έκλεινε, η Εσάντε κινήθηκε προς την πλησιέστερη ντουλάπα με ένα χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και θριαμβευτικό.
Παρατηρώντας την Αβιέντα, η οποία είχε απομακρύνει τη Νάρις και τη χτένα της και δίπλωνε ένα σκούρο γκρίζο μαντίλι για να δέσει τα μαλλιά στον αυχένα της, η Ηλαίην χαμογέλασε κι αυτή. Χρειαζόταν κάτι που θα την έβγαζε από αυτήν την ατελείωτη ανακατωσούρα. «Ίσως, για μια φορά, θα έπρεπε να φορέσεις μετάξια και πετράδια, Αβιέντα», την πείραξε γλυκά. «Η Ντυέλιν δεν πρόκειται να ενοχληθεί φυσικά, μα οι υπόλοιποι δεν είναι συνηθισμένοι στις Αελίτισσες. Θα νομίζουν πως φιλοξενώ καμιά γυναίκα απ’ τους στάβλους».
Το είπε ως αστείο —συνήθιζαν να πειράζονται διαρκώς μεταξύ τους για τα ρούχα, αν κι η Ντυέλιν κοίταζε περιφρονητικά την Αβιέντα ό,τι κι αν φορούσε— αλλά η αδελφή της κοίταξε συνοφρυωμένη τις ντουλάπες που απλώνονταν κατά μήκος του τοίχου, κι έπειτα ένευσε κι άφησε το μαντίλι πλάι της, στο παραγεμισμένο μαξιλαράκι. «Κι όλα αυτά για να εντυπωσιαστούν οι Υψηλές Έδρες. Μη νομίζεις πως σκοπεύω να το κάνω συνέχεια. Για χάρη σου το κάνω».
Για κάποια που απλώς έκανε χάρη, αφέθηκε να κοιτάζει με τεράστιο ενδιαφέρον τα ρούχα που είχε βγάλει η Εσάντε, προτού αποφασίσει να φορέσει ένα σκούρο μπλε βελούδινο φόρεμα με πράσινες ραβδώσεις κι ένα ασημί δίχτυ για να στερεώσει τα μαλλιά της. Τα ρούχα τής ανήκαν, είχαν κατασκευαστεί ειδικά για την αφεντιά της, αλλά από τότε που είχε έρθει στο Κάεμλυν, τα απέφευγε λες και μέσα τους σέρνονταν δηλητηριώδεις αράχνες. Χάιδεψε τα μανίκια και δίστασε, σαν να επρόκειτο από στιγμή σε στιγμή να αλλάξει γνώμη, αλλά τελικά άφησε τη Νάρις να κουμπώσει τα μικροσκοπικά μαργαριταρένια κουμπιά. Αρνήθηκε την προσφορά της Ηλαίην να φορέσει σμαράγδια που θα ταίριαζαν γάντι με την εσθήτα της, κρατώντας το ασημένιο περιδέραιο με τις χιονονιφάδες και το βαρύ φιλντισένιο βραχιόλι, αλλά την τελευταία στιγμή καρφίτσωσε την κεχριμπαρένια χελώνα στον ώμο της.
«Ποτέ δεν ξέρεις πού μπορεί να σου χρειαστεί», είπε.
«Φύλαγε τα ρούχα σου, να έχεις τα μισά», συμφώνησε η Ηλαίην. «Πολύ σου πάνε αυτά τα χρώματα». Ήταν αλήθεια, μα η Αβιέντα αναψοκοκκίνισε. Αν της έκανες ένα κομπλιμέντο για το πόσο καλά χειριζόταν το τόξο ή για το πόσο γοργά έτρεχε, θα το θεωρούσε χρέος της, αλλά δυσκολευόταν να αποδεχτεί το γεγονός ότι ήταν όμορφη. Αποτελούσε ένα κομμάτι του εαυτού της που είχε καταφέρει να αγνοεί μέχρι τώρα.
Η Εσάντε κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της, χωρίς να ξέρει βέβαια ότι η πόρπη ήταν ανγκριάλ. Το κεχριμπάρι δεν ταίριαζε με το μπλε βελούδο. Ίσως, πάλι, να έφταιγε το εγχειρίδιο της Αβιέντα με την κεράτινη λαβή που είχε χωμένο μέσα από την πράσινη βελούδινη ζώνη της. Η ασπρομάλλα υπηρέτρια βεβαιώθηκε ότι η Ηλαίην είχε ένα μικρό εγχειρίδιο με ζαφείρια πάνω στη θήκη και στο μπροστάρι, που κρεμόταν από μια ζώνη από υφασμένο χρυσάφι. Όλα έπρεπε να είναι άψογα για να κερδίσουν την έγκριση της Εσάντε.
Η Ρασόρια ξαφνιάστηκε μόλις η Αβιέντα εμφανίστηκε στον προθάλαμο ντυμένη με το ψηλόλαιμο βελούδινο φόρεμά της. Οι γυναίκες Φρουροί δεν την είχαν δει ποτέ να φοράει κάτι άλλο εκτός από τα Αελίτικα ενδύματα. Η Αβιέντα τις κοίταξε μουτρωμένη, λες κι είχαν βάλει τα γέλια, κι άδραξε το εγχειρίδιο της ζώνης της, αλλά ευτυχώς η προσοχή της στράφηκε σ’ έναν δίσκο καλυμμένο με πανί και τοποθετημένο στο μακρόστενο τραπέζι που ακουμπούσε στον τοίχο. Το μεσημεριανό γεύμα της Ηλαίην είχε ετοιμαστεί ενόσω οι γυναίκες ντύνονταν. Κάνοντας πέρα το ύφασμα με τις γαλάζιες λωρίδες, η Αβιέντα προσπάθησε να προσελκύσει το ενδιαφέρον της Ηλαίην στο φαγητό, χαμογελώντας και τονίζοντας πόσο εύγευστα είναι τα βραστά, ξερά δαμάσκηνα κι αναφωνώντας μόλις η ματιά της έπεφτε πάνω στα κομμάτια του χοιρινού μέσα στον χυλό από δημητριακά. Φαίνονταν κομμένα σε λεπτές φέτες. Η Ρασόρια ξερόβηξε κι ανέφερε πως η φωτιά έκαιγε όμορφα στο μεγάλο καθιστικό του δωματίου κι ότι θα την ευχαριστούσε ιδιαίτερα αν μετέφερε τον δίσκο στο εσωτερικό για χάρη της Αρχόντισσας Ηλαίην. Όλοι φρόντιζαν έτσι ώστε η Ηλαίην να τρέφεται σωστά, αν κι η λέξη «σωστά» ήταν υποκειμενική, αλλά αυτό εδώ καταντούσε γελοίο. Ο δίσκος ήταν αφημένος εκεί για κάμποση ώρα. Ο χυλός είχε καταντήσει μια πηχτή μάζα που, αν αναποδογύριζες τη γαβάθα, θα έμενε κολλημένη στον πάτο της!
Την περίμεναν οι Υψηλές Έδρες τεσσάρων Οίκων, και περίμεναν αρκετά. Τους το επεσήμανε, αλλά προσφέρθηκε να αφήσει τις δυο τους να φάνε, αν πεινούσαν. Αυτό που εννοούσε, στην πραγματικότητα, ήταν πως θα επέμενε να φάνε. Αυτό ήταν αρκετό για να κάνει την Αβιέντα να καλύψει ξανά τον δίσκο με το πανί αναρριγώντας, και τη Ρασόρια να μη χάνει χρόνο.
Η απόσταση από τον παγερό διάδρομο μέχρι το επίσημο καθιστικό δεν ήταν μεγάλη και τα μόνα πράγματα που κινούνταν, εκτός από τις ίδιες, ήταν τα λαμπερά, χειμερινά επίτοιχα χαλιά που αναδεύονταν στα ρεύματα του διαδρόμου. Οι Φρουροί σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω από την Ηλαίην και την Αβιέντα, παρακολουθώντας τα πάντα γύρω τους, λες και περίμεναν επίθεση από Τρόλοκ. Η Ηλαίην κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να πείσει τη Ρασόρια ότι δεν ήταν ανάγκη να ψάξει το καθιστικό προτού η ίδια έκανε την είσοδό της. Μπορεί οι Φρουροί να την υπηρετούσαν και να την υπάκουγαν, αλλά το μεγαλύτερό τους καθήκον ήταν να την κρατήσουν ζωντανή. Ως προς αυτό ειδικά το καθήκον, δεν το είχαν σε τίποτα να μουλαρώσουν όσο η Μπιργκίτε όταν έπρεπε να αποφασίσει αν ήταν Πρόμαχος, Στρατηγός ή μεγαλύτερη αδελφή. Το πιθανότερο δε ήταν πως, ύστερα από το περιστατικό με τη Ζάιντα, η Ρασόρια μάλλον θα ήθελε να παραδώσουν τα όπλα τους οι άρχοντες κι οι αρχόντισσες που περίμεναν μέσα! Η απειλή του χυλού ίσως να είχε παίξει επίσης τον ρόλο της. Ύστερα όμως από μια σύντομη συζήτηση, η Ηλαίην με την Αβιέντα πέρασαν τη φαρδιά είσοδο μοναχές τους. Ωστόσο, η ικανοποίηση που αισθανόταν η Ηλαίην δεν κράτησε πολύ.
Το καθιστικό ήταν τεράστιο, μια και σκοπός του ήταν να δέχεται με άνεση δεκάδες ανθρώπους, ένας χώρος με σκούρα επένδυση, στρωμένα χαλιά, που κάλυπταν τις πλάκες του πατώματος, και μια πεταλωτή καμάρα από καθίσματα με ψηλή πλάτη μπροστά σε ένα πανύψηλο τζάκι λευκού μαρμάρου με ψιλά κόκκινα νερά. Εδώ, οι σπουδαιότεροι απεσταλμένοι γίνονταν δεκτοί με μεγαλύτερες τιμές απ’ ό,τι στην αίθουσα του θρόνου, αφού ο χώρος ήταν πολύ πιο φιλικός. Οι φλόγες που χόρευαν πάνω στα κούτσουρα του τζακιού δεν είχαν προλάβει να απομακρύνουν την ψύχρα από την ατμόσφαιρα, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος για τον οποίο η Ηλαίην ένιωσε λες κι είχε δεχτεί γροθιά στο στομάχι. Τώρα καταλάβαινε τη σύγχυση της Μπιργκίτε.
Η Ντυέλιν στεκόταν μπροστά στο τζάκι ζεσταίνοντας τα χέρια της, και στράφηκε μόλις εισήλθαν οι γυναίκες. Ήταν μια γυναίκα με δυναμικό πρόσωπο, ψιλές ρυτίδες στις άκρες των ματιών της και μια υποψία γκρίζου στα κατάξανθα μαλλιά της. Δεν περίμενε να αλλάξει με το που έφτασε στο παλάτι, κι εξακολουθούσε να φοράει ένα φόρεμα ιππασίας σε βαθύγκριζο χρώμα, στο στρίφωμα του οποίου υπήρχαν μερικές βρώμικες κηλίδες από το ταξίδι. Η υπόκλιση που έκανε ήταν όλη κι όλη ένα ελαφρύ γέρσιμο του λαιμού κι ένα μικρό λύγισμα των γονάτων, αλλά δεν είχε σκοπό να φανεί αγενής. Η Ντυέλιν, όπως κι η Ζάιντα, είχε πλήρη επίγνωση του ποια ήταν —το μοναδικό κόσμημά της ήταν μια μικρή χρυσή καρφίτσα στο σχήμα της Κουκουβάγιας και της Βελανιδιάς των Τάραβιν στον ώμο της, σαφής δήλωση ότι η Υψηλή Έδρα των Τάραβιν δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο— ωστόσο είχε κοντέψει να πεθάνει για να αποδείξει την αφοσίωσή της στην Ηλαίην. «Αρχόντισσα Ηλαίην», είπε τυπικά, «με μεγάλη μου τιμή, σου παρουσιάζω τον Άρχοντα Πέριβαλ, Υψηλή Έδρα του Οίκου Μάντιαρ».
Ένας όμορφος, χρυσόμαλλος νεαρός με απλό γαλάζιο πανωφόρι σταμάτησε απότομα να κοιτάζει μέσα από το καλειδοσκόπιο με τους τέσσερις κυλίνδρους, το οποίο στηριζόταν σ’ έναν επίχρυσο ορθοστάτη, ψηλότερο από τον ίδιο. Στο χέρι του κρατούσε μια ασημένια κούπα κι η Ηλαίην ευχήθηκε να μην περιείχε σκέτο κρασί, ας ήταν τουλάχιστον νερωμένο. Ένα από τα βοηθητικά τραπέζια ήταν γεμάτο με κάμποσους δίσκους, βαρυφορτωμένους με κανάτες και φλιτζάνια. Υπήρχε, επίσης, μια διακοσμημένη τσαγιέρα, που ήξερε ότι κάλλιστα μπορούσε να είναι γεμάτη νερό. «Ευχαρίστησή μου, Αρχόντισσα Ηλαίην», είπε ο άντρας με συριστική φωνή, αναψοκοκκινίζοντας και κάνοντας μια αρκετά αξιοπρεπή υπόκλιση, παρά τη σχετική αδεξιότητα να χειριστεί το ξίφος που ήταν περασμένο στη ζώνη του. Το όπλο τού έπεφτε κάπως μακρύ. «Ο Οίκος Μάντιαρ στηρίζει τον Οίκο Τράκαντ». Η Ηλαίην ανταπέδωσε την υπόκλιση κάπως ζαλισμένη, απλώνοντας μηχανικά τη φούστα της.
«Η Αρχόντισσα Κάταλυν, Υψηλή Έδρα του Οίκου Χέβιν», συνέχισε η Ντυέλιν.
«Ηλαίην», μουρμούρισε πλάι της μια μαυρομάτα νεαρή, αγγίζοντας τη βαθυπράσινη σχιστή φούστα και γέρνοντας ελάχιστα το κεφάλι, κάτι που θα μπορούσε να εκληφθεί ως ελαφρά υπόκλιση, αν και το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν ίσως να μιμηθεί την Ντυέλιν. Ίσως, πάλι, ήθελε να αποφύγει να ακουμπήσει το πηγούνι της στη μεγάλη σμαλτωμένη πόρπη με την Κυανή Άρκτο των Χέβιν στο ψηλόλαιμο φόρεμά της. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα με ένα ασημένιο δίχτυ, που απεικόνιζε επίσης την Κυανή Άρκτο, και φορούσε ένα μεγάλο δαχτυλίδι με την αντίστοιχη σφραγίδα. Πολλή έπαρση έδειχνε αυτός ο Οίκος. Παρά την αγέρωχη ψυχρότητά της, επιεικώς θα τη χαρακτήριζε κανείς γυναίκα, αφού τα μάγουλά της δεν είχαν αποβάλει ακόμη το εφηβικό πάχος τους. «Ο Οίκος Χέβιν στηρίζει τον Οίκο Τράκαντ, προφανώς, ειδάλλως δεν θα ήμουν εδώ».
Το στόμα της Ντυέλιν σφίχτηκε ελαφρά κι έριξε στην κοπέλα ένα σκληρό βλέμμα, αν κι η Κάταλυν δεν φάνηκε να προσέχει τίποτα. «Ο Άρχοντας Μπράνλετ, Υψηλή Έδρα του Οίκου Γκίλγιαρντ».
Άλλος ένας νεαρός, αυτός με μαύρες ατίθασες μπούκλες, ντυμένος με ένα πράσινο πανωφόρι, κεντητό με χρυσάφι στα μανίκια, άφησε βιαστικά την κούπα του στο τραπέζι, λες και δεν ήθελε να τον δουν να την κρατάει. Τα γαλάζια του μάτια ήταν δυσανάλογα μεγάλα για το πρόσωπό του και παραλίγο να σκοντάψει πάνω στο σπαθί του καθώς έκανε να υποκλιθεί. «Με μεγάλη μου χαρά, ανακοινώνω ότι ο Οίκος Γκίλγιαρντ στηρίζει τον Οίκο Τράκαντ, Αρχόντισσα Ηλαίην». Πριν αποτελειώσει την πρότασή του, η φωνή του άρχισε να τρεμουλιάζει κι έγινε μπάσα, ενώ, είχε κοκκινίσει πιότερο κι από τον Πέριβαλ.
«Και ο Άρχοντας Κοναίλ, Υψηλή Έδρα του Οίκου Νόρθαν».
Ο Κοναίλ Νόρθαν μειδίασε πάνω από την ακμή της ασημένιας κούπας του. Ψηλός και λιπόσαρκος, μέσα σ’ ένα γκρίζο πανωφόρι με μανίκια υπερβολικά κοντά για να καλύψουν τους κοκαλιάρικους καρπούς του, είχε ένα χαμόγελο γεμάτο υποσχέσεις, εύθυμα καφετιά μάτια και μύτη γαμψή σαν ράμφος αετού. «Τραβήξαμε ξυλάκια για το ποιος θα συστηθεί πρώτος, κι εγώ τράβηξα το πιο κοντό. Ο Οίκος Νόρθαν στηρίζει τον Οίκο Τράκαντ. Δεν είναι δυνατόν να αφήσουμε μια ανόητη σαν την Αρυμίλα να ανέβει στον θρόνο». Χειρίστηκε απαλά το σπαθί του —αυτός, αν μη τι άλλο, φαινόταν να έχει ενηλικιωθεί— αλλά όσο κι αν είχε ξεπεράσει τα δεκάξι, η Ηλαίην δεν εντυπωσιαζόταν ούτε από τις χαμηλές του μπότες, ούτε από τους πτερνιστήρες με τους ασημένιους γρόμπους.
Το νεαρό της ηλικίας τους δεν αποτελούσε έκπληξη, φυσικά, αλλά η Ηλαίην θα περίμενε από τον Κοναίλ να έχει κάποιον ηλικιωμένο άντρα στο πλευρό του ως σύμβουλο, και από τους υπόλοιπους να έχουν τουλάχιστον έναν φρουρό πάνω από τους ώμους τους. Δεν υπήρχε κανένας άλλος στο δωμάτιο εκτός από την Μπιργκίτε, η οποία στεκόταν μπροστά στα ψηλά αψιδωτά παράθυρα με τα μπράτσα διπλωμένα κάτω από τα στήθη της. Το λαμπερό ηλιόφως του μεσημεριού χυνόταν μέσα από το πεντακάθαρο τζάμι των δίφυλλων παραθύρων, κάνοντας τη μορφή της να φαντάζει κάπως δυσάρεστη.
«Ο Οίκος Τράκαντ κι εγώ προσωπικά σάς καλωσορίζουμε όλους», είπε η Ηλαίην, πνίγοντας τον φόβο της. «Τόσο εγώ, όσο κι ο Οίκος Τράκαντ, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την υποστήριξή σας». Ένα μικρό μέρος της σαστιμάρας που ένιωθε μπορεί να της ξέφυγε, γιατί το στόμα της Κάταλυν σφίχτηκε και τα μάτια της λαμπύρισαν.
«Δεν έχω πια ανάγκη από προστασία, όπως ήδη θα γνωρίζεις, Ηλαίην», είπε με κάπως ακατάδεχτη φωνή. «Ο θείος μου, ο Άρχοντας Άρεντορ, είπε στη Γιορτή των Φώτων ότι είμαι πανέτοιμη κι ότι δεν χρειάζεται να περιμένω άλλο ένα έτος για να κάνω ό,τι μου αρέσει. Η αλήθεια είναι πως μάλλον ήθελε να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στο κυνήγι, όσο ακόμα μπορεί. Ανέκαθεν αγαπούσε το κυνήγι κι είναι αρκετά ηλικιωμένος πια». Για άλλη μια φορά, δεν παρατήρησε το συνοφρύωμα στο πρόσωπο της Ντυέλιν. Ο Άρεντορ Χέβιν κι η Ντυέλιν ήταν, κατά προσέγγιση μόνο, μιας κάποιας ηλικίας.
«Ούτε εγώ διαθέτω κηδεμόνα», είπε κάπως αβέβαια ο Μπράνλετ, με φωνή σχεδόν εξίσου διαπεραστική με της Κάταλυν.
Η Ντυέλιν τού χάρισε ένα χαμόγελο συμπάθειας και παραμέρισε με μια απαλή κίνηση τα μαλλιά από το μέτωπό του, αν κι αυτά ξανάπεσαν πίσω. «Η Μέιβ ίππευε μόνη, όπως της άρεσε πάντα, και το άλογό της παραπάτησε στην τρύπα ενός τυφλοπόντικα», εξήγησε η γυναίκα σιγανά. «Μέχρι να τη βρουν, ήταν πια πολύ αργά. Έγινε κάποιου είδους... συζήτηση... σχετικά με το ποιος θα έπαιρνε τη θέση της».
«Εδώ και τρεις μήνες δεν μπορούν να συμφωνήσουν», μουρμούρισε ο Μπράνλετ. Για μια στιγμή, φάνηκε νεότερος του Πέριβαλ, σαν ένα αγόρι που πασχίζει να βρει τον δρόμο του, αλλά δεν υπήρχε κανείς να του δείξει το μονοπάτι. «Υποτίθεται πως δεν θα το πω πουθενά, αλλά σ’ εσάς μπορώ να το πω. Θα γίνετε Βασίλισσα».
Η Ντυέλιν ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του Πέριβαλ κι εκείνος κορδώθηκε, παρ’ όλο που εξακολουθούσε να είναι κοντύτερος της. «Ο Άρχοντας Γουίλιν θα βρισκόταν εδώ, μαζί με τον Άρχοντα Πέριβαλ, αλλά τα χρόνια τον έριξαν στο κρεβάτι. Κανείς δεν γλιτώνει από τα γεράματα, τελικά». Έριξε άλλη μια ματιά προς το μέρος της Κάταλυν, αλλά το κορίτσι περιεργαζόταν την Μπιργκίτε με τα χείλη σουφρωμένα. «Ο Γουίλιν σού στέλνει τις καλύτερες ευχές του, όπως επίσης και κάποιον που θεωρεί γιο του».
«Ο θείος Γουίλιν μού είπε να στηρίξω την τιμή του Οίκου Μάντιαρ και του Άντορ», είπε ο Πέριβαλ έντονα και με σοβαρό τόνο, όσο τουλάχιστον σοβαρό μπορεί να είναι ένα παιδί. «Θα προσπαθήσω, Ηλαίην. Θα προσπαθήσω σκληρά».
«Είμαι σίγουρη ότι θα πετύχεις», απάντησε η Ηλαίην, καταφέρνοντας να μπολιάσει με λίγη ζέση τη φωνή της. Πολύ θα ήθελε να τους έδιωχνε όλους και να έκανε μερικές ιδιαίτερες ερωτήσεις στην Ντυέλιν, αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει τώρα. Ανεξαρτήτως ηλικίας, άπαντες ήταν Υψηλές Έδρες πανίσχυρων Οίκων, επομένως η ίδια όφειλε να τους προσφέρει ανάπαυση και να κάνει μια στοιχειώδη συζήτηση μαζί τους προτού πήγαιναν ν’ αλλάξουν και να ξεκουραστούν από το ταξίδι.
«Είναι όντως η Στρατηγός της Βασιλικής Φρουράς;» ρώτησε η Κάταλυν, καθώς η Μπιργκίτε έδινε στην Ηλαίην ένα φλιτζάνι από λεπτή γαλάζια πορσελάνη, γεμισμένο με ελαφρώς σκούρο ζεστό νερό. Η κοπέλα μιλούσε λες κι η Μπιργκίτε δεν βρισκόταν στο δωμάτιο. Η Μπιργκίτε ανασήκωσε το ένα της φρύδι πριν φύγει, αλλά η Κάταλυν έμοιαζε εξασκημένη στο να μη βλέπει όσα δεν επιθυμούσε να δει. Το κρασοπότηρο που κρατούσε με το πλαδαρό της χέρι ανέδιδε τη διαπεραστική και γλυκερή μυρωδιά αρωματικών, ενώ στο ποτό της Ηλαίην, που μόνο κατ’ ευφημισμόν ήταν τσάι, δεν υπήρχε σταγόνα μελιού.
«Ναι, και η Πρόμαχός μου», της είπε. Ευγενικά. Σαν να είχε ήδη έτοιμη την απάντηση! Το κορίτσι το εξέλαβε ως φιλοφρόνηση. Της άξιζε ένα μαστίγωμα για την αγένειά της, αλλά δεν μαστιγώνεις μια Υψηλή Έδρα. Ειδικά όταν έχεις ανάγκη την υποστήριξή της.
Το βλέμμα της Κάταλυν πετάχτηκε στα χέρια της Ηλαίην, αλλά το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό δεν επηρέασε καθόλου την παγερή έκφραση που είχε χαραχτεί στο πρόσωπό της. «Εκείνες σ’ το έδωσαν; Δεν είχα πληροφορηθεί ότι προάχθηκες σε Άες Σεντάι. Νόμιζα πως ο Λευκός Πύργος σε είχε στείλει σπίτι σου όταν πέθανε η μητέρα σου, ή λόγω των προβλημάτων στον Πύργο, για τα οποία τόσα ακούμε. Σκέψου μια Άες Σεντάι να καυγαδίζει σαν αγρότισσα στην αγορά. Αυτή, όμως, πώς μπορεί να είναι Στρατηγός ή Πρόμαχος, δίχως ξίφος; Όπως κι αν έχει, η θεία μου η Έβελ λέει πως μια γυναίκα πρέπει να αφήνει τα σπαθιά στους άντρες. Δεν πεταλώνεις εσύ το άλογό σου όταν έχεις πεταλωτή, ούτε αλέθεις τη σοδειά σου όταν έχεις μυλωνά». Απόφθεγμα της Αρχόντισσας Έβελ, χωρίς καμιά αμφιβολία.
Η Ηλαίην παρέμεινε ανέκφραστη, αγνοώντας κάποιες ελαφριές, υπόγειες προσβολές, θαμμένες κάτω από τα λόγια της κοπέλας. «Ο στρατός είναι το ξίφος του Στρατηγού, Κάταλυν. Ο Γκάρεθ Μπράυν λέει ότι ένας στρατηγός που χρησιμοποιεί άλλη λεπίδα δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά του». Ούτε η αναφορά του συγκεκριμένου ονόματος φάνηκε να εντυπωσιάζει τη νεαρή. Ακόμα και τα παιδιά των μεταλλωρύχων, στα Βουνά της Ομίχλης, γνώριζαν ποιος είναι ο Γκάρεθ Μπράυν!
Η Αβιέντα φάνηκε χαμογελαστή στο πλευρό της Ηλαίην, σαν να ήταν χαρούμενη με την ευκαιρία που της παρουσιάστηκε να μιλήσει με το κορίτσι. «Τα σπαθιά δεν έχουν καμία απολύτως χρησιμότητα», είπε γλυκά. Ποιος, η Αβιέντα! Η Ηλαίην δεν είχε συνειδητοποιήσει ποτέ ότι η αδελφή της μπορούσε να υποκριθεί με τόση επιδεξιότητα. Κρατούσε κι αυτή στα χέρια της μια κούπα αρωματικό κρασί. Δύσκολα θα περίμενε κανείς να συνεχίζει να πίνει πικρό τσάι ως ένδειξη στοργής απέναντι στην αδελφή της. «Θα έπρεπε να μάθεις να χειρίζεσαι το δόρυ. Και το μαχαίρι. Και το τόξο. Η Μπιργκίτε Τραχέλιον είναι ικανή να πετύχει με το τόξο της τα μάτια σου από απόσταση διακοσίων βημάτων, ίσως και τριακοσίων».
«Το δόρυ;» ρώτησε ξεψυχισμένα η Κάταλυν. Κι έπειτα, με χροιά δυσπιστίας στη φωνή της: «Τα μάτια μου;»
«Δεν είχες την ευκαιρία να συναντήσεις την αδελφή μου», είπε η Ηλαίην. «Αβιέντα, από δω η Αρχόντισσα Κάταλυν Χέβιν. Κάταλυν, η Αβιέντα των Εννέα Κοιλάδων του Τάαρνταντ». Ίσως θα έπρεπε να είχε κάνει αντίστροφα τις συστάσεις, αλλά η Αβιέντα ήταν η αδελφή της, οπότε ακόμα και μία Υψηλή Έδρα ήταν υποχρεωμένη να συστηθεί στην αδελφή μιας Κόρης-Διαδόχου. «Η Αβιέντα είναι Αελίτισσα και μελετά ώστε να γίνει Σοφή».
Το στόμα της ανόητης νεαρής άνοιξε από έκπληξη και το πηγούνι της έπεφτε όλο και περισσότερο με κάθε λέξη, μέχρι που απέμεινε να τις κοιτάζει σαν χάνος. Πολύ καλά. Η Αβιέντα χάρισε στην Ηλαίην ένα πιο αχνό χαμόγελο, με τα πράσινα μάτια της να λαμπυρίζουν επιδοκιμαστικά πάνω από το κρασοπότηρο. Η Ηλαίην διατήρησε ήρεμο ύφος, αν και πολύ ήθελε να ανταποδώσει το μειδίαμα.
Ο χειρισμός των υπολοίπων ήταν πολύ πιο εύκολος και πολύ λιγότερο εκνευριστικός. Ο Πέριβαλ με τον Μπράνλετ ήταν ήδη συνεσταλμένοι για την πρώτη τους επίσκεψη στο Κάεμλυν, πόσω μάλλον στο Βασιλικό Παλάτι, και μετά βίας έλεγαν δύο λέξεις, εκτός αν κάποιος τους απηύθυνε τον λόγο. Ο Κοναίλ θεώρησε τον ισχυρισμό περί της Αελίτικης καταγωγής της Αβιέντα αστείο κι η γυναίκα κόντεψε να του χώσει το μαχαίρι της ζώνης της στη σπάλα επειδή είχε γελάσει τόσο άξεστα, αλλά ευτυχώς εκείνος το θεώρησε κι αυτό αστείο. Η Αβιέντα υιοθέτησε μια ψυχρή αταραξία, πράγμα που την έκανε να μοιάζει με Σοφή ντυμένη με τα συνηθισμένα της ρούχα. Με το βελούδινο φόρεμά της, φάνταζε πιότερο με κυρία της αυλής, άσχετα από το ότι συχνά ψαχούλευε το εγχειρίδιό της. Ο δε Μπράνλετ δεν έχανε ευκαιρία να ρίχνει λοξές ματιές στην Μπιργκίτε. Χρειάστηκε κάμποση ώρα για να αντιληφθεί η Ηλαίην ότι ο Μπράνλετ παρακολουθούσε το περπάτημα της Προμάχου της πάνω στα ψηλά τακούνια της —κι αυτά τα φαρδιά παντελόνια παραήταν εφαρμοστά στους γοφούς της— αλλά το μόνο που έκανε ήταν να αναστενάξει. Ευτυχώς, η Μπιργκίτε δεν πρόσεξε τίποτα· άλλωστε, σε περίπτωση που προσπαθούσε να το κρύψει, ο δεσμός θα το μαρτυρούσε αμέσως στην Ηλαίην. Στην Μπιργκίτε άρεσε να την κοιτάνε οι άντρες. Ειδικά οι ώριμοι. Μάλλον θα έκανε ζημιά στην Ηλαίην αν η Πρόμαχός της έδινε ένα σκαμπίλι στα πισινά του νεαρού Μπράνλετ.
Κυρίως ήθελαν να μάθουν αν η Ρεάνε Κόρλυ ήταν Άες Σεντάι. Κανείς από τους τέσσερις δεν είχε δει στο παρελθόν αδελφή, αλλά πίστευαν πως μάλλον ήταν, εφ’ όσον διέθετε την ικανότητα της διαβίβασης και μπορούσε με ένα μόνο βήμα να μεταφερθεί μαζί με τους ίδιους και τους οπλίτες τους εκατοντάδες μίλια μακριά. Ήταν μια καλή ευκαιρία να εξασκηθεί στην υπεκφυγή χωρίς ψέματα, βοηθούμενη κι από το Μέγα Ερπετό στο δάχτυλό της. Το μόνο που θα κατάφερνε ένα ψέμα θα ήταν να στιγματίσει εξ αρχής τις σχέσεις της με αυτούς τους τέσσερις, ίσως όμως να μην είχε νόημα να ελπίζει πως οι φήμες σχετικά με την υποστήριξη των Άες Σεντάι θα διυλίζονταν προς τη μεριά της Αρυμίλα, ενώ η ίδια θα διέδιδε ελεύθερα την αλήθεια. Φυσικά, κι οι τέσσερις ανυπομονούσαν να της αναφέρουν πόσους οπλίτες είχαν φέρει μαζί τους, συνολικά πάνω από τρεις χιλιάδες, οι μισοί σχεδόν με βαλλίστρες κι αλαβάρδες, που θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμοι στα τείχη. Ήταν μια υπολογίσιμη δύναμη για τέσσερις Οίκους, έτοιμη μάλιστα να αναλάβει δράση με το που είχε παρουσιαστεί η Ντυέλιν, από την άλλη όμως κανένας Οίκος δεν ήθελε την Υψηλή Έδρα του απροστάτευτη σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Η απαγωγή δεν ήταν κάτι ανήκουστο σε περιόδους όπου διακυβευόταν η ίδια η κατοχή του θρόνου. Το είπε κι ο Κοναίλ, γελώντας. Φαινόταν να τα βρίσκει όλα αστεία. Ο Μπράνλετ ένευσε καταφατικά και πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. Η Ηλαίην αναρωτήθηκε πόσοι από τους αμέτρητους θείους, θείες και ξαδέλφια ήξεραν ότι είχε φύγει, και τι θα έκαναν μόλις το μάθαιναν.
«Αν η Ντυέλιν μπορούσε να περιμένει λίγες μέρες ακόμα», είπε η Κάταλυν, «θα είχα φέρει μαζί μου περισσότερους από χίλιους διακόσιους άντρες». Ήταν η τρίτη φορά μέσα σε λίγη ώρα που τόνιζε το γεγονός ότι είχε φέρει μακράν τη μεγαλύτερη δύναμη. «Ειδοποίησα όλους τους Οίκους που έχουν υποχρέωση στους Χέβιν».
«Το ίδιο έκανα κι εγώ με όλους τους Οίκους που υποχρεούνται απέναντι στους Νόρθαν», πρόσθεσε ο Κοναίλ μειδιώντας, φυσικά. «Ο Οίκος Νόρθαν δεν έχει τη δυνατότητα να συγκεντρώσει τόσους πολεμιστές όσους ο Χέβιν, ο Τράκαντ... ή ακόμα κι ο Μάντιαρ», είπε κάνοντας μια υπόκλιση προς το μέρος του Πέριβαλ, «αλλά όποιος εξορμά στο κάλεσμα των Αετών, μάχεται για το Κάεμλυν».
«Τον χειμώνα είναι δύσκολο να εξορμήσει κανείς γρήγορα», είπε σιγανά ο Πέριβαλ. Περίεργο, μια και κανείς δεν του είχε μιλήσει. «Θαρρώ πως, ό,τι κι αν κάνουμε, θα πρέπει να αρκεστούμε στις υπάρχουσες δυνάμεις μας».
Ο Κοναίλ γέλασε, χτύπησε χαϊδευτικά τους ώμους του νεαρού και του είπε να έχει πάντα υψηλό φρόνημα, γιατί κάθε άντρας που το έλεγε η ψυχή του, κατευθυνόταν προς το Κάεμλυν για να υποστηρίξει την Αρχόντισσα Ηλαίην, η οποία κοιτούσε επισταμένα τον Πέριβαλ. Τα γαλανά του μάτια συνάντησαν τα δικά της για μια στιγμή, χωρίς να βλεφαρίσουν, αλλά αμέσως μετά το αγόρι χαμήλωσε συνεσταλμένα το βλέμμα του. Μπορεί να ήταν μικρός σε ηλικία, αλλά ήξερε σε τι είχε μπλέξει καλύτερα από τον Κοναίλ ή την Κάταλυν, η οποία ανέφερε για πολλοστή φορά πόσους οπλίτες είχε φέρει μαζί της και πόσους ακόμη μπορούσε να συγκεντρώσει ο Οίκος Χέβιν, λες κι όλοι οι παριστάμενοι, εκτός της Αβιέντα, δεν γνώριζαν πόσοι ακριβώς προσέτρεξαν στο κάλεσμα του κάθε Οίκου, είτε επρόκειτο για εκπαιδευμένους στρατιώτες και χωρικούς που σε κάποιον πόλεμο είχαν χρησιμοποιήσει την αλαβάρδα και το δόρυ, είτε για απλούς κατοίκους που είχαν στρατολογηθεί λόγω ανάγκης. Ναι, ήξεραν σχεδόν ακριβώς πόσοι ήταν. Ο Άρχοντας Γουίλιν είχε κάνει καλή δουλειά με τον νεαρό Πέριβαλ. Τώρα, καθήκον της Ηλαίην ήταν να μην πάνε χαμένα όσα είχαν γίνει.
Τελικά, ήρθε η ώρα να ανταλλάξουν τους αποχαιρετιστήριους ασπασμούς. Ο Μπράνλετ αναψοκοκκίνισε μέχρι τις ρίζες των μαλλιών του κι ο Πέριβαλ βλεφάρισε ντροπαλά όταν η Ηλαίην έσκυψε προς το μέρος του. Ο δε Κοναίλ ορκίστηκε να μην πλύνει ποτέ το φιλημένο μάγουλό του. Η Κάταλυν ανταπέδωσε στο μάγουλο της Ηλαίην ένα παράδοξα βιαστικό και διστακτικό φιλί, λες και συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι είχε συγκατατεθεί να δεχτεί την Ηλαίην ως ανώτερή της, αλλά ένα λεπτό αργότερα ένευσε, με εκείνη την ψυχρή έπαρση να την καλύπτει ξανά σαν κάπα. Μόλις οι τέσσερις Υψηλές Έδρες παραπέμφθηκαν στις υπηρέτριες για να οδηγηθούν στα διαμερίσματά τους, που η Ηλαίην ήλπιζε πως η Αρχιυπηρέτρια είχε αρκετό χρόνο να προετοιμάσει, η Ντυέλιν γέμισε ξανά το κρασοπότηρό της και κάθισε με την άνεσή της σ’ ένα από τα ψηλά σκαλιστά καθίσματα, αφήνοντας έναν αποκαμωμένο αναστεναγμό.
«Θα έλεγα πως δεν είχε υπάρξει μέχρι τώρα βδομάδα στη ζωή μου που να έκανα τόσο καλή δουλειά. Ποτέ δεν διανοήθηκα ότι η Ντανάιν θα ήταν ικανή να αποφασίσει οριστικά, και χρειάστηκε μόνο μία ώρα για ν’ αποδειχθεί ότι είχα δίκιο, αν και χρειάστηκε να μείνω τρεις ώστε να μην την προσβάλω. Αυτή η γυναίκα είναι ικανή να κάτσει στο κρεβάτι μέχρι το μεσημέρι, επειδή δεν μπορεί να αποφασίσει από ποια μεριά του στρώματος να κατέβει! Οι υπόλοιποι φάνηκαν λογικοί, οπότε δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη πειθώ. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα διακινδύνευε να δει την Αρυμίλα στον θρόνο».
Η γυναίκα συνοφρυώθηκε για λίγο πάνω από το κρασί της κι έπειτα έριξε μια σταθερή ματιά προς τη μεριά της Ηλαίην. Ποτέ δεν δίσταζε να πει τη γνώμη της, άσχετα από το αν πίστευε πως η Ηλαίην θα συμφωνούσε ή όχι, κάτι που ήταν προφανές ότι σκόπευε να κάνει και τώρα. «Ίσως ήταν λάθος να προβάλουμε τις γυναίκες του Σογιού σαν Άες Σεντάι, όσο κι αν κάνουμε τα στραβά μάτια. Ζητάμε πάρα πολλά εκ μέρους τους, κάτι που μας βάζει όλες σε κίνδυνο. Σήμερα το πρωί, για άγνωστο λόγο, η Κυρά Κόρλυ είχε μείνει έκθαμβη, κοιτώντας τριγύρω σαν χαμένη, λες κι ήταν χωριατοπούλα που έρχεται πρώτη φορά στην πόλη. Νομίζω πως, λίγο ακόμη, και δεν θα είχε υφάνει την πύλη για να μας φέρει εδώ. Αυτό θα ήταν εξαίσιο, έτσι όπως είχαμε μπει όλοι στη σειρά, για να περάσουμε μέσα από μια θαυμαστή τρύπα στον αέρα, η οποία δεν θ’ άνοιγε ποτέ. Άσε που θα ’πρεπε να κάνω παρέα με την Κάταλυν, σαν να ήμασταν φίλες, ποιος ξέρει για πόσον καιρό. Απαίσιο παιδί! Κοφτερό μυαλό, αν βρεθεί κάποιος να την καθοδηγήσει χεράκι-χεράκι για μερικά χρόνια, αλλά έχει κληρονομήσει εις διπλούν από τους Χέβιν αυτή τη φαρμακερή γλώσσα».
Η Ηλαίην έτριξε τα δόντια της. Ήξερε καλά πόσο σαρκαστικοί και δηκτικοί μπορούσαν να γίνουν οι Χέβιν. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, όλη η οικογένεια υπερηφανευόταν γι’ αυτό! Η Κάταλυν, πάντως, σίγουρα. Επιπλέον, η Ηλαίην παραήταν κουρασμένη ώστε να εξηγήσει τι ενδεχομένως ήταν εκείνο που φόβιζε εκείνες τις μέρες μια γυναίκα ικανή να διαβιβάσει. Κουραζόταν ακόμα και με την υπενθύμιση αυτού που πάσχιζε να ξεχάσει. Αυτός ο καταραμένος πυρσός εξακολουθούσε να λάμπει στη δύση, κάτι εντελώς παράλογο, τόσο για το μέγεθός του, όσο και για τη διάρκειά του. Το πράγμα αυτό παρέμενε αναλλοίωτο εδώ και ώρες! Όποιος κι αν ήταν αυτός που διαβίβαζε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς ανάπαυση, θα έπρεπε να έχει εξαντληθεί εδώ και πολλή ώρα. Κι ο καταραμένος ο Ραντ αλ’Θόρ βρισκόταν εκεί, στη καρδιά όλου αυτού του πράγματος. Ήταν σίγουρη! Ήταν ζωντανός, και το μόνο που επιθυμούσε η Ηλαίην ήταν να τον χαστουκίσει, επειδή εκείνος ήταν ρ υπαίτιος για όλα αυτά που περνούσε η ίδια. Τέλος πάντων, δεν βρισκόταν εκεί οπτικά, αλλά...
Η Μπιργκίτε ακούμπησε την ασημένια κούπα της πάνω στο βοηθητικό τραπεζάκι με τόση δύναμη, που το κρασί πιτσίλισε τον τόπο. Κάποια πλύστρα θα ίδρωνε να αφαιρέσει την κηλίδα από το μανίκι του πανωφοριού της, ενώ η υπηρέτρια που θα αναλάμβανε να αποκαταστήσει το λούστρο στην επιφάνεια του τραπεζιού θα βασανιζόταν για ώρες. «Παιδιά!» γάβγισε. «Εξαιτίας των αποφάσεών τους, θα πεθάνει κόσμος! Κι είναι κι ατίθασα, με τον Κοναίλ πρώτο και χειρότερο! Τον άκουσες, Ντυέλιν. Θέλει να προκαλέσει το πρωτοπαλίκαρο της Αρυμίλα, λες κι είναι ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος. Ο Γερακόφτερος ποτέ δεν έδωσε μάχη με το πρωτοπαλίκαρο κανενός, ενώ ακόμα κι όταν ήταν μικρότερος από τον Άρχοντα Νόρθαν, ήξερε πολύ καλά πόσο μεγάλη ανοησία είναι να εξαρτάσαι από μια μονομαχία γεμάτη πάθος, αλλά ο Κοναίλ νομίζει πως το φλογερό του σπαθί θ’ ανοίξει τον δρόμο στην Ηλαίην για την κατάκτηση του θρόνου!»
«Η Μπιργκίτε Τραχέλιον έχει δίκιο», είπε έντονα η Αβιέντα. Τα χέρια της σχημάτιζαν γροθιές, αδράχνοντας τη φούστα της. «Ο Κοναίλ Νόρθαν είναι υπερβολικά ανόητος! Πώς μπορεί ν’ ακολουθήσει κανείς αυτά τα παιδιά στον χορό των δοράτων; Πώς είναι δυνατόν να τους ζητήσει κάποιος να ηγηθούν μιας τέτοιας προσπάθειας;»
Η Ντυέλιν περιεργάστηκε και τις δύο γυναίκες, αποφασίζοντας να απαντήσει πρώτα στην Αβιέντα. Ήταν εμφανώς σαστισμένη από το ντύσιμο της Αελίτισσας, όπως κι από το γεγονός ότι η Αβιέντα κι η Ηλαίην είχαν γίνει αδελφές μέσω υιοθεσίας, με την Ηλαίην να έχει εξ αρχής πιάσει φιλίες με την Αελίτισσα. Η επιλογή της Ηλαίην να περιλαμβάνει τη φίλη της στα συμβούλια, ήταν κάτι που μπορούσε να υπομείνει, αν και δεν έδειχνε έμπρακτα την υπομονή της. «Έγινα Υψηλή Έδρα των Τάραβιν στα δεκαπέντε, όταν ο πατέρας μου σκοτώθηκε σε μια αψιμαχία, στα Αλταρανό Σύνορα. Τα δύο νεότερα αδέλφια μου πέθαναν πολεμώντας ζωοκλέφτες έξω από το Μουράντυ τον ίδιο χρόνο. Άκουσα τους συμβούλους, αλλά είπα στους Τάραβιν ότι σύντομα θα τους χτυπούσαν έφιπποι. Διδάξαμε στους Αλταρανούς και στους Μουραντιανούς να ψάχνουν παντού για τα κλοπιμαία τους. Μόνο ο χρόνος αποφασίζει, Αβιέντα, πότε θα μεγαλώσει ένα παιδί, όχι εμείς, και στους καιρούς που ζούμε, ένα παιδί που κατέχει την Υψηλή Έδρα δεν μπορεί να συμπεριφέρεται ακόμη ως παιδί».
«Όσο για εσένα, Αρχόντισσα Μπιργκίτε», συνέχισε με φωνή ακόμα πιο ξερή, «η γλώσσα σου, όπως πάντα... τσακίζει». Δεν ρώτησε πώς ήταν δυνατόν να ισχυρίζεται η Μπιργκίτε ότι ήξερε τόσο πολλά για τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο, πράγματα που ούτε ένας ιστορικός δεν γνώριζε καλά-καλά, αλλά την περιεργάστηκε με εκτίμηση. «Ο Μπράνλετ κι ο Πέριβαλ θα λάβουν οδηγίες από εμένα, όπως κι η Κάταλυν, αν και μετανιώνω για τον χρόνο που θα χρειαστεί να ξοδέψω σ’ αυτό το κορίτσι. Όσο για τον Κοναίλ, δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος νεαρός που θεωρεί εαυτόν άτρωτο κι αθάνατο. Αν δεν μπορείς να τον χαλιναγωγήσεις με την ιδιότητα του Στρατηγού, προτείνω να προσπαθήσεις να πας με τα νερά του. Από τον τρόπο που κοιτάζει το παντελόνι σου, έχω την εντύπωση πως θα σε ακολουθούσε παντού».
Η Ηλαίην... αποτίναξε... την ατόφια οργή που ανάβλυζε εντός της. Αυτή η οργή δεν ήταν δική της —δεν θα ένιωθε τίποτα περισσότερο από έναν φευγαλέο θυμό απέναντι στην Ντυέλιν ή απέναντι στην Μπιργκίτε, επειδή είχε χύσει το κρασί— αλλά της Μπιργκίτε. Δεν ήθελε να χαστουκίσει τον Ραντ. Δηλαδή, ήθελε, αλλά αυτό ήταν άσχετο με το παρόν θέμα. Μα το Φως, κι ο Κοναίλ γλυκοκοίταζε την Μπιργκίτε; «Είναι οι Υψηλές Έδρες των Οίκων τους, Αβιέντα. Κανείς από τους Οίκους τους δεν θα μου πει "ευχαριστώ" αν τους μεταχειριστώ ως κατώτερους. Το αντίθετο, μάλιστα. Οι άντρες που τους ακολουθούν θα δώσουν μάχη για να προστατέψουν τον Πέριβαλ, τον Μπράνλετ, τον Κοναίλ και την Κάταλυν, όχι εμένα. Αυτοί είναι οι Υψηλές Έδρες». Η Αβιέντα συνοφρυώθηκε και σταύρωσε τα χέρια σαν να έσφιγγε μια αόρατη εσάρπα πάνω της, αλλά τελικά κατένευσε, κάπως απότομα και μάλλον απρόθυμα — καμία Αελίτισσα, άλλωστε, δεν διακρινόταν χωρίς να έχει πίσω της χρόνια εμπειρίας αλλά και τη συγκατάθεση των Σοφών.
«Μπιργκίτε, πρέπει να τους συμπεριφέρεσαι ως Στρατηγός προς Υψηλή Έδρα. Τα άσπρα μαλλιά δεν θα τους έκαναν υποχρεωτικά πιο μυαλωμένους και σίγουρα δεν θα τους καθιστούσαν ευκολότερους σε διαπραγματεύσεις. Εξακολουθούν να έχουν τις απόψεις τους, και μάλιστα τα χρόνια εμπειρίας τους δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα, και το πιθανότερο είναι πως νιώθουν δέκα φορές πιο σίγουροι από σένα ή από μένα όσον αφορά το τι πρέπει να γίνει». Κατέβαλε εμφανή προσπάθεια να κρύψει τον κοφτό τόνο στη φωνή της, κι η Μπιργκίτε αναμφίβολα το αισθάνθηκε. Αν μη τι άλλο, η ροή της οργής μέσω του δεσμού μειώθηκε αισθητά. Υποχώρησε, χωρίς να χαθεί εντελώς —η Μπιργκίτε απολάβανε να την κοιτάνε οι άντρες, όποτε ήθελε η ίδια τουλάχιστον, αλλά σίγουρα δεν θα της άρεσε διόλου αν σκεφτόταν κάποιος ότι προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή τους— αλλά, ακόμα κι έτσι, γνώριζε κι η ίδια τον κίνδυνο που υπήρχε αν οι δυο τους άφηναν τα συναισθήματα τους να ξεχυθούν ελεύθερα.
Η Ντυέλιν είχε αρχίσει να ρουφάει με αργές γουλιές το κρασί της, εξακολουθώντας να περιεργάζεται την Μπιργκίτε. Μόνο μια χούφτα άνθρωποι γνώριζαν την αλήθεια που τόσο απεγνωσμένα πάσχιζε να κρύψει η Μπιργκίτε, κι η Ντυέλιν δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτούς. Ωστόσο, η Μπιργκίτε έκανε κάμποσες απροσεξίες —όλο και κάτι της ξέφευγε— με αποτέλεσμα η γηραιότερη γυναίκα να είναι σίγουρη πλέον ότι κάποιο μυστικό κρυβόταν πίσω από τα γαλανά της μάτια. Το Φως μονάχα ήξερε τι θα σκεφτόταν αν έλυνε αυτό τον γρίφο. Σε αυτή τη φάση πάντως, ήταν εντελώς ασύμβατες. Μπορούσαν να διαφωνήσουν για τα πάντα, ακόμη και για το αν ο ήλιος ανατέλλει το πρωί, αλλά αυτή τη φορά η Ντυέλιν πίστευε ότι είχε νικήσει, και μάλιστα κατά κράτος.
«Εν πάση περιπτώσει, Ντυέλιν», συνέχισε η Ηλαίην, «θα ήμουν πιο ικανοποιημένη αν είχες φέρει και τους συμβούλους τους. Ό,τι έγινε, έγινε, αλλά ειδικά ο Μπράνλετ με απασχολεί πολύ. Αν ο Οίκος Γκίλγιαρντ με κατηγορήσει ότι τον απήγαγα, τα πράγματα θα πάρουν δυσάρεστη τροπή».
Η Ντυέλιν ένευσε αποπεμπτικά. «Δεν ξέρεις και πολύ καλά τους Γκίλγιαρντ, έτσι δεν είναι; Έτσι όπως τρώγονται μεταξύ τους, μπορεί να μην προσέξουν καν την απουσία του αγοριού πριν από το καλοκαίρι, αλλά και να την προσέξουν, κανείς δεν πρόκειται να αποκηρύξει όσα έκανε. Κανείς τους δεν θα παραδεχτεί ότι τσακώνονται τόσο συχνά μεταξύ τους για την κηδεμονία του, ώστε λησμόνησαν να τον προσέχουν. Δεύτερον, κανείς τους δεν θα πει ότι δεν τον είχαν συμβουλεύσει προηγουμένως. Ούτως ή άλλως, οι Γκίλγιαρντ θα προτιμούσαν να υποστηρίξουν τη Ζάιντα παρά τον Οίκο Μάρνε, άσε που δεν πολυσυμπαθούν τους Άρων και τους Σάραντ».
«Ελπίζω να έχεις δίκιο, Ντυέλιν, γιατί σε ορίζω υπεύθυνη να τα βγάλεις πέρα με τυχόν θυμωμένους Γκίλγιαρντ που μπορεί να εμφανιστούν. Όσο δεν θα συμβουλεύεις τους άλλους τρεις, καλό θα ήταν να έχεις από κοντά τον Κοναίλ, μην τυχόν και κάνει καμιά τρέλα».
Απ’ όσα είπε, η πρώτη πρόταση της Ηλαίην έκανε την Ντυέλιν να μορφάσει ελαφρά, ενώ η δεύτερη την έκανε να αναστενάξει.
Τα λόγια της Ηλαίην προκάλεσαν δυνατό γέλιο στην Μπιργκίτε. «Αν αντιμετωπίσεις πρόβλημα, μπορώ να σου δανείσω ένα παντελόνι και μπότες, κι έπειτα μπορείς να τον αναλάβεις».
«Μερικές γυναίκες», μουρμούρισε η Ντυέλιν πάνω από την κούπα με το κρασί της, «είναι ικανές να πιάσουν ψάρι απλώς και μόνο λυγίζοντας το δάχτυλό τους για να μοιάζει με αγκίστρι, Αρχόντισσα Μπιργκίτε, ενώ άλλες πρέπει να σύρουν το δόλωμα σ’ όλη τη λίμνη». Η Αβιέντα γέλασε, αλλά η οργή της Μπιργκίτε άρχισε να διαχέεται στον δεσμό.
Ένα ρεύμα ψυχρού αέρα φύσηξε μέσα στο δωμάτιο καθώς η πόρτα άνοιξε. Η Ρασόρια μπήκε και στάθηκε μπροστά τους άκαμπτη και σε στάση προσοχής. «Η Αρχιυπηρέτρια κι ο Αρχιγραμματέας είναι εδώ, Αρχόντισσα Ηλαίην», ανακοίνωσε. Η φωνή της τρεμούλιασε προς το τέλος, καθώς αντιλήφθηκε την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο δωμάτιο.
Ακόμα και μια τυφλή κατσίκα θα αντιλαμβανόταν τη συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, με την Ντυέλιν αυτάρεσκη σαν γάτα σε γαλακτοπωλείο, την Μπιργκίτε να αγριοκοιτάξει μουτρωμένη την Ντυέλιν και την Αβιέντα, και την Αβιέντα να διαλέγει εκείνη ακριβώς τη στιγμή για να θυμηθεί ότι η Μπιργκίτε δεν ήταν άλλη από τη θρυλική Μπιργκίτε με το Ασημένιο Τόξο, γεγονός που την ανάγκασε να χαμηλώσει το βλέμμα της ντροπιασμένη, λες κι είχε κοροϊδέψει λόγια κάποιας Σοφής. Πού και πού, η Ηλαίην ευχόταν να τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους οι φίλες της, όσο καλά τα πήγαινε η ίδια με την Αβιέντα, αλλά εκείνες πάντα έβρισκαν τρόπο να τσακώνονται, κάτι που την έκανε να σκέφτεται ότι δεν μπορούσε να ζητάει πολλά από κανονικούς ανθρώπους. Η τελειότητα είναι κάτι που βρίσκεται μόνο στα βιβλία και στις αφηγήσεις των βάρδων.
«Πες τους να περάσουν», είπε στη Ρασόρια. «Και μη μας διακόψεις, παρά μόνο αν η πόλη δεχτεί επίθεση. Εκτός αν συμβεί κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό», διόρθωσε. Στις ιστορίες, οι γυναίκες που διατάζουν κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι ήδη έτοιμες για καταστροφή. Κάποιες φορές, οι ιστορίες κρύβουν διδάγματα, αν ψάξεις καλά.