10

Το έλκηθρο έτρεχε κι ο παγωμένος αέρας έκοβε την ανάσα της Βαλεντινας και φούσκωνε τη γούνινη κουκούλα της.

Της άρεσε το κρύο, έπαιρνε από πάνω της τις μυρωδιές των πούρων. Είχε τα χέρια της χωμένα μέσα στο γούνινο μανσόν της κι ο Βίκινγκ την κρατούσε τυλιγμένη με μια χοντρή κουβέρτα, έτσι που μόνο η μύτη και το σαγόνι της διακρίνονταν κάτω απ’ το χλομό φεγγαρόφωτο.

Το έλκηθρο κυλούσε γοργά πάνω στο χιόνι κι ο θόρυβος που έκανε ήταν σαν μουσική. Ο Βίκινγκ το οδηγούσε με απόλαυση. Η μητέρα της, βέβαια, θα λιποθυμούσε αν μάθαινε πού βρισκόταν η Βαλεντίνα. Η ίδια όμως δεν ήθελε να βρίσκεται στο χορό, αλλά εδώ. Το έλκηθρο πετούσε στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης κατά μήκος του γρανίτινου παρόχθιου δρόμου. Προσπέρασε τη γέφυρα και το Φρούριο των Αγίων Πέτρου και Παύλου με τους βαρείς πύργους.

Η Βαλεντίνα κοίταζε την ομίχλη που σκέπαζε σαν βαριά κουβέρτα το ποτάμι δίπλα της. Ο Βίκινγκ δεν μιλούσε κι αυτό τη βόλευε. Έκλεισε τα μάτια κι απόλαυσε το σφύριγμα του έλκηθρου πάνω στο χιόνι. Πήγαιναν μακριά απ τα φώτα της πόλης για να μπορέσουν να δουν ταστέρια.

Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα παγωμένα της χείλη. Κανείς δεν της είχε ξαναδείξει τ’ αστέρια.

«Αυτός είναι ο Οδυσσέας. Ήταν ένας μεγάλος πολεμιστής που οι θεοί δεν ήθελαν να τον αφήσουν να πεθάνει κι έτσι τον εκσφενδόνισαν στον ουρανό για να παλεύουν μαζί του όποτε βαριόντουσαν και δεν είχαν τι να κάνουν».

Η Βαλεντίνα του έδειξε έναν άλλο αστερισμό. Λαμπερά κεφαλάκια από καρφίτσες που σπίθιζαν στον κατάμαυρο θόλο του ουρανού.

«Αυτά τι είναι; Δείχνουν τόσο κοντινά κι είναι πανέμορφα».

«Είναι οι υπηρέτριες του Δία. Καθεμιά τους ήταν μια θνητή κοπέλα που ερωτεύτηκε ο παντοδύναμος θεός. Τις έκλεψε λοιπόν και τις έκανε αιώνιες ακολούθους του. Λένε πως όλες τους έχουν κυματιστούς καστανούς βοστρύχους και σκούρα καστανά μάτια».

Η Βαλεντίνα συνειδητοποίησε ότι ο Γιενς είχε γυρίσει και την κοίταζε.

«Να προσέχεις», της είπε. «Είσαι ο τύπος του».

Εκείνη γέλασε.

«Δεν θα με πείραζε να βρίσκομαι εκεί πάνω και να κοιτάζω από ψηλά τις θλιβερές προσπάθειες αυτών των μικροσκοπικών πλασμάτων που σέρνονται στη γη. Τι ανακούφιση να είσαι απελευθερωμένη απόλα αυτά εδώ.»

Έδειξε με μια πλατιά χειρονομία την πόλη.

Ο Γιενς σήκωσε το κεφάλι κι ανακάθισε.

«Τόσο άσχημα είναι τα πράγματα;» τη ρώτησε μαλακά.

Η Βαλεντίνα σκέφτηκε τις βόμβες των επαναστατών που είχαν δολοφονήσει δύο υπουργούς: Τον Σιπιάγκιν στο ανάκτορο Μαρίνσκι, και τον Βιατσεσλάβ Πλέβε που του πέταξαν τη βόμβα μες στο αμάξι του. Ακόμα κι ο Αλέξανδρος Β, ο παππούς του τσάρου, από βόμβα είχε πάει. Η μεγαλόπρεπη εκκλησία του Σωτήρα είχε χτιστεί στο σημείο της έκρηξης. Ύστερα συλλογίστηκε την έκφραση του πατέρα της όταν της έλεγε για την αδελφή της: «Εσύ της το έκανες αυτό», και τις ατελείωτες συγκεντρώσεις για τσάι - μαζί με τις βαρετές πρόβες φορεμάτων στις οποίες ήθελε να την καταδικάσει η μητέρα της. Συλλογίστηκε και τη γυναίκα με τη γυαλιστερή ουλή στο κεφάλι, και την Κάτια.

«Όχι, δεν είναι τόσο άσχημα», είπε ψέματα.

«Παίζεις αγγελικά στο πιάνο. Αυτό δεν αξίζει για να μείνεις εδώ στη γη μαζί μας;»

«Θα πείσω τον Δία να μαφήσει να παίζω και στον ουρανό».

«Θα σμίξεις με τη μουσική αρμονία των σφαιρών».

Το φως του φεγγαριού ερχόταν από πίσω του, κι έτσι η Βαλεντίνα δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του που ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Μόνο τα μαλλιά του διακρίνονταν να λάμπουν πορφυρένια κάτω από το αλλόκοτο φως.

«Εσύ τι δουλειά κάνεις;» τον ρώτησε. «Εννοώ εκτός από το να φεύγεις στη μέση ενός ρεσιτάλ και να οδηγείς έλκηθρα σαν παλαβός».

Το γέλιο του Γιενς γέμισε τη νυχτερινή σιωπή. Είχαν βγει απτην πόλη, βρίσκονταν στην άκρη του δάσους, όπου το χιόνι σκέπαζε σαν απέραντο λευκό σεντόνι τα πάντα και τα δέντρα έσκυβαν το ένα πάνω στο άλλο σαν να συζητούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους.

«Σε πληροφορώ ότι δεν έφυγα οικειοθελώς από το ρεσιτάλ. Ο τσάρος με διέταξε να επιστρέψω στη δουλειά μου».

«Α».

«Όσο για τα έλκηθρα, όταν έχω ένα καλό άλογο να τα σέρνει, ναι, μαρέσει να τα οδηγάω γρήγορα». Η ανάσα του έβγαινε σαν μικρά συννεφάκια όπως μιλούσε γέρνοντας προς το μέρος της.

«Και τι δουλειά κάνεις;» τον ξαναρώτησε η Βαλεντίνα.

«Είμαι μηχανικός».

«Δηλαδή φτιάχνεις πράγματα;»

«Ακριβώς. Φτιάχνω διάφορα πράγματα».

Την κορόιδευε, ήταν φανερό. Η Βαλεντίνα ανακάθισε και ίσιωσε την πλάτη της, αναγκάζοντας τον να μετακινηθεί κι αυτός στο κάθισμα δίπλα της. Τώρα μπορούσε να δει το πρόσωπο του.

«Τι είδους πράγματα;»

«Σήραγγες».

«Σήραγγες; Τι είδους σήραγγες;»

«Για ύδρευση. Για αποχέτευση. Για,αποστράγγιση. Έχω ανοίξει σήραγγες και μέσα σε βουνά για να περνάνε τρένα».

Η Βαλεντίνα απόμεινε άλαλη. Ποτέ της δεν είχε γνωρίσει κάποιον που να κάνει κάτι τόσο εποικοδομητικό.

«Και για να διασκεδάζω, καταπιάνομαι και με διάφορα μηχανήματα», πρόσθεσε ο Γιενς.

Η κοπέλα κοίταξε το πρόσωπο του που ασήμιζε μέσα στο σκοτάδι, κατάπληκτη από το πόσο απλά τα λέγε όλα αυτά. Πόσο μικρές λέξεις χρησιμοποιούσε για να εκφράσει τόσο μεγάλα πράγματα. Της ερχόταν να κλάψει από ζήλια.

Τούτη την παγωμένη, ανεμοδαρμένη νυχτιά με το σκληρό φεγγάρι από πάνω της, η Βαλεντίνα ήθελε να κυλιστεί στο χιόνι και να ουρλιάξει. Συγκρατήθηκε και είπε: «Πολύ ενδιαφέρον».

Εκείνος πρέπει να διέκρινε κάτι στη φωνή ή στο πρόσωπο της, γιατί την κοίταξε εξεταστικά για ένα ατέλειωτο λεπτό. Το άλογο τέντωσε ταφτιά του κατά το δάσος, σαν να είχε ακούσει κι αυτό κάτι.

«Ο τρόπος που παίζεις πιάνο σημαίνει πως έχεις ένα σπάνιο ταλέντο», μίλησε απαλά ο Γιενς. «Είσαι νέα ακόμα κι ωστόσο παίζεις μόλη την καρδιά και την ψυχή σου».

Η Βαλεντίνα γύρισε αλλού το κεφάλι.

«Για να είσαι τόσο καλή, πρέπει να έχεις δουλέψει πολύ σκληρά».

«Δεν είναι αληθινή δουλειά αυτό που κάνω. Δεν είναι σαν να κατασκευάζω σήραγγες».

«Βαλεντίνα». Της άγγιξε το μπράτσο με το γαντοφορεμένο χέρι του κι εκείνη στράφηκε ξανά προς το μέρος του.

«Βαλεντίνα, τι νομίζεις ότι χαρίζει περισσότερη ευχαρίστηση στους ανθρώπους; Μια σήραγγα ή η μουσική; Τι είναι αυτό που σου γεμίζει την καρδιά και την κάνει να τραγουδάει; Ο Μπετόβεν ή ο Μπράνελ;»

Εκείνη γέλασε νιώθοντας ευγνωμοσύνη για τούτον τον ανυπότακτο Βίκινγκ που την είχε φέρει στη μέση του πουθενά για να κοιτάξουν ταστέρια.

«Ποιος είναι ο Μπράνελ;» ρώτησε.

«Ένας Άγγλος μηχανικός. Ο Άιζαμπαρντ Κίνγκντομ Μπράνελ».

Η φωνή του ήταν γεμάτη σεβασμό.

«Είναι καλός;» τον ρώτησε η Βαλεντίνα.

«Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους».

«Ζηλεύω», είπε η κοπέλα κουνώντας το κεφάλι.

«Το ξέρω».

Την άγγιξε ξανά ανάλαφρα.

«Στις γυναίκες δεν δίνονται ευκαιρίες να γίνουν χρήσιμες», παραδέχτηκε. «Κάποτε, Βαλεντίνα, θαλλάξει αυτό».

«Δεν μπορώ να περιμένω», αποκρίθηκε άγρια εκείνη.

Ο τόνος της τον εξέπληξε. Η Βαλεντίνα όμως είχε πάρει φόρα.

«Εσύ πώς θα νιωθες αν περνούσες όλη σου την ημέρα πίνοντας τσάγια και θαυμάζοντας τουαλέτες και κοσμήματα; Σου ορκίζομαι ότι θα νερούλιαζε το μυαλό σου. Εγώ θέλω να κάνω. κάτι παραπάνω. Δεν είμαι μια κούκλα, ένα διακοσμητικό στοιχείο. Θέλω να βρομίζω τα χέρια μου, να κουράζω το μυαλό μου και-»

Θόρυβος ακούστηκε από το δάσος. Οπλές αλόγων και βαριοί τροχοί και κάτι να σέρνεται. Χωρίς να πει κουβέντα ο Γιενς άρπαξε τα χαλινάρια, κροτάλισε τη γλώσσα του, το άλογο άρχισε να τρέχει και το έλκηθρο βυθίστηκε στις σκιές.

Το κάρο βγήκε αργά απ’ το δάσος. Προχωρούσε με κόπο κατά το χιονοσκέπαστο δρόμο, σαν καμπούρικο ζώο που το σερναν δυο γέρικα άλογα. Πίσω του πέντε άντρες το σπρωχναν με τις πλάτες τους όποτε έπρεπε να καβαλήσει χοντρές ρίζες ή λακκούβες. Η Βαλεντίνα υπέθεσε ότι βάδιζαν πολλή ώρα.

Ο Βίκινγκ κοιτούσε με προσοχή τις σκοτεινές φιγούρες.

Η Βαλεντίνα αισθανόταν την έντονη περιέργεια του. Την άδραξε απότομα από το μπράτσο. Μην κουνιέσαι, μη μιλάς. Δεν χρειαζόταν να της το πει. Ο άντρας που οδηγούσε τάλογα κρατούσε τουφέκι. Κάθε τόσο έδινε φωναχτές διαταγές στους άλλους που έρχονταν από πίσω. Ο Γιενς έσκυψε κι η ζεστή του ανάσα χάιδεψε ταφτί της.

«Μόλις ανεβάσουν το κάρο στο δρόμο θα φύγουν γρήγορα», της ψιθύρισε.

Η Βαλεντίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Η σταθερή του ανάσα την καθησύχαζε.

«Κυνηγοί θα είναι μάλλον», ψιθύρισε.

Μάλλον όχι, είπε από μέσα της.

«Που γυρίζουν στα σπίτια τους», συμπλήρωσε βκείνος.

«Πολύ κρέας.»

Ο Γιενς γρύλισε σαν να τον είχε χτυπήσει. Κι οι δυο τους ήξεραν καλά πως στο κάρο δεν ήταν φορτωμένα σκοτωμένα ελάφια. Κάτω από το καραβόπανο που το σκέπαζε ξεχώριζαν μεγάλοι όγκοι. Τάλογα αγωνίζονταν νανεβάσουν το φορτίο τους στον υπερυψωμένο δρόμο, οι άντρες πίσω του έσπρωχναν μόλη τους τη δύναμη κι ο μπροστινός τραβούσε με μανία τα καπίστρια των ζώων. Η Βαλεντίνα στενοχωρήθηκε βλέποντας τόσο άγρια συμπεριφορά απέναντι σε άλογα - και ξαφνικά βρισιές έσκισαν τον αέρα.

Ο Γιενς κατάλαβε πριν από κείνη.

«Τουμπάρει», την προειδοποίησε.

Το φορτίο είχε μετακινηθεί και το ένα άλογο προσπαθούσε ναπελευθερωθεί. Οι άντρες πάλεψαν σπρώχνοντας και τραβώντας, και με τα πολλά κατάφεραν να σταματήσουν την κατρακύλα του κάρου και να το ανεβάσουν στο δρόμο.

Ανασαίνοντας βαριά, ακούμπησαν όλοι στις ρόδες του. Και τότε το άλογο του Γιενς αποφάσισε να χαιρετίσει τα εξαντλημένα αδέλφια του. Ο Γιενς του σφίξε τα χαλινάρια κι έβρισε χαμηλόφωνα.

«Βαλεντίνα, μη βγάλεις άχνα», είπε ψύχραιμα στην κοπέλα.

Ο επικεφαλής προχωρούσε με γρήγορα βήματα προς την άκρη του δάσους με το τουφέκι του έτοιμο, ψάχνοντας να βρει από πού είχε έρθει το χλιμίντρισμα.

αΕδώ!» φώναξε ο Γιενς.

Ο άντρας έστριψε προς το μέρος τους. Η Βαλεντίνα άκουγε το χιόνι που έτριζε κάτω από τα πόδια του, λες κι έκανε αντίστιξη στους χτύπους της καρδιάς της.

«Κατέβασε την κουκούλα σου στο πρόσωπο σου», μουρμούρισε ο Γιενς με το βλέμμα καρφωμένο στον άντρα που πλησίαζε.

Η Βαλεντίνα κατέβασε όσο μπορούσε την κουκούλα της.

Καθώς τα βήματα πλησίαζαν, άκουσε τον ήχο μιας σφαίρας να πέφτει στη θαλάμη του τουφεκιού. Ο άντρας στάθηκε κι ο Γιενς έσφιξε κάτω από την κουβέρτα το χέρι της Βαλε ντίνας.

«Καλησπέρα, φίλε», φώναξε. «Η κυρία κι εγώ βγήκαμε μια βόλτα με το έλκηθρο. Δεν μας ενδιαφέρει τι κάνετε εσείς».

Για μεγάλη έκπληξη της Βαλεντίνας ο άντρας έβαλε τα γέλια και χτύπησε με κέφι τον ώμο του αλόγου τους. Εκείνης όμως της είχε κοπεί η ανάσα.

«Πάρτε δρόμο από δω», είπε χαλαρά ο άντρας. «Πήγαινε την πίσω στην Πετρούπολη πριν παγώσει το κωλαράκι της».

Ο Γιενς άρπαξε τα χαλινάρια και τα κροτάλισε τόσο δυνατά, που το άλογο άρχισε να καλπάζει αναγκάζοντας τον ξένο να πηδήξει στο πλάι.

«Καληνύχτα, σύντροφε!» φώναξε.

Όπως το έλκηθρο τραβούσε ολοταχώς προς την πόλη, η Βαλεντίνα σήκωσε την κουκούλα της.

«Δεν ήταν επικίνδυνος αυτός ο άνθρωπος», είπε κρατώντας σφιχτά τα πλαϊνά του έλκηθρου που τραμπαλιζόταν άγρια.

Ο Γιενς γέλασε.

«Χαίρομαι που το πιστεύεις αυτό», είπε.

Ένας δυνατός κρότος έσκισε τον αέρα. Στην αρχή η Βαλεντίνα νόμισε πως κάτι είχε σπάσει στο έλκηθρο. Ο Γιενς όμως άφησε μια δυνατή βρισιά και χτύπησε με τα χαλινάρια την πλάτη του αλόγου για να τρέξει πιο γρήγορα. Το ένα του χέρι έσπρωξε τη Βαλεντίνα απ’ το σβέρκο.

«Κάτω!» την πρόσταξε και την ανάγκασε να πέσει με τα μούτρα στο βρόμικο πάτωμα. Φτύνοντας λάσπες η Βαλεντίνα γύρισε λίγο το κεφάλι - και τότε άκουσε το δεύτερο κρότο, που τον ακολούθησε ένας τρίτος. Ενστικτωδώς, μαζεύτηκε σαν μπάλα στο πάτωμα. Και συνειδητοποίησε ότι αυτά που άκουγε ήταν τουφεκιές.

Ο Γιενς πίεσε το άλογο να τρέξει για τρία χιλιόμετρα σχεδόν κι ύστερα την έσπρωξε στον ώμο.

«Τώρα είμαστε ασφαλείς».

Η Βαλεντίνα ξεδιπλώθηκε και κάθισε ξανά στη θέση της. Την πονούσε ο σβέρκος της κι ένιωθε πολύ ενοχλημένη«Εγώ-» Άφησε τη φράση της μισή. Τι να του εξηγούσε τώρα; Είχε δει πόσο φριχτά μπορούν να φερθούν οι άνθρωποι στους συνανθρώπους τους. Τουφέκι; Βόμβα; Ένα και το αυτό.

«Φοβήθηκες;» είπε ξεφυσώντας ο Γιενς κι επέτρεψε στο άλογο να κόψει τον καλπασμό του. «Με το δίκιο σου. Κι εγώ φοβήθηκα».

Γύρισε και τον κοίταξε.

«Αλήθεια;»

«Ασφαλώς. Οι σφαίρες δεν είναι φιλικές».

Της χαμογέλασε και κατέβασε βαθιά το γούνινο σκούφο του. Η νύχτα και το κρύο κύκλωναν από παντού το έλκηθρο.

«Δεν προσπαθούσε να μας σκοτώσει», είπε με σιγουριά ο Γιενς. «Οι σφαίρες έπεσαν πολύ μακριά».

«Τότε γιατί μας πυροβόλησε;»

«Για να μας τρομάξει και να μην αναφέρουμε το περιστατικό στην Αστυνομία».

Το κρύο έφτανε μέχρι τα σωθικά της Βαλεντίνας. Έτρεμε ολόκληρη.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Γιενς.

Εκείνη κατένευσε σπασμωδικά.

«Δεν θα πεθάνω ακόμα», αποκρίθηκε προσπαθώντας να γελάσει.

Ο Γιενς σταμάτησε απότομα το έλκηθρο. Χωρίς να πει λέξη, σ’ έναν έρημο χιονισμένο δρόμο όπου μόνο λύκοι και τρωκτικά κυκλοφορούσαν, ο Βίκινγκ την τράβηξε πάνω του και την έσφιξε στο στήθος του. Μόλις η Βαλεντίνα ένιωσε τη ζεστασιά του κορμιού του, αναστατώθηκε. Γύρισε τα μέσα έξω. Το εύθραυστο εσωτερικό της, οι απόκρυφες γωνιές της. βγήκαν στην επιφάνεια τρέμοντας. Η βαριά πατατούκα του Γιενς μύριζε αντρίκεια, είχε την οσμή του κόσμου των αντρών: καπνό και άλογα και χαρτοπαιξία και ύπαιθρο, αλλά και σήραγγες, σκοτεινά στενά περάσματα, τούβλα. Το μόνο που κατάφερε να ελέγξει η Βαλεντίνα, χαμένη μέσα σόλα αυτά, ήταν τα χείλη τη: Τα κράτησε σφραγισμένα.

Για ένα ατέλειωτο λεπτό ο Γιενς την κοίταζε χωρίς να μιλάει. Την κρατούσε πάνω του και χάιδευε τη γούνα της κουκούλας της σαν να ήταν τα μαλλιά της. Όταν η Βαλεντίνα σήκωσε το κεφάλι και τραβήχτηκε απτην αγκαλιά του, εκείνος κοίταξε την έκφραση της κι αυτό που είδε πρέπει να τον ευχαρίστησε, γιατί τα πράσινα μάτια του της χαμογέλασαν. Έπιασε τα χαλινάρια και φώναξε στο άλογο να ξεκινήσει. Και της είπε ένα μόνο πράγμα: «Συγχώρεσέ με, Βαλεντίνα Ιβάνοβα. Δεν έπρεπε να σε φέρω εδώ πέρα».

Εκείνη δεν συμφωνούσε, αλλά κράτησε τα χείλη της σφραγισμένα. Φοβόταν πως έτσι κι άνοιγε το στόμα της θα λέγε ότι τον άντρα που κρατούσε το τουφέκι και γελούσε ψεύτικα τον ήξερε.

Ήταν ο Αρκίν. Ο σοφέρ του πατέρα της.

Το έλκηθρο διέσχιζε την παρόχθια λεωφόρο περνώντας μπροστά από παλάτια με λαμπρές προσόψεις, κλασικούς κίονες και χρυσά σιντριβάνια. Το ποτάμι κυλούσε νευρικό, μαύρο δίπλα τους.

«Τι λες να είχαν κάτω από το καραβόπανο;» ρώτησε κάποια στιγμή η Βαλεντίνα.

«Κάτι κλεμμένο, μάλλον. Ίσως κάποιο μηχάνημα ή ανταλλακτικά. Οπωσδήποτε ήταν κάτι βαρύ».

«Γιατί να κλέψουν ανταλλακτικά;»

«Τα κλέβουν από το ένα εργοστάσιο και τα πουλάνε σ ένα άλλο. Ξέρω από προσωπική πείρα ότι η εύρεση κατάλληλου υλικού είναι πολύ χρονοβόρα υπόθεση».

«Εσύ αγοράζεις από κλέφτες;»

Ο Γιενς την κοίταξε λοξά.

«Το πιστεύεις αυτό;»

«Δεν έχω ιδέα από επιχειρήσεις και δουλειές. Δεν ήθελα να.»

«Εσύ θαγόραζες από κλέφτες αν είχες μια επιχείρηση;»

Ο τόνος του ήταν ανάλαφρος, αλλά η Βαλεντίνα κατάλαβε ότι ήθελε να δει πώς δούλευε το μυαλό της. Το σκέφτηκε λοιπόν σοβαρά. Θα αγόραζε από κλέφτες; «Ναι», απάντησε εκπλήσσοντας και τον εαυτό της. «Αν ήμουν αναγκασμένη, νομίζω πως θα το κάνα».

Ο Γιενς γέλασε μεκείνο το πολεμικό γέλιο του που την έκανε να τον κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια.

«Ωραία», είπε. «Νομίζω πως θα τα πάμε καλά εμείς οι δυο».

Μα ήδη τα πήγαιναν καλά.

Загрузка...