23 Ομίχλη Πολέμου, Θύελλα Μάχης

Προς το παρόν, δεν είχε αρχίσει να βρέχει. Ο Ραντ οδήγησε τον Ταϊ’ντάισαρ γύρω από ένα ξεριζωμένο δέντρο που κειτόταν κατά μήκος της πλαγιάς, και κοίταξε συνοφρυωμένος τον νεκρό άντρα που ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς ανάσκελα πίσω από τον κορμό. Ο τύπος ήταν κοντός κι ογκώδης, με ρυτιδωμένο πρόσωπο, ενώ η πανοπλία του αποτελούνταν από αλληλεπικαλυπτόμενες πλάκες βερνικωμένες με μπλε και πράσινο χρώμα. Κοιτούσε, χωρίς να βλέπει τα μαύρα σύννεφα πάνω από το κεφάλι του, κι η κατάστασή του έμοιαζε με αυτή του Ήγκαν Πάντρος, καθότι και στους δύο έλειπε το πόδι. Προφανώς, ήταν αξιωματικός. Το ξίφος πλάι στο τεντωμένο του χέρι είχε λαβή από φίλντισι, σκαλισμένη έτσι ώστε να μοιάζει με γυναίκα, ενώ από τη στιλβωμένη του περικεφαλαία, που είχε τη μορφή κεφαλής τεράστιου εντόμου, υψώνονταν δύο μακρόστενα και λεπτά γαλάζια φτερά.

Ξεριζωμένα και κολοβά δέντρα, αρκετά εκ των οποίων καμένα απ’ άκρη σ’ άκρη, ήταν σκόρπια στην πλαγιά του βουνού για μια απόσταση πεντακοσίων βημάτων. Όπως και κορμιά επίσης, άντρες τσακισμένοι ή ξεσκισμένοι όταν το σαϊντίν σβάρνισε την πλαγιά. Οι περισσότεροι φορούσαν ατσάλινα καλύμματα μπροστά στα πρόσωπά τους, καθώς και πανοπλίες βαμμένες με οριζόντιες ρίγες. Δεν υπήρχαν γυναίκες ανάμεσά τους, δόξα στο Φως. Τα πληγωμένα άλογα, ευτυχώς, είχαν θανατωθεί. Ήταν απίστευτο πόσο δυνατά μπορούσε να ουρλιάξει ένα άλογο.

Νομίζεις πως οι νεκροί σωπαίνουν; Το γέλιο του Λουζ Θέριν ήταν εκνευριστικό. Το πιστεύεις; Η χροιά της φωνής του πήρε έναν τόνο ανάμεικτο με πόνο κι οργή. Ακούω τους νεκρούς που ωρύονται!

Κι εγώ τους ακούω, σκέφτηκε θλιμμένα ο Ραντ. Δεν το αντέχω, αλλά πώς να τους κάνεις να σωπάσουν; Ο Λουζ Θέριν άρχισε να κλαίει για τη χαμένη του Ιλυένα.

«Μεγάλη νίκη», είπε με μονότονη φωνή ο Γουίραμον, πίσω από τον Ραντ, κι ύστερα μουρμούρισε: «Χωρίς, όμως, καμιά ιδιαίτερη τιμή. Οι παλιές μέθοδοι είναι καλύτερες». Η λάσπη στόλιζε πλουσιοπάροχα το πανωφόρι του Ραντ, μα παραδόξως ο Γουίραμον φάνταζε εξίσου φρέσκος και καθαρός όπως τότε, στον Ασημένιο Δρόμο. Η περικεφαλαία κι η πανοπλία του έλαμπαν. Πώς τα κατάφερνε; Οι Ταραμπονέζοι είχαν επιτεθεί τελικά, δόρατα και θάρρος ενάντια στη Μία Δύναμη, κι ο Γουίραμον είχε αντεπιτεθεί για να τους αναχαιτίσει. Δίχως να πάρει διαταγές, ακολουθούμενος από κάθε Δακρυνό εκτός των Υπερασπιστών, ακόμα κι από τον Τορέαν που ήταν μισομεθυσμένος. Τον ακολούθησαν ακόμα κι ο Σεμάραντριντ κι ο Γκρέγκοριν Πανάρ, με τους περισσότερους από τους Καιρχινούς και τους Ιλιανούς. Δεν ήταν και τόσο εύκολο να παραμείνεις ακίνητος σ’ εκείνη τη φάση, κι ο καθένας ήθελε να έρθει αντιμέτωπος με κάτι που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει. Οι Άσα’μαν θα έκαναν πιο γρήγορη δουλειά, αν και κάπως πιο ακατάστατη.

Ο Ραντ δεν είχε πάρει μέρος στη μάχη, παρά μόνο καθόταν στη σέλα του για να τον βλέπουν οι άντρες του. Φοβόταν να αδράξει τη Δύναμη, αλλά δεν ήθελε να φανεί κι αδύναμος. Ούτε στο ελάχιστο. Και μόνο με την ιδέα, ο Λουζ Θέριν άρχισε να ψελλίζει ασυναρτησίες από τον τρόμο του.

Εξίσου παράδοξο με το ακηλίδωτο πανωφόρι του Γουίραμον, ήταν το γεγονός πως τον ακολουθούσε η Αναγιέλα, χωρίς μάλιστα να χαμογελάει ανόητα. Φαινόταν στενοχωρημένη, γεμάτη αποδοκιμασία. Παραδόξως όμως, η μίζερη έκφραση δεν αλλοίωνε τόσο το παρουσιαστικό της όσο τα γλοιώδη χαμόγελα. Φυσικά, δεν είχε λάβει μέρος στην επίθεση, τουλάχιστον όχι περισσότερο από την Άιλιλ, πράγμα που είχε κάνει ο δικός της Αφέντης των Αλόγων, ο οποίος θα πρέπει μάλλον να ήταν ήδη νεκρός, με το δόρυ ενός Ταραμπονέζου να εξέχει από το στήθος του. Δεν της άρεσε διόλου αυτό. Για ποιον λόγο όμως ακολούθησε τον Γουίραμον; Απλώς για να μαζευτούν όλοι μαζί οι Δακρυνοί; Μπορεί. Την τελευταία φορά που την είχε δει ο Ραντ, ήταν μαζί με τον Σούναμον.

Ο Μπασίρε σπιρούνισε το καστανοκόκκινο άτι του για να ανέβει την πλαγιά προσπερνώντας τους νεκρούς, χωρίς να τους δίνει περισσότερη προσοχή απ’ ό,τι θα έδινε στους τσακισμένους κορμούς των δέντρων ή στα καμένα απομεινάρια. Η περικεφαλαία του κρεμόταν από τη σέλα του και τα γάντια του ήταν χωμένα πίσω από τη ζώνη του ξίφους του. Ολόκληρη η δεξιά του μεριά, όπως και του αλόγου του, ήταν καλυμμένη με λάσπη.

«Ο Άρακομ μάς άφησε χρόνους», είπε. «Ο Φλιν προσπάθησε να τον Γιατρέψει, αλλά δεν νομίζω πως ο Άρακομ ήθελε να συνεχίσει να ζει έτσι. Υπάρχουν σχεδόν πενήντα νεκροί, και κάποιοι από τους υπόλοιπους μπορεί να μην επιζήσουν καν». Η Αναγιέλα χλώμιασε. Ο Ραντ την είχε προσέξει να κάνει εμετό δίπλα στον Άρακομ. Οι νεκροί αστοί δεν την επηρέαζαν τόσο πολύ.

Για μια στιγμή, ο Ραντ ένιωσε οίκτο. Όχι γι’ αυτήν, ούτε για τον Άρακομ, αλλά για τη Μιν, παρ’ όλο που βρισκόταν ασφαλής στην Καιρχίν. Η Μιν είχε προβλέψει τον θάνατο του Άρακομ σε μια από τις εικόνες της, όπως επίσης του Γκέγιαμ και του Μάρακον. Ό,τι κι αν είχε δει, η Ραντ ήλπιζε να μην είχε ιδιαίτερη σχέση με την πραγματικότητα.

Οι περισσότεροι από τους Στρατιώτες είχαν σταλεί ξανά σε ανιχνευτικές αποστολές αλλά κάτω, στον πλατύ λειμώνα, οι πύλες που ύφαιναν οι Αφοσιωμένοι του Γκέντγουιν έφτυναν τις άμαξες με τα εφόδια και τα αναπληρωματικά υποζύγια. Οι άντρες που τα ακολουθούσαν έμεναν με ανοικτό το στόμα μόλις αντίκριζαν το τοπίο. Το λασπερό έδαφος δεν είχε οργωθεί τόσο καλά όσο στην πλαγιά του βουνού, ωστόσο μαυρισμένα χαντάκια, δυο βήματα πλατιά και πενήντα σε μάκρος, χάραζαν το καφετί γρασίδι, όπως επίσης κι ορθάνοιχτες τρύπες που ένα άλογο θα δυσκολευόταν να τις πηδήξει. Μέχρι στιγμής, δεν είχαν βρει ίχνος των νταμέην. Ο Ραντ πίστευε πως θα υπήρχε μόνο μία. Αν ήταν περισσότερες, θα προκαλούσαν πολύ μεγαλύτερες ζημιές υπό τις δεδομένες συνθήκες.

Οι άντρες τριγύριζαν γύρω από τις μικρές φωτιές όπου, ανάμεσα στ’ άλλα, έβραζαν νερό για να φτιάξουν τσάι. Για πρώτη φορά οι Δακρυνοί ήταν ανακατεμένοι με τους Καιρχινούς και τους Ιλιανούς. Κι όχι μονάχα οι αστοί. Ο Σεμάραντριντ μοιραζόταν το φλασκί της σέλας του με τον Γκέγιαμ, ο οποίος έτριβε κουρασμένα με την παλάμη του το φαλακρό του κεφάλι. Ο Μάρακον κι ο Κίριλ Ντραπάνεος, ένας άντρας σαν λέλεκας, η τετραγωνισμένη γενειάδα του οποίου φάνταζε παράξενη πάνω στο στενό του πρόσωπο, κάθονταν ανακούρκουδα δίπλα σε μια φωτιά. Έπαιζαν χαρτιά, απ’ ό,τι φαινόταν! Γύρω από τον Τορέαν είχε σχηματιστεί ένας μικρός κύκλος από Καιρχινούς ψωροευγενείς που γελούσαν, αν κι έμοιαζαν να διασκεδάζουν πιότερο με τον τρόπο που ο άντρας ταλαντευόταν κι έτριβε τη σαν πατάτα μύτη του παρά από τα αστεία που έλεγε. Οι Λεγεωνάριοι στέκονταν παράμερα, έχοντας μαζέψει τους «εθελοντές» που ακολούθησαν τον Πάντρος κάτω από το Λάβαρο του Φωτός. Η ανυπομονησία τους δεν είχε όρια από τότε που έμαθαν πώς πέθανε ο Πάντρος. Λεγεωνάριοι με μπλε πανωφόρια τούς δίδασκαν πώς να αλλάζουν κατεύθυνση δίχως να διασκορπίζονται σαν κοπάδι χήνες.

Ο Φλιν περιλαμβανόταν ανάμεσα στους πληγωμένους μαζί με τον Άντλεϋ, τον Μορ και τον Χόπγουιλ. Ο Ναρίσμα δεν είχε την ικανότητα να Θεραπεύσει παρά μικροπληγές, όπως κι ο Ραντ, ενώ ο Ντασίβα ούτε καν αυτές. Ο Γκέντγουιν με τον Ρόσεντ συζητούσαν, παράμερα από τους υπόλοιπους, κρατώντας τα άλογά τους από τα γκέμια στην κορυφή του λόφου, καταμεσής της κοιλάδας. Ήταν ο λόφος στον οποίο περίμεναν πως θα αιφνιδίαζαν τους Σωντσάν όταν θα ξεχύνονταν από τις πύλες που τον περιτριγύριζαν. Οι νεκροί ανέρχονταν σχεδόν στους πενήντα κι αναμένονταν περισσότεροι, αλλά θα ήταν πάνω από διακόσιοι, αν ο Φλιν κι οι υπόλοιποι δεν είχαν την ικανότητα της Θεραπείας μέχρις ενός σημείου τουλάχιστον. Ο Γκέντγουιν κι ο Ρόσεντ δεν ήθελαν να λερώσουν τα χέρια τους κι έκαναν μια γκριμάτσα όταν ο Ραντ τους ανάγκασε να το κάνουν. Ένας από τους νεκρούς ήταν Στρατιώτης, κι ένας άλλος Στρατιώτης, ένας στρουμπουλός Καιρχινός, καθόταν γερμένος δίπλα σε μια φωτιά, έχοντας ένα ζαλισμένο βλέμμα, το οποίο ο Ραντ ήλπιζε πως θα προερχόταν από το ότι πετάχτηκε ψηλά στον αέρα εξαιτίας του εδάφους που άνοιξε σχεδόν κάτω από τα πόδια του.

Εκεί κάτω, στο αυλακωμένο πρανές, η Άιλιλ συσκεπτόταν με τον Αξιωματικό της Λόγχης, έναν ωχρό και μικροκαμωμένο άντρα ονόματι Ντένχαραντ. Τα άλογά τους στέκονταν κοντά-κοντά το ένα με το άλλο κι οι δυο τους έριχναν περιστασιακές ματιές ψηλά στο βουνό, προς το μέρος του Ραντ. Τι σκάρωναν, άραγε;

«Την επόμενη φορά θα τα πάμε καλύτερα», μουρμούρισε ο Μπασίρε. Διέτρεξε με το βλέμμα του την πεδιάδα και κούνησε το κεφάλι του. «Το χειρότερο σφάλμα είναι να επαναλαμβάνεις δύο φορές το ίδιο λάθος, αλλά αυτό δεν πρόκειται να ξανασυμβεί».

Ο Γουίραμον τον άκουσε κι επανέλαβε το ίδιο πράγμα, χρησιμοποιώντας όμως περισσότερες λέξεις, μάλιστα περίκομψες και διανθισμένες σαν ανοιξιάτικος κήπος. Χωρίς, φυσικά, να παραδεχτεί πως έγιναν λάθη, από τη μεριά του τουλάχιστον. Με την ίδια επιδεξιότητα απέφυγε, επίσης, να αναφερθεί και στα λάθη του Ραντ.

Ο Ραντ ένευσε, έχοντας το στόμα του σφαλιστό. Ναι, την επόμενη φορά θα τα πήγαιναν καλύτερα. Έπρεπε, εκτός κι αν ήθελε να δει τους μισούς άντρες του θαμμένους σ’ αυτά τα βουνά. Επιπλέον, αναρωτιόταν τι να κάνει με τους κρατούμενους.

Οι περισσότεροι απ’ όσους διέφυγαν τον θάνατο στη βουνοπλαγιά κατάφεραν να κρυφτούν ανάμεσα στα δέντρα που εξακολουθούσαν να στέκουν όρθια. Και μάλιστα, δεδομένων των συνθηκών, είχαν κατορθώσει να οργανωθούν —έτσι ισχυριζόταν ο Μπασίρε— όμως μάλλον δεν αποτελούσαν ιδιαίτερη απειλή πια. Εκτός κι αν είχαν μαζί τους τις νταμέην. Δεν ήταν παρά καμιά εκατοστή άντρες, στριμωγμένοι κι απογυμνωμένοι από οπλισμό και θώρακες, υπό το άγρυπνο βλέμμα είκοσι τεσσάρων έφιππων Συντρόφων κι Υπερασπιστών. Οι πιο πολλοί ήταν Ταραμπονέζοι, οι οποίοι δεν πολέμησαν σαν άντρες παρακινημένοι από κατακτητές. Κάμποσοι από δαύτους είχαν ψηλά το κεφάλι και περιγελούσαν τους φρουρούς τους. Ο Γκέντγουιν πολύ θα ήθελε να τους ξεκάνει, αφού πρώτα θα τους ανέκρινε. Ο Γουίραμον, από την άλλη, δεν νοιαζόταν και πολύ αν θα τους έκοβαν τον λαιμό ή όχι, αλλά θεωρούσε τα βασανιστήρια χάσιμο χρόνου. Πίστευε πως κανείς τους δεν γνώριζε κάτι χρήσιμο. Ούτε ένας τους δεν είχε ευγενική καταγωγή.

Ο Ραντ έριξε μια ματιά στον Μπασίρε, ενώ ο Γουίραμον εξακολουθούσε να μιλάει σχεδόν ρητορικά. «...πρέπει να χτενίσουμε αυτά τα βουνά, Άρχοντα Δράκοντα. Να τους τσαλαπατήσουμε με τις οπλές των αλόγων μας και να...» Η Αναγιέλα συγκατένευσε βλοσυρά.

«Έξι ζωντανοί και μισή ντουζίνα νεκροί», είπε μαλακά ο Μπασίρε. Με ένα νύχι έτριψε τη λάσπη από τα παχιά του μουστάκια. «Ή, όπως λένε και κάποιοι από τους κολίγες μου, όσα χάνεις στα λεφτά κερδίζεις στην αγάπη». Τι στο Φως εννοούσε; Πολύ που τους βοήθησε!

Κι έπειτα, μία από τις περιπόλους που είχε στείλει ο Μπασίρε έκανε τα πράγματα χειρότερα.

Έξι άντρες εμφανίστηκαν σπρώχνοντας με τη λαβή των ακοντίων τους μία αιχμάλωτη κατά μήκος της πλαγιάς, μπροστά από τα άλογά τους. Επρόκειτο για μια μαυρομάλλα γυναίκα με σκισμένο και βρώμικο μπλε φόρεμα με κόκκινα πλαίσια στο στήθος και με φούστα που απεικόνιζε τη διχαλωτή αστραπή. Το πρόσωπό της ήταν εξίσου βρώμικο και τα δάκρυα είχαν χαράξει αυλάκια επάνω του. Σκόνταψε και κόντεψε να πέσει κάτω, αν και τα σκουντήματα ήταν περισσότερο συμβολικά. Αγριοκοίταξε περιφρονητικά έναν από αυτούς που την είχαν συλλάβει, φτύνοντάς τον, και κατόπιν γέλασε σαρκαστικά προς το μέρος του Ραντ.

«Την πειράξατε;» απαίτησε να μάθει. Περίεργη ερώτηση για έναν εχθρό, και μάλιστα έπειτα απ’ όσα είχαν γίνει σ’ αυτήν την κοιλάδα. Βέβαια, η ερώτηση αφορούσε σε μια σουλ’ντάμ, αλλά ξεπήδησε ανεξέλεγκτη από τα χείλη του.

«Όχι εμείς, Άρχοντα Δράκοντα», αποκρίθηκε ο αρχηγός με το τραχύ πρόσωπο. «Σε αυτήν την κατάσταση τη βρήκαμε». Ξύνοντας το πηγούνι του μέσα από τη σκούρα γενειάδα που σχημάτιζε πτυχές, έριξε μια ματιά στον Μπασίρε σαν να ζητούσε υποστήριξη. «Ισχυρίζεται πως σκοτώσαμε το Τζιλ της, ένα σκυλάκι ή γατάκι ή κάτι τέτοιο, απ’ ό,τι λέει. Τη λένε Νέριθ. Μόνο αυτό καταφέραμε να της αποσπάσουμε». Η γυναίκα στράφηκε προς το μέρος του και γρύλισε ξανά.

Ο Ραντ αναστέναξε. Όχι και σκυλάκι! Το όνομα αυτό δεν ανήκε στη λίστα! Ωστόσο, άκουγε ήδη τη λιτανεία των ονομάτων να ηχεί σε μορφή απαγγελίας μέσα στο κεφάλι του, και το όνομα «Τζιλ η νταμέην» ήταν παρόν. Ο Λουζ Θέριν εξακολουθούσε να θρηνεί για την Ιλυένα. Και το δικό της όνομα βρισκόταν στη λίστα, επίσης. Δικαιωματικά, αναλογίστηκε ο Ραντ.

«Μήπως είναι μία Σωντσάν Άες Σεντάι;» ρώτησε ξαφνικά η Αναγιέλα, γέρνοντας στο μπροστάρι της σέλας της για να περιεργαστεί τη Νέριθ. Η Νέριθ την έφτυσε κι αυτήν, με τα μάτια διάπλατα ανοικτά από οργή. Ο Ραντ εξήγησε όσα ήξερε σχετικά με τις σουλ’ντάμ, ότι δηλαδή ήλεγχαν τις γυναίκες με τη δυνατότητα της διαβίβασης με τη βοήθεια του λουριού τερ’ανγκριάλ, αλλά δεν μπορούσαν οι ίδιες να διαβιβάσουν και, προς μεγάλη του έκπληξη, η φινετσάτη Υψηλή Αρχόντισσα με το προσποιητό χαμόγελο είπε ψυχρά: «Αν ο Άρχοντας Δράκοντας νιώθει αμήχανος, ευχαρίστως να την κρεμάσω για χάρη του». Η Νέριθ την έφτυσε ξανά! Περιφρονητικά αυτή τη φορά, χωρίς την παραμικρή έλλειψη θάρρους.

«Όχι!» γρύλισε ο Ραντ. Μα το Φως, και τι δεν θα έκαναν μερικοί άνθρωποι για να έχουν την εύνοιά του! Ίσως η Αναγιέλα να ήταν πιο κοντά απ’ όσο έπρεπε στον Αφέντη των Αλόγων. Ο άντρας αυτός ήταν ρωμαλέος και καραφλός — κι αστός, επίσης, κάτι πολύ σοβαρό για τους Δακρυνούς, αλλά ούτως ή άλλως οι γυναίκες είχαν παράξενα γούστα με τους άντρες. Το γνώριζε, μια κι αποτελούσε τετελεσμένο γεγονός.

«Μόλις είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε», είπε στον Μπασίρε, «ελευθέρωσε εκείνους εκεί κάτω». Δεν υπήρχε περίπτωση να πάρει μαζί του αιχμαλώτους τη στιγμή που ετοιμαζόταν να εξαπολύσει επίθεση, και το να επιτρέψει σε εκατό και πλέον άντρες να τους ακολουθήσουν με τις άμαξες τροφοδοσίας ενείχε ένα σωρό μπελάδες. Αν τους άφηναν πίσω, δεν θα υπήρχε το παραμικρό πρόβλημα. Ακόμα κι αυτοί που ξέφυγαν έφιπποι ήταν αδύνατον να μεταφέρουν τα μαντάτα γρηγορότερα απ’ όσο μπορούσε να Ταξιδέψει ο ίδιος.

Ο Μπασίρε ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους του. Κι αυτός πίστευε πως κάπως έτσι είχαν τα πράγματα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Παράξενα πράγματα συνέβαιναν, ακόμα κι όταν δεν υπήρχε κανένας τα’βίρεν εκεί τριγύρω.

Ο Γουίραμον κι η Αναγιέλα άνοιξαν σχεδόν ταυτόχρονα τα στόματά τους να μιλήσουν, και τα πρόσωπά τους έδειχναν ότι ήταν έτοιμοι κι οι δύο να διαμαρτυρηθούν, αλλά ο Ραντ συνέχισε. «Μίλησα κι ισχύει αυτό που είπα! Πάντως, τη γυναίκα θα την κρατήσουμε, καθώς κι όσες άλλες γυναίκες αιχμαλωτίσουμε».

«Που να καώ», αναφώνησε ο Γουίραμον. «Για ποιον λόγο;» Ο άντρας έμοιαζε αποσβολωμένος κι ο Μπασίρε τίναξε ξαφνιασμένος το κεφάλι του. Το στόμα της Αναγιέλα στράβωσε περιφρονητικά, αλλά την επόμενη στιγμή χαμογέλασε προσποιητά προς το μέρος του Άρχοντα Δράκοντα. Ήταν προφανές πως τον θεωρούσε πολύ μαλθακό για να ξαποστείλει μια γυναίκα μαζί με τις υπόλοιπες. Έτσι κι αλλιώς, το βάδισμα θα ήταν δύσκολο σε αυτό το έδαφος, για να μην αναφέρουμε τις μερίδες με το δελτίο. Με αυτόν τον καιρό δε, θα καταδίκαζε μια γυναίκα σε ταλαιπωρία.

«Με αρκετές Άες Σεντάι τα έβαλα, ακόμα και χωρίς να στείλω τις σουλ’ντάμ πίσω στο σινάφι τους», τους είπε. Και, μα το Φως, ήταν αλήθεια! Κούνησαν τα κεφάλια τους, αν κι ο Γουίραμον άργησε να αντιληφθεί το σχόλιο. Ο Μπασίρε έμοιαζε ανακουφισμένος κι η Αναγιέλα απογοητευμένη. Τι να έκανε όμως με τη γυναίκα, όπως και με τις μέλλουσες αιχμάλωτες; Δεν σκόπευε να μετατρέψει τον Μαύρο Πύργο σε φυλακή. Θα μπορούσαν να τις κρατήσουν οι Αελίτες, μόνο που οι Σοφές θα τους έκοβαν τον λαιμό μόλις ο Ραντ γύριζε την πλάτη του. Κι οι αδελφές που είχε πάρει μαζί του ο Ματ στο Κάεμλυν μαζί με την Ηλαίην; «Όταν τελειώσουν όλα αυτά, θα την παραδώσω σε μια Άες Σεντάι της επιλογής μου». Ίσως να το αντιμετώπιζαν ως χειρονομία καλής θέλησης, έτσι για να τις γλυκάνει και να αποδεχτούν την προστασία του.

Τα λόγια δεν είχαν προλάβει καλά-καλά να βγουν από το στόμα του κι η Νέριθ χλώμιασε, αφήνοντας ένα ουρλιαχτό σαν να της ξέσκιζαν τα πνευμόνια. Στριγγλίζοντας χωρίς σταματημό, πετάχτηκε στην πλαγιά κι άρχισε να αναρριχάται στα πεσμένα δέντρα. Έπεσε κάτω, σηκώθηκε και προσπάθησε ξανά.

«Καταραμένη...! Πιάστε τη!» φώναξε κοφτά ο Ραντ, κι η περίπολος των Σαλδαίων κάλπασε πίσω από τη γυναίκα, με τα άλογα να περνούν ανάμεσα στα σκόρπια δέντρα της πλαγιάς, χωρίς να προσέχουν σπασμένα πόδια και λαιμούς. Κι αυτή, ωρυόμενη ακόμα, παραμέρισε κι όρμησε ανάμεσα στα άλογα σαν αλλοπαρμένη.

Στο στόμιο του ανατολικού περάσματος, φάνηκε μια αστραπή ασημιού φωτός και μια πύλη άνοιξε. Ένας Στρατιώτης με μαύρο πανωφόρι πέρασε από μέσα σέρνοντας ξοπίσω του το άλογο του, πήδησε στη σέλα καθώς η πύλη τρεμόσβηνε και σπιρούνισε το ζώο για να καλπάσει προς τη λοφοκορυφή, όπου τον περίμεναν ο Γκέντγουιν με τον Ρόσεντ. Ο Ραντ παρακολουθούσε απαθέστατος. Μέσα στο κεφάλι του, ο Λουζ Θέριν γρύλιζε, παροτρύνοντάς τον να σκοτώσει όλους τους Άσα’μαν προτού να είναι αργά.

Μέχρι που οι τρεις τους να αρχίσουν να ανηφορίζουν τη πλαγιά για να προσεγγίσουν τον Ραντ, τέσσερις Σαλδαίοι ακινητοποίησαν τη Νέριθ, δένοντάς τη χειροπόδαρα. Τέσσερις χρειάστηκαν, μια κι η γυναίκα τιναζόταν απότομα και δάγκωνε, ενώ ο Μπασίρε —που το διασκέδαζε— έβαζε στοίχημα ότι τελικά θα τους ξέφευγε. Η Αναγιέλα μουρμούρισε κάτι σχετικά με το να τσακίσουν το κεφάλι της γυναίκας. Άραγε, εννοούσε να της το ανοίξουν στα δύο; Ο Ραντ την κοίταξε συνοφρυωμένος.

Ο Στρατιώτης ανάμεσα στον Γκέντγουιν και στον Ρόσεντ κοίταξε ανήσυχος τη Νέριθ καθώς οι υπόλοιποι την προσπερνούσαν. Ο Ραντ θυμήθηκε αόριστα πως τον είχε δει στον Μαύρο Πύργο τη μέρα που μοίρασε για πρώτη φορά τα ασημένια Ξίφη κι έδωσε στον Τάιμ την πρώτη-πρώτη καρφίτσα με τον Δράκοντα. Ήταν ένας νεαρός ονόματι Βάριλ Νένσεν, ο οποίος φορούσε ακόμα ένα διάφανο κάλυμμα για να σκεπάσει τα πυκνά του μουστάκια. Πάντως, δεν είχε διστάσει καθόλου όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τους συντοπίτες του. Μόνο απέναντι στον Μαύρο Πύργο και τον Αναγεννημένο Δράκοντα έδειχνες πλέον την αφοσίωσή σου, έτσι έλεγε πάντα ο Τάιμ. Το δεύτερο μέρος αυτής της πρότασης ηχούσε σαν δεύτερη σκέψη.

«Πιθανότατα θα έχεις την τιμή να αναφερθείς κατ’ ευθείαν στον Αναγεννημένο Δράκοντα, Στρατιώτη Νένσεν», είπε ο Γκέντγουιν. Πικρόχολα.

Ο Νένσεν κορδώθηκε πάνω στη σέλα του. «Άρχοντα Δράκοντα!» γάβγισε, χτυπώντας τη γροθιά πάνω στο στήθος του. «Υπάρχουν κι άλλοι κάπου τριάντα μίλια δυτικά, Άρχοντα Δράκοντα». Τριάντα μίλια ήταν το μέγιστο βεληνεκές που επέτρεψε στους ανιχνευτές του ο Ραντ πριν πάρουν τον δρόμο του γυρισμού. Τι νόημα είχε αν ένας Στρατιώτης ξετρύπωνε τους Σωντσάν ενώ οι υπόλοιποι κινούνταν ακόμα δυτικότερα; «Πιθανόν οι μισοί απ’ όσους ήταν εδώ», συνέχισε ο Νένσεν. «Και...» Τα σκοτεινά του μάτια πετάρισαν ξανά προς το μέρος της Νέριθ. Την είχαν δέσει τώρα κι οι Σαλδαίοι πάλευαν να την ανεβάσουν σε ένα άλογο. «Δεν παρατήρησα ίχνος γυναικών, Άρχοντα Δράκοντα».

Ο Μπασίρε λοξοκοίταξε τον ουρανό. Μαύρα σύννεφα απλώνονταν σαν κουβέρτα από τη μια βουνοκορυφή στην άλλη, αν κι ο ήλιος θα πρέπει να ήταν ψηλά ακόμα. «Ώρα να ταΐσουμε τους άντρες πριν επιστρέψουν κι οι άλλοι», είπε νεύοντας ικανοποιημένος. Η Νέριθ είχε καταφέρει να βυθίσει τα δόντια της στον καρπό ενός Σαλδαίου και να κρεμαστεί από εκεί σαν κουνάβι.

«Ταΐστε τους γρήγορα», είπε ο Ραντ νευριασμένος. Έτσι δύσκολη θα ήταν κάθε σουλ’ντάμ που θα συλλάμβανε; Πολύ πιθανόν. Μα το Φως, και τι θα γινόταν όταν θα έπιαναν μια νταμέην; «Δεν προτίθεμαι να περάσω όλο τον χειμώνα σε αυτά τα βουνά». Η νταμέην Τζιλ. Του ήταν αδύνατον να σβήσει ένα όνομα από τη στιγμή που είχε εγγραφεί σ’ εκείνη τη λίστα.

Οι νεκροί δεν σιωπούν ποτέ, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν. Οι νεκροί ποτέ δεν κοιμούνται.

Ο Ραντ κάλπασε προς τις πυρές. Δεν είχε όρεξη να φάει.


Από το σημείο ενός πετρώδους σχηματισμού που ξεπεταγόταν από τη γη, ο Φούριουκ Καρέντε μελέτησε προσεκτικά τα δασωμένα βουνά που υψώνονταν γύρω του, τις κοφτερές κορυφές σαν σκοτεινά δόντια. Το άλογο του, ένα ψηλό και πιτσιλωτό μουνούχι, τέντωσε τα αυτιά του σαν να είχε πιάσει έναν ήχο που ο άντρας δεν είχε ακούσει, κατά τα άλλα όμως παρέμεινε ακίνητο. Κάθε λίγο και λιγάκι, ο Καρέντε έπρεπε να σταματάει και να σκουπίζει τους φακούς από το ματοκιάλι του. Μια ανάλαφρη βροχή έπεφτε από τον γκρίζο ουρανό του πρωινού. Τα δύο μαύρα φτερά της περικεφαλαίας του ήταν λυγισμένα αντί ίσια, και το νερό έτρεχε στην πλάτη του. Η βροχή ήταν ανάλαφρη σε σύγκριση με τη χτεσινή και, πιθανόν, με την αυριανή, ίσως δε και του ίδιου απογεύματος ακόμα. Απειλητικά μπουμπουνητά ακούστηκαν από τον Νότο. Βέβαια, ο καιρός ήταν το τελευταίο πράγμα που απασχολούσε τον Καρέντε.

Από κάτω, οι τελευταίοι από τους διακόσιους τριάντα άντρες προχωρούσαν στα φιδογυριστά μονοπάτια, άντρες μαζεμένοι από τέσσερα προκεχωρημένα φυλάκια. Ήταν καβάλα σε καλοθρεμμένα άλογα κι είχαν άξιους αρχηγούς, ωστόσο διακόσιοι εξ αυτών ήταν Σωντσάν και μόνο δύο —εκτός από τον ίδιον— φορούσαν την πρασινοκόκκινη στολή της Φρουράς. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους ήταν Ταραμπονέζοι —γνώριζε πολύ καλά το σφρίγος τους— και το ένα τρίτο περίπου ήταν Αμαδισιανοί κι Αλταρανοί, οι οποίοι είχαν δώσει πολύ πρόσφατα όρκο και κανείς δεν ήξερε πώς θα ανταποκρίνονταν. Μερικοί Αλταρανοί κι Αμαδισιανοί είχαν δηλώσει ήδη αφοσίωση μεταξύ τους δυο και τρεις φορές. Ή, τουλάχιστον, προσπάθησαν. Οι άνθρωποι από αυτή την πλευρά του Ωκεανού Άρυθ δεν ένιωθαν την παραμικρή αισχύνη για τίποτα. Μια ντουζίνα σουλ’ντάμ προχωρούσαν στο μπροστινό μέρος της φάλαγγας κι ο άντρας ευχήθηκε να είχαν κι οι δώδεκα, όχι οι δυο μονάχα, εύκαιρες τις χαλιναγωγημένες νταμέην πλάι στα άλογά τους.

Πενήντα πόδια πιο μπροστά, οι δέκα άντρες της προφυλακής παρακολουθούσαν τις πλαγιές πάνω από τα κεφάλια τους, μολονότι όχι τόσο προσεκτικά όσο θα έπρεπε. Πολλοί από τους άντρες της προφυλακής βασίζονταν στους ανιχνευτές για ενδεχόμενους κινδύνους. Ο Καρέντε κράτησε μια νοητική σημείωση να τους μιλήσει κάποια στιγμή προσωπικά. Ύστερα από αυτή τη συνομιλία, ή θα έκαναν καλά τη δουλειά τους ή θα τους έστελνε στα κάτεργα.

Ένα ράκεν εμφανίστηκε ανατολικά, πετώντας ξυστά πάνω από τις δεντροκορυφές και στριφογυρίζοντας, έτσι ώστε να ακολουθεί τις καμπυλώσεις της γης, σαν ένας άντρας που διατρέχει με το χέρι του την πλάτη μιας γυναίκας. Παράξενο. Οι ιπτάμενες των μόρατ’ράκεν αρέσκονταν στις ψηλές πτήσεις, εκτός αν ο ουρανός ήταν γεμάτος αστραπές. Ο Καρέντε χαμήλωσε το ματοκιάλι για να παρακολουθήσει.

«Ίσως, τελικά, να πρόκειται για μια ακόμα αναφορά από τις ομάδες ανιχνευτών», είπε ο Τζαντράνκα, απευθυνόμενος όχι στον Καρέντε αλλά στους αξιωματικούς που περίμεναν πίσω του. Τρεις από τους άντρες αυτούς είχαν τον ίδιο βαθμό με του Καρέντε, κι ωστόσο ελάχιστοι, εκτός από όσους ανήκαν στη Γενιά, τολμούσαν να ενοχλήσουν έναν άντρα με την πορφυρή και σκουροπράσινη στολή των Φρουρών του Θανάτου, κάτι που απέφευγαν να κάνουν ακόμα και πολλοί που ανήκαν στη Γενιά.

Σύμφωνα με τις ιστορίες που είχε ακούσει ως παιδί, κάποιος από τους προγόνους του, ένας ευγενής, είχε ακολουθήσει τον Λουθαίρ Πέντραγκ στο Σωντσάν υπό τις διαταγές του Άρτουρ του Γερακόφτερου, αλλά διακόσια χρόνια αργότερα, κι έχοντας διασφαλίσει μονάχα τον Βορρά, ένας άλλος πρόγονος είχε προσπαθήσει να σμιλεύσει το δικό του βασίλειο και κατέληξε να ξεπουληθεί. Ίσως και να ήταν έτσι. Πολλοί και πολλές ντα’κοβάλε ισχυρίζονταν ότι είχαν αριστοκρατική καταγωγή. Αναμεταξύ τους, τουλάχιστον. Ελάχιστοι από τη Γενιά έβρισκαν διασκεδαστικά αυτά τα κουτσομπολιά. Όπως και να έχει, ο Καρέντε ένιωσε τυχερός όταν τον διάλεξαν οι Εκλέκτορες, ένα εύρωστο παιδί που δεν ήταν ακόμα αρκετά μεγάλο για να αναλάβει καθήκοντα, περήφανο για το τατουάζ με τα κοράκια που είχε χαραγμένο στους ώμους του. Πολλοί Φρουροί του Θανάτου κυκλοφορούσαν χωρίς πανωφόρια και πουκαμίσες, όποτε αυτό ήταν δυνατόν, για να επιδεικνύουν τα τατουάζ τους. Αυτό ίσχυε για τους ανθρώπους, δηλαδή. Οι Ογκιρανοί Κηπουροί δεν ήταν ούτε σημαδεμένοι ούτε ιδιοκτησία κάποιου, με βάση μια συμφωνία που είχε γίνει ανάμεσα στους ίδιους και την Αυτοκράτειρα.

Ο Καρέντε ήταν ένας ντα’κοβάλε και μάλιστα ένιωθε πολύ περήφανος γι’ αυτό, όπως ο κάθε άντρας της Φρουράς. Ανήκε ψυχή και σώμα στον Κρυστάλλινο Θρόνο. Δεν δίσταζε να πολεμήσει όπου του υποδείκνυε η Αυτοκράτειρα και να πεθάνει τη μέρα που θα τον διέταζε. Η Φρουρά απολογούνταν μονάχα στην Αυτοκράτειρα, ήταν το δεξί της χέρι, κι οι άντρες της μια ορατή υπενθύμιση της ίδιας. Δεν ήταν, λοιπόν, να απορεί κανείς που κάποιοι από τη Γενιά αισθάνθηκαν αμήχανα παρακολουθώντας ένα απόσπασμα της Φρουράς να περνά. Σίγουρα η ζωή που έκανε ήταν προτιμότερη από το να ξελασπώνει τους στάβλους ενός Άρχοντα ή να σερβίρει καφ σε μια Αρχόντισσα. Ωστόσο, ο Καρέντε καταριόταν την τύχη του που τον είχε στείλει σ’ αυτά τα βουνά να επιθεωρήσει τις προφυλακές.

Το ράκεν στράφηκε απότομα προς τα δυτικά κι οι δύο ιπτάμενες έγειραν πάνω στη σέλα τους. Καμιά αναφορά, κανένα μήνυμα γι’ αυτόν. Ο Φούριουκ ήξερε πως ήταν η φαντασία του, αλλά του φάνηκε πως ο μακρόστενος τεντωμένος λαιμό του πλάσματος έμοιαζε κάπως... ανήσυχος. Αν ήταν κάποιος άλλος, θα ανησυχούσε εξίσου. Είχε λάβει ελάχιστα μηνύματα από τότε που πήρε διαταγές, τρεις μέρες πριν, να αναλάβει τη διοίκηση και να κινηθεί ανατολικά. Κάθε μήνυμα πύκνωνε περισσότερο το μυστήριο παρά το ξεκαθάριζε.

Φαίνεται πως οι ντόπιοι, αυτοί οι Αλταρανοί, κινήθηκαν μαζικά προς τα βουνά, αλλά με ποιον τρόπο; Οι δρόμοι κατά μήκος των βορείων συνόρων ήταν γεμάτοι περίπολα και παρακολουθούνταν σχεδόν έως τα σύνορα με το Ίλιαν, τόσο από ιπτάμενες και μόρατ’τορμ όσο κι από έφιππες ομάδες. Τι θα μπορούσε να αναγκάσει τους Αλταρανούς να γίνουν τόσο αποφασιστικοί και να δείξουν τα δόντια τους; Μήπως για να μείνουν ενωμένοι; Μπορεί να σε προκαλούσε κάποιος σε μονομαχία χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος —παρ’ όλο που ήδη είχαν αρχίσει να μαθαίνουν πως το να προκαλείς έναν Φρουρό ήταν απλά ένας πιο αργός τρόπος να βρεθείς με τον λαιμό σου κομμένο— αλλά είχε δει ευγενείς αυτού του περιβόητου έθνους να προσπαθούν να πουλήσουν ο ένας τον άλλον, συμπεριλαμβανομένης της Βασίλισσάς τους, χάρη μιας απλής νύξης περί προστασίας της γης τους και πιθανής ενσωμάτωσης της γης των γειτόνων τους.

Ο Νάντοκ, ένα πελώριος άντρας με παραπλανητικά ήπιο πρόσωπο, στριφογύρισε πάνω στη σέλα του για να παρακολουθήσει το ράκεν. «Δεν μου αρέσει να πηγαίνω στα τυφλά», μουρμούρισε. «Κι ειδικά όταν οι Αλταρανοί κατάφεραν να μαζέψουν εκεί πάνω σαράντα χιλιάδες άντρες. Τουλάχιστον σαράντα».

Ο Τζαντράνκα ρουθούνισε τόσο δυνατά, που το ψηλό και λευκό ευνουχισμένο του ζώο αναδεύτηκε. Ο Τζαντράνκα ήταν ο πρεσβύτερος μεταξύ των αξιωματικών, εκτός του Καρέντε, έχοντας όμως τα ίδια χρόνια υπηρεσίας με εκείνον. Κοντός και λεπτός, με προτεταμένη μύτη, ήταν τόσο αγέρωχος που θα έλεγες πως ανήκε στη Γενιά. Το άλογο του θα ξεχώριζε από ένα μίλι μακριά. «Άσχετα αν είναι σαράντα ή εκατό χιλιάδες, Νάντοκ, έχουν διασκορπιστεί από δω μέχρι την άκρη της οροσειράς κι είναι πολύ απομακρυσμένοι αναμεταξύ τους για να αλληλοϋποστηρίζονται. Που να μου βγουν τα μάτια αν οι μισοί από δαύτους δεν είναι κιόλας νεκροί. Θα πρέπει να έχουν μπλεχτεί με τις προφυλακές. Να γιατί δεν λαμβάνουμε αναφορές από πουθενά. Απλά, περιμένουν από μας να καθαρίσουμε τα υπολείμματα».

Ο Καρέντε κατέπνιξε έναν αναστεναγμό. Ήλπιζε πως ο Τζαντράνκα δεν ήταν κανένας ηλίθιος, παρά τον αέρα που είχε πάρει. Ο έπαινος του νικητή διαδιδόταν γρήγορα, άσχετα από το αν αφορούσε σε έναν ολόκληρο στρατό ή σε μισό Λάβαρο. Ήταν αυτές οι σπάνιες ήττες που βυθίζονταν στη σιωπή και ξεχνιόνταν. Και τόση σιωπή δεν θα μπορούσε παρά να είναι... δυσοίωνη.

«Βάσει αυτής της τελευταίας αναφοράς, δεν θα έλεγα ότι μιλάμε για υπολείμματα», επέμεινε ο Νάντοκ. Όχι, δεν ήταν ηλίθιος. «Λιγότερο από πενήντα μίλια μπροστά μας υπάρχουν πέντε χιλιάδες άντρες και δεν νομίζω ότι μπορούμε να τους σαρώσουμε έτσι απλά».

Ο Τζαντράνκα ρουθούνισε ξανά. «Θα τους συντρίψουμε, είτε με ξίφη είτε με σάρωθρα. Που να κάψει το Φως τα μάτια μου, ανυπομονώ για μια αξιοπρεπή σύγκρουση. Έδωσα εντολές στους ανιχνευτές μου να επιμείνουν μέχρι να τους ξετρυπώσουν. Δεν θα τους αφήσω να μας ξεγλιστρήσουν έτσι εύκολα».

«Τι έκανες λέει;» ρώτησε απαλά ο Καρέντε.

Μπορεί ο τόνος της φωνής του να ήταν απαλός, αλλά όλα τα βλέμματα στράφηκαν προς το μέρος του. Ωστόσο, ο Νάντοκ και μερικοί άλλοι χρειάστηκε να καταβάλουν προσπάθεια για να σταματήσουν να κοιτούν σαν χαζοί τον Τζαντράνκα. Οι ανιχνευτές είχαν πάρει διαταγές να επιμείνουν, τους είχαν πει για τι πράγμα να ψάξουν. Κι όλα τα υπόλοιπα που δεν θα παρατηρούσαν εξαιτίας αυτών των διαταγών;

Πριν προλάβει κανείς να ανοίξει το στόμα του, ακούστηκαν φωνασκίες από τους άντρες που βρίσκονταν στο πέρασμα, κραυγές και στριγγλιές αλόγων.

Ο Καρέντε τοποθέτησε στο ένα του μάτι τον πέτσινο κύλινδρο από το ματοκιάλι. Κατά μήκος του περάσματος μπροστά του, άντρες κι άλογα πέθαιναν κάτω από κάτι που έμοιαζε να είναι ένα χαλάζι βλημάτων από βαλλίστρες, από τον τρόπο τουλάχιστον που σφυροκοπούσαν τις ατσάλινες πανοπλίες κι έσκαγαν μέσα από τους θώρακες με τη σιδερόπλεχτη προστασία. Εκατοντάδες άντρες ήταν ήδη πεσμένοι, αρκετοί ακόμα πληγωμένοι και γερμένοι πάνω στη σέλα τους, ενώ άλλοι, πεζοί, έτρεχαν μακριά από τα άλογα που σφάδαζαν στο έδαφος. Ήταν πολλοί αυτοί που έτρεχαν. Ενόσω κοιτούσε ακόμα, πρόσεξε κάποιους έφιππους που γύριζαν τα άλογά τους από την άλλη μεριά, πασχίζοντας να ξεφύγουν από το αντίθετο άκρο του περάσματος. Πού, στο Φως, ήταν οι σουλ’ντάμ; Του ήταν αδύνατον να τις εντοπίσει. Είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν επαναστάτες που είχαν στη διάθεσή τους τόσο σουλ’ντάμ όσο και νταμέην, και πάντα έπρεπε να φονευθούν το γρηγορότερο δυνατόν. Ίσως οι ντόπιοι να το είχαν μάθει αυτό.

Ξαφνικά κι απότομα το έδαφος άρχισε να ανατινάζεται, σηκώνοντας βροντερά σιντριβάνια σκόνης σε όλο το μήκος της φιδογυριστής διάταξής του, σιντριβάνια που πετούσαν στον αέρα άντρες κι άλογα εξίσου εύκολα με τις πέτρες και τα χαλίκια. Ο ουρανός αστραποβόλησε με ασπρογάλαζους κεραυνούς που τσάκιζαν τη γη και τους άντρες. Κάποιοι από αυτούς απλώς εκρήγνυντο κι οι σάρκες τους ξεσκίζονταν από κάτι που δεν μπορούσε να διακρίνει. Άραγε, οι ντόπιοι διέθεταν δικές τους νταμέην; Μάλλον όχι, αυτό θα πρέπει να ήταν έργο των Άες Σεντάι.

«Τι κάνουμε τώρα;» είπε ο Νάντοκ. Η φωνή του είχε μια χροιά πανικού, κι όχι άδικα.

«Σκέφτεσαι να εγκαταλείψεις τους άντρες σου;» γρύλισε ο Τζαντράνκα. «Θα ανασυγκροτηθούμε και θα αντεπιτεθούμε, που να...!» Η φράση του κόπηκε στη μέση κι από το λαρύγγι του ακούστηκε ένας γουργουριστός ήχος καθώς η μυτερή άκρη του ξίφους του Καρέντε βυθίστηκε εύστοχα στον λαιμό του. Κάποιες φορές μπορούσες να ανεχτείς έναν ηλίθιο και κάποιες όχι. Καθώς ο άντρας έπεφτε από τη σέλα του, ο Καρέντε σκούπισε επιδέξια τη λάμα στη λευκή χαίτη του ευνουχισμένου ζώου, κι αυτό ξεχύθηκε μπροστά. Άλλες φορές, πάλι, χρειαζόταν και λίγη επίδειξη.

«Θα ανασυγκροτηθούμε όσο είναι δυνατόν, Νάντοκ», είπε, λες κι ο Τζαντράνκα δεν είχε μιλήσει καθόλου. Άες κι ήταν ανύπαρκτος. «Θα διασώσουμε ότι μπορούμε και θα υποχωρήσουμε».

Στρέφοντας το άλογο του προς τη μεριά του μονοπατιού, όπου οι αστραπές σπίθιζαν κι οι κεραυνοί βροντούσαν, έδωσε εντολές στον Άνγκαρ, έναν νεαρό με σταθερό βλέμμα και γοργό άτι, να καλπάσει ανατολικά, μεταφέροντας όσα είχαν συμβεί. Ίσως κάποια ιπτάμενη να είχε προσέξει τα γεγονότα, ίσως κι όχι, αν κι ο Καρέντε υποψιαζόταν τώρα για ποιο λόγο πετούσαν τόσο χαμηλά. Υπέθετε πως η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ κι οι στρατηγοί στο Έμπου Νταρ γνώριζαν ήδη τι συνέβαινε εδώ. Άραγε, είχε φτάσει η μέρα που θα πέθαινε για την Αυτοκράτειρα; Σπιρούνισε δυνατά τα πλευρά του αλόγου του.


Από την επίπεδη κι αραιοσπαρμένη ράχη, ο Ραντ παρατηρούσε την περιοχή προς τα δυτικά, πάνω από το δάσος που απλωνόταν μπροστά του. Έχοντας μέσα του τη Δύναμη —τόσο γλυκιά σαν τη ζωή, τόσο ποταπή και τόσο πρόστυχη— μπορούσε να διακρίνει ακόμα και το κάθε φύλλο ξεχωριστά, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Ο Ταϊ’ντάισαρ χτύπησε τις οπλές του στο έδαφος. Οι κοφτερές κορυφές, πίσω τους κι από κάθε πλευρά, δέσποζαν πάνω από τη ράχη για μια απόσταση ενός μιλίου και παραπάνω, αλλά η ράχη δέσποζε με τη σειρά της των δεντροκορυφών, μιας κυματιστής, δασωμένης κοιλάδας περίπου μιας λεύγας μήκους κι ανάλογου πλάτους. Όλα ήταν ήσυχα εκεί κάτω. Ήσυχα όσο και το Κενό στο οποίο επέπλεε. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Εδώ κι εκεί υψώνονταν τουλούπες καπνού από δύο ή τρία δέντρα που καίγονταν σαν δαδιά σε ένα σύδεντρο. Μονάχα η υγρασία τα εμπόδιζε από το να μετατρέψουν σε παρανάλωμα ολόκληρη την κοιλάδα.

Ο Φλιν κι ο Ντασίβα ήταν οι μόνοι Άσα’μαν που εξακολουθούσαν να είναι μαζί του. Όλοι οι υπόλοιποι βρίσκονταν κάτω, στην κοιλάδα. Οι δυο τους έστεκαν λίγο παράμερα, στην άκρη των δέντρων, κρατώντας τα γκέμια των αλόγων τους κι ατενίζοντας το δάσος, από κάτω. Ο Φλιν κοιτούσε το ίδιο έντονα όσο κι ο Ραντ. Ο Ντασίβα έριχνε πού και πού ματιές τριγύρω σουφρώνοντας το στόμα του, μουρμουρίζοντας μερικές φορές μόνος του, με έναν τρόπο που έκανε τον Φλιν να κινείται αμήχανα και να στρέφει το βλέμμα του αλλού. Η Δύναμη κατέκλυζε τους δύο άντρες ξεχειλίζοντας σχεδόν από μέσα τους, αλλά ο Λουζ Θέριν παρέμενε σιωπηλός, έτσι για αλλαγή. Τις τελευταίες μέρες φαίνεται πως κρυβόταν όλο και περισσότερο.

Στον ουρανό επικρατούσε το ηλιόφως, ενώ τα σκόρπια σύννεφα ήταν γκριζωπά. Είχαν περάσει πέντε μέρες από τότε που ο Ραντ έφερε τον μικρό του στρατό στην Αλτάρα, πέντε μέρες από τότε που είδε τους πρώτους νεκρούς Σωντσάν. Κι από τότε, είχε δει κάμποσους ακόμα. Η σκέψη γλίστρησε στην επιφάνεια του Κενού. Ένιωθε τον ερωδιό που ήταν στιγματισμένος στην παλάμη του να πιέζει το Σκήπτρο του Δράκοντα μέσα από το γάντι του. Ακινησία. Δεν έβλεπε πουθενά κανένα από τα ιπτάμενα πλάσματα. Τρία από αυτά ήταν νεκρά, χτυπημένα από τις αστραπές πριν οι καβαλάρηδές τους καταλάβουν πως πρέπει να μείνουν μακριά. Ο Μπασίρε είχε εντυπωσιαστεί αρκετά από αυτά τα πλάσματα.

«Μάλλον έληξε, Άρχοντα Δράκοντα». Η φωνή της Άιλιλ ήταν ήρεμη και ψυχρή, αλλά χτύπησε απαλά με το χέρι της τον λαιμό της φοράδας της, μολονότι το ζώο δεν χρειαζόταν χάδια. Έριξε μια λοξή ματιά στον Φλιν και στον Ντασίβα κι ίσιωσε το κορμί της, απρόθυμη να δείξει το παραμικρό ίχνος ανησυχίας παρουσία τους.

Ο Ραντ συνειδητοποίησε πως τραγουδούσε μουρμουριστά και σταμάτησε απότομα. Η συνήθεια αυτή ήταν του Λουζ Θέριν όταν αντίκριζε μια όμορφη γυναίκα, όχι δική του. Όχι δική του! Μα το Φως, άρχιζε να υιοθετεί τους τρόπους αυτού του τύπου, και μάλιστα όταν αυτός δεν ήταν παρών...!

Ξαφνικά, ο υπόκωφος ήχος του κεραυνού γέμισε την πεδιάδα. Η φωτιά ξεπήδησε από τα δέντρα κάπου δύο μίλια μακριά, ίσως και περισσότερο, ξανά και ξανά. Οι αστραπές χάραζαν το δάσος, όχι πολύ μακριά από το σημείο όπου είχαν ξεπηδήσει οι φλόγες, απόμακρα μαστιγώματα σαν κοφτερές, γαλανόλευκες λόγχες. Επικράτησε μια αναμπουμπούλα από αστραπές, κεραυνούς και φωτιά, κι έπειτα όλα επανήλθαν στην ακινησία. Αυτή τη φορά, κανένα δέντρο δεν φλεγόταν.

Κάποια από αυτά τα φαινόμενα ήταν εκδηλώσεις του σαϊντίν. Κάποια.

Νόμισε πως άκουσε απόμακρες κι αμυδρές φωνές να έρχονται από κάποιο άλλο σημείο της κοιλάδας. Πολύ μακρινές ακόμα και για τα ενισχυμένα με σαϊντίν αυτιά του, ωστόσο άκουγε την κλαγγή του μετάλλου πάνω σε μέταλλο. Παραδόξως, στη μάχη δεν είχαν λάβει μέρος μόνο οι Άσά’μαν, οι Αφοσιωμένοι κι οι Στρατιώτες.

Η Αναγιέλα άφησε μια παρατεταμένη ανάσα που φαίνεται πως την κρατούσε από τη στιγμή που άρχισε η αντάλλαγή με τη Δύναμη. Οι άντρες που πολεμούσαν με ατσάλι δεν την ενοχλούσαν καθόλου. Έπειτα χάιδεψε απαλά τον λαιμό του αλόγου της, και το ευνουχισμένο ζώο ανταποκρίθηκε με το πετάρισμα ενός αυτιού. Ο Ραντ το είχε προσέξει αυτό στις γυναίκες. Πολύ συχνά, όταν μια γυναίκα ένιωθε αναστατωμένη, προσπαθούσε να ησυχάσει τους άλλους, άσχετα αν το ήθελαν ή όχι. Ακόμα κι άλογο να ήταν, δεν είχε σημασία. Πού είχε πάει ο Λουζ Θέριν;

Κάπως εκνευρισμένος, έγειρε μπροστά για να μελετήσει ξανά τον θόλο του δάσους. Κάμποσα από τούτα τα δέντρα ήταν αειθαλή —βελανιδιές, πεύκα και χαμοδάφνες— και, παρά την πρόσφατη ξηρασία, παρουσίαζαν μια χτυπητή εικόνα ακόμα και στην ενισχυμένη του όραση. Άγγιξε κάπως τεμπέλικα το στενό δέμα κάτω από τον πέτσινο αναβολέα. Θα μπορούσε να πάρει κάποιες ενισχύσεις και να χτυπήσει στα τυφλά. Θα μπορούσε να καλπάσει κάτω, στο δάσος, και να μη βλέπει ούτε στα δέκα βήματα. Εκεί κάτω δεν θα ήταν αποτελεσματικότερος από οποιονδήποτε Στρατιώτη.

Μια πύλη άνοιξε ανάμεσα στα δέντρα λίγο πιο πέρα, στο μήκος της οροσειράς, μια ασημιά σχισμή που πλάτυνε κι έγινε τρύπα μέσα από την οποία διακρίνονταν διαφορετικά δέντρα καθώς και μια πυκνή χειμωνιάτικη και καφετιά ποώδης βλάστηση. Ένας χαλκόχρωμος Στρατιώτης, με αραιό μουστάκι στο πάνω του χείλος κι ένα μικρό μαργαριτάρι να κρέμεται από το αυτί του, βγήκε από την πύλη πεζός και την άφησε να χαθεί πίσω του. Έσπρωχνε μπροστά του μία σουλ’ντάμ, με τους καρπούς δεμένους πίσω από την πλάτη της, μια αρκετά όμορφη γυναίκα, αν εξαιρέσουμε την πορφυρή κηλίδα στο πλάι του κεφαλιού της. Φαίνεται όμως πως ταίριαζε με την κατηφή έκφρασή της, καθώς και με το τσαλακωμένο και γεμάτο φύλλα φόρεμά της. Γέλασε σαρκαστικά πάνω από τον ώμο της προς το μέρος του Στρατιώτη, ενώ αυτός συνέχιζε να τη σπρώχνει κατά μήκος της ράχης προς τον Ραντ, τον οποίο η γυναίκα κοίταξε χλευαστικά.

Ο Στρατιώτης κορδώθηκε και χαιρέτησε ζωηρά. «Στρατιώτης Άρλεν Νάλααμ, Άρχοντα Δράκοντα», γάβγισε κοιτώντας κατευθείαν τη σέλα του Ραντ. «Οι προσταγές του Άρχοντα Δράκοντα ήταν να παρουσιαστεί μπροστά του κάθε γυναίκα που συλλαμβάναμε εκ μέρους του».

Ο Ραντ ένευσε καταφατικά. Η διαταγή του αποσκοπούσε μόνο στο να του δώσει την ψευδαίσθηση ότι κάτι έκανε, γιατί κατά τα άλλα δεν είχε νόημα να επιθεωρεί αιχμαλώτους για να βεβαιωθεί για κάτι που έβλεπε κι ο πιο ανόητος. «Πήγαινε την πίσω, στις άμαξες, Στρατιώτη Νάλααμ, κι επίστρεψε στη μάχη». Σχεδόν έτριζε τα δόντια του λέγοντας αυτά τα λόγια. Τον πρόσταζε να επιστρέψει στη μάχη, ενώ ο ίδιος, ο Ραντ αλ’Θόρ, ο Αναγεννημένος Δράκοντας και Βασιλιάς του Ίλιαν, καθόταν πάνω στο άλογο του παρακολουθώντας τις δεντροκορυφές!

Ο Νάλααμ χαιρέτησε ξανά και ξανάρχισε να σπρώχνει βιαστικά τη γυναίκα. Αυτή εξακολούθησε να κοιτάει πάνω από τον ώμο της, όχι τον Στρατιώτη Νάλααμ αυτή τη φορά αλλά τον ίδιο τον Ραντ, έχοντας τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα ορθάνοιχτο από την έκπληξη. Για κάποιον λόγο, ο Νάλααμ δεν σταμάτησε να τη σπρώχνει μέχρι που έφτασε ξανά στο σημείο από το οποίο είχε εμφανιστεί. Το μόνο απαραίτητο ήταν να πάει κάπως απόμακρα για να αποφύγει τυχόν τραυματισμό των αλόγων.

«Τι κάνεις;» τον ρώτησε απαιτητικά ο Ραντ, καθώς το σαϊντίν κατέκλυζε τον άντρα.

Ο Νάλααμ μισογύρισε προς το μέρος του, διστάζοντας για μια στγμή. «Μου φαίνεται πιο εύκολο εδώ, μια και χρησιμοποίησα το μέρος για να φτιάξω την πύλη, Άρχοντα Δράκοντα. Το σαϊντίν... έχει μια... παράξενη αίσθηση εδώ». Η αιχμάλωτος του γύρισε και τον κοίταξε συνοφρυωμένη.

Μια στιγμή αργότερα, ο Ραντ του έκανε νόημα να προχωρήσει. Ο Φλιν προσποιήθηκε πως τον απασχολούσε η ζώνη στήριξης της σέλας του, αλλά ο φαλακρός άντρας χαμογελούσε αμυδρά. Αυτάρεσκα. Ο Ντασίβα... χασκογέλασε. Ο Φλιν ήταν ο πρώτος που είχε αναφέρει σχετικά με αυτή την παράξενη αίσθηση του σαϊντίν σε αυτή την κοιλάδα. Φυσικά, ο Ναρίσμα κι ο Χόπγουιλ τον είχαν ακούσει, ενώ ο Μορ πρόσθεσε τις δικές του ιστορίες για την «παραδοξότητα» γύρω από το Έμπου Νταρ. Δεν ήταν να απορεί κανείς που ο καθένας ισχυριζόταν πως ένιωθε κάτι καινούργιο, αν και κανείς δεν μπορούσε να το περιγράψει. Το σαϊντίν απλά απέπνεε μια... περίεργη αίσθηση. Μα το Φως, με όλο αυτό το μίασμα του αρσενικού μέρους της Πηγής, τι άλλο θα μπορούσε να αισθανθεί κανείς; Ο Ραντ ήλπιζε να μην κολλούσαν όλοι αυτή τη νέα του αρρώστια.

Η πύλη του Νάλααμ άνοιξε κι ο Στρατιώτης εξαφανίστηκε μέσα της παρέα με την αιχμάλωτο του. Ο Ραντ αφέθηκε να νιώσει το σαϊντίν. Ζωή και παρακμή ανακατεμένες. Πάγος τόσο κρύος, που η καρδιά του χειμώνα φάνταζε ζεστή, και φωτιά τόσο καυτή, που το αμόνι του σιδηρουργού έμοιαζε κρύο. Θάνατος, που περίμενε με προσδοκία ένα και μοναδικό του γλίστρημα. Δεν το ένιωθε και πολύ διαφορετικό, έτσι δεν είναι; Στραβοκοίταξε το σημείο που είχε εξαφανιστεί ο Νάλααμ με τη γυναίκα.

Ήταν η τέταρτη σουλ’ντάμ που πιανόταν αιχμάλωτη το ίδιο απόγευμα. Σύνολο, είκοσι τρεις σουλ’ντάμ, μαζί με τις άμαξες. Και δύο νταμέην, κάθε μία δεμένη με το ασημένιο λουρί και το περιλαίμιο, φορτωμένες σε διαφορετικές άμαξες. Αυτά τα περιλαίμια τις ανάγκαζαν να μην μπορούν να κάνουν ούτε τρία βήματα χωρίς να εξαντληθούν πολύ περισσότερο απ’ όταν ο Ραντ άδραχνε την Πηγή. Δεν ήταν σίγουρος κατά πόσον οι αδελφές κι ο Ματ θα ευχαριστούνταν όταν τους τις πήγαιναν. Πριν από τρεις μέρες είχε δει την πρώτη νταμέην και δεν τη θεώρησε καν αιχμάλωτη. Ήταν μια λεπτόκορμη γυναίκα, ξανθομάλλα και με μεγάλα γαλάζια μάτια, μια αιχμάλωτη Σωντσάν έτοιμη να ελευθερωθεί. Έτσι νόμιζε. Όταν όμως ανάγκασε μια σουλ’ντάμ να βγάλει το περιλαίμιο της γυναίκας, το α’ντάμ, αυτή ούρλιαξε στη σουλ’ντάμ να τη βοηθήσει και ξαφνικά άρχισε να μαστιγώνει τον γύρω χώρο χρησιμοποιώντας τη Δύναμη. Έφτασε στο σημείο να προσφέρει στη σουλ’ντάμ τον λαιμό της για να της τοποθετήσει ξανά το περιλαίμιο! Εννέα Υπερασπιστές κι ένας Στρατιώτης πέθαναν πριν καταφέρουν να τη θωρακίσουν. Ο Γκέντγουιν ήταν έτοιμος να τη σκοτώσει επί τόπου αν δεν παρενέβαινε ο Ραντ. Οι Υπερασπιστές, νιώθοντας έτσι κι αλλιώς άβολα δίπλα σε γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης, όπως ακριβώς άλλοι ένιωθαν το ίδιο δίπλα σε άντρες με τις ίδιες δυνατότητες, την ήθελαν νεκρή ούτως ή άλλως. Τις τελευταίες μέρες είχαν πράγματι αρκετές απώλειες στη μάχη, αλλά το να θρηνούν νεκρούς εξαιτίας μιας αιχμάλωτης ήταν σχεδόν προσβλητικό.

Οι απώλειες ήταν περισσότερες απ’ όσο περίμενε ο Ραντ. Τριάντα ένας Υπερασπιστές νεκροί και σαράντα έξι Σύντροφοι. Πάνω από διακόσιοι Λεγεωνάριοι κι οπλίτες των ευγενών. Εφτά Στρατιώτες κι ένας Αφοσιωμένος, άντρες που ο Ραντ δεν είχε συναντήσει ποτέ του πριν ανταποκριθούν στο κάλεσμά του στο Ίλιαν. Ήταν πολλοί, με δεδομένο βέβαια πως όλα τα τραύματα, εκτός από τα σοβαρότερα, μπορούσαν να Θεραπευτούν, αρκεί να άντεχες μέχρι την κατάλληλη ώρα. Πάντως, είχε απωθήσει τους Σωντσάν δυτικά, ταλαιπωρώντας τους αρκετά μάλιστα.

Κάπου πιο κάτω, στην πεδιάδα, ακούστηκαν κι άλλες φωνασκίες. Φλόγες ξεπήδησαν τρία μίλια δυτικά κι οι αστραπές γκρέμισαν δέντρα ολόκληρα. Δέντρα και πέτρες τινάχτηκαν από τη βουνοπλαγιά, λίγο πιο κάτω, ενώ παράξενοι πίδακες ξεπήδησαν κατά μήκος του πρανούς. Ο βροντερός θόρυβος κατάπιε τις κραυγές. Οι Σωντσάν υποχωρούσαν.

«Πηγαίνετε εκεί κάτω», είπε ο Ραντ στον Φλιν και τον Ντασίβα. «Κι οι δυο σας. Βρείτε τον Γκέντγουιν και πείτε του να συνεχίσει ανελέητα! Ανελέητα!»

Ο Ντασίβα έκανε μια γκριμάτσα κοιτώντας το δάσος, από κάτω, κι ύστερα τράβηξε κάπως αδέξια τα χαλινάρια του αλόγου του και κίνησε προς τη ράχη. Ήταν άγαρμπος με τα άλογα, είτε τα ίππευε είτε τα οδηγούσε. Κόντεψε να σκοντάψει πάνω στο ξίφος του!

Ο Φλιν κοίταξε ανήσυχα προς το μέρος του Ραντ. «Εσύ θα μείνεις μόνος εδώ, Άρχοντα Δράκοντα;»

«Δεν είμαι μόνος», απάντησε ξερά ο Ραντ ρίχνοντας μια ματιά στην Άιλιλ και στην Αναγιέλα. Είχαν επιστρέψει πίσω, στους οπλίτες, διακόσιοι σχεδόν λογχοφόροι που περίμεναν στο σημείο όπου η ράχη άρχιζε να κατηφορίζει προς την ανατολή. Επικεφαλής ήταν ο Ντένχαραντ, βλοσυρός μέσα από τις προσωπίδες της περικεφαλαίας του. Είχε υπό τις διαταγές του και τις δυο ομάδες τώρα, και παρ’ όλο που είχε υπ’ ευθύνη του την Άιλιλ και την Αναγιέλα, οι δικοί του εξακολουθούσαν να κάνουν επίδειξη, τέτοια που θα κρατούσε μακριά οποιονδήποτε επιτιθέμενο. Επιπλέον, ο Γουίραμον είχε ασφαλίσει τόσο πολύ το βορεινό άκρο της ράχης που δεν περνούσε ούτε μύγα, έτσι ισχυριζόταν τουλάχιστον, ενώ ο Μπασίρε κρατούσε τον νότο. Χωρίς ίχνος κομπορρημοσύνης. Ο Μπασίρε μόλις που είχε σηκώσει ένα τοίχος από δόρατα δίχως να πει τίποτα. Οι δε Σωντσάν υποχωρούσαν διαρκώς. «Δεν είμαι καν ανίσχυρος, Φλιν».

Ο Φλιν έμοιαζε κάπως διστακτικός κι έξυσε τη φράντζα των άσπρων μαλλιών του πριν χαιρετήσει κι οδηγήσει το άλογό του προς το σημείο όπου η πύλη του Ντασίβα έσβηνε ήδη. Κουτσαίνοντας, ο Φλιν κούνησε το κεφάλι του, μουρμουρίζοντας μονάχος του όπως ο Ντασίβα, ενώ του Ραντ του ερχόταν να ουρλιάξει. Δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να παραφρονήσει, ούτε αυτός ούτε οι άλλοι.

Η πύλη του Φλιν εξαφανίστηκε, κι ο Ραντ αφοσιώθηκε ξανά στη μελέτη των δεντροκορυφών. Είχε γίνει και πάλι ησυχία. Μέχρι κι ο χρόνος είχε ακινητοποιηθεί. Η ιδέα να καταλάβουν τις προφυλακές στα βουνά αποδείχτηκε μάλλον κακή. Ήταν πρόθυμος να το παραδεχτεί πια. Σ’ αυτό το έδαφος, μπορούσες να βρεθείς μισό μίλι μακριά από έναν στρατό δίχως να τον έχεις πάρει είδηση. Σ’ αυτά τα κουβαριασμένα δάση εκεί κάτω, δεν θα τον έπαιρνες είδηση ούτε στα δέκα βήματα! Ήταν επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπίσει τους Σωντσάν σε ομαλό έδαφος. Χρειαζόταν...

Ξαφνικά, βρέθηκε να πολεμά το σαϊντίν, να πολεμά τα άγρια, ορμητικά κύματα που πάσχιζαν να τους ανοίξουν το κρανίο στα δύο. Το Κενό χανόταν, έλιωνε κάτω από αυτή την ανελέητη επίθεση. Έξαλλος και ζαλισμένος, απελευθέρωσε την Πηγή προτού αυτή τον σκοτώσει. Η ναυτία τού έδενε το στομάχι κόμπο, ενώ η διπλωπία τον έκανε να βλέπει δύο Κορώνες από Ξίφη. Κειτόταν στον παχυλό πολτό από νεκρά φύλλα πεσμένος μπρούμυτα! Είχε πέσει κάτω! Φαίνεται πως δεν μπορούσε να ανασάνει καλά και πάλεψε να ρουφήξει αέρα στα πνευμόνια του. Ένα μικρό κομματάκι από τα χρυσά δάφνινα φύλλα της κορώνας είχε σπάσει και το αίμα λέρωνε κάμποσες από τις μικροσκοπικές χρυσές και μυτερές άκρες των σπαθιών. Ο οξύς πόνος στα πλευρά του μαρτυρούσε πως εκείνες οι αγιάτρευτες πληγές είχαν ανοίξει ξανά. Έκανε να σηκωθεί όρθιος κι άφησε μια κραυγή. Κοίταξε εμβρόντητος τα σκούρα φτερά ενός βέλους που εξείχε από το δεξί του μπράτσο. Έβγαλε ένα βογκητό και κατέρρευσε. Κάτι έτρεξε στο πρόσωπό του κι έσταξε στα μάτια του. Αίμα.

Αόριστα, συνειδητοποίησε πως άκουγε σκουξίματα. Καβαλάρηδες φάνηκαν ανάμεσα στα δέντρα στον Βορρά, καλπάζοντας κατά μήκος της ράχης, κάποιοι έχοντας τις λόγχες χαμηλωμένες και κάποιοι άλλοι περνώντας στις χορδές των βαλλιστρών τους τα βέλη όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ιππείς με γαλαζοκίτρινες πανοπλίες αλληλεπικαλυπτόμενων πλακών και περικεφαλαίες που έμοιαζαν με τεράστια κεφάλια εντόμων. Σωντσάν, κάμποσες εκατοντάδες από δαύτους. Κατέβαιναν από τον βορρά. Κατά τ’ άλλα, ούτε μύγα δεν θα περνούσε από την οχύρωση του Γουίραμον.

Ο Ραντ πάλεψε να αδράξει την Πηγή. Ήταν πολύ αργά για να ανησυχεί μήπως ξεράσει ή μήπως πέσει ξανά μπρούμυτα. Υπό άλλες συνθήκες, θα γελούσε. Πάλευε να... Ήταν σαν να έψαχνε βελόνα στο σκοτάδι με μουδιασμένα δάχτυλα.

Ήρθε η ώρα σου, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν. Ο Ραντ ήξερε πως ο Λουζ Θέριν θα έδινε τελικά το παρών.

Ούτε πενήντα βήματα μακριά του, οι Δακρυνοί κι οι Καιρχινοί όργωσαν με ουρλιαχτά τους Σωντσάν.

«Πολεμήστε, σκυλιά!» τσίριξε η Αναγιέλα, ξεπεζεύοντας από τη σέλα της και σπεύδοντας πλάι του. «Πολεμήστε!» Η λυγερόκορμη σαν ιτιά αρχόντισσα με τα μετάξια και τις δαντέλες, άρχισε να ξεστομίζει τέτοιες βρισιές που θα κοκκίνιζε ακόμα κι αμαξάς.

Η Αναγιέλα κρατούσε τα γκέμια του ζώου της, αγριοκοιτάζοντας πότε τη μάζα των ανθρώπων και του ατσαλιού και πότε τον Ραντ. Ήταν η Άιλιλ αυτή που τον στήριξε όρθιο. Γονατίζοντας, βάλθηκε να τον κοιτάει με μια αδιευκρίνιστη έκφραση στα μεγάλα, μαύρα της μάτια. Δεν φαινόταν να μπορεί να κουνηθεί. Ένιωθε αποστραγγισμένος. Δεν ήταν καν σίγουρος αν μπορούσε να τρεμοπαίξει τα μάτια του. Ουρλιαχτά και κλαγγές ατσαλιού ηχούσαν στα αυτιά του.

«Αν πεθάνει στα χέρια μας, ο Μπασίρε θα μας κρεμάσει και τις δύο!» Το μόνο σίγουρο ήταν πως η Αναγιέλα δεν χαμογελούσε πια προσποιητά. «Αν μας πιάσουν αυτά τα μαυροντυμένα τέρατα...!» Αναρρίγησε κι έσκυψε κοντύτερα στην Άιλιλ, κουνώντας ένα εγχειρίδιο ζώνης το οποίο ο Ραντ δεν είχε προσέξει προηγουμένως να κρατάει στο χέρι της. Ένα ρουμπίνι στραφτάλιζε πορφυρό στη λαβή του. «Ο Αξιωματικός σου της Λόγχης θα καταφέρει να αποσπάσει αρκετούς άντρες για να μας ελευθερώσουν. Θα είμαστε μίλια μακριά πριν το ανακαλύψει, και θα έχουμε φτάσει στα σπίτια μας μέχρι να...»

«Νομίζω πως μας ακούει», τη διέκοψε ήρεμα η Άιλιλ. Τα γαντοφορεμένα με κόκκινα γάντια χέρια της μετακινήθηκαν στη μέση της. Θηκάρωνε το μαχαίρι της ζώνης της ή το τραβούσε; «Αν σκοτωθεί...» Έκοψε εξίσου απότομα τη φράση της και το κεφάλι της τινάχτηκε.

Οπλές βρόντηξαν λίγο πιο πέρα από τον Ραντ, συνεχόμενες και σε πυκνούς σχηματισμούς. Κάλπαζαν βόρεια, προς το μέρος των Σωντσάν. Με το σπαθί στο χέρι, ο Μπασίρε ξεπέζεψε πριν καλά-καλά αφήσει τα γκέμια του αλόγου του. Ο Γκρέγκοριν Πανάρ ξεπέζεψε πιο αργά, σείοντας το ξίφος του στους άντρες που συνωστίζονταν τριγύρω. «Πολεμήστε για τον Βασιλιά και το Ίλιαν!» ούρλιαξε. «Πολεμήστε γενναία! Ο Άρχων του Πρωινού! Ο Άρχων του Πρωινού!» Η κλαγγή του μετάλλου δυνάμωσε, όπως κι οι κραυγές επίσης.

«Κάπως έτσι θα γινόταν, τελικά», γρύλισε ο Μπασίρε, ρίχνοντας ύποπτες κι αγριωπές ματιές στις δύο γυναίκες. Μια στιγμή αργότερα, πάντως, ύψωνε τη φωνή του πάνω από τον ορυμαγδό της μάχης. «Μορ! Που να σου καεί το τομάρι, Άσα’μαν! Τσακίσου κι έλα εδώ!» Δόξα τω Φως, δεν διαλαλούσε πως ο Άρχοντας Δράκοντας ήταν πεσμένος.

Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, ο Ραντ κατάφερε να γυρίσει ελάχιστα το κεφάλι του. Αρκετά, πάντως, για να δει τους Ιλιανούς και τους Σαλδαίους να βαδίζουν βόρεια. Οι Σωντσάν θα πρέπει να είχαν υποχωρήσει.

«Μορ!» Το όνομα ξεπήδησε με έναν γρυλισμό μέσα από τα μουστάκια του Μπασίρε κι ο Μορ ξεπέζεψε άτσαλα από ένα άλογο που κάλπαζε, πέφτοντας σχεδόν πάνω στην Αναγιέλα, Η γυναίκα φάνηκε δυσαρεστημένη από το γεγονός ότι δεν της ζήτησε καν συγγνώμη παρά μόνο γονάτισε δίπλα στον Ραντ, τραβώντας τα μαύρα του μαλλιά από το πρόσωπό του. Έκανε πίσω με γοργά βήματα μόλις συνειδητοποίησε πως ο άντρας σκόπευε να διαβιβάσει. Η Άιλιλ σηκώθηκε κάπως πιο τεμπέλικα, αλλά δεν άργησε κι αυτή να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε, τοποθετώντας ταυτόχρονα στο θηκάρι που ήταν περασμένο στη ζώνη της ένα εγχειρίδιο με ασημιά λαβή.

Η Θεραπεία ήταν απλό πράγμα, μολονότι όχι και τόσο ευχάριστο. Τα φτερά έσπασαν και το βέλος τραβήχτηκε σε όλο του το μήκος από τη σάρκα του, κάνοντας τον Ραντ να τιναχτεί απότομα, πράγμα που έφερε στα χείλη του έναν στεναγμό πόνου. Ήταν όμως απαραίτητο για να προχωρήσει η γιατρειά. Οι βρωμιές και τα ελαφρώς μπηγμένα θραύσματα θα απομακρύνονταν με τον καιρό καθώς η σάρκα θα έδενε, αλλά μονάχα ο Φλιν και μερικοί άλλοι είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τη Δύναμη για να απομακρύνουν οτιδήποτε βρισκόταν στο εσωτερικό. Ακουμπώντας δύο του δάχτυλα στο στήθος του Ραντ, ο Μορ δάγκωσε με τα δόντια του τη γλώσσα του και με μια έκφραση συγκέντρωσης στο πρόσωπό του άρχισε να υφαίνει τη Θεραπεία. Έτσι έκανε πάντα. Με διαφορετικό τρόπο δεν λειτουργούσε. Δεν επρόκειτο για τις περίπλοκες υφάνσεις που χρησιμοποιούσε ο Φλιν. Ελάχιστοι μπορούσαν να καταφέρουν κάτι παρόμοιο, και κανείς τόσο καλά όσο ο ίδιος ο Φλιν. Αυτό εδώ ήταν απλούστερο και πιο χονδροειδές. Κύματα θερμότητας διαπέρασαν το κορμί του Ραντ, αρκετά έντονα για να τον κάνουν να μουγκρίσει και να αναγκάσουν τον ιδρώτα να ξεπηδήσει από τον κάθε του πόρο. Άρχισε να τρέμει έντονα από την κορυφή έως τα νύχια. Κάπως έτσι θα ένιωθε κι ένα ψητό στον φούρνο.

Ο ξαφνικός χείμαρρος της θερμότητας αποτραβήχτηκε αργά κι ο Ραντ απέμεινε ασθμαίνοντας. Μέσα στο κεφάλι του, ο Λουζ Θέριν φώναζε, λαχανιασμένος κι αυτός Σκότωσέ τον! Σκότωσέ τον! Ξανά και ξανά.

Βουβαίνοντάς τον μέχρι που έγινε αμυδρό βουητό, ο Ραντ ευχαρίστησε τον Μορ —ενώ ο νεαρός βλεφάρισε λες κι εξεπλάγη!— κι έπειτα άρπαξε το Σκήπτρο του Δράκοντα από κάτω και ζορίστηκε να σταθεί στα πόδια του. Μόλις σηκώθηκε, ταλαντεύτηκε ελαφρά. Ο Μπασίρε προσφέρθηκε να του δώσει το μπράτσο του για στήριγμα, αλλά ο Ραντ του ένευσε να κάνει πίσω. Μπορούσε να σταθεί όρθιος δίχως βοήθεια. Σχεδόν. Θα μπορούσε και να πετάξει ακόμα κουνώντας τα χέρια του κι ενώ θα διαβίβαζε. Όταν άγγιξε τα πλευρά του, αντιλήφθηκε πως η πουκαμίσα του γλιστρούσε από το αίμα, ωστόσο το παλιό, στρογγυλό σημάδι κι η πιο πρόσφατη χαρακιά που το διαπερνούσε ήταν πιο απαλά στην αφή. Είχε ήδη μισοθεραπευτεί κι όλοι τους είχαν να νιώσουν τόσο χαρούμενοι από τότε που τους μάζεψε.

Για μια στιγμή, κοίταξε εξεταστικά τις δύο γυναίκες. Η Αναγιέλα μουρμούρισε αόριστα κάτι που έμοιαζε με συγχαρητήρια, και του χάρισε ένα χαμόγελο που τον έκανε να αναρωτηθεί κατά πόσον σκόπευε να του γλείψει τον καρπό. Η Άιλιλ έστεκε τσιτωμένη, ψυχρή σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Άραγε, σκόπευαν να τον αφήσουν να πεθάνει; Ή να τον σκοτώσουν; Αν ήταν έτσι όμως, για ποιον λόγο έστειλαν τους οπλίτες τους να ορμήσουν στον εχθρό κι έσπευσαν να τον βοηθήσουν; Από την άλλη, η Άιλιλ όντως είχε τραβήξει το μαχαίρι της όταν έγινε λόγος περί θανάτου του.

Οι περισσότεροι από τους Σαλδαίους και τους Ιλιανούς κάλπαζαν βόρεια ή κατηφόριζαν την πλαγιά από το κορφοβούνι, καταδιώκοντας τους τελευταίους Σωντσάν. Κι έπειτα, εμφανίστηκε ο Γουίραμον από τον Βορρά, καβάλα σε ένα ψηλό στιλπνό μαύρο άτι που τριπόδιζε με αργό ρυθμό, ο οποίος επιταχύνθηκε μόλις ο άντρας είδε τον Ραντ. Οι οπλίτες του βάδιζαν σε διπλή φάλαγγα πίσω του.

«Άρχοντα Δράκοντα», απήγγειλε ο Υψηλός Άρχοντας σαν να έψαλλε και ξεπέζεψε. Εξακολουθούσε να φαντάζει εξίσου αψεγάδιαστος όπως στο Ίλιαν. Ο Μπασίρε φαινόταν αναμαλλιασμένος και κάπως βρώμικος εδώ κι εκεί, ενώ τα περίτεχνα ενδύματα του Γκρέγκοριν ήταν κηλιδωμένα και το ένα μανίκι του σκισμένο. Ο Γουίραμον έκανε μια μεγαλόπρεπη υπόκλιση, αντίστοιχη της αυλής ενός βασιλιά. «Συγχώρεσέ με, Άρχοντα Δράκοντα. Νόμισα πως είδα τους Σωντσάν να προχωρούν μπροστά από τη ράχη κι έσπευσα να τους συναντήσω. Δεν πήγε το μυαλό μου ότι μπορεί να υπήρχε κι άλλη ομάδα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θα πονούσα αν μάθαινα ότι πληγώθηκες».

«Πιστεύω πως μπορώ», είπε ξερά ο Ραντ κι ο Γουίραμον ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Οι Σωντσάν προήλαυναν; Ίσως. Ο Γουίραμον πάντα δραττόταν της ευκαιρίας να δοξαστεί σε μια επέλαση. «Τι εννοούσες όταν είπες “τελικά”, Μπασίρε;»

«Υποχωρούν», αποκρίθηκε ο Μπασίρε. Κάτω, στην πεδιάδα, φλόγες κι αστραπές ξεπήδησαν για μια στιγμή στην αντικριστή μεριά, λες κι ήθελαν να τον διαψεύσουν.

«Οι... ανιχνευτές σου όντως ανέφεραν ότι υποχωρούν», είπε ο Γκρέγκοριν χαϊδεύοντας τη γενειάδα του, ρίχνοντας ένα λοξό και μάλλον απειλητικό βλέμμα προς τη μεριά του Μορ, ο οποίος του χαμογέλασε πλατιά δείχνοντας τα δόντια του. Ο Ραντ είχε δει τον Ιλιανό εν μέσω μάχης να οδηγεί τους άντρες του, να τους φωνάζει για να τους δώσει κουράγιο και να κυματίζει το ξίφος του με άγρια ανεμελιά, αλλά μπροστά στο πλατύ μειδίαμα του Μορ φάνηκε να δειλιάζει.

Κατόπιν εμφανίστηκε ο Γκέντγουιν, οδηγώντας το άλογό του κάπως απρόσεκτα κι αλαζονικά. Γέλασε κάνοντας μια γκριμάτσα προς το μέρος του Μπασίρε και του Γκρέγκοριν, κοίταξε βλοσυρά τον Γουίραμον, σαν να ήξερε ήδη την γκάφα που είχε κάνει, κι έριξε ένα βλέμμα στην Άιλιλ και στην Αναγιέλα σαν να επρόκειτο να τις τσιγκλήσει. Οι δύο γυναίκες απομακρύνθηκαν βιαστικά από κοντά του, όπως εξάλλου κι οι άντρες, εκτός από τον Μπασίρε. Ακόμα κι ο Μορ. Ο χαιρετισμός του Γκέντγουιν προς τον Ραντ ήταν ένα αδιάφορο χτύπημα της γροθιάς του στο στήθος. «Έστειλα ανιχνευτές μόλις είδα πως τελειώσαμε με τούτους εδώ. Υπάρχουν τρεις ακόμα φάλαγγες σε απόσταση δέκα μιλίων».

«Όλες κατευθύνονται δυτικά», παρενέβη ο Μπασίρε ήσυχα, αλλά η ματιά που έριξε προς τον Γκέντγουιν ήταν αρκετά κοφτερή για να κόψει πέτρα στα δυο. «Τα κατάφερες», είπε στον Ραντ. «Όλοι τους υποχωρούν. Αμφιβάλω αν θα σταματήσουν πουθενά πριν φτάσουν στο Έμπου Νταρ. Οι εκστρατείες δεν τελειώνουν πάντα με εντυπωσιακές παρελάσεις μέσα στην πόλη, κι αυτή εδώ θεωρείται τελειωμένη πια».

Περιέργως —αλλά ίσως κι όχι— ο Γουίραμον επέμεινε να προχωρήσουν «για να καταλάβουν το Έμπου Νταρ στο όνομα και τη δόξα του Άρχοντα του Πρωινού», όπως το έθεσε, αλλά όλοι έμειναν εμβρόντητοι όταν άκουσαν τον Γκέντγουιν να λέει πως δεν θα τον πείραζε διόλου να χτυπήσουν με μια σαρωτική κίνηση τους υπόλοιπους Σωντσάν, όπως δεν θα τον πείραζε να δει το Έμπου Νταρ. Ακόμα κι η Άιλιλ κι η Αναγιέλα πρόσθεσαν τις φωνές τους υπέρ του να «δοθεί τέλος μια για πάντα στο θέμα των Σωντσάν», αν κι η Άιλιλ πρόσθεσε πως δεν θα ήθελε με τίποτα να επιστρέψει για να τελειώσει αυτό που ξεκίνησε. Ήταν αρκετά σίγουρη πως ο Άρχοντας Δράκοντας θα επέμενε να τον συνοδεύσει. Κι ο τόνος της φωνής της ήταν παγερός και ξερός όπως η νύχτα στην Ερημιά του Άελ.

Μονάχα ο Μπασίρε κι ο Γκρέγκοριν πρότειναν να γυρίσουν πίσω, υψώνοντας ολοένα τη φωνή τους, ενώ ο Ραντ παρέμενε σιωπηλός, ατενίζοντας δυτικά. Προς τη μεριά του Έμπου Νταρ.

«Κάναμε αυτό για το οποίο ήρθαμε μέχρις εδώ», επέμεινε ο Γκρέγκοριν. «Για όνομα του Φωτός, πιστεύεις πως μπορείς να κατακτήσεις το ίδιο το Έμπου Νταρ;»

Να κατακτήσω το Έμπου Νταρ, σκέφτηκε ο Ραντ. Γιατί όχι; Είναι κάτι που δεν θα περίμενε κανείς. Μια απρόσμενη έκπληξη, τόσο για τους Σωντσάν όσο και για οποιονδήποτε άλλον.

«Στις μέρες μας, αρπάζεις την ευκαιρία και το βάζεις στα πόδια», γρύλισε ο Μπασίρε. «Σε άλλους καιρούς, μάζευες τα κέρδη σου και πήγαινες σπίτι. Γνώμη μου είναι να πάμε στα σπίτια μας».

Δεν θα σου έδινα την παραμικρή σημασία, είπε ο Λουζ Θέριν, κι αυτή τη φορά ακουγόταν σχεδόν λογικός, αν δεν ήταν προφανές ότι ήσουν εντελώς τρελός.

Το Έμπου Νταρ. Ο Ραντ έσφιξε το Σκήπτρο του Δράκοντα κι ο Λουζ Θέριν κακάρισε.

Загрузка...