5 Ένας Αλλιώτικος Χορός

Το Χρυσό Ελάφι δικαίωνε το όνομά του με πολλούς τρόπους. Η ευρύχωρη κοινή αίθουσα ήταν γεμάτη από γυαλισμένα τραπέζια και πάγκους με σκαλισμένες τριανταφυλλιές στα πόδια. Υπήρχε μια σερβιτόρα με άσπρη ποδιά, που μοναδική δουλειά της ήταν να σκουπίζει το δάπεδο από λευκή πέτρα. Τα χρυσογάλανα ποικίλματα σχημάτιζαν μια πλατιά βαμμένη λωρίδα στους καλυμμένους με γύψο τοίχους λίγο πιο κάτω από τα πάτερα του ψηλού ταβανιού. Τα τζάκια ήταν από καλοπελεκημένη πέτρα, στολισμένα με κλαριά αειθαλών φυτών, και πάνω από κάθε πρέκι υπήρχε σκαλισμένο ένα ελάφι, που στήριζε ένα κρασοπότηρο στα διακλαδισμένα κέρατά του. Σε μια κορνίζα τζακιού υπήρχε ένα ψηλό ρολόι, λιτά επιχρυσωμένο. Μια κομπανία μουσικών έπαιζε σε μια μικρή εξέδρα στο βάθος· ήταν δύο ιδρωμένοι άνδρες, οι οποίοι φορούσαν πουκάμισα κι έπαιζαν φλάουτο, άλλοι δύο με εννιάχορδα μπίτερν, και μια γυναίκα με κοκκινισμένο πρόσωπο και γαλάζιο ριγέ φόρεμα που χτυπούσε με ξύλινα σφυράκια ένα ντούλτσιμερ στηριγμένο σε λεπτά ποδαράκια. Περισσότερες από δώδεκα σερβιτόρες έτρεχαν μέσα-έξω, φορώντας ποδιές κι ουρανί φορέματα. Οι περισσότερες ήταν όμορφες, αν και κάποιες είχαν σχεδόν τα χρόνια της Κυράς Ντήλβιν, της στρουμπουλής πανδοχέως με τα γκρίζα μαλλιά πιασμένα κότσο στο ύψος του αυχένα. Τέτοια μαγαζιά άρεσαν στον Ματ· ήταν φιλικό κι άνετο, με μια ατμόσφαιρα «χρήματος». Το είχε διαλέξει, επειδή βρισκόταν σχεδόν στο κέντρο της πόλης, όχι ότι τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του είχαν φανεί άσχημα.

Φυσικά, δεν ήταν όλα αντάξια του δεύτερου καλύτερου πανδοχείου του Μάερον. Από την κουζίνα έρχονταν πάλι οι μυρωδιές του αρνιού και των γογγυλιών, και της πικάντικης κριθαρόσουπας, που την έβρισκες όπου κι αν πήγαινες, και γίνονταν ένα με την οσμή της σκόνης και των αλόγων απ’ έξω. Βέβαια, το φαγητό ήταν πρόβλημα σε μια πόλη που ξεχείλιζε από πρόσφυγες και στρατιώτες, ενώ υπήρχαν πολλοί ακόμα σε στρατόπεδα ολόγυρα της. Ανδρικές φωνές που τραγουδούσαν κακόφωνα μαρς πλησίαζαν και ξαναχάνονταν από τον δρόμο, ήχοι από μπότες κι οπλές αλόγων, άνδρες που καταριούνταν τη ζέστη. Στην κοινή αίθουσα έσκαγες επίσης από τη ζέστη, και δεν φυσούσε ούτε μια πνοή ανέμου· αν τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, η σκόνη θα σκέπαζε τα πάντα εκεί μέσα, αλλά η ζέστη δεν θα λιγόστευε. Το Μάερον ήταν ένας φούρνος.

Ο Ματ έβλεπε ολόκληρο τον κόσμο να στεγνώνει, και δεν ήθελε να σκέφτεται γιατί. Ευχόταν να ξεχνούσε την κάψα, να ξεχνούσε το Μάερον, να ξεχνούσε τα πάντα. Είχε ανοίξει το καλό πράσινο σακάκι του, που είχε χρυσά κεντίδια στο γιακά και στα μανικέτια, είχε λύσει τα κορδόνια του καλού λινού πουκάμισού του, αλλά και πάλι ίδρωνε σαν άλογο. Ίσως θα του έκανε καλό αν έβγαζε το μαύρο μεταξωτό μαντίλι που είχε δεμένο στο λαιμό του, όμως σπανίως το έβγαζε όταν τον έβλεπαν άλλοι. Τελείωσε το κρασί του, άφησε το στιλβωμένο κασσιτέρινο ποτήρι στο τραπέζι πλάι στον αγκώνα του, και πήρε το πλατύγυρο καπέλο του για να κάνει αέρα. Μόλις έπινε κάτι, το απέβαλλε αμέσως με τη μορφή ιδρώτα.

Όταν είχε επιλέξει να μείνει στο Χρυσό Ελάφι, οι άρχοντες κι οι αξιωματικοί της Ομάδας του Κόκκινου Χεριού τον είχαν μιμηθεί, κι αυτό σήμαινε ότι οι υπόλοιποι δεν πλησίαζαν. Αυτό συνήθως δεν δυσαρεστούσε την Κυρά Ντήλβιν. Οι άρχοντες κι οι λιγότερο σημαντικοί λόρδοι της Ομάδας ήταν πενταπλάσιοι απ’ όσους χωρούσαν τα δωμάτιά της, κι αυτού του είδους οι πελάτες πλήρωναν αδρά, σπανίως καυγάδιζαν, κι όταν το έκαναν, συνήθως έβγαιναν από το πανδοχείο προτού χυθεί αίμα. Τούτο το μεσημέρι, όμως, μόνο εννιά ή δέκα άνδρες κάθονταν στα τραπέζια, κι αυτή έριχνε καμιά ματιά στους άδειους πάγκους, χάιδευε τον κότσο της κι αναστέναζε· δεν θα πουλούσε πολύ κρασί πριν βραδιάσει. Ένα μεγάλο μέρος των κερδών της προερχόταν από το κρασί. Παρ’ όλα αυτά, οι μουσικοί έπαιζαν ζωηρά. Μια παρέα αρχόντων που απολάμβαναν τη μουσική —κατά τη γνώμη τους, όποιος είχε χρυσάφι άξιζε ένα «Άρχοντά μου»— μπορεί να αποδεικνύονταν πιο γενναιόδωροι από μια αίθουσα γεμάτη απλούς στρατιώτες.

Δυστυχώς για τα πουγκιά των μουσικών, ο μόνος που έδινε σημασία στην τέχνη τους ήταν ο Ματ, κι αυτός έκανε γκριμάτσες με μία νότα στις τρεις. Η αλήθεια ήταν δεν έφταιγαν εκείνοι· η μουσική ήταν μια χαρά, αν δεν ήξερες τι άκουγες. Ο Ματ ήξερε —τους το είχε διδάξει ο ίδιος, χτυπώντας παλαμάκια στο ρυθμό και σιγοτραγουδώντας— αλλά κανείς άλλος δεν είχε ακούσει αυτό το σκοπό εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Το καλύτερο που μπορούσες να πεις ήταν ότι είχαν εντοπίσει τους ρυθμούς.

Το αυτί του έπιασε μια συζήτηση. Άφησε κάτω το καπέλο, ύψωσε το ποτήρι για να δείξει ότι ήθελε κι άλλο κρασί, κι έγειρε στο τραπέζι, προς τους τρεις άνδρες που έπιναν στο γειτονικό. «Τι είπατε;»

«Ψάχνουμε να βρούμε πώς θα ξαναπάρουμε από σένα τα λεφτά που χάσαμε», είπε ο Ταλμέηνς με το κρασοπότηρο κοντά στο στόμα. Δεν ήταν ενοχλημένος. Ήταν μόνο μερικά χρόνια μεγαλύτερος από τον Ματ, που ήταν είκοσι, ένα κεφάλι πιο κοντός, και σπανίως χαμογελούσε. Ο Ταλμέηνς πάντα θύμιζε στον Ματ σφιγμένο ελατήριο. «Κανείς δεν σε κερδίζει στα χαρτιά». Ήταν ο διοικητής του μισού ιππικού της Ομάδας, τοπικός άρχοντας στην Καιρχίν, όμως το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ήταν ξυρισμένο και πουδραρισμένο, παρ’ όλο που ο ιδρώτας είχε σχηματίσει ποταμάκια. Πολλοί νεότεροι Καιρχινοί άρχοντες είχαν υιοθετήσει το στυλ των στρατιωτών. Το σακάκι του Ταλμέηνς ήταν κι αυτό απλό, χωρίς τις πολύχρωμες κορδέλες που φορούσαν οι ευγενείς, αν και δικαιούταν να βάλει αρκετές.

«Δεν είναι έτσι», διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. Ήταν αλήθεια πως, όταν δούλευε η τύχη του, ήταν αήττητος, αλλά κι αυτή έκανε κύκλους, ειδικά με πράγματα που είχαν τάξη, όπως ήταν μια τράπουλα. «Μα το αίμα και τις στάχτες! Την περασμένη εβδομάδα μού είχατε πάρει πενήντα κορώνες». Πενήντα κορώνες· πριν από έναν χρόνο περίπου, θα έκανε ανάποδες τούμπες αν κέρδιζε μία κορώνα, και θα έκλαιγε γοερά στη σκέψη και μόνο ότι θα την έχανε. Πριν από έναν περίπου χρόνο, δεν είχε καν μια κορώνα για να τη χάσει.

«Τότε πόσες εκατοντάδες κορώνες μού μένουν για να ξανάρθω στα ίσα μου;» ρώτησε ξερά ο Ταλμέηνς. «Θέλω μια ευκαιρία για να πάρω μερικές πίσω». Αν ποτέ άρχιζε να κερδίζει τον Ματ συστηματικά, τότε θα τον έπιανε ανησυχία. Όπως κι οι περισσότεροι της Ομάδας, θεωρούσε την καλοτυχία του Ματ γούρικη.

«Τα ζάρια είναι άχρηστα», είπε ο Ντήριντ. Ο Διοικητής του πεζικού της Ομάδας ήπιε διψασμένα και δεν έδωσε σημασία στην γκριμάτσα που δεν κατάφερε να κρύψει εντελώς το λαδωμένο γένι του Ναλέσεν. Οι περισσότεροι ευγενείς που είχε γνωρίσει ο Ματ θεωρούσαν τα ζάρια κατώτερο παιχνίδι, κατάλληλο μόνο για χωριάτες. «Ποτέ δεν σε έχω δει να καταλήγεις χαμένος στα ζάρια. Πρέπει να βρούμε ένα παιχνίδι που να μη το ελέγχεις, να μη μπορείς να το επηρεάσεις, αν με καταλαβαίνεις».

Ο Ντήριντ ήταν λιγάκι ψηλότερος από τον Καιρχινό συμπατριώτη του, τον Ταλμέηνς, και δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερός του· είχε σπάσει τη μύτη του αρκετές φορές και στο πρόσωπό του διασταυρώνονταν τρεις λευκές ουλές. Ήταν ο μόνος από τους παρισταμένους χωρίς ευγενική καταγωγή, κι είχε κι αυτός ξυρισμένο και πουδραρισμένο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του· ο Ντήριντ ήταν στρατιώτης μια ζωή.

«Σκεφτήκαμε τα άλογα», παρενέβη ο Ναλέσεν, ανεμίζοντας το κασσιτέρινο ποτήρι του. Ήταν γεροδεμένος, ψηλότερος από τους Καιρχινούς, επικεφαλής του άλλου μισού ιππικού της Ομάδας. Με τη ζέστη που έκανε, ο Ματ αναρωτιόταν γιατί ο άνθρωπος διατηρούσε την εντυπωσιακή μελαχρινή γενειάδα του, όμως εκείνος την περιποιόταν κάθε πρωί για να κρατά τη μυτερή άκρη της. Και παρ’ όλο που ο Ντήριντ κι ο Ταλμέηνς είχαν ανοιχτά τα απλά γκρίζα σακάκια τους, ο Ναλέσεν το δικό του —ένα πράσινο μεταξωτό με επένδυση στα ριγέ μανίκια που κατέληγαν σε μανικέτια από χρυσό σατέν— το είχε κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό. Δεν έδινε σημασία στον ιδρώτα που έκανε το πρόσωπό του να γυαλίζει. «Που να καεί η ψυχή μου, η τύχη σου αντέχει και στη μάχη και στην τράπουλα. Και στα ζάρια», πρόσθεσε, κάνοντας μια γκριμάτσα προς τον Ντήριντ. «Αλλά στις ιπποδρομίες, όλα βασίζονται στο άλογο».

Ο Ματ χαμογέλασε και στηρίχτηκε με τους αγκώνες στο τραπέζι. «Βρείτε ένα καλό άλογο και μετά βλέπουμε». Μπορεί η τύχη του να μην επηρέαζε μια κούρσα με άλογα —αν εξαιρούσες τα ζάρια και τα χαρτιά, δεν ήξερε τι θα επηρέαζε και πότε θα εκδηλωνόταν— αλλά είχε μεγαλώσει βλέποντας τον πατέρα του που έκανε εμπόριο αλόγων, και το μάτι του έκοβε όταν επρόκειτο γι’ αυτά τα ζώα.

«Θες ή δεν θες κρασί; Δεν μπορώ να σου βάλω, αφού δεν φτάνω το ποτήρι σου».

Ο Ματ κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Η σερβιτόρα που στεκόταν πίσω του, κρατώντας μια αστραφτερή κασσιτέρινη κανάτα, ήταν κοντή και λεπτούλα, μια μαυρομάτα καλλονή με χλωμά μάγουλα και μελαχρινές μπούκλες που χύνονταν στους ώμους της. Κι η ακριβής, μουσική Καιρχινή προφορά έκανε τη φωνή της να ακούγεται σαν να χτυπούσαν καμπανούλες. Ο Ματ λιμπιζόταν την Μπέτσε Σίλβιν από την πρώτη κιόλας μέρα που είχε πατήσει το πόδι του στο Χρυσό Ελάφι, όμως αυτή ήταν η πρώτη ευκαιρία που του είχε δοθεί για να της μιλήσει· πάντα καταγινόταν με πέντε πράγματα που έπρεπε να γίνουν αμέσως, και με δέκα που έπρεπε να είχαν γίνει χθες. Οι υπόλοιποι της παρέας του είχαν σκύψει τα κεφάλια στο κρασί τους, αφήνοντας τον όσο πιο απομονωμένο μπορούσαν με την κοπέλα χωρίς να βγουν έξω. Είχαν τρόπους, ακόμα κι οι δύο αριστοκράτες.

Ο Ματ, χαμογελώντας πλατιά, πέρασε το πόδι του πάνω από τον πάγκο και της άπλωσε ίο ποτήρι για να γεμίσει. «Σ’ ευχαριστώ, Μπέτσε», είπε, κι εκείνη έκλινε το γόνυ. Όταν, όμως, της ζήτησε να βάλει ένα κρασί και γι’ αυτήν και να καθίσει κοντά του, αυτή ακούμπησε την κανάτα στο τραπέζι, σταύρωσε τα χέρια κι έγειρε το κεφάλι, κοιτώντας τον από την κορφή ως τα νύχια.

«Αυτό δεν θα άρεσε στην Κυρά Ντήλβιν. Δεν θα της άρεσε καθόλου. Είσαι άρχοντας; Όλοι τρέχουν να υπακούσουν όταν λες κάτι, αλλά κανείς δεν σε αποκαλεί “Άρχοντά μου”. Σχεδόν δεν υποκλίνονται· εκτός από τους λαϊκούς».

Ο Ματ σήκωσε τα φρύδια. «Όχι», είπε, πιο απότομα απ’ όσο σκόπευε, «δεν είμαι άρχοντας». Καλά έκανε ο Ραντ κι άφηνε τους άλλους να τον λένε Άρχοντα Δράκοντα και τα λοιπά, όμως αυτά δεν ταίριαζαν στον Μάτριμ Κώθον. Δεν του ταίριαζαν καθόλου. Πήρε μια βαθιά ανάσα και της ξαναχάρισε το πλατύ χαμόγελό του. Μερικές γυναίκες προσπαθούσαν να φέρουν σε δύσκολη θέση τον άνδρα με τον οποίο μιλούσαν, όμως ο Ματ ήταν καλός σ’ αυτόν τον χορό. «Λέγε με Ματ, Μπέτσε. Είμαι σίγουρος ότι η Κυρά Ντήλβιν δεν θα είχε αντίρρηση να καθίσεις λίγο παρέα μου».

«Πώς δεν θα είχε. Αλλά μπορούμε να πούμε δυο κουβέντες· πρέπει να είσαι κάτι σαν άρχοντας. Γιατί φοράς αυτό το πράγμα με τέτοια κάψα;» Έγειρε και με το δάχτυλό της του κατέβασε λιγάκι το μαντίλι. Ο Ματ δεν είχε προσέξει και το είχε αφήσει να ανοίξει λιγάκι. «Τι είναι τούτο;» Το δάχτυλο της Μπέτσε διέτρεξε την ωχρή σκληρή αυλακιά που αγκάλιαζε τον λαιμό του. «Μήπως πήγαν να σε κρεμάσουν; Γιατί; Τόσο νέος, αποκλείεται να είσαι πωρωμένος εγκληματίας». Εκείνος έκανε πίσω το κεφάλι και ξανάδεσε το μαύρο μεταξωτό μαντίλι για να κρύψει την ουλή του, όμως η Μπέτσε δεν πτοήθηκε. Το χέρι της χώθηκε στο ανοιχτό πουκάμισό του και τράβηξε το μενταγιόν με την ασημένια αλεπουδοκεφαλή που είχε ο Ματ σε ένα δερμάτινο κορδόνι. «Μήπως επειδή έκλεψες αυτό; Φαίνεται πολύτιμο· είναι;» Ο Ματ της άρπαξε το μενταγιόν από τα χέρια και το ξανάκρυψε εκεί που ήταν η θέση. του. Η άλλη δεν πήρε καν ανάσα, τουλάχιστον μέχρι να προλάβει ο Ματ να πει οτιδήποτε. Άκουσε τον Ναλέσεν και τον Ντήριντ να γελούν πνιχτά πίσω του, και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Μερικές φορές η τύχη του στον τζόγο άλλαζε ριζικά όταν αντιμετώπιζε μια γυναίκα, κι αυτοί πάντα το έβρισκαν αστείο. «Μπα, δεν θα σε άφηναν να το κρατήσεις, αν το είχες κλέψει, έτσι δεν είναι;» συνέχισε τη φλυαρία της η Μπέτσε. «Κι αν είσαι κάτι σαν άρχοντας, ε, τότε μάλλον μπορείς να έχεις τέτοια πράγματα. Ίσως το έκαναν επειδή ξέρεις πολλά. Μοιάζεις με νεαρό που ξέρει πολλά. Ή νομίζει ότι ξέρει». Του χαμογέλασε, με το πονηρό χαμογελάκι που είχαν οι γυναίκες όταν ήθελαν να ζαλίζουν έναν άνδρα. Σπανίως σήμαινε ότι ήξεραν κάτι, αλλά σε έκαναν να πιστεύεις ότι ήξεραν. «Μήπως προσπάθησαν να σε κρεμάσουν επειδή νόμιζαν ότι ξέρεις πολλά; Ή, μήπως, επειδή έκανες ότι ήσουν άρχοντας; Σίγουρα δεν είσαι άρχοντας;»

Ο Ντήριντ κι ο Ναλέσεν τώρα γελούσαν χωρίς να το κρύβουν. Ακόμα κι ο Ταλμέηνς χασκογελούσε, αν κι έκαναν ότι γελούσαν για κάτι άλλο. Ο Ντήριντ, ξέπνοος, προσπάθησε να τα μπαλώσει με μια ιστορία για κάποιον που έπεφτε από το άλογο του, λέγοντάς την σε συνέχειες όταν μπορούσε να ανασάνει, όμως τα αποσπάσματα που άκουγε ο Ματ δεν είχαν τίποτα το αστείο.

Συνέχισε όμως να χαμογελά. Δεν θα κατέθετε τα όπλα, παρ’ όλο που η κοπέλα μπορούσε να μιλά πιο γρήγορα απ’ αυτόν. Ήταν ομορφούλα κι ο Ματ είχε περάσει τις τελευταίες βδομάδες συζητώντας με ανθρώπους σαν τον Ντήριντ αλλά και χειρότερους, άνδρες ιδρωμένους που μερικές φορές ξεχνούσαν να ξυριστούν και συχνά δεν προλάβαιναν να κάνουν μπάνιο. Ο ιδρώτας είχε γεμίσει στάλες τα μάγουλα της Μπέτσε, όμως εκείνη ανέδιδε μια αμυδρή ευωδιά από σαπούνι με άρωμα λεβάντας. «Στην πραγματικότητα, αυτή τη γρατζουνιά την έπαθα επειδή ήξερα λίγα», είπε με ανάλαφρο τόνο. Στις γυναίκες πάντα άρεσε όταν έκανες ότι οι ουλές σου δεν ήταν τίποτα σημαντικό· μα το Φως, είχε μαζέψει αρκετές. «Τώρα ξέρω πολλά, όμως τότε ήξερα λίγα. Μπορεί να πει κανείς ότι με κρέμασαν για τη γνώση».

Η Μπέτσε κούνησε το κεφάλι, σουφρώνοντας τα χείλη της. «Πήγες να πεις μια εξυπνάδα τώρα, Ματ. Τα αρχοντόπουλα λένε συνέχεια έξυπνα πράγματα, αλλά εσύ δεν είσαι άρχοντας. Από την άλλη, εγώ είμαι μια απλή γυναίκα. Όταν λένε εξυπνάδες, δεν τις καταλαβαίνω. Μιας και δεν είσαι άρχοντας, θα ’πρεπε να μιλάς απλά, αλλιώς μπορεί να νομίσει κανείς ότι υποκρίνεσαι τον άρχοντα. Στις γυναίκες δεν αρέσει όταν ο άνδρας υποκρίνεται ότι είναι κάτι που δεν είναι. Μήπως μπορείς να εξηγήσεις τι ήθελες να πεις;»

Ο αγώνας να διατηρήσει το χαμόγελό του ήταν δύσκολος. Οι λεκτικοί διαξιφισμοί μαζί της δεν προχωρούσαν όπως θα ήθελε. Δεν ήξερε αν η κοπέλα ήταν χαζούλα ή του έβαζε τρικλοποδιές για να τον δοκιμάσει. Είτε έτσι είτε αλλιώς, δεν έπαυε να είναι ομορφούλα και να μυρίζει λεβάντα αντί για ιδρώτα. Ο Ντήριντ κι ο Ναλέσεν κόντευαν να πνιγούν από τα γέλια. Ο Ταλμέηνς σιγοτραγουδούσε το «Βάτραχος στον Πάγο». Δηλαδή εννοούσε ότι ο Ματ γλιστρούσε ανήμπορος με τα πόδια στον αέρα;

Ο Ματ άφησε κάτω το ποτήρι του και σηκώθηκε, κάνοντας μια υπόκλιση πάνω από το χέρι της Μπέτσε. «Είμαι αυτός που είμαι και τίποτα παραπάνω, αλλά το πρόσωπό σου κάνει τα λόγια να χαθούν από το μυαλό μου». Αυτό την έκανε να ανοιγοκλείσει τα μάτια· μπορεί οι γυναίκες να προφασίζονταν το αντίθετο, αλλά τους άρεσαν τα περίτεχνα λόγια. «Χορεύουμε;»

Χωρίς να περιμένει την απάντησή της, την οδήγησε σε ένα σημείο όπου υπήρχε ανοιχτός χώρος κατά μήκος της κοινής αίθουσας ανάμεσα στα τραπέζια. Με λίγη τύχη, αν η Μπέτσε χόρευε, δεν θα μπορούσε να μιλά πολύ, και στο κάτω-κάτω ο Ματ διακρινόταν για την τύχη του. Εκτός αυτού, δεν είχε ακούσει ποτέ για γυναίκα που να μη μαλακώνει η καρδιά της από τον χορό. Χόρεψε μαζί της και θα σου συγχωρήσει πολλά· χόρεψε καλά και θα σον συγχωρήσει τα πάντα. Ήταν μια παλιά παροιμία. Μια αρχαία παροιμία.

Η Μπέτσε δίστασε να τον ακολουθήσει αμέσως, δάγκωσε το χείλος της κι έψαξε με το βλέμμα να βρει την Κυρά Ντήλβιν, όμως εκείνη απλώς χαμογέλασε και της κούνησε το χέρι, προσπαθώντας δίχως αποτέλεσμα να στρώσει με το χέρι τις τούφες που ξέφευγαν από τον κότσο της και γύρισε να μαλώσει τις άλλες σερβιτόρες, θαρρείς και τα τραπέζια ήταν γεμάτα κόσμο. Η Κυρά Ντήλβιν δεν θα άφηνε ανενόχλητο έναν άνδρα που κατά τη γνώμη της φερόταν απρεπώς —παρά την πράα εμφάνισή της, έκρυβε μια κοντή βέργα στα φουστάνια της και καμιά φορά τη χρησιμοποιούσε· ο Ναλέσεν την κοίταζε ακόμη επιφυλακτικά όταν τον πλησίαζε— αλλά αν κάποιος γαλαντόμος πελάτης ήθελε έναν χορό, ποιο το κακό; Ο Ματ έπιασε και σήκωσε στο πλάι τα χέρια της Μπέτσε. Ο χώρος ανάμεσα στα τραπέζια μόλις που έφτανε. Οι μουσικοί άρχισαν να παίζουν πιο δυνατά, αν κι όχι καλύτερα.

«Ακολούθησε τις κινήσεις μου», της είπε. «Τα βήματα της αρχής είναι εύκολα». Έπιασε το χορό στο ρυθμό της μουσικής· μισολύγισε τα γόνατα, έκανε ένα ανάλαφρο πλαϊνό βήμα στα δεξιά, το αριστερό πόδι σύρθηκε και πλησίασε το άλλο. Μισολύγισε, έκανε άλλο ένα ανάλαφρο βήμα, ξανάσυρε το άλλο πόδι, με τα χέρια απλωμένα.

Η Μπέτσε το έμαθε αμέσως κι άρχισε να χορεύει με τον ίδιο ρυθμό. Όταν έφτασαν στους μουσικούς, ο Ματ της σήκωσε τα χέρια ψηλά, στριφογύρισε το κορμί του κι αυτή τον μιμήθηκε, έτσι ώστε να βρεθούν με τις πλάτες γυρισμένες για μια στιγμή. Έπειτα μισολύγισαν τα γόνατα, ξανάρχισαν όλα τα βήματα από την αρχή και το επανέλαβαν, ώσπου βρέθηκαν πάλι εκεί απ’ όπου είχαν αρχίσει. Η Μπέτσε το έμαθε κι αυτό αμέσως, χαμογελώντας του κατενθουσιασμένη κάθε φορά που μπορούσε καθώς έστριβαν. Ήταν πραγματικά κούκλα.

«Τώρα γίνεται κάπως πιο πολύπλοκο», της μουρμούρισε, στρίβοντας έτσι ώστε οι δυο τους στάθηκαν δίπλα-δίπλα αντικρίζοντας τους μουσικούς. Σήκωσε το δεξί γόνατο, έδωσε μια μικρή κλωτσιά προς τα αριστερά, κι ύστερα γλίστρησε μπροστά και δεξιά. Σήκωσε το αριστερό γόνατο, έδωσε μια μικρή κλωτσιά δεξιά, κι ύστερα γλίστρησε μπροστά κι αριστερά. Τα βήματα γινόταν πιο πολύπλοκα με κάθε επανάληψη, όμως εκείνης της έφτανε να τα δει μόνο μια φορά για να τον μιμηθεί, ανάλαφρη σαν πούπουλο στα χέρια του με κάθε λύγισμα και γύρισμα και περιστροφή. Το καλύτερο απ’ όλα ήταν ότι δεν άνοιγε το στόμα της.

Τον αιχμαλώτισαν οι επαναλήψεις του χορού κι η μουσική, παρά τις νότες που έλειπαν και τα άλλα λάθη, κι οι αναμνήσεις ήρθαν κι έπλεαν στο μυαλό του σχεδόν όπως έπλεαν ο δυο τους χορεύοντας μπρος-πίσω στην αίθουσα. Στη μνήμη του ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος, με μακρύ χρυσόξανθο μουστάκι και γαλανά μάτια. Φορούσε σακάκι από πορφυρό μετάξι με μία κόκκινη κορδέλα, κολάρο φραίζα από έξοχη Μπαρσινέζικη δαντέλα, κίτρινα ζαφειρένια κουμπιά από το Αραμέλε, και χόρευε με μια μελαψή, πανέμορφη απεσταλμένη των Αθα’αν Μιέρε, των Θαλασσινών. Είχε πλήθος σκουλαρίκια στο αυτί, κρίκο στη μύτη και μια ψιλή χρυσή αλυσιδίτσα ανάμεσά τους απ’ όπου κρέμονταν ωοειδές πλάκες, που δήλωναν ότι ήταν η Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Σόντιν. Δεν τον ένοιαζε πόσο ισχυρή ήταν αυτή η γυναίκα· κάτι τέτοιο ήταν έγνοια του βασιλιά, όχι ενός μεσαίου άρχοντα. Ήταν πανέμορφη κι ανάλαφρη στα χέρια του, και χόρευαν κάτω από τον μεγάλο κρυστάλλινο θόλο στην αυλή του Σήμαλ, τότε που όλος ο κόσμος φθονούσε το θάμβος και τη δύναμη του Κορεμάντα. Κι άλλες αναμνήσεις πετάριζαν στις παρυφές αυτών, γεννημένες από βήματα του χορού που έβλεπε στις αναμνήσεις του. Το αύριο θα έφερνε το νέο για τις αυξημένες και μαζικότερες επιδρομές των Τρόλοκ από τη Μεγάλη Μάστιγα, και σε ένα μήνα θα μάθαιναν ότι το Μπαρσίνε με τους χρυσαφένιους οβελίσκους είχε λεηλατηθεί και πυρποληθεί κι οι ορδές των Τρόλοκ σάρωναν τα πάντα κατεβαίνοντας προς τον Νότο. Κι έτσι, θα άρχιζε αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν Πόλεμοι των Τρόλοκ, αν και στην αρχή κανείς δεν το είχε αποκαλέσει έτσι· παρισσότερα από τριακόσια χρόνια με ακατάπαυστες μάχες, αιματοχυσίες, πυρ κι όλεθρο, προτού απωθήσουν τους Τρόλοκ, προτού κυνηγήσουν κι εξοντώσουν τους Άρχοντες τους Δέους. Έτσι θα άρχιζε η πτώση του Κορεμάντα, μ’ όλο τον πλούτο και τη δύναμή του, του Εσένια, με τους φιλοσόφους του και τις ξακουστές σχολές του, η πτώση της Μανέθερεν και του Έχαρον και των Δέκα Εθνών στο σύνολο τους, τα οποία είχαν διαλυθεί πάνω στην ώρα της νίκης τους, αφήνοντας ερείπια απ’ όπου θα ξεπηδούσαν άλλες χώρες, χώρες που θυμούνταν τα Δέκα Έθνη απλώς ως μύθους μιας αλλοτινής ευδαιμονίας. Όμως όλα αυτά ήταν στο μέλλον, κι έδιωξε εκείνες τις αναμνήσεις για να χαρεί αυτήν εδώ. Απόψε χόρευε τα βήματα του χορού και...

Ανοιγόκλεισε τα μάτια, ξαφνιασμένος για μια στιγμή από το φως του ήλιου που χυνόταν από τα παράθυρα και το ξανθό πρόσωπο που τον κοίταζε λάμποντας παρά τον ιδρώτα. Παραλίγο θα μπέρδευε το πολύπλοκο πλέξιμο των βημάτων του με τα βήματα της Μπέτσε, καθώς στροβιλίζονταν στην αίθουσα, όμως συγκρατήθηκε πριν την κάνει να σκοντάψει, καθώς τα βήματα του ξανάρχονταν ενστικτωδώς. Αυτός ο χορός ήταν δικός του, όπως δικές του ήταν κι εκείνες οι αναμνήσεις, κι ας ήταν δανεικές ή κλεμμένες, όμως ήταν τόσο αψεγάδιαστα συνυφασμένος μ’ εκείνες, που θα έπρεπε να το συλλογιστεί για να καταλάβει τη διαφορά. Όλες ήταν δικές του τώρα και γέμιζαν τρύπες στις ίδιες του τις αναμνήσεις· ήταν σαν να τις είχε ζήσει.

Αυτό που είχε πει στην κοπέλα για την ουλή ήταν αληθινό. Τον είχαν κρεμάσει για μια γνώση που είχε, κι όχι για την άγνοια του· Δυο φορές είχε μπει σε ένα τερ’ανγκριάλ, λες κι ήταν κανένας κοκορόμυαλος, κανένας χαζοχωριάτης, που νόμιζε ότι θα ήταν απλό σαν μια βόλτα στο λιβάδι. Σχεδόν εξίσου απλό. Το αποτέλεσμα ενέτεινε τη δυσπιστία που ένιωθε για ό,τι είχε να κάνει με τη Μία Δύναμη. Την πρώτη φορά, μεταξύ άλλων πραγμάτων που δεν ήθελε να τα ακούσει, του είχαν πει ότι του έμελλε να πεθάνει και να ξαναζήσει. Μερικά από εκείνα τα άλλα πράγματα τον είχαν βάλει στο δρόμο για ένα δεύτερο ταξίδι σ’ ένα τερ’ανγκριάλ, κατάληξη του οποίου ήταν να βρεθεί με μια θηλιά στο λαιμό του.

Ήταν μια σειρά από βήματα, που το καθένα το είχε κάνει για καλό σκοπό ή από αναγκαιότητα και μόνο, που φαίνονταν λογικά αρχικά, και που τον είχαν οδηγήσει σε πράγματα τα οποία δεν είχε φανταστεί. Πάντα σε τέτοιους χορούς έμπλεκε. Ήταν νεκρός για τα καλά, ώσπου ο Ραντ είχε κόψει το σκοινί, τον είχε κατεβάσει και τον είχε ξαναζωντανέψει. Έδωσε για εκατοστή φορά μία υπόσχεση στον εαυτό του. Από δω και πέρα, θα πρόσεχε πού πατούσε κάθε βήμα του. Δεν θα χιμούσε σε καταστάσεις δίχως να σκεφτεί τις συνέπειες.

Στην πραγματικότητα, εκείνη τη μέρα είχε κερδίσει κάτι παραπάνω από την ουλή. Υπήρχε η ασημένια αλεπουδοκεφαλή, που το ένα και μοναδικό μάτι της ήταν σκιασμένο, έτσι ώστε να μοιάζει με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι. Μερικές φορές γελούσε τόσο τρανταχτά γι’ αυτό το μενταγιόν που τον πονούσαν τα πλευρά του. Δεν εμπιστευόταν καμία Άες Σεντάι, κι έτσι το φορούσε ακόμα κι όταν έκανε μπάνιο και κοιμόταν μ’ αυτό κρεμασμένο στον λαιμό του. Ο κόσμος ήταν ένα παράξενο μέρος.

Κάτι άλλο που είχε κερδίσει ήταν η γνώση, αν και μια γνώση ανεπιθύμητη. Τώρα το κεφάλι του ήταν γεμάτο με κομμάτια από ζωές άλλων ανδρών, χιλιάδων ανδρών, κομμάτια που μερικές φορές είχαν διάρκεια λίγων ωρών, μερικές φορές ολόκληρων χρόνων αν κι όχι συνεχόμενων, και μνήμες από αυλές και μάχες που εκτείνονταν σε περισσότερες από μία χιλιετίες, πολύ πριν από τους Πολέμους των Τρόλοκ και από την τελευταία μάχη που είχε αναδείξει τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο. Τώρα, στην ουσία, όλα αυτά ήταν δικά του.

Ο Ναλέσεν κι ο Ντήριντ κι ο Ταλμέηνς συνόδευαν τη μουσική με παλαμάκια, όπως κι οι υπόλοιποι άνδρες που ήταν σκορπισμένοι στα τραπέζια. Ήταν οι άνδρες της Ομάδας του Κόκκινου Χεριού που ενθάρρυναν τον διοικητή τους στο χορό του. Μα το Φως, αυτό το όνομα έκανε τον Ματ να ριγεί μέσα του. Ήταν το όνομα μιας θρυλικής συντροφιάς ηρώων που είχαν πεθάνει πασχίζοντας να σώσουν τη Μανέθερεν. Κι όλοι οι άνδρες που ακολουθούσαν έφιπποι ή πεζοί το λάβαρο της Ομάδας νόμιζαν ότι θα κατέληγαν κι αυτοί στους θρύλους. Και η Κυρά Ντήλβιν χτυπούσε παλαμάκια, ενώ οι υπόλοιπες σερβιτόρες είχαν σταθεί και κοίταζαν.

Οι αναμνήσεις εκείνων των άλλων ανδρών ήταν ο λόγος που αυτοί εδώ στην Ομάδα ακολουθούσαν τον Ματ, αν και δεν το γνώριζαν. Επειδή το μυαλό του είχε αναμνήσεις από μάχες κι εκστρατείες, πιο πολλές απ’ όσες θα μπορούσαν να ζήσουν ακόμα κι εκατό άνθρωποι. Είτε ήταν με τους νικητές είτε με τους ηττημένους, θυμόταν πώς είχαν κερδηθεί και πώς είχαν χαθεί εκείνες οι μάχες, κι ήθελε λίγο μυαλό μόνο για να το φέρει στο τώρα και να βρει τον τρόπο που θα νικούσε η Ομάδα. Προς το παρόν, τα κατάφερνε. Όταν δεν έβρισκε τρόπο να αποφύγει τη μάχη.

Πολλές φορές είχε ευχηθεί να μην είχε στο μυαλό του τα κομμάτια των άλλων ανδρών. Χωρίς αυτά, δεν θα ήταν τώρα σ’ αυτή τη θέση: να προστάζει σχεδόν έξι χιλιάδες στρατιώτες ενώ κι άλλοι ήθελαν καθημερινά να καταταγούν, έτοιμος να τους οδηγήσει στον Νότο και να αναλάβει τη διοίκηση της εισβολής σε μια χώρα που την έλεγχε ένας Αποδιωγμένος. Δεν ήταν ήρωας και δεν ήθελε να γίνει ήρωας. Οι ήρωες είχαν την κακή συνήθεια να καταλήγουν νεκροί. Όταν ήσουν ήρωας, ήταν σαν να ήσουν ένα σκυλί που του πετούσαν ένα κόκαλο και το ξεχνούσαν στη γωνία — εκτός από τις περιπτώσεις που υπόσχονταν στο σκυλί ένα κόκαλο και το έστελναν έξω να κυνηγήσει ξανά. Το ίδιο βέβαια ίσχυε και για τους στρατιώτες.

Από την άλλη μεριά, όμως, χωρίς αυτές τις αναμνήσεις δεν θα είχε έξι χιλιάδες στρατιώτες γύρω του. Θα ήταν μόνος, τα’βίρεν, ενωμένος με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, στόχος απροστάτευτος και γνωστός στους Αποδιωγμένους. Όπως φαινόταν, κάποιοι από αυτούς γνώριζαν περισσότερα απ’ όσα έπρεπε για τον Ματ Κώθον. Η Μουαραίν ισχυριζόταν ότι ο Ματ ήταν σημαντικό πρόσωπο, ότι ίσως ο Ραντ χρειάζονταν τόσο αυτόν όσο και τον Πέριν για να νικήσει στην Τελευταία Μάχη. Αν είχε δίκιο η Άες Σεντάι, τότε ο Ματ θα έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει —θα το έκανε βεβαίως· απλώς έπρεπε να συνηθίσει στην ιδέα— αλλά δεν ήθελε να γίνει ήρωας. Μακάρι μόνο να ξεδιάλυνε τι θα έπρεπε να κάνει για το Κέρας του Βαλίρ... Έκανε μια προσευχή για την ψυχή της Μουαραίν κι ευχήθηκε η Άες Σεντάι να είχε κάνει λάθος.

Ο Ματ κι η Μπέτσε έφτασαν στην άκρη του ανοίγματος για τελευταία φορά, κι η κοπέλα έγειρε στο στέρνο του γελώντας, όταν αυτός σταμάτησε. «Αχ, τι ωραίο που ήταν! Μου φαινόταν σαν να ήμουν σε κάποιο βασιλικό παλάτι. Τι λες, το ξανακάνουμε; Έλα, το ξανακάνουμε;» Η Κυρά Ντήλβιν χειροκρότησε λιγάκι και μετά κατάλαβε ότι οι άλλες σερβιτόρες στέκονταν άπραγες και χίμηξε πάνω τους, κάνοντας τες να τρέξουν αλλού σαν κοτόπουλα με τις ζωηρές κινήσεις των χεριών της.

«Μήπως ξέρεις τι σημαίνει “Κόρη των Εννέα Φεγγαριών”;» Ξεστόμισε τα λόγια άθελά του. Σκεφτόταν τα τερ’ανγκριάλ που του το είχαν κάνει. Όταν έβρισκε την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών, όποτε κι αν γινόταν αυτό -Σε παρακαλώ Φως, ας αργήσει! Ήταν η μεγάλη λαχτάρα του— εκείνη σίγουρα δεν θα σέρβιρε πελάτες σε ένα πανδοχείο μιας κωμόπολης όλο στρατό και προσφυγιά. Από την άλλη όμως, ποιος ήξερε να ξεδιαλύνει τις προφητείες; Ήταν μια προφητεία, κατά έναν τρόπο. Θα ζούσε και θα ξαναπέθαινε. Θα παντρευόταν την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών. Θα εγκατέλειπε το μισό φως του κόσμου για να σώσει τον κόσμο, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Στο κάτω-κάτω, είχε όντως πεθάνει, κρεμασμένος από κείνο το σκοινί. Αν ήταν αλήθεια αυτό, τότε πρέπει να ήταν αλήθεια και τα υπόλοιπα. Δεν είχε διέξοδο.

«Κόρη των Εννέα Φεγγαριών;» είπε ξέπνοα η Μπέτσε. Μπορεί να της είχε κοπεί η ανάσα, αλλά δεν έβαζε στιγμή γλώσσα μέσα. «Πανδοχείο είναι αυτό; Καπηλειό; Δεν είναι πάντως εδώ στο Μάερον, είμαι σίγουρη. Μήπως είναι πέρα από το ποτάμι στο Αρινγκίλ; Δεν έχω πάει ποτέ μου στο—»

Ο Ματ άγγιξε μ’ ένα δάχτυλο τα χείλη της. «Δεν έχει σημασία. Ας χορέψουμε άλλον ένα χορό». Έναν χωριάτικο χορό αυτή τη φορά· κάτι από το εδώ και το τώρα, που να μη σχετιζόταν με άλλες αναμνήσεις εκτός από τις δικές του. Αν και τώρα ήθελε κόπο για να τις ξεχωρίσει.

Μια υποψία ξερού βήχα τον έκανε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του, κι ο Ματ αναστέναξε όταν είδε τον Εντόριον να στέκεται στην είσοδο· είχε χωμένα στη ζώνη του σπαθιού τα γάντια του με την ατσάλινη επένδυση στη ράχη, και το κράνος παραμάσχαλα. Ο Δακρυνός άρχοντας ήταν ένας ροδομάγουλος, αφράτος νεαρός, όταν ο Ματ έπαιζε χαρτιά μαζί του στην Πέτρα του Δακρύου, όμως από τότε που είχε έρθει στον Νότο είχε σκληρύνει κι είχε ψηθεί από τον ήλιο. Το γεισωτό κράνος είχε χάσει τα φτερά του, και τα άλλοτε περίτεχνα επίχρυσα στολίσματα της αρματωσιάς του είχαν γεμίσει βαθουλώματα και χαραγές. Το σακάκι του με τα φουσκωτά μανίκια είχε γαλάζιες ρίγες σε μαύρο φόντο, αλλά φαινόταν φθαρμένο.

«Μου είπες να σου θυμίσω την επιθεώρηση που κάνεις αυτή την ώρα». Ο Εντόριον έβηξε στη χούφτα του· απέφυγε προσεκτικά να κοιτάξει την Μπέτσε. «Αλλά μπορώ να ξανάρθω αργότερα, αν θέλεις».

«Θα έρθω τώρα», του είπε ο Ματ. Ήταν σημαντικό να κάνει περιπολίες κάθε μέρα, να εξετάζει καθημερινά κάτι διαφορετικό· του το έλεγαν οι αναμνήσεις των άλλων, κι είχε καταλήξει να τους εμπιστεύεται σε τέτοια πράγματα. Αν το έκανε με τον σωστό τρόπο, ίσως επιζούσε. Εκτός αυτού, η Μπέτσε είχε απομακρυνθεί λιγάκι και προσπαθούσε ταυτοχρόνως να σκουπίσει τον ιδρώτα από το πρόσωπο της με την ποδιά και να στρώσει τα μαλλιά της. Η ευφορία χανόταν από το πρόσωπό της. Δεν είχε σημασία. Δεν θα το ξεχνούσε. Όταν χορέψεις καλά με μια γυναίκα, σκέφτηκε αυτάρεσκα, σχεδόν την έχεις κατακτήσει.

«Δώσε αυτά στους μουσικούς», είπε· της έβαλε τρία χρυσά μάρκα στη χούφτα και της την έκλεισε. Όσο άσχημα κι αν έπαιζαν, για λίγο ο σκοπός τον είχε πάρει μακριά από το Μάερον και το άμεσο μέλλον. Εν πάση περιπτώσει, στις γυναίκες άρεσε η γενναιοδωρία. Όλα πήγαιναν μια χαρά. Υποκλίθηκε, σχεδόν της φίλησε το χέρι, και πρόσθεσε, «Αργότερα, Μπέτσε. Θα ξαναχορέψουμε όταν επιστρέψω».

Προς έκπληξη του, εκείνη κούνησε το δάχτυλό της μπροστά στη μύτη του και κούνησε αυστηρά το κεφάλι σαν να είχε διαβάσει το μυαλό του. Ε, ποτέ του δεν είχε ισχυριστεί ότι καταλάβαινε τις γυναίκες.

Έβαλε το καπέλο του και πήρε τη λόγχη με το μαύρο κοντάρι που το είχε αφήσει κοντά στην πόρτα. Ήταν ένα ακόμη δώρο από την άλλη μεριά εκείνου του τερ’ανγκριάλ, κι είχε μια επιγραφή στο κοντάρι, γραμμένη στην Παλιά Γλώσσα, και παράξενη αιχμή, σαν κοντή λεπίδα σπαθιού με σήμα δύο κοράκια.

«Σήμερα θα επιθεωρήσουμε τα καπηλειά», είπε στον Εντόριον, και βγήκαν στο λιοπύρι του μεσημεριού, στο καθαρτήριο του Μάερον.

Ήταν μια μικρή πόλη δίχως τείχη, αν και πενήντα φορές μεγαλύτερη από ό,τι είχε δει πριν φύγει από τους Δύο Ποταμούς. Ένα μεγάλο χωριό για την ακρίβεια· ελάχιστα από τα κτήρια που ήταν φτιαγμένα από τούβλα ή πέτρα είχαν όροφο από πάνω τους, μόνο μερικά πανδοχεία ήταν διώροφα· και μπορεί οι μισές στέγες να ήταν από κεραμίδια ή λιθοκέραμα, όμως οι άλλες ήταν ακόμα καλαμωτές ή από ξύλο. Τώρα οι δρόμοι, χωματόδρομοι ως επί το πλείστον, έσφυζαν από ανθρωπομάνι. Οι ντόπιοι ήταν κάθε λογής, κυρίως Καιρχινοί κι Αντορίτες. Παρ’ όλο που η πόλη βρισκόταν στην Καιρχινή μεριά του ποταμού Ερίνιν, το Μάερον τώρα δεν ανήκε σε καμία χώρα αλλά ισορροπούσε στο ανάμεσο, με κατοίκους και διερχόμενους από πεντ’ έξι χώρες. Είχαν εμφανιστεί μάλιστα και τρεις-τέσσερις Άες Σεντάι μετά την άφιξη του Ματ. Παρ’ όλο που φορούσε το μενταγιόν, απέφευγε να τις πλησιάζει —καλύτερα να μην πηγαίνεις γυρεύοντας— αλλά εκείνες είχαν φύγει βιαστικά, όπως είχαν έρθει. Σε σημαντικά ζητήματα, η τύχη του άντεχε. Μέχρι τώρα.

Οι κάτοικοι της πόλης έτρεχαν στις δουλειές τους και συνήθως δεν έδιναν σημασία στους άνδρες και τα γυναικόπαιδα που ήταν ντυμένοι με κουρέλια και τριγυρνούσαν ζαλισμένοι. Αυτοί οι κουρελήδες ήταν όλοι Καιρχινοί, και συνήθως, τριγυρνώντας, κατέληγαν στο ποτάμι και μετά ξαναγυρνούσαν στα στρατόπεδα προσφύγων που ήταν ολόγυρα στην πόλη. Ελάχιστοι όμως έφευγαν για να πάνε στην πατρίδα τους. Μπορεί ο εμφύλιος στην Καιρχίν να είχε τελειώσει, αλλά υπήρχαν ακόμα συμμορίες ληστών, κι επίσης φοβούνταν τους Αελίτες. Δεν ήταν απίθανο να φοβούνταν τον Αναγεννημένο Δράκοντα, σκεφτόταν ο Ματ. Η απλή αλήθεια ήταν μία· είχαν τρέξει ως εκεί που μπορούσαν, και κανένας δεν είχε κουράγιο για κάτι παραπάνω από αυτές τις βόλτες στο ποτάμι για μια ματιά στο Άντορ.

Οι στρατιώτες της Ομάδας ήταν ανάμεσα στα πλήθη και γυρνούσαν στα μαγαζιά και τα ταβερνεία· οι βαλλιστροφόροι κι οι τοξότες φορούσαν γιλέκα γεμάτα ατσάλινους δίσκους, ενώ οι λογχοφόροι καταχτυπημένους θώρακες, που είχαν βρει πεταμένους ή τους είχαν πάρει από νεκρούς. Παντού έβλεπες θωρακισμένους καβαλάρηδες, Δακρυνούς λογχοφόρους που φορούσαν γεισωτά κράτη, Καιρχινούς με κράνη σε σχήμα καμπάνας, ακόμα και μερικούς Αντορίτες που φορούσαν κωνικά κράνη με καγκελωτές προσωπίδες. Ο Ράχβιν είχε διώξει πολλούς άξιους ανθρώπους από τους Φρουρούς της Βασίλισσας, άνδρες που παραήταν πιστοί στη Μοργκέις, και κάποιοι απ’ αυτούς είχαν έρθει στην Ομάδα. Πλανόδιοι πωλητές τριγυρνούσαν μέσα στο πλήθος με τους δίσκους τους, διαλαλώντας ότι είχαν βελόνες και κλωστές, αλοιφές —που δήθεν θεράπευαν όλες τις πληγές— και γιατρικά —για τα πάντα, από τις φουσκάλες στα πόδια μέχρι τη διάρροια και τον πυρετό—, σαπούνι, μπακιρένια κατσαρολικά και ποτήρια για τα οποία εγγυώνταν ότι δεν θα σκούριαζαν, μάλλινες κάλτσες, μαχαίρια και εγχειρίδια από το καλύτερο Αντορινό ατσάλι —σου έδιναν το λόγο τους γι’ αυτό — και κάθε τι που μπορεί να χρειάζονταν οι στρατιώτες ή που οι πλανόδιοι νόμιζαν ότι μπορούσαν να τους πείσουν ότι χρειάζονταν. Η οχλοβοή ήταν τόσο δυνατή που τρία βήματα πιο πέρα οι φωνές των εμπόρων δεν ακούγονταν.

Οι στρατιώτες αναγνώριζαν αμέσως τον Ματ, φυσικά, κι αρκετοί ζητωκραύγασαν, ακόμα και κάποιοι που ήταν μακριά και δεν έβλεπαν παρά μόνο το πλατύγυρο καπέλο του και την παράξενη λόγχη του. Αυτά τον χαρακτήριζαν, όπως ένας θυρεός χαρακτήριζε τον ευγενή. Είχε ακούσει όλες τις φήμες για τον λόγο που αποστρεφόταν να φορά αρματωσιά και κράνος· υπήρχαν πολλές και διάφορες· άλλοι έλεγαν ότι ήταν από ανδρεία ανάμικτη με τρέλα, άλλοι ότι μόνο ένα όπλο φτιαγμένο από τον ίδιο τον Σκοτεινό μπορούσε να τον σκοτώσει. Μερικοί έλεγαν ότι το καπέλο του το είχαν δώσει οι Άες Σεντάι, κι όσο το φορούσε τίποτα δεν μπορούσε να τον σκοτώσει. Η αλήθεια ήταν ότι επρόκειτο για ένα απλό καπέλο και το φορούσε επειδή του χάριζε σκιά. Κι επειδή του θύμιζε με τον καλύτερο τρόπο να αποφεύγει τα μέρη όπου μπορεί να χρειαζόταν κράνος και πανοπλία. Οι ιστορίες που κυκλοφορούσαν για τη λόγχη του, με την επιγραφή που ελάχιστοι, ακόμα και μεταξύ των ευγενών, μπορούσαν να διαβάσουν, ήταν ακόμα πιο εξωφρενικές. Καμία, όμως, δεν συγκρινόταν με την αλήθεια. Η λεπίδα με το σήμα των κορακιών είχε κατασκευαστεί από Άες Σεντάι στον Πόλεμο της Σκιάς, πριν από το Τσάκισμα· δεν χρειαζόταν ποτέ ακόνισμα, κι ο Ματ ήταν σίγουρος ότι δεν θα έσπαγε, ακόμα κι αν προσπαθούσε ο ίδιος να το κάνει.

Κούνησε το χέρι για να απαντήσει σ’ εκείνους που κραύγαζαν «Το Φως να φωτίζει τον Άρχοντα Μάτριμ!» κι «Ο Άρχοντας Μάτριμ κι η νίκη!» κι άλλες τέτοιες φαιδρότητες, και διέσχισε τα πλήθη μαζί με τον Εντόριον. Τουλάχιστον, δεν χρειαζόταν να σπρώχνει για να περάσει· του έκαναν χώρο μόλις τον έβλεπαν. Ευχόταν μόνο να μη τον κάρφωναν με το βλέμμα τους οι πρόσφυγες, σαν να είχε το κλειδί των ελπίδων τους στην τσέπη του. Είχε φροντίσει να προμηθεύονται τρόφιμα με καραβάνια από το Δάκρυ, αλλά πέρα απ’ αυτό, δεν ήξερε τι μπορούσε να κάνει. Πολλοί ήταν όχι μόνο κουρελήδες αλλά και καταβρώμικοι.

«Δεν έφτασε το σαπούνι στα στρατόπεδα;» μουρμούρισε.

Παρά τον αχό, ο Εντόριον τον άκουσε. «Έφτασε. Οι περισσότεροι πάνε στους πραματευτές και το ανταλλάσσουν με φτηνό κρασί. Δεν θέλουν σαπούνι· θέλουν να περάσουν το ποτάμι, ή να πνίξουν τα βάσανά τους».

Ο Ματ άφησε ένα ξινό μουγκρητό. Το μόνο πράγμα που δεν μπορούσε να τους προσφέρει ήταν πέρασμα στο Αρινγκίλ.

Προτού ο εμφύλιος κι άλλα χειρότερα ρημάξουν την Καιρχίν, το Μάερον ήταν σταθμός για το εμπόριο μεταξύ Καιρχίν και Δακρύου, κι αυτό σήμαινε πως όσα ήταν τα σπίτια του, άλλα τόσα ήταν τα πανδοχεία και τα καπηλειά. Τα πρώτα πέντε που είχε τρυπώσει να δει δεν διέφεραν πολύ, από την Αλεπού και τη Χήνα ως το Μαστίγιο του Καραγωγέα· ήταν πέτρινα κτήρια με τα τραπέζια γεμάτα και περιστασιακούς καυγάδες με γρονθοκοπήματα, στους οποίους ο Ματ δεν έδινε σημασία. Κανένας όμως δεν ήταν πιωμένος.

Η Πύλη του Ποταμού, στην άλλη άκρη της πόλης, ήταν το καλύτερο πανδοχείο του Μάερον, όμως στις πόρτες του με τους σκαλισμένους ήλιους υπήρχαν καρφωμένες σανίδες που αποτελούσαν μια υπενθύμιση στους πανδοχείς και τους οινοπώλες να μην αφήνουν τους στρατιώτες της Ομάδας να μεθούν. Πάντως, ακόμα κι οι νηφάλιοι στρατιώτες τσακώνονταν μεταξύ τους, Δακρυνοί εναντίον Καιρχινών εναντίον Αντοριτών, πεζοί εναντίων έφιππων, οι άνδρες του ενός άρχοντα εναντίον των ανδρών του άλλου, οι βετεράνοι εναντίον των νεοσύλλεκτων, οι στρατιώτες εναντίον των άμαχων. Τους καυγάδες, όμως, τους σταματούσαν πριν κλιμακωθούν άνδρες που έφεραν ρόπαλα κι είχαν κόκκινες πλατιές λουρίδες που τυλίγονταν από τον καρπό ως τον αγκώνα. Κάθε μονάδα συνεισέφερε με τη σειρά της στους Κοκκινόχερους, διαφορετικούς άνδρες κάθε μέρα, κι οι Κοκκινόχεροι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν για τις ζημιές που συνέβαιναν όσο είχαν υπηρεσία. Τους πρόσφερε κίνητρο για να επιβάλλουν την ειρήνη.

Στην Αλεπού και τη Χήνα, ένας βάρδος, ένας γεροδεμένος μεσήλικας, πετούσε κι έπιανε στον αέρα φλεγόμενα ραβδιά, ενώ ένας άλλος, ένας κοκαλιάρης στο Πανδοχείο του Ερινίν, είχε πιάσει την άρπα του και τραγουδούσε ένα κομμάτι από το Μεγάλο Κυνήγι τον Κέρατος. Παρά τη ζέστη, κι οι δύο φορούσαν τους χαρακτηριστικούς μανδύες τους, που ήταν γεμάτοι μπαλώματα σε εκατό χρώματα που ανέμιζαν με κάθε κίνηση· κάθε βάρδος θα προτιμούσε να χάσει το χέρι του παρά τον μανδύα του. Το κοινό ήταν αρκετά προσηλωμένο —οι περισσότεροι θεατές προέρχονταν από χωριά που καλωσόριζαν με ενθουσιασμό την επίσκεψη ενός βάρδου—, περισσότερο κι από το κοινό μιας κοπέλας που τραγουδούσε σ’ ένα τραπέζι σε μια ταβέρνα που ονομαζόταν Τρεις Πύργοι. Ήταν όμορφη, με μακριές, μελαχρινές μπούκλες, όμως το τραγούδι για την αληθινή αγάπη δεν επρόκειτο να συγκινήσει τους άνδρες που γκάριζαν και γελούσαν καθώς τα έπιναν. Στα υπόλοιπα μέρη δεν υπήρχε ιδιαίτερη ψυχαγωγία εκτός από έναν-δυο μουσικούς, όμως τα πλήθη ήταν ακόμα πιο φωνακλάδικα και στα μισά τραπέζια έπαιζαν ζάρια, κάτι που έκανε τα δάχτυλα του Ματ να συσπαστούν. Όμως ήταν αλήθεια ότι κέρδιζε σχεδόν πάντα, τουλάχιστον στα ζάρια, και δεν θα ήταν σωστό να πάρει χρήματα από τους δικούς του στρατιώτες. Γιατί στρατιώτες ήταν οι περισσότεροι που κάθονταν στα τραπέζια· ελάχιστοι πρόσφυγες είχαν λεφτά για να τα ξοδεύουν στα πανδοχεία.

Υπήρχαν και λίγοι άλλοι ανάμεσα στα μέλη της Ομάδας. Εδώ ήταν ένας λεπτός Καντορινός με διχαλωτό γένι, με έναν σεληνόλιθο μεγάλο σαν φασόλι στο λοβό του αυτιού του κι ασημένιες αλυσίδες στο μπροστινό μέρος του κόκκινου σακακιού· εκεί, μια Ντομανή με μπρούτζινη επιδερμίδα που φορούσε σεμνό γαλάζιο φόρεμα, με άγρυπνο βλέμμα και δαχτυλίδια στολισμένα με πετράδια σε όλα της τα δάχτυλα· πιο πέρα, ένας Ταραμπονέζος με κωνικό γαλάζιο καπέλο με επίπεδη κορυφή και χοντρό μουστάκι κρυμμένο πίσω από ένα διάφανο πέπλο. Υπήρχαν παχουλοί με Δακρυνά σακάκια που στένευαν στη μέση και κοκαλιάρηδες με Μουραντιανά σακάκια που έφταναν ως το γόνατο· γυναίκες με κοφτερό βλέμμα και καλά φορέματα, με ψηλό γιακά ή που έφταναν ως τον αστράγαλο, αλλά πάντα καλοραμμένα, μάλλινα, σε σοβαρά χρώματα. Όλοι ήταν έμποροι, έτοιμοι να χιμήξουν όταν θα ξανάρχιζε το εμπόριο μεταξύ Άντορ και Καιρχίν. Και σε κάθε κοινή αίθουσα υπήρχαν δυο-τρεις άνδρες που κάθονταν απομονωμένοι, συνήθως μοναχοί, οι περισσότεροι με σκληρό βλέμμα, κάποιοι καλοντυμένοι, άλλοι ρακένδυτοι σχεδόν σαν τους πρόσφυγες, που όμως ο καθένας τους έδειχνε ότι ήξερε να χρησιμοποιήσει το σπαθί που είχε στο πλευρό ή στη ράχη του. Όχι μόνο άνδρες, αλλά και δύο γυναίκες που αναγνώρισε ο Ματ ανάμεσά τους, αν κι αυτές δεν έδειχναν να έχουν όπλα· η μια είχε ένα μακρύ ραβδί πεζοπορίας στηριγμένο στο τραπέζι της, κι ο Ματ φαντάστηκε ότι η άλλη είχε μαχαίρια κρυμμένα στο φόρεμα ιππασίας. Είχε κι ο ίδιος μερικά στιλέτα πάνω του. Ο Ματ υποψιαζόταν με μεγάλη βεβαιότητα τι μέρος του λόγου ήταν κι αυτή κι οι υπόλοιποι, και θα ήταν βλακεία της να είναι άοπλη.

Καθώς έβγαινε με τον Εντόριον από το Μαστίγιο του Καραγωγέα, ο Ματ κοντοστάθηκε για να κοιτάξει μια γεροδεμένη γυναίκα με σχιστό καφέ φόρεμα ιππασίας να ανοίγει δρόμο μέσα στο πλήθος. Τη γαλήνη του στρογγυλού προσώπου της διέψευδαν τα άγρυπνα μάτια της, που δεν έχαναν τίποτα απ’ ό,τι συνέβαινε στο δρόμο, όπως επίσης και το ρόπαλο με τα καρφιά στη ζώνη της κι ένα εγχειρίδιο πλατύ και με βαριά λεπίδα, σαν εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι Αελίτες. Υπήρχε, λοιπόν, και τρίτη γυναίκα σαν τις άλλες. Ήταν Κυνηγοί του Κέρατος, του θρυλικού Κέρατος του Βαλίρ που θα καλούσε τους νεκρούς ήρωες από τον τάφο για να πολεμήσουν στην Τελευταία Μάχη. Όποιος το έβρισκε, θα κέρδιζε μια θέση στα βιβλία της ιστορίας. Αν ζήσει κανείς για να τα γράψει, σκέφτηκε σαρκαστικά ο Ματ.

Κάποιοι πίστευαν ότι το Κέρας θα εμφανιζόταν εκεί που υπήρχε σάλος κι αναταραχή. Είχαν περάσει τετρακόσια χρόνια από την τελευταία φορά που είχε κηρυχθεί το Κυνήγι του Κέρατος, κι αυτή τη φορά στίφη ανθρώπων είχαν σπεύσει να πάρουν τους όρκους. Ο Ματ είχε δει κοπάδια Κυνηγών στους δρόμους της Καιρχίν και περίμενε ότι θα έβρισκε κι άλλα κοπάδια όταν έφτανε στο Δάκρυ. Δίχως αμφιβολία, τώρα θα χιμούσαν και στο Κάεμλυν επίσης. Ευχόταν να είχε βρει κάποιος απ’ αυτούς το Κέρας του Βαλίρ. Απ’ όσο ήξερε, το Κέρας του παλιοΒαλίρ ήταν παραχωμένο κάπου στα βάθη του Λευκού Πύργου, και ξέροντας τις Άες Σεντάι, ήταν σίγουρος ότι ελάχιστες γνώριζαν ότι το είχαν εκεί.

Ανάμεσα στον Ματ και στη γεροδεμένη γυναίκα παρήλαυνε ένα σώμα πεζών πίσω από έναν έφιππο αξιωματικό με χτυπημένο θώρακα και Καιρχινό κράνος, περίπου διακόσιοι λογχοφόροι, που τα όπλα τους σχημάτιζαν ένα ψηλό, μυτερό δάσος, ακολουθούμενοι από πενήντα και παραπάνω τοξότες με φαρέτρες στο πλάι και τόξα κρεμασμένα στους ώμους. Μπορεί να μην ήταν το μακρύ τόξο των Δύο Ποταμών, με το οποίο είχε μεγαλώσει ο Ματ, αλλά ήταν ικανοποιητικό όπλο. Είχε βρει με κόπο αρκετές βαλλίστρες για να τις διανείμει στους άνδρες του, αν κι οι τοξότες δεν είχαν αλλάξει τα όπλα τους με προθυμία. Τραγουδούσαν καθώς προήλαυναν, κι η χορωδία των φωνών ακουγόταν μέσα στην υπόλοιπη φασαρία.

«Θα τρως φασόλια και σάπιο σανό,

κι οπλή αλόγου τη μέρα του ονοματίσματός σου.

Θα ιδρώνεις και θα ματώνεις μέχρι τα γεράματα,

και χρυσάφι θα δεις μονάχα στα όνειρά σου,

αν γίνεις στρατιώτης,

αν γίνεις στρατιώτης».

Μεγάλο πλήθος αμάχων τούς είχε πάρει στο κατόπι, άνθρωποι της πόλης μαζί με πρόσφυγες, όλοι νέοι, που κοίταζαν με περιέργεια κι άκουγαν προσεκτικά. Ο Ματ πάντα απορούσε μ’ αυτό. Όσο χειρότερη παρίστανε το τραγούδι τη στρατιωτική ζωή —κι αυτό δεν ήταν από τα χειρότερα— τόσο μεγαλύτερο ήταν το πλήθος. Σίγουρα, κάποιοι απ’ αυτούς τους νεαρούς θα πλησίαζαν να μιλήσουν μ’ έναν σημαιοφόρο την ίδια μέρα, κι οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα υπέγραφαν το όνομά τους ή θα έκαναν ένα σημαδάκι. Πρέπει να πίστευαν ότι με το τραγούδι οι στρατιώτες ήθελαν να τους τρομάξουν και να κρατήσουν τη δόξα και το πλιάτσικο. Τουλάχιστον, οι λογχοφόροι δεν τραγουδούσαν το «Χόρεψε με τον Φύλακα των Σκιών». Ο Ματ μισούσε εκείνο το τραγούδι. Όταν τα παλικαράκια καταλάβαιναν ότι ο Φύλακας των Σκιών ήταν ο χάρος, τότε θα έτρεχαν να βρουν κανέναν σημαιοφόρο.

«Η κοπελιά σου θα παντρευτεί με άλλον άντρα.

Ένας λασπερός τάφος θα είναι το μόνο κτήμα σου.

Τροφή για τα σκουλήκια, χωρίς κανέναν να σε κλάψει.

Θα καταραστείς τη μέρα που γεννήθηκες,

αν γίνεις στρατιώτης.

Αν γίνεις στρατιώτης».

«Πολύς κόσμος αναρωτιέται», είπε ο Εντόριον αδιάφορα, ενώ το άγημα έστριβε πιο κάτω στο δρόμο συνοδεία των ηλιθίων, «πότε θα ξεκινήσουμε προς τον Νότο. Κυκλοφορούν φήμες». Κοίταξε τον Ματ με την άκρη του ματιού του, προσπαθώντας να καταλάβει τη διάθεσή του. «Πρόσεξα ότι οι γιατροί εξετάζουν τα άλογα που έχουμε για τις άμαξες των εφοδίων».

«Θα ξεκινήσουμε όταν είναι να ξεκινήσουμε», του είπε ο Ματ. «Καλύτερα να μη μάθει ο Σαμαήλ ότι ερχόμαστε».

Ο Εντόριον τον κοίταξε ανέκφραστος. Αυτός ο Δακρυνός δεν ήταν αφελής. Όχι ότι ήταν αφελής ο Ναλέσεν —απλώς καμιά φορά τον έπιανε ο ενθουσιασμός του— αλλά ο Εντόριον διέθετε οξύτητα πνεύματος.

Ο Ναλέσεν δεν θα είχε προσέξει τους πεταλωτές. Κρίμα που ο Οίκος Αλντιάγια ήταν ανώτερος του Οίκου Σελόρνα, αλλιώς ο Ματ θα έβαζε τον Εντόριον στη θέση του Ναλέσεν. Αυτοί οι βλάκες, οι ευγενείς, με τη βλακώδη προσήλωση τους στην ιεραρχία. Όχι, ο Εντόριον δεν ήταν χοντροκέφαλος· ο Ματ ήξερε ότι μόλις η Ομάδα ξεκινούσε προς τον Νότο, το νέο θα διαδιδόταν με τα πλοία του ποταμού, ίσως επίσης και με περιστέρια. Δεν θα στοιχημάτιζε ότι δεν υπήρχαν κατάσκοποι στο Μάριγκαν, ακόμα κι αν ένιωθε την τύχη του να του χαμογελά.

«Υπάρχει, επίσης, μια φήμη ότι ο Άρχοντας Δράκοντας βρισκόταν χθες στην πόλη», είπε ο Εντόριον, όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε μέσα στη φασαρία του δρόμου.

«Το πιο σημαντικό που συνέβη χθες», είπε σαρκαστικά ο Ματ, «ήταν πως έκανα μπάνιο για πρώτη φορά ύστερα από μια βδομάδα. Έλα τώρα. Θέλουμε πολλή ώρα για να τελειώνουμε, κι ο ήλιος γέρνει».

Θα έδινε πολλά για να μάθει πώς είχε διαδοθεί αυτή η φήμη. Μόνο ο χρόνος ήταν λάθος κατά μισή μέρα, και βέβαια δεν υπήρχε κανένα μάτι μπροστά να τους δει. Είχε συμβεί τις μικρές ώρες του πρωινού, όταν μια χαρακιά φωτός είχε φανεί ξαφνικά στο δωμάτιό του στο Χρυσό Ελάφι. Ο Ματ είχε χιμήξει απεγνωσμένα στην άλλη άκρη του κρεβατιού με τους τέσσερις στύλους, έχοντας τη μια μπότα στο πόδι και την άλλη μισοβγαλμένη, τραβώντας συνάμα το μαχαίρι που είχε πάντα στην πλάτη του, και μόνο τότε κατάλαβε ότι ήταν ο Ραντ που έβγαινε από εκείνη την τρύπα στο τίποτα, μάλλον ερχόμενος από το παλάτι του Κάεμλυν, όπως έδειχναν οι κολόνες, οι οποίες φάνηκαν προτού σβήσει το άνοιγμα. Τον είχε τρομάξει ο τρόπος που ο Ραντ είχε έρθει μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, κατευθείαν στο δωμάτιό του, δίχως Αελίτες, οι οποίοι ακόμα έκαναν τις τρίχες να σηκώνονται στον λαιμό του. Το άνοιγμα θα τον είχε κόψει στα δυο, έτσι και στεκόταν σε λάθος σημείο. Δεν του άρεσε η Μία Δύναμη. Το όλο συμβάν ήταν πολύ παράξενο.

«Σπεύσε βραδέως, Ματ», είχε πει ο Ραντ, κόβοντας βόλτες μέσα στο δωμάτιο. Δεν είχε ρίξει ούτε μια ματιά στον Ματ. Το πρόσωπό τον γυάλιζε από τον ιδρώτα και τα σαγόνια του ήταν σφιγμένα. «Πρέπει να δει τον ερχομό του στρατού. Τα πάντα βασίζονται σ’ αυτό».

Ο Ματ, καθισμένος στο κρεβάτι του, έβγαλε την μπότα του με μια απότομη κίνηση και την πέταξε στο φθαρμένο χαλάκι που του δώσει η Κυρά Ντήλβιν. «Το ξέρω», είπε ξινά, κι έκανε μια παύση για να τρίψει τον αστράγαλό του, τον οποίο είχε χτυπήσει στον στύλο του κρεβατιού. «Μαζί καταστρώσαμε αυτό το παλιοσχέδιο, αν θυμάσαι».

«Ματ, πώς καταλαβαίνεις ότι είσαι ερωτευμένος με μια γυναίκα;» Ο Ραντ δεν σταμάτησε να βηματίζει, και το ξεστόμισε σαν να ήταν φυσική συνέχεια όσων έλεγε.

Ο Ματ βλεφάρισε. «Πώς, στο Χάσμα του Χαμού, θες να ξέρω; Τέτοιο δόκανο ποτέ δεν άρπαξε το πόδι μου. Τι σου ήρθε να ρωτήσεις;»

Ο Ραντ, όμως, απλώς σήκωσε τους ώμους σαν να αποτίναζε κάτι. «Θα αποτελειώσω τον Σαμαήλ, Ματ. Το υποσχέθηκα· το χρωστώ στους νεκρούς. Μα πού είναι οι άλλοι; Πρέπει να τους αποτελειώσω όλους».

«Τον καθένα με τη σειρά του, όμως». Κατάφερε να το πει αποφαντικά, όχι ερωτηματικά· κανείς δεν ήξερε τι σκέψεις μπορεί να έβαζε ο Ραντ στο νου του αυτό τον καιρό.

«Υπάρχουν Δρακορκισμένοι στο Μουράντυ, Ματ. Επίσης και στην Αλτάρα. Άνθρωποι που ορκίστηκαν σε μένα. Όταν το Ίλιαν καταλήξει στα χέρια μου, η Αλτάρα και το Μουράντυ θα πέσουν σαν ώριμα δαμάσκηνα. Θα έρθω σε επαφή με τους Δρακορκισμένους στο Τάραμπον —και στο Άραντ Ντόμαν— κι αν οι Λευκομανδίτες με εμποδίσουν να μπω στην Αμαδισία, θα τους συντρίψω. Ο Προφήτης έχει προετοιμάσει το έδαφος στη Γκεάλνταν, εν μέρει και στην Αμαδισία, απ’ ό,τι μαθαίνω. Μα φαντάζεσαι τον Μασέμα Προφήτη; Η Σαλδαία θα έρθει με το μέρος μου· ο Μπασίρε είναι βέβαιος γι’ αυτό. Όλες οι Μεθόριες θα έρθουν μαζί μου. Πρέπει! Θα το κάνω, Ματ. Όλες οι χώρες θα ενωθούν πριν από την Τελευταία Μάχη. Θα το κάνω!» είπε με πυρετώδη φωνή.

«Και βέβαια, Ραντ», είπε αργά ο Ματ, αφήνοντας την άλλη μπότα πλάι στην πρώτη. «Όμως το κάθε τι με σειρά του, ε;»

«Κανείς δεν θα ’πρεπε να έχει στο μυαλό του τη φωνή ενός άλλον», μουρμούρισε ο Ραντ, και τα χέρια του Ματ πάγωσαν εκεί που έκανε να βγάλει μια μάλλινη κάλτσα. Κατά έναν παράξενο τρόπο, βρέθηκε να αναρωτιέται αν αυτό το ζευγάρι θα άντεχε να φορεθεί ακόμα μια μέρα. Ο Ραντ κάτι ήξερε για εκείνο που είχε συμβεί μέσα στο τερ’ανγκριάλ στο Ρουίντιαν —αν μη τι άλλο, ήξερε ότι ο Ματ με κάποιον τρόπο είχε αποκτήσει στρατιωτικές γνώσεις— αλλά δεν τα ήξερε όλα. Δεν ήξερε τα πάντα, δεν ήξερε για τις αναμνήσεις εκείνων των άλλων. Τώρα ο Ραντ δεν έδειξε να προσέχει τίποτα το ασυνήθιστο. Απλώς πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του και συνέχισε να μιλά. «Μπορεί να τον παραπλανήσει κάποιος, Ματ —οι σκέψεις του Σαμαήλ πάντα ακολουθούν ευθείες γραμμές— αλλά μήπως υπάρχει κανένα παραθυράκι απ’ όπου θα μπορεί να ξεγλιστρήσει; Αν υπάρχει το παραμικρό λάθος, θα πεθάνουν χιλιάδες. Δεκάδες χιλιάδες. Ούτως ή άλλως θα σκοτωθούν εκατοντάδες, δεν θέλω να γίνουν χιλιάδες».

Ο Ματ έκανε μια άγρια γκριμάτσα, κι ένας πλανόδιος σχεδόν έριξε κάτω το μαχαίρι που προσπαθούσε να του πουλήσει, ένα εγχειρίδιο με τη λαβή μισοκαλυμμένη από πολύχρωμα γυάλινα «πετράδια», και κρύφτηκε στο πλήθος. Όλο έτσι έκανε ο Ραντ, πηδούσε από την εισβολή του Ίλιαν στους Αποδιωγμένους και στις γυναίκες —μα το Φως, αφού ο Ραντ ήταν εκείνος που είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες, ο Ραντ κι επίσης ο Πέριν— κι από την Τελευταία Μάχη στις Κόρες της Λόγχης και σε πράγματα που ο Ματ σχεδόν δεν καταλάβαινε, ακούγοντας σπανίως τις απαντήσεις του Ματ, μερικές φορές χωρίς καν να περιμένει γι’ αυτές. Ήταν ανησυχητικό να ακούει τον Ραντ να μιλά για τον Σαμαήλ σαν να τον γνώριζε προσωπικά. Ο Ματ ήξερε ότι ο Ραντ τελικά θα τρελαινόταν, αλλά αν η τρέλα είχε ήδη αρχίσει να τον τυλίγει...

Και τι θα απογίνονταν οι άλλοι, οι βλάκες που ήθελαν να διαβιβάζουν, τους οποίους μάζευε ο Ραντ, κι ο Τάιμ, που ήδη διαβίβαζε; Ο Ραντ το είχε αναφέρει έτσι απλά· ο Μάζριμ Τάιμ, ο ψεύτικος Δράκοντας, που δίδασκε τους μαθητές του Ραντ ή ό,τι ήταν αυτοί τέλος πάντως. Όταν θα άρχιζαν όλοι να τρελαίνονται, ο Ματ ήθελε να βρίσκεται πολύ μακριά τους.

Αλλά όριζε τη μοίρα του όσο κι ένα φύλλο σε ανεμοστρόβιλο. Μπορεί να ήταν κι οι δύο τα’βίρεν, όμως ο Ραντ ήταν ισχυρότερος. Οι Προφητείες του Δράκοντα δεν έλεγαν λέξη για τον Ματ Κώθον, όμως τώρα ήταν παγιδευμένος. Μα το Φως, ευχόταν να μην είχε δει ποτέ στα μάτια του το Κέρας του Βαλίρ.

Κι έτσι, με σκοτενιασμένη έκφραση, συνέχισε την περιπολία στις επόμενες δώδεκα ταβέρνες και κοινές αίθουσες, διαγράφοντας κυκλική πορεία από το Χρυσό Ελάφι. Ήταν ίδιες κι απαράλλαχτες με τις πρώτες: στενά τραπέζια, γεμάτα άνδρες που έπιναν κι έπαιζαν ζάρια ή διαγωνίζονταν στη χειροπάλη· οι μουσικοί συχνά δεν ακούγονταν μέσα στο νταβαντούρι οι Κοκκινόχεροι κατέπνιγαν τους καυγάδες μόλις ξεσπούσαν, ενώ σε ένα καπηλειό ένας βάρδος απήγγελλε το Μεγάλο Κυνήγι —αυτό ήταν δημοφιλές ακόμα και χωρίς τους Κυνηγούς τριγύρω— και σ’ ένα άλλο μια κοντή γυναίκα με καστανόξανθο μαλλί τραγουδούσε έναν κάπως τολμηρό σκοπό, ο οποίος γινόταν ακόμα πιο τολμηρός με την αφέλεια και την αθωότητα που έδειχνε το στρογγυλό πρόσωπό της.

Ήταν ακόμα κακόκεφος φεύγοντας από το Ασημένιο Κέρας —τι χαζό όνομα!— και την τραγουδίστρια με το αθώο πρόσωπο. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που τον έκανε να πάει τρέχοντας όταν άκουσε φωνές να ξεσπούν πιο πέρα στο δρόμο μπροστά σε ένα άλλο πανδοχείο. Αν είχαν ανάμιξη τίποτα στρατιώτες, θα το αναλάμβαναν οι Κοκκινόχεροι, όμως ο Ματ άνοιξε δρόμο στο στριμωγμένο πλήθος. Από τη μια, ο Ραντ τρελαινόταν και τον άφηνε εκτεθειμένο. Από την άλλη, ο Τάιμ κι οι υπόλοιποι βλάκες ήταν έτοιμοι να ακολουθήσουν τον Ραντ στην τρέλα. Ο Σαμαήλ περίμενε στο Ίλιαν, κι όσο για τους υπόλοιπους Αποδιωγμένους, μονάχα το Φως ήξερε πού ήταν αυτοί, και σίγουρα έψαχναν μια ευκαιρία να κόψουν το κεφάλι του Ματ Κώθον. Άσε πια τι θα του έκαναν οι Άες Σεντάι αν ξανάπεφτε στα χέρια τους: Κι επιπλέον όλοι νόμιζαν ότι θα πήγαινε να γίνει ήρωας! Όταν δεν κατόρθωνε να το αποφύγει έναν καυγά, συνήθως προσπαθούσε να γλιτώσει με τη συζήτηση, όμως τώρα έψαχνε μια πρόφαση για να ρίξει μπουνιά στη μύτη κάποιου. Αλλά αυτό που βρήκε δεν ήταν αυτό που περίμενε.

Ένα πλήθος αποτελούμενο από ανθρώπους της πόλης —κοντοί Καιρχινοί με σχεδόν πένθιμες ενδυμασίες κι αραιά ανάμεσά τους ψηλοί Αντορίτες με πολύχρωμα ρούχα— είχαν κυκλώσει σιωπηλά δύο ψηλούς, λιπόσαρκους άνδρες που είχαν τσιγκελωτά μουστάκια, μακριά Μουραντιανά σακάκια από γυαλιστερό μετάξι και σπαθιά με περίτεχνα επιχρυσωμένα κιγιόν και σφαιρώματα στις λαβές. Ο ένας, που φορούσε κόκκινο σακάκι, κοίταζε γελαστός τον άλλο με το κίτρινο, ο οποίος είχε αρπάξει από τον γιακά ένα αγοράκι, που μετά βίας έφτανε στη μέση του Ματ, και το τράνταζε σαν σκυλί που έχει πιάσει ποντίκι.

Ο Ματ κράτησε την ψυχραιμία του· σκέφτηκε ότι δεν ήξερε πώς είχε ξεκινήσει το περιστατικό. «Μη το κουνάς έτσι το παιδί», είπε, απλώνοντας το χέρι στο μπράτσο εκείνου που φορούσε το κίτρινο σακάκι. «Τι έκανε που δικαιολογεί—»

«Ακούμπησε το άλογό μου!» είπε απότομα ο άνδρας με Μιντιανή προφορά, τινάζοντας το χέρι του Ματ. Οι Μινταίοι επαίρονταν —επαίρονταν!— ότι είχαν τον πιο οξύθυμο χαρακτήρα απ’ όλους στο Μουράντυ. «Θα του σπάσω τον κοκαλιάρικο λαιμό αυτού του χωριατόπαιδου! Θα του στρίψω το—!»

Δίχως άλλη λέξη, ο Ματ ύψωσε απότομα τη βάση της λόγχης του, ίσια ανάμεσα στα πόδια του άλλου. Ο Μουραντιανός άνοιξε το στόμα, αλλά δεν βγήκε ήχος. Τα μάτια του γύρισαν, ώσπου έδειχναν σχεδόν μόνο ασπράδι. Το αγόρι χίμηξε να φύγει αμέσως μόλις ο άλλος λύγισε τα πόδια κι έπεσε στα τέσσερα εκεί στο δρόμο. «Όχι, δεν φεύγεις», είπε ο Ματ.

Όμως φυσικά, δεν ήταν αυτό το τέλος· ο άλλος με το κόκκινο σακάκι έπιασε το σπαθί του. Κατάφερε να γυμνώσει έναν πόντο λεπίδας προτού ο Ματ του χτυπήσει απότομα το χέρι με τη βάση της λόγχης του. Ο άλλος μούγκρισε κι άφησε τη λαβή, όμως με το άλλο χέρι έκανε να πιάσει το εγχειρίδιο με τη μακριά λεπίδα που είχε στη ζώνη. Ο Ματ του έριξε αμέσως μία πάνω από τ’ αυτί· δεν τον είχε χτυπήσει δυνατά, όμως εκείνος σωριάστηκε πάνω στον άλλο. Ο βλάκας! Ο Ματ δεν ήξερε αν εννοούσε τον άνδρα με το κόκκινο σακάκι ή αν το έλεγε για τον εαυτό του.

Έξι Κοκκινόχεροι είχαν τελικά ανοίξει δρόμο ανάμεσα στους θεατές· ήταν Δακρυνοί καβαλάρηδες που βάδιζαν αδέξια με μπότες που έφταναν ως το γόνατο, ενώ τα περιβραχιόνια σφιχταγκάλιαζαν τα φαρδιά χρυσόμαυρα μανίκια τους. Ο Εντόριον είχε πιάσει το αγόρι, ένα κοκαλιάρικο μουτρωμένο παιδάκι έξι περίπου χρόνων, το οποίο έχωνε τα δάχτυλα των γυμνών ποδιών του στη σκόνη και δοκίμαζε πού και που να τραβηχτεί από τη λαβή του Εντόριον. Ήταν ίσως το πιο άσχημο παιδί που είχε δει ο Ματ· είχε πλακουτσωτή μύτη, στόμα υπερβολικά πλατύ για το πρόσωπό του κι αυτιά πελώρια και πεταχτά. Οι τρύπες στο σακάκι και το παντελόνι του έδειχναν ότι ήταν προσφυγόπουλο. Φαινόταν εξαθλιωμένο.

«Για βάλε τάξη εδώ πέρα, Χάρναν», είπε ο Ματ. Ο Χάρναν ήταν ένας Κοκκινόχερος με χοντρό πηγούνι, ένας αρχηγός αποσπάσματος με μονίμως στενοχωρημένη έκφραση και το άτεχνο τατουάζ ενός γερακιού στο αριστερό μάγουλο. Η μόδα έμοιαζε να εξαπλώνεται στην Ομάδα, όμως οι περισσότεροι αρκούνταν να κάνουν τατουάζ σε μέρη του σώματός τους που συνήθως ήταν καλυμμένα. «Βρες γιατί έγιναν όλα αυτά κι ύστερα διώξε αυτούς τους παλιανθρώπους από την πόλη». Το άξιζαν, όποια κι αν ήταν η πρόκληση που είχαν δεχθεί.

Ένας κοκαλιάρης με Μουραντιανό σακάκι από σκούρο μαλλί βγήκε ανάμεσα από τους θεατές κι έπεσε στα γόνατα, πλάι στους δύο που ήταν σωριασμένοι στο χώμα. Εκείνος με το κίτρινο σακάκι είχε αρχίσει να βγάζει πνιχτά μουγκρητά, κι ο άλλος με το κόκκινο έσφιγγε το κεφάλι και μουρμούριζε κάτι που πρέπει να ήταν βλαστήμιες. Ο νεοφερμένος έκανε πιο πολλή φασαρία κι από τους δύο άλλους μαζί. «Αχ, άρχοντές μου! Άρχοντα Πηρς! Άρχοντα Κάλεν! Σκοτωθήκατε;» Άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια του προς τον Ματ. «Μη τους σκοτώσεις, Άρχοντά μου! Είναι ανήμποροι τώρα. Είναι Κυνηγοί του Κέρατος, Άρχοντά μου. Είμαι ο υπηρέτες τους, ο Πάντρυ. Είναι ήρωες, Άρχοντά μου».

«Δεν σκοτώνω κανέναν», τον διέκοψε αηδιασμένος ο Ματ. «Αλλά κοίτα ως το ηλιοβασίλεμα να έχουν ανέβει στα άλογα και να έχουν φύγει από το Μάερον. Δεν μ’ αρέσουν οι μεγάλοι άνδρες που απειλούν να σπάσουν τον λαιμό ενός παιδιού. Ως το ηλιοβασίλεμα!»

«Μα Άρχοντά μου, είναι τραυματισμένοι. Ένα χωριατόπουλο ήταν και τίποτα παραπάνω, και κακοποιούσε το άλογο του Άρχοντα Πηρς».

«Μόνο που το καβαλίκεψα», ξέσπασε το αγόρι. «Δεν έκανα — αυτό που είπες».

Ο Ματ ένευσε βλοσυρά. «Δεν σπάμε το λαιμό παιδιών μόνο και μόνο επειδή ανέβηκαν σ’ ένα άλογο, Πάντρυ. Ακόμα κι αν είναι χωριατόπαιδα. Φρόντισε να φύγουν αυτοί οι δύο, αλλιώς θα σπάσω τους δικούς τους λαιμούς». Έκανε νόημα στον Χάρναν, ο οποίος ένευσε κοφτά στους άλλους Κοκκινόχερους —οι αρχηγοί αποσπάσματος, όπως κι οι σημαιοφόροι, δεν έκαναν ποτέ κάτι οι ίδιοι— κι εκείνοι άρπαξαν με βίαιες κινήσεις τον Πηρς και τον Κάλεν και τους έσπρωξαν να φύγουν με βογκητά· ο Πάντρυ τους πήρε στο κατόπι, ενώ έτριβε νευρικά τα χέρια και διαμαρτυρόταν πως οι αφέντες του δεν ήταν σε κατάσταση να ταξιδέψουν με άλογο, και πως ήταν Κυνηγοί του Κέρατος κι ήρωες.

Ο Ματ συνειδητοποίησε ότι ο Εντόριον ακόμα κρατούσε από το μπράτσο τον υπαίτιο της αναταραχής. Οι Κοκκινόχεροι είχαν φύγει κι οι θεατές σκόρπιζαν. Κανένας δεν έριξε δεύτερη ματιά στο αγόρι· είχαν να φροντίσουν τα δικά τους παιδιά, κι αυτό δεν ήταν εύκολο πράγμα. Ο Ματ άφησε την ανάσα του να βγει βαριά. «Μικρέ, δεν καταλαβαίνεις ότι μπορεί να πάθεις κακό ακόμα κι αν “μόνο καβαλικέψεις” ξένο άλογο; Σίγουρα ένας τέτοιος άνθρωπος έχει άλογο που θα μπορούσε να τσαλαπατήσει ένα αγοράκι μέσα στο στάβλο του χωρίς να καταλάβει κανείς ότι είχε τρυπώσει καν εκεί».

«Μουνούχι». Το αγόρι δοκίμασε άλλη μια φορά τη λαβή του Εντόριον, και συννέφιασε ανακαλύπτοντας ότι ήταν εξίσου σταθερή. «Ήταν μουνούχι και δεν θα μου έκανε κακό. Τα άλογα με συμπαθούν. Δεν είμαι αγοράκι· είμαι εννιά χρόνων. Και το όνομά μου είναι Όλβερ, όχι μικρός».

«Όλβερ, ε;» Εννιά χρόνων; Μπορεί και να ήταν. Ο Ματ δεν μπορούσε να καταλάβει, ειδικά για τα παιδιά των Καιρχινών. «Λοιπόν, Όλβερ, πού είναι ο πατέρας κι η μητέρα σου;» Κοίταξε τριγύρω, αλλά οι πρόσφυγες που έβλεπε προσπερνούσαν βιαστικά σαν τους ντόπιους. «Πού είναι, Όλβερ; Πρέπει να σε πάω πίσω».

Αντί να απαντήσει ο Όλβερ, δάγκωσε το χείλος του. Ένα δάκρυ κύλησε από ένα μάτι, και το σκούπισε θυμωμένα. «Οι Αελίτες σκότωσαν τον μπαμπά μου. Ένας από κείνους, πώς τους λένε... Σάντο. Η μαμά είπε ότι θα πάμε στο Άντορ. Είπε ότι θα πηγαίναμε να ζήσουμε σε ένα αγρόκτημα. Με άλογα».

«Πού είναι τώρα;» ρώτησε μαλακά ο Ματ,

«Αρρώστησε. Την — την έθαψα κάπου που είχε λουλούδια». Ξαφνικά ο Όλβερ κλώτσησε τον Εντόριον κι άρχισε να σπαρταρά στη λαβή του. Δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό του. «Άσε με. Δεν χρειάζομαι κανένας να με προσέχει. Άσε με».

«Πρόσεχε τον μέχρι να βρούμε κάποιον», είπε ο Ματ στον Εντόριον, ο οποίος έμεινε με το στόμα να χάσκει, ενώ επίσης προσπαθούσε να αποκρούσει τα χτυπήματα του αγοριού, αλλά και να το κρατήσει για να μη φύγει.

«Εγώ; Τι να το κάνω αυτό το ποντικάκι που κάνει τη λεοπάρδαλη;»

«Για αρχή, δώσε του ένα πιάτο φαΐ». Ο Ματ σούφρωσε τη μύτη του· κρίνοντας από τη μυρωδιά, ο Όλβερ είχε περάσει αρκετό διάστημα στο παχνί εκείνου του μουνουχιού. «Και βάλε το να κάνει μπάνιο. Ζέχνει».

«Μίλα σε μένα», φώναξε ο Όλβερ, τρίβοντας το πρόσωπό του. Τα δάκρυα έκαναν τη σκόνη να απλωθεί παντού. «Μίλα σε μένα, όταν μιλάς για μένα!»

Ο Ματ ανοιγόκλεισε τα μάτια και μετά έσκυψε. «Με συγχωρείς, Όλβερ. Κι εμένα δεν μου άρεσε όταν μου έκαναν το ίδιο πράγμα. Να σου πω τώρα τι θα γίνει. Μυρίζεις άσχημα, γι’ αυτό ο Εντόριον, αυτός δίπλα μου, θα σε πάρει στο Χρυσό Ελάφι, κι εκεί η Κυρά Ντήλβιν θα σε αφήσει να κάνεις μπάνιο». Ο Όλβερ κατσούφιασε ακόμα πιο πολύ. «Αν σου πει τίποτα, πες της ότι είπα ότι μπορείς να κάνεις μπάνιο. Δεν μπορεί να σε εμποδίσει». Ο Ματ είδε τον Όλβερ να του ρίχνει μια απότομη ματιά και του ήρθε να χαμογελάσει αλλά συγκρατήθηκε· θα τα χαλούσε όλα. Μπορεί του Όλβερ να μη του άρεσε η ιδέα ότι θα έκανε μπάνιο, αλλά αν κάποιος τον εμπόδιζε... «Κάνε, λοιπόν, ό,τι σου πει ο Εντόριον. Είναι αληθινός Δακρυνός άρχοντας και θα βρει να φας ένα ωραίο ζεστό φαγάκι, και να φορέσεις ρούχα που να μην έχουν τρύπες. Και παπούτσια». Καλύτερα να μην πρόσθετε, «Και κάποιον να σε προσέχει». Η Κυρά Ντήλβιν θα το αναλάμβανε αυτό· λίγο χρυσάφι θα έκαμπτε τις αντιρρήσεις της.

«Δεν μ’ αρέσουν οι Δακρυνοί», είπε χαμηλόφωνα ο Όλβερ, κοιτώντας με σμιγμένα φρύδια πρώτα τον Εντόριον κι ύστερα τον Ματ. Ο Εντόριον είχε κλείσει τα μάτια και κάτι μουρμούριζε. «Είναι αληθινός άρχοντας; Είσαι κι εσύ άρχοντας;»

Προτού ο Ματ μπορέσει να ανοίξει το στόμα του, ο Εστέαν ήρθε τρέχοντας από το πλήθος, με το παχουλό πρόσωπό του κατακόκκινο και κάθιδρο. Ο λακουβιασμένος θώρακάς του διατηρούσε ελάχιστα υπολείμματα του πρότερου χρυσοποίκιλτου θάμβους του, κι οι κόκκινες σατινένιες ρίγες στα κίτρινα μανίκια του σακακιού του ήταν φθαρμένες. Δεν έδειχνε να είναι ο γιος του πλουσιότερου άρχοντα στο Δάκρυ. Αλλά ούτε και πριν το έδειχνε. «Ματ», είπε ξέπνοα, περνώντας τα δάχτυλά του από τα κολλημένα μαλλιά του που έπεφταν στο μέτωπο. «Ματ... Στο ποτάμι...»

«Τι;» τον διέκοψε εκνευρισμένος ο Ματ. Θα έβαζε να κεντήσουν στα σακάκια του τη φράση «Δεν είμαι άρχοντας, που να πάρει». «Ο Σαμαήλ; Οι Σάιντο; Οι Φρουροί της Βασίλισσας; Τα Λευκά Λιοντάρια; Τι είναι;»

«Ένα πλοίο, Ματ», είπε λαχανιασμένος ο Εστέαν, σιάζοντας τα μαλλιά του. «Ένα μεγάλο πλοίο. Νομίζω είναι οι Θαλασσινοί».

Κάτι τέτοιο ήταν απίθανο· οι Άθα’αν Μιέρε ποτέ δεν απομακρύνονταν από το ανοιχτό πέλαγος παρά μόνο ως το κοντινότερο λιμάνι. Αν και... Δεν υπήρχαν πολλά χωριά κατά μήκος του Ερινίν προς τον Νότο, κι οι προμήθειες που μετέφεραν οι άμαξες θα λιγόστευαν προτού η Ομάδα φτάσει στο Δάκρυ. Ο Ματ είχε ήδη ναυλώσει ποταμόπλοια για να ακολουθούν παράλληλη πορεία με τον προελαύνοντα στρατό του, όμως θα του ήταν πολύ χρήσιμο ένα μεγάλο σκάφος.

«Φρόντισε τον Όλβερ, Εντόριον», είπε, χωρίς να δώσει σημασία στην γκριμάτσα του άλλου. «Εστέαν, δείξε μου το πλοίο που λες». Ο Εστέαν ένευσε με ενθουσιασμό και θα ξανάρχιζε να τρέχει, αν ο Ματ δεν τον έπιανε από το μπράτσο για να του κόψει τη φόρα. Ο Εστέαν ήταν πάντα ενθουσιασμένος, και μάθαινε αργά· αυτός ο συνδυασμός ήταν ο λόγος που είχε πέντε μελανιές από τη βέργα της Κυράς Ντήλβιν.

Οι πρόσφυγες πλήθαιναν καθώς ο Ματ πλησίαζε το ποτάμι· άλλοι κατέβαιναν κι άλλοι επέστρεφαν σαν σε λήθαργο. Υπήρχαν έξι περάματα με πλατύ σκαρί δεμένα στις μακριές προβλήτες με τα πισσωμένα υποστυλώματα, όμως τα κουπιά είχαν αφαιρεθεί και πουθενά δεν φαινόταν οι ναύτες τους. Τα μόνα πλοία όπου υπήρχαν ίχνη δραστηριότητας, ήταν έξι ποταμόπλοια, ανθεκτικά μονοκάταρτα ή δικάταρτα σκάφη που είχαν αγκυροβολήσει για λίγο καθώς ταξίδευαν ανάντη ή κατάντη του ποταμού. Στα πλοία που είχε ναυλώσει ο Ματ, οι ναύτες δεν είχαν πολλά να κάνουν· τα αμπάρια τους ήταν γεμάτα κι οι καπετάνιοι τον διαβεβαίωναν ότι θα σάλπαραν ευθύς μόλις τους έστελνε μήνυμα. Υπήρχαν πλοία που ταξίδευαν στον Ερινίν, σκάφη που έπλεαν βαριά με χοντρές καρίνες και τετράγωνα πανιά, άλλα με γοργό, στενό σκαρί και τρίγωνα πανιά, αλλά τίποτα δεν περνούσε μεταξύ του Μάερον και του περιτειχισμένου Αρινγκίλ, όπου ανέμιζε το Λευκό Λιοντάρι του Αντορ.

Εκείνο το λάβαρο κάποτε υψωνόταν πάνω από το Μάερον επίσης, κι οι Αντορίτες στρατιώτες που φύλαγαν την πόλη δεν ήθελαν να αφήσουν την Ομάδα του Κόκκινου Χεριού να μπει μέσα. Μπορεί ο Ραντ να είχε καταλάβει το Κάεμλυν, όμως η εξουσία του δεν έφτανε ως τους Φρουρούς της Βασίλισσας εδώ, ούτε και στις μονάδες που είχε συγκεντρώσει ο Γκάεμπριλ, όπως τα Λευκά Λιοντάρια. Τα Λευκά Λιοντάρια τώρα βρίσκονταν κάπου στα ανατολικά —ή τουλάχιστον προς εκείνη την κατεύθυνση είχαν διαφύγει, κι υπήρχαν πλήθος φήμες για επιδρομείς που ίσως αφορούσαν στα έργα τους— όμως οι υπόλοιποι είχαν περάσει το ποτάμι μετά από έντονες αψιμαχίες με την Ομάδα. Από τότε, τίποτα άλλο δεν είχε διασχίσει τον Ερινίν.

Ο Ματ, όμως, εκείνη τη στιγμή, είχε μάτια μονάχα για ένα πλοίο που ήταν αγκυροβολημένο στο κέντρο του φαρδιού ποταμού. Ήταν πράγματι σκάφος των Θαλασσινών, πιο μακρύ από τα ποταμόπλοια αλλά και κομψότατο, με δυο κατάρτια με κλίση προς τα πίσω. Μελαψές μορφές σκαρφάλωναν στα ξάρτια, κάποιες γυμνόστηθες με φαρδιά παντελόνια που έμοιαζαν μαύρα από τόση απόσταση, άλλες φορώντας πολύχρωμες μπλούζες, κάτι που σήμαινε πως ήταν γυναίκες. Σχεδόν το μισό πλήρωμα θα το αποτελούσαν γυναίκες. Τα μεγάλα τετράγωνα ιστία ήταν ανεβασμένα στους σφηκίσκους, αλλά κρέμονταν χαλαρά διπλωμένα, έτοιμα να κατέβουν μέσα σε μια στιγμή.

«Βρες μου βάρκα», είπε στον Εστέαν. «Και μερικούς κωπηλάτες». Αυτές τις λεπτομέρειες έπρεπε να τις θυμίζει στον Εστέαν. Ο Δακρυνός τον κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, περνώντας τα δάχτυλα από τα μαλλιά του. «Βιάσου, άνθρωπε μου!» Ο Εστέαν ένευσε σπασμωδικά κι έφυγε τροχάδην.

Καθώς ο Ματ περπατούσε προς την άκρη της κοντινότερης προβλήτας, έγειρε τη λόγχη στον ώμο του κι έβγαλε το κιάλι από την τσέπη του σακακιού του. Όταν έβαλε στο μάτι τον σωλήνα με την επένδυση από μπρούντζο, το πλοίο φάνηκε να χιμά κοντά του. Οι Θαλασσινοί έδειχναν σαν να περίμεναν κάτι, μα τι να ήταν άραγε; Κάποιοι έριχναν ματιές στο Μάερον, όμως οι περισσότεροι κοίταζαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπου επίσης κοίταζαν όσοι βρίσκονταν στο υπερυψωμένο σκεπαστό της πρύμνης· σ’ εκείνο το τμήμα του πλοίου πρέπει να ήταν η Κυρά των Πανιών με τους άλλους αξιωματικούς του πλοίου. Έστριψε το κιάλι στην απέναντι όχθη του ποταμού, προσπερνώντας με το βλέμμα μια στενή, μακριά βάρκα με μελαψούς άνδρες στα κουπιά, η οποία έτρεχε να φτάσει το πλοίο.

Επικρατούσε κάποια αναταραχή σε μια από τις μακριές προβλήτες του Αρινγκίλ, που ήταν σχεδόν ολόιδιες με τις προβλήτες του Μάερον. Τα κόκκινα σακάκια με τους λευκούς γιακάδες κι οι στιλβωμένοι θώρακες έδειχναν ότι εκεί υπήρχαν Φρουροί της Βασίλισσας, οι οποίοι προφανώς είχαν πάει να συναντήσουν μια ομάδα που είχε καταφθάσει από το πλοίο. Αυτό που έκανε τον Ματ να σφυρίξει χαμηλόφωνα, ήταν ότι ανάμεσα στους νεοαφιχθέντες υπήρχαν δύο κόκκινες ομπρέλες με κρόσσια, που η μια ήταν διώροφη. Φορές-φορές, αυτές οι παλιές αναμνήσεις του έρχονταν πολύ βολικές· η διώροφη ομπρέλα έδειχνε Κυρά των Κυμάτων της φατρίας, η απλή έδειχνε τον Άρχοντα του Ξίφους της.

«Βρήκα βάρκα, Ματ», ανακοίνωσε ο Εστέαν με κομμένη την ανάσα πάνω από τον ώμο του. «Και μερικούς κωπηλάτες».

Ο Ματ ξανάστρεψε το κιάλι προς το πλοίο. Οι δουλειές που έκαναν στο κατάστρωμα έδειχναν ότι ανέβαζαν τη βάρκα από την άλλη μεριά, όμως την ίδια στιγμή κάποιοι άνδρες στο βαρούλκο ανέβαζαν την άγκυρα, ενώ άλλοι κατέβαζαν τα πανιά. «Φαίνεται πως δεν θα τη χρειαστώ», μουρμούρισε.

Στην άλλη μεριά του ποταμού, η αντιπροσωπεία των Αθα’αν Μιέρε έφυγε από την προβλήτα και χάθηκε πιο πέρα, μαζί με τη συνοδεία των φρουρών. Η όλη κατάσταση ήταν παράλογη. Θαλασσινοί στα εννιακόσια μίλια από τη θάλασσα. Μόνο η Κυρά των Πλοίων ήταν ανώτερη μιας Κυράς των Κυμάτων· μόνο ο Δάσκαλος των Λεπίδων ήταν ανώτερος ενός Αρχιξιφομάχου. Δεν έβγαζε νόημα, παρά τις αναμνήσεις των άλλων. Μα οι αναμνήσεις αυτές ήταν παμπάλαιες· «θυμόταν» ότι οι Αθα’αν Μιέρε ήταν ο πιο άγνωστος λαός απ’ όλους, με εξαίρεση τους Αελίτες. Ήξερε περισσότερα για τους Αελίτες απ’ όσα υπήρχαν σε κείνες τις αναμνήσεις, αλλά κι αυτά που ήξερε ήταν ελάχιστα. Ίσως κάποιος που γνώριζε τους σημερινούς Θαλασσινούς να έβγαζε μια άκρη σ’ όλα αυτά.

Τα πανιά φούσκωναν στο πλοίο των Θαλασσινών, ενώ η άγκυρα ανέβαινε ακόμα, στάζοντας στο μπροστινό μέρος του καταστρώματος. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος της βιασύνης τους, δεν τους έστελνε πίσω στο πέλαγος. Με ταχύτητα που αυξανόταν σιγά-σιγά, το σκάφος ανηφόρισε το ποτάμι, στρίβοντας προς το γεμάτο έλη δέλτα του Αλγκουένυα, λίγα μίλια βόρεια του Μάερον.

Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά δεν τον αφορούσαν. Ρίχνοντας μια τελευταία λυπημένη ματιά στο πλοίο —μπορούσε να κουβαλήσει όσο φορτίο χωρούσαν όλα μαζί τα σκάφη που είχε ναυλώσει— ξανάχωσε το κιάλι στην τσέπη και γύρισε την πλάτη του στο ποτάμι. Ο Εστέαν είχε ριζώσει δίπλα του και τον κοίταζε.

«Εστέαν, πες στους κωπηλάτες ότι μπορούν να φύγουν», είπε ο Ματ αναστενάζοντας, κι ο Δακρυνός έφυγε με βαρύ βήμα, μουρμουρίζοντας και περνώντας τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του.

Στο ποτάμι φαινόταν περισσότερη λάσπη από την τελευταία φορά που είχε κατεβεί να δει πριν από λίγες μέρες. Σχηματιζόταν μόνο μια κολλώδης λωρίδα με πλάτος μικρότερο από μια παλάμη ανάμεσα στα νερά και στην ξεραμένη λάσπη πιο πάνω, που είχε βάθος ένα βήμα, αλλά ήταν απόδειξη ότι ακόμα κι ένας ποταμός σαν τον Ερινίν ξεραινόταν σιγά-σιγά. Ο Ματ γύρισε και συνέχισε την περιπολία του στα καπηλειά και στις κοινές αίθουσες· το σημαντικό ήταν να μη φαίνεται τίποτα ασυνήθιστο σήμερα.

Όταν έπεσε ο ήλιος, ο Ματ ξαναβρέθηκε στο Χρυσό Ελάφι να χορεύει με την Μπέτσε, η οποία δεν φορούσε την ποδιά της, ενώ οι μουσικοί έπαιζαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν. Τώρα είχαν πιάσει τους χορούς της εξοχής, και τα τραπέζια ήταν τραβηγμένα πίσω, έτσι ώστε υπήρχε χώρος για να χορέψουν έξι ή οκτώ ζευγάρια. Το σκοτάδι έφερνε κάποια δροσιά, αλλά μόνο σε σύγκριση με τη μέρα. Και πάλι όλοι ίδρωναν. Οι πάγκοι ήταν γεμάτοι από άνδρες που γελούσαν κι έπιναν, κι οι σερβιτόρες έτρεχαν κι άφηναν στα τραπέζια πιάτα με αρνί, γογγύλια και κριθαρόσουπα, γεμίζοντας συνεχώς τα ποτήρια με μπύρα και κρασί.

Το παράξενο ήταν ότι αυτές οι κοπέλες έδειχναν να θεωρούν ότι ο χορός ήταν ένα διάλειμμα από τη δουλειά τους. Η καθεμιά χαμογελούσε με ενθουσιασμό όταν ερχόταν η σειρά της να σκουπίσει τον ιδρώτα από το πρόσωπό της και να πετάξει την ποδιά της για να αρχίσει τον χορό, αν κι ο ιδρώτας συνέχιζε να κυλά ποτάμι ακόμα κι όταν χόρευαν. Ίσως η Κυρά Ντήλβιν να είχε οργανώσει κάτι σαν βάρδιες. Σε αυτή την περίπτωση, η Μπέτσε αποτελούσε εξαίρεση. Η λυγερόκορμη νεαρή δεν έφερνε κρασί για κανέναν εκτός από τον Ματ, δεν χόρευε με κανέναν εκτός από τον Ματ, κι η πανδοχέας τους κοίταζε χαμογελαστή σαν μητέρα στο γάμο της κόρης, τόσο που ο Ματ ένιωθε άβολα. Η Μπέτσε χόρεψε μαζί του, ώσπου στο τέλος του πόνεσαν τα πόδια κι οι αστράγαλοι, αλλά το χαμόγελό της δεν χάθηκε στιγμή και τα μάτια της άστραφταν από αγαλλίαση. Εκτός απ’ όταν σταματούσαν για να πάρουν μια ανάσα, φυσικά. Ή μάλλον για να πάρει αυτός μια ανάσα· εκείνη δεν έδειχνε να έχει ανάγκη. Μόλις σταματούσαν τα πόδια τους, η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι. Το ίδιο κι όταν αυτός επιχειρούσε να τη φιλήσει, η Μπέτσε γυρνούσε το κεφάλι κι όλο για κάτι αναφωνούσε, κι ο Ματ αντί για χείλη φιλούσε το αυτί ή τα μαλλιά της. Κι αυτό κάθε φορά φαινόταν να την ξαφνιάζει. Ο Ματ δεν ήξερε να πει αν ήταν ελαφρόμυαλη ή πανέξυπνη.

Κόντευαν δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα σύμφωνα με το ρολόι όταν τελικά της είπε ότι είχε κουραστεί απ’ όλη τη βραδιά. Στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε απογοήτευση και μια μουτρωμένη έκφραση. Έμοιαζε έτοιμη να συνεχίσει το χορό ως την αυγή. Δεν ήταν η μόνη· μια από τις πιο μεγάλες σερβιτόρες έγερνε με ένα χέρι στον τοίχο κι έτριβε το πόδι της, αλλά οι περισσότερες είχαν μια σπίθα στα μάτια και μια ζωηράδα σαν την Μπέτσε. Οι περισσότεροι άνδρες έμοιαζαν κατάκοποι· μερικοί χαμογελούσαν προσποιητά στις γυναίκες που έρχονταν και τους σήκωναν από τους πάγκους για το χορό, ενώ πολλοί απλώς τις έδιωχναν με νοήματα. Ο Ματ δεν το καταλάβαινε. Επειδή οι άνδρες έκαναν όλη τη δουλειά στον χορό, συμπέρανε, που σήκωναν και στροβίλιζαν τις γυναίκες. Κι οι γυναίκες ήταν ελαφριές· δεν χρειάζονταν πολλή ενέργεια για να χοροπηδούν. Ο Ματ κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μια στιβαρή σερβιτόρα που στροβίλιζε τον Εστέαν στην πρόχειρη πίστα αντί να συμβαίνει το αντίθετο —το αρχοντόπουλο ήξερε να χορεύει· διέθετε αυτό το ταλέντο— κι έβαλε ένα χρυσό νόμισμα στο χέρι της Μπέτσε, ένα χοντρό Αντορίτικο μάρκο, για να αγοράσει κανένα στολίδι.

Εκείνη κοίταξε εξεταστικά το νόμισμα για μια στιγμή και μετά σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τον φιλήσει απαλά στο στόμα, σαν το άγγιγμα ενός πούπουλου. «Ό,τι και να κάνεις, δεν θα σε κρεμάσω. Θα χορέψεις μαζί μου αύριο;» Πριν αυτός προλάβει να απαντήσει, εκείνη χαχάνισε κι έφυγε βιαστικά, κοιτώντας την πάνω από τον ώμο της, ενώ προσπαθούσε να τραβήξει τον Εντόριον στην πίστα. Η Κυρά Ντήλβιν τους σταμάτησε κι αφήνοντας μια ποδιά στα χέρια της Μπέτσε, της έδειξε με τον αντίχειρα την κουζίνα.

Ο Ματ κούτσαινε λιγάκι πηγαίνοντας στο τραπέζι στον πίσω τοίχο, όπου είχαν βολευτεί ο Ταλμέηνς, ο Ντήριντ κι ο Ναλέσεν. Ο Ταλμέηνς κοίταζε το κρασοπότηρό του, λες και θα έβρισκε μέσα του απαντήσεις. Ο Ντήριντ χαμογελούσε πλατιά κοιτάζοντας τον Ναλέσεν, που προσπαθούσε να απωθήσει μια παχουλή σερβιτόρα με γκρίζα μάτια κι ανοιχτοκάστανα μαλλιά αποφεύγοντας να παραδεχτεί ότι τον πονούσαν τα πόδια του. Ο Ματ έγειρε με τις γροθιές στο τραπέζι. «Η Ομάδα θα ξεκινήσει μόλις φωτίσει το πρωί. Αρχίστε τις ετοιμασίες». Οι τρεις άνδρες έμειναν να τον κοιτούν με ανοιχτό το στόμα.

«Μα μένουν λίγες μόνο ώρες ως την αυγή», διαμαρτυρήθηκε ο Ταλμέηνς, ενώ την ίδια στιγμή ο Ναλέσεν έλεγε, «Με το ζόρι θα προλάβουμε να τους ξετρυπώσουμε από τα καπηλειά ως τότε».

Ο Ντήριντ μόρφασε και κούνησε το κεφάλι. «Δεν θα κλείσουμε μάτι απόψε».

«Εγώ, πάντως, θα κλείσω», είπε ο Ματ. «Να έρθει ένας να με ξυπνήσει σε δυο ώρες. Με το πρώτο φως, ξεκινάμε».

Κι έτσι ακριβώς είχε βρεθεί καβάλα στον Πιπς, το γερό καστανό μουνούχι του, στη γκριζάδα πριν από το χάραμα, με τη λόγχη ακουμπισμένη πλάγια στη σέλα και το αχόρδιστο μακρύ τόξο του σφηνωμένο κάτω από την ίγγλα, νυσταγμένος και με τα μάτια να πονούν, παρακολουθώντας την Ομάδα του Κόκκινου Χεριού να αναχωρεί από το Μάερον. Έξι χιλιάδες στρατιώτες σύνολο. Μισοί έφιπποι, μισοί πεζοί, που έκαναν αρκετή φασαρία για να ξυπνήσουν ακόμα και τους νεκρούς. Παρά την ώρα, υπήρχαν άνθρωποι και στους δρόμους και κρεμασμένοι να χάσκουν από όλα τα παράθυρα των πάνω ορόφων.

Μπροστά απ’ όλους ήταν το λάβαρο της Ομάδας, τετράγωνο με κόκκινα κρόσσια που έδειχνε ένα κόκκινο χέρι σε λευκό φόντο κι από κάτω είχε το ρητό της Ομάδας με πορφυρή κλωστή. Ντοβι’άντι σε τόβυα σαγκαίν. Ώρα να ρίξουμε τα ζάρια. Ο Ναλέσεν, ο Ντήριντ κι ο Ταλμέηνς ήταν πάνω στ’ άλογά τους δίπλα στη σημαία, ενώ δέκα έφιπποι βροντούσαν μπρούντζινα τύμπανα κρεμασμένα πάνω τους με πορφυρούς ιμάντες, ενώ άλλοι τόσοι σαλπιγκτές στόλιζαν το σκοπό. Πίσω ακολουθούσαν οι καβαλάρηδες του Ναλέσεν, ανάμικτοι Δακρυνοί ένοπλοι κι Υπερασπιστές της Πέτρας, Καιρχινά αρχοντόπουλα με κον στις πλάτες και βοηθούς στο κατόπι τους, και διάφοροι Αντορίτες, όπου κάθε ίλη και κάθε τάγμα είχαν το δικό τους λάβαρο με το Κόκκινο Χέρι, ένα σπαθί κι έναν αριθμό. Οι Ματ τους είχε βάλει να ρίξουν στον κλήρο ποιοι θα έπαιρναν κάθε αριθμό.

Το ανακάτεμα είχε προκαλέσει κάποιες διαμαρτυρίες — αρκετές διαμαρτυρίες, για την αλήθεια. Αρχικά, οι Καιρχινοί έφιπποι ακολουθούσαν τον Ταλμέηνς, κι οι Δακρυνοί τον Ναλέσεν. Οι πεζοί από την αρχή ήταν ένα ανάμικτο συνονθύλευμα. Είχαν ακουστεί γκρίνιες για το ότι όλα τα τάγματα είχαν τον ίδιο αριθμό στρατιωτών και για τους αριθμούς στα λάβαρα. Οι άρχοντες κι οι λοχαγοί πάντα μάζευαν όσους άνδρες ήθελαν να τους ακολουθήσουν, κι ήταν γνωστοί ως στρατιώτες του Εντόριον ή του Μερέσιν ή του Αλχάντριν. Αυτό το διατηρούσαν ως ένα βαθμό —παραδείγματος χάριν, οι πεντακόσιοι του Εντόριον αυτοαποκαλούνταν Σφυριά του Εντόριον κι όχι Πρώτο Τάγμα— αλλά ο Ματ τους είχε βάλει στο μυαλό ότι ο καθένας τους ανήκε στην Ομάδα κι όχι στην όποια χώρα είχε τύχει να γεννηθεί, και σ’ όποιον δεν άρεσε αυτό ήταν ελεύθερος να φύγει. Το εκπληκτικό ήταν πως δεν είχε φύγει κανείς.

Ήταν δύσκολο να πει κανείς γιατί άραγε. Ήταν αλήθεια ότι η ηγεσία του Ματ πρόσφερε νίκες, όμως και πάλι κάποιοι πέθαιναν. Δυσκολευόταν να τους προμηθεύει τρόφιμα και να μεριμνά για να πληρώνονται περίπου στην ώρα τους· επίσης, καλά θα έκαναν να ξεχνούσαν τα πλούτη από τα λάφυρα για τα οποία κόμπαζαν. Κανένας ως τώρα δεν είχε δει έστω ένα νόμισμα, κι ήταν απίθανο να συνέβαινε αυτό στο μέλλον. Ήταν τρέλα.

Το Πρώτο Τάγμα άρχισε τις επευφημίες, που τις συνέχισαν γρήγορα το Τέταρτο και το Πέμπτο. Ήταν οι Λεοπαρδάλεις του Καρλόμιν κι οι Αετοί του Ρέιμον, όπως αυτοονομάζονταν. «Ο Άρχοντας Μάτριμ κι η νίκη! Ο Άρχοντας Μάτριμ κι η νίκη!»

Αν είχε καμιά πέτρα πρόχειρη ο Ματ, θα τους την εκσφενδόνιζε.

Ύστερα ερχόταν το πεζικό, που σχημάτιζε μια μακριά, ευέλικτη γραμμή· μπροστά από κάθε λόχο ήταν ένα τύμπανο που έδινε ένα ρυθμό που δυνάμωνε και χαμήλωνε, κι επίσης ένα μακρόστενο λάβαρο· τα δικά τους λάβαρα είχαν μια λόγχη πάνω στο χέρι αντί για σπαθί. Τους είκοσι λόχους που θύμιζαν σκαντζόχοιρο από τις λόγχες, ακολούθησαν πέντε λόχοι με τοξότες και βαλλιστροφόρους. Κάθε λόχος είχε επίσης ένα-δυο φλάουτα, κι οι άνδρες τραγουδούσαν συνοδεύοντας τη μουσική:

«Πίνουμε όλη νύχτα και χορεύουμε όλη μέρα,

και σπαταλάμε το μισθό μας στα κορίτσια,

κι όταν τελειώνουμε, τότε φεύγουμε,

για να χορέψουμε με τον Φύλακα των Σκιών».

Ο Ματ περίμενε να προχωρήσει το τραγούδι μέχρι να εμφανιστούν οι πρώτοι ιππείς του Ταλμέηνς, και τότε χτύπησε με τις φτέρνες τα πλευρά του Πιπς. Δεν χρειαζόταν να επιθεωρήσει τις άμαξες με τις προμήθειες στο τέλος της φάλαγγας, ούτε τα εφεδρικά άλογα. Μέχρι να φτάσει ο στρατός στο Δάκρυ, τα άλογα θα κουτσαίνονταν ή θα πέθαιναν από προβλήματα τα οποία δεν μπορούσαν να γιατρέψουν οι κτηνίατροι, ενώ οι ιππείς που δεν είχαν άτι ήταν σχεδόν άχρηστοι. Στο ποτάμι, επτά πλοιάρια αργοσέρνονταν κατάντη με τριγωνικά πανιά, ελάχιστα πιο γρήγορα από το ρεύμα. Το καθένα τους έφερε από μια μικρή λευκή σημαία με το Κόκκινο Χέρι. Υπήρχαν κι άλλα σκάφη που σαλπάριζαν επίσης, ανάμεσά τους και κάποια που έτρεχαν προς το νότο έχοντας απλώσει όσα περισσότερα μουσαμαδένια πανιά μπορούσαν.

Καθώς ο Ματ έφτανε πια την αρχή της φάλαγγας, ο ήλιος ξεμύτιζε επιτέλους από τον ορίζοντα, απλώνοντας τις πρώτες ακτίνες του πάνω από τους διαδοχικούς λόφους και τα σκόρπια αλσύλλια. Ο Ματ κατέβασε το καπέλο του κόντρα στην αντηλιά της λαμπρής γωνίτσας του ήλιου. Ο Ναλέσεν είχε υψώσει το γαντοφορεμένο χέρι στο στόμα του, κρύβοντας ένα εντυπωσιακό χασμουρητό, κι ο Ντήριντ καθόταν καμπουριασμένος στη σέλα του με τα μάτια γλαρωμένα, λες κι ήταν έτοιμος να αποκοιμηθεί εκεί πάνω. Μόνο ο Ταλμέηνς καθόταν ευθυτενής, με το βλέμμα ζωηρό κι άγρυπνο. Ο Ματ ένιωθε μεγαλύτερη κατανόηση για τον Ντήριντ.

Ακόμα κι έτσι, ύψωσε τη φωνή για να ακουστεί μέσα στα τύμπανα, και τις σάλπιγγες. «Μόλις απομακρυνθούμε από την πόλη, στείλτε τους ανιχνευτές». Πιο πέρα στον Νότο, υπήρχαν δάση κι ανοιχτή ύπαιθρος, αλλά και από τα δύο περνούσε ένας διαβατός δρόμος· οι περισσότερες μετακινήσεις γινόταν από τον ποταμό, όμως με τα χρόνια αρκετοί πήγαιναν πεζή ή με άμαξες κι η διαδρομή ήταν σαφής. «Και σταματήστε επιτέλους αυτό τον σαματά».

«Τους ανιχνευτές;» απόρησε ο Ναλέσεν. «Που να καεί η ψυχή μου, δεν βρίσκεται ούτε λόγχη σε ακτίνα δέκα μιλίων γύρω μας, εκτός αν πιστεύεις ότι τα Λευκά Λιοντάρια σταμάτησαν να τρέχουν, και σ’ αυτή την περίπτωση, αν ξέρουν τι ετοιμάζουμε, δεν θα μας πλησιάσουν περισσότερο από πενήντα μίλια».

Ο Ματ δεν του έδωσε σημασία. «Σήμερα θέλω να διανύσουμε τριάντα πέντε μίλια. Όταν φτάσουμε στο σημείο να κάνουμε σίγουρα τριάντα πέντε μίλια κάθε μέρα, θα δούμε πόσο ακόμα μπορούμε τα αυξήσουμε». Φυσικά, εκείνοι τον κοίταξαν με το στόμα ανοιχτό. Τα άλογα δεν μπορούσαν να διατηρήσουν για πολύ αυτό τον ρυθμό, κι όλοι εκτός από τους Αελίτες θεωρούσαν ότι τα είκοσι πέντε μίλια ήταν εξαιρετική απόσταση για ταξίδι μιας μέρας. Αλλά έπρεπε να παίξει το ρόλο που του είχε ανατεθεί. «Ο Κομάντριν έγραψε, “Να επιτίθεσαι στην περιοχή που ο εχθρός σου πιστεύει ότι δεν θα επιτεθείς, από απροσδόκητη κατεύθυνση, σε απροσδόκητο χρόνο. Να υπερασπίζεσαι το σημείο όπου ο εχθρός σου πιστεύει ότι δεν βρίσκεσαι, τη στιγμή που θα περιμένει να το βάλεις στα πόδια. Το κλειδί της νίκης είναι ο αιφνιδιασμός, και το κλειδί του αιφνιδιασμού η ταχύτητα. Για τον στρατιώτη, η ταχύτητα είναι ζωή”».

«Ποιος είναι ο Κομάντριν;» ρώτησε έπειτα από μια στιγμή ο Ταλμέηνς, κι ο Ματ χρειάστηκε να συγκεντρωθεί για να του απαντήσει.

«Ένας στρατηγός. Έχει πεθάνει εδώ και πολύ καιρό. Είχα διαβάσει κάποτε το βιβλίο του». Θυμόταν που το διάβαζε, κι όχι μόνο μια φορά· αμφέβαλλε αν τώρα υπήρχε πουθενά κάποιο αντίτυπο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θυμόταν που είχε συναντήσει τον Κομάντριν, έχοντας χάσει απ’ αυτόν μια μάχη εξακόσια χρόνια πριν από τον Αρτουρ τον Γερακόφτερο. Αυτές οι μνήμες συνεχώς του έστηναν καρτέρι. Τουλάχιστον, δεν τα είχε πει στην Παλιά Γλώσσα· τώρα πια συνήθως κατάφερνε να το αποφεύγει.

Παρακολουθώντας τους έφιππους ανιχνευτές να απλώνονται προχωρώντας μπροστά στον όλο υψωματάκια κάμπο του ποταμού, ο Ματ χαλάρωσε. Το δικό του σκέλος της δουλειάς είχε αρχίσει, σύμφωνα με το σχέδιο. Είχε αναχωρήσει εσπευσμένως, με τη διαταγή να έχει δοθεί την τελευταία στιγμή, σαν να προσπαθούσε να φύγει κρυφά προς το νότο, αλλά τόσο επιδεικτικά που ήταν βέβαιο ότι δεν θα περνούσε απαρατήρητος. Ο συνδυασμός αυτών των δύο θα τον έκανε να φανεί ηλίθιος, αλλά κι αυτό ήταν καλό επίσης. Ήταν καλή ιδέα που είχε διδάξει την Ομάδα να κινείται γοργά —αν ήξερες να μετακινείσαι γοργά, μπορούσες να αποφύγεις τη μάχη— αλλά η διαδρομή που διήνυαν σίγουρα θα φαίνονταν, τουλάχιστον από το ποτάμι. Χτένισε με το βλέμμα τον ουρανό· πουθενά κοράκια, όχι ότι αυτό σήμαινε κάτι. Ούτε περιστέρια υπήρχαν, αλλά αν δεν είχαν φύγει μερικά από το Μάερον τώρα το πρωί, ο Ματ θα έτρωγε τη σέλα του.

Το πολύ σε μερικές μέρες ο Σαμαήλ θα μάθαινε ότι η Ομάδα πλησίαζε, όλο φούρια, και το μήνυμα που είχε διαδώσει ο Ραντ στο Δάκρυ θα καθιστούσε σαφές ότι η άφιξη του Ματ σηματοδοτούσε την επικείμενη εισβολή στο Ίλιαν. Ακόμα κι αν η Ομάδα έβαζε τα δυνατά της, ήθελαν πάνω από μήνα για να φτάσουν στο Δάκρυ. Με λίγη τύχη, ο Σαμαήλ θα έλιωνε σαν ψείρα ανάμεσα σε δύο πέτρες προτού καν ο Ματ τον πλησιάσει σε απόσταση εκατό μιλίων. Ο Σαμαήλ θα έβλεπε όλες τις δυνάμεις τους να πλησιάζουν —σχεδόν όλες— αλλά ο χορός θα ήταν διαφορετικός απ’ αυτόν που περίμενε. Διαφορετικός απ’ ό,τι περίμεναν όλοι εκτός από τον Ραντ, τον Ματ και τον Μπασίρε. Αυτό ήταν το πραγματικό σχέδιο. Ο Ματ κατάλαβε ότι σφύριζε. Αυτή τη φορά, όλα θα εκτυλίσσονταν όπως τα περίμενε.

Загрузка...