10 Αναχώρηση

Ένα μοναχικό φανάρι, με μισοκλεισμένα τα τζαμάκια του, κρεμόταν από ένα καρφί στο δοκάρι ενός χωρίσματος για ζώα, ρίχνοντας ένα αδύναμο φως. Βαθιές σκιές έπνιγαν τα περισσότερα χωρίσματα. Όταν ο Ραντ μπήκε στο στάβλο από την είσοδο της αυλής, ακριβώς πίσω από τον Ματ και τον Πρόμαχο, ο Πέριν ανασηκώθηκε απότομα από κει που καθόταν στο σανό, με την πλάτη ακουμπισμένη στο πορτάκι ενός χωρίσματος. Τον τύλιγε ένας βαρύς μανδύας.

Ο Λαν μόλις που στάθηκε για να ρωτήσει απαιτητικά, “Έψαξες όπως σου είπα; σιδερά;”

“Έψαξα”, απάντησε ο Πέριν. “Δεν είναι κανείς εδώ εκτός από μας. Γιατί να κρυφτεί κάποιος—”

“Μεγάλη προσοχή, μεγαλύτερη ζωή, σιδερά”. Ο Πρόμαχος έριξε μια γρήγορη ματιά στις σκιές του στάβλου και στις βαθύτερες σκιές στο πατάρι με το άχυρο και κούνησε το κεφάλι. “Δεν προλαβαίνουμε”, μουρμούρισε, σχεδόν μονολογώντας. “Πρέπει να βιαστούμε, είπε”.

Σαν υπάκουγε στα λόγια του, πέρασε γοργά τη λιμνούλα του φωτός και πλησίασε τα δεμένα άλογα, που ήταν ζεμένα και σελωμένα. Τα δύο ήταν ο μαύρος επιβήτορας και η λευκή φοράδα, που είχε ξαναδεί ο Ραντ. Τα άλλα μπορεί να υστερούσαν σε ύψος, ή ομορφιά, αλλά ήταν από τα καλύτερα που υπήρχαν στους Δύο Ποταμούς. Ο Λαν με φούρια άρχισε να ελέγχει τους καταζώστες και τις ίγγλες και τα δερμάτινα λουριά που κρατούσαν τα σακίδια δεξιά κι αριστερά της σέλας, τα φλασκιά και τις κουβέρτες, που ήταν τυλιγμένες ρολό πίσω από τις σέλες.

Ο Ραντ αντάλλαξε τρεμάμενα χαμόγελα με τους φίλους του, βάζοντας τα δυνατά του να φανεί σαν να ήταν πραγματικά ενθουσιασμένος που θα έφευγαν.

Ο Ματ πρόσεξε για πρώτη φορά το σπαθί στη μέση του Ραντ και το έδειξε με το χέρι του. “Πας για Πρόμαχος;” Γέλασε και κατάπιε το γέλιο του ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στον Λαν. Ο Πρόμαχος δεν φάνηκε να το προσέχει. “Ή έστω για φύλακας εμπόρου”, συνέχισε ο Ματ με πλατύ χαμόγελο, κάπως βεβιασμένο. Σήκωσε το τόξο του. “Δεν του κάνουν τα όπλα που έχουν οι τίμιοι άνθρωποι”.

Ο Ραντ σκέφτηκε να επιδείξει το σπαθί, αλλά τον εμπόδισε η παρουσία του Λαν. Ο Πρόμαχος δεν κοίταζε καν προς το μέρος τους, αλλά ο Ραντ ήταν βέβαιος ότι καταλάβαινε ό,τι συνέβαινε γύρω του. Αντίθετα, είπε με επιτηδευμένη ανεμελιά, “Ίσως φανεί χρήσιμο”, λες και ήταν εντελώς φυσιολογικό να φορά σπαθί.

Ο Πέριν έκανε μια κίνηση, προσπαθώντας να κρύψει κάτι κάτω από το μανδύα του. Ο Ραντ είδε για μια στιγμή μια πλατιά δερμάτινη ζώνη γύρω από τη μέση του μαθητευόμενου σιδερά, με μια διχάλα, όπου ήταν χωμένη η λαβή ενός τσεκουριού.

“Τι έχεις εκεί;” ρώτησε.

“Φύλακας εμπόρου, είπαμε”, κορόιδεψε ο Ματ.

Ο νεαρός με τα πυκνά μαλλιά κοίταξε κατσούφικα τον Ματ, με ύφος που έδειχνε ότι είχε βαρεθεί ν’ ακούει τέτοια αστεία και ύστερα βαριαναστέναξε και τίναξε πίσω το μανδύα του για να αποκαλύψει το τσεκούρι. Δεν ήταν κοινό εργαλείο ξυλοκόπου. Στη μια μεριά είχε μια πλατιά λεπίδα, όμοια με μισοφέγγαρο και στην άλλη μια κυρτή αιχμή, έτσι κι αυτό έμοιαζε εκτός τόπου για τους Δύο Ποταμούς, σαν το σπαθί του Ραντ. Όμως το χέρι του Πέριν αναπαυόταν πάνω του με κάποια οικειότητα.

“Ο αφέντης Λούχαν το είχε φτιάξει πριν δυο χρόνια για τον φύλακα ενός αγοραστή μαλλιού. Αλλά, όταν τελείωσε ο άνθρωπος δεν ήθελε να πληρώσει τα συμφωνημένα και ο αφέντης Λούχαν δεν έπαιρνε λιγότερα. Μου το έδωσε, όταν” —έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του, μετά έριξε στον Ραντ την ίδια προειδοποιητική ματιά που είχε ρίξει στον Ματ- “όταν με βρήκε να εξασκούμαι μ’ αυτό. Ας το έπαιρνα, είπε, αφού του ήταν άχρηστο”.

“Εξάσκηση”, είπε χλευαστικά ο Ματ, αλλά σήκωσε τα χέρια συμβιβαστικά, όταν ο Πέριν ύψωσε το κεφάλι. “Όπως το λες. Πάλι καλά που κάποιος από μας ξέρει να κουμαντάρει ένα πραγματικό όπλο”.

“Αυτό το τόξο είναι πραγματικό όπλο”, είπε ξαφνικά ο Λαν. Τύλιξε το χέρι του γύρω από τη σέλα του ψηλού, μαύρου αλόγου του και τους κοίταξε με σοβαρό ύφος. “Το ίδιο και οι σφεντόνες, που είδα να έχουν τα παιδιά του χωριού. Μπορεί να τις χρησιμοποιήσατε μονάχα για να κυνηγήσετε λαγούς, ή να διώξετε το λύκο από τα πρόβατα, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Το κάθε τι μπορεί να γίνει όπλο, αν ο άντρας, ή η γυναίκα που το κρατά έχει το κουράγιο και τη θέληση να το κάνει όπλο. Εκτός από τους Τρόλοκ, αυτό πρέπει να το βάλετε καλά στο μυαλό σας, πριν φύγουμε από τους Δύο Ποταμούς, πριν φύγουμε από το Πεδίο του Έμοντ, αν θέλετε να φτάσετε ζωντανοί στην Ταρ Βάλον”.

Το πρόσωπο και η φωνή του, ψυχρά σαν το θάνατο και σκληρά σαν πρόχειρα σκαλισμένη ταφόπλακα, έκαναν το χαμόγελο και τη γλώσσα τους να παγώσουν. Ο Πέριν έκανε μια γκριμάτσα και ξανασκέπασε το τσεκούρι με το μανδύα. Ο Ματ χαμήλωσε το βλέμμα στα πόδια του και ανακάτεψε τα άχυρα στο έδαφος του στάβλου με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του. Ο Πρόμαχος γρύλισε και καταπιάστηκε πάλι με τη δουλειά του και η σιωπή τράβηξε σε μάκρος.

“Δεν μοιάζει πολύ με τις ιστορίες”, είπε στο τέλος ο Ματ.

“Δεν ξέρω”, είπε ο Πέριν ξινά. “Έχουμε Τρόλοκ, Πρόμαχο, Άες Σεντάι. Τι άλλο θες;”

“Άες Σεντάι”, ψιθύρισε ο Ματ, με τόνο που έδειχνε σαν να είχε κρυώσει ξαφνικά.

“Την πιστεύεις, Ραντ;” ρώτησε ο Πέριν. “Εννοώ, τι να θέλουν από μας οι Τρόλοκ;”

Σαν ένας, κοίταξαν όλοι μαζί τον Πρόμαχο. Ο Λαν φαινόταν να δίνει όλη του την προσοχή στο λουρί της σέλας της λευκής φοράδας, αλλά οι τρεις τους οπισθοχώρησαν προς την πόρτα του στάβλου, μακριά από τον Λαν. Ακόμα και τότε έσκυψαν τα κεφάλια και μίλησαν χαμηλόφωνα.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. “Δεν ξέρω, αλλά είχε δίκιο, λέγοντας ότι τα δικά μας σπίτια ήταν τα μόνα που χτύπησαν οι Τρόλοκ. Και επιτέθηκαν πρώτα στο σπίτι και στο χυτήριο του αφέντη Λούχαν, εδώ στο χωριό. Ρώτησα τον δήμαρχο. Εξίσου λογικό μου φαίνεται να κυνηγούν εμάς”. Ξαφνικά κατάλαβε πως οι άλλοι τον κοίταζαν έντονα.

“Ρώτησες τον δήμαρχο;” είπε ο Ματ απορώντας. “Είπε να μην το πούμε πουθενά”.

“Δεν του είπα γιατί τον ρωτούσα”, διαμαρτυρήθηκε ο Ραντ. “Εννοείτε ότι δεν μιλήσατε πουθενά; Δεν είπατε σε κανέναν να ξέρει ότι φεύγετε;”

Ο Πέριν έκανε μια μαζεμένη χειρονομία. “Σε κανέναν, έτσι είπε η Μουαραίν Σεντάι”.

“Αφήσαμε σημειώματα”, είπε ο Ματ. “Για τις οικογένειές μας. Θα τα βρουν το πρωί. Ραντ, η μητέρα μου νομίζει ότι η Ταρ Βάλον είναι ό,τι χειρότερο μετά το Σάγιολ Γκουλ”. Άφησε ένα γελάκι για να δείξει ότι δεν συμμεριζόταν τη γνώμη της. Δεν ήταν πολύ πειστικό. “Θα με κλείδωνε στο κελάρι, αν πίστευε ότι έστω μου πέρναγε από το μυαλό να πάω εκεί”.

“Ο αφέντης Λούχαν είναι πεισματάρης σαν πέτρα”, πρόσθεσε ο Πέριν, “και η κυρά Λούχαν είναι χειρότερη. Αν την έβλεπες. Σκάλιζε τα απομεινάρια του σπιτιού κι έλεγε μακάρι να ξανάρθουν οι Τρόλοκ για να τους περιλάβει...”

“Κάψε με, Ραντ”, είπε ο Ματ, “ξέρω ότι είναι Άες Σεντάι και τα λοιπά, αλλά οι Τρόλοκ ήταν στ’ αλήθεια εδώ. Αν δεν ξέρει μια Άες Σεντάι τι κάνουμε τώρα, τότε ποιος;”

“Δεν ξέρω”. Ο Ραντ έτριψε το κούτελό του. Το κεφάλι του πονούσε· δεν μπορούσε να βγάλει εκείνο το όνειρο από το νου του. “Ο πατέρας μου την πιστεύει. Ή τουλάχιστον συμφώνησε ότι πρέπει να φύγουμε”.

Ξαφνικά, η Μουαραίν βρέθηκε στην είσοδο. “Μίλησες στον πατέρα σου γι’ αυτό το ταξίδι;” Φορούσε σκούρα γκρι ρούχα από την κορφή ως τα νύχια και η φούστα της είχε ανοίγματα για να μπορεί να ανεβαίνει στο άλογο ιππαστί. Το μόνο χρυσό κόσμημα που φορούσε τώρα ήταν το δαχτυλίδι με το ερπετό.

Ο Ραντ κοίταξε το ραβδί της· παρά τις φλόγες που είχε δει δεν υπήρχε ίχνος καψίματος, ή έστω καπνιάς. “Δεν μπορούσα να φύγω χωρίς να του το πω”.

Εκείνη τον κοίταξε για μια στιγμή με σουφρωμένα τα χείλη, πριν στραφεί στους άλλους. “Μήπως αποφασίσατε κι εσείς ότι ένα σημείωμα δεν φτάνει;” Ο Ματ και ο Πέριν άρχισαν να μιλούν ταυτόχρονα και να τη διαβεβαιώνουν πως απλώς είχαν αφήσει σημειώματα, όπως τους είχε πει. Ένευσε, τους έκανε νόημα να σωπάσουν και έριξε μια αιχμηρή ματιά στον Ραντ. “Ότι έγινε είναι ήδη υφασμένο στο Σχήμα. Λαν;”

“Τα άλογα είναι έτοιμα”, είπε ο Πρόμαχος, “κι έχουμε αρκετά εφόδια για να φτάσουμε στο Μπάερλον με κάποιο περίσσευμα. Μπορούμε να φύγουμε ανά πάσα στιγμή. Προτείνω τώρα”.

“Όχι χωρίς εμένα”. Η Εγκουέν χώθηκε στο στάβλο, μ’ ένα δέμα στα χέρια τυλιγμένο μ’ ένα σάλι. Ο Ραντ παραλίγο θα σκόνταφτε μόνος του.

Το σπαθί του Λαν είχε μισοβγεί από τη θήκη του· όταν είδε ποια ήταν, ξανάκρυψε τη λεπίδα και το βλέμμα του ξαφνικά έγινε ανέκφραστο. Ο Πέριν και ο Ματ προσπάθησαν να πείσουν τη Μουαραίν ότι δεν είχαν πει στην Εγκουέν ότι θα έφευγαν. Η Άες Σεντάι τους αγνόησε· απλώς στάθηκε κοιτάζοντας την Εγκουέν, χτυπώντας σκεφτικά τα χείλη της με το δάχτυλο.

Η κουκούλα του σκούρου καφέ μανδύα της ήταν ανεβασμένη, όμως δεν έκρυβε την προκλητική στάση της απέναντι στη Μουαραίν. “Εδώ έχω όσα χρειάζομαι. Μαζί και τρόφιμα. Και δεν πρόκειται να με αφήσετε πίσω. Μάλλον δεν θα βρω άλλη ευκαιρία να δω τον κόσμο έξω από τους Δύο Ποταμούς”.

“Δεν είναι εκδρομή στο Νεροδάσος, Εγκουέν”, γρύλισε ο Ματ. Εκανε ένα βήμα πίσω, όταν εκείνη τον κοίταξε χαμηλώνοντας τα φρύδια.

“Σ’ ευχαριστώ, Ματ. Δεν το ήξερα. Νομίζεις ότι εσείς οι τρεις είστε οι μόνοι που θέλετε να δείτε τι υπάρχει εκεί έξω; Κι εγώ το ονειρευόμουν, τόσο καιρό όσο κι εσείς και δεν σκοπεύω να χάσω την ευκαιρία”.

“Πώς έμαθες ότι φεύγουμε;” ζήτησε να μάθει ο Ραντ. “Πάντως, δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας. Δεν φεύγουμε επειδή μας αρέσει.

Μας κυνηγούν οι Τρόλοκ”. Τον κοίταξε κάπως συγκαταβατικά κι αυτός αναψοκοκκίνισε και, αμήχανος, ένιωσε μια ακαμψία στα μέλη του.

“Πρώτον”, του είπε υπομονετικά, “είδα τον Ματ να σέρνεται εδώ κι εκεί, βάζοντας τα δυνατά του να μην τον προσέξουν. Μετά είδα τον Πέριν, που προσπαθούσε να κρύψει ένα μεγάλο παλιοτσεκούρι κάτω από το μανδύα του. Ήξερα ότι ο Λαν είχε αγοράσει άλογο και ξαφνικά αναρωτήθηκα γιατί ήθελε κι άλλο. Κι αν είχε αγοράσει ένα, μπορούσε ν’ αγοράσει κι άλλα. Ένα αυτό. Δύο, που ο Ματ και ο Πέριν τριγυρνούσαν σαν ταυράκια που θέλουν να μοιάσουν μ’ αλεπούδες. Ε, μόνο μια απάντηση μπορούσα να δώσω. Δεν ξέρω αν με ξαφνιάζει που σε βρίσκω εδώ, Ραντ, μετά από εκείνα τα ονειροπολήματα που έλεγες. Αφού ήταν μέσα ο Ματ και ο Πέριν, έπρεπε να περιμένω ότι θα είσαι μπλεγμένος κι εσύ”.

“Πρέπει να φύγω, Εγκουέν”, είπε ο Ραντ. “Όλοι πρέπει να φύγουμε, αλλιώς οι Τρόλοκ θα ξαναγυρίσουν”.

“Οι Τρόλοκ!” Η Εγκουέν γέλασε δύσπιστα. “Ραντ, αν αποφάσισες να δεις τον κόσμο, τότε εντάξει, αλλά σε παρακαλώ, μη μου λες ιστορίες δίχως νόημα”.

“Είναι αλήθεια”, είπε ο Πέριν, ενώ ο Ματ είχε αρχίσει να λέει, “Οι Τρόλοκ—”

“Φτάνει”, είπε ήρεμα η Μουαραίν, αλλά οι κουβέντες τους κόπηκαν μαχαίρι. “Υπάρχει άλλος που να τα πρόσεξε όλα αυτά;” Η φωνή της ήταν απαλή, αλλά η Εγκουέν ξεροκατάπιε και όρθωσε το ανάστημά της πριν απαντήσει.

“Μετά τα χτεσινοβραδινά το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα τα ξαναφτιάξουν όλα, αυτό, επίσης και το τι θα κάνουν, αν ξανασυμβεί κάτι. Δεν βλέπουν τίποτα, αν δεν είναι κάτω από τη μύτη τους. Και δεν είπα σε κανέναν τι υποπτευόμουν. Σε κανέναν”.

“Πολύ καλά”, είπε η Μουαραίν μετά από μια μικρή παύση. “Μπορείς να έρθεις μαζί μας”.

Μια έκφραση έκπληξης φάνηκε στο πρόσωπο του Λαν. Χάθηκε σε μια στιγμή, και συνέχισε να φαίνεται ατάραχος, αν και ξέσπασε φουρκισμένος. “Όχι, Μουαραίν!”

“Τώρα είναι μέρος του Σχήματος, Λαν”.

“Είναι γελοίο!” της ανταπάντησε αυτός. “Δεν υπάρχει λόγος να έρθει μαζί μας και πολλοί λόγοι για το αντίθετο”.

“Υπάρχει λόγος”, είπε γαλήνια η Μουαραίν. “Είναι μέρος του Σχήματος, Λαν”. Το ασυγκίνητο πρόσωπό του δεν έδειξε τίποτα, αλλά τώρα ένευσε αργά.

“Μα, Εγκουέν”, είπε ο Ραντ, “οι Τρόλοκ θα μας κυνηγούν. Μόνο όταν φτάσουμε στην Ταρ Βάλον θα είμαστε ασφαλείς”.

“Μην πας να με φοβίσεις”, του είπε αυτή. “Έρχομαι κι εγώ”.

Ο Ραντ ήξερε αυτόν τον τόνο της φωνής της. Είχε να τον ακούσει από τότε που η Εγκουέν είχε αποφασίσει ότι μόνο παιδιά σκαρφάλωναν στα δέντρα, αλλά τον θυμόταν καλά. “Αν νομίζεις πως είναι αστείο να σε κυνηγούν Τρόλοκ”, άρχισε να λέει, αλλά η Μουαραίν τον διέκοψε.

“Δεν είναι ώρα γι’ αυτά. Όταν χαράξει θα πρέπει να είμαστε όσο το δυνατόν πιο μακριά. Αν μείνει πίσω, Ραντ, μπορεί να ξεσηκώσει το χωριό πριν προχωρήσουμε ένα μίλι και αυτό σίγουρα θα προειδοποιήσει τον Μυρντράαλ”.

“Δεν θα ’κάνα τέτοιο πράγμα”, διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν.

“Μπορεί να καβαλήσει το άλογο του Βάρδου”, είπε ο Πρόμαχος. “Θα του αφήσω αρκετά για να πάρει άλλο”.

“Αυτό είναι αδύνατον”, αντήχησε η φωνή του Θομ Μέριλιν από το πατάρι. Αυτή τη φορά το σπαθί του Λαν βγήκε ολόκληρο από το θηκάρι και δεν το ξανάβαλε στη θέση του, όταν είδε τον Βάρδο.

Ο Θομ πέταξε κάτω μια κουβέρτα, έπειτα έριξε στην πλάτη του τις θήκες του φλάουτου και της άρπας και κρέμασε στους ώμους του τα παραφουσκωμένα σακίδια της σέλας του. “Αυτό το χωριό δεν με χρειάζεται τώρα, ενώ αντίθετα δεν έχω δώσει ποτέ παράσταση στην Ταρ Βάλον. Και, παρ’ όλο που συνήθως είμαι μόνος στα ταξίδια μου, μετά τη χθεσινή νύχτα δεν έχω την παραμικρή αντίρρηση να ταξιδέψω με παρέα”.

Ο Πρόμαχος έριξε μια άγρια ματιά στον Πέριν και ο Πέριν έκανε μια αμήχανη κίνηση. “Δεν σκέφτηκα να κοιτάξω στο πατάρι”, μουρμούρισε.

Ενώ ο ψηλόλιγνος Βάρδος κατέβαινε από τη σκάλα του παταριού, ο Λαν μίλησε ψυχρά, επίσημα. “Κι αυτό είναι μέρος του Σχήματος, Μουαραίν Σεντάι;”

“Όλα είναι μέρος του Σχήματος, παλιέ μου φίλε”, απάντησε απαλά η Μουαραίν. “Δεν διαλέγουμε ό,τι μας βολεύει. Αλλά θα δούμε”.

Ο Θομ έφτασε στο έδαφος και γύρισε την πλάτη του στη σκάλα, τινάζοντας άχυρα από το χιλιομπαλωμένο μανδύα του. “Και μάλιστα”, είπε με πιο φυσιολογικό τόνο, “θα μπορούσατε να πείτε πως επιμένω να ταξιδέψω με συντροφιά. Πέρασα πολλές ώρες μαζί με πολλές μπύρες, ενώ σκεφτόμουν πού θα τελείωνα τις μέρες μου. Δεν μου πέρασε στιγμή από το μυαλό το τσουκάλι των Τρόλοκ”. Κοίταξε με μισό μάτι το σπαθί του Πρόμαχου. “Δεν το χρειάζεσαι. Δεν είμαι τυρί για να με κόψεις φέτες”.

“Αφέντη Μέριλιν”, είπε η Μουαραίν, “πρέπει να φύγουμε βιαστικά και είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα συναντήσουμε μεγάλους κινδύνους. Οι Τρόλοκ είναι ακόμα εκεί έξω κι εμείς ταξιδεύουμε νύχτα. Είσαι βέβαιος ότι θέλεις να ταξιδέψεις μαζί μας;”

Ο Θομ κοίταξε την παρέα μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο. “Αν δεν είναι υπερβολικά επικίνδυνο για την κοπέλα, δεν είναι ούτε για μένα. Εκτός αυτού, ποιος Βάρδος δεν θα αντιμετώπιζε κάποιους κινδύνους για να δώσει παράσταση στην Ταρ Βάλον;”

Η Μουαραίν ένευσε και ο Λαν θηκάρωσε το σπαθί του. Ο Ραντ ξαφνικά αναρωτήθηκε τι θα είχε συμβεί, αν ο Θομ είχε αλλάξει γνώμη, ή αν η Μουαραίν δεν είχε συμφωνήσει. Ο Βάρδος άρχισε να σελώνει το άλογά του, σαν να μην είχαν περάσει από το νου του τέτοιες σκέψεις, αλλά ο Ραντ πρόσεξε ότι μερικές φορές το βλέμμα του Θομ πλανήθηκε στο σπαθί του Λαν.

“Λοιπόν”, είπε η Μουαραίν. “Ποιο άλογο θα πάρει η Εγκουέν;”

“Τα άλογα του πραματευτή μας είναι άχρηστα σαν τα Ντούραν”, απάντησε ξινά ο Πρόμαχος. “Δυνατά, μα αργοκίνητα”.

“Την Μπέλα”, είπε ο Ραντ κι ευχήθηκε να μην είχε ανοίξει το στόμα του, μετά το βλέμμα που του έριξε ο Λαν. Αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να σταματήσει την Εγκουέν το μόνο που του έμενε ήταν να βοηθήσει. “Η Μπέλα μπορεί να μην είναι γρήγορη σαν τα άλλα, όμως είναι δυνατή. Μερικές φορές την καβαλάω. Αντέχει”.

Ο Λαν κοίταξε στο χώρισμα που ήταν η Μπέλα, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του. “Ίσως είναι καλύτερη από τα άλλα”, είπε τελικά. “Δεν βλέπω να έχουμε άλλη επιλογή”.

“Τότε θα βολευτούμε μ’ αυτήν”, είπε η Μουαραίν. “Ραντ, βρες σέλα για τη Μπέλα. Γρήγορα! Αρκετά καθυστερήσαμε”.

Ο Ραντ διάλεξε βιαστικά μια σέλα και μια κουβέρτα από το δωμάτιο των εφοδίων και μετά έφερε τη Μπέλα από το χώρισμα της. Η φοράδα τον κοίταξε έκπληκτη και νυσταγμένη, όταν της έβαλε στη ράχη τη σέλα. Συνήθως την καβαλούσε ξεσέλωτη· δεν την είχε συνηθίσει να φορά σέλα. Της έκανε καθησυχαστικούς ήχους, καθώς έσφιγγε το λουρί που περνούσε κάτω από την κοιλιά της και η Μπέλα δέχθηκε αυτή την ασυνήθιστη συμπεριφορά με ένα απλό τίναγμα της χαίτης της.

Πήρε το δέμα της Εγκουέν και το έδεσε πίσω από τη σέλα, ενώ εκείνη ίππευε την Μπέλα και έστρωνε τις φούστες της. Δεν είχαν άνοιγμα για να ιππεύει, έτσι οι μάλλινες κάλτσες της φαίνονταν ως το γόνατο. Φορούσε τα ίδια μαλακά δερμάτινα παπούτσια, όπως όλα τα κορίτσια του χωριού. Δεν ήταν κατάλληλα για να ταξιδέψει κανείς ούτε ως το Λόφο της Βίγλας, πόσο μάλλον ως την Ταρ Βάλον.

“Και πάλι, νομίζω πως δεν έπρεπε να έρθεις”, της είπε. “Αυτά για τους Τρόλοκ δεν τα έλεγα στα κουτουρού. Αλλά υπόσχομαι ότι θα σε προσέχω”.

“Ίσως εγώ να προσέχω εσένα”, απάντησε εκείνη με ανάλαφρο τόνο. Όταν αυτός την κοίταξε εκνευρισμένος, του χαμογέλασε και έσκυψε για να του στρώσει τα μαλλιά. “Ξέρω ότι θα με προσέχεις, Ραντ, Θα προσέχουμε ο ένας τον άλλον. Τώρα όμως πήγαινε στο άλογό σου”.

Ο Ραντ είδε ότι οι άλλοι είχαν ήδη ανέβει στα άλογά τους και τον περίμεναν. Το μόνο άλογο που είχε μείνει χωρίς αναβάτη ήταν ο Κλάουντ, ένα ψηλό γκρίζο άλογο με μαύρη χαίτη και μαύρη ουρά, που ανήκε στον Τζον Θέην. Ο Ραντ ανέβηκε στη σέλα, αν και όχι δίχως δυσκολία. Το γκρίζο άλογο τίναξε το κεφάλι του και έκανε μερικά πλάγια βήματα, όταν ο Ραντ έβαλε το πόδι του στον αναβολέα και η θήκη του σπαθιού του πιάστηκε στα πόδια του. Δεν ήταν τυχαίο που οι φίλοι του είχαν αποφύγει τον Κλάουντ. Ο αφέντης Θέην, μερικές φορές, έτρεχε το ατίθασο γκρίζο άλογο σε αγώνες με τα άλογα των εμπόρων και δεν είχε χάσει ποτέ, απ’ όσο θυμόταν ο Ραντ. Ήξερε όμως ότι ποτέ δεν άφηνε κάποιον να τον καβαλήσει με ευκολία. Ο Λαν πρέπει να είχε προσφέρει μια περιουσία για να πείσει τον μυλωνά να του τον πουλήσει. Όταν ο Ραντ κάθισε στη σέλα, το χοροπηδητό του Κλάουντ δυνάμωσε, λες και το άλογο βιαζόταν να τρέξει. Ο Ραντ έπιασε τα γκέμια με σταθερό χέρι και προσπάθησε να σκεφτεί ότι όλα θα πήγαιναν μια χαρά. Ίσως, αν έπειθε τον εαυτό του, θα έπειθε και το άλογο.

Μια κουκουβάγια άφησε μια κραυγή κάπου έξω στη νύχτα και οι χωρικοί τινάχτηκαν, πριν συνειδητοποιήσουν τι ήταν. Γέλασαν νευρικά και κοιτάχτηκαν ντροπιασμένα.

“Να δείτε που άμα βγουν ποντίκια θ’ ανέβουμε στα δέντρα”, είπε η Εγκουέν μ’ ένα αδύναμο γελάκι.

Ο Λαν κούνησε το κεφάλι. “Καλύτερα να ήταν λύκοι”.

“Λύκοι!” αναφώνησε ο Πέριν κι ο Πρόμαχος του χάρισε μια ανέκφραστη ματιά.

“Οι λύκοι δεν αγαπούν τους Τρόλοκ, σιδερά, και οι Τρόλοκ δεν αγαπούν τους λύκους, ούτε και τα σκυλιά. Αν άκουγα λύκους, θα ήμουν σίγουρος πως δεν υπάρχουν Τρόλοκ να μας περιμένουν εκεί έξω”. Βγήκε από το στάβλο, στη φεγγαρόλουστη νύχτα, με το ψηλό μαύρο άλογό του να προχωρά αργά.

Η Μουαραίν βγήκε πίσω του δίχως στιγμή δισταγμού και η Εγκουέν φρόντισε να μείνει στο πλευρό της Άες Σεντάι. Ακολούθησαν ο Ραντ και ο Βάρδος, με ουραγούς τον Ματ και τον Πέριν.

Η πίσω πλευρά του πανδοχείου ήταν σκοτεινή και σιωπηλή και οι σκιές του φεγγαριού κυμάτιζαν στην αυλή του. Οι απαλοί κρότοι των οπλών έσβηναν γρήγορα, βουλιάζοντας στη νύχτα. Μέσα στο σκοτάδι, ο μανδύας του Πρόμαχου τον έκανε να μοιάζει κι αυτός με σκιά. Μόνο η ανάγκη να τον έχουν μπροστά για να τους οδηγεί, εμπόδισε τους υπόλοιπους να μαζευτούν τριγύρω του. Καθώς πλησίαζαν την πύλη, ο Ραντ σκέφτηκε ότι θα ήταν αρκετά δύσκολο να βγουν από το χωριό δίχως να τους δουν. Ή, τουλάχιστον, χωρίς να τους δουν οι χωρικοί. Αχνό κίτρινο φως χυνόταν από πολλά παράθυρα του χωριού και, παρ’ όλο που η λάμψη τους φάνταζε αδύναμη, έδειχνε μορφές που κινούνταν συχνά, τις μορφές των χωρικών που παρακολουθούσαν για να δουν τι θα έφερνε η νύχτα. Κανείς δεν ήθελε κι άλλη έκπληξη.

Στις πυκνές σκιές πλάι στο πανδοχείο, ακριβώς πριν βγουν από την αυλή, ο Λαν σταμάτησε ξαφνικά και τους έκανε απότομα νόημα να κάνουν σιωπή.

Μπότες ήχησαν στη Γέφυρα των Κάρων και εδώ κι εκεί στη γέφυρα το φως του φεγγαριού λαμπύρισε πάνω σε μέταλλο. Οι μπότες βρόντηξαν στη γέφυρα, έτριξαν στα πετραδάκια και πλησίασαν το πανδοχείο. Κανένας ήχος δεν ακούστηκε από αυτούς που περίμεναν στη σκιά. Ο Ραντ υποπτεύθηκε πως οι φίλοι του, ίσως όχι μόνο αυτοί, ήταν τόσο φοβισμένοι που δεν σάλευαν. Όπως κι ο ίδιος.

Τα βήματα σταμάτησαν μπροστά στο πανδοχείο, στη γκριζάδα λίγο πέρα από το αμυδρό φως των παράθυρων της κοινής αίθουσας. Ο Ραντ είδε ποιοι ήταν μόνο όταν ο Τζον Θέην έκανε ένα βήμα μπροστά, μ’ ένα δόρυ ακουμπισμένο στο γερό ώμο του, φορώντας ένα παλιό δερμάτινο γιλέκο με ραμμένους ατσάλινους δίσκους. Ήταν καμιά δεκαριά άνδρες του χωριού και από τις γύρω φάρμες, μερικοί με κράνη, ή τμήματα αρματωσιάς, που κείτονταν σκονισμένα στις σοφίτες τους εδώ και πολλές γενιές, όλοι τους κρατώντας δόρυ, ή τσεκούρι, ή σκουριασμένο λογχοπέλεκυ.

Ο μυλωνάς κοίταξε μέσα από ένα παράθυρο την κοινή αίθουσα, ύστερα στράφηκε στους άλλους, λέγοντας κοφτά, “Όλα φαίνονται εντάξει εδώ”. Οι άλλοι σχημάτισαν δύο άτακτους στοίχους πίσω του και οι άνδρες της περιπόλου προήλασαν στη νύχτα, σαν να άκουγαν τρεις διαφορετικούς ρυθμούς στα τύμπανα.

“Δύο Ντά’βολ Τρόλοκ θα τους έκαναν μια χαψιά”, μουρμούρισε ο Λαν, όταν έσβησε ο ήχος από τις μπότες τους, “αλλά έχουν μάτια και αυτιά”. Γύρισε πίσω τον επιβήτορά του. “Ελάτε”.

Αργά, σιωπηλά, ο Πρόμαχος τους οδήγησε και πέρασαν την αυλή του στάβλου, κατέβηκαν την όχθη περνώντας ανάμεσα στις ιτιές και μπήκαν στο Νερό της Οινοπηγής. Τόσο κοντά στην Οινοπηγή και το κρύο νερό που γοργοκυλούσε λαμπύριζε, καθώς στροβιλιζόταν γύρω από τα πόδια των αλόγων και ήταν τόσο βαθύ που έγλειφε τις σόλες από τις μπότες των καβαλάρηδων.

Τα άλογα βγήκαν στην αντίπερα όχθη και προχώρησαν το ένα πίσω από το άλλο με τις εύστοχες οδηγίες του Πρόμαχου, μακριά από τα σπίτια του χωριού. Μερικές φορές, ο Λαν σταματούσε και τους έκανε νόημα να μείνουν σιωπηλοί, αν και κανείς τους δεν είχε προλάβει να δει, ή να ακούσει κάτι. Κάθε φορά που το έκανε, όμως, δεν αργούσε να περάσει άλλη μια περίπολος από χωρικούς και αγρότες. Έτσι προχώρησαν προς το βόρειο άκρο του χωριού.

Ο Ραντ κοίταξε τα σπίτια με τις μυτερές στέγες στο σκοτάδι, για να τις χαράξει στη μνήμη του. Είμαι ό,τι πρέπει για περιπέτειες, σκέφτηκε. Καλά-καλά δεν είχε βγει από το χωριό και ήδη ένιωθε νοσταλγία. Μα δεν σταμάτησε να κοιτάζει.

Πέρασαν τις τελευταίες αγροικίες στα περίχωρα του χωριού και βγήκαν στην εξοχή, παίρνοντας πορεία παράλληλη με το Βόρειο Δρόμο που οδηγούσε στο Τάρεν Φέρυ. Ο Ραντ σκέφτηκε, πως σίγουρα κανένας νυχτερινός ουρανός, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, δεν θα ήταν όμορφος όσο ο ουρανός των Δύο Ποταμών. Το καθαρό μαύρο του έμοιαζε να εκτείνεται ως το άπειρο και μυριάδες άστρα λαμπύριζαν, σαν φωτεινές κουκίδες σκορπισμένες σε κρύσταλλο. Το φεγγάρι, που μια μικρή φέτα του έλειπε για να γίνει πανσέληνος, έμοιαζε να είναι τόσο κοντά, που θα μπορούσε κανείς να το αγγίξει αν άπλωνε το χέρι του, και...

Μια μαύρη μορφή πέταξε αργά, μπροστά από την ασημένια μπάλα του φεγγαριού. Τα χέρια του τινάχτηκαν, άθελά του, στα γκέμια και το γκρίζο άλογο σταμάτησε. Σκέφτηκε αβέβαια πως ήταν νυχτερίδα, αλλά ήξερε ότι δεν ήταν. Οι νυχτερίδες ήταν ένα συνηθισμένο θέαμα τα δειλινά, όταν καταδίωκαν μύγες και δαγκωσέμια. Τα φτερά που στήριζαν αυτό το πλάσμα μπορεί να είχαν το ίδιο σχήμα, αλλά κινούνταν με τις αργές, δυνατές κινήσεις ενός αρπακτικού πουλιού. Και κυνηγούσε. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία, με τις μεγάλες στροφές που έπαιρνε δεξιά κι αριστερά. Το χειρότερο ήταν το μέγεθός του. Αν μια νυχτερίδα φαινόταν τόσο μεγάλη κόντρα στο φεγγάρι, θα ήταν τόσο κοντά που σχεδόν θα μπορούσε να την πιάσει απλώνοντας το χέρι του. Προσπάθησε να υπολογίσει με το μυαλό του πόσο μακριά ήταν αυτό, και πόσο μεγάλο. Το σώμα του θα πρέπει να ήταν μεγάλο, σαν σώμα ανθρώπου και τα φτερά... Το πλάσμα διέσχισε πάλι το φεγγάρι, έκανε μια απότομη στροφή και το κατάπιε η νύχτα.

Ο Ραντ δεν κατάλαβε ότι ο Λαν τον είχε πλησιάσει, παρά μόνο όταν ο Πρόμαχος τον έπιασε από το μπράτσο. “Τι στέκεται και χαζεύεις, μικρέ; Πρέπει να προχωρήσουμε”. Οι άλλοι περίμεναν πίσω από τον Λαν.

Ο Ραντ ανέφερε τι είχε δει, περιμένοντας πως ο Πρόμαχος θα του έλεγε ότι άφηνε το φόβο των Τρόλοκ να σκιάσει τη λογική του. Ήλπιζε πως ο Λαν θα το απέρριπτε, θα του έλεγε ότι ήταν νυχτερίδα, ή ότι έπαιζαν τα μάτια του.

Ο Λαν είπε μια λέξη γρυλίζοντας, σαν να είχε μια άσχημη γεύση στο στόμα του. “Ντραγκχάρ”. Η Εγκουέν και οι άλλοι κάτοικοι των Δύο Ποταμών κοίταξαν νευρικά τον ουρανό προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά ο τραγουδιστής βόγκηξε αδύναμα.

“Ναι”, είπε η Μουαραίν. “Είναι πολυτέλεια να ελπίζουμε κάτι άλλο. Κι αν ο Μυρντράαλ έχει στη διάθεση του Ντραγκχάρ, τότε σε λίγο θα ξέρει πού είμαστε, αν δεν το ξέρει ήδη. Πρέπει να προχωρήσουμε πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούμε, μακριά από το δρόμο. Ίσως κατορθώσουμε να φτάσουμε στο Τάρεν Φέρυ πριν τον Μυρντράαλ· αυτός και οι Τρόλοκ του δεν θα περάσουν απέναντι τόσο εύκολα, όσο εμείς”.

“Ντραγκχάρ;” είπε η Εγκουέν. “Τι είναι τούτο;”

Της απάντησε βραχνά ο Θομ Μέριλιν. “Στον πόλεμο, που έδωσε τέλος στην Εποχή των Θρύλων, πλάστηκαν όχι μόνο Τρόλοκ και Ημιάνθρωποι, αλλά και χειρότερα πράγματα”.

Το κεφάλι της Μουαραίν στράφηκε απότομα προς το μέρος του, όταν άρχισε να μιλά. Ακόμα και το σκοτάδι δεν μπορούσε να κρύψει το κοφτερό βλέμμα της.

Πριν προλάβει να ρωτήσει κανείς τον τραγουδιστή για κάτι παραπάνω, ο Λαν άρχισε να δίνει οδηγίες. “Τώρα θα πάρουμε το Βόρειο Δρόμο. Αν αγαπάτε τη ζωή σας, ακολουθήστε με, μη μείνετε πίσω και μη σκορπιστείτε”

Έκανε στροφή με το άλογό του και οι άλλοι, δίχως λέξη, άρχισαν να καλπάζουν πίσω του.

Загрузка...