8 Τζάρα

Σπίτια από γκρίζες πέτρες, με σκεπές από πλάκες σχιστόλιθου, στριμώχνονταν στα λιγοστά στενά δρομάκια της Τζάρα, αρπαγμένα από τη λοφοπλαγιά, πάνω από ένα ποταμάκι που το δρασκέλιζε μια χαμηλή, ξύλινη γεφυρούλα. Οι λασπωμένοι δρόμοι ήταν άδειοι, το ίδιο και το κατηφορικό λιβάδι του χωριού. Ένας μόνο άντρας υπήρχε, ο οποίος σκούπιζε τα σκαλιά του μοναδικού πανδοχείου του χωριού, πλάι στο οποίο έστεκε ο πέτρινος στάβλος του· αλλά φαινόταν ότι πρωτύτερα το λιβάδι ήταν γεμάτο κόσμο. Κυκλικά, στο κέντρο του λιβαδιού, βρίσκονταν πέντε-έξι αψίδες, πλεγμένες από πράσινα κλαριά και στολισμένες με τα λιγοστά λουλούδια που μπορούσαν να βρεθούν τόσο πρώιμα στη χρονιά. Το έδαφος έδειχνε τσαλαπατημένο και υπήρχαν, επίσης, και άλλα σημάδια που πρόδιδαν τη συγκέντρωση· ένα κόκκινο γυναικείο φουλάρι μπλεγμένο στη βάση μιας αψίδας, ένα πλεχτό παιδικό σκουφί, μια κανάτα από κασσίτερο γερμένη στο πλάι, κάποια αποφάγια.

Στο λιβάδι πλανιόνταν ακόμα ευωδιές από γλυκό κρασί και πικάντικες πίτες, ανάκατες με τον καπνό από δεκάδες καμινάδες και φαγητά που μαγειρεύονταν. Για μια στιγμή, η μύτη του Πέριν έπιασε μια άλλη οσμή την οποία δεν μπόρεσε να καταλάβει, ένα αμυδρό ίχνος που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκωθούν όρθιες από τη ρυπαρότητά του. Έπειτα χάθηκε. Αλλά ήταν βέβαιος ότι κάτι είχε περάσει από κει, κάτι φαύλο. Έτριψε τη μύτη του, σαν να ήθελε να διώξει την ανάμνηση. Αυτό αποκλείεται να ήταν ο Ραντ. Φως μου, ακόμα κι αν τρελάθηκε, αποκλείεται να ήταν αυτός. Έτσι δεν είναι;

Μια ζωγραφισμένη ταμπέλα κρεμόταν πάνω από την πόρτα του πανδοχείου, που έδειχνε έναν άντρα να στέκεται στο ένα πόδι, με τα χέρια σηκωμένα στον αέρα: το Άλμα του Χάριλιν. Καθώς τραβούσαν τα χαλινάρια των αλόγων μπροστά από το τετράγωνο, πέτρινο κτίριο, ο άνθρωπος που σκούπιζε ορθώθηκε, με ένα αβυσσαλέο χασμουρητό. Ξαφνιάστηκε με τα μάτια του Πέριν, αλλά τα δικά του μάτια, που είχαν αρχίσει να γουρλώνουν, άνοιξαν διάπλατα όταν γύρισαν στον Λόιαλ. Έτσι, με το φαρδύ του στόμα και το σχεδόν ανύπαρκτο πηγούνι του, έμοιαζε λιγάκι με βάτραχο. Είχε πάνω του μια μυρωδιά ξινισμένου κρασιού ― τουλάχιστον αυτό ένιωσε ο Πέριν, Σίγουρα είχε ξεφαντώσει μαζί με τους άλλους.

Ο άνθρωπος κούνησε δυνατά το κεφάλι και υποκλίθηκε, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στη διπλή σειρά των κουμπιών που κατηφόριζαν το πανωφόρι του. Το βλέμμα του πετιόταν από το ένα μέλος της ομάδας στο άλλο και τα μάτια του γούρλωναν ολοένα περισσότερο κάθε φορά που έπεφταν στον Λόιαλ. «Καλώς ήρθες, καλή μου κυρά, το Φως να σου δείχνει το δρόμο. Καλώς ήρθατε, καλοί μου αφέντες. Επιθυμείτε φαγητό, δωμάτιο, μπάνιο; Τα πάντα θα βρείτε εδώ, στο Άλμα. Ο αφέντης Χάροντ, ο πανδοχέας, τα έχει όλα στην τρίχα. Εμένα με λένε Σίμιον. Ό,τι κι αν θελήσετε, ζητήστε τον Σίμιον και θα σας το φέρει». Χασμουρήθηκε ξανά, κρύβοντας το στόμα από αμηχανία και κάνοντας μια υπόκλιση για να το κρύψει. «Συμπάθα με, καλή μου κυρά. Κάνατε μακρύ ταξίδι; Ακούσατε τίποτα για το Μεγάλο Κυνήγι; Το Κυνήγι για το Κέρας του Βαλίρ; Ή για τον ψεύτικο Δράκοντα; Λένε ότι υπάρχει ένας ψεύτικος Δράκοντας στο Τάραμπον. Ή μπορεί στο Άραντ Ντόμαν».

«Δεν ήρθαμε από τόσο μακριά», είπε ο Λαν, καθώς κατέβαινε από τη σέλα. «Το δίχως άλλο, ξέρεις πιο πολλά από μένα». Όλοι ξεπέζεψαν.

«Είχατε γάμο εδώ;» είπε η Μουαραίν.

«Γάμο, καλή κυρά; Να σου πω την αλήθεια, είχαμε γάμους δίχως τελειωμό. Είχαμε μια επιδημία από γάμους. Όλους τις δυο τελευταίες μέρες. Δεν έμεινε ανύπαντρη ούτε μία από όσες γυναίκες είναι αρκετά μεγάλες για να μπορούν να πουν τους γαμήλιους όρκους, ούτε στο χωριό, ούτε στα πέριξ. Τι να πω, ακόμα και η χήρα, η Τζόραθ, πέρασε σπρώχνοντας το γερο-Μπάνας από τις αψίδες και είχαν ορκιστεί και οι δύο ότι ποτέ δεν θα ξαναπαντρευτούν. Ήταν σαν να τους παρέσυρε όλους κάποιος ανεμοστρόβιλος. Το ξεκίνησε η Ρίλιθ, η κόρη του υφαντή, που ζήτησε από τον Τζον το σιδερά να την παντρευτεί, παρ’ όλο που εκείνος είναι αρκετά μεγάλος για να είναι πατέρας της, μην πω και παραπάνω. Ο γερο-βλάκας έβγαλε την ποδιά του και είπε ναι κι εκείνη ζήτησε να στήσουν τις αψίδες την ίδια στιγμή, εκεί μπροστά. Δεν ήθελε με τίποτα να περιμένει το πρέπον διάστημα και όλες οι γυναίκες πήραν το μέρος της. Από εκείνη τη στιγμή, μέρα-νύχτα είχαμε γάμους. Σχεδόν κανείς δεν πρόφτασε να κλείσει μάτι».

«Πολύ ενδιαφέρον αυτό», είπε ο Πέριν όταν ο Σίμιον έκανε μια παύση για να χασμουρηθεί, «αλλά μήπως έτυχε να δεις —»

«Είναι πολύ ενδιαφέρον», είπε η Μουαραίν κόβοντάς τον, «και θα ήθελα να ακούσω κι άλλα αργότερα, ίσως. Προς το παρόν, θα θέλαμε δωμάτια και φαγητό». Ο Λαν έκανε μια κρυφή χειρονομία προς τον Πέριν, σαν να του έλεγε να κλείσει το στόμα του.

«Φυσικά, καλή μου κυρά. Φαγητό. Δωμάτια». Ο Σίμιον κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας τον Λόιαλ. «Θα πρέπει να βάλουμε δυο κρεβάτια δίπλα-δίπλα για —» Έγειρε κοντά στη Μουαραίν και χαμήλωσε τη φωνή του. «Με το συμπάθιο, καλή κυρά, αλλά —ε― τι ακριβώς είναι; Με όλο το σεβασμό, δηλαδή», έσπευσε να προσθέσει.

Δεν είχε μιλήσει αρκετά χαμηλόφωνα και τα αυτιά του Λόιαλ σάλεψαν ενοχλημένα. «Είμαι Ογκιρανός! Τι νόμιζες πως είμαι; Τρόλοκ;»

Ο Σίμιον έκανε ένα βήμα πίσω όταν άκουσε την μπουμπουνιστή φωνή. «Τρόλοκ, καλέ μου —ε― αφέντη; Μα δεν είμαι παιδαρέλι. Δεν πιστεύω τα παραμυθάκια. Ε, Ογκιρανός είπες; Μα οι Ογκιρανοί είναι παραμυθ... Θέλω να πω... δηλαδή...» Απελπισμένος, στράφηκε προς το στάβλο, που βρισκόταν δίπλα στο πανδοχείο. «Νίκο! Πάτριμ! Επισκέπτες! Ελάτε να περιποιηθείτε τα άλογά τους!» Έπειτα από μια στιγμή, δυο αγόρια ήρθαν ροβολώντας από το στάβλο» με άχυρα στα μαλλιά· χασμουριόνταν και έτριβαν τα μάτια τους. Ο Σίμιον έδειξε τα σκαλιά με μια υπόκλιση, ενώ τα αγόρια έπιαναν τα γκέμια.

Ο Πέριν έριξε την κουβέρτα και τους σάκους της σέλας στον ώμο του και πήρε το τόξο του, ακολουθώντας μέσα τη Μουαραίν και τον Λαν, ενώ ο Σίμιον προπορευόταν, κάνοντας υποκλίσεις και ανεβοκατεβάζοντας το κεφάλι. Ο Λόιαλ σχεδόν κάθισε στα γόνατα για να περάσει το ανώφλι και το ταβάνι πιο μέσα ήταν μόνο καμιά τριανταριά πόντους πιο ψηλά από το κεφάλι του. Μονολόγησε με την μπουμπουνιστή φωνή του ότι δεν καταλάβαινε γιατί ήταν τόσο λίγοι οι άνθρωποι που θυμόνταν τους Ογκιρανούς. Η φωνή του ήταν σαν μακρινή βροντή. Ακόμα και ο Πέριν, που ήταν ακριβώς μπροστά του, δεν καταλάβαινε παρά μόνο τα μισά απ’ όσα έλεγε.

Το πανδοχείο μύριζε μπύρα και κρασί, τυρί και κούραση, ενώ κάπου από πίσω πλανιόταν στον αέρα η ευωδιά ψημένου αρνιού. Οι λιγοστοί πελάτες στην κοινή αίθουσα ήταν σωριασμένοι πάνω από τα κύπελλα τους, λες κι αυτό που πραγματικά ήθελαν ήταν να ξαπλώσουν στους πάγκους και να κοιμηθούν. Μια παχουλή σερβιτόρα γέμιζε μια κανάτα με μπύρα, από ένα βαρέλι στην απέναντι μεριά της αίθουσας. Ο δε πανδοχέας, φορώντας άσπρη, μακριά ποδιά, καθόταν σε ένα ψηλό σκαμνί στη γωνιά, γερμένος στον τοίχο. Όπως έμπαιναν οι νεοφερμένοι, σήκωσε το κεφάλι, με τα μάτια τσιμπλιασμένα. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν είδε τον Λόιαλ.

«Επισκέπτες, αφέντη Χάροντ», ανήγγειλε ο Σίμιον. «Θέλουν δωμάτια. Αφέντη Χάροντ; Είναι Ογκιρανός, αφέντη Χάροντ». Η σερβιτόρα γύρισε να κοιτάξει τον Λόιαλ και η κανάτα της έπεσε στο πάτωμα με πάταγο. Ουδείς από τους νυσταγμένους στα τραπέζια δεν σήκωσε έστω το βλέμμα. Ένας τους είχε κατεβασμένο το κεφάλι στο τραπέζι και ροχάλιζε.

Τα αυτιά του Λόιαλ σπαρτάρισαν δυνατά.

Ο αφέντης Χάροντ σηκώθηκε όρθιος αργά, με το βλέμμα καρφωμένο στον Λόιαλ, ενώ ίσιωνε την ποδιά του. «Τουλάχιστον δεν είναι Λευκομανδίτης», είπε στο τέλος και μετά τινάχτηκε, σαν να είχε εκπλαγεί που έχει μιλήσει φωναχτά, «Εννοώ, καλωσόρισες, καλή μου κυρά. Καλοί μου αφέντες. Συγχωρέστε την αγένειά μου. Μόνη μου δικαιολογία είναι η κούραση, καλή κυρά». Έριξε άλλη μια γοργή ματιά στον Λόιαλ και το στόμα του σχημάτισε τη λέξη «Ογκιρανός;» με μια έκφραση δυσπιστίας.

Ο Λόιαλ άνοιξε το στόμα, αλλά η Μουαραίν τον εμπόδισε. «Όπως είπε ο βοηθός σου, καλέ πανδοχέα, θέλω για όλους μας απόψε δωμάτια και φαγητό».

«Α! Μα φυσικά, καλή κυρά. Φυσικά. Σίμιον, πήγαινε τους καλούς ανθρώπους στα καλύτερα δωμάτια μου, για να βολέψουν τα πράγματά τους. Όταν ξανακατεβείτε, θα έχω έτοιμο πεντανόστιμο φαγητό, καλή κυρά. Πεντανόστιμο».

«Αν έχεις την καλοσύνη να με ακολουθήσεις, καλή μου κυρά», είπε ο Σίμιον. «Καλοί μου αφέντες». Υποκλίθηκε πλησιάζοντας τη σκάλα, που ήταν στη μια πλευρά της κοινής αίθουσας.

Πίσω τους, ένας από τους καθισμένους στα τραπέζια ξάφνου αναφώνησε: «Μα τι, στο όνομα του Φωτός, είναι αυτό;» Ο αφέντης Χάροντ άρχισε να εξηγεί κάτι για Ογκιρανούς, με ύφος σαν να ήξερε τα πάντα για το θέμα. Απ’ όσα πρόλαβε να ακούσει ο Πέριν, πριν χαθούν οι φωνές πίσω τους, τα πιο πολλά ήταν λάθος. Τα αυτιά του Λόιαλ δεν έλεγαν να ησυχάσουν.

Στον πρώτο όροφο, το κεφάλι του Ογκιρανού έφτανε σχεδόν να ξύνει το ταβάνι. Ο στενός διάδρομος σκοτείνιαζε και μόνο το λοξό φως του ηλιοβασιλέματος περνούσε από ένα παράθυρο δίπλα στην πόρτα της απέναντι μεριάς.

«Έχει κεριά στα δωμάτια, καλή κυρά», είπε ο Σίμιον. «Έπρεπε να φέρω φανάρι, αλλά το κεφάλι μου ακόμα κάνει σαν σβούρα, έπειτα από τόσους γάμους. Θα στείλω κάποιον να ανάψει τη φωτιά, αν θέλεις. Και, φυσικά, θα θέλεις νερό για πλύσιμο». Ανοιξε μια πόρτα. «Το καλύτερο δωμάτιό μας, καλή μου κυρά. Δεν έχουμε πολλά —δεν μας έρχονται πολλοί ξένοι, όπως καταλαβαίνεις― αλλά αυτό είναι το καλύτερό μας».

«Εγώ θα πάρω το διπλανό», είπε ο Λαν. Είχε στον ώμο την κουβέρτα και τα σακίδια της Μουαραίν μαζί με τα δικά του κι επίσης το δέμα με το λάβαρο του Δράκοντα.

«Α, καλέ μου αφέντη, δεν είναι καθόλου καλό εκείνο το δωμάτιο. Έχει στενό κρεβάτι. Καθόλου χώρος. Είναι φτιαγμένο για υπηρέτη, νομίζω, λες και θα είχαμε ποτέ εδώ κάποιον που να έχει υπηρέτη. Με το συμπάθιο, καλή κυρά».

«Ό,τι και να είναι, θα το πάρω», είπε σταθερά ο Λαν.

«Σίμιον», είπε η Μουαραίν, «ο αφέντης Χάροντ αντιπαθεί τα Τέκνα του Φωτός;»

«Τι να πω, έτσι είναι, καλή μου κυρά. Όχι πάντα, αλλά τώρα έτσι νιώθει. Δεν είναι καλή πολιτική, να αντιπαθείς τα Τέκνα του Φωτός, τόσο κοντά στα σύνορα που είμαστε εμείς εδώ. Όλο περνάνε από την Τζάρα, λες και δεν υπάρχουν σύνορα. Αλλά είχαμε φασαρίες χτες. Φασαρίες και κακό. Πάνω που γίνονταν όλοι αυτοί οι γάμοι, μάλιστα».

«Τι συνέβη, Σίμιον;»

Ο άλλος της έριξε μια έντονη ματιά, πριν απαντήσει. Ο Πέριν πίστεψε πως μόνο ο ίδιος είδε πόσο έντονο ήταν εκείνο το βλέμμα, μέσα στο μισοσκόταδο. «Ήταν καμιά εικοσαριά από δαύτους, ήρθαν προχτές. Δεν υπήρχε πρόβλημα τότε. Αλλά χτες... Τι να πω, τρεις απ’ αυτούς σηκώθηκαν και είπαν ότι δεν ήταν άλλο πια Τέκνα του Φωτός. Έβγαλαν τους μανδύες τους και έφυγαν με τα άλογα».

Ο Λαν γρύλισε. «Οι Λευκομανδίτες δίνουν ισόβιο όρκο. Τι έκανε ο διοικητής τους;»

«Ε, όλο και κάτι θα έκανε, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό, αλλά πριν προλάβει, βγήκε άλλος ένας και είπε ότι θα έφευγε για να βρει το Κέρας του Βαλίρ. Κι ένας άλλος είπε ότι έπρεπε να πάνε να κυνηγήσουν τον Δράκοντα. Αυτός, φεύγοντας, είπε ότι θα πήγαινε στην Πεδιάδα Άλμοθ. Ύστερα, κάποιοι άρχισαν να λένε διάφορα στις γυναίκες που περπατούσαν στο δρόμο, πράγματα που δεν έπρεπε να πουν και τις πασπάτευαν. Οι γυναίκες πάτησαν κάτι τσιρίδες και τα Τέκνα έβαλαν τις φωνές σε εκείνους που ενοχλούσουν τις γυναίκες. Τέτοιο σαματά πρώτη φορά έβλεπα».

«Δεν πήγε να τους σταματήσει κανείς από σας;» είπε ο Πέριν.

«Καλέ μου αφέντη, εσύ κρατάς αυτό το τσεκούρι και δείχνεις ότι ξέρεις να το κουμαντάρεις, αλλά δεν είναι εύκολο να τα βάλει κανείς με ανθρώπους που έχουν σπαθιά και αρματωσιά και τα πάντα, όταν το μόνο που ξέρει είναι πώς να κρατά τη σκούπα και την τσάπα. Οι υπόλοιποι Λευκομανδίτες, εκείνοι που ήταν στα καλά τους, έβαλαν ένα τέλος. Παραλίγο να βγάλουν σπαθιά. Και δεν ήταν αυτό το χειρότερο. Άλλοι δύο τρελάθηκαν — λες και οι υπόλοιποι ήταν στα σωστά τους. Αυτοί οι δύο άρχισαν να παραληρούν, έλεγαν ότι η Τζάρα ήταν γεμάτη Σκοτεινόφιλους. Προσπάθησαν να κάψουν το χωριό —αυτό είπαν ότι θα κάνουν!― αρχίζοντας από το Άλμα. Μπορείτε να δείτε τα καψίματα πίσω, εκεί που έβαλαν τη φωτιά. Πιάστηκαν στα χέρια με τους άλλους Λευκομανδίτες, που πήγαν να τους σταματήσουν. Οι Λευκομανδίτες που απέμειναν μας βοήθησαν να τη σβήσουμε, έδεσαν σφιχτά τους δύο και έφυγαν από δω, για να γυρίσουν στην Αμαδισία. Καλά ξεκουμπίδια, αν θες τη γνώμη μου και μη σώσουν και ξανάρθουν ποτέ τους».

«Σκληρή συμπεριφορά», είπε ο Λαν, «ακόμα και για Λευκομανδίτες».

Ο Σίμιον συμφώνησε, ανεβοκατεβάζοντας το κεφάλι. «Όπως το λες, καλέ μου αφέντη. Ποτέ άλλοτε δεν έκαναν τέτοια πράγματα. Περπατούσαν κορδωμένοι, αυτό ναι. Σε κοίταζαν λες και ήσουν σκουπίδι, έχωναν τη μύτη τους σε ξένες υποθέσεις. Αλλά ποτέ άλλοτε δεν είχαν κάνει φασαρίες. Τουλάχιστον όχι τέτοιες φασαρίες».

«Τώρα έφυγαν», είπε η Μουαραίν, «και δεν θα υπάρξουν άλλες φασαρίες. Είμαι σίγουρη πως θα περάσουμε μια ήσυχη νύχτα».

Ο Πέριν δεν άνοιξε το στόμα, αλλά μέσα του δεν έβρισκε ησυχία. Όλα εντάξει με τους γάμους και τους Λευκομανδίτες, αλλά εγώ θα προτιμούσα να μάθω αν ο Ραντ έκανε στάση εδώ και για πού τράβηξε φεύγοντας. Εκείνη η μυρωδιά αποκλείεται να ήταν αυτός.

Ακολούθησε τον Σίμιον, που τον οδήγησε λίγο πιο πέρα στο διάδρομο, σε ένα άλλο δωμάτιο, που είχε δύο κρεβάτια, μια λεκάνη για πλύσιμο πάνω σε ένα τραπεζάκι, δύο σκαμνιά και σχεδόν τίποτα άλλο. Από τα στενά παράθυρα έμπαινε ελάχιστο φως. Τα κρεβάτια ήταν αρκετά μεγάλα, με μαξιλάρια και διπλωμένες κουβέρτες, αλλά τα στρώματα έδειχναν ταλαιπωρημένα. Ο Σίμιον έψαξε στην κορνίζα του τζακιού και βρήκε ένα κερί, καθώς και ένα κουτάκι με ίσκα και τσακμακόπετρα για να το ανάψει.

«Θα κανονίσω να ενώσουμε δύο κρεβάτια για να κοιμηθείς, καλέ μου —ε― Ογκιρανέ. Μια στιγμή μόνο, μια στιγμή». Αλλά δεν έδειχνε να βιάζεται και άλλαζε θέση στο κηροπήγιο, σαν να έψαχνε τη σωστή θέση του. Ο Πέριν σκέφτηκε πως φαινόταν ταραγμένος.

Ε, κι εμένα Θα με έπιανε ταραχή, αν έρχονταν Λευκομανδίτες στο Πεδίο του Έμοντ κι έκαναν τέτοια πράγματα. «Σίμιον, μήπως πέρασε χθες ή προχθές κάποιος ξένος από δω; Ένας νεαρός, ψηλός, γκριζομάτης και κοκκινομάλλης; Μπορεί να έπαιξε φλάουτο, για να πληρώσει το φαγητό ή το κρεβάτι του».

«Τον θυμάμαι, καλέ αφέντη», είπε ο Σίμιον, που ακόμα έπαιζε με το κηροπήγιο. Ήρθε νωρίς χθες το πρωί. Η αλήθεια είναι ότι φαινόταν πεινασμένος. Έπαιξε φλάουτο σε όλους τους γάμους χθες. Ωραίο παλικαράκι. Μερικές γυναίκες του έκαναν τα γλυκά μάτια στην αρχή, μα...» Κοντοστάθηκε και λοξοκοίταξε τον Πέριν. «Είναι φίλος σου, καλέ μου αφέντη;»

«Τον ξέρω», είπε ο Πέριν. «Γιατί;»

Ο Σίμιον δίστασε. «Τίποτα, καλέ αφέντη. Μόνο που ήταν παράξενος τύπος. Μιλούσε μόνος του, πού και πού, και μερικές φορές γελούσε χωρίς να έχει πει κανένας τίποτα. Κοιμήθηκε σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο χθες τη νύχτα ― όχι όλη τη νύχτα, όμως. Μας ξύπνησε με τις τσιρίδες του, ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης, αλλά αυτός δεν έλεγε να μείνει στιγμή παραπάνω. Ο αφέντης Χάροντ προσπάθησε να τον μεταπείσει, αλλά δεν έβαλε και τα δυνατά του, με τόση φασαρία που έκανε». Ο Σίμιον έκανε άλλη μια παύση. «Είπε κάτι παράξενο φεύγοντας».

«Τι;» ρώτησε αμέσως ο Πέριν.

«Είπε ότι κάποιος τον κυνηγούσε. Είπε...» Ο άνθρωπος που έμοιαζε να μην έχει σχεδόν καθόλου πηγούνι κατάπιε και συνέχισε να μιλά πιο αργά. «Είπε ότι θα τον σκότωνε, αν δεν έφευγε. “Ο ένας από μας πρέπει να πεθάνει και δεν θα είμαι εγώ αυτός”. Δικά του λόγια».

«Δεν εννοούσε εμάς», μπουμπούνισε ο Λόιαλ. «Εμείς είμαστε φίλοι του».

«Φυσικά, καλέ μου —ε― Ογκιρανέ. Φυσικά δεν εννοούσε εσάς. Εγώ —α― δεν θέλω να πω τίποτα για το φίλο σας, αλλά —ε― νομίζω πως κάτι έχει. Δεν είναι στα καλά του. Καταλαβαίνετε».

«Θα τον φροντίσουμε», είπε ο Πέριν. «Γι’ αυτό τον ακολουθούμε. Προς τα πού πήγε;»

«Το ήξερα», είπε ο Σίμιον, χοροπηδώντας στις μύτες των ποδιών. «Μόλις σας είδα, ήξερα ότι η καλή κυρά θα βοηθούσε. Προς τα πού; Ανατολικά, καλέ αφέντη. Ανατολικά, λες και τον κυνηγούσε ο ίδιος ο Σκοτεινός. Λες να βοηθήσει κι εμένα η καλή κυρά; Δηλαδή, να βοηθήσει τον αδελφό μου; Ο Νόαμ είναι πολύ άρρωστος και η μητέρα Ρουν λέει ότι αυτή δεν μπορεί να κάνει τίποτα».

Ο Πέριν έμεινε με απαθές το πρόσωπο και, για να κερδίσει λίγο χρόνο να σκεφτεί, έστησε το τόξο του στη γωνία και ακούμπησε την κουβέρτα και τα σακίδιά του σ’ ένα κρεβάτι. Το πρόβλημα ήταν ότι οι σκέψεις του δεν έβγαζαν πουθενά. Κοίταξε τον Λόιαλ, αλλά δεν βρήκε βοήθεια από κει· από την ανησυχία του, τα αυτιά του Ογκιρανού είχαν πέσει και τα μακριά φρύδια του κρέμονταν ως τα μάγουλα. «Γιατί νομίζεις ότι μπορεί να βοηθήσει τον αδελφό σου;» Χαζή ερώτηση! Η σωστή ερώτηση είναι τι σκοπεύει να κάνει γι αυτό.

«Μα, να, ταξίδεψα μια φορά στην Τζεχάνα, καλέ μου αφέντη, και είδα δύο... δύο γυναίκες σαν αυτήν. Από τότε, δεν υπάρχει περίπτωση να την περάσω για κάτι άλλο». Η φωνή του χαμήλωσε, έγινε ψίθυρος. «Λένε ότι μπορούν να αναστήσουν τους νεκρούς, καλέ μου αφέντη».

«Ποιος άλλος το ξέρει;» ρώτησε κοφτά ο Πέριν και την ίδια στιγμή ο Λόιαλ είπε: «Αν ο αδελφός σου είναι νεκρός, τότε κανένας δεν μπορεί να κάνει κάτι».

Ο βατραχοπρόσωπος άντρας κοίταξε ταραγμένος τον έναν και ύστερα τον άλλο. Η απάντηση του βγήκε σαν καταρράκτης. «Κανένας δεν το ξέρει εκτός από μένα, καλέ μου αφέντη. Ο Νόαμ δεν είναι πεθαμένος, καλέ Ογκιρανέ, αλλά άρρωστος. Ορκίζομαι ότι κανένας άλλος δεν θα την αναγνωρίσει. Ακόμα και ο αφέντης Χάροντ όλη του τη ζωή δεν έχει πάει πάνω από είκοσι μίλια παραπέρα. Είναι βαριά άρρωστος. Θα τη ρωτούσα εγώ μόνος μου, αλλά τα γόνατά μου θα είχαν τέτοιο τρέμουλο, που τα λόγια μου δεν θα ακούγονταν. Για σκέψου να προσβληθεί και να μου ρίξει κεραυνό; Κι από την άλλη, άμα κάνω λάθος; Δεν κατηγορείς γυναίκα για τέτοιο πράγμα, άμα δεν.. θέλω να πω... α...» Σήκωσε τα χέρια, λίγο σαν να ήθελε να ικετέψει, λίγο σαν να ήθελε να αμυνθεί.

«Δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα», είπε ο Πέριν, «αλλά θα της μιλήσω. Λόιαλ, θα κάνεις παρέα στον Σίμιον, μέχρι να μιλήσω στη Μουαραίν;»

«Βεβαίως», μπουμπούνισε ο Ογκιρανός. Ο Σίμιον τινάχτηκε όταν η χερούκλα του Λόιαλ σκέπασε ολόκληρο τον ώμο του. «Θα μου δείξει το δωμάτιο μου και θα μιλήσουμε. Πες μου, Σίμιον, τι ξέρεις για τα δέντρα;»

«Τα δ-δ-δέντρα, κ-κ-καλέ Ογκιρανέ;»

Ο Πέριν δεν στάθηκε να περιμένει. Έτρεξε στο σκοτεινό διάδρομο και χτύπησε την πόρτα της Μουαραίν, σχεδόν χωρίς να περιμένει για το αυστηρό «Εμπρός!» της, πριν τρυπώσει μέσα.

Πέντε-έξι κεριά έδειχναν ότι το καλύτερο δωμάτιο του Άλματος δεν ήταν και τόσο καλό, αν και το μοναδικό κρεβάτι που υπήρχε διέθετε τέσσερις ψηλούς στύλους, που στήριζαν τον ουρανό, ενώ το στρώμα δεν φαινόταν γεμάτο λακκούβες, όπως του Πέριν. Στο πάτωμα υπήρχε ένα απομεινάρι χαλιού και δύο μικρές πολυθρόνες με μαξιλαράκια, αντί για σκαμνιά. Κατά τα άλλα, δεν φαινόταν διαφορετικό από το δικό του δωμάτιο. Η Μουαραίν και ο Λαν στέκονταν μπροστά στο κρύο τζάκι σαν να συζητούσαν κάτι και η Άες Σεντάι δεν έδειξε ευχαριστημένη από αυτή τη διακοπή. Το πρόσωπο του Προμάχου ήταν ατάραχο, σαν προτομή.

«Ο Ραντ πράγματι πέρασε από δω», άρχισε να λέει ο Πέριν. «Ο ανθρωπάκος αυτός, ο Σίμιον, τον θυμάται». Η Μουαραίν σφύριξε μέσα από τα δόντια της.

«Σου είπε να μην ανοίξεις το στόμα σου», μούγκρισε ο Λαν.

Ο Πέριν γύρισε να αντικρίσει τον Πρόμαχο. Ήταν πιο εύκολο αυτό, από το να αντιμετωπίσει την άγρια ματιά της Μουαραίν. «Πες μου, σε παρακαλώ, πώς θα βρίσκαμε ότι πέρασε από δω, αν δεν ρωτούσαμε; Αν ενδιαφέρεστε, έφυγε χθες τη νύχτα και τράβηξε κατά τα ανατολικά. Και έλεγε για κάποιον που τον ακολουθεί, που προσπαθεί να τον σκοτώσει».

«Ανατολικά». Η Μουαραίν ένευσε. Η απόλυτη ηρεμία της φωνής της ερχόταν σε αντίθεση με το αποδοκιμαστικό βλέμμα της. «Χαίρομαι που το μαθαίνω, αν και θα έπρεπε να πάει προς τα κει, αν ο προορισμός του είναι το Δάκρυ. Αλλά ήμουν σχεδόν σίγουρη πως ήταν εδώ, πριν ακόμα ακούσω για τους Λευκομανδίτες και, όταν έμαθα γι’ αυτούς, βεβαιώθηκα. Ο Ραντ είχε σχεδόν σίγουρα δίκιο για ένα πράγμα, Πέριν. Δεν πιστεύω ότι είμαστε οι μόνοι που προσπαθούμε να τον βρούμε. Κι αν μάθουν για μας, ίσως προσπαθήσουν να μας σταματήσουν. Αρκετά προβλήματα θα έχουμε αναζητώντας τον Ραντ, δεν χρειαζόμαστε κι άλλα. Πρέπει να μάθεις να κρατάς το στόμα σου κλειστό, μέχρι να σου πω εγώ να μιλήσεις».

«Οι Λευκομανδίτες;» είπε ο Πέριν, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. Να έχω το στόμα μου κλειστό; Δεν το κάνω, που να με κάψουν! «Πώς έμαθες απ’ αυτούς...; Η τρέλα του Ραντ. Είναι κολλητική;»

«Όχι η τρέλα του», είπε η Μουαραίν, «αν είναι σε τόσο προχωρημένη κατάσταση που να μπορεί κανείς να τον αποκαλέσει τρελό. Πέριν, είναι ο πιο ισχυρός τα’βίρεν από κάθε άλλο μετά την Εποχή των Θρύλων. Χθες, σε αυτό το χωριό, το Σχήμα... κινήθηκε, πλάστηκε γύρω του, σαν πηλός που παίρνει μορφή σε καλούπι. Οι γάμοι, οι Λευκομανδίτες, όλα αυτά θα αρκούσαν για πουν, σε όποιον μπορούσε να ακούσει, ότι ο Ραντ είχε περάσει από δω».

Ο Πέριν ανάσανε βαθιά. «Και θα βρίσκουμε τέτοια πράγματα όπου περνά; Φως μου, αν τον κυνηγούν Σκιογέννητοι» θα βρίσκουν κι αυτοί πανεύκολα τα ίχνη του, όσο κι εμείς».

«Ίσως», είπε η Μουαραίν. «Ίσως όχι. Κανένας δεν ξέρει κάτι για τα’βίρεν ισχυρούς σαν τον Ραντ». Για μια στιγμή μονάχα, φάνηκε εκνευρισμένη που δεν ήξερε. «Ο Αρτουρ ο Γερακόφτερος ήταν ο ισχυρότερος τα’βίρεν απ’ όσους έχουν παραμείνει στα γραπτά. Και ο Γερακόφτερος απείχε πολύ από το να είναι τόσο ισχυρός όσο ο Ραντ».

«Λέγεται», πρόσθεσε ο Λαν, «ότι έρχονταν στιγμές που οι άνθρωποι στο ίδιο δωμάτιο με τον Γερακόφτερο έλεγαν την αλήθεια, ενώ σκόπευαν να πουν ψέματα και έπαιρναν αποφάσεις που δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι τις σκέφτονταν. Στιγμές που κάθε ζαριά, κάθε χαρτί της τράπουλας, έβγαινε όπως το ήθελε αυτός. Αλλά μονάχα στιγμές».

«Εννοείς ότι δεν ξέρεις», είπε ο Πέριν. «Μπορεί ως το Δάκρυ να αφήνει πίσω του ένα δρόμο όλο γάμους και σαλεμένους Λευκομανδίτες».

«Εννοώ ότι ξέρω όσα μπορεί να μάθει κανείς», είπε κοφτά η Μουαραίν. Το σκοτεινό βλέμμα της άγγιξε τον Πέριν σαν μαστίγιο. «Το Σχήμα είναι λεπτοϋφασμένο γύρω από τους τα’βίρεν και οι άλλοι μπορούν να ακολουθήσουν τη μορφή που παίρνουν τα νήματα, αν ξέρουν πού πρέπει να κοιτάξουν. Πρόσεχε μήπως η γλώσσα σου ξηλώσει πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορείς να γνωρίζεις».

Άθελά του, ο Πέριν καμπούριασε τους ώμους, λες και η Μουαραίν τον χτυπούσε στ’ αλήθεια. «Πρέπει να χαρείς, λοιπόν, που αυτή τη φορά άνοιξα το στόμα μου. Ο Σίμιον ξέρει ότι είσαι Άες Σεντάι. Θέλει να Θεραπεύσεις τον αδελφό του, τον Νόαμ, που έχει κάποια αρρώστια. Αν δεν του είχα μιλήσει, ίσως να μην έβρισκε το θάρρος να ρωτήσει, αλλά μπορεί να τα έλεγε στους φίλους του».

Ο Λαν έπιασε το βλέμμα της Μουαραίν και για μια στιγμή στάθηκαν και κοιτάζονταν. Ο Πρόμαχος είχε ύφος λύκου έτοιμου να ορμήσει. Στο τέλος, η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι. «Όχι», είπε.

«Όπως επιθυμείς. Είναι δική σου απόφαση». Ο τόνος του Λαν έδειξε ότι πίστευε πως η Μουαραίν είχε πάρει τη λάθος απόφαση, αλλά η ένταση γρήγορα χάθηκε από πάνω του.

Ο Πέριν τους κοίταξε. «Σκεφτόσασταν να... Ο Σίμιον δεν θα μιλούσε σε κανέναν αν ήταν νεκρός, έτσι δεν είναι;»

«Δεν θα πεθάνει από δικές μου πράξεις», είπε η Μουαραίν. «Αλλά δεν μπορώ και δεν θα δώσω την υπόσχεση ότι πάντα θα γίνεται έτσι. Πρέπει να βρούμε τον Ραντ και σ’ αυτό δεν θα αποτύχω. Μίλησα αρκετά ξεκάθαρα για τα γούστα σου;» Αιχμάλωτος στο βλέμμα της, ο Πέριν δεν μπορούσε να απαντήσει. Η Μουαραίν ένευσε, σαν να της αρκούσε η σιωπή του για απάντηση. «Τώρα οδήγησε με στον Σίμιον».

Η πόρτα του Λόιαλ έχασκε ανοιχτή, χύνοντας στο διάδρομο μια λιμνούλα φως από τα κεριά. Τα δύο κρεβάτια μέσα στο δωμάτιο ήταν ενωμένα και στο ένα κάθονταν ο Λόιαλ με τον Σίμιον. Ο άντρας με το σχεδόν ανύπαρκτο πηγούνι είχε σηκώσει το βλέμμα στον Λόιαλ, με το στόμα ορθάνοιχτο και μια έκφραση θαυμασμού στο πρόσωπο.

«Α, ναι, τα στέντιγκ είναι έξοχα», έλεγε ο Λόιαλ. «Υπάρχει τόση γαλήνη εκεί, κάτω από τα Μεγάλα Δέντρα. Εσείς οι άνθρωποι μπορεί να έχετε τους πολέμους και τις διαμάχες σας, αλλά ποτέ κάτι δεν ταράζει τα στέντιγκ. Περιποιούμαστε τα δέντρα και ζούμε αρμονικά...» Η φωνή του έσβησε όταν είδε τη Μουαραίν, με τον Λαν και τον Πέριν πιο πίσω.

Ο Σίμιον σηκώθηκε αδέξια όρθιος, υποκλίθηκε και οπισθοχώρησε, ώσπου κόλλησε στον απέναντι τοίχο. «Α... καλή μου κυρά... Α... α...» Ακόμα και τότε, συνέχισε να ανεβοκατεβάζει το κεφάλι του, σαν παιχνιδάκι δεμένο με σπάγκο.

«Πήγαινε με στον αδελφό σου», πρόσταξε η Μουαραίν, «και θα κάνω ό,τι μπορώ. Πέριν, θα έρθεις κι εσύ, μιας κι αυτός ο καλός άνθρωπος πρωτομίλησε σε σένα». Ο Λαν σήκωσε το φρύδι του κι εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Αν πάμε όλοι μαζί, θα τραβήξουμε την προσοχή. Ο Πέριν θα μου προσφέρει όση προστασία χρειαστώ».

Ο Λαν ένευσε απρόθυμα και μετά έριξε μια σκληρή ματιά στον Πέριν. «Έχε το νου σου, σιδερά. Έτσι και πάθει τίποτα...» Τα παγωμένα, γαλάζια μάτια του συμπλήρωσαν την υπόσχεσή του.

Ο Σίμιον άρπαξε ένα κερί και όρμησε στο διάδρομο, ενώ ακόμα υποκλινόταν, έτσι που το φως του κεριού έκανε τις σκιές τους να χορεύουν. «Από δω —α― καλή μου κυρά. Από δω».

Πίσω από την πόρτα, στο τέλος του διαδρόμου, μια εξωτερική σκάλα έβγαζε σε ένα στενό δρομάκι ανάμεσα στο πανδοχείο και το στάβλο. Η νύχτα μίκραινε τη φλόγα του κεριού και την έκανε μια φωτεινή, τρεμουλιαστή κουκκίδα. Ένα μισοφέγγαρο είχε ανεβεί στον έναστρο ουρανό, χαρίζοντας περισσότερο φως απ’ όσο χρειάζονταν τα μάτια του Πέριν. Αναρωτήθηκε πότε η Μουαραίν θα έλεγε στον Σίμιον ότι δεν ήταν ανάγκη πια να υποκλίνεται, αλλά εκείνη δεν το είπε καθόλου. Η Άες Σεντάι προχωρούσε με άνεση, ανασηκώνοντας τα φουστάνια της για να μη σέρνονται στη λάσπη, λες και το σκοτεινό πέρασμα ήταν αίθουσα παλατιού και εκείνη η βασίλισσα. Ο αέρας ήδη έφερνε μια ψύχρα· οι νύχτες ακόμα δεν ξεχνούσαν το χειμώνα.

«Από δω». Ο Σίμιον τους οδήγησε σε μια παράγκα πίσω από το στάβλο και τράβηξε βιαστικά το σύρτη της πόρτας. «Από δω», είπε δείχνοντας. «Να, εκεί, καλή μου κυρά. Εκεί. Ο αδελφός μου. Ο Νόαμ».

Η άλλη άκρη της παράγκας ήταν φραγμένη με πλατιά κομμάτια ξύλου· ήταν μια βιαστική δουλειά, απ’ ό,τι φαινόταν. Μια γερή, σιδερένια κλειδαριά με κρίκους έκλεινε μια προχειροφτιαγμένη πόρτα από κάθετα βαλμένα ξύλα. Πίσω από αυτά τα κάγκελα, ένας άντρας ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο γεμάτο άχυρα δάπεδο. Ήταν ξυπόλητος και το πουκάμισο και το φαρδύ παντελόνι του είχαν σχιστεί, σαν να τα είχε σκίσει ο ίδιος, μη ξέροντας πώς να τα βγάλει. Υπήρχε μια μυρωδιά άπλυτης σάρκας κι ο Πέριν σκέφτηκε πως ακόμα και ο Σίμιον και η Μουαραίν θα μπορούσαν να τη μυρίσουν.

Ο Νόαμ σήκωσε το κεφάλι και τους κοίταξε σιωπηλά, ανέκφραστα. Τίποτα στην όψη του δεν έδειχνε ότι ήταν αδελφός του Σίμιον· κατ’ αρχάς, είχε πηγούνι και ήταν σωματώδης, με γερούς ώμους ― όμως δεν ήταν αυτά τα χαρακτηριστικά που συγκλόνισαν τον Πέριν. Ο Νόαμ τους κοίταζε με σκούρα, χρυσαφένια μάτια.

«Κοντά ένα χρόνο έλεγε παλαβομάρες, καλή μου κυρά, ότι μπορούσε... μπορούσε να μιλήσει με τους λύκους. Και τα μάτια του...» Ο Σίμιον τόλμησε να ρίξει μια ματιά στον Πέριν. «Να, έλεγε γι’ αυτό όποτε μεθούσε. Όλοι γελούσαν μαζί του. Και μετά, πριν κάνα μήνα, δεν ήρθε στην πόλη. Βγήκα να δω τι γινόταν και τον βρήκα... έτσι».

Επιφυλακτικά, απρόθυμα, ο Πέριν άπλωσε το χέρι προς τον Νόαμ, όπως θα έκανε με ένα λύκο. Τρέξιμο στα δάση με τον κρύο αέρα στη μύτη του. Χιμά από την κρυψώνα, δόντια που ανοίγουν να κόψουν τένοντες. Γεύση αίματος, πηχτό στη γλώσσα. Σκότωσε. Ο Πέριν τινάχτηκε κι αποτραβήχτηκε, όπως θα έκανε μπροστά σε φωτιά. Στην πραγματικότητα, αυτές δεν ήταν καθόλου σκέψεις, μονάχα ένα χαοτικό ανακάτωμα από επιθυμίες και εικόνες, εν μέρει αναμνήσεις, εν μέρει λαχτάρα. Αλλά εκεί κυριαρχούσε ο λύκος, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ο Πέριν ακούμπησε τον τοίχο για να στηριχτεί· ένιωθε τα γόνατά του να λυγίζουν. Φως μου, βοήθησέ με!

Η Μουαραίν άγγιξε την κλειδαριά.

«Το κλειδί το έχει ο αφέντης Χάροντ, καλή κυρά. Δεν ξέρω αν θα μας το —»

Εκείνη έδωσε ένα απότομο τράβηγμα και η κλειδαριά άνοιξε. Ο Σίμιον την κοίταξε χάσκοντας. Η Μουαραίν έβγαλε την κλειδαριά από τους κρίκους και ο άντρας με το σχεδόν ανύπαρκτο πηγούνι στράφηκε στον Πέριν.

«Είναι ασφαλές, καλέ μου αφέντη; Μπορεί να είναι αδελφός μου, αλλά δάγκωσε τη μητέρα Ρουν όταν προσπάθησε να τον βοηθήσει και... και σκότωσε μια αγελάδα. Με τα δόντια του», κατέληξε ξεψυχισμένα.

«Μουαραίν», είπε ο Πέριν, «αυτός ο άντρας είναι επικίνδυνος».

«Όλοι οι άντρες είναι επικίνδυνοι», απάντησε εκείνη ψυχρά. «Τώρα, κάνε ησυχία». Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ο Πέριν κράτησε την ανάσα του.

Με το πρώτο βήμα της, τα χείλη του Νόαμ τραβήχτηκαν κι άρχισε να μουγκρίζει υπόκωφα, ένα μπουμπουνητό που ολοένα και βάθυνε, ώσπου στο τέλος έτρεμε ολόκληρο το σώμα του. Η Μουαραίν τα αγνόησε όλα αυτά. Ακόμα γρυλίζοντας, ο Νόαμ σπαρτάρισε και οπισθοχώρησε ανάμεσα στα άχυρα καθώς εκείνη τον πλησίαζε, ώσπου κόλλησε το σώμα του στη γωνιά. Ή ώσπου τον έκανε αυτή να κολλήσει εκεί.

Αργά, ήρεμα, η Άες Σεντάι γονάτισε και πήρε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια της. Το μουγκρητό του Νόαμ δυνάμωσε κι έγινε άγριο γρύλισμα, ενώ μετά έσβησε κι έμεινε ένα κλαψούρισμα, πριν προλάβει ο Πέριν να κάνει τίποτα. Για μια ατέλειωτη στιγμή, η Μουαραίν στάθηκε κρατώντας το κεφάλι του Νόαμ κι ύστερα, με την ίδια ηρεμία, το άφησε και σηκώθηκε όρθια. Ο Πέριν ένιωσε ένα σφίξιμο στο λαιμό όταν η Άες Σεντάι γύρισε την πλάτη στον Νόαμ και βγήκε από το κλουβί, ενώ εκείνος απλώς έμεινε κοιτάζοντάς την. Η Μουαραίν έκλεισε την πόρτα και ξανάβαλε την κλειδαριά στους κρίκους, χωρίς να την κλειδώσει ― τότε ο Νόαμ όρμησε στα ξύλινα κάγκελα, γρυλίζοντας δυνατά. Τα δάγκωνε, τα τράνταζε με τους ώμους, προσπαθούσε να χώσει το κεφάλι του ανάμεσά τους, ενώ όλο γρύλιζε και δάγκωνε τον αέρα.

Η Μουαραίν τίναξε ανέκφραστη τα άχυρα από την ποδιά της, με το χέρι σταθερό.

«Το ρισκάρεις», είπε απαλά ο Πέριν. Εκείνη τον κοίταξε —με αταλάντευτη ματιά, που έλεγε ότι ήξερε― κι αυτός χαμήλωσε το βλέμμα. Τα κίτρινα μάτια του.

Ο Σίμιον κοίταζε τον αδελφό του. «Μπορείς να τον βοηθήσεις, καλή μου κυρά;» ρώτησε βραχνά.

«Λυπάμαι, Σίμιον», του είπε αυτή.

«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, καλή κυρά; Έστω κάτι; Απ’ αυτά τα» —η φωνή του έγινε ψίθυρος― «πράγματα που κάνουν οι Άες Σεντάι;»

«Η Θεραπεία δεν είναι ένα απλό ζήτημα, Σίμιον, και πηγάζει τόσο από το θεραπευτή όσο και εκ των έσω. Εδώ δεν υπάρχει κάτι που να θυμάται ότι κάποτε ήταν ο Νόαμ, τίποτα που να θυμάται ότι ήταν άνθρωπος. Δεν απέμειναν χάρτες για να του δείξουν το δρόμο της επιστροφής και δεν απέμεινε τίποτα το οποίο να ακολουθήσει αυτό το δρόμο. Ο Νόαμ χάθηκε, Σίμιον».

«Απλώς... απλώς μιλούσε παράξενα, καλή κυρά, όταν είχε πιει μερικά ποτηράκια παραπάνω. Απλώς...» Ο Σίμιον έτριψε για μια στιγμή τα μάτια του και βλεφάρισε. «Σ’ ευχαριστώ, καλή μου κυρά. Ξέρω ότι, αν μπορούσες, θα έκανες κάτι». Εκείνη άγγιξε τον ώμο του, μουρμούρισε μερικά παρηγορητικά λόγια και μετά έφυγε από την παράγκα.

Ο Πέριν ήξερε ότι έπρεπε να την ακολουθήσει, αλλά ο άνθρωπος —αυτό που κάποτε ήταν άνθρωπος― που δάγκωνε τα ξύλινα κάγκελα δεν τον άφηνε να φύγει. Έκανε ένα γοργό βήμα μπροστά και, νιώθοντας έκπληκτος και ο ίδιος, έβγαλε την κρεμασμένη κλειδαριά από τους κρίκους. Η κλειδαριά ήταν καλοφτιαγμένη, έργο δεξιοτέχνη σιδερά.

«Καλέ μου αφέντη;»

Ο Πέριν κοίταξε την κλειδαριά στα χέρια του και μετά τον άνθρωπο στο κλουβί. Ο Νόαμ δεν δάγκωνε πια τα φαρδιά ξύλα· ανταπέδιδε το βλέμμα του Πέριν επιφυλακτικά, λαχανιασμένα. Μερικά δόντια είχαν σπάσει.

«Μπορείς να τον κρατήσεις για πάντα εδώ», είπε ο Πέριν, «αλλά δεν... δεν πιστεύω να καλυτερέψει ποτέ».

«Αν βγει έξω, καλέ μου αφέντη, θα πεθάνει!»

«Θα πεθάνει είτε εδώ μέσα, είτε έξω, Σίμιον. Έξω, τουλάχιστον, θα είναι ελεύθερος, θα είναι όσο ευτυχισμένος μπορεί να γίνει. Δεν είναι άλλο πια ο αδελφός σου, αλλά εσύ είσαι αυτός που πρέπει να αποφασίσει. Μπορείς να τον αφήσεις εδώ για να τον χαζεύει ο κόσμος, να τον αφήσεις να κοιτάζει τα κάγκελα του κλουβιού του μέχρι να λιώσει και να πεθάνει. Σίμιον, δεν μπορείς να βάλεις λύκο σε κλουβί και να περιμένεις ότι θα είναι ευτυχισμένος. Ή ότι θα ζήσει πολύ».

«Ναι», είπε αργά ο Σίμιον. «Ναι, το καταλαβαίνω». Δίστασε και μετά ένευσε και έδειξε με το κεφάλι την πόρτα της παράγκας.

Ήταν η μόνη απάντηση που χρειαζόταν ο Πέριν. Άνοιξε την πόρτα του κλουβιού και στάθηκε στο πλάι.

Για μια στιγμή, ο Νόαμ έμεινε να κοιτάζει την ανοιχτή πόρτα. Χίμηξε απότομα από το κλουβί τρέχοντας στα τέσσερα, αλλά με εκπληκτική σβελτάδα. Βγήκε από το κλουβί, βγήκε από την παράγκα και χώθηκε στη νύχτα. Το Φως να μας βοηθήσει και τους δύο, σκέφτηκε ο Πέριν.

«Μάλλον είναι καλύτερο γι’ αυτόν να είναι ελεύθερος». Ο Σίμιον τίναξε το κεφάλι του. «Αλλά δεν ξέρω τι θα πει ο αφέντης Χάροντ όταν βρει την πόρτα να χάσκει και τον Νόαμ εξαφανισμένο».

Ο Πέριν έκλεισε την πόρτα του κλουβιού· η μεγάλη κλειδαριά έκανε ένα ξερό «κλικ» όταν την ασφάλισε. «Ας λύσει μόνος του το αίνιγμα».

Ο Σίμιον άφησε ένα κοφτό γελάκι, που κόπηκε απότομα. «Δεν θα το αφήσει έτσι. Το ίδιο και όλοι οι άλλοι. Μερικοί λένε ότι ο Νόαμ έγινε λύκος —με τρίχωμα, με τα πάντα!― όταν δάγκωσε τη μητέρα Ρουν. Δεν είναι αλήθεια, αλλά έτσι λένε».

Ριγώντας, ο Πέριν έγειρε το κεφάλι στην πόρτα του κλουβιού. Μπορεί να μην έχει τρίχωμα, αλλά είναι λύκος. Είναι λύκος, όχι άνθρωπος. Φως μου, βοήθησέ με.

«Δεν τον είχαμε ανέκαθεν εδώ», είπε ξαφνικά ο Σίμιον. «Ήταν στο σπίτι της μητέρας Ρουν, αλλά αυτή κι εγώ είπαμε στον αφέντη Χάροντ να τον φέρουμε εδώ μετά τους Λευκομανδίτες. Πάντα έχουν έναν κατάλογο με ονόματα, Σκοτεινόφιλους τους οποίους ψάχνουν. Ένα από τα ονόματα που είχαν οι Λευκομανδίτες ήταν κάποιου Πέριν Αϋμπάρα, ενός σιδερά. Είπαν ότι έχει κίτρινα μάτια και τριγυρνά με τους λύκους. Καταλαβαίνεις γιατί δεν ήθελα να δουν τον Νόαμ».

Ο Πέριν γύρισε λιγάκι το κεφάλι, όσο για να κοιτάξει τον Σίμιον πάνω από τον ώμο του. «Νομίζεις ότι αυτός ο Πέριν Αϋμπάρα είναι Σκοτεινόφιλος;»

«Ένας Σκοτεινόφιλος δεν θα νοιαζόταν αν ο αδερφός μου πέθαινε στο κλουβί. Μου φαίνεται ότι εκείνη σε βρήκε λίγο αφότου έγινε αυτό. Πρόφτασε να βοηθήσει. Εύχομαι να είχε έρθει στην Τζάρα λίγους μήνες πρωτύτερα».

Ο Πέριν ντράπηκε που είχε παρομοιάσει αυτό τον άνθρωπο με βατράχι. «Κι εγώ εύχομαι να μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτόν». Μακάρι να μπορούσε, που να καώ. Ξαφνικά, του ήρθε η σκέψη ότι ολόκληρο το χωριό πρέπει να ήξερε για τον Νόαμ. Για τα μάτια του. «Σίμιον, θα μου φέρεις να φάω κάτι στο δωμάτιό μου;» Μπορεί πριν ο αφέντης Χάροντ και οι άλλοι να ήταν απορροφημένοι με τον Λόιαλ και γι’ αυτό να μην είχαν προσέξει τα δικά του μάτια, αλλά σίγουρα θα τα πρόσεχαν, αν έτρωγε στην κοινή αίθουσα.

«Φυσικά. Και το πρωί, επίσης. Δεν χρειάζεται να κατέβεις, παρά μόνο όταν θα είσαι έτοιμος να καβαλήσεις το άλογό σου».

«Είσαι καλός άνθρωπος, Σίμιον. Καλός άνθρωπος». Ο Σίμιον φάνηκε να το χαίρεται τόσο αυτό, που ο Πέριν ξανάνιωσε ντροπή.

Загрузка...