17 Έξω, στους Πάγους

Το επόμενο πρωί, αρκετά πριν ροδίσει η αυγή, μια φάλαγγα φάνηκε να βαδίζει βόρεια από το στρατόπεδο των Άες Σεντάι, σιωπηλή σχεδόν με εξαίρεση το τρίξιμο από τις σέλες κι από τον ήχο που έκαναν οι οπλές καθώς συνέθλιβαν τη λεπτή κρούστα του χιονιού. Περιστασιακά, όλο και κάποιο άλογο ξεφυσούσε κι όλο κι ακουγόταν ο κουδουνιστός ήχος κάποιου μετάλλου, αλλά γρήγορα τον κατέπνιγε η σιωπή. Το φεγγάρι είχε ήδη δύσει κι ο ουρανός ήταν ήδη ξάστερος, αλλά το μόνο πράμα που φώτιζε το σκοτάδι ήταν η λευκή κουβέρτα που κάλυπτε τα πάντα. Όταν το πρώτο θάμπος της μέρας φάνηκε ανατολικά, η φάλαγγα προχωρούσε ήδη επί μια ώρα και περισσότερο. Όχι ότι είχαν διανύσει μεγάλη απόσταση. Σε ανοικτές εκτάσεις, η Εγκουέν επέτρεπε στον Ντάισαρ να προχωράει με αργό τριποδισμό, που είχε ως αποτέλεσμα να πιτσιλάει τον γύρω χώρο με κατάλευκο χιόνι, σαν να τον κατέβρεχε με νερό. Εντούτοις, στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, τα άλογα απλώς βάδιζαν —και μάλιστα διόλου γρήγορα— μέσα από το πενιχρό δάσος, όπου το χιόνι σχημάτιζε βαθιούς σωρούς στο έδαφος και κάλυπτε τα κλαδιά πάνω από τα κεφάλια τους. Οι βελανιδιές και τα πεύκα, οι νύσσες κι οι χαμοδάφνες, καθώς και διάφορα δέντρα που δεν αναγνώριζε, όλα έμοιαζαν ακόμα πιο βρωμισμένα και κουρελιασμένα από τις μέρες του καύσωνα και της ξηρασίας. Σήμερα ήταν η Γιορτή του Άμπραμ, αλλά αυτή τη φορά δεν θα υπήρχαν βραβεία κρυμμένα σε ψημένα γλυκίσματα μελιού. Μακάρι όμως να έδινε το Φως, έτσι ώστε κάποιοι να βρίσκονταν προ εκπλήξεων.

Ο ήλιος όλο και σκαρφάλωνε στον ουρανό, μια ωχρή χρυσαφένια μπάλα που δεν εξέπεμπε την παραμικρή ζεστασιά. Οι ανάσες εξακολουθούσαν να γδέρνουν τους λαιμούς και να παράγουν ένα συννεφάκι πάχνης. Ένας δριμύς άνεμος φυσούσε, όχι πολύ δυνατός, αν και περόνιαζε, και προς τα δυτικά μαύρα σύννεφα αναδεύονταν προς τον Βορρά, στον δρόμο για το Άντορ. Αισθάνθηκε ένα ίχνος συμπόνιας για όποιον γνώριζε από πρώτο χέρι το φορτίο που κουβαλούσαν αυτά τα σύννεφα, καθώς κι ανακούφιση που απομακρύνονταν από την πορεία τους. Μία ακόμα μέρα να περίμενε, ήταν αρκετή για να την τρελάνει. Της ήταν αδύνατον να κοιμηθεί, πιότερο εξαιτίας της ταραχής και της νευρικότητάς της παρά από τους πονοκεφάλους. Έφταιγε η νευρικότητα και τα πλοκάμια του φόβου που σέρνονταν κάτω από τις άκρες της σκηνής σαν τον παγερό αέρα. Ωστόσο, δεν ένιωθε κουρασμένη. Αισθανόταν περισσότερο σαν συσπειρωμένο ελατήριο, σαν ρολόι που το είχαν κουρδίσει στο έπακρο, γεμάτη ενέργεια που έπρεπε οπωσδήποτε να διοχετευθεί κάπου. Κι όμως, μα το Φως, υπήρχε ακόμα ο κίνδυνος να πάνε όλα χαμένα.

Η φάλαγγα ήταν εντυπωσιακή, αν και κατώτερη από τις νόρμες του Λευκού Πύργου, με τη λευκή φλόγα της Ταρ Βάλον στο κέντρο μίας σπείρας εφτά χρωμάτων, ένα για κάθε Άτζα. Κεντημένη στα κρυφά στο Σαλιντάρ, κειτόταν εδώ και καιρό στον πάτο ενός σεντουκιού, ενώ τα κλειδιά τα κατείχε η Αίθουσα. Δεν πίστευε πως θα τα έδειχναν ποτέ σε κοινή θέα, εκτός κι αν παρίστατο ανάγκη πομπώδους επίδειξης, όπως σήμερα. Χίλιοι ιππείς με μεταλλικούς θώρακες και πανοπλίες αποτελούσαν το βαρύ ιππικό συνοδείας, μια αρματωσιά από δόρατα, ξίφη, ρόπαλα και τσεκούρια που ελάχιστες φορές είχε φανεί νότια των Μεθόριων. Ο διοικητής τους ήταν ένας μονόφθαλμος Σιναρανός με ζωηρά βαμμένη καλύπτρα στο μάτι, ένας άντρας που τον είχε απαντήσει και στο παρελθόν, πριν από μια ολόκληρη Εποχή, όπως της φαινόταν. Ο Ούνο Σομέστα αντίκριζε τα δέντρα με βλέμμα αγριωπό μέσα από τις ατσάλινες μπάρες της προσωπίδας της περικεφαλαίας του, λες και περίμενε ανά πάσα στιγμή να πέσουν σε ενέδρα, ενώ εξίσου παρατηρητικοί ήταν κι οι άντρες του, στητοί πάνω στις σέλες τους.

Μπροστά τους, αόρατος σχεδόν ανάμεσα στα δέντρα, ίππευε ένας όμιλος αντρών που η μόνη τους αρματωσιά ήταν οι περικεφαλαίες κι η θωράκιση στήθους και πλάτης. Οι μανδύες τους ανέμιζαν ελεύθερα. Το ένα γαντοφορεμένο χέρι κρατούσε τα γκέμια και το άλλο άδραχνε το κοντό τόξο που κουβαλούσε ο καθένας τους, κι έτσι δεν περίσσευε κάποιο για να κρατήσει τον μανδύα και να διατηρήσει τη ζεστασιά στο κορμί. Υπήρχαν κι άλλοι ακόμα μακρύτερα, καθώς και μερικοί εκτός ορατότητας αριστερά, δεξιά και πίσω, χίλιοι όλοι κι όλοι ανιχνευτές, οι οποίοι λειτουργούσαν ως προκάλυμμα. Ο Γκάρεθ Μπράυν δεν περίμενε κάποιο τέχνασμα εκ μέρους των Αντορινών, αλλά όπως έλεγε ο ίδιος, είχε κάνει και λάθη στο παρελθόν, οι δε Μουραντιανοί ήταν ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Επιπλέον, υπήρχε η πιθανότητα να κυκλοφορούν δολοφόνοι πληρωμένοι από την Ελάιντα, ακόμα και Σκοτεινόφιλοι. Το Φως μόνο ήξερε πότε ένας Σκοτεινόφιλος αποφάσιζε να σκοτώσει ή για ποιον λόγο. Πέραν τούτου, μολονότι υποτίθεται πως οι Σάιντο απείχαν πολύ, κανείς δεν θα καταλάβαινε πως βρίσκονταν εκεί μέχρι να αρχίσουν οι σκοτωμοί. Ακόμα κι οι ληστοσυμμορίτες θα ρίσκαραν μια επίθεση σε έναν μικρό ουλαμό αντρών. Ο Άρχοντας Μπράυν δεν διακινδύνευε ποτέ δίχως λόγο κι η Εγκουέν ήταν πολύ χαρούμενη γι’ αυτό. Σήμερα, ήθελε όσο το δυνατόν περισσότερους μάρτυρες.

Η ίδια προχωρούσε μπροστά από το λάβαρο, μαζί με τη Σέριαμ, τη Σιουάν και τον Μπράυν. Οι υπόλοιποι έμοιαζαν βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Ο Άρχοντας Μπράυν καθόταν άνετα πάνω στη σέλα, ενώ η αχλή από τη σταθερή του ανάσα σχημάτιζε μια ελαφριά πάχνη πάνω στην προσωπίδα του, ωστόσο η Εγκουέν μπορούσε να διακρίνει τις ήρεμες διεργασίες του μυαλού του καθώς αποτύπωνε την περιοχή. Σε περίπτωση, δηλαδή, που χρειαζόταν να δώσει μάχη. Η Σιουάν καθόταν στη σέλα τόσο άκαμπτα, που το σίγουρο ήταν πως θα πλήγιαζε πολύ πριν φτάσουν στον προορισμό τους. Ατένιζε βόρεια, λες και μπορούσε να διακρίνει τη λίμνη, και μερικές φορές ένευε ή κουνούσε το κεφάλι της. Δεν θα συμπεριφερόταν έτσι, παρεκτός αν ήταν ανήσυχη. Η Σέριαμ δεν γνώριζε περισσότερα για τα μελλούμενα από τις Καθήμενες, ωστόσο έμοιαζε ακόμα πιο νευρική από τη Σιουάν, έτσι καθώς κουνιόταν διαρκώς πάνω στη σέλα της κι έκανε γκριμάτσες. Για κάποιον λόγο, η οργή άστραφτε στα πράσινα μάτια της.

Λίγο πιο πίσω από το λάβαρο, ακολουθούσε ολόκληρη η Αίθουσα του Πύργου σε διπλή σειρά, φορώντας κεντητά μετάξια και ζωηρά βελούδα, καθώς επίσης γούνες και μανδύες με τη Φλόγα να διαγράφεται ξεκάθαρα στη ράχη. Γυναίκες που σπάνια στολίζονταν με κάτι παραπάνω από το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού, σήμερα ήταν καλυμμένες με τα ωραιότερα πετράδια που μπορούσαν να τους παρέχουν οι κασετίνες με τα κοσμήματα του καταυλισμού. Οι Πρόμαχοί τους ήταν ακόμα πιο επιδεικτικοί και μεγαλοπρεπείς, απλώς και μόνο φορώντας τους μανδύες με τα εναλλασσόμενα χρώματα. Κάποια μέρη του κορμιού τους έμοιαζαν να χάνονται, καθώς οι μανδύες ανέμιζαν και στροβιλίζονταν στην ψυχρή αύρα. Ακολουθούσαν οι υπηρέτες, δύο ή τρεις για κάθε αδελφή, καβάλα στα καλύτερα άλογα, για τα δικά τους δεδομένα φυσικά. Κάλλιστα θα μπορούσαν να τους περάσουν για ήσσονες ευγενείς, αν κάποιοι από αυτούς δεν ίππευαν υποζύγια. Και το τελευταίο σεντούκι του καταυλισμού είχε λεηλατηθεί, προκειμένου να βρεθούν τα κατάλληλα ρούχα με τα λαμπερά χρώματα.

Ίσως επειδή ανήκε στις Καθήμενες δίχως Πρόμαχο, η Ντελάνα είχε φέρει μαζί της και τη Χάλιμα, καβάλα σε μια ζωηρή άσπρη φοράδα. Οι δυο τους ίππευαν σχεδόν πλάι-πλάι. Πού και πού, η Ντελάνα έγερνε προς το μέρος της Χάλιμα για να της ψιθυρίσει κάτι ιδιαιτέρως, παρ’ όλο που η Χάλιμα έμοιαζε πολύ ενθουσιασμένη για να την ακούσει. Υποτίθεται πως η Χάλιμα ήταν η γραμματέας της Ντελάνα, αλλά όλοι πίστευαν πως επρόκειτο για μια περίπτωση φιλανθρωπίας, φιλίας πιθανόν, αν και κάπως δύσκολο, ανάμεσα στην αξιοπρεπή αδελφή με τα ξεβαμμένα μαλλιά και στην οξύθυμη μαυρομάλλα επαρχιώτισσα. Η Εγκουέν είχε προσέξει το χέρι της Χάλιμα, το οποίο είχε την ακαλλιέργητη εμφάνιση που έχει το χέρι ενός παιδιού που μόλις μαθαίνει γράμματα. Σήμερα, φορούσε μια φορεσιά που δεν υπολειπόταν σε ομορφιά από οποιασδήποτε αδελφής, με πετράδια που συναγωνίζονταν αυτά της Ντελάνα, και μάλλον είχαν παρθεί από τη συλλογή της. Όποτε τύχαινε μια ριπή αέρα να ανοίξει τον βελούδινο μανδύα της, αποκαλυπτόταν ένα εντυπωσιακό στήθος, κι η γυναίκα τον ξανατύλιγε γύρω της αργά-αργά, γελώντας, αρνούμενη να παραδεχτεί πως κρύωνε περισσότερο από τις αδελφές.

Αν μη τι άλλο, η Εγκουέν ήταν πολύ ευχαριστημένη για τα ρούχα που της είχαν κάνει δώρο, ρούχα που της επέτρεπαν να ξεπεράσει τις Καθήμενες. Το γαλαζοπράσινο μεταξωτό είχε λευκές ρίγες κι ήταν δουλεμένο με κεντημένα μαργαριτάρια. Μαργαριτάρια, επίσης, στόλιζαν το πάνω μέρος των γαντιών της. Την τελευταία στιγμή, η Ρομάντα τής είχε δώσει έναν μανδύα με φόδρα ερμίνας κι η Λελαίν ένα περιδέραιο και σκουλαρίκια από σμαράγδια και λευκά οπάλια. Οι φεγγαρόπετρες στα μαλλιά της προέρχονταν από την Τζάνυα. Η Άμερλιν έπρεπε να λάμπει, ειδικά σήμερα. Ακόμα κι η Σιουάν έμοιαζε σαν να πηγαίνει σε χοροεσπερίδα, ντυμένη με μπλε βελούδα και δαντέλες σε χρώμα κρεμ, με μια πλατιά λωρίδα μαργαριταριών στον λαιμό της κι ακόμα περισσότερα περασμένα δαντελωτά στα μαλλιά της.

Η Ρομάντα με τη Λελαίν ηγούνταν των Καθημένων, ιππεύοντας τόσο κοντά στον στρατιώτη που κουβαλούσε το λάβαρο, ώστε τον ανάγκαζαν να κοιτάει νευρικά πάνω από τον ώμο του, ενώ που και πού τσιγκλούσε το άλογο του για να πλησιάσει τους καβαλάρηδες που προχωρούσαν μπροστά του. Η Εγκουέν δεν κοίταξε προς τα πίσω περισσότερο από μία ή δύο φορές, ωστόσο ένιωθε τα βλέμματά τους να καρφώνονται ανάμεσα στις ωμοπλάτες της. Η κάθε μια τους την έβλεπε δεμένη χειροπόδαρα, αλλά αναρωτιόταν ποιος κινούσε τα νήματα. Μα το Φως, δεν έπρεπε να πάει στραβά το πράγμα. Όχι τώρα.

Εκτός από τη φάλαγγα, σχεδόν τίποτα άλλο δεν κινούνταν σε όλη αυτή τη χιονοσκέπαστη περιοχή. Ένα γεράκι με πλατιές φτερούγες στριφογύρισε πάνω από τα κεφάλια τους με φόντο τον παγερό μπλε ουρανό λίγο πριν χαθεί ανατολικά. Δύο φορές, η Εγκουέν παρατήρησε αλεπούδες με μαύρες ουρές να τροχάζουν σε απόσταση, εξακολουθώντας να είναι καλυμμένες με την καλοκαιρινή τους γούνα, κι άλλη μια φορά ένα μεγάλο ελάφι με τεράστια διχαλωτά κέρατα χάθηκε σαν φάντασμα ανάμεσα στα δέντρα. Ένας λαγός ξεπήδησε ακριβώς κάτω από τις οπλές της Μπέλα κι απομακρύνθηκε με πηδηματάκια, αναγκάζοντας το δασύτριχο ζωντανό να τινάξει το κεφάλι του και τη Σιουάν να ουρλιάξει και να πιάσει γερά τα γκέμια, σαν να περίμενε την Μπέλα να ξεχυθεί μπροστά. Φυσικά, η φοράδα άφησε ένα επιτιμητικό ρουθούνισμα και προχώρησε μερικά βήματα, αργά-αργά. Το ψηλό και κοκκινότριχο μουνούχι της Εγκουέν φοβήθηκε περισσότερο, παρ’ όλο που ο λαγός δεν πήγε κοντά του.

Η Σιουάν άρχισε να μεμψιμοιρεί μέσα από τα δόντια της κι αφού ο λαγός είχε ήδη απομακρυνθεί, ενώ της πήρε λίγη ώρα πριν χαλαρώσει τη λαβή στα γκέμια της Μπέλα. Ανέκαθεν ένιωθε κακόκεφη όταν ανέβαινε σε άλογο —όποτε ήταν δυνατόν, ταξίδευε με άμαξα— αλλά σπανίως ένιωθε τόσο άσχημα. Δεν ήταν ανάγκη να κοιτάξεις μακρύτερα από το σημείο όπου βρισκόταν ο Άρχοντας Μπράυν ή τις αγριωπές ματιές που του έριχνε, για να καταλάβεις τον λόγο.

Ο άντρας δεν έδινε την παραμικρή ένδειξη πως πρόσεξε τις ματιές της Σιουάν. Ήταν ο μόνος έφιππος εκτός παράταξης κι η εντύπωση που έδινε ήταν η αναμενόμενη, ενός άντρα λιτού κι ελαφρώς συντετριμμένου. Ενός βράχου που είχε αντεπεξέλθει ενάντια σε καταιγίδες και που θα μπορούσε να αντέξει και σε περισσότερες. Για κάποιον λόγο, η Εγκουέν ένιωθε χαρούμενη που ο Μπράυν είχε αντισταθεί στις προσπάθειές τους να τον ντύσουν πιο επίσημα. Ναι, μπορεί όντως να ήθελαν να κάνουν εντύπωση, αλλά κι όπως ήταν ντυμένος, έδινε μια θαυμάσια εικόνα.

«Ωραίο πρωινό για ιππασία», είπε η Σέριαμ έπειτα από λίγο. «Μια βόλτα στο χιόνι είναι ό,τι πρέπει για να καθαρίσει το μυαλό σου». Δεν μιλούσε χαμηλόφωνα κι έριξε το βλέμμα της προς το μέρος της Σιουάν, που εξακολουθούσε να μουρμουρίζει, χαρίζοντάς της ένα ελαφρό χαμόγελο.

Η Σιουάν δεν έλεγε τίποτα —πώς θα μπορούσε μπροστά σε τόσον κόσμο;— αλλά κοίταξε τη Σέριαμ κάπως απότομα, σαν να της υποσχόταν πως αργότερα θα της έλεγε δυο κουβεντούλες. Η γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά έστρεψε αλλού τη ματιά της, κάνοντας κάτι που έμοιαζε με μορφασμό. Η Φτερούγα, η διάστικτη γκρίζα φοράδα της, κορδώθηκε κάνοντας μερικά βήματα μπροστά, κι η Σέριαμ την καθησύχασε με το σταθερό της χέρι. Δεν είχε δείξει ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη στη γυναίκα που την είχε αναγορεύσει Κυρά των Μαθητευομένων κι, όπως οι περισσότερες σ’ αυτήν τη θέση, είχε βρει διάφορες αιτίες για να κατηγορήσει τη Σιουάν. Αυτό ήταν και το μόνο ψεγάδι που είχε προσέξει επάνω της η Εγκουέν από τότε που είχε πάρει τον όρκο. Η γυναίκα είχε διαμαρτυρηθεί πως, ως Τηρήτρια, δεν θα έπρεπε να παίρνει διαταγές από τη Σιουάν, όπως γινόταν με τις υπόλοιπες που είχαν ορκιστεί, αλλά η Εγκουέν είχε διακρίνει αμέσως πού θα οδηγούσε αυτή η δήλωση. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Σέριαμ προσπαθούσε να πετάξει καρφιά. Η Σιουάν επέμενε πως έπρεπε να χειριστεί η ίδια τη Σέριαμ, κι η έπαρσή της ήταν πολύ εύθραυστη για να αρνηθεί το αίτημά της η Εγκουέν, εκτός κι αν τα πράγματα έβγαιναν εκτός ελέγχου.

Η Εγκουέν ευχήθηκε να υπήρχε κάποιος τρόπος να κάνουν πιο γρήγορα. Η Σιουάν δεν σταμάτησε την γκρίνια, ενώ ήταν προφανές πως η Σέριαμ σκεφτόταν ότι έπρεπε να πει κάτι που δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την επίπληξη. Όλες αυτές οι μουρμούρες και τα στραβοκοιτάγματα είχαν αρχίσει να επηρεάζουν την Εγκουέν. Λίγη ώρα αργότερα, ακόμα κι η ακριβοδίκαιη στάση του Μπράυν άρχισε να φθίνει. Προς μεγάλη της έκπληξη, συνειδητοποίησε πως σκεφτόταν να πει κάτι που θα ταρακουνούσε την αυτοκυριαρχία του. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν πίστευε πως μπορούσε να βρει τα κατάλληλα λόγια. Αν όμως αναγκαζόταν να περιμένει κι άλλο, θαρρούσε πως θα έσκαγε από την ανυπομονησία.

Ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό και κόντευε μεσημέρι, τα οδυνηρά κι αργά μίλια έμεναν πίσω, μέχρι που τελικά ένας από τους προπορευόμενους ιππείς στράφηκε προς τα πίσω κι ύψωσε το χέρι του. Με μια βιαστική συγγνώμη προς την Εγκουέν, ο Μπράυν ξεχύθηκε μπροστά. Το ρωμαλέο καστανοκόκκινο άτι του, ο Ταξιδευτής, κάλπασε κάπως αδέξια στο χιόνι, αλλά ο άντρας πρόλαβε τους προπομπούς, αντάλλαξαν μερικά λόγια κι έπειτα τους έστειλε ανάμεσα στα δέντρα και περίμενε την Εγκουέν και τους υπόλοιπους να τον φτάσουν.

Καθώς έφερνε το ζώο του ξανά πλάι στο δικό της, η Ρομάντα κι η Λελαίν τούς ακολούθησαν από κοντά. Οι δύο Καθήμενες δεν έδωσαν σχεδόν καμιά σημασία στην παρουσία της Εγκουέν και κάρφωσαν τη ματιά τους στον Μπράυν, με αυτήν την παγερή ηρεμία που τόσο πολύ τάραζε όσους άντρες έρχονταν αντιμέτωποι με τις Άες Σεντάι. Ωστόσο, σποραδικά, όλο και λοξοκοίταζε η μία την άλλη με διακριτικό τρόπο. Φαίνεται πως δεν συνειδητοποιούσαν τι ακριβώς έκαναν. Η Εγκουέν ήλπιζε να ήταν λιγότερο νευρικές από την ίδια. Κάτι τέτοιο θα την ευχαριστούσε πολύ.

Τα ψυχρά κι ήρεμα βλέμματα έπεφταν πάνω στον Μπράυν όπως η βροχή πάνω στον βράχο. Υποκλίθηκε ελαφρά στις Καθήμενες, αλλά όταν μίλησε, απευθύνθηκε στην Εγκουέν. «Έχουν ήδη φτάσει, Μητέρα». Αναμενόμενο αυτό. «Έφεραν μαζί τους άντρες σχεδόν ισάριθμους με τους δικούς μας, αλλά βρίσκονται στη βόρεια πλευρά της λίμνης. Τοποθέτησα ανιχνευτές, ώστε να μην προσπαθήσει κανείς να μας περικυκλώσει, αν και, για να πω την αλήθεια, δεν νομίζω πως υπάρχει περίπτωση για κάτι τέτοιο».

«Ας ελπίσουμε ότι έχεις δίκιο», του είπε κοφτά η Ρομάντα, ενώ η Λελαίν πρόσθεσε με ακόμα πιο ψυχρή φωνή: «Τον τελευταίο καιρό, η κρίση σου δεν είναι πάντα σωστή, Άρχοντα Μπράυν». Ο τόνος στη φωνή της ήταν παγερός, κοφτερός.

«Όπως προστάζετε, Άες Σεντάι». Έκανε ακόμα μία ελαφρά υπόκλιση, χωρίς όμως να πάρει τη ματιά του από την Εγκουέν. Όπως κι η Σιουάν, ήταν ολοφάνερα δεμένος μαζί της, όσον αφορά τουλάχιστον στην Αίθουσα. Πού να ήξεραν πόσο προσκολλημένος ήταν στην πραγματικότητα. «Κάτι ακόμα, Μητέρα», συνέχισε ο Μπράυν. «Ο Ταλμέηνς βρίσκεται επίσης στη λίμνη. Υπάρχουν κάπου εκατό άντρες της Ομάδας στην ανατολική μεριά. Δεν είναι αρκετοί για να προκαλέσουν φασαρίες, ακόμα κι αν το ήθελε, πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω».

Η Εγκουέν απλώς ένευσε καταφατικά. Δεν ήταν αρκετοί για να προκαλέσουν φασαρίες; Μα ο Ταλμέηνς θα μπορούσε να αποτελέσει πρόβλημα από μόνος του! Αισθάνθηκε κάτι σαν χολή στη γεύση της. Όχι, τα πράγματα δεν-θα-πήγαιναν-στράφιτώρα!

«Ο Ταλμέηνς!» αναφώνησε η Λελαίν κι η γαλήνια έκφρασή της θρυψαλιάστηκε. Μάλλον ήταν εξίσου νευρική με την Εγκουέν. «Και πώς μας ανακάλυψε; Αν έχεις συμπεριλάβει Δρακορκισμένους στα σχέδιά σου, Άρχοντα Μπράυν, θα μάθεις από πρώτο χέρι τι σημαίνει να παρατραβάς το σχοινί!»

Πριν προλάβει καλά-καλά να αποτελειώσει την πρότασή της, η Ρομάντα γρύλισε: «Αυτό είναι αισχρό! Λες, δηλαδή, πως μόλις τώρα πληροφορήθηκες την παρουσία του; Αν ισχύει αυτό, η υπόληψή σου σκάει σαν φούσκα!» Φαίνεται πως αυτήν τη μέρα η παραδοσιακή γαλήνη των Άες Σεντάι δεν ίσχυε για μερικές.

Εξακολούθησαν να μιλούν στο ίδιο πνεύμα, αλλά ο Μπράυν προχώρησε μπροστά, μουρμουρίζοντας πού και πού: «Όπως προστάζετε, Άες Σεντάι», κι αυτό όταν έκρινε απαραίτητο να πει κάτι. Τα πράγματα είχαν πάει χειρότερα στην ακρόαση με την Εγκουέν το ίδιο πρωί, οπότε δεν αντιδρούσε πια. Ήταν η Σιουάν αυτή που ξεφύσησε τελικά, κι αναψοκοκκίνισε αμέσως μόλις αντιλήφθηκε τις Καθήμενες να την κοιτούν εμβρόντητες. Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι της. Η Σιουάν ήταν πράγματι ερωτευμένη κι όντως επιθυμούσε διακαώς να μιλήσει σε κάποιον! Για κάποιον λόγο, ο Μπράυν χαμογέλασε, αλλά αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στο ότι είχε πάψει να είναι το αντικείμενο της προσοχής των Καθημένων.

Τα δέντρα έδωσαν τη θέση τους σε ένα ακόμα ξέφωτο, μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα, και δεν υπήρχε πια χρόνος για επιπόλαιες σκέψεις.

Εκτός από ένα πλατύ σύνορο από ψηλές καφετιές καλαμιές και σκίρπους που ξεπηδούσαν μέσα από το χιόνι, δεν υπήρχε τίποτα άλλο ενδεικτικό για να ονομαστεί αυτός ο τόπος λίμνη. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα μεγάλο λιβάδι, επίπεδο κι αόριστα ωοειδές στο σχήμα. Σε κάποια απόσταση από τη δεντρογραμμή, πάνω στην παγωμένη λίμνη, ήταν τοποθετημένο ένα τεράστιο μπλε κουβούκλιο πάνω σε ψηλούς πασσάλους, ενώ ένα μικρό πλήθος κόσμου το περιτριγύριζε, καθώς επίσης και μερικές ντουζίνες άλογα, που τα κρατούσαν οι υπηρέτες λίγο πιο πίσω. Η αύρα έκανε μια πυκνή συστάδα από σημαιάκια και λάβαρα να σείεται κι έφερνε μαζί της τους ήχους από πνιχτές φωνές που μόνο προσταγές θα μπορούσαν να είναι. Όλο και περισσότεροι υπηρέτες ξεπετάγονταν βιαστικά. Προφανώς, είχαν καταφθάσει προ ολίγου και δεν είχαν προλάβει να τελειώσουν τις προετοιμασίες.

Κάπου ένα μίλι μακρύτερα, τα δέντρα άρχιζαν να φυτρώνουν ξανά και το ασθενικό ηλιόφως αντανακλούσε πάνω στο μέταλλο, το οποίο έμοιαζε να απλώνεται σε όλη την έκταση της αντικριστής όχθης. Στα ανατολικά, αρκετά κοντά στη μεγάλη σκηνή, οι εκατό της Ομάδας δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια να κρυφτούν, έτσι όπως στέκονταν δίπλα στα υποζύγιά τους, λίγο μετά από το σημείο όπου ξεκινούσαν οι σκίρποι. Μερικοί έδειξαν προς το μέρος της σημαίας της Ταρ Βάλον, όταν η τελευταία έκανε την εμφάνισή της, κι όσοι ήταν συγκεντρωμένοι στο κιόσκι σταμάτησαν για να κοιτάξουν.

Η Εγκουέν δεν έκανε καμιά παύση και συνέχισε να βαδίζει στον χιονοσκέπαστο πάγο. Φανταζόταν τον εαυτό της σαν ένα μπουμπούκι που ανοίγει κάτω από τον ήλιο, εφαρμόζοντας αυτήν την παλιά άσκηση των μαθητευομένων. Δεν αγκάλιασε το σαϊντάρ, αλλά η γαλήνη που ένιωσε ήταν εξίσου καλοδεχούμενη.

Την ακολούθησαν η Σιουάν με τη Σέριαμ, καθώς επίσης κι οι Καθήμενες με τους Προμάχους και τους υπηρέτες. Ο Άρχοντας Μπράυν κι ο σημαιοφόρος ήταν οι μόνοι δύο στρατιώτες που πήγαν μαζί της. Οι φωνασκίες που ακούστηκαν πίσω της υποδήλωναν πως ο Ούνο τοποθετούσε σε θέση μάχης τους θωρακισμένους ιππείς κατά μήκος της ακτογραμμής. Οι ελαφρύτερα θωρακισμένοι παρατάχτηκαν πλευρικά, όσοι δηλαδή δεν είχαν αναλάβει τη φύλαξη ενάντια σε ενδεχόμενη προδοσία. Ένας λόγος που είχαν διαλέξει αυτήν τη λίμνη ήταν ότι ο πάγος είχε αρκετό πάχος για να συγκρατήσει έναν ορισμένο αριθμό αλόγων, όχι όμως εκατοντάδες, πόσω μάλλον χιλιάδες. Αυτό απέτρεπε οποιαδήποτε απόπειρα απάτης. Βέβαια, ένα κιόσκι εκτός βεληνεκούς των βελών δεν σήμαινε ότι ήταν κι εκτός βεληνεκούς της Μίας Δύναμης, ειδικά αν ήταν ορατό. Από την άλλη, κάθε άντρας ήξερε πως ήταν ασφαλής από αυτήν, εκτός κι αν απειλούσε μια αδελφή. Η Εγκουέν άφησε την ανάσα της να βγει απότομα, κι η ηρεμία την κατέκλυσε και πάλι.

Κανονικά, η κατάλληλη υποδοχή για μια Έδρα της Άμερλιν θα περιελάμβανε τρεχάτους υπηρέτες που κουβαλούν ζεστά ποτά και ρούχα τυλιγμένα σε καυτά τούβλα, ενώ οι άρχοντες κι οι αρχόντισσες θα την πλησίαζαν έφιπποι, προσφέροντας της έναν συμβολικό ασπασμό για τη Γιορτή του Άμπραμ. Οποιοσδήποτε επισκέπτης ανώτερης κοινωνικής τάξης δικαιούνταν να κάνει χρήση των υπηρετών, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση κανείς δεν κουνήθηκε από το κιόσκι. Ο ίδιος ο Μπράυν ξεπέζεψε κρατώντας τα γκέμια του Ντάισαρ, κι αυτός ο ξερακιανός νεαρός που είχε φέρει τα φρέσκα κάρβουνα την προηγούμενη μέρα έτρεξε να κρατήσει τον αναβολέα της Εγκουέν. Η μύτη του έσταζε ακόμα αλλά, ντυμένος με ένα πορφυρό βελούδινο πανωφόρι, κάπως μεγάλο για το μέγεθος του, καθώς και με έναν μανδύα σε ζωηρό, γαλάζιο χρώμα, επισκίαζε τους ευγενείς που τον κοιτούσαν κάτω από το κιόσκι. Οι περισσότεροι φορούσαν παχιά μάλλινα ρούχα χωρίς ιδιαίτερη διακόσμηση κι ελάχιστα μετάξια ή δαντέλες. Το πιθανότερο είναι πως έπρεπε να πασχίσουν πολύ μέχρι να βρουν τα κατάλληλα ρούχα από τη στιγμή που θα ξανάρχιζε η χιονόπτωση κι ενώ η πορεία θα συνεχιζόταν αμείωτη. Η αλήθεια, ωστόσο, ήταν πως ο νεαρός κάλλιστα θα μπορούσε να επισκιάσει έναν Μάστορα.

Χαλιά στρώθηκαν ως δάπεδο για το κουβούκλιο και μαγκάλια άναψαν, παρ’ όλο που ο άνεμος παρέσερνε τόσο τη θερμότητα όσο και τον καπνό. Καθίσματα είχαν τοποθετηθεί για τις αντιπροσωπείες σε δύο αντικριστές σειρές, οκτώ σε καθεμία. Δεν περίμεναν τόσο πολλές αδελφές. Μερικοί από τους ευγενείς που περίμεναν στωικά αντάλλαξαν βλέμματα κατάπληξης, και κάποιοι από τους υπηρέτες έμειναν με τα χέρια σταυρωμένα κι αναρωτιόνταν τι έπρεπε να κάνουν. Όμως δεν χρειαζόταν να κάνουν τίποτα.

Τα καθίσματα ποίκιλλαν κι ήταν παράταιρα, αλλά όλα είχαν το ίδιο μέγεθος και κανένα δεν ήταν πιότερο φθαρμένο ή χαλασμένο από τα υπόλοιπα. Λίγο πολύ, όλα τους είχαν επιχρυσωμένα σκαλίσματα. Ο ψηλόλιγνος νεαρός μαζί με κάποιους άλλους πηγαινοέρχονταν υπό τα βλοσυρά βλέμματα των ευγενών, χωρίς ουσιαστικά να ζητούν την άδειά τους· κουβαλούσαν έξω, στο χιόνι, ό,τι προοριζόταν για τις Άες Σεντάι κι έτρεχαν για να βοηθήσουν στο ξεφόρτωμα των υποζυγίων. Πάντως, κανείς τους δεν έλεγε λέξη.

Τα καθίσματα στήθηκαν γρήγορα, έτσι ώστε να εξυπηρετήσουν τόσο την Αίθουσα όσο και την Εγκουέν. Δεν ήταν παρά απλοί πάγκοι, αν και γυαλισμένοι μέχρι να αστράψουν, κι ο καθένας τους ήταν τοποθετημένος πάνω σε ένα φαρδύ κουτί καλυμμένο με ύφασμα στο χρώμα του Άτζα της κάθε Καθήμενης, σχηματίζοντας μια μακριά σειρά, πλατιά όσο και το κιόσκι. Το κουτί που τοποθετήθηκε μπροστά-μπροστά, ο πάγκος της Εγκουέν, ήταν ραβδωτό όπως και το επιτραχήλιο της. Είχε υπάρξει αναβρασμός δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της νύχτας, γιατί έπρεπε να βρουν κερί για το λουστράρισμα και καλό ύφασμα στα κατάλληλα χρώματα.

Μόλις η Εγκουέν κι οι Καθήμενες πήραν τις θέσεις τους, αντιλήφθηκαν πως τα καθίσματά τους ήταν ένα πόδι ψηλότερα από των υπολοίπων. Είχε τις αμφιβολίες της, αλλά η έλλειψη οποιασδήποτε μορφής καλωσορίσματος είχε εξισορροπήσει την κατάσταση. Κι ο πλέον αναξιοπρεπής αγρότης θα είχε προσφέρει στη Γιορτή του Άμπραμ μια κούπα κι ένα φιλί ακόμα και στον χειρότερο αλήτη. Ούτε ικέτες ήταν ούτε ίσοι ανάμεσα σε ίσους. Ήταν Άες Σεντάι.

Οι Πρόμαχοι στέκονταν πίσω από τις Άες Σεντάι, ενώ η Σιουάν με τη Σέριαμ κάθονταν πλευρικά της Εγκουέν. Με μια επιδεικτική κίνηση, οι αδελφές αποτίναξαν τους μανδύες τους και τράβηξαν απότομα τα γάντια τους, για να τονίσουν το γεγονός ότι το κρύο δεν τις άγγιζε, ερχόμενες σε έντονη αντίθεση με τους ευγενείς που κρατούσαν τις μπέρτες τους σφικτά πάνω στα κορμιά τους. Έξω, η Φλόγα της Ταρ Βάλον ανέμιζε στο μελτέμι που δυνάμωνε ολοένα. Μονάχα η Χάλιμα, η οποία ραχάτευε δίπλα στο κάθισμα της Ντελάνα, στην άκρη του κουτιού με το γκρίζο σκέπαστρο, ήτα η μόνη παραφωνία στη μεγαλόπρεπη εικόνα, αν και τα μεγάλα πράσινα μάτια της κοιτούσαν τους Αντορινούς και τους Μουραντιανούς τόσο προκλητικά, που η παραφωνία δεν ήταν και τόσο έντονη.

Όλο και κάποιες ματιές εκτοξεύθηκαν προς το μέρος της Εγκουέν όταν η τελευταία πήρε θέση μπροστά-μπροστά, αλλά όχι πολλές. Κανείς δεν φαινόταν ξαφνιασμένος. Υποθέτω πως όλοι τους έχουν ακουστά αυτό το κορίτσι, την Άμερλιν, σκέφτηκε ψυχρά. Τέλος πάντων, κατά το παρελθόν είχαν υπάρξει και νεότερες βασίλισσες, όπως η βασίλισσα του Άντορ και του Μουράντυ. Ένευσε ήρεμα κι η Σέριαμ έδειξε προς τη σειρά των καθισμάτων. Άσχετα από το ποιος είχε φθάσει πρώτος ή ποιος παρείχε το κιόσκι, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για το ποιος είχε κανονίσει να γίνει αυτή η συνάντηση. Για το ποιος είχε την αρχηγία.

Η ενέργειά της, φυσικά, δεν ήταν και τόσο καλοδεχούμενη. Ακολούθησε μια στιγμή διστακτικής σιωπής, ενώ οι ευγενείς αναζητούσαν τρόπους να επανακτήσουν τη δεσποτική τους θέση, καθώς και μερικούς μορφασμούς, μόλις συνειδητοποιούσαν πως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει. Οκτώ εξ αυτών —τέσσερις άντρες και τέσσερις γυναίκες— κάθισαν συνοφρυωμένοι, τακτοποιώντας με νευρικές κινήσεις τους μανδύες και τις φούστες τους αντίστοιχα. Όσοι ήταν κατώτεροι στην ιεραρχία κάθισαν πίσω από τα καθίσματα, ενώ ήταν ολοφάνερο πως οι σχέσεις στοργής ανάμεσα στους Αντορινούς και στους Μουραντιανούς άγγιζαν το μηδέν. Εξάλλου, οι Μουραντιανοί —τόσο οι άντρες, όσο κι οι γυναίκες— μουρμούριζαν και σκουντούσαν ο ένας τον άλλον για να πάρουν τα πρωτεία με την ίδια μανία, όπως κι οι «σύμμαχοι» τους από τον Βορρά. Οι Άες Σεντάι δέχτηκαν κάμποσα σκοτεινά βλέμματα, ενώ μερικοί ανάμεσα στο πλήθος στραβοκοίταζαν τον Μπράυν, ο οποίος στεκόταν παράμερα σε μια πλευρά με την περικεφαλαία του υπό μάλης. Ήταν αρκετά γνωστός και στις δύο πλευρές των συνόρων και τον εκτιμούσαν ακόμα κι όσοι θα ήθελαν να τον δουν νεκρό. Έτσι, τουλάχιστον, είχαν τα πράγματα προτού εμφανιστεί ως αρχηγός του στρατού των Άες Σεντάι. Αγνόησε τα δριμύτατα αγριοκοιτάγματά τους, κατά τον ίδιο τρόπο που είχε αγνοήσει τα καυστικά λόγια των Καθημένων.

Υπήρχε άλλο ένα άτομο που δεν πήγε με το μέρος κανενός. Ένας χλωμός άντρας, ελάχιστα ψηλότερος από την Εγκουέν, με σκούρο πανωφόρι και πανοπλία. Το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ήταν ξυρισμένο, ενώ ένα μεγάλο πορφυρό φουλάρι ήταν δεμένο γύρω από το αριστερό του μπράτσο. Ο μανδύας του, σε βαθύ γκρίζο χρώμα, είχε μπροστά-μπροστά υφασμένο ένα μεγάλο κόκκινο χέρι. Ο Ταλμέηνς στεκόταν απέναντι από τον Μπράυν, γερμένος αδιάφορα και γεμάτος αλαζονεία πάνω σε έναν από τους στύλους του κουβουκλίου, παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα δίχως να αποκαλύπτει ούτε ίχνος από τις σκέψεις του. Η Εγκουέν ευχήθηκε να ήξερε τι έκανε εκεί, να ήξερε τι είχε πει ο άντρας πριν από την άφιξή της. Όπως και να είχε, έπρεπε να του μιλήσει, με την προϋπόθεση πως δεν θα κρυφάκουγαν εκατό αυτιά τριγύρω.

Ένας λιπόσαρκος και ταλαιπωρημένος άντρας με κόκκινο μανδύα, που καθόταν στο μέσον της σειράς των καθισμάτων, έγειρε μπροστά κι άνοιξε το στόμα του, αλλά η Σέριαμ τον πρόλαβε με την καθάρια κι εντυπωσιακή της φωνή.

«Μητέρα, να σου παρουσιάσω τους απεσταλμένους του Άντορ. Την Αραθέλε Ρένσαρ, Υψηλή Έδρα του Οίκου Ρένσαρ. Τον Πέλιβαρ Κήλαν, Υψηλή Έδρα του Οίκου Κήλαν. Την Ήμλυν Σάραντ, Υψηλή Έδρα του Οίκου Σάραντ, καθώς και τον σύζυγο της, Κούλχαν Σάραντ». Επιβεβαίωσαν κάπως δύστροπα τα ονόματά τους, νεύοντας απλώς. Ο Πέλιβαρ ήταν ο ισχνός άντρας που τα μαύρα του μαλλιά είχαν αρχίσει να αραιώνουν από το μέτωπο και πάνω. Η Σέριαμ συνέχισε χωρίς να πάρει ανάσα. Πάλι καλά που ο Μπράυν είχε παραδώσει τα ονόματα όσων είχαν επιλεγεί ως ομιλητές. «Να σου παρουσιάσω τώρα τους απεσταλμένους του Μουράντυ. Ο Ντόνελ ντο Μόρνυ α’Λορντέιν. Η Τσιάν ντο Μέχον α’Μακάνσα. Ο Παιτρ ντο Φεάρνα α’Κον. Η Σεγκάν ντο Άβχαριν α’Ρούς». Η έλλειψη τίτλων φαίνεται πως επηρέαζε περισσότερο τους Μουραντιανούς παρά τους Αντορινούς. Ο Ντόνελ, που φορούσε περισσότερες δαντέλες κι από γυναίκα, έστριψε με μανία τα τσιγκελωτά του μουστάκια, ενώ ο Παιτρ έμοιαζε σαν να πασχίζει να χαλαρώσει. Η Σεγκάν σούφρωσε τα σαρκώδη της χείλια και τα σκούρα της μάτια φλογίστηκαν, ενώ η Τσιάν, μια κοντόχοντρη και γκριζομάλλα γυναίκα, ρουθούνισε μάλλον ηχηρά. Η Σέριαμ δεν έδωσε σημασία. «Τελείτε υπό την εποπτεία του Φύλακα των Σφραγίδων. Βρίσκεστε ενώπιον της Φλόγας της Ταρ Βάλον. Μπορείτε να υποβάλετε τις ικεσίες σας στην Έδρα της Άμερλιν».

Μάλιστα. Δεν τους άρεσε αυτό, ούτε στο ελάχιστο. Η Εγκουέν είχε εκ των προτέρων την εντύπωση πως ήταν «ξινοί», αλλά τώρα έμοιαζαν σαν να τους είχες παραγεμίσει με πράσινο διόσπυρο. Ίσως θαρρούσαν πως μπορούσαν να προσποιηθούν ότι η Εγκουέν δεν ήταν καν Άμερλιν. Θα μάθαιναν σύντομα, όμως. Φυσικά, πρώτα απ’ όλα έπρεπε να δασκαλέψει την Αίθουσα.

«Υπάρχουν αρχαίοι δεσμοί ανάμεσα στο Άντορ και στον Λευκό Πύργο», είπε δυνατά και σταθερά. «Οι αδελφές ήταν πάντα καλοδεχούμενες στο Άντορ ή στο Μουράντυ. Για ποιον λόγο κουβαλήσατε ολόκληρο στρατό εναντίον των Άες Σεντάι; Αναμειγνύεστε σε θέματα που ούτε οι θρόνοι και τα έθνη δεν τολμούν να επέμβουν. Όσοι θρόνοι επενέβησαν στις υποθέσεις των Άες Σεντάι καταστράφηκαν».

Αυτό ηχούσε αρκετά απειλητικό, άσχετα από αν η Μυρέλ κι οι υπόλοιπες είχαν καταφέρει να προλειάνουν το έδαφος του ερχομού της. Με λίγη τύχη, σε λίγο θα έπαιρναν όλοι τον δρόμο του γυρισμού στον καταυλισμό τους, κάτι που θα ήταν και το συνετότερο που θα μπορούσαν να κάνουν. Εκτός κι αν κάποιος από τους ευγενείς έλεγε τα λάθος λόγια, κάτι που θα την έκανε να χάσει το πλεονέκτημά της απέναντι στην Αίθουσα, αλλά αυτό από μόνο του δεν ήταν κάτι σπουδαίο.

Ο Πέλιβαρ αντάλλαξε ματιές με τη γυναίκα που καθόταν πλάι του κι εκείνη σηκώθηκε όρθια. Οι ζάρες στο πρόσωπό της δεν έκρυβαν το γεγονός πως η Αραθέλε είχε υπάρξει ωραία γυναίκα στα νιάτα της, με όμορφα ζυγωματικά. Τώρα, οι γκρίζες λωρίδες ήταν αρκετά πυκνές στα μαλλιά της και το βλέμμα της ακλόνητο και σκληρό σαν Προμάχου. Στα χέρια της φορούσε κόκκινα γάντια και με αυτά άδραξε γερά τις άκρες του μανδύα της χωρίς, ωστόσο, να δείχνει ιδιαίτερη ανησυχία. Με το στόμα σφικτό σαν λεπτή σχισμή, επιθεώρησε τη σειρά με τις Καθήμενες και μόνο τότε μίλησε. Δεν απευθύνθηκε στην Εγκουέν αλλά στις αδελφές πίσω της. Τρίζοντας τα δόντια της, η Εγκουέν πήρε μια έκφραση σαν να την παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή.

«Βρισκόμαστε εδώ ακριβώς επειδή δεν επιθυμούμε να ανακατευτούμε στα ζητήματα του Λευκού Πύργου». Η φωνή της Αραθέλε είχε μια χροιά εξουσίας, κάτι διόλου παράξενο, μια κι η ίδια ήταν Υψηλή Έδρα ενός πανίσχυρου Οίκου. Δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη μετριοφροσύνης, που θα περίμενε κανείς εκ μέρους μιας πανίσχυρης Υψηλής Έδρας, ακόμα κι όταν είχε απέναντι της τόσες αδελφές, για να μην αναφέρουμε την ίδια την Έδρα της Άμερλιν. «Αν όλα όσα ακούσαμε είναι αληθινά, τότε, στην καλύτερη των περιπτώσεων, το να σας επιτρέψουμε να περάσετε μέσα από το Άντορ ανεμπόδιστα θα φανεί στα μάτια του Λευκού Πύργου σαν να σας βοηθάμε ή σαν να σας προσφέρουμε τη συμμαχία μας. Ενδεχόμενη αποτυχία στην αντιμετώπισή σας σημαίνει πως θα βιώσουμε για τα καλά αυτό που νιώθει ο καρπός του σταφυλιού στο πιεστήριο». Κάμποσοι Μουραντιανοί την κοίταξαν σκυθρωποί. Κανείς στο Μουράντυ δεν είχε προσπαθήσει ποτέ να εμποδίσει τη διέλευση σε μια αδελφή. Το πιθανότερο ήταν πως κανείς δεν το είχε σκεφτεί καν πριν από την ημέρα που πέρασαν σε ξένη γη.

Η Αραθέλε συνέχισε να μιλά, λες και δεν είχε προσέξει τίποτα, πράγμα για το οποίο η Εγκουέν αμφέβαλλε πολύ. «Το χειρότερο είναι πως... ακούστηκαν κάποιες αναφορές... για Άες Σεντάι που μπήκαν στο Άντορ λαθραία, καθώς και για Φρουρούς του Πύργου. Φήμες, αυτή είναι η καταλληλότερη λέξη, αν κι οι αναφορές έρχονται από διάφορα μέρη. Κανείς μας δεν θέλει να δει να ξεσπάει μάχη στο Άντορ ανάμεσα στις Άες Σεντάι».

«Το Φως να μας φυλάει!» ξέσπασε ο Ντόνελ αναψοκοκκινίζοντας. Ο Παιτρ ένευσε ενθαρρυντικά, γλιστρώντας στην άκρη του καθίσματος του, ενώ η Τσιάν έμοιαζε έτοιμη να πεταχτεί επάνω. «Ούτε εδώ θα ήθελε κανείς να δει κάτι τέτοιο!» είπε ο Ντόνελ σαν να έφτυνε. «Όχι μεταξύ των Άες Σεντάι! Μάθαμε τι συνέβη στην Ανατολή! Κι αυτές οι αδελφές...!»

Η Εγκουέν ανάσανε με ανακούφιση μόλις η Αραθέλε παρενέβη αποφασιστικά. «Παρακαλώ, Άρχοντα Ντόνελ. Θα έρθει η σειρά σου να μιλήσεις». Στράφηκε ξανά προς το μέρος της Εγκουέν —ή, μάλλον, των Καθήμενων— δίχως να περιμένει τυχόν απάντησή του, αφήνοντας αυτόν να μιλάει ακατάληπτα και τους άλλους τρεις Μουραντιανούς να κοιτούν αγριωπά τριγύρω. Η ίδια δεν φαινόταν ιδιαίτερα ενοχλημένη κι έδινε την εντύπωση γυναίκας που όχι μόνο αφηγείται τα γεγονότα, αλλά πιστεύει πως όλοι πρέπει να τα δουν μέσα από το δικό της πρίσμα.

«Όπως έλεγα, αυτό είναι ό,τι χειρότερο φοβόμαστε, δεδομένου πως οι ιστορίες είναι αληθινές. Αλλά, και να μην είναι, το ίδιο ισχύει. Άες Σεντάι ίσως συγκεντρώνονται μυστικά στο Άντορ μαζί με Φρουρούς του Πύργου. Άες Σεντάι και στρατός ετοιμάζονται να μπουν στο Άντορ. Συχνά, ο Λευκός Πύργος μοιάζει να στοχεύει κάπου μόνο και μόνο για να αποδειχτεί αργότερα ότι στόχευε αλλού. Μου είναι αδύνατον να φανταστώ τον Λευκό Πύργο να κάνει κάτι τόσο παρατραβηγμένο, αλλά αν υπάρχει ένας στόχος για τον οποίο ο καθένας θα έπαιρνε όρκο, αυτός είναι ο Μαύρος Πύργος». Η Αραθέλε αναρίγησε ελαφρά κι η Εγκουέν κατάλαβε πως δεν έφταιγε το κρύο. «Μια ενδεχόμενη μάχη μεταξύ των Άες Σεντάι είναι πιθανόν να αφανίσει την περιοχή σε έκταση πολλών μιλίων. Αυτή η μάχη ίσως ερημώσει το μισό Άντορ».

Ο Πέλιβαρ πήδησε όρθιος. «Το ζήτημα είναι πως πρέπει να πάτε από αλλού». Η φωνή του ήταν απρόσμενα βροντερή και σταθερή σχεδόν όσο και της Αραθέλε. «Αν χρειαστεί να πεθάνω για να υπερασπίσω τη γη μου και τους ανθρώπους μου, καλύτερα να το κάνω εδώ παρά κάπου που θα πεθάνουν κι αυτοί μαζί μου».

Υποχώρησε κάτω από την κατευναστική χειρονομία της Αραθέλε και βυθίστηκε ξανά στο κάθισμά του. Η ματιά του ήταν σκληρή και δεν έδειχνε να έχει χαλαρώσει και πολύ. Η Ήμλυν, μια πλαδαρή γυναίκα τυλιγμένη σε μαύρο μάλλινο, συγκατένευσε, όπως επίσης κι ο σύζυγός της με το τετραγωνισμένο πρόσωπο.

Ο Ντόνελ απέμεινε να κοιτάει τον Πέλιβαρ λες κι η συγκεκριμένη σκέψη δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του· δεν ήταν ο μόνος. Μερικοί από τους Μουραντιανούς που στέκονταν όρθιοι άρχισαν να διαφωνούν μεγαλόφωνα, μέχρι που οι υπόλοιποι τους ανάγκασαν να κάνουν ησυχία. Κάποιες φορές, χρειάστηκε να τους απειλήσουν με μια υψωμένη γροθιά. Τι είχε καταλάβει το μυαλό αυτών των ανθρώπων, κάνοντάς τους να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τους Αντορινούς;

Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένα μπουμπούκι που ανοίγει κάτω από τις ακτίνες του ήλιου. Δεν την είχαν αναγνωρίσει ως Έδρα της Άμερλιν —η Αραθέλε την είχε αγνοήσει σε τέτοιο βαθμό, που λίγο ακόμα και θα την έδιωχνε!— ωστόσο της είχαν δώσει ό,τι επιθυμούσε. Ηρεμία. Τώρα ήταν η στιγμή που η Λελαίν κι η Ρομάντα περίμεναν από εκείνη να προσφωνήσει μία από τις δυο τους για να χειριστεί αυτές τις διαπραγματεύσεις. Ήλπιζε να τους έχει δεθεί το στομάχι κόμπος από την αγωνία για το ποια από τις δύο θα διάλεγε. Δεν θα υπήρχαν διαπραγματεύσεις. Τίποτα.

«Η Ελάιντα», είπε κοιτώντας κατάματα την Αραθέλε και τους καθισμένους ευγενείς, «είναι μια σφετερίστρια που καταπάτησε όλα όσα περιέχει η ίδια η καρδιά του Λευκού Πύργου. Εγώ είμαι η Έδρα της Άμερλιν». Ξαφνιάστηκε από το πόσο επιβλητική και ψυχρή κατάφερε να ακουστεί. Δεν εξεπλάγη τόσο όμως όσο άλλες φορές στο παρελθόν. Μα το Φως, ήταν πράγματι η Έδρα της Άμερλιν. «Κατευθυνόμαστε στην Ταρ Βάλον για να εκθρονίσουμε την Ελάιντα και για να τη δικάσουμε, αλλά αυτό είναι θέμα που απασχολεί τον Λευκό Πύργο κι όχι εσάς, που το μόνο που επιθυμείτε είναι η αλήθεια. Αλλά κι ο αυτοαποκαλούμενος Μαύρος Πύργος είναι επίσης δικό μας θέμα. Άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης ανέκαθεν απασχολούσαν τον Λευκό Πύργο. Θα τους αντιμετωπίσουμε σύμφωνα με την επιλογή μας όταν έρθει η ώρα, και σας διαβεβαιώνω πως αυτή η ώρα δεν έχει φτάσει ακόμα. Προηγούνται σπουδαιότερα πράγματα».

Άκουσε τις Καθήμενες πίσω της να αναδεύονται. Πάγκοι που μετακινούνταν και το ξερό θρόισμα από σκιστές φούστες που τακτοποιούνταν. Αν μη τι άλλο, κάποιες από αυτές θα πρέπει να είχαν ενοχληθεί πολύ. Πάντως, δεν ήταν και λίγες όσες είχαν εισηγηθεί ότι ο Μαύρος Πύργος έπρεπε να πάρει ένα καλό μάθημα. Κανείς δεν πίστευε πως θα υπήρχαν εκεί περισσότεροι από μια ντουζίνα άντρες το πολύ, άσχετα απ’ όσα είχαν ακούσει. Στο κάτω-κάτω, πόσο πιθανόν ήταν εκατοντάδες άντρες να επιθυμούν να διαβιβάσουν; Μπορεί, πάλι, η αντίδρασή τους να οφειλόταν στη συνειδητοποίηση πως η Εγκουέν δεν επρόκειτο να προσφωνήσει στη θέση της ούτε τη Ρομάντα ούτε τη Λελαίν.

Η Αραθέλε την κοίταξε βλοσυρή, αντιλαμβανόμενη κάτι στην ατμόσφαιρα. Ο Πέλιβαρ έκανε μια κίνηση σαν να ήταν έτοιμος να ξανασηκωθεί, κι ο Ντόνελ πετάχτηκε επάνω γκρινιάζοντας. Το μόνο που μπορούσε να κάνει η Εγκουέν ήταν να συνεχίσει. Αυτό και τίποτα άλλο.

«Κατανοώ απόλυτα το ενδιαφέρον σας», εξακολούθησε με τον ίδιο τυπικό τόνο στη φωνή της, «και θα προβώ σε εξηγήσεις». Τι ήταν αυτή η παράξενη επιστράτευση που είχε χρησιμοποιήσει η Ομάδα; Ναι, είχε έρθει η ώρα να ρίξει το ζάρι. «Σας δίνω τον λόγο μου ως Έδρα της Άμερλιν. Θα μείνουμε εδώ για ένα μήνα περίπου, προκειμένου να ξεκουραστούμε, κι έπειτα θα εγκαταλείψουμε το Μουράντυ, αλλά δεν θα περάσουμε τα σύνορα με το Άντορ. Δεν πρόκειται να ξαναενοχλήσουμε ούτε το Μουράντυ ούτε το Άντορ στο μέλλον. Είμαι σίγουρη», πρόσθεσε, «πως οι Μουραντιανοί άρχοντες κι αρχόντισσες με χαρά θα μας προμηθεύσουν τα απαραίτητα με αντάλλαγμα πολύ καλής ποιότητας ασήμι. Θα πληρώσουμε σε λογικές τιμές». Δεν είχε νόημα να κατευνάσει τους Αντορινούς, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως οι Μουραντιανοί θα ήταν αυτοί που θα φόρτωναν τα άλογα και θα φρόντιζαν για τις προμήθειες.

Οι Μουραντιανοί κοιτούσαν τριγύρω ανήσυχα κι έμοιαζαν χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα. Από τη μία, ήταν το θέμα του κέρδους, και μάλιστα σημαντικού με δεδομένο το μέγεθος του στρατού, αλλά από την άλλη πώς να διαπραγματευτείς επιτυχώς με αυτά που σου πρόσφερε ένας τόσο μεγάλος στρατός; Ο Ντόνελ έμοιαζε έτοιμος να βγάλει τα σωθικά του, ενώ η Τσιάν έκανε υπολογισμούς στο μυαλό της. Μουρμουρητά υψώθηκαν πάνω από τους παρευρισκομένους. Κάτι περισσότερο από μουρμουρητά· αρκετά έντονα, έτσι ώστε να τα ακούει η Εγκουέν.

Πολύ θα ήθελε να ρίξει μια ματιά πάνω από τον ώμο της. Η σιωπή εκ μέρους των Καθήμενων ήταν εκκωφαντική. Η Σιουάν ατένιζε μπροστά αδράχνοντας τη φούστα της, λες κι ήθελε με το ζόρι να κοιτάει ευθεία. Αυτή, τουλάχιστον, γνώριζε τι επρόκειτο να συμβεί. Η Σέριαμ, που δεν είχε ιδέα, κοιτούσε γαλήνια κι ηγεμονικά τόσο τους Αντορινούς όσο και τους Μουραντιανούς, σαν να περίμενε την κάθε λέξη που είχε ξεστομίσει η Εγκουέν.

Η Εγκουέν έπρεπε να τους κάνει να ξεχάσουν το κοριτσάκι που είχαν μπροστά τους και να ακούσουν μια γυναίκα που κρατούσε στα χέρια της τα ηνία της εξουσίας και της ισχύος. Κι αν αυτά τα χέρια δεν κρατούσαν ακόμα εκείνες, σύντομα θα γινόταν κι αυτό! Η φωνή της έγινε ακόμα πιο σθεναρή. «Σημειώστε τα λόγια μου. Έχω λάβει την απόφασή μου· στο χέρι σας είναι να την αποδεχθείτε ή να έρθετε αντιμέτωποι με την απόρροια της αποτυχίας σας». Με το που σιώπησε, οι ριπές του ανέμου ούρλιαξαν για λίγα λεπτά, ταρακουνώντας το κιόσκι και κάνοντας τις φούστες να παραδέρνουν. Η Εγκουέν ίσιωσε με ήρεμες κινήσεις τα μαλλιά της. Κάποιοι από τους ευγενείς αναρίγησαν και τράβηξαν τους μανδύες πάνω στα κορμιά τους. Ήλπιζε πως η ανατριχίλα τους δεν οφειλόταν μονάχα στον καιρό.

Η Αραθέλε αντάλλαξε ματιές με τον Πέλιβαρ και την Ήμλυν, κι οι τρεις τους περιεργάστηκαν τις Καθήμενες πριν νεύσουν αργά. Θαρρούσαν πως η γυναίκα ξεστόμιζε λέξεις που είχαν βάλει στο στόμα της οι Καθήμενες! Η Εγκουέν, πάντως, ξεφύσησε ανακουφισμένη.

«Θα γίνει όπως είπες», αποκρίθηκε η αριστοκράτισσα με την παγερή ματιά και στράφηκε ξανά προς το μέρος των Καθήμενων. «Ουδόλως αμφισβητούμε τα λεγόμενα των Άες Σεντάι, φυσικά, αλλά ελπίζω πως θα μας καταλάβετε αν παραμείνουμε κι εμείς. Μερικές φορές, αυτό που ακούς δεν έχει σχέση με αυτό που νόμισες πως άκουσες. Όχι, βέβαια, πως συμβαίνει κάτι τέτοιο εδώ. Αλλά θα μείνουμε κι εμείς όσο κι εσείς». Ο Ντόνελ όντως έμοιαζε έτοιμος να αδειάσει το περιεχόμενο του στομαχιού του. Το πιθανότερο ήταν πως η γη του βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Ο Αντορινός στρατός στο Μουράντυ δεν συνήθιζε να πληρώνει για κάτι.

Η Εγκουέν ορθώθηκε κι άκουσε πίσω της το θρόισμα από τη μεριά των Καθημένων να δυναμώνει. «Σύμφωνοι, λοιπόν. Πρέπει όλοι να αναχωρήσουμε σύντομα, αν θέλουμε να γυρίσουμε στα κρεβάτια μας πριν σκοτεινιάσει, αλλά μπορούμε να περιμένουμε λίγη ώρα ακόμα. Αν γνωριστούμε καλύτερα, ίσως αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις αργότερα». Άσε που η κουβέντα μπορεί να της έδινε την ευκαιρία να μιλήσει στον Ταλμέηνς. «Α, και κάτι άλλο που πρέπει να έχετε υπ’ όψιν. Το βιβλίο των μαθητευομένων είναι πλέον ανοικτό για κάθε γυναίκα, ασχέτως ηλικίας, αν έχει περάσει τη δοκιμασία». Η Αραθέλε βλεφάρισε, ενώ η Εγκουέν νόμισε πως άκουσε κάτι σαν αμυδρό γρύλισμα από τη μεριά της Σιουάν. Όλα αυτά δεν αποτελούσαν μέρος όσων είχαν συζητήσει, αλλά ποτέ δεν θα έβρισκε καταλληλότερη στιγμή. «Ελάτε. Είμαι σίγουρη πως θα θέλετε να μιλήσετε με τις Καθήμενες. Ας αφήσουμε κατά μέρος τις τυπικότητες».

Δίχως να περιμένει τη Σέριαμ να της απλώσει το χέρι, κατέβηκε. Ήταν σχεδόν έτοιμη να ξεσπάσει σε γέλια. Μόλις το περασμένο βράδυ, φοβόταν μήπως δεν πετύχαινε τους στόχους της, αλλά είχε ήδη διανύσει το μισό της διαδρομής για την επίτευξή τους, και δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο φοβόταν. Φυσικά, παρέμενε το υπόλοιπο μισό.

Загрузка...