ΜΕΡΟΣ Γ'


Ή ιατρεία όσων άμαρτάνουν μέ τήν έλπίδα ότι θά έξομολογηθούν καί θά μετανοήσουν.


Α' Ή προσευχή θεραπεία αύτων, πού άμαρτάνουν μέ τήν έλπίδα ότι θά μετανοήσουν


«Είσαι αγαθός, Κύριε, καί μέ τήν άγαθωσῦνη σου δίδαξε με τά δικαιώματα σου» (Ψαλμ. 118,68). Αυτή τήν προσευχή έκανε ό προφήτης Δαβίδ, καί αυτήν, αδελφέ μου, πρέπει νά κάνης καί σῦ στόν Θεό μέ δλη σου τήν καρδιά, διότι ή προσευχή είναι ή πρώτη θεραπεία αύτής τής πονηρής πρόληψης καί ψεῦτικης ελπίδας, τήν όποία κατηγορήσαμε μέχρι τώρα.

Ώ Κύριε, εσύ είσαι άγαθός, μάλλον στήν ουσία είσαι ή ίδια ή αγαθότητα. «Χρηστός ει, Κῦριε». Δίδαξέ με λοιπόν τόν τρόπο, μέ τόν όποιο αυτή ή ίδια ή αγαθότητά σου θά μέ διδάξη νά τηρώ τό νόμο σου. «Έν τη χρηστότητί σου δίδαξόν με τά δικαιώματα σου».

Αυτό σοῦ ζητάει ό Κῦριος, όντας άγαθός μέ σένα, προσμένοντάς σε στήν έξομολόγησι καί συγχωρώντας τίς άμαρτίες σου. Δηλαδή νά μάθης καί σῦ άπό αυτόν νά είσαι άγαθός.

Πώς λοιπόν δέν φοβάσαι μήπως τόν παροργίσης διαστρέφοντας τό σκοπό του; πώς θέλεις νά είσαι τόσο κακός καί παράνομος μέ τόν Θεό, τή στιγμή ποῦ ό Θεός είναι τόσο άγαθός καί γλυκῦς μέ σένα; «Μήπως άναταποδίδονται κακά άντί άγαθών;» ('Ιερ. 18,20). Έτσι ξεπληρώνεις τίς ευεργεσίες σου στόν Θεό; ετσι χρησιμοποιείς τήν άγαθότητα τοῦ Θεοῦ, καί τή χάρι τής έξομολογήσεως τή χρησιμοποιείς ώς δργανο γιά νά άμαρτάνης καί νά βρίζης τόν Θεό;

Ένα άπό τά δυο συμβαίνει αμαρτωλέ — αν ϊσως δέν πιστεῦης. Ανάμεσα στήν άγαθότητα τοῦ Θεοῦ καί στήν κακία υπάρχει μία άντίθεσις φοβερή, ουσιαστική καί άδιάλλακτη. Έσῦ δέν πιστεύεις δπως πρέπει τόν Θεό, γιά Θεό. Έάν δμως τόν πιστεύης δπως πρέπει, θέλεις ή άγαθότητα τοῦ Θεοῦ νά σοῦ γίνεται αιτία νά άμαρτάνης· πράγμα ποῦ είναι ενας πολῦ μεγάλος εχθρός τής άγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Γνώρισε δτι αυτό δέν είναι τίποτε άλλο, παρά τό νά όπλίζης τό χέρι ενάντια στόν Θεό καί νά κάνης σχεδόν νά πολεμήση ή έλεημοσῦνη του μέ τήν δικαιοσύνη του.

Γι’ αύτό, άδελφέ μου, πάντοτε νά παρακαλής τόν Κύριο, νά βγάλη άπό τήν καρδιά σου αύτή τήν ψεύτικη καί πλανεμένη ελπίδα, γιά τήν όποία εχει γραφή; «Ελπίσαμε σέ άνθρώπους πού καί ψεύτες είναι καί όχι σίγουρα καί άμετακίνητα θεμέλια άσφαλείας· καί μέ τό ψεύδος αύτό θά σκεπασθοῦμε καί θά προστατευθοῦμε άπό τήν καταιγίδα» (Ήσ. 28,15). Καί νά σέ φωτίση μέ τήν χάρι του νά καταλάβης δτι ή ελπίδα αύτή είναι μία άπάτη καί παγίδα τοῦ διαβόλου. Μέ τήν άπάτη αύτή άπάτησε τούς Προπάτορες μέσα στόν Παράδεισο καί συνέχεια εξαπατά άμέτρητους ταλαίπωρους άμαρτωλούς καί τούς κατεβάζει στόν Αδη. Καί γιά νά λυτρωθής άπό τήν άπάτη αύτή, λέγε πρός τόν Κύριο τά λόγια τοῦ Δαβίδ: «Φύλαξέ με, Κύριε, άπό τήν παγίδα πού μοῦ έχουν στήσει» (Ψαλμ. 140,9).


Β' Θεραπεία εκείνων πού αμαρτάνουν μέ τήν έλπίδα τής μετανοίας, είναι ή γνώσις τής αληθινής μετανοίας καί τών αποτελεσμάτων της


Ό δεύτερος τρόπος θεραπείας, άδελφέ μου, είναι ό πόλεμος αυτής τής ψεύτικης ελπίδος πού γεννιέται από δύο πράγματα, πού τά άγνοεις· α) Άπό τήν άγνοια αύτών, πού άμαρτάνουν μέ τήν έλπίδα τής μετανοίας, τί είναι τελικά ή μετάνοια καί ή έξομολόγησις καί β) άπό τήν άγνοια τών άποτελεσμάτων καί τών καρπών τής άληθινής μετανοίας καί έξομολογήσεως. Γι’ αύτό όταν μάθης καλά αύτά τά δύο πράγματα, πού άγνοεις, σίγουρα θά θεραπευθής.

Α'. Εκείνοι λοιπόν πού άμαρτάνουν μέ τό θάρρος τής έξομολογήσεως, δέν γνωρίζουν, γενικά, τί είναι ή έξομολόγησις. Αύτοί νομίζουν, ότι ή έξομολόγησις δέν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνον τό νά ποῦν στόν Πνευματικό τους μέ κάθε λεπτομέρεια τίς άμαρτίες τους. Καί ότι άφοῦ τίς φανερώσουν μέ προσοχή, τά έκαναν όλα. Γι’ αύτό όλη τους ή φροντίδα γιά τήν έξομολόγησι βρίσκεται στό νά θυμηθούν τίς άμαρτίες πού έκαναν, καί μετά τήν έξομολόγησι τους ή φροντίδα τους δέν είναι άλλη, παρά τό νά σκεφθοῦν καλά μή τυχόν καί ξέχασαν κάποια άμαρτία.

Αλλά άν μόνον αύτή ή μοναδική φροντίδα καί επιμέλεια είναι άρκετη, γιά νά τούς συμφιλιώση μέ τόν Θεό, ό δρόμος γιά τόν ούρανό τότε δέν θά είναι στενός, όπως λέει τό ιερό Εύαγγέλιο (Ματθ. 7,14), άλλά θά είναι πιό πλατύς καί άπό τίς πλατείες τής πόλεως. Καί ποιός κόπος χρειάζεται γιά νά πούμε τίς άμαρτίες μας σέ εναν Πνευματικό, άφοῦ εμείς συνηθίσαμε νά τίς λέμε άπό τότε άκόμη ποῦ εϊμασταν παιδιά;

Καί αν όλη μας ή σωτηρία έξαρτιόταν άπό αυτό, εκείνοι οί πιό άναίσχυντοι καί άδιάντροποι άμαρτωλοί, ποῦ καυχώνται γιά τίς άμαρτίες τους καί τίς διηγούνται στίς φιλικές τους συντροφιές σάν κάποιο παιγνίδι, εκείνοι, λέγω, θά ήταν προετοιμασμένοι γιά τήν έξομολόγησι καλλίτερα άπό όλους. Γιατί αυτοί χωρίς ντροπή εξομολογούνται όλες τους τίς άμαρτίες. Όπότε ή έξομολόγησις θά ήταν μία ύπόθεσις ποῦ τελειώνει όλη στό στόμα, καί θά ήταν περισσότερο ενα ξεφόρτωμα τής θελήσεως καί όχι τής καρδιάς. Άλλά δέν είναι αυτή ή άλήθεια. Διότι έξομολόγησις κανονικά είναι ή άπομάκρυνσις τοῦ άμαρτωλοῦ άπό τήν αμαρτία καί ή έπιστροφή του πάλι στόν Θεό.


Ή έξομολόγησις πρέπει νά έχη πόνο


Γι’ αύτό αν καί αυτή ή εξωτερική φανέρωσις τής αμαρτίας μέ τό στόμα είναι υποχρεωτική, γιά νά τήν άκοῦση ό Πνευματικός καί νά τήν διορθώση καί νά τήν συγχωρήση, όμως, δέν είναι άρκετή μόνον αυτή· χρειάζεται άκόμη καί ένας εσωτερικός πόνος τής καρδιάς γιά τίς άμαρτίες. Ό πόνος αύτός πρέπει νά εχη τά τρία χαρακτηριστικά: α') νά είναι δυνατός, β') νά είναι τέλειος καί γ') νά είναι υπερφυσικός.

Γι’ αύτό καί στήν δική σου έξομολόγησι, άδελφέ, αν άπουσιάζη τό ενα άπό τά τρία αύτά χαρακτηριστικά τού πόνου, ή έξομολόγησις σου θά είναι σάν τήν έξομολόγησι τοῦ Σαοῦλ, σάν εκείνην τοῦ Άντιόχου καί σάν τήν έξομολόγησι τοῦ Ίοῦδα. Γιατί καί ή μετάνοια αυτών ηταν μέ τό στόμα καί όχι μέ τά χείλη.

Επειδή όμως αύτά τά τρία χαρακτηριστικά τού καρδιακού πόνου είναι τόσο άπαραίτητα, όσο άπαραίτητο είναι τό νά δεχθούμε άπό τόν Θεό τήν συγώρησι τών αμαρτημάτων μας, γι’ αύτό, αδελφέ, πρέπει εδώ νά σού τά ξεκαθαρίσω, ή τουλάχιστον νά σοῦ τά ξαναθυμίσω εναένα.


Ό πόνος πρέπει νά είναι δυνατός


Α'. Λοιπόν ό πόνος γιά τήν μετάνοια πρέπει νά είναι δυνατός, πού σημαίνει νά μήν είναι άδύνατος καί ασθενικός, ώστε νά μήν μπορή νά προξενήση κάποια σοβαρή καί αξιόλογη ενέργεια, άλλά πρέπει νά είναι τόσο δυνατός, ώστε νά κυριεύη τήν καρδιά καί νά μή τήν άφήνη νά νικιέται (γιά νά μήν πώ καί νά μή αισθάνεται έντελώς) άπό τήν σαρκική όρεξι καί τήν εύχαρίστησι τής άμαρτίας, πού μπαίνει μέσα στήν καρδιά μέ τίς προσβολές τού εχθρού. Καί πρέπει νά είναι τόσο άποφασιστικός, ώστε νά κάνη αύτόν πού μετανοεί νά μήν θέλη πλέον νά βλάψη τόν Θεό μέ άμαρτίες, ούτε γιά κάποιο κακό, ούτε γιά κάποια άφορμή, ούτε γιά τήν άγάπη κάποιου κτιστού πράγματος, ούτε γιά κάποιο φόβο καλού. Νά ένεργήση όπως ενεργεί μία έντιμη γυναίκα, πού εχει άποφασίσει νά διαφυλάξη τήν τιμή τού συζύγου της καί ποτέ μά ποτέ νά μήν τού δείξη άπιστία, κι αν άκόμη τήν εύρισκαν άμέτρητες συμφορές.


Ό πόνος πρέπει νά είναι μεγάλος καί τέλειος


Β'. Αύτός ό πόνος δέν πρέπει νά είναι προσποιητός, ούτε μικρής διαρκείας, άλλά πρέπει νά είναι μεγάλος καί τέλειος. Ό πόνος εκείνος ποῦ μας παρακινεί γιά τήν αγάπη τοῦ Θεοῦ νά στερούμαστε κάτι καί νά μισούμε τίς άμαρτίες, γιατί μέ αύτές λυπήσαμε τόν Θεό — ονομάζεται συντριβή — καί ό πόνος εκείνος ποῦ μας παρακινεί νά αποφεύγουμε τίς άμαρτίες γιά τήν αγάπη τού εαυτού μας καί επειδή εξ αιτίας του χάνουμε τόν παράδεισο καί καταδικαζόμαστε στόν Αδη — ονομάζεται έπιτριβή. Καί οί δύο αύτοί πόνοι, λέω, πρέπει νά είναι τόσο μεγάλοι καί τέλειοι, ώστε νά κάνουν εκείνον ποῦ μετανοεί νά μισήση τήν άμαρτία μέ όλη του τήν ψυχή περισσότερο άπό κάθε άλλο κακό. Δηλαδή μέ τόση μεγάλη δῦναμι, ώστε ή ψυχή μέ τήν δῦναμι αυτή καλλίτερα νά διαλέξη όποιοδήποτε άλλο κακό, ποῦ μπορεί νά τής συμβή — ή στέρησι πραγμάτων, ή άφαίρεσι καί αύτής ζωής — παρά νά διαπράξη τήν άμαρτία.

Γι’ αύτό πρέπει οπωσδήποτε, εκείνος ποῦ μετανοεί πραγματικά, νά δείξη στόν Θεό, ποῦ βλέπει τό βάθος τής καρδιάς, ότι ή καρδιά του τόσο πονεΐ, ώστε συγκρίνοντας τήν άγάπη τού Θεού μέ τήν άγάπη τών κτισμάτων, προτιμά περισσότερο άπό όλα τα κτίσματα τήν άγάπη τού Θεού.

Καί άκόμη τόσο δυνατοί πρέπει νά είναι οί πόνοι αύτοί, ώστε όχι μόνο νά μένουν γιά πάντα σ’ αυτόν ποῦ μετανοεί καί νά συντρίβουν τήν καρδιά του, όχι μόνο νά τήν κάνουν νά άναστενάζη καί νά κλαίη, δπως άναφέρεται γιά τοῦς αμαρτωλούς: «Έσεις θά φωνάξετε δυνατά άπό τόν πόνο τής καρδιάς σας καί άπό τήν συντριβή τοῦ πνεῦματος θά βγάλετε άναστεναγμοῦς» (Ήσ. 65,14) — άλλά νά κάμνουν άκόμη καί τήν καρδιά νά μισή καί νά άποστρέφεται άπό μέσα της τήν άμαρτία καί νά θέλη ποτέ, μά ποτέ νά μή γίνη ή άμαρτία.


Ό πόνος πρέπει νά είναι υπερφυσικός


Τ'. Ό πόνος αυτός τής καρδιάς πρέπει νά είναι ύπερφυσικός, τόσο άπό τήν αιτία άπό τήν όποία προέρχεται, δσο καί γιά το, σκοπό γιά τόν όποιο γίνεται. Επειδή ή αιτία καί ό σκοπός τοῦ πόνου αύτοῦ είναι κυρίως δχι ή φῦσις ή κάποιο άλλο φυσικό αίτιο, άλλ’ ή υπερφυσική χάρις τοῦ Θεού, ποῦ συντρίβει καί προκαλεΐ κατάνυξι στήν καρδιά μέ αυτόν τόν πόνο τής μετανοίας. Γι’ αύτό καί ό Μέγας Βασίλειος είπε· «Ή κατάνυξις ποῦ γίνεται αύτομάτως είναι δώρο τοῦ Θεοῦ… ώστε ή ψυχή άφοῦ γευθή τήν γλυκῦτητα τοῦ πόνου αύτοῦ πρέπει νά φροντίση νά τήν καταστήση εντελώς όμαλή» (Όροι κατ’ επιτομήν ιστ')· Άκόμη μερικοί καί εκείνο ποῦ λέει ό Απόστολος· «Ό Θεός δποιον θέλει ελεεί» (Ρωμ. 9,18), τό εννόησαν άντί τοῦ κατανῦσσει, γιατί συμπληρώνει ό Απόστολος· «Όποιον θέλει δμως τόν σκληρῦνει». Σκληρότητα καί κατάνυξις είναι εντελώς τά άντίθετα.

Έτσι καί ό σκοπός τοῦ πόνου αύτοῦ δέν πρέπει νά είναι γιά κάποιο φυσικό, γιά τά φυσικά καί πρόσκαιρα άγαθα, ποῦ χάσαμε (επειδή αν γι’ αύτά λυπήται κάποιος καί πονάη, ή λῦπη του δέν υπολογίζεται ώς μετάνοια, άλλά είναι άνώφελη), αλλά γιά τά ύπερφυσικά άγαθα, τά όποΧα στερηθήκαμε μέ τήν άμαρτία καί γιά τά ύπερφυσικά κακά, τά όποΧα δεχθήκαμε, τά όποΧα μας φανέρωσε καί αύτά ή ύπερφυσική πίστις.

Ή κυριώτερη δμως αιτία, γιά τήν όποία πρέπει νά είναι ό πόνος αύτός υπερφυσικός, είναι αύτή, ότι δηλαδή μέ τόν ύπερφυσικό αυτόν πόνο μπορούμε νά χαρούμε τήν συμφιλίωσι καί τήν ενωσι μέ τόν Θεό καί συνέχεια τήν μακαριότητα, τά όποΧα ξεπερνούν τούς ορούς τής φύσεως. Λοιπόν, έκεΧνος πού έξομολογεΧται, εάν δέν εχη στήν καρδιά του έναν τέτοιο αποτελεσματικό τέλειο καί ύπερφυσικό πόνο, ύστερα άπό τήν έξομολόγησι επιστρέφει στήν κατοικία του μαζί μέ όλες του τίς άμαρτίες.

Γι’ αύτό καλή καί ώφέλιμη βέβαια είναι ή έρευνα τής συνειδήσεως, πού κάνει κάποιος γιά νά μπορή νά βρή έτσι δλες τίς άμαρτίες πού έκανε μέ έργο, μέ λόγο καί μέ τήν συγκατάθεσι τών λογισμών. Καλό είναι νά έξομολογηθή κανείς δλες του τίς άμαρτίες στόν Πνευματικό, χωρίς νά άφήση καμμία άνεξομολόγητη, διότι έτσι πολύ ξαλαφρώνει ή ψυχή του. Όμως μαζί μέ τήν έρευνα καί τήν έξομολόγησι πρέπει νά είναι ενωμένη καί ή συντριβή καί ό εσωτερικός πόνος τής καρδιάς, γιά τόν όποΧο εδώ κάνουμε λόγο. Γιατί ό άλλος κανόνας, πού θά δεχθή αύτός πού μετανοεΧ άπό τόν Πνευματικό του, εϊτε νηστεία είναι, είτε γονυκλισία, είτε κάποια άλλη κακοπάθεια, ταπεινώνει μόνο τό σώμα και τόν εξω άνθρωπο, καί, μπορεί νά πή κανείς, κόβει μόνον τά κλαδιά άπό τό δένδρο.

Ό πόνος όμως ό καρδιακός ταπεινώνει καί πληγώνει τόν εσω άνθρωπο καί αύτή τήν ϊδια τήν καρδιά, πού είναι ή πρώτη καί κυρία αιτία καί ρίζα όλων μαζί των αμαρτιών. Ταπεινώνοντας λοιπόν τήν καρδιά, ταπεινώνει καί πληγώνει καί τίς άμαρτίες, ή καλλίτερα συντρίβει καί πληγώνει αύτόν τόν ίδιο τόν διάβολο καί άρχέκακο δράκοντα, πού έχοντας φωλιάσει μέσα στήν καρδιά, άπό εκεί μέσα όμιλε! καί προβάλλει όλους τούς αισχρούς καί πονηρούς καί βλάσφημους λογισμούς καί τίς άμαρτίες. «Διότι άπό τήν καρδιά προέρχονται οί πονηροί λογισμοί, οί φόνοι, οί πορνεΧες, οί μοιχεΧες, οί κλοπές, οί ψευδομαρτυρίες, οί βλασφημίες» (Ματθ. 15,19).

Γι’ αύτό είναι δόγμα τής Όρθόδοξης Εκκλησίας μας, όπως θεολογεΧ ό Γεώργιος Κορέσσιος στό περί Μυστηρίων εργο του, ότι ό πόνος αύτός καί ή εσωτερική λύπη τής καρδιάς είναι ενα άπό τά άναγκαΧα καί συστατικά τού μυστηρίου τής έξομολογήσεως καί μετανοίας. Γι’ αύτό είναι άναγκαία καί άποτελούν τό μυστήριο τής μετανοίας ή έξομολόγησις τών άμαρτιών τού μετανοούντος μέ τό στόμα καί ή άφεσις ή όχι διά τού Αγίου Πνεύματος· καί όπως τό νερό καί ή έπίκλησις τής Αγίας Τριάδος μέ τίς τρεΧς άναδύσεις καί καταδύσεις είναι άπαραίτητα γιά τή σύστασι τού μυστηρίου τού Βαπτίσματος, ετσι είναι άναγκαΧο καί συστατικό τού μυστηρίου τής μετανοίας καί έξομολογήσεως καί ό εσωτερικός αύτός πόνος τής καρδιάς. Καί αν λείπη αύτός ό πόνος άπό τήν καρδιά αύτοῦ ποῦ μετανοεί, είναι φανερό δτι αύτός είναι άμετανόητος καί ανεξομολόγητος κι αν άκόμη μετανοήση καί έξομολογηθή, δπως είναι άμετανόητος καί δποιος δέν έξομολογηθή τίς άμαρτίες του καί δέν λυθή ή δεθή άπό τόν Πνευματικό του. ΤΙ δπως είναι άβάπτιστος καί δποιος βαπτισθή χωρίς νερό ή χωρίς τήν έπίκλησι τής Αγίας Τριάδος. Γι’ αύτό καί είπε ό Κῦριος άποφασιστικά· «Άν δέν μετανοήστε, όλοι θά χαθήτε μέ τόν ίδιο τρόπο» (Λουκ. 13,5). Δηλαδή άν δέν μετανοήστε μέ τέτοιο άποτελεσματικό, τέλειο καί ύπερφυσικό πόνο τής καρδιάς σας, δλοι θά κολασθήτε. Γι’ αύτό καί τό Πνεῦμα τό Άγιο θέλοντας νά δείξη πόσο άπαραίτητος γιά τή μετάνοια είναι ό πόνος αύτός τής καρδιάς, πρώτα ζητεί τόν πόνο αύτόν άπό εκείνους ποῦ μετανοούν λέγοντας μέ τόν Προφήτη Ίωήλ «Διαρρήξτε τίς καρδιές σας καί δχι τά ροῦχα σας» (Ίωήλ 2,12) καί ύστερα ζητεί τήν μετάνοιά τους, διότι στή συνέχεια συμπληρώνει· «Καί έπιστρέψτε πρός τόν Κῦριο τόν Θεό σας». Βλέπεις, άδελφέ, ποιά είναι ή κανονική καί νόμιμη έξομολόγησις; Βλέπεις ποιά είναι ή άληθινή μετάνοια;

Τώρα, σέ παρακαλώ, νά σκεφθής καλά, άδελφέ μου, άν εκείνος ποῦ άμαρτάνει χωρίς ντροπή λέγοντας 4θά έξομολογηθώ, εχω καιρό νά εξομολογηθώ, μπορεί ετσι νά εχη άληθινό πόνο γιά τίς άμαρτίες του, καί νά τόν εχη μέ τόν τρόπο ποῦ είπαμε; Νομίζω δτι δέν μπορεί νά τόν εχη, γιατί μέ αύτά ποῦ λέει φανερώνει δτι οῦτε καν γνωρίζη δτι πρέπει νά μετανοήση νόμιμα καί δπως πρέπει. Άν δμως τό γνωρίζη καί κατόπιν λέγη παρόμοια καί άμαρτάνη μέ τήν έλπίδα τής μετανοίας, τότε αύτό φαίνεται δτι είναι εντελώς παράλογο. Γιατί αύτό ποῦ λέει, είναι σάν νά λέη· «Έγώ θά κάνω αύτό τό κακό καί ύστερα αύτό τό ίδιο τό κακό θά μοῦ φανή άσχημο ποῦ τό έκανα. Έγώ θά μολύνω τώρα τήν ψυχή μου καί ύστερα θά θελήσω νά μπορέσω νά ξεπλύνω εκείνον τόν μολυσμό μέ δλο το αιμα μου. Έγώ θά αγαπήσω αύτήν τήν άμαρτία, καί έπειτα θά μισήσω τήν άγάπη της». Βλέπεις δτι αύτά τά λόγια είναι λόγια άνόητου άνθρώπου; καί σῦ ό ίδιος δταν θέλης νά έμποδίσης κάποιον άπό κάποιο κακό εργο τοῦ λέεις; «Πρόσεξε καλά, άδελφέ, γιατί κατόπιν θά τό μετανοήσης». Καί αν ό άδελφός εκείνος είναι φρόνιμος καί πιστεῦη, δτι θά μετανοήση, οπωσδήποτε δέν θά τό κάνη. Τώρα, σκέψου καί σῦ άδελφέ, μήπως είσαι καί έσῦ ενας άπό τούς άνόητους καί άγνωστους ποῦ λένε παρόμοια λόγια. Καί στό έξής άφησε αύτές τίς άνοησίες καί πλάνες. Διότι δσο λές τέτοια καί άμαρτάνεις μέ τήν πλάνη αύτή, άμαρτάνοντας μέ τήν έλπίδα τής μετανοίας, είναι άδῦνατο νά άποκτήσης άληθινή μετάνοια καί νά έπιστρέψης στόν Θεό μέ δλη σου τήν καρδιά. Είναι άδῦνατο νά άποκτήσης τόν πόνο, τόν αχώριστο σύντροφο τής άληθινής μετανοίας, τόν πόνο τής καρδιάς σου, δπως είπαμε, τόσο άποτελεσματικό καί τόσο τέλειο, ώστε ό πόνος σου αύτός, συγκρινόμενος μέ κάθε άλλο πόνο σου, νά είναι σάν τό πέλαγος ποῦ συγκρίνεται μέ δλους τούς ποταμούς: «Ή συμφορά σου είναι μεγάλη σάν τήν θάλασσα» (Θρήν. 2,13).


Ό πόνος καί ή συντριβή είναι κυρίως χάρισμα τού Θεού


Αδύνατον είναι νά άποκτήσης αυτόν τόν ύπερφυσικό πόνο, διότι ακόυσες παραπάνω, ότι ό παρόμοιος πόνος πρέπει νά έλθη άπό τή χάρι τού Θεού καί ότι είναι δικό του χάρισμα. Άφοῦ λοιπόν είναι χάρισμα τού Θεού, δίνεται δωρεάν καί σέ λίγους καί δέν δίνεται σέ όλες τίς ψυχές, γιατί διαφορετικά δέν είναι χάρισμα. Ακόμη ό πόνος αύτός είναι ένα χάρισμα άπό τά πιό πολύτιμα, πού μπορεί νά σού δώση ό Κύριος. Μιά εύεργεσία τής άγαθότητός του άπό τίς πιό εξαιρετικές. Ένα έργο άπό τά μεγαλύτερα τής παντοδυναμίας του, τόσο μεγάλο, ώστε αν ήθελε νά δημιουργήση ενα καινούργιο ολόχρυσο κόσμο καί ενα καινούργιο ούρανό όλο άπό σάπφειρο καί διαμάντι καί κατόπιν νά κάνη εσένα κύριο τού κόσμου αυτού, θά σού έδινε χιλιάδες φορές μικρότερο χάρισμα άπό τό νά σού έδινε μία πραξι άληθινοῦ πόνου καί άληθινής συντριβής.

Τώρα εσύ πιστεύεις, ότι θά σού δώση ό Θεός άμέσως καί όποτε θέλεις εσύ, αύτό τό τόσο πολύτιμο χάρισμα τής συντριβής; αύτό τό χάρισμα τό όποιο δέν τό δίνει σέ τόσους άλλους, τούς όποιους άφήνει στή σκληρότητά τους; «Διότι όποιον θέλει τόν κάνει σκληρό» (Ρωμ. 9,18) λέει. Αύτό τό χάρισμα, τό όποιο γιά νά τό πάρουν οί άγιοι σκληραγωγήθηκαν τόσο πολύ, έχυσαν τόσους ίδρωτες καί γιά νά τό πάρουν ετοιμάσθηκαν μέ τόσες μελέτες; Άν τό πιστεύης, κακώς τό πιστεύεις καί βγάλε τήν ιδέα αύτή άπό τήν φαντασία σου. Γι’ αύτό καί ό Μέγας Βασίλειος λέει δτι πολλές φορές ή ψυχή βιάζει τόν εαυτό της νά κατανυχθή καί δέν μπορεί, καί δτι γιά ν’ άποκτήση κάποιος τήν κατάνυξι, χρειάζεται πολλή μελέτη καί συχνή άσκησι· «Τό νά πιεζώμαστε καί νά μήν μπορούμε νά κατανυγοῦμε, άποκαλῦπτει καί τήν άμέλειά μας κατά τό παρελθόν, (γιατί δέν μπορεί ενας άνθρωπος, ποῦ άντιμετωπίζει κάτι ξαφνικά, νά τό ύπερνικήση χωρίς σκέψι καί χωρίς πολλή καί συνεχή άσκησι) καί δτι ή ψυχή κυριεύεται άπό άλλα πάθη καί δέν τής επιτρέπεται άπό αυτά νά είναι ελεύθερη εκεί πού θέλει» (δροι κατ’ επιτομήν ιστ').

Ένας ενάρετος κάθε χρόνο εκαμνε γενική έξομολόγησι, δηλαδή έξωμολογεϊτο δλα του τά άμαρτήματα πού έκανε σέ δλη του τή ζωή, δχι γιά τίποτε άλλο παρά γιά νά δεχθή στήν καρδιά του εναν άληθινό πόνο γιά τίς άμαρτίες του. Γι’ αύτό καί γιά πολλές εβδομάδες ετοιμαζόταν μέ τήν ησυχία καί μέ τίς μελέτες των πνευματικών γυμνασμάτων, καί τήν ημέρα πού ήθελε νά έξομολογηθή ετοιμαζόταν γιά οκτώ ωρες έξασκώντας τίς πράξεις τής συντριβής καί ζητώντας αύτό τό μεγάλο χάρισμα άπό τόν Θεό.

Καί εσύ, πού πιθανόν εχθές ή προχθές νά μολύνθηκες μέ καινούργια άμαρτήματα, χωρίς νά ύπολογίσης καθόλου τό βάρος τής άμαρτίας, χωρίς νά ύπολογίσης καθόλου τό μεγαλείο καί τήν άγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πού εβλαψες, χωρίς νά διαβάσης κανένα βιβλίο, πού νά περιέχη τίς υποθέσεις αυτές, άλλά μόνο μέ τήν ένθύμησι τών κακών πού έκανες καί μέ τήν έξομολόγησι στόν Πνευματικό, νομίζεις δτι μέ αύτό άπέκτησες τήν άληθινή μετάνοια; Μακρυά, άδελφέ μου, μακρυά είσαι άπό τήν άληθινή μετάνοια μέ τίς εξομολογήσεις ποῦ κάνεις. Μοιάζεις περισσότερο μέ εκείνους ποῦ λέει ό Δαβίδ, ότι σκίζουν τά ροῦχα τους καί φαίνονται εξωτερικά, ότι στενοχωροῦνται, ένφ εσωτερικά στήν καρδιά τους δέν κατανῦσσονται: «Διεσχίσθησαν καί ου κατενῦγησαν» (Ψαλμ. 34,15)· άλλά καί όταν έξομολογήσαι ετσι, πλένεις μόνο τό εξωτερικό σκεῦος καί τήν επιφάνεια τής καρδιάς σου, ένφ τό εσωτερικό της βάθος είναι γεμάτο άπό άκαθαρσίες: «Καθάρισε πρώτα τό εσωτερικό τοῦ ποτηριού καί τοῦ πιάτου, γιά νά εχη άξία καί ή εξωτερική τους καθαρότητα» (Ματθ. 23 26).

Άς υπολογίσουμε όμως, ότι έσῦ, ποῦ δέν υπολογίζεις τήν άμαρτία, όταν τήν κάμνης, όταν όμως τήν έξομολογήσαι, τήν υπολογίζεις πολῦ καλά καί τή συγχαίνεσαι περισσότερο άπό κάθε άλλο κακό καί ότι λυπάσαι καί κατανῦσσεσαι μέ πόνο τής καρδιάς γι’ αυτήν όταν έξομολογήσαι (πράγμα ποῦ σπάνιο είναι νά συμβή)· όμως μόνο μέ αύτό δέν μπορείς νά άποκτήσης τήν άληθινή μετάνοια καί τόν άληθινό πόνο τής μετανοίας στήν καρδιά σου.

Καί γιά νά καταλάβης αύτό πρέπει νά σού φανερώσω ποιά είναι τά άληθινά άποτελέσματα καί οί καρποί τής άληθινής μετάνοιας καί έξομολογήσεως, γιά νά τά εχης σάν σημάδια γιά τόν έαυτό σου. Επειδή έσῦ νομίζεις, ότι αν έξομολογηθής στόν Πνευματικό μέ κατάνυξι τίς άμαρτίες ποῦ εκανες καί σού διαβάση ό Πνευματικός τήν συγχωρητική Ευχή, νομίζεις, λέω, ότι είσαι καθαρός, σάν νά μή εκανες καμμία άμαρτία ποτέ, καί δτι φεύγεις άπό τά πόδια τοῦ Πνευματικοῦ σάν νά μή μολῦνθηκες ποτέ. Άλλά ό λογισμός αύτός δέν είναι αληθινός. Γιατί δπως τό Βάπτισμα, μολονότι εξαλείφει τό προπατορικό καί κάθε άλλο αμάρτημα προαιρετικό, δέν εξαλείφει όμως τήν άγνοια τοῦ νοῦ καί τήν επιθυμία καί έμφυτη κλίσι τής καρδιάς στήν άμαρτία, καί τά άλλα άποτελέσματα ποῦ προξένησε στήν άνθρώπινη φῦσι αύτό τό προπατορικό άμάρτημα, διότι αύτά μένουν ώς ποινή καί μετά τό Βάπτισμα, γιά νά δοκιμάζεται τό αύτεξοῦσιο καί γιά νά άγωνίζωνται καί νά νικοῦν καί νά στεφανώνωνται μέ τόν αγώνα τους εκείνοι ποῦ έχουν βαπτισθή.


Ή έξομολόγησις δέν εξαλείφει τίς κακές κλίσεις τής καρδιάς


Έτσι καί ή έξομολόγησις, ποῦ θά γίνη καλά καί δπως πρέπει, μολονότι εξαλείφει τίς άμαρτίες, δμως δέν εξαλείφει καί όλο τό κακό ποῦ έκαναν στήν ψυχή οί άμαρτίες, δηλαδή τήν τῦφλωσι καί τή σκότωσι τοῦ νοῦ, τίς κακές κλίσεις καί διαθέσεις τής θελήσεως, τίς συνήθειες καί εξεις τής καρδιάς, τήν φθορά καί τήν άχρήστευσι τών δυνάμεων, τήν άσχήμια τοῦ κατ’ εικόνα καί καθ’ όμοίωσιν. Καί αύτό γιατί ή έξομολόγησις δέν παίρνει άπό εμάς δλη τήν ποινή καί τόν κανόνα, ποῦ πρέπει νά δεχθούμε γιά τίς άμαρτίες μας, ούτε σηκώνει δλη τήν δῦναμι τών κακών εξεων καί συνηθειών, τίς όποιες δεχθήκαμε μέ τήν άμαρτία, αν καί κάπως τίς λιγοστεύει. Άλλά αύτά δλα μας τά αφήνει, γιά νά τά διορθώσουμε καί νά τά έξαλείψουμε εμείς μέ τόν παντοτινό πόνο τής καρδιάς μας καί μέ τοῦς κόπους καί άγώνες καί μόχθους τής μετανοίας, ποῦ όφείλουμε νά κάμνουμε σέ δλη μας τή ζωή μετά τήν άμαρτία.


Πόσα πρέπει νά κάμνη κάποιος μετά τήν έξομολόγησι


Γνώριζε λοιπόν, άδελφέ, δτι υστέρα άπό μία καλή καί κατανυκτική έξομολόγησι ποῦ κάνεις πρέπει· α) νά έκπληρώσης τόν κανόνα καί τήν τιμωρία ποῦ θά σοῦ δώση ό Πνευματικός γιά τίς άμαρτίες σου, είτε νηστεία είναι, είτε γονυκλισίες, είτε προσευχή, είτε τίποτε άλλο. β) Πρέπει μέ ευχαριστία καί μέ υπομονή άγόγγυστη νά πληρώσης τόν κανόνα καί τήν παιδεία ποῦ θά σοῦ δώση ό Θεός, γιά νά γιατρέψη τίς άμαρτίες σου, είτε άρρώστια είναι, είτε άδικία, είτε στέρησις τής περιουσίας σου, είτε πρόωρος θάνατος τών συγγενών σου καί τών άγαπημένων σου, είτε ύβρεις καί άτιμίες, είτε άλλοι πειρασμοί, ποῦ συμβαίνουν άπό τοῦς δαίμονες ή τοῦς άνθρώπους ή άπό τήν διεφθαρμένη φῦσι. Γιατί δλα αυτά, καί μάλιστα οί άτιμίες καί οί ύβρεις, γεννούν στήν καρδιά πόνο καί κατάνυξι, καί γι’ αύτό επιτρέπει ό Θεός νά σοῦ συμβαίνουν. Γι’ αύτό είπε ενας Πατέρας: «Όταν πονέσης πολύ γιά κάποια ῦβρι ή άτιμία, νά γνωρίζης, δτι πολύ ωφελήθηκες». Καί άλλος πάλι £λεγε, δταν τοῦ ερχόταν κάποια θλΐψις- «Καυστήρας είναι τοῦ Ίησοῦ αύτός». Γι’ αύτό καί ό Θεός έδωσε παρόμοιες τιμωρίες στόν Δαβίδ μετά τήν συγχώρησι τής άμαρτίας τοῦ φόνου καί τής μοιχείας. Γιατί ό Θεός είναι ό σοφώτερος Πνευματικός άπό δλους, καί αύτός γνωρίζει νά διορθώνη τούς άμαρτωλοῦς καλλίτερα άπό όλους τούς Πνευματικούς μέ σωστό κανόνα. Καί διότι ή δικαιοσύνη τού Θεού, αν καί συγχωρή μαζί μέ τό φταίξιμο καί τήν αίώνια τιμωρία, όμως δέν τήν συγχωρεΐ άπλώς καί ώς ετυχε, άλλά τήν συγχωρεΧ μέ κάποια πληροφορία τού προσωρινού αύτού κανόνος καί τής παιδείας. Ειπα κάποια πληροφορία, διότι, μολονότι ό κανόνας τού άμαρτωλού βοηθεΧ στή συγχώρησι των άμαρτιών του, όμως γενικά όλη ή συγχώρησις των άμαρτιών, όφείλεται στό άπειρο έλεος τού Θεού καί στήν άπειρότιμη ίκανοποίησι πού έκανε ό Υιός τού Θεού μέ τά πάθη καί τόν θάνατό του, όπως λένε οί ιεροί Θεολόγοι. Μάλιστα συνηθίζει ό Θεός νά παιδεύη τούς άμαρτωλούς άλλοτε όντας ξύπνιους μέ τόν έλεγχο τής συνειδήσεως, λειώνοντάς τους καί ξηραίνοντάς τους σάν άράχνη, δπως λέει ό Δαβίδ: «Μέ τόν έλεγχο γιά τίς άμαρτίες του παίδεψες τόν άνθρωπο, καί έλειωσες τήν ψυχή του σάν τήν άράχνη» (Ψαλμ. 38,12), καί άλλοτε πάλι μέ φοβερά δράματα τούς φοβερίζει στόν ύπνο, δπως λέει ό Έλιούς στόν Ίώβ: «Μιά φορά μιλάει ό Θεός, καί δέν δίνει κανείς σημασία. Τήν δεύτερη θά μιλήση μέ όνειρο ή μέ μελέτη νυκτερινή, δταν πέφτη στούς άνθρώπους φόβος μεγάλος· τήν ώρα πού πηγαίνουν στό κρεββάτι τους νά κοιμηθούν, τότε τούς κάνει νά καταλαβαίνουν δσα λέει καί οριστικά τούς προειδοποιεΧ» (Ίώβ 33, 14). Καί ή αιτία είναι ή έξης Άν ό Θεός δέν παιδεύση τόν άμαρτωλό στη ζωή αύτή μέ κανόνα καί παιδεία προσωρινή γιά τίς άμαρτίες του, είναι πολῦ σίγουρο δτι θά τόν παιδεῦση στήν άλλη ζωή μέ μία παντοτινή κόλασι. “Έτσι ελεγε ό δίκαιος Ίώβ, δτι φοβόταν γιά δλα τά Ιίργα του. Γιατί γνώριζε, δτι ό Θεός δέν συγχωρεΧ χωρίς παιδεία δλο τό χρέος τοῦ άμαρτωλοῦ· «Γνωρίζω δτι δέν θά μέ παραδεχθής ως άθφο» (Ίώβ 9,28).


Ή άληθινή μετάνοια χρειάζεται τέσσερα πράγματα


Γνώριζε, δτι δπως εκείνος, ποῦ θέλει νά φυτέψη περιβόλι σέ ενα τόπο άγριο χρειάζεται τέσσερα πράγματα· α) νά κόψη τά βλαστάρια καί τά κλαδιά άπό τά άγρια δένδρα· β) νά βγάλη καί τίς ρίζες άπό δλα έκεινα τά άγρια δένδρα, γιατί αν μείνουν οί ρίζες πάλι θά φυτρώσουν τά βλαστάρια· γ) στόν τόπο έκεΧνο τών άγριων δένδρων νά φυτέψη άλλα ήμερα καί καρποφόρα καί δ) χρειάζεται νά φυλάη τά δένδρα αυτά άπό κάθε ζφο καί άπό κάθε άναποδιά, μέχρις δτου νά ριζώσουν, νά γίνουν δένδρα μεγάλα καί νά κάνουν καρπό.

Καί σῦ, άδελφέ, γιά ν’ άποκτήσης τήν άληθινή μετάνοια χρειάζεσαι τέσσερα πράγματα: α) νά κόψης τά βλαστάρια καί τά κλαδιά τής άμαρτίας, δηλαδή νά κάνης μία σταθερή άπόφασι μέ δλη σου τήν θέλησι καί μέ δλη σου τήν καρδιά ποτέ μά ποτέ νά μή ξανακάνης τήν άμαρτία, άλλά νά βρίσκεσαι μακρυά άπό κάθε πράξι καί ένέργεια τής άμαρτίας, δπως άπέχεις καί άπό τόν θάνατο καί άπό τήν ίδια τήν κόλασι, γιατί κλάδοι καί βλαστάρια είναι οί νέες πράξεις τής άμαρτίας. Αυτή τήν άπομάκρυνσι άπό τήν άμαρτία θά σοῦ τήν προξενήση ή συνεχής συνομιλία μέ τόν Θεό, ή μνήμη τοῦ θανάτου, ή μνήμη τής κρίσεως τοῦ Θεοῦ καί τής κολάσεως, ή συχνή έξομολόγησις τής άμαρτίας σου καί ή συχνή μετάληψις τών Θείων Μυστηρίων, αν δέν εμποδίζεσαι. Μάλιστα αύτό, δηλαδή ή συχνή Θεία Μετάληψις θά σέ βοηθήση στήν άποφυγή όλων τών αιτιών τής άμαρτίας. Ιδιαιτέρως θά σέ βοηθήση ή άποφυγή τών κακών συναναστροφών καί τών προσώπων έκείνων μέ τά όποια άμάρτησες. Καί γενικά νά άποφεύγης τίς συναναστροφές εκείνες πού βλάπτουν τήν ψυχή σου. β) Χρειάζεται μέ τήν άποφυγή τής πράξεως τής άμαρτίας όχι μόνο νά κόψης τά κλαδιά τής άμαρτίας, άλλά καί νά ξερριζώσης τίς ρίζες τής άμαρτίας. Καί ρίζες τής άμαρτίας είναι οί κακές κλίσεις καί προσπάθειες καί Ιξεις καί πάθη καί όρέξεις καί επιθυμίες τής άμαρτίας, πού μένουν ριζωμένες μέσα στό βάθος τής καρδιάς σου καί άφοῦ άπομακρυνθής άπό τό κακό καί δέν άμαρτάνης ξανά. Τίς κλίσεις αύτές καί προσπάθειες καί ενθυμήσεις τής άμαρτίας γιά νά τίς βγάλης καί νά τίς ξερριζώσης έντελώς άπό τήν καρδιά σου, πρέπει νά άγωνισθής, άδελφέ. Γιατί, άν δέν τίς ξερριζώσης, υπάρχει κίνδυνος νά ξαναβλαστήσουν καί πάλι νά γεννήσουν τήν πραξι τής άμαρτίας, όπως λέει ό Μ. Βασίλειος: «Όπως δταν θέλη νά κόψη κάποιος τά κλαδιά τοῦ φυτού, άφήνοντας τίς ρίζες, πάλι ξαναβλαστάνει τό φυτό, άφοῦ έμεινε ή ρίζα, έτσι επειδή καί μερικά άπό τά άμαρτήματα προέρχονται άπό άλλα καί δέν είναι άνεξάρτητα, άναγκαστικά αύτός, πού θέλει νά καθαρισθή άπό αύτά, πρέπει πρώτα νά άποβάλη τά αϊτια τών άμαρτημάτων» (Όροι κατ’ επιτομήν σπθ')·

Γι’ αύτό βλέπουμε πολλούς μετανοημένους, πού μολονότι άποφάσισαν νά μή διαπράξουν τήν άμαρτία μέ τήν πράξι, αν καί έκοψαν τά κλαδιά τής άμαρτίας απομακρυνόμενοι τελείως άπό τήν πραξι τής άμαρτίας, άφησαν όμως τίς ρίζες καί μέ τήν καρδιά πάλι κλίνουν πρός τήν άμαρτία καί τήν επιθυμούν καί τήν θυμούνται πολλές φορές μέ τό νού τους. Καί όπως οί Ισραηλίτες σωματικά βγήκαν άπό τήν Αίγυπτο, ψυχικά δμως καί μέ τήν κλίσι τής καρδιάς τους βρίσκονταν στήν Αίγυπτο καί γι’ αύτό θυμούνταν καί έπιθυμούσαν τά σκόρδα καί τά κρεμμύδια καί τά πράσα τής Αιγύπτου (Άριθ. 11,4), ετσι καί αύτοί, έμπρακτα πραγματικά εγκαταλείπουν τήν άμαρτία, άλλά δέν εγκαταλείπουν καί τήν κλίσι πρός τήν άμαρτία καί τήν μνήμη καί τήν έπιθυμία τους. Συγχωρούν καί τόν έχθρό τους καί τού βάζουν μετάνοια καί δέν τόν εκδικούνται, άλλά μόνο μέ τό στόμα καί έξωτερικά. Στήν καρδιά τους όμως άκόμη υπάρχει κάποιο πάθος μνησικακίας καί δέν άγαπούν τόν έχθρό τους, όπως πρέπει. Γι’ αύτό καί όταν τόν βρή κάποια δυστυχία, χαίρονται, καί όταν τόν βρή κάποια εύτυχία, λυπούνται. Καί άποφάσισαν, βέβαια, μέ τό πρόσωπα εκείνο, μέ τό όποιο άμάρτησαν, νά μή άμαρτήσουν πλέον, δμως τό πρόσωπο εκείνο πάντα το θυμούνται καί αισθάνονται κάποια κρυφή κλίσι καί συμπάθεια στό πρόσωπο εκείνο. Γι’ αύτό καί τό φαντάζονται συνέχεια μέ τά μάτια τοῦ νοῦ καί γλυκομιλοῦν μαζί του καί δταν είναι ξύπνιοι καί όταν κοιμούνται. Γι’ αύτό καί συχνά τά σωματικά τους μάτια τά γυρίζουν πρός αύτό καί τό βλέπουν καί άρέσκονται νά συνομιλούν μαζί του, δταν είναι παρόν καί νά μιλούν γι’ αύτό, δταν άπουσιάζη. Καί κάνουν, δπως εκανε ή γυναίκα τοῦ Λώτ, πού χωρίστηκε σωματικά άπό τά Σόδομα, δέν χωρίσθηκε, όμως, άπό τήν καρδιά της καί γι’ αύτό γύρισε πίσω νά δή: «Καί γύρισε πίσω ή γυναίκα του γιά νά δή καί νά έγινε στήλη άπό άλάτι» (Γέν. 19,26).


Πώς φανερώνονται άπό τήν Γραφή οί κακές κλίσεις τής καρδιάς


Γι’ αύτό καί τό 'Άγιο Πνεύμα θέλοντας νά μάς φανέρωση αύτές τίς κακές ρίζες καί κλίσεις καί συνήθειες καί εξεις πού μένουν μέσα στήν καρδιά μετά τήν διάπραξι τής άμαρτίας, άλλοτε μάς λέει μέ τό στόμα τοῦ Σειράχ: «Πέθανε ό πατέρας του καί είναι σάν νά μή πέθανε, γιατί έγκατέλειψε δμοιο μ’ αυτόν» (Σοφ. Σειρ. 30,4). Τά ίδια λόγια μπορούν νά νοηθούν τροπολογικά καί γιά τήν άμαρτία, ή όποία μολονότι μετά τήν έξομολόγησι καί τήν άπομάκρυνσι άπό τήν άμαρτία πεθαίνει, δμως φαίνεται δτι σχεδόν δέν πεθαίνει, γιατί άφήνει στήν καρδιά ζωντανή τή συνήθεια καί τήν κλίσι πρός τήν άμαρτία, τήν όποία συνήθεια δίκαια μπορούμε νά τήν ονομάσουμε θυγατέρα ή μητέρα τής άμαρτίας, διότι αύτή μπορεί, άν δέν ξερριζωθή, νά γεννά καί άλλες καί άλλες άμαρτίες.

Άλλοτε πάλι, θέλοντας νά μας φανέρωση, δτι αύτή ή κακή διάθεσις καί αύτή ή κακή συνήθεια πού άφήνει ή άμαρτία στήν καρδιά, σιγά σιγά καί άνάλογα μέ τό μέτρο των άμαρτιών, πού αύξάνει, βάζει σέ μεγαλύτερο κίνδυνο τή σωτηρία τής ψυχής, μας λέει μέ τόν Παροιμιαστη, δτι ό άμαρτωλός σάν τό βόδι άκολουθεΐ τίς ηδονές πού άπαγορεύονται, δηλαδή μέ άργοπορία καί μέ άντίστασι καί μέ εναντιότητα· «Όπως τό βόδι οδηγείται στή σφαγή», λέει (Παρ. 7,22). Κατόπιν μας λέει, δτι ζητεί τίς άμαρτίες σάν τό ελάφι, δηλαδή πηδώντας καί επιθυμώντας τις: «Τρέχει σάν τό δρνεο στήν παγίδα μή γνωρίζοντας δτι τρέχει γιά τήν ψυχή». Όμοια μας λέει καί μέ τόν Δαβίδ, δτι άλλοτε ό άμαρτωλός ντύνεται τήν άμαρτία σάν τό ίδιο τό ένδυμα (Ψαλμ. 108,1)· κατόπιν λέει, δτι ή κακή συνήθεια τής άμαρτίας μέ τίς πράξεις, πού πάλι επιστρέφει καί τίς διαπράττει, είναι δπως τό νερό, πού πίνουμε, πού περνά εσωτερικά μέσα στά σπλάγχνα μας· καί στό τέλος προσθέτει, δτι ή άμαρτία, πού είναι σάν τό λάδι, περνάει καί μέσα στά κόκκαλα, μέχρι καί τό μεδούλι τών κοκκάλων. Καί άλλοτε δτι ή άμαρτία πρώτα μας διώχνει σάν έχθρό (Ψαλμ. 7,6)· κατόπιν, αφού μας συλλάβη μάς ρίχνει στή γή καί μάς καταπατεί, καί ύστερα μάς καταντάει σάν μιά λεπτή σκόνη γιά νά μάς πάρη ό άνεμος καί νά έξαφανισθούμε εντελώς (Ψαλμ. 7,5). Μέ αύτά καί μέ άλλα παρόμοια λόγια τής Γραφής μάς ειδοποιεί τό Πνεύμα τό Άγιο, δπως άναφέραμε προηγουμένως, ότι ή ψυχή, δσο περισσότερο άκολουθεΐ τήν άμαρτία, τόσο καί περισσότερες καί δυνατότερες κακές κλίσεις καί συνήθειες καί έξεις καί πάθη προξενεί στην καρδιά καί στό νοῦ, καί στη συνέχεια τόσο πολῦ απομακρύνεται άπό τη σωτηρία της. Καί άκόμη μας ειδοποιεί, ότι ή αμαρτία δεν βγαίνει εύκολα άπό τόν άμαρτωλό, όπως βγάζει κάποιος τό λερωμένο φόρεμά του καί τό πετάει, όχι, άλλά είναι σάν ένα άλλο δένδρο, πού έχει τίς ρίζες του ριζωμένες βαθειά μέσα στά βάθη τής καρδιάς του καί έχει περασμένα τά κλαδιά του μέχρι καί τά κόκκαλα καί τό μυαλό των κοκκάλων. Καί ο'ι άμαρτωλοί, σάν άνόητοι καί μωροί, νομίζουν ότι είναι εύκολο πράγμα νά γλυτώση κάποιος άπό τήν άμαρτία. Πιστεύουν, δτι είναι τό ίδιο πράγμα εϊτε κάνει κάποιος μία άμαρτία είτε έκατό, χωρίς νά σκεφθοῦν ότι όταν κανείς προσθέτη άμαρτία στήν άμαρτία, διακινδυνεύει περισσότερο τήν σωτηρία του. Διότι καί ό νους τους τυφλώνεται περισσότερο καί ή καρδιά τους πάντοτε περισσότερο σκληρύνεται. Τό βάρος αυξάνει περισσότερο, οί βοήθειες τοῦ Θεοῦ δέν υπάρχουν γιά νά τούς συγκρατοῦν. Δυναμώνει περισσότερο εναντίον τούς ό πόλεμος τοῦ διαβόλου καί οί δυνάμεις τους, γιά νά καταπολεμήσουν τόν εχθρό, λιγοστεύουν.


Αυτοί πού μετανοούν στό τέλος τής ζωής τους, είναι σάν τούς ασθενείς πού μόλις σηκώθηκαν από τήν ασθένεια


Γι’ αυτό πολύ σοφά ένας Διδάσκαλος ονομάζει έκείνους τούς άμαρτωλούς πού μετανόησαν, πού μόλις βγήκαν άπό τό σταμάτημα τής άμαρτίας καί άπομακρῦνθηκαν άπό τό κακό, μέ τοῦς άρρωστους εκείνους, που σηκώθηκαν άπό την άσθένεια. Γιατί αυτοί, μολονότι δεν είναι όντως άρρωστοι, είναι όμως κίτρινοι, άσχημοι, τρώγουν, άλλά χωρίς όρεξι. Κοιμούνται, άλλά χωρίς άνάπαυσι. Γελοῦν, άλλά δίχως χαρά. Περπατούν, άλλά νομίζει κανείς, ότι σέρνονται παρά ότι περπατούν. Καί, γενικά σέ όποιο έργο έπιδοθοῦν, δοκιμάζουν μεγάλο βάρος, μεγάλη δυσκολία, μεγάλη άδυναμία. ΤΕτσι καί οί άμαρτωλοί έκεϊνοι, που έγκατέλειψαν πρίν άπό λίγο την άμαρτία, αν τῦχη νά κάνουν κάποιο καλό, δέν τό κάνουν μέ την προθυμία καί την έπιμέλεια εκείνη, που πρέπει, άλλά τό κάνουν μέ μεγάλο βάρος καί μεγάλη άδυναμία καί δυσκολία. Καί αύτό διότι τά λείψανα καί οί ρίζες τής άμαρτίας είναι άκόμη μέσα στην καρδιά τους καί δέν γιατρεῦθηκαν εντελώς.

Καί τίς ρίζες αυτές, άδελφέ, καί τίς κακές κλίσεις καί τά πάθη τής καρδιάς, πώς μπορείς νά τά βγάλης; Ακούσε: Εκείνοι, που θέλουν νά ξερριζώσουν τη ρίζα κάποιου δένδρου, μεταχειρίζονται τσαπιά, δικέλλια, τσεκουριά καί άλλα εργαλεία. “Έτσι καί συ, πρέπει νά μεταχειρισθής πολλά εργαλεία γιά νά βγάλης αυτές τίς κακές ρίζες τής άμαρτίας. Δηλαδή νά μεταχειρίζεσαι έγκράτεια φαγητών, εγκράτεια ῦπνου, γονυκλισίες, χαμαικοιτίες καί κάθε αλλη εξωτερική κακοπάθεια τοῦ σώματος, επειδή όλα αυτά, όχι μόνο βγάζουν τά χώματα, που είναι γῦρω άπό τίς ρίζες καί σαλεύουν καί κουνοῦν τίς ρίζες, άλλ’ άκόμη καί κτυποῦν καί κόβουν αυτές τίς ρίζες, γιατί συντρίβουν τήν καρδιά μέσα στήν όποία είναι φυτευμένες αυτές οί ρίζες, δπως λέει ό άγιος Μάρκος ό Ασκητής «Χωρίς τόν συντριμμό τής καρδιάς είναι άδῦνατο νά απαλλαγή κάποιος από τά πάθη. Συντρίβει την καρδιά ή τριπλή εγκράτεια, δηλαδή ή εγκράτεια τοῦ ῦπνου, τής γαστρός καί τής σωματικής άνέσεως».


Από πόσα προξενεί ται ό πόνος καί ή συντριβή


Τό πιό κοφτερό, όμως, εργαλείο καί τό πιό κοφτερό τσεκούρι από όλα, που μπορεί νά κόψη καί νά βγάλη αυτές τίς κακές ρίζες τής άμαρτίας, είναι ό πόνος τής καρδιάς, που είπαμε παραπάνω καί ή συντριβή καί ή λῦπη τής ψυχής. Τόν πόνο αυτόν θά σοῦ προξενήση ή μνήμη αυτών των επτά, δπως είπαμε καί προηγουμένως: Α) Ότι έβλαψες τόν Θεό καί τίς φυσικές τελειότητες τοῦ Θεοῦ μέ τίς αμαρτίες σου. Β) Ότι φάνηκες αχάριστος στίς άμέτρητες ευεργεσίες που σοῦ έκανε ό Θεός. Γ) Ότι έκανες μία ανήκουστη άδικία καί κατεφρόνησες τήν εξαγορά, που σοῦ έκανε ό Υίός τοῦ Θεοῦ μέ τά τόσα πάθη καί μέ τό ίδιο αιμα του. Δ) Ότι έβλαψες καί συ τόν εαυτό σου πρόσκαιρα καί αιώνια μέ τίς άμαρτίες που έκανες. Ε) Ότι έχασες τόν Θεό καί τή Θεία Χάρι τής υιοθεσίας καί δικαιώσεως που είχες. ΣΤ) Ότι στερήθηκες τήν αιώνια μακαριότητα τοῦ Παραδείσου καί Ζ) δτι κέρδισες μία άπειρη κόλασι καί μία αιωνιότητα βασάνων μέ τίς άμαρτίες σου.

Πρέπει άκόμη α) ό πόνος αυτός νά είναι τόσο ένεργητικός καί άκρος καί μεγάλος, δπως είπαμε παραπάνω, δπως είναι ό πόνος μιας μητέρας, που χάνει τ<5 μονάκριβο παιδί της ή τόν άγαπημένο τής σῦζυγο. Ή δπως είναι ό πόνος μιας μαχαιριάς, που θά σοῦ δώσουν η μιάς μεγάλης βελόνας η ένός αγκαθιού, που θά μπή μέσα στό πόδι σου, γιά τό όποιο Ιλεγε ό Δαβίδ: «Ταλαιπωρήθηκα καί πόνεσα σάν νά μπήκαν αγκάθια στό σώμα μου» (Ψαλμ.31,4) σέ τρόπο ποῦ ό πόνος αυτός καί ή λῦπη νά πλακώνη την καρδιά σου σάν μία πλάκα καί νά την συντριβή καί νά την τσακίζη καί νά την κάμνη άλλοτε νά βγάζη αναστεναγμούς καί άλλοτε δάκρυα. Γι’ αυτό καί είπε ό άββας Ισαάκ ό Σύρος- «Μετάνοια είναι καρδιά, ποῦ εχει συντριβή καί πού εχει ταπεινωθή» (Λόγος πα'). Καί πάλι αλλού λέει: «Μετάνοια είναι ή έγκατάλειψις των προηγουμένων καί ή λῦπη γι’ αυτά». Καί ό άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος αναφέρει: «Μετάνοια σημαίνει υπερβολική ταλαιπωρία τής κοιλιάς μέ τή νηστεία καί κτύπημα τής ψυχής μέ υπερβολική συναίσθησι» (Λόγος ε' περί Μετανοίας).


Ό πόνος τής καρδιάς πρέπει νά είναι παντοτινός


Αυτός ό πόνος καί ή λῦπη τής καρδιάς πρέπει νά είναι παντοτινός, γιατί παντοτινή είναι καί ή μετάνοια. Γι’ αυτό, αδελφέ μου, κι έσῦ πάντοτε πρέπει νά έχης στήν καρδιά σου αυτόν τόν πόνο. Γιατί όσο έχεις τόν πόνο αυτόν, έχεις καί την μετάνοια· μόλις όμως έκλείψει ό πόνος αύτός από την καρδιά σου, αμέσως απομακρύνεται από σένα καί ή μετάνοια, όπως λέει ό Γεώργιος ό Καρέσσιος μέ τούς λοιπούς θεολόγους. Γι’ αυτό καί ειπε ό άγιος Ισαάκ ότι «καμμία αρετή δέν είναι υψηλότερη άπό τήν μετάνοια, γιατί τό έργο της δέν μπορεί ποτέ νά φθάση στήν τελειότητα» (Λόγος νε')·


Γιά ποιά αίτια πρέπει νά είναι ό πόνος παντοτινός


Γιά τρία αίτια ό πόνος τής καρδιάς καί ή μετάνοια πρέπει νά είναι παντοτινά: α) ’Επειδή ή άμαρτία γι’ αύτό λέγεται θανάσιμη, γιατί μόλις τήν διαπράξη ό άνθρωπος είναι άξιος τού σωματικού θανάτου άπό τόν Θεό καί πρέπει νά έκλειψη άπό τή ζωή αύτή (όπως καί ό παλαιός νόμος μέ σωματικό θάνατο τιμωρούσε τίς θανάσιμες άμαρτίες), καί έτσι νά ριχθή στήν αιώνια κόλασι. Ό Θεός όμως εξ αιτίας τής φιλανθρωπίας του δέν τόν θανατώνει σωματικά, άλλά τόν άφήνει νά ζήση γιά νά μετανοήση σέ όλη του τή ζωή γιά τήν άμαρτία πού έκανε, όπως λέει ό άγιος Μάρκος ό Ασκητής, Έτσι λοιπόν ό άνθρωπος άφού πέση μιά φορά σέ άμαρτία καί μάλιστα θανάσιμη άμαρτία, δέν μπορεί πλέον ν’ άδιαφορή γιά όλη του τήν ζωή, άλλά πρέπει καθημερινά νά λυπάται, νά πονή, νά μετανοή καί νά φροντίζη γιά τήν άμαρτία του, μολονότι συγχωρήθηκε άπό τόν Πνευματικό του. Γι’ αύτό καί ό προφήτης Δαβίδ, μολονότι διά τοῦ Προφήτου Νάθαν συγχωρήθηκε άπό τόν Θεό γιά τίς δύο άμαρτίες πού Ικανέ, μολονότι πλήρωσε άρκετό κανόνα μέ τήν άποστασία πού τοῦ εκανε ό Αβεσσαλώμ ό υιός του καί τόν έδιωξε άπό τό βασίλειό του, όμως πάλι αύτός ό ίδιος δέν σταμάτησε νά φροντίζη καί νά μετανοή καί νά κλαίη γι’ αυτές τίς άμαρτίες σέ δλη του τή ζωή. Γι’ αύτό καί Ιλεγε: «Τήν ανομία μου έγώ τήν ομολογώ δημόσια καί θά φροντίσω γιά τίς άμαρτίες μου» (Ψαλμ. 37,19). Καί πάλι άλλού λέει: «Κάθε νύκτα θά λούσω τήν κλίνη μου, μέ δάκρυα θά βρέξω τό στρώμα μου» (Ψαλμ. 6,7). Κλίνη ονομάζει ό Δαβίδ τόν τόπο πού διέπραξε τή μοιχεία. Στρώμα τόν τόπο πού έξέδωσε τήν θανατική άπόφασι γιά τόν άθφο Ούρία, δπως ερμηνεύουν μερικοί Διδάσκαλοι. Γι’ αύτό καί ό Απόστολος Πέτρος, δσες φορές άκουγε τόν πετεινό, πού φώναζε, θυμόταν τήν άρνησι πού εκανε καί μετανοούσε καί εκλαιε, δπως αναφέρει ό μαθητής του άγιος Κλήμης.

Γι’ αύτό καί ό θειος Χρυσόστομος λέει: «Στέναξε δταν άμαρτήσης… Νά μένης συνέχεια στό πένθος καί στήν συντριβή τού εαυτού σου, διότι ειπε· «Μακάριοι αύτοί πού πενθούν» (Ματθ 5,4), δηλαδή αυτοί πού κάνουν συνέχεια αύτό. Κάνοντας συνέχεια αύτό καί προσέχοντας τόν εαυτό σου καί συντρίβοντας τήν καρδιά σου, δπως πενθεί κάποιος, δταν χάση γνήσιο παιδί του» (Εις Β' Κορινθίους, λόγος ε').


Ή μετάνοια δέν εξαλείφει τά ίχνη καί τά σημάδια τής αμαρτίας


Τό δεύτερο αίτιο, γιά τό όποιο ό πόνος τής καρδιάς καί ή μετάνοια πρέπει νά είναι παντοτινά, είναι γιατί κάθε άμαρτία είναι σάν πληγή, καί άν γιατρευθή ή πληγή, δμως τό ίχνος καί τό σημάδι καί ό τύπος τής πληγής απομένει στήν ψυχή, καί είναι άδύνατο νά έξαλειφθή έντελώς στήν παρούσα ζωή, δπως λέγουν οί περισσότεροι Θεολόγοι. Γιατί ένας ποῦ έκλεψε μία φορά ή πόρνευσε ή σκότωσε, δέν μπορεί νά γίνη τόσο άθψος καί τόσο καθαρός μέ τή μετάνοια, σάν νά μή έκλεψε έντελώς ή σάν νά μή πόρνευσε ή σάν νά μή σκότωσε. Γι’ αύτό δσες φορές θυμηθή ό άμαρτωλός τίς άμαρτίες, πού έκανε καί ιδή τούς τύπους καί τά σημάδια τους, δέν μπορεί νά μή λυπάται καί νά μήν κλαίη γι’ αύτές καί νά μή μετανοή, καί άν άκόμη υποθέσουμε δτι οί πληγές του αύτές είναι γιατρεμένες.

Όλων λοιπόν τών άμαρτιών τά ϊχνη καί τά σημάδια μένουν άνεξάλειπτα στήν ψυχή, δπως είπαμε. Ιδιαιτέρως δμως τών σαρκικών άμαρτιών. Γι’ αύτό καί ό Μέγας Βασίλειος, στό λόγο του περί Παρθενίας, λέει, δτι ή μετάνοια μπορεί νά συγχωρήση τήν άμαρτία ένός άνδρός ή μιάς γυναικός πού έφθειραν τήν παρθενία τους καί πόρνευσαν, δέν μπορεί δμως νά κάνη καί αύτήν πού καταστράφηκε σάν τήν παρθένο καί τήν άφθορτη. Γι’ αύτό καί σέ δλη τους τήν ζωή προξενεί πένθος σέ δσους ή σέ δσες έπεσαν στήν πορνεία. Καί στό τέλος τού λόγου του γιά τήν Μετάνοια λέει: «Υπάρχει θεραπεία καί μετά τό έλκος, άλλά τό σημάδι άπό τό τραύμα μένει». Καί ό θείος Γρηγόριος λέει: «Δέν μπορεί νά έπανέλθη ή παλιά κατάστασις, κι άν άκόμη τήν έπιζητούμε μέ πολλούς στεναγμούς καί δάκρυα, άπό τά όποια μέ πολλή δυσκολία έπέρχεται τό κλείσιμο τής πληγής. Επέρχεται δηλαδή καί τό πιστεύομε. Θά ήθελα, βέβαια, άν γινόταν νά έξαλειφθούν καί τά σημάδια τής άμαρτίας, γιατί κι εγώ έχω άνάγκη άπό φιλανθρωπία» (Λόγος εις τό άγιον Βάπτισμα). Συνοῦλωσις λέγεται τό κλείσιμο τής πληγής, τό όποιο υπόσχεται ό Θεός καί μέ τόν Προφήτη Ιερεμία λέγοντας «Νά, κλίνω τήν πληγή της καί τήν θεραπεύω» (Ίερ. 40,6). Ό Μέγας Αθανάσιος πάλι λέει: «Αυτός, που μετανοεί σταματάει τήν άμαρτία, εχει όμως τά σημάδια των τραυμάτων τής αμαρτίας». Καί ό Κύριλλος Ιεροσολύμων τά ΐδια λέει: «Καί οί σπίλοι των άμαρτιών παραμένουν στό σώμα. Όπως ακριβώς συμβαίνει όταν τό σώμα εχη κάποια πληγή, που εχει προχωρήσει κι αν ακόμη γίνη ή θεραπεία, παραμένει όμως τό σημάδι τής πληγής. Έτσι καί ή άμαρτία, πλήττει τήν ψυχή καί τό σώμα καί μένουν σέ όλα οί τῦποι των ήλων» (Κατήχ. 18). Συμφωνεί μέ αυτά καί ό Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης λέγοντας: «Μη λοιπόν, επειδή άκοῦς μετάνοια προχωρήσης χωρίς φόβο στήν άμαρτία, μέ τήν ελπίδα ότι θά θεραπευθής. Αλλά νά γνωρίζης, ότι πολλοί οῦτε καν είχαν καιρό γιά μετάνοια τιμωρούμενοι κατά τήν ώρα τής άμαρτίας. Έπειτα ή μετάνοια θεραπεύει τά πάθη μέ τήν πάροδο πολλοῦ χρόνου. Γιατί χρειάζεται καί κόπο πολῦ καί νηστεία καί αγρυπνία καί ελεημοσύνη καί προσευχές. Καί προπαντός αυτό, γιά νά θεραπευθή από τά προηγούμενα τραύματα». Τρίτον, νά γνωρίζης ότι κι αν ακόμη θεραπευθή, τό σημάδι τής άμαρτίας, που εχει άπομείνει, ελέγχει τό πάθος. Διότι δέν είναι τό ΐδιο τό σώμα τό άκέραιο μέ αυτό, ποῦ εχει θεραπευθή, οῦτε είναι τό ίδιο τό σχισμένο καί μπαλωμένο ροῦχο μέ τό όλοκαίνουργιο, κι αν ακόμη φαίνεται μέ κάποια τέχνη ότι εχει έπανέλθει στήν προηγούμενη κατάστασι» (Επιστολή ρνζ' Κασσίφ). Καί ό ιερός Χρυσόστομος, μολονότι λέει δτι· «Όταν ό Θεός έξαλείφη άμαρτήματα, δεν αφήνει οῦτε ίχνος, οῦτε σημάδι επιτρέπει νά μείνη, άλλά μαζί μέ τήν υγεία χαρίζει καί τήν ομορφιά», (Λόγος περί Μετανοίας), αυτό τό αναφέρει γιά τήν ανέκφραστη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί δχι γιά τή μετάνοια, που δεν μπορεί νά τό κάνη αυτό. Γιατί πάλι λέει ό ίδιος έκεΐ σάν νά έπεξηγή αυτό, που λέχθηκε: «Όχι μόνο επειδή ή μετάνοια μόνη της μπορεί νά εξάλειψη τήν άμαρτία, άλλά επειδή μέ τήν μετάνοια είναι ενωμένη ή άνέκφραστη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί ή άμέτρητη καλωσῦνη του». Σύμφωνος μέ αυτά αναφέρει καί ό άγιος Ιωάννης ό Νηστευτής στόν 19 κανόνα του: «Παιδί που πρίν άπό καιρό διεφθάρη, δέν επιτρέπεται νά ίερωθή. Μολονότι έκεϊνο δέν άμάρτησε λόγφ τοῦ άνωρίμου τής ηλικίας του, άλλά τό σκεῦος του, (δηλαδή τό σώμα του) ράγισε καί Ιγινε άχρηστο γιά τήν υπηρεσία τοῦ Θεοῦ». Αυτό θέλει νά φανέρωση καί ό Θεός μέ τόν λόγο εκείνον, που ειπε μέ τόν προφήτη Άμώς: «Άμάρτησε ή παρθένος τοῦ Ισραήλ, δέν υπάρχει αυτός, που θά τήν άναστήση» (Άμώς 5,2). Γι’ αυτό καί διαβάζουμε στό Γεροντικό, δτι ό Μέγας Μακάριος πάντοτε εκλαιγε καί λυπόταν, γιατί, δταν ηταν μικρό παιδί, εκλεψε μερικά άγγοῦρια άπό κάποιον κήπο.

Τό Υ αίτιο τοῦ παντοτινοῦ πόνου καί τής παντοτινής μετάνοιας είναι, διότι κάθε άνθρωπος είτε δίκαιος είναι είτε άμαρτωλός, δέν μπορεί νά μείνη άναμάρτητος άπό άμαρτίες θανάσιμες ή συγγνωστές. «Ποιός θά καυχηθή δτι εχει καθαρή τήν καρδιά του· ή ποιός μπορεί νά μιλήση έλεῦθερα καί νά πή δτι είναι καθαρός άπό άμαρτίες;» (Παρ. 20, 9). Διότι σχεδόν κάθε μέρα καί κάθε ώρα άμαρτάνουμε όλοι οί άνθρωποι πότε μέ τό λόγο καί μέ πονηρούς λογισμούς, βλάσφημους καί αίσχροῦς καί παροργίζουμε τόν Θεό. Καί γι’ αύτό ακριβώς πρέπει όλοι νά εχουμε πόνο στην καρδιά καί καθημερινά νά μετανοούμε γιά τίς άμαρτίες αυτές καί νά ζητούμε συγχώρησι άπό τόν Θεό, όχι μόνο γιά τά περασμένα μας άμαρτήματα, άλλά καί γιά τά παρόντα καί γιά τά καθημερινά. Γι’ αυτό καί ό άγιος Ισαάκ βεβαιώνοντας αυτό λέει: «Γενικά πρέπει νά γνωρίζουμε ότι κάθε ώρα, σέ αυτές τίς είκοσιτέσσερες ώρες τής ημέρας καί τής νύκτας έχουμε άνάγκη άπό την μετάνοια» (Λόγος ν').


Πόσα καλά προξενεί ό πόνος τής καρδιάς


Άν λοιπόν, άδελφέ, έχης συνέχεια στην καρδιά σου τόν πόνο αυτόν τόσο δυνατό, καθώς σοῦ είπαμε προηγουμένως, γνώριζε, ότι ό πόνος αυτός μπορεί νά προξενήση πολλά καλά στην ψυχή σου, γιατί θά συγκεντρώση τό νοῦ σου μέσα στην καρδιά σου καί δέν θά τόν άφήνη νά θυμάται τά κακά καί τίς άμαρτίες. Επειδή, κατά τρόπο φυσικό, σέ όποιο μέλος πονεϊ ό άνθρωπος, μ’ έκεΐνο άσχολεΐται καί ό νοῦς του. Αυτός ό πόνος θά κάνη τήν καρδιά σου νά ξεράση τό φαρμάκι καί τό άγκίστρι τής άμαρτίας, ποῦ κατάπιε. Αύτός ό πόνος θά τήν μαλακώση, θά τήν ταπεινώση καί θά τήν ξεκολλήση γρήγορα άπό τά πάθη καί τίς κλίσεις ποῦ άπέκτησε μέ τήν άμαρτία. Επειδή ή καρδιά τοῦ άμαρτωλοῦ είναι σκληρή, πέτρινη καί αταπείνωτη καί χωρίς νά έχη πόνο δέν μπορεί νά ταπεινωθή καί νά μαλακώση, δπως λέγεται: «Ή σκληρή καρδιά θά έπιβαρυνθή μέ πόνους» (Σοφ. Σειρ. 3,27). Αυτός ό πόνος θά άνεβή μπροστά στόν Κῦριο Σαββαώθ καί σχεδόν θά τόν βιάση νά συγχώρηση τίς αμαρτίες σου, όπως άναφέρεται: «Ή κρίσις μου βρίσκεται στόν Κῦριο καί ό πόνος μου είναι μπροστά στόν Θεό» (Ήσ. 49,4).


Άλλη πρέπει νά είναι ή ζωή καί ή διατροφή αυτών, που μετανοούν καί είναι υπεύθυνοι καί άλλη εκείνων, πού είναι ανεύθυνοι


Καί ό Δαβίδ λέει: «Πρόσεξε την ταπείνωσι καί τόν κόπο μου καί συγχώρησε όλες μου τίς άμαρτίες» (Ψαλμ. 24,18). Καί πάλι: «Καρδιά, που είναι συντετριμμένη καί που έχει ταπεινωθή, ό Θεός δέν θά την έξουδενώση» (Ψαλμ. 50,19).

Αυτός ό πόνος θά σέ κάνη νά άλλάξης καί τά φαγητά σου καί τά ποτά σου καί την ένδυμασία σου καί τόν ῦπνο σου καί όλη σου την διατροφή, που είχες πρίν νά άμαρτήσης. Επειδή έτσι πρέπει νά ζοῦν αυτοί, που μετανοούν, ταπεινά, δηλαδή μέ πένθος, λιτά καί φτωχά, α) Γιατί καί οί ασθενείς δέν έχουν τήν ΐδια διατροφή μέ τους υγιείς, όπως λέει ό άγιος Γρηγόριος Νῦσσης στό λόγο του περί Μετανοίας: «Δέν είναι σωστό αυτός ποῦ λέει, ότι είναι άσθενής νά ζή όπως οί υγιείς. Γιατί άλλη είναι ή διατροφή τοῦ ασθενούς καί άλλη εκείνου, πού έχει τήν υγεία του…». Καί άλλου πάλι λέει: «Ή ύπόσχεσις ποῦ δίνουμε στόν Θεό λέει δτι θά εχουμε μετάνοια, ένφ ή πράξις μας δέν δείχνει κάτι τό επίπονο, άλλά δείχνουμε τόν ίδιο τρόπο ζωής σάν αυτόν ποῦ είχαμε πρίν άπό τήν άμαρτία…. μόνο τό δνομα τής μετανοίας εχουμε πάνω μας χωρίς καρπό καί χωρίς ενέργεια». β) Διότι δσοι βρίσκονται κάτω άπό κανόνα καί άμαρτία θανάσιμη, δέν πρέπει νά χαίρωνται καί νά έχουν τήν ίδια ευχάριστη διατροφή καί τόν ΐδιο τρόπο ζωής, δπως οί άλλοι άνθρωποι, ποῦ δέν είναι στήν ίδια κατάστασι μέ αῦτοῦς, δπως λέει ό Προφήτης Ώσηέ: «Μή χαίρεσαι λαέ τοῦ Ισραήλ, οῦτε νά ευφραίνεσαι δπως οί άλλοι λαοί, διότι έπόρνευσες άπό τοῦ Θεοῦ σου» (Ώσ. 9,1). Αυτό τό ίδιο λέει καί ό άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος: «Άλλη είναι ή εγκράτεια ποῦ πρέπει σ’ έκείνους ποῦ είναι ύπεῦθυνοι γιά κάτι καί άλλη σ’ έκείνους, ποῦ είναι άνεῦθυνοι. Διότι οί μέν πρώτοι έχουν ώς γνώμονα τήν σαρκική κίνησι, ένφ οί άλλοι μέχρι τόν θάνατό τους καί μέχρι τό τέλος συμπεριφέρονται πρός αύτό μέ σκληρότητα καί άδιαλλαξία» (Λόγος Περί γαστριμαργίας). Καί γενικά αύτός ό πόνος είναι ποῦ θά σέ κάνη νά γίνης Μοναχός ή τούλάχιστον νά ζής σάν Μοναχός ένφ βρίσκεσαι στόν κόσμο. Αύτός ό πόνος καί ή λύπη δέν είναι πικρός, ώστε νά προξενή άπόγνωσι, γιατί τήν παρόμοια λύπη καί τόν παρόμοιο πόνο, ποῦ προξενεί άπόγνωσι, πρέπει νά τήν διώξης άπό μέσα σου, γιατί προέρχεται άπό τόν πονηρό. Άλλά ό πόνος αύτός είναι γλυκός καί χαροποιός, γιατί είναι ενωμένος μέ τήν ελπίδα τής σωτηρίας, μέ τήν πολλή γλυκειά κατάνυξι καί μέ τά δάκρυα καί μέ τό ξαλάφρωμα τής συνειδήσεως.

Γι’ αύτό καί ό άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος λέει: «Έγώ καθώς σκέπτομαι τήν ποιότητα τής κατανύξεως, μένω έκθαμβος. Πώς αύτό πού ονομάζεται πένθος καί λύπη είναι συμπεπλεγμένο μέ τήν χαρά καί τήν ευφροσύνη, όπως τό μέλι μέ τό κερί! Καί τί διδασκόμαστε άπό αύτό; Ότι ή κατάνυξις είναι ενα δώρο τοῦ Κυρίου. Καί στήν ψυχή, πού κατανύσσεται υπάρχει μία άληθινή ηδονή, διότι ό ίδιος ό Θεός μέ μυστικό τρόπο παρηγορεΐ εκείνους «πού £χουν καρδιά συντετριμμένη» (Λόγος Ζ' Περί πένθους). Καί τέλος αύτός ό πόνος θά ξερριζώση άπό τήν καρδιά σου τίς κακές £ξεις καί συνήθειες τής άμαρτίας καί θά σοῦ προξενήση τήν άληθινή μετάνοια, πού είναι σύμφωνα μέ τόν 'Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, ενας έξαφανισμός όχι μόνο τών έργων καί τών πράξεων τής άμαρτίας, άλλά καί τών διαθέσεων καί κλίσεων τής καρδιάς καί τών νοημάτων καί τών προσβολών πού δέχεται ή διάνοια. «Αύτό είναι μετάνοια, λύσις καί έξαφάνισις τών προηγουμένων ή έκείνων πού έγίνοντο έμπρακτα ή έκείνων, πού σκεπτόταν κάποιος» (Λόγος περί Μετανοίας). Ώ πόνος τόσο γλυκύς, πού προξενεί τήν άληθινή μετάνοια μέ τήν Θεία Χάρι! πόνος, πού προξενεί τήν χαρά, πού κάνει τόν άνθρωπο άκίνητο ή δυσκίνητο πρός τό κακό. Πόνος μακάριος, πού προξενεί τήν μακαριότητα εκείνη, πού δέν £χει πόνο!

Έμαθες, άδελφέ· Α) πώς νά κόβης τά βλαστάρια καί τά κλαδιά τής άμαρτίας μέ τήν άποφασιστική άποχή τής πράξεως τής άμαρτίας. Β) Έμαθες πώς νά ξερριζώνης άπό τήν καρδιά σου τίς ρίζες τής άμαρτίας μέ τόν δυνατό καί παντοτινό πόνο. Γ) Τώρα όμως μάθε πώς πρέπει νά φυτέψης στήν καρδιά σου άντί γιά τά προηγούμενα άγρια δένδρα, δένδρα ήμερα καί καρποφόρα, δηλαδή άντί γιά τίς κακίες, τίς άρετές. Άντί γιά τήν ύπερηφάνεια, τήν ταπείνωσι. Άντί τής γαστριμαργίας, τήν έγκράτεια. Άντί γιά τήν φιλαργυρία, τήν ελεημοσύνη. Άντί γιά τή σκληρότητα, τήν πραότητα. Άντί τών σαρκικών παθών, τήν παρθενία καί τήν σωφροσύνη. Άντί τής άδικίας καί τής αρπαγής, τήν δικαιοσύνη καί τό νά δίνης καί τά δικά σου. Άντί τοῦ φθόνου καί τοῦ μίσους, τήν άγάπη καί τήν φιλαδελφία. Καί άντί τής πρώτης παραβάσεως τών έντολών τοῦ Θεοῦ, τήν φῦλαξι καί τήν εργασία τους. Γιατί δέν είναι άρκετό γιά τή σωτηρία σου, άδελφέ, καί γιά τήν άπόκτησι τής άληθινής μετάνοιας τό νά ξερριζώσης άπό τήν καρδιά σου τίς ρίζες τής αμαρτίας καί κατόπιν τόν τόπο αυτό νά τόν άφήσης χέρσο καί νά μή φυτέψης έκεϊ μερικά άπό τά φυτά καί τά δένδρα τών άρετών. Άν άφήσης τήν καρδιά σου άκαλλιέργητη, πάλι θά ξαναβλαστήση άγκάθια καί δένδρα άγρια, όπως σέ συμβουλεύει τό Άγιο Πνεύμα μέ τόν ψαλμογράφο Δαβίδ* πρέπει λοιπόν νά άποφεύγης τά κακά καί νά πράττης τά άγαθά. «Έκκλινον άπό κακού καί ποίησον άγαθόν» (Ψαλμ. 33,15).

Δ) Καί τελευταίο, άφοῦ φυτέψης αυτές τίς άρετές στήν καρδιά σου, πρέπει νά τίς προσέξης, όσο μπορείς, μέχρι νά ριζώσουν, δηλαδή, μέχρι νά σοῦ γίνουν συνήθεια μέ τήν £ξι, όπως σοῦ έγιναν προηγουμένως εξις τά πάθη καί οί άμαρτίες. Καί μέχρι νά άνθίσουν καί νά κάνουν καρπό σωτηρίας καί αληθινής μετανοίας καί συγχωρήσεως των αμαρτιών σου. Γιατί άν δέν τίς προσεχής καί δέν τίς φροντίζης, ερχεται ό σπορέας τών ζιζανίων, ό διάβολος, καί τόν καιρό ποῦ έσῦ κοιμάσαι καί αδιαφορείς, τίς ξερριζώνει καί φυτεῦει πάλι τά ζιζάνια καί τίς δικές του κακίες, σύμφωνα μέ τήν παραβολή τοῦ Ευαγγελίου ποῦ λέει: «Ή βασίλεια τών ουρανών μοιάζει μέ εναν άνθρωπο ποῦ εσπειρε καλό σπόρο στό χωράφι του. ’Ενφ όμως οί άνθρωποι κοιμοῦνταν, πήγε ό εχθρός του κι εσπειρε ζιζάνια ανάμεσα στό σιτάρι κι £φυγε» (Ματθ. 13,24). Καί ακόμη, γιατί άν δέν φυλάττης τίς άρετές αύτές μέ φροντίδα, τά πάθη πάλι θά έπιστρέψουν στήν καρδιά σου. Γι’ αυτό καί οί Πατέρες ώνόμασαν τά πάθη φιλεπίστροφα, δηλαδή άγαποῦν νά έπιστρέφουν στόν τόπο τους. Καί όταν έπιστρέφουν καί βρουν τόν τόπο τής καρδιάς καλλιεργημένο καί δουλεμένο, ριζώνουν καλλίτερα από πρώτα μέσα του καί £τσι «Γίνονται τά έσχατα χείρονα τών πρώτων» καθώς ειπε ό Κῦριος (Ματθ. 12,45), πράγμα ποῦ εύχομαι ποτέ νά μή σοῦ συμβή, άγαπητέ.

Αυτά τά τέσσερα είναι, αδελφέ, τά συστατικά τής άληθινής μετανοίας. Μέ αυτά μπορείς ν’ άποκτήσης αληθινή μετάνοια. Αυτό τό χάρισμα παρακαλεϊ ή Εκκλησία μέ κάποιες ευχές τόν Θεό νά μάς τό δώση λέγοντας: «Νά εύδοκήσης νά μάς όδηγήσης σέ άληθινή μετάνοια». Αυτά είναι οί καρποί καί τά αποτελέσματα τής αληθινής μετανοίας. Μέ αυτά μπορείς νά πληροφορηθής ότι ό Θεός όντως σοῦ συγχώρησε τίς άμαρτίες καί συμφιλιώθηκε μαζί σου.


Πόσα καί ποια είναι τά σημεία τής αληθινής συγχωρήσεως των αμαρτιών από τόν Θεό


Ή συγχώρησις αυτή των άμαρτιών έχει τέσσερα σημεία, τό ένα σέ υψηλότερο βαθμό άπό τό άλλο· πρώτο σημείο είναι το νά μισήση ό άνθρωπος τήν αμαρτία μέ όλη του τήν καρδιά, όταν τήν θυμάται, φοβούμενος μήπως πέση πάλι σ’ αυτήν καί νά μή ευχαριστιέται οῦτε νά αισθάνεται κάποια κλίσι πρός αυτήν. Δεύτερο σημείο άνώτερο άπό αυτό, είναι τό νά θυμάται ό άνθρωπος τίς άμαρτίες του χωρίς πάθος, όμως, δηλαδή, χωρίς εύχαρίστησι ή λῦπη καί μίσος τρίτο καί άνώτερο άπό αυτό είναι τό όταν κάποιος θυμάται τίς άμαρτίες του καί χαίρεται, δοξάζει τόν Θεό γιά τό πλήθος τών άρετών, ποῦ άπόκτησε εξ αιτίας τών άμαρτιών του μέ τήν Θεία Χάρι καί τήν μετάνοια τέταρτο σημείο, τό πιό σπουδαίο άπό όλα, είναι τό νά βγάλη ό άνθρωπος γενικά άπό τήν καρδιά του τά εμπαθή νοήματα τής καρδιάς του καί νά τά λησμονήση τόσο τέλεια, ώστε οῦτε νά τόν προσβάλλουν.

Τό πρώτο σημείο μάς τό βεβαιώνει ό Μ. Βασίλειος· όταν ρωτήθηκε ό "Αγιος πώς θά πληροφορηθή ή ψυχή, ότι συγχώρησε ό Θεός τά άμαρτήματα, άπάντησε ότι αυτό θά τό πληροφορηθή άν αυτός, ποῦ μετανοεί, έχει τήν διάθεσι εκείνου, ποῦ είπε· Έμίσησα τήν άδικία καί τή συγχάθηκα’ (Όροι κατ’ έπιτομήν ιβ')· Τήν ίδια άπάντησι έδωσε καί ό άββάς Ισαάκ ποῦ ρωτήθηκε γιά τό ίδιο θέμα, ότι δηλαδή τότε θά καταλάβη κάποιος ότι συγχωρέθηκαν οί άμαρτίες του· «Όταν αίσθανθή μέσα στην ψυχή του, δτι τις εχει μισήσει τελείως μέσα άπό τήν καρδιά του» (Λόγος πδ').

Τό δεύτερο σημείο μας τό βεβαιώνει ό Νικήτας Ήρακλείας ό Σερράϊος· σχολιάζοντας αυτός τό ρητό τοῦ άγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στό Πάσχα που λέει· «Καί αν άκόμη μείνης πίσω άπό τους άλλους μαθητές δπως ό άπόστολος Θωμάς νά γίνης πιστός τότε άπό τά σημάδια ποῦ άφησαν τά καρφιά»· σχολιάζοντας λέγω τό ρητό αυτό γράφει· «~Αν δμως δέν πεισθής μέ αυτά, τότε νά πεισθής μέ τήν τῦπωσι τής άπαθοῦς μνήμης των παλιών σου άμαρτημάτων στό νοῦ, -τότε νά γνωρίζης δτι μέσα σου άναστήθηκε ό λόγος τής άρετής — άπαθής μνήμη είναι ή τῦπωσις αυτών, ποῦ έγιναν χωρίς ηδονή καί λῦπη, χωρίς νά συμβαίνουν τραυματισμοί άπό τήν ένθῦμησι τών τραυμάτων, εξ αιτίας τής άπάθειας ποῦ συνέβη, τήν όποία εκείνος ποῦ δέν τήν εχει, δέν θά πιστέψη σέ άλλον, δπως ό Θωμάς· είναι μάλιστα οί μέν μνήμες τών άμαρτημάτων τῦποι, καί αυτές οί άμαρτίες τά καρφιά, τά όποια τρυποῦν αύτοῦς, ποῦ πέφτουν πάνω σ’ αυτά. Όταν λοιπόν μπορέσης νά τά θυμηθής αυτά χωρίς πάθος, τότε γνώριζε, δτι μέσα σου άναστήθηκε ό παρόμοιος λόγος».

Τό τρίτο σημείο τό βρίσκουμε στό Λαυσαϊκό, στό βίο τοῦ Μακαρίου τοῦ Νεωτέρου. Αυτός, δταν κάποτε ρωτήθηκε, άν λυπάται δταν θυμηθή τόν άκοῦσιο φόνο ποῦ εκαμε δταν ήτανε νέος, άπάντησε, δτι δέν λυπάται, άντίθετα χαίρεται δχι γι’ αυτό καθ’ έαυτό τό άμάρτημα τοῦ φόνου, άλλά γιατί αυτό εγινε αιτία νά μετανοήση καί ν’ άποκτήση πλήθος άπό άρετές καί δτι δοξάζει καί ευχαριστεί τήν άγαθότητα τοῦ Θεοῦ, διότι αύτή καί αύτά μερικές φορές ποῦ άπό τήν φῦσι τους είναι κακά τά μεταβάλλει σέ άγαθά· δπως μετέβαλε καί τόν φόνο, ποῦ εκανε ό Μωυσής στήν Αίγυπτο καί τόν εκανε αιτία άγαθοῦ' γιατί άναχωρώντας ό Μωυσής έξ αιτίας του στήν £ρημο, αξιώθηκε νά γίνη θεόπτης. Γι’ αύτό καί ό Απόστολος είπε: «Σ’ έκείνους ποῦ άγαποῦν τόν Θεό, δλα άποβαίνουν σέ καλό» (Ρωμ. 8,28). Αύτό τό χωρίο σωστά ερμηνεύοντας ό άγιος Αύγουστΐνος ειπε, δτι σ’ έκείνους ποῦ άγαποῦν τό Θεό πολλές φορές καί οί κακίες καί οί άμαρτίες βοηθούν στήν άρετή: «Αύτοί ποῦ είναι γραμμένοι στή βίβλο τής ζωής δέν μπορούν νά καταστραφούν σέ αύτούς δλα βγαίνουν γιά καλό καί αύτά άκόμη τά αμαρτήματα» (Εύχή κη').

Τό τέταρτο σημείο μάς τό άναφέρει ό άγιος Θεόδωρος ό Εδέσσης, ό όποιος στό ενδέκατο κεφάλαιο άναφέρει: «Όσα πράξαμε μέ εμπάθεια, οί μνήμες αύτών τυραννούν τήν ψυχή μας. Όταν δμως τά έμπαθή νοήματα έξαλειφθοῦν εντελώς άπό τήν ψυχή μας, ώστε ούτε νά τήν προσβάλλουν, τότε φαίνεται τό σημείο τής συγχωρήσεως των προηγουμένων άμαρτημάτων» (Φιλοκαλλία). Τά ίδια σχεδόν λέει καί ό άγιος Μάξιμος, διότι άναφέρει: «Ψευδοπροφήτες είναι καί οί λογισμοί, πού παρουσιάζουν ως μικρά τά αμαρτήματα καί ποῦ προλέγουν, δτι ή συγχώρησι τους ήδη εχει γίνει· αύτοί οί λογισμοί, είναι λύκοι άρπακτικοί, ποῦ είναι ντυμένοι μέ τό μανδύα τού προβάτου, τούς όποιους θά τούς γνωρίσουμε άπό τούς καρπούς τους. Γιατί δσο καιρό άκόμη ό νούς μας ένοχλεϊται άπό τά πάθη, δείχνει δτι άκόμη δέν δεχθήκαμε τήν τέλεια συγχώρησι, δέν δείξαμε άκόμη καρπούς άξιους τής μετανοίας* καρπός τής μετανοίας είναι ή άπάθεια τής ψυχής· καί άπάθεια είναι ή έξάλειψις τής άμαρτίας…» (Εις τήν σειράν τοῦ κατά Ματθαίον, κεφ. ζ').

Βλέπεις, άδελφέ, πώς άποκταται ή άληθινή μετάνοια; Βλέπεις μέ τί κόπους καί μόχθους καί αίματα κερδίζεται ή άληθινή συγχώρησις τών άμαρτιών; Πώς λοιπόν έσῦ λές, «ας άμαρτήσω καί θά εξομολογηθώ καί θά μετανοήσω», σάν νά είναι κάποιο εύκολο πράγμα ή άληθινή μετάνοια; Γι’ αύτό άπό εδώ καί τώρα πρόσεχε, γιά τήν άγάπη τοῦ Θεοῦ, καί δταν σέ παρακινήση ό διάβολος σέ κάποια άμαρτία, άντί νά διευκολύνης τό γκρέμισμά σου λέγοντας «θά έξομολογηθώ, θά μετανοήσω», έσύ νά τοποθετήσης στήν ψυχή σου αύτό τό άνίκητο κάστρο καί νά λές: «Ποιος γνωρίζει άν εξομολογηθώ καλά; ποιός γνωρίζει άν ή άμαρτία αύτή πού σκέπτομαι νά κάνω είναι ή τελευταία καί τήν όποία ό Θεός δέν θά τήν άνεχθή καί δέν θά μέ συγχωρήση, άλλά θά κόψη τό σχοινί τής υπομονής του καί θά μέ άφήση νά πέσω στήν άπώλεια; ποιός γνωρίζει άν ό Θεός μοῦ δώση τό χάρισμα τής άληθινής μετανοίας, τό όποιο δέν εδωσε σέ άλλους παρόμοιους μέ έμένα άμαρτωλούς, πού φλογίζονται τώρα στόν άδη; ποιός γνωρίζει άν ίσως κι έγώ, πού συνήθισα νά μή φοβούμαι τόν Θεό, δοθώ σιγά σιγά σέ μία άποδοκιμασμένη ζωή καί σέ £σχατη άπελπισία; «Ή καρδιά τοῦ συνετοῦ άνθρώπου, θά σκεφθή τήν παροιμία» λέει ό Σειράχ» (Σοφ. Σειρ.

3,29). Καί σῦ, αν είσαι φρόνιμος καί σοφός στήν καρδιά, μή διακινδυνεῦσης τόσο φανερά τή σωτηρία σου, στηρίζοντας τήν έλπίδα σου σέ μία άκαρπη έξομολόγησι καί σέ μία ψεύτικη μετάνοια, καί ένώ μπορείς νά κρεμάσης τή σωτηρία σου σέ ενα δυνατό σχοινί, γιά νά σωθής, νά θέλης νά τήν κρεμάσης σέ μία σάπια κλωστή, ποῦ άφοῦ κοπή θά σέ βυθίση σέ ενα πέλαγος άτέλειωτου καί άπειρου πυρός. Τό δυνατό σχοινί είναι ή άποχή άπό τήν διάπραξι τής άμαρτίας, ό αγώνας νά ξερριζώσης άπό τήν καρδιά σου τίς κακές κλίσεις μέ ενα δυνατό πόνο καί ή άπόκτησις τής άληθινής μετανοίας καί συγχωρήσεως τών αμαρτιών σου μέ τήν πραξι τών άρετών καί τήν εργασία τών έντολών τοῦ Θεοῦ. Ή μή άποχή άπό τήν αμαρτία άπό κάποιον, είναι ή άμάσητη κατάποσι τής άμαρτίας, μέ τό όποιο δείχνει, ότι ό άνθρωπος αυτός είναι έντελώς άνόητος, γιατί θεληματικά κάνει ενα κακό άμέτρητο ορίζοντας γιά τόν έαυτό του εκείνο, ποῦ βρίσκεται μόνο στό χέρι τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μέ τό νά όρίση καιρό γιά μετάνοια καί βοήθεια τοῦ Θεοῦ γιά νά μετανοήση άξίως σάν νά ηταν ό Θεός σχεδόν φίλος τών αμαρτωλών καί όχι ό πιό μεγάλος καί πιό φοβερός τους έχθρός καί πιό δυνατός άπό εκείνους ποῦ μποροῦν νά τοῦς έκδικηθή καί σάν νά μή ήταν εκείνος ποῦ μισεί θανάσιμα κάθε αμαρτία.


Πως ερμηνεύεται τό «πίπτ’ έγειραι», δηλαδή, τό πέσε καί σήκω


Άς μή σέ πλανήση, άδελφέ, ό λογισμός λέγοντας σου· νά ποῦ οί Πατέρες λέγουν «πίπτ’ εγειραι», δηλαδή, όσες φορές πέσης, σήκω καί σώζεσαι. Λοιπόν αυτή είναι ή μετάνοια, τό νά πέφτη κανείς, δηλαδή, καί νά σηκώνεται καί τό νά σηκώνεται καί πάλι νά πέφτη; Άδελφέ, πλανεμένη καί κακή έξήγησις είναι αυτή ποῦ κάνεις τοῦ ρητοῦ αύτοῦ· διότι οί Πατέρες τό είπαν αυτό γιά νά βγάλουν άπό τους άνθρώπους τόν φόβο τής άπογνώσεως καί όχι γιά νά τοῦς κάνουν νά αμαρτάνουν μέ τήν έλπίδα τής έξομολογήσεως καί τής μετανοίας. Μακρυά μία τέτοια σκέψις! Γι’ αυτό λέει ό άγιος Ισαάκ: «Τήν άνδρείά, ποῦ οί θείοι Πατέρες τοποθέτησαν στίς θείες τους Γραφές… δέν πρέπει γιά μάς νά γίνη βοήθεια τής αμαρτίας… Γιά νά έχουμε εμείς έλπίδα μετανοίας, σκέφτηκαν νά κλέψουν άπό τό νοῦ μας τόν φόβο τής άπογνώσεως» (Λόγος ο"). Έπειτα οί πατέρες είπαν «πίπτ’ εγειρε»· πέσε και σήκω καί όχι σήκω καί πέσε, όπως άντίστροφα τό έρμηνεῦεις έσῦ· πολῦ διαφέρει τό ϊνα άπό τό άλλο. ΊΩστε τό νά πέφτη κάποιος καί νά σηκώνεται, καί κατόπιν, άφοῦ σηκωθή πάλι νά πέφτη, αυτό οῦτε είναι, οῦτε όνομάζεται μετάνοια, όπως τήν ονομάζεις έσῦ, άλλά είναι καί ονομάζεται άπό τόν Απόστολο Πέτρο σκῦλος, ποῦ γυρίζει στόν εμετό του καί γουροῦνι ποῦ κυλιέται πάλι στήν προηγούμενη λάσπη του (Β' Πέτρου 2,22). Τό δέ άληθινό νόημα τοῦ «Πίπτ’ εγειραι» είναι, ότι ό άνθρωπος πρέπει μέ δλες του τίς δυνάμεις νά βρίσκεται μακρυά άπό τήν αμαρτία καί νά φυλάγεται νά μή πέση. "Αν δμως άπό άσθένεια ανθρώπινη πέση καί δχι μέ τήν δική του προαίρεσι, δέν πρέπει νά άπελπίζεται, άλλά άμέσως νά σηκώνεται καί νά έξομολογήται καί νά μετανοή χωρίς νά χάνη καιρό. ’Επειδή σύμφωνα μέ τόν άγιο Ιωάννη τής Κλίμακος· «Γνώρισμα τών Αγγέλων είναι τό νά μήν πέφτουν, καί άν ποτέ συμβή αυτό, άμέσως νά σηκώνονται» (Λόγος δ' περί Ύπακοής). Γι’ αυτό καί σῦ, άδελφέ, άν ίσως επεσες άπό τήν μεγάλη σου δυστυχία καί τήν άσθένεια, μή γελασθής καί πής στόν εαυτό σου· εγώ τώρα επεσα καί ϊπεσα, λοιπόν ας ξαναπέσω άκόμη καί ας κάνω πάλι καί πάλι τήν άμαρτία, έπειδή επεσα μία φορά στή λάσπη, καί υστέρα έξομολογοῦμαι καί μετανοώ γιά δλα καί άπομακρῦνομαι πλέον άπό τό κακό. Γιά τήν άγάπη τοῦ Κυρίου, άδελφέ, μήν άκοῦς τό λογισμό αυτό, γιατί φανερά προέρχεται άπό τόν διάβολο, ποῦ ζητεί τήν καταστροφή σου. Άλλά μόλις άμαρτήσης μία φορά, μή τό κάνης γιά δεῦτερη φορά πάλι, μή άργοπορήσης, οῦτε νά ῦπομένης καί νά κυλιέσαι μέσα στή λάσπη: «Μή άναβάλης τήν επιστροφή σου πρός τόν Κῦριο, καί μή άναβάλης άπό μέρα σέ μέρα» (Σοφ. Σειρ. 5,7), άλλά σήκω καί πήγαινε στόν Πνευματικό καί εξομολογήσου· γιατί δσο νέα είναι ή πληγή, τόσο πιό εύκολα θεραπεύεται. Καί δσο περισσότερο παλαιώνει, τόσο πιό δῦσκολα ιατρεύεται, δπως λέει ό άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος: «Όσο άκόμη τό τραῦμα είναι νέο καί ζεστό, γρήγορα θεραπεύεται· ενώ τά χρόνια τραύματα, έπειδή δέχθηκαν τήν άδιαφορία καί παρέμειναν αφρόντιστα, δύσκολα θεραπεύονται» (Λόγ. ε' περί Μετανοίας). Καί αν πάλι δέν βρής πρός τό παρόν καιρό γιά έξομολόγησι, δείξε μετάνοια στόν Θεό χωρίς νά περιμένης τόν καιρό τής Έξομολογήσεως καί προσπάθησε νά συμφιλιωθής καί νά ειρήνευσής μέ τόν Θεό διά μέσου πολλών πράξεων πόνου καί συντριβής καί μετανοώντας όσο μπορείς καί μή κοιμηθής οῦτε μία νῦκτα ευχαριστημένος, άν προηγουμένως δέν προσπέσης καί δέν μετανοήσης στόν Θεό, μέχρις ότου πας στόν Πνευματικό νά έξομολογηθής, γιατί αυτή είναι μία ανυπόφορη αυθάδεια, όντας έσῦ κάθε ώρα καταδικασμένος σέ θάνατο, νά σταθής έστω καί γιά μία στιγμή σέ κάποια θανάσιμη άμαρτία καί νά κρεμασθής από μία κλωστή, όπως είναι ή ζωή σου, πάνω στήν άβυσσο όλων τών κακών, όπως είναι ό Άδης. Άχ! Άλλά έσῦ ταλαίπωρε, όχι μόνο μία στιγμή στέκεσαι στήν άμαρτία αμετανόητος, άλλά στέκεσαι μήνες καί καιροῦς. Καί γιά νά βγής άπό ένα τέτοιο κίνδυνο, περιμένεις τήν ημέρα τής Λαμπρής ή τών Αποστόλων ή τών Χριστουγένων, γιά νά έξομολογηθής καί παίζεις καί γελάς καί κοιμάσαι άμέριμνος σάν νά έβλαπτες όχι τήν λογική καί άθάνατη ψυχή σου, άλλά ένα άναίσθητο δαυλό, ποῦ δέν αισθάνεται τήν βλάβη ποῦ τοῦ προξενείς, οῦτε μπορεί νά σέ έκδικηθή. Γι’ αυτό ακούσε αυτό τό φοβερό περιστατικό, ποῦ διαβάζουμε στίς ιστορίες.


Ιστορία φοβερή


Ένας νέος δέθηκε καρδιακά άπό τόν έρωτα καί τά δεσμά μιας πόρνης. Άφοῦ ελέγχθηκε πολύ γι’ αύτό άπό τούς γονείς του καί άπό τούς συγγενείς του καί άπό τόν Πνευματικό του, άποφάσισε νά σπάση τά δεσμά αύτά τής άμαρτίας μέ μία γενική καί καθολική έξομολόγησι όλων του των άμαρτιών. Συγκεντρώνοντας λοιπόν τό πλήθος τών άμαρτιών του τίς εγραψε σέ ενα χαρτί. Στήν έξέτασι όμως τών άμαρτιών του πού εκανε, δέν είχε καί τόν άπαραίτητο πόνο καί τήν συντριβή στήν καρδιά του, όπως πρέπει νά κάνουν εκείνοι, πού θυμούνται τίς άμαρτίες τους καί έτοιμάζονται νά εξομολογηθούν, άλλά τόσο πολύ λίγο πόνο ειχε, πού πηγαίνοντας γιά νά έξομολογηθή, στόν δρόμο πέρασε πάλι άπό τήν πόρτα τού καταραμένου σπιτιού τής πόρνης εκείνης, στό όποιο σάν άγνωστος, παρακινήθηκε πάλι νά μπή, καί άφού μπήκε, άποφάσισε πάλι νά πέση στήν άμαρτία καί κοντά στίς παλιές νά προσθέση καί πάλι μία νέα άμαρτία, μέ τήν ελπίδα ότι θά έξομολογηθή όλες τίς άμαρτίες του. Άλλά τί άκολούθησε; όπως βρισκόταν πάνω σ’ εκείνο τόν πονηρό λογισμό νά πέση στήν πορνεία, νά καί εφθασε καί άλλος νέος συνεραστής καί άγαπητικός τής Γδιας πόρνης, ό όποιος βλέποντάς τον εκεί, θύμωσε καί κτυπώντας τον μόνο μέ μία πληγή τόν σκότωσε. Παίρνοντας κατόπιν οί άνθρωποι τό λείψανό του γιά νά τό ενταφιάσουν, βρήκαν πάνω του τό χαρτί, στό όποιο είχε γραμμένες τίς άμαρτίες του, γιά νά τίς έξομολογηθή. 7Ω ελεεινός θάνατος!

Ελπίδες ψεύτικες! λογισμός πλανεμένος τοῦ δυστυχισμένου αύτοῦ νέου!

Τώρα αν είσαι καί σῦ, αδελφέ, παρόμοιος μέ τόν τρισάθλιο αυτόν νέο στήν αυθάδεια, νά βλάπτης τόν Θεό καί νά άμαρτάνης μέ τήν έλπίδα τής συγχωρήσεως, έλα σέ συναίσθησι, σέ παρακαλώ, έλα, γιά νά μή τῦχης καί γίνης καί σῦ μία μέρα παρόμοιός του στήν απώλεια καί στήν τιμωρία.

Ή κόλασις είναι ένα τόσο μεγάλο καί φοβερό κακό, ποῦ μόνο αύτό τό συμβάν καί μόνον αυτή ή ιστορία, πρέπει νά σέ κάνη πολῦ νά φρίξης καί νά σέ έμποδίση άπό κάθε άμαρτία· «Όταν τιμωρήται ό κακοποιός, τότε όποιος παρεκτρέπεται άπό επιπολαιότητα, γίνεται προσεκτικώτερος» (Παροιμ. 19,25). Άφησε λοιπόν αυτή τήν αυθάδεια καί τό ψεῦτικο θάρρος τοῦ νά άμαρτάνης μέ τήν έλπίδα τής μετανοίας καί τής έξομολογήσεως καί έχοντας πάντοτε στή μνήμη σου τό παράδειγμα αύτοῦ τοῦ δυστυχισμένου νέου, μή ξεθαρρεῦης ποτέ, άλλά νά εργάζεσαι «τήν σωτηρία σου μέ φόβο καί τρόμο» (Φιλιπ. 2,12) όπως σοῦ παραγγέλλει ό Απόστολος. Γιατί καί ή άληθινή μετάνοια γεννιέται άπό τόν φόβο· καί ή μέν μετάνοια μοιάζει μέ τό καράβι, ποῦ σέ οδηγεί στό λιμάνι τής άγάπης, ενώ ό φόβος είναι ό καραβοκύρης τοῦ καραβιού αύτού, όπως λέει ό άββας Ισαάκ. Καί σέ άλλο σημείο πάλι λέει: «Ή μετάνοια είναι ή δεύτερη χάρις καί γεννιέται στήν καρδιά άπό τόν φόβο καί τήν πίστι» (Λόγος οβ'). Καί πάλι: «Ή μετάνοια είναι τό πλοίο, ό φόβος είναι ό κυβερνήτης, καί ή άγάπη τό λιμάνι τό θεϊκό».

Γι’ αύτό, αγαπητοί μου έν Χριστφ, αδελφοί, στη μετάνοια, στη μετάνοια σας προσκαλώ δλους μέ τόν παρόντα λόγο, όλους, μικρούς καί μεγάλους, ιερωμένους καί λαϊκούς· στη μετάνοια ας τρέξουμε δλοι μας άδελφοί, άνδρες καί γυναίκες, νέοι καί γέροντες· ας καταφύγουμε δλοι, δλοι στίς αγκαλιές τής μετανοίας χωρίς νά έξαιρεθή κανένας, γιατί δέν μπορεί άλλη άρετή νά μας συμφιλιώση μέ τόν Θεό δλους έμας, πού άμαρτήσαμε παρά μόνον ή μετάνοια. ~Ας φωνάξουμε κι εμείς μέ τόν Δαβίδ: «Ελάτε ας προσπέσουμε καί ας κλίνουμε τά γόνατά μας σ’ Αύτόν! "Ας γονατίσουμε μπροστά στόν Κύριο τόν Δημιουργό μας, γιατί αύτός είναι ό Θεός μας καί εμείς λαός του καί πρόβατα, πού τά οδηγεί τό χέρι του» (Ψαλμ. 94,6). "Ας φωνάζουμε δυνατά μαζί μέ τούς Τρεις ΠαΧδας πρός τόν Θεό: «'Αμαρτήσαμε, άνομήσαμε, άπομακρυνθήκαμε άπό κοντά σου· άμαρτήσαμε σέ δλα, δέν άκούσαμε τίς εντολές σου, δέν τίς τηρήσαμε, δέν πράξαμε, δπως μας διέταξες» (Αίνος Τριών Παίδων 5). Κάθε ενας άπό εμάς ας άπομακρυνθή άπό τόν πονηρό του δρόμο, δπως έκαναν εκείνοι οί Νινευΐτες· καί δπως φώναξαν εκείνοι, ας φωνάξουμε κι εμείς πρός τόν Θεό: «Ποιός γνωρίζει μήπως μετανοήσει ό Θεός… καί δέν θά χαθούμε;». Καί δποιος άπό έμας έσφαλε στόν Θεό μετά τό άγιο Βάπτισμα, αύτός μέρα καί νύκτα ας μή παύση νά φωνάζη έκεΧνα τά κατανυκτικά λόγια, πού τόν διδάσκει ό κήρυκας τής μετανοίας καί χρυσός στήν γλώσσα καί τήν καρδιά Ιωάννης, λέγοντας: «Όποιος άμάρτησε έχοντας τό άγιο Βάπτισμα, στόν ούρανό άμάρτησε. Γιατί έκεΧνος, πού άμαρτάνει πρίν άπό τό Βάπτισμα, αμαρτάνει στη γή· «Γη είσαι καί στη γη θά έπιστρέψης», λέχθηκε στόν Άδάμ (Γέν. 3,19). "Οποιος όμως μέ τό Βάπτισμα ντύθηκε τό Χριστό, δέν είναι πλέον γη, άλλ’ ουρανός· «"Όπως είναι ό χωματένιος, τέτοιοι είναι καί οί χωματένιοι, καί όπως είναι ό έπουράνιος, τέτοιοι είναι καί οί έπουράνιοι» (Α' Κορ. 15,48). Αν λοιπόν κάποιος αμάρτησε μετά τό Βάπτισμα, στόν ουρανό αμάρτησε. Γι’ αυτό ας προσέρχεται καί ας λέη· «Πατέρα, άμάρτησα στόν ουρανό καί ενώπιον σου, καί δέν είμαι άξιος νά ονομάζομαι υιός σου» (Λουκ. 15,18). Γιατί; λέγε τήν αιτία· Γιατί τήν καρδιά μου, πού ηταν λουσμένη μέ τό αιμα τού Χριστού καί ειχε άνθίσει σάν τό τριαντάφυλλο, τήν βρώμισα μέ τίς ηδονές, σέ έξώργισα, παρεπίκρανα τό Πανάγιο Πνεύμα σου· τήν άστραφτερή στολή τής πίστεως τήν λέρωσα μέ τήν αμαρτία· τήν ψυχή μου, πού ελευθερώθηκε μέ τό Βάπτισμα καί μέ τό αγιο Φώτισμα εγινε σάν τό χιόνι, τήν υποδούλωσα στό σκοτάδι τής αμαρτίας. Κάνε με όπως εναν άπό τούς υπηρέτες σου».

~Ας φροντίσουμε άδελφοί μου νά άποκτήσουμε τήν άληθινή μετάνοια μέσα στήν ψυχή μας καί τά σημάδια τής άληθινής μετανοίας, όπως άποδείξαμε στόν παρόντα λόγο. ’Άς άγωνισθοῦμε γιά νά εχουμε πάντοτε στήν καρδιά μας καί τόν πόνο γιά τίς άμαρτίες μας, πού είναι στοιχείο τής άληθινής μετανοίας, ό όποιος πόνος γενικά άποτελεΐται άπό δύο αίτια, ενα έκούσιο καί ενα άκούσιο. Τό εκούσιο πάλι άποτελεΐται άπό δύο αίτια, ενα εσωτερικό (ψυχικό) καί άπό ενα εξωτερικό (σωματικό). Εσωτερικό λοιπόν αίτιο, ποῦ προκαλεΐ στήν καρδιά πόνο καί συντριβή, είναι πρώτα ενας λογισμός άπό λῦπη καί πένθος ενωμένος μέ τήν αύτομεμψία καί τήν κατηγορία τοῦ έαυτοῦ μας, ότι άμαρτήσαμε καί γιά τίς άμαρτίες μας λυπήσαμε καί πικράναμε τόν Θεό, ότι χάσαμε τήν χάρι καί τήν Βασιλεία του καί ότι κερδίσαμε μία αιωνιότητα άπειρων κολάσεων καί βασάνων γιατί αύτός ό λογισμός, όπως ή πέτρα πλακώνει καί βγάζουν τό κρασί, ετσι κι αύτός πλακώνοντας τήν καρδιά μας, δέν τήν άφήνει νά σκιρτά στά πάθη καί τίς σαρκικές ηδονές, άλλά τήν στενοχωρεΐ, τήν συντρίβει καί τήν κάνει νά πονάη καί νά βγάζη δάκρυα. Έτσι μας λέει ό άγιος Γρηγόριος Θεσσαλονίκης στήν επιστολή του πρός τήν Μοναχή Ξένη. Ή εσωτερική αύτή λῦπη τής ψυχής προξενεί τήν άληθινή μετάνοια, όπως είπε καί ό Απόστολος: «Ή λῦπη, ποῦ άντιμετωπίζεται σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού, οδηγεί σέ μετάνοια» (Β' Κορ. 7,10).

Δεύτερον καί ή μνήμη τών άμαρτιών, τό ταπεινό φρόνημα καί ή δέησις ποῦ γίνεται πρός τόν Θεό άπερίσπαστα καί μέ όλη τήν καρδιά καί ή προσευχή γιά τίς άμαρτίες μας, πότε λέγοντας, «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ τοῦ Θεού, έλέησόν με», καί «Ιησού μου γλυκύτατε, πολῦ σέ λύπησα», πότε «Άμάρτησα Κύριε, άμάρτησα». Καί «Πατέρα, άμάρτησα στόν ούρανό καί ενώπιον σου καί δέν είμαι άξιος νά όνομάζωμαι υιός σου» καί άλλα παρόμοια τά όποια συντρίβουν τήν καρδιά καί τήν κάνουν νά βγάζη δάκρυα. Γι’ αύτό είπε ό άββάς Μάρκος: «Ό νούς, όταν προσεύχεται άπερίσπαστα, συνθλίβει τήν καρδιά. Τήν καρδιά, δμως, ποῦ είναι συντετριμμένη καί ταπεινωμένη ό Θεός δέν θά τήν έξουθενώση» (Κεφ. λδ' Περί τών οίομένων…). Καί άλλου πάλι ό ΐδιος ειπε· «Μνήμη Θεοῦ είναι πόνος τής καρδιάς, ποῦ γίνεται γιά χάρι τής ευσέβειας».

Τά έκοῦσια πάλι καί έξωτερικά σωματικά αίτια ποῦ συντρίβουν τήν καρδιά, είναι ή σωματική φτώχεια, ή εγκράτεια τών φαγητών καί τών ποτών καί τοῦ ῦπνου καί κάθε άνέσεως καί ήδυπαθείας τοῦ σώματος. Γι’ αυτό άπό τή μιά μεριά ειπε ό άγιος Μάρκος: «Άδῦνατον είναι ν’ άπαλλαγή κανείς άπό τήν κακία χωρίς τό συντριμμό τής καρδιας. Συντρίβει τήν καρδιά ή τριπλή έγκράτεια, τοῦ ῦπνου, τής τροφής καί τής σωματικής άνέσεως» (κεφ. σι')· Καί άπό τήν άλλη μεριά ό άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος άναφέρει: «Ή δίψα κα'ι ή άγρυπνία έξέθλιψαν τήν καρδιά. Καί μόλις θλίβηκε ή καρδιά, έξεπήδησαν τά δάκρυα» (Λογος Στ' Περί θανάτου). Όπως λοιπόν άπό τά παραπάνω γεννιέται ή συντριβή τής καρδιας καί ή κατάνυξις, ετσι καί άπό τά άντίθετα άπό αυτά, δηλαδή άπό τόν πλοῦτο, τά ευχάριστα φαγητά καί τήν πολυῦπνία καί τή σωματική άνάπαυσι, προέρχεται ή σκληρότητα τής καρδιάς καί ή πώρωσις καί ήδυπάθεια τής ψυχής. Έτσι μάς τό βεβαιώνουν οί παραπάνω θείοι Πατέρες. Γιατί ό άγιος Μάρκος λέει: «Τό περίσσευμα αυτών προσθέτει τήν ήδυπάθεια. Καί ή ήδυπάθεια προξενεί τοῦς πονηροῦς λογισμοῦς» (σι'). Καί ό άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος αναφέρει: «Ή άναλγησία τής καρδιάς πώρωσε τόν νοῦ, καί τό πλήθος τών φαγητών ξήρανε τίς πηγές» (Λόγος στ' Περί Θανάτου). Έπισφράγισμα τών λόγων τών θεοφόρων αυτών Πατέρων είναι ή γνώμη τοῦ αγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμα, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, πού αναφέρει: «Όπως ακριβώς άπό τήν ανεσι καί τήν τρυφή καί τήν καλοπέρασι προέρχεται ή αναλγησία, ή πώρωσις καί ή σκληρότητα τής καρδιας, έτσι άπό τήν εγκράτεια καί άπό τήν προσεκτική δίαιτα προέρχεται ή συντριβή τής καρδιας καί ή κατάνυξις, πού άποτρέπει κάθε πικρία καί χορηγεί την γλυκεία ίλαρότητα» (Πρός τήν Ξένην).

Τά άκούσια πάλι αϊτια, πού συντρίβουν τήν καρδιά καί τής προξενούν πόνο, τά μέν εσωτερικά καί ψυχικά είναι οί αισχροί καί βλάσφημοι καί πονηροί λογισμοί, πού προσβάλλει ό διάβολος στό νοῦ μας σάν βέλη καί σαΐτες μέ φωτιά. Παρόμοια καί τά σωματικά καί ψυχικά πάθη, πού μας ενοχλούν καθημερινά, διότι πρέπει μέ όλη μας τήν δύναμι νά παλαίψωμε εναντίον αυτών καί νά μή άφήνουμε τόν λογισμό μας νά συγκατατεθή ή νά κάνη συνδυασμό μέ αυτά. Άλλά νά προστρέχουμε στόν Ίησοῦ Χριστό καί μέ τήν βοήθεια εκείνου νά τά διώχνουμε καί νά μή τά άφήνουμε νά μπαίνουν στήν καρδιά μας. Πόσου πόνου καί συντριβής καί θλίψεως αιτία είναι ό άκατάπαυστος αυτός πόλεμος, αυτό τό γνωρίζουν μόνον εκείνοι, πού τό δοκίμασαν μέ τήν πείρα. Γι’ αυτό γιά τόν πόλεμο αυτό εγραφε ό Θεολόγος Γρηγόριος: «Καί αυτός είναι φοβερός πόλεμος. Καί αυτή ή παράταξις είναι μεγάλη. Καί αυτή ή νίκη είναι μεγάλη» (Λόγος δ').

Τά εξωτερικά πάλι καί σωματικά αίτια, ποῦ συντρίβουν τήν καρδιά είναι οί ύβρεις, οί ατιμίες, οί αδικίες καί οί άλλες θλίψεις καί οί διάφοροι πειρασμοί, ποῦ μπορεί νά μάς συμβοῦν άπό τους άνθρώπους, άπό τοῦς δαίμονες καί άπό τήν φῦσι, δπως άναφέραμε προηγουμένως, γιατί δλα αυτά πρέπει ευχαρίστως νά τά δέχεται εκείνος ποῦ θέλει άληθινά νά μετανοήση, νά ιατρευθή καί νά δεχθή τή συγχώρησι τών άμαρτιών του. Έτσι μάς τό βεβαιώνουν οί προηγούμενοι θείοι Πατέρες ποῦ άναφέραμε: Ό άγιος Μάρκος λέει: «Τό έργο τής μετανοίας στίς έξης τρεις άρετές φαίνεται· στήν καθαίρεσι τών λογισμών, στήν άδιάλειπτη προσευχή καί στήν ύπομονή τών έπερχομένων θλίψεων» (στά σχόλια τοῦ ε' λόγου τής Κλίμακος). Καί πάλι· «Κάθε πόνος ποῦ προέρχεται χωρίς τήν θέλησί σου, άς σοῦ γίνη διδάσκαλος μνήμης καί δέν θά σοῦ λείψη άφορμή γιά μετάνοια» (νζ'). Καί άλλοῦ: «Νά σκέφτεσαι τό άποτέλεσμα κάθε θλίψεως ποῦ σοῦ συμβαίνει χωρίς τήν θέλησί σου καί θά βρής στήν θλΐψι αυτή έξαφάνισι τής άμαρτίας» (ξζΟ· Καί άλλοῦ πάλι άναφέρει: «Σημείο τής μετάνοιας γιά τήν όποία ό άνθρωπος άγωνίσθηκε είναι τό έξής· Τό νά θεωρούμε τοῦς έαυτοῦς μας άξιους όλων τών έπερχομένων θλιβερών καταστάσεων, ορατών καί άοράτων καί άκόμη περισσότερων» (Λόγος ε' Περί μετανοίας). Λέει καί ό άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Θεσσαλονίκης: «Αυτός ποῦ θεωρεί ύπεῦθυνο τόν εαυτό του γιά τά δυνατά φάρμακα τής μετανοίας, περιμένει συνέχεια κάθε θλΐψι καί ύπομένει κάθε πειρασμό σάν νά τοῦ έπρεπε καί τοῦ άρμοζε καί χαίρεται, ποῦ πέφτει στοῦς πειρασμούς, σάν νά επεσε στό φάρμακο, ποῦ καθαρίζει τήν ψυχή, καί αύτό τό χρησιμοποιεί ώς υλικό γιά τήν κοπιαστική καί ώφελιμώτατη προσευχή καί όχι μόνο δέν κρατάει κακία άλλά καί ευχαριστεί εκείνους, ποῦ τόν πειράζουν καί προσεῦχεται γι’ αῦτοῦς, σάν νά προσεῦχεται γιά τοῦς ευεργέτες του. Γι’ αύτό καί αύτός δέν δέχεται μόνον τήν συγχώρησι γιά όσα εσφαλε, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου, άλλά πετυχαίνει καί τήν βασιλεία τών ούρανών καί τήν θεία εύλογία» (Εις τήν επιστολήν πρός Ξένην). Εκείνος, όμως, ποῦ θέλει νά μετανοήση πραγματικά καί νά θεραπεῦση τίς πληγές τών άμαρτιών του καί δέν δέχεται μέ εύχαρίστησι τίς θλίψεις, ποῦ τοῦ συμβαίνουν, άλλά ταράσσεται καί γογγῦζει καί ζητεί έκδίκησι, αύτός, ας γνωρίζη, ότι ούτε εχει άληθινή μετάνοια, οῦτε ιατρεύει τίς άμαρτίες του. Έτσι μας άναφέρει καί πάλι ό ίδιος ό άγιος Μάρκος λέγοντας: «Χωρίς τίς τρεις άρετές, ποῦ προαναφέραμε δέν είναι δυνατό τό έργο τής μετανοίας νά φθάση στό τέλος» (στά σχόλια τοῦ ε' λόγου τής Κλίμακος)· καί άλλοῦ· «Όταν κάποια ψυχή, ποῦ εχει άμαρτίες δέν δέχεται τίς θλίψεις, ποῦ τής συμβαίνουν, τότε οί Άγγελοι λέν γι’ αύτήν «Ίατρεύσαμε τήν Βαβυλώνα καί δέν θεραπεῦθηκε» (Ίερ. 28,9) (Κεφ. πβ').

Όλοι φωνάζουμε πρός τόν Θεό· «Κύριε, έλέησον» καί «Δέσποτα, συγχώρησε τίς άνομίες μας». Καί όταν ό Θεός μας στείλη τό ελεός του καί τήν συγχώρησι τών άμαρτιών μας, εμείς τά διώχνουμε μόνοι μας, γιατί; διότι όταν τύχη νά μας ελθη κάποιος πειρασμός ή κάποια θλΐψις, μέ τά όποια ό Θεός μπορεί νά μας χαρίση τό ελεός του καί τή συγχώρησι τών άμαρτιών μας, εμείς δέν τά δεχόμαστε μέ χαρά, οῦτε υπομένουμε τήν θλΐψι εκείνη καί τόν πειρασμό, άλλά ταρασσόμαστε καί στενοχωριοῦμαστε καί γογγύζουμε. Γι’ αύτό κοντά στούς θεληματικούς πόνους καί κόπους τής μετανοίας, πρέπει νά υπομένουμε καί αύτούς πού συμβαίνουν χωρίς τήν θέλησί μας καί τίς θλίψεις καί τούς πόνους πού έρχονται άπό εξω, διότι τά εκούσια, σάν πιό εῦκολα, εύλογοῦνται άπό τά άκούσια, σάν πιό δύσκολα, όπως άναφέρει ό μέγας Γρηγόριος επίσκοπος Θεσσαλονίκης: «Όποιος φροντίζει γιά τήν σωτηρία του, φθάνει στήν τελείωσι μέ τήν ύπομονή τών πόνων, πού γίνονται μέ τήν θέλησί του καί χωρίς τήν θέλησι…. γιατί χωρίς τήν ύπομονή έκείνων, ποῦ έρχονται χωρίς τήν θέλησί μας, δέν θά εύλογηθοῦν καί εκείνα πού κάνουμε μέ τήν θέλησί μας» (Εις τήν επιστολήν πρός Ξένην).

Μέ αυτά πού είπαμε, άδελφοί, ας φροντίσουμε νά άποκτήσουμε τόν πόνο τής καρδιάς, γιατί χωρίς αύτόν δέν μπορούμε ν’ άποκτήσουμε οῦτε τήν αληθινή μετάνοια· καί αύτό συμβαίνει μέ φυσικό καί σωστό τρόπο. Επειδή κάθε άμαρτία ξεκίνησε καί πραγματοποιήθηκε μέσα στήν ψυχή μας μέ τήν ηδονή καί τήν εύχαρίστησι πού αισθάνθηκε ή καρδιά, γι’ αύτό πάλι μέ τήν οδύνη καί τόν πόνο τής καρδιάς πρέπει νά θανατωθή αύτή ή ίδια ή άμαρτία. Καί ετσι νά γίνουν τά άντίθετα ιάματα στά άντίθετα, σύμφωνα μέ τή γνώμη τών Ιατρών καί τών Ηθικών καί Φυσικών καί Θεολόγων. Καί αύτό τό μαρτυρεί ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης ποῦ λέει: «Επειδή ή άμαρτία εισήλθε στό άνθρώπινο γένος μέ τήν ηδονή, θά έκδιωχθή οπωσδήποτε μέ τό αντίθετο τής ηδονής…» (Λόγος η' στους Μακαρισμούς).

Ας εγκαταλείπουμε τίς πολλές καί παράκαιρες συνομιλίες καί συναναστροφές, διότι αύτά διώχνουν άπό μέσα μας τήν μετάνοια, δπως λέει ό άγιος Ισαάκ: «Μετάνοια μέ συναναστροφές, μοιάζει μέ τρύπιο πιθάρι» (Λόγος νη'). "Ας άγαπούμε τήν ησυχία καί τήν άπομάκρυνσι άπό τούς άνθρώπους, γιατί βοηθεΐ πολύ στήν άπόκτησι τής μετανοίας, δπως πάλι μας τονίζει ό ίδιος άγιος Ισαάκ λέγοντας: «Άν άγαπάς τήν μετάνοια, άγάπησε καί τήν ησυχία. Γιατί χωρίς τήν ησυχία δέν άποτελειώνεται ή μετάνοια…» (Λόγος λδ'). Σ’ αύτό βοηθάει καί ή έντολή τού Θεού πρός τόν Κάϊν μετά τήν άμαρτία πού τού είπε: «Αμάρτησες; Ησύχασε» (Γεν. 4,7). Δηλαδή· «Γνώρισε τί εκανες καί μετά τήν έπίγνωσι, νά μετανοήσης γιά δ,τι έκανες»· ετσι ερμηνεύεται τό άνωτέρω χωρίο στό Επίγραμμα περί Σιωπής τοῦ άγίου Ισαάκ στό όποιο προστίθεται καί τό εξής: «Όποιος δέν μπόρεσε νά ήρεμήση, δέν μπόρεσε καί νά μετανοήση, ούτε μπόρεσε νά καταλάβη τί είναι μετάνοια».

Άν δμως δέν μπορούμε νά ησυχάσουμε, τούλάχιστον ας έχουμε μία ή δύο ωρες τήν ημέρα καθορισμένες άπαραιτήτως καί υποχρεωτικά καί προπαντός κατά τό βράδυ καί τότε άποσυρόμενοι σέ ένα άπόμερο καί ήσυχο μέρος, συμμαζεῦοντας στήν καρδιά μας τόν νοῦ καί τίς αισθήσεις μας (εκτός άπό τίς σαρκικές, δπως είπαμε στή συμβουλή μας πρός τόν μετανοούντα), τίς περασμένες ποῦ κάναμε μέ έργο, λόγο ή συγκατάθεσι λογισμών, δσο καί τίς συγγνωστές άμαρτίες, ποῦ σφάλαμε τήν ημέρα εκείνη· καί ας μετανοούμε πικρά μέ λῦπη καί πόνο καρδιακό γι’ αυτές καί ας ζητάμε άπό τόν Θεό τή συγχώρησι γι’ αυτές. Διότι ετσι μας προστάζει τό Πνεῦμα τό αγιο νά κάμνουμε διά μέσου τοῦ Προφήτου Δαβίδ: «Όσα λέγετε στίς καρδιές σας, νά τά σκέφτεστε στό κρεββάτι σας» (Ψαλμ. 4,5). Έτσι ειπε καί ό ΐδιος ό Χριστός στόν θεράποντά του αγιο Συμεών τόν νέο Θεολόγο: «Σκέψου νά μήν κάνης κανένα άπό τά κακά εκείνα, ποῦ σέ στεροῦν τά καλά αύτά, ποῦ άξιώθηκες νά άπολαῦσης· εάν όμως, γιά νά θυμάσαι τήν ταπείνωσι, κάποτε σφάλης, προσπάθησε νά μή φῦγης άπό τήν μετάνοια· γιατί ή μετάνοια μαζί μέ τήν δική μου φιλανθρωπία, έξαφανίζει καί τά περασμένα καί τά παρόντα άμαρτήματα» (Λόγος πστ').

Καί ας μή περνάη καμμία ημέρα χωρίς νά κάνουμε αυτή τή σωτηριώδη μελέτη καί πνευματική εργασία, άναβάλλοντάς την γι’ άλλον καιρό γιατί λέει ό άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος: «Μή άπατασαι, άνόητε έργάτα, οτι θά συμπληρώσης τόν χρόνο, ποῦ έχασες. Γιατί δέν έπαρκεΐ ή ημέρα ή ίδια νά έκπληρώση τό δικό της χρέος στόν Δεσπότη Χριστό» (Λόγος στ' περί θανάτου). Ειπε άκόμη καί ό Μέγας Βασίλειος: «Νά μή περιφρονής κανένα σφάλμα κι αν άκόμη φαίνεται ότι είναι μικρότερο καί άπό ενα σκουπίδι· άλλά μέ τήν μετάνοια νά φροντίζης γρήγορα νά τό διορθώνης… μετάνοια είναι σωτηρία· άμετανοησίά, όμως, θάνατος» (Λόγος άσκητικός, περί άποταγής βίου).

Τί νά λέω πολλά; Ό Θεός, άγαπητοί μου άδελφοί, δέν θά μάς κατηγορήση καί δέν θά μας κατακρίνη τήν ήμερα εκείνη τοῦ θανάτου καί τής κρίσεως επειδή δέν θεολογήσαμε ή δέν κάναμε θαῦματα ή δέν γίναμε θεωρητικοί· όχι άλλά θά μας κατακρίνη επειδή δέν μετανοήσαμε καί δέν λυπηθήκαμε γιά τίς άμαρτίες μας. Έτσι λέει ό άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος στόν ζ' λόγο του. Γι’ αυτό καί μεΧς οί αμαρτωλοί χρωστάμε καθημερινά, γιά νά μή λέω καί κάθε ώρα, νά εξετάζουμε τόν εαυτό μας, άν βρισκώμαστε στήν αληθινή μετάνοια καί άν υποθέσουμε κάνουμε τήν ημέρα έκείνη μέ τήν βοήθεια τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ καί άλλες άρετές, τήν ημέρα έκείνη όμως πάντοτε πρέπει νά θυμώμαστε τήν αρετή τής μετανοίας καί ποτέ νά μή τήν ξεχάσουμε. Καί τήν ημέρα έκείνη, ποῦ δέν μετανοήσαμε καί δέν λυπηθήκαμε γιά τίς άμαρτίες μας, νά λέμε, ότι χάσαμε τήν ημέρα έκείνη κι άν άκόμη τήν ημέρα έκείνη κάναμε καί κάποια άλλα άγαθά. Γι’ αυτό ειπε πάλι ό άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος: «Αυτός πού άληθινά δίνει λογαριασμό, κάθε ημέρα ποῦ δέν πενθεί τήν αισθάνεται ώς χαμένη, κι άν άκόμη τήν ημέρα έκείνη εκανε κάποια άγαθά» (Λόγος ε' περί μετανοίας),

Τελειώνω καί λέω μέ τόν άγιο Συμεών τόν νέο Θεολόγο, ότι πρέπει όλοι εμείς οί Χριστιανοί νά γιατρευθοῦμε άπό τά πάθη καί τίς πληγές τής άμαρτίας, καί κατόπιν νά φυλάξουμε καί όλες τίς εντολές τοῦ Κυρίου καί νά κάνουμε κάθε άρετή. Έάν όμως δέν προλάβουμε νά έκτελέσουμε καί άλλες έντολές τοῦ Κυρίου καί άλλες άρετές, τό λιγότερο λιγότερο είναι νά βρεθοῦμε ύγιεΧς καί ολόκληροι άπό τίς πληγές καί άσθένειες τής άμαρτίας διά μέσου τής εντολής καί τής αρετής τής μετανοίας, Γιατί άν πεθάνουμε υγιείς καί ιατρευμένοι άπό τά πάθη καί τίς άμαρτίες, ερχόμαστε στή Βασιλεία τών Ουρανών άν δμως πεθάνουμε άγιάτρευτοι, άσθενεΐς καί πνευματικά άνάπηροι μέ τήν άμετανοησία, πηγαίνουμε στόν Άδη» (Λόγος ιβ'). Επειδή ή Βασιλεία τών Ουρανών δέν είναι νοσοκομείο, γιά νά δέχεται τους άσθενεΐς καί άνάπηρους, άλλά είναι κατοικία καί παλάτι, γιά νά δέχεται τους υγιείς καί γέρους. Γι’ αυτό, δικοί μου σύντροφοι συναμαρτωλοί, ας φωνάζουμε πάντοτε πρός τόν Θεό έκεϊνες τίς κοινές δεήσεις τής εκκλησίας· «Άγιε, έπίσκεψε καί γιάτρεψε τίς άσθένειές μας γιά χάρι τοῦ ονόματος σου». Καί· «Έπουράνιε Βασιλέα, παράλαβέ μας σέ κατάστασι μετανοίας καί έξομολογήσεως, ως άγαθός καί φιλάνθρωπος». Αμήν.


Загрузка...