26 Κάτι Παραπάνω

Η Σέαν βάδιζε στους διαδρόμους του Πύργου με μια ολοένα αυξανόμενη αίσθηση ότι σε κάθε στροφή καραδοκούσε η συμφορά. Ο Λευκός Πύργος ήταν πράγματι αρκετά μεγάλος, αλλά περπατούσε ώρες στους διαδρόμους του. Πολύ θα ήθελε να κάθεται αναπαυτικά στα διαμερίσματά της. Παρά τα καφασωτά που είχαν τοποθετηθεί σε κάθε παράθυρο, τα ρεύματα του αέρα κυκλοφορούσαν κατά μήκος των πλατιών διαδρόμων με τα κρεμαστά χαλιά, κάνοντας τους όρθιους φανούς να τρεμοσβήνουν. Ρεύματα ψυχρά και δύσκολο να αγνοηθούν όταν τρύπωναν κάτω από τα ρούχα της. Τα διαμερίσματά της ήταν ζεστά, άνετα κι ασφάλή.

Οι υπηρέτριες κι οι υπηρέτες υποκλίνονταν καθώς περνούσε και τους άφηνε πίσω, χωρίς καλά-καλά να τους προσέχει, αγνοώντας τους τελείως. Οι περισσότερες αδελφές βρίσκονταν στα διαμερίσματα των Άτζα τους, ενώ οι ελάχιστες που κυκλοφορούσαν βάδιζαν καμαρωτές, συχνά ανά ζεύγη και πάντα του ίδιου Άτζα, με τα επώμια απλωμένα στα μπράτσα, επιδεικνύοντάς τα σαν λάβαρα. Χαμογέλασε κι ένευσε ευχάριστα στην Τάλεν, αλλά η αγαλμάτινη χρυσομάλλα Καθήμενη ανταπέδωσε ένα ψυχρό βλέμμα, που έκανε εντονότερη αυτήν τη σκαλισμένη στον πάγο ομορφιά, κι έπειτα απομακρύνθηκε με δρασκελιές, τραβώντας επάνω της το επώμιο με τα πράσινα κρόσσια.

Ήταν πια πολύ αργά να προσεγγίσει την Τάλεν ως μέρος της έρευνας της, ακόμα κι αν η Πεβάρα συμφωνούσε. Η Πεβάρα της είχε συστήσει προσοχή, κι ακόμα περισσότερη προσοχή, κι η αλήθεια ήταν πως κάτω από τις δεδομένες συνθήκες η Σέαν δεν είχε κανένα πρόβλημα να ακούσει τη συμβουλή της. Απλώς η Τάλεν ήταν φίλη. Δηλαδή, υπήρξε φίλη.

Η Τάλεν δεν ήταν η χειρότερη περίπτωση. Κάμποσες κοινές αδελφές έδειχναν ξεκάθαρη περιφρόνηση απέναντι της. Απέναντι σε μια Καθήμενη! Δεν ήταν Λευκή, βέβαια, αλλά δεν είχε και πολλή σημασία. Άσχετα τι συνέβαινε στον Πύργο, η ευπρέπεια έπρεπε να τηρηθεί. Η Τζουιλέν Μάντομ, μια ψηλή κι ελκυστική γυναίκα με κοντοκομμένα μαύρα μαλλιά, η οποία κατείχε την έδρα του Καφέ Άτζα για λιγότερο από ένα χρόνο, την προσπέρασε δίχως καν να μουρμουρίσει μια συγγνώμη, και συνέχισε την πορεία της με τον χαρακτηριστικό της, αρρενωπό τρόπο βαδίσματος. Η Σερίν Άσνομπαρ, άλλη μια Καφετιά Καθήμενη, κοίταξε τη Σέαν έντονα μουτρωμένη και ψηλάφισε το σκαλιστό μαχαίρι που κουβαλούσε πάντα πίσω από τη ζώνη της, πριν εξαφανιστεί σε κάποιον παράπλευρο διάδρομο. Η Σερίν ήταν Αλταρανή κι οι ελαφρές αποχρώσεις του λευκού στους σκούρους κροτάφους της τόνιζαν ιδιαίτερα ένα λεπτό άσπρο σημάδι, φθαρμένο από τον χρόνο, κατά μήκος του ωχρού της μάγουλου, ενώ μόνο ένας Πρόμαχος θα μπορούσε να την ανταγωνιστεί σε βλοσυρότητα.

Ίσως όλα αυτά να ήταν αναμενόμενα. Τελευταία, είχαν συμβεί διάφορα ατυχή γεγονότα, και καμιά αδελφή δεν θα ξεχνούσε το αγενέστατο σύρσιμο στους διαδρόμους γύρω από τα καταλύματα κάποιου άλλου Άτζα, πόσω μάλλον αυτά που ακολουθούσαν καμιά φορά. Οι φήμες έλεγαν πως οι Κόκκινες είχαν ραγίσει κάτι παραπάνω από την απλή αξιοπρέπεια μιας Καθήμενης —μιας Καθήμενης!— αν και δεν ανέφεραν για ποια επρόκειτο. Πολύ κρίμα που η Αίθουσα δεν κατάφερε να παρεμποδίσει το τρελό διάταγμα της Ελάιντα, αλλά τα Άτζα, το ένα μετά το άλλο, έπαιρναν τα αποκλειστικά προνόμια, κι ελάχιστες Καθήμενες σκέφτονταν να τα παρατήσουν τώρα που όλα πήγαιναν καλά, με αποτέλεσμα ο Πύργος να έχει σχεδόν χωριστεί σε οπλισμένα στρατόπεδα. Κάποτε, η Σέαν πίστευε πως η ατμόσφαιρα του Πύργου έμοιαζε με μια τρεμουλιαστή άμορφη μάζα από καχυποψία και πισώπλατα μαχαιρώματα. Τώρα, ήταν μια άμορφη μάζα που, εκτός των άλλων, περιείχε και κάτι δριμύ και καυστικό.

Πλαταγίζοντας τη γλώσσα της από δυσαρέσκεια, έσιαξε το προσωπικό της επώμιο με τα λευκά κρόσσια καθώς η Σερίν χανόταν στον διάδρομο. Ήταν εντελώς παράλογο να δειλιάσει επειδή μια Αλταρανή ήταν μουτρωμένη —ακόμα κι η Σερίν σίγουρα δεν θα παρατραβούσε το σχοινί— κι ακόμα πιο παράλογο να ανησυχεί για κάτι που δεν μπορούσε να αλλάξει, τη στιγμή μάλιστα που είχε ένα έργο να επιτελέσει.

Κι ύστερα, έπειτα από όλη αυτή την πρωινή έρευνα, έκανε ένα ακόμα βήμα και πρόσεξε το πολυπόθητο θύμα της να έρχεται προς το μέρος της. Η Ζέρα Ντάκαν ήταν μια λεπτόκορμη μελαχρινή κοπέλα που απέπνεε έπαρση, εμφανώς συγκροτημένη κι, απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα, ανέγγιχτη από τα θερμά ρεύματα που έρρεαν στον Πύργο ετούτες τις μέρες. Τέλος πάντων, δεν ήταν ακριβώς κοπέλα, αν κι η Σέαν ήταν σίγουρη πως δεν φορούσε ούτε πενήντα χρόνια το επώμιο με τα λευκά κρόσσια. Ήταν σχετικά άπειρη, κι αυτό μπορεί να βοηθούσε.

Η Ζέρα δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να αποφύγει μια Καθήμενη του Άτζα της, κι έσκυψε σεβάσμια το κεφάλι της καθώς η Σέαν πέρασε δίπλα της. Κάμποσα περίτεχνα χρυσά κεντήματα σκαρφάλωναν τα μανίκια του χιονάτου φορέματος της και σχημάτιζαν μια πλατιά δέσμη στον ποδόγυρο της φούστα της. Ασυνήθιστη επίδειξη για Λευκό Άτζα. «Καθήμενη», μουρμούρισε. Υπήρχε κάποια ανησυχία στα γαλάζια της μάτια;

«Σε χρειάζομαι κάτι», είπε η Σέαν, πιο ήρεμα απ’ όσο ένιωθε. Το πιθανότερο ήταν πως προσέδιδε στα γαλάζια μάτια της Ζέρα αυτά που ένιωθε η ίδια. «Έλα μαζί μου». Δεν υπήρχε τίποτα να φοβηθεί μέσα στην καρδιά του ίδιου του Λευκού Πύργου, αλλά το να κρατάει τα χέρια της διπλωμένα στη μέση της, και μάλιστα χαλαρά, απαιτούσε ιδιαίτερη προσπάθεια.

Όπως αναμενόταν —κι όπως ήλπιζε— η Ζέρα την ακολούθησε με άλλο ένα μουρμουρητό, συγκατάθεσης αυτή τη φορά. Γλιστρούσε με χάρη στο πλευρό της Σέαν καθώς κατηφόριζαν τα πλατιά μαρμάρινα σκαλοπάτια και τις ευρύχωρες καμπυλωτές ράμπες, κι απλώς συνοφρυώθηκε αδιόρατα όταν η Σέαν άνοιξε μια πόρτα στο ισόγειο, από την οποία ξεκινούσαν στενά σκαλοπάτια, που χάνονταν σπειροειδώς στο σκοτάδι.

«Μετά από σένα, αδελφή», είπε η Σέαν, διαβιβάζοντας μια μικρή φωτεινή μπάλα. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο έπρεπε να προηγηθεί, αλλά της ήταν αδύνατον.

Η Ζέρα δεν δίστασε να κατέβει. Λογικά, δεν είχε να φοβάται τίποτα από μια Καθήμενη, μια Λευκή Καθήμενη. Λογικά, η Σέαν θα της έλεγε τι ήταν αυτό που ήθελε όταν έφθανε η κατάλληλη στιγμή, και σίγουρα θα μπορούσε να το φέρει εις πέρας. Εντελώς παράλογα όμως, το στομάχι της Σέαν πετάριζε σαν πεταλούδα. Μα το Φως, είχε στην κατοχή της το σαϊντάρ, κάτι που δεν συνέβαινε με την άλλη γυναίκα. Η Ζέρα, όπως και να έχει, ήταν πιο αδύναμη. Δεν υπήρχε τίποτα να φοβηθεί, αν κι αυτή η αίσθηση δεν βοηθούσε να καταλαγιάσει το πετάρισμα στο στομάχι της.

Άρχισαν να κατεβαίνουν ολοένα και πιο κάτω, περνώντας πόρτες που οδηγούσαν σε υπόγεια κι ημιυπόγεια, μέχρι που έφτασαν στο κατώτερο επίπεδο, πιο κάτω ακόμα κι από το σημείο δοκιμασίας των Αποδεχθεισών. Ο σκοτεινός διάδρομος φωτιζόταν μονάχα από τον μικρό φωτισμό της Σέαν. Κρατούσαν ψηλά τις φούστες τους, αλλά τα πασούμια τους ανασήκωναν μικρά σύννεφα σκόνης, παρ’ όλο που περπατούσαν με προσοχή. Απέριττες, ξύλινες πόρτες ήταν παραταγμένες σε σειρές στους απαλούς, πέτρινους τοίχους, πολλές εκ των οποίων είχαν τεράστια εξογκώματα σκουριάς στη θέση των μεντεσέδων και των κλειδαριών.

«Καθήμενη», ρώτησε η Ζέρα, δείχνοντας τελικά κάποια αμφιβολία. «Τι ψάχνουμε να βρούμε εδώ κάτω; Δεν νομίζω να έχει έρθει κανείς εδώ πέρα εδώ και πολλά χρόνια».

Η Σεάν ήταν σίγουρη πως η επίσκεψή της, λίγες μέρες νωρίτερα, ήταν η πρώτη σε αυτό το επίπεδο εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα. Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που το είχε διαλέξει κι η ίδια, μαζί με την Πεβάρα. «Εδώ είμαστε», είπε, ανοίγοντας μια πόρτα η οποία μετακινήθηκε στους μεντεσέδες της με ένα ελαφρύ στρίγκλισμα. Η σκουριά ήταν τόση που, όσο λάδι κι αν έβαζες, δεν θα είχε αποτέλεσμα, οι δε προσπάθειες να χρησιμοποιηθεί η Δύναμη αποδείχτηκαν άκαρπες. Οι ικανότητες της με τη Γη ήταν ανώτερες από αυτές της Πεβάρα, αλλά αυτό δεν έλεγε και πολλά από μόνο του.

Η Ζέρα προχώρησε στο εσωτερικό κι ανοιγόκλεισε έκπληκτη τα μάτια της. Σε ένα, κατά τ’ άλλα, άδειο δωμάτιο, η Πεβάρα καθόταν πίσω από ένα γερό, αν και κάπως φθαρμένο, τραπέζι γύρω από το οποίο υπήρχαν τρεις μικροί πάγκοι. Η μεταφορά αυτής της λιτής επίπλωσης εδώ κάτω δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση — ειδικά όταν δεν έχεις την παραμικρή εμπιστοσύνη στους υπηρέτες. Το καθάρισμα από τη σκόνη ήταν πολύ πιο απλό και μάλλον ευχάριστο, ενώ το μάζεμα της σκόνης στον εξωτερικό διάδρομο, απαραίτητο έπειτα από κάθε επίσκεψη, ήταν απλά επαχθές.

«Έτοιμη ήμουν να σηκωθώ να φύγω από τα σκοτάδια», γρύλισε η Πεβάρα. Η λάμψη του σαϊντάρ την περιτριγύριζε καθώς ανασήκωσε έναν φανό από κάτω από το τραπέζι και τον φώτισε χρησιμοποιώντας τη διαβίβαση, ρίχνοντας τριγύρω αρκετό φωτισμό, όσο άξιζε αυτή η πρώην αποθήκη με τα τραχιά τοιχώματα. Κάπως πλαδαρή, αν και σχετικά χαριτωμένη, η Κόκκινη Καθήμενη έμοιαζε με αρκούδα που είχε πονόδοντο. «Επιθυμούμε να σου κάνουμε μερικές ερωτήσεις, Ζέρα». Θωράκισε τη γυναίκα καθώς η Σέαν έκλεινε την πόρτα.

Η Ζέρα ξεροκατάπιε με θόρυβο, αν και το σκιερό της πρόσωπο παρέμεινε εντελώς γαλήνιο. «Σχετικά με ποιο θέμα, Καθήμενες;» Στη φωνή της νεότερης γυναίκας υπήρχε ένα ελαφρύ τρέμουλο. Θα μπορούσε να αποδοθεί και στη γενικότερη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στον Πύργο.

«Για το Μαύρο Άτζα», αποκρίθηκε κοφτά η Πεβάρα. «Επιθυμούμε να μάθουμε αν είσαι Σκοτεινόφιλη».

Η έκπληξη κι η οργή διέλυσαν την ηρεμία της Ζέρα. Τα λόγια της γυναίκας αρκούσαν για να αρνηθεί να απαντήσει κάποιος, χωρίς να είναι ανάγκη να απαντήσει. «Δεν είμαι υποχρεωμένη να ακούω τέτοια λόγια από μέρους σου! Εσείς οι Κόκκινες ανεγείρετε Ψεύτικους Δράκοντες εδώ και χρόνια! Αν θέλετε τη γνώμη μου, δεν χρειάζεται να ψάξετε πιο πέρα από τα διαμερίσματα μιας Κόκκινης για να ανακαλύψετε Μαύρες αδελφές!»

Το πρόσωπο της Πεβάρα σκοτείνιασε από θυμό. Η πίστη που έτρεφε στο Άτζα της ήταν αναμφίβολα ισχυρή, αλλά το χειρότερο ήταν πως εξαιτίας των Σκοτεινόφιλων είχε χάσει ολόκληρη τη φαμίλια της. Η Σέαν αποφάσισε να παρέμβει πριν η Πεβάρα χάσει την ψυχραιμία της και χειροδικήσει. Άλλωστε, δεν είχαν καμιά απόδειξη, όχι ακόμα τουλάχιστον.

«Κάθισε, Ζέρα», είπε με όσο το δυνατόν περισσότερη θέρμη στη φωνή της. «Κάθισε, αδελφή».

Η Ζέρα στράφηκε στην πόρτα, έτοιμη λες να παρακούσει την προσταγή μιας Καθήμενης —και του ίδιου του Άτζα της!— αλλά τελικά κάθισε αλύγιστη σε έναν πάγκο, άκρη-άκρη.

Πριν ακόμα προλάβει η Σέαν να πάρει θέση στο πλάι της Ζέρα, η Πεβάρα ακούμπησε τη λευκή σαν φίλντισι Ράβδο των Όρκων στη βλογιοκομμένη επιφάνεια του τραπεζιού. Η Σέαν αναστέναξε. Ήταν Καθήμενες, κι είχαν κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε τερ’ανγκριάλ επιθυμούσαν, αλλά ήταν η ίδια που το ξάφρισε —και δεν μπορούσε να σκεφτεί καλύτερη λέξη από τη στιγμή που δεν ακολουθήθηκαν οι σωστές διαδικασίες— κι όλη την ώρα, στο βάθος του μυαλού της, σκεφτόταν πως θα γύριζε και θα έβρισκε μπροστά της τη νεκρή από καιρό Σεράιλε Μπάγκαντ, έτοιμη να την αρπάξει από το αυτί και να την οδηγήσει στο γραφείο της Κυράς των Μαθητευομένων. Παράλογο μεν, αληθοφανές δε.

«Θέλουμε να βεβαιωθούμε πως λες αλήθεια», είπε η Πεβάρα, κι ο ήχος της φωνής της είχε ακόμα τη χροιά της θυμωμένης αρκούδας, «οπότε, θα ορκιστείς σε αυτήν τη ράβδο κι έπειτα θα σε ρωτήσω ξανά».

«Δεν είμαι υποχρεωμένη να το υποστώ αυτό», είπε η Ζέρα, ρίχνοντας μια ματιά γεμάτη κατηγόρια προς το μέρος της Σέαν, «αλλά είμαι έτοιμη να πάρω ξανά όλους τους Όρκους, αν σας ικανοποιεί κάτι τέτοιο. Κατόπιν, απαιτώ να μου ζητήσετε συγγνώμη αμφότερες». Δεν έμοιαζε και τόσο με γυναίκα που έχει υποστεί θωράκιση και που της είχε ζητηθεί να κάνει τέτοιο πράγμα. Περιφρονητικά σχεδόν, άπλωσε το χέρι της να πάρει τη λεπτή βέργα, μήκους ενός ποδιού, η οποία έλαμπε στον αχνό φωτισμό του φανού.

«Θα ορκιστείς πως θα υπακούς απόλυτα τις δυο μας», της είπε η Πεβάρα, και το χέρι αποτραβήχτηκε, λες και πήγαινε να πιάσει οχιά. Η Πεβάρα συνέχισε γλιστρώντας με τα δυο της δάχτυλα τη Ράβδο κοντύτερα στην άλλη γυναίκα. «Με αυτόν τον τρόπο θα γνωρίζουμε αν απαντάς αληθώς στις ερωτήσεις μας. Αν δώσεις λανθασμένη απάντηση, θα ξέρουμε πως θα υπακούσεις και θα μας βοηθήσεις να κυνηγήσουμε τις Μαύρες αδελφές σου. Αν απαντήσεις σωστά, η Ράβδος θα σε ελευθερώσει από τον όρκο».

«Θα με ελευθερώσει...;» αναφώνησε η Ζέρα. «Ποτέ μου δεν άκουσα κάποιον που να χρησιμοποιεί τη Ράβδο των Όρκων για να ελευθερωθεί από έναν όρκο».

«Γι’ αυτόν τον λόγο παίρνουμε όλες αυτές τις προφυλάξεις», της αποκρίθηκε η Σέαν. «Λογικά, μια Μαύρη αδελφή θα πρέπει να έχει την ικανότητα να πει ψέματα, πράγμα που σημαίνει πως θα πρέπει να έχει ελευθερωθεί τουλάχιστον από αυτόν τον Όρκο, και πιθανότατα κι από τους υπόλοιπους τρεις. Η Πεβάρα κι εγώ το δοκιμάσαμε κι ανακαλύψαμε πως η διαδικασία είναι η ίδια σαν να παίρνεις έναν όρκο». Πάντως, δεν ανέφερε πόσο επώδυνο ήταν, ούτε πως κι οι δυο τους ξέσπασαν σε κλάματα κατόπιν. Δεν ανέφερε επίσης και το γεγονός πως η Ζέρα, ασχέτως απαντήσεως, δεν θα ελευθερωνόταν από τον όρκο της μέχρι να ολοκληρωθεί η έρευνα για το Μαύρο Άτζα. Αν μη τι άλλο, δεν θα της επέτρεπαν να φύγει διαμαρτυρόμενη για τις ερωταποκρίσεις, πράγμα που θα έκανε, δικαιωματικά μάλιστα, αν δεν ανήκε στις Μαύρες. Αν.

Μα το Φως, η Σέαν ευχήθηκε να είχαν βρει κάποια άλλη αδελφή, από άλλο Άτζα, που να ανταποκρινόταν καλύτερα στα κριτήρια που είχαν θέσει. Μια Πράσινη ή μια Κίτρινη θα ταίριαζαν γάντι. Στην καλύτερη περίπτωση, οι αδελφές αυτών των Άτζα ήταν ιδιαίτερα φαντασμένες και, μάλιστα, πρόσφατα...! Όχι. Δεν θα έπεφτε θύμα της αρρώστιας που εξαπλωνόταν στον Πύργο. Ωστόσο, δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τα ονόματα που ξεπετάγονταν μέσα στο κεφάλι της, μια ντουζίνα Πράσινες, διπλάσιες Κίτρινες, η κάθε μια εκ των οποίων είχε κατέβει κάμποσες βαθμίδες ιεραρχίας. Ντροπή για μια Καθήμενη;

«Ελευθερωθήκατε από έναν Όρκο;» Η Ζέρα ακουγόταν ξαφνιασμένη, αηδιασμένη κι ανήσυχη ταυτόχρονα. Εξαιρετικά λογικές αντιδράσεις.

«Και τον πήραμε ξανά», μουρμούρισε ανυπόμονα η Πεβάρα. Άδραξε τη λεπτή ράβδο και διαβίβασε λίγο Πνεύμα στη μια της άκρη, εξακολουθώντας να διατηρεί τη θωράκιση της Ζέρα. «Υπό το Φως, ορκίζομαι να μην πω λέξη που να μην είναι αληθινή. Υπό το Φως, ορκίζομαι να μη φτιάξω όπλο έτσι ώστε να σκοτώνονται οι άνθρωποι μεταξύ τους. Κάτω από το Φως, ορκίζομαι να μην κάνω χρήση της Μίας Δύναμης ως όπλου, παρά μόνο ενάντια στα Σκιογεννήματα, ή ως έσχατη άμυνας του εαυτού μου, της ζωής του Προμάχου μου ή της ζωής κάποιας άλλης αδελφής». Δεν έκανε καμιά γκριμάτσα στο σημείο που αναφέρθηκε στους Προμάχους, κάτι που συνήθιζαν να κάνουν οι νέες αδελφές που προορίζονταν για Κόκκινες. «Δεν είμαι Σκοτεινόφιλη. Ελπίζω αυτό να σας ικανοποιεί». Έδειξε τα δόντια της στη Ζέρα, αλλά ήταν δύσκολο να πεις αν επρόκειτο για χαμόγελο ή αν την απειλούσε.

Η Σέαν πήρε κι αυτή με τη σειρά της τους Όρκους, ο καθένας εκ των οποίων παρήγαγε μια στιγμιαία ελαφριά πίεση από την κορυφή του κεφαλιού της έως τις πατούσες της. Για να πούμε την αλήθεια, ήταν κάπως δύσκολο να ανιχνεύσεις μια τέτοια πίεση, με την επιδερμίδα της τόσο τεντωμένη από το γεγονός της επανάληψης του Όρκου να μην ψευδορκήσει. Το να ισχυριστεί ότι η Πεβάρα είχε μούσι ή ότι οι δρόμοι της Ταρ Βάλον ήταν στρωμένοι με τυρί ήταν για λίγο παράξενα αναζωογονητικό —ακόμα κι η Πεβάρα είχε χασκογελάσει— αλλά δεν άξιζε την τωρινή κακουχία. Για την ίδια, η δοκιμασία δεν ήταν απαραίτητη. Και, λογικά, έτσι έπρεπε να είναι. Το να πει ότι δεν ανήκει στο Μαύρο Άτζα έδενε κόμπο τη γλώσσα της —πολύ ποταπό για να αναγκαστεί να το αρνηθεί— αλλά με ένα αποφασιστικό νεύμα έδωσε τη ράβδο των Όρκων στη Ζέρα.

Η λυγερή γυναίκα μετακινήθηκε πάνω στον πάγκο της και στριφογύρισε το απαλό λευκό ραβδί στα δάχτυλά της, ξεροκαταπίνοντας σπασμωδικά. Το ωχρό φως του φανού την έκανε να μοιάζει άρρωστη. Με τα μάτια γουρλωμένα κοιτούσε πότε τη μία και πότε την άλλη. Κατόπιν, τα χέρια της σφίχτηκαν πάνω στη ράβδο κι ένευσε.

«Ακριβώς όπως είπα», γρύλισε η Πεβάρα, διαβιβάζοντας ξανά Πνεύμα στη Ράβδο, «αλλιώς θα ορκίζεσαι μέχρι να το πεις σωστά».

«Ορκίζομαι πιστή υπακοή στις δυο σας», είπε η Ζέρα με σφιγμένη φωνή κι αναρίγησε καθώς την καταλάμβανε ο όρκος. Πάντα ήταν δυσκολότερο στην αρχή. «Ρωτήστε με σχετικά με το Μαύρο Άτζα», απαίτησε. Τα χέρια της, που κρατούσαν τη Ράβδο, άρχισαν να τρέμουν. «Ρωτήστε με σχετικά με το Μαύρο Άτζα!» Η ένταση που την διακατείχε ήταν τόσο έκδηλη, που η Σέαν ήξερε την απάντηση πριν ακόμα η Πεβάρα ελευθερώσει τη ροή του Πνεύματος και ξεστομίσει την ερώτηση, διατάζοντάς την να πει την απόλυτη αλήθεια. «Όχι!» Η Ζέρα φώναξε σχεδόν. «Όχι, δεν ανήκω στο Μαύρο Άτζα! Και τώρα πάρτε αυτόν τον όρκο από πάνω μου! Ελευθερώστε με!»

Η Σέαν κατέρρευσε αποθαρρυμένη, ακουμπώντας τους αγκώνες της πάνω στο τραπέζι. Φυσικά και δεν ήθελε να απαντήσει θετικά η Ζέρα, αλλά ήταν σίγουρη πως την είχαν πιάσει να ψεύδεται. Φαίνεται πως είχαν ξετρυπώσει ένα ψέμα έπειτα από βδομάδες έρευνας. Πόσες ακόμα βδομάδες τούς περίμεναν; Πόσον καιρό ακόμα θα κοιτούσε ανήσυχα πάνω από τον ώμο της από τη στιγμή που θα ξυπνούσε μέχρι τη στιγμή που θα κοιμόταν; Όταν, δηλαδή, κατάφερνε να κοιμηθεί.

Η Πεβάρα έτεινε το δάχτυλο της προς το μέρος της άλλης γυναίκας, κατηγορώντας την. «Είπες πως είχες έρθει από τον Βορρά».

Τα μάτια της Ζέρα γούρλωσαν και πάλι. «Έτσι είναι», είπε αργά. «Κατηφόρισα την όχθη από τον ποταμό Ερινίν έως τον Τζουάλντε. Ελευθερώστε με τώρα από αυτόν τον όρκο!» Έγλειψε τα χείλη της.

Η Σέαν την κοίταξε συνοφρυωμένη. «Στο σάγισμά σου βρέθηκαν σπόρια από χρυσάγκαθο και μια κόκκινη παπαρούνα, Ζέρα. Το χρυσάγκαθο κι οι κόκκινες παπαρούνες δεν απαντώνται για τουλάχιστον εκατό μίλια νότια της Ταρ Βάλον».

Η Ζέρα πήδηξε όρθια κι η Πεβάρα τής φώναξε κοφτά: «Κάτσε κάτω!»

Η γυναίκα έπεσε πάνω στον πάγκο με έναν ισχυρό γδούπο, αλλά ούτε καν μόρφασε. Έτρεμε, και μάλιστα σύγκορμη. Το στόμα της ήταν ερμητικά κλειστό, αλλιώς η Σέαν ήταν σίγουρη πως τα δόντια της θα έτριζαν. Μα το Φως, αυτές οι ερωτήσεις περί Βορρά και Νότου τη φόβιζαν περισσότερο κι από την κατηγορία της Σκοτεινόφιλης.

«Από πού ξεκίνησες», ρώτησε αργά η Σέαν, «και για ποιον λόγο...;» Στην πραγματικότητα, ήθελε να ρωτήσει για ποιον λόγο η γυναίκα είχε κινηθεί περιφερειακά —προφανώς, αυτό είχε κάνει— απλά και μόνο για να κρύψει την κατεύθυνση απ’ όπου ήρθε, αλλά οι απαντήσεις ξεπήδησαν απότομα από το στόμα της Ζέρα.

«Από το Σαλιντάρ», είπε τσιρίζοντας. Ήταν η κατάλληλη λέξη. Σφάδασε πάνω στον πάγκο, κρατώντας ακόμα τη Ράβδο των Όρκων. Δάκρυα ξεχύθηκαν από τα γουρλωτά της μάτια που ήταν καρφωμένα πάνω στην Πεβάρα κι οι λέξεις βγήκαν ορμητικά μέσα από τα δόντια της που όντως έτριζαν τώρα. «Ή-ήρθα για να βε-βεβαιωθώ πως οι αδελφές εδώ γνωρίζουν σχετικά με τις Κό-κόκκινες και τον Λογκαίν, για να ε-εκθρονίσουν την Ελάιντα κι ο Πύ-Πύργος να γίνει ξανά ακέραιος». Άφησε μια γοερή κραυγή και κατέρρευσε κλαίγοντας ασταμάτητα καθώς κοιτούσε την Κόκκινη Καθήμενη.

«Ώστε έτσι», είπε η Πεβάρα. Κι έπειτα, κάπως πιο άγρια: «Ώστε έτσι!» Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο, αλλά αυτή η λάμψη στα σκοτεινά της μάτια δεν είχε καμιά σχέση με τη σκανδαλιάρικη λάμψη που θυμόταν η Σέαν ως μαθητευόμενη κι Αποδεχθείσα. «Άρα, λοιπόν, εσύ είσαι η πηγή αυτής της... φήμης. Θα σταθείς μπροστά στην Αίθουσα και θα αποκαλύψεις το ψέμα! Παραδέξου το ψέμα σου, κορίτσι μου!»

Αν πριν από λίγο τα μάτια της Ζέρα ήταν γουρλωμένα, τώρα κόντευαν να βγουν από τις κόγχες τους. Η Ράβδος τής έπεσε από το χέρι και κύλησε πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού κι η γυναίκα έπιασε σφικτά τον λαιμό της. Ένας πνιχτός ήχος βγήκε από το στόμα της που άνοιξε ξαφνικά. Η Πεβάρα την κοιτούσε σοκαρισμένη, αλλά η Σέαν ξαφνικά κατάλαβε τι συνέβαινε.

«Για όνομα του Φωτός», είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Δεν χρειάζεται να πεις ψέματα, Ζέρα». Τα πόδια της Ζέρα τινάζονταν κάτω από το τραπέζι, λες και πάσχιζε να σηκωθεί κι αυτά δεν την άφηναν. «Πες της, Πεβάρα. Πιστεύει πως είναι αλήθεια! Την πρόσταξες να πει αλήθεια και ψέματα. Μη με κοιτάς έτσι! Το πιστεύει!» Μια γαλάζια απόχρωση φάνηκε στα χείλη της Ζέρα και τα βλέφαρά της πετάρισαν. Η Σέαν μάζεψε όλο της το κουράγιο. «Πεβάρα, εσύ έδωσες τη διαταγή και πρέπει να την αποδεσμεύσεις, αλλιώς θα πάθει ασφυξία μπροστά στα μάτια μας».

«Είναι μια επαναστάτρια». Το μουρμουρητό της Πεβάρα έντυσε τη λέξη με απίστευτη περιφρόνηση. Έπειτα όμως αναστέναξε. «Δεν έχει περάσει ακόμα από δοκιμασία. Δεν χρειάζεται να πεις... ψέματα... κορίτσι μου». Η Ζέρα έπεσε μπρούμυτα κι έμεινε εκεί, με το μάγουλο της ακουμπισμένο στην επιφάνεια του τραπεζιού, πασχίζοντας να πάρει αέρα ανάμεσα στα κλαψουρίσματά της.

Η Σεάν κούνησε το κεφάλι της γεμάτη απορία. Δεν είχε σκεφτεί την πιθανότητα των αντικρουόμενων όρκων. Κι αν το Μαύρο Άτζα δεν είχε μόνο παραμερίσει τον Όρκο ενάντια στο ψέμα αλλά τον είχε αντικαταστήσει με κάποιον δικό του; Κι αν είχαν αντικαταστήσει και τους Τρεις με δικούς τους όρκους; Θα έπρεπε οι δυο τους να κάνουν πολύ προσεκτικές κινήσεις αν έβρισκαν μια Μαύρη αδελφή, ειδάλλως θα την έχαναν πριν μάθουν σε τι έγκειται αυτή η αντίθεση. Ίσως αν πρώτα αποποιούνταν όλους τους όρκους —δεν υπήρχε τρόπος να βαδίσουν πιο προσεκτικά δίχως να μάθουν σε τι ορκίζονταν οι Μαύρες αδελφές— κι έπειτα επανέφεραν τους Τρεις; Μα το Φως, ο πόνος του να ελευθερώνεσαι από τα πάντα μέσα σε μια στιγμή δεν απείχε και πολύ από τον πόνο των ερωταποκρίσεων. Ίσως να μην απείχε και καθόλου. Σίγουρα όμως μια Σκοτεινόφιλη το άξιζε και με το παραπάνω. Αν έβρισκαν κάποια, δηλαδή.

Η Πεβάρα κοιτούσε αγριωπά την γυναίκα που πάσχιζε να ανασάνει δίχως την παραμικρή χροιά λύπης στο πρόσωπό της. «Όταν θα δικαστεί για στασιασμό, θα παρευρεθώ στη δίκη της».

«Όταν δοκιμαστεί, Πεβάρα», είπε η Σεάν σκεφτική. «Θα είναι κρίμα να στερηθούμε τη βοήθεια κάποιας που ξέρουμε πως δεν ανήκει στους Σκοτεινόφιλους. Κι, εφ’ όσον είναι πράγματι επαναστάτρια, δεν χρειάζεται να σκοτιζόμαστε σε μεγάλο βαθμό σχετικά με τη χρήση της». Είχαν γίνει κάμποσες συζητήσεις, χωρίς να καταλήξουν σε συμπέρασμα, σχετικά με τη δεύτερη αιτία που θα έπρεπε να μην πειραχθεί ο νέος όρκος. Μια αδελφή που έχει ορκιστεί να υπακούει είναι αναγκασμένη —η Σέαν μετακινήθηκε ανήσυχα. Αυτό έμοιαζε πάρα πολύ με την απαγορευμένη προστυχιά της Καταπίεσης— να πειστεί να βοηθήσει στο κυνήγι, με την προϋπόθεση ότι δεν σε ενοχλεί να την αναγκάσεις να αποδεχτεί τον κίνδυνο, είτε το επιθυμεί είτε όχι. «Δεν νομίζω πως θα έστελναν μόνο μία», συνέχισε. «Ζέρα, πόσες από εσάς διέδωσαν την ιστορία;»

«Δέκα», αποκρίθηκε μουρμουριστά, εξακολουθώντας να είναι γερμένη πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού. Κατόπιν τινάχτηκε όρθια, αγριοκοιτάζοντάς τες γεμάτη περιφρόνηση. «Δεν πρόκειται να προδώσω τις αδελφές μου! Δεν πρόκειται να...!» Έκοψε τη φράση της στη μέση και τα χείλη της συσπάστηκαν άγρια, καθώς συνειδητοποίησε πως μόλις είχε κάνει ακριβώς αυτό.

«Ονόματα!» γάβγισε η Πεβάρα. «Πες μου τα ονόματά τους, ειδάλλως σε γδέρνω εδώ και τώρα!»

Διάφορα ονόματα ξεχύθηκαν από τα απρόθυμα χείλη της Ζέρα. Σίγουρα ήταν επηρεασμένη πιότερο από την προσταγή παρά από την απειλή. Ωστόσο, κοιτώντας το βλοσυρό πρόσωπο της Πεβάρα, η Σέαν ήταν σίγουρη πως δεν θα χρειαζόταν καμιά ιδιαίτερη αφορμή για να μαστιγώσει τη Ζέρα σαν μαθητευόμενη που είχε πιαστεί να κλέβει. Παραδόξως, η ίδια δεν ένιωθε παρόμοια εχθρότητα. Ναι, σίγουρα αισθανόταν κάποια αποστροφή, αλλά και πάλι όχι τόσο έντονη. Αυτή η γυναίκα δεν ήταν παρά μια επαναστάτρια που είχε συμβάλει στη διάλυση του Λευκού Πύργου και, μάλιστα, όταν μια αδελφή υποτίθεται πως αποδέχεται τα πάντα προκειμένου να μείνει ο Πύργος ακέραιος, κι ωστόσο... Πολύ παράξενο.

«Συμφωνείς, Πεβάρα;» είπε όταν ολοκληρώθηκε η λίστα. Η ισχυρογνώμων γυναίκα συγκατάνευσε έντονα. «Πολύ καλά. Ζέρα, θέλω να μου φέρεις την Μπέρναϊλ στα διαμερίσματά μου το απόγευμα». Φαίνεται πως, εκτός από τις Γαλάζιες και τις Κόκκινες, υπήρχαν δύο από κάθε Άτζα, αλλά ίσως ήταν καλύτερα να ξεκινήσει με την υπολειπόμενη Λευκή. «Το μόνο που θα της πεις είναι ότι επιθυμώ να της μιλήσω για ένα πολύ προσωπικό θέμα. Δεν θα την προειδοποιήσεις καθόλου, ούτε λεκτικά, ούτε κάνοντας κάποια πράξη, ούτε κάποια αμέλεια. Κατόπιν, θα παραμείνεις σιωπηλή και θα αφήσεις εμένα και την Πεβάρα να επιληφθούμε του θέματος. Μόλις στρατολογήθηκες για έναν σκοπό κατά πολύ ανώτερο από την άστοχη επανάστασή σας, Ζέρα». Φυσικά κι ήταν άστοχη, άσχετα πόσο παρανοϊκή είχε καταντήσει την Ελάιντα η εξουσία. «Θα μας βοηθήσεις να κυνηγήσουμε το Μαύρο Άτζα».

Με κάθε προσταγή, το κεφάλι της Ζέρα τιναζόταν παρά τη θέλησή της, με έκδηλο τον πόνο στα χαρακτηριστικά του προσώπου της, αλλά στην αναφορά του κυνηγιού του Μαύρου Άτζα ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Μα το Φως, θα πρέπει να είχε χάσει τα λογικά της για να μην προσέξει κάτι τέτοιο!

«Και θα πάψεις να διαδίδεις αυτές τις... ιστορίες», της δήλωσε ορθά κοφτά η Πεβάρα. «Από αυτήν τη στιγμή, παύεις να συγχέεις το Κόκκινο Άτζα με τους ψεύτικους Δράκοντες. Κατανοητό;»

Στο πρόσωπο της Ζέρα φάνηκε μια μάσκα δύστροπης ξεροκεφαλιάς, κι ανοίγοντας το στόμα της απάντησε: «Κατανοητό, Καθήμενη». Έμοιαζε έτοιμη να βάλει ξανά τα κλάματα από την απόλυτη απογοήτευσή της.

«Χάσου, λοιπόν, από τα μάτια μου», της είπε η Πεβάρα, ανακαλώντας τόσο τη θωράκιση όσο και το σαϊντάρ. «Και φτιάξου λιγάκι! Πλύνε το πρόσωπό σου κι ίσιωσε τα μαλλιά σου!» Η τελευταία αυτή προσταγή είχε ως αποδέκτη την πλάτη της γυναίκας που ήδη είχε σηκωθεί από το τραπέζι. Η Ζέρα χρειάστηκε να τραβήξει τα χέρια της από τα μαλλιά της για να ανοίξει την πόρτα. Καθώς η πόρτα έκλεινε τρίζοντας πίσω της, η Πεβάρα ρουθούνισε. «Την έχω ικανή να έχει πάει ήδη σε αυτήν την Μπέρναϊλ σαν βρωμιάρα, ελπίζοντας να την προειδοποιήσει».

«Δεν έχεις κι άδικο», παραδέχτηκε η Σέαν. «Αλλά, ποιον θα καταφέρουμε να προειδοποιήσουμε αν κοιτάμε με μισό μάτι όλες αυτές τις γυναίκες; Αν μη τι άλλο, θα προσελκύσουμε την προσοχή».

«Όπως έχουν τα πράγματα, Σέαν, δεν θα προσελκύαμε την προσοχή ακόμα κι αν τις αρχίζαμε στις κλωτσιές μέσα στον ίδιο τον Πύργο». Τα λόγια της Πεβάρα ηχούσαν λες κι η ιδέα δεν της ήταν κι ιδιαίτερα δυσάρεστη. «Δεν είναι παρά επαναστάτριες και σκοπεύω να τις ξεζουμίσω με την πρώτη λάθος σκέψη που θα κάνει κάποια από δαύτες!»

Εξακολούθησαν να μιλούν γι’ αυτό το θέμα. Η Σέαν επέμενε πως το να δείξουν τη δέουσα προσοχή δίχως να υπάρχουν κενά στις διαταγές που έδωσαν ήταν αρκετό, ενώ η Πεβάρα επεσήμανε το γεγονός πως έτσι έδιναν δικαίωμα σε δέκα επαναστάτριες —δέκα!— να σουλατσάρουν ατιμώρητες στους διαδρόμους του Πύργου. Η Σέαν είπε πως, αργά ή γρήγορα, θα τιμωρούνταν, κι η Πεβάρα γρύλισε πως το «αργά ή γρήγορα» δεν αρκούσε. Η Σέαν ανέκαθεν θαύμαζε τη δύναμη της θέλησης αυτής της γυναίκας, αλλά η αλήθεια ήταν πως μερικές φορές παραήταν πεισματάρα.

Ένα αχνό τρίξιμο του μεντεσέ της πόρτας ήταν αρκετή προειδοποίηση για τη Σέαν, η οποία άρπαξε τη Ράβδο των Όρκων στην ποδιά της και την έκρυψε στις πτυχές της φούστας της καθώς η πόρτα άνοιγε διάπλατα. Μαζί με την Πεβάρα άδραξαν την Πηγή σχεδόν ταυτόχρονα.

Η Σερίν μπήκε ήρεμα στο δωμάτιο κρατώντας έναν φανό, κι έκανε παράμερα για να περάσει η Τάλεν, η οποία ακολουθούνταν από τη μικροκαμωμένη Γιουκίρι που κρατούσε έναν δεύτερο φανό, κι από τη λεπτόκορμη και με αγορίστικο παρουσιαστικό Ντόεσιν, αρκετά ψηλή για Καιρχινή, η οποία έκλεισε απότομα την πόρτα και στάθηκε με την πλάτη επάνω της, λες και δεν επρόκειτο να αφήσει καμιά τους να βγει έξω. Τέσσερις Καθήμενες που αντιπροσώπευαν όλα τα εναπομείναντα Άτζα του Πύργου. Έμοιαζαν να αγνοούν το γεγονός πως η Σέαν κι η Πεβάρα είχαν στην κατοχή τους το σαϊντάρ. Ξαφνικά, η Σέαν είχε την εντύπωση πως το δωμάτιο ήταν μάλλον συνωστισμένο. Θα πρέπει να ήταν η παράλογη φαντασία της, αλλά και πάλι...

«Περίεργο που σας πετυχαίνουμε μαζί εσάς τις δύο», είπε η Σερίν. Μπορεί το πρόσωπό της να ήταν ήρεμο, αλλά τα δάχτυλά της γλίστρησαν κατά μήκος της λαβής του σκαλιστού μαχαιριού μέσα από τη ζώνη της. Διατηρούσε την έδρα της εδώ και σαράντα χρόνια, περισσότερο από κάθε άλλη στην Αίθουσα, κι όλες είχαν μάθει να είναι προσεκτικές μαζί της.

«Θα μπορούσαμε να πούμε ακριβώς το ίδιο και για σας», αποκρίθηκε ξερά η Πεβάρα. Η διάθεση της Σερίν δεν την αναστάτωνε ποτέ. «Ή μήπως ήρθες εδώ κάτω για να βοηθήσεις την Ντόεσιν να προσπαθήσει να βρει λίγο από το χαμένο της κουράγιο;» Ένα ξαφνικό αναψοκοκκίνισμα έκανε το πρόσωπο της Κίτρινης να μοιάζει ακόμα περισσότερο με χαριτωμένου αγοριού, παρά το κομψό παρουσιαστικό, πράγμα που έκανε φανερό στη Σέαν ποια αδελφή είχε ξεστρατίσει στα διαμερίσματα των Κόκκινων, με ατυχή αποτελέσματα.

«Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ποτέ πως θα σας ένωνε κάτι τέτοιο. Οι Πράσινες επιτίθενται στις Κίτρινες κι οι Καφετιές στις Γκρίζες. Ή μήπως τις έφερες εδώ κάτω για μια ήσυχη αναμέτρηση, Σερίν;»

Η Σέαν αναρωτήθηκε απεγνωσμένα γιατί αυτές οι τέσσερις βρέθηκαν τόσο βαθιά στα θεμέλια της Ταρ Βάλον. Τι ήταν αυτό που τις ένωνε; Τα Άτζα τους —αλλά κι όλα τα Άτζα— κοιτούσαν πώς να εξοντώσουν το ένα το άλλο και σε ετούτες εδώ τις τέσσερις είχαν επιβληθεί ποινές από την Ελάιντα. Σε καμία Καθήμενη δεν άρεσε η Καταναγκαστική Εργασία, κι ειδικά όταν ήξερε πολύ καλά για ποιο λόγο τρίβει πατώματα ή πλένει κιούπια, αλλά ήταν μάλλον απίθανο να τις ένωνε κάτι τέτοιο. Τι άλλο, άραγε; Καμιά τους δεν ήταν ευγενούς καταγωγής. Η Σερίν κι η Γιουκίρι ήταν θυγατέρες πανδοχέων, η Τάλεν αγροτών, ενώ ο πατέρας της Ντόεσιν ήταν μαχαιροποιός. Η Σερίν είχε εκπαιδευτεί αρχικά από τις Κόρες της Σιωπής κι ήταν η μόνη ανάμεσά τους που είχε καταφέρει να κατακτήσει το επώμιο. Παιδιάστικα πράγματα, δηλαδή. Ξαφνικά όμως, κάτι ξεπήδησε στο μυαλό της και την άφησε άφωνη. Η Σερίν, με έναν χαρακτήρα αχαλίνωτο. Η Ντόεσιν, η οποία το είχε σκάσει τρεις φορές ως μαθητευόμενη, παρ’ όλο που μόνο μια φορά κατάφερε να φτάσει ως τις γέφυρες. Η Τάλεν, που θα πρέπει να είχε τιμωρηθεί περισσότερες φορές από κάθε άλλη μαθητευόμενη στην ιστορία του Πύργου. Η Γιουκίρι, η τελευταία Γκρίζα που συμβάδισε με τις αδελφές της στη συναίνεση, μολονότι επιθυμούσε να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο, ήταν η τελευταία που συνδέθηκε με την Αίθουσα. Κι οι τέσσερις θεωρούνταν από μια άποψη επαναστάτριες κι η Ελάιντα είχε ταπεινώσει την κάθε μία ξεχωριστά. Άραγε, μήπως σκέφτονταν πως είχαν κάνει λάθος που ήθελαν να εκθρονίσουν τη Σιουάν και να ανεβάσουν στον θρόνο την Ελάιντα; Μήπως, άραγε, ανακάλυψαν κάτι σχετικά με τη Ζέρα και τις υπόλοιπες; Κι αν όντως ήταν έτσι, τι σκόπευαν να κάνουν;

Η Σέαν προετοιμάστηκε νοητικά να υφάνει το σαϊντάρ, αν και χωρίς να έχει πολλές ελπίδες για να δραπετεύσει. Η Πεβάρα ήταν εφάμιλλης ισχύος με τη Σέριν και τη Γιουκίρι, αλλά κι η ίδια ήταν πιο αδύναμη απ’ όλες εδώ, εκτός από την Ντόεσιν. Προετοιμάστηκε, κι η Τάλεν βγήκε μπροστά κι όλα τα λογικά της συμπεράσματα έγιναν κομμάτια.

«Η Γιουκίρι παρατήρησε πως εσείς οι δύο ενεργείτε ύπουλα, και πολύ θα θέλαμε να μάθουμε τον λόγο». Η παράδοξα βαθιά φωνή της ήταν υπερβολικά θερμή, παρά την ψυχρότητα που έμοιαζε να καλύπτει το πρόσωπό της. «Μήπως οι επικεφαλής των Άτζα σας σας ανέθεσαν κάποιο μυστικό έργο; Δημοσίως, οι επικεφαλής των Άτζα αλληλοκατηγορούνται περισσότερο από κάθε άλλον, αλλά φαίνεται πως όλο και κάτι συζητούν υπογείως. Ό,τι κι αν σχεδιάζουν, η Αίθουσα έχει δικαίωμα να το πληροφορηθεί».

«Έλα τώρα, Τάλεν, σταμάτα». Η φωνή της Γιουκίρι αποτελούσε πάντα μεγαλύτερη έκπληξη από αυτή της Τάλεν. Η γυναίκα φάνταζε σαν μικροσκοπική βασίλισσα, με αυτό το σκούρο ασημένιο μεταξωτό με τις φιλντισένιες δαντέλες, ακουγόταν όμως σαν άνετη επαρχιώτισσα. Ισχυριζόταν πως αυτή η αντίθεση βοηθούσε στις διαπραγματεύσεις. Χαμογέλασε προς το μέρος της Σέαν και της Πεβάρα, σαν μία μονάρχης που δεν είναι σίγουρη πόση αβρότητα μπορεί να δείξει. «Σας είδα και τις δύο να τρυπώνετε σαν κουνάβια στο κοτέτσι», είπε, «αλλά δεν είπα τίποτα —θα μπορούσε κάλλιστα να είστε ερωμένες, αλλά αυτό είναι δική σας δουλειά— δεν είπα λοιπόν τίποτα, μέχρι που η Τάλεν από δω άρχισε να ξεφωνίζει για κάποιες που κρύβονταν στις γωνίες. Έχω δει κι εγώ κάμποσες να κρύβονται στις γωνίες, κι υποπτεύομαι πως κάποιες από αυτές τις γυναίκες μπορεί και να ηγούνται των Άτζα τους, έτσι λοιπόν... Πολλές φορές ένα κι ένα κάνει δύο, αλλά μερικές φορές δεν κάνει τίποτα. Σας ακούμε, λοιπόν. Η Αίθουσα έχει κάθε δικαίωμα να μάθει».

«Δεν θα φύγουμε, αν δεν μας τα πείτε όλα», πρόσθεσε η Τάλεν με ακόμα μεγαλύτερη ζέση από πριν.

Η Πεβάρα ρουθούνισε και σταύρωσε τα μπράτσα της. «Ακόμα κι αν η επικεφαλής του Άτζα μου μου ανέφερε κάποια πράγματα, δεν βλέπω για ποιον λόγο πρέπει να σου τα πω. Εν πάση περιπτώσει, όσα κουβεντιάζαμε με τη Σέαν δεν έχουν καμιά σχέση με το Κόκκινο ή το Άσπρο Άτζα. Χώστε τη μύτη σας αλλού». Ωστόσο, ούτε αυτή ούτε η Σέαν αποδέσμευσαν το σαϊντάρ.

«Δεν είχε νόημα, που να πάρει, και το ήξερα», μουρμούρισε η Ντόεσιν που στεκόταν δίπλα στην πόρτα. «Γιατί σε άφησα να με πείσεις, που να καώ... Θα τρώγαμε τα μούτρα μας κι όλος ο Πύργος θα γελούσε μαζί μας». Μερικές φορές μιλούσε σαν αγόρι που κάποιος έπρεπε να του ξεπλύνει το στόμα.

Η Σέαν ήταν έτοιμη να φύγει, αλλά φοβόταν πως τα γόνατά της θα την πρόδιδαν. Η Πεβάρα παρέμεινε στη θέση της, ανασηκώνοντας ένα ανυπόμονο φρύδι προς το μέρος των γυναικών που μεσολαβούσαν ανάμεσα στην ίδια και στην πόρτα.

Η Σερίν ψαχούλεψε τη λαβή του μαχαιριού της και κοίταξε τις υπόλοιπες αινιγματικά, δίχως να κουνήσει ρούπι. «Γρίφος», μουρμούρισε. Ξαφνικά γλίστρησε μπροστά και το ελεύθερο χέρι της βυθίστηκε στα γόνατα της Σέαν, τόσο γρήγορα που η τελευταία έβγαλε μια άναρθρη κραυγή. Προσπάθησε να κρατήσει τη Ράβδο των Όρκων κρυμμένη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν η Σερίν να πιάσει τη Ράβδο με το ένα της χέρι στο ύψος της μέσης ενώ με το άλλο κρατούσε την άλλη άκρη της μαζί με ένα στρίφωμα της φούστας της. «Μου αρέσουν οι γρίφοι», είπε η Σερίν.

Η Σέαν την άφησε και τακτοποίησε το φόρεμά της, μια και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο.

Η ξαφνική εμφάνιση της Ράβδου είχε ως αποτέλεσμα να ακουστούν για λίγο άναρθρες κραυγές, καθώς σχεδόν όλες βάλθηκαν να μιλούν ταυτόχρονα.

«Αίμα και φωτιά», γρύλισε η Ντόεσιν. «Ήρθατε εδώ κάτω για να ανακηρύξετε νέες καταραμένες αδελφές;»

«Παράτα τες, Σερίν», γέλασε αμέσως μετά η Γιουκίρι. «Ό,τι κι αν κάνουν, είναι δική τους δουλειά».

Το γάβγισμα της Τάλεν κάλυψε τις φωνές των άλλων δύο. «Για ποιον άλλο λόγο κινούνται κρυφίως —και μάλιστα μαζί!— αν όχι για να κάνουν κάποια δουλειά των επικεφαλής των Άτζα τους;»

Η Σερίν κούνησε το χέρι της κι ύστερα από ένα λεπτό έγινε σιωπή. Μπορεί όλες οι παρούσες να ήταν Καθήμενες, αλλά αυτή είχε το δικαίωμα να μιλήσει πρώτη στην Αίθουσα, κι εξάλλου μετρούσαν και τα σαράντα χρόνια της. «Νομίζω πως αυτή είναι η λύση του γρίφου», είπε χαϊδεύοντας με τον αντιχείρα της τη Ράβδο. «Αλλά γιατί, σε τελική ανάλυση;» Ξαφνικά, η λάμψη του σαϊντάρ την κύκλωσε κι αυτήν και διαβίβασε Πνεύμα στη Ράβδο. «Υπό το Φως, δεν πρόκειται να πω λέξη που να μην είναι αλήθεια. Δεν είμαι Σκοτεινόφιλη».

Στη σιωπή που ακολούθησε θα ακουγόταν και περπάτημα ποντικού.

«Έχω δίκιο;» είπε η Σερίν, αποδεσμεύοντας τη Δύναμη. Κρατούσε τη Ράβδο τεντωμένη προς την κατεύθυνση της Σέαν.

Για τρίτη φορά η Σέαν ξαναπήρε τον Όρκο ενάντια στο ψέμα, και για δεύτερη επανέλαβε πως δεν ανήκε στο Μαύρο Άτζα. Το ίδιο έκανε κι η Πεβάρα, με παγερή αξιοπρέπεια και ματιά κοφτερή σαν του αητού.

«Αυτό είναι γελοίο», είπε η Τάλεν. «Δεν υπάρχει Μαύρο Άτζα».

Η Γιουκίρι πήρε τη Ράβδο από την Πεβάρα και διαβίβασε. «Υπό το Φως, δεν πρόκειται να πω λέξη που να μην είναι αλήθεια. Δεν ανήκω στο Μαύρο Άτζα». Το φως του σαϊντάρ που την κύκλωνε έσβησε κι η γυναίκα έδωσε τη Ράβδο στην Ντόεσιν.

Η Τάλεν συνοφρυώθηκε αηδιασμένη. «Κάνε πέρα, Ντόεσιν. Εγώ, τουλάχιστον, δεν θα ανεχτώ μια τέτοια αισχρή υπόδειξη».

«Υπό το Φως, δεν πρόκειται να πω λέξη που να μην είναι αλήθεια», είπε η Ντόεσιν, σεβάσμια σχεδόν, κι η λάμψη γύρω της έμοιαζε με φωτοστέφανο. «Δεν ανήκω στο Μαύρο Άτζα». Όταν τα πράγματα σοβάρευαν, η γλώσσα της ήταν τόσο καθαρή όσο θα επιθυμούσε οποιαδήποτε Κυρά των Μαθητευομένων. Έτεινε τη Ράβδο προς το μέρος της Τάλεν.

Η χρυσομάλλα γυναίκα έκανε πίσω, λες κι αντίκρισε δηλητηριώδες φίδι. «Θεωρώ συκοφαντία ακόμα και το να μου ζητάς κάτι τέτοιο. Χειρότερο κι από συκοφαντία!» Κάτι θανατηφόρο φάνηκε στο βλέμμα της. Παράλογη σκέψη, ίσως, αλλά αυτό διέκρινε η Σέαν. «Κάντε πέρα τώρα», είπε απαιτητικά η Τάλεν, και στη φωνή της διακρινόταν όλη η εξουσία μιας Καθήμενης. «Φεύγω!»

«Δεν το νομίζω», είπε ήσυχα η Πεβάρα κι η Γιουκίρι συγκατένευσε αργά. Η Σέριν δεν περιορίστηκε να χαϊδέψει τη λαβή του μαχαιριού της. Την άδραξε τόσο δυνατά, που οι αρθρώσεις των δακτύλων της άσπρισαν.

Καλπάζοντας μέσα από το πυκνό χιόνι του Άντορ, τσαλαβουτώντας σχεδόν μέσα του, η Τοβέιν Γκάζαλ καταράστηκε τη μέρα που γεννήθηκε. Κοντή κι ελαφρώς πλαδαρή, με μαλακή χαλκόχρωμη επιδερμίδα και μακριά γυαλιστερά μαύρα μαλλιά, φάνταζε χαριτωμένη όλα αυτά τα χρόνια, αν και κανείς δεν την είχε αποκαλέσει ποτέ όμορφη κι ούτε επρόκειτο. Τα σκοτεινά μάτια που κάποτε σε κοιτούσαν με ειλικρίνεια, τώρα έμοιαζαν να διαπερνούν ό,τι κοιτούσαν. Κι αυτό όταν δεν ήταν θυμωμένη. Σήμερα όμως, ήταν θυμωμένη. Κι όταν η Τοβέιν θύμωνε, τα φίδια το έβαζαν στα πόδια.

Πίσω της κάλπαζαν —τσαλαβουτούσαν καλύτερα— άλλες τέσσερις Κόκκινες και πίσω από εκείνες είκοσι Φρουροί του Πύργου με μαύρα πανωφόρια και μανδύες. Σε κανέναν από τους άντρες δεν άρεσε που οι θώρακές τους είχαν αποθηκευτεί στα υποζύγια, και παρακολουθούσαν το δάσος που απλωνόταν κι από τις δυο μεριές του δρόμου λες και περίμεναν επίθεση ανά πάσα στιγμή. Η Τοβέιν δεν μπορούσε να φανταστεί πως ήταν δυνατόν να περιμένουν ότι θα διέσχιζαν τριακόσια μίλια μέσα στο Άντορ χωρίς να τους πάρει κανείς είδηση, φορώντας πανωφόρια και μανδύες που απεικόνιζαν ζωηρά τη Φλόγα της Ταρ Βάλον. Ωστόσο, το ταξίδι είχε σχεδόν τελειώσει. Άλλη μια μέρα, το πολύ δύο, πορείας με τα άλογα σε αυτούς τους δρόμους που το χιόνι έφτανε έως το γόνατο, και θα ενωνόταν με άλλες εννέα ομάδες σαν τη δικιά της. Δυστυχώς, δεν ήταν όλες οι αδελφές Κόκκινες, αλλά αυτό δεν την απασχολούσε και πολύ. Η Τοβέιν Γκάζαλ, πάλαι ποτέ Καθήμενη του Κόκκινου Άτζα, θα έμενε στην ιστορία ως η γυναίκα που κατάστρεψε αυτόν τον Μαύρο Πύργο.

Ήταν σίγουρη πως η Ελάιντα τής ήταν ευγνώμων για την ευκαιρία, γι’ αυτό και την ανακάλεσε από την εξορία και τον ατιμασμό, δίνοντας της την ευκαιρία να επανορθώσει. Σάρκασε χλευαστικά, κι αν ένας λύκος κοιτούσε στα βάθη της κουκούλας του μανδύα της, ίσως και να λιποψυχούσε. Όσα είχαν λάβει χώρα εδώ και είκοσι χρόνια ήταν απαραίτητο να συμβούν, και το Φως να κάψει όσους μουρμούριζαν πως θα πρέπει να ήταν ανακατεμένο το Μαύρο Άτζα. Ήταν απαραίτητο και σωστό, αλλά η Τοβέιν Γκάζαλ είχε εκδιωχτεί από τη θέση που κατείχε στην Αίθουσα εξαναγκασμένη να ουρλιάζει για έλεος από τους ραβδισμούς, με όλες αυτές τις αδελφές να παρακολουθούν το μαρτύριο της, ενώ ακόμα κι οι μαθητευόμενες κι οι Αποδεχθείσες γίνονταν μάρτυρες του γεγονότος πως κι οι Καθήμενες υπόκειντο στον νόμο, αν και δεν αναφερόταν πουθενά σε τι είδους νόμο. Κι ύστερα, την έστειλαν να δουλέψει αυτά τα τελευταία είκοσι χρόνια στους απομονωμένους Μαύρους Λόφους, στη φάρμα της Κυράς Γιάρα Ντόγουιλ, μιας γυναίκας για την οποία μια Άες Σεντάι που εξέτιε την ποινή της στην εξορία δεν διέφερε σε τίποτα από οποιονδήποτε άλλο εργάτη που δούλευε μέσα στους ήλιους και τα χιόνια. Τα χέρια της Τοβέιν μετακινήθηκαν καθώς κρατούσε τα γκέμια. Αισθανόταν ακόμα τους κάλλους. Η Κυρά Ντόγουιλ —ακόμα και τώρα δεν μπορούσε να φανταστεί αυτή τη γυναίκα δίχως τον τιμητικό τίτλο που απαιτούσε η ίδια να της προσδίδουν— η Κυρά Ντόγουιλ, λοιπόν, πίστευε στη σκληρή δουλειά. Η δε πειθαρχία που επέβαλλε ήταν πιο σφικτή από αυτήν που επιβαλλόταν στις μαθητευόμενες! Δεν έδειχνε καθόλου οίκτο σε όποιον προσπαθούσε να αποφύγει τη σκληρή καταπόνηση την οποία μοιραζόταν κι η ίδια, και δεν λυπόταν καθόλου μια γυναίκα που το έσκαγε για να σαλιαρίσει με κάποιο χαριτωμένο αγόρι. Αυτή ήταν η ζωή της Τοβέιν τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η δε Ελάιντα, είχε καταφέρει να διαφύγει δίχως να την πάρουν είδηση και να ανέλθει στα σκαλοπάτια της εξουσίας μέχρι την Έδρα της Άμερλιν, μια θέση που η Τοβέιν ονειρευόταν κάποτε για τον εαυτό της. Όχι, δεν ήταν καθόλου ευγνώμων. Απλώς, είχε μάθει να περιμένει να της παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία.

Ξαφνικά, ένας ψηλός άντρας με σκούρο μανδύα και με μαύρα μαλλιά που έπεφταν έως τους ώμους του, σπιρούνισε το άλογό του και ξεπήδησε από το δάσος στον δρόμο, μπροστά της, τινάζοντας τριγύρω χιόνι. «Δεν υπάρχει λόγος να μονομαχήσουμε», ανακοίνωσε με σταθερή φωνή, ανασηκώνοντας ένα γαντοφορεμένο χέρι. «Παραδοθείτε ήσυχα και κανείς δεν θα πάθει κακό».

Δεν ήταν η εμφάνισή του, ούτε και τα λόγια του, που ανάγκασαν την Τοβέιν να φρενάρει τον καλπασμό της, με αποτέλεσμα να μαζευτούν πίσω της οι υπόλοιπες αδελφές. «Πάρτε τον», είπε ήρεμα. «Καλύτερα να συνδεθείτε. Με έχει θωρακίσει». Φαίνεται πως κάποιος από αυτούς τους Άσα’μαν είχε παρουσιαστεί μπροστά της. Πολύ βολικό γι’ αυτόν.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως δεν συνέβαινε τίποτα κι αποτράβηξε το βλέμμα της από τον τύπο για να κοιτάξει συνοφρυωμένη την Τζενάρε. Το ωχρό και τετραγωνισμένο πρόσωπο της γυναίκας έμοιαζε εντελώς αποστραγγισμένο από αίμα. «Τοβέιν», είπε με κάποια αστάθεια στη φωνή της, «είμαι κι εγώ θωρακισμένη».

«Κι εγώ», ανακοίνωσε η Λεμάι χωρίς να το πιστεύει και με κομμένη την ανάσα, κι οι υπόλοιπες εναρμονίστηκαν με τα λεγόμενά τους, φρενιασμένες σχεδόν. Όλες τους ήταν θωρακισμένες.

Κι άλλοι άντρες με μαύρους μανδύες φάνηκαν ανάμεσα στα δέντρα, με τα άλογά τους να βηματίζουν αργά γύρω-γύρω. Η Τοβέιν σταμάτησε το μέτρημα στους δεκαπέντε. Οι Φρουροί μουρμούρισαν αγριεμένοι, περιμένοντας την προσταγή κάποιας αδελφής. Δεν ήξεραν τίποτα ακόμα, παρά μόνο ότι ένα τσούρμο αγύρτες τους είχαν στήσει ενέδρα. Η Τοβέιν πλατάγισε οργισμένη τη γλώσσα της. Ήταν προφανές πως δεν μπορούσαν να διαβιβάσουν όλοι αυτοί οι άντρες, αλλά φαίνεται πως ο κάθε Άσα’μαν που είχε αυτή την ικανότητα είχε στραφεί εναντίον της. Δεν πανικοβλήθηκε. Αντίθετα με κάποιες από τις αδελφές που την ακολουθούσαν, δεν ερχόταν πρώτη φορά αντιμέτωπη με άντρες που είχαν τη δυνατότητα της διαβίβασης. Ο ψηλός άντρας άρχισε να προχωράει προς το μέρος της χαμογελώντας, σκεπτόμενος προφανώς πως είχαν υπακούσει στη γελοία του διαταγή.

«Μόλις δώσω το πρόσταγμα», είπε η γυναίκα ήσυχα, «θα σκορπίσουμε προς κάθε κατεύθυνση. Όταν βρεθείτε αρκετά μακριά, έτσι που ο άντρας να χάσει τον έλεγχο της ασπίδας», —οι άντρες πίστευαν ανέκαθεν πως έπρεπε να βλέπουν το αντικείμενο τους για να κρατήσουν την ύφανση, πράγμα που σήμαινε πως δεν μπορούσαν να ενεργήσουν διαφορετικά— «γυρίστε πίσω και βοηθήστε τους Φρουρούς. Ετοιμαστείτε». Ύψωσε τη φωνή της και κραύγασε: «Φρουροί, πολεμήστε τους!»

Με έναν βρυχηθμό, οι Φρουροί όρμησαν μπροστά, ανεμίζοντας τα ξίφη τους κι έχοντας αναμφίβολα σαν προτεραιότητα να κυκλώσουν και να προστατέψουν τις αδελφές. Τραβώντας προς τα δεξιά τη φοράδα της, η Τοβέιν σπιρούνισε το ζώο κι έσκυψε χαμηλά πάνω στον λαιμό του Σπουργιτιού, κινούμενη πρώτα ανάμεσα στους έκπληκτους Φρουρούς κι έπειτα ανάμεσα σε δύο πολύ νεαρούς άντρες με μαύρα πανωφόρια οι οποίοι είχαν μείνει να την κοιτάζουν με ανοικτό το στόμα. Κατόπιν, βρέθηκε ανάμεσα στα δέντρα, παρακινώντας το άλογό της να αναπτύξει ταχύτητα, τινάζοντας άγρια το χιόνι τριγύρω, χωρίς να δίνει σημασία αν η φοράδα θα έσπαγε κανένα πόδι. Συμπαθούσε αυτό το ζώο, αλλά ούτως ή άλλως σήμερα θα πέθαιναν μερικά άλογα. Πίσω της ακούγονταν φωνές. Και πάνω απ’ όλη την κακοφωνία κυριαρχούσε η φωνή του ψηλού άντρα.

«Πιάστε τους ζωντανούς, αυτές είναι οι διαταγές του Αναγεννημένου Δράκοντα! Όποιος πειράξει τις Άες Σεντάι, θα έχει να κάνει μαζί μου!»

Διαταγές του Αναγεννημένου Δράκοντα. Για πρώτη φορά, η Τοβέιν ένιωσε φόβο, κάτι σαν παγάκι που της τριβέλιζε το στομάχι. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Μαστίγωσε τον λαιμό του Σπουργιτιού με τα ηνία. Η θωράκιση εξακολουθούσε να την καλύπτει! Θα πρέπει να υπήρχαν τώρα αρκετά δέντρα ανάμεσά τους που θα εμπόδιζαν αυτούς τους καταραμένους να τη διακρίνουν! Μα το Φως, ο Αναγεννημένος Δράκοντας!

Γρύλισε καθώς κάτι τη χτύπησε στη μέση, ένα κλαδί σε σημείο που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν κλαδιά, αποσπώντας την από τη σέλα. Κρεμάστηκε, παρακολουθώντας το Σπουργίτι να φεύγει μπροστά καλπάζοντας, όσο τουλάχιστον του επέτρεπε το χιόνι. Έμεινε κρεμασμένη εκεί, στο αέρα, με τα χέρια παγιδευμένα στα πλευρά της και τα πόδια να αιωρούνται πάνω από ένα μέτρο από το έδαφος. Ξεροκατάπιε. Υπεύθυνο για την κατάσταση της θα πρέπει να ήταν το αρσενικό μέρος της Δύναμης. Ποτέ στο παρελθόν δεν την είχε αγγίξει το σαϊντίν. Αισθανόταν την παχιά λωρίδα του τίποτα να τυλίγεται γύρω από τη μέση της. Νόμισε πως ένιωσε το μίασμα του Σκοτεινού και τρεμούλιασε, πασχίζοντας να καταπνίξει τις κραυγές της.

Ο ψηλός άντρας τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του κι αυτό σταμάτησε μπροστά της. Η γυναίκα αιωρήθηκε για λίγο και κάθισε λοξά, μπροστά από τη σέλα του. Ο άντρας δεν έμοιαζε να ενδιαφέρεται κι ιδιαίτερα για τις Άες Σεντάι που είχε αιχμαλωτίσει. «Χάρντλιν!» φώναξε. «Νόρλεϊ! Κατζίμα! Κάποιος από εσάς, τους νεαρούς αγροίκους, να έρθει αμέσως εδώ!»

Ήταν πολύ ψηλός και πλατύστερνος όσο η λαβή ενός πέλεκυ. Κάπως έτσι θα το διατύπωνε η Κυρά Ντόγουιλ. Περίπου μεσήλικας κι αρκετά αρρενωπός με έναν τρόπο μελαγχολικό κι άβολο. Δεν είχε καμιά σχέση με τα χαριτωμένα αγόρια που άρεσαν στην Τοβέιν, τα τόσο διψασμένα, ευχάριστα κι εύκολα στη χαλιναγώγησή τους. Ένα ασημένιο ξίφος στόλιζε το ψηλό πέτο στη μια πλευρά του μαύρου μάλλινου πανωφοριού του, ενώ στο άλλο υπήρχε ένα περίεργο πλάσμα από χρυσάφι και κόκκινο σμάλτο. Επρόκειτο για έναν άντρα με την ικανότητα της διαβίβασης, ο οποίος την είχε θωρακίσει και την κρατούσε αιχμάλωτη.

Το ουρλιαχτό που ξέφυγε από τον λαιμό της ξάφνιασε ακόμα και την ίδια. Αν μπορούσε θα είχε συγκρατηθεί, αλλά αμέσως μετά ακολούθησε άλλο ένα ουρλιαχτό, ακόμα πιο οξύ, κι άλλο, κι άλλο, ολοένα κι εντονότερα. Άρχισε να κλωτσάει άγρια και να πετάγεται από πλευρά σε πλευρά, ανώφελο ωστόσο ενάντια στη Δύναμη. Το γνώριζε, αν και το είχε καταχωρίσει σε κάποια μικρή γωνιά του μυαλού της. Το υπόλοιπο κομμάτι του εαυτού της ούρλιαζε μέχρι που ένιωσε πως τα πνευμόνια της θα έσκαγαν, ούρλιαζε βουβές ικεσίες για να σωθεί από τη Σκιά. Κραύγαζε και χτυπιόταν σαν τρελό θηρίο.

Συνειδητοποίησε αμυδρά πως το άλογο του τσινούσε, σαν να χόρευε, καθώς οι φτέρνες της χτυπούσαν τον ώμο του κι, εξίσου αμυδρά, άκουσε τον άντρα να μιλάει. «Ήρεμα, παραφορτωμένο σακί με κάρβουνα! Ησύχασε, αδελφή. Δεν πρόκειται να... Με ζάλισες, μουλάρι! Μα το Φως! Ζητώ συγγνώμη, αδελφή, αλλά έτσι μάθαμε να το κάνουμε». Και μετά τη φίλησε.

Πέρασε ένα δευτερόλεπτο μέχρι να αντιληφθεί πως τα χείλη του ακουμπούσαν τα δικά της, κι ύστερα η όρασή της χάθηκε και μια ζεστασιά την κατέκλυσε. Κάτι περισσότερο από ζεστασιά. Ένιωθε λιωμένο μέλι να αναβλύζει στα σωθικά της και να ανεβαίνει προς την επιφάνεια. Δεν ήταν παρά μια χορδή από άρπα που παλλόταν όλο και πιο γρήγορα μέχρι να γίνει αόρατη, κι εξακολουθούσε να πάλλεται ακόμα γρηγορότερα. Ήταν ένα λεπτό, κρυστάλλινο βάζο έτοιμο να θρυψαλιαστεί. Η χορδή της άρπας έσπασε και το βάζο θρυψαλιάστηκε.

«Αααααααααχχχ!»

Αρχικά, δεν συνειδητοποίησε πως ο ήχος αυτός είχε βγει από το ορθάνοιχτο στόμα της. Για μια στιγμή, δεν μπορούσε καν να βάλει τις σκέψεις της σε ειρμό. Βαριανασαίνοντας, κοίταξε το πρόσωπο του άντρα, από πάνω της, κι αναρωτήθηκε σε ποιον να ανήκε. Ναι. Ο ψηλός. Ο άντρας που θα μπορούσε να...

«Θα μπορούσα να τα καταφέρω χωρίς κάτι παραπάνω», αναστέναξε, χτυπώντας χαϊδευτικά τον λαιμό του αλόγου. Το ζώο ρουθούνισε αλλά έπαψε να χοροπηδάει. «Ωστόσο, υποθέτω πως είναι απαραίτητο. Δεν είσαι ακριβώς σύζυγος. Ηρέμησε. Μην προσπαθήσεις να το σκάσεις, μην επιτεθείς σε κανέναν που φοράει μαύρο πανωφόρι και μην αγγίξεις την Πηγή, εκτός κι αν σου το επιτρέψω εγώ. Λοιπόν, πώς σε λένε;»

Εκτός κι αν της το επιτρέψει; Τι αναίδεια που είχε αυτός ο άντρας!

«Τοβέιν Γκάζαλ», του είπε βλεφαρίζοντας. Γιατί, στην ευχή, του είχε απαντήσει;

«Α, εδώ είσαι», είπε πλησιάζοντας τους ένας άλλος μαυροντυμένος άντρας, με το άλογό του να τσαλαβουτάει στο χιόνι. Τούτος εδώ θα μπορούσε να είναι πιο συμπαθητικός — αν, δηλαδή, δεν είχε την ικανότητα της διαβίβασης. Αμφέβαλλε αν αυτός ο ροδομάγουλος νεαρός ξυριζόταν πάνω από δύο φορές τη βδομάδα. «Μα το Φως, Λογκαίν!» αναφώνησε ο ομορφονιός. «Έπιασες και δεύτερη; Αυτό δεν θα αρέσει στον Μ’Χαήλ! Δεν νομίζω πως του αρέσει να τις συλλαμβάνουμε! Από την άλλη, ίσως και να μην έχει και πολλή σημασία. Εσείς οι δύο είστε πολύ καλοί φίλοι».

«Πολύ καλοί φίλοι είπες, Βιντσόβα;» είπε πικρόχολα ο Λογκαίν. «Αν ο Μ’Χαήλ έκανε ό,τι ήθελε, εγώ θα φύτευα γογγύλια μαζί με τους νέους ή θα ήμουν θαμμένος σε κανένα χωράφι», πρόσθεσε μουρμουρίζοντας, κι η γυναίκα έμεινε με την εντύπωση πως δεν ήθελε να ακουστεί.

Όσα κι αν άκουσε, το χαριτωμένο αγόρι γέλασε με δυσπιστία. Η Τοβέιν ίσα-ίσα που τον άκουσε. Είχε απομείνει να κοιτάει τον άντρα που δέσποζε από πάνω της. Ο Λογκαίν. Ο Ψεύτικος Δράκοντας. Μα, ήταν νεκρός! Σιγανεμένος και νεκρός! Κι όμως, την κρατούσε αδιάφορα μπροστά στη σέλα του, με το ένα χέρι. Γιατί δεν ούρλιαζε, γιατί δεν τον χτυπούσε; Από τόσο κοντά θα μπορούσε να τον καρφώσει ακόμα και με το μαχαίρι της ζώνης της. Κι όμως, δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να απλώσει το χέρι της στη φιλντισένια λαβή. Κι, όπως αντιλήφθηκε, δεν θα μπορούσε, γιατί η ζώνη γύρω από τη μέση της είχε εξαφανιστεί. Θα μπορούσε όμως να γλιστρήσει από το άλογο και να προσπαθήσει να... αλλά ούτε γι’ αυτό είχε διάθεση.

«Γιατί μου το έκανες αυτό;» ρώτησε απαιτητικά. Ήρεμα. Αν μη τι άλλο, διατηρούσε την ψυχραιμία της!

Γυρνώντας το άλογό του για να ξαναβγεί στον δρόμο, ο Λογκαίν τής είπε όσα είχε κάνει κι αυτή ακούμπησε το κεφάλι της πάνω σε αυτό το πλατύ στήθος, χωρίς να τη νοιάζει διόλου το μέγεθός του, κι έκλαψε. Ορκίστηκε πως η Ελάιντα θα πλήρωνε ακριβά αυτό που έκανε. Θα την ανάγκαζε να πληρώσει, αν την άφηνε ο Λογκαίν. Κι αυτό το τελευταίο ήταν μία —όντως— πικρή σκέψη.

Загрузка...