26 Γραμμές Σύνδεσης

Η βροντή απλώθηκε στους χαμηλούς λόφους με το ξερό γρασίδι σαν συνεχές κυμάτισμα, αν κι ο ουρανός δεν είχε ούτε ένα σύννεφο, παρά μόνο τον πυρωμένο ήλιο, που ακόμα δεν είχε φτάσει στο ζενίθ του. Στην κορυφή ενός λόφου, ο Ραντ κρατούσε τα χαλινάρια και το Σκήπτρο του Δράκοντα στο μπροστάρι της σέλας του και περίμενε. Η βροντή δυνάμωσε. Του ήταν δύσκολο να μην κοιτάζει συνεχώς πάνω από τον ώμο του, νότια προς την Αλάνα. Σήμερα είχε χτυπήσει τη φτέρνα της, είχε γδάρει το χέρι της, κι ήταν όλο νεύρα. Ο Ραντ δεν είχε ιδέα πώς και γιατί· δεν είχε ιδέα επίσης πώς μπορούσε να είναι τόσο σίγουρος. Η βροντή έφτασε στο αποκορύφωμά της.

Οι Σαλδαίοι ιππείς ξεπρόβαλαν στο επόμενο ύψωμα, αραδιασμένοι σε τριάδες, καλπάζοντας, σχηματίζοντας μια μακριά, φιδίσια γραμμή που δεν είχε τελειωμό καθώς έρχονταν ολοένα, κατεβαίνοντας την πλαγιά και μπαίνοντας στο πλατύ λιβάδι ανάμεσα στους λόφους. Εννιά χιλιάδες άνδρες σχημάτιζαν ένα πολύ μακρύ φίδι. Στα ριζά του λόφου χωρίστηκαν· η κεντρική φάλαγγα προχώρησε ίσια, ενώ οι δύο άλλες έστριψαν δεξιά κι αριστερά, και κάθε φάλαγγα διαιρέθηκε και ξαναδιαιρέθηκε, ώσπου προχωρούσαν κατά εκατοντάδες, περνώντας οι μεν δίπλα από τους δε. Οι ιππείς στάθηκαν όρθιοι πατώντας τη σέλα, μερικοί με τα πόδια, άλλοι ανάποδα στηριγμένοι στα χέρια. Άλλοι έσκυβαν απίστευτα χαμηλά για να μπατσίσουν το έδαφος πρώτα από τη μια πλευρά του καλπάζοντος αλόγου τους και μετά από την άλλη. Κάποιοι άφηναν τις σέλες και σέρνονταν κάτω από τα άλογά τους που έτρεχαν ή πηδούσαν στο έδαφος, κι έτρεχαν για μερικές δρασκελιές πλάι στο ζώο πριν ξαναπηδήξουν στη σέλα από την άλλη μεριά για να επαναλάβουν την παράσταση.

Ο Ραντ σήκωσε τα γκέμια και χτύπησε με τις φτέρνες τον Τζήντ’εν για να ξεκινήσει. Όταν το πιτσιλωτό άλογο προχώρησε, το ίδιο έκαναν κι οι Αελίτες που τον κύκλωναν. Αυτό το πρωί οι άνδρες ήταν Χορευτές των Βουνών, Χάμα Ν’ντόρε, που οι μισοί και περισσότεροι φορούσαν το περιμετώπιο σισβαϊ’αμάν. Ο Κάλντιν γκριζομάλλης με επιδερμίδα σαν πετσί, είχε προσπαθήσει να πείσει τον Ραντ να φέρει περισσότερους από είκοσι, αφού υπήρχαν τριγύρω τόσοι αρματωμένοι υδρόβιοι· οι Αελίτες δεν έχασαν χρόνο με αποδοκιμαστικές ματιές για το σπαθί του Ραντ. Η Ναντέρα συνήθως παρακολουθούσε με το βλέμμα τις περίπου διακόσιες γυναίκες που τους ακολουθούσαν έφιππες· έδειχνε να βρίσκει πιο απειλητικές τις Σαλδαίες αρχόντισσες και τις συζύγους των αξιωματικών παρά τους στρατιώτες, κι ο Ραντ, έχοντας γνωρίσει μερικές, δεν θα διαφωνούσε εύκολα. Η Σούλιν μάλλον θα συμφωνούσε. Σκέφτηκε ότι δεν είχε δει τη Σούλιν από... Δεν την είχε δει από την επιστροφή τους από τη Σαντάρ Λογκόθ. Οκτώ μέρες. Αναρωτήθηκε μήπως είχε κάνει κάτι που την είχε προσβάλει.

Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να αναρωτιέται για τη Σούλιν και το τζι’ε’τόχ. Έκανε κύκλο γύρω από την κοιλάδα κι έφτασε στη λοφοκορφή όπου είχαν πρωτοεμφανιστεί στο βλέμμα του οι Σαλδαίοι. Ο Μπασίρε γυρνούσε ο ίδιος εκεί κάτω, εξετάζοντας μια-μια τις ομάδες που έκαναν επίδειξη· σχεδόν από σύμπτωση, το έκανε καθώς στεκόταν όρθιος στη σέλα του.

Για μια στιγμή ο Ραντ άδραξε το σαϊντίν και το άφησε μια στιγμή αργότερα. Με αυτή την υποβοήθηση στην όρασή του, δεν είχε δυσκολευτεί να δει τις δύο άσπρες πέτρες που κείτονταν κοντά στη ρίζα της πλαγιάς, ακριβώς εκεί που τις είχε βάλει ο Μπασίρε την προηγούμενη νύχτα σε απόσταση τεσσάρων βημάτων μεταξύ τους. Με λίγη τύχη, δεν θα τον είχε δει κανείς. Με λίγη τύχη, κανείς δεν θα τον ρωτούσε γι’ αυτό σήμερα το πρωί. Παρακάτω, κάποιοι άνδρες ίππευαν δύο άλογα μαζί, με ένα πόδι σε κάθε σέλα, ενώ αυτά συνέχιζαν να καλπάζουν. Άλλα άλογα είχαν έναν άνδρα, που μερικές φορές στεκόταν στα χέρια του.

Ο Ραντ κοίταξε τριγύρω ακούγοντας ένα άλογο να τον πλησιάζει. Η Ντέιρα νι Γκαλίν τ’ Μπασίρε προχωρούσε καβάλα ανάμεσα στους Αελίτες με φαινομενική αδιαφορία· οπλισμένη μόνο με ένα εγχειρίδιο στην ασημένια ζώνη της, φορώντας ένα φόρεμα ιππασίας από γκρίζο μετάξι, ασημοκέντητο στα μανίκια και στον ψηλό γιακά, έμοιαζε να τους προκαλεί να της επιτεθούν. Ήταν μεγαλόσωμη γυναίκα, σχεδόν εξίσου ψηλή με τις Κόρες, σχεδόν μια παλάμη ψηλότερη από το σύζυγο της. Δεν ήταν χοντρή, ούτε καν παχουλή, απλώς ήταν μεγαλόσωμη. Είχε λευκές πινελιές στα μελαχρινά μαλλιά της και τα μαύρα, γερτά μάτια της ήταν στυλωμένα στον Ραντ. Αυτός ήταν σίγουρος πως ήταν μια όμορφη γυναίκα όταν η παρουσία του δεν έδινε μια γρανιτένια όψη στο πρόσωπό της.

«Βρίσκεις... διασκεδαστικό το σύζυγό μου;» Ποτέ δεν αναφερόταν με οποιονδήποτε τίτλο στον Ραντ, ποτέ δεν χρησιμοποιούσε το όνομά του.

Εκείνος κοίταξε τις υπόλοιπες Σαλδαίες. Τον παρακολουθούσαν σαν ίλη ιππικού έτοιμη να εφορμήσει, με πρόσωπα επίσης από γρανίτη, με τα γερτά μάτια τους παγωμένα. Το μόνο που ήθελαν ήταν μια εντολή της Ντέιρα. Ο Ραντ δεν δυσκολευόταν να πιστέψει τις ιστορίες για τις Σαλδαίες που έπαιρναν τα ξίφη των νεκρών συζύγων τους κι οδηγούσαν τους άνδρες πάλι στη μάχη. Είχε φερθεί φιλικά, μα δεν είχε βγάλει άκρη με τη σύζυγο του Μπασίρε· όσο για τον Μπασίρε, εκείνος απλώς σήκωνε τους ώμους κι έλεγε ότι μερικές φορές ήταν δύσκολη γυναίκα, ταυτοχρόνως χαμογελώντας, σίγουρα από καμάρι.

«Πες στον Άρχοντα Μπασίρε ότι είμαι ευχαριστημένος», είπε. Έστριψε τον Τζήντ’εν και ξεκίνησε προς το Κάεμλυν. Τα μάτια των Σαλδαίων γυναικών ήταν σαν να τον κάρφωναν στην πλάτη.

Ο Λουζ Θέριν χαχάνιζε, αυτή ήταν η μόνη λέξη. Μην πιέζεις ποτέ μια γυναίκα αν δεν είναι ανάγκη. Θα σε σκοτώσει πιο γρήγορα απ’ όσο θα σε σκότωνε ένας άνδρας, και με μικρότερη αιτία, ακόμα κι αν μετά κλάψει γι αυτό.

Είσαι στ αλήθεια εκεί; ζήτησε να μάθει ο Ραντ. Είσαι κάτι παραπάνω από μια φωνή; Του απάντησε μονάχα εκείνο το μαλακό, τρελό γέλιο.

Σ’ όλο το δρόμο για το Κάεμλυν τον έτρωγε η σκέψη του Λουζ Θέριν, ακόμα κι όταν πέρασαν τα μακριά κτήρια με τις κεραμιδοσκεπές, τα οποία στέγαζαν καταστήματα που πλαισίωναν το δρόμο προς τις πύλες και μπήκαν στη Νέα Πόλη. Ανησυχούσε μήπως τρελαινόταν —όχι μόνο για το γεγονός καθαυτό, αν κι ήταν κάτι κακό από μόνο του· αλλά αν τρελαινόταν, πώς θα έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει;— αλλά ακόμα δεν είχε δει κανένα σημάδι. Αλλά βέβαια, αν το μυαλό του λύγιζε, πώς θα το καταλάβαινε; Δεν είχε δει ποτέ τρελό. Το μόνο στοιχείο ήταν τα παραμιλητά του Λουζ Θέριν μέσα στο κεφάλι του. Μήπως όλοι τρελαίνονταν με ίδιο τρόπο; Μήπως θα καταντούσε κι ο ίδιος σ’ αυτή την κατάσταση, να γελά και να κλαίει για πράγματα τα οποία κανείς άλλος δεν έβλεπε και δεν ήξερε; Ο Ραντ ήξερε ότι είχε μια ελπίδα να ζήσει, έστω κι αν ήταν φαινομενικά απίθανη. Αν θέλεις να ζήσεις, πρέπει να πεθάνεις. ήταν κάτι που ήξερε πως πρέπει να ήταν αληθινό, που του το είχαν πει μέσα σε ένα τερ’ανγκριάλ όπου οι απαντήσεις ήταν πάντα αληθινές αν κι έμοιαζαν πάντα να είναι δυσνόητες. Μα να ζει έτσι... Αναρωτιόταν μήπως θα προτιμούσε να πεθάνει.

Τα πλήθη της Νέας Πόλης άνοιξαν χώρο μπροστά στους σαράντα Αελίτες, κι αρκετοί αναγνώριζαν επίσης τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Ίσως να τον αναγνώριζαν περισσότεροι, μα μόνο σκόρπιες επευφημίες υψώθηκαν στο διάβα του. «Το Φως να φωτίζει τον Αναγεννημένο Δράκοντα!» κι «Η δόξα του Φωτός για τον Αναγεννημένο Δράκοντα!» κι «Ο Αναγεννημένος Δράκοντας, ο Βασιλιάς του Άντορ!»

Αυτό το τελευταίο τον τάραζε όποτε το άκουγε, και δεν ήταν λίγες οι φορές που το άκουγε. Έπρεπε να βρει την Ηλαίην. Κατάλαβε ότι έτριζε τα δόντια του. Δεν μπορούσε ούτε να κοιτάξει τον κόσμο στους δρόμους· του ερχόταν να τους βάλει να γονατίσουν, να τους φωνάξει με βρυχηθμό ότι η Ηλαίην ήταν η βασίλισσά τους. Προσπάθησε να μην τους ακούει και περιεργαζόταν τον ουρανό, τις στέγες, ό,τι άλλο εκτός από το πλήθος. Κι αυτός ήταν ο λόγος που είδε έναν άνδρα με λευκό μανδύα να ορθώνεται σε μια στέγη με κόκκινα κεραμίδια και να σηκώνει μια βαλλίστρα.

Όλα έγιναν μέσα σε λίγες στιγμές. Ο Ραντ άρπαξε το σαϊντίν και διαβίβασε, καθώς το βέλος χιμούσε πάνω του· το κοντό βέλος χτύπησε Αέρα, μια ασημόχρωμη, γαλάζια μάζα που κρεμόταν πάνω από το δρόμο, με μια κλαγγή σαν να χτυπούσε μέταλλο πάνω σε μέταλλο. Μια μπάλα φωτιάς πετάχτηκε από το χέρι του Ραντ και χτύπησε το βαλλιστροφόρο κατάστηθα, ενώ το βέλος αναπηδούσε πάνω στην ασπίδα από Αέρα. Φλόγες τύλιξαν τον άνδρα, που έπεσε ουρλιάζοντας από τη στέγη. Και κάποιος έπεσε πάνω στον Ραντ, ρίχνοντάς τον από τη σέλα.

Ο Ραντ έπεσε απότομα στο πλακόστρωτο με κάτι βαρύ πάνω του· του κόπηκαν η ανάσα και το σαϊντίν μαζί. Πασχίζοντας να ανασάνει, πάλεψε με το βάρος, το γύρισε — και βρέθηκε να κρατά από τα μπράτσα την Ντεσόρα. Αυτή του χαμογέλασε, μ’ ένα υπέροχο χαμόγελο, και μετά το κεφάλι της έγειρε στο πλάι. Τον ατένισαν γαλάζια μάτια που δεν έβλεπαν, που θόλωναν. Ένα κοντό βέλος που ξεπρόβαλλε από τα πλευρά της πίεζε τον καρπό του. Γιατί άραγε η Ντεσόρα ήθελε να κρύβει ένα τόσο υπέροχο χαμόγελο;

Χέρια τον άρπαξαν, τον σήκωσαν όρθιο· οι Κόρες κι οι Χορευτές των Βουνών τον έσπρωξαν στην άκρη του δρόμου, κοντά στην πρόσοψη του μαγαζιού ενός γανωτή, και σχημάτισαν πεπλοφορεμένοι έναν στενό κύκλο γύρω του, κρατώντας τα τόξα από κέρατο, με τα μάτια να χτενίζουν το δρόμο και τις οροφές. Φωνές κι ουρλιαχτά αντηχούσαν από παντού, όμως ο δρόμος ήταν ήδη άδειος σε απόσταση πενήντα βημάτων και προς τις δύο κατευθύνσεις, και πέρα υπήρχε μια ανταριασμένη μάζα ανθρώπων που πάλευαν να απομακρυνθούν. Ο δρόμος ήταν άδειος, αν εξαιρούσες τα πτώματα. Η Ντεσόρα, κι έξι άλλοι, τρεις εκ των οποίων Αελίτες. Του φάνηκε πως ένα πτώμα ήταν μιας Κόρης. Από μακριά δεν ήταν εύκολο να διακρίνεις όταν κάποιος κειτόταν ζαρωμένος σαν κουβάρι πανιά.

Ο Ραντ προχώρησε κι οι Αελίτες γύρω του τον έζωσαν πιο σφιχτά, σαν τείχος από σάρκα. «Αυτά τα μέρη είναι λαβύρινθος, σαν λαγούμια λαγών», είπε με τόνο ήρεμης συζήτησης η Ναντέρα, χωρίς να πάψει να ψάχνει με τα μάτια που φαίνονταν πίσω από το πέπλο της. «Αν μπεις στο χορό εκεί, τότε ίσως σε καρφώσουν στην πλάτη πριν καλά-καλά καταλάβεις ότι υπάρχει κίνδυνος».

Ο Κάλντιν ένευσε. «Θυμήθηκα τώρα μια φορά που ήμουν κοντά στο Σένταρ Κατ, όταν — Τουλάχιστον έχουμε έναν αιχμάλωτο». Κάποιοι από τους Χάμα Ν’ντόρε του είχαν βγει από ένα καπηλειό στην άλλη πλευρά του δρόμου κι έσπρωχναν μπροστά τους έναν άνδρα με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Αυτός πάλευε να ξεφύγει, ώσπου τον έριξαν στα γόνατα κι ακούμπησαν τις αιχμές των λογχών στο λαιμό του. «Ίσως μας πει ποιος έδωσε τη διαταγή». Ο Κάλντιν το είπε σαν να μην είχε την παραμικρή αμφιβολία.

Ύστερα από μια στιγμή, μερικές Κόρες βγήκαν από ένα άλλο κτήριο με άλλον ένα δεμένο άνδρα, ο οποίος κούτσαινε κι είχε το πρόσωπο ματωμένο. Πολύ γρήγορα, τέσσερις άνδρες ήταν γονατισμένοι στο δρόμο υπό τη φρούρηση των Αελιτών. Στο τέλος, το ημικύκλιο που έπνιγε τον Ραντ χαλάρωσε.

Οι τέσσερις είχαν σκληρό πρόσωπο, αν κι εκείνος με τα αίματα λικνιζόταν και κοίταζε ζαλισμένα τους Αελίτες. Δύο άλλοι ήταν κατσουφιασμένοι και προκλητική, ενώ ο τέταρτος έδειχνε να χλευάζει.

Ο Ραντ ένιωσε τα χέρια του να σφίγγονται νευρικά. «Σίγουρα ήταν αναμεμιγμένοι;» Δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο μαλακή ηχούσε η φωνή του, πόσο σταθερή. Η μοιροφωτιά θα έλυνε τα πάντα. Όχι μοιροφωτιά, του είπε ξέπνοα ο Λουζ Θέριν. Ποτέ πια. «Είστε σίγουροι;»

«Ναι», είπε μια Κόρη· ο Ραντ δεν ήξερε ποια ήταν πίσω από το πέπλο της. «Αυτό το φορούσαν όλοι εκείνοι που σκοτώσαμε». Έβγαλε ένα μανδύα από πίσω από τα δεμένα χέρια του ματωμένου άνδρα. Ήταν ένας φθαρμένος λευκός μανδύας, όλο βρώμα και λεκέδες, με ένα χρυσό πολυάκτινο ήλιο κεντημένο στο στήθος. Ίδιους είχαν κι οι άλλοι τρεις.

«Αυτούς εδώ τους είχαν για να παρακολουθούν», πρόσθεσε ένας πλατύσωμος Χορευτής των Βουνών, «και για να δώσουν αναφορά, αν η επίθεση πήγαινε άσχημα για τους άλλους». Γέλασε, μ’ ένα ήχο σαν κοφτό γαύγισμα. «Αυτός που τους έστειλε δεν ήξερε πόσο άσχημα θα πήγαιναν τα πράγματα».

«Κανείς απ’ αυτούς τους άνδρες δεν έριξε με βαλλίστρα;» ρώτησε ο Ραντ. Μοιροφωτιά. Όχι, τσίριξε ο Λουζ Θέριν στο βάθος. Οι Αελίτες αντάλλαξαν ματιές, κούνησαν τα κεφάλια που ήταν τυλιγμένα με το σούφα. «Κρεμάστε τους», είπε ο Ραντ. Ο άνδρας με το ματωμένο πρόσωπο σχεδόν λιποθύμησε. Ο Ραντ τον άρπαξε με ροές Αέρα, τον έστησε όρθιο. Μόλις τώρα συνειδητοποιούσε ότι κρατούσε το σαϊντίν. Καλοδέχτηκε τον αγώνα για την επιβίωση· καλοδέχτηκε ακόμα και το μόλυσμα, που λέκιαζε τα κόκαλα του σαν όξινος βούρκος. Τον έκανε να αντιλαμβάνεται λιγότερο έντονα τα πράγματα που θα προτιμούσε να μη θυμάται, τα συναισθήματα που θα προτιμούσε να μη νιώθει. «Πώς σε λένε;»

«Φ-Φάραλ, Ά-Άρχοντά μου. Ντ-Ντίμιρ Φάραλ». Τα μάτια του γούρλωναν, πέφτοντας σχεδόν από τις κόγχες τους, καθώς κοίταζαν τον Ραντ μέσα από τη μάσκα του αίματος. «Σ-Σε παρακαλώ, μη με κ-κρεμάσεις, Ά-Άρχοντά μου. Θα π-περπατήσω οίο Φως, το ορ-ορκίζομαι!»

«Είσαι πολύ τυχερός άνθρωπος, Ντίμιρ Φάραλ». Η φωνή του Ραντ ηχούσε απόμακρη στα ίδια του τα αυτιά όσο κι οι κραυγές του Λουζ Θέριν. «Θα δεις τους φίλους σου να κρεμιούνται». Ο Φάραλ άρχισε να κλαψουρίζει. «Ύστερα θα σου δώσουμε ένα άλογο και θα πας να πεις στον Πέντρον Νάιαλ ότι μια μέρα θα τον κρεμάσω γι’ αυτό που έγινε εδώ». Όταν έλυσε τις ροές του Αέρα, ο Φάραλ σωριάστηκε καταγής, λέγοντας με βογκητά ότι θα πήγαινε καβάλα στο Άμαντορ δίχως να σταματήσει πουθενά. Οι τρεις που θα πέθαιναν κοίταξαν με περιφρόνηση τον άνδρα που κλαψούριζε. Ένας τους τον έφτυσε.

Ο Ραντ τους έδιωξε από τις σκέψεις του. Αρκούσε να θυμάται τον Πέντρον Νάιαλ. Είχε και κάτι ακόμα να κάνει. Άφησε το σαϊντίν, παλεύοντας όπως πάντα για να ξεφύγει χωρίς να γίνει παρανάλωμα, παλεύοντας για να πείσει τον εαυτό του να το αφήσει. Γι’ αυτό που είχε να κάνει, δεν ήθελε ασπίδα από τα συναισθήματά του.

Μια Κόρη ίσιωνε το κορμί της Ντεσόρα· της σήκωνε το πέπλο. Άπλωσε το χέρι της να τον σταματήσει όταν εκείνος άγγιξε εκείνο το κομμάτι του μαύρου αλγκόντ, δίστασε όταν είδε το πρόσωπό του, και ξανακάθισε στα καλάμια της.

Ο Ραντ ύψωσε το πέπλο και χάραξε στη μνήμη του το πρόσωπο της Ντεσόρα. Τώρα έμοιαζε να κοιμάται. Η Ντεσόρα, της σέπτας Μουσάρα του Ρέυν Άελ. Η Λάιαχ, του Κοσάιντα Τσαρήν, κι η Νταϊλίν, του Σιδερένιου Βουνού του Τάαρνταντ, κι η Λαμέλ, του Καπνόνερου του Μιαγκόμα, και... Τόσο πολλές. Μερικές φορές απαριθμούσε ένα-ένα τα ονόματα της λίστας από την αρχή. Υπήρχε ένα όνομα στη λίστα που δεν το είχε βάλει ο ίδιος. Ιλυένα Θέριν Μοερέλ. Δεν ήξερε με ποιον τρόπο το είχε βάλει εκεί ο Λουζ Θέριν, αλλά δεν θα το έσβηνε ακόμα κι αν ήξερε πώς.

Έφυγε από τη, Ντεσόρα, τόσο με κόπο, όσο και με ανακούφιση, και με μεγάλη ανακούφιση έμαθε ότι εκείνη που νόμιζε πως ήταν δεύτερη νεκρή Κόρη ήταν αντιθέτως άνδρας, κοντός για Αελίτη. Πονούσε για τους άνδρες που είχαν πεθάνει γι’ αυτόν, αλλά γι’ αυτούς θυμόταν ένα παλιό ρητό, «Άσε τους νεκρούς να αναπαυτούν, και νοιάσου για τους ζωντανούς». Δεν ήταν εύκολο, αλλά μπορούσε να πιέσει τον εαυτό του να το κάνει. Δεν μπορούσε καν να πείσει τον εαυτό του να προφέρει τις λέξεις όταν ήταν νεκρή μια γυναίκα.

Το βλέμμα του στάθηκε σε φουστάνια απλωμένα στο πλακόστρωτο. Δεν είχαν πεθάνει μόνο Αελίτες.

Η γυναίκα είχε δεχθεί ένα βέλος από βαλλίστρα ανάμεσα στις ωμοπλάτες της. Ελάχιστο αίμα λέκιαζε την πλάτη του φορέματός της· ο θάνατος ήταν ταχύς, μια μικρή ευλογία. Ο Ραντ γονάτισε και τη γύρισε από την άλλη μεριά, όσο πιο μαλακά μπορούσε· η άλλη άκρη του βέλους ξεπρόβαλλε από το στήθος της. Ήταν ένα τετράγωνο πρόσωπο, μια μεσήλικη γυναίκα, με ίχνη από γκρίζο στα μαλλιά. Τα μαύρα μάτια της ήταν διάπλατα ανοιχτά· είχε μια έκπληκτη έκφραση. Δεν ήξερε το όνομά της, όμως αποτύπωσε στο μυαλό το πρόσωπό της. Είχε σκοτωθεί επειδή ήταν στον ίδιο δρόμο μαζί του.

Έπιασε τη Ναντέρα από το μπράτσο κι εκείνη τίναξε το χέρι του από πάνω της, για να μπορεί να χρησιμοποιήσει το τόξο της, όμως γύρισε να τον κοιτάξει. «Βρες την οικογένεια αυτής της γυναίκας και φρόντισε να έχουν ό,τι χρειαστούν. Χρυσάφι...» Δεν ήταν αρκετό. Αυτό που χρειάζονταν ήταν να ξαναβρούν μια σύζυγο, μια μητέρα· αυτό δεν μπορούσε να τους το προσφέρει. «Φρόντισέ τους», είπε. «Και μάθε το όνομά της».

Η Ναντέρα άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του και μετά ξανάπιασε το τόξο της. Όταν ο Ραντ σηκώθηκε, οι Κόρες τον κοίταζαν. Κοίταζαν, βεβαίως, τα πάντα, όπως συνήθως, αλλά τα κρυμμένα στα πέπλα πρόσωπα στρέφονταν κάπως πιο συχνά προς το μέρος του. Η Σούλιν ήξερε τι ένιωθε μέσα του, αν και δεν γνώριζε για τη λίστα, αλλά ο Ραντ δεν ήξερε αν εκείνη το είχε πει στους άλλους. Αν το είχε πει, ο Ραντ δεν ήξερε τι ένιωθαν γι’ αυτό.

Ξαναγύρισε στο σημείο που είχε πέσει, μάζεψε το θυσανωτό Σκήπτρο του Δράκοντα. Δυσκολεύτηκε να σκύψει, κι η κοντή λόγχη του φάνηκε βαριά. Ο Τζήντ’εν δεν είχε πάει μακριά όταν η σέλα είχε αδειάσει· το άλογο ήταν καλά γυμνασμένο. Ο Ραντ ανέβηκε στη ράχη του. «Έκανα ό,τι μπορώ εδώ», είπε —ας το έπαιρναν όπως ήθελαν— και χτύπησε το άλογο με τις φτέρνες του.

Αν δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις μνήμες, τουλάχιστον μπορούσε να ξεφύγει από τους Αελίτες. Τουλάχιστον για λίγο. Είχε παραδώσει τον Τζήντ’εν σε έναν ιπποκόμο και είχε μπει στο παλάτι όταν πια τον πρόφτασαν η Ναντέρα κι ο Κάλντιν, μαζί με τα δύο τρίτα του αριθμού από Κόρες και Χορευτές των Βουνών που διέθεταν. Είχαν αφήσει μερικούς να φροντίσουν τους νεκρούς. Ο Κάλνιν είχε μια ξινή, ενοχλημένη έκφραση. Από τις φλόγες που πετούσαν τα μάτια της Ναντέρα, ο Ραντ σκέφτηκε πως ήταν τυχερός που δεν είχε ανεβάσει το πέπλο της.

Πριν εκείνη ανοίξει το στόμα της, η Κυρά Χάρφορ πλησίασε τον Ραντ κι έκλινε βαθιά το γόνυ. «Άρχοντα Δράκοντα», είπε με βαθιά, δυνατή φωνή, «η Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Κάτελαρ, των Άθά’αν Μιέρε, ζητά να τη δεχθείς σε ακρόαση».

Αν το έξοχα ραμμένο ερυθρόλευκο φόρεμα της Ρήνε δεν έφτανε για να δείξει ότι ο τίτλος της «Αρχικαμαριέρας» ήταν ατυχής, το έδειχνε το φέρσιμό της. Ήταν μια κάπως παχουλή γυναίκα με μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και μακρύ πηγούνι, και κοίταζε τον Ραντ κατάματα, γέρνοντας το κεφάλι πίσω για να το καταφέρει· με κάποιον τρόπο, συνδύαζε τον προσήκοντα σεβασμό, την απόλυτη έλλειψη δουλικότητας και μια αποστασιοποίηση που δυσκολεύονταν να επιδείξουν οι περισσότεροι αριστοκράτες. Σαν τον Χάλγουιν Νόρυ, είχε μείνει ενώ οι περισσότεροι το είχαν σκάσει, αν κι ο Ραντ σχεδόν υποψιαζόταν ότι είχε μείνει για να προστατεύσει το Παλάτι από εισβολείς. Δεν θα ξαφνιαζόταν αν μάθαινε ότι η Ρήνε ερευνούσε περιοδικά τα διαμερίσματά του για να βρει τυχόν κρυμμένα τιμαλφή. Δεν θα ξαφνιαζόταν αν μάθαινε ότι προσπαθούσε να ψάξει και τους Αελίτες.

«Των Θαλασσινών;» είπε αυτός. «Τι θέλουν;»

Εκείνη του έριξε μια υπομονετική ματιά, προσπαθώντας να δείξει επιείκεια. Προσπαθώντας, ίσως χωρίς να το καταφέρνει. «Η αίτηση δεν λέει, Άρχοντα Δράκοντα».

Αν ήξερε κάτι η Μουαραίν για τους Θαλασσινούς, δεν το είχε συμπεριλάβει στην εκπαίδευσή του, αλλά από τη στάση της Ρήνε φαινόταν ότι αυτή η γυναίκα ήταν σημαίνον πρόσωπο. Ο τίτλος Κυρά των Κυμάτων ακουγόταν σημαντικός. Αυτό σήμαινε ότι θα τη δεχόταν στη Μεγάλη Αίθουσα. Δεν είχε βρεθεί εκεί από τότε που είχε επιστρέψει από την Καιρχίν. Όχι ότι είχε λόγο να αποφεύγει την αίθουσα που βρισκόταν ο θρόνος· απλώς δεν είχε υπάρξει ανάγκη να πάει εκεί. «Το απόγευμα», είπε αργά. «Πες της ότι θα τη δω το απογευματάκι. Της πρόσφερες ωραία διαμερίσματα; Και στην ακολουθία της;» Σίγουρα δεν θα ταξίδευε μόνη της μια γυναίκα με τόσο επιβλητικό τίτλο.

«Αρνήθηκε να τα δεχθεί· έχουν κλείσει δωμάτια στη Μπάλα και το Στεφάνι». Το στόμα της σφίχτηκε λιγάκι· όσο ψηλά ιστάμενη κι αν ήταν η Κυρά των Κυμάτων, αυτό δεν ήταν σωστό, κατά τη γνώμη της Ρήνε Χάρφορ. «Ήταν όλοι κατασκονισμένοι και πιασμένοι από το ταξίδι, καλά-καλά δεν μπορούσα να σταθούν. Ήρθαν με άλογα, όχι με άμαξα, και δεν πιστεύω να είναι συνηθισμένοι στα άλογα». Βλεφάρισε όταν κατάλαβε ότι είχε χαλαρώσει τόσο πολύ, κι ανάκτησε την αυτοκυριαρχία της σαν να έβαζε μανδύα. «Και κάποια άλλη επιθυμεί να σε δει, Άρχοντα Δράκοντα». Ο τόνος της είχε μια αμυδρή νότα απέχθειας. «Η Αρχόντισσα Ελένια».

Παραλίγο θα έκανε κι ο ίδιος μια γκριμάτσα. Σίγουρα η Ελένια είχε έτοιμο κι άλλο κήρυγμα για τις αξιώσεις της επί του Θρόνου του Λιονταριού· προς το παρόν, ο Ραντ είχε καταφέρει να μην ακούσει πάνω από μια λέξη στις τρεις. Θα ήταν εύκολο να της αρνηθεί. Πάντως θα έπρεπε να μάθει κάτι για την ιστορία του Άντορ, και κανείς εκεί γύρω δεν ήξερε περισσότερα επί του θέματος από την Ελένια Σάραντ. «Στείλε την στα δωμάτια μου, σε παρακαλώ».

«Στ’ αλήθεια προτίθεσαι να δώσεις το θρόνο στην Κόρη-Διάδοχο;» Ο τόνος της Ρήνε δεν ήταν τραχύς, αλλά ο σεβασμός είχε χαθεί. Η έκφρασή της δεν είχε αλλάξει, όμως ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι με μια λάθος απάντησή του η Ρήνε θα κραύγαζε, «Για την Ηλαίην και το Λευκό Λιοντάρι» και θα προσπαθούσε να του σπάσει το κεφάλι, είτε υπήρχαν Αελίτες εκεί είτε όχι.

«Ναι», αναστέναξε αυτός. «Ο Θρόνος του Λιονταριού ανήκει στην Ηλαίην. Μα το Φως και την ελπίδα μου για αναγέννηση και σωτηρία, είναι δικός της».

Η Ρήνε τον περιεργάστηκε για μια στιγμή και μετά άπλωσε τα φουστάνια της με άλλη μια βαθιά γονυκλισία. «Θα σου τη στείλω, Άρχοντα Δράκοντα». Η πλάτη της ήταν αλύγιστη, έτσι όπως έφευγε γαλήνια από κει, αλλά πάντα έτσι ήταν· τίποτα δεν πρόδιδε αν είχε πιστέψει τα λόγια του.

«Ένας πανούργος εχθρός», είπε με ένταση ο Κάλντιν, «μπορεί να βάλει μια ασθενή ενέδρα με σκοπό να ξεφύγεις εύκολα απ’ αυτήν. Νιώθοντας αυτοπεποίθηση επειδή αντιμετώπισες την απειλή, έχοντας χαλαρώσει τα μέτρα προστασίας σου, πέφτεις στη δεύτερη, ισχυρότερη ενέδρα».

Μόλις σταμάτησε να μιλά ο Κάλντιν, η Ναντέρα συνέχισε με ψυχρή φωνή, «Οι νεαροί μπορεί να είναι υπερόπτες, μπορεί να είναι παράτολμοι, μπορεί να είναι ανόητοι, μα ο Καρ’α’κάρν δεν επιτρέπεται να είναι απλώς ένας νεαρός».

Ο Ραντ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του πριν ξεκινήσει, ίσα για να πει, «Είμαστε πάλι στο παλάτι. Διαλέξτε τους δύο». Δεν ήταν μεγάλη έκπληξη που ο Κάλντιν κι η Ναντέρα διάλεξαν καθένας τον εαυτό του, και δεν ήταν καθόλου έκπληξη που τον ακολούθησαν βυθισμένοι σε παγερή σιωπή.

Στην πόρτα των διαμερισμάτων του, τους είπε να στείλουν μέσα την Ελένια όταν θα ερχόταν, και τους άφησε στο διάδρομο. Υπήρχε παντς από δαμάσκηνα σε μια ασημοστόλιστη κανάτα, αλλά αυτός δεν το άγγιξε. Αντιθέτως στάθηκε να το κοιτάζει, προσπαθώντας να καταστρώσει στο νου του τι θα έλεγε, ώσπου συνειδητοποίησε τι έκανε και μούγκρισε έκπληκτος. Τι να καταστρώσει;

Ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα ανήγγειλε την Ελένια με τα μελόχρυσα μαλλιά, που έκλινε το γόνυ με ένα φόρεμα στολισμένο με χρυσά τριαντάφυλλα. Αν τα φορούσε άλλη γυναίκα, ο Ραντ θα τα περνούσε για απλά τριαντάφυλλα· στην Ελένια, συμβόλιζαν το Στέμμα του Ρόδου. «Καλοσύνη του Άρχοντα Δράκοντα που με δέχεται».

«Θέλω να σε ρωτήσω μερικά πράγματα για την ιστορία του Άντορ», είπε ο Ραντ. «Θα ήθελες λίγο παντς δαμάσκηνου;»

Τα μάτια της Ελένια πλάτυναν από αγαλλίαση πριν συγκρατηθεί. Σίγουρα είχε σχεδιάσει πώς θα έπειθε τον Ραντ γι’ αυτό με απώτερο σκοπό να στρέψει τη συζήτηση στις αξιώσεις της, και να που της το πρόσφερε. Ένα χαμόγελο, που θύμιζε αλεπού, άνθισε στο πρόσωπό της. «Θα μου κάνει την τιμή ο Άρχοντας Δράκοντας να τον σερβίρω;» είπε και δεν περίμενε το νεύμα του. Ήταν τόσο χαρούμενη από την τροπή των γεγονότων που ο Ραντ σκέφτηκε ότι θα τον έριχνε σε μια καρέκλα και θα του έλεγε να απλώσει τα πόδια του. «Σε ποιο σημείο της ιστορίας θα μπορούσα να προσφέρω τα φώτα μου;»

«Γενικά μιλώντας...» Ο Ραντ έσμιξε τα φρύδια· αυτό θα της έδινε πρόφαση να απαριθμήσει τους προγόνους της με μεγάλη λεπτομέρεια μέσα σε δύο φράσεις, «...εννοώ, πώς έγινε κι ο Σουράν Μαραβαίλ έφερε εδώ τη σύζυγο του; Ήταν από το Κάεμλυν;»

«Η Ισάρα έφερε τον Σουράν, Άρχοντα Δράκοντα». Το χαμόγελο της Ελένια έγινε συγκαταβατικό για μια στιγμή. «Η μητέρα της Ισάρα ήταν η Εντάρα Κασάλαιν, που τότε ήταν κυβερνήτρια του Άρτουρ του Γερακόφτερου εδώ —η επαρχία ονομαζόταν Άντορ— κι επίσης ήταν κόρη του Τζόαλ Ραμένταρ, του τελευταίου Βασιλιά της Αλντεσάρ. Ο Σουράν ήταν μόνο... μόνο ένας στρατηγός» —ο Ραντ έβαζε στοίχημα πως ήταν έτοιμη να πει «κοινός θνητός»— «αν και βέβαια από τους καλύτερους του Γερακόφτερου. Η Εντάρα παραιτήθηκε από τη θέση που είχε διοριστεί και γονάτισε στην Ισάρα ως Βασίλισσα». Ο Ραντ πάντως δεν πίστευε ότι είχε συμβεί μ’ αυτόν τον τρόπο, ούτε τόσο εύκολα. «Ήταν τα πιο δεινά χρόνια, φυσικά, εξίσου άσχημα με τους Πολέμους των Τρόλοκ, σίγουρα. Με τον Γερακόφτερο νεκρό, όλοι οι ευγενείς επιζητούσαν να γίνουν Υψηλοί Βασιλιάδες. Ή Υψηλές Βασίλισσες. Η Ισάρα ήξερε ότι κανένας δεν θα μπορούσε να τα πάρει όλα· ήταν τόσο πολλές οι φατρίες, κι οι συμμαχίες διαλύονταν πριν καλά-καλά γίνουν. Έπεισε τον Σουράν να λύσει την πολιορκία της Ταρ Βάλον και τον έφερε εδώ με όσο τμήμα του στρατού του μπορούσε να κρατήσει ενωμένο».

«Ο Σουράν Μαραβαίλ ήταν εκείνος που πολιορκούσε την Ταρ Βάλον;» είπε έκπληκτος ο Ραντ. Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος είχε ηγηθεί της εικοσάχρονης πολιορκίας της Ταρ Βάλον, κι είχε επικηρύξει τα κεφάλια όλων των Άες Σεντάι.

«Τον τελευταίο χρόνο της», είπε εκείνη, με μια χροιά ανυπομονησίας, «απ’ όσο καταγράφουν οι ιστορίες». Ήταν φανερό ότι δεν την ενδιέφερε ιδιαίτερα ο Σουράν παρά μόνο ως σύζυγος της Ισάρα. «Η Ισάρα ήταν σοφή. Υποσχέθηκε στις Άες Σεντάι ότι θα έστελνε τη μεγάλη κόρη της να σπουδάσει στο Λευκό Πύργο, κερδίζοντας έτσι την υποστήριξη του Πύργου και μια σύμβουλο Άες Σεντάι ονόματι Μπωλαίρ, η πρώτη μονάρχης που το έκανε. Οι άλλες τη μιμήθηκαν, φυσικά, αλλά και πάλι ήθελαν το θρόνο του Γερακόφτερου». Είχε πάρει φόρα πια, το πρόσωπό της είχε ζωντανέψει, είχε ξεχάσει το ποτήρι της, και χειρονομούσε με το ελεύθερο χέρι. Οι λέξεις έβγαιναν ποτάμι. «Μια ολόκληρη γενιά πέρασε για να ξεχαστεί αυτή η ιδέα, αν κι ο Ναράσμ Μπούραν προσπάθησε ακόμα και πολύ μεταγενέστερα, στα τελευταία δέκα χρόνια του Εκατονταετούς Πολέμου —μια επονείδιστη αποτυχία που τελείώσε με το κεφάλι του καρφωμένο σ’ έναν πάσσαλο μετά από ένα χρόνο— ενώ η εκστρατεία της Εσμάρα Γκετάρε τριάντα χρόνια νωρίτερα της είχε αποφέρει αρκετά εδάφη πριν προσπαθήσει να κατακτήσει το Άντορ με αποτέλεσμα να περάσει τα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής της σαν φιλοξενούμενη της Βασίλισσας Τελαίσιεν. Στο τέλος η Εσμάρα δολοφονήθηκε, παρ’ όλο που δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν γιατί άραγε να τη θέλει κάποιος νεκρή αφού η Τελαίσιεν της είχε αφαιρέσει την εξουσία. Όπως καταλαβαίνεις, οι Βασίλισσες που διαδέχθηκαν την Ισάρα, από την Αλέσιντ ως τη Λυντέλ, ακολούθησαν αυτό που είχε αρχίσει εκείνη, κι όχι μόνο με το να στέλνουν τις κόρες τους στον Πύργο. Η Ισάρα έβαλε τον Σουράν να ασφαλίσει πρώτα τα εδάφη γύρω από το Κάεμλυν, όπου στην αρχή υπήρχαν μόνο μερικά χωριά, και μετά σταδιακά διεύρυνε την έκταση που έλεγχε. Η επιρροή της έκανε πέντε χρόνια για να φτάσει στον ποταμό Ερινίν. Όμως οι περιοχές τις οποίες κατείχε το Άντορ ήταν σταθεροποιημένες, τη στιγμή που οι περισσότεροι από τους άλλους που αυτοαποκαλούνταν βασιλιάδες και βασίλισσες ενδιαφέρονταν περισσότερο να αποκτήσουν καινούρια εδάφη παρά να ενοποιήσουν αυτά που ήδη κατείχαν».

Κοντοστάθηκε για να πάρει μια ανάσα, κι ο Ραντ άρπαξε την ευκαιρία. Η Ελένια μιλούσε γι’ αυτούς τους ανθρώπους σαν να τους ήξερε προσωπικά, όμως το κεφάλι του είχε ζαλιστεί από ονόματα που άκουγε για πρώτη φορά. «Γιατί δεν υπάρχει Οίκος Μαραβαίλ;»

«Κανένας γιος της Ισάρα δεν έζησε μετά τα είκοσι του». Η Ελένια σήκωσε τους ώμους κι ήπιε λίγο παντς· το ζήτημα δεν την ενδιέφερε. Αλλά της έδωσε αφορμή για καινούριο θέμα. «Εννιά Βασίλισσες βασίλεψαν κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου και καμία δεν είχε γιο που έζησε πάνω από τα είκοσι τρία. Οι μάχες ήταν διαρκείς και το Άντορ πιεζόταν απ’ όλες τις πλευρές. Επί βασιλείας της Μαραγκαίν, τέσσερις βασιλιάδες έφεραν στρατό εναντίον της —υπάρχει μια πόλη που πήρε το όνομά της από τη μάχη, σε κείνη την περιοχή. Οι βασιλιάδες ήταν—»

«Μα όλες οι βασίλισσες ήταν απόγονοι του Σουράν και της Ισάρα;» παρενέβη γοργά ο Ραντ. Η Ελένια ήταν ικανή να του εξιστορήσει τα γεγονότα της κάθε ημέρας αν την άφηνε. Κάθισε και της έκανε νόημα να πιάσει μια καρέκλα.

«Ναι», είπε εκείνη απρόθυμα. Μάλλον ήταν απρόθυμη να συμπεριλάβει τον Σουράν. Όμως αμέσως το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Βλέπεις, το ζήτημα είναι πόσο είμαι της Ισάρα κυλά στις φλέβες σου. Πόσες γραμμές σε συνδέουν μ’ αυτήν και σε τι βαθμό. Στη δική μου περίπτωση—»

«Για μένα δεν είναι εύκολο να καταλάβω. Παραδείγματος χάριν, ας πάρουμε την Τιγκραίν και τη Μοργκέις. Η Μοργκέις είχε τις πιο βάσιμες αξιώσεις για να διαδεχθεί την Τιγκραίν. Υποθέτω ότι αυτό σημαίνει πως η Μοργκέις κι η Τιγκραίν ήταν κοντινές συγγενείς;»

«Ήταν ξαδέρφες». Η Ελένια προσπάθησε να κρύψει την ενόχλησή της για τις συχνές διακοπές, ειδικά τώρα που πλησίαζε σ’ αυτό που ήθελε να πει, όμως το στόμα της στένεψε. Έμοιαζε με αλεπού που ήθελε να δαγκώσει, αλλά η κότα συνεχώς της ξεγλιστρούσε.

«Καταλαβαίνω». Ξαδέρφες. Ο Ραντ ήπιε μια μεγάλη γουλιά, μισοαδειάζοντας το ποτήρι του.

«Όλοι ξαδέρφια είμαστε. Όλοι οι Οίκοι». Η σιωπή του φάνηκε να την αναζωογονεί. Το χαμόγελο της έλαμψε πάλι. Με γάμους εδώ και περισσότερα από χίλια χρόνια, δεν υπάρχει Οίκος χωρίς μια στάλα από το αίμα της Ισάρα. Ο βαθμός, όμως, είναι αυτό που έχει σημασία, ο βαθμός κι ο αριθμός των γραμμών που σε συνδέουν. Στη δική μου περίπτωση—»

Ο Ραντ βλεφάρισε. «Όλοι είστε ξαδέρφια; Όλοι σας; Μα δεν είναι δυνατ—» Έγειρε μπροστά με έξαψη. «Ελένια, αν η Μοργκέις κι η Τιγκραίν ήταν... έμποροι, ή αγρότες... πόσο κοντινή θα ήταν η συγγενική σχέση τους;»

«Αγρότες;» αναφώνησε εκείνη, καρφώνοντάς τον με το βλέμμα. «Άρχοντα Δράκοντα, τι αλλόκοτη—» Το πρόσωπό της χλώμιασε· στο κάτω-κάτω, ο Ραντ ήταν κάποτε αγρότης. Έγλειψε τα χείλη της με μια νευρική κίνηση της γλώσσας της. «Υποθέτω... πρέπει να το σκεφτώ. Αγρότες. Υποθέτω αυτό σημαίνει ότι πρέπει να φανταστώ όλους τους Οίκους σαν αγρότες». Της ξέφυγε ένα νευρικό γελάκι πριν το πνίξει στο παντς της. «Αν ήταν αγρότες, δεν νομίζω να τους θεωρούσε κανείς συγγενείς. Όλες οι σχέσεις είναι πολύ μακρινές στο παρελθόν. Αλλά δεν ήταν, Άρχοντα Δράκοντα...»

Εκείνος έπαψε να ακούει παρά μόνο με το μισό αυτί και βούλιαξε στην καρέκλα του. Δεν ήταν συγγενείς.

«...τριάντα μία γραμμές ως την Ισάρα, ενώ η Ντυέλιν έχει μόνο τριάντα και...»

Γιατί ένιωθε μέσα του τόση χαλάρωση ξαφνικά; Στους μύες του είχαν λυθεί κόμποι που δεν ήξερε καν ότι υπήρχαν εκεί.

«...αν μου επιτρέπεις να το πω, Άρχοντα Δράκοντα».

«Τι; Συγχώρεσέ με». Το μυαλό του περιπλανήθηκε αλλού για μια στιγμή... στα προβλήματα του... «Δεν έπιασα το τελευταίο πράγμα που είπες». Κάτι στα λεγόμενά της είχε τραβήξει την προσοχή του όμως.

Η Ελάιντα είχε μια έκφραση όλο δουλοπρέπεια και κολακεία που δεν ταίριαζε καθόλου στο πρόσωπό της. «Απλώς έλεγα ότι εσύ προσωπικά έχεις κάποια ομοιότητα με την Τιγκραίν, Άρχοντα Δράκοντα. Ίσως μάλιστα να έχεις μια στάλα αίμα της Ισάρα στις—» Σταμάτησε με μια μικρή στριγκλιά, κι ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι είχε σηκωθεί όρθιος.

«Νιώθω... λίγο κουρασμένος». Προσπάθησε να κάνει τη φωνή του φυσιολογική, όμως ακουγόταν απόμακρη, σαν να βρισκόταν βαθιά στο Κενό. «Αν μπορούσες να φύγεις, σε παρακαλώ».

Δεν ήξερε πώς ήταν το πρόσωπό του, όμως η Ελένια πετάχτηκε από την καρέκλα της και βιάστηκε να ακουμπήσει το ποτήρι στο τραπέζι. Τα μέλη της έτρεμαν κι αν το πρόσωπό της είχε χλωμιάσει πριν, τώρα ήταν άσπρο σαν χαρτί. Έκλινε το γόνυ βαθιά, λες κι ήταν κοπέλα της λάντζας που την είχαν πιάσει να κλέβει, και ξεκίνησε βιαστικά προς την πόρτα, με κάθε βήμα ταχύτερο από το προηγούμενο, ενώ διαρκώς τον κοιτούσε πάνω από τον ώμο της, ώσπου άνοιξε με φούρια την πόρτα κι ο ήχος από τα μαλακά παπούτσια της έσβησε στο διάδρομο. Η Ναντέρα έβαλε το κεφάλι στο δωμάτιο και κοίταξε αν είναι καλά ο Ραντ, πριν κλείσει την πόρτα.

Ο Ραντ έμεινε αρκετή ώρα ατενίζοντας το άπειρο. Δεν ήταν παράξενο που εκείνες οι αρχαίες Βασίλισσες τον κοίταζαν· ήξεραν τι σκεφτόταν, παρ’ όλο που δεν το ήξερε ο ίδιος. Το ξαφνικό σκουλήκι της ανησυχίας τον ροκάνιζε αθέατο από τότε που είχε μάθει το αληθινό όνομα της μητέρας του. Μα η Τιγκραίν δεν ήταν συγγενής της Μοργκέις. Η μητέρα του δεν ήταν συγγενής της Ηλαίην. Ο Ραντ δεν ήταν συγγενής της...

«Είσαι χειρότερος κι από τους έκφυλους», είπε δυνατά, με πίκρα. «Είσαι βλάκας και...» Ευχήθηκε να μιλούσε ο Λουζ Θέριν, για να μπορέσει να πει στον εαυτό του, Αυτός είναι τρελός. Εγώ έχω τα λογικά μου. Οι νεκρές βασίλισσες του Άντορ ήταν αυτές που ένιωθε να τον κοιτάζουν, ή μήπως ήταν η Αλάνα; Πήγε στην πόρτα με μεγάλες δρασκελιές και την άνοιξε απότομα. Η Ναντέρα κι ο Κάλντιν κάθονταν στα καλάμια τους κάτω από μια ταπισερί με πολύχρωμα πουλιά. «Μαζέψτε τους ανθρώπους σας», τους είπε. «Πάω στην Καιρχίν. Σας παρακαλώ να μην το πείτε στην Αβιέντα».

Загрузка...