20 Σκόνη στον Άνεμο

Όταν βγήκαν από το κτίριο από λευκή πέτρα πάνω στα νευρικά άλογά τους, ο παγωμένος αέρας τους χτυπούσε κατά ριπές, βογκούσε στις στέγες, έκανε τους μανδύες να ανεμίζουν σαν λάβαρα, έσπρωχνε αραιά σύννεφα στο πελεκούδι του φεγγαριού. Ο Λαν τους διέταξε χαμηλόφωνα να μείνουν κοντά του και τους οδήγησε στο δρόμο. Τα άλογα χόρευαν και τραβούσαν τα χαλινάρια, ανυπομονώντας να βρεθούν αλλού.

Ο Ραντ σήκωσε επιφυλακτικά το βλέμμα στα κτίρια που περνούσαν, τα οποία τώρα ορθώνονταν στη νύχτα, με τα άδεια παράθυρά τους σαν κόγχες ματιών. Σκιές έμοιαζαν να σαλεύουν. Μερικές φορές ακουγόταν πάταγοι — χαλάσματα που τα έριχνε ο άνεμος. Τουλάχιστον τα μάτια έφυγαν. Η ανακούφιση που ένιωσε ήταν στιγμιαία. Γιατί έφυγαν;

Ο Θομ και οι χωρικοί είχαν πλησιάσει ο ένας τον άλλο, τόσο κοντά που ακουμπούσαν. Η Εγκουέν είχε καμπουριάσει τους ώμους, σαν να προσπαθούσε να ελαφρύνει το βήμα της Μπέλας. Ο Ραντ δεν ήθελε ούτε να ανασαίνει. Ο ήχος ίσως προσέλκυε την προσοχή.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι μπροστά τους είχε ανοίξει ένα κενό, χωρίζοντάς τους από τον Πρόμαχο και την Άες Σεντάι. Έμοιαζαν με ασαφείς μορφές, τριάντα τουλάχιστον βήματα πιο μπροστά.

“Καθυστερούμε”, μουρμούρισε και κλώτσησε τον Κλάουντ για να ταχύνει το βήμα. Ένα λεπτό πλοκάμι από ασημόγκριζα ομίχλη έπλεε αργά μπροστά τους, κάθετα στο δρόμο.

“Σταματήστε!” Μια πνιγμένη κραυγή από τη Μουαραίν, κοφτή και βιαστική, αρθρωμένη με τρόπο ώστε να μην ακουστεί μακριά.

Ο Ραντ, χωρίς να καταλαβαίνει, σταμάτησε. Το απομεινάρι της ομίχλης τώρα είχε κόψει όλο το δρόμο και διογκωνόταν αργά, σαν να ανάβλυζε συνεχώς από τα κτίρια στις δύο πλευρές του δρόμου. Τώρα ήταν χοντρό, σαν ανθρώπινο μπράτσο. Ο Κλάουντ κλαψούρισε και προσπάθησε να κάνει πίσω, καθώς τον πλησίαζαν η Εγκουέν και ο Θομ. Και τα δικά τους άλογα τίναξαν τα κεφάλια και αντιστάθηκαν στα χαλινάρια, για να μην πλησιάσουν την ομίχλη.

Ο Λαν και η Μουαραίν πλησίασαν αργά την ομίχλη, που είχε διάμετρο ανθρώπινου ποδιού και σταμάτησαν στην απέναντι πλευρά, κρατώντας απόσταση. Η Άες Σεντάι κοίταξε εξεταστικά το κλαρί της ομίχλης που τους χώριζε. Ο Ραντ σήκωσε τους ώμους, νιώθοντας ένα ρίγος φόβου στη ράχη του. Ένα αμυδρό φως συντρόφευε την ομίχλη και δυνάμωνε, καθώς το ομιχλώδες πλοκάμι χόντραινε, αλλά, ακόμα, ήταν ελάχιστα πιο δυνατό από το φεγγαρόφωτο. Τα άλογα σάλεψαν ταραγμένα, ακόμα και η Αλντίμπ και ο Μαντάρμπ.

“Τι είναι;” ρώτησε η Νυνάβε.

“Το κακό της Σαντάρ Λογκόθ”, απάντησε η Μουαραίν. “Το Μασάνταρ. Τυφλό, άνοο, κινείται στην πόλη άσκοπα, σαν σκουλήκι που τρυπώνει στη γη. Αν σε αγγίξει, πέθανες”. Ο Ραντ και οι άλλοι άφησαν τα άλογά τους να κάνουν μερικά νευρικά βήματα προς τα πίσω, αλλά όχι πολύ μακριά. Αν και ο Ραντ θα έδινε πολλά για να γλιτώσει από τη Μουαραίν, η Άες Σεντάι του ήταν ασφαλής και οικεία σε σύγκριση μ’ αυτό που τους περιτριγύριζε.

“Τότε πώς θα σας πλησιάσουμε;” είπε η Εγκουέν. “Μπορείς να το σκοτώσεις... να ανοίξεις δρόμο;”

Το γέλιο της Μουαραίν ήταν πικρό και σύντομο. “Το Μασάνταρ είναι τεράστιο, κοπέλα μου, τεράστιο όσο η ίδια η Σαντάρ Λογκόθ. Ολόκληρος ο Λευκός Πύργος δεν θα μπορούσε να το σκοτώσει. Για να το τραυματίσω, τόσο που να σας αφήσει να περάσετε, θα χρειαζόταν να αντλήσω τόσο πολύ από τη Μία Δύναμη, που θα ήταν σαν κάλεσμα σάλπιγγας για τους Ημιάνθρωπους. Και το Μασάνταρ θα χιμούσε για να γιατρέψει την όποια ζημιά κατάφερνα να κάνω, θα χιμούσε και ίσως να μας έπιανε στο δίχτυ του”.

Ο Ραντ αντάλλαξε μια ματιά με την Εγκουέν και μετά έκανε την ερώτηση που είχε ρωτήσει κι εκείνη. Η Μουαραίν αναστέναξε πριν απαντήσει.

“Δεν μου αρέσει, μα πρέπει να γίνει αυτό που πρέπει να γίνει. Αυτό το πράγμα δεν θα είναι παντού πάνω από το έδαφος. Θα υπάρχουν άλλοι δρόμοι καθαροί. Βλέπετε εκείνο το άστρο;” Έτριψε στη σέλα της για να δείξει ένα κόκκινο άστρο που ήταν χαμηλά στον ανατολικό ουρανό. “Να προχωρείτε προς εκείνο το άστρο και θα σας βγάλει στο ποτάμι. Ό,τι και να γίνει, συνεχίστε να πηγαίνετε προς το ποτάμι. Πηγαίνετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε, αλλά, κυρίως, μην κάνετε θόρυβο. Μην ξεχνάτε ότι υπάρχουν και οι Τρόλοκ. Και τέσσερις Ημιάνθρωποι”.

“Μα, πώς θα σας ξαναβρούμε;” διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν.

“Θα σας βρω εγώ”, είπε η Μουαραίν. “Σας διαβεβαιώ, μπορώ να σας βρω. Φύγετε τώρα. Αυτό το πράγμα δεν έχει νου, αλλά νιώθει την τροφή του”. Και πραγματικά, ασημόγκριζα κορδόνια είχαν αρχίσει να υψώνονται από τον κύριο κορμό. Αιωρούνταν, τρεμουλιάζοντας, σαν πλοκάμια εκατόχερου στον πυθμένα μιας λιμνούλας του Νερόδασους.

Όταν ο Ραντ σήκωσε το βλέμμα από το χοντρό κορμό της αδιαφανούς αχλής, ο Πρόμαχος και η Άες Σεντάι είχαν χαθεί. Έγλειψε τα χείλη και κοίταξε τους συντρόφους του στα μάτια. Ήταν κι αυτοί εξίσου νευρικοί. Και κάτι χειρότερο: έμοιαζαν να περιμένουν να κουνηθεί πρώτα κάποιος άλλος. Η νύχτα και τα ερείπια τους περικύκλωναν. Πιο πέρα, κάπου εκεί, υπήρχαν Ξέθωροι και Τρόλοκ, ίσως στην επόμενη γωνία. Τα πλοκάμια της ομίχλης πλησίασαν, έχοντας καλύψει τη μισή απόσταση και δεν τρεμούλιαζαν πια. Είχαν διαλέξει τη λεία που ήθελαν. Ξαφνικά ένιωσε να του λείπει πολύ η Μουαραίν.

Όλοι στέκονταν και κοίταζαν και αναρωτιόνταν προς τα πού έπρεπε να πάνε. Έστριψε τον Κλάουντ και το γκρίζο άλογο άρχισε τον τροχασμό, τραβώντας τα χαλινάρια για να πάει πιο γρήγορα. Σαν να είχε γίνει αρχηγός τους, επειδή είχε ξεκινήσει πρώτος, οι άλλοι τον ακολούθησαν.

Τώρα, που η Μουαραίν είχε φύγει, δεν είχαν κανέναν να τους βοηθήσει σε περίπτωση που εμφανιζόταν ο Μόρντεθ. Και οι Τρόλοκ. Και... Ο Ραντ έβαλε τα δυνατά του για να σταματήσει αυτές τις σκέψεις. Θα ακολουθούσε το κόκκινο αστέρι. Αυτή τη σκέψη μπορούσε να την κρατήσει.

Τρεις φορές χρειάστηκε να οπισθοχωρήσουν, επειδή τους δρόμους που είχαν πάρει τους έφραζαν λόφοι από πέτρες και τούβλα και τα άλογα δεν μπορούσαν να τους ανεβούν. Ο Ραντ άκουγε την αναπνοή των άλλων, κοφτή και γρήγορη, στα πρόθυρα του πανικού. Έτριξε τα δόντια του για να σταματήσει τις λαχανιασμένες ανάσες του. Τουλάχιστον πρέπει να τους κάνεις να πιστέψουν πως δεν φοβάσαι. Μια χαρά τα πας, κοκορόμυαλε! Θα τους βγάλεις όλους από δω ασφαλείς.

Έστριψαν την άλλη γωνία. Ένας τοίχος από ομίχλη έλουζε το σπασμένο δρόμο, με φως λαμπερό, σαν πανσέληνος. Πλοκάμια χοντρά, σαν τα άλογά τους, γύρισαν προς το μέρος τους. Κανένας δεν στάθηκε να περιμένει. Γύρισαν και άρχισαν να καλπάζουν κολλητά μεταξύ τους, χωρίς να τους νοιάζει ο σαματάς των οπλών.

Δύο Τρόλοκ βγήκαν στο δρόμο μπροστά τους, ούτε δέκα απλωσιές πιο πέρα.

Για μια στιγμή, άνθρωποι και Τρόλοκ έμειναν να κοιτάζονται, οι μεν πιο ξαφνιασμένοι από τους δε. Άλλο ένα ζευγάρι Τρόλοκ εμφανίστηκε και ακόμα ένα και άλλο ένα, που έπεσαν στους μπροστινούς τους, έκπληκτοι μπροστά στην όψη των ανθρώπων. Λαρυγγώδη ουρλιαχτά αντήχησαν στα κτίρια και οι Τρόλοκ όρμηξαν. Οι άνθρωποι σκόρπισαν σαν ορτύκια.

Το γκρίζο άλογο του Ραντ άρχισε σχεδόν αμέσως να καλπάζει. “Από κει!” φώναξε ο Ραντ, αλλά άκουσε την ίδια κραυγή να βγαίνει από πέντε στόματα. Μια βιαστική ματιά πάνω από τον ώμο του του έδειξε ότι οι σύντροφοί του είχαν πάρει ο καθένας τη δική του κατεύθυνση, ενώ οι Τρόλοκ τους καταδίωκαν.

Τρεις Τρόλοκ έτρεχαν πίσω του, ανεμίζοντας κοντάρια με θηλιές. Ένιωσε ρίγος, όταν κατάλαβε ότι στην ταχύτητα ήταν αντάξιοι του Κλάουντ. Έσκυψε χαμηλά στο λαιμό του Κλάουντ και βίασε το γκρίζο άλογο να τρέξει, με τις βαριές κραυγές να τον κυνηγούν.

Μπροστά ο δρόμος στένεψε και τα κτίρια με τις γκρεμισμένες κορφές έγερναν σαν μεθυσμένα. Τα άδεια παράθυρα γέμισαν αργά από μια ασημένια λάμψη, μια πυκνή ομίχλη που απλωνόταν. Το Μασάνταρ.

Ο Ραντ ρισκάρισε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. Οι Τρόλοκ ακόμα έτρεχαν, λιγότερο από πενήντα βήματα πίσω του· το φως της ομίχλης αρκούσε για να τους δει καθαρά. Τώρα ένας Ξέθωρος ήταν μαζί τους καβάλα στο άλογά του και οι Τρόλοκ έμοιαζαν, σχεδόν, τόσο να τρέχουν μακριά του, όσο και να κυνηγούν τον Ραντ. Μπροστά από τον Ραντ, πεντ’ έξι γκρίζα πλοκάμια στην αρχή και πάνω από δέκα μετά έβγαιναν τρεμουλιάζοντας από τα παράθυρα, ψάχνοντας στον αέρα. Ο Κλάουντ τίναξε το κεφάλι του και ούρλιαξε, αλλά ο Ραντ έχωσε βίαια τις φτέρνες στα πλευρά του και το άλογο όρμηξε μπροστά σαν τρελό.

Τα πλοκάμια σκλήρυναν, όταν ο Ραντ πέρασε καλπάζοντας ανάμεσά τους, αλλά έσκυψε στη ράχη του Κλάουντ και αρνήθηκε να τα κοιτάξει. Ο δρόμος πιο πέρα ήταν ελεύθερος. Αν μ’ αγγίξει έστω κι ένα... Φως μου! Κέντρισε ακόμα πιο δυνατά τον Κλάουντ και το άλογο πήδηξε μπροστά, στις ευπρόσδεκτες σκιές. Ενώ ο Κλάουντ έτρεχε ακόμα, ο Ραντ κοίταξε πίσω του αμέσως μόλις άρχισε να λιγοστεύει η λάμψη του Μασάνταρ.

Τα κυματιστά γκρίζα πλοκάμια του Μασάνταρ έκλειναν το μισό δρόμο και οι Τρόλοκ δείλιασαν, αλλά ο Ξέθωρος έπιασε ένα μαστίγιο από το σακίδιο της σέλας του και το πλατάγισε πάνω από τα κεφάλια των Τρόλοκ με ήχο σαν κεραυνό, γεμίζοντας τον αέρα σπίθες. Οι Τρόλοκ, μισοσκυμμένοι, χύθηκαν στο κατόπι του Ραντ. Ο Ημιάνθρωπος δίστασε και η μαύρη κουκούλα εξέτασε τα απλωμένα χέρια του Μασάνταρ, πριν τρέξει κι αυτός μπροστά.

Τα όλο και πιο χοντρά πλοκάμια της ομίχλης κουνήθηκαν, αβέβαια για μια στιγμή και μετά όρμηξαν σαν οχιές. Τουλάχιστον δύο άρπαξαν τον κάθε Τρόλοκ, λούζοντάς τους με ένα γκρίζο φως· οι μουσούδες υψώθηκαν για να ουρλιάξουν, αλλά η ομίχλη κύλησε στα ανοιχτά στόματα και μπήκε μέσα, πίνοντας τα ουρλιαχτά. Τέσσερα πλοκάμια, χοντρά σαν πόδια, κουλουριάστηκαν γύρω από τον Ξέθωρο και ο Ημιάνθρωπος μαζί με το μαύρο άλογά του τινάχτηκαν σαν να χόρευαν, ώσπου η μαύρη κουκούλα έπεσε πίσω, αποκαλύπτοντας εκείνο το ωχρό, δίχως μάτια πρόσωπο. Ο Ξέθωρος στρίγκλισε.

Ούτε ο Ξέθωρος, ούτε οι Τρόλοκ έβγαλαν άλλο ήχο, αλλά κάτι ακούστηκε, ένα διαπεραστικό βούισμα, λίγο πέρα από τα όρια της ακοής, σαν να είχαν έρθει όλες οι σφήκες του κόσμου και τρυπούσαν το αυτί του Ραντ με όλο το φόβο που μπορούσε να υπάρχει. Ο Κλάουντ σφάδασε, σαν να το είχε ακούσει κι αυτός και έτρεξε, πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά. Ο Ραντ κρατήθηκε πάνω του, λαχανιασμένος, ενώ ο λαιμός του ήταν ξερός σαν άμμος.

Μετά από λίγη ώρα κατάλαβε ότι δεν άκουγε πια το σιωπηλό ουρλιαχτό του Ξέθωρου που πέθαινε και, ξαφνικά, το ποδοβολητό του αλόγου του ακούστηκε στ’ αυτιά του, δυνατό σαν φωνή. Τράβηξε γερά τα χαλινάρια του Κλάουντ, σταμάτησε πλάι σ’ έναν τσακισμένο τοίχο, σε μια διασταύρωση. Ένα ανώνυμο μνημείο ορθωνόταν στο σκοτάδι μπροστά του.

Έστησε αυτί, μισοπεσμένος στη σέλα του, αλλά δεν άκουγε τίποτα, εκτός από το αίμα που βροντοκοπούσε στα αυτιά του. Το πρόσωπό του είχε γεμίσει στάλες κρύου ιδρώτα και το κορμί του ανατρίχιασε, καθώς ο άνεμος τίναζε το μανδύα του.

Τελικά ίσιωσε το κορμί του. Ο ουρανός ήταν γεμάτος άστρα και δεν υπήρχαν σύννεφα, αλλά αμέσως γνώρισε το κόκκινο άστρο, χαμηλά προς τα ανατολικά. Ζει κανείς άλλος για να το δει; Ήταν ελεύθεροι, ή είχαν πέσει στα χέρια των Τρόλοκ; Εγκουέν, που να με τυφλώσει το Φως, γιατί $εν με ακολούθησες; Αν ήταν ζωντανοί κι ελεύθεροι, θα ακολουθούσαν το άστρο. Αν όχι... Τα χαλάσματα ήταν απέραντα· μπορούσε να ψάχνει μέρες δίχως να βρει κανέναν, αν γλίτωνε από τους Τρόλοκ. Και τους Ξέθωρους και τον Μόρντεθ και το Μασάνταρ. Αποφάσισε απρόθυμα να πάει προς το ποτάμι.

Έπιασε τα χαλινάρια. Στον κάθετο δρόμο, μια πέτρα έπεσε σε μια άλλη μ’ έναν οξύ κρότο. Πάγωσε αμέσως, κράτησε ακόμα και την ανάσα του. Ήταν κρυμμένος στις σκιές, ένα βήμα μόνο πέρα από τη γωνία. Σκέφτηκε έξαλλα να οπισθοχωρήσει. Τι ήταν πίσω του; Τι θα έκανε θόρυβο για να τον προδώσει; Δεν μπορούσε να θυμηθεί και φοβόταν να πάρει το βλέμμα από τη γωνία του κτιρίου.

Σκοτάδι καραδοκούσε σε κείνη τη γωνιά και από κει ξεπρόβαλλε το μακρύτερο σκοτάδι ενός ραβδιού. Κοντάρι με γάντζο! Ο Ραντ, ευθύς μόλις πέρασε η σκέψη από το μυαλό του, έχωσε τις φτέρνες του στα πλευρά του Κλάουντ και τράβηξε το σπαθί από το θηκάρι του· συνόδευσε την εφόρμησή του με μια άναρθρη κραυγή και κατέβασε το σπαθί μ’ όλη του τη δύναμη. Μόνο μια απελπισμένη προσπάθεια συγκράτησε τη λεπίδα πριν χτυπήσει. Ο Ματ άφησε μια πνιχτή κραυγούλα κι έγειρε πίσω, πέφτοντας σχεδόν από το άλογό του, ενώ παραλίγο θα έριχνε και το τόξο Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα και κατέβασε το σπαθί του. Το μπράτσο του έτρεμε. “Είδες κανέναν άλλον;” κατόρθωσε να πει.

Ο Ματ ξεροκατάπιε και ξανακάθισε κανονικά στη σέλα του. “Με... με... Μόνο Τρόλοκ”. Έπιασε το λαιμό του, έγλειψε τα χείλη του. “Μόνο Τρόλοκ. Εσύ;”

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. “Μάλλον προσπαθούν να φτάσουν στο ποτάμι. Ας κάνουμε κι εμείς το ίδιο”. Ο Ματ ένευσε σιωπηλά, ψηλαφώντας συνεχώς το λαιμό του και ξεκίνησαν ακολουθώντας το κόκκινο αστέρι.

Πριν κάνουν εκατό απλωσιές, η γοερή κραυγή ενός κέρατος των Τρόλοκ υψώθηκε πίσω τους στα βάθη της πόλης. Μια άλλη του απάντησε, έξω από τα τείχη.

Ο Ραντ ανατρίχιασε, αλλά συνέχισε τον αργό ρυθμό τους, παρακολουθώντας τα πιο σκοτεινά σημεία και αποφεύγοντάς τα όπου μπορούσε. Ο Ματ στην αρχή τίναξε τα χαλινάρια, σαν να προτιμούσε τον καλπασμό, μετά όμως τον μιμήθηκε. Τα κέρατα δεν ξανακούστηκαν και οι δύο τους προχώρησαν στη σιωπή και έφτασαν σε ένα άνοιγμα του γεμάτου κληματσίδες τοίχου, εκεί που κάποτε υπήρχε πύλη. Μόνο οι πύργοι απέμεναν κι έστεκαν υψωμένοι σαν τσακισμένες κορυφές στο μαύρο ουρανό.

Θ Ματ κοντοστάθηκε στην πύλη, όμως ο Ραντ είπε χαμηλόφωνα, “Μέσα είμαστε πιο ασφαλείς απ’ όσο έξω;” Δεν βράδυνε το ρυθμό του γκρίζου αλόγου του και ύστερα από μια παύση ο Ματ, προσπαθώντας να κοιτάζει ταυτοχρόνως παντού, τον ακολούθησε και βγήκαν από τη Σαντάρ Λογκόθ. Ο Ραντ άφησε την ανάσα του να βγει αργά· το στόμα του ήταν κατάξερο. Θα τα καταφέρουμε. Φως μου, θα τα καταφέρουμε!

Τα τείχη πίσω τους χάθηκαν, τα κατάπιαν η νύχτα και το δάσος. Ο Ραντ αφουγκραζόταν για να ακούσει και τον παραμικρό ήχο και συνέχισε να προχωρά, με το κόκκινο άστρο ακριβώς μπροστά.

Ξαφνικά, ο Θομ τους προσπέρασε καλπάζοντας και έκοψε ταχύτητα μόνο για να τους φωνάξει, “Τρέξτε, ανόητοι!” Μια στιγμή αργότερα οι κραυγές των διωκτών τους και η φασαρία στους θάμνους πίσω ανακοίνωναν ότι οι Τρόλοκ ακολουθούσαν τη διαδρομή του.

Ο Ραντ χτύπησε τα πλευρά του αλόγου και ο Κλάουντ έτρεξε πίσω από το μουνούχι του Βάρδου. Τι κάνουμε όταν βρεθούμε στο ποτάμι δίχως τη Μουαραίν; Φως μου, η Εγκουέν!

Ο Πέριν καθόταν στο άλογό του στις σκιές, παρακολουθώντας την ανοιχτή πύλη, λίγο πιο πέρα μπροστά του και ανεβοκατέβαζε αφηρημένα τον αντίχειρά του στη λεπίδα του τσεκουριού του. Έμοιαζε να είναι μια ασφαλής έξοδος από τη ρημαγμένη πόλη, αλλά ο ίδιος είχε πέντε λεπτά που καθόταν εκεί και την εξέταζε. Ο άνεμος φυσούσε τις ανακατωμένες μπούκλες του και προσπαθούσε να του αρπάξει το μανδύα, αλλά αυτός κουκουλωνόταν πάλι, χωρίς να προσέχει τι κάνει.

Ήξερε ότι ο Ματ και σχεδόν όλοι οι άλλοι στο Πεδίο του Έμοντ, τον θεωρούσαν αργόστροφο. Εν μέρει επειδή ήταν μεγαλόσωμος και συνήθως περπατούσε προσεκτικά —πάντα φοβόταν μήπως σπάσει κάτι κατά τύχη, ή μήπως χτυπήσει κανέναν, αφού ήταν πολύ μεγαλύτερος από τους συνομηλίκους του- αλλά, στην πραγματικότητα, προτιμούσε να σκέφτεται τα πράγματα διεξοδικά όταν μπορούσε. Οι βιαστικές σκέψεις, οι ασυλλόγιστες σκέψεις, πάντα έβαζαν τον Ματ σε μπελάδες και, συνήθως, ο Ραντ ή ο Πέριν, ή και οι δύο μαζί κατέληγαν να βράζουν στο ίδιο καζάνι με τον Ματ.

Ο λαιμός του σφίχτηκε. Φως μου, μην σκέφτεσαι καζάνια. Προσπάθησε να οργανώσει πάλι τις σκέψεις του. Η λύση ήταν η περίσκεψη.

Κάποτε υπήρχε μια πλατεία μπροστά στην πύλη, μ’ ένα πελώριο σιντριβάνι στο μέσον της. Ένα μέρος του σιντριβανιού ήταν ακόμα εκεί, μια συστάδα από γκρεμισμένα αγάλματα, που στέκονταν σε μια μεγάλη, στρογγυλή δεξαμενή, όπως και ο ανοιχτός χώρος γύρω του. Για να φτάσει στην πύλη, θα έπρεπε να διανύσει περίπου εκατό απλωσιές και μόνο τη νύχια, για προστασία από ερευνητικά μάτια. Ούτε κι αυτή η σκέψη ήταν ευχάριστη. Θυμόταν πολύ καλά εκείνους τους αθέατους παρατηρητές.

Σκέφτηκε τα κέρατα που είχαν ακουστεί στην πόλη νωρίτερα. Παραλίγο θα γυρνούσε πίσω, πιστεύοντας πως είχαν πιάσει κάποιον από τους άλλους, αλλά μετά είχε συνειδητοποιήσει πως, σ’ αυτή την περίπτωση, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα μόνος του. Ενάντια σε ―τι είπε ο Λαν― εκατό Τρόλοκ και τέσσερις Ξέθωρους, Η Μουαραίν Σεντάι είπε να πάμε στο ποτάμι.

Συλλογίστηκε πάλι την πύλη. Η περίσκεψη δεν απόφασή του είχε δώσει πολλές απαντήσεις, αλλά είχε πάρει την του. Βγήκε από τις βαθιές σκιές στο σκοτάδι, που δεν ήταν τόσο πυκνό.

Όπως έβγαινε, ένα άλογο εμφανίστηκε στην άλλη πλευρά της πλατείας και σταμάτησε. Κι ο Πέριν σταμάτησε και το χέρι του πήγε στο τσεκούρι· δεν του έδινε μεγάλη παρηγοριά. Αν αυτή η σκοτεινή μορφή ήταν Ξέθωρος...

Μια απαλή, διστακτική φωνή ακούστηκε. “Ραντ;”

Ανάσανε πάλι με ανακούφιση. “Ο Πέριν είμαι, Εγκουέν”, της απάντησε, πάλι με απαλή φωνή. Ακούστηκε πολύ δυνατή εκεί στο σκοτάδι.

Τα άλογα πλησίασαν μεταξύ τους στο σιντριβάνι.

“Είδες κανέναν άλλον;” ρώτησαν και οι δύο ταυτοχρόνως και απάντησαν μαζί, κουνώντας το κεφάλι.

“Θα είναι καλά”, μουρμούρισε η Εγκουέν, χαϊδεύοντας το λαιμό της Μπέλας. “Έτσι δεν είναι;”

“Η Μουαραίν Σεντάι και ο Λαν θα τους φροντίσουν”, απάντησε ο Πέριν. “Θα μας φροντίσουν όλους, όταν φτάσουμε στο ποτάμι”. Ήλπισε πως έτσι θα γινόταν.

Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση όταν πέρασαν την πύλη, έστω κι αν στο δάσος υπήρχε περίπτωση να τριγυρνούν Τρόλοκ. Ή Ξέθωροι. Σταμάτησε αυτές τις σκέψεις. Τα γυμνά κλαριά δεν τον εμπόδιζαν να ακολουθεί το κόκκινο αστέρι και τώρα πια βρίσκονταν μακριά από την περιοχή του Μόρντεθ. Αυτός τον είχε τρομάξει περισσότερο από τους Τρόλοκ.

Σε λίγο θα έφταναν στο ποτάμι και θα αντάμωναν τη Μουαραίν και εκείνη θα τους έπαιρνε μακριά και από τους Τρόλοκ. Το πίστευε, επειδή είχε ανάγκη να το πιστέψει. Ο άνεμος έκανε τα κλαριά να ξύνονται το ένα στο άλλο και τα φύλλα και τις βελόνες των αειθαλών να θροίζουν. Η μοναχική κραυγή ενός νυχτοπάτη τρύπησε το σκοτάδι και ο Πέριν και η Εγκουέν πλησίασαν τα άλογά τους, σαν να ήθελαν να κουλουριαστούν για να ζεσταθούν. Ήταν ολομόναχοι.

Ένα κέρας των Τρόλοκ ήχησε κάπου πίσω τους, με βιαστικές, θρηνητικές σπιλιάδες, προτρέποντας τους κυνηγούς να βιαστούν, να βιαστούν. Έπειτα, χοντρά, μισο-ανθρώπινα ουρλιαχτά ακούστηκαν πίσω στο δρόμο που είχαν πάρει, παρακινημένα από το κέρας. Ουρλιαχτά που δυνάμωσαν, όταν οι Τρόλοκ έπιασαν την οσμή των ανθρώπων.

Ο Πέριν έβαλε το άλογό του να καλπάσει, φωνάζοντας, “Έλα!”. Η Εγκουέν τον ακολούθησε και οδήγησαν και οι δύο τα άλογά τους γοργά, χωρίς να τους νοιάζει ο θόρυβος, χωρίς να τους νοιάζουν τα κλαριά που τους μαστίγωναν.

Όπως έτρεχαν ανάμεσα στα δέντρα, με οδηγό όχι μόνο το αμυδρό φεγγαρόφωτο, αλλά και το ένστικτό τους, η Μπέλα άρχισε να καθυστερεί. Ο Πέριν κοίταξε πίσω. Η Εγκουέν κλώτσησε τη φοράδα και την καμτσίκωσε με τα γκέμια, αλλά δεν έβγαινε τίποτα. Κρίνοντας από τους ήχους, οι Τρόλοκ πλησίαζαν. Έκοψε ταχύτητα για να μην αφήσει πίσω.

“Βιάσου!” της φώναξε. Τώρα μπορούσε να διακρίνει τους Τρόλοκ, πελώριες μαύρες μορφές που έτρεχαν ανάμεσα στα δέντρα, με μουγκρητά και γρυλίσματα που πάγωναν το αίμα. Έσφιξε τη λαβή του τσεκουριού που κρεμόταν στη ζώνη του, με τόση δύναμη που του πόνεσαν οι αρθρώσεις. “Βιάσου, Εγκουέν! Βιάσου!”

Ξαφνικά το άλογά του ούρλιαξε και ο Πέριν άρχισε να πέφτει, ξεφεύγοντας κουτρουβαλιστά από τη σέλα, καθώς το άλογο χανόταν κάτω από τα πόδια του. Άπλωσε τα χέρια για να στηριχτεί και βούτηξε με το κεφάλι σε παγωμένα νερά. Είχε περάσει το χείλος μιας απόκρημνης πλαγιάς πάνω από τον Αρινέλε.

Έβγαλε μια κοφτή κραυγή με το σοκ του παγωμένου νερού και κατάπιε αρκετό, πριν καταφέρει να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Περισσότερο ένιωσε, παρά άκουσε, έναν άλλο παφλασμό και σκέφτηκε πως η Εγκουέν πρέπει να είχε πέσει μετά απ’ αυτόν. Ξεφυσώντας λαχανιασμένος, έκανε επιτόπου βήματα στο νερό. Δεν ήταν εύκολο να μείνει στην επιφάνεια· ο μανδύας και το παλτό του είχαν κιόλας γίνει μούσκεμα και οι μπότες του ήταν γεμάτες. Κοίταξε τριγύρω να βρει την Εγκουέν, αλλά είδε μόνο το λαμπύρισμα του φεγγαρόφωτου στα μαύρα νερά, που τα τάραζε ο άνεμος.

“Εγκουέν; Εγκουέν!”

Ένα δόρυ πέρασε σαν αστραπή μπροστά από τα μάτια του και πιτσίλισε νερά στο πρόσωπό του. Κι άλλα έπεσαν στο ποτάμι γύρω του. Λαρυγγώδεις φωνές άρχισαν να λογομαχούν στην όχθη και τα δόρατα των Τρόλοκ σταμάτησαν, αλλά ο Πέριν σταμάτησε προς το παρόν να φωνάζει.

Το ρεύμα τον παρέσυρε πιο κάτω, αλλά οι αγριοφωνάρες και τα γρυλίσματα ακολούθησαν από την όχθη. Έλυσε το μανδύα του, τον άφησε να τον παρασύρει το ποτάμι. Λιγότερο βάρος για να τον τραβήξει στο βυθό. Άρχισε να κολυμπά πεισματικά προς την απέναντι όχθη. Εκεί δεν υπήρχαν Τρόλοκ. Έτσι ήλπιζε.

Κολύμπησε όπως έκαναν στο χωριό, στις λιμνούλες του Νεροδάσους, χτυπώντας με τα δύο χέρια, κλωτσώντας με τα δύο πόδια, κρατώντας το κεφάλι έξω από το νερό. Ή, τουλάχιστον, προσπάθησε να κρατά το κεφάλι έξω από το νερό· δεν ήταν εύκολο. Ακόμα και χωρίς το μανδύα, το παλτό και οι μπότες του έμοιαζαν να ζυγίζουν όσο κι αυτός. Και το τσεκούρι τον τραβούσε από τη μέση, απειλώντας πότε να τον σύρει κάτω και πότε να τον κάνει να στριφογυρίσει. Σκέφτηκε να αφήσει το ποτάμι να πάρει και το τσεκούρι· το σκέφτηκε αρκετές φορές. Θα ήταν εύκολο, πολύ ευκολότερο από το να βγάλει τις μπότες, παραδείγματος χάριν. Κάθε φορά όμως που το σκεφτόταν, σκεφτόταν, επίσης, μήπως έβγαινε στην αντίπερα όχθη κι έβρισκε Τρόλοκ να καραδοκούν. Το τσεκούρι δεν θα τον βοηθούσε πολύ, αν είχε μπροστά του πεντ’ έξι Τρόλοκ —ή έστω κι έναν, ίσως — αλλά ήταν προτιμότερο από το να είναι με άδεια χέρια.

Μετά από λίγο, δεν ήταν πια βέβαιος ότι θα μπορούσε να σηκώσει το τσεκούρι, ακόμα κι αν υπήρχαν Τρόλοκ εκεί. Ένιωθε ότι τα χέρια και τα πόδια του ήταν ασήκωτα· με μεγάλο κόπο κατάφερνε να τα κουνήσει και το πρόσωπό του δεν έβγαινε τόσο ψηλά πάνω από το νερό με κάθε απλωτή. Έβηχε, όταν το νερό έμπαινε από τη μύτη του. Μια μέρα στο σιδεράδικο δεν συγκρίνεται μ’ όλα αυτά, σκέφτηκε κουρασμένος και τότε το πόδι του κλώτσησε κάτι. Μόνο όταν το ξανακλώτσησε κατάλαβε τι ήταν. Ο πυθμένας. Βρισκόταν στα ρηχά. Είχε περάσει το ποτάμι.

Σηκώθηκε όρθιος, ρουφώντας αέρα από το στόμα, σπαρταρώντας σχεδόν, καθώς τα πόδια του δεν τον κράταγαν. Τράβηξε στα τυφλά το τσεκούρι από τη θηλιά, καθώς έβγαινε με σπασμωδικά βήματα στην ακροποταμιά, τρέμοντας από την παγωνιά. Δεν φαίνονταν Τρόλοκ. Ούτε και η Εγκουέν. Μόνο μερικά αραιά δέντρα στην όχθη και η κορδέλα του σεληνόφωτος στο νερό.

Όταν ξαναβρήκε την ανάσα του, άρχισε να φωνάζει τα ονόματά τους. Του απάντησαν αχνές κραυγές από την απέναντι όχθη· ακόμα και από τόση απόσταση, καταλάβαινε τις σκληρές φωνές των Τρόλοκ. Όμως οι φίλοι του δεν του απάντησαν.

Ο άνεμος μαινόταν, με το ουρλιαχτό του να πνίγει τις φωνές των Τρόλοκ και ο Πέριν ανατρίχιασε. Δεν έκανε τόσο κρύο, που να παγώσει το νερό που είχε μουλιάσει τα ρούχα του, αλλά έτσι ένιωθε· του τρυπούσε τα κόκαλα με μια παγερή λεπίδα. Κουλουριάστηκε, αλλά το κρύο δεν υποχώρησε. Ολομόναχος, ανηφόρισε κουρασμένα την όχθη για να βρει καταφύγιο από τον αέρα.

Ο Ραντ χάιδεψε το λαιμό του Κλάουντ, γαληνεύοντας τον ψιθυριστά. Το γκρίζο άλογο τίναξε το κεφάλι και χοροπήδησε. Οι Τρόλοκ είχαν μείνει πίσω —τουλάχιστον έτσι φαινόταν στον Ραντ — αλλά ο Κλάουντ είχε ακόμα τη μυρωδιά τους βαριά στα ρουθούνια του. Ο Ματ προχωρούσε, με βέλος περασμένο στο τόξο και μισοτραβηγμένο, ψάχνοντας με το βλέμμα για τις εκπλήξεις της νύχτας, ενώ ο Ραντ και ο Θομ κοίταζαν ανάμεσα από τα κλαριά το κόκκινο άστρο, που ήταν ο οδηγός τους. Δεν το έχαναν, παρά τα κλαριά πάνω από το κεφάλι τους, αρκεί να προχωρούσαν προς την κατεύθυνσή του. Όταν όμως είχαν φανεί οι Τρόλοκ μπροστά τους, η ομάδα άρχισε να καλπάζει προς το πλάι, ενώ τους κυνηγούσαν ουρλιάζοντας και τα δύο κοπάδια των Τρόλοκ. Οι Τρόλοκ μπορούσαν να παραβγούν σε ταχύτητα με τα άλογα, μόνο όμως για απόσταση εκατό περίπου βημάτων και, τελικά, η ομάδα είχε αφήσει πίσω της τους διώκτες και τα ουρλιαχτά τους. Αλλά με τις στροφές και τα γυρίσματα, είχαν χάσει το άστρο που τους οδηγούσε.

“Εγώ επιμένω ότι είναι εκεί”, είπε ο Ματ, δείχνοντας στα δεξιά του. “Στο τέλος πηγαίναμε βόρεια κι αυτό σημαίνει ότι η ανατολή είναι προς τα κει”.

“Να το”, είπε απότομα ο Θομ. Μέσα από τα μπλεγμένα κλαριά στα αριστερά τους, έδειξε το άστρο. Ο Ματ μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του.

Ο Ραντ, με την άκρη του ματιού του, έπιασε την κίνηση ενός Τρόλοκ, που πηδούσε από πίσω από ένα δέντρο δίχως κανέναν ήχο, κουνώντας το κοντάρι του με τη θηλιά. Ο Ραντ έχωσε τις φτέρνες του στα πλευρά του αλόγου του και αυτό πήδηξε μπροστά, τη στιγμή που άλλοι δύο Τρόλοκ ορμούσαν από τις σκιές ακολουθώντας τον πρώτο. Μια θηλιά άγγιξε το σβέρκο του Ραντ, ο οποίος ένιωσε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά του.

Ένα βέλος πέτυχε κατάματα ένα ζωώδες πρόσωπο και ύστερα ο Ματ βρέθηκε δίπλα του, καθώς τα άλογά τους ορμούσαν ανάμεσα στα δέντρα. Ο Ραντ κατάλαβε πως κάλπαζαν προς το ποτάμι, αλλά δεν ήξερε αν αυτό θα τους βοηθούσε. Οι Τρόλοκ έτρεχαν πίσω τους, τόσο κοντά που, σχεδόν, μπορούσαν να αρπάξουν τις ουρές των αλόγων που πετιόνταν στον αέρα. Αν κέρδιζαν μισό βήμα, τα κοντάρια τους θα γκρέμιζαν τους ανθρώπους από τις σέλες.

Έγειρε χαμηλά στο σβέρκο του ψαρή του, για να προσθέσει λίγη απόσταση ακόμα ανάμεσα στο λαιμό του και στις θηλιές. Ο Ματ είχε σχεδόν θάψει το πρόσωπό του μέσα στη χαίτη του αλόγου του. Ο Ραντ όμως αναρωτιόταν πού ήταν ο Θομ. Μήπως ο Βάρδος είχε συμπεράνει πως θα ήταν καλύτερα μόνος του, αφού και οι τρεις Τρόλοκ κυνηγούσαν τα αγόρια;

Ξαφνικά, το μουνούχι του Θομ ξεπρόβαλε καλπάζοντας στη νύχτα, πίσω από τους Τρόλοκ. Οι Τρόλοκ πρόλαβαν μονάχα να ρίξουν μια έκπληκτη ματιά πίσω τους και τα χέρια του Βάρδου τινάχτηκαν πίσω και ύστερα μπροστά. Το ατσάλι άστραψε στο φως του φεγγαριού. Ένας Τρόλοκ σωριάστηκε κάτω, κουτρουβάλησε και μετά σταμάτησε σαν κουβάρι, ενώ ένας άλλος έπεσε στα γόνατα με μια κραυγή, απλώνοντας τα χέρια στην πλάτη του. Ο τρίτος γρύλισε, έδειξε τα κοφτερά του δόντια, αλλά, καθώς οι σύντροφοι του έπεφταν, στριφογύρισε και χάθηκε στο σκοτάδι. Το χέρι του Θομ έκανε πάλι την κίνηση που θύμιζε μαστίγωμα και ο Τρόλοκ ούρλιαξε, αλλά τα ουρλιαχτά χάθηκαν στο βάθος μαζί του.

Ο Ραντ και ο Ματ σταμάτησαν και κοίταξαν τον Βάρδο.

“Τα καλύτερα μαχαίρια μου”, μουρμούρισε ο Θομ, αλλά δεν έκανε να τα ξαναπάρει. “Αυτός που έφυγε θα φέρει άλλους. Ελπίζω ο ποταμός να μην είναι πολύ μακριά. Ελπίζω...” Αντί να πει τι άλλο ήλπιζε, κούνησε το κεφάλι του και ξεκίνησε μ’ έναν γοργό τροχασμό. Ο Ραντ και ο Ματ τον ακολούθησαν.

Δεν άργησαν να φτάσουν σε μια χαμηλή όχθη, όπου τα δέντρα φύτρωναν ακριβώς ως εκεί που έφτανε το μαύρο νερό. Ο αέρας γέμιζε την επιφάνεια του ποταμού ράχες και πλαγιές και το φεγγάρι άπλωνε τις κορδέλες του. Ο Ραντ δεν μπορούσε να διακρίνει την αντίπερα όχθη. Δεν του άρεσε η ιδέα ότι θα περνούσαν απέναντι με σχεδία μέσα στο σκοτάδι, αλλά ούτε και θα ενθουσιαζόταν, αν έμεναν σ’ αυτή την όχθη. Αν χρειαστεί, θα κολυμπήσω.

Κάπου, μακριά από το ποτάμι, γκάριξε ένα κέρας των Τρόλοκ, κοφτά, βιαστικά, επιτακτικά μέσα στο σκοτάδι. Ήταν ο πρώτος ήχος από κέρας που άκουγαν από τη στιγμή που είχαν αφήσει τα χαλάσματα. Ο Ραντ αναρωτήθηκε, μήπως σήμαινε πως είχαν συλλάβει κάποιον από τους άλλους.

“Δεν υπάρχει λόγος να μείνουμε εδώ όλη τη νύχτα”, είπε ο Θομ. “Διαλέξτε πού πάμε. Ν’ ανέβουμε το ποτάμι, ή να το κατέβουμε;”

“Αλλά, ποιος ξέρει πού να είναι η Μουαραίν και οι άλλοι”, διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. “Όποιον δρόμο και να πάρουμε, μπορεί να βρεθούμε ακόμα πιο μακριά”.

“Έτσι είναι”. Πλαταγίζοντας τη γλώσσα για να κάνει σήμα στο μουνούχι του, ο Θομ άρχισε να κατηφορίζει το ποτάμι, ακολουθώντας την όχθη. “Έτσι είναι”. Ο Ραντ κοίταξε τον Ματ, που σήκωσε τους ώμους και έστριψαν πίσω από τον Θομ.

Για αρκετή ώρα η περιοχή έμενε ίδια. Η όχθη σε άλλα σημεία ήταν ψηλότερη και σε άλλα χαμηλότερη, τα δέντρα πύκνωναν, ή αραίωναν, σχηματίζοντας μικρά ξέφωτα, αλλά η νύχτα και το ποτάμι και ο άνεμος ήταν πάντα ίδια, παγωμένα και σκοτεινά. Και δεν φαίνονταν Τρόλοκ. Μια αλλαγή για την οποία ο Ραντ χαιρόταν.

Έπειτα είδε ένα φως μπροστά, ένα μόνο φωτεινό σημάδι. Καθώς πλησίαζαν, διέκρινε ότι το φως ήταν αρκετά πάνω από το ποτάμι, σαν να βρισκόταν σε δέντρο. Ο Θομ τάχυνε το ρυθμό τους και άρχισε να σιγοτραγουδά μέσα από τα δόντια του.

Τελικά είδαν καθαρά την πηγή του φωτός. Ήταν ένα φανάρι κρεμασμένο στο κατάρτι ενός μεγάλου εμπορικού πλοίου, που είχε δέσει για τη νύχτα πλάι σε ένα μικρό ξέφωτο. Το πλοίο, μήκους περίπου είκοσι πέντε μέτρων, λικνιζόταν απαλά στο ρεύμα, τραβώντας τις πρυμάτσες που ήταν δεμένες στα δέντρα. Τα ξάρτια σιγοτραγουδούσαν και έτριζαν με τον αέρα. Το φανάρι πρόσθετε τη λάμψη του στο φεγγαρόφωτο που έπεφτε στο κατάστρωμα, αλλά δεν φαινόταν κανείς.

“Αυτό, λοιπόν”, είπε ο Θομ ξεπεζεύοντας, “δεν είναι καλύτερο από σχεδία των Άες Σεντάι;” Στάθηκε στηρίζοντας τα χέρια στους γοφούς του και, παρά το σκοτάδι, ήταν ολοφάνερα ικανοποιημένος από τον εαυτό του. “Αυτό το σκαρί δεν δείχνει να φτιάχτηκε για να μεταφέρει ζώα, αλλά με δεδομένο τον κίνδυνο που διατρέχει, για τον οποίο θα τον προειδοποιήσουμε, ο καπετάνιος ίσως δείξει κατανόηση. Αφήστε μόνο να μιλήσω εγώ. Και, για σιγουριά, φέρτε τις κουβέρτες και τα σακίδια σας”.

Ο Ραντ κατέβηκε και άρχισε να λύνει τα πράγματα που είχε πίσω από τη σέλα του, “Δεν εννοείς ότι φεύγουμε χωρίς τους άλλους, ε;”

Ο Θομ δεν πρόλαβε να πει τι εννοούσε. Στο ξέφωτο όρμησαν δύο Τρόλοκ, ουρλιάζοντας και κουνώντας τα κοντάρια τους κι άλλοι τέσσερις τους ακολούθησαν από κοντά. Τα άλογα σηκώθηκαν όρθια και χλιμίντρισαν. Στο βάθος ακούστηκαν κραυγές, που έλεγαν πως πλησίαζαν κι άλλοι Τρόλοκ.

“Στο πλοίο!” φώναξε ο Θομ. “Γρήγορα! Αφήστε τα όλα! Τρέξτε!” Υπακούοντας στη συμβουλή του, έτρεξε προς το πλοίο, με τα μπαλώματα του μανδύα του να πεταρίζουν και τις θήκες των οργάνων στην πλάτη του να χτυπούν η μια στην άλλη. “Ε, εσείς στο πλοίο!” φώναξε. “Ξυπνήστε, βλάκες! Τρόλοκ!”

Ο Ραντ τίναξε την κουβέρτα και τα σακίδια του, ελευθερώνοντας τα από το τελευταίο λουρί που τα κρατούσε κι έτρεξε στο κατόπι του Βάρδου. Πέταξε τα μπαγκάζια του πάνω από την κουπαστή και τα ακολούθησε μ’ έναν πήδο. Ο Ραντ μόλις που πρόλαβε να δει κάποιον έναν άντρα κουλουριασμένο στο κατάστρωμα να ανασηκώνεται, σαν να είχε μόλις ξυπνήσει, αλλά τα πόδια του έπεσαν πάνω στον άνδρα. Εκείνος μούγκρισε δυνατά, ο Ραντ παραπάτησε κι ένα κοντάρι με γάντζο χτύπησε την κουπαστή, στο σημείο απ’ όπου είχε πηδήξει. Φωνές ακούστηκαν σ’ όλο το πλοίο και ακούστηκαν ποδοβολητά στο κατάστρωμα.

Τριχωτά χέρια έπιασαν την κουπαστή πλάι από το γάντζο και ένα κεφάλι με κέρατα τράγου φανερώθηκε. Ο Ραντ, παραπατώντας, κατάφερε να τραβήξει το σπαθί του και να το κατεβάσει. Ο Τρόλοκ τσίριξε κι έπεσε.

Παντού στο πλοίο έτρεχαν άνδρες, φωνάζοντας, κόβοντας τις πρυμάτσες με τσεκούρια. Το πλοίο τραντάχτηκε και κουνήθηκε, σαν να βιαζόταν να φύγει. Στην πλώρη τρεις άνδρες πάλευαν μ’ έναν Τρόλοκ. Κάποιος ανεβοκατέβαζε ένα δόρυ από το πλάι, αν και ο Ραντ δεν έβλεπε τι χτυπούσε. Η χορδή ενός τόξου ακούστηκε να τινάζεται και ο ήχος επαναλήφθηκε. Ο άνδρας, τον οποίο είχε πατήσει ο Ραντ, τραβήχτηκε μακριά του μπουσουλώντας, έπειτα σήκωσε τα χέρια στον αέρα, όταν είδε τον Ραντ να τον κοιτάζει.

“Λυπήσου με!” φώναξε. “Πάρε ό,τι θες, πάρε το πλοίο, πάρ’ τα όλα, μα λυπήσου με!”

Ξαφνικά, κάτι χτύπησε τον Ραντ στην πλάτη και τον σώριασε στο κατάστρωμα. Το σπαθί του πετάχτηκε στριφογυρίζοντας από το απλωμένο χέρι του. Με το στόμα ανοιχτό, πασχίζοντας να ξαναβρεί μια ανάσα που δεν ερχόταν, προσπάθησε να φτάσει το σπαθί. Οι μύες του ανταποκρίθηκαν με οδυνηρή βραδύτητα· σπαρτάρισε σαν σαλιγκάρι. Εκείνος που του είχε ζητήσει να τον λυπηθεί έριξε μια φοβισμένη, άπληστη ματιά στο σπαθί, ύστερα χάθηκε στις σκιές.

Ο Ραντ κατάφερε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του και κατάλαβε πως η τύχη του τον είχε εγκαταλείψει. Ένας λυκομούρης Τρόλοκ ισορροπούσε στην κουπαστή, κοιτάζοντάς τον, κρατώντας την τσακισμένη άκρη του κονταριού που του είχε κόψει την ανάσα. Ο Ραντ πάλεψε να φτάσει το σπαθί, να κουνηθεί, να απομακρυνθεί, αλλά τα χέρια του και τα πόδια του έκαναν σπασμωδικές κινήσεις και δεν τον υπάκουγαν. Τινάζονταν και απλώνονταν πέρα-δώθε τυχαία. Ένιωθε σαν να του είχαν δέσει το στήθος με σίδερα· ασημένιες κουκίδες έπλεαν μπροστά στα μάπα του. Προσπάθησε λυσσασμένα να βρει τρόπο να ξεφύγει. Ο χρόνος φάνηκε να κυλά πιο αργά, καθώς ο Τρόλοκ σήκωνε το σπασμένο κοντάρι, σαν να ήθελε να τον τρυπήσει μ’ αυτό. Ο Ραντ είδε το πλάσμα να κινείται, σαν σε όνειρο. Είδε το χοντρό χέρι να κάνει πίσω· μπορούσε κιόλας να νιώσει τη σπασμένη λαβή του κονταριού να ξεσχίζει τη ραχοκοκαλιά του, ένιωθε το πόνο του κορμιού του που άνοιγε στα δύο. Τα πνευμόνια του πήγαιναν να σκάσουν. Θα πεθάνω! Φως, νου, βοήθησέ με, θα...! Το χέρι του Τρόλοκ άρχισε να κινείται προς τα μπροστά, κατευθύνοντας το σπασμένο κοντάρι και ο Ραντ βρήκε αρκετό αέρα για να αφήσει μια κραυγή. “Όχι!”

Ξαφνικά το πλοίο κλυδωνίστηκε και μια μπούμα βγήκε από τις σκιές, χτύπησε τον Τρόλοκ κατάστηθα με το ροκανιστό κρότο κοκάλων που σπάζουν και τον παρέσυρε, ρίχνοντάς τον κάτω.

Ο Ραντ για λίγο έμεινε εκεί, λαχανιασμένος, κοιτάζοντας τη μπούμα που πηγαινοερχόταν από πάνω του. Σίγουρα η τύχη μου θα στέρεψε, σκέφτηκε. Δεν μπορεί να μου έμεινε κι άλλη.

Σηκώθηκε όρθιος τρέμοντας και πήρε το σπαθί του, κρατώντας το αυτή τη φορά και με τα δύο χέρια, όπως του είχε δείξει ο Λαν, αλλά δεν είχε πια τι να το κάνει. Τα χάσμα των μαύρων νερών, μεταξύ του πλοίου και της όχθης, άνοιγε γοργά· οι κραυγές των Τρόλοκ χάνονταν πίσω τους μέσα στη νύχτα.

Θηκάρωσε το σπαθί και σωριάστηκε στην κουπαστή. Τότε ένας γεροδεμένος άνδρας, με παλτό που του έφτανε ως τα γόνατα, τον πλησίασε και τον αγριοκοίταξε. Είχε γενειάδα που άφηνε το πάνω χείλος του γυμνό, μακριά μαλλιά που έπεφταν ως τους φαρδιούς ώμους του και πρόσωπο στρογγυλό. Στρογγυλό, αλλά όχι αφράτο. Η μπούμα ξανάρθε και ο γενειοφόρος άνδρας έστρεψε το άγριο βλέμμα του πάνω της, καθώς την έπιανε· έκανε ένα οξύ σπλατς στην φαρδιά παλάμη του.

“Γκελμπ!” βρυχήθηκε. “Μα τη μοίρα μου! Πού είσαι, Γκελμπ;” Μιλούσε τόσο γρήγορα, με τις λέξεις κολλητά, που ο Ραντ με δυσκολία τον καταλάβαινε. “Δεν θα μου κρυφτείς στο ίδιο μου το πλοίο! Φέρτε εδώ τον Φλόραν Γκελμπ!”

Ένας ναύτης εμφανίστηκε με ένα φανάρι και δυο άλλοι πέταξαν έναν άντρα με μυτερό πρόσωπο στον κύκλο του φωτός. Ο Ραντ αναγνώρισε τον τύπο που του είχε προσφέρει το πλοίο. Τα μάτια του πετάγονταν εδώ κι εκεί, χωρίς να ανταμώνουν το βλέμμα του γεροδεμένου άνδρα, που πρέπει να ήταν ο καπετάνιος. Στο μέτωπο του Γκελμπ είχε εμφανιστεί μια μελανιά, από τις μπότες του Ραντ που τον είχαν χτυπήσει.

“Δεν έπρεπε να δέσεις τη μπούμα, Γκελμπ;” ρώτησε ο καπετάνιος με απροσδόκητη ηρεμία, αν και μιλούσε γρήγορα όσο και πριν.

Ο Γκελμπ φάνηκε να εκπλήσσεται. “Μα την έδεσα. Την έδεσα γερά. Το παραδέχομαι, καπετάνιε Ντόμον, χασομερώ μερικές φορές, αλλά κάνω τη δουλειά”.

“Χασομεράς, ε; Άμα είναι για ύπνο, εκεί δεν χασομεράς. Κοιμάσαι, αντί να φυλάς σκοπιά. Θα μας έσφαζαν όλους εξαιτίας σου”.

“Όχι, καπετάνιε, όχι. Αυτός τα φταίει”. Ο Γκελμπ έδειξε τον Ραντ. “Ήμουν στη σκοπιά, κανονικά όπως πρέπει κι αυτός με πλησίασε ύπουλα και με χτύπησε με ένα ραβδί”. Άγγιξε τη μελανάδα στο μέτωπό του, έκανε μια γκριμάτσα, και αγριοκοίταξε τον Ραντ. “Παλέψαμε, αλλά ύστερα ήρθαν οι Τρόλοκ. Έχει κάνει συμμαχία μαζί τους, καπετάνιε. Είναι Σκοτεινόφιλος. Έχει κάνει συμμαχία με τους Τρόλοκ”.

“Έχει κάνει συμμαχία με την ηλικιωμένη γιαγιά μου!” μούγκρισε ο καπετάνιος Ντόμον. “Δεν σε προειδοποίησα την άλλη φορά, Γκελμπ; Στην Ασπρογέφυρα τα μαζεύεις και φεύγεις! Χάσου από τα μάτια μου, πριν σε διώξω τώρα αμέσως”. Ο Γκελμπ χάθηκε από το φως του φαναριού και ο Ντόμον στάθηκε, ανοιγοκλείνοντας τα χέρια ενώ ατένιζε το κενό. “Αυτοί οι Τρόλοκ με ακολουθούν. Γιατί δεν με αφήνουν ήσυχο; Γιατί;”

Ο Ραντ κοίταξε πέρα από την κουπαστή και ξαφνιάστηκε, ανακαλύπτοντας ότι η ακροποταμιά δεν φαινόταν πια. Δύο άντρες κουμάνταραν το μακρύ δοιάκι που ξεπρόβαλλε πάνω από την πρύμνη και υπήρχαν έξι κωπηλάτες σε κάθε πλευρά, που έφερναν το πλοίο πιο κοντά στο κέντρο του ποταμού, σαν ζουζούνι στο νερό.

“Καπετάνιε”, είπε ο Ραντ, “έχουμε φίλους εκεί πίσω. Αν γυρίσεις για να τους πάρεις, είμαι βέβαιος πως θα σε ανταμείψουν”.

Το στρογγυλό πρόσωπο του καπετάνιου στράφηκε προς τον Ραντ και, όταν εμφανίστηκαν ο Θομ και ο Ματ, το ανέκφραστο βλέμμα του συμπεριέλαβε και αυτούς.

“Καπετάνιε”, άρχισε να λέει ο Θομ με μια υπόκλιση, “επέτρεψέ μου να—”

“Ελάτε κάτω”, είπε ο καπετάνιος Ντόμον, “για να μπορώ να βλέπω τι μου έπεσε απόψε στο κατάστρωμα. Ελάτε. Που να μου γυρίσει την πλάτη η μοίρα μου, ας δέσει κάποιος αυτή την μπούμα, που την καταράστηκε το κέρας!” Ενώ οι ναύτες έσπευδαν να πιάσουν τη μπούμα, αυτός ξεκίνησε για την πρύμνη του καραβιού. Ο Ραντ και οι δύο σύντροφοι του τον ακολούθησαν.

Ο καπετάνιος Ντόμον είχε μια συγυρισμένη καμπίνα στην πρύμνη, όπου έφτανες με μια κοντή σκάλα, στην οποία όλα έδιναν την εντύπωση πως ήταν στο μέρος τους, ακόμα και τα παλτά και οι μανδύες στα κρεμαστάρια πίσω από την πόρτα. Η καμπίνα έπιανε όλο το πλάτος του πλοίου, με ένα φαρδύ κρεβάτι στη μια πλευρά και ένα βαρύ τραπέζι στην άλλη. Υπήρχε μονάχα μια καρέκλα, με ψηλή ράχη και γερά μπράτσα και ο καπετάνιος κάθισε εκεί, κάνοντας νόημα στους άλλους να βρουν θέση στα σεντούκια και τους πάγκους, που ήταν τα μόνα άλλα έπιπλα. Ένα δυνατό βήξιμο εμπόδισε τον Ματ να καθίσει στο κρεβάτι.

“Λοιπόν”, είπε ο καπετάνιος, όταν είχαν καθίσει όλοι. “Το όνομά μου είναι Μπέυλ Ντόμον και είμαι καπετάνιος και ιδιοκτήτης του Αφρόνερου, δηλαδή αυτού του πλοίου. Ποιοι είστε εσείς και πού πηγαίνετε εδώ στην ερημιά και γιατί να μην σας πετάξω από το πλοίο για τους μπελάδες που μου φέρατε;”

Ο Ραντ ακόμα δυσκολευόταν να παρακολουθήσει τη γοργή μιλιά του Ντόμον. Όταν ξεδιάλυνε τι είχε πει τελευταία ο καπετάνιος, ανοιγόκλεισε τα μάτια του έκπληκτος. Να μας πετάξει από το πλοίο;

Ο Ματ είπε βιαστικά, “Δεν θέλαμε να σας βάλουμε σε μπελάδες. Πηγαίνουμε στο Κάεμλυν και ύστερα—”

“Και ύστερα όπου μας πάει ο άνεμος”, τον διέκοψε επιδέξια ο Θομ. “Έτσι ταξιδεύουν οι Βάρδοι, σαν σκόνη στον άνεμο. Είμαι Βάρδος, όπως αντιλαμβάνεσαι, Θομ Μέριλιν είναι τ’ όνομά μου”. Κούνησε το μανδύα του και τα πολύχρωμα μυάλώματα τινάχτηκαν, μην τυχόν και είχαν περάσει απαρατήρητα από τον καπετάνιο. “Αυτά τα χωριατάκια ήθελαν να γίνουν μαθητευόμενοί μου, αν και δεν ξέρω πια αν τους θέλω”. Ο Ραντ κοίταξε τον Ματ, ο οποίος του χαμογέλασε πλατιά.

“Ωραία και καλά αυτά, άνθρωπέ μου”, είπε γαλήνια ο καπετάνιος Ντόμον, “αλλά δεν μου λένε τίποτα. Λιγότερα από το τίποτα. Που να με φάει η μοίρα μου, αυτό το μέρος δεν είναι στο δρόμο για το Κάεμλυν, απ’ όπου και να ξεκινήσεις, απ’ ό,τι ξέρω”.

“Πού να ακούσεις την ιστορία”, είπε ο Θομ και ευθύς αμέσως άρχισε να την αφηγείται.

Σύμφωνα με τον Θομ, τα χιόνια του χειμώνα τον είχαν παγιδεύσει σε μια πόλη μεταλλωρύχων στα Όρη της Ομίχλης, πέρα από το Μπάερλον. Όσο ήταν εκεί, είχε ακούσει θρύλους για έναν θησαυρό, που είχε μείνει από τα χρόνια των Πολέμων των Τρόλοκ, στα χαμένα ερείπια μιας πόλης ονόματι Αριντόλ. Κατά τύχη, είχε μάθει την τοποθεσία της Αριντόλ από έναν χάρτη, που του είχε δώσει πριν πολλά-πολλά χρόνια ένας ετοιμοθάνατος φίλος στο Ίλιαν, του οποίου τη ζωή είχε σώσει κάποτε ο Θομ, ένας άνδρας που άφησε την τελευταία του πνοή, λέγοντας ότι ο χάρτης θα έκανε τον Θομ πλούσιο, κάτι που δεν είχε πιστέψει, παρά μόνο όταν άκουσε τους θρύλους. Όταν τα χιόνια άρχισαν να λιώνουν, ξεκίνησε με μερικούς συντρόφους, που ανάμεσά τους ήταν και οι δύο μαθητευόμενοί του και, ύστερα από ένα ταξίδι γεμάτο κακουχίες, βρήκαν την κατεστραμμένη πόλη. Αλλά αποδείχθηκε πως ο θησαυρός ανήκε σε έναν από τους Άρχοντες του Δέους και είχαν σταλεί Τρόλοκ για να τον φέρουν στο Σάγιολ Γκουλ. Όλοι σχεδόν οι κίνδυνοι που είχαν βρει στην πραγματικότητα —οι Τρόλοκ, οι Μυρντράαλ, το Ντραγκχάρ, ο Μόρντεθ, το Μασάνταρ- τους είχαν επιτεθεί επίσης και σε κάποιο σημείο της ιστορίας, αν και με τον τρόπο που το έλεγε ο Θομ θα έλεγε κανείς ότι στόχευαν αυτόν προσωπικά και ότι τους είχε αντιμετωπίσει με τη μεγαλύτερη μαστοριά. Με αρκετά ανδραγαθήματα, κυρίως του Θομ, το είχαν σκάσει, καταδιωκόμενοι από Τρόλοκ, αν και είχαν χωριστεί μέσα στο σκοτάδι, ώσπου, τελικά, ο Θομ και οι δυο σύντροφοι του ζήτησαν καταφύγιο στο τελευταίο μέρος που τους απέμενε, το πλοίο του καπετάνιου Ντόμον, που είχε φανεί πάνω στην ώρα.

Όταν ο Βάρδος τελείωσε, ο Ραντ κατάλαβε πως το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο εδώ και αρκετή ώρα και το έκλεισε απότομα. Κοιτάζοντας τον Ματ, είδε ότι ο φίλος του κοίταζε τον Βάρδο με γουρλωμένα μάτια.

Ο καπετάνιος Ντόμον χτύπησε με τα δάχτυλα του το μπράτσο της καρέκλας του σαν ταμπούρλο. “Πολύς κόσμος δεν θα πίστευε τέτοια ιστορία. Βέβαια, εγώ είδα τους Τρόλοκ”.

“Κάθε λέξη είναι αληθινή”, είπε μελιστάλαχτα ο Θομ, “και τη λέει κάποιος που τα έζησε”.

“Μήπως τυχαινα να έχετε κάτι απ’ αυτό το θησαυρό μαζί σας;”

Ο Θομ άνοιξε τα χέρια με θλίψη. “Αλίμονο, τα λίγα που καταφέραμε να πάρουμε ήταν στα άλογά μας, που το έσκασαν όταν φάνηκαν τώρα αυτοί οι Τρόλοκ. Το μόνο που μου απέμεινε είναι το φλάουτο και η άρπα μου, μερικά χάλκινα και τα ρούχα που φορώ. Αλλά, πίστεψε με, δεν θα σου άρεσε ο θησαυρός. Έχει το μίασμα του Σκοτεινού. Καλύτερα να τον αφήσεις στα ερείπια και στους Τρόλοκ”.

“Άρα δεν έχετε χρήματα να πληρώσετε τα ναύλα σας. Δεν θα άφηνα ούτε τον ίδιο μου τον αδερφό να ταξιδέψει μαζί μου, αν δεν είχε να πληρώσει τα ναύλα του. Ειδικά αν έφερνε μαζί του Τρόλοκ, που θα μου έσπαζαν τις κουπαστές και θα μου έκοβαν τα ξάρτια. Γιατί να μη σας στείλω κολυμπώντας εκεί απ’ όπου ήρθατε, να απαλλαγώ από σας;”

“Θα μας έβγαζες στην όχθη;” είπε ο Ματ. “Που είναι γεμάτη Τρόλοκ;”

“Ποιος μίλησε για όχθη;” απάντησε ο Ντόμον ξερά. Τους κοίταξε εξεταστικά για λίγο, ύστερα άπλωσε τα χέρια στο τραπέζι. “Ο Μπέυλ Ντόμον είναι συζητήσιμος άνθρωπος. Δεν θα σας πετούσα από το πλοίο, αν βρισκόταν άλλος τρόπος. Τώρα βλέπω ότι ένας μαθητευόμενός σου έχει σπαθί. Χρειάζομαι ένα καλό σπαθί και, μιας και είμαι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό εδώ θα σας πάω ως την Ασπρογέφυρα”.

Ο Θομ άνοιξε το στόμα και ο Ραντ μίλησε βιαστικά. “Όχι!” Ο Ταμ δεν του το είχε δώσει σαν εμπόρευμα. Άγγιξε τη λαβή, ένιωσε τον μπρούτζινο ερωδιό. Όσο το είχε, ήταν σαν να είχε μαζί του τον Ταμ.

Ο Ντόμον κούνησε το κεφάλι. “Ε, αν όχι, όχι. Αλλά ο Μπέυλ Ντόμον δεν μεταφέρει δωρεάν κανέναν, ούτε την ίδια του τη μητέρα”.

Ο Ραντ άδειασε απρόθυμα την τσέπη του. Δεν είχε πολλά πράγματα, λίγα χάλκινα μονάχα και το ασημένιο νόμισμα που του είχε δώσει η Μουαραίν. Το έδειξε στον καπετάνιο. Μετά από μια στιγμή, ο Ματ αναστέναξε και έκανε το ίδιο. Ο Θομ τους αγριοκοίταξε, αλλά αμέσως χαμογέλασε, τόσο γρήγορα, που ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος αν είχε δει στ’ αλήθεια την προηγούμενη έκφρασή του.

Ο καπετάνιος Ντόμον τσίμπησε αμέσως τα δύο χοντρά ασημένια νομίσματα από τα χέρια των αγοριών και από ένα σεντούκι με μπρούτζινη επένδυση πίσω από το γραφείο του έβγαλε μια μικρή ζυγαριά και ένα σακούλι που κουδούνιζε. Μετά από προσεκτικό ζύγισμα, έριξε τα νομίσματα στην τσάντα και επέστρεψε στον καθένα τους κάποια μικρότερα αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Κυρίως χάλκινα. “Ως την Ασπρογέφυρα”, είπε, καταχωρώντας το επιμελημένα σε ένα δερματόδετο καθολικό.

“Ακριβά τόσα ναύλα μονάχα ως την Ασπρογέφυρα”, είπε βαριά ο Θομ.

“Συν τις ζημιές στο σκάφος μου”, απάντησε γαλήνια ο καπετάνιος. “Ξανάβαλε τη ζυγαριά και το πουγκί στο σεντούκι και το έκλεισε με μια ικανοποιημένη έκφραση. “Συν κάτι επειδή μου φέρατε τους Τρόλοκ κι έτσι πρέπει να κατηφορίσω το ποτάμι νυχτιάτικα, εδώ που έχει πολλά ρηχά σημεία και μπορεί να προσαράξω”.

“Τι θα γίνει με τους άλλους;” ρώτησε ο Ραντ. “Θα τους πάρεις κι αυτούς; Τώρα θα έχουν φτάσει στο ποτάμι, ή θα φτάνουν όπου να ’ναι και θα δουν το φανάρι στο κατάρτι σου”.

Ο καπετάνιος Ντόμον σήκωσε έκπληκτος τα φρύδια. “Μπας και νομίζεις ότι στεκόμαστε ακίνητοι, άνθρωπε μου; Που να με φάει η μοίρα μου, είμαστε τρία, τέσσερα μίλια πιο κάτω στο ποτάμι από κει που ανεβήκατε. Οι δικοί μου είδαν Τρόλοκ κι άρπαξαν γερά τα κουπιά —ξέρουν τους Τρόλοκ καλύτερα απ’ όσο θα ’θελαν- και το ρεύμα επίσης βοηθάει. Αλλά δεν έχει σημασία. Απόψε δεν θα έδενα, ακόμα κι αν στην όχθη ήταν η γριά γιαγιά μου. Μπορεί να μην ξαναδέσω καθόλου ώσπου να φτάσω στην Ασπρογέφυρα. Χόρτασα Τρόλοκ να με κυνηγάνε πριν την αποψινή βραδιά και δεν θέλω να τους ξαναδώ, αν περνά από το χέρι μου”.

Ο Θομ έσκυψε μπροστά με ενδιαφέρον. “Είχες συναντήσει κι άλλοτε Τρόλοκ; Πρόσφατα;”

Ο Ντόμον δίστασε πριν απαντήσει και λοξοκοίταξε τον Θομ, αλλά όταν μίλησε φάνηκε απλώς αηδιασμένος. “Πέρασα το χειμώνα στη Σαλδαία, άνθρωπε μου. Δεν το θέλησα, αλλά ο ποταμός πάγωσε νωρίς και ο πάγος έσπασε αργά. Λένε από τους ψηλότερους πύργους του Μάραντον μπορείς να δεις τη Μάστιγα, αλλά δεν είχα διάθεση για τέτοια. Είχα ξαναβρεθεί εκεί και πάντα λέγανε για Τρόλοκ, που είχαν επιτεθεί σε κάποιο αγρόκτημα και άλλα τέτοια. Τον περασμένο χειμώνα, όμως, κάθε νύχτα καίγονταν αγροκτήματα. Ναι, και χωριά ολόκληρα, φορές-φορές. Ήρθαν ακόμα και μπροστά στα τείχη της πόλης. Και σαν να μην έφταναν αυτά, κάτι που έλεγε όλος ο κόσμος ήταν ότι ο Σκοτεινός σάλευε, ότι θα έρχονταν οι Τελευταίες Μέρες”. Ανατρίχιασε και έξυσε το κεφάλι του, σαν να του είχε φέρει φαγούρα η σκέψη. “Ανυπομονώ να γυρίσω στα μέρη που οι άνθρωποι περνούν τους Τρόλοκ για παραμύθια, που περνούν τις ιστορίες που λέω για ψέματα των ταξιδιωτών”.

Ο Ραντ έπαψε να τον ακούει. Κοίταξε τον απέναντι τοίχο και σκέφτηκε την Εγκουέν και τους άλλους. Δεν του φαινόταν σωστό να βρίσκεται στο Αφρόνερο, ενώ εκείνοι ήταν ακόμα κάπου εκεί έξω στο σκοτάδι. Η καμπίνα του καπετάνιου του φάνηκε να μην είναι πια τόσο άνετη.

Ξαφνιάστηκε, όταν ο Θομ τον τράβηξε να σηκωθεί. Ο Βάρδος έσπρωξε τον Ραντ και τον Ματ προς τη σκάλα, ζητώντας συγνώμη από τον καπετάνιο Ντόμον για τα χωριατάκια, Ο Ραντ ανέβηκε τη σκάλα δίχως κουβέντα.

Όταν έφτασαν στο κατάστρωμα, ο Θομ κοίταξε γοργά γύρω του για να βεβαιωθεί ότι δεν τους άκουγαν και μετά μούγκρισε, “Θα κατάφερνα να πληρώσουμε τα ναύλα μας με λίγα τραγούδια και ιστορίες, αν εσείς οι δύο δεν τρέχατε να του δείξετε το ασήμι”.

“Δεν είμαι σίγουρος”, είπε ο Ματ. “Μου φάνηκε ότι σοβαρολογούσε, όταν έλεγε ότι θα μας πετούσε στο ποτάμι”.

Ο Ραντ πλησίασε αργά το κάγκελο της κουπαστής και έγειρε πάνω του, κοιτάζοντας τον κατασκότεινο ποταμό. Δεν έβλεπε τίποτα, εκτός από τη μαυρίλα, ούτε καν τις όχθες. Μετά από λίγο ο Θομ ακούμπησε τον ώμο του, αλλά ο Ραντ δεν κουνήθηκε.

“Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, παλικάρι μου. Εκτός αυτού, μάλλον θα είναι ασφαλείς μαζί με... με τη Μουαραίν και τον Λαν τώρα πια. Ξέρεις κανέναν άλλον καλύτερον για να τους βγάλει από κει;”

“Προσπάθησα να την πείσω να μην έρθει”, είπε ο Ραντ.

“Έκανες ό,τι μπορούσες, παλικάρι μου. Κανένας δεν μπορεί να σου πει τίποτα”.

“Της είπα ότι θα τη φρόντιζα. Έπρεπε να προσπαθήσω κι άλλο”. Το τρίξιμο των κουπιών μαζί με το μουρμουρητό των ξαρτιών στον άνεμο γεννούσαν μια θρηνητική μελωδία. “Έπρεπε να προσπαθήσω κι άλλο”, ψιθύρισε.

Загрузка...