38 Μια Ξαφνική Ψύχρα

Ο πυρωμένος ήλιος ακόμα σκαρφάλωνε πίσω από την πλάτη του κι ο Ματ χαιρόταν που το πλατύγυρο καπέλο του έριχνε λίγη σκιά στο πρόσωπό του. Το Αλταρανό δάσος ήταν γυμνό από φύλλα όπως το χειμώνα, ξερό καφέ αντί για πράσινο, με πεύκα και λέδερλιφ κι άλλα αειθαλή να μοιάζουν καμένα, με βελανιδιές, μελίες και σουίτγκαμ που τους είχαν πέσει τα φύλλα. Το μεσημέρι δεν είχε έρθει ακόμα, το αποκορύφωμα της ζέστης θα ερχόταν αργότερα, αλλά ήδη η μέρα ήταν σωστό καμίνι. Το σακάκι του ήταν κρεμασμένο στα σακίδια της σέλας του, όμως ο ιδρώτας έκανε το φίνο λινό πουκάμισο να κολλά πάνω του. Οι οπλές του Πιπς έτριζαν πάνω σε ξερές φτέρες και πεσμένα φύλλα, τα οποία σχημάτιζαν ένα χοντρό στρώμα πάνω από τα άλλα που σάπιζαν λιπαίνοντας το έδαφος, κι η Ομάδα προχωρούσε τριζοβολώντας στο χώμα του δάσους. Ελάχιστα πουλιά εμφανίζονταν, κι αυτά αστραπιαία ανάμεσα στα κλαριά, ενώ σκίουροι πουθενά. Υπήρχαν μύγες, όμως, και δαγκωσέμια, λες κι ήταν κατακαλόκαιρο αντί για λιγότερο από ένα μήνα πριν από τη Γιορτή των Φώτων. Δεν υπήρχε διαφορά απ’ ό,τι είχε δει πιο πίσω στον Ερινίν, αλλά ένιωθε ανήσυχα βρίσκοντας τα ίδια κι εδώ. Στ’ αλήθεια πυρπολούνταν ολόκληρος ο κόσμος;

Η Αβιέντα προχωρούσε με μεγάλα βήματα πλάι στον Πιπς με το σακίδιο στην πλάτη της, δείχνοντας αδιαφορία για τα δέντρα που ξεραίνονταν και τις μύγες που τσιμπούσαν, και παρά τα φουστάνια της, προχωρούσε πολύ πιο αθόρυβα από το άλογο. Τα μάτια της χτένιζαν τα γύρω δένδρα, λες και δεν εμπιστευόταν τους ανιχνευτές και τους πλευρικούς φρουρούς της Ομάδας για να εντοπίσουν κάποια ενέδρα. Δεν είχε δεχτεί ούτε μια φορά να καβαλήσει το άλογο, κάτι που ο Ματ ούτως ή άλλως δεν το περίμενε, αφού είχε δει τι γνώμη είχαν οι Αελίτες για την ιππασία, αλλά και δεν τους είχε δημιουργήσει πρόβλημα, εκτός αν θεωρούσες προκλητικό το ότι ακόνιζε το μαχαίρι της κάθε φορά που έκαναν στάση. Υπήρχε και το περιστατικό με τον Όλβερ, φυσικά. Ο Όλβερ, καβάλα στο μακρυπόδαρο γκρίζο μουνούχι που του είχε βρει ο Ματ από τα εφεδρικά άλογα, την κοίταζε επιφυλακτικά. Είχε προσπαθήσει να την καρφώσει με το μαχαίρι του τη δεύτερη νύχτα, φωνάζοντας για τους Αελίτες που είχαν σκοτώσει τον πατέρα του. Φυσικά, εκείνη απλώς του το είχε πάρει από το χέρι, αλλά όταν ο Ματ του είχε δώσει μια σφαλιάρα κι είχε προσπαθήσει να του εξηγήσει τη διαφορά μεταξύ των Σάιντο και των άλλων Αελιτών —κάτι που κι ο ίδιος ο Ματ δεν ήταν σίγουρος ότι το αντιλαμβανόταν— ο Όλβερ την αγριοκοίταζε διαρκώς. Δεν συμπαθούσε τους Αελίτες. Όσο για την Αβιέντα, ο Όλβερ φαινόταν να της προκαλεί νευρικότητα, κάτι το οποίο ο Ματ δεν καταλάβαινε διόλου.

Τα δένδρα ήταν αρκετά ψηλά και θα άφηναν την αύρα να περνά από την αραιή κανόπη εκεί ψηλά, όμως το λάβαρο του Κόκκινου Χεριού κρεμόταν νωθρά, το ίδιο και τα δύο που είχε ξεθάψει όταν ο Ραντ τους είχε περάσει από την πύλη στο νυχτωμένο λιβάδι: το Λάβαρο του Δράκοντα με την χρυσοκόκκινη μορφή κρυμμένη μέσα στις λευκές πτυχές, κι ένα από εκείνα που η Ομάδα ονόμαζε Λάβαρα του αλ’Θόρ, με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι, το οποίο ευτυχώς ήταν επίσης κρυμμένο στην εσωτερική μεριά. Το Κόκκινο Χέρι το είχε ένας ψημένος στη μάχη σημαιοφόρος, ένας άνδρας με στενά μάτια και περισσότερες ουλές από τον Ντήριντ, που επέμενε να μεταφέρει το λάβαρο με τα χέρια για ένα διάστημα κάθε μέρα, κάτι που έκαναν ελάχιστοι σημαιοφόροι. Ο Ταλμέηνς κι ο Ντήριντ είχαν φέρει επιπλέον στρατιώτες για τα άλλα δύο, νεαρούς και φρέσκα προσωπάκια που είχαν φανεί αρκετά αξιόπιστοι για να αναλάβουν κάποιες ευθύνες.

Τρεις μέρες διέσχιζαν την Αλτάρα, τρεις μέρες μέσα στο δάσος δίχως να δουν ούτε έναν Δρακορκισμένο —ούτε κι οποιονδήποτε άλλο— κι ο Ματ έλπιζε να συνέχιζαν έτσι ερημικά τουλάχιστον και σήμερα που ήταν η τέταρτη πριν φτάσουν το Σαλιντάρ. Εκτός από τις Άες Σεντάι, το πρόβλημα θα ήταν πώς μπορούσε να εμποδίσει την Αβιέντα να χιμήξει στο λαιμό της Ηλαίην. Δεν είχε ιδιαίτερη αμφιβολία για το λόγο που ακόνιζε συνεχώς εκείνο το μαχαίρι· η αιχμή λαμπύριζε σαν πετράδι. Φοβόταν ότι θα κατέληγε να κουβαλήσει την Αελίτισσα στο Κάεμλυν υπό φρουρά, με την Κόρη—Διάδοχο να απαιτεί συνεχώς τον απαγχονισμό της. Αυτός ο Ραντ κι οι άτιμες οι γυναίκες του! Κατά την άποψη του Ματ, ό,τι επιβράδυνε την Ομάδα και τον καθυστερούσε από το μπέρδεμα που περίμενε να βρει στο Σαλιντάρ, ήταν για καλό. Σ’ αυτό βοηθούσε το ότι σταματούσαν νωρίς και ξεκινούσαν αργά. Το ίδιο κι οι άμαξες με τα εφόδια στην οπισθοφυλακή, που ήταν τόσο βραδυκίνητες στο δάσος. Αλλά η Ομάδα δεν μπορούσε να χρονοτριβεί διαρκώς. Ο Βάνιν όλο και κάτι θα έβρισκε, πιο νωρίς από το επιθυμητό.

Λες και τον είχε προσκαλέσει η σκέψη του ονόματος του, ο χοντρός ανιχνευτής εμφανίστηκε μέσα από τα δένδρα πιο μπροστά, μαζί με τέσσερις καβαλάρηδες. Είχε φύγει με έξι πριν την αυγή.

Ο Ματ σήκωσε τη σφιγμένη γροθιά του, σημάδι για στάση, και τα μουρμουρητά διέτρεξαν τη φάλαγγα. Η πρώτη διαταγή του φεύγοντας από την πύλη ήταν, «ούτε ταμπούρλα, ούτε τρομπέτες, ούτε φλάουτα, ούτε κι αυτά τα παλιοτράγουδα», και παρ’ όλο που στην αρχή μερικοί είχαν κατσουφιάσει, μετά την πρώτη μέρα σε κείνη τη δασώδη περιοχή που δεν έβλεπες καθαρά πάνω από εκατό βήματα, και σπανίως έστω και τόσο, κανείς δεν διαμαρτυρόταν.

Ο Ματ, γέρνοντας τη λόγχη του στη σέλα, περίμενε ώσπου ο Βάνιν πλησίασε και χτύπησε νωθρά τις αρθρώσεις των δαχτύλων του στο μέτωπό του.

Ο ανιχνευτής έγειρε από τη μια μεριά της σέλας του για να φτύσει από ένα χάσμα στα δόντια του. Είχε αρχή φαλάκρας κι ίδρωνε τόσο πολύ που έμοιαζε να λιώνει. «Τους βρήκα. Οκτώ με δέκα μίλια δυτικά. Υπάρχουν Πρόμαχοι σ’ εκείνα τα δάση. Είδα έναν να πιάνει τον Μαρ· βγήκε από το πουθενά μ’ εκείνο το μανδύα που φοράνε και τον γκρέμισε από τη σέλα. Τον πήρε με το άγριο, αλλά δεν τον σκότωσε. Φαντάζομαι κι ο Λάντγουιν για τον ίδιο λόγο δεν ήρθε».

«Ξέρουν, λοιπόν, ότι είμαστε εδώ». Ο Ματ ανάσαινε βαριά από τη μύτη. Δεν περίμενε ότι οι δύο άνδρες θα κρατούσαν το στόμα τους κλειστό μπροστά στους Προμάχους, πόσο μάλλον στις Άες Σεντάι. Αλλά, βέβαια, οι Άες Σεντάι αργά ή νωρίς θα το μάθαιναν. Απλώς ήθελε να το μάθαιναν πιο αργά. Χτύπησε με το χέρι μια γαλαζόμυγα, αλλά εκείνη έφυγε βουίζοντας, αφήνοντας μια σταγόνα αίμα στον καρπό του. «Πόσες;»

Ο Βάνιν έφτυσε ξανά. «Περισσότεροι απ’ όσους υπολόγιζα να δω. Έφτασα πεζός στο χωριό, και παντού υπήρχαν πρόσωπα των Άες Σεντάι. Διακόσιες, μπορεί τριακόσιες. Μπορεί και τετρακόσιες. Δεν ήθελα να με πάρουν χαμπάρι, αν μετρούσα». Πριν συνέλθει από το σοκ, ο άλλος τού ετοίμαζε και δεύτερο. «Έχουν επίσης στρατό. Το κύριο μέρος του έχει στρατοπεδεύσει στον Βορρά. Είναι περισσότεροι από τους άνδρες που έχεις. Ίσως διπλάσιοι».

Ο Ταλμέηνς, ο Ναλέσεν κι ο Ντήριντ είχαν πλησιάσει στο μεταξύ, ιδρώνοντας και διώχνοντας μύγες και δαγκωσέμια. «Το ακούσατε;» ρώτησε ο Ματ κι εκείνοι ένευσαν βαριά. Είχε μεγάλη τύχη στις μάχες, αλλά αν τα έβαζε με δύναμη που τον ξεπερνούσε δύο προς ένα, κι επιπλέον με εκατοντάδες Άες Σεντάι, η τύχη του θα έφτανε στα όριά της. «Δεν ήρθαμε εδώ για να πολεμήσουμε», τους θύμισε, όμως αυτοί συνέχισαν να είναι κατσουφιασμένοι. Η παρατήρηση του δεν είχε παρηγορήσει ούτε τον ίδιο. Αυτό που είχε σημασία ήταν αν οι Άες Σεντάι ήθελαν να πολεμήσει ο δικός τους στρατός.

«Προετοιμάστε την Ομάδα για να δεχθεί επίθεση», διέταξε. «Ανοίξτε όσο χώρο μπορείτε και χρησιμοποιήστε τους κορμούς για να φτιάξετε φράγματα». Ο Ταλμέηνς έκανε μια γκριμάτσα σχεδόν εξίσου σκληρή με τον Ναλέσεν· τους άρεσε να είναι στη σέλα και να κινούνται όταν πολεμούσαν. «Σκεφτείτε. Μπορεί αυτή τη στιγμή να υπάρχουν Πρόμαχοι που μας παρακολουθούν». Ξαφνιάστηκε όταν είδε τον Βάνιν να νεύει και να κάνει νόημα προς τα δεξιά τους με ιδιαίτερο τρόπο. «Αν μας δουν ότι προετοιμαζόμαστε για άμυνα, τότε είναι ολοφάνερο ότι δεν είναι στις προθέσεις μας να επιτεθούμε. Ίσως τους κάνει να μας αφήσουν ήσυχους, κι αν όχι, τουλάχιστον θα είμαστε έτοιμοι». Αυτό το κατάλαβαν, ο Ταλμέηνς γρηγορότερα από τον Ναλέσεν. Ο Ντήριντ από την αρχή ένευε το κεφάλι.

Στρίβοντας το λαδωμένο γενάκι του, ο Ναλέσεν μουρμούρισε, «Τι σκοπεύεις να κάνεις τότε; Να κάτσεις να τους περιμένεις;»

«Αυτό θα κάνετε εσείς», του είπε ο Ματ. Που να καεί ο Ραντ κι οι «καμιά πενηνταριά Άες Σεντάι» τον! «Απλώς ζόρισε τις· εκφόβισέ τις λιγάκι», έλεγε, που να καεί! Του φάνηκε ότι θα ήταν καλή ιδέα να περιμένει εκεί μέχρι να έρθει κάποιος από το χωριό και να ρωτήσει ποιοι ήταν και τι γύρευαν. Αυτή τη φορά δεν θα υπήρχαν τα κόλπα των τα’βίρεν. Αν γινόταν μάχη, θα ερχόταν να τον βρει εδώ· δεν θα πήγαινε αυτός να πέσει μέσα.

«Κατά κει είναι;» είπε η Αβιέντα, δείχνοντας. Δίχως να περιμένει απάντηση, έριξε το σάκο στην πλάτη της κι άρχισε να προχωρά δυτικά με μεγάλες δρασκελιές.

Ο Ματ την κοίταξε να φεύγει. Παλιό-Αελίτες. Θα πήγαινε κανείς Πρόμαχος να την πιάσει, κι αυτή θα του έκοβε το κεφάλι. Ή ίσως όχι, αφού οι Πρόμαχοι ήταν αυτοί που ήταν· αν προσπαθούσε η Αβιέντα να μαχαιρώσει κανέναν, μπορεί να την πάθαινε η ίδια. Εκτός αυτού, αν έφτανε στην Ηλαίην κι άρχιζαν τα μαλλιοτραβήγματα για τον Ραντ, ή, ακόμα χειρότερα, αν την κάρφωνε με το μαχαίρι... Η Αβιέντα προχωρούσε γοργά, σχεδόν τρέχοντας, ανυπομονώντας να φτάσει στο Σαλιντάρ. Μα το αίμα και τις στάχτες!

«Ταλμέηνς, αναλαμβάνεις τη διοίκηση μέχρι να επιστρέψω, αλλά μη το κουνήσεις ρούπι, εκτός αν η Ομάδα δεχθεί ισχυρή επίθεση. Αυτοί οι τέσσερις θα σου πουν τι είναι πιθανόν να αντιμετωπίσεις. Βάνιν, έλα μαζί μου. Όλβερ, κάτσε κοντά στον Ντήριντ, σε περίπτωση που θέλει κάποιον για μηνύματα. Μάθε τον να παίζει Φίδια κι Αλεπούδες», πρόσθεσε, χαμογελώντας πονηρά στον Ντήριντ. «Μου είπε ότι θέλει να μάθει». Ο Ντήριντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό, όμως ο Ματ είχε ήδη φύγει. Θα ήταν αστείο, αν κατέληγε μ’ ένα καρούμπαλο στο κεφάλι να τον πηγαίνει σέρνοντας στο Σαλιντάρ κανένας Πρόμαχος. Πώς μπορούσε να ελαχιστοποιήσει αυτή την πιθανότητα; Το βλέμμα του έπεσε στα λάβαρα. «Εσύ μείνε εδώ», είπε στον ψαρομάλλη σημαιοφόρο. «Οι άλλοι δύο ελάτε μαζί μου. Κι έχετε τις σημαίες μαζεμένες».

Η παράξενη μικρή ομάδα του έφτασε γρήγορα την Αβιέντα. Αν υπήρχε κάτι που μπορούσε να πείσει τους Προμάχους να τους αφήσουν να περάσουν ανενόχλητοι, θα έφτανε μια ματιά. Δεν υπήρχε καμία απειλή σε μια παρέα αποτελούμενη από μια γυναίκα και τέσσερις άνδρες που προφανώς δεν έκαναν καμία προσπάθεια να περάσουν απαρατήρητοι, μεταφέροντας μάλιστα δύο λάβαρα. Κοίταξε τους βοηθούς σημαιοφόρους. Πάλι δεν φυσούσε αέρας, αλλά αυτοί είχαν τα λάβαρα δεμένα στους ιστούς. Τα πρόσωπά τους ήταν σφιγμένα. Μόνο ένας βλάκας θα ήθελε να είναι ανάμεσα σε Άες Σεντάι και να απλωθούν τα λάβαρα από ένα ξαφνικό αεράκι.

Η Αβιέντα τον λοξοκοίταξε κι ύστερα προσπάθησε να του βγάλει την μπότα από τον αναβολέα. «Άσε με να ανέβω», τον διέταξε κοφτά.

Μα γιατί στο Φως ήθελε τώρα ν’ ανέβει στο άλογο; Δεν θα την άφηνε να σκαρφαλώσει μόνη της, ίσως ρίχνοντας τον από τη σέλα καθώς θα πάλευε να ανέβει· είχε ξαναδεί μια-δυο φορές Αελίτες να ανεβαίνουν σε άλογο.

Έδιωξε άλλη μια μύγα, έσκυψε και την έπιασε από το χέρι. «Κρατήσου», της είπε, και την ανέβασε πίσω του μ’ ένα αγκομαχητό. Ήταν σχεδόν στο μπόι του, με στιβαρό κορμί. «Αγκάλιασε με από τη μέση». Εκείνη απλώς τον κοίταξε και στριφογύρισε αδέξια για να καθίσει ιππαστί, με τα πόδια γυμνά ως πάνω από το γόνατο, χωρίς να την ενοχλεί καθόλου αυτό. Ωραία πόδια, όμως ο Ματ δεν θα ξανάμπλεκε με Αελίτισσα, ακόμα κι αν δεν ήταν ερωτοχτυπημένη με τον Ραντ.

Μετά από λίγη ώρα, η Αβιέντα του μίλησε από πίσω. «Το αγόρι, ο Όλβερ. Οι Σάιντο σκότωσαν τον πατέρα του;»

Ο Ματ ένευσε, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι να την κοιτάξει. Άραγε, θα προλάβαινε να δει τους Πρόμαχους πριν να είναι πολύ αργά; Ο Βάνιν προπορευόταν κι ήταν γερμένος στη σέλα σαν σακί με λίπος όπως πάντα, αλλά κοίταζε γύρω με κοφτερό βλέμμα.

«Η μητέρα του πέθανε από πείνα;» ρώτησε η Αβιέντα.

«Ναι, ή ίσως από αρρώστια». Οι Πρόμαχοι φορούσαν μανδύες που γίνονταν ένα με ό,τι υπήρχε γύρω τους. Μπορούσες να προσπεράσεις κάποιον και να μη τον δεις καθόλου. «Ο Όλβερ δεν είπε συγκεκριμένα, κι εγώ δεν τον πίεσα. Την έθαψε με τα ίδια του τα χέρια. Γιατί; Νομίζεις ότι του χρωστάς κάτι επειδή οι Αελίτες του πήραν την οικογένεια;»

«Να του χρωστώ;» Φαινόταν έκπληκτη. «Δεν σκότωσα κανέναν τους, αλλά και να τους είχα σκοτώσει, ήταν δενδροφονιάδες. Πώς είναι δυνατόν να έχω τοχ;» Δίχως παύση, συνέχισε να μιλά σαν να ακολουθούσε το ίδιο θέμα. «Δεν τον φροντίζεις σωστά, Ματ Κώθον. Ξέρω ότι οι άνδρες δεν σκαμπάζουν από ανατροφή παιδιών, αλλά είναι πολύ νέος για να περνά όλο του τον καιρό με ώριμους άνδρες».

Ο Ματ τότε την κοίταξε κι ανοιγόκλεισε τα μάτια. Η Αβιέντα είχε βγάλει το μαντίλι της και χτένιζε τα σκουροκόκκινα μαλλιά της με μια χτένα από γυαλισμένη πρασινόπετρα. Έμοιαζε να αφιερώνει εκεί όλη την προσοχή της. Και στο να μην πέσει από το άλογο. Είχε φορέσει επίσης ένα περίτεχνα δουλεμένο ασημένιο μενταγιόν κι ένα πλατύ βραχιόλι από σμιλεμένο φίλντισι.

Κουνώντας το κεφάλι του, ξανάπιασε να παρατηρεί το δάσος. Μπορεί να ήταν Αελίτες, αλλά έμοιαζαν σε κάποια πράγματα με τον υπόλοιπο κόσμο. Αν κοντεύει το τέλος του κόσμου, η γυναίκα θα ζητήσει λίγη ώρα για να φτιάξει τα μαλλιά της. Αν έρχεται το τέλος του κόσμου, η γυναίκα θα βρει λίγες στιγμές για να πει στον άνδρα για κάποιο στραβό που έκανε. Θα άφηνε ένα πνιχτό γέλιο μ’ αυτό, αν δεν αναρωτιόταν μήπως υπήρχαν Πρόμαχοι που τον παρακολουθούσαν την ίδια στιγμή.

Ο ήλιος είχε ανέβει στο ζενίθ του και το είχε περάσει, όταν ξαφνικά το δάσος τελείωσε απότομα. Ούτε εκατό βήματα αποψιλωμένης περιοχής δεν χώριζαν τα δένδρα από το χωριό, και τα φυτά έμοιαζαν να έχουν κοπεί πρόσφατα. Το Σαλιντάρ ήταν μεγαλούτσικο χωριό με κτήρια από γκρίζα πέτρα με καλαμένιες σκεπές, κι οι δρόμοι ξεχείλιζαν από κόσμο. Ο Ματ ανασήκωσε τους ώμους μέσα στο σακάκι του· ήταν από φίνο πράσινο μετάξι, χρυσοκέντητο στα μανικέτια και το ψηλό κολάρο, και θα έπρεπε να ήταν αρκετά καλό για να συναντηθεί με Άες Σεντάι. Το άφησε, όμως, να κρέμεται ξεκούμπωτο· δεν θα πέθαινε από τη ζέστη για τις Άες Σεντάι.

Κανείς δεν προσπάθησε να τον σταματήσει καθώς έμπαιναν, αλλά οι άνθρωποι κοντοστάθηκαν κι όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω του και στην παράξενη παρέα του. Σίγουρα ήξεραν. Όλοι το ήξεραν. Σταμάτησε να μετρά τα πρόσωπα των Άες Σεντάι όταν έφτασε στο πενήντα· είχε φτάσει στον αριθμό αυτό τόσο γρήγορα που ήταν λόγος ανησυχίας. Δεν υπήρχαν στρατιώτες στο δρόμο, εκτός αν μετρούσες τους Προμάχους, εκ των οποίων άλλοι φορούσαν εκείνους τους μανδύες που άλλαζαν χρώματα κι άλλοι άγγιζαν τις λαβές των σπαθιών τους κοιτάζοντάς τον να περνά. Το ότι δεν υπήρχαν στρατιώτες στο χωριό σήμαινε ότι ήταν όλοι στα στρατόπεδα που είχε αναφέρει ο Βάνιν. Και το ότι όλοι οι στρατιώτες ήταν στα στρατόπεδα σήμαινε ότι ήταν έτοιμοι να κάνουν κάτι. Ο Ματ ευχήθηκε να ακολουθούσε ο Ταλμέηνς τις οδηγίες του. Ο Ταλμέηνς είχε μυαλό, αλλά τον έπιανε ίδιος ενθουσιασμός με τον Ναλέσεν για να φύγει και να κάνει καμιά επιδρομή. Θα είχε αφήσει επικεφαλής τον Ντήριντ —ο Ντήριντ είχε δει τόσες μάχες που δεν ένιωθε πια ενθουσιασμό— αλλά δεν θα το δέχονταν οι ευγενείς. Επίσης, δεν φαινόταν να υπάρχουν μύγες στο Σαλιντάρ. Ίσως να ξέρουν κάτι που δεν ξέρω.

Το βλέμμα του στάθηκε σε μια γυναίκα, μια ομορφούλα με παράξενα ρούχα, που φορούσε πλατύ κίτρινο παντελόνι και κοντό λευκό σακάκι, με τα χρυσά μαλλιά της πλεγμένα σε μια παράξενη πλεξούδα που έφτανε ως τη μέση της. Το παράξενο ήταν ότι είχε τόξο. Δεν ήταν πολλές οι γυναίκες που προτιμούσαν το τόξο. Τον είδε να την κοιτάζει και χώθηκε σ’ ένα στενάκι. Κάτι του θύμιζε, μα δεν ήξερε τι. Ήταν ένα πρόβλημα μ’ εκείνες τις αρχαίες αναμνήσεις· όλο έβλεπε ανθρώπους που του θύμιζαν κάποιον, ο οποίος, όταν στο τέλος το ξεδιάλυνε, αποδεικνυόταν ότι ήταν χίλια χρόνια νεκρός. Ίσως επίσης να είχε δει στ’ αλήθεια κάποια που έμοιαζε μ’ αυτήν. Οι τρύπες σ’ όσα θυμόταν από τη δική του ζωή είχαν ασαφή όρια. Μάλλον θα ’ναι καμιά Κυνηγός του Κέρατος, σκέφτηκε με δυσφορία και την έδιωξε από το μυαλό του.

Θα ήταν άσκοπο να προχωράνε με τα άλογα ώσπου να τους μιλήσει κάποιος, γιατί απ’ ό,τι φαινόταν δεν θα τους μιλούσε κανείς. Ο Ματ τράβηξε τα γκέμια κι ένευσε σε μια λεπτή μελαχρινή γυναίκα που σήκωσε το βλέμμα της πάνω του με μια ατάραχη ερωτηματική έκφραση. Ήταν ομορφούλα, με υπερβολικά αδύνατη για τα γούστα του, παρά το αγέραστο πρόσωπό της. Σε ποιον θα άρεσε να τον τρυπάνε κόκαλα με κάθε αγκάλιασμα; «Το όνομά μου είναι Ματ Κώθον», είπε ήρεμα. Αν ήθελε υποκλίσεις κι ευγένειες, ας πήγαινε στα τσακίδια, αλλά δεν υπήρχε λόγος να την πάρει με το άγριο από την αρχή. «Ψάχνω για την Ηλαίην Τράκαντ και την Εγκουέν αλ’Βέρ. Και τη Νυνάβε αλ’Μεάρα, θα έλεγα». Ο Ραντ δεν είχε πει γι’ αυτήν, αλλά ο Ματ ήξερε ότι κι εκείνη είχε πάει μαζί με την Ηλαίην.

Η Άες Σεντάι βλεφάρισε έκπληκτη, όμως η γαλήνη της επέστρεψε αυτοστιγμεί. Κοίταξε έναν-έναν εξεταστικά τον Ματ και τους άλλους, το βλέμμα της κοντοστάθηκε στην Αβιέντα, κι ύστερα κοίταξε τους σημαιοφόρους τόση ώρα που ο Ματ αναρωτήθηκε μήπως διέκρινε τον Δράκοντα και τον ασπρόμαυρο δίσκο μέσα από το διπλωμένο ύφασμα. «Ακολουθήστε με», είπε τελικά. «Θα δω αν μπορεί να σας δεχθεί η Έδρα της Άμερλιν». Μάζεψε τα φουστάνια της και πήρε δρόμο.

Καθώς ο Ματ χτυπούσε τον Πιπς με τις φτέρνες για να την ακολουθήσει, ο Βάνιν άφησε το καφεγκρίζο άλογο του να μείνει λίγο πίσω και μουρμούρισε, «Ποτέ δεν είναι καλή ιδέα να ρωτάς τις Άες Σεντάι για οτιδήποτε. Εγώ θα σου έδειχνα πού να πας». Τίναξε το κεφάλι προς έναν διώροφο πέτρινο κύβο μπροστά τους. «Μικρό Πύργο το ονομάζουν».

Ο Ματ σήκωσε τους ώμους με μια ανησυχία. Μικρός Πύργος; Κι είχαν κάποια που αποκαλούσαν Έδρα της Άμερλιν; Αμφέβαλλε αν η γυναίκα αυτή εννοούσε την Ελάιντα. Ο Ραντ πάλι λάθος είχε κάνει. Αυτή η παρέα δεν ήταν φοβισμένη. Ήταν τόσο παλαβές με τα μυαλά φουσκωμένα που αποκλείεται να φοβούνταν.

Μπροστά στον πέτρινο κύβο, η κοκαλιάρα Άες Σεντάι είπε αυταρχικά, «Περιμένετε εδώ», και τρύπωσε μέσα.

Η Αβιέντα κατέβηκε από το άλογο κι ο Ματ τη μιμήθηκε γοργά, έτοιμος να την αρπάξει, αν έκανε να το σκάσει. Μπορεί να του στοίχιζε λίγο αίμα, αλλά δεν θα την άφηνε να χιμήξει και να κόψει το λαιμό της Ηλαίην πριν καν ο ίδιος προλάβει να μιλήσει με τη λεγόμενη Άμερλιν. Αλλά εκείνη απλώς στάθηκε εκεί, κοιτώντας ίσια μπροστά με τα χέρια στη μέση της και το επώμιο να αγκαλιάζει τους αγκώνες της. Έδειχνε εντελώς ατάραχη, όμως αυτού τού φαινόταν ότι ήταν κατατρομαγμένη. Αν είχε λίγο μυαλό, αυτό θα ένιωθε. Ένα πλήθος είχε μαζευτεί γύρω τους.

Είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται Άες Σεντάι, στριμώχνοντας τους στην πρόσοψη του Μικρού Πύργου τους, κοιτώντας τον σιωπηλά κι επίμονα, και το ημικύκλιο των γυναικών πύκνωνε όσο περνούσε η ώρα που στέκονταν εκεί. Για την ακρίβεια, έμοιαζαν να κοιτάζουν εξίσου την Αβιέντα, όμως ο Ματ ένιωθε όλα αυτά τα απαθή, αινιγματικά βλέμματα. Έκανε να αγγίξει την ασημένια αλεπουδοκεφαλή που κρεμόταν κάτω από το πουκάμισο του και μόνο την τελευταία στιγμή σταμάτησε.

Μια ασχημούλα Άες Σεντάι ξεχώρισε από το πλήθος, οδηγώντας μια λεπτή νεαρή με λευκά ρούχα και μεγάλα μάτια. Ο Ματ θυμόταν αμυδρά την Ανάγια, όμως εκείνη δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτόν. «Είσαι σίγουρη, παιδί μου;», ρώτησε τη μαθητευόμενη.

Το στόμα της νεαρής σφίχτηκε λιγάκι, όμως δεν έδειξε ενόχληση στη φωνή της. «Ακόμα δείχνει να θαμπολάμπει ή να αστράφτει. Στ’ αλήθεια το βλέπω. Απλώς δεν ξέρω γιατί».

Η Ανάγια της χάρισε ένα κατευχαριστημένο χαμόγελο. «Είναι τα’βίρεν, Νίκολα. Ανακάλυψες το πρώτο σου Ταλέντο. Μπορείς να βλέπεις τους τα’βίρεν. Τώρα, γύρνα στην τάξη σου. Γρήγορα. Μη χάνεις μαθήματα». Η Νίκολα έκλινε το γόνυ, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον Ματ, και χώθηκε στον κλοιό των Άες Σεντάι.

Τότε η Ανάγια έστρεψε πάνω της το βλέμμα του, ένα από εκείνα τα βλέμματα των Άες Σεντάι που είχαν σκοπό να ταράξουν τον άνδρα. Τον Ματ τον τάραξε για τα καλά. Φυσικά κάποιες Άες Σεντάι ήξεραν γι’ αυτόν —κάποιες ήξεραν πολύ περισσότερα απ’ όσα θα ήθελε, και τώρα που το σκεφτόταν, θυμόταν ότι μάλλον η Ανάγια ήταν μια από αυτές— αλλά το να ανακοινώνονται μερικά πράγματα με τέτοιο τρόπο, μπροστά σε τόσες γυναίκες με τα ψυχρά μάτια των Άες Σεντάι... Τα χέρια του χάιδεψαν το σμιλεμένο κοντάρι της λόγχης του. Μπορεί να είχε την αλεπουδοκεφαλή, αλλά ήταν αρκετές απλώς για να τον πιάσουν με τα χέρια και τον πάρουν από κει. Ανάθεμα τις Άες Σεντάι! Ανάθεμα τον Ραντ!

Όμως το ενδιαφέρον της Ανάγια κράτησε μόνο για μια στιγμή. Η Άες Σεντάι πλησίασε την Αβιέντα κι είπε, «Το όνομά σου, παιδί μου;» Ο τόνος της ήταν φιλικός, αλλά περίμενε απάντηση χωρίς χρονοτριβή.

Η Αβιέντα αντιμετώπισε σθεναρά το βλέμμα της, όντας ένα κεφάλι ψηλότερη, ιδιότητα την οποία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί όσο μπορούσε. «Είμαι η Αβιέντα, της σέπτας των Εννέα Κοιλάδων του Τάαρνταντ Άελ». Το στόμα της Ανάγια στράβωσε σχηματίζοντας ένα χαμόγελο μ’ αυτό τον ανυπότακτο τόνο.

Ο Ματ αναρωτήθηκε ποια θα νικούσε σ’ αυτή την αναμέτρηση βλεμμάτων, όμως πριν προλάβει να στοιχηματίσει μέσα του, τις πλησίασε μια άλλη Άες Σεντάι, μια γυναίκα της οποίας το λιπόσαρκο πρόσωπο έδινε εντύπωση μεγάλης ηλικίας παρά τα τρυφερά μάγουλα και τα λαμπερά καστανά μαλλιά. «Γνωρίζεις ότι μπορείς να διαβιβάζεις, κορίτσι μου;»

«Βέβαια», είπε κοφτά η Αβιέντα κι έκλεισε απότομα το στόμα, σαν να σκόπευε να μην μιλήσει άλλο. Έπιασε να σιάξει το επώμιο της, αλλά είχε πει αρκετά. Οι Άες Σεντάι έπεσαν λεφούσι πάνω της, σπρώχνοντας τον Ματ στην άκρη.

«Πόσων χρόνων είσαι, παιδί μου;»

«Έχεις αναπτύξει τη δύναμή σου, αλλά μπορείς να μάθεις πολλά ως μαθητευόμενη».

«Πεθαίνουν πολλές κοπέλες του Άελ από την αρρώστια που τις τρώει όταν είναι μερικά χρόνια μεγαλύτερές σου;»

«Πόσον καιρό...;»

«Θα μπορούσες...»

«Ειλικρινά θα έπρεπε να...»

«Πρέπει να...»

Η Νυνάβε εμφανίστηκε στο κατώφλι τόσο ξαφνικά που ήταν σαν να είχε ξεφυτρώσει στον άδειο αέρα. Στήριξε τις γροθιές στους γοφούς της και κάρφωσε το βλέμμα στον Ματ. «Τι γυρεύεις εδώ, Μάτριμ Κώθον; Πώς έφτασες εδώ; Φαντάζομαι ότι άδικα θα έλπιζα να έχεις κάποια σχέση με το στρατό των Δρακορκισμένων που ετοιμάζεται να μας επιτεθεί».

«Για να πω την αλήθεια», είπε αυτός ξερά, «εγώ τον διοικώ».

«Εσύ...!» Η Νυνάβε έμεινε με το στόμα ανοιχτό, και μετά τινάχτηκε, τραβώντας το γαλάζιο φόρεμά της σαν να ήθελε να το ισιώσει. Είχε πιο βαθύ ντεκολτέ απ’ όσο τη θυμόταν να φορά άλλοτε, τόσο βαθύ που έδειχνε τη σχισμή του στήθους της, με κίτρινα σπειροειδή ποικίλματα στο λαιμό και τον ποδόγυρο. Εντελώς διαφορετικό από τα ρούχα που φορούσε στην πατρίδα. «Έλα μαζί μου, λοιπόν», του είπε απότομα. «Θα σε πάω στην Άμερλιν».

«Ματ Κώθον», είπε η Αβιέντα, κάπως ξέπνοα. Κοίταζε γύρω και πάνω από τις Άες Σεντάι για να τον βρει. «Ματ Κώθον». Αυτό μόνο, μα για Αελίτισσα, έμοιαζε απελπισμένη.

Οι Άες Σεντάι που την περικύκλωναν δεν σταμάτησαν, με φωνές γαλήνιες, μετρημένες, κι αδυσώπητες.

«Για σένα, το καλύτερο θα είναι να...»

«Συλλογίσου το...»

«Προς όφελος...»

«Δεν μπορεί να...»

Ο Ματ χαμογέλασε πλατιά. Ίσως σε λίγο να ξεθηκάρωνε το μαχαίρι, όμως σε αυτό το πλήθος δεν θα τη βοηθούσε καθόλου. Το σίγουρο ήταν ότι θα αργούσε να κυνηγήσει την Ηλαίην. Αναρωτήθηκε αν θα έβρισκε την Αβιέντα να φορά λευκό φόρεμα όταν ξαναγυρνούσε και πέταξε τη λόγχη του στον Βάνιν. «Προχώρα, Νυνάβε. Για να δούμε την Άμερλιν που λέτε».

Εκείνη τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια και τον οδήγησε μέσα, τραβώντας την πλεξούδα της και μουρμουρίζοντας, σχεδόν μονολογώντας. «Είναι ιδέα του Ραντ αυτή, ε; Το ξέρω καλά. Σίγουρα δική του ιδέα πρέπει να ’ναι. Θέλει να τους φοβίζει όλους. Πρόσεχε τι κάνεις, Άρχοντα Στρατηγέ Κώθον, αλλιώς θα πάθεις χειρότερα απ’ ό,τι πάθαινες όταν σ’ έπιανα να κλέβεις γαλαζόμουρα. Ακούς εκεί να φοβίζει τον κόσμο! Μπορεί να είναι άνδρας, αλλά θα περίμενες να ’χει λίγο μυαλό μέσα του! Σταμάτα να χαμογελάς, Ματ Κώθον. Δεν ξέρω τι γνώμη θα ’χει εκείνη για όλα αυτά».

Υπήρχαν Άες Σεντάι στα τραπέζια μέσα —ο χώρος του έδινε την αίσθηση κοινής αίθουσας, ακόμα και μ’ αυτές τις προσεκτικές Άες Σεντάι να γράφουν και να δίνουν διαταγές— αλλά μόλις που έριξαν μια ματιά στον ίδιο και τη Νυνάβε καθώς διέσχιζαν το δωμάτιο. Αυτό υπογράμμιζε τι πρωτοφανής που ήταν αυτή η κατάσταση. Μια Μαθητευόμενη περνούσε μονολογώντας και καμία απ’ αυτές τις Άες Σεντάι δεν είχε πει λέξη. Ο Ματ είχε φύγει από τον Πύργο όσο γρηγορότερα μπορούσε, αλλά ήξερε ότι οι Άες Σεντάι δεν φέρονταν μ’ αυτόν τον τρόπο.

Στο πίσω μέρος του δωματίου, η Νυνάβε άνοιξε μια πόρτα που έδειχνε κάπως ξεχαρβαλωμένη. Τα πάντα σε εκείνο το μέρος έδειχναν ξεχαρβαλωμένα. Ο Ματ την ακολούθησε μέσα — και μαρμάρωσε. Μπροστά του ήταν η Ηλαίην, όμορφη με μαλλιά θεάς, αλλά υποδυόταν τη σπουδαία αρχόντισσα, φορώντας πράσινο μεταξένιο φόρεμα με ψηλό δαντελωτό λαιμό, χαμογελώντας συγκαταβατικά, με τα φρύδια σηκωμένα. Κι ήταν εκεί κι η Εγκουέν, καθισμένη πίσω από το τραπέζι, μ’ ένα ερωτηματικό χαμόγελο στο πρόσωπό της. Και μ’ ένα επτάριγο επιτραχήλιο πάνω από το ανοιχτοκίτρινο φόρεμά της. Αυτός έριξε μια γοργή ματιά έξω κι έκλεισε την πόρτα με μια σπρωξιά πριν κοιτάξουν μέσα οι Άες Σεντάι.

«Το νομίζεις αστείο», μούγκρισε, προχωρώντας στο μικρό χαλί όσο πιο γρήγορα μπορούσε, «αλλά θα σου γδάρουν το τομάρι αν σε πιάσουν. Δεν θα σας αφήσουν να φύγετε ποτέ, αν—» Άρπαξε το επιτραχήλιο από το σβέρκο της Εγκουέν, την τράβηξε βιαστικά από την καρέκλα — κι η ασημένια αλεπουδοκεφαλή πάγωσε στο στήθος του.

Έσπρωξε μαλακά την Εγκουέν να απομακρυνθεί από το τραπέζι και τις αγριοκοίταξε. Η Εγκουέν απλώς φαινόταν μπερδεμένη, όμως το στόμα της Νυνάβε ακόμα κρεμόταν ορθάνοιχτο, και τα μεγάλα γαλανά μάτια της Ηλαίην έλεγες πως θα ’πεφταν από τις κόγχες τους στο πάτωμα. Μια απ’ αυτές είχε δοκιμάσει να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη εναντίον του. Το μόνο καλό που είχε βγει από κείνο το ταξίδι στο τερ’ανγκριάλ ήταν το μενταγιόν με την αλεπουδοκεφαλή. Πρέπει να ’ταν τερ’ανγκριάλ κι αυτό, αλλά ένιωθε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό. Όσο το μενταγιόν άγγιζε το δέρμα του, η Μία Δύναμη δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Τουλάχιστον όχι το σαϊντάρ· το είχε αποδείξει, δυστυχώς. Όμως η αλεπουδοκεφαλή πάγωνε όταν κάποια το χρησιμοποιούσε εναντίον του.

Πέταξε το επιτραχήλιο και το καπέλο του στο τραπέζι, κάθισε και μετά σηκώθηκε για να πετάξει μερικά μαξιλαράκια από την καρέκλα. Άπλωσε το πόδι του με την μπότα στην άκρη του τραπεζιού και κοίταξε εκείνες τις χαζές. «Θα τα χρειαστείτε αυτά τα μαξιλαράκια, αν η λεγόμενη Άμερλιν μάθει για το αστειάκι σας».

«Ματ», άρχισε να λέει η Εγκουέν με σίγουρη φωνή, όμως αυτός τη διέκοψε.

«Όχι! Αν θέλατε να μιλήσετε, θα έπρεπε να μιλήσετε αντί να μου ορμήξετε με τη Δύναμη. Τώρα θα μ’ ακούσετε».

«Πώς κατάφερες να...;» θαύμασε η Ηλαίην. «Οι ροές... έτσι απλά εξαφανίστηκαν».

Σχεδόν την ίδια στιγμή, η Νυνάβε είπε απειλητικά, «Ματ Κώθον, κάνεις το μεγαλύτερο—»

«Ακούτε, είπα!» Έδειξε με το δάχτυλο την Ηλαίην. «Εσένα θα σε πάρω στο Κάεμλυν, αν προλάβω την Αβιέντα από το να σε σκοτώσει. Αν δεν θέλεις να σου κόψει το ωραίο το λαιμουδάκι σου, θα κάτσεις κοντά μου και θα κάνεις ό,τι σου λέω, δίχως αντιλογίες!» Το δάχτυλο στράφηκε στην Εγκουέν. «Ο Ραντ λέει ότι θα σε στείλει πίσω στις Σοφές όποτε θελήσεις, κι αν αυτά που είδα ως τώρα δείχνουν σε τι έχεις μπλέξεις, η συμβουλή μου είναι να δεχτείς την προσφορά του αμέσως! Φαίνεται ότι ξέρεις πώς να Ταξιδεύεις» —η Εγκουέν τινάχτηκε λιγάκι— «επομένως μπορείς να ανοίξεις πύλη προς το Κάεμλυν για την Ομάδα. Δεν θέλω διαφωνίες, Εγκουέν! Όσο για σένα, Νυνάβε! Κανονικά έπρεπε να σε αφήσω εδώ, αλλά αν θέλεις να έρθεις, έλα. Αλλά σε προειδοποιώ. Αν τραβήξεις την πλεξούδα σου προς το μέρος μου άλλη μια φορά, ορκίζομαι ότι θα σε ξυλίσω στον πισινό!»

Τον κοίταζαν σαν να είχε βγάλει κέρατα Τρόλοκ, τουλάχιστον όμως δεν έβγαζαν άχνα. Ίσως είχε καταφέρει να βάλει μια στάλα λογική στο μυαλό τους. Όχι ότι θα τον ευχαριστούσαν ποτέ που τους είχε σώσει το τομάρι. Μπα· αυτές δεν ευχαριστούσαν κανέναν. Ως συνήθως, θα έλεγαν ότι σε λίγο θα είχαν βγάλει άκρη μόνες τους. Αν μια γυναίκα σου έλεγε ότι έμπλεκες στις δουλειές της ενώ εσύ την είχες σώσει από το μπουντρούμι, ήταν ικανή να πει τα πάντα.

Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τώρα. Όταν έρθει εδώ η καημένη η χαζούλα που διάλεξαν για Άμερλιν, θα μιλήσω εγώ. Αποκλείεται να έχει μυαλό, αλλιώς δεν θα είχαν μπορέσει να της φορτώσουν αυτή τη δουλειά. Έδρα της Άμερλιν για ένα παλιοχώρι στην ερημιά. Εσείς μη βγάλετε τσιμουδιά, κάντε όσες γονυκλισίες μπορείτε, κι εγώ θα βγάλω πάλι τα κάστανα από τη φωτιά». Εκείνες στέκονταν και τον χάζευαν. Ωραία. «Ξέρω τα πάντα για το στρατό της, αλλά έχω κι εγώ στρατό. Αν είναι αρκετά τρελή για να νομίζει ότι θα πάρει τον Πύργο από τα χέρια της Ελάιντα... ε τότε μάλλον δεν θα ρισκάρει να έχει απώλειες μόνο και μόνο για να κρατήσει εσάς τις τρεις. Άνοιξε την πύλη, Εγκουέν, και θα σε έχω στο Κάεμλυν αύριο, μεθαύριο το αργότερο, κι αυτές οι τρελές ας πάνε να τις σκοτώσει η Ελάιντα. Ίσως θα έχετε κι άλλη παρέα. Δεν μπορεί να έχουν τρελαθεί όλες. Ο Ραντ είναι πρόθυμος να προσφέρει καταφύγιο. Μια γονυκλισία, ο όρκος υποταγής στα γρήγορα, και θα τις γλιτώσει από την Ελάιντα που θα θέλει να καρφώσει τα κεφάλια τους σε δόρατα στην Ταρ Βάλον. Καλύτερα δεν βρουν. Λοιπόν; Έχετε να πείτε κάτι;» Απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει, δεν ανοιγόκλειναν καν τα μάτια. «Ένα απλό “ευχαριστούμε, Ματ” αρκεί». Ούτε λέξη. Ούτε βλεφάρισμα.

Ακούστηκε ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα και μπήκε μια μαθητευόμενη, μια ομορφούλα πρασινομάτα που έκανε μια βαθιά γονυκλισία, με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά από το δέος. «Με έστειλαν να δω μήπως θέλεις τίποτα, Μητέρα. Για τον... για τον στρατηγό, θέλω να πω. Κρασί, ή... ή...»

«Όχι, Ταμπίθα». Η Εγκουέν τράβηξε το ριγωτό επιτραχήλιο από κάτω από το καπέλο του και το έβαλε στους ώμους της. «Θέλω να μιλήσω μόνη με τον Στρατηγό Κώθον λίγο ακόμη. Πες στη Σέριαμ ότι θα τη φωνάξω σε λίγο, για να με συμβουλεύσει».

«Κλείσε το στόμα σου μην μπει καμιά μύγα, Ματ», είπε η Νυνάβε με τόνο βαθύτατης ικανοποίησης.

Загрузка...