20 Μες στη Νύχτα

Πολύ πριν λάβει τέλος η συνεδρίαση, παρά τον μανδύα που είχε διπλωμένο από κάτω της, τα οπίσθια της Εγκουέν είχαν μουδιάσει από τον σκληρό ξύλινο πάγκο. Έπειτα από όλες αυτές τις ατελείωτες συζητήσεις, ευχήθηκε να είχαν μουδιάσει και τα αυτιά της. Η Σέριαμ, που είχε αναγκαστεί να σηκωθεί όρθια, άρχισε να ταλαντεύεται στα πόδια της, σαν να ήθελε να βρει ένα πρόχειρο κάθισμα ή, έστω, να καθίσει στο χαλί. Η Εγκουέν θα μπορούσε να είχε φύγει, απαλλάσσοντας τον εαυτό της και τη Σέριαμ. Η Άμερλιν δεν ήταν υποχρεωμένη να μείνει, αφού στην καλύτερη περίπτωση απλώς άκουγαν από ευγένεια τα σχόλιά της. Κατόπιν, η Αίθουσα έκανε του κεφαλιού της. Αυτό όμως δεν είχε καμία σχέση με τον πόλεμο, ούτε καν με την αναστάτωση που έδειχναν. Απλώς, η Αίθουσα δεν σκόπευε να την αφήσει να πάρει το πάνω χέρι. Είχε το δικαίωμα να φύγει ανά πάσα στιγμή —αφού πρώτα γινόταν μια σύντομη διακοπή στις συζητήσεις για το απαιτούμενο τελετουργικό— αλλά σε αυτή την περίπτωση φοβόταν πως την επόμενη μέρα κιόλας, πρωί-πρωί, θα της παρουσίαζαν ένα πλήρως οργανωμένο σχέδιο, ήδη επεξεργασμένο από τις Καθήμενες, κι η ίδια δεν θα είχε ιδέα περί τίνος επρόκειτο μέχρι να το διαβάσει. Αυτός, τουλάχιστον, ήταν ο αρχικός της φόβος.

Το ποια μίλησε περισσότερο δεν έκανε πλέον εντύπωση. Τόσο η Μάγκλα με τη Σαρόγια, όσο κι η Τακίμα με τη Φαϊζέλ και τη Βάριλιν ήταν εμφανώς εκνευρισμένες όταν έπαιρνε τον λόγο κάποια άλλη Καθήμενη. Επιφανειακά, βέβαια, αποδέχονταν τις αποφάσεις της Αίθουσας. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να παραιτηθούν. Όσο σκληρά κι αν ήταν διατεθειμένη να παλέψει η Αίθουσα για να υπάρξει, εν ανάγκη, κοινή συναίνεση, από τη στιγμή που είχε αποφασιστεί μια συγκεκριμένη πορεία δράσης, ακόμα κι ελλείψει κοινής συναίνεσης, καθεμία ήταν αναγκασμένη να ακολουθήσει τις σχετικές αποφάσεις ή, στη χειρότερη περίπτωση, να μην τις παρεμποδίσει. Εκεί ήταν το ζήτημα. Τι ακριβώς συνιστούσε παρεμπόδιση; Φυσικά, καμία από τις πέντε δεν μίλησε εναντίον Καθήμενης του Άτζα της, αλλά οι υπόλοιπες τέσσερις σηκώνονταν όρθιες όταν κάποια Καθήμενη καθόταν ξανά στον πάγκο, κάτι που έκαναν κι οι πέντε μαζί όταν επρόκειτο για Καθήμενη του Γαλάζιου Άτζα. Όποια έπαιρνε τον λόγο, μάλιστα, εξηγούσε πολύ πειστικά γιατί οι προτάσεις της προηγούμενης ομιλήτριας ήταν εντελώς λανθασμένες, συνταγή βέβαιης καταστροφής. Η Εγκουέν, πάντως, δεν διέκρινε την παραμικρή ένδειξη γνήσιας συνεργασίας. Οι αδελφές αντάλλασσαν ματιές απόλυτης καχυποψίας, αλληλοκοιτάζονταν συνοφρυωμένες κι ήταν ολοφάνερο ότι δεν έτρεφαν την παραμικρή εμπιστοσύνη μεταξύ τους για να προβάλουν τα επιχειρήματά τους.

Όπως και να έχει, ελάχιστα απ’ όσα ειπώθηκαν μπορούσαν να καταλήξουν σε συμφωνία. Οι Καθήμενες διαφωνούσαν σχετικά με τον αριθμό των αδελφών που έπρεπε να σταλούν στον Μαύρο Πύργο από κάθε Άτζα, για το πότε έπρεπε να σταλούν, για το τι έπρεπε να απαιτήσουν, πού έπρεπε να συμφωνήσουν και πού να αρνηθούν. Σε ένα τόσο λεπτό ζήτημα, το παραμικρό λάθος θα οδηγούσε σε όλεθρο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κάθε Άτζα, εκτός από το Κίτρινο, θεωρούσε πως είναι το πλέον κατάλληλο να αναλάβει την ηγεσία της αποστολής, από την επιμονή της Κουαμέσα ότι σκοπός είναι η διαπραγμάτευση κι η επίτευξη κάποιου είδους συμφωνίας, μέχρι τον ισχυρισμό της Εσκαλάντε ότι η ιστορική γνώση είναι μια αναγκαιότητα γι’ αυτή το άνευ προηγουμένου εγχείρημα. Η Μπεράνα έφτασε στο σημείο να επισημάνει ότι μια συμφωνία τέτοιας φύσεως θα έπρεπε να είναι προϊόν απόλυτου ορθολογισμού. Οι δοσοληψίες με τους Άσα’μαν σίγουρα θα πυροδοτούσαν πάθη, κι οτιδήποτε εκτός της ψυχρής λογικής θα οδηγούσε σε άμεση καταστροφή. Η αλήθεια, πάντως, ήταν ότι μίλησε μάλλον παθιασμένα. Η Ρομάντα επιθυμούσε να ηγηθεί το Κίτρινο Άτζα, αλλά, μια κι η ανάγκη Θεραπείας δεν φάνταζε μεγάλη, άλλαξε ρότα, επιμένοντας πεισματικά ότι οποιαδήποτε αδελφή μπορεί να επηρεαζόταν από τα ξεχωριστά ενδιαφέροντα του δικού της Άτζα και να ξεχνούσε τον αντικειμενικό σκοπό του εγχειρήματος.

Οι Καθήμενες του ιδίου Άτζα αλληλοϋποστηρίζονταν μόνο υπό την έννοια ότι δεν είχαν ανοιχτή αντιπαράθεση, ενώ ούτε δύο Άτζα δεν βρέθηκαν να συμφωνούν μεταξύ τους σε κάτι παραπάνω από την αποστολή πρεσβείας στον Μαύρο Πύργο, παρ’ όλο που υπήρχαν έντονες αμφιβολίες για το αν τελικά θα αποκαλούνταν «πρεσβεία», ακόμα κι από εκείνες που είχαν ταχθεί αρχικά υπέρ. Η ίδια η Μόρια έκανε πίσω σ’ αυτή την ιδέα.

Η Εγκουέν δεν ήταν η μόνη που έβρισκε κουραστικές όλες αυτές τις αντιπαραθέσεις, με τα διάφορα ζητήματα να αναλύονται σε τέτοιο βάθος, ώστε τελικά δεν έμενε τίποτα κι έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή. Οι αδελφές σηκώθηκαν από τους πάγκους κι άρχισαν να φεύγουν. Αντικαταστάθηκαν από άλλες, οι οποίες επίσης έφυγαν ύστερα από μερικές ώρες. Μέχρι ν’ αρχίσει η Σέριαμ να προφέρει το τελετουργικό «Αναχωρήστε με την ευλογία του Φωτός», η νύχτα είχε πέσει κι, εκτός από την Εγκουέν και τις Καθήμενες, μόνο λίγες δεκάδες αδελφές παρέμεναν, αρκετές εκ των οποίων έδειχναν έντονα σημάδια κατάπτωσης, μοιάζοντας με μουσκεμένα σεντόνια που είχαν περαστεί από μάγγανο. Επιπλέον, δεν είχε αποφασιστεί τίποτα πέρα από το ότι ήταν αναγκαίες κι άλλες συζητήσεις πριν αποφασιστεί κάτι.

Έξω, μια ωχρή ημισέληνος κρεμόταν στον βελουδένιο μαύρο ουρανό, που ήταν κατάστικτος από λαμπερά άστρα, ενώ το κρύο ήταν τσουχτερό. Με την ανάσα της να βγαίνει σαν κατσαρή χλωμή ομίχλη μες στο σκοτάδι, η Εγκουέν απομακρύνθηκε από την Αίθουσα χαμογελώντας, καθώς άκουγε τις Καθήμενες να σκορπίζουν συνεχίζοντας τις αντιπαραθέσεις τους. Η Ρομάντα με τη Λελαίν βάδιζαν παρέα, αλλά η καμπανιστή και διαπεραστική φωνή της Κίτρινης αδελφής κόντευε να γίνει κραυγή, ενώ και της Γαλάζιας δεν απείχε ιδιαίτερα. Συνήθως, διαφωνούσαν όταν αναγκάζονταν να ανεχτούν η μία την άλλη, αλλά τώρα ήταν η πρώτη φορά που η Εγκουέν τις έβλεπε να διαλέγουν να το κάνουν χωρίς να είναι αναγκαίο. Η Σέριαμ —με μισή καρδιά, η αλήθεια είναι— είχε προσφερθεί να προσκομίσει τις αναφορές σχετικά με τις επισκευές των αμαξών και τα αποθέματα ζωοτροφών που της είχε ζητήσει το ίδιο πρωί, αλλά η γυναίκα με το εξουθενωμένο βλέμμα δεν έκρυψε την ανακούφισή της όταν η Εγκουέν τής έδωσε το ελεύθερο να πάει για ύπνο. Με μια βιαστική υπόκλιση, απομακρύνθηκε γοργά μέσα στη νύχτα, κρατώντας σφιχτά τον μανδύα γύρω από το κορμί της. Οι περισσότερες σκηνές ήταν πλέον σκοτεινές, σκιές στο σεληνόφως. Ελάχιστες αδελφές παρέμεναν ξύπνιες αφότου έπεφτε η νύχτα, καθότι οι φανοί λαδιού και τα κεριά δεν αφθονούσαν.

Για μια στιγμή, η καθυστέρηση ήρθε γάντι στην Εγκουέν, αλλά δεν ήταν αυτός ο μόνος λόγος που χαμογελούσε. Μέσα σε όλες αυτές τις διαφωνίες και τις αντιπαραθέσεις, ο πονοκέφαλός της είχε εξαφανιστεί εντελώς. Δεν θα είχε καμιά δυσκολία να κοιμηθεί απόψε. Η Χάλιμα, βέβαια, ανέκαθεν την ανακούφιζε, αλλά έπειτα από τις μαλάξεις που έκανε στους κροτάφους της, τα όνειρα της Εγκουέν ήταν συνήθως άσχημα. Ούτως ή άλλως, ελάχιστα από τα όνειρά της ήταν ανάλαφρα, όμως ετούτα εδώ ήταν πιο σκοτεινά από άλλα και, παραδόξως, δεν θυμόταν τίποτα εκτός από το γεγονός ότι ήταν όντως σκοτεινά και δυσάρεστα. Αναμφίβολα, είχαν τις ρίζες τους σε κάποια υπολείμματα πόνου που έμεναν ανέγγιχτα από τα δάχτυλα της Χάλιμα. Ωστόσο, το τελευταίο της όνειρο ήταν ανησυχητικό από μόνο του. Είχε διδαχτεί να θυμάται κάθε της όνειρο. Ήταν αναγκαίο. Πάντως, δίχως τον ενοχλητικό πονοκέφαλο, λογικά δεν θα είχε πρόβλημα, και το να ονειρευτεί ήταν το λιγότερο απ’ όσα έπρεπε να κάνει.

Όπως η Αίθουσα και το γραφείο, η σκηνή της βρισκόταν σ’ ένα μικρό ξέφωτο, με το ιδιωτικό ξύλινο μονοπάτι και τις πλησιέστερες σκηνές αρκετά μέτρα μακριά, έτσι ώστε η Άμερλιν να έχει την αίσθηση της απομόνωσης. Έτσι, τουλάχιστον, δικαιολογούνταν αυτή η αραίωση, κάτι που μπορεί να ήταν αλήθεια. Η Εγκουέν αλ’Βέρ δεν ήταν πλέον καμιά άσχετη. Η σκηνή δεν ήταν μεγάλη, κάπου τέσσερα πόδια μήκος, και το εσωτερικό της καταλαμβανόταν από τέσσερα μπρούντζινα κιβώτια γεμάτα ρούχα, στοιβαγμένα σ’ έναν πάνινο τοίχο, δύο ράντζο κι ένα μικρό στρογγυλό τραπεζάκι, ένα μπρούντζινο μαγκάλι, έναν νιπτήρα, έναν όρθιο καθρέφτη κι ένα από τα λίγα γνήσια καθίσματα του καταυλισμού. Ήταν ένα απλό κομμάτι ξύλο με απέριττο σκάλισμα. Καταλάμβανε κάμποσο χώρο, αλλά ήταν πολύ άνετο κι αποτελούσε μεγάλη πολυτέλεια όταν η Εγκουέν επιθυμούσε να κάτσει κάπου αναπαυτικά και να διαβάσει. Όταν, δηλαδή, είχε ελεύθερο χρόνο να διαβάσει κάτι για την προσωπική της ευχαρίστηση. Το δεύτερο ράντζο ανήκε στη Χάλιμα κι έκανε εντύπωση στην Εγκουέν που η γυναίκα δεν βρισκόταν ήδη εκεί να την περιμένει. Ωστόσο, η σκηνή δεν ήταν άδεια.

«Μόνο ψωμί έφαγες για πρωινό, Μητέρα», είπε η Τσέσα με μια ελαφριά κατηγόρια στη φωνή της καθώς η Εγκουέν έσκυβε, για να περάσει μέσα από την υφασμάτινη είσοδο. Η υπηρέτρια της Εγκουέν φάνταζε σχεδόν εύσωμη με το απλό γκρίζο φόρεμά της, έτσι καθόταν στο σκαμνί της σκηνής μαντάροντας κάλτσες στο φως ενός λαδοφάναρου. Ήταν αρκετά χαριτωμένη γυναίκα, δίχως γκριζάδα στα μαλλιά, αν και μερικές φορές έδινε την εντύπωση ότι βρισκόταν ανέκαθεν στη δούλεψη της Εγκουέν, κι όχι από το Σαλιντάρ κι ύστερα. Απολάμβανε όλες τις ελευθερίες της υπηρέτριας που βρίσκεται στη δούλεψη κάποιου εδώ και καιρό, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να μαλώνει την κυρά της. «Απ’ όσο ξέρω, το μεσημέρι δεν έβαλες μπουκιά στο στόμα σου», συνέχισε, κρατώντας ψηλά μια μεταξένια κάλτσα, λευκή σαν το χιόνι, για να εξετάσει το μπάλωμα που έκανε στη φτέρνα, «και το βραδινό σου κρύωσε στο τραπέζι εδώ και τουλάχιστον μία ώρα. Όχι ότι με ρώτησε κανείς, αλλά αν με ρωτούσε, θ’ απαντούσα ότι αυτοί οι πονοκέφαλοι οφείλονται στην αφαγία. Είσαι πετσί και κόκαλο».

Με αυτά τα λόγια, άφησε την κάλτσα στο καλάθι με τα ραπτικά και σηκώθηκε να πάρει τον μανδύα της Εγκουέν και να αναφωνήσει ότι η κυρά της είχε ξεπαγιάσει, άλλη μία αιτία για πονοκεφάλους κατά την άποψή της. Οι Άες Σεντάι μπορεί να τριγυρνούσαν αγνοώντας την παγωνιά ή τον καύσωνα, αλλά το σώμα πάντα γνώριζε καλύτερα. Καλύτερα να τυλιγόταν στα ζεστά και να φορούσε μια κόκκινη καμιζόλα, καθώς ήταν γνωστό τοις πάσι ότι το κόκκινο χρώμα εξασφάλιζε περισσότερη ζέστη. Η πρόσληψη τροφής θα βοηθούσε επίσης πολύ. Είναι γνωστό ότι με άδεια κοιλιά τουρτουρίζεις, κάτι που δεν θα ήθελε, έτσι δεν είναι;

«Σ’ ευχαριστώ, μητέρα», είπε η Εγκουέν, κάνοντας την άλλη γυναίκα να γελάσει ρουθουνίζοντας και να την κοιτάξει ξαφνιασμένη. Παρά τις ελευθερίες της, η Τσέσα ήταν τόσο σχολαστική με την ευπρέπεια, ώστε, συγκριτικά, η Αλέντριν φάνταζε αμελής, τόσο στον ενθουσιασμό όσο και στην κατά γράμμα τήρηση των κανόνων. «Απόψε δεν έχω πονοκέφαλο, χάρις στο τσάι που μου έφτιαξες». Ναι, ίσως το τσάι είχε παίξει ρόλο. Είχε αηδιαστική γεύση, σαν φάρμακο, αλλά δεν ήταν χειρότερο από το να παρευρίσκεσαι σε συνεδρίαση της Αίθουσας περισσότερο από μισή μέρα. «Η αλήθεια είναι ότι δεν πεινάω πολύ. Ένα ρολό μού αρκεί».

Τα πράγματα, βέβαια, δεν ήταν τόσο απλά. Άλλωστε, οι σχέσεις μεταξύ κυράς κι υπηρέτριας ποτέ δεν ήταν απλές. Επρόκειτο για δύο γυναίκες που, ουσιαστικά, διήγαν κοινό βίο, κι η υπηρέτρια έβλεπε τις χειρότερες όψεις του εαυτού της, τα λάθη της, γνωρίζοντας τέλεια τα αδύνατα σημεία της. Ήταν αδύνατον να απομονωθείς από την υπηρέτριά σου. Η Τσέσα μουρμούριζε και γκρίνιαζε μέσα από τα δόντια της όση ώρα ξέντυνε την Εγκουέν, και στο τέλος, τυλιγμένη με μια ρόμπα —από πορφυρό μετάξι, φυσικά, που στις άκρες είχε μια αφρώδη Μουραντιανή δαντέλα κι ήταν κεντητό με καλοκαιρινά άνθη, δώρο της Ανάγια— η Εγκουέν την άφησε να ΐραβήξει το λινό ύφασμα που κάλυπτε τον δίσκο στο μικρό στρογγυλό τραπεζάκι.

Οι βραστές φακές είχαν μεταβληθεί σε μια συμπαγή μάζα μέσα στη γαβάθα, αλλά μια μικρής έκτασης διαβίβαση διόρθωσε την κατάσταση, και με την πρώτη κουταλιά η Εγκουέν αντιλήφθηκε πως, τελικά, μάλλον πεινούσε. Δεν άφησε ψίχουλο, καταβροχθίζοντας τόσο το λευκό τυρί με τις μπλε νευρώσεις, όσο και τις ελαφρώς ζαρωμένες ελιές, καθώς και τα δύο καφετιά, ξεροψημένα ρολά ψωμιού, αν και χρειάστηκε να αφαιρέσει πρώτα τις σιταρόψειρες. Μια και δεν επιθυμούσε να πέσει για ύπνο τόσο νωρίς, ήπιε μονάχα μια κούπα αρωματισμένο κρασί, το οποίο χρειαζόταν ζέσταμα κι ήταν κάπως πικρό, αλλά η Τσέσα έλαμπε από χαρά, λες κι ήταν αυτή που καταβρόχθισε τα πάντα στον δίσκο. Η Εγκουέν έριξε μια ματιά στα σερβίτσια, άδεια εκτός από τα κουκούτσια των ελιών και μερικά ψίχουλα, και συνειδητοποίησε ότι η υπηρέτριά της είχε δίκιο.

Μόλις βρέθηκε ξαπλωμένη στο στενό της ράντζο, με δύο μαλακές μάλλινες κουβέρτες κι ένα κασκόλ από χήνα τραβηγμένο έως το πηγούνι της, η Τσέσα πήρε τον δίσκο με το φαγητό, αλλά σταμάτησε στην είσοδο της σκηνής. «Θέλεις να ξανάρθω, Μητέρα; Αν σε πιάσει πονοκέφαλος... Μάλλον εκείνη η γυναίκα βρήκε άλλη συντροφιά, ειδάλλως θα είχε έρθει». Πρόφερε τη λέξη «εκείνη» με φανερή περιφρόνηση. «Θα μπορούσα να σου ετοιμάσω άλλη μία κούπα τσάι. Το αγόρασα από έναν μικροπωλητή, ο οποίος με διαβεβαίωσε ότι είναι πολύ καλό γιατρικό για πονοκεφάλους, όπως επίσης για αρθριτικά και στομαχικές διαταραχές».

«Πραγματικά πιστεύεις πως είναι ελευθερίων ηθών, Τσέσα;» μουρμούρισε η Εγκουέν. Ένιωθε νύστα έτσι όπως ήταν κουκουλωμένη κάτω από τα σκεπάσματά της. Ήθελε να κοιμηθεί, αλλά όχι ακόμα. Για πονοκεφάλους και αρθριτικά και στομαχικές διαταραχές; Αν το άκουγε η Νυνάβε, θα έσκαγε στα γέλια. Ίσως, τελικά, η αιτία που της είχε περάσει ο πονοκέφαλος να ήταν όλες εκείνες οι φλυαρίες των Καθημένων. «Ναι, η Χάλιμα συνηθίζει να φλερτάρει, αλλά δεν νομίζω ότι προχωράει παραπέρα».

Για μια στιγμή, η Τσέσα παρέμεινε σιωπηλή, σουφρώνοντας τα χείλη της. «Με κάνει να νιώθω κάπως... άβολα, Μητέρα», είπε τελικά. «Κάτι δεν πάει καλά με αυτή τη Χάλιμα. Το νιώθω κάθε φορά που τριγυρνάει εδώ. Είναι σαν να με παρακολουθεί κάποιος χωρίς να τον βλέπω, λες και κάποιος άντρας κρυφοκοιτάζει ενώ κάνω μπάνιο, ή...» Γέλασε, αν και κάπως αμήχανα. «Δεν έχω ιδέα πώς να το περιγράψω. Απλώς, κάτι δεν πάει καλά».

Η Εγκουέν αναστέναξε και κουλουριάστηκε βαθύτερα μέσα στα σκεπάσματα. «Καληνύχτα, Τσέσα». Διαβίβασε για ένα δευτερόλεπτο, ίσα-ίσα για να σβήσει τον φανό, και στη σκηνή επικράτησε πίσσα σκοτάδι. «Απόψε να κοιμηθείς στο κρεβάτι σου». Η Χάλιμα μπορεί να αναστατωνόταν αν ερχόταν κι έβρισκε κάποιον άλλον στο ράντζο της. Άραγε, όντως αυτή η γυναίκα είχε σπάσει το χέρι ενός άντρα; Το πιθανότερο ήταν να την είχε παρενοχλήσει με κάποιον τρόπο.

Ήθελε να ονειρευτεί απόψε, να έχει γαλήνια όνειρα —όνειρα που, αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να ανακαλέσει, αφού για ελάχιστα εξ αυτών θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ήταν αδιατάραχτα— αλλά, πρώτα απ’ όλα, έπρεπε να μπει σε ένα άλλο είδος ονείρου, και για να γίνει κάτι τέτοιο, ήταν απαραίτητο πρώτα να την πάρει για τα καλά ο ύπνος. Πάντως, δεν είχε ανάγκη κάποιο από τα τερ’ανγκριάλ που με τόση προσήλωση φύλαγε η Αίθουσα. Το να βυθιστεί σε μια ελαφριά έκσταση δεν ήταν δυσκολότερο από το να το πάρει απόφαση, ειδικά έτσι κουρασμένη που ήταν, και...

...ασώματη, αιωρήθηκε στο ατέρμονο σκοτάδι, κυκλωμένη από μια ατελείωτη θάλασσα φωτός, μια πελώρια δίνη από μικροσκοπικές κουκκίδες που λαμπύριζαν πιο έντονα κι από άστρα σε αφέγγαρο στερέωμα, και που ξεπερνούσαν σε αριθμούς και τα ίδια τα άστρα. Τέτοια ήταν τα όνειρα των ανθρώπων σ’ όλο τον κόσμο, των ανθρώπων σε όλους τους κόσμους που υπήρξαν ή που θα υπάρξουν, σε κόσμους τόσο παράξενους, που δυσκολευόταν να τους κατανοήσει, ορατούς μονάχα στο μικρό κενό ανάμεσα στον Τελ’αράν’ριοντ και στον κόσμο της εγρήγορσης, το άπειρο διάστημα ανάμεσα στην πραγματικότητα και στα όνειρα. Κάποια από αυτά τα όνειρα τα αναγνώριζε αμέσως. Όλα έμοιαζαν ίδια, αλλά μπορούσε να τα ξεχωρίσει όπως τα πρόσωπα των αδελφών της. Κάποια άλλα τα απέφευγε. Τα όνειρα του Ραντ ήταν πάντα θωρακισμένα, κι αν προσπαθούσε να κρυφοκοιτάξει, φοβόταν πως εκείνος θα το έπαιρνε είδηση. Ούτως η άλλως, η θωράκιση θα την εμπόδιζε να δει οτιδήποτε. Κρίμα που δεν μπορούσε να εντοπίσει κάποιον βάσει των ονείρων του. Στο επίπεδο αυτό, δύο κουκίδες φωτός μπορεί να βρίσκονταν πλάι-πλάι κι οι ονειρευόμενοι να χωρίζονταν από μια απόσταση χιλίων μιλίων. Τα όνειρα του Γκάγουιν την τσίγκλησαν και το έσκασε. Τα όνειρά του έκρυβαν κινδύνους, περισσότερο επειδή ένα κομμάτι του εαυτού της επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο να βυθιστεί μέσα τους. Τα όνειρα της Νυνάβε τής έκοψαν τη φόρα, καθώς και την επιθυμία να ενσωματώσει τον φόβο του Φωτός σ’ αυτή την ανόητη γυναίκα, αλλά η Νυνάβε είχε καταφέρει μέχρι στιγμής να την αγνοήσει, κι η Εγκουέν δεν μπορούσε να την τραβήξει με το ζόρι κι ενάντια στη θέλησή της στον Τελ’αράν’ριοντ, κάτι που συνήθιζαν να κάνουν οι Αποδιωγμένοι. Ωστόσο, ήταν πειρασμός.

Κινούμενη χωρίς να κινείται, έψαξε να βρει μια συγκεκριμένη ονειρευόμενη ή, τουλάχιστον, μία από τις δύο που ήταν κατάλληλες για να κάνει τη δουλειά της. Τα φώτα έμοιαζαν να στριφογυρίζουν γύρω της, να την προσπερνούν τόσο γρήγορα, που γίνονταν μια θολή λωρίδα, ενώ η ίδια έπλεε ακίνητη στη αστρική θάλασσα. Ήλπιζε πως, τουλάχιστον, η μία από αυτούς που έψαχνε να είχε πέσει για ύπνο. Άλλωστε, το Φως μόνο ήξερε πόσο αργά ήταν πια. Έχοντας μια αόριστη εντύπωση του σώματός της στον κόσμο της εγρήγορσης, αισθάνθηκε τον εαυτό της να χασμουριέται και μάζεψε τα πόδια της κάτω από τα σκεπάσματα.

Λίγο αργότερα, πρόσεξε το φωτεινό σημάδι που αναζητούσε, το οποίο άρχισε να διογκώνεται στο οπτικό της πεδίο καθώς την πλησίαζε ορμητικά, από άστρο στον ουρανό σε ολόγιομο φεγγάρι και κατόπιν σε έναν απαστράπτοντα τοίχο που γέμισε το βλέμμα της, παλλόμενο σαν κάτι ζωντανό με αναπνοή. Δεν το άγγιξε, φυσικά· αυτό θα οδηγούσε σε πάσης φύσεως επιπλοκές, ακόμα και με τη συγκεκριμένη ονειρευόμενη. Επιπλέον, θα ένιωθε μάλλον αμήχανα αν γλιστρούσε τυχαία στο όνειρο κάποιου άλλου ανθρώπου. Απλώθηκε ηθελημένα κατά μήκος του τριχοειδούς χώρου που εκτεινόταν ανάμεσα στην ίδια και στο όνειρο, και μίλησε προσεκτικά, ώστε η φωνή της να μην ακουστεί σαν κραυγή. Δεν είχε ούτε σώμα ούτε στόμα, αλλά μίλησε.

ΗΛΑΙΗΝ, Η ΕΓΚΟΥΕΝ ΕΙΜΑΙ. ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΜΕ ΣΤΟ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟ ΜΕΡΟΣ. Δεν πίστευε πως κρυφάκουγε κανείς χωρίς να το αντιλαμβάνεται η ίδια, μα δεν υπήρχε λόγος να ρισκάρει απερίσκεπτα.

Η φωτεινή κουκίδα τρεμόσβησε. Η Ηλαίην είχε ξυπνήσει, αλλά θα θυμόταν αυτό που άκουσε, ξέροντας ότι η φωνή δεν αποτελούσε μέρος του ονείρου.

Η Εγκουέν κινήθηκε... πλάγια. Ήταν περισσότερο σαν να ολοκλήρωνε ένα βήμα που είχε αφήσει μετέωρο, αν κι είχε την αίσθηση και των δύο κινήσεων. Κινήθηκε και...

...στάθηκε όρθια σ’ ένα μικρό δωμάτιο, άδειο εκτός από ένα χαραγμένο ξύλινο τραπέζι και τρία καθίσματα με ίσιες πλάτες. Τα δύο παράθυρα μαρτυρούσαν ότι έξω η νύχτα ήταν βαθιά, ωστόσο υπήρχε ένας παράξενος φωτισμός, διαφορετικός από το φως του φεγγαριού, των φανών ή του ήλιου. Δεν έμοιαζε να έρχεται από κάπου συγκεκριμένα. Απλώς υπήρχε κι ήταν κάτι παραπάνω από αρκετός για να διακρίνει ξεκάθαρα αυτό το άθλιο μικρό δωμάτιο. Τα σκονισμένα πλαίσια των τοίχων ήταν διάστικτα από σκαθάρια, ενώ τα σπασμένα τζάμια στα παράθυρα επέτρεπαν στο χιόνι να μπαίνει και να σωριάζεται πάνω σε έναν σωρό από κλαράκια και νεκρά φύλλα. Αν μη τι άλλο, έβλεπε πού και πού λίγο χιόνι και μερικά σκόρπια κλαράκια και φύλλα. Το τραπέζι κι οι καρέκλες ήταν άθικτες, αλλά όταν έστρεφε το βλέμμα της αλλού, το χιόνι μπορεί να είχε εξαφανιστεί μόλις ξανακοίταζε στην ίδια μεριά, ενώ τα κλαράκια και τα καφετιά φύλλα βρίσκονταν σε διαφορετικά σημεία, λες και τα είχε φυσήξει άνεμος. Μετακινούνταν ακόμα κι ενώ τα παρατηρούσε, πηγαίνοντας από δω κι από κει, πράγμα όχι πιο παράξενο από την αίσθηση αόρατων ματιών που την παρακολουθούσαν. Ωστόσο, δεν ήταν απολύτως αληθινό, απλώς έτσι λειτουργούσαν τα πράγματα στον Τελ’αράν’ριοντ. Μια ανάκατη αντανάκλαση πραγματικότητας κι ονείρου.

Αυτή η αίσθηση κενού υπήρχε παντού στον Κόσμο των Ονείρων, αλλά το δωμάτιο έδινε την εντύπωση της κούφιας κενότητας που συναντάς σε ένα μέρος εγκαταλελειμμένο οριστικά κι αμετάκλητα στον κόσμο της εγρήγορσης. Λίγους μήνες πριν, αυτό το μικρό δωμάτιο έπαιζε τον ρόλο του γραφείου της Άμερλιν, και το πανδοχείο στο οποίο ανήκε λεγόταν Μικρός Πύργος, στο χωριό Σαλιντάρ, ό,τι είχε σωθεί από το καταπατημένο δάσος που φούντωνε τριγύρω, η καρδιά της αντίστασης απέναντι στην Ελάιντα. Αν έκανε μια βόλτα έξω, θα έβλεπε δενδρύλλια να ξεπετάγονται από το χιόνι καταμεσής των δρόμων, που με τόση σχολαστικότητα είχαν καθαριστεί. Οι αδελφές εξακολουθούσαν να Ταξιδεύουν στο Σαλιντάρ για να επισκέπτονται τους περιστερώνες, καθότι ανησυχούσαν πολύ μην τυχόν και κάποιο περιστέρι που είχε σταλεί από τους κατασκόπους τους έπεφτε σε ξένα χέρια, αλλά μονάχα στον κόσμο της εγρήγορσης. Το να πάει κανείς στους περιστερώνες ενόσω βρίσκεται στον Τελ’αράν’ριοντ θα ήταν εξίσου άσκοπο με την ευχή να τον βρουν τυχαία τα περιστέρια. Φαίνεται πως τα εξημερωμένα πλάσματα δεν είχαν αντανάκλαση στον Κόσμο των Ονείρων, κι όσα συνέβαιναν εδώ, δεν είχαν καμία επίδραση στον κόσμο της εγρήγορσης. Οι αδελφές με πρόσβαση στο ονειρικό τερ’ανγκριάλ είχαν να πάνε και σε άλλα μέρη πέρα από το ερημωμένο χωριό της Αλτάρα, και το σίγουρο ήταν ότι κανείς δεν είχε λόγο να έρθει εδώ μέσω ονείρου. Ήταν από τα λίγα μέρη του κόσμου όπου η Εγκουέν είχε τη βεβαιότητα πως κανείς δεν θα την έπιανε στα πράσα. Σε άλλα μέρη, είχε αποδειχτεί ότι όλο και κάποιος κρυφάκουγε, κι επιπλέον απέπνεαν βαθύτατη μελαγχολία. Δεν είχε καμία όρεξη να δει τι είχαν απογίνει οι Δύο Ποταμοί από τότε που έφυγε.

Περιμένοντας να εμφανιστεί η Ηλαίην, προσπάθησε να καταλαγιάσει την ανυπομονησία της. Η Ηλαίην δεν ήταν ονειροβάτισσα, οπότε έπρεπε αναγκαστικά να χρησιμοποιήσει τερ’ανγκριάλ. Αναμφίβολα, θα ήθελε να αναφέρει στην Αβιέντα τον προορισμό της. Ωστόσο, καθώς περνούσαν τα λεπτά, η Εγκουέν άρχισε να βηματίζει νευρικά πάνω στο τραχύ σανιδένιο πάτωμα. Ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά εδώ. Μια ώρα στον Τελ’αράν’ριοντ ισοδυναμούσε με μερικά λεπτά στον κόσμο της εγρήγορσης, αλλά και το αντίστροφο. Η Ηλαίην μπορούσε να κινηθεί σαν τον άνεμο. Η Εγκουέν ήλεγξε το ντύσιμό της, ένα γκρίζο φόρεμα ιππασίας με περίτεχνα πράσινα κεντήματα στο μπούστο και φαρδιές λωρίδες στη σχιστή φούστα —μήπως, άραγε, σκεφτόταν συχνά το Πράσινο Άτζα;— καθώς και το απλό ασημένιο δίχτυ, με το οποίο είχε στερεώσει τα μαλλιά της. Σιγουρεύτηκε ότι το μακρόστενο επιτραχήλιο της Άμερλιν κρεμόταν από τον λαιμό της. Το εξαφάνισε και, μια στιγμή αργότερα, το επανεμφάνισε. Δεν το έκανε συνειδητά, απλώς το άφησε κατά κάποιον τρόπο να επανεμφανιστεί. Το επιτραχήλιο ήταν κομμάτι του τρόπου σκέψης της, οπότε ήταν αναγκαίο να μιλήσει στην Ηλαίην ως Άμερλιν.

Ωστόσο, η γυναίκα που εμφανίστηκε αστραπιαία στο δωμάτιο σαν να είχε έρθει από το πουθενά, δεν ήταν η Ηλαίην αλλά η Αβιέντα, ντυμένη παραδόξως με ένα μπλε μεταξωτό φόρεμα, κεντητό με ασήμι και με ωχρές δαντέλες στους καρπούς και τον λαιμό. Το βαρύ βραχιόλι από σμιλεμένο φίλντισι που φορούσε έμοιαζε εντελώς παράταιρο με το φόρεμά της, όπως επίσης και το ονειρικό τερ’ανγκριάλ που κρεμόταν από ένα δερμάτινο κορδόνι στον λαιμό της, ένας παράξενα συστραμμένος πέτρινος κρίκος, διάστικτος από χρώματα.

«Πού είναι η Ηλαίην;» ρώτησε ανήσυχα η Εγκουέν. «Είναι καλά;»

Η Αελίτισσα έριξε μια ξαφνιασμένη ματιά στον εαυτό της και ξαφνικά βρέθηκε ντυμένη με μια σκούρα ογκώδη φούστα και μια άσπρη μπλούζα, με μια σκούρα εσάρπα τυλιγμένη στους ώμους της κι ένα μαύρο μαντίλι διπλωμένο γύρω από τους κροτάφους της, για να συγκρατεί τα κοκκινωπά μαλλιά που κρέμονταν έως τη μέση της, πολύ μακρύτερα απ’ όσο στην κανονική ζωή, υποψιαζόταν η Εγκουέν. Όλα μεταβάλλονταν στον Κόσμο των Ονείρων. Γύρω από τον λαιμό της εμφανίστηκε ένα ασημένιο περιδέραιο, περίπλοκα νήματα από λεπτοδουλεμένους δίσκους που οι Καντορινοί αποκαλούσαν νιφάδες, δώρο της ίδιας της Εγκουέν πριν από πάρα πολύ καιρό. «Δεν κατάφερε να το κάνει να λειτουργήσει», απάντησε η Αβιέντα, και το φιλντισένιο βραχιόλι γλίστρησε μέχρι τον καρπό της καθώς άγγιξε τον συστραμμένο κρίκο που εξακολουθούσε να κρέμεται από το δερμάτινο κορδόνι, πάνω από το περιδέραιο. «Οι ροές τής ξεγλιστρούσαν συνέχεια. Μάλλον θα φταίνε τα μωρά». Ξαφνικά, μειδίασε, και τα σμαραγδένια της μάτια φάνηκαν να λάμπουν σχεδόν. «Καμιά φορά, την πιάνουν τόσο πολύ τα νεύρα της, που δεν θα το πίστευες. Πέταξε κάτω τον κρίκο κι άρχισε να χοροπηδάει επάνω του».

Η Εγκουέν ρουθούνισε. Μωρά; Άρα, ήταν πάνω από ένα. Παραδόξως, η Αβιέντα δεν έδειχνε διόλου ταραγμένη με την εγκυμοσύνη της Ηλαίην, παρ’ όλο που η Εγκουέν ήταν σίγουρη ότι η κοπέλα αγαπούσε τον Ραντ. Η Αελίτικη ψυχολογία ήταν, το λιγότερο, περίεργη, αλλά η Εγκουέν δεν θα πίστευε ποτέ κάτι τέτοιο για την Ηλαίην! Κι ο Ραντ! Κανείς δεν είχε ισχυριστεί ότι ήταν ο πατέρας, κάτι που δύσκολα μπορούσε να ρωτήσει κι η ίδια, αλλά ένας απλός υπολογισμός αρκούσε για να την κάνει να αμφιβάλλει πολύ αν η Ηλαίην είχε κοιμηθεί με άλλον άντρα. Αντιλήφθηκε ότι φορούσε χοντρά μάλλινα ρούχα, σκούρα και βαριά, και μια εσάρπα πολύ πιο φαρδιά από της Αβιέντα. Ωραίες φορεσιές των Δύο Ποταμών, του είδους που θα φορούσε μια γυναίκα για να παρευρεθεί στον Κύκλο των Γυναικών. Μόνο μια ανόητη θα έμενε έγκυος χωρίς την παραμικρή νύξη περί γάμου. Πήρε μια βαθιά ανάσα γεμάτη ανακούφιση και βρέθηκε ξανά να φοράει το κεντητό πράσινο φόρεμα ιππασίας. Ο υπόλοιπος κόσμος δεν έμοιαζε καθόλου με τους Δύο Ποταμούς. Μα το Φως, το είχε μάθει πια αυτό. Όχι ότι της άρεσε, αλλά έπρεπε να το αποδεχτεί για το υπόλοιπο της ζωής της.

«Αρκεί να είναι καλά η ίδια και... τα μωρά...» Μα το Φως, πόσα ήταν; Ήδη, περισσότερα από ένα θα παρουσίαζαν δυσκολίες. Όχι, δεν θα ρωτούσε. Η Ηλαίην διέθετε σίγουρα την καλύτερη μαμή στο Κάεμλυν. Καλύτερα να άλλαζε θέμα γρήγορα. «Έχεις καθόλου νέα από τον Ραντ ή από τη Νυνάβε; Έχω να της πω κάποια πράγματα, αλλά εκείνη το έσκασε μαζί του».

«Δεν έχω νέα από κανέναν τους», αποκρίθηκε η Αβιέντα, σιάζοντας το επώμιό της προσεκτικά, όπως κάθε Άες Σεντάι, κι αποφεύγοντας να κοιτάξει κατάματα την Άμερλιν. Μήπως ο τόνος της έκρυβε κάποια επιφύλαξη;

Η Εγκουέν πλατάγισε τη γλώσσα της, εκνευρισμένη με τον εαυτό της. Πράγματι, είχε αρχίσει να βλέπει παντού συνωμοσίες και να γίνεται καχύποπτη για τα πάντα. Ο Ραντ κρυβόταν, αυτό ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο. Η δε Νυνάβε ήταν Άες Σεντάι, ελεύθερη να πράξει όπως επιθυμούσε. Ακόμα κι όταν τις πρόσταζε η Άμερλιν, οι Άες Σεντάι έβρισκαν τρόπο να κάνουν αυτό που ήθελαν. Ωστόσο, η Άμερλιν είχε σκοπό να προσγειώσει απότομα τη Νυνάβε αλ’Μεάρα από τη στιγμή που η τελευταία θα άπλωνε χέρι εναντίον της. Όσο για τον Ραντ... «Φοβάμαι πως σύντομα θα έχεις μπλεξίματα», είπε.

Μια φίνα ασημένια τσαγιέρα εμφανίστηκε στο τραπέζι, πάνω σε έναν δίσκο από σφυρήλατο σίδερο με δύο ντελικάτες πράσινες πορσελάνινες κούπες. Από το στόμιο της τσαγιέρας αναδυόταν μια λεπτή στήλη καπνού. Δεν ήταν δύσκολο να εμφανίσει το τσάι ήδη σερβιρισμένο στις κούπες, αλλά το σερβίρισμα αποτελούσε μέρος του τυπικού, έστω κι αν επρόκειτο για κάτι εφήμερο, τόσο απτό όσο κι ένα όνειρο. Θα μπορούσες κάλλιστα να πεθάνεις από δίψα, προσπαθώντας να πιεις όσα έβρισκες έτοιμα στον Τελ’αράν’ριοντ, πόσω μάλλον αυτά που έφτιαχνες, αλλά το συγκεκριμένο τσάι είχε μια γεύση λες και τα φύλλα προέρχονταν από καινούργιο κάδο κι η ποσότητα του μελιού ήταν η κατάλληλη. Η Εγκουέν κάθισε σε μια από τις καρέκλες κι άρχισε να ρουφάει γουλιά-γουλιά το τσάι της, εξηγώντας συγχρόνως τι είχε συμβεί στην Αίθουσα και γιατί.

Αφού ειπώθηκαν τα πρώτα λόγια, η Αβιέντα κράτησε το φλιτζάνι με τα ακροδάχτυλά της χωρίς να πιει, κι αφέθηκε να παρακολουθεί την Εγκουέν δίχως να ανοιγοκλείνει καν τα μάτια της. Η σκούρα της φούστα κι η ωχρή της μπλούζα μεταβλήθηκαν σε καντιν’σόρ, πανωφόρι και παντελόνι σε γκρίζο και καφέ που ξεθώριαζαν στις σκιές. Τα μακριά της μαλλιά κόντυναν ξαφνικά, κρυμμένα από ένα σούφα, ενώ το μαύρο βέλο κρεμόταν έως το στήθος της. Κάπως παράταιρο, το φιλντισένιο βραχιόλι εξακολουθούσε να κρέμεται από τον καρπό της, παρ’ όλο που οι Κόρες του Δόρατος δεν συνήθιζαν να φορούν χρυσαφικά.

«Κι όλα αυτά εξαιτίας της λάμψης που διαισθανθήκαμε», μουρμούρισε απευθυνόμενη πιότερο στον εαυτό της μόλις τελείωσε η Εγκουέν. «Επειδή πιστεύουν πως οι Σκοτεινόψυχοι έχουν στην κατοχή τους ένα όπλο». Το έθεσε κάπως παράξενα.

«Τι άλλο μπορεί να είναι;» ρώτησε παραξενεμένη η Εγκουέν. «Μήπως ανέφερε κάτι κάποια απ’ τις Σοφές;» Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που θεωρούσε τις Άες Σεντάι ως παντογνώστριες, κι υπήρχαν φορές που μια Σοφή αποκάλυπτε πληροφορίες που θα ξάφνιαζαν ακόμα και την πιο ασυγκίνητη αδελφή.

Η Αβιέντα συνοφρυώθηκε κι ο ρουχισμός της άλλαξε και πάλι στη φούστα, την μπλούζα και το επώμιο που φορούσε προηγουμένως και, μια στιγμή αργότερα, στο μπλε μεταξωτό και τη δαντέλα, αυτή τη φορά μαζί με το Καντορινό περιδέραιο και το φιλντισένιο βραχιόλι. Ο ονειρικός κρίκος, φυσικά, παρέμεινε δεμένος στο κορδόνι. Μια εσάρπα εμφανίστηκε γύρω στους ώμους της. Το δωμάτιο ήταν παγερό σαν τον χειμώνα, κι αυτό το λεπτό σαν γάζα στρώμα της γαλάζιας δαντέλας φάνταζε ανίκανο να παράσχει λίγη ζεστασιά. «Οι Σοφές αμφιταλαντεύονται εξίσου με τις Άες Σεντάι σου, αν και πιστεύω πως δεν φοβούνται τόσο πολύ. Η ζωή είναι ένα όνειρο, από το οποίο, τελικά, ξυπνάς κάποια στιγμή. Χορέψαμε κι δόρατα με τον Φυλλοκαύτη». Το όνομα αυτό αναφερόταν στον Σκοτεινό, κι η Εγκουέν το έβρισκε ανέκαθεν παράξενο, καθότι είχε τη ρίζα του στην άδενδρη Ερημιά. «Όμως, κανείς δεν μπαίνει στον χορό έχοντας τη σιγουριά ότι θα ζήσει ή ότι θα νικήσει. Δεν νομίζω πως οι Σοφές σκέφτονται σοβαρά να συμμαχήσουν με τους Άσα’μαν. Είναι συνετό κάτι τέτοιο;» πρόσθεσε επιφυλακτικά. «Απ’ όσα λες, δεν είμαι καν σίγουρη ότι το εύχεσαι».

«Δεν υπάρχει άλλη επιλογή», αποκρίθηκε συνεσταλμένα η Εγκουέν. «Η τρύπα αυτή έχει διάμετρο τριών μιλίων. Απ’ όσο μπορώ να κρίνω, είναι η μόνη μας ελπίδα».

Η Αβιέντα κοίταξε σκεφτική το τσάι της. «Κι αν οι Σκοτεινόψυχοι δεν διαθέτουν κανένα όπλο;»

Ξαφνικά, η Εγκουέν συνειδητοποίησε τι ακριβώς έκανε η άλλη γυναίκα. Η Αβιέντα εκπαιδευόταν για να γίνει Σοφή κι, άσχετα από τα ρούχα της, ήταν ήδη Σοφή. Αυτός ήταν, πιθανότατα, κι ο λόγος που φορούσε την εσάρπα. Εν μέρει, η Εγκουέν ήθελε να χαμογελάσει. Η φίλη της είχε αρχίσει να διαφέρει από εκείνη την ξεροκέφαλη Κόρη του Δόρατος που είχε γνωρίσει κάποτε. Εν μέρει, όμως, θυμόταν ότι οι Σοφές δεν είχαν πάντα τους ίδιους στόχους με τις Άες Σεντάι. Κάτι που μπορεί να είχε ιδιαίτερη αξία για τις αδελφές, μπορεί να μη σήμαινε τίποτα για τις Σοφές. Λυπόταν που έπρεπε να σκέφτεται την Αβιέντα ως Σοφή αντί για απλή φίλη. Μια Σοφή που κοίταζε το καλό των Αελιτών κι όχι το καλό του Λευκού Πύργου. Πάντως, το ερώτημα παρέμενε.

«Αργά ή γρήγορα, θα έχουμε αναγκαστικά δοσοληψίες με τον Μαύρο Πύργο, Αβιέντα, κι η Μόρια είχε δίκιο. Υπάρχουν ήδη πάρα πολλοί Άσα’μαν για να τους ειρηνέψουμε όλους, και μάλιστα πριν από την Τελευταία Μάχη. Ίσως κάποιο όνειρο μου υποδείξει άλλον τρόπο, αλλά προς το παρόν τίποτα». Στην πραγματικότητα, μέχρι στιγμής, κανένα από τα όνειρά της δεν της είχε υποδείξει τίποτα χρήσιμο. «Σε αυτό, τουλάχιστον, αρχίζει να διαφαίνεται ένας τρόπος για να τους χειριστούμε. Σε κάθε περίπτωση, ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Αν, δηλαδή, οι Καθήμενες καταφέρουν να συμφωνήσουν σε οτιδήποτε άλλο, πέρα από το γεγονός ότι χρειάζεται προσπάθεια για να καταλήξουν σε συμφωνία. Πρέπει να ζήσουμε μ’ αυτό. Σε τελική ανάλυση, ίσως είναι και για το καλύτερο».

Η Αβιέντα χαμογέλασε πάνω από το φλιτζάνι της, αλλά το χαμόγελό της δεν υποδήλωνε ευθυμία. Για κάποιο λόγο, έμοιαζε ανακουφισμένη. Η φωνή της, ωστόσο, ήταν αρκετά σοβαρή. «Εσείς, οι Άες Σεντάι, νομίζετε πως οι άντρες είναι ανόητοι, κάτι που συχνά δεν συμβαίνει, και μάλιστα πολύ πιο συχνά απ’ όσο φαντάζεστε. Χρειάζεται προσοχή με αυτούς τους Άσα’μαν. Ο Μάζριμ Τάιμ όχι μόνο δεν είναι ανόητος, αλλά κατά τη γνώμη μου, είναι και πολύ επικίνδυνος».

«Η Αίθουσα το έχει υπ’ όψιν της», αποκρίθηκε ξερά η Εγκουέν. Εννοούσε το ότι ήταν επικίνδυνος, αλλά ίσως έπρεπε να λάβουν υπ’ όψιν και το άλλο θέμα. «Δεν καταλαβαίνω γιατί το συζητάμε. Δεν είναι στο χέρι μου. Το σημαντικότερο είναι ότι, τελικά, οι αδελφές θα αποφασίσουν πως ο Μαύρος Πύργος δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο για να παραμείνουν μακριά από το Κάεμλυν, αν, δηλαδή, σκοπεύουμε να τους μιλήσουμε. Την επόμενη βδομάδα, ίσως κι αύριο, θα δεις τις αδελφές να καταφθάνουν για να δουν πώς είναι η Ηλαίην και πώς πάει η πολιορκία. Αυτό που πρέπει να αποφασιστεί είναι με ποιον τρόπο θα κατορθώσουμε να κρατήσουμε κάποια πράγματα κρυφά. Έχω κάποιες ιδέες κι ελπίζω να έχεις κι εσύ».

Η ιδέα να εμφανιστούν στο Βασιλικό Παλάτι μερικές παράξενες Άες Σεντάι εκνεύρισε τόσο πολύ την Αβιέντα που, ενόσω μιλούσαν, άρχισε να αλλάζει φορεσιές, από το μπλε μεταξωτό στο καντιν’σόρ κι από κει στη μάλλινη φούστα, στην μπλούζα από αλγκόντ και τανάπαλιν, αν και φάνηκε να μην το προσέχει. Το πρόσωπό της παρέμενε ήρεμο, όπως θα άρμοζε σε αδελφή. Μπορεί να μην την ενδιέφερε ιδιαίτερα αν οι επισκέπτριες Άες Σεντάι αποκάλυπταν τις γυναίκες του Σογιού ή τις αιχμάλωτες σουλ’ντάμ και νταμέην ή τη συμφωνία με τις Θαλασσινές, την ενδιέφερε όμως ο αντίκτυπος που θα είχε κάτι τέτοιο στην Ηλαίην.

Η σκέψη των Θαλασσινών είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να εμφανιστεί το καντιν’σόρ αλλά και μια στρογγυλή ασπίδα από τομάρι ταύρου, ακουμπισμένη δίπλα στο κάθισμά της, καθώς και τρία κοντά Αελίτικα δόρατα. Η Εγκουέν ήταν έτοιμη να ρωτήσει αν υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τις Ανεμοσκόπους —εκτός των συνηθισμένων, δηλαδή— αλλά κρατήθηκε. Από τη στιγμή που η Αβιέντα δεν είχε αναφέρει κάτι τέτοιο, το ζήτημα αφορούσε αποκλειστικά στην ίδια και στην Ηλαίην. Σίγουρα θα έλεγε κάτι αν η Εγκουέν έπρεπε να λάβει γνώση του θέματος. Ή, μήπως, όχι;

Αναστενάζοντας, η Εγκουέν ακούμπησε το φλιτζάνι της στο τραπέζι, που εξαφανίστηκε, κι έτριψε τα μάτια της με τα δάχτυλά της. Οι υποψίες ήταν πλέον κομμάτι του εαυτού της, τόσο που ίσως να μην επιβίωνε δίχως αυτές. Αν μη τι άλλο, όμως, δεν ήταν ανάγκη να υποψιάζεται μια φίλη.

«Είσαι κουρασμένη», είπε η Αβιέντα, ντυμένη ξανά με τη λευκή μπλούζα, τη σκούρα φούστα και την εσάρπα, μια σοβαρή Σοφή με κοφτερό πράσινο βλέμμα. «Δεν κοιμάσαι καλά;»

«Καλά κοιμάμαι», είπε ψέματα η Εγκουέν, καταφέρνοντας όμως να χαμογελάσει. Η Αβιέντα κι η Ηλαίην είχαν τα δικά τους προβλήματα, δεν ήταν ανάγκη να τους μιλήσει και για τους πονοκεφάλους της. «Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο», είπε και σηκώθηκε. «Εσύ; Ωραία, λοιπόν, τελειώσαμε», συνέχισε, όταν η άλλη γυναίκα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Πες στην Ηλαίην να φροντίζει τον εαυτό της. Να την προσέχεις, κι αυτήν και τα μωρά της».

«Θα την προσέχω», αποκρίθηκε η Αβιέντα, ντυμένη τώρα με το μπλε μεταξωτό φόρεμα. «Αλλά πρέπει να φροντίζεις κι εσύ τον εαυτό σου. Μου φαίνεσαι κάπως εξαντλημένη. Κοιμήσου καλά και ξύπνα», είπε με ήπια φωνή, μια κι αυτός ήταν ο Αελίτικος τρόπος να πει κανείς καληνύχτα, και χάθηκε.

Η Εγκουέν απέμεινε να κοιτάει συνοφρυωμένη το σημείο όπου είχε εξαφανιστεί η φίλη της. Όχι, δεν ήταν εξαντλημένη, απλώς έκανε τη δουλειά της. Γλίστρησε ξανά στο σώμα της κι ανακάλυψε ότι κοιμόταν του καλού καιρού.

Αυτό δεν σήμαινε ότι κοιμόταν η ίδια, όχι ακριβώς δηλαδή. Το σώμα της είχε πέσει σε λήθαργο, αναπνέοντας αργά και βαθιά, αλλά η ίδια είχε αφεθεί να γλιστρήσει μέχρι το σημείο όπου εμφανίζονται τα όνειρα. Θα μπορούσε να περιμένει να ξυπνήσει, ανακαλώντας τα όνειρα και καταγράφοντάς τα στο μικρό δερματόδετο βιβλιαράκι που φύλαγε στον πάτο μιας κασέλας με ρούχα, τακτοποιημένο κάτω από λεπτά λινά φορέματα, που δεν θα έβγαιναν πριν από την άνοιξη. Ωστόσο, κέρδιζε χρόνο παρατηρώντας τα όνειρα καθώς εκτυλίσσονταν. Νόμιζε πως έτσι θα μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει το νόημά τους, όσων τουλάχιστον ήταν κάτι παραπάνω από κοινές νυχτερινές φαντασιώσεις.

Δεν ήταν και λίγες αυτές οι τελευταίες και συχνά σχετίζονταν με τον Γκάγουιν, έναν ψηλό όμορφο άντρα που την κρατούσε στα μπράτσα του, χόρευε μαζί της και της έκανε έρωτα. Κάποτε, ακόμα και στα όνειρα της, απέφευγε τη σκέψη τού να κάνει έρωτα μαζί του. Όταν ήταν ξύπνια δε, αναψοκοκκίνιζε μόλις το συλλογιζόταν, κάτι που τώρα πια έμοιαζε ανόητο και παιδιάστικο. Θα μπορούσε κάλλιστα να τον δεσμεύσει ως Πρόμαχό της κάποια μέρα, να τον παντρευτεί και να του κάνει έρωτα μέχρι να φωνάξει για έλεος. Ακόμα και στον ύπνο της, χαχάνισε με αυτή τη σκέψη. Κάποια άλλα όνειρα, όμως, δεν ήταν και τόσο ευχάριστα. Βάδιζε με δυσκολία μέσα στο χιόνι που της έφτανε έως τη μέση, έχοντας τριγύρω της πυκνές συστάδες δέντρων και ξέροντας όχι έπρεπε οπωσδήποτε να φτάσει στην άκρη του δάσους. Όποτε, όμως, το βλέμμα της έπεφτε φευγαλέα εκεί όπου τελείωναν τα δέντρα, ακριβώς μπροστά της, αρκούσε ένα βλεφάρισμα για να απομακρυνθούν ξανά, αφήνοντάς τη να κομπιάζει, πασχίζοντας να περπατήσει. Άλλες φορές, πάλι, έβλεπε όχι έσπρωχνε μια τεράστια μυλόπετρα σ’ έναν απόκρημνο λόφο, αλλά κάθε φορά που κόντευε να φτάσει στην κορυφή, γλιστρούσε κι έπεφτε προς τα πίσω, παρακολουθώντας την τεράστια πέτρα να κυλά μέχρι τους πρόποδες, οπότε ήταν αναγκασμένη να ξανακατέβει και να ξεκινήσει από την αρχή, αλλά κάθε φορά ο λόφος ήταν ψηλότερος από πριν. Γνώριζε αρκετά σχετικά με τα όνειρα ώστε να καταλαβαίνει από πού προέρχονταν τα συγκεκριμένα, άσχετα από το αν δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο νόημα πέρα από το γεγονός ότι ήταν όντως κουρασμένη κι είχε μπροστά της ένα φαινομενικά ατελείωτο έργο. Ωστόσο, αυτό δεν βοηθούσε και πολύ. Αισθάνθηκε το κορμί της να τινάζεται εξαιτίας αυτών των κοπιαστικών ονείρων, και προσπάθησε να χαλαρώσει τους μυώνες της και να τους ηρεμήσει. Αυτό το είδος ημιύπνου ήταν καλύτερο από το τίποτα, αλλά ανώφελο όταν περνούσε όλη τη νύχτα στριφογυρίζοντας στο ράντζο της. Οι προσπάθειές της, πάντως, έφεραν κάποιο αποτέλεσμα. Αν μη τι άλλο, ενώ το κορμί της έκανε σπασμωδικές κινήσεις, ονειρεύτηκε ότι πάσχιζε να τραβήξει μια άμαξα παραγεμισμένη με Άες Σεντάι σ’ έναν λασπερό κατηφορικό δρόμο.

Πού και πού, στα ενδιάμεσα, παρεμβάλλονταν κι άλλα όνειρα.

Ο Ματ βρισκόταν στην εξοχή, έξω από ένα χωριό, παίζοντας μπόουλινγκ. Οι καλαμοσκεπές ήταν κάπως θολές, όπως σε κάθε όνειρο —μερικές φορές, οι σκεπές ήταν φτιαγμένες από σχιστόλιθο, ενώ άλλες τα σπίτια ήταν κατασκευασμένα από πέτρα ή από ξύλο— αλλά ο άντρας διαγραφόταν ξεκάθαρα, ντυμένος με ένα καλοραμμένο πράσινο πανωφόρι και φορώντας το πλατύγυρο μαύρο καπέλο του, όπως ακριβώς ήταν ντυμένος τη μέρα που είχε έρθει στο Σαλιντάρ. Δεν υπήρχε κανείς άλλος τριγύρω. Τρίβοντας την μπάλα ανάμεσα στις παλάμες του, πήρε λίγη φόρα και την κύλησε με τρόπο πάνω στο μαλακό γρασίδι. Και οι εννέα κορύνες έπεσαν, σκορπίζοντας λες και κάποιος τις είχε κλωτσήσει. Ο Ματ στράφηκε, για να πάρει στα χέρια του άλλη μία μπάλα, κι οι κορύνες στήθηκαν ξανά όρθιες. Όχι, αυτές ήταν καινούργιες, οι παλιές κείτονταν ακόμα. Έριξε ξανά την μπάλα, μια τεμπέλικη αλλά πονηρή μπαλιά, κι η Εγκουέν ήθελε να ουρλιάξει. Οι κορύνες δεν ήταν απλά κομμάτια ξύλου, αλλά άντρες που στέκονταν ακίνητοι, παρακολουθώντας την μπάλα να έρχεται κυλώντας προς το μέρος τους. Κανείς τους δεν κουνήθηκε, μέχρι που η μπάλα τούς σκόρπισε. Ο Ματ στράφηκε να πάρει άλλη μία μπάλα, και καινούργιες κορύνες αναδύθηκαν, δηλαδή άντρες που στέκονταν σε τακτικό σχηματισμό ανάμεσα στους άλλους που είχαν διασκορπιστεί στο γρασίδι σαν να ήταν νεκροί. Και μάλλον ήταν όντως νεκροί. Παντελώς αδιάφορος, ο Ματ έριξε την μπαλιά.

Ήταν πραγματικό όνειρο, το ήξερε πολύ πριν σβήσει. Μια φευγαλέα ματιά στο μέλλον, μια προειδοποίηση ότι έπρεπε να έχουν τον νου τους. Τα πραγματικά όνειρα ανέκαθεν ήταν πιθανότητες κι όχι βεβαιότητες —αυτό έπρεπε να το υπενθυμίζει διαρκώς στον εαυτό της. Το Ονείρεμα δεν ήταν Πρόβλεψη— αλλά ετούτη εδώ η πιθανότητα παραήταν φρικιαστική. Καθεμία από αυτές τις ανθρώπινες κορύνες αντιπροσώπευε χιλιάδες άντρες, ήταν απολύτως σίγουρη γι’ αυτό. Μέρος αυτού του ονείρου ήταν και μια Φωτοδότρια. Ο Ματ είχε γνωρίσει μία κάποτε, αλλά αυτό συνέβη πολύ καιρό πριν. Ετούτο εδώ ήταν κάτι πιο πρόσφατο. Οι Φωτοδότες ήταν διασκορπισμένοι κι οι συντεχνίες τους είχαν εξαφανιστεί. Μία από αυτούς εξασκούσε την τέχνη της σ’ έναν περιοδεύοντα θίασο θεαμάτων, με τον οποίο είχαν ταξιδέψει για ένα διάστημα κι η Ηλαίην με τη Νυνάβε. Ο Ματ μπορούσε να βρει παντού Φωτοδότες και Φωτοδότριες, ωστόσο όλα αυτά που έβλεπε δεν ήταν παρά ένα πιθανό μέλλον. Απογοητευτικό και αιματοβαμμένο, αλλά πιθανό. Πάντως, το είχε ονειρευτεί τουλάχιστον δύο φορές. Δεν επρόκειτο πάντα για το ίδιο όνειρο, αλλά το νόημα ήταν το ίδιο. Άραγε, αυτό το καθιστούσε και πιθανότερο; Έπρεπε να ρωτήσει τις Σοφές για να βρει μια απάντηση, αλλά ήταν όλο και πιο απρόθυμη να κάνει κάτι τέτοιο. Με κάθε ερώτηση που έκανε, τους αποκάλυπτε κι από κάτι, κι επιπλέον οι σκοποί τους διέφεραν από τους δικούς της. Προκειμένου να διασώσουν ό,τι ήταν δυνατόν από τους Αελίτες, δεν είχαν πρόβλημα να αφήσουν τον Λευκό Πύργο να γίνει σκόνη. Η Εγκουέν είχε υπ’ ευθύνη της πολύ κόσμο και πολλά έθνη.

Κι άλλα όνειρα.

Πάλευε να ανέβει ένα στενό βραχώδες μονοπάτι, κατά μήκος ενός απόκρημνου γκρεμού. Την περικύκλωναν σύννεφα που έκρυβαν το έδαφος και την κορυφή, αλλά η Εγκουέν ήξερε ότι και τα δύο ήταν πολύ μακριά. Έπρεπε να προσέχει πολύ τα βήματά της. Το μονοπάτι ήταν κακοτράχαλο και εξείχε στο χείλος του γκρεμού, ελάχιστα φαρδύ για να μπορεί να στέκεται με τον ένα ώμο ακουμπισμένο στον απότομο βράχο, μια τραβέρσα διάσπαρτη από πέτρες μεγάλες σαν τη γροθιά της που θα μπορούσαν κάλλιστα να αναποδογυρίσουν με ένα απρόσεκτο βήμα και να τη ρίξουν στο βάραθρο. Έμοιαζε μ’ εκείνα τα όνειρα όπου έσπρωχνε μυλόπετρες και τραβούσε καρότσια, είχε όμως πλήρη συνείδηση ότι ετούτο εδώ ήταν ένα πραγματικό όνειρο.

Ξαφνικά, η τραβέρσα υποχώρησε κάτω από τα πόδια της μ’ έναν ξερό κρότο από πέτρες που έσπαγαν, κι η Εγκουέν πιάστηκε απεγνωσμένα από την άκρη του γκρεμού, με τα δάχτυλά της να ψάχνουν για κάποιο στήριγμα. Τα ακροδάχτυλά της γλίστρησαν σε μια μικρή χαραμάδα κι η πτώση της σταμάτησε με ένα τίναγμα που κόντεψε να της εξαρθρώσει τα χέρια. Με τα πόδια της να ταλαντεύονται στα σύννεφα, άκουγε τον κρότο της κοτρώνας που έπεφτε στον γκρεμό, μέχρι που ο ήχος έσβησε κι η κοτρώνα δεν είχε καν πιάσει πάτο ακόμα. Κάπως θολά, έβλεπε τη σπασμένη τραβέρσα στα αριστερά της. Δεν απείχε παρά δέκα βήματα, αλλά ήταν σαν να απείχε ένα μίλι. Από την αντίθετη κατεύθυνση, η ομίχλη έκρυβαν το υπόλοιπο του μονοπατιού, αλλά είχε την εντύπωση πως κι αυτό βρισκόταν πολύ μακρύτερα. Τα χέρια της είχαν χάσει τη δύναμή τους. Της ήταν αδύνατον να τραβηχτεί επάνω, οπότε το μόνο που έκανε ήταν να κρέμεται από τα ακροδάχτυλά της μέχρι να πέσει. Η ακμή του γκρεμού έμοιαζε κοφτερή σαν μαχαίρι κάτω από τα δάχτυλά της.

Ξαφνικά, μια γυναίκα φάνηκε να κατηφορίζει την τραχιά πλαγιά του γκρεμού μέσα από τα σύννεφα, βαδίζοντας επιδέξια λες και κατέβαινε σκαλοπάτια. Στην πλάτη της υπήρχε δεμένο με ιμάντες ένα ξίφος. Το πρόσωπό της ήταν κάπως θολό και δεν ξεχώριζε καλά, αλλά το σπαθί φάνταζε στέρεο σαν τα γύρω βράχια. Η γυναίκα έφτασε στο επίπεδο της Εγκουέν και της άπλωσε το χέρι. «Μαζί θα φτάσουμε στην κορυφή», είπε με μια γνώριμη μακρόσυρτη προφορά.

Η Εγκουέν έδιωξε μακριά το όνειρο, όπως θα έδιωχνε μια οχιά. Αισθάνθηκε το κορμί της να σφαδάζει, άκουσε τον εαυτό της να γογγύζει στον ύπνο της, αλλά για μια στιγμή δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό. Είχε ονειρευτεί τους Σωντσάν κι άλλες φορές στο παρελθόν, μια γυναίκα Σωντσάν που με κάποιον τρόπο συνδεόταν μαζί της, αλλά αυτή τη φορά επρόκειτο για μία Σωντσάν που την έσωσε. Όχι! Της είχαν περάσει το λουρί, την είχαν κάνει νταμέην. Καλύτερα να πέθαινε, παρά να σωζόταν από μία Σωντσάν! Πέρασε αρκετή ώρα πριν καταφέρει να ηρεμήσει το κοιμώμενο σώμα της. Ίσως, βέβαια, να της φάνηκε πως πέρασε πολλή ώρα. Όχι, δεν θα δεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο από μια Σωντσάν, ποτέ!

Με αργούς ρυθμούς, τα όνειρα επανήλθαν.

Σκαρφάλωνε σ’ ένα άλλο μονοπάτι κατά μήκος ενός γκρεμού σκεπασμένου από σύννεφα, αλλά το χείλος του ήταν φαρδύ αυτή τη φορά, φτιαγμένο από λειασμένο λιθόστρωτο, και κάτω από τα πόδια της δεν υπήρχαν βράχια. Ο γκρεμός είχε το χρώμα της κιμωλίας κι ήταν επίπεδος σαν να είχε λειανθεί. Παρά τα νέφη, η ωχρή πέτρα σχεδόν έλαμπε. Η Εγκουέν σκαρφάλωνε γοργά και σύντομα αντιλήφθηκε πως το προεξέχον χείλος του γκρεμού ανηφόριζε σπειροειδώς. Ο γκρεμός ήταν, στην πραγματικότητα, μια σπείρα. Δεν είχε προλάβει να κάνει καλά-καλά αυτή τη σκέψη, και βρέθηκε στην κορυφή, σε έναν επίπεδο δίσκο κυκλωμένο από πούσι. Ωστόσο, δεν ήταν ακριβώς επίπεδος. Μια μικρή λευκή πλίνθος στεκόταν στο κέντρο του κύκλου, στηρίζοντας έναν φανό από πεντακάθαρο γυαλί. Η φλόγα στο εσωτερικό του έκαιγε λαμπερή και σταθερή, χωρίς να τρεμοπαίζει διόλου. Επιπλέον, ήταν λευκή.

Ξαφνικά, δύο πουλιά πετάχτηκαν μέσα από την ομίχλη, δύο κοράκια μαύρα σαν τη νύχτα. Πέταξαν γρήγορα μέχρι την κορυφή της σπείρας, χτύπησαν τον φανό κι έφυγαν γοργά, δίχως καθυστέρηση. Ο φανός στριφογύρισε και ταλαντεύτηκε, χορεύοντας πάνω στην πλίνθο και σκορπίζοντας τριγύρω στάλες λαδιού. Κάποιες από αυτές τις στάλες άρπαξαν φωτιά στον αέρα και χάθηκαν, ενώ άλλες έπεσαν τριγύρω στη μικρή στήλη, καθεμία υποστηρίζοντας μια μικροσκοπική τρεμουλιαστή λευκή φλόγα. Ο φανός εξακολούθησε να ταλαντεύεται, έτοιμος να σωριαστεί.

Η Εγκουέν ξύπνησε μ’ ένα τίναγμα του κορμιού της σε πηχτό σκοτάδι. Τώρα, ήξερε. Για πρώτη φορά, ήξερε ακριβώς τι σήμαινε το όνειρο. Γιατί, όμως, είχε ονειρευτεί ότι την έσωσε μια Σωντσάν κι έπειτα τους Σωντσάν να επιτίθενται στον Λευκό Πύργο; Μια επίθεση που θα κλόνιζε συθέμελα τις Άες Σεντάι και θα απειλούσε τον ίδιο τον Πύργο. Φυσικά, δεν ήταν παρά μια πιθανότητα. Τα γεγονότα, όμως, ενός αληθινού ονείρου ήταν πιθανότερο να συμβούν από άλλα.

Είχε την εντύπωση πως έκανε ήρεμες σκέψεις, αλλά το τραχύ θρόισμα του καναβάτσου στην υφασμάτινη είσοδο την έκανε σχεδόν ν’ αδράξει την Αληθινή Πηγή. Βιαστικά, άρχισε να εφαρμόζει τις ασκήσεις των μαθητευομένων για να γαληνέψει, όπως νερό που κυλάει πάνω από κροκάλες ή άνεμος που φυσάει πάνω από το ψηλό γρασίδι. Μα το Φως, είχε φοβηθεί πάρα πολύ. Χρειάζονταν δύο άτομα για να επιτευχθεί κάποιος βαθμός ηρεμίας. Ανοιξε το στόμα της να ρωτήσει ποιος ήταν.

«Κοιμάσαι;» ακούστηκε να μουρμουρίζει απαλά η φωνή της Χάλιμα. Ακουγόταν ενθουσιασμένη, διεγερμένη σχεδόν. «Δεν θα έλεγα όχι για λίγο ύπνο κι εγώ».

Η Εγκουέν έμεινε εντελώς ακίνητη, ακούγοντας τη γυναίκα να γδύνεται στο σκοτάδι. Αν της έδινε την εντύπωση ότι ήταν ξύπνια, θα έπρεπε να της μιλήσει, κι αυτό προς το παρόν μάλλον θα της δημιουργούσε αμηχανία. Ήταν απόλυτα σίγουρη ότι η Χάλιμα είχε βρει συντροφιά, ίσως όχι για όλη τη νύχτα όμως. Η Χάλιμα είχε δικαίωμα να πράττει κατά το δοκούν, βέβαια, αλλά η Εγκουέν εξακολουθούσε να είναι απογοητευμένη. Ευχόμενη να μείνει ξύπνια, αισθάνθηκε τον εαυτό της να βυθίζεται ξανά, κι αυτή τη φορά δεν προσπάθησε να τον σταματήσει πριν βυθιστεί τελείως. Δεν είχε πρόβλημα, πλέον, να ανακαλεί τα όνειρά της. Εξάλλου, χρειαζόταν και λίγο καλό ύπνο.

Η Τσέσα ήρθε με το πρώτο φως της αυγής, φέρνοντάς της πρωινό σε έναν δίσκο κι έτοιμη να τη βοηθήσει να ντυθεί. Στην πραγματικότητα, ήταν μεν νωρίς, αλλά δεν είχε σχεδόν καθόλου φως. Το μόνο που υπήρχε ήταν μια μικρή υπόνοια ηλιαχτίδων, κι ο φωτισμός των φανών ήταν ακόμα απαραίτητος. Τα κάρβουνα στο μαγκάλι είχαν σβήσει στη διάρκεια της νύχτας και το κρύο που επικρατούσε δημιουργούσε μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Ίσως σήμερα να χιόνιζε περισσότερο. Η Χάλιμα φόρεσε με μια αεράτη κίνηση το μεταξωτό ριχτό φόρεμά της και ντύθηκε, κάνοντας αστεία σχόλια για το πόσο θα ήθελε να είχε κι αυτή μια υπηρέτρια, ενόσω η Τσέσα κούμπωνε τις σειρές των κουμπιών στην πλάτη της Εγκουέν. Η πλαδαρή γυναίκα είχε πάρει σοβαρή όψη, αγνοώντας εντελώς τη Χάλιμα. Η Εγκουέν δεν έλεγε τίποτα. Δεν είχε ανοίξει καν το στόμα της. Η Χάλιμα δεν ήταν υπηρέτριά της, άρα δεν είχε δικαίωμα να κριτικάρει τη γυναίκα.

Μόλις η Τσέσα κούμπωσε και το τελευταίο μικρό κουμπί και χτύπησε χαϊδευτικά το μπράτσο της Εγκουέν, η Νισάο μπήκε από την υφασμάτινη είσοδο, φέρνοντας μαζί της ένα ρεύμα καθαρού αλλά κρύου αέρα. Μια σύντομη ματιά έξω, πριν το ύφασμα πέσει και πάλι πίσω της, αποκάλυπτε ότι τα πάντα εξακολουθούσαν να είναι γκρίζα και μελαγχολικά. Ναι, σίγουρα θα χιόνιζε.

«Πρέπει να μιλήσω κατ’ ιδίαν στη Μητέρα», είπε κρατώντας τον μανδύα τυλιγμένο γύρω από το κορμί της, λες κι αισθανόταν ήδη το χιόνι. Η μικροκαμωμένη γυναίκα δεν μιλούσε συνήθως τόσο αποφασιστικά.

Η Εγκουέν έκανε ένα νεύμα στην Τσέσα κι εκείνη υποκλίθηκε. «Μην αφήσεις το πρωινό σου να κρυώσει», της επέστησε την προσοχή προτού βγει από τη σκηνή.

Η Χάλιμα έκανε μια παύση, κοιτώντας τόσο τη Νισάο όσο και την Εγκουέν, πριν μαζέψει τον μανδύα της που κειτόταν σε έναν ακατάστατο σωρό στα πόδια του ράντζου της. «Μου φαίνεται πως η Ντελάνα έχει να μου αναθέσει κάποια δουλειά», είπε κάπως εκνευρισμένη.

Η Νισάο κοίταξε συνοφρυωμένη την πλάτη της γυναίκας καθώς έφευγε αλλά, χωρίς να πει τίποτα και χωρίς να πάρει καν άδεια, αγκάλιασε το σαϊντάρ κι ύφανε γύρω από την ίδια και την Εγκουέν ένα ξόρκι εναντίον των ωτακουστών. «Η Ανάγια και ο Πρόμαχός της είναι νεκροί», είπε. «Κάποιοι από τους εργάτες που κουβαλούσαν σακιά με κάρβουνα χθες βράδυ άκουσαν έναν θόρυβο, κάτι σαν άγριο ξυλοφόρτωμα, κι έσπευσαν να δουν τι τρέχει. Βρήκαν την Ανάγια και τον Σεταγκάνα πεσμένους στο χιόνι. Νεκρούς».

Η Εγκουέν κάθισε αργά στο κάθισμά της, το οποίο εκείνη τη στιγμή δεν φάνταζε και τόσο άνετο. Η Ανάγια νεκρή. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη, εκτός από το θερμό της χαμόγελο. Ήταν μια γυναίκα με κοινότυπο πρόσωπο που λάτρευε τις δαντέλες στα ρούχα της. Η Εγκουέν ήξερε ότι θα έπρεπε να νιώθει λύπη και για τον Σεταγκάνα, αλλά αυτός δεν ήταν παρά Πρόμαχος. Ακόμα κι αν τη γλίτωνε, το πιθανότερο ήταν πως δεν θα ζούσε πολύ. «Πώς συνέβη;» ρώτησε. Η Νισάο δεν είχε υφάνει το ξόρκι μόνο και μόνο για να της αναφέρει τον θάνατο της Ανάγια.

Το πρόσωπο της Νισάο σφίχτηκε και, παρά το ξόρκι, η γυναίκα έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της, λες και φοβόταν ότι κάποιος κρυφάκουγε από την υφασμάτινη είσοδο. «Οι εργάτες νόμισαν πως είχαν φάει δηλητηριώδη μανιτάρια. Μερικοί αγρότες δεν προσέχουν πολύ όταν μαζεύουν το εμπόρευμά τους, κι αν φας το λάθος είδος μανιταριού, μπορεί να παραλύσουν τα πνευμόνια σου ή να πρηστεί ο λαιμός σου, οπότε και στις δύο περιπτώσεις πεθαίνεις από ασφυξία». Η Εγκουέν ένευσε ανυπόμονα. Σε τελική ανάλυση, σε επαρχία είχε μεγαλώσει. «Όλοι έδειξαν πρόθυμοι να αποδεχτούν μια τέτοια εξήγηση», συνέχισε η Νισάο χωρίς να βιάζεται διόλου. Τα χέρια της σφίγγονταν και ξεσφίγγονταν στις άκρες του μανδύα της, ενώ η ίδια έμοιαζε κάπως απρόθυμη να αναφέρει τα συμπεράσματά της. «Δεν υπήρχαν καθόλου πληγές, ούτε χτυπήματα. Έμοιαζε απόλυτα λογικό να έφταιγε κάποιος άπληστος αγρότης που πούλησε χαλασμένα μανιτάρια. Όμως...» Αναστέναξε, έριξε μια δεύτερη ματιά πάνω από τον ώμο της και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. «Υποθέτω πως έφταιγε όλη αυτή η σημερινή κουβέντα σχετικά με τον Μαύρο Πύργο, στην Αίθουσα. Έκανα μια δοκιμή αντήχησης. Ο θάνατός τους οφείλεται στο σαϊντίν». Μια γκριμάτσα αποστροφής χαράχτηκε στο πρόσωπό της. «Θαρρώ πως κάποιος ύφανε συμπαγείς ροές Αέρα γύρω από τα κεφάλια τους και τους έπνιξε». Ανατρίχιασε, σφίγγοντας κι άλλο τον μανδύα επάνω της.

Η Εγκουέν κόντεψε να αναρριγήσει κι η ίδια, και με έκπληξή της διαπίστωσε ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε. Η Ανάγια νεκρή από ασφυξία. Βάναυσος τρόπος να ξεκάνεις κάποιον, ό,τι πρέπει για έναν δράστη που δεν θα ήθελε να αφήσει ίχνη. «Το είπες σε κανέναν άλλον;»

«Όχι, βέβαια», αποκρίθηκε αγανακτισμένα η Νισάο. «Μόλις πληροφορήθηκα ότι ξύπνησες, ήρθα κατευθείαν σ’ εσένα».

«Κρίμα. Θα χρειαστεί να εξηγήσεις τον λόγο που καθυστέρησες. Δεν μπορούμε να το κρατήσουμε μυστικό». Βέβαια, οι διάφορες Άμερλιν του παρελθόντος κρατούσαν πολύ πιο σκοτεινά μυστικά, για το καλό του Πύργου κατά την άποψή τους. «Αν υπάρχει ανάμεσά μας κάποιος άντρας με την ικανότητα της διαβίβασης, οι αδελφές θα πρέπει να τεθούν σε επιφυλακή». Ήταν μάλλον απίθανο να βρεθεί ένας τέτοιος άντρας ανάμεσα στους εργάτες ή στους στρατιώτες, κι όμως, κάποιος είχε έρθει μέχρις εδώ για να δολοφονήσει μια αδελφή και τον Πρόμαχό της, πράγμα που δημιουργούσε την εξής απορία: «Γιατί την Ανάγια; Μήπως βρέθηκε σε λάθος μέρος τη λάθος ώρα, Νισάο; Πού ακριβώς πέθαναν;»

«Κοντά στις άμαξες, στη νότια μεριά του στρατοπέδου. Δεν έχω ιδέα τι έκαναν εκεί νυχτιάτικα. Εκτός κι αν η Ανάγια πήγαινε στο αποχωρητήριο κι ο Σεταγκάνα θεώρησε πως χρειαζόταν φύλαξη ακόμα κι εκεί».

«Τότε, κάνε μου τη χάρη και βρες τι ακριβώς συνέβη, Νισάο. Τι έκαναν εκεί έξω η Ανάγια κι ο Σεταγκάνα όταν όλοι οι άλλοι κοιμούνταν; Γιατί δολοφονήθηκαν; Αυτό θα το κρατήσεις μυστικό. Μέχρι να βρεθούν κάποιες εξηγήσεις, μόνο εμείς οι δύο θα ξέρουμε περί της έρευνάς σου».

Το στόμα της Νισάο ανοιγόκλεισε. «Αν πρέπει, θα το κάνω», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της σχεδόν. Δεν ήταν η κατάλληλη για να κρατάει σημαντικά μυστικά, και το ήξερε. Το τελευταίο πράγμα που είχε προσπαθήσει να κρατήσει μυστικό την είχε οδηγήσει απευθείας στο να ορκιστεί πίστη κι αφοσίωση στην Εγκουέν. «Άραγε, αυτό θα βάλει τέλος στις συζητήσεις περί συμφωνίας με τον Μαύρο Πύργο;»

«Αμφιβάλλω», είπε κουρασμένα η Εγκουέν. Μα το Φως, πώς ήταν δυνατόν να είχε κουραστεί κιόλας; Ακόμα δεν είχε βγει ο ήλιος καλά-καλά. «Όπως και να έχει, κάτι μου λέει πως έχουμε μπροστά μας ακόμα μία κουραστική μέρα». Και το καλύτερο που είχε να ελπίζει ήταν ένας βραδινός ύπνος χωρίς πονοκέφαλο.

Загрузка...