34
Στις γειτονιές όπου περπατούσε ο Γιενς ο άνεμος φυσούσε παγωμένος κι ούτε φώτα υπήρχαν ούτε πεζοδρόμια. Αληθινός λαβύρινθος, όλο αυλές και φιδωτά σοκάκια όπου έχανες πολύ εύκολα τον προσανατολισμό σου. Οι κεντρικές λεωφόροι της Αγίας Πετρούπολης είχαν σχεδιαστεί από τον Μεγάλο Πέτρο για να είναι το καύχημα του δυτικού κόσμου, αλλά πίσω από τα παλάτια και τις υπέροχες προσόψεις στοιβάζονταν αμέτρητα πλήθη φτωχολογιάς που είχαν στήσει γειτονιές απίστευτης βρομιάς και κακομοιριάς. Η αγανάκτηση κι η πικρία περίσσευαν σε τούτα τα μέρη.
Ο Γιενς κατέβηκε τα υγρά και γλιστερά πέτρινα σκαλιά ενός υπογείου. Δεν ήταν μέρος για να ζουν άνθρωποι εδώ, κάτω απ’ το επίπεδο του νερού. Τα βαλτοτόπια όπου πάνω τους είχε χτιστεί η Αγία Πετρούπολη ζωντάνευαν όποτε αγρίευαν οι βροχές ή ανέβαινε η παλίρροια. Τα υπόγεια πλημμύριζαν σολόκληρη την πόλη, κι ωστόσο εδώ έμεναν άνθρωποι. Ή εδώ θα έμεναν, ή θα κοιμόντουσαν στους δρόμους. Ο Γιενς χτύπησε την πόρτα, που άνοιξε διστακτικά.
Μια γυναίκα με φανελένιο νυχτικό τον κοίταξε.
«Γυρεύω τη Λάρισα Σεργκέγιεβα», της είπε ο Γιενς. «Είναι εδώ;»
Η γυναίκα πετάρισε τα μάτια κι έκανε πίσω, αφήνοντας τον να περάσει στο δωμάτιο. Θεέ μου, είπε μέσα του ο Γιενς κι έκλεισε τη μύτη του. Στο τρεμάμενο φως δυο κεριών είδε πως το δωμάτιο ήταν μεγάλο, αλλά γεμάτο μέχρι το ταβάνι με κουκέτες που πάνω τους ήταν ξαπλωμένα κορμιά αγκαλιασμένα για ζεστασιά. Εκεί μέσα πρέπει να υπήρχαν τριάντα με σαράντα άνθρωποι. Κουρελιασμένα σεντόνια κρέμονταν σαν μπερντέδες μπροστά από μερικά κρεβάτια σε μια απόπειρα απομόνωσης, και σε ξεσκισμένα στρώματα στο πάτωμα κάθονταν παιδιά.
«Λάρισα!» φώναξε η γυναίκα με το νυχτικό. «Έχεις επισκέπτη, έναν κύριο!»
Κεφάτες κοροϊδίες ακούστηκαν ολόγυρα και μια αδύνατη γυναίκα βγήκε από τις σκιές κρατώντας ένα κοιμισμένο μωρό.
«Η Λάρισα Σεργκέγιεβα;» ρώτησε ο Γιενς.
«Ντα».
«Θέλω να σου μιλήσω».
«Για ποιο πράγμα;»
«Για ένα προσωπικό ζήτημα». Κοίταξε τα μάτια που τους παρακολουθούσαν από παντού. «Πάμε έξω καλύτερα».
Εκείνη κατένευσε. Έδωσε το μωρό στη γυναίκα που είχε ανοίξει την πόρτα και τον ακολούθησε στο δρόμο. Ο Γιενς την είδε νανατριχιάζει. Ωραία. Την ήθελε ταραγμένη. Την πήγε κάτω από ένα παράθυρο και την επιθεώρησε στο λιγοστό φως. Το πρόσωπο της ήταν ευγενικό με ντροπαλά μάτια και ανοιχτοκάστανα μαλλιά κομμένα σ ένα κοντό καρέ. Το ένα της πόδι κλοτσούσε νευρικά το χώμα «Είσαι η χήρα του Μιχαήλ Σεργκέγιεφ;»
«Μάλιστα». Η φωνή της ήταν απαλή, ευχάριστη.
«Απ’ όσο ξέρω ήταν φίλος του Βίκτορ Αρκίν».
Απότομα το πόδι της έμεινε ακίνητο. Κατέβασε τα μάτια.
«Δεν ξέρω».
Μπορούσε να την αρπάξει και να την ταρακουνήσει μέχρι να πάψει να λέει ψέματα. Αντί γι’ αυτό, όμως, της είπε μαλακά: «Εγώ νομίζω πως ξέρεις».
Εκείνη κούνησε το κεφάλι κι έφερε το χέρι της στο στόμα της.
«Σου φέρνει τρόφιμα», είπε ο Γιενς με ωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση. Είχε ψάξει κι είχε μάθει ότι ο Αρκίν τη βοηθούσε ύστερα από το θάνατο του άντρα της.
«Μερικές φορές».
«Θέλω να του μιλήσω. Απόψε».
Τα μάτια της γυναίκας τον κοίταξαν νευρικά.
«Ποιος είσαι;»
«Ο Γιενς Φρίις».
«Ο διευθυντής Φρίις;»
«Ναι. Ο άντρας σου δούλευε για μένα».
«Μας βοήθησες όταν έσπασε το χέρι του». Τον άγγιξε στο μπράτσο. «Σπασίμπα. Σ’ ευχαριστώ. Θα είχαμε πεθάνει της πείνας».
«Το μωρό;»
«Καλά είναι».
«Πολύ θα ήθελα να πω το ίδιο και για τη Βαλεντίνα Ιβάνοβα».
«Δεν καταλαβαίνω. Ποια είναι αυτή;»
Ο Γιενς έσκυψε πάνω της και είπε με ένταση: «Πες στον Αρκίν πως θέλω να τον δω. Τώρα».
Η γυναίκα κατένευσε και κατέβηκε βιαστικά στο υπόγειο.
Η Λαρίσα Σεργκέγιεβα δεν ήταν όσο έπρεπε προσεκτική.
Γύριζε και κοίταζε πίσω της κάθε τόσο, καθώς διέσχιζε τρέχοντας τα σοκάκια, αλλά σε λάθος στιγμές και λάθος σημεία. Δέκα λεπτά αφότου χώρισαν, η γυναίκα είχε φύγει από το υπόγειο μένα σάλι τυλιγμένο στο κεφάλι της και κάτι ογκώδες στην τσέπη του παλτού της. Κι ήταν πανεύκολο να την ακολουθήσει ο Γιενς.
Όταν ξαφνικά η γυναίκα χώθηκε στην πίσω πόρτα ενός φασαριόζικου μπαρ, ο Γιενς κρύφτηκε πίσω από μια καμάρα. Η Λαρίσα ξαναβγήκε σχεδόν αμέσως και πίσω της εμφανίστηκε μια σκοτεινή μορφή. Χώθηκαν κι οι δυο στο άνοιγμα μιας πόρτας κι άρχισαν να μιλάνε ψιθυριστά. Ο Γιενς ανάσαινε βαριά. Τούτος ήταν ο άνθρωπος που είχε αφήσει τα αποτυπώματα του σόλη την Πετρούπολη. Ο Γιενς τράβηξε το πιστόλι που είχε περασμένο στη ζώνη του και κοίταξε γύρω του στα σκοτάδια. Δεν είχε ξανασκοτώσει ποτέ του άνθρωπο, αλλά τούτος εδώ θα βρισκόταν στην κόλαση πριν περάσει η νύχτα.
Έκανε ένα βήμα μπροστά.
«Αρκίν! Πού την έχεις;»
Η Λαρίσα άφησε μια τρομαγμένη φωνή.
«Βίκτορ, δεν τον έφερα εγώ! Στο ορκίζομαι!»
Έδειχνε να τον φοβάται. Ο Γιενς την αγνόησε. Το όπλο του σημάδευε το κεφάλι του Αρκίν.
«Λέγε, πού είναι;»
Ο Αρκίν απομακρύνθηκε από τη γυναίκα, στάθηκε στη μέση του δρόμου και κοίταξε με τεταμένη την προσοχή του τον Γιενς.
«Α, ο μηχανικός», είπε. «Αν με σκοτώσεις, θα πεθάνει κι εκείνη».
Ο Γιενς κατέβασε το όπλο και σημάδεψε το δεξί γόνατο του Αρκίν.
«Άκουσε με προσεκτικά. Αν θέλεις να συνεχίσεις να περπατάς, μίλα. Πού τις έχεις και τις δύο;»
Ο Αρκίν κοίταξε για μια στιγμή σιωπηλός το πιστόλι.
«Πώς έμαθες για τη Λαρίσα;» ρώτησε μετά.
«Δεν είσαι ο μόνος που έχει πληροφοριοδότες σε τούτη την πόλη».
«Και πώς.»
Η φωνή του κόπηκε καθώς ένα χοντρό μπράτσο τύλιξε από πίσω το λαιμό του. Η γυναίκα άφησε ένα ουρλιαχτό.
«Θυμάσαι το φίλο μας τον Λιεβ Ποπκόφ; Ο Γιενς τον κοπάνισε με το πιστόλι στο σαγόνι κι ο Αρκίν βόγκησε. «Εξαιτίας σου τον βασάνισε η Οχράνα. Κι εξαιτίας σου πάλι, εγώ έχω μια τρύπα στο στήθος. Θα το ευχαριστηθούμε κι οι δύο αν σου φυτέψουμε κι εσένα μια σφαίρα, για ανταπόδοση».
«Άφησε με να του ξεκολλήσω πρώτα το κεφάλι», γρύλισε ο Ποπκόφ.
Η Λαρίσα άρχισε να κλαψουρίζει.
«Όχι», αποκρίθηκε ο Γιενς. «Μια σφαίρα στο δεξί γόνατο πρώτα, κι ύστερα μια στο αριστερό».
Ο Αρκίν πάλευε να ελευθερωθεί απ’ το αγκάλιασμα του Ποπκόφ, αλλά ήταν σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από μια αρκούδα. Κι όταν ο Κοζάκος κόντεψε να του ξεριζώσει το χέρι, σταμάτησε να παλεύει. Ο Γιενς πλησίασε κι άλλο κι η φωνή του ακούστηκε άγρια.
«Για τελευταία φορά. Πού είναι;»
«Άντε γαμήσου».
«Εσύ το θέλησες». Ετοιμάστηκε να τραβήξει τη σκανδάλη.
«Άφησε τον», πετάχτηκε η γυναίκα.
Είχε τραβήξει από την τσέπη της ένα ρεβόλβερ και σημάδευε τον Γιενς. Το χέρι της έτρεμε, κουνιόταν νευρικά, αλλά από τόσο μικρή απόσταση δεν θ’ αστοχούσε.
«Λάρισα», της είπε ήρεμα ο Γιενς, «μην το κάνεις αυτό.
Θα καταστρέψεις τη ζωή σου και τη ζωή του παιδιού σου.
Ό,τι κι αν αποφασίσεις πάντως, εγώ θα του τσακίσω το πόδι του μπάσταρδου, αν δεν μου πει πού έχει κρυμμένες τις κόρες Ιβάνοφ».
«Αν το κάνεις, ορκίζομαι πως θα σε σκοτώσω», αποκρίθηκε εκείνη. «Τον χρειάζομαι για να κρατήσω ζωντανό το μωρό μου».
«Θα το ρισκάρω».
Η Λαρίσα έσφιξε το πιστόλι κι ο Γιενς στράφηκε στον Αρκίν.
«Αρκίν, πού είναι η Βαλεντίνα;»
Εκείνος κοίταξε τη γυναίκα χωρίς νανοίξει το στόμα του. Ο Γιενς πήρε βαθιά ανάσα, μα πριν προλάβει να τραβήξει τη σκανδάλη, ο Ποπκοφ άφησε ξαφνικά τον Αρκίν κι έκανε ένα βήμα πίσω - στη στιγμή ο άλλος εξαφανίστηκε.
«Τι στο διάβολο κάνεις;» φώναξε ο Γιενς στο γίγαντα.
«Αυτή η ποντικίνα θα σε σκότωνε. Και νεκρός, δεν θα χρησίμευες σε τίποτα στη Βαλεντίνα».
Ποιο μπορεί να είναι το τίμημα; Πόσα πρέπει να πληρώσεις; Πότε λες, ως εδώ και μη παρέκει; Ποιος ορίζει πού αρχίζουν και πού σταματάνε οι ενοχές; Η Βαλεντίνα ακουμπούσε στη σιδεριά του παράθυρου, ανάσαινε τη μυρωδιά του βάλτου κι άκουγε τα πουλιά. Κοίταξε το υπόστεγο απέναντι που ήταν γεμάτο ξύλα για τη φωτιά. Ένας αρουραίος με κομμένο αφτί της ανταπέδωσε φιλύποπτα το βλέμμα.
«Βαλεντίνα, λες να γυρίσουμε σπίτι αύριο;»
Γύρισε και κοίταξε την ξαπλωμένη στο κρεβάτι αδελφή της. Γκρίζες γραμμές σαν αυλάκια από δάκρυα κατέβαιναν από τη μύτη της στις άκρες των χειλιών της. Της χαμογέλασε.
«Ασφαλώς και θα γυρίσουμε».
Ήταν αργά όταν ο Αρκίν επέστρεψε στην ίζμπα. Η Βαλεντίνα άκουσε την πόρτα να βροντάει και τα βήματα του να κάνουν τα σανίδια να τρίζουν. Δεν είχε πάει καλά η ημέρα του, ήταν φανερό. Αντρικές φωνές ακούστηκαν για δυο λεπτά, η εξώπορτα βρόντησε ξανά κι ακούστηκε ο Μάζικ να διασχίζει βρίζοντας την αυλή. Την ίδια στιγμή ο Αρκίν ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο τους.
«Καλησπέρα», τον χαιρέτισε η Βαλεντίνα.
«Σας έφερα ψωμί και νερό για απόψε».
«Μορφίνη;»
«Νιετ».
«Δεν πλήρωσε ο πατέρας μου;» ρώτησε η Κάτια.
«Όχι».
Η Κάτια σκέπασε το πρόσωπο της με το μπράτσο της και δεν αναμίχθηκε ξανά στη συζήτηση.
«Τίποτα λοιπόν γιαυτήν;» ρώτησε η Βαλεντίνα.
«Όχι».
Με το ζόρι κρατήθηκε να μην του βγάλει τα μάτια με τα νύχια της.
Οι φτωχοί δωροδοκούνται εύκολα. Ο Γιενς μπορούσε να εξαγοράσει τα λόγια τους, μα όχι και την αφοσίωση τους. Η νύχτα είχε περάσει άκαρπη. Κι εκείνος δεν σταματούσε να βρίζει.
Έτσι όπως τριγύριζε στις φτωχογειτονιές και στα βρομερά, γεμάτα καπνούς δωμάτια τους, νόμιζε συνέχεια πως έβλεπε τη Βαλεντίνα. Όμως σαν γύριζε να κοιτάξει, εκείνη εξαφανιζόταν.
Μη φεύγεις, Βαλεντίνα. Στάσου να σε βρω. Μην το βάζεις κάτω.
Είχε κάνει μια πολύ έντονη συζήτηση με τον πατέρα της. Ο υπουργός Ιβάνοφ λάτρευε τις κόρες του και για χατίρι τους είχε παρακαλέσει γονατιστός γνωστούς κι αγνώστους. Ωστόσο, τράπεζες, πλούσιοι φίλοι, συνάδελφοι του υπουργοί, ακόμα κι οι Εβραίοι τοκογλύφοι, είχαν αρνηθεί να τον δανείσουν. Μισό εκατομμύριο ρούβλια ήταν πάρα πολλά, κι αυτός ήταν ήδη καταχρεωμένος. Ο Βίκτορ Αρκίν τόσα ήθελε για την επανάσταση του. Καπίκι παρακάτω. Ο Γιενς προσπάθησε να μαζέψει χρήματα με ενέχυρο τη γη που είχε αγοράσει με τον Νταβίντοφ, αλλά ούτε που πλησίασε σαυτό το ποσό. Κι η μαντάμ Ιβάνοβα είχε σταθεί σαν άγαλμα από γκρίζα πέτρα και τους παρακολουθούσε.
Στα μισά περίπου εκείνης της τρομερής ημέρας ο Γιενς είχε σκεφτεί ότι, τελικά, ο Αρκίν μπορεί να μην ήθελε τα λεφτά και γι’ αυτό ακριβώς είχε ζητήσει τόσο πολλά. Αυτό που ήθελε ήταν να βλάψει την οικογένεια Ιβάνοφ, να κάνει τις αδελφές να υποφέρουν. Είχε φέρει την επανάσταση μέσα στη ζωή τους. Μόλις το συνειδητοποίησε αυτό ο Γιενς, έπαψε να μιλάει με τις τράπεζες κι άρχισε να τριγυρίζει σε μισοσκότεινα δωμάτια και γεμάτα κάπνα υπόγεια, όπου άντρες με κόκκινα φυλλάδια στις τσέπες συζητούσαν για οργή, καταστροφή και μια καινούργια τάξη πραγμάτων.
«Υπάρχει ένα μέρος».
«Πού;»
«Κάπου.» Ο άντρας με το γεμάτο φακίδες πρόσωπο κούνησε το χέρι του προς το παράθυρο του μίζερου μπαρ όπου βρίσκονταν. «Πέρα, στα βαλτοτόπια».
Ο Γιενς ακούμπησε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ρουβλίων στο τραπέζι ανάμεσα τους.
«Πού στα βαλτοτόπια;»
«Δεν ξέρω. Αλήθεια σου λέω. Άκουσα να λένε πως είναι κάπου μακριά».
Ο Γιενς αναστέναξε θεατρικά κι έβαλε στην τσέπη του το πενηντάρικο. Ξαναγέμισε όμως με βότκα το ποτήρι του άλλου. «Πού;» ρώτησε ξανά.
«Κοίτα.» Τα μάτια του άλλου ήταν θολά πίσω από τις κοκκινωπές βλεφαρίδες του και το χέρι του δεν ήταν σταθερό καθώς έπιανε το ποτήρι του. «Θα με σκοτώσουν αν ανοίξω το στόμα μου».
Η απληστία κάνει παράξενα πράγματα στους ανθρώπους.
Ο Γιενς έβαλε δύο πενηντάρικα στο τραπέζι.
Η αναπνοή της Κάτιας ακουγόταν ρυθμική. Κοιμόταν ή προσποιούνταν; Η Βαλεντίνα το ρισκάρισε και σηκώθηκε αθόρυβα από το κρεβάτι. Βρήκε στα σκοτεινά την πόρτα και την έξυσε μαλακά με τα νύχια της. Έστησε αφτί, και την ξανάξυσε. Τίποτα. Πριν προλάβει να το ξανακάνει, όμως, ακούστηκε ένας ψίθυρος.
«Τι είναι;»
Η Βαλεντίνα κόλλησε τα χείλη της στη χαραμάδα της πόρτας.
«Πρέπει να σου μιλήσω».
Περίμενε. Ξυπόλητη, με την καρδιά της να βροντοχτυπάει. Η κλειδαριά έτριξε. Κοίταξε πίσω της την Κάτια, ένα γκρίζο όγκο πάνω στο κρεβάτι. Ακίνητη. Η χαραμάδα μεγάλωσε και μια δέσμη κιτρινωπού φωτός μπήκε στο δωμάτιο.
«Μπορώ να βγω;»
«Γιατί;»
«Σε παρακαλώ.»
Η φωνή του Αρκίν ακουγόταν διαφορετική, σαν να ήταν πιωμένος. Η Βαλεντίνα έβγαλε τα χέρια της από το άνοιγμα κι αμέσως ένα δερμάτινο λουρί δέθηκε γύρω τους. Βγήκε, κι εκείνος κλείδωσε πίσω της την πόρτα.
«Τι τρέχει λοιπόν;»
Κόντευε να ξημερώσει, μα ήταν φανερό πως ο Αρκίν καθόταν στο τραπέζι μελετώντας στο φως της λάμπας κάτι χάρτες. Δίπλα τους βρισκόταν ένα μπουκάλι βότκα κι ένα μισόγεμο ποτήρι. Η Βαλεντίνα πλησίασε, το πήρε στα δεμένα της χέρια και το ήπιε. Ο Αρκίν δίπλωσε τους χάρτες προτού προλάβει να δει τι έδειχναν. Η κοπέλα φορούσε τη μεταξωτή τουαλέτα της, που είχε στεγνώσει και την είχε τινάξει όσο καλύτερα μπορούσε, ενώ τα μαλλιά της έπεφταν ανακατωμένα στους ώμους της.
«Δείχνεις τόσο…» Έψαξε να βρει την κατάλληλη λέξη.
«Ντελικάτη».
Ήταν ό,τι πιο κοντινό σε κομπλιμέντο της είχε κάνει.
Στο σαγόνι του είχε ένα μεγάλο μώλωπα και τα μάτια του ήταν βαριά από τη νύστα. Μη σε πάρει ακόμα, ο ύπνος, Βίκτορ Αρκίν. Όχι ακόμα. Κάθισε και ξαναγέμισε με δυσκολία το ποτήρι. Τα δεμένα χέρια της τη δυσκόλευαν.
«Λοιπόν;» ρώτησε ξερά εκείνος.
«Κάθισε σε παρακαλώ. Θέλω να μιλήσουμε». Του χαμογέλασε καλοσυνάτα. Χρησιμοποίησε τα όπλα σου, της είχε πει ο Νταβίντοφ.
Ο Αρκίν κάθισε στην άλλη καρέκλα κι η Βαλεντίνα έσπρωξε προς το μέρος του το ποτήρι. Το δωμάτιο ήταν μικρό και άθλιο. Τόσο ακατάστατο, που αποκλείεται να ήταν δικό του. Το χαμηλό ταβάνι ήταν μαυρισμένο από καπνιά και στους ξύλινους τοίχους υπήρχαν ράφια και μία εικόνα.
Μύριζε μούχλα, αν και απόψε η στέγη δεν έσταζε.
«Ο πατέρας μου είπε όχι;»
Ο Αρκίν κατένευσε.
«Δεν σου πρόσφερε οτιδήποτε;»
«Όχι».
«Μιλήσατε πρόσωπο με πρόσωπο;»
Την κοίταξε σαν να ήταν εντελώς χαζή. «Όχι βέβαια. Ανταλλάξαμε γραπτά μηνύματα. Και υπήρξα πολύ προσεκτικός». Έβγαλε έναν κοροϊδευτικό ήχο.
«Βγάλε από το μυαλό σου ότι μπορεί να με ακολούθησε κάποιος μέχρι εδώ».
«Δεν έχω αυτό στο μυαλό μου. Ξέρω πόσο ικανός είσαι.
Τι γίνεται όμως τώρα; Θα μας ελευθερώσεις;»
«Όχι».
Μια λέξη μόνο. Ξέχειλη από οργή.
«Τι θαπογίνουμε λοιπόν;»
Ο Αρκίν πήρε το ποτήρι και το κατέβασε μονορούφι.
«Θέλεις σταλήθεια να μάθεις;» τη ρώτησε κουρασμένα.
«Ασφαλώς», αποκρίθηκε η Βαλεντίνα κι έγλειψε τα ξεραμένα της χείλη.
«Ο πατέρας σου πρέπει να αναγκαστεί νανοίξει το πουγκί του. Γι’ αυτό.» Σταμάτησε και ξαναγέμισε το ποτήρι.
Στο λαιμό του μια φλέβα παλλόταν νευρικά. «Γι’ αυτό, αύριο θα σκοτώσουμε μία από σας για να του δείξουμε ότι μιλάμε σοβαρά. Κι αυτός θα πληρώσει για να ζήσει η άλλη.
Όποια κι αν είναι».
Μονομιάς κάτι έσπασε μέσα της.
«Σου είπα ότι ο πατέρας μου δεν έχει λεφτά. Χρωστάει στις τράπεζες. Μην περιμένεις λοιπόν».
«Σκασμός. Δεν θέλω ψέματα».
Η σιωπή έπεσε σαν τοίχος ανάμεσα τους. Ο Αρκίν ακούμπησε μπροστά της γεμάτο το ποτήρι κι η Βαλεντίνα ήπιε τη βότκα χωρίς να μιλήσει. Μοναδικό σημάδι ότι ο κόσμος εξακολουθούσε να γυρίζει ήταν ο θόρυβος του ανέμου στα παραθυρόφυλλα.
«Αρκίν», είπε με τα πολλά η Βαλεντίνα, «δεν σου λέω ψέματα. Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό. Δεν έχεις συνείδηση;»
Εκείνος άναψε τσιγάρο χωρίς να μπει στον κόπο να της απαντήσει. Με κινήσεις γεμάτες ακρίβεια, όπως πάντα.
Όταν ακούμπησε το χέρι του στο τραπέζι, η Βαλεντίνα του πήρε το τσιγάρο και τράβηξε μια ρουφηξιά. Ο καπνός σχημάτισε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα τους.
«Σου δίνω το λόγο μου», του είπε μαλακά, «ότι δεν θα πάρεις χρήματα για τους σκοπούς των μπολσεβίκων σου από τον πατέρα μου, γιατί είναι χρεοκοπημένος. Γι’ αυτό θα χρειαστεί να μας σκοτώσεις και τις δύο. Και την Κάτια και μένα».
Ο Αρκίν πήρε πίσω το τσιγάρο του.
«Έχω ξανασκοτώσει», είπε.
Αυτό την τάραξε βαθιά.
«Αυτός ο φόνος θα είναι χωρίς νόημα. Μόνο που θα κάνει την Αστυνομία να σε κυνηγάει ακόμα πιο πολύ».
«Και τι προτείνεις;» τη ρώτησε αυτός ακουμπώντας βαριά στο τραπέζι.
«Αυτό», αποκρίθηκε η Βαλεντίνα και χωρίς να διστάσει του έπιασε με τις παλάμες της το πρόσωπο. Εκείνος τσιτώθηκε, αλλά η Βαλεντίνα τον τράβηξε κοντά της και τον φίλησε στο στόμα.
Τα σκληρά του χείλη είχαν τη γεύση της βότκας και της κούρασης. Την άρπαξε από τους καρπούς και την έσπρωξε μακριά.
«Τι διάβολο κάνεις τώρα;»
«Δεν πρόκειται να εισπράξεις τίποτα, ούτε για την αδελφή μου ούτε για μένα. Άφησε λοιπόν την Κάτια να φύγει».
Του χαμογέλασε προκλητικά. «Σου προσφέρω μια διαφορετική πληρωμή. αν συμφωνήσεις να την ελευθερώσεις αύριο».
Ο Αρκίν γούρλωσε τα μάτια. Από έκπληξη; Από αηδία; «Πουλιέσαι σαν πουτάνα του δρόμου;»
«Ναι». Έγινε κατακόκκινη.
Την κάρφωσε με το βλέμμα για τόσο πολύ, που η Βαλεντίνα κόντεψε να χάσει την ψυχραιμία της. Μήπως έπρεπε να πάρει πίσω όσα είχε πει; Κι ύστερα; Τι; Απότομα, ο Αρκίν σηκώθηκε τρικλίζοντας.
«Συμφωνώ. Μπορείτε να φύγετε κι οι δυο».
Τα λόγια του έπεσαν σαν μαχαιριές στην καρδιά της.
«Το υπόσχεσαι;»
«Το υπόσχομαι».
Έπρεπε να σκεφτεί τον Γιενς. Μα δεν τον σκέφτηκε. Κι αυτό την έκανε να θέλει να κλάψει.
Ήθελε να φανταστεί ότι ήταν τα δικά του χείλη που σέρνονταν στους μηρούς της, τα δικά του χέρια που χάιδευαν την κρύα της σάρκα και χώνονταν κάτω από το θάμνο που φύτρωνε ανάμεσα στα πόδια της. Ήθελε να πιστέψει ότι το βάρος εκείνο που την πίεζε πάνω στο βρόμικο στρώμα ήταν από το γυμνό κορμί του Γιενς. Μα δεν έκανε τίποτα απόλα αυτά. Ούτε για μια στιγμή. Δεν μπορούσε να φέρει την εικόνα του Γιενς σε τούτο το κρεβάτι της προδοσίας.
Τον απόδιωξε λοιπόν από τη σκέψη της για να μην μπορέσει εκείνος να δει τι έκαναν τα πόδια της, πώς μπερδεύονταν με τα πόδια αυτού του μισητού ξένου, να μη δει τα προδοτικά χείλη της να φιλάνε τη σάρκα του.
Ο Αρκίν δεν μιλούσε. Καθώς τα χέρια της ήταν δεμένα, της μάζεψε το φόρεμα στις μασχάλες, γδύθηκε κι αυτός και πλάγιασε δίπλα της. Την άγγιξε. Τη χάιδεψε. Χούφτωσε τα στήθη της - μα ούτε για μια στιγμή δεν κοίταξε το πρόσωπο της. Όταν βρέθηκε πάνω της και μέσα της κι εκείνη πέρασε γύρω από το λαιμό του τα δεμένα της χέρια, έκλεισε τα μάτια του σφιχτά και με κάθε του τίναγμα μουρμούριζε λόγια ακατάληπτα, που δεν απευθύνονταν σεκείνη. Λες και έκανε έρωτα σε κάποιαν άλλη.