24 Η Φυγή στον Αρινέλε

Κάπου στο βάθος έσταζε νερό, με κούφιες πιτσιλιές, που αντηχούσαν ασταμάτητα μέχρι να χαθεί κάθε ίχνος του σημείου απ’ όπου ξεκινούσαν. Παντού υπήρχαν πέτρινες γέφυρες και ράμπες δίχως κιγκλιδώματα, που ξεπηδούσαν από πλατιά, πέτρινα βέλη με επίπεδη κορυφή, λείες κι απαλές με κόκκινα και χρυσά χρώματα. Ο λαβύρινθος, με το ένα επίπεδο πάνω στο άλλο, απλωνόταν από τα ψηλά ως τα χαμηλά μέσα στη σκοτεινιά, δίχως να φαίνεται πουθενά αρχή ή τέλος. Κάθε γέφυρα έβγαζε σ’ ένα βέλος, κάθε ράμπα σε άλλο βέλος, άλλες γέφυρες. Προς όποια κατεύθυνση κι αν κοίταζε ο Ραντ, ό,τι μπορούσαν να διακρίνουν τα μάτια του στη θολούρα ήταν το ίδιο και πάνω και κάτω. Δεν υπήρχε αρκετό φως για να βλέπει καθαρά και, σχεδόν, χαιρόταν γι’ αυτό. Μερικές από αυτές τις ράμπες κατέληγαν σε εξέδρες, που σίγουρα ήταν ακριβώς πάνω από εκείνες απ’ όπου ξεκινούσαν, δίχως να στρίβουν. Συνέχισε, αναζητώντας την ελευθερία, ξέροντας πως ήταν ψευδαίσθηση. Τα πάντα ήταν ψευδαίσθηση.

Ήξερε την ψευδαίσθηση· την είχε ακολουθήσει τόσες φορές, που δεν μπορούσε να μην την ξέρει. Όσο κι αν προχωρούσε, πάνω ή κάτω, ή σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, υπήρχε μόνο η λαμπερή πέτρα. Μπορεί να ήταν πέτρα, αλλά ο αέρας ήταν ποτισμένος από την υγρασία της βαθιάς, φρεσκοανοιγμένης γης και την αηδιαστική γλύκα της σαπίλας. Η οσμή ενός τάφου, που είχε ανοιχτεί άκαιρα. Ο Ραντ προσπάθησε να μην ανασάνει, αλλά η μυρωδιά γέμισε τα ρουθούνια του και κόλλησε στο δέρμα του σαν λάδι.

Το βλέμμα του έπιασε ένα πετάρισμα και ο Ραντ μαρμάρωσε εκεί που στεκόταν, μισοσκυμμένος στο γυαλισμένο παραπέτο γύρω από την κορυφή ενός βέλους. Δεν ήταν καλή κρυψώνα. Υπήρχαν χίλια μέρη απ’ όπου μπορούσε κάποιος να τον δει. Ο αέρας ήταν γεμάτος σκιές, αλλά δεν υπήρχαν βαθύτερες σκιές για να κρυφτεί. Το φως δεν έβγαινε από λάμπες, ή φανάρια, ή δαυλούς· απλώς ήταν εκεί, έτσι όπως ήταν, σαν να στάλαζε από τον αέρα. Αρκετό για να βλέπει, κατά κάποιον τρόπο· αρκετό για να τον βλέπουν. Αλλά η ακινησία πρόσφερε κάποια προστασία, έστω και μικρή.

Η κίνηση ξαναφάνηκε και τώρα ήταν πιο συγκεκριμένη. Ένας άνδρας που προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές σε μια μακρινή ράμπα, αδιάφορος για τα κιγκλιδώματα που έλειπαν και για το χάσμα που ανοιγόταν. Ο μανδύας του ανέμιζε με τις μεγαλόπρεπες, βιαστικές κινήσεις του και το κεφάλι του γυρνούσε ψάχνοντας, ψάχνοντας. Η απόσταση ήταν μεγάλη και ο Ραντ διέκρινε μόνο τη μορφή στη σκοτεινιά, αλλά δεν ήταν ανάγκη να πλησιάσει για να δει ότι ο μανδύας είχε το κόκκινο χρώμα του φρέσκου αίματος, ότι τα ερευνητικά μάτια φλέγονταν σαν καμίνια.

Προσπάθησε να ακολουθήσει το λαβύρινθο με το βλέμμα, να δει πόσες συνδέσεις χρειαζόταν ο Μπα’άλζαμον μέχρι να τον φτάσει, ύστερα όμως εγκατέλειψε την προσπάθεια ως άχρηστη. Εδώ οι αποστάσεις ήταν απατηλές, άλλο ένα μάθημα που είχε πάρει. Αυτό που έμοιαζε μακρινό, ίσως μπορούσε να το φτάσει στρίβοντας μια γωνία· αυτό που έμοιαζε κοντινό, ίσως να ήταν απλησίαστο. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, όπως έκανε από την αρχή, ήταν να συνεχίσει να προχωρά. Να προχωρά και να μην σκέφτεται. Ήξερε πως ήταν επικίνδυνο να σκέφτεται.

Όμως, όπως γυρνούσε την πλάτη στην απόμακρη μορφή του Μπα’άλζαμον, δεν άντεξε και αναρωτήθηκε για τον Ματ. Αραγε, ήταν κι ο Ματ κάπου εδώ σ’ αυτό το λαβύρινθο; Ή μήπως υπάρχουν δύο λαβύρινθοι, δύο Μπα’άλζαμον; Το μυαλό του στράφηκε μακριά απ’ αυτή την ιδέα· παραήταν φρικτή για να τη συλλογιστεί. Είναι σαν το Μπάερλον; Τότε γιατί δεν μπορεί να με βρει; Αυτό ήταν κάπως καλύτερο. Κάποια παρηγοριά. Παρηγοριά; Μα το αίμα και τις στάχτες, πού είδες την παρηγοριά;

Δυο-τρεις φορές παρά λίγο θα τον συναντούσε, αν και δεν τις θυμόταν καλά, αλλά για αρκετή ώρα —πόση;- έτρεχε, ενώ ο Μπα’άλζαμον τον καταδίωκε μάταια. Εδώ ήταν σαν το Μπάερλον, ή μήπως ήταν μονάχα ένας εφιάλτης, μονάχα όνειρο, σαν τα όνειρα των άλλων;

Για μια στιγμή τότε —όσο κρατούσε μια ανάσα- κατάλαβε γιατί ήταν επικίνδυνο να σκέφτεται, τι ήταν επικίνδυνο να σκέφτεται. Όπως και άλλοτε, κάθε φορά που άφηνε τον εαυτό του να σκεφτεί, ότι αυτό που τον περικύκλωνε ήταν όνειρο, ο αέρας τρεμούλιαζε, θολώνοντας την όρασή του. Γινόταν πηχτός, τον συγκρατούσε. Μονάχα για μια στιγμή.

Η ξερή ζέστη έκανε το δέρμα του να σκάει, και ο λαιμός του είχε στεγνώσει εδώ και ώρα καθώς έτρεχε στο λαβύρινθο με τους φράχτες από αγκαθωτούς θάμνους. Πόσος καιρός να είχε περάσει; Ο ιδρώτας εξατμιζόταν, πριν προλάβει να αφήσει κόμπους πάνω του και τα μάτια του έκαιγαν. Ψηλά πάνω του —όχι όμως πολύ ψηλά — λυσσομανούσαν γκρίζα αστραφτερά σύννεφα με πινελιές μαύρου, όμως ούτε πνοή δεν φυσούσε στο λαβύρινθο. Για μια στιγμή του φάνηκε πως πριν ήταν αλλιώς, αλλά η σκέψη εξατμίστηκε στη λάβρα. Βρισκόταν πολύ καιρό σ’ αυτό το μέρος. Ήταν επικίνδυνο να σκέφτεσαι, το ήξερε αυτό.

Λείες πέτρες, ασπριδερές και στρογγυλεμένες, σχημάτιζαν ένα πρόχειρο δρόμο, μισοθαμμένες στην ξερή σαν κόκαλο σκόνη, που τιναζόταν με συννεφάκια, ακόμα και στο πιο ελαφρύ του βήμα. Του γαργαλούσε τη μύτη, με κίνδυνο να φτερνιστεί και να φανερωθεί· όταν προσπάθησε να ανασάνει από το στόμα, η σκόνη του έκλεισε το λαρύγγι και πνίγηκε.

Ήταν επικίνδυνο μέρος· κι αυτό το ήξερε. Μπροστά του έβλεπε τρία ανοίγματα στον ψηλό τοίχο από αγκαθωτούς θάμνους και ο δρόμος μετά έστριβε και δεν φαινόταν. Ο Μπα’άλζαμον ίσως πλησίαζε μια απ’ αυτές τις στροφές, ενώ ο ίδιος ακόμα το σκεφτόταν. Τον είχε ήδη συναντήσει δύο ή τρεις φορές, αν και δεν μπορούσε να θυμηθεί πολλά, παρά μόνο ότι είχαν συμβεί και είχε ξεφύγει... με κάποιον τρόπο. Ήταν επικίνδυνο να σκέφτεσαι πολύ.

Λαχανιασμένος από την κάψα, στάθηκε για να εξετάσει τον τοίχο του λαβύρινθου. Ήταν από πυκνούς αγκαθωτούς θάμνους, με καφετί χρώμα, που έμοιαζαν να έχουν ξεραθεί, με μοχθηρά μαύρα αγκάθια, σαν αγκίστρια μήκους τριών εκατοστών. Ήταν πολύ ψηλοί για να δει από πάνω και πολύ πυκνοί για να δει από μέσα. Άγγιξε επιφυλακτικά τον τοίχο και άφησε μια πνιχτή κραυγή. Παρά την προσοχή του, ένα αγκάθι, που έκαιγε σαν καυτή βελόνα, είχε τρυπήσει το δάχτυλό του. Έκανε πίσω τρεκλίζοντας, με τις φτέρνες του να σκοντάφτουν στις πέτρες, κουνώντας το δάχτυλο, που σκόρπιζε πηχτές στάλες αίμα. Το κάψιμο υποχώρησε, όμως ολόκληρο το χέρι του πονούσε.

Ξαφνικά ξέχασε τον πόνο. Η φτέρνα του είχε αναποδογυρίσει μια λεία πέτρα, την είχε βγάλει από το ξερό έδαφος με μια κλωτσιά. Την κοίταξε και του αντιγύρισαν το βλέμμα άδειες κόγχες ματιών. Ένα κρανίο. Ένα ανθρώπινο κρανίο. Κοίταξε το δρόμο με τις λείες, χλωμές πέτρες, που ήταν ολόιδιες. Πήρε βιαστικά τα πόδια του, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί χωρίς να βηματίσει πάνω τους και δεν μπορούσε να σταθεί χωρίς να τις πατήσει. Μια τυχαία σκέψη πήρε αόριστη μορφή, ότι, ίσως, τα πράγματα να μην ήταν αυτό που φαίνονταν, αλλά την έδιωξε αμέσως. Εδώ ήταν επικίνδυνο να σκέφτεσαι.

Κατάφερε κάπως να συνέρθει. Ήταν επίσης επικίνδυνο να στέκεσαι σε ένα μέρος. Ήταν κάτι απ’ αυτά που ήξερε αόριστα, αλλά με βεβαιότητα. Μόνο λίγες σταγόνες αίμα έσχαζαν τώρα από το δάχτυλό του και ο πόνος είχε σχεδόν χαθεί. Ρούφηξε το δάχτυλο του και συνέχισε να προχωρά, παίρνοντας την κατεύθυνση στην οποία έτυχε να είναι στραμμένος. Εδώ όλοι οι δρόμοι ήταν ίδιοι.

Θυμήθηκε που κάποτε είχε ακούσει ότι μπορείς να βγεις από λαβύρινθο, αν πάντα στρίβεις προς την ίδια κατεύθυνση. Στο πρώτο άνοιγμα του τοίχου των αγκαθιών έστριψε δεξιά, έπειτα πάλι δεξιά στο επόμενο. Και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μπα’άλζαμον.

Ο Μπα’άλζαμον φάνηκε να εκπλήσσεται και, καθώς σταματούσε απότομα, ο μανδύας του, με το χρώμα του αίματος, έπεσε. Φλόγες θέριεψαν στα μάτια του, αλλά μέσα στη ζέστη του λαβύρινθου ο Ραντ δεν τις ένιωσε, σχεδόν καθόλου.

“Πόσο ακόμα νομίζεις ότι θα με αποφεύγεις, αγόρι μου; Πόσο ακόμα νομίζεις ότι θα αποφεύγεις τη μοίρα σου; Είσαι δικός μου!”

Ο Ραντ, οπισθοχωρώντας με ασταθή βήματα, αναρωτήθηκε γιατί το χέρι του ψαχούλευε τη μέση του, σαν να έψαχνε για σπαθί. “Φως βοήθησέ με”, μουρμούρισε. “Φως βοήθησε με”. Δεν θυμόταν τι σήμαινε αυτό.

“Το Φως δεν θα σε βοηθήσει, αγόρι μου και ο Οφθαλμός του Κόσμου δεν θα σε υπηρετήσει. Είσαι το λαγωνικό μου και, αν δεν τρέχεις όταν σε διατάζω, θα σε στραγγαλίσω με το πτώμα του Μεγάλου Ερπετού!”

Ο Μπα’άλζαμον άπλωσε το χέρι και ξαφνικά ο Ραντ ένιωσε πως ήξερε έναν τρόπο να ξεφύγει, μια θαμπή, άμορφη θύμηση γεμάτη κινδύνους, που όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά στον κίνδυνο να τον αγγίξει ο Σκοτεινός.

“Όνειρο!” φώναξε ο Ραντ. “Είναι όνειρο!”

Τα μάτια του Μπα’άλζαμον άρχισαν ν’ ανοίγουν διάπλατα, από έκπληξη ή θυμό, ή και από τα δύο μαζί και μετά ο αέρας τρεμούλιασε και τα χαρακτηριστικά του θόλωσαν και ξεθώριασαν.

Ο Ραντ στριφογύρισε επιτόπου, κοιτάζοντας γύρω του. Κοιτάζοντας την ίδια του την εικόνα, που του εμφανιζόταν πολλαπλασιασμένη χίλιες φορές. Δέκα χιλιάδες φορές. Από πάνω υπήρχε σκότος και σκότος από κάτω, ολόγυρά του, όμως έστεκαν καθρέφτες, καθρέφτες βαλμένοι υπό κάθε γωνία, καθρέφτες ως εκεί που έφτανε το βλέμμα του, που όλοι έδειχναν τον ίδιο να στρίβει μισοσκυμμένος, κοιτάζοντας με μάτια ορθάνοιχτα και φοβισμένα.

Μια κόκκινη θαμπάδα πέρασε μπροστά από τους καθρέφτες. Ο Ραντ έστριψε, προσπαθώντας να την πιάσει με το βλέμμα, αλλά σε όλους τους καθρέφτες κυλούσε πίσω από την ίδια του την εικόνα και εξαφανιζόταν. Έπειτα ξανάρθε, αλλά όχι σαν θαμπάδα. Ο Μπα’άλζαμον προχώρησε με μεγάλα βήματα μπροστά από τους καθρέφτες, δέκα χιλιάδες Μπα’άλζαμον, που έψαχναν, που διέσχιζαν ασταμάτητα τους ασημόχρωμους καθρέφτες.

Βρέθηκε να κοιτάζει το είδωλο του ίδιου του προσώπου του, που έτρεμε ωχρό στο τσουχτερό κρύο. Το καθρέφτισμα του Μπα’άλζαμον μεγάλωσε πίσω από το δικό του, κοιτάζοντάς τον δεν έβλεπε, μα έστεκε ακίνητο. Σε όλους τους καθρέφτες, οι φλόγες του προσώπου του Μπα’άλζαμον μαίνονταν πίσω του, απλώνονταν, κατέτρωγαν, πλησίαζαν. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά ο λαιμός του είχε παγώσει. Μόνο ένα πρόσωπο υπήρχε σε κείνους τους ατέλειωτους καθρέφτες. Το δικό του πρόσωπο. Το πρόσωπο του Μπα’άλζαμον. Ένα πρόσωπο.

Ο Ραντ τινάχτηκε και άνοιξε τα μάτια. Σκοτάδι, που το απάλυνε μονάχα ένα χλωμό φως. Ανασαίνοντας ελάχιστα, έμεινε ακίνητος και μόνο έπαιξε τα μάτια του. Ξάπλωνε αγκαλιάζοντας το κεφάλι του και μια τραχιά μάλλινη κουβέρτα τον σκέπαζε ως τους ώμους. Ένιωσε λεία σανίδια κάτω από τα χέρια του. Σανίδες καταστρώματος. Ξάρτια έτριξαν μέσα στη νύχτα. Ανάσανε βαθιά. Ήταν στο Αφρόνερο. Το όνειρο είχε τελειώσει... τουλάχιστον για άλλη μια νύχτα.

Ασυναίσθητα, έβαλε το δάχτυλό του στο στόμα. Του κόπηκε η ανάσα, όταν γεύτηκε αίμα. Έφερε το χέρι κοντά στα μάτια του για να μπορέσει να κοιτάξει στο αμυδρό φεγγαρόφωτο και είδε ένα κόμπο αίμα να βγαίνει στο ακροδάχτυλό του. Αίμα, από το τσίμπημα ενός αγκαθιού.

Το Αφρόνερο κατέβαινε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τον Αρινέλε. Ο άνεμος ήταν δυνατός, αλλά φυσούσε από τέτοιες κατευθύνσεις, που τα πανιά ήταν άχρηστα. Παρά τις διαταγές του καπετάνιου Ντόμον για ταχύτητα, το σκάφος σερνόταν. Τις νύχτες ένας ναύτης στην πλώρη έριχνε ένα μολυβένιο βαρίδι αλειμμένο με ξύγκι κάτω από το φως ενός φαναριού και φώναζε το βάθος στον τιμονιέρη, ενώ το ρεύμα παρέσυρε προς τα κάτω το πλοίο κόντρα στον άνεμο και με τα κουπιά ανεβασμένα. Στον Αρινέλε δεν υπήρχε φόβος για βράχια, αλλά αφθονούσαν τα ρηχά και αμμώδη σημεία, στα οποία μπορούσε να εξοκείλει ένα πλοίο και να μείνει χωμένο με την πλώρη, ή και ολόκληρο στη λάσπη, μέχρι να έρθει βοήθεια. Αν αυτοί που το πρωτοέβρισκαν είχαν έρθει για βοήθεια. Τις μέρες, τα κουπιά δούλευαν από την ανατολή ως τη δύση, ο άνεμος όμως τα αντιμαχόταν, σαν να ήθελε να σπρώξει το πλοίο ανάντα.

Δεν έδεναν στην όχθη, ούτε μέρα ούτε νύχτα. Ο Μπέυλ Ντόμον πίεζε και το πλοίο και το πλήρωμα, τα έβαζε με τον ενάντιο άνεμο, βλαστημούσε τη βραδυπορία τους. Κατσάδιαζε τους ναύτες, λέγοντας ότι τεμπέλιαζαν στα κουπιά και τους έλουζε πατόκορφα για κάθε κακοβαλμένο σχοινί· η χαμηλή, σκληρή φωνή του μιλούσε γλαφυρά για αντεροβγάλτες Τρόλοκ, τρία μέτρα ψηλούς, στο κατάστρωμα. Τις πρώτες δύο μέρες αυτό έφτανε για να τους δώσει φτερά. Ύστερα, το σοκ της επίθεσης των Τρόλοκ άρχισε να σβήνει και οι άνδρες να μουρμουρίζουν πόσο θα ήθελαν μια ώρα στην όχθη για να ξεμουδιάσουν τα πόδια τους και πόσο επικίνδυνο ήταν να κατεβαίνουν το ποτάμι μέσα στο σκοτάδι.

Οι ναύτες δεν έλεγαν τα παράπονα τους μεγαλόφωνα και πρόσεχαν με την άκρη του ματιού μην είναι κοντά ο καπετάνιος Ντόμον και τους ακούσει, αλλά αυτός έμοιαζε να ακούει όλα όσα λέγονταν στο πλοίο. Κάθε φορά που άρχιζαν τα παράπονα, έβγαζε σιωπηλός το μακρύ σπαθί, που θύμιζε δρεπάνι και το τσεκούρι με την απειλητική γυριστή λεπίδα, τα οποία είχαν βρεθεί στο κατάστρωμα μετά την επίθεση. Τα κρεμούσε από το κατάρτι μια ώρα κι εκείνοι που είχαν πληγωθεί άγγιζαν τους επιδέσμους τους και τα παράπονα ησύχαζαν... για μια-δυο μέρες, τουλάχιστον, ώσπου κάποιος ναύτης ξανάρχιζε να σκέφτεται ότι είχαν πια απομακρυνθεί από τους Τρόλοκ. Κι έτσι ο κύκλος ξανάρχιζε.

Ο Ραντ πρόσεξε ότι ο Θομ Μέριλιν απέφευγε τους ναύτες, όταν άρχιζαν να μιλούν ψιθυριστά με ύφος συννεφιασμένο· συνήθως τους χτυπούσε φιλικά στην πλάτη και έλεγε αστεία και αλληλοπειράζονταν μαζί τους με τέτοιο τρόπο, που χαμογελούσαν ακόμα και όσοι ήταν πνιγμένοι στη δουλειά. Ο Θομ παρακολουθούσε αυτούς τους κρυφούς ψιθύρους επιφυλακτικά, ενώ έδειχνε να είναι απορροφημένος με το άναμμα της μακριάς πίπας του, ή με το κούρδισμα της άρπας του, ή κάνοντας οτιδήποτε άλλο, εκτός του να δίνει προσοχή στο πλήρωμα. Ο Ραντ δεν καταλάβαινε γιατί. Το πλήρωμα δεν φαινόταν να κατηγορεί τους τρεις, που είχαν έρθει στο πλοίο κυνηγημένοι από τους Τρόλοκ, αλλά τον Φλόραν Γκελμπ.

Την πρώτη μέρα, όπου και να πήγαιναν, έβρισκαν τη νευρώδη μορφή του να μιλά σε όσους ναύτες κατάφερνε να στριμώξει και να τους λέει τη δίκη του εκδοχή για τη νύχτα που είχαν έρθει στο πλοίο ο Ραντ και οι άλλοι. Ο Γκελμπ, άλλοτε κοκορευόταν και άλλοτε κλαψούριζε, και, όταν έδειχνε τον Θομ και τον Ματ και πιο πολύ τον Ραντ, πάντα έκανε μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας, προσπαθώντας να ρίξει την ευθύνη πάνω τους.

“Είναι ξένοι”, ικέτευσε ο Γκελμπ, χαμηλόφωνα, έχοντας το νου του μην τυχόν και πλησίαζε ο καπετάνιος. “Τι ξέρουμε γι’ αυτούς; Ότι οι Τρόλοκ ήρθαν μαζί τους, να τι. Έχουν κάνει συμμαχία”.

“Μα τη μοίρα μου, Γκελμπ. Βούλωσε το”, μούγκρισε ένας άνδρας, με μαλλιά δεμένα αλογοουρά και με τατουάζ στο μάγουλο, που έδειχνε ένα μικρό γαλάζιο άστρο. Δεν κοίταζε τον Γκελμπ, αλλά τύλιγε κουλούρα ένα σχοινί στο κατάστρωμα, πιάνοντάς το με τα δάχτυλα των γυμνών ποδιών του. Όλοι οι ναύτες ήταν ξυπόλητοι παρά το κρύο· οι μπότες γλιστρούσαν στο υγρό κατάστρωμα. “Θα έλεγες Σκοτεινόφιλη ακόμα και τη μάνα σου, αν ήταν να γλιτώσεις δουλειά. Χάσου από τα μάτια μου!” Έφτυσε στο πόδι του Γκελμπ και ξανάπιασε το σχοινί.

Όλα τα μέλη του πληρώματος θυμόντουσαν ότι ο Γκελμπ είχε παρατήσει τη βάρδιά του και η πιο ευγενική αντίδραση ήταν αυτή του άνδρα με την αλογοουρά. Κανένας δεν ήθελε να δουλέψει μαζί του. Του ανέθεταν μοναχικές δουλειές, πάντα βρώμικες, όπως το να τρίβει τα λιγδερά μέρη του μαγειρείου, ή να σέρνεται με την κοιλιά στη σεντίνα για να βρει τρύπες στο σκαρί, μέσα από το βόρβορο που είχε μαζευτεί με τα χρόνια. Σύντομα σταμάτησε να μιλά σε οποιονδήποτε. Οι ώμοι του καμπούριασαν αμυντικά και, σε αντίδραση, πήρε στάση θιγμένης σιωπής — όσο περισσότεροι τον έβλεπαν, τόσο πιο θιγμένη, αν και μόνη απάντηση ήταν κάποιο γρύλισμα. Όταν το βλέμμα του Γκελμπ έπεφτε στον Ραντ, όμως, ή στον Ματ, ή στον Θομ, μια δολοφονική έκφραση περνούσε από το πρόσωπό του με τη μακριά του μύτη.

Όταν ο Ραντ ανέφερε στον Ματ ότι ο Γκελμπ κάποια στιγμή θα τους έβαζε σε μπελάδες, ο Ματ κοίταξε στο πλοίο γύρω του και είπε, “Μπορούμε να εμπιστευτούμε κάποιον απ’ αυτούς; Οποιονδήποτε απ’ αυτούς;” Έπειτα πήγε και βρήκε μέρος μόνος του, ή όσο μόνος μπορούσε να είναι σε ένα πλοίο μήκους μικρότερου των τριάντα βημάτων από την υψωμένη πλώρη του ως την πρύμνη, όπου ήταν τοποθετημένο το δοιάκι. Μετά τη νύχτα στη Σαντάρ Λογκόθ, ο Ματ περνούσε υπερβολικά πολλές ώρες μόνος· ο Ραντ τον έβλεπε να στοχάζεται μελαγχολικός.

Ο Θομ είπε, “Αν έχουμε μπελάδες, δεν θα μας έρθουν από τον Γκελμπ, αγόρι μου. Τουλάχιστον ακόμα. Κανένας από τους άλλους δεν τον υποστηρίζει και ο Γκελμπ δεν έχει κότσια να κάνει κάτι μόνος του. Όμως οι άλλοι, τώρα...; Ο Ντόμον μοιάζει, σχεδόν, να πιστεύει πως οι Τρόλοκ κυνηγούν αυτόν προσωπικά, αλλά οι υπόλοιποι νομίζουν πως ο κίνδυνος πέρασε. Μπορεί και να αποφασίσουν ότι μπούχτισαν μ’ αυτή την ιστορία. Στο τσακ είναι τώρα”. Έσιαξε το μανδύα του με τα μπαλώματα και ο Ραντ είχε την αίσθηση ότι έψαχνε τα κρυμμένα μαχαίρια του — το δεύτερο καλύτερο ζευγάρι που είχε. “Αν κάνουν ανταρσία, αγόρι μου, δεν θα αφήσουν πίσω επιβάτες για να τους μαρτυρήσουν. Η Γραφή της Βασίλισσας μπορεί να μην έχει μεγάλη εξουσία τόσο μακριά από το Κάεμλυν, αλλά ακόμα κι ένας δήμαρχος δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι”. Από κει και μετά προσπαθούσε κι ο Ραντ να περνά απαρατήρητος, όταν παρακολουθούσε τους ναύτες.

Ο Θομ έκανε ό,τι μπορούσε για να διώξει από τους ναύτες κάθε σκέψη περί ανταρσίας. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ έλεγε ιστορίες και τις στόλιζε μ’ όλες τις φιοριτούρες και στο ενδιάμεσο έπαιζε όποιο τραγούδι του ζητούσαν. Για να δώσει βάση στον ισχυρισμό τους, ότι ο Ραντ και ο Ματ ήταν μαθητευόμενοί του, κανόνισε να έχουν κάθε μέρα μια συγκεκριμένη ώρα για μαθήματα, κάτι που ήταν, επίσης, διασκέδαση για το πλήρωμα. Φυσικά δεν άφηνε ούτε τον έναν ούτε τον άλλο να αγγίξουν την άρπα του και οι απόπειρές τους με το φλάουτο είχαν σαν αποτέλεσμα μορφασμούς οδύνης, τουλάχιστον στην αρχή, και γέλια από τους ναύτες, ακόμα και όταν σκέπαζαν τα αυτιά τους.

Δίδαξε στα αγόρια μερικές από τις πιο εύκολες ιστορίες, λίγες απλές κυβισθήσεις και φυσικά να παίζουν τα μπαλάκια. Ο Ματ παραπονέθηκε γι’ αυτά που τους ζητούσε ο Θομ να κάνουν, αλλά εκείνος απλώς φύσηξε τα μουστάκια του και τον αγριοκοίταξε με τη σειρά του.

“Δεν ξέρω πώς να διδάξω στα ψέματα, αγόρι μου. Ή διδάσκω κάτι, ή όχι. Λοιπόν! Ακόμα κι ένας χοντροκέφαλος χωριάτης πρέπει να μπορεί να σταθεί όρθιος στα χέρια του. Σηκωθείτε”.

Οι ναύτες που δεν δούλευαν πάντα έρχονταν να καθίσουν γονατιστοί σε κύκλο γύρω από τους τρεις τους. Μερικοί μάλιστα δοκίμαζαν κι αυτοί να πάρουν μέρος στα μαθήματα που δίδασκε ο Θομ, γελώντας οι ίδιοι με τις αδέξιες κινήσεις τους. Ο Γκελμπ στεκόταν μόνος και παρακολουθούσε με ύφος σκοτεινό, μισώντας τους πάντες.

Ο Ραντ περνούσε αρκετές ώρες κάθε μέρα σκύβοντας στην κουπαστή και κοιτάζοντας την όχθη. Δεν περίμενε πραγματικά ότι θα έβλεπε την Εγκουέν, ή κάποιον από τους υπόλοιπους, να εμφανίζεται ξαφνικά στην ακροποταμιά, αλλά το πλοίο ταξίδευε τόσο αργά, που, μερικές φορές, το ήλπιζε. Μπορούσαν να τους προφτάσουν δίχως να ζορίσουν πολύ τα άλογά τους. Αν είχαν γλιτώσει. Αν ζούσαν ακόμα.

Το ποτάμι συνέχισε να κυλά δίχως ίχνος ζωής, δίχως να φαίνεται άλλο πλοίο εκτός από το Αφρόνερο. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχε τίποτα να δει και να θαυμάσει κανείς. Κατά το μεσημέρι της πρώτης μέρας, ο Αρινέλε πέρασε ανάμεσα από ψηλές απόκρημνες πλαγιές, που απλωνόνταν για μισό μίλι και από τις δύο πλευρές. Σ’ όλο αυτό το μήκος είχαν σμιλευτεί φιγούρες πάνω στην πέτρα, άνδρες και γυναίκες, ύψους τριάντα μέτρων η καθεμιά, με στέμματα που τους ανακήρυσσαν βασιλιάδες και βασίλισσες. Δεν υπήρχαν δύο όμοιοι σ’ αυτή τη βασιλική πομπή και χρόνια πολλά χώριζαν την πρώτη από την τελευταία. Ο αέρας και η βροχή είχαν λειάνει εκείνες που ήταν στη βόρεια πλευρά, είχαν σβήσει σχεδόν τελείως τα χαρακτηριστικά τους και τα πρόσωπα και οι λεπτομέρειες γινόταν πιο σαφείς, καθώς προχωρούσαν προς το νότο. Το νερό έγλυφε τα πόδια των αγαλμάτων, πόδια που είχαν γίνει στρογγυλεμένοι κόμποι, όσα δεν είχαν χαθεί εντελώς. Πόσον καιρό στέκουν εδώ; αναρωτήθηκε ο Ραντ. Πόσον καιρό για να φάει το ποτάμι τόση πέτρα; Κανένας από το πλήρωμα δεν καταδέχτηκε να σηκώσει το βλέμμα από τη δουλειά του, τόσες φορές είχαν ξαναδεί τα αρχαία αγάλματα.

Μια άλλη φορά, όταν στην ανατολική όχθη υπήρχε πάλι επίπεδη περιοχή με λιβάδια και αραιά και πού συστάδες, κάτι είχε γυαλίσει στον ήλιο. “Τι να ’ναι άραγε;” αναρωτήθηκε ο Ραντ φωναχτά. “Μοιάζει με μέταλλο”.

Ο καπετάνιος Ντόμον περνούσε εκείνη την ώρα και στάθηκε να κοιτάξει μισοκλείνοντας τα μάτια τη λάμψη. “Είναι μέταλλο”, είπε. Τα λόγια του ακόμα ακουγόταν βιαστικά, αλλά ο Ραντ είχε μάθει να τα καταλαβαίνει χωρίς να σπάει το κεφάλι του. “Ένας πύργος από μέταλλο. Τον είδα από κοντά και το ξέρω. Οι έμποροι του ποταμού τον έχουν για σημάδι. Θέλουμε δέκα μέρες ακόμα για την Ασπρογέφυρα, έτσι που πάμε”.

“Μεταλλικός πύργος;” είπε ο Ραντ και ο Ματ, που καθόταν σταυροπόδι με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ ένα βαρέλι, ξύπνησε από τους στοχασμούς του για να ακούσει.

Ο καπετάνιος ένευσε. “Μάλιστα. Αστραφτερό ατσάλι, όπως το αγγίζεις και το βλέπεις, αλλά ούτε κόκκος σκουριάς. Πενήντα μέτρα ύψος, πλάτος σαν σπίτι, δίχως σημάδι και ποτέ κανείς δεν βρήκε άνοιγμα”.

“Πάω στοίχημα πως μέσα έχει θησαυρό”, είπε ο Ματ. Σηκώθηκε και κοίταξε το μακρινό πύργο, καθώς το ποτάμι τραβούσε το Αφρόνερο πιο κάτω. “Τέτοιο πράγμα πρέπει να το έφτιαξαν για να προστατεύσουν κάτι πολύτιμο”.

“Μπορεί, παλικάρι μου”, μούγκρισε ο καπετάνιος. “Υπάρχουν όμως και πιο παράξενα πράγματα στον κόσμο. Στο Τρεμάλκινγκ, ένα από τα νησιά των Θαλασσινών, υπάρχει ένα πέτρινο χέρι δεκαπέντε μέτρα ψηλό, που ξεπροβάλλει από ένα λόφο, σφίγγοντας μια κρυστάλλινη σφαίρα, μεγάλη σαν αυτό το πλοίο. Σίγουρα, αν υπάρχουν κάπου στον κόσμο θησαυροί, θα είναι κάτω από αυτό το λόφο, αλλά οι νησιώτες δεν θέλουν σκαψίματα εκεί και όσο για τους Θαλασσινούς, το μόνο που τους νοιάζει είναι να αρμενίζουν με τα πλοία τους και να ψάχνουν για την Κοραμούρ, την Εκλεκτή τους”.

“Εγώ θα έσκαβα”, είπε ο Ματ. “Πόσο μακριά είναι το... το Τρεμάλκινγκ;” Μια συστάδα δέντρων είχε μπει μπροστά στον αστραφτερό πύργο, αλλά ο Ματ κοίταζε σαν να τον έβλεπε ακόμα.

Ο καπετάνιος Ντόμον κούνησε το κεφάλι. “Όχι, παλικάρι μου, δεν είναι ο θησαυρός που σε κάνει να βλέπεις τον κόσμο. Αν βρεις μια χούφτα χρυσάφι, ή τα πετράδια κάποιου πεθαμένου βασιλιά, όλα ωραία και καλά, αλλά αυτό που σε σπρώχνει στον άλλο ορίζοντα είναι το παράξενο που βλέπεις. Στο Τάντσικο —είναι ένα λιμάνι στον Ωκεανό Άρυθ- λένε ότι μέρη του Παλατιού του Πανάρχη φτιάχτηκαν στην Εποχή των Θρύλων. Εκεί είναι ένας τοίχος με διάζωμα, που δείχνει ζώα τα οποία δεν τα έχει δει ποτέ ανθρώπου μάτι”.

“Όλα τα παιδιά μπορούν να ζωγραφίσουν ζώο που δεν το έχει ξαναδεί κανείς”, είπε ο Ραντ και ο καπετάνιος γέλασε πνιχτά.

“Ναι, παλικάρι μου, μπορούν να το ζωγραφίσουν. Μπορεί, όμως, ένα παιδί να φτιάξει τα κόκαλα αυτών των ζώων; Στο Τάντσικο τα έχουν, δεμένα μαζί, όπως ήταν το ζώο. Στέκουν σ’ ένα μέρος του Παλατιού του Πανάρχη, που όποιος θέλει μπορεί να μπει και να δει. Το Τσάκισμα άφησε πίσω του χίλια θαύματα και πέρασαν πεντ’ έξι αυτοκρατορίες από τότε, ή και περισσότερες, μερικές αντάξιες εκείνης του Άρτουρ του Γερακόφτερου και η καθεμιά άφηνε πράγματα να δεις, ή να βρεις. Φωτόραβδα και ξυραφοδαντέλα και καρδιόπετρα. Ένα κρυστάλλινο καφασωτό, που σκεπάζει ένα νησί και βουίζει όταν βγαίνει το φεγγάρι. Ένα βουνό, που το έσκαψαν σαν γαβάθα και στο κέντρο του είναι ένα ασημένιο καρφί εκατό απλωσιές ψηλό και όσοι το πλησιάζουν κοντύτερα από ένα μίλι πεθαίνουν. Σκουριασμένα ερείπια και απομεινάρια και πράγματα που βρίσκεις στο βυθό του ωκεανού, πράγματα που δεν ξέρουν το νόημά τους ακόμα και τα πιο παλιά βιβλία. Εγώ έχω μαζέψει μερικά. Πράγματα που δεν τα έχεις δει ούτε στο όνειρό σου, σε πιο πολλά μέρη απ’ όσα μπορείς να δεις σε δέκα ζωές. Να τι είναι το παράξενο που θα σε τραβήξει”.

“Κάποτε σκάβαμε και βρίσκαμε κόκαλα στους Λόφους της Άμμου”, είπε ο Ραντ αργά. “Παράξενα κόκαλα. Μια φορά, ένα κομμάτι από ψάρι —νομίζω ότι ήταν ψάρι- μεγάλο ίσαμε το πλοίο. Μερικοί έλεγαν ότι είναι γρουσουζιά να σκάβεις στους λόφους”.

Ο καπετάνιος του έριξε μια διαπεραστική ματιά. “Σκέφτέσαι κιόλας το σπίτι σου, παλικάρι μου κι ακόμα δεν βγήκες καλά-καλά στον κόσμο; Ο κόσμος θα σου βάλει ένα αγκίστρι στο στόμα. Θα πας να κυνηγήσεις το ηλιοβασίλεμα, περίμενε και θα δεις... και, αν ποτέ γυρίσεις στο χωριό σου, δεν θα σε χωρά”.

“Όχι!” Ξαφνιάστηκε. Πόσον καιρό είχε να σκεφτεί την πατρίδα του, το Πεδίο του Έμοντ; Και άραγε τι έκανε ο Ταμ; Πρέπει να είχαν περάσει μέρες. Ένιωθε σαν να είχαν περάσει μήνες. “Θα πάω σπίτι, μια μέρα, όταν θα μπορέσω. Θα έχω πρόβατα, σαν... σαν τον πατέρα μου και αν δεν ξαναφύγω ποτέ, τόσο το καλύτερο. Σωστά, Ματ; Μόλις μπορέσουμε, γυρνάμε σπίτι και ξεχνάμε ότι υπάρχουν όλα αυτά”.

Ο Ματ φάνηκε καθαρά να παίρνει με δυσκολία το βλέμμα από τον πύργο που είχε χαθεί. “Τι; Α. Ναι, φυσικά. Θα πάμε σπίτι. Φυσικά”. Ο Ραντ, καθώς έφευγε, τον άκουσε να μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του, “Πάω στοίχημα ότι δεν θέλει να ψάξουν άλλοι για το θησαυρό”. Δεν φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι είχε μιλήσει.

Την τέταρτη μέρα του ταξιδιού τους στο ποτάμι ο Ραντ ήταν στην κορυφή του καταρτιού, καθισμένος στην πλατειά άκρη του, με τα πόδια μπλεγμένα στα σχοινιά. Το Αφρόνερο λικνιζόταν απαλά στο ποτάμι, αλλά δεκαπέντε μέτρα πάνω από το νερό, αυτό το απαλό κούνημα έκανε την κορυφή του καταρτιού να πηγαινοέρχεται με απλωτές κινήσεις. Ο Ραντ έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε στον άνεμο που φυσούσε στο πρόσωπό του.

Τα κουπιά ήταν στο νερό και από δω το πλοίο έμοιαζε με δωδεκάποδη αράχνη, που σερνόταν στον Αρινέλε. Ο Ραντ είχε ξαναβρεθεί σε τέτοιο ύψος, σε δέντρα στους Δύο Ποταμούς, αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρχαν φύλλα για να του κρύβουν τη θέα. Τα πάντα στο πλοίο, οι ναύτες στα κουπιά, οι άνδρες που έτριβαν γονατισμένοι το κατάστρωμα με ελαφρόπετρα, οι άνδρες που έκαναν διάφορες δουλειές σε σχοινιά και μπουκαπόρτες, όλα έμοιαζαν τόσο αλλόκοτα, όταν τα έβλεπες ακριβώς από πάνω, κοντόχοντρα και συμπιεσμένα, που είχε περάσει μια ώρα κοιτάζοντας και χασκογελώντας.

Ακόμα χασκογελούσε, όποτε χαμήλωνε το βλέμμα, αλλά τώρα κοίταζε τις όχθες που περνούσαν. Έτσι του φαινόταν, σαν να ήταν ο ίδιος ασάλευτος ―με εξαίρεση το λίκνισμα πέρα-δώθε, φυσικά- και οι όχθες κυλούσαν αργά και τα δέντρα και οι λόφοι περνούσαν και από τις δυο πλευρές. Ο Ραντ ήταν ασάλευτος και ολόκληρος ο κόσμος τον προσπερνούσε.

Με μια ξαφνική παρόρμηση ξεδίπλωσε τα πόδια του από τα ξάρτια που κρατούσαν το κατάρτι και άπλωσε τα χέρια και τα πόδια, ισορροπώντας κόντρα στο κούνημα. Κράτησε έτσι την ισορροπία του επί τρεις συνεχείς βόλτες και μετά, ξαφνικά, την έχασε. Ανεμίζοντας χέρια και πόδια, έπεσε μπροστά και άρπαξε το μπροστινό ξάρτι. Με τα πόδια ανοιχτά δεξιά κι αριστερά του καταρτιού, χωρίς να τον κρατά τίποτα στην επικίνδυνη θέση του, παρά μόνο τα δύο χέρια του στο ξάρτι, γέλασε. Ήπιε το φρέσκο, κρύο αέρα με βαθιές ανάσες και γέλασε με αγαλλίαση.

“Παλικάρι μου”, ακούστηκε η βραχνή φωνή του Θομ. “Παλικάρι μου, αν θες να σπάσεις το ξεροκέφαλό σου, μην το σπάσεις πέφτοντας πάνω μου”.

Ο Ραντ κοίταξε κάτω. Ο Θομ ήταν πιασμένος από τα κάθετα σχοινιά λίγο πιο χαμηλά και τον κοίταζε με αγριεμένο βλέμμα. Ο Βάρδος είχε αφήσει κάτω το μανδύα του, όπως είχε κάνει και ο Ραντ. “Θομ”, φώναξε ολόχαρος. “Θομ, γιατί ανέβηκες εδώ;”

“Επειδή δεν έδινες σημασία σ’ αυτούς που σου φώναζαν. Κάψε με, αγόρι μου, όλοι νομίζουν πως σου έστριψε”.

Ο Ραντ κοίταξε κάτω και ξαφνιάστηκε, βλέποντας τα πρόσωπα που ήταν στραμμένα προς το μέρος του. Ο Ματ, που καθόταν σταυροπόδι στην πλώρη με την πλάτη γυρισμένη στο κατάρτι, ήταν ο μόνος που δεν τον κοίταζε. Ακόμα και οι κωπηλάτες είχαν σηκώσει το βλέμμα και κωπηλατούσαν ασυντόνιστα. Και κανένας δεν τους έβαζε τις φωνές γι’ αυτό. Ο Ραντ έστριψε το κεφάλι για να κοιτάξει προς την πρύμνη κάτω από το μπράτσο του. Ο καπετάνιος Ντόμον στεκόταν πλάι στο δοιάκι, με τις τεράστιες γροθιές του στους γοφούς του, αγριοκοιτάζοντάς τον. Ξανακοίταξε τον Θομ και χαμογέλασε πλατιά. “Θέλεις να κατέβω, λοιπόν;”

Ο Θομ κούνησε το κεφάλι με ζέση. “Θα το εκτιμούσα αφάνταστα”.

“Εντάξει”. Έπιασε αλλιώς το κεντρικό ξάρτι και πήδηξε από την κορυφή του καταρτιού. Άκουσε τον Θομ να βλαστημά χαμηλόφωνα, καθώς η πτώση του κοβόταν απότομα και έμενε να κρέμεται, πιασμένος από το κεντρικό ξάρτι. Ο Βάρδος τον κοίταξε βλοσυρά, με το ένα χέρι μισοαπλωμένο για να τον πιάσει. Ο Ραντ του χαμογέλασε πάλι. “Κατεβαίνω”.

Έφερε τα πόδια μπροστά, αγκιστρώθηκε με την άρθρωση του γονάτου από το χοντρό σχοινί, που ξεκινούσε από το κατάρτι και έφτανε ως την πλώρη, μετά το έπιασε με τον αγκώνα του και άφησε τα χέρια. Πρώτα αργά και κατόπιν πιο γρήγορα, κατηφόρισε γλιστρώντας. Λίγο πριν φτάσει στην πλώρη, έπεσε με τα πόδια στο κατάστρωμα, ακριβώς μπροστά στον Ματ, έκανε ένα βήμα για να μη χάσει την ισορροπία του και γύρισε για να αντικρίσει το πλοίο, με τα χέρια απλωμένα ορθάνοιχτα, όπως έκανε ο Θομ μετά από κάθε γυμναστική επίδειξη.

Σκόρπια χειροκροτήματα ακούστηκαν από το πλήρωμα, αλλά ο Ραντ κοίταζε έκπληκτος τον Ματ και αυτό που κρατούσε ο Ματ, καθώς το κορμί του το έκρυβε από τους άλλους. Ένα κυρτό εγχειρίδιο σε χρυσό θηκάρι, με παράξενα σύμβολα σκαλισμένα. Ψιλό χρυσό νήμα τύλιγε τη λαβή, που κατέληγε σε ένα ρουμπίνι μεγάλο όσο ο αντίχειρας του Ραντ και τα κιγιόν ήταν ερπετά με χρυσές φολίδες, που έδειχναν τα δόντια τους.

Ο Ματ συνέχισε για λίγο να βάζει και να βγάζει το εγχειρίδιο στη θήκη του. Ενώ ακόμα έπαιζε μ’ αυτό, σήκωσε το κεφάλι του αργά· τα μάτια του είχαν ένα μακρινό βλέμμα. Ξαφνικά εστίασαν στον Ραντ. Ξαφνιάστηκε και έκρυψε το εγχειρίδιο στο παλτό του.

Ο Ραντ γονάτισε με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατα του. “Πού το βρήκες αυτό;” Ο Ματ δεν είπε τίποτα κι έριξε μια γοργή ματιά για να δει αν ήταν κανένας άλλος εκεί κοντά. Ήταν μόνοι, ως εκ θαύματος. “Δεν φαντάζομαι να το πήρες από τη Σαντάρ Λογκόθ;”

Ο Ματ τον κοίταξε. “Δικό σου είναι το σφάλμα. Δικό σου και του Πέριν. Με αρπάξατε από το θησαυρό και το κρατούσα στο χέρι. Δεν μου το έδωσε ο Μόρντεθ. Το πήρα, έτσι η προειδοποίηση της Μουαραίν για τα δώρα του δεν μετρά. Μη το πεις πουθενά, Ραντ. Μπορεί να τους μπει η ιδέα να το κλέψουν”.

“Δεν θα το πω σε κανέναν”, είπε ο Ραντ. “Νομίζω ότι ο καπετάνιος Ντόμον είναι τίμιος, αλλά για τους άλλους δεν βασίζομαι, ειδικά για τον Γκελμπ”.

“Σε κανέναν”, επέμεινε ο Ματ. “Ούτε στον Ντόμον, ούτε στον Θομ, ούτε πουθενά. Είμαστε οι μόνοι που μείναμε από το Πεδίο του Έμοντ, Ραντ. Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε κανέναν άλλον”.

“Είναι ζωντανοί, Ματ. Και η Εγκουέν και ο Πέριν. Ξέρω ότι είναι ζωντανοί”. Ο Ματ φάνηκε να ντρέπεται. “Όμως θα κρατήσω το μυστικό σου. Μόνο για τους δυο μας. Τουλάχιστον τώρα δεν έχουμε να σκοτιζόμαστε για λεφτά. Μπορούμε να το πουλήσουμε τόσο ακριβά, που να ταξιδέψουμε ως την Ταρ Βάλον σαν βασιλιάδες”.

“Φυσικά”, είπε ο Ματ μετά από λίγο. “Αν χρειαστεί. Μόνο μην μιλήσεις πουθενά, αν δεν σου πω εγώ”.

“Δεν θα μιλήσω, είπα. Ακου, μήπως είδες κι άλλα όνειρα από τότε που ήρθαμε στο πλοίο; Όπως στο Μπάερλον; Πρώτη φορά βρίσκω ευκαιρία να σε ρωτήσω χωρίς να μας ακούει πλήθος”.

Ο Ματ γύρισε το κεφάλι αλλού, κοιτάζοντάς τον λοξά. “Μπορεί”.

“Τι θες να πεις, μπορεί; Ή είδες, ή δεν είδες”.

“Καλά, καλά, είδα. Δεν θέλω να το συζητήσω. Δεν θέλω καν να το σκέφτομαι. Δεν βγαίνει τίποτα”.

Πριν μπορέσει κάποιος από τους δύο να πει κάτι άλλο, ο Θομ ήρθε με φούρια, κρατώντας το μανδύα του. Ο αέρας τίναζε τα άσπρα μαλλιά του πέρα-δώθε και τα μακριά μουστάκια του έμοιαζαν να φουντώνουν. “Κατάφερα να πείσω τον καπετάνιο ότι δεν είσαι μουρλός”, ανακοίνωσε, “ότι ήταν μέρος της εκπαίδευσής σου”. Έπιασε το κεντρικό ξάρτι και το κούνησε. “Βοήθησε κι αυτό το τρελό κόλπο, έτσι όπως γλίστρησες στο σχοινί, αλλά είσαι τυχερός που δεν έσπασες το ξεροκέφαλό σου”.

Το βλέμμα του Ραντ στράφηκε στο σχοινί και το ακολούθησε ως την κορυφή του καταρτιού και το στόμα του έμεινε ανοιχτό. Το είχε κατέβει όλο αυτό γλιστρώντας. Και πριν καθόταν στην κορυφή του...

Ξαφνικά φαντάστηκε τον εαυτό του εκεί, με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά. Κάθισε απότομα και μόλις που κατάφερε να πιαστεί, πριν ξαπλωθεί ανάσκελα. Ο Θομ τον κοίταζε σκεπτικός.

“Δεν ήξερα ότι τα καταφέρνεις τόσο καλά στα ύψη, παλικάρι μου. Ίσως μπορέσουμε να παίξουμε στο Ίλιαν, ή στο Έμπου Νταρ, ή ακόμα και στο Δάκρυ. Ο κόσμος στις μεγάλες πόλεις του νότου αγαπά τους ακροβάτες”.

“Εμείς πάμε-” Την τελευταία στιγμή ο Ραντ θυμήθηκε να κοιτάξει γύρω μήπως τους άκουγε κανείς. Αρκετοί ναύτες τους κοίταζαν, μαζί και ο Γκελμπ, που τους αγριοκοίταζε ως συνήθως, αλλά κανένας δεν μπορούσε να τους ακούσει. “Στην Ταρ Βάλον”, είπε. Ο Ματ σήκωσε τους ώμους, σαν να μην είχε σημασία γι’ αυτόν το πού θα πήγαιναν.

“Προς το παρόν, παλικάρι μου”, είπε ο Θομ, ενώ καθόταν μαζί τους, “αλλά αύριο... ποιος ξέρει; Έτσι είναι η ζωή του Βάρδου”. Έβγαλε μερικά χρωματιστά μπαλάκια από το φαρδύ μανίκι του. “Τώρα, που σε κατέβασα από τα ψηλά, ας δουλέψουμε την τριπλή ανταλλαγή”.

Ο Ραντ κοίταξε την κορυφή του καταρτιού και ανατρίχιασε. Τι μου συμβαίνει; Φως μου, τι; Έπρεπε να το βρει. Έπρεπε να πάει στην Ταρ Βάλον, πριν τρελαθεί στ’ αλήθεια.

Загрузка...