ΕΚΔ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΕΣΣΕΞ ΑΓΓΛΙΑΣ 1996. Μετάφρασις εκ του ρωσικού και γαλλικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου.
… εις την πραγματικήν ζωήν της Εκκλησίας η θεολογία νοείται προ παντός ως διαμονή εν τω Θεώ. Η ύπαρξις αφηρημένης θεολογίας, ως ακαδημαϊκής επιστήμης, καίτοι εμφανίζεται τρόπον τινα ως αναπόφευκτος δια την Εκκλησίαν του Χριστού εντός των ιστορικών συνθηκών του κόσμου τούτου εν τούτοις εγκυμονεί πάντοτε εν εαυτή τον κίνδυνον αποκοπής εκ της αυθεντικής εν Πνεύματι ζωής και δύναται ευκόλως να οδηγήση εις φιλοσοφικάς θεωρίας νόθου πίστεως ή }015} και άνευ πίστεως εις τας οποίας δεν υπάρχει η σώζουσα και ανακαινίζουσα ημάς δύναμις ως παρετήρησε Ρώσος φιλόσοφος.
Καθώς αυξάνει εν τω κόσμω η «δυναμική του ολέθρου», αυξάνουν και αι οδύναι της ανθρωπότητος, ενώ συγχρόνως αναπτύσσεται και η συναίσθησις της ανάγκης υπερνικήσεως αυτών. … Όλοι ανεξαιρέτως πάσχουν. Οι μεν υπό αρνητικήν έννοιαν, παρασυρόμενοι εις το κοινόν ρεύμα των παθών του κόσμου τούτου οι δε υπό θετικήν έννοιαν, ένεκα της αγάπης αυτών προς την ανθρωπότητα. }016}
Χριστιανός δι’ ημάς είναι μόνον εκείνος ο οποίος δέχεται τον Χριστόν ως την απόλυτον Αλήθειαν και Δικαιοσύνην, ως τον μόνον Θεόν-Δημιουργόν και Θεόν-Σωτήρα. … Ο Χριστιανισμός αποτελεί δι’ ημάς μοναδικήν αποκλειστικότητα, και εις ουδεμίαν περίπτωσιν εξετάζεται ως μία εκ των «παραδόσεων» καθώς επιχειρείται υπό άλλων.
Αι εντολαί του Χριστού είναι αντανάκλασις της αιωνίου Θείας ζωής εις τον κόσμον ημών και συγχρόνως η οδός προς αυτήν. Εκάστη θεωρία όσον και εάν φαίνηται υψηλή και θεία, έξω του Χριστού δεν δύναται να καταυγάζηται εκ του Φωτός της Θεότητος. Υπό την προϋπόθεσιν ταύτην ορίζομεν ως νόημα και σκοπόν της Ορθοδόξου ασκήσεως την τήρησιν των εντολών του Χριστού μετ’ αφοσιώσεως τοσούτον ολοκληρωτικής ώστε αύται να καταστούν ο μοναδικός και αιώνιος νόμος ολοκλήρου του είναι ημών. … η πρώτη … αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης … δευτέρα … αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν …
Η ημετέρα αντίληψις περί ασκήσεως δύναται να προσδιορισθή συνθετικώς ως ελεύθερος και συνειδητός αγών ή πάλη δια την απόκτησιν της χριστιανικής τελειότητος. Αλλ’ η τελειότης ως ημείς εννοούμεν αυτήν ουδόλως εμπεριέχεται εις την κτιστήν φύσιν του ανθρώπου, και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να αποκτηθή απλώς δι’ αναπτύξεως των δυνατοτήτων της φύσεως ταύτης, λαμβανομένης καθ’ εαυτήν εντός των ορίων αυτής. Η τελειότης ημών πραγματοποιείται μόνον }018} εν τω Θεώ και είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Ως εκ τούτου η άσκησις καθ’ εαυτήν ουδέποτε αποβαίνει δι’ ημάς σκοπός· αποτελεί μόνον μέσον μόνον εκδήλωσιν της ελευθερίας και συνέσεως ημών επί της οδού προς απόκτησιν της δωρεάς του Θεού.
… υπακοή ως υπερνίκησις της εγωϊστικής «ατομικής» θελήσεως ημών και ως μία εκ των υψηλών και θαυμασίων φανερώσεων της αγάπης ημών προς τον Θεόν και προς τον πλησίον … μελέτη εν τω λόγω του Θεού ουχί υπό την «εξωτερικήν» έννοιαν, ήτοι προς απόκτησιν ακαδημαϊκής γνώσεως, αλλά κατά τρόπον διαποτίζοντα ολόκληρον την ύπαρξιν δι’ εκείνου του πνεύματος της εν χάριτι ζωής και Θεογνωσίας, το οποίον εμπεριέχεται εις την Αγίαν Γραφήν και τα έργα των Αγίων Πατέρων (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ) }019} … μέχρις ότου έλθη η τα πάντα στερεούσα ενέργεια της Θείας Χάριτος να σφραγίση τους ασκητικούς αγώνας· πάσα μορφή ασκήσεως θα παραμένη ανθρώπινον μόνον έργον, και κατά συνέπειαν φθαρτόν.
Επί τη βάσει των ανωτέρω το παν εις την άσκησιν ημών έγκειται εις την επίτευξιν συμφωνίας της θελήσεως και της ζωής ημών μετά της θελήσεως και της ζωής του Ιδίου του Θεού. Η συμφωνία αύτη εκφράζεται και πραγματοποιείται κυρίως εν τη προσευχή και ως εκ τούτου η προσευχή αποτελεί την κορυφήν πασών των ασκητικών εργασιών και το κέντρον από του οποίου πάσα άλλη ενέργεια αντλεί την δύναμιν και ευρίσκει την επικύρωσιν αυτής. Η καλλιέργεια της ορθοδόξου ασκήσεως φθάνει την υψηλοτέραν αυτής έκφρασιν και τελειότητα εν τη προσευχή. Η αληθινή προσευχή εισάγει ημάς εις το Θείον Είναι δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος. … Η τελειοτέρα εν τούτοις μορφή είναι η καλουμένη καθαρά προσευχή. Χάριν της αποκτήσεως της καθαράς αυτής προσευχής ο χριστιανός ασκητής εγκαταλείπει οπίσω αυτού τα πάντα (ΜΗΔΕΝ). Και εις την εγκατάλειψιν αυτήν συνίσταται, κατ’ ουσίαν, εκείνο το οποίον είναι εις πάντας ημάς γνωστόν ως μοναχική αποταγή του κόσμου.
… εάν γνωρίσωμεν εις τι συνίσταται η ουσία του μοναχισμού τότε }020} έκαστος εξ ημών θα επιτύχη ευκολώτερον την εφαρμογήν της γνώσεως ταύτης εις πάσας τας άλλας μορφάς της ανθρωπίνης ζωής, διότι ο μοναχισμός δεν αποτελεί άλλην τινά πίστιν διάφορον εκείνης των λοιπών χριστιανών. Ο μοναχισμός είναι μόνον άλλη μορφή ζωής, η οποία εκπηγάζει εξ αυτών των εντολών του Χριστού η τήρησις των οποίων απαιτεί άσκησιν. Δεν υπάρχει χριστιανός ο οποίος δεν οφείλει να είναι ασκητής. Ως εκ τούτου όταν ομιλώμεν περί της ουσίας της μοναχικής πολιτείας ομιλούμεν περί πράγματος οικείου εις έκαστον ορθόδοξον χριστιανόν.
Αλλ’ είναι δυνατόν θα ερωτήση τις να οικοδομήσωμεν ζωήν αυθεντικήν επί της αρνήσεως και της αποταγής; Ουχί βεβαίως. Και αι εντολαί του Χριστού έχουν χαρακτήρα εξ ολοκλήρου θετικόν —«αγαπήσεις»—, και εν γένει όλη η εν Θεώ ζωή οφείλει να είναι πράξις μόνον θετική. Εκεί όπου ενεργεί η Θεία αγάπη αγών υπό την έννοιαν της εκουσίου αρνητικής προσπαθείας προς υπερνίκησιν αυτών ή εκείνων των παθών, δεν υπάρχει. Εκείνος ο οποίος είναι πλήρης της αγάπης του Χριστού, εκείνος όστις κατέχει αυτήν την αγάπην τρόπον τινά «φυσικώς» αυτός δεν έχει ανάγκην να αρνηθή οιανδήποτε σχέσιν προς τον κόσμον, προκειμένου να αποφύγη την δουλείαν των παθών, διότι είναι ήδη ελεύθερος εξ αυτών. Εις την τοιαύτην κατάστασιν εκάστη ενέργεια του ανθρώπου επί του πνευματικού επιπέδου }021} ήτοι επί του επιπέδου της τηρήσεως των εντολών του Χριστού δεν απαιτεί βίαν προς εαυτόν, αλλ’ αποτελεί φανέρωσιν μόνον αγάπης, ακόπου έτι δε και γλυκείας. Ένεκα όμως της πτώσεως του ανθρώπου η καθαρώς θετική αύτη κατά τας ευαγγελικάς εντολάς ενέργεια, ως αδιάλειπτος διαμονή και αύξησις εν τω αγαθώ ως Θεία αγάπη, συμπλέκεται αναποφεύκτως — εντός των ορίων της παρούσης ζωής — μετά της αρνητικής προσπαθείας της ασκήσεως ήτοι του αγώνος αντιστάσεως προς τον ενεργούντα εν ημίν «νόμον της αμαρτίας». … Η αποκατάστασις αυτού εις την πρωτόκτιστον φύσιν του ελευθέρου ανθρώπου, η αναγέννησις αυτού εις την αιώνιον Θείαν ζωήν, η μεταμόρφωσις και θέωσις ολοκλήρου της υπάρξεως αυτού, επιτελείται δια της συνεργίας του Θεού και του ανθρώπου.Εις τον τελευταίον ήτοι τον άνθρωπον επικρατεί η αρνητική προσπάθειαεις δε τον πρώτον ήτοι τον Θεόν κυριαρχεί πάντοτε μόνον η θετική πραγματικότης.
Είναι αναγκαίον να είπωμεν ότι η ιδέα της αποταγής του κόσμου ωδήγησε την πλειονότητα των ανθρώπων εις την θεώρησιν του μοναχισμού ως υποθέσεως καθ’ υπερβολήν θλιβεράς, βαρείας, σκοτεινής. }022}
Και εν τέλει τρίτη χάρις είναι το «μοναχικόν» τούτο πρότυπον ζωής το δοθέν εις τον άνθρωπον, εννοούμενον ως ουράνιος ζωή ως κατάβασις του αγγελικού κόσμου επί της γης, ως απόκτησις και πραγματοποίησις εν τη ιστορία εκείνου το οποίον κατά την ουσίαν αυτού κείται πέραν των ορίων αυτής. }023}
«Η πραγματική διαβολική υπερηφανία }024} είναι να αρνήται τις την υπάρχουσαν δωρεάν του Θεού ως μη υπάρχουσαν» (Αγ. Ιγνατίου Μπραντζιανίνωφ)
… εάν συγκεντρώσωμεν την προσοχήν ημών εις τας εκδηλώσεις της εξωτερικής μόνον πλευράς της εκκλησιαστικής καθημερινότητος τότε ευκόλως δυνάμεθα να καταβληθώμεν τω πνεύματι, έτι δε και να «σκανδαλισθώμεν». Όταν όμως φέρωμεν εν εαυτοίς την βαθείαν συνείδησιν περί της ουσίας της Εκκλησίας και περί της εν Αυτή δοθείσης εις ημάς Θείας ζωής, τότε οιαδήποτε εξωτερική κατάστασις οσονδήποτε και εάν είναι ενίοτε δύσκολος και αποκρουστική ουδόλως θα δυνηθή να μεταθέση ημάς από της πέτρας της αγάπης του Χριστού, }025}
Άνθρωποι τινες ανδρούμενοι εν τη Εκκλησία δια των αιωνοβίων παραδόσεων Αυτής, δια της υπερόχου λατρείας, των θείων μυστηρίων των ανεξαντλήτων λειτουργικών και δογματικών θησαυρών — δυνάμει των οποίων γεννάται εντός αυτών αγαλλίασις και ειρήνη — δεν υπόκεινται εις οξείας κρίσεις και βιαίας μεταστροφάς. Η πνευματική αυτών αύξησις συντελείται άνευ θυελλωδών ρήξεων. Ενίοτε εις τοιαύτας ψυχάς γεννάται εκ νεότητος εισέτι βαθεία και ισχυρά έφεσις προς τον Θεόν, η οποία κυριαρχεί εφ’ όλου του είναι αυτών. Αι τοιαύται ψυχαί προσέρχονται εις τον μοναχισμόν κατά τρόπον απλούν και φυσικόν. (ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΜΗ ΙΔΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΣΑΝΤΕΣ)
Εντελώς διάφορος είναι η περίπτωσις εκείνων οι οποίοι ούτως ή άλλως απώλεσαν τον Θεόν, επορεύθησαν μακράν Αυτού ή και επάλαισαν μετ’ Αυτού. Η «μεταστροφή» αυτών λαμβάνει συνήθως μορφήν οξείας εσωτερικής κρίσεως, συνοδευομένης πολλάκις υπό κλονισμών και δαιταραχών. Εις τοιαύτας περιπτώσεις είναι δυνατόν να προκληθούν ψυχικαί ασθένειαι ή άλλαι ψυχοπαθολογικαί καταστάσεις μέχρι παραφροσύνης. Η πνευματική αναγέννησις τοιούτων ανθρώπων ενίοτε εξ εσχάτης — από πάσης επόψεως — πτώσεως επιτελείται δυνάμει εντόνου βιώσεως της χάριτος, η οποία επί ψυχολογικού επιπέδου εμφανίζεται ως ιδιαίτερον είδος «αποφασιστικότητος». }028}
Η χάρις εισάγουσα τον άνθρωπον εις τον κόσμον του Θείου Φωτός, παρά την ελκυστικήν αυτής δύναμιν, δεν αίρει την ελευθερίαν της βουλήσεως αυτού ούτε απαλλάσσει αυτόν τελείως εκ περαιτέρω πάλης, έτι δε και από αμφιταλαντεύσεων. Οι λαβόντες πείραν της χάριτος εκτίθενται εις πειρασμούς και δυνατόν να φθάσουν έτι μέχρι δαινομικού σκοτασμού, οπότεη αποκτηθείσα γνώσις, καταλιπούσα αναποφεύκτως βαθέα ίχνη εις την νοητικήν συνείδησιν του ανθρώπου, δυνατόν να παραδοθή εις την υπηρεσίαν του κακού.
… οι Άγιοι Πατέρες ουδέποτε κατεφρόνησαν οιονδήποτε είδος κλήσεως, διότι η ιστορία της Εκκλησίας γνωρίζει πλήθος περιπτώσεων κατά }029} τας οποίας οι κληθέντες κατά το τρίτον είδος, ήτοι εξ ανάγκης, κατώρθωσαν να επιτύχουν εις το τέλος της οδού αυτών μεγαλυτέραν τελειότητα, ή οι κληθέντες έτι και κατά το πρώτον είδος (εσωτερική έμπνευσις). Όθεν οι Πατέρες έκρινον ουχί εκ της αρχής της οδού, αλλά εκ της τελειώσεως αυτής.
… τρεις αποταγαί …
Πρώτον όταν σωματικώς εγκαταλείπωμεν πλούτον και κτήσεις του κόσμου τούτου. Δεύτερον όταν εγκαταλείπωμεν τας προτέρας συνηθείας και τα πάθη, τόσον του σώματος όσον και της ψυχής. Και εν τέλει τρίτον όταν αποχωρίζωμεν τον νουν από παντός ορατού και προσκαίρου, και βυθιζώμεθα εν πνεύματι εις την θεωρίαν του αοράτου και αιωνίου. (αββάς Παφνούτιος)
«… την πάντων των πραγμάτων και ανθρώπων και γονέων· και την εκκοπήν του ιδίου θελήματος· }030} και τρίτην αποταγήν της κενοδοξίας της επακολουθούσης τη υπακοή» (αγ.Ιωάννης Κλίμακος)
Ο τελευταίος (άγιος Παφνούτιος) εις την τρίτην αποταγήν ομιλεί περί της αποσπάσεως του νοός από παντός ορατού και της καταδύσεως του πνεύματος εις την θεωρίαν του αοράτου και αιωνίου. Εν τη ψυχή του μη εισέτι κεκαθαρμένου από των παθών ασκητού δύναται η διατύπωσις αύτη να διεγείρη την ενέργειαν της φαντασίας, διότι το «αόρατον και αιώνιον» θα ηδύνατο να είπη τις, ίσταται εισέτι εκτός του ανθρώπου· Η διατύπωσις δε του Αγίου Ιωάννου —«αποταγή κενοδοξίας»— εισάγει τον ασκητήν εις αυτό τούτο το βάθος της εσωτερικής πάλης, και δεν επιτρέπει εις τον νουν να περιπλανάται εις «υψηλάς σφαίρας», αλλ’ αναγκάζει αυτόν να νήφη έως τέλους. }032}
Κατά τον Ιωάννην της Κλίμακος η αποταγή της κενοδοξίας ουδέν άλλο είναι, ει μη η οδός προς μετάθεσιν του πνεύματος ημών εις τον κόσμον του αιωνίου. Εν αυτή τη αποταγή περικλείεται η υπερνίκησις της εξουσίας του κόσμου εφ’ ημάς.
… «δια Χριστόν σαλούς». Εν αυτή ακριβώς τη μορφή της χριστιανικής ασκήσεως εμφανίζεται ιδιαιτέρως σαφώς ο τρίτος βαθμός της αποταγής.
Ο σκοπός του «δια Χριστόν σαλού» είναι να καταφρονήται υπό του κόσμου και των ανθρώπων. Πολλοί δεν δύνανται να εννοήσουν την άσκησιν ταύτην και διακρίνουν εν αυτή διαστροφήν, ενώ κατ’ ουσίαν είναι ο ύψιστος βαθμός αποφυγής της δόξης παρά των ανθρώπων, και εν τούτω ακριβώς έγκειται η νίκη επί του κόσμου. Ο Κύριος λέγει: «Ου θέλετε ελθείν προς Με ίνα ζωήν έχητε. Δόξαν παρά ανθρώπων ου λαμβάνω· αλλ’ έγνωκα υμάς ότι την αγάπην του Θεού ουκ έχετε εν εαυτοίς … Πώς δύνασθε υμείς πιστεύσαι δόξαν παρά αλλήλων λαμβάνοντες, και την δόξαν την παρά του μόνου Θεού ου ζητείτε;». Εκ των λόγων τούτων του Χριστού συμπεραίνομεν ότι η αποδοχή της «δόξης παρά ανθρώπων» είναι πρόσκομμα έτι και δια την πίστιν. Θέλω να είπω ότι, εάν δι’ αυτής της ζωής ημών ακολουθήσωμεν την κατά τον Ιωάννην αποταγήν της κενοδοξίας, τότε θα ίδωμεν ότι αύτη κατά τον ασφαλέστερον τρόπον θα οδηγήση τον άνθρωπον ακριβώς εις το να μετοικήση ούτος δια του νοός και του πνεύματος αυτού εις τον Θείον κόσμον, εξερχόμενος }033} του προσκαίρου.
Και ούτως εάν το Ευαγγέλιον τούτο δεν είναι «κατά άνθρωπον» και ούτε διδάσκηται υπ’ ανθρώπων, τότε αναμφιβόλως η τρίτη αποταγή κατά τον Ιωάννην, ήτοι η της κενοδοξίας, αποτελεί την ευθείαν οδόν, ήτις οδηγεί εις την μετοίκησιν του πνεύματος ημών εις τον Θείον κόσμον. }034}
Εκείνος ο οποίος πριν ή ασκηθή εις τα ταπεινότερα, αναγινώσκων τα έργα των Αγίων Πατέρων, ορμά υπερηφάνως να ανέλθη εις το ύψος της καθαράς προσευχής, ήτοι προς τον τελευταίον σταυρόν, ούτος κατακρημνίζεται οικτρώς εις την γην. … η πλήρης εγκατάλειψις εις το θέλημα του Θεού είναι ουχί άλλο τι αλλ’ η τρίτη αποταγή …
… πρέπει να τονίσωμεν ενταύθα εκ νέου ότι πάσαι αι τάξεις αύται αφιερώσεως, κουράς και υποσχέσεων δεν είναι απολύτως αναγκαίαι δια την απόκτησιν της Θείας αγάπης και τελειότητος. Η τελευταία καθίσταται δυνατή και εκτός του μοναχισμού, αλλ’ όμως δια παρομοίου πάντοτε τρόπου ζωής. Όπως ακριβώς εγράφη περί του Χριστού, «το παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι», πας άνθρωπος δύναται να αυξάνη και να κραταιούται πνευματικώς, χωρίς να είναι μοναχός. Η δε πείρα της Εκκλησίας κατέδειξε το όφελος των μεθόδων αυτών. }037}
Είναι αναγκαίον να είπωμεν ότι η κλήσις του μοναχού να απαρνηθή την αγάπην των γονέων και εν γένει τον κόσμον, όπως ζήση καθ’ ομοίωσιν του Χριστού εν τη πράξει της ζωής, οδηγεί την ψυχήν εις βαθύτατον εσωτερικόν διχασμόν ή ως θα ελέγομεν δια της συγχρόνου ορολογίας εις «σύμπλεγμα». Εν τη ψυχή του ανθρώπου γεννώνται μεγάλαι θύελλαι, και όστις στερείται της καταλλήλου καθοδηγήσεως, της απορρεούσης εκ της δισχιλιετούς πείρας της Εκκλησίας, δύναται πολλάκις ουχί μόνον να ταλαιπωρηθή αλλά και να απολεσθή. }041}
Είναι δύσκολον να εύρωμεν λόγους οι οποίοι θα απεδείκνυον την αναγκαιότητα της ωθήσεως του εσωτερικού «συμπλέγματος» μέχρι του εσχάτου δυνατού βαθμού ούτως ώστε να φανερωθούν τα βάθη της ψυχής. Πώς να εκφράση τις δια λόγων την ανάγκην συνδυασμού ταυτοχρόνου διαμονής του νοός ημών και εν τω άδη και εν τω Θεώ; Πώς να εξηγήση τις ότι μόνον υπ’ αυτόν τον όρον κατορθούται το πλήρωμα της ανθρωπίνης ζωής και εν ταυτώ εκείνη η σταθερότης του γνησίως υγιούς πνεύματος, η οποία απομακρύνει τας εσωτερικάς ταλαντεύσεις; Ποίος εξ ημών δεν γνωρίζει την ασθένειαν της εναλλαγής των πνευματικών «αναβάσεων» και «πτώσεων»; Και ιδού όταν ο άνθρωπος κατέρχηται εις τον άδην της εσωτερικής πάλης φέρων εν εαυτώ τον Θεόν, τότε εκφεύγει ούτος τας παθολογικάς αμφιταλαντεύσεις. Δεν υπάρχουν τότε «αναβάσεις» και «πτώσεις», διότι η πληρότης έχει επιτευχθή. }042}
Εάν προσπαθήσωμεν να συγκρίνωμεν τας συνήθεις αντιλήψεις των ανθρώπων γενικώς περί αγιότητος, αγάπης και πραότητος, θα ίδωμεν ότι δεν συμβιβάζονται αύται μετά των αντιστοίχων του Ευαγγελίου. Ούτω την πραότητα πολλοί εκλαμβάνουν ως φυσικόν «ειρηνικόν ήθος». Όλως διαφόρως εν τούτοις ορίζει ταύτην ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Λέγει ούτος: «Πραΰτης εστίν, αμετάθετος νοός κατάστασις, εν τιμαίς τε και ατιμίαις … υπερκειμένη της του θυμού θαλάσσης πέτρα, … υπομονής στήριγμα· αγάπης θύρα· μάλλον δε μήτηρ· παρρησία εν προσευχή· Πνεύματος Αγίου χωρίον· … μαινομένων χαλινός· χαράς χορηγός· Χριστού μίμημα» … Παρατηρούμεν επομένως ότι πρόκειται περί καταστάσεως ασυγκρίτως ανωτέρας της «ψυχικής». Διότι εις την Κλίμακα πραότης σημαίνει πνευματικήν ρωμαλεότητα δυναμένην να φέρη επ’ αυτής τα βάρη και τας ασθενείας των άλλων. Πρόκειται περί διηνεκούς ετοιμότητος να υπομένη τις τας ύβρεις ή να μένη εσωτερικώς ατάραχος εις τους επαίνους· είναι ειρηνική εγκαρτέρησις εις πάσαν θλίψιν, εισέτι και εις τον θάνατον· εντός αυτής περικλείεται μεγίστη δύναμις και η νίκη επί του κόσμου. Ο Χριστός }043} λέγει: «Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην», ήτοι θα νικήσουν και θα δεσπόσουν του κόσμου υπό την υψίστην έννοιαν του λόγου τούτου. Η γη ήτοι ο κόσμος, θα υποταχθή ουχί εις την τραχείαν υλικήν δύναμιν, αλλά εις την πραότητα. }044}
Πολλοί νομίζουν ότι η κυριωτέρα διαφορά της μοναχικής από της συνήθους μορφής ζωής των άλλων ανθρώπων έγκειται εις την αγαμίαν. Αλλά συμφώνως προς τους αρχαίους Πατέρας και τους συγχρόνους ασκητάς μεγαλυτέραν σπουδαιότητα έχει η υπακοή,
Η υπακοή είναι η βάσις του μοναχισμού. }045}
Η υπακοή αποτελεί τρόπον τινα ιερόν απόρρητον, το οποίον αποκαλύπτεται μόνον δια του Αγίου Πνεύματος, και το οποίον συγχρόνως είναι μυστήριον και ζωή εν τη Εκκλησία. Η υπακοή ως αποταγή του ιδίου θελήματος και φρονήματος είναι δυνατόν να φανή ως έργον αντίθετον προς τον σκοπόν του Θεού περί του ανθρώπου του πεπροικισμένου δι’ ελευθερίας ομοίας προς την Εαυτού και κεκλημένου ίνα συμβασιλεύση μετ’ Αυτού δυνάμει της ελευθερίας ταύτης. Πολλοί δια της παραδόσεως της θελήσεως και της λογικής εις την εξουσίαν άλλου προσώπου, έστω και ιερωμένου, θα ησθάνοντο κενόν τι υποκάτω των ποδών αυτών. Το βήμα τούτο θα εφαίνετο εις αυτούς ως πτώσις εις την άβυσσον του σκότους, ως απώλεια της προσωπικότητος αυτών, ως παράδοσις εαυτών εις την φρικτήν δουλείαν ως αυτοεκμηδένισις. Αλλ’ εις εκείνους οι οποίοι δια της πίστεως ηκολούθησαν την διδασκαλίαν της Εκκλησίας και επραγματοποίησαν τοιαύτην αποταγήν εν τω πνεύματι αυτής της διδασκαλίας, η υπακοή απεδείχθη ανεκφράστως μέγα δώρον άνωθεν. Ο «υποτακτικός» δύναται να παραβληθή προς αετόν, ο οποίος δια της δυνάμεως των πτερύγων αυτού υψούται προς τα ύψη και ηρέμως παρατηρεί το διάστημα το χωρίζον αυτόν από της γης, χαίρων δια την ασφάλειαν αυτού, δια την κυριαρχίαν αυτού επί του ύψους, το οποίον δια τους άλλους είναι απρόσιτον και θανασίμως φοβερόν. Αναθέτων μετ’ εμπιστοσύνης, προθυμίας, αγάπης και χαράς την θέλησιν αυτού και πάσαν την }046} κρίσιν περί εαυτού εις τον πνευματικόν αυτού πατέρα, ο υποτακτικός δι’ αυτού ακριβώς του τρόπου ελευθερούται εκ του βαρέος φορτίου των επιγείων φροντίδων και γνωρίζει την ανεκτίμητον εκείνην δωρεάν — την εν Θεώ καθαρότητα του νοός.
Ο μοναχισμός είναι προ παντός καθαρότης νοός. Άνευ υπακοής είναι αδύνατον να επιτευχθή τούτο και ως εκ τούτου άνευ υπακοής δεν υπάρχει μοναχισμός. … η καθαρότης του νου είναι ιδιαιτέρα τις δωρεά προς τον μοναχισμόν, άγνωστος εις τας άλλας θεαρέστους οδούς. Ο μοναχός γνωρίζει την κατάστασιν ταύτην ουχί άλλως ει μη δια της ασκήσεως της υπακοής. Ιδού διατί θεωρούμεν αυτήν ως την κυρίαν βάσιν του μοναχισμού, εντός της οποίας περικλείονται αι άλλαι δύο υποσχέσεις ως φυσική τις συνέπεια. «…Η μεν εξ ησυχίας κατορθουμένη του σώματος απάθεια κόσμω πολλάκις πλησιάζουσα ουκ ασάλευτος έμεινεν· η δε εξ υπακοής προσγινομένη πανταχού δόκιμος και ακράδαντος» (Κλίμαξ). }047}
… το μυστήριον τούτο δια τον υποτακτικόν έγκειται εις την εκμάθησιν να πράττη το θέλημα του Θεού, ώστε να εισέλθη εις την σφαίραν αυτού του Θείου Θελήματος, και ούτω να καταστή μέτοχος της Θείας ζωής. Δια δε τον Γέροντα το μυστήριον τούτο συνίσταται εις το να οδηγήση τον υποτακτικόν δια της προσευχής και του αγώνος της ζωής αυτού εις την γνώσιν της οδού ταύτης και να καλλιεργήση εις αυτόν την αληθινήν ελευθερίαν, άνευ της οποίας η σωτηρία καθίσταται αδύνατος.
Η αληθινή ελευθερία υπάρχει εκεί «ού το Πνεύμα Κυρίου» και δια τούτο σκοπός της υπακοής όπως και της χριστιανικής ζωής εν γένει είναι η απόκτησις του Αγίου Πνεύματος. }048}
Ο άνθρωπος ο οποίος υποδουλοί τον αδελφόν-συνάνθρωπον αυτού, ή έστω επιβουλεύεται την ελευθερίαν αυτού, καταστρέφει αφεύκτως την ιδίαν αυτού ελευθερίαν, διότι η τοιαύτη επιδίωξις αποτελεί καθ’ εαυτήν πτώσιν εκ της Θείας ζωής της αγάπης, εις την οποίαν εκλήθη ο άνθρωπος.
Έν των κυριωτέρων κωλυμάτων δια να φθάση τις εις την κατάστασιν, προς την οποίαν καλεί ημάς η εντολή του Χριστού, είναι η φιλαυτία, ο εγωϊσμός ημών. Η υπακοή είναι η καλυτέρα οδός προς υπερνίκησιν της εντός ημών συνεπείας του προπατορικού αμαρτήματος. Όταν κόπτωμεν το θέλημα ημών ενώπιον του αδελφού υπερνικώμεν εκείνα τα «ρήγματα» τα οποία δια της πτώσεως του Αδάμ κατέτεμον την φύσιν ημών ενώ αύτη ήτο κατ’ αρχάς ενιαία, «προς τον Θεόν συνηγμένη». Πόθεν λοιπόν πηγάζει ο αγών ούτος των αντιμαχομένων θελήσεων εν ημίν, εφ’ όσον εν τω Θεώ μία μόνον Θέλησις υπάρχει;
Όταν «κόπτωμεν» το θέλημα ημών ενώπιον του }049} Θεού παραδιδόμενοι εις το θέλημα Αυτού και «μισούντες» τας μικράς «ατομικάς» ημών επιθυμίας, καθιστάμεθα ικανοί να δεχθώμεν και να φέρωμεν εντός ημών την ενέργειαν του Θείου Θελήματος. Τελειούμενοι εν τη υπακοή εις τον Θεόν και τον αδελφόν ημών τελειούμεθα εν τη αγάπη, διευρύνομεν το είναι ημών μέχρι να φθάσωμεν εις την πληρότητα της Θεανδρικής υπάρξεως κατ’ εικόνα του Θεανθρώπου Χριστού, διότι δεν υπάρχουν όρια εις την αγάπην του Θεού προς τον άνθρωπον. … ο Θεός … κατά την ενέργειαν και την χάριν Αυτού επιθυμεί να ενωθή μετά του ανθρώπου τοσούτον στενώς και τοσούτον πλήρως ώστε ο άνθρωπος να καταστή κατά χάριν θεός, όμοιος προς τον Θεόν-Δημιουργόν κατά την εικόνα της υπάρξεως Αυτού.
Ο νοήμων άνθρωπος της σήμερον δια της προς πάσαν κατεύθυνσιν ανεπτυγμένης κριτικής αυτού στάσεως είναι ασυγκρίτως ολιγώτερον ικανός προς άσκησιν της μοναχικής υπακοής ή ο απλούς άνθρωπος ο απείραστος της περιεργείας του νοός. Ο πρώτος αγαπά το κριτικόν αυτού πνεύμα και πιστεύει συνήθως ότι εις αυτό κυρίως οφείλει την αξίαν αυτού, θεωρών τούτο ως το θεμέλιον της «προσωπικής» αυτού ζωής (ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ). Δια τούτο είναι ανάγκη, πριν γίνη υποτακτικός να απαρνηθή τον πλούτον τούτον άλλως κατά τον λόγον του Χριστού δεν θα δυνηθή να εισέλθη εις την Βασιλείαν. Αλλά πώς είναι δυνατόν να επιτευχθή τούτο; Μήπως εκείνος ενώπιον του οποίου κόπτει το θέλημα αυτού δεν είναι κοινός άνθρωπος, όμοιος }050} προς πάντας ημάς, και δεν αποκλείεται ενίοτε να φαίνηται και κατώτερος; Και αρχίζει να διαλογίζηται ούτος: «Τι είναι ο Γέρων; Μήπως είναι μάντις; Και πόθεν γνωρίζει ούτος το θέλημα του Θεού; Ο Θεός έδωκεν εις ημάς λογικόν και ημείς οφείλομεν να κρίνωμεν. Ιδού, επί παραδείγματι εκείνο το οποίον νυν είπεν εις εμέ ο Γέρων είναι τελείως παράλογον», και ούτω καθ’ εξής. Η τοιαύτη στάσις έναντι του Γέροντος προσδίδει εις πάντα λόγον αυτού, εις πάσαν υπόδειξιν αυτού, χαρακτήρα αβεβαιότητος και σχετικότητος. Ο τοιούτος υποτακτικός επιλανθάνεται ότι το θέλημα του Θεού εις τούτον τον κόσμον φανερούται υπό τας αυτάς σχετικάς μορφάς υπό τας οποίας φανερούται και η φυσική θέλησις του ανθρώπου, καθώς και η των δαιμονίων, η οποία υποβάλλεται εις τους ανθρώπους. Κρίνει κατά το εξωτερικόν, όπως εν γένει αρμόζει εις τον «λογικόν» άνθρωπον να κρίνη και ως εκ τούτου αδυνατεί να εύρη την οδόν της ζώσης πίστεως.
Ο Άγιος Ιωάννης λέγει: «Όσοι τας εαυτών ωνάς εκουσίως σπεύδετε γράψαι, αντ’ εκείνων ελευθερίαν γραφήναι υμίν βούλεσθε». Ούτως η πείρα της υπακοής αποβαίνει, εν τέλει, πείρα της αυθεντικής εν τω Θεώ ελευθερίας.
Εκ της εμπειρίας της στάσεως αυτού ενώπιον της Θείας αληθείας ο ασκητής πείθεται ακραδάντως περί της ατελείας του λογικού αυτού. Και τούτο αποτελεί σημαντικόν σταθμόν εις την ζωήν του ασκητού. Δια της απιστίας εις την ιδίαν αυτού «λογικήν» κρίσιν ο μοναχός ελευθερούται εκ του εφιάλτου, υπό τον οποίον ζη άπασα η ανθρωπότης. }051}
Υπάρχουν δύο κατηγορίαι μοναχών: Οι μεν έχουν το δώρον της απλής αμέσου πίστεως και εισέρχονται ευκόλως εις την οδόν της υπακοής· οι άλλοι καίτοι έχουν τον σφοδρόν πόθον προς τον Θεόν και τον ζήλον να ζήσουν κατά τας εντολάς του Κυρίου, εν τούτοις μετά μεγάλου κόπου ελευθερούνται εκ της αυτοπεποιθήσεως και μανθάνουν την υπακοήν. Όταν δε πλήρεις πίστεως εις τον Θεόν, τον διαφυλάττοντα ημάς και προς τον πνευματικόν αυτών πατέρα, αποτάσσωνται του θελήματος και της «κρίσεως» αυτών, τότε, εκ του βάθους της εσωτερικής αυτών πείρας, μετά χαράς πείθονται ότι έφθασαν εις την «πηγήν ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον».
Πραγματοποιών την απάρνησιν της ιδίας θελήσεως και κρίσεως χάριν διαμονής εν τη οδώ του θελήματος του Θεού, το οποίον υπερβαίνει πάσαν ανθρωπίνην σοφίαν ο μοναχός κατ’ ουσίαν ουδενός άλλου αποτάσσεται ει μη μόνον του εμπαθούς εγωκεντρικού θελήματος αυτού και της ασθενούς μικράς αυτού διανοίας· και δι’ αυτού του τρόπου προδίδει αληθή σοφίαν, θέλησιν σπανίας δυνάμεως και ζωήν ανωτέρας υψηλής ποιότητος. Δια της οδού ταύτης, κατά τρόπον ακατάληπτον και εις αυτόν τον ίδιον, ευκόλως ανυψούται εις επίπεδον το οποίον ουδέποτε δύνανται να φθάσουν ή να εννοήσουν άνθρωποι και υψίστης εισέτι διανοητικής καλλιεργείας. Η κατάστασις αύτη, καθώς ελέχθη ανωτέρω, είναι η εν τω Θεώ καθαρότης του νου. Η υπακοή είναι η οδός της πίστεως, «της νικησάσης τον κόσμον». }052}
Η μοναχική υπακοή δεν είναι «πειθαρχία». Ουδέν ανθρώπινον καθεστώς δύναται να ευσταθήση άνευ συντονισμού των ενεργειών των μελών αυτού. Τοιούτος συντονισμός κατορθούται δια της πειθαρχίας, η ουσία της οποίας έγκειται εις την υποταγήν της ανθρωπίνης θελήσεως του κατωτέρου εις την ανθρωπίνην θέλησιν του ανωτέρου ή της «πλειονότητος». Τοιαύτη υποταγή κατορθούται συνήθως δι’ εξαναγκασμού· αλλά και εν τη περιπτώσει της εκουσίου εισέτι και συνετής αποδοχής της πειθαρχίας, ως απαραιτήτου συνθήκης δια την ύπαρξιν της κοινωνίας, δεν παύει αύτη να είναι πειθαρχία, εφ’ όσον η θεμελιώδης αυτής αρχή είναι η υποταγή εις ανθρωπίνην θέλησιν.
Η μοναχική υπακοή είναι πράξις θρησκευτική και, ως τοιαύτη, οπωσδήποτε πρέπει να είναι ελευθέρα, άλλως στερείται της θρησκευτικής σημασίας αυτής. Η υπακοή μόνον τότε είναι πνευματικώς καρποφόρος όταν φέρη χαρακτήρα ελευθέρας εκκοπής του ιδίου θελήματος και της ιδίας «κρίσεως» ενώπιον του Γέροντος χάριν αναζητήσεως των οδών του Θείου Θελήματος.Εν τη αναζητήσει ταύτη του Θελήματος του Θεού περικλείεται η ουσία της υπακοής ημών.
Ο υποτακτικός αναγνωρίζει την ανεπάρκειαν αυτού }053} δι’ άμεσον γνώσιν του Θελήματος του Θεού και δια τούτο καταφεύγει προς τον πνευματικόν αυτού πατέρα, εις τον οποίον πιστεύει ότι εδόθη να γνωρίζη τούτο ευκρινέστερον. Ο πνευματικός οδηγός δεν φονεύει την θέλησιν του υποτακτικού και δεν υποδουλοί αυτήν αυθαιρέτως εις την ιδίαν αυτού ανθρωπίνην θέλησιν, αλλ’ αναλαμβάνει υπευθύνως το βαρύ φορτίον της ιεράς υπηρεσίας, δια της οποίας μετέχει εις την θείαν πράξιν της δημιουργίας του ανθρώπου.
Αλλ’ εάν εις τας Μονάς ο Ηγούμενος και οι άλλοι οδηγοί αναγκασθούν να προσφεύγουν εις τον ανθρώπινον εξαναγκασμόν της αδελφότητος, τουτέστι την «πειθαρχίαν», τούτο είναι σαφές σημείον καταπτώσεως του μοναχισμού, ίσως η τελεία λήθη του σκοπού και της ουσίας αυτού.
Ο γενικός δε κανών είναι: }054} «Μη εμπιστεύου εις εαυτόν». Τούτο είναι ιδαιτέρως σπουδαίον δια τους αρχαρίους. Αλλά και οι προβεβηκότες εν τη μοναχική ασκήσει δεν εγκαταλείπουν τον κανόνα τούτον.
Έκαστον εγχείρημα έκαστον έργον πρέπει να αναλαμβάνηται μετ’ ευλογίας, ούτως ώστε δι’ αυτής να ενδύηται τούτο τον χαρακτήρα Θείου έργου. Τόσον τα κοινά και ασήμαντα πράγματα όσον και τα μεγάλα απαιτούν την γνώσιν του Θελήματος του Θεού, διότι εις την ζωήν του ανθρώπου τα πάντα είναι μεγάλα και σπουδαία. Δια της ευλογίας ταύτης όλη η ζωή λαμβάνει ιερόν χαρακτήρα και έκαστον έργον μόνον τότε αποβαίνει αυθεντικώς αιώνιον όταν τελήται εν ονόματι του Θεού. Ο Χριστός είπε: «Πάσα φυτεία, ήν ουκ εφύτευσεν ο Πατήρ Μου ο ουράνιος εκριζωθήσεται». Δια της υπακοής η αιώνιος ζωή καθίσταται πραγματικότης ήδη εντεύθεν. Ο καλός υποτακτικός αισθάνεται την παρουσίαν του Πνεύματος του Θεού, το Οποίον δίδει εις την ψυχήν ουχί μόνον βαθείαν ειρήνην, αλλά και αναμφισβήτητον αίσθησιν της «μεταβάσεως αυτής εκ του θανάτου εις την ζωήν».
Η αντίληψις περί της παρθενίας ως περί ζωής κατ’ εικόνα της ζωής του Ιησού Χριστού είναι παραδόξως τοσούτον ολίγον αποδεκτή υπό του συγχρόνου κόσμου έτι δε και υπό των χριστιανών … Η δισχιλιετής πείρα της Εκκλησίας μετ’ ακαταμαχήτου }055} αξιοπιστίας κατέδειξεν ότι ο αποκλεισμός της γενετησίου λειτουργίας εκ της ζωής της ανθρωπίνης προσωπικότητος ουχί μόνον δεν επιφέρει βλάβην εις την ψυχικήν και φυσιολογικήν υγείαν του ανθρώπου, αλλ’ αντιθέτως, ορθώς χρησιμοποιουμένη αυξάνει και την φυσικήν ανθεκτικότητα και την μακροβιότητα και την ψυχικήν υγείαν και την πνευματικήν ανάπτυξιν αυτού.
… Εν τούτοις οφείλομεν να είπωμεν ότι η σύγχρονος επιστημονική πείρα εις τον τομέα αυτόν είναι εισέτι μακράν της δυνατότητος να συγκριθή προς την αδιάκοπον και αιωνόβιον πείρα της Εκκλησίας και να έχη τρόπον τινά την αξίωσιν να διορθώση ή να εμπλουτίση αυτήν.
… δι’ ημάς κύριον και αναμφισβήτητον τεκμήριον δικαιώσεως αυτής της υποσχέσεως, εις το οποίον άλλως τε οδηγούν πάσαι αι άλλαι αποδείξεις, είναι το γεγονός της εν παρθενία επιγείου ζωής του Κυρίου: «Υπόδειγμα γαρ δέδωκα υμίν». }056}
Ο Άγιος Βαρσανούφιος ο Μέγας λέγει περί της υπακοής: «Κράτει την υπακοήν, την αναφέρουσαν εις τον ουρανόν, και ομοίους τω Υιώ του Θεού ποιούσαν τους κτωμένους αυτήν». Αλλά το αυτό οφείλομεν να είπωμεν και περί της παρθενίας και σωφροσύνης. }057}
Η σωφροσύνη όπως δεικνύει και η λέξις αύτη σημαίνει την ακεραιότητα ή την πληρότητα της φρονήσεως. Εν τη Εκκλησία μετά της εννοίας ταύτης συνδέεται ουχί μόνον η νίκη επί της σαρκικής έλξεως και εν γένει επί του «φρονήματος της σαρκός» ήτοι η «νίκη επί της φύσεως» αλλά και η απόκτησις του συνόλου των τελειοτήτων, αι οποίαι προσιδιάζουν εις την φρόνησιν και των οποίων έκφρασις είναι η σταθερά διαμονή εν τω Θεώ «εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της καρδίας». Εν τη τελειοτέρα αυτής μορφή η άσκησις της σωφροσύνης αποκαθιστά την κατά το πνεύμα παρθενικήν κατάστασιν του ανθρώπου, υπερφαλαγγίζουσα την ανεπανόρθωτον απώλειαν της σωματικής παρθενίας.
Την γνησίαν παρθενίαν οι Άγιοι Πατέρες ορίζουν ως υπερφυσικήν κατάστασιν. Εν τη τελεία αυτής μορφή θεωρείται ως αδιάκοπος διαμονή εν τη θεία αγάπη, ως εκπλήρωσις της εντολής του Χριστού «αγαπήσεις … τον Θεόν εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της ισχύος». Υπό το φως του }060} κριτηρίου αυτού, πάσα παρέκκλισις του νου και της καρδίας από της αγάπης του Θεού εκλαμβάνεται ως πνευματική «μοιχεία» ήτοι παράβασις εις βάρος της θείας αγάπης.
Η παρθενία δεν είναι άγνοια της βιολογικής και πλήρως φυσικής ζωής του ανθρώπου.
Το αδιάφθορον του σώματος δεν είναι εισέτι παρθενία. Είς των μεγαλυτέρων αγίων της Εκκλησίας ημών ο Μέγας Βασίλειος, μετά πικρίας είπε περί εαυτού: «Και γυναίκα ου γινώσκω και παρθένος ουκ ειμί», ήτοι υπό την πλήρη της λέξεως έννοιαν. Εκτός των σχέσεων μετ’ άλλου σώματος, υπάρχουν ουχί ολίγα άλλα είδη διαφθοράς και αυτοδιαφθοράς, των οποίων την περιγραφήν αποφεύγει η Ορθόδοξος Εκκλησία, δια να μη δημιουργήση εις τον νουν του ομιλούντος ή του ακούοντος εικόνα τινα αμαρτίας. Και εκείνος ο οποίος δεν γνωρίζει την φυσικήν πράξιν, αλλά μόνον δια του νου θα αφεθή εις αυτήν και ονειροπολών θα επιθυμήση αυτήν ήδη δεν είναι πλήρως παρθένος.
Η παρθενία και η μοναχική σωφροσύνη, εννοούμεναι ως δωρεαί της χάριτος ανήκουν }061} εις την πρώτην (υπερφυσικήν) κατάστασιν. Εις την δευτέραν κατατάσσεται ο ευλογημένος γάμος. … Ο καθηγιασμένος γάμος ο πειθαρχημένος ο χωρίς διαστροφήν, διατηρεί τον άνθρωπον φυσικώς και ηθικώς, ενώ πάσα άλλη μορφή σαρκικής απολαύσεως έστω και υπό ονειρώδη μόνον μορφήν διαφθείρει ολόκληρον τον άνθρωπον, ήτοι την ψυχήν και το σώμα. … Αι ονειροπολήσεις περί σαρκικής σχέσεως εν απουσία της φυσικής πράξεως ωδήγησαν πολλούς μέχρι σοβαρών ψυχικών νόσων, έτι δε και μέχρι πλήρους παραφροσύνης. }062}
ΥΠΟΣΗΜ. Εις το «Συμπόσιον των δέκα Παρθένων» ο Άγιος Μεθόδιος Ολύμπου αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η συνείδησις της ανθρωπότητος ανεπτύσσετο και ηύξανε πνευματικώς μέχρι γνώσεως των τελειοτέρων μορφών ζωής — της σωφροσύνης και της παρθενίας. Ιστορικώς η εξέλιξις αύτη διήλθε δια των εξής φάσεων: Κατ’ αρχάς, «εν όσω ο κόσμος δεν ήτο εισέτι πεπληρωμένος ανθρώπων» και η ανθρωπότης ώφειλεν «αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι» οι άνδρες εισήρχοντο εις γάμον μετά των ιδίων αυτών αδελφών. Έπειτα ότε επλήθυνε το γένος των ανθρώπων και εξηπλώθη επί της γης, η θεία Πρόνοια δια προφητικής διδασκαλίας αποτρέπει τους ανθρώπους εκ του είδους της ζωής ταύτης προς μίαν υψηλοτέραν ηθικώς ζωήν, και οι γάμοι μετά των αδελφών εθεωρήθησαν «αιμομιξίαι». Περαιτέρω οι άνθρωποι μεταβαίνουν εις την έννοιαν της μονογαμίας, «ίνα μη συνουσιάζωνται μετά πολλών ομοίως προς τα ζώα, ως να εγεννήθησαν μόνον δια την συνουσίαν», και ίνα μη επιτελώνται «μοιχείαι». Εν συνεχεία ο Χριστιανισμός διδάσκει τους ανθρώπους έτι υψηλότερον συνείδησιν περί ζωής, και δια της Εκκλησίας εισάγεται νέος περιορισμός των γάμων κατ’ ένδειξιν πλέον των βαθμών της πνευματικής ηλικίας· ούτως απαγορεύονται, επί παραδείγματι, γάμοι δύο αδελφών προς δύο αδελφάς και τα όμοια, πράγμα το οποίον εκτός Εκκλησίας παραμένει ακατανόητον και μέχρι του νυν εισέτι. Δια της αποστολικής διδαχής οι άνθρωποι ανάγονται εις την κατανόησιν του «τιμίου γάμου» και της «αμιάντου κοίτης», όθεν εν τέλει ανέρχονται μέχρι της γνώσεως της χριστιανικής παρθενίας, «μανθάνοντες να ανυψώνται υπεράνω της σαρκός εισερχόμενοι εις τον ατάραχον λιμένα της αφθαρσίας …». }063}
Εις τινάς εδόθη να γνωρίσουν την κατάστασιν της εν χάριτι Θεοκοινωνίας εις τοιούτον βαθμόν, ώστε και ο νους και το σώμα αυτών να αισθάνωνται εναργώς τον αγιασμόν αυτών. Δια τους τοιούτους η απόλυτος εγκράτεια υπό την μορφήν ουχί μόνον αποφυγής ενσυνειδήτων φυσικών πράξεων, αλλά και των αντιστοίχων διανοημάτων }064} (έτι και κατά την διάρκειαν του ύπνου) είναι κατηγορική απαίτησις της καταστάσεως του πνεύματος αυτών. Μικροτέρας εντάσεως κλήσις συνιστά κατάστασιν κατά την οποίαν η ψυχή δοκιμάζει έλξιν μόνον προς την σωφροσύνην. Ο νους τότε τείνει προς την καθαρότητα και δυνάμει της εσωτερικής δίψης του αγιασμού ενστικτωδώς απωθεί τους σαρκικούς «λογισμούς». Πολλοι εισέρχονται εις την μοναχικήν άσκησιν εκκινούντες εκ τοιαύτης καταστάσεως, η οποία, καίτοι είναι ολιγώτερον βεβαία της προηγουμένης, αποτελεί εν τούτοις θετικήν κλήσιν άνωθεν.
Πείρα αιώνων απέδειξεν ότι η αγάπη προς τον Θεόν είναι δυνατή και εις τον γάμον, αλλά εις μέτριον μόνον βαθμόν. Όταν δε η αγάπη αύτη υπερβαίνη ωρισμένον τι όριον και αποκτά μεγαλυτέραν έντασιν, τότε η ψυχή του ανθρώπου απομακρύνεται ενστικτωδώς από παντός ό,τι δεν εναρμονίζεται προς αυτήν την αγάπην. … Εκ των πολλών συνομιλιών μου μετ’ ασκητών έχω αποκτήσει την σταθεράν πεποίθησιν ότι, όταν η ψυχή δια πραγματικής πείρας γνωρίση την αγάπην του Χριστού, τότε εκ της γλυκύτητος της αγάπης αυτής γεννάται ακράτητός τις έλξις προς τον Θεόν, ακατάπαυστός τις “δίψα” Αυτού, και εν ταυτώ ανερμήνευτος θλίψις περί του κόσμου, συνέπεια της οποίας }065} είναι ο τελείως άκοπος και, τρόπον τινά, φυσικός αποχωρισμός από πασών των αισθητικών ηδυπαθειών, εξ αιτίας των οποίων ψυχραίνεται και εξαλείφεται η Θεία αγάπη. Χαρακτηριστικόν της μεγάλης προς τον Χριστόν αγάπης είναι ότι δεν δύναται να συμβιβασθή μετά σαρκικών απολαύσεων εν γένει, και προ παντός μετά των ισχυροτέρων όλων, των γενετησίων.Ο νούς του ανθρώπου υπό την ενέργειαν της αγάπης προς τον Θεόναποσπάται εκ της γης και καθαίρεται από πάσης γηΐνης εικόνος, ενώ η σαρκική σχέσις τραυματίζει βαθύτατα την ψυχήν ακριβώς δια των εικόνων αυτών. Γνωρίζομεν ότι πολλοί προσεγγίζουν εντελώς διαφόρως το θέμα τούτο. Αλλά μήπως ο λόγος της Γραφής, “ου μη εγκαταμείνη το πνεύμα Μου εν αυτοίς, δια το είναι αυτούς σάρκας” (Γεν. στ’ 3), δεν αναφέρεται εις αυτούς;
Αυτή αύτη η πείρα της ζωής διδάσκει τον ασκητήν ότι πάσα αισθητική απόλαυσις, οιουδήποτε είδους, είτε οπτική, είτε γευστική, είτε ακουστική, ή της αφής, ή της οσφρήσεως αποσπά την ψυχήν εξ εκείνου το οποίον είναι ανώτερον και αμέτρως πολυτιμότερον, αφαιρούσα απ’ αυτού την παρρησίαν εν τη προσευχή, ενώ αντιθέτως η κακοπάθεια της σαρκός πολλάκις συνεργεί εις την κάθαρσιν του νού και την ανάβασιν αυτού εις την θεωρίαν.
Όταν η σωφροσύνη αποβαίνη βαθεία απαίτησις του πνεύματος, οδηγεί φυσικώς εις εκείνο το οποίον ονομάζεται «αυστηρότης βίου» ή «ασκητικότης». Παν ό,τι δεν είναι απολύτως αναγκαίον δια την ύπαρξιν παραμερίζεται, δια να έχη το πνεύμα την μεγαλυτέραν δυνατήν ελευθερίαν εν τη θεωρία. Εάν η τροφή και ο ύπνος δεν ήσαν απολύτως αναγκαία δια την φυσικήν ύπαρξιν —όπως συμβαίνει εις την περίπτωσιν της σαρκικής }066} ζωής, του καπνίσματος, των διεγερτικών και ναρκωτικών —, ο ασκητής της σωφροσύνης ουδέποτε θα ήγγιζε τροφήν και ουδέποτε θα έδιδεν “ύπνον της οφθαλμοίς” αυτού (Ψαλμ. κα’ 4}, παραδίδων όλας τας δυνάμεις του νου αυτού εις την μνήμην του Θεού και την προσευχήν.
Η αμαρτία δεν εδρεύει εις την μίαν ή την άλλην φυσικήν ενέργειαν λειτουργίαν του ανθρώπου, αλλά εις τα πάθη. Ο Άγιος Ποιμήν ο Μέγας έλεγε: «Δεν είμεθα σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι». Η πάλη του ορθοδόξου ασκητού δεν διεξάγεται προς το σώμα, αλλά προς «τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» διότι δεν απομακρύνει ημάς από του Θεού το σώμα, το οποίον εκλήθη να καταστή δοχείον ή «ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» αλλά η ηδυπάθεια, ήτοι τα πάθη μετά των απολαύσεων αυτών.
Η Ορθόδοξος άσκησις ερείδεται επί της δογματικής συνειδήσεως ότι η πνευματική ζωή της λογικής κτίσεως συνίσταται εκ της ενώσεως των δύο θελήσεων, των δύο ενεργειών της Θείας και της ανθρωπίνης. … Εκείνο το οποίον διδάσκει η χάρις, κατά την περίοδον της διαμονής αυτής εις τον άνθρωπον, τούτο οφείλει να τηρή ούτος και κατά τον χρόνον της απουσίας αυτής υπό την αισθητήν μορφήν ενεργείας, φυλάττων εαυτόν εις το αυτό επίπεδον ζωής, ως εάν μη έπαυσε ποτέ η ενέργεια της χάριτος }067} επ’ αυτού. Ούτως άρχεται μία εκούσιος συστηματική ασκητική αγωγή του ασκητού και η τράχυνσις της «πολιτείας» αυτού καθίσταται αναπόφευκτος.
Θα είπω μόνον ότι το πλέον ουσιώδες αξίωμα της «τέχνης» ταύτης είναι η «τήρησις του νοός». Ο σπουδαιότερος κανών εις την άσκησιν αυτήν είναι να μη παραδώση τις τον νουν αυτού. Άνευ τούτου ουδεμία σωματική άσκησις επιτυγχάνει τον ποθούμενον σκοπόν αυτής ενώ η ασκητικώς πεπαιδευμένη διάνοια δύναται να διαφυλάξη ουχί μόνον την καθαρότητα και την ελευθερίαν αυτής αλλά και την ειρήνην του σώματος έτι και υπό συνθήκας κατά τας οποίας η εκπλήρωσις του έργου τούτου εις άλλους θα εφαίνετο αδύνατος. }068}
«Ο εν σαρκί ών και τούτο (το δώρον της αγνείας) ειληφώς, απέθανε και ανέστη, και της μελλούσης αφθαρσίας το προοίμιον ήδη απ’ εντεύθεν εγνώρισεν» (ΚΛΙΜΑΞ).
Η πείρα δεικνύει σαφώς εις πάντα άνθρωπον ότι δια να φθάση εις τον καθαράν προσευχήν, είναι ανάγκη να ελευθερώση τον νουν αυτού εκ των εικόνων της ύλης, αίτινες βαρύνουν αυτόν.
Εν τη μοναχική υποσχέσει της ακτημοσύνης η έμφασις δίδεται εις την πάλην προς το πάθος της «φιλοκτημοσύνης» ή της «φιλαργυρίας». Δι’ αυτής ο μοναχός δεν υπόσχεται τόσον να ζήση «εν πτωχεία» (ως υπόσχονται οι δυτικοί), όσον να ελευθερώση το πνεύμα αυτού από της επιθυμίας του «κατέχειν» μέχρι τοιούτου βαθμού ώστε ο αληθής θεράπων της ακτημοσύνης παύει να φείδηται και του ιδίου αυτού σώματος. Μόνον υπό τας συνθήκας αυτάς είναι όντως δυνατή η γνησία βασιλική ζωή του πνεύματος.
Η συνετή άσκησις συνίσταται εις το να περιορίσωμεν εαυτούς εις εκείνο το αναγκαίον ελάχιστον των πραγμάτων και της ύλης, άνευ του οποίου η ζωή θα καθίστατο πλέον αδύνατος. Αλλά το μέτρον των δυνατοτήτων εκάστου είναι διάφορον. }070}
Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν ηδυνήθη να οργανώση την ζωήν αυτού κατά τοιούτον τρόπον ώστε να έχη αρκετήν «σχόλην», ελεύθερον χρόνον, δια την προσευχήν και την πνευματικήν θεωρίαν του Θεού. Και αιτία τούτου είναι το άπληστον πάθος της «φιλοκτημοσύνης». Το πάθος τούτο της πλεονεξίας ο Απόστολος Παύλος ωνόμασεν ειδωλολατρίαν και ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος «απιστίας θυγατέρα» … Η γνησία χριστιανική ακτημοσύνη είναι άγνωστος ακατανόητος εις τον κόσμον. Και εάν τολμήσωμεν να ισχυρισθώμεν ότι αύτη επεκτεινομένη απορρίπτει ουχί μόνον κτήσεις υλικάς, αλλά και διανοητικάς, τότε θα φανή τούτο εις την πλειονότητα των ανθρώπων παραφροσύνη. Άνθρωποι έχοντες επιστημονικάς γνώσεις θεωρούν τον πνευματικόν αυτών πλούτον ως την ουσίαν της υπάρξεως αυτών, μη υποπτευόμενοι παντάπασιν ότι υπάρχει άλλη, υψηλοτέρα γνώσις, και θησαυρός αληθώς ασύγκριτος προς τον ίδιον αυτών πλούτον, φέρων μεθ’ εαυτού βαθείαν ειρήνην. Εν τη αναζητήσει της υλικής αυτών ανέσεως οι άνθρωποι απώλεσαν την πνευματικήν άνεσιν και ο σύγχρονος υλικός δυναμισμός ο οποίος δεσπόζει επί των πνευμάτων και των καρδιών του αιώνος τούτου, περιβάλλεται επί μάλλον και μάλλον δαιμονικόν χαρακτήρα. Και τούτο δεν είναι εκπληκτικόν, καθ’ όσον ουδέν άλλο εκφράζει ει μη την δυναμικήν της αμαρτίας.
Η αγάπη προς τας κτήσεις εκδιώκει την αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον. Και οι άνθρωποι δεν }071} αντιλαμβάνονται τούτο και δεν θέλουν να εννοήσουν ότι εκ της απληστίας των επιθυμιών αυτών, αι οποίαι κυριεύουν τα πνεύματα και τας καρδίας αυτών, εκπηγάζουν τα αναρίθμητα παθήματα ολοκλήρου του κόσμου.
Όθεν δια να εξέλθωμεν εκ της αιχμαλωσίας των ευτελών μεριμνών, δια να καθαρίσωμεν τον νουν ημών και δώσωμεν εις το πνεύμα ημών να απολαύση εν αληθεία βασιλικήν, ακριβέστερον θεοειδή ελευθερίαν, είναι αναγκαία η αποταγή και επ’ αυτού του επιπέδου, «ακτήμων ανήρ, εν προσευχή καθαρός … ακτήμων μοναχός του κόσμου δεσπότης … απροσπαθείας υιός, τα προσόντα αυτώ, ως μη όντα λογιζόμενος». }072}
Η ερώτησις αύτη είναι διπλή: «Παραμένεις τω μοναστηρίω» και «παραμένεις τη ασκήσει». Το πρώτον σκέλος της ερωτήσεως αυτής δεν αποτελεί απαρασάλευτον κανόνα του μοναχισμού, ως αι λοιπαί υποσχέσεις. Ο μοναχισμός δύναται να υπάρχη και έξω του μοναστηρίου: εν τω κόσμω ή εν τη ερήμω. Εις τους βίους πολλών αγίων μοναχών παρατηρούμεν εκουσίαν ή ακουσίαν εγκατάλειψιν του μοναστηρίου ένθα είχον λάβει το μοναχικόν σχήμα, και εν τούτοις τούτο δεν εθεωρήθη ούτε πτώσις, ούτε αθέτησις υποσχέσεως, ούτε εισέτι παρέκκλισις εκ του μοναχισμού. … υπήρξαν περιπτώσεις και φυγής εισέτι εκ των μοναστηρίων αυτών ένεκα «ελλείψεως ευνοϊκών όρων προς σωτηρίαν εντός αυτών».
Συνήθως η ερώτησις αύτη παραλείπεται όταν η κουρά λαμβάνη χώραν εκτός μοναστηρίου. Είναι εν τούτοις εντελώς φυσική και θα παραμείνη ως ουσιώδες στοιχείον της κουράς εν τοις μοναστηρίοις διότι, εκείνος ο οποίος εγένετο δεκτός εις την αδελφότητα του μοναστηρίου καθίσταται συνιδιοκτήτης παντός ό,τι ανήκει }073} εις το μοναστήριον και συμμέτοχος από πάσης απόψεως, ολοκλήρου της βιοτικής και πνευματικής μερίμνης αυτού. Η αδελφότης του μοναστηρίου ενσωματούσα έν νέον μέλος εις την πνευματικήν αυτής οικογένειαν, όλως φυσικώς θέλει να έχη εκ μέρους αυτού υπόσχεσιν πιστότητος, ούτως ώστε τα λοιπά πρεσβύτερα μέλη να δύνανται μετά πλήρους εμπιστοσύνης να υπολογίζουν εις αυτόν εις πάντα.
Η ουσία του δευτέρου σκέλους της υποσχέσεως ταύτης ήτοι, «παραμένεις τη ασκήσει έως εσχάτης αναπνοής», συνίσταται εις το ότι αι μοναχικαί υποσχέσεις έχουν χαρακτήρα ουχί προσωρινόν — διά τινα χρονικήν περίοδον — αλλά αναλλοίωτον αμετάθετον εξερχόμενον των ορίων της παρούσης ζωής. … εάν δεχθώμεν τας μοναχικάς υποσχέσεις μόνον ως προσκαίρους, σημαίνει ότι δεν συλλαμβάνομεν το αληθές νόημα αυτών και μεταβάλλομεν το παν εις απλήν άσκησιν ευσεβείας, ενώ κατ’ ουσίαν πρόκειται περί εγκαταλείψεως της νηπιώδους και μεταβάσεως εις την τελείαν ηλικίαν.
Η νηπιότης παρέρχεται ανεπιστρεπτί, ουχί τοσούτον υπό την χρονικήν έννοιαν, όσον υπό την έννοιαν της ποιότητος ζωής. Πώς δύνανται να εξαλειφθούν η πείρα, η γνώσις, η σύνεσις, όταν ήδη απεκτήθησαν; }074} … δια της υπακοής διεξάγεται πάλη κατά της στενότητος του «ιδίου θελήματος», ήτοι του εγωκεντρισμού, ώστε να καταστή τις ούτω κατοικητήριον του θελήματος του Ουρανίου Πατρός … εν τη υποσχέσει ταύτη (της ακτημοσύνης) περικλείεται ο πόθος να υπερνικήσωμεν εν γένει την εξουσίαν της ύλης επί του πνεύματος τη βοηθεία του Θεού … }075}
«δια της πρώτης γεννήσεως», κατά σάρκα και αίμα, οι άνθρωποι έρχονται επί της γης και εξαφανίζονται ταχέως· ακολούθως οι άνθρωποι γεννώνται (δευτέρα γέννησις) εκ του καθαρού Πνεύματος, όταν επ’ εκείνων οι οποίοι επλύθησαν δι’ ύδατος (του Βαπτίσματος) κατέρχηται το Φως (άνωθεν). Δια της τρίτης (γεννήσεως) καθαρίζεται δια των δακρύων και των πόνων η υπό του κακού αμαυρωθείσα εν ημίν εικών του Θεού. Η πρώτη προέρχεται εκ των γονέων, η δευτέρα εκ του Θεού· της τρίτης όμως συ ο ίδιος είσαι αυτουργός, εμφανιζόμενος εις τον κόσμον ως ευεργετικόν φώς». (άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Προς Βιταλιανόν: «… Τῆς δι’ αὐτός γενέτης βιότω φάος ἐσθλόν ὀπάζων»)
Ο τόνος του λόγου του Αγίου δίδει εις ημάς να εννοήσωμεν ότι η τελευταία αύτη γέννησις είναι η τελειοτέρα. Το νόημα αυτού έγκειται εις το ότι ο άνθρωπος ο οποίος έλαβε την δωρεάν της χάριτος και εγνώρισεν εν τω φωτί αυτής την θείαν ζωήν, συγχρόνως δε και την πτώσιν αυτού, προσκολλάται εις το αγαθόν δι’ επιπόνου ασκήσεως. Τούτο ακριβώς το γεγονός της συνετής }076} αυτοτοποθετήσεως εν τω Θείω αγαθώ είναι ουδιώδες δια την ζωήν του χριστιανού ασκητού. Εκδηλούται δε τούτο δια του πλήρως ανικανοποιήτου του πνεύματος ημών εξ όσων υπάρχουν επί της γης, δια της νοσταλγίας του Θεού, δια της δίψης του Θεού, δια της φλογεράς αναζητήσεως Αυτού. }077}
ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑΣΣΙΑΝΟΝ ΤΟΝ ΡΩΜΑΙΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΩΑΝΝΗΝ ΤΟΝ ΣΙΝΑΪΤΗΝ
«… Η τρίτη συνίσταται εις την απόσπασιν του πνεύματος ημών από των παρόντων και ορατών πραγμάτων, δια να ενθεωρήσωμεν αποκλειστικώς εις τα μέλλοντα και μη επιθυμήσωμεν πλέον ουδέν άλλο ει μη τα αόρατα». (άγιος Κασσιανός) }081}
«Έχομεν κατ’ ουσίαν δύο πατέρας· τον μεν οφείλομεν να εγκαταλείψωμεν, τον δε να ακολουθήσωμεν». (άγιος Κασσιανός) }082}
«Όταν λοιπόν εγκαταλείψωμεν και μετοικήσωμεν εκ των ορατών πραγματικοτήτων προς τας αοράτους, θα δυνηθώμεν να είπωμεν μετά του Αποστόλου …: “ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει” …». (άγιος Κασσιανός) (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ)
Η μαρτυρία ότι έχομεν πράγματι επιτύχει την τελειότητα της τρίτης αποταγής είναι να μη υπάρχη εφ’ εξής εις την ψυχήν ημών ουδέν ίχνος παχυλότητος της ζωώδους και σαρκικής ζωής της οποίας ήτο αύτη όλως βεβαρυμένη· διότι χειρ γνωστική ελείανεν αυτήν και εξήλειψε πάντα τα αισθήματα και τας γηΐνας διαθέσεις, και η συχνή μελέτη των πραγμάτων του Θεού, η άσκησις της θεωρίας, κατέστησαν αυτήν ικανήν να μεταβή εις τον κόσμον του αοράτου, ώστε προσηλωμένη όλως εις τα ουράνια και ασώματα να μη έχη πλέον συνείδησιν του ιματίου της σαρκός, ούτε του χώρου εις τον οποίον ευρίσκεται. Αρπαγαί και διαβάσεις θαυμασταί! Η ακοή παραμένει αναίσθητος εις τας έξωθεν φωνάς· οι άνθρωποι διέρχονται και η όρασις δεν εντυπωσιάζεται· τι είπω! Πλησίον ενώπιον ημών υψούνται αντικείμενα και αι πλέον τεράστιαι μάζαι, και οι σαρκικοί ημών οφθαλμοί δεν αντιλαμβάνονται ταύτα. }083}
«Την αλήθειαν και την αρετήν των λόγων τούτων θα ακούση εκείνος μόνον ο οποίος εδιδάχθη εκ της πείρας και του οποίου ο Κύριος απέσπασε τους οφθαλμούς της καρδίας από πάντων των παρόντων πραγμάτων» (άγιος Κασσιανός) }084}
… ομιλεί (ο άγιος Κασσιανός) περί της αποσπάσεως του νου από παντός ορατού και της αρπαγής εν τη θεωρία του αοράτου και αιωνίου. Εις ψυχήν όμως ήτις δεν θα ήτο εισέτι }088} τελείως κεκαθαρμένη εκ των παθών, η έκφρασις αύτη θα ηδύνατο να αφήση αχαλίνωτον την φαντασίαν διότι «το αόρατον και το αιώνιον» ευρίσκονται εισέτι θα ηδύνατο να είπη τις εκτός του ανθρώπου· αντιθέτως η διατύπωσις του Ιωάννου της Κλίμακος —αποταγή της κενοδοξίας — εισάγει τον ασκητήν εις το βάθος της εσωτερικής αυτού πάλης και δεν επιτρέπει εις τον νουν να περιπλανάται εις «υψηλάς σφαίρας», αλλ’ αναγκάζει αυτόν να διαμένη νήφων έως τέλους.
Επιτρέπομεν εις εαυτόν να εκφράση την γνώμην ως προς την ανωτερότητα των διατυπώσεων του Ιωάννου της Κλίμακος, αλλ’ υπογραμμίζομεν ότι δεν είναι τελειότεραι ει μη μόνον εν σχέσει προς την ασκητικήν και παιδαγωγικήν άποψιν,
Κατά τον Ιωάννην της Κλίμακος η αποταγή της κενοδοξίας ουδέν άλλο είναι ει μη η οδός προς μετάθεσιν του πνεύματος ημών εις τον κόσμον του αιωνίου. Εν αυτή τη αποταγή περικλείεται η υπέρβασις της εφ’ ημών εξουσίας του κόσμου και η νίκη επ’ αυτού.
… «δια Χριστόν σαλότητα». Εν αυτή ακριβώς τη μορφή της χριστιανικής ασκήσεως εμφανίζεται ιδιαιτέρως σαφώς ο τρίτος βαθμός της αποταγής. }089}
Η τρίτη αποταγή του Ιωάννου της Κλίμακος ήτις επιτάσσει την πάλην εναντίον της κενοδοξίας, απορρέει εκ της ιδιαζούσης εις όλην την παράδοσιν της Ανατολικής Εκκλησίας διδασκαλίας περί της φύσεως του προπατορικού αμαρτήματος. Συμφώνως προς την διδασκαλίαν αυτήν η υπερηφανία είναι «η αρχή πάντων των αμαρτημάτων και πάντων των εγκλημάτων». Οι δύο Διδάσκαλοι από συμφώνου λέγουν ότι «το κακόν της υπερηφανίας είναι ο πολέμιος του ιδίου του Θεού».
«… η μάστιξ της οιήσεως καίτοι εσχάτη εις την τάξιν της πάλης, είναι η πρώτη κατά την προέλευσιν, κατά την αρχήν, όλων των αμαρτημάτων και όλων των εγκλημάτων…» (άγιος Κασσιανός) }090}
«τελείων δε εστιν η στερεά τροφή των δια την έξιν τα αισθητήρια γεγυμνασμένα εχόντων προς διάκρισιν καλού τε και κακού» (Α’ Κορ. β’ 6)
Εάν ο Ίδιος ο Χριστός ομιλή περί της διδαχής Αυτού ως περί πυρός κατελθόντος εκ του ουρανού επί της γης πώς θα τολμήσωμεν ημείς να ομιλήσωμεν περί τελειότητος; Δεν θα συγκρατήση άρα γε ημάς ο φόβος αυτού του παμφάγου πυρός;
Κατανοώ την κατάστασιν ήτις εδημιουργήθη εν τω κόσμω κατά τας τελευταίας δεκαετίας, εις τρόπον ώστε να μη υπάρχη δι’ ημάς άλλη οδός, ει μη μόνον ο αγών να εισδύσωμεν εις το μυστήριον της διδαχής του Χριστού, να γνωρίσωμεν τον Χριστόν εν τη τελειότητι, όσον τούτο είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον. }096}
… προσηυχήθη (ο ασκητής Παρθένιος) εις την Θεομήτορα όπως αποκαλύψη εις αυτόν το νόημα του μεγάλου τούτου σχήματος. Ότε Αύτη εφανερώθη εις αυτόν είπεν: «Ο μεγαλόσχημος είναι ευχέτης υπέρ όλου του κόσμου»,
Και τι βλέπομεν εις τον Χριστόν; Δεν γνωρίζω πώς έχει τούτο δια τους άλλους, αλλά εμέ καταπλήσσει και ελκύει ακριβώς η μορφή του Χριστού του αναβαίνοντος επί τον Γολγοθάν, το πώς δηλονότι Ούτος, μόνος εξ όλων των επί γης ανθρώπων, ηθέλησε να άρη επ’ Αυτού τας αμαρτίας όλου του κόσμου, να παραδώση την ζωήν Αυτού εις ακραία παθήματα χάριν της απελευθερώσεως πάντων ημών εκ της κατάρας του νόμου, κατάρας ήτις εβάρυνε την ανθρωπότητα μετά την προπατορικήν αμαρτίαν εν τω Παραδείσω.
Φέρων εν Εαυτώ όλον τον Αδάμ, όλους τους λαούς πάντων των αιώνων, ο Κύριος απέθνησκεν υπέρ πάντων. Ουδείς εκ των ανθρώπων, βεβαίως, ηδύνατο να βοηθήση Αυτόν. Και εν τη Ευαγγελική περιγραφή παρατηρούμεν ότι όλη η σκέψις Αυτού ήτο εστραμμένη μόνον προς τον Πατέρα.
Ποίον συμπέρασμα δυνάμεθα να εξαγάγωμεν εκ της θεωρίας ταύτης του Χριστού; Αναβαίνει Ούτος επί τον Γολγοθάν, ίνα προσφέρη την ζωήν Αυτού, και δεχόμενος τον θάνατον, όστις έπληξεν τους ανθρώπους, να }097} δώση εις αυτούς θείαν ζωήν κατά τους λόγους Αυτού: «Αύτη εστίν η εντολή η Εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού. Υμείς φίλοι μού εστε, εάν ποιήτε όσα Εγώ εντέλλομαι υμίν. Ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος· υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα ά ηκούσα παρά του Πατρός Μου εγνώρισα υμίν».
Βλέπομεν ότι προ της εξόδου Αυτού δια τον θάνατον επί του Γογλοθά ο Κύριος απεφάσισε να ομιλήση περί της τελειότητος προς του μαθητάς Αυτού.
Εις τι έγκειται λοιπόν το εγχείρημα ημών; Εις το να εξηγήσωμεν πώς οι άνθρωποι ήλθον εις αυτήν την μορφήν της ζωής, τον μοναχισμόν.
Ο μοναχισμός δεν είναι επινόησις ανθρώπων. Αποτελεί κατηγορικήν προσταγήν του πνεύματος ημών κατόπιν της επαφής αυτού μετά του Αγίου Πνεύματος· της επαφής του πυρός της αγάπης του Χριστού, η οποία προσφέρει την ζωήν αυτής όπως οι άλλοι ζήσουν και εξ αυτών δέχεται τον θάνατον. Και τούτο είναι αληθώς ο μοναχισμός εις το πλέον τέλειον βάθος αυτού, εννοούμενον ως περί αυτού ομιλεί ο Ίδιος ο Κύριος: «Εί τις έρχεται προς Με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί Μου μαθητής είναι …»
Επομένως η αγάπη την οποίαν εφανέρωσεν ο Χριστός είναι η τελειότης. Αλλ’ ημείς δεν είμεθα ικανοί }098} δια τοιαύτην αγάπην ένεκα της υπερηφανίας ημών, και μέχρι των ημερών ημών οι χριστιανοί συνεχίζουν να αγνοούν εκείνο περί του οποίου ενετείλατο ο Χριστός. Ο Κύριος αναμένει εξ ημών επανάληψιν της ζωής Αυτού επί της γης. Και όμως πόσοι άνθρωποι αντιτίθενται προς τούτο …! }099}
Ο Κύριος διαμένων μεθ’ ημών επί της γης, ωμίλει προς τον λαόν εις απλήν γλώσσαν πλήρη εικόνων εκ της καθημερινής ζωής, ίνα και οι πλέον απλοί άνθρωποι δύνανται να εννοήσουν Αυτόν. … Παρατηρούμεν εν τούτοις μετά μεγάλης οδύνης εκείνο το λυπηρόν φαινόμενον εν τη ζωή της Εκκλησίας, κατά το οποίον οι ευρισκόμενοι εις το κατώτερον πνευματικόν μέτρον αντιλήψεως δεν δύνανται να συλλάβουν ούτε τας σκέψεις, ούτε τας προσευχάς, ούτε την δύναμιν, ούτε την θεωρίαν, ούτε την αγάπην εκείνων οι οποίοι είναι πλέον ικανοί να αφομοιώσουν τας άνωθεν κατερχομένας αποκαλύψεις. Και ο Απόστολος Παύλος εντόνως εβίωσε το φαινόμενον τούτο εν τη αποστολική αυτού διακονία, διότι εκείνοι οι οποίοι ολιγώτερον εμβαθύνουν εις την γνώσιν των θείων πραγμάτων αποδέχονται την }100} ιδίαν αυτών αντίληψιν ως την εσχάτην τελειότητα και μάχονται να επιβάλουν αυτήν εφ’ όλης της δομής της Εκκλησίας. Δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον έλεγεν ότι «επότισε» τους ανθρώπους πνευματικόν «γάλα». Όσον αφορά δε εις εκείνο το οποίον υπερέβαινεν αυτούς ήτο δε προσιτόν μόνον εις τον κύκλον των τελείων, ομιλεί περί τούτου μόνον εις τον κύκλον των τελείων, προσθέτων ότι πάντες «οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ διωχθήσονται», έτι και εντός της Εκκλησίας, εφ’ όσον υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ουχί μόνον απορρίπτουν την τελειότητα, αλλά και μάχονται κατ’ αυτής·
Δια της οδού ταύτης ο άνθρωπος, δια της τηρήσεως δηλονότι των εντολών του Χριστού, φθάνει βαθμηδόν μέχρι της συνειδητοποιήσεως εαυτού ως Αδάμ. Φέροντες επί έτη εν τη ψυχή ημών ημέραν εξ ημέρας, από ώρας εις ώραν, την έννοιαν ταύτην αποκτώμεν βαθμηδόν την ικανότητα να προσλάβωμεν την εντολήν του Χριστού εις το αυθεντικόν αυτής είναι. Δια της εντολής ταύτης γινόμεθα φορείς παντός του κοσμικού είναι και αυτής της θείας ζωής, ήτοι ζωής συμφώνου προς τας εντολάς του Ευαγγελίου. }101}
Κατά θαυμαστόν τρόπον συμβαίνει ώστε ο άνθρωπος, αναγινώσκων εις την αποκάλυψιν τα περί της πτώσεως του Αδάμ, να αισθάνηται αίφνης ότι φέρει εν εαυτώ την αμαρτίαν ταύτην. Ο μοναχισμός αρχίζει δια μικρών πραγμάτων, αλλά το τέλος αυτού φθάνει ακριβώς εκείνο το πλήρωμα, κατά το οποίον ο άνθρωπος προσεύχεται δι’ όλον τον Αδάμ ως περί αυτού του ιδίου. }102}
Δια την εποχήν ημών τα μοναστήρια κλασικού τύπου δεν ανταποκρίνονται πλήρως εις τας απαιτήσεις του χριστιανικού πνεύματος, διότι ο μοναχισμός είναι πρωτίστως πνευματική ζωή εκείνης της τάξεως την οποίαν έδωκεν εις ημάς ο Κύριος και εις την οποίαν προ ολίγου ανεφέρθην.
Πολλοί λέγουν: «Καλώς, αλλ’ εάν όλοι γίνουν μοναχοί, τότε ο κόσμος θα εκλείψη …». Ουχί, δεν θα εκλείψη, αλλά θα έλθη η γενική ανάστασις, και η ιστορία του κόσμου θα λάβη πέρας ουχί δια καταστροφής, αλλά δια χαρμοσύνου θριάμβου και ανωδύνου διαβάσεως εις την αθάνατον ζωήν. }103}
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο βωμός ούτος (τω αγνώστω θεώ) ανηγέρθη υπό των καλυτέρων εκπροσώπων της ανθρωπίνης σκέψεως, υπό σοφών οι οποίοι έφθασαν τα ύψιστα όρια της γνώσεως. Τα όρια ταύτα παραμένουν απαραβίαστα έως των ημερών ημών δια της φυσικήν νόησιν του ανθρώπου, διότι δεν είναι δυνατόν να φθάση τις εις την γνώσιν του Θεού μέσω της ορθολογιστικής σκέψεως.
Πάντως αι ανθρώπιναι έννοιαι δεν οδηγούν εις την αληθινήν γνώσιν του Θείου Μυστηρίου.
Το Πνεύμα του Θεού παρακολουθεί τον άνθρωπον ταπεινώς και υπομονητικώς εις πάσας τας οδούς της ζωής αυτού, δια να γνωρισθή εις αυτόν, και ούτω να καταστήση αυτόν μέτοχον της Θείας Αυτού αιωνιότητος. Διο και εις }109} εκάστην εποχήν ο άνθρωπος ηδυνήθη να φθάση εν τινι μέτρω εις την γνώσιν του αληθινού Θεού. }110}
Αξιοπαρατήρητος ωσαύτως είναι η εμφάνισις του Θεού εις τον Αβραάμ υπό την μορφήν τριών ανθρώπων, εις τους οποίους ούτος απευθύνεται ως προς έν Όν:
Η Παλαιά Διαθήκη ως παρατηρούμεν εις τους Ψαλμούς και τους Προφήτας, εγνώριζε τον Θείον Λόγον και το Πνεύμα του Θεού: … Ενταύθα όμως δεν ευρίσκομεν την γνώσιν του Θείου Λόγου και του Θείου Πνεύματος ως Υποστάσεων. Ταύτα ενθεωρούνται ως Ενέργειαι. Ο κόσμος της Παλαιάς Διαθήκης ήτο στενώς εγκεκλεισμένος εντός των ορίων του ενός Θεού, νοουμένου υπό την έννοιαν ουχί του χριστιανικού μονοθεϊσμού, αλλά του εξωχριστιανικού ενοθεϊσμού, δηλαδή του Θεού εν μιά Υποστάσει. Θα ήτο δυνατόν να διερωτηθώμεν εάν η έλξις την οποίαν ήσκει επί των Ιουδαίων της Παλαιάς Διαθήκης ο ειδωλολατρικός πολυθεϊσμός δεν θα εξηγείτο δια της συνειδήσεως }111} της στενότητος του ενοθεϊσμού την οποίαν είχον. Αλλ’ η οδός αύτη ήτο εις αυτούς απηγορευμένη υπό του Νόμου και των Προφητών. Ο Μωϋσής εις τον οποίον ο Θεός απεκαλύφθη ως Υπόστασις, «Εγώ ειμι ο Ών», είχεν ο ίδιος συνείδησιν του ατελούς χαρακτήρος της αποκαλύψεως, την οποίαν έλαβε. Διό διεκήρυξεν ότι ο Θεός θα ήγειρε Προφήτην εκ του λαού και ότι Αυτόν θα έπρεπε να ακούουν εις παν ό,τι θα έλεγε. Ούτως οι Ιουδαίοι ανέμενον τον Μεσσίαν-Εμμανουήλ, τον υπεσχημένον και μέλλοντα να αποκαλύψη εις αυτούς πάσαν την περί Θεού αλήθειαν.
… όταν ο άνθρωπος επιδιώκη να φθάση δια της ιδίας αυτού διανοίας εις την γνώσιν της αιωνίου Αληθείας, καταλήγει σχεδόν μοιραίως εις την έννοιαν ενός «μεταφυσικού» Απολύτου, έννοιαν συμφώνως προς την οποίαν η αρχή της Υποστάσεως είναι περιοριστική, είναι φανέρωσις του κεκρυμμένου Θεού, του «Deus absconditus». Η τάσις αύτη προέρχεται νομίζομεν εκ του ότι η ορθολογιστική νόησις είναι απρόσωπος εν τη ιδία αυτής πράξει. Εγκαταλελειμμένη εις εαυτήν και ενεργούσα συμφώνως προς τους ιδίους αυτής νόμους, προσπαθεί να «υπερκεράση» την αρχήν του προσώπου εν τω Όντι, και επί του Θείου επιπέδου και επί του ανθρωπίνου ενώ δια την χριστιανόν η Υπόστασις εν τω }112} Θείω Όντι δεν είναι αρχή περιοριστική αλλά το Αυτό-Όν, Αυτό τούτο το Απόλυτον.
Όταν εξ άλλου δια μιάς βαθείας πνευματικής εμπειρίας, πρυτανεύη εις τον άνθρωπον η συνείδησις ότι η αρχή του προσώπου νομοθετεί όλην την διανοητικήν ύπαρξιν αυτού, τότε αναγνωρίζει ούτος ότι το μεμονωμένως ληφθέν πρόσωπον δεν δύναται να αρκέση εις εαυτό και θα στραφή προς ένα πλουραλισμόν επί του ανθρωπίνου επιπέδου, όστις καταλήγει φυσικώς να αντανακλάται επί του Θείου επιπέδου υπό την «πολυθεϊστικήν» μορφήν. Υπό την σχέσιν ταύτην είναι σημαντικόν ότι ο «μεταφυσικός» μονισμός αφ’ ενός και ο «ειδωλολατρικός» πλουραλισμός αφ’ ετέρου δεν έχουν απομακρυνθή υπό του ανθρώπου μέχρι των ημερών ημών.
Η μεταφυσική έννοια του Όντος είναι ανωτέρα πάσης μορφής πλουραλισμού, καθ’ όσον διαβλέπει πραγματικώς εις την αρχικήν και πρωτογενή Ενότητα. Το πλεονέκτημα του πλουραλισμού υπό την καλυτέραν αυτού άποψιν έγκειται εις την αντίληψιν της «υποστάσεως» ως της βαθυτέρας οντολογικής αρχής εις παν πνευματικόν ον, και της ιδιότητος της σκέψεως και της διανοίας ως μιας των ενεργειών, μιάς των φανερώσεων της προσωπικής ταύτης αρχής. (ΟΜΗΡΟΣ)
Ούτως η εμπειρία του προχριστιανικού κόσμου, μετέχοντος ή μη εις την Αποκάλυψιν της Παλαιάς Διαθήκης, διδάσκει ημάς σαφώς ότι ο άνθρωπος απόλλυται εις τας αβεβαιότητας αυτού και είναι ανίκανος να οδηγηθή εις την αληθινήν γνώσιν του Θεού. Η γνώσις αύτη εδόθη εις την ανθρωπότητα δια της Θείας εν Χριστώ Ιησού Αποκαλύψεως και δια της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. }113}
«… Οίος ο Πατήρ, τοιούτος και ο Υιός, τοιούτον και το Πνεύμα το άγιον …» (Μέγας Αθανάσιος) }114}
Η Αποκάλυψις αύτη του Τριαδικού Θεού είναι πηγή ακένωτος σοφίας, χαράς και φωτός δια πάντα πιστόν. Φωτίζει πάσας τας εκδηλώσεις της ανθρωπίνης ζωής, λύει πάσας τας αμφιβολίας της διανοίας και της }115} καρδίας, μεταφέρει ημάς εις το άπειρον της αιωνίου Ζωής. Αλλ’ όταν η διάνοια ημών αποσπάται εκ της καρδίας και της πίστεως και διατείνεται ότι προσεγγίζη την Αποκάλυψιν δια των ανηκόντων εις το λογικόν νόμων, τότε η Αποκάλυψις αύτη παρουσιάζεται εις αυτήν ως σειρά τις αλύτων προβλημάτων.
Δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν εν προσωπικόν Όν, το οποίον να είναι εξ αρχής τελεία Ύπαρξις και αιωνίως πεπραγματοποιημένη πραγματικότης, άνευ παρουσίας εις Αυτό της σκιάς ενός γίγνεσθαι, ήτοι έν Όν, εις την ύπαρξιν του οποίου η προσωπική αυτοσυνειδησία να μη προηγήται της υπάρξεως του απολύτου αυτοπροσδιορισμού και εις το οποίον η τελευταία αύτη να προηγήται της πράξεως της πλήρους αυτογνωσίας.
Δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν τοιούτον Όν, το οποίον, ενώ θα είναι απολύτως ελεύθερον εις τον αυτοπροσδιορισμόν αυτού, και συνεχώς ανεξάρτητον παντός προγενεστέρου γεγονότος, εν τούτοις δεν θα αποκλείη την απόλυτον αντικειμενικότητα της Φύσεως ή της Ουσίας Αυτού. Είναι απερινόητον δι’ ημάς, πώς η Ουσία, ήτις είναι Πραγματικότης απόλυτος και αντικειμενική, δεν προτρέχει ούτε καθορίζει κατ’ ουδένα τρόπον τον αυτοπροσδιορισμόν των προσώπων εν τη Αγία Τριάδι.
Είναι δι’ ημάς ασύλληπτον έν Ον προσωπικόν το οποίον ενώ είναι απολύτως έν και απλούν, είναι συνάμα τρισσόν κατά τρόπον ώστε έκαστον των Τριών είναι έν απόλυτον Υποκείμενον, φέρον εν Εαυτώ πάσαν την πληρότητα του Θείου Όντος, τουτέστιν είναι Θεός μοναδικός και τέλειος, δυναμικώς ίσος προς την όλην Τριαδικήν Ενότητα.
Η σκέψις ημών δεν δύναται να συλλάβη την ύπαρξιν }116} τοιούτου Όντος, το οποίον να είναι Τριαδική Ενότης, εν τη οποία ο Γεννήτωρ να μη προηγήται ούτε του Γεννωμένου ούτε του Εκπορευομένου, και όπου η γέννησις και η εκπόρευσις εν ουδενί περιορίζουν την απόλυτον ελευθερίαν του προσωπικού αυτοπροσδιορισμού του Γεννηθέντος και του Εκπορευομένου.
Δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν Όν, εν τω οποίω διακρίνονται Τρία Πρόσωπα εκ μιάς Ουσίας ή Φύσεως, η οποία διακρίνεται από των Ενεργειών, το Όν δε τούτο να είναι εν τούτοις απολύτως απλούν και ασύνθετον.
Είναι απρόσιτον εις την σκέψιν ημών Όν, εν τω οποίω διακρίνομεν ολόκληρον σειράν πράξεων, ως επί παραδείγματι την γέννησιν του Υιού, την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος, πράξεις αυτοπροσδιορισμού και αυτογνωσίας, και το οποίον να είναι συνάμα Όν απολύτως απλούν, έξω πάσης διαδικασίας και πάσης εκτάσεως.
Η διάνοια ημών δεν δύναται να συλλάβη τοιούτον Όν του οποίου η μονασική οντολογική Αρχή, ο Πατήρ, να μη είναι προγενέστερος ούτε του γεννωμένου Υιού ούτε του εκπορευομένου Αγίου Πνεύματος και να μη είναι οντολογικώς ανώτερος τούτων. Και τούτο, έως του σημείου να δυνάμεθα να ομιλώμεν περί του συναϊδίου και της απολύτου ισότητος αυτών εν τη αξία τη δυνάμει και τη Θεότητι, ή κάλλιον ειπείν, περί της ενότητος εν τη αξία ενότητος εν τη αξία τη δυνάμει και τη Θεότητι· περί της μοναδικής αυτών δόξης της μοναδικής αυτών ενεργείας, του μοναδικού θελήματος αυτών, και τούτο έως του σημείου να «απαγορεύη» κατηγορηματικώς εις ημάς το δόγμα την ελάχιστην σκέψιν περί μιας ιεραρχικής δομής· περί δομής υποταγής εις τους κόλπους της }117} Τριάδος.
Ενώπιον του δόγματος τούτου της Εκκλησίας η διάνοια ημών εξίσταται και σιωπά. Τούτο δεν συμφωνεί προς τας κατηγορίας της σκέψεως ημών. … Δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν το δόγμα της Εκκλησίας το οποίον ομιλεί περί μιας Φύσεως, περι του ενός Θελήματος, περί της μιας Ενεργείας της Αγίας Τριάδος, και συνάμα περί δύο φύσεων, περι δύο ενεργειών, περί δύο θελήσεων εν τω Ενί της Τριάδος. }118}
… αφ’ ότου η ύπαρξις μιας πραγματικότητος επιβάλλεται εις ημάς ως γεγονός εμπειρικώς αποδεδειγμένον, καθίσταται αδύνατον να αρνηθώμεν αυτό και η λογική ημών αναγκάζεται να παραδεχθή τούτο.
Τούτο συμβαίνει και δια της δοθείσης εις την Εκκλησίαν Αποκαλύψεως, η οποία ομιλεί εις ημάς περί ενός Γεγονότος: του Είναι του Θεού. Όταν η διάνοια ημών συμμορφούται προς την Αποκάλυψιν, φθάνει κατά το δυνατόν εις την σύλληψιν του έως τότε αγνώστου και ακαταλήπτου. }119}
Η Εκκλησία κατέχει την ιδίαν αυτής «επιστήμην» την της Θεογνωσίας. Και αύτη έχει την οδόν και την μέθοδον αυτής αι οποίαι άγουν εις την γνώσιν ταύτην. Όστις δε θέλει να αποκτήση αυτήν οφείλει να ακολουθήση την υπό της Εκκλησίας χαραχθείσαν οδόν, την οδόν της πίστεως και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού.
Ο Θεός είναι Αγάπη, και δεν είναι δυνατόν να γνωρισθή και να θεωρηθή ει μη δια της αγάπης και εν τη αγάπη, διο και αι εντολαί του Χριστού, αι άγουσαι εις την γνώσιν και την θεωρίαν του Θεού, είναι εντολαί αγάπης. Το Μυστήριον της Τριάδος παραμένει ακατανόητον μέχρι τέλους, διότι υπερβαίνει την δυνατότητα του λόγου και των δυνάμεων της κτιστής ημών φύσεως. Εν τούτοις, καίτοι ακατανόητον και κεκρυμμένον, αποκαλύπτεται συνεχώς εις ημάς κατά τρόπον «υπαρκτικόν» δια της πίστεως και δια της εν τη πίστει ζωής, ως η αστείρευτος πηγή της αιωνίου Ζωής. Η πίστις εισδύουσα εις την γνώσιν των Θείων Μυστηρίων, ουχί δια της χρήσεως της λογικής, αλλά δια της παραμονής εις τας εντολάς του Χριστού: «Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω Εμώ, αληθώς μαθηταί Μου εστε, και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς». }120}
Επί της οδού ταύτης της «παραμονής εις τον λόγον του Χριστού», ο Θεός έρχεται εις υπάντησιν του ανθρώπου, ποιεί παρ’ αυτώ μονήν και δίδει εις αυτόν την αληθινήν περί Αυτού γνώσιν. Τότε δε, παν ό,τι εφαίνετο προηγουμένως λογικώς ακατανόητον, γίνεται φως, το οποίον φωτίζει την άγνοιαν και τας πλάνας ημών και αποκαλύπτει αυτάς εις ημάς ως συνεπείας της αμαρτίας και της πτώσεως ημών. Τότε παρουσιάζονται προ των οφθαλμών ημών η άπειρος πληρότης, η σοφία, το κάλλος και η αλήθεια της Θείας Ζωής, η οποία είναι Αγάπη.
Της υπάρξεως του ανθρώπου προηγείται άλλη ύπαρξις. Αύτη αποτελεί δι’ αυτόν γεγονός αναπόφευκτον, το οποίον περιορίζει, κατά τινα τρόπον έξωθεν, την ελευθερίαν του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τας ικανότητας της φύσεως αυτού κατά την πορείαν μιας αναπτύξεως δια διαδικασίας ή εξελίξεως, η οποία απουσιάζει τελείως εκ του Θείου Όντος. Πρέπει πάντοτε να ενθυμήται τις τούτο, όταν σκέπτηται τον Θεόν, δια να μη πέση εις την πλάνην του ανθρωπομορφισμού. Καίτοι ο άνθρωπος εδημιουργήθη «κατ’ εικόνα Θεού», ανατρέπει την ιεραρχίαν της υπάρξεως, αφ’ ότου αρχίζει να μεταφέρη εις τον Θεόν τα δεδομένα γνώσεως, τα οποία έχει περί εαυτού, «δημιουργών» ούτως ένα Θεόν κατ’ ιδίαν εικόνα και ομοίωσιν. Η οδός της Εκκλησίας είναι αντίστροφος. Δεν δημιουργούμεν τον Θεόν κατ’ εικόνα ημετέραν, αλλά ακολουθούντες τας εντολάς του Χριστού ανακαλύπτομεν εντός ημών τα ιδιώματα της φύσεως ημών, της κτισθείσης κατ’ εικόνα Θεού. (ΑΝΑΛΟΓΙΑ)
Δύο εντολαί του Χριστού φέρουν τον τηρούντα αυτάς }121} άνθρωπον εις την θέωσιν: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. Αύτη πρώτη εντολή. Και δευτέρα ομοία, αύτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Η πρώτη εντολή … Δεν λέγει: «Θα αγαπήσης τον Θεόν σου ως σεαυτόν». Θα ήτο τούτο στοιχείον πανθεϊσμού. Η εντολή αύτη καλεί ημάς να αγαπώμεν τον Θεόν δι’ όλου του είναι ημών. Δια τούτου ακριβώς καθιστά ημάς ικανούς να γνωρίσωμεν ότι ο Θεός είναι Αγάπη, αλλά συνάμα καθιστά φανεράν την «οντολογικήν απόστασιν» μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Καθιστά ημάς ικανούς να μετέχωμεν εις την Θείαν Ζωήν (Ενέργειαν), αλλά δεν αίρει την διαφοράν φύσεως (το ετερούσιον).
Η δευτέρα εντολή: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» δεν τονίζει τόσον τον βαθμόν ή το μέτρον της αγάπης, όσον συντελεί να προβληθή το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους, η οντολογική κοινότης όλης της ανθρωπίνης ημών υπάρξεως. Όταν δε πραγματοποιηθή εις την ζωήν η εντολη αύτη, οδηγεί πάσαν την ανθρωπότητα να καταστή είς μόνος Άνθρωπος. }122}
Η αγάπη μεταφέρει την ύπαρξιν του αγαπώντος προσώπου εις το αγαπώμενον ον και ούτως αφομοιοί την ζωήν του ηγαπημένου. Το πρόσωπον είναι λοιπόν διεισδυτόν υπό της αγάπης. Η απόλυτος τελειότης της αγάπης εις τους κόλπους της Αγίας Τριάδος αποκαλύπτει εις ημάς την τελείαν αμοιβαιότητα της αλληλοπεριχωρήσεως των τριών Προσώπων, εις σημείον ώστε να μη υπάρχη εν Αυτή, ει μη έν μόνον θέλημα, μία μόνη ενέργεια, μία μόνη δύναμις.
Κατ’ εικόνα της Αγάπης ταύτης, η τήρησις της δευτέρας εντολής, «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» αποκαθιστά το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους, το διασπασθέν υπό της αμαρτίας. Πεπραγματοποιημένη εις την εσχάτην αυτής τελειότητα η εντολή αύτη αποδεικνύει ότι ο Άνθρωπος είναι Είς, κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος: μοναδικός εις την ουσίαν αυτού, πολλαπλούς εις τας υποστάσεις αυτού. Όταν εκάστη ανθρωπίνη υπόστασις, μένουσα εις την πληρότητα }123} της ομοουσίου ενότητος, γίνηται φορεύς της πάσης ανθρωπίνης υπάρξεως, καθίσταται δυναμικώς ίση προς όλην την ανθρωπότητα, κατ’ εικόνα του Χριστού, του τελείου Ανθρώπου, του περιλαμβάνοντος εν Εαυτώ όλον τον Άνθρωπον. }124}
Η ελευθερία επιβάλλει την δυνατότητα ενός ανθρωπίνου αυτοπροσδιορισμού, θετικού ή αρνητικού, έναντι του Θεού. … Προς έναν τοιούτον (θετικόν) αυτοπροσδιορισμόν είναι απαραίτητον να έχη ο άνθρωπος την γνώσιν του Θείου Όντος, της «μορφής» της Υπάρξεως Αυτού, διότι είναι προφανές ότι άπασα η ζωή ημών εξαρτάται εκ της αντιλήψεως ημών περί του Πρωτοτύπου, της Πρώτης Εικόνος. Τούτο δε ισχύει εις τοιούτον σημείον, ώστε πάσα αλλοίωσις της θεωρίας του Θείου Όντος να έχη ως άφευκτον συνέπειαν μίαν αλλοίωσιν της «μορφής» της ιδίας ημών υπάρξεως.
Η ανθρωπίνη διάνοια, κτισθείσα κατ’ εικόνα του Θείου Νοός, φέρει εν ευατή την εικόνα ταύτην, προϋποθέτει αυτήν, αλλά δεν δύναται να διαμορφώση αυτήν τελείως επί μόνης της βάσεως της ιδίας αυτής πείρας. }125} Είναι όντως υποτεταγμένη εις την πορείαν του γίγνεσθαι και του αυτοπροσδιορισμού, εις τρόπον ώστε δεν έχει εισέτι την γνώσιν της Υπάρξεως πλήρως πεπραγματοποιημένης. Το Δόγμα τοποθετεί ημάς ενώπιον του Γεγονότος του Θείου Είναι άνευ λογικών εξηγήσεων. Το Θείον Όν, όν Πρώτον, ουδεμίαν αιτίαν έχει εκτός Εαυτού. Είναι λοιπόν αδύνατον να αναγάγωμεν Αυτό εις τι άλλο. Είναι Τούτο το πρώτον και έσχατον θεμέλιον πάσης ζωής και πάσης γνώσεως. Εις τον πιστεύοντα άνθρωπον το Δόγμα δίδει απάντησιν εις πάσαν αναζήτησιν, εις παν αξίωμα της διανοίας. Το ανθρώπινον πνεύμα έναντι του Δόγματος θα ζητήση εν συνεχεία τας ιδίας αυτού οδούς, δια να αφομοιώση τα δεδομένα της Θείας Αποκαλύψεως και να οικειωθή το περιεχόμενον αυτής. Ενταύθα άρχεται ό,τι καλούμεν «θεολογικήν ανάπτυξιν».
Μακράν του να είναι καρπός διανοητικών ερευνών ή αποτέλεσμα της θεολογικής σκέψεως, το Δόγμα είναι ουσιωδώς η ρηματική έκφρασις μιάς «προφανούς αληθείας». Η αληθινή κατανόησις των δογμάτων της Εκκλησίας είναι δυνατή μόνον, όταν αρνώμεθα να εφαρμόσωμεν τον ιδιάζοντα εις το ανθρώπινον λογικόν τρόπον του σκέπτεσθαι. (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ) Οι Πατέρες της Εκκλησίας ουδόλως ευρίσκοντο εις διανοητικόν επίπεδον κατώτερον εκείνου της φιλοσοφίας και της επιστήμης της εποχής αυτών — απόδειξις εκθαμβωτική τούτου είναι τα έργα αυτών — διεσκέλιζον δε μετά κυριάρχου κύρους τα σύνορα της τυπικής λογικής. Όταν το πνεύμα του ανθρώπου, δια του ελέγχου της πίστεως, ευρίσκηται, χάρις εις την άνωθεν έμπνευσιν, ενώπιον της προφανούς αληθείας του υπερτάτου Γεγονότος, τότε μία τοιαύτη υπέρβασις φαίνεται φυσική εις αυτό. Μία }126} εμπειρία λοιπόν αυτής της τάξεως κείται εις την βάσιν των δογματικών συνθέσεων.
Μία τοιαύτη άμεσος γνώσις ουδόλως είναι λογικώς αποδεικτή. Είναι προσέτι αδύνατον να «περιγράψωμεν» αυτήν τη βοηθεία εννοιών, δια των οποίων λειτουργεί το ανθρώπινον λογικόν. Και τούτο ουχί μόνον διότι τα πολύ στενά πλαίσια της νοηματικής σκέψεως δεν θα ηδύναντο να περιλάβουν τας θείας πραγματικότητας, αλλά προ παντός διότι η αληθινή γνώσις του Θεού παρέχεται μόνον εντός της υπαρξιακής τάξεως, ήτοι δια της βιωθείσης εμπειρίας όλου του είναι ημών. }127} Δεν υπάρχει ετέρα οδός προς την γνώσιν ταύτην ει μη η οδός της τηρήσεως πάντων όσων ενετείλατο ο Χριστός.
Πας άνθρωπος στρεφόμενος προς τον Θεόν λαμβάνει παρ’ Αυτού οπωσδήποτε μίαν απάντησιν. Εν τούτοις, εάν η εμπειρία της Θείας κοινωνίας δεν είναι αρκετή, ο άνθρωπος αισθάνεται τον πειρασμόν να αναπληρώση το κενόν τούτο δια των ιδίων αυτού δυνάμεων. Ολισθαίνει τότε αναποφεύκτως εις παρεκκλίσεις και καταλήγει εις μείωσιν ή παραμόρφωσιν της Αληθείας, αναμειγνύων το ψευδές μετά του αληθούς. (ΘΟΡΥΒΟΣ)
Η Εκκλησία, ως φύλαξ της πληρότητος της Αποκαλύψεως, δια των δογμάτων αυτής απαγορεύει να υπερβαίνωμεν ωρισμένα όρια. Κλείει την ανθρωπίνην διάνοιαν ως εις μάγγανον, εκ του οποίου δεν είναι εύκολον να αποδεσμευθή τις. (ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ) Δια να πραγματοποιήση τούτο, πρέπει να παύση να κινήται επί του επιπέδου της σκέψεως και να ανέλθη κατακορύφως εις άλλην σφαίραν.
Εις πάσας τας εποχάς η θεολογική ανάπτυξις δεν είχε κατά βάθος άλλο λειτούργημα ει μη να καθιστά τας ακλινείς δογματικάς αληθείας προσιτάςεις τα πνεύματα,«μεταφράζουσα» αυτάς εις γλώσσαν προσηρμοσμένην εις τας ανάγκας των ανθρώπων, δια τους οποίους προωρίζετο. Αλλά — υπογραμμίζομεν τούτο άπαξ έτι — πάσα «προβληματική» καταπίπτει, ευθύς ως ο άνθρωπος φθάση εις άμεσον θεωρίαν του Θεού.
«Εν εκείνη τη ημέρα Εμέ ουκ ερωτήσετε ουδέν». }128}
Τα δόγματα είναι συνθέσεις της πίστεως. Εκφράζονται δια διατυπώσεων άκρως πυκνών και λιτών, αι οποίαι έχουν χαρακτήρα όλως μοναδικόν: Ο πυρήν αυτών περικλείει βαθείαν αντινομίαν, την συνένωσιν δύο καταφάσεων ή αρνήσεων φαινομενικώς ασυμβιβάστων η οποία παρουσιάζεται εις το «καθαρόν λογικόν» ως αντίφασις φθάνουσα μέχρι του παραλόγου.
Η χριστιανική πίστις στηρίζεται αναντιρρήτως εις δύο θεμελιώδη δόγματα: το δόγμα της ομοουσίου και αδιαιρέτου Αγίας Τριάδος και εκείνο των δύο φύσεων και των δύο θελήσεων, Θείας και ανθρωπίνης, εν τη μοναδική Υποστάσει του σαρκωθέντος Λόγου. Το δόγμα προσδιορίζει εις ημάς τρείς «απόψεις» εν τω Θείω Όντι: την Υπόστασιν (ή Πρόσωπον), την Ουσίαν (ή Φύσιν) και την Ενέργειαν (ή Έργον). Υπογραμμίζον την απόλυτον απλότητα, το ασύνθετον του Θείου Όντος το δόγμα βεβαιοί «eo ipso» την ταυτότητα της Υποστάσεως και της Ουσίας αφ’ ενός, και την ταυτότητα }129} ταυτότητα της Ουσίας και της Ενεργείας αφ’ ετέρου. Εν τούτοις η ταυτότης αύτη είναι τοιαύτης φύσεως, ώστε εκάστη των τριών τούτων «απόψεων» παραμένει τουλάχιστον μη αναγώγιμος εις τας άλλας δύο.
Η πρώτη περιεχομένη εις το δόγμα αντινομία είναι η απόλυτος ταυτότης Υποστάσεως και Ουσίας. Ουδεμία «διάστασις» υπάρχει μεταξύ της Υποστάσεως και της Ουσίας. Η ενότης της προσωπικής αυτοσυνειδησίας και της Ουσίας είναι πλήρης. Έξω της Υποστάσεως δεν υπάρχει Ουσία, αλλά ούτε Υπόστασις υπάρχει άνευ Ουσίας. Η Ουσία δεν είναι οντολογικώς προγενεστέρα ούτε βαθυτέρα της Υποστάσεως. Εξ άλλου ούτε η Υπόστασις προηγείται της Ουσίας. Η Υπόστασις και η Ουσία είναι Έν. Μεταξύ Αυτών δεν υπάρχει η ελαχίστη αντίθεσις. Τούτο σαφώς εξεφράσθη δια της δοθείσης εις τον Μωϋσήν αποκαλύψεως: «Εγώ ειμι ο Ών», Άλλως: «Εγώ ειμι το είναι», «ο Ών ειμι Εγώ», Έξω του «Εγώ» τούτου, όπισθεν Αυτού, ουδέν υπάρχει. Μόνον αυτό το «Εγώ» ζη ανάρχως. Εν τω Θείω Είναι δεν υπάρχει ουσία ανυπόστατος· εν τη μια Θεία Ουσία ουδέν απολύτως υπάρχει, το οποίον να μη είναι ενυπόστατον, το οποίον θα ίστατο τρόπον τινά επέκεινα της αυτοσυνειδησίας της Υποστάσεως. Ο Θεός είναι Ζων και Προσωπικός υπό απόλυτον έννοιαν.
Εντός της ενοθεϊστικής και μονοθεϊστικής προοπτικής του Ισλάμ, έτι δε και της Παλαιάς Διαθήκης, η ταυτότης αύτη της Υποστάσεως και της Ουσίας δύναται να νοηθή ως ολοκληρωτική μέχρι του αδιακρίτου. Αλλ’ εντός του Τριαδικού μονοθεϊσμού η ταυτότης αύτη παρουσιάζεται ως άκρα αντινομία, διότι η αρχή της Υποστάσεως, λόγω της Τριαδικής Ενότητος αυτής, δεν είναι δυνατόν να αναχθή εις την Ουσίαν. Το απλούν }130} και έν Όν, η Αγία Τριάς, αποκαλύπτει μίαν ενότητα όλως διαφόρου τάξεως. Υπονοεί συνάμα μίαν ταυτότητα απόλυτον και μίαν διάκρισιν ουχί ολιγώτερον απόλυτον.
Η σκέψις ημών καταλήγει εις το συμπέρασμα ότι η Υπόστασις είναι ο είς «πόλος», η μία άποψις του απλού και ενός Όντος, η ετέρα άποψις του οποίου είναι η Ουσία.
Το δόγμα, βεβαιούν την απόλυτον ισότητα των Τριών Υποστάσεων, διδάσκει ημάς ούτως, ότι εκάστη Υπόστασις είναι Τέλειος Θεός, διότι φέρει εν Εαυτή όλον το πλήρωμα του Θείου Όντος, κατέχει τούτο κατά τρόπον απόλυτον και είναι, συνεπώς, «δυναμικώς» ίση προς την Τριαδικήν-Ενότητα. Εκ τούτου προκύπτει ότι εκάστη Υπόστασις είναι απολύτως η αυτή προς τας άλλας δύο Υποστάσεις της Αγίας Τριάδος. Και ωσαύτως η τελεία αύτη ταυτότης — «ο εωρακώς Εμέ εώρακε τον Πατέρα» — ουδόλως μειοί την μοναδικότητα εκάστης Υποστάσεως.
Αι Υποστάσεις, ούσαι Πρόσωπα υπό απόλυτον έννοιαν, ουδόλως είναι δυνατόν να αποτελούν αντικείμενον αριθμητικής προσθέσεως 1+1+1=3. Και όμως είναι Τρεις, ουχί δύο ούτε τέσσαρες, ούτε άλλος τις αριθμός. Ευρισκόμεθα ενώπιον ενός καθαρού «Γεγονότος» του Όντος, το οποίον απεκαλύφθη άνωθεν. Πειρώμενοι να συλλάβωμεν την σημασίαν του αριθμού τρία, δυνάμεθα μόνον να είπωμεν ότι αποκλείει πάσαν σχέσιν υπό την έννοιαν μιάς δυαδικής αντιθέσεως, ιδέα η οποία υποβάλλει αναποφεύκτως τον αριθμόν δύο.
Ούτως η Τριάς, θραύουσα τον περιορισμόν του αριθμού δύο, υπερβαίνει πάσαν σχετικότητα. Θα ήτο }131} λοιπόν αδύνατον να νοήσωμεν τας Υποστάσεις μόνον ως «σχέσεις» εις το εσωτερικόν της Θείας Ουσίας. Εν άλλαις λέξεσι, το μυστήριον του αριθμού «Τρία» διαπιστούται ότι έχει την εξίσωσιν αυτού εις το Άπειρον.
Το Θείον Όν, εξ ακεραίου «πεπραγματοποιημένον», τουτέστι μη περιέχον εν Εαυτώ δυνατότητα μη αναπτυχθείσαν, δύναται να ονομασθή «Καθαρά Ενέργεια», η οποία φανεροί πλήρως την Ουσίαν και είναι, συνεπώς, ομοία προς Αυτήν. Αλλά και εν αυτή τη περιπτώσει ωσαύτως, η ταυτότης ουδόλως εξουδετεροί το όλως μη αναγώγιμον της Ουσίας εις Ενέργειαν, ούτε της Ενεργείας εις Ουσίαν. Εν άλλοις λόγοις η Ουσία και η Ενέργεια δεν συγχέονται εις αδιαφοροποίητον ενότητα, αλλά σημαίνουν δύο «απόψεις» διακρινομένας τελείως εις το Θείον Όν.
Η Ουσία είναι απολύτως υπερβατική εν σχέσει προς τον κτισθέντα κόσμον. Είναι εξ ολοκλήρου ακατάληπτος, ανονόμαστος, ακοινώνητος και αμέτοχος δια το κτίσμα. Προκειμένου να τονίσουν την μυστηριώδη αυτήν «άποψιν» του Θείου Όντος, οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν αυτήν Υπερουσιότητα, δια να απομακρύνουν δι’ αυτού του χαρακτηρισμού πάσαν έννοιοποίησιν }132} της Ουσίας.
Δια το κτιστόν όν η «άποψις» αύτη παραμένει αιωνίως κεκρυμμένη εις τας «Θείας αβύσσους». Εάν ήτο δυνατόν να μετέχη το κτίσμα εις την Ουσίαν, τότε οι θεωθέντες Άγιοι θα εισήρχοντο εις το Θείον Όν ως «ομοούσιοι» προς τας Υποστάσεις της Αγίας Τριάδος, Αύτη δε θα μετεμορφούτο εις «τετράδα», «πεντάδα» κλπ., πράγμα το οποίον οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αποδέχονται.
Όσον αφορά εις την Ενέργειαν, το δόγμα ομιλεί περί αυτής άλλως. Η Ενέργεια είναι δυνατόν να καταστή γνωστή και μεθεκτή. Εισέρχεται εις στενωτάτην ένωσιν μετά του κτισθέντος όντος, χωρίς το άκτιστον να γίνη κτιστόν ή το κτιστόν να γίνη άκτιστον. Τούτο προκύπτει εκ του δόγματος της Συνόδου της Χαλκηδόνος, χάρις εις το οποίον ομολογούμεν εις την μίαν Υπόστασιν του Λόγου «δύο φύσεις» μεθ’ όλων των αντιστοίχων ιδιωμάτων αυτών. Βλέπομεν ότι η τελεία θέωσις, της υπό του Χριστού προσληφθείσης ανθρωπίνης φύσεως, δεν μεταβάλλει αυτήν εις Θείαν Φύσιν. Τούτο δε παραμένει αληθές αιωνίως. Ο Χριστός είναι αιωνίως Είς εν δυσί φύσεσι.
Τη βοηθεία της Βιβλικής αντιλήψεως περί γνώσεως, θα διευκρινήσωμεν ό,τι ελέχθη ανωτέρω περί του ακαταλήπτου της Ουσίας. Η γνώσις θεωρείται προ παντός ως υπαρξιακή κοινωνία, κοινότης ζωής. Είναι αδύνατον να γνωρίζη τις ό,τι υπερβαίνει κατ’ απόλυτον τρόπον το γνωρίζον υποκείμενον. Γνωρίζω σημαίνει ενσωματώ τι εις την ιδίαν μου ζωήν, καθιστώ το γινωσκόμενον «ενυπάρχον» εις εμέ. Πάσα γνώσις, είναι αληθές, επιβάλλει ήδη στοιχείον τι «ενυπάρξεως», αλλ’ }133} η τελεία γνώσις, συμφώνως προς την προοπτικήν ταύτην, δεν δύναται να νοηθή ει μη ως ενότης εν τη υπάρξει. Εάν είναι αληθές ότι ίδιον της αγάπης είναι να ενοί, τότε οφείλομεν επίσης να είπωμεν ότι το μέτρον της γνώσεως αντιστοιχεί εις το μέτρον της αγάπης. Ούτως εν τη Αγία Τριάδι η απόλυτος Γνώσις και η απόλυτος Αγάπη είναι αι αυταί, χωρίς τούτο να εξουδετεροί την διάκρισιν αυτών.
Εξ επόψεως της αρχής της Υποστάσεως, το Είναι του Θεού διαμένει αιωνίως Άλλο δια τα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» δημιουργηθέντα όντα. Τούτο το εντελώς Άλλο είναι εν τούτοις κατ’ ανεξήγητον τρόπον εγγύς· είναι ο ηγαπημένος ημών Φίλος, αρρήτως αγαπητός εις την καρδίαν ημών. }134}
Εξ επόψεως της Ουσίας το θείον Είναι είναι απολύτως υπερβατικόν δια το κτίσμα.
Εξ επόψεως της Ενεργείας, της Πράξεως της Ζωής, το θείον Είναι εισέρχεται δι’ όλου του πληρώματος αυτού εις πραγματικήν κοινωνίαν μετά του λογικού κτίσματος και καθίσταται εις τα σεσωσμένα όντα ενυπάρχον εν τη κτίσει.
Ως Όν εν Εαυτώ και Ουσία εν Εαυτή, το θείον Είναι εις ουδένα υπόκειται προσδιορισμόν και αποκλείον πάσαν θεογονικήν διαδικασίαν παρουσιάζεται εις τα θεωρούντα Αυτό κτιστά πνεύματα ως Καθαρόν Δεδομένον.
Όν απολύτως πεπραγματοποιημένον, άρα πραγματικότης απόλυτος ή τελεία έκφρασις της Ουσίας, το θείον Είναι αποκλείει την παρουσίαν εν Αυτώ δυνατοτήτων μη πεπραγματοποιημένων και, ως εκ τούτου, δύναται να ορισθή ως Καθαρά Ενέργεια.
Ως Δεδομένον, είναι μεθεκτόν εις το κτίσμα και διαμένει αιωνίως ως Μυστήριον απρόσιτον εις οιανδήποτε προσευχήν, εις οιονδήποτε κτίσμα.
Ως Ενέργεια — Πράξις, Ζωή — είναι κοινωνητή εις άπαν το πλήρωμα Αυτής και εις άπασαν την απειρότητα Αυτής, εις τα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» λογικά όντα.
Ότι δε είναι η θεία Ζωή κοινωνητή εις την ανθρωπίνην φύσιν, εις άπαν το πλήρωμα Αυτής, «ο άνθρωπος Χριστός Ιησούς» καθιστά αυτό εμφανές. Ως Θεάνθρωπος είναι το μέτρον πάντων των πραγμάτων, θείων και ανθρωπίνων, και το μόνον θεμέλιον πάσης κρίσεως. Παν ό,τι ομολογούμεν εν σχέσει προς την ανθρωπότητα του Χριστού είναι η αποκάλυψις του αιωνίου σχεδίου του Θεού Δημιουργού περί }135} του ανθρώπου. Καθ’ όν τρόπον ο Χριστός έφερεν εν τη ανθρωπότητι Αυτού «άπαν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» και «εκάθισε μετά του Πατρός Αυτού εν τω Θρόνω Αυτού», ούτω και έκαστος εξ ημών καλείται υπό της εντολής του Θεού «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστι», να γίνη τέλειος. Εάν δεν είχεν ούτω το πράγμα, η εντολή αύτη δεν θα είχε νόημα.
Οι Άγιοι, θεωθέντες μέχρι τέλους υπό της δωρεάς της χάριτος, εισέρχονται εις την αιώνιον ενέργειαν του Θεού εις τοιούτον βαθμόν, ώστε πάντα τα ιδιώματα της θεότητος μεταδίδονται εις αυτούς μέχρι ταυτότητος, διότι εις αυτούς ο Θεός θα είναι «τα πάντα εν πάσι». Μέχρι «ταυτότητος», βεβαίως, μόνον κατά την Ενέργειαν, ήτοι κατά το περιεχόμενον της Ζωής του Ιδίου του Θεού, και κατ’ ουδένα τρόπον κατά την Ουσίαν. Έτι δε, θεωθείς «μέχρι τέλους» ο άνθρωπος, θα παραμείνη διάφορος του Θεού κατά την προέλευσιν αυτού: ο Θεός είναι ο Όν καθ’ Εαυτόν, ο Δημιουργός πάντων των εν ουρανώ και επί γης, ενώ οι άνθρωποι υπάρχουν ως κτίσματα.
Η φράσις «μέχρι ταυτότητος» — βεβαίως μόνον κατά την Ενέργειαν — φαίνεται να φέρη εις την διατύπωσιν περιορισμόν τινα και μείωσιν ή υποβάθμισιν, αλλ’ ουδόλως έχει ούτως. Η δωρεά του Θεού, ήτις παρέχεται εις τους σεσωσμένους εν Χριστώ, είναι τοσούτον μεγαλειώδης — είναι καθ’ εαυτήν άπειρος — ώστε ουδείς ανθρώπινος νους είναι εις θέσιν, εντός των ορίων της γης, να διανοηθή τούτο. Δημιουργών τον άνθρωπον «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοιώσιν», ο Θεός επαναλαμβάνει Εαυτόν εν ημίν. Άπαν δε το πλήρωμα της }136} θείας Ζωής — άνευ αρχής ή τέλους — θα καταστή το αναφαίρετον κτήμα των σεσωσμένων. Ο Θεός είναι πανταχού παρών και Παντογνώστης και δια της διαμονής αυτών εν τω Αγίω Πνεύματι, οι άγιοι καθίστανται ωσαύτως πανταχού παρόντες και παντογνώσται. Ο Θεός είναι απόλυτος Αγαθότης και Αγάπη άπειρος περιλαμβάνουσα παν υπαρκτόν και, εν Αγίω Πνεύματι, οι άγιοι ωσαύτως περιβάλλουν δια της αγάπης αυτών άπαν το σύμπαν, τον κόσμον άπαντα. Η Ενέργεια του Θείου Είναι είναι άναρχος· κατ’ αναλογίαν της μετοχής αυτών εις την ενέργειαν ταύτην οι θεωθέντες καθίστανται και ούτοι άναρχοι. Ο Θεός είναι Φως και εν Αυτώ ουκ έστι σκοτία ουδεμία και δαι της διαμονής Αυτού εν τοις αγίοις, απεργάζεται αυτούς «καθαρόν φως». Το θείον Όν είναι Καθαρά Πραγματικότης και οι εισερχόμενοι «εις το εσώτερον του καταπετάσματος» εκ μιάς κατ’ αρχήν δυνάμει καταστάσεως πραγματοποιούνται μέχρι τέλους και καθίστανται οι ίδιοι ωσαύτως «καθαρά πραγματικότης». }137}
… εν τω αναστάντι Χριστώ ουδεμία υπάρχει πλέον μετά την Ανάληψιν «δυαδικότης», «ίχνη» της οποίας παρατηρούμεν εις τον επίγειον βίον Αυτού, και τούτο έως τέλους.
Εντός των ορίων της επιγείου ζωής η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού, καίτοι ήτο υποστατικώς ηνωμένη μετά του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, εμφανίζεται εισέτι ως «τελειοποιήσιμος». Πριν εκπληρωθή το παν η ανθρωπίνη φύσις Αυτού ευρίσκετο εις την κατάστασιν της «προκοπής», }138} υφίστατο πειρασμούς και έφθανε μέχρις αγωνίας. «Διαίρεσίς τις» ήτο λοιπόν παρούσα εν Αυτώ, οφειλομένη εις το ασύμμετρον των δύο φύσεων. Μετά την Ανάληψιν εξαφανίζεται το ασύμμετρον τούτο και ο Χριστός-Άνθρωπος καθίσταται ίσος προς τον Θεόν, «καθεσθείς εν δεξιά του Πατρός», ουχί βεβαίως κατά την Ουσίαν, αλλά κατά την Ενέργειαν. Σιωπώμεν σκοπίμως περί της υποστατικής «απόψεως», διότι ο αΐδιος και άκτιστος Λόγος είχε παραμείνει τοιούτος και μετά την Ενανθρώπησιν.
Ο Χριστός είναι ο ακλόνητος θεμέλιος και το έσχατον κριτήριον της ανθρωπολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Ό,τι ομολογούμεν περί της ανθρωπότητος του Χριστού είναι η ένδειξις της αιωνίου Θείας προνοίας δια τον άνθρωπον εν γένει. Το γεγονός ότι εν τω Χριστώ-Ανθρώπω η Υπόστασις ήτο Θεός, ουδόλως μειοί την δυνατότητα να ακολουθώμεν το παράδειγμα Αυτού ημείς οι άνθρωποι, προς τους οποίους «ώφειλε κατά πάντα ομοιωθήναι».
Εάν είναι αληθές ότι ο Χριστός είναι ο «Υιός του ανθρώπου», ομοούσιος μεθ’ ημών, έπεται ότι παν ό,τι εξεπλήρωσεν εν τη επιγείω ζωή Αυτού πρέπει να είναι ωσαύτως εφικτόν εις τους λοιπούς «υιούς των ανθρώπων». Εάν παραδεχώμεθα Αυτόν ως μέτρον πάντων των πραγμάτων, πρέπει ωσαύτως να παραδεχθώμεν ότι αυτό το οποίον βεβαιούμεν περί της ανθρωπότητος του Χριστού-Ανθρώπου, εκπροσωπεί το πλήρωμα των δυνατοτήτων της ανθρωπίνης φύσεως εν γένει. Εάν ομολογώμεν την πλήρη και τελείαν θέωσιν Αυτού, οφείλομεν να ελπίζωμεν τον αυτόν βαθμόν θεώσεως δια τους Αγίους εις τον μέλλοντα αιώνα. Εάν δεν είχον ούτω }140} τα πράγματα, δεν θα έδιδεν ο Χριστός εις ημάς την εντολήν να είμεθα τέλειοι, «ώσπερ ο Πατήρ ημών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν».
Τούτο σημαίνει ότι οι μετέχοντες εις την αιώνιον Ζωήν καθίστανται ωσαύτως αιώνιοι, ουχί μόνον υπό την έννοιαν της απεριορίστου παρατάσεως της ζωής αυτών, αλλά και υπό την έννοιαν ότι γίνονται άναρχοι. Εν τούτοις δεν πρέπει να εκλάβωμεν την άναρχον }140} ταύτην ζωήν ως μεταμόρφωσιν της κτιστής φύσεως εις Θείαν Ουσίαν, αλλ’ ως κοινωνίαν μετά της αϊδίου Ενεργείας του Θεού, κοινωνίαν μη αίρουσαν το αδιάβατον σύνορον μεταξύ της Ουσίας του Κτίστου και της ουσίας του κτίσματος. }141}
Ας ενθυμηθώμεν ότι ο Θεός, θέλων να καταδείξη εις τους κληρονόμους της επαγγελίας Αυτού το αναλλοίωτον του Σχεδίου Αυτού, εδεσμεύθη δι’ όρκου, ίνα ενθαρρυνθώμεν να αρπάσωμεν μετά δυνάμεως την ελπίδα η οποία προσεφέρθη εις ημάς. Εν αυτή έχομεν οιονεί μίαν άγκυραν της ψυχής ημών βεβαίαν όσον και στερεάν, διεισδύοντες δια του καταπετάσματος εκεί όπου εισήλθε δι’ ημάς ως πρόδρομος ο Ιησούς, γενόμενος εις τον αιώνα Αρχιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέκ.
Ο Αβραάμ επειδή δεν αμφέβαλλεν ήτο μέγας κατά την δοθείσαν εις αυτόν υπό του Θεού επαγγελίαν, }143}
«Πας άνθρωπος όστις ενέκρωσε τα γήϊνα πάθη αυτού και έσβυσε τελείως εν εαυτώ ό,τι η Γραφή ονομάζει “σαρκικήν σοφίαν” και απέρριψε πάσαν αγάπην προς αυτήν, διότι αύτη μερίζει την προς μόνον τον Θεόν οφειλομένην αγάπην ημών και καθιστά αυτήν }144} εστερημένην της πληρότητος αυτής, είς τοιούτος άνθρωπος λοιπόν δύναται να είπη μετά του Παύλου: “Τις ημάς χωρίση από της αγάπης του Θεού (την Θείαν Χάριν);” … Γίνεται δε ούτος απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, κατ’ εικόνα του Μεγάλου Μελχισεδέκ». (άγιος Μάξιμος, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τομ. Β’, σ. 181)
Εν τω ανθρώπω τούτω η γνώσις τουτέστιν η γνώσις του Θεού μεταβάλλεται εις ενέργειαν, και η ενέργεια αυτού είναι όλως διαπεποτισμένη εκ της γνώσεως του Θεού. Μόνον ο τοιούτος εύρε την οδόν της αληθινής γνώσεως. Όστις όμως δεν έχει εκ των δύο τούτων ει μη το έν — ή την μη εζωοποιημένην υπό της γνώσεως ενέργειαν ή την μη τεθείσαν εις πράξιν δια της ενεργείας γνώσιν — ωκοδήμησεν είδωλον και δεν εύρε την αληθινήν οδόν. Ο Θεός είναι ο Πατήρ μόνον εκείνων, οι οποίοι μαρτυρούν δια της ιδίας ζωής την Άνωθεν γέννησιν αυτών. Διότι ο Θεός ουδόλως δοξάζεται δια λόγων μόνον. }145}
«… Ο θείος Μελχισεδέκ, αποβαλών εκ της θεωρίας αυτού παν ό,τι δεν είναι Θεός και παν ό,τι έχει τέλος ή όριον, και υψών την διάνοιαν αυτού προς το άναρχον και ατελεύτητον Φως του Θεού Πατρός, λαμβάνει παρ’ Αυτού δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος νέαν γέννησιν και φέρει εν εαυτώ πραγματικήν και πλήρη ομοίωσιν προς τον Θεόν. Πάσα γέννησις ταυτίζει το γεννώμενον προς τον γεννώντα» (άγιος Μάξιμος)
Εάν λοιπόν τηρώμεν την εντολήν του Χριστού να }146} αγαπώμεν τον Θεόν εξ όλης της καρδίας ημών, εξ όλης της διανοίας ημών και εξ όλης της ισχύος ημών, τότε η αγάπη αύτη ενοί τοσούτον στενώς τον νουν ημών μετά του Πρώτου Νοός του Επουρανίου Πατρός, ώστε ο νους ημών γίνεται και αυτός άνευ αρχής, εναγκαλιζόμενος άπασαν την κτίσιν, το σύμπαν όλον, εις μίαν μόναδικήν πράξιν άνευ εκτάσεως, άνευ διαρκείας και άνευ ορίων.
Δια της ενώσεως του πνεύματος ημών μετά του Θεού πραγματοποιείται εις το ακέραιον εν ημίν η περί ημών σκέψις του Κτίστου. Πραγματοποιείται τότε τοσούτον πλήρως, ώστε δεν υφίσταται πλέον εις την ζωήν ημών δυνατότης μη αναπτυχθείσα ήδη, δύναμις μη πραγματοποιηθείσα ήδη: Η ζωή ημών καθίσταται «καθαρά ενέργεια», καθ’ ομοίωσιν του Θεού. … Ουδείς άνθρωπος είναι αληθές, επιτυγχάνει την πλήρη πραγματοποίησιν της κλήσεως ταύτης εντός των ορίων της επιγείου ζωής. Ενταύθα ευρίσκεται η αρχή αυτής. Η κλήσις αύτη πραγματοποιείται εν τη πληρότητι αυτής μετά την έξοδον ημών εκ του κόσμου τούτου. }147}
Ο Χριστός είναι ως είς Υιός επί κεφαλής του οίκου Αυτού και ο οίκος Αυτού είμεθα ημείς, αρκεί να τηρώμεν μετά σταθερότητος και έως τέλους αυτήν την εμπιστοσύνην και αυτήν την ελπίδα, ήτις είναι η δόξα ημών. }148}
Εν τω Θεώ οι Άγιοι καθίστανται, κατά το υπόδειγμα του Χριστού, πανταχού παρόντες, παντοδύναμοι, παντογνώσται. Εν τω Θεώ ο άνθρωπος είναι θεός και μετέχει εις παν ό,τι ο Θεός ενεργεί. Ζη την αυτήν Ζωήν μετά του Θεού, καθίσταται τέλειος ως Αυτός ο Θεός. }150}
Ομολογούντες την θέωσιν της ανθρωπίνης φύσεως δια της σαρκώσεως του Λόγου, δεν πρέπει να παραθεωρώμεν ότι εν τη περιπτώσει του Χριστού πρόκειται περί της υποστατικής θεώσεως. }151}
Εάν εν τη περί Χριστού-Ανθρώπου αντιλήψει ημών εξαίρωμεν την «ριζικήν διαφοράν» μεταξύ Αυτού και ημών, αλλοιούμεν ούτως όλην την ανθρωπολογίαν ημών. Εν τη Σαρκώσει η κένωσις του Χριστού θέτει ημάς ενώπιον ενός εκπληκτικού γεγονότος: Αφ’ ενός }152} από της στιγμής καθ’ ήν προσέλαβε την φύσιν ημών η θέωσις αυτής της τελευταίας είχεν ήδη επιτελεσθή, ως λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός· αφ’ ετέρου, πολλά χωρία της Γραφής δεικνύουν εις ημάς ότι ο Χριστός-Άνθρωπος απέφευγε παν ό,τι παρουσιάζει τον χαρακτήρα της «αυτοθεώσεως». … Η αυτή «άποψις» αντικατοπτρίζεται εις την λειτουργικήν ημών πράξιν. Δεν θεωρούνται καθαγιαστικοί αυτοί ούτοι οι λόγοι του Χριστού, «λάβετε φάγετε, τούτό εστι το σώμα Μου», διότι τούτο θα είχε τον χαρακτήρα «αυτοθεώσεως», αλλ’ οι λόγοι ούτοι συνοδεύονται υπό της επικλήσεως, δια της οποίας ζητούμεν παρά του Πατρός να στείλη το Πνεύμα το Άγιον, δυνάμει του Οποίου πραγματοποιείται η μεταβολή του άρτου και του οίνου εις Σώμα και Αίμα Χριστού. (FILIOQUE)
Ο Χριστός, Όστις υπήρξε κατά πάντα όμοιος προς ημάς, υπεγράμμιζεν ο ίδιος μετ’ επιμονής την ανθρωπότητα Αυτού και ηρέσκετο να καλήται Υιός του Ανθρώπου. Προκύπτει σαφώς εκ των συμφραζομένων του Ευαγγελίου ότι ο Χριστός δεν εχρησιμοποίει τον προσδιορισμόν αυτόν ως ίδιον Όνομα Αυτού }153} αλλ’ ως κοινόν τι όνομα δι’ όλους τους ανθρώπους.
Η εντολή του Χριστού, «έσεσθε τέλειοι ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστι», πρέπει να ερμηνευθή … υπό βαθυτέραν οντολογικήν έννοιαν, ως η μαρτυρία της δυνατότητος να καταστήσωμεν πραγματικότητα την προσπάθειαν ταύτην κατά το παράδειγμα του Χριστού-Ανθρώπου, Όστις εξεπλήρωσε την εντολήν ταύτην, «Εγώ τας εντολάς του Πατρός Μου τετήρηκα», και εκάθισεν εν δεξιά του Πατρός, }154} γλώσσαν της Γραφής δηλοί την ισότητα.
Η συνήθεια καθιστά ημάς απροσέκτους και σχεδόν αναισθήτους εις τους λόγους της Αγίας Γραφής και καθιστά ημάς ανικάνους να βλέπωμεν τας πραγματικάς αυτών διαστάσεις. Αι ουσιώδεις θέσεις (στιγμαί) της Θείας Αποκαλύψεως διέρχονται συχνάκις απαρατήρητοι, καίτοι αποτελούν όντως την απάντησιν εις τους βαθυτέρους πόθους ημών, διότι είναι αι πλέον σύμφυτοι προς την ανθρωπίνην ύπαρξιν.
Ίσως τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τα έργα των Πατέρων, τα οποία εμνημονεύσαμεν και τα οποία ομιλούν περί της ταυτότητος και της ισότητος του ανθρώπου προς τον Θεόν, ταράσσουν την συνείδησιν πολλών χριστιανών. Αλλά, δια να είπωμεν την αλήθειαν, η ταραχή αύτη δεν είναι ει μη η ένδειξις ότι ούτοι, εν τη «ψυχολογική» αυτών αντιλήψει περί ταπεινοφροσύνης, δεν έχουν συλλάβει το αληθές περιεχόμενον της Αποκαλύψεως. Κατ’ αυτήν, η διαφορά μεταξύ Θεού και ανθρώπου δεν θα υφίσταται εις τον αιώνα, ει μη εν αναφορά προς την Ουσίαν και ουδόλως προς την δόξαν και το περιεχόμενον της Θείας ζωής. (ΑΝΤΙ-ΟΥΣΙΟΚΡΑΤΙΑ)
Όταν μειώσωμεν τας διαστάσεις της Θείας Αποκαλύψεως περί του ανθρωπίνου είναι, αποκλείομεν την δυνατότητα να φθάσωμεν την αληθινήν μετάνοιαν. Εκλαμβάνοντες εαυτούς μόνον ως ασθενή όντα οι άνθρωποι επιτρέπουν και συγχωρούν εις εαυτούς πλήθος παραβάσεων. Θεωρούντες εαυτούς ως όντα κατώτερα του Χριστού — τούτο δε ας μη φανή παράδοξον — αρνούνται οι άνθρωποι εν τη πραγματικότητι να ακολουθήσουν Αυτόν εις τον Γολγοθάν. Η υποτίμησις εν τη }155} συνειδήσει ημών του Σχεδίου του Δημιουργού περί του ανθρώπου δεν είναι απόδειξις ταπεινοφροσύνης, αλλά πλάνη και μάλιστα αμαρτία μεγάλη. Πρέπει να έχωμεν το θάρρος να φθάσωμεν εις το περιεχόμενον της θείας Αποκαλύψεως «ανακεκαλυμμένω προσώπω» και, «την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι, την αυτήν εικόνα μεταμορφούσθαι από δόξης εις δόξαν καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος».
Εάν επί του ασκητικού επιπέδου η ταπεινοφροσύνη συνίσταται εις το να θεωρή τις εαυτόν ως χείριστον πάντων, επί του θεολογικού επιπέδου η θεία ταπεινοφροσύνη είναι η αγάπη, η οποία δίδεται ανεπιφυλάκτως εξ ολοκλήρου. Η πρώτη ενέχει στοιχείον συγκρίσεως, τουτέστιν είναι εισέτι σχετική. Η δευτέρα είναι εκτός πάσης συγκρίσεως, άρα είναι απόλυτος. Την τελευταίαν ταύτην εντέλλεται εις ημάς ο Χριστός να μάθωμεν απ’ Αυτού, όταν λέγη: «Μάθετε απ’ Εμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία».
Η επί τοσούτους αιώνας πείρα της εν Χριστώ ζωής αποδεικνύει ότι ο Θεός συμπεριφέρεται προς ημάς ως προς ίσους Αυτού, μη επιτρέπων ποτέ εις Εαυτόν να επιβληθή δια της βίας. … Εάν αντιλαμβανώμεθα την σωτηρίαν ως θέωσιν, δεν πρέπει ποτέ να διαφεύγη ημών ότι η θέωσις εξαρτάται εκ της συμπεριφοράς ημών επί της γης. Και εάν αύτη δεν είναι ομοία προς την του Χριστού, πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να γίνη όμοιος προς τον Χριστόν εις την αιωνιότητα, απλώς μεταβαίνων δια του θανάτου εις το υπερπέραν;
Κατά την διδασκαλίαν των Πατέρων ο άνθρωπος }156} ακριβώς κατά το μέτρον της ομοιώσεως αυτού προς τον «εν σαρκί φανέντα Θεόν» καθίσταται όμοιος προς τον Θεόν εν τω αιωνίω είναι Αυτού.
«Ο εωρακώς Εμέ εώρακε τον Πατέρα». Αλλά εκ του ειρμού των λόγων και ερειδόμενοι επί άλλων χωρίων της Γραφής δυνάμεθα ασφαλώς να συμπεράνωμεν ότι όστις είδε τον Χριστόν είδε και εαυτόν οποίος πρέπει να είναι συμφώνως προς το αιώνιον Σχέδιον του Πατρός, }157}
Αι αναλογίαι αύται είναι λίαν ανίσχυροι να αποδώσουν ό,τι οφείλει }158} να εκφρασθή, διότι εν τη θεία Τριαδική Ενότητι ο Λόγος και το Πνεύμα ουδόλως είναι ενέργειαι του Πατρός-Νου, αλλά Υποστάσεις. Δια του αυτού τρόπου ωσαύτως πρέπει να νοηθή η εικών του Θεού εν τω ανθρώπω, τουτέστιν ότι η ανθρωπότης, παραμένουσα μία εν τη ουσία αυτής, σημαίνει πληθύν υποστάσεων, εκάστη των οποίων οφείλει τελικώς να περιλάβη πάσαν την πληρότητα του Θεανδρικού Όντος και να παρουσιασθή ουχί ως έν μέρος μόνον της φύσεως, αλλ’ ως η όλη πληρότης του ανθρωπίνου όντος, να πραγματωθή, εν άλλοις λόγοις, ο παγκόσμιος άνθρωπος. Τούτο δε πραγματοποιείται πλήρως μόνον εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας.
Ως εν τω το Θείω Είναι, εν τω Οποίω διακρίνομεν τρεις «απόψεις», το Πρόσωπον, την Ουσίαν και την Ενέργειαν, ούτω βλέπομεν και εν τη Εκκλησία τα πρόσωπα, την φύσιν και τας πράξεις, τα οποία, εις την εσχάτην τελείωσιν του ανθρωπίνου όντος, οφείλουν να ταυτισθούν. Ως εν τη Αγία Τριάδι εκάστη Υπόστασις είναι φορεύς της απολύτου πληρότητος του θείου Είναι, ούτω και εν τη ανθρωπίνη ημών υπάρξει εκάστη υπόστασις οφείλει εν τη υπερτάτη τελειώσει αυτής να καταστή φορεύς πάσης της θεανδρικής πληρότητος, όρος απαραίτητος της κατ’ εικόνα της Αγίας }159} Τριάδος ενότητος. Διότι, εάν η ταύτισις δεν είναι πλήρης, η ενότης θα παραμείνη και αύτη ωσαύτως ατελής. }160}
Η πραγματοποίησις της κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος ενότητος ταύτης συνδέεται μυχίως προς την χριστιανικήν ημών ανθρωπολογίαν. Επιλανθανόμενοι του τι είναι ο άνθρωπος, υπό ποίαν έννοιαν και εν τίνι μέτρω είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού, δεν δυνάμεθα να λύσωμεν το πρόβλημα της ενότητος ημών. Είναι εν τούοις αναγκαίον δι’ ημάς να πιστεύωμεν ότι εν τω αιωνίω Σχεδίω του Πατρός έχομεν προορισθή δια το πλήρωμα της τελειότητος. }161}
… εις την κτίσιν ταύτην ο Αδάμ δεν ονομάζεται, ως πράττει τούτο εν συνεχεία η ιστορία. Το δοθέν εις τον κτισθέντα άνθρωπον όνομα δεν είναι ο «τάδε» ή ο «δείνα», αλλά ο καθολικός άνθρωπος. Επομένως δια της γενικής δηλώσεως της φύσεως αγόμεθα να υποθέσωμέν τι το παρόμοιον, τουτέστιν ότι δια της Θείας προγνώσεως και δυνάμεως περιλαμβάνεται πάσα η ανθρωπότης εν τη πρώτη ταύτη συστάσει … }162}
Πρέπει να λάβωμεν υπ’ όψιν προ παντός ότι αγνοούμεν το ανθρώπινον πρόσωπον, την ανθρωπίνην υπόστασιν εις την πραγματικήν αυτής έκφρασιν, καθαράν εκ παντός φυρμού. Ό,τι ονομάζομεν κοινώς «πρόσωπα», «προσωπικόν», υποδηλοί μάλλον τα άτομα, το ατομικόν. Έχομεν συνηθίσει να θεωρώμεν τους όρους τούτους — πρόσωπον και άτομον — σχεδόν συνωνύμους … Αλλ’ υπό τινα άποψιν, άτομον και πρόσωπον έχουν αντίθετον σημασίαν» (Lossky). Εφ’ όσον αι ανθρώπιναι υποστάσεις δεν υπερβαίνουν τα συμφυή αυτών όρια επί του ατομικού επιπέδου, μένουν ανίκανοι να πραγματοποιήσουν την καθολικήν τελείωσιν, περί της οποίας ομιλεί ο Άγιος Γρηγόριος και να φέρουν όντως εν εαυτοίς όλην την πληρότητα του Όντος. Αι μη καθολικαί υποστάσεις, ήτοι τα «ανθρώπινα άτομα», δεν θα φθάσουν εις τας μεταξύ αυτών σχέσεις μετά των ομοίων αυτών εις την πλήρη και καθολικήν ενότητα, αλλά θα παραμείνουν εν μέρει ηνωμέναι, εις τα όρια των ικανοτήτων αυτών. (ΥΠΑΚΟΗ) }165}
Και ούτω (με το Βάπτισμα και το Χρίσμα) κατέστημεν σκήνωμα του Θεού του Υψίστου, τα δε σώματα ημών ναός του Αγίου Πνεύματος.
Και ιδού, παρά ταύτα, είμεθα πτωχοί των πνεύματι. Εντός των ορίων της γης υπάρχει ακόρεστος πείνα και άσβεστος δίψα Θεογνωσίας, διότι ο αγών ημών είναι να φθάσωμεν τον Άφθαστον, να ίδωμεν τον Αόρατον, να }172} γνωρίσωμεν τον επέκεινα πάσης γνώσεως. Η ορμή αύτη αυξάνει ακαταπαύστως εις έκαστον άνθρωπον, όταν το Φως της Θεότητος ευδοκήση να καταυγάση αυτόν, έστω και δια τινος αμυδράς προσεγγίσεως Αυτού, διότι τότε εις τους νοερούς ημών οφθαλμούς αποκαλύπτεται εν ποία αβύσσω διαμένομεν. Η όρασις αύτη καταπλήττει όλον τον άνθρωπον, και τότε η ψυχή αυτού δεν γνωρίζει ανάπαυσιν και δεν δύναται να εύρη αυτήν, μέχρις ότου ελευθερωθή πλήρως από του περικρατούντος αυτήν σκότους, μέχρις ότου το Φως τούτο πληθυνθή εν τη ψυχή και ενωθή μετ’ αυτής τοσούτον ώστε Φως και ψυχή να γίνουν έν, προκαταγγέλον την θέωσιν ημών εν τη Θεία δόξη.
Εις τοιαύτας ώρας μαρτυρικής παραμονής εν τοις ορίοις μεταξύ του έλκοντος προς εαυτό Απροσίτου Φωτός της Θεότητος και της απειλητικής αβύσσου του σκότους … ενδυναμωθώμεν δια της κραταιάς ελπίδος εις Εκείνον, Όστις δια της παλάμης Αυτού βαστάζει ακόπως πάσαν την κτίσιν. Ενθυμηθώμεν ότι εν τη ζωή ημών πρέπει να επαναληφθή ομοιοτρόπως παν ό,τι ετελέσθη εν τη ζωή του Υιού του Ανθρώπου, δια }173} να ελευθερωθώμεν από παντός φόβου και ολιγοψυχίας. Η οδός είναι κοινή εις πάντας ημάς κατά τον λόγον Αυτού του Χριστού: «Εγώ ειμι η οδός»· ως εκ τούτου δεν είναι και μοναδική, διότι «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ει μη δι’ Εμού». }174}
… εν αληθεία κατέστη όμοιος προς ημάς άνθρωπος και εν τη σαρκί ημών εφανερώσε την Θείαν τελειότητα, υπολιμπάνων Εαυτόν υπογραμμόν δι’ ημάς, τον οποίον πολλοί προφήται και δίκαιοι «επεθύμησαν ιδείν». Τούτο δε οφείλομεν νυν να πραγματοποιήσωμεν ημείς, έκαστος εν τη ζωή αυτού, ώστε δια της ομοιώσεως προς τον Χριστόν, κατά την εικόνα της επιγείου ζωής Αυτού, να καταστώμεν όμοιοι Αυτώ και κατά την εικόνα της Θείας υπάρξεως.
Παρακαλώ υμάς, όπως μη ολιγοψυχήσωμεν ακούοντες τους λόγους της διδαχής ταύτης … αύτη είναι η ορθόδοξος πίστις }175} και η ασάλευτος ελπίς, η οποία δεν θα καταισχυνθή, διότι θεμέλιον αυτής είναι η αψευδής μαρτυρία του Κυρίου. Και εάν νόθος ταπείνωσις θελήση να ονομάση τούτο υπέρμετρον παρρησίαν ή εισέτι και μωρίαν, τότε μνησθώμεν του Αποστόλου Παύλου, όστις αποκόπτων αφ’ ενός μεν την ολιγοψυχίαν, αφ’ ετέρου δε την παράλογον υπερηφανίαν του σαρκικού φρονήματος, λέγει ότι «ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας», απορρίπτων την σύνεσιν των συνετών, και μεταβάλλων εις μωρίαν την σοφίαν του κόσμου τούτου. Καθ’ εκάστην ημέραν η πείρα της ανθρωπότητος δεικνύει σταθερώς εις ημάς ότι οι «σοφοί και συνετοί» του αιώνος τούτου δεν δύνανται να ακολουθήσουν τον Χριστόν ούτε εις το Θαβώρ, ούτε εις τον Γολγοθάν, ούτε εις το όρος των Ελαιών. Ούτως αγαπητοί δεύτε, και δια της δυνάμεως της πίστεως αναβώμεν εις το «όρος Κυρίου», σταθώμεν αοράτως εν τη πόλει του Ζώντος Θεού, και μετάρσιοι τω πνεύματι ίδωμεν την άυλον Θεότητα του Πατρός και του Πνεύματος εν τω Μονογενεί Υιώ απαστράπτουσαν. Αναβώμεν ουχί μετά υπερηφάνου παρρησίας, αλλά μετά φόβου και τρόμου, ως ανάξιοι της αναβάσεως και οράσεως ταύτης, εν τούτοις όμως, μετ’ ελπίδος ότι και «ημίν τοις αμαρτωλοίς», κατά την άμετρον αγαθότητα του Ουρανίου Πατρός, «θα λάμψη το αΐδιον Φως» της Θεότητος, η άστεκτος λάμψις του οποίου έρριψε πρηνείς επί του Θαβώρ τους εκλεκτούς Αποστόλους. }176}
Αλλ’ ημέραν τινά, κατόπιν εκτενούς, κατά την διάρκειαν πολλών μηνών, διαπύρου προσευχής συνοδευομένης υπό βαθείας λύπης δια την αθλιότητα αυτού, το φως τούτο κατέβη ιλαρώς επ’ αυτόν και παρέμεινε μετ’ αυτού τρεις ημέρας. Κατ’ αυτάς τας ημέρας ησθάνετο εαυτόν εναργώς εκτός θανάτου. Η χαρά της εκ νεκρών αναστάσεως επλήρου τότε την ψυχήν αυτού. Εσωτερικώς ωνόμαζε το φως εκείνο «πρωΐαν αναστάσεως», διότι ήτο τούτο ιλαρόν, ως εαρινή πρωΐα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν έζη ούτος μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι διήγον τον συνήθη εις πάντας κοπιώδη βίον. Μετά πάροδον ετών εκ του γεγονότος τούτου, ότι ούτος ήτο ήδη μοναχός, και αργότερον λειτουργός, πολλάκις συνέβαινεν η προσευχή αυτού να μεταβάλληται εις θεωρίαν φωτός, ούτως ώστε να μη αισθάνηται τότε ούτε το σώμα αυτού, ούτε τον περιβάλλοντα αυτόν υλικόν κόσμον.
Το φως τούτο φανερούται ως καθαρά άνωθεν ευδοκία. Έρχεται κατ’ αρχήν απροσδοκήτως, ήτοι όταν η }178} ψυχή ουδόλως λογίζηται περί αυτού ότι θα έλθη, ή εισέτι ότι υπάρχει. Άγνωστον έως τότε, φέρει δια της ελεύσεως αυτού, εις την ψυχήν γλυκείαν απορίαν, και κατάπληκτος αύτη αγνοεί εισέτι περί του τις ή τι εφανερώθη εις αυτήν, αλλ’ αισθάνεται εαυτήν κατ’ εκείνην την ώραν ως δέσμιον, όστις εξάγεται εκ του ζοφερού σκότους της φυλακής προς τας απεράντους εκτάσεις, τας φωτιζομένας υπό του ηλίου.
Έλεγεν ωσαύτως ο ανήρ ούτος: «Καίτοι το Θείον Φως μένει πάντοτε κατά την φύσιν αυτού αναλλοίωτον, όμως αι ενέργειαι αυτού, τουτέστιν εκείνο το οποίον γεννά εν τω ανθρώπω, ποικίλλουν. Ενίοτε προσλαμβάνεται ως αίσθησις ιλαράς αγάπης Χριστού· ενίοτε ως συμπαράστασις Θείας Δυνάμεως· άλλοτε ως ανεκλάλητός τις κίνησις της αιωνίου ζωής εντός του ανθρώπου· και άλλοτε πάλιν ως φως συνέσεως ή υπερνοητή νοερά όρασις του Θεού. Άμετρος όμως είναι η αγαθότης του Κυρίου και συμβαίνει ώστε η αγάπη Αυτού να εκχέηται έτι αφθονώτερον. Τότε το Θείον Φως πληροί όλον τον άνθρωπον, ούτως ώστε και αυτός γίνεται όμοιος προς το φως· και τότε εκείνο το οποίον βλέπει, είναι αδύνατον να κληθή άλλως πως, ει μη φως — καίτοι το Φως τούτο κατά την φύσιν αυτού είναι εντελώς διάφορον του φωτός του ορατού ηλίου». }179}
… τοσούτον εξηφάνισε τας παραστάσεις αυτών εκ των παρερχομένων μορφών του κόσμου τούτου, ώστε ούτοι και Αυτόν τον Χριστόν δεν έβλεπον πλέον κατά σάρκα. Εισαχθέντες δια του Αγίου Πνεύματος εις την θεωρίαν της απεριγράπτου Θεότητος του Ιησού Χριστού, ήκουσαν ούτοι κατ’ εκείνην την ώραν της αΰλου και απροσίτου φωνής του Πατρός: }182}
Μεγίστη και υψηλή υπήρξεν η όρασις των Αποστόλων επί του όρους της Μεταμορφώσεως, εν τούτοις, ουχί εισέτι τελεία, διότι τότε δεν ήσαν έτι ικανοί να δεχθούν άπαν το πλήρωμα και την τελειότητα του εμφανισθέντος εις αυτούς Φωτός, … «καθώς ηδύναντο» «καθώς εχώρουν».
Μεγίστη και υψηλή υπήρξεν η όρασις των Αποστόλων, αλλά τότε εισέτι ατελώς αφωμοιώθη υπ’ αυτών και δια τούτο παρέμειναν δυναταί εκείναι αι ταλαντεύσεις, τας οποίας υπέστησαν ούτοι κατά τας ημέρας του Γολγοθά· και μόνον βραδύτερον ο Πέτρος αναφέρεται εις αυτήν ως εις μαρτυρίαν της αληθείας.
Ατελής ήτο εισέτι η όρασις των Αποστόλων επί του Θαβώρ, και εν τούτοις ήτο τοσούτον μεγάλη και γνησία η θεωρία της «υπερουσίου ευπρεπείας» και του «προαιωνίου κεκρυμμένου μυστηρίου», ώστε ούτε η όρασις του Μωϋσέως επί του Σινά, ούτε η ομοία αυτής του Ηλία επί Χωρήβ, έφθασαν το ύψος και την τελειότητα αυτής, την οποίαν παρατηρούμεν εις τους λόγους της εκκλησιαστικής ωδής: }183}
… διαλογιζόμενος εν εαυτώ: «Δεν έχω αυτήν την τύχην». …
Όσω ημείς δεν αξιούμεθα της οράσεως της μεγαλοπρεπούς δόξης της Θεότητος, επί τοσούτον δια της πλέον πιστής εσωτερικής κινήσεως του πνεύματος ημών θα υπάρχη έλεγχος ημών αυτών. Και εάν η ψυχή ημών είναι ανδρεία, τότε θα είπωμεν: Δια τας αδικίας μου εστερήθην του δώρου τούτου, διότι «ο πορευόμενος εν δικαιοσύνη και λαλών ευθείαν οδόν … ούτος οικήσει εν υψηλώ … και τον Βασιλέα μετά δόξης όψεται» (Ησ. λγ’ 15–18}. Παρά ταύτα μη δότε τόπον εις την απόγνωσιν· αντιθέτως ενθαρρύνθητε και εν μετανοία πενθήσατε περί εαυτών. Απορρίψατε τον άδικον λογισμόν, ότι τούτο είναι των εκλεκτών μόνον κλήρος, ο οποίος δύναται να φονεύση εντός ημών την αγίαν ελπίδα. Η αλήθεια, εις την οποίαν είναι αναγκαίον να στερεωθή η καρδία ημών είναι ότι ο Κύριος ουδένα «ερχόμενον προς Αυτόν εκβάλλει έξω» και απορρίπτει (Ιωάν. στ΄ 37}. Πάντες ημείς, άνευ εξαιρέσεως … εκλήθημεν εις την ιδίαν τελειότητα … }184} Ερευνήσατε μετά προσοχής όλην την ακολουθίαν της Εορτής και θα ίδητε μετά ποίας δυνάμεως η Εκκλησία προσκαλεί και πείθει πάντας προς ανάβασιν εις το αψηλάφητον Όρος της νοεράς Θεοπτίας, δεικνύουσα ούτω σαφώς ότι ουχί μόνον κατά την αρχαιότητα, ουχί μόνον εις τους Αποστόλους ηυδόκησεν ο Κύριος να φανερώση την «αυγήν» της Θεότητος Αυτού, αλλά και κατά την διάρκειαν πάντων των αιώνων, έως έτι και των ημερών ημών, δεν έπαυσε και ουδέποτε θα παύση κατά την επαγγελίαν Αυτού να εκχέη την ιδίαν εκείνην δωρεάν επί τους ακολουθήσαντας Αυτόν εξ όλης καρδίας.
Εκτός της νόθου ταπεινώσεως — «τούτο δεν είναι δι’ εμέ» —, εκτός της αδικαιολογήτου απογνώσεως, ήτις γεννάται εκ της ακηδίας και της ηδυπαθείας, φραγμός προς την θεωρίαν του Ακτίστου Φωτός αποβαίνει εισέτικαιη τολμηρά έφεσις «όπως ίδωμεν τον Θεόν», και περιπτυχθώμεν Αυτόν δια της σκέψεως ημών, ως να ηθέλομεν να διεισδύσωμεν μετά δυνάμεως εις τα μυστήρια και εις τα έγκατα του Θείου Είναι και να δεσπόσωμεν Αυτού δια του νοός, ως να επρόκειτο περί αντικειμένου της γνώσεως ημών. Είναι δύσκολον να εύρωμεν λέξεις προς χαρακτηρισμόν της πνευματικής ουσίας αυτής της υπερηφάνου αξιώσεως του νοός ημών, αλλ’ είναι σπουδαίον δι’ ημάς να γνωρίσωμεν ότι εις παρομοίας περιπτώσεις συναντώμεν ουχί «φωτεινήν νεφέλην», αλλά γνόφον και σκότος, αποκρύπτοντα τον Θεόν. }185}
Όταν προσηλούμεν τους οφθαλμούς του νοός ημών απ’ ευθείας εις τον Ήλιον του Προαιωνίου Είναι, όπως ίδωμεν Αυτόν καθώς εστι, τότε οι οφθαλμοί ημών καταφλέγονται και αποτυφλούνται υπό του απροσίτου και εκτυφλωτικού Φωτός της Θεότητος, καθ’ όν τρόπον αποτυφλούνται και καταφλέγονται οι φυσικοί ημών οφθαλμοί, όταν γυμνοί, υπό ουδενός προστατευόμενοι, στρέφωνται κατ’ ευθείαν προς τον ήλιον. … «ιστάμενα κύκλω του Θρόνου του Υψίστου τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, δυσί πτέρυξι κατακαλύπτοντα τα πρόσωπα αυτών».
Και γνωριζόμενος και ορώμενος ο Θεός αναλλοιώτως διαμένει υπέρ πάσαν γνώσιν και όρασιν. Η απεριόριστος αύτη υπερβατικότης του Θεού εν τη «μυστική» γλώσση της θεολογίας καλείται «γνόφος». Η Καινή Διαθήκη ουδαμού χρησιμοποιεί δια τον Θεόν την λέξιν «γνόφος». Λέγει εις ημάς ότι «Ο Θεός Φως εστι και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστι ουδεμία». Περί της υπερβατικότητος Αυτού και συνεπώς της τελείας «αορασίας», της τελείας «αγνωσίας» Αυτού η Καινή Διαθήκη λέγει τα εξής: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» … Ότε ανεφάνησαν οι φιλόσοφοι και οι αιρετικοί, οι υποστηρίζοντες την δυνατότητα πλήρους γνώσεως του Θεού, τότε οι Άγιοι Πατέρες, δια να εκριζώσουν την ασύνετον ταύτην ιδέαν επέστρεψαν εις Παλαιοδιαθηκικάς εικόνας και γλώσσαν: }186}
Ούτω δια να πλήξουν ισχυρότερον την συνείδησιν των ασόφων σοφών, οι Πατέρες προσέφυγον εις την έννοιαν του «γνόφου», δια του οποίου ο Σοφός Νομοθέτης Μωϋσής συνεκράτει τον λαόν αυτού, εισέτι άπειρον της Θεογνωσίας, από της ασυνέτου εξάρσεως της ιδέας του «κατανοήσαι» τον Θεόν· και δια να μη παρεκκλίνουν από της Καινοδιαθηκικής Αποκαλύψεως, οι Πατέρες ωνόμασαν τον γνόφον τούτον «υπέρφωτον».
Η αληθής οδός προς θεωρίαν του Θείου Φωτός διέρχεται δια μέσου του έσω ανθρώπου. Όλη η σκέψις ημών, όλη η δύναμις της επιθυμίας ημών, οφείλουν να κατευθύνωνται μόνον προς το «τηρήσαι την εντολήν του Θεού άσπιλον και ανεπίληπτον» (Α’ Τιμ. στ΄ 14}. Τότε το Θείον Φως, καθώς έδειξεν η πείρα των αιώνων, «πολυμερώς και πολυτρόπως» επισκέπτεται τον άνθρωπον. Και ουδείς δύναται να είπη ποτέ περί των ορίων της ευδοκίας του Θεού προς ημάς, διότι αύτη κείται εν αληθεία πέραν παντός ορίου. Οσονδήποτε και εάν τείνει ο άνθρωπος προς τον Θεόν, οσονδήποτε και εάν φλέγηται υπό της αγάπης προς Αυτόν, και πάλιν αι εκχύσεις του Φωτός θα παραμείνουν πέραν παντός ορίου και αριθμού, διότι δεν υπάρχει τέλος εις αυτάς, και όταν εισέτι το φως υπερβαίνη τας δυνάμεις της φύσεως ημών να υπομείνη την λάμψιν αυτού. Και ο μοναδικός δυνατός λόγος, η μοναδική επικύρωσις, ως προς πάντα ταύτα είναι ότι «ο Θεός Φως εστι, και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστι ουδεμία», και ότι «Αυτός οικεί εν απροσίτω Φωτί» και εμφανίζεται πάντοτε εν τω φωτί και ως φως. }187}
«Τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω»;
Και εδόθη εις εμέ η απάντησις:
Προσεύχου, ως ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, όστις επί έτη εβόα, «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος», και εισηκούσθη.
Προσεύχου δια των λόγων της εκκλησιαστικής ωδής, «Λαμψάτω, ώ Φωτοδότα, και εμοί τω αμαρτωλώ το φως Σου το απρόσιτον», και ενδυναμού εν τη πίστει, ενθυμούμενος ότι η Εκκλησία δεν προσεύχεται περί αδυνάτων πραγμάτων.
Εν συνεχεία ο ανήρ εκείνος ως να απέκλειε την δυνατότητα ότι τοιαύτη προσευχή θα παραμείνη άνευ της άνωθεν απαντήσεως, κατέκλεισε τον λόγον αυτού ως εξής:
«Όταν γνωρίση η ψυχή σου τούτο το φως, τότε, όταν συμβή να στερήται τούτου, θα φλέγηται δι’ αυτό και μιμούμενος τον Άγιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον θα ζητής αυτό και θα κράζης προς αυτό:
Ελθέ, το φως το αληθινόν.
Ελθέ, η Ζωή η αιώνιος.
Ελθέ, των πεπτωκότων η έγερσις.
Ελθέ, των κειμένων η ανόρθωσις.
Ελθέ, των νεκρών η ανάστασις.
Ελθέ, Πανάγια Βασιλεύ.
Ελθέ, και σκήνωσον εν ημίν,
και μείνον αδιαστάτως εν ημίν,
και αδιαιρέτως Συ μόνος βασίλευε εν ημίν
εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». }188}
Ολίγος χρόνος έμεινεν εις εμέ να ζήσω μεθ’ υμών. Αλλά Εκείνο το Πνεύμα, το οποίον συνδέει ημάς, είναι κατά την φύσιν Αυτού αιώνιον Πνεύμα. Και εις τούτο το Πνεύμα το Άγιον, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το Οποίον εφανέρωσεν εις ημάς ο Υιός Αυτού Ιησούς Χριστός, παραδίδω υμάς.
11 Μαρτίου 1993. }191}