55 Αυτό που Είναι Γραμμένο στις Προφητείες

Ο Ραντ μπήκε αργά στο θάλαμο, βαδίζοντας ανάμεσα στις μεγάλες κολώνες από στιλβωμένη κοκκινόπετρα, τις οποίες θυμόταν από τα όνειρά του. Η σιωπή δέσποζε στις σκιές, αλλά κάτι τον καλούσε. Και κάτι άστραψε μπροστά του, ένα στιγμιαίο φως, που μετά άφησε πίσω του σκιά — ένα σημάδι. Προχώρησε και βρέθηκε κάτω από ένα μεγάλο θόλο και είδε αυτό που αναζητούσε. Το Καλαντόρ, που κρεμόταν στον αέρα με τη λαβή προς τα κάτω, περιμένοντας μονάχα ένα χέρι, το χέρι του Αναγεννημένου Δράκοντα. Καθώς περιστρεφόταν, θρυμμάτιζε το λιγοστό φως που υπήρχε και μερικές φορές άφηνε μια αναλαμπή, λες κι είχε δικό του φως. Καλώντας τον. Περιμένοντάς τον.

Αν είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αν δεν είμαι απλώς κάποιος μισότρελος, καταραμένος, με την ικανότητα να διαβιβάζει, μια μαριονέτα που χορεύει για τη Μουαραίν και το Λευκό Πύργο. «Πάρε το, Λουζ Θέριν. Πάρε το, Σφαγέα». Γύρισε για να αντιμετωπίσει τη φωνή. Ο ψηλός άντρας με τα κοντοκομμένα, άσπρα μαλλιά, ο οποίος βγήκε από τις σκιές ανάμεσα στις κολώνες, του ήταν γνώριμος. Ο Ραντ δεν είχε ιδέα ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος, που φορούσε κόκκινο, μεταξωτό σακάκι με ρίγες στα φουσκωτά μανίκια και μαύρο παντελόνι, χωμένο σε μπότες με περίτεχνα ασημένια σκαλίσματα. Δεν τον ήξερε, αλλά τον είχε δει στα όνειρά του. «Τις έβαζες στο κλουβί», είπε. «Την Εγκουέν, τη Νυνάβε και την Ηλαίην. Στα όνειρά μου. Όλο τις έβαζες στο κλουβί και τις τυραννούσες».

Ο άλλος έκανε μια χειρονομία που έδειχνε αδιαφορία. «Είναι ασήμαντες, αμελητέες. Ίσως, κάποια μέρα, όταν εκπαιδευτούν, μα όχι τώρα. Ομολογώ την έκπληξη μου που νοιάστηκες αρκετά γι’ αυτές, ώστε να αποβούν χρήσιμες. Αλλά πάντοτε ήσουν ανόητος, πάντα έτοιμος να ακολουθήσεις την καρδιά σου, αντί για την εξουσία. Ήρθες πολύ νωρίς, Λουζ Θέριν. Τώρα, θα πρέπει να κάνεις κάτι για το οποίο ακόμα δεν είσαι έτοιμος, ή να πεθάνεις. Να πεθάνεις, γνωρίζοντας ότι άφησες στα χέρια μου αυτές τις τρεις γυναίκες, για τις οποίες νοιάζεσαι». Έδειξε να περιμένει κάτι, κάτι να προσδοκεί. «Σκοπεύω να τις χρησιμοποιήσω κι άλλο, Σφαγέα. Θα με υπηρετήσουν, θα υπηρετήσουν τη δύναμή μου. Κι αυτό θα πονέσει πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έχουν υπομείνει ως τώρα».

Πίσω από τον Ραντ το Καλαντόρ άστραψε, ρίχνοντας ένα κύμα ζέστης στη ράχη του. «Ποιος είσαι;»

«Δεν με θυμάσαι, έτσι δεν είναι;» Ο ασπρομάλλης γέλασε ξαφνικά. «Ούτε κι εγώ σε θυμάμαι, έτσι όπως δείχνεις. Ένα χωριατόπουλο, με μια θήκη φλάουτου στη ράχη. Άραγε είπε την αλήθεια ο Ισαμαήλ; Ήταν πάντα έτοιμος να πει ψέματα, αν ήταν να κερδίσει έστω και το παραμικρό. Δεν θυμάσαι τίποτα, Λουζ Θέριν;»

«Ένα όνομα!» απαίτησε να μάθει ο Ραντ. «Ποιο είναι το όνομά σου;»

«Λέγε με Μπε’λάλ». Ο Αποδιωγμένος μούτρωσε όταν ο Ραντ δεν αντέδρασε στο όνομα. «Πάρε το!» ξέσπασε ο Μπε’λάλ, δείχνοντας το σπαθί πίσω από τον Ραντ. «Κάποτε βγήκαμε στον πόλεμο πλάι-πλάι και γι’ αυτό το λόγο σου δίνω μια ευκαιρία. Μια μικρή, αλλά πραγματική ευκαιρία να σώσεις τον εαυτό σου, μια ευκαιρία να σώσεις τις τρεις που σκοπεύω να κάνω ζωάκια μου. Πάρε το σπαθί, χωριάτη. Ίσως αυτή να είναι αρκετή βοήθεια για να γλιτώσεις από μένα».

Ο Ραντ γέλασε. «Πιστεύεις ότι μπορείς τόσο εύκολα να με τρομάξεις, Αποδιωγμένε; Ο ίδιος ο Μπα’άλζαμον με κυνηγούσε. Λες να γονατίσω μπροστά σου; Να ταπεινωθώ μπροστά σε έναν Αποδιωγμένο, τη στιγμή που αρνήθηκα τον Σκοτεινό κατάμουτρά του;»

«Έτσι νομίζεις;» είπε μαλακά ο Μπε’λάλ. «Στ’ αλήθεια, δεν ξέρεις τίποτα». Ξαφνικά, ένα σπαθί εμφανίστηκε στα χέρια του, ένα σπαθί με λεπίδα σμιλεμένη από μαύρη φωτιά. «Πάρε το! Πάρε το Καλαντόρ! Τρεις χιλιάδες χρόνια, όσο ήμουν φυλακισμένος, περιμένει εδώ. Για σένα. Ένα από τα ισχυρότερα σα’ανγκριάλ που κατασκευάσαμε ποτέ. Πάρε το και υπερασπίσου τον εαυτό σου, αν μπορείς!»

Προχώρησε προς τον Ραντ, σαν να ήθελε να τον σπρώξει προς τα πίσω, προς το Καλαντόρ, αλλά ο Ραντ σήκωσε τα χέρια του —τον γέμισε το σαϊντίν η γλυκιά, ορμητική ροή της Δύναμης· η αναγουλιαστική ρυπαρότητα του μιάσματος― και βρέθηκε να κρατά ένα σπαθί από κόκκινη φλόγα, ένα σπαθί με το σήμα του ερωδιού στην πύρινη λεπίδα του. Πήρε τις στάσεις ξιφομαχίας που του είχε διδάξει ο Λαν, περνώντας από τη μια στην άλλη, σαν να χόρευε. Χώρισμα του Μεταξιού. Το Νερό Κατηφορίζει. Βροχή και Αέρας. Η λεπίδα της μαύρης φωτιάς αντάμωσε τη λεπίδα της κόκκινης με μια βροχή από σπίθες και με βρυχηθμούς, σαν λευκοπυρωμένο μέταλλο που σπάει.

Ο Ραντ με μια στρωτή κίνηση ξαναπήρε θέση φύλαξης, προσπαθώντας να μη φανερώσει την αβεβαιότητα που είχε νιώσει ξαφνικά. Και στη μαύρη λεπίδα υπήρχε ένας ερωδιός, ένα πουλί τόσο σκούρο που ήταν σχεδόν αόρατο. Κάποτε είχε αντιμετωπίσει έναν που κρατούσε μια λεπίδα με ερωδιό και μόλις που είχε καταφέρει να επιζήσει. Ήξερε ότι ο ίδιος δεν είχε δικαίωμα να φέρει το σήμα των αρχιξιφομάχων· ο ερωδιός ήταν στο σπαθί που το είχε δώσει ο πατέρας του και όταν σκεφτόταν ένα σπαθί στα χέρια του, στο νου του ερχόταν εκείνο το σπαθί. Κάποτε είχε αγκαλιάσει το θάνατο, όπως του είχε μάθει ο Πρόμαχος, αλλά αυτή τη φορά ήξερε ότι ο θάνατος θα ήταν οριστικός. Ο Μπε’λάλ ήταν καλύτερός του στο σπαθί. Δυνατότερος. Ταχύτερος. Αληθινός μάστορας του σπαθιού.

Ο Αποδιωγμένος γέλασε κεφάτα, ανεμίζοντας το σπαθί του δεξιά κι αριστερά από τον Ραντ με επιδεικτικές κινήσεις· η μαύρη φωτιά μούγκρισε, σαν να την είχε ζωντανέψει η γοργή κίνηση στον αέρα. «Κάποτε ήσουν καλύτερος ξιφομάχος, Λουζ Θέριν», είπε περιπαιχτικά. «Θυμάσαι τότε, που πήραμε εκείνο το χλιαρό άθλημα που λεγόταν ξιφομαχία και μάθαμε πώς να σκοτώνουμε με αυτό, όπως έλεγαν οι παλιοί τόμοι ότι έκαναν κάποτε οι άνθρωποι; Θυμάσαι έστω και μία από εκείνες τις απεγνωσμένες μάχες, έστω και μία από τις πικρές ήττες μας; Και βέβαια όχι. Δεν θυμάσαι τίποτα, έτσι δεν είναι; Αυτή τη φορά, δεν έμαθες αρκετά. Αυτή τη φορά, Λουζ Θέριν, θα σε σκοτώσω». Η φωνή του Μπε’λάλ έγινε ακόμα πιο κοροϊδευτική. «Ίσως, αν πάρεις το Καλαντόρ, να κρατήσεις λίγο ακόμα τη ζωή σου. Λίγο ακόμα».

Προχώρησε αργά, σαν να ήθελε να δώσει στον Ραντ χρόνο για να κάνει ακριβώς αυτό, να γυρίσει και να τρέξει στο Καλαντόρ, στο Ανέγγιχτο Σπαθί, για να το πάρει. Αλλά ο Ραντ ακόμα έτρεφε μέσα του μεγάλη αμφιβολία. Το Καλαντόρ μπορούσε να το αγγίξει μονάχα ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Τους είχε επιτρέψει να τον αναγορεύσουν τέτοιο για εκατό λόγους, που εκείνη τη στιγμή έμοιαζαν να μην του αφήνουν άλλη επιλογή. Όμως, ήταν στ’ αλήθεια αυτός ο Αναγεννημένος Δράκοντας; Αν έτρεχε να αγγίξει το Καλαντόρ στην πραγματικότητα και όχι σε ένα όνειρο, μήπως το χέρι του θα άγγιζε έναν αόρατο τοίχο, ενώ ο Μπε’λάλ θα τον χτυπούσε πισώπλατα;

Αντιμετώπισε τον Αποδιωγμένο με το ξίφος που γνώριζε, με τη λεπίδα της φωτιάς, την οποία είχε σμιλέψει με το σαϊντίν. Και απωθήθηκε. Το Φύλλο που Πέφτει συνάντησε το Βρεγμένο Μετάξι. Η Γάτα που Χορεύει στο Τείχος συνάντησε τον Αγριόχοιρο που Χιμά στην Κατηφοριά. Το Ποτάμι που Έσκαβε την Όχθη παραλίγο να του κόψει το κεφάλι και αναγκάστηκε να ριχτεί άκομψα στο πλάι καθώς η μαύρη φλόγα άγγιζε τα μαλλιά του και κυλώντας να ξαναβρεθεί όρθιος, για να αντιμετωπίσει την Πέτρα που Πέφτει από το Βουνό. Μεθοδικά, συγκεκριμένα, ο Μπε’λάλ τον έκανε να υποχωρεί διαγράφοντας μια στριφογυριστή πορεία, που σιγά-σιγά στένευε γύρω από το Καλαντόρ.

Φωνές ακούστηκαν από τις κολώνες, ουρλιαχτά, η κλαγγή του ατσαλιού, αλλά ο Ραντ σχεδόν δεν τα άκουγε. Οι δυο τους δεν ήταν πια μόνοι στην Καρδιά της Πέτρας. Άντρες με θώρακες και γεισωτά κράνη μάχονταν με σπαθιά εναντίον σκιωδών μορφών με πέπλα, που χιμούσαν ανάμεσα στις κολώνες και χτυπούσαν με κοντά δόρατα. Μερικοί από τους στρατιώτες πήραν σχηματισμό μάχης· τα βέλη που πετάχτηκαν από το σκοτάδι τους βρήκαν στο λαιμό, στο πρόσωπο και πέθαναν στις γραμμές που είχαν σχηματίσει. Ο Ραντ μόλις που πρόσεχε τη μάχη, ακόμα κι όταν οι άντρες έπεφταν νεκροί μερικά βήματα πιο πέρα από αυτόν. Ο δικός του αγώνας ήταν ακόμα πιο απελπισμένος· απαιτούσε όλη του την αυτοσυγκέντρωση. Κάτι ζεστό και υγρό κύλησε στο πλευρό του. Η παλιά πληγή άνοιγε.

Ξαφνικά σκόνταψε, μη έχοντας δει το νεκρό άντρα στα πόδια του, παρά μόνο όταν βρέθηκε ξαπλωμένος ανάσκελα, πάνω στη θήκη του φλάουτού του, στο πέτρινο πάτωμα.

Ο Μπε’λάλ ύψωσε τη λεπίδα της μαύρης φωτιάς, γρυλίζοντας. «Πάρε το! Πάρε το Καλαντόρ και υπερασπίσου τον εαυτό σου! Πάρε το, ειδάλλως σε σκοτώνω τώρα αμέσως! Αν δεν το πάρεις, θα σε σφάξω!»

«Όχι!»

Ακόμα και ο Μπε’λάλ τινάχτηκε από τον επιτακτικό τόνο αυτής της γυναικείας φωνής. Ο Αποδιωγμένος έκανε πίσω, μακριά από την εμβέλεια του σπαθιού του Ραντ και γύρισε το κεφάλι για να κοιτάξει συνοφρυωμένος τη Μουαραίν, καθώς αυτή ερχόταν διασχίζοντας το πεδίο της μάχης, με το βλέμμα της καρφωμένο στο δικό του, αγνοώντας τα επιθανάτια ουρλιαχτά γύρω της. «Νόμιζα ότι είχα ξεμπερδέψει μια και καλή μαζί σου, γυναίκα. Δεν έχει σημασία. Είσαι μονάχα μια ενόχληση. Ένα τσιμπούρι. Ένα δαγκωσέμι. Θα σε ρίξω στο κλουβί μαζί με τις άλλες και θα σε διδάξω να υπηρετείς τη Σκιά με τις ασήμαντες δυνάμεις σου», κατέληξε με ένα περιφρονητικό γέλιο και ύψωσε το ελεύθερο χέρι του.

Η Μουαραίν δεν είχε σταματήσει, δεν είχε κόψει το βήμα της όσο αυτός μιλούσε. Απείχε το πολύ τριάντα βήματα από αυτόν όταν ύψωσε το χέρι του και τότε αυτή σήκωσε και τα δύο χέρια της.

Μια στιγμιαία έκπληξη φάνηκε στο πρόσωπο του Αποδιωγμένου και πρόλαβε να ουρλιάξει «όχι!» Έπειτα, μια στήλη λευκού πυρός, πιο καυτό κι από τον ήλιο, ξεπήδησε από τα χέρια της Άες Σεντάι, ένα εκτυφλωτικό κοντάρι που έδιωξε όλες τις σκιές. Μπροστά του, ο Μπε’λάλ έγινε μια μορφή από τρεμουλιαστές βούλες, στίγματα που χόρεψαν στο φως λιγότερο απ’ όσο κρατά ένα καρδιοχτύπι, κόκκοι που έγιναν παρανάλωμα πριν σβήσει η κραυγή του.

Στο θάλαμο απλώθηκε σιωπή όταν εξαφανίστηκε εκείνη η στήλη του φωτός, με μόνη εξαίρεση τα βογκητά των τραυματιών. Η μάχη είχε κοπεί απότομα, οι άντρες με τα πέπλα και οι άντρες με τους θώρακες στέκονταν άναυδοι.

«Για ένα πράγμα είχε δίκιο», είπε η Μουαραίν, ψύχραιμη και γαλήνια, σαν να στεκόταν σε ένα λιβάδι. «Πρέπει να πάρεις το Καλαντόρ. Ήθελε να σε σφάξει γι’ αυτό, μα είναι η κληρονομιά σου. Θα ήταν πολύ καλύτερο αν ήξερες περισσότερα πριν το χέρι σου σφίξει τη λαβή του, μα τώρα ήρθες και δεν υπάρχει άλλος χρόνος για μαθήματα. Πάρε το, Ραντ».

Πλοκάμια μαύρης αστραπής κουλουριάστηκαν γύρω της· ούρλιαξε καθώς τη σήκωναν και την εξακόντιζαν μακριά, για να συρθεί στο πάτωμα, σαν σακί, ώσπου χτύπησε πάνω σε μια κολώνα.

Ο Ραντ σήκωσε το βλέμμα εκεί απ’ όπου είχε έρθει η αστραπή. Εκεί πάνω υπήρχαν βαθύτερες σκιές, κοντά στις κορυφές των κολώνων, ένα σκότος που έκανε όλες τις άλλες σκιές να μοιάζουν με καταμεσήμερο. Από κει, δύο μάτια τον κοίταζαν.

Η σκιά κατέβηκε αργά κι όταν καθάρισε, φάνηκε ο Μπα’άλζαμον, ντυμένος σε νεκρικά μαύρα, σαν το μαύρο των Μυρντράαλ. Αλλά ακόμα κι αυτό δεν ήταν τόσο σκοτεινό όσο η σκιά που κρεμόταν πάνω του. Στάθηκε στον αέρα, δυο απλωσιές πάνω από το πάτωμα, κοιτάζοντας τον Ραντ με λύσσα. «Δυο φορές σε αυτή τη ζωή σου πρόσφερα την ευκαιρία να με υπηρετήσεις ζωντανός». Φλόγες ξεπήδησαν από το στόμα του καθώς μιλούσε και κάθε λέξη ήταν ένας βρυχηθμός, σαν από καμίνι. «Δυο φορές αρνήθηκες, καταφέρνοντάς μου πληγές. Τώρα, θα υπηρετήσεις τον Άρχοντα του Τάφου στο θάνατό σου. Πέθανε, Λουζ Θέριν, Σφαγέα. Πέθανε, Ραντ αλ’Θορ. Είναι ώρα να πεθάνεις! Θα πάρω την ψυχή σου!»

Καθώς ο Μπα’άλζαμον άπλωνε το χέρι, ο Ραντ σηκώθηκε και χίμηξε απελπισμένα προς το Καλαντόρ, που ακόμα λαμπύριζε και άστραφτε στον αέρα. Δεν ήξερε αν μπορούσε να το φτάσει, ή να το αγγίξει αν το έφτανε, αλλά ήταν σίγουρος πως αυτό ήταν η μόνη του ελπίδα.

Το χτύπημα του Μπα’άλζαμον τον βρήκε καθώς πηδούσε, τον έπληξε μέσα του, σχίζοντας, τσακίζοντας, ξεκολλώντας κάτι, προσπαθώντας να τραβήξει ένα κομμάτι του εαυτού του. Ο Ραντ ούρλιαξε. Ένιωσε σαν να κατέρρεε, σαν άδειο σακί, σαν να τον γύριζαν το μέσα έξω. Ο πόνος στο πλευρό του, η πληγή που είχε δεχτεί στο Φάλμε, ήταν σχεδόν ευχάριστη, κάτι από το οποίο μπορούσε να κρατηθεί, ένα ενθύμιο ζωής. Το χέρι του έκλεισε σπασμωδικά. Γύρω από τη λαβή του Καλαντόρ.

Η Μία Δύναμη χύθηκε μέσα του, ένας χείμαρρος δυνατότερος απ’ όσο μπορούσε να πιστέψει, από το σαϊντίν στο σπαθί. Η κρυστάλλινη λεπίδα έλαμπε περισσότερο και από τη φωτιά της Μουαραίν. Ήταν αδύνατο να την κοιτάξει, αδύνατο να δει τώρα ότι ήταν σπαθί, μόνο ότι είχε ένα υπέρλαμπρο φως στη γροθιά του. Πολέμησε τη ροή, πάλεψε με την αδυσώπητη παλίρροια που απειλούσε να τον παρασύρει, να παρασύρει όσα ήταν ο πραγματικός εαυτός του μαζί της, στο σπαθί. Για ένα καρδιοχτύπι, που κράτησε αιώνες, έμεινε να αιωρείται εκεί, τρέμοντας, ισορροπώντας στα όρια του να παρασυρθεί μακριά, σαν άμμος σε μανιασμένη θύελλα. Με άπειρη βραδύτητα, ήρθε η ισορροπία. Ακόμα ένιωθε σαν να πατούσε ξυπόλητος στην κόψη ενός ξυραφιού, πάνω από έναν άπατο γκρεμό, αλλά κάτι του έλεγε ότι αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να περιμένει. Για να διαβιβάσει τόση Δύναμη, έπρεπε να χορέψει σε αυτή την αιχμή, όπως είχε χορέψει στις στάσεις του σπαθιού.

Στράφηκε για να αντικρίσει τον Μπα’άλζαμον. Το σχίσιμο εντός του είχε διακοπεί μόλις το χέρι του είχε αγγίξει το Καλαντόρ. Μονάχα μια στιγμή είχε περάσει, αλλά έμοιαζε να σαν είχε κρατήσει παντοτινά. «Δεν θα πάρεις την ψυχή μου», φώναξε. «Αυτή τη φορά, θα δώσω τέλος οριστικό! Θα τα τελειώσω όλα τώρα!»

Ο Μπα’άλζαμον το έσκασε ― άνθρωπος και σκιά χάθηκαν.

Για μια στιγμή, ο Ραντ έμεινε να κοιτάζει συνοφρυωμένος. Υπήρχε μια αίσθηση... σαν να διπλωνόταν κάτι... καθώς έφευγε ο Μπα’άλζαμον. Ένα στρίψιμο, λες και με κάποιον τρόπο ο Μπα’άλζαμον είχε λυγίσει αυτό που υπήρχε. Αγνοώντας τους ανθρώπους που τον κοίταζαν, αγνοώντας τη Μουαραίν, που ήταν σωριασμένη στη βάση της κολώνας, ο Ραντ ανοίχτηκε μέσω του Καλαντόρ και έστριψε την πραγματικότητα, για να δημιουργήσει μια πόρτα σε κάτι άλλο. Δεν ήξερε προς τα πού, μόνο ότι εκεί είχε πάει ο Μπα’άλζαμον.

«Τώρα, εγώ είμαι ο κυνηγός», είπε και πέρασε μέσα.


Η πέτρα τραντάχτηκε κάτω από τα πόδια της Εγκουέν. Η Πέτρα τραντάχτηκε· κουδούνισε. Βρήκε την ισορροπία της και σταμάτησε, ενώ αφουγκραζόταν. Δεν υπήρχαν άλλοι ήχοι, άλλοι κραδασμοί. Ό,τι κι αν είχε συμβεί, είχε περάσει. Συνέχισε το δρόμο της βιαστικά. Μια πόρτα με σιδερένια κάγκελα στεκόταν μπροστά της, με μια κλειδαριά μεγάλη όσο το κεφάλι της. Διαβίβασε Γη πριν τη φτάσει και όταν έσπρωξε τα κάγκελα, η κλειδαριά σχίστηκε στη μέση.

Διέσχισε γρήγορα το θάλαμο που ήταν μετά την πόρτα, προσπαθώντας να μην κοιτάξει τα πράγματα που κρέμονταν από τους τοίχους. Τα πιο αθώα ανάμεσά τους ήταν τα μαστίγια και οι σιδερένιες λαβίδες. Με μια μικρή ανατριχίλα, άνοιξε σπρώχνοντας μια μικρότερη σιδερένια πόρτα και μπήκε σε ένα διάδρομο που ήταν γεμάτος κακοφτιαγμένες, ξύλινες πόρτες, ενώ κατά διαστήματα έκαιγαν δαυλοί με βουρλοφίτιλα σε σιδερένια υποστηρίγματα· όση ανακούφιση ένιωσε βρίσκοντας αυτό που ήθελε, άλλη τόση είχε νιώσει αφήνοντας όλα εκείνα τα πράγματα πίσω της. Αλλά ποιο κελί;

Οι ξύλινες πόρτες άνοιξαν εύκολα. Μερικές ήταν ξεκλείδωτες και οι κλειδαριές των άλλων δεν άντεξαν περισσότερο από τη μεγάλη κλειδωνιά πρωτύτερα. Όμως όλα τα κελιά ήταν άδεια. Φυσικά. Κανένας δεν θα ονειρευόταν τον εαυτό του σε τούτο το μέρος. Κάθε αιχμάλωτος που κατόρθωνε να φτάσει στον Τελ’αράν’ριοντ θα ονειρευόταν ένα πιο ευχάριστο μέρος.

Για μια στιγμή, ένιωσε σχεδόν απόγνωση. Ήθελε να πιστέψει ότι, βρίσκοντας το σωστό κελί, θα έκανε κάτι. Ακόμα και η ανεύρεσή του, όμως, μπορεί να ήταν αδύνατη. Ο διάδρομος αυτός εκτεινόταν δίχως τελειωμό και τον αντάμωναν κι άλλοι.

Ξαφνικά, είδε κάτι να τρεμοπαίζει ακριβώς μπροστά της. Μια μορφή πιο άυλη κι από την Τζόγια Μπύιρ. Αλλά ήταν μια γυναίκα. Η Εγκουέν ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Ήταν μια γυναίκα καθισμένη σε έναν πάγκο, έξω από την πόρτα ενός κελιού. Η εικόνα τρεμόπαιξε, επανεμφανίστηκε και χάθηκε ξανά. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη γνωρίσει εκείνο το λιγνό λαιμό και το χλωμό, αθώο πρόσωπο, με τις βλεφαρίδες να τρεμοπαίζουν στα πρόθυρα του ύπνου. Η Αμίκο Ναγκογίν βυθιζόταν στον ύπνο κι ονειρευόταν ότι είχε βάρδια ως φρουρός. Και απ’ ό,τι φαινόταν, έπαιζε νυσταγμένα με ένα από τα κλεμμένα τερ’ανγκριάλ. Η Εγκουέν το καταλάβαινε καλά· είχε χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για να σταματήσει να χρησιμοποιεί εκείνο που της είχε δώσει η Βέριν, έστω και για λίγες μέρες.

Ήξερε ότι μπορούσε να αποκόψει μια γυναίκα από την Αληθινή Πηγή, ακόμα κι όταν αυτή είχε ήδη αγκαλιάσει το σαϊντάρ, αλλά το να κόψει μια ύφανση που είχε ήδη σχηματιστεί σίγουρα θα ήταν πιο δύσκολο από το να φράξει τη ροή πριν αρχίσει. Έστησε τα μοτίβα της ύφανσης, τα ετοίμασε, έκανε τις ίνες του Πνεύματος πολύ ισχυρότερες αυτή τη φορά, πιο χοντρές και βαριές, μια πιο πυκνή ύφανση, με κόψη σαν μαχαίρι.

Η τρεμουλιαστή μορφή της Σκοτεινόφιλης εμφανίστηκε ξανά και η Εγκουέν τη χτύπησε με τις ροές του Αέρα και του Πνεύματος. Για μια στιγμή, κάτι φάνηκε να αντιστέκεται την ύφανση του Πνεύματος και η Εγκουέν πίεσε με όλη της τη δύναμη. Η ύφανση μπήκε στη θέση της.

Η Αμίκο Ναγκογίν τσίριξε. Ήταν ένας ψιλός ήχος, που μετά δυσκολίας ακουγόταν, αμυδρός όσο η μορφή της και έμοιαζε σχεδόν σαν τη σκιά αυτού που ήταν η Τζόγια Μπύιρ. Αλλά τα δεσμά που είχαν υφανθεί με τον Αέρα την κράτησαν δεν εξαφανίστηκε πάλι. Ο τρόμος παραμόρφωσε το υπέροχο πρόσωπο της Σκοτεινόφιλης· έμοιαζε να μιλά ασυνάρτητα· αλλά οι κραυγές της ήταν ψίθυροι, τόσο μαλακοί που η Εγκουέν δεν τους καταλάβαινε.

Η Εγκουέν έδεσε και τακτοποίησε τις υφάνσεις γύρω από τη Μαύρη αδελφή και έστρεψε την προσοχή της στην πόρτα του κελιού. Όλο ανυπομονησία, άφησε τη Γη να πλημμυρίσει τη σιδερένια κλειδαριά. Η κλειδαριά έπεσε, έγινε μαύρη σκόνη, μια ομίχλη που διαλύθηκε εντελώς πριν αγγίξει το πάτωμα. Η Εγκουέν άνοιξε την πόρτα και δεν ξαφνιάστηκε όταν το βρήκε άδειο, με μονάχα ένα δαυλό να καίει.

Όμως, η Αμίκο είναι δεμένη και η πόρτα είναι ανοιχτή.

Για μια στιγμή, σκέφτηκε τι θα έκανε μετά. Έπειτα, βγήκε από το όνειρο...


...και ξύπνησε με όλους τους μώλωπές της, τους πόνους και τη δίψα, με τον τοίχο του κελιού στην πλάτη, κοιτάζοντας την κλειδωμένη πόρτα του κελιού. Φυσικά. Αυτό που συμβαίνει στα ζωντανά όντα εκεί είναι αληθινό όταν ξυπνήσουν. Αυτό που έκανα στην πέτρα και στο ξύλο δεν επηρεάζει τον κανονικό κόσμο.

Η Νυνάβε και η Ηλαίην ήταν ακόμα γονατισμένες δίπλα της.

«Δεν ξέρω ποια είναι εκεί έξω», είπε η Νυνάβε, «αλλά ούρλιαξε πριν από μερικές στιγμές, όμως δεν συνέβη τίποτα άλλο. Βρήκες έξοδο;»

«Μάλλον θα βγούμε με την άνεσή μας», είπε η Εγκουέν. «Βοηθήστε με να σηκωθώ και αναλαμβάνω εγώ την κλειδαριά. Η Αμίκο δεν θα μας ενοχλήσει. Η κραυγή που ακούστηκε ήταν δική ι ης».

Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι. «Από τη στιγμή που έφυγες προσπαθώ να αγκαλιάσω το σαϊντάρ. Τώρα είναι διαφορετικό, αλλά είμαι ακόμα αποκομμένη».

Η Εγκουέν σχημάτισε το κενό μέσα της, έγινε το μπουμπούκι που ανοιγόταν προς το σαϊντάρ. Ο αόρατος τοίχος ήταν ακόμα εκεί. Τώρα τρεμούλιαζε. Υπήρχαν στιγμές που σχεδόν της φαινόταν ότι μπορούσε να νιώσει την Αληθινή Πηγή να τη γεμίζει Δύναμη. Σχεδόν. Η αποκοπή χανόταν και εμφανιζόταν τόσο γοργά, που δεν μπορούσε να τη νιώσει. Πρακτικά, έμοιαζε να είναι απείραχτη.

Κοίταξε τις άλλες. «Την έδεσα. Την απέκοψα. Είναι ένα ζωντανό πλάσμα, όχι σίδερο δίχως ζωή. Πρέπει να είναι ακόμα αποκομμένη».

«Κάτι συνέβη στην αποκοπή που έβαλαν πάνω μας», είπε η Ηλαίην, «όμως η Αμίκο ακόμα κατορθώνει και την κρατά».

Η Εγκουέν ακούμπησε το κεφάλι της στον τοίχο. «Θα πρέπει να ξαναδοκιμάσω».

«Αντέχεις;» είπε η Ηλαίην με μια γκριμάτσα. «Για να μιλήσω ωμά, δείχνεις χειρότερα από πριν. Εξαντλήθηκες με αυτό που έκανες, Εγκουέν».

«Είμαι αρκετά δυνατή εδώ». Ένιωθε πιο κουρασμένη, λιγότερο δυνατή, αλλά δεν έβλεπε να έχουν άλλη ελπίδα. Το είπε κι αυτές με την έκφρασή τους έδειξαν ότι συμφωνούσαν, αν και απρόθυμα.

«Μπορείς να ξανακοιμηθείς τόσο γρήγορα;» ρώτησε, στο τέλος, η Νυνάβε.

«Νανούρισε με». Η Εγκουέν κατόρθωσε να χαμογελάσει. «Όπως τότε, που ήμουν κοριτσάκι. Σε παρακαλώ». Κρατώντας το χέρι της Νυνάβε με το ένα χέρι, σφίγγοντας το πέτρινο δαχτυλίδι με το άλλο, έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να βρει τον ύπνο στον δίχως λέξεις μουρμουριστό σκοπό.


Η πλατιά πόρτα με τα σιδερένια κάγκελα στεκόταν ανοιχτή και το δωμάτιο πιο πέρα φαινόταν άδειο, αλλά ο Ματ μπήκε επιφυλακτικά. Ο Σάνταρ ήταν ακόμα έξω, στο διάδρομο και προσπαθούσε να κοιτάξει και από τις δύο μερικές ταυτόχρονα, πεπεισμένος ότι ανά πάσα στιγμή θα εμφανιζόταν κάποιος Υψηλός Άρχοντας ή, ίσως, καμιά εκατοστή Υπερασπιστές.

Τώρα δεν υπήρχαν άνθρωποι στο δωμάτιο —και, όπως φαινόταν από τα μισογεμάτα πιάτα σε ένα μακρύ τραπέζι, είχαν φύγει βιαστικά· αυτό, δίχως αμφιβολία, οφειλόταν στη μάχη πιο πάνω― και, όπως έδειχναν τα πράγματα στους τοίχους, χαιρόταν που δεν ήταν αναγκασμένος να συναντήσει κανέναν τους. Μαστίγια σε μια ποικιλία από μήκη και μεγέθη, διαφορετικά πάχη, με ουρές σε διαφορετικούς αριθμούς. Λαβίδες, τανάλιες, μέγγενες και σίδερα. Πράγματα που έμοιαζαν με μεταλλικές μπότες, γάντια και κράνη, με μεγάλες βίδες πάνω τους, ίσως για να τα σφίγγουν. Πράγματα που δεν μπορούσε καν να μαντέψει τη χρήση τους. Αν είχε συναντήσει τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν αυτά τα πράγματα, θα έψαχνε να βεβαιωθεί ότι ήταν νεκροί, πριν τους γυρίσει την πλάτη.

«Σάνταρ!» Σφύριξε. «Όλη νύχτα θα στέκεσαι εκεί έξω!» Έτρεξε στην εσωτερική πόρτα ―καγκελωτή, αλλά μικρότερη από την εξωτερική― χωρίς να περιμένει απάντηση και τη διέσχισε.

Ο διάδρομος παραπέρα ήταν γεμάτος κακοφτιαγμένες ξύλινες πόρτες και τον φώτιζαν οι ίδιοι δαυλοί με βουρλοφίτιλο, όπως και ίο δωμάτιο απ’ όπου μόλις είχε φύγει. Είκοσι μόλις βήματα πιο πέρα, μια γυναίκα καθόταν σε έναν πάγκο, πλάι σε μια πόρτα, ακουμπισμένη στον τοίχο σε μια παράξενη στάση. Γύρισε αργά το κεφάλι της προς το μέρος του, όταν άκουσε τις μπότες του να ξύνουν το πέτρινο πάτωμα. Μια όμορφη, νεαρή γυναίκα. Ο Ματ αναρωτήθηκε γιατί κουνούσε μόνο το κεφάλι της και γιατί ακόμα κι αυτή την κίνηση την έκανε σαν να ήταν μισοκοιμισμένη.

Μήπως ήταν κρατούμενη; Έξω στο διάδρομο; Μα, μια γυναίκα με τέτοιο πρόσωπο δεν μπορεί να είναι από τους ανθρώπους στους οποίους θα χρησιμοποιούσαν εκείνα τα πράγματα από τους τοίχους. Έμοιαζε σχεδόν να κοιμάται, με τα μάτια μισάνοιχτα. Και ο πόνος σε εκείνο το υπέροχο πρόσωπο έδειχνε ότι ήταν από τους βασανισμένους, όχι από τους βασανιστές.

«Στάσου!» φώναξε ο Σάνταρ πίσω του. «Είναι Άες Σεντάι! Είναι από εκείνες που πήραν τις γυναίκες που ψάχνεις!»

Ο Ματ πάγωσε καθώς προχωρούσε, κοιτάζοντας τη γυναίκα. Θυμήθηκε τη Μουαραίν, που εξαπέλυε μπάλες φωτιάς. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να αποκρούσει μια μπάλα φωτιάς με τη ράβδο του. Αναρωτήθηκε αν η τύχη του έφτανε στο σημείο να ξεφύγει από μια Άες Σεντάι.

«Βοήθησέ με», του είπε αυτή αχνά. Τα μάτια της ακόμα έμοιαζαν κοιμισμένα, αλλά η ικεσία στη φωνή της έδειχνε ότι ήταν ξύπνια. «Βοήθησέ με. Σε παρακαλώ!»

Ο Ματ βλεφάρισε. Ακόμα δεν είχε κουνήσει ούτε ένα μυ κάτω από το λαιμό της. Την πλησίασε επιφυλακτικά, κάνοντας νόημα στον Σάνταρ να πάψει να διαμαρτύρεται ότι η γυναίκα ήταν μια Άες Σεντάι. Αυτή κούνησε το κεφάλι για να τον παρακολουθήσει. Αυτό ήταν όλο.

Ένα μεγάλο, σιδερένιο κλειδί κρεμόταν στη ζώνη της. Για μια στιγμή, δίστασε. Άες Σεντάι, είχε πει ο Σάνταρ. Γιατί δεν κινείται; Ξεροκατάπιε και τράβηξε το κλειδί με προσοχή, σαν να προσπαθούσε να πάρει ένα κομμάτι κρέας από τα σαγόνια λύκου. Εκείνη έστρεψε το βλέμμα στην πόρτα δίπλα της και έκανε έναν ήχο, σαν γάτα που είχε μόλις δει ένα μεγάλο σκυλί να μπαίνει γρυλίζοντας στο δωμάτιο και ήξερε ότι δεν υπήρχε διέξοδος.

Ο Ματ δεν καταλάβαινε, αλλά αφού δεν προσπαθούσε να τον εμποδίσει να ανοίξει την πόρτα, δεν τον ένοιαζε γιατί καθόταν εκεί, σαν παραγεμισμένο σκιάχτρο. Από την άλλη μεριά, αναρωτήθηκε μήπως υπήρχε πίσω από την πόρτα κάτι που έπρεπε να το φοβάται. Αν είναι από εκείνες που πήραν την Εγκουέν και τις άλλες, το λογικό είναι ότι τις φυλάει. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της γυναίκας. Μόνο που αυτή μοιάζει σαν να είναι εκεί μέσα κάποιος Ημιάνθρωπος. Μα μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να το μάθει. Στήριξε τη ράβδο του στον τοίχο, γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά και άνοιξε διάπλατα την πόρτα, έτοιμος να το βάλει στα πόδια, αν χρειαζόταν.

Η Νυνάβε και η Ηλαίην ήταν γονατισμένες στο πάτωμα, με την Εγκουέν να κοιμάται ανάμεσα τους. Άφησε μια μικρή κραυγή βλέποντας το πρησμένο πρόσωπο της Εγκουέν και μετά άλλαξε γνώμη, που είχε σκεφτεί ότι κοιμόταν. Οι άλλες δύο γύρισαν προς το μέρος του καθώς άνοιγε την πόρτα· έμοιαζαν κι αυτές χτυπημένες, σχεδόν εξίσου άσχημα με την Εγκουέν. Που να καώ! Να καώ! Τον κοίταξαν κι έμειναν χάσκοντας.

«Μάτριμ Κώθον», είπε η Νυνάβε εμβρόντητη, «τι στο Φως γυρεύεις εσύ εδώ πέρα;»

«Ήρθα να σας σώσω, που να πάρει», είπε αυτός. «Να καώ, δεν περίμενα να με χαιρετήσετε σαν να ήρθα να κλέψω πίτα. Μετά θα μου πείτε γιατί μοιάζετε σαν να παλέψατε με αρκούδες, αν θέλετε. Αν η Εγκουέν δεν μπορεί να περπατήσει, θα την κουβαλήσω στην πλάτη μου. Που να καώ, υπάρχουν Αελίτες σε ολόκληρη την Πέτρα —σχεδόν σε όλη― και ή σκοτώνουν τους Υπερασπιστές, ή οι Υπερασπιστές τους σκοτώνουν, αλλά ό,τι κι αν συμβαίνει, καλύτερα να φύγουμε από δω τώρα που μπορούμε. Αν μπορούμε».

«Για πρόσεχε τη γλώσσα σου», του είπε η Νυνάβε και η Ηλαίην του έριξε μια από εκείνες τις αποδοκιμαστικές ματιές, τις οποίες καταφέρουν τόσο καλά οι γυναίκες. Αλλά δεν έμοιαζαν να έχουν όλη την προσοχή τους πάνω του. Άρχισαν να κουνάνε την Εγκουέν, λες και δεν ήταν γεμάτη μώλωπες, περισσότερους απ’ όσους είχε δει στη ζωή του.

Τα βλέφαρα της Εγκουέν άνοιξαν και βόγκηξε. «Γιατί με ξυπνήσατε; Πρέπει να το καταλάβω. Αν χαλαρώσω τα δεσμά της, θα ξυπνήσει και δεν θα την ξαναπιάσω. Αν δεν το κάνω, όμως, δεν μπορεί να κοιμηθεί τελείως και —» Όταν τον είδε, τα μάτια της γούρλωσαν. «Μάτριμ Κώθον, τι στο Φως γυρεύεις εσύ εδώ πέρα;»

«Πες της», είπε στη Νυνάβε. «Έχω να σας σώσω και δεν μπορώ να προσέχω τη γλώ —» Κοίταζαν όλες πίσω του με άγριο ύφος, σαν να εύχονταν να είχαν λεπίδες στα χέρια.

Γύρισε, μα το μόνο που είδε ήταν ο Τζούιλιν Σάνταρ, που έμοιαζε σαν να είχε καταπιεί ολόκληρο ένα σάπιο δαμάσκηνο.

«Έχουν λόγο», είπε στον Ματ. «Τις... τις πρόδωσα. Αλλά έπρεπε». Το τελευταίο το είπε μιλώντας πέρα από τον Ματ, προς τις γυναίκες. «Εκείνη με τα πολλά μελιά κοτσιδάκια μου μίλησε και... έπρεπε να το κάνω». Για μια στιγμή, αυτές συνέχισαν να τον αγριοκοιτάζουν.

«Η Λίαντριν ξέρει ρυπαρά τεχνάσματα, αφέντη Σάνταρ», είπε τελικά η Νυνάβε. «Ίσως να μη φταις μονάχα εσύ. Μπορούμε να δούμε αργότερα ποιος φταίει».

«Αν το ξεκαθαρίσαμε», είπε ο Ματ, «μπορούμε να φύγουμε τώρα;» Ήταν ξεκάθαρο σαν λάσπη γι’ αυτόν, αλλά εκείνη τη στιγμή τον ένοιαζε κυρίως να φύγουν.

Οι τρεις γυναίκες τον ακολούθησαν κουτσαίνοντας στο διάδρομο, αλλά σταμάτησαν γύρω από τη γυναίκα στον πάγκο. Εκείνη τις κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια και κλαψούρισε. «Σας παρακαλώ. Θα επιστρέψω στο Φως. Θα ορκιστώ να σας υπακούω. Με τη Ράβδο των Όρκων στο χέρι θα ορκιστώ. Σας παρακαλώ, μην —»

Ο Ματ τινάχτηκε όταν, ξαφνικά, η Νυνάβε πήρε φόρα και έριξε μια γροθιά, γκρεμίζοντας την άλλη γυναίκα από το παγκάκι. Εκείνη έμεινε εκεί πέρα, με τα μάτια επιτέλους κλειστά, αλλά ακόμα και έτσι που κείτονταν στο πλευρό, ήταν ακριβώς στην ίδια θέση που είχε και στο παγκάκι.

«Έφυγε», είπε με έξαψη η Ηλαίην.

Η Εγκουέν έσκυψε για να ψάξει στο πουγκί της αναίσθητης γυναίκας κι έβαλε στο δικό της κάτι, το οποίο ο Ματ δεν πρόφτασε να δει. «Ναι. Υπέροχη αίσθηση. Κάτι άλλαξε πάνω της όταν τη χτύπησες, Νυνάβε. Δεν ξέρω τι ήταν, αλλά το ένιωσα».

Η Ηλαίην κατένευσε. «Το ένιωσα κι εγώ».

«Θα ήθελα να αλλάξω τα πάντα πάνω της», είπε σκοτεινά η Νυνάβε. Έπιασε το χέρι της Εγκουέν· η Εγκουέν σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών με μια κοφτή κραυγή. Όταν η Νυνάβε άφησε το χέρι της και στράφηκε στην Ηλαίην, οι μώλωπες της Εγκουέν είχαν εξαφανιστεί. Το ίδιο έγινε μετά με την Ηλαίην.

«Μα το αίμα και τις στάχτες!» μούγκρισε ο Ματ. «Τι είναι αυτό, να χτυπάτε μια γυναίκα που κάθεται στην άκρη; Νομίζω ότι δεν μπορούσε καν να σαλέψει!» Και οι τρεις γύρισαν να τον κοιτάξουν και ο Ματ έβγαλε έναν πνιγμένο ήχο, καθώς ο αέρας φάνηκε να γίνεται μια πηχτή κρέμα γύρω του. Υψώθηκε στον αέρα, ώσπου οι μπότες του έφτασαν να κρέμονται μια ολόκληρη απλωσιά πάνω από το πάτωμα. Ωχ, που να καώ, η Δύναμη! Εκεί που φοβόμουν ότι οι Άες Σεντάι θα χρησιμοποιήσουν τη Δύναμη πάνω μου, τώρα το κάνουν οι γυναίκες που σώζω! Που να καώ!

«Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, Μάτριμ Κώθον», είπε η Εγκουέν με σφιγμένη φωνή.

«Μέχρι να καταλάβεις», είπε η Νυνάβε ακόμα πιο σφιγμένα, «θα έλεγα να κρατήσεις τη γνώμη σου για σένα».

Η Ηλαίην αρκέστηκε να του στείλει μια άγρια ματιά, που τον έκανε να σκεφτεί τη μητέρα του, όταν εκείνη πήγαινε για να κόψει μια βίτσα.

Για κάποιο λόγο, ένιωσε να τους χαρίζει το ίδιο πλατύ χαμόγελο που τόσο συχνά έκανε τη μητέρα του να πηγαίνει για εκείνη τη βίτσα. Που να καώ, αφού μπορούν να κάνουν τέτοια πράγματα, δεν καταλαβαίνω πώς βρέθηκε κάποιος να τις κλείσει σε αυτό το κελί! «Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι σας γλίτωσα από κάτι που δεν μπορούσατε να γλιτώσετε μόνες σας και δείχνετε τόση ευγνωμοσύνη όση και κάποιος από το Τάρεν Φέρυ με πονόδοντο!»

«Έχεις δίκιο», είπε η Νυνάβε και ξαφνικά οι μπότες του χτύπησαν το πάτωμα, τόσο δυνατά που τραντάχτηκαν τα δόντια του. Αλλά μπορούσε πάλι να κουνηθεί. «Όσο κι αν το λέω με πόνο, Ματ, έχεις δίκιο».

Αυτός μπήκε στον πειρασμό να απαντήσει με κάτι σαρκαστικό, αλλά η φωνή της με δυσκολία φαινόταν να έχει ένα ίχνος συγγνώμης. «Μπορούμε να φύγουμε τώρα; Με τη μάχη που γίνεται επάνω, ο Σάνταρ λέει ότι οι δυο μας μπορούμε να σας βγάλουμε από μια μικρή πύλη, κοντά στο ποτάμι».

«Δεν φεύγω ακόμα, Ματ», είπε η Νυνάβε.

«Θέλω να βρω τη Λίαντριν και να τη γδάρω», είπε η Εγκουέν, με έναν τόνο που έδειχνε ότι σχεδόν το εννοούσε στην κυριολεξία.

«Το μόνο που θέλω να κάνω», είπε η Ηλαίην, «είναι να ξυλοφορτώσω την Τζόγια Μπύιρ μέχρι να σκούξει, αλλά δεν με πειράζει όποια κι αν είναι στη θέση της».

«Είστε όλες κουφές;» μούγκρισε ο Ματ. «Γίνεται μάχη εκεί έξω! Ήρθα εδώ για να σας σώσω και αυτό ακριβώς θα κάνω». Η Εγκουέν του χάιδεψε το μάγουλο καθώς περνούσε από δίπλα του, το ίδιο και η Ηλαίην. Η Νυνάβε μόνο που ξεφύσησε. Εκείνος έμεινε να τις κοιτάζει από πίσω, με το στόμα ορθάνοιχτο. «Γιατί δεν είπες κάτι;» μούγκρισε στο ληστοκυνηγό.

«Είδα τι κατάφερες εσύ, που μίλησες», είπε απλά ο Σάνταρ. «Δεν είμαι βλάκας».

«Ε, λοιπόν, δεν θα μείνω καταμεσής στη μάχη!» φώναξε στις γυναίκες. Εκείνες χάνονταν στο βάθος, βγαίνοντας από τη μικρή καγκελόπορτα. «Φεύγω, με ακούτε;» Ούτε που γύρισαν το κεφάλι. Να δεις που θα σκοτωθούν εκεί πέρα! Κάποιος θα τις καρφώσει με το σπαθί, ενώ αυτές θα κοιτάνε από την άλλη μεριά! Με ένα γρύλισμα, έγειρε τη ράβδο στον ώμο του και ξεκίνησε ξοπίσω τους. «Εκεί θα κάτσεις;» φώναξε στο ληστοκυνηγό. «Δεν ήρθα ως εδώ για να τις αφήσω να πεθάνουν τώρα!»

Ο Σάνταρ τον πρόφτασε στο δωμάτιο με τα μαστίγια. Οι τρεις γυναίκες είχαν εξαφανιστεί, αλλά ο Ματ είχε την αίσθηση ότι δεν θα δυσκολεύονταν να τις βρουν. Αρκεί να βρούμε άντρες να κρέμονται στον αέρα! Άτιμες γυναίκες! Τάχυνε το βήμα, σχεδόν άρχισε να τρέχει.


Ο Πέριν προχωρούσε βλοσυρός στους διαδρόμους της Πέτρας, ψάχνοντας για σημάδια της Φάιλε. Την είχε σώσει άλλες δύο φορές·

τη μια, την είχε βγάλει από ένα σιδερένιο κλουβί, όμοιο με εκείνο που είχε τον Αελίτη στο Ρέμεν, την άλλη, είχε σπάσει ένα σιδερένιο σεντούκι με ένα γεράκι σκαλισμένο στο πλάι. Και τις δύο φορές, η Φάιλε είχε λιώσει στον αέρα, έχοντας πει το όνομά του. Ο Άλτης σιγότρεχε στο πλευρό του, μυρίζοντας τον αέρα. Ο Πέριν είχε οξεία όσφρηση, αλλά όχι όσο η όσφρηση του λύκου· ο Άλτης είχε βρει το σεντούκι.

Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν θα την απελευθέρωνε ποτέ στην πραγματικότητα. Είχαν πολλή ώρα να βρουν κάποιο σημάδι, έτσι του φαινόταν. Οι διάδρομοι της Πέτρας ήταν άδειοι, οι λάμπες έκαιγαν, υφαντά και όπλα κρέμονταν στους τοίχους, αλλά τίποτα δεν σάλευε, εκτός από τον ίδιο και τον Άλτη. Αν και νομίζω ότι εκείνος ήταν ο Ραντ. Ήταν μονάχα μια φευγαλέα εικόνα, ένας άντρας που έτρεχε, σαν να κυνηγούσε κάποιον. Δεν μπορεί να ήταν αυτός. Δεν μπορεί, αλλά νομίζω πως ήταν.

Ο Άλτης τάχυνε αρκετά τα βήματά του, πηγαίνοντας προς άλλες δύο ψηλές πόρτες, που αυτές είχαν μπρούτζινη επένδυση. Ο Πέριν προσπάθησε να ακολουθήσει το ρυθμό του και έπεσε κάτω, στα γόνατα, απλώνοντας το χέρι για να μη σπάσει τα μούτρα του στο πάτωμα. Μια αδυναμία τον τύλιξε, σαν να είχαν λυθεί όλοι του οι μύες. Ακόμα κι όταν υποχώρησε αυτή η αίσθηση, πήρε μαζί μέρος της δύναμής του. Χρειάστηκε να καταβάλει αρκετό κόπο για να σηκωθεί όρθιος. Ο Άλτης είχε γυρίσει να τον κοιτάξει.

Είναι πολύ έντονη η παρουσία σου εδώ, Νεαρέ Ταύρε. Η σάρκα εξασθενεί. Δεν είναι δυνατή η θέληση σου να την κρατήσεις. Σε λίγο, η σάρκα και το όνειρο θα πεθάνουν μαζί.

«Βρες την», είπε ο Πέριν. «Είναι το μόνο που ζητώ. Βρες τη Φάιλε».

Κίτρινα μάτια αντάμωσαν κίτρινα μάτια. Ο λύκος γύρισε και έτρεξε προς τις πόρτες. Πίσω από δω, Νεαρέ Ταύρε.

Ο Πέριν έφτασε στις πόρτες και έσπρωξε. Δεν άνοιξαν. Δεν φαινόταν να υπάρχει τρόπος να τις ανοίξει, δεν υπήρχαν καθόλου χερούλια, κανένα μέρος για να πιάσει. Υπήρχε ένα μικρό σχέδιο δουλεμένο στο μέταλλο, τόσο ψιλό που τα μάτια του παραλίγο να μην το διακρίνουν. Γεράκια. Χιλιάδες μικρά γεράκια.

Πρέπει να είναι εδώ. Δεν νομίζω να αντέξω πολύ ακόμα. Με μια κραυγή, κατέβασε το σφυρί πάνω στο μπρούτζο. Αντήχησε σαν μεγάλο γκονγκ. Ξαναχτύπησε και η κλαγγή βάθυνε. Τρίτο χτύπημα και οι μπρούτζινες πόρτες έγιναν χίλια κομμάτια, σαν γυαλί.

Μέσα, εκατό βήματα πέρα από τις σπασμένες πόρτες, ένας κύκλος φωτός περιέβαλλε ένα γεράκι αλυσοδεμένο σε ένα κλαρί. Το σκοτάδι γέμιζε το υπόλοιπο εκείνου του αχανούς θαλάμου ― σκοτάδι και ένα αμυδρό θρόισμα, από εκατοντάδες φτερά.

Έκανε ένα βήμα στο δωμάτιο και ένα γεράκι όρμησε από την σκοτεινιά, με τα γαμψώνυχά του να γδέρνουν, περνώντας, το πρόσωπο του Πέριν. Αυτός σήκωσε το μπράτσο στα μάτια του ―γαμψώνυχα έγδαραν τον πήχη του― και προχώρησε τρεκλίζοντας προς το κλαρί. Τα πουλιά έρχονταν και ξανάρχονταν, γεράκια που βουτούσαν, που τον χτυπούσαν, τον έσχιζαν, αλλά αυτός προχωρούσε αγκομαχώντας, με το αίμα να κυλά στα χέρια και στους ώμους του, με το μπράτσο να προστατεύει τα μάτια του, που τα είχε στυλώσει στο γεράκι πάνω στο κλαρί. Είχε χάσει το σφυρί του· δεν ήξερε πού, αλλά ήξερε ότι, αν γυρνούσε για να το ψάξει, θα πέθαινε, πριν προλάβει να το βρει.

Όταν έφτασε στο κλαρί, τα γαμψώνυχα που τον έκοβαν τον ανάγκασαν να πέσει στα γόνατα. Κοίταξε κάτω από το μπράτσο του, κοίταξε το γεράκι στο κλαρί και εκείνο του αντιγύρισε το βλέμμα με μαύρα μάτια που δεν ανοιγόκλειναν. Η αλυσίδα που του κρατούσε το πόδι ήταν δεμένη στο κλαρί, με μια μικρή κλειδαριά που είχε σχήμα σκαντζόχοιρου. Ο Πέριν άρπαξε την αλυσίδα και με τα δύο χέρια, αδιαφορώντας για τα άλλα γεράκια, που τώρα έγιναν ένας ανεμοστρόβιλος από κοφτερά νύχια ολόγυρά του και με την τελευταία ικμάδα της δύναμής του την έσπασε. Ο πόνος και τα γεράκια έφεραν το σκοτάδι.


Άνοιξε τα μάτια του μέσα σε αφόρητη αγωνία, σαν το πρόσωπο, τα χέρια και οι ώμοι του να ήταν κομμένοι από χίλια μαχαίρια. Δεν είχε σημασία. Η Φάιλε ήταν γονατισμένη από πάνω του, με εκείνα τα μαύρα, γερτά μάτια γεμάτα αγωνία και του σκούπιζε το πρόσωπο με ένα πανί, που ήδη ήταν μουσκεμένο από το αίμα του.

«Καημένε Πέριν μου», είπε μαλακά. «Καημένε σιδερά μου. Πληγώθηκες τόσο πολύ».

Με μια προσπάθεια, που του κόστισε κι άλλο πόνο, γύρισε το κεφάλι του. Ήταν η ιδιωτική τραπεζαρία στο Άστρο και κοντά στο πόδι του τραπεζιού ήταν ένα ξύλινο αγαλματάκι, που παρίστανε ένα σκαντζόχοιρο, σπασμένο στη μέση. «Φάιλε», της ψιθύρισε. «Γεράκι μου».


Ο Ραντ ήταν ακόμα στην Καρδιά της Πέτρας, αλλά ήταν διαφορετική. Εδώ δεν υπήρχαν άντρες να πολεμούν, δεν υπήρχαν νεκροί, δεν υπήρχε κανένας, εκτός από αυτόν. Ξαφνικά, ο ήχος ενός μεγάλου γκονγκ αντήχησε στην Πέτρα και ύστερα ξανά. Δονήθηκαν ακόμα και οι πέτρες κάτω από τα πόδια του. Ο βρόντος του ακούστηκε και τρίτη φορά, αλλά κόπηκε απότομα, σαν να είχε θρυμματιστεί το γκονγκ. Έπεσε σιωπή.

Πού είναι αυτό το μέρος; αναρωτήθηκε. Το σημαντικότερο, πού είναι ο Μπα’άλζαμον;

Σαν σε απάντηση, μια φλεγόμενη στήλη, σαν εκείνη που είχε κάνει η Μουαραίν, εκτοξεύθηκε από τις σκιές ανάμεσα στις κολώνες, κατευθείαν προς το στήθος του. Ο καρπός του έστριψε ενστικτωδώς το σπαθί· ήταν εν μέρει το ένστικτο, που τον έκανε να εξαπολύσει ροές από σαϊντίν στο Καλαντόρ, μια πλημμύρα Δύναμης που έκανε το σπαθί να αστράψει δυνατότερα ακόμα κι από τη στήλη που χιμούσε πάνω του. Η ασταθής ισορροπία του μεταξύ ύπαρξης και καταστροφής τρεμούλιασε. Σίγουρα αυτός ο χείμαρρος θα τον κατάπινε.

Το φωτεινό κοντάρι χτύπησε τη λεπίδα του Καλαντόρ ― και χωρίστηκε από την κόψη του, άνοιξε στα δύο και πέρασε δεξιά κι αριστερά του Ραντ. Αυτός ένιωσε το σακάκι του να καψαλίζεται στις άκρες από το διάβα του κονταριού και μύρισε το μαλλί του, που είχε αρχίσει να καίγεται. Πίσω του, τα δύο δόντια της παγωμένης φωτιάς, του υγρού φωτός, χτύπησαν τις πελώριες κολώνες από κοκκινόπετρα· εκεί που έπεσαν, η πέτρα έπαψε να υπάρχει και τα φλεγόμενα δόντια πέρασαν σε άλλες κολώνες, τρυπώντας τες κι εκείνες ακαριαία. Η Καρδιά της Πέτρας μούγκρισε, καθώς οι κολώνες έπεφταν και τσακίζονταν μέσα σε σύννεφα σκόνης και πίδακες από ερείπια. Αυτό που έπεφτε στο φως, όμως, απλώς... δεν υπήρχε πια.

Ένα γρύλισμα οργής ακούστηκε από τις σκιές και η πύρινη στήλη από καθαρή λευκή θερμότητα εξαφανίστηκε.

Ο Ραντ σπάθισε με το Καλαντόρ, σαν να χτυπούσε κάτι μπροστά του. Το λευκό φως που έκρυβε τη λεπίδα επιμηκύνθηκε, προχώρησε φλογισμένο και εισχώρησε στην κολώνα που έκρυβε το γρύλισμα. Η στιλβωμένη πέτρα κόπηκε σαν μετάξι. Η κομμένη κολώνα τρεμούλιασε· ένα μέρος της ξεκόλλησε, έπεσε από το ταβάνι και τσακίστηκε στο πάτωμα, αφήνοντας πελώρια, κοφτερά χαλάσματα. Καθώς το τρέμουλο καταλάγιαζε, ο Ραντ άκουσε, πιο πέρα, τον ήχο από μπότες στην πέτρα. Μπότες που έτρεχαν.

Με το Καλαντόρ προτεταμένο, ο Ραντ έτρεξε στο κατόπι του Μπα’άλζαμον.

Η ψηλή καμάρα που έβγαζε από την Πέτρα κατέρρευσε καθώς την έφτανε κι ολόκληρος ο τοίχος γκρεμίστηκε μέσα σε σύννεφα σκόνης και βράχων, σαν να ήθελε να τον θάψει, αλλά ο Ραντ του έριξε τη Δύναμη και όλα έγιναν σκόνη που αιωρούνταν. Συνέχισε να τρέχει. Δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς είχε κάνει, πώς το είχε κάνει, αλλά δεν είχε τώρα χρόνο να το σκεφτεί. Έτρεξε πίσω από τα βήματα του Μπα’άλζαμον, που χάνονταν στο βάθος, αντηχώντας στους διαδρόμους της Πέτρας.

Μυρντράαλ και Τρόλοκ πήδηξαν από το πουθενά, πελώριες, ζωώδεις μορφές και ανόφθαλμα πρόσωπα, παραμορφωμένα από τη λύσσα τους να σκοτώσουν, κατά εκατοντάδες, τόσοι που ξεχείλιζαν τους διαδρόμους μπρος και πίσω του, με σπαθιά σαν δρεπάνια και λεπίδες από θανατηφόρο, μαύρο ατσάλι, που αναζητούσαν το αίμα του. Χωρίς να ξέρει πώς το έκανε, τους μετέτρεψε όλους σε αχνούς που χώριζαν μπροστά του ― και χάνονταν. Ο αέρας γύρω του, ξαφνικά, έγινε καπνιά που τον έπνιγε, κλείνοντάς του τα ρουθούνια, φράζοντας την αναπνοή του, αλλά τον ξανάκανε φρέσκο, μια δροσερή αχλύ. Φλόγες ξεπήδησαν από το πάτωμα κάτω από τα πόδια του, χύθηκαν από τους τοίχους, το ταβάνι, μανιασμένοι πίδακες που έκαψαν υφαντά, χαλιά, τραπέζια, σεντούκια, τα έκαναν συννεφάκια στάχτης, ενώ τα διακοσμητικά και τις λάμπες μπροστά του τα έκαναν σταγόνες λιωμένου, πυρωμένου χρυσού· ισοπέδωσε τις φλόγες, τις σκλήρυνε και τις έκανε ένα κόκκινο βερνίκι στην πέτρα.

Οι πέτρες γύρω του ξεθώριασαν, σχεδόν έγιναν ομίχλη· ξεθώριασε η Πέτρα ολόκληρη. Η πραγματικότητα σείστηκε· την ένιωσε να ξετυλίγεται, ένιωσε τον εαυτό του να ξετυλίγεται. Κάτι τον έσπρωχνε σε κάποιο άλλο μέρος, όπου δεν υπήρχε απολύτως τίποτα. Τα Καλαντόρ φλεγόταν στα χέρια του σαν τον ήλιο, του φάνηκε πως θα έλιωνε. Του φάνηκε ότι και ο ίδιος θα έλιωνε από την παλίρροια της Μίας Δύναμης που περνούσε από μέσα του, την πλημμύρα που με κάποιον τρόπο την κατηύθυνε έτσι ώστε να σφραγίσει την τρύπα που είχε ανοιχτεί γύρω του και να τον κρατήσει στην πλευρά της ύπαρξης. Η Πέτρα ξανάγινε στερεή.

Δεν μπορούσε ούτε καν να φανταστεί τι ήταν αυτά που έκανε. Η Μία Δύναμη λυσσομανούσε μέσα του, ώσπου σχεδόν δεν γνώριζε τον εαυτό του, ώσπου σχεδόν δεν ήταν ο εαυτός του, μέχρι που αυτό που ήταν ο εαυτός του σχεδόν δεν υπήρχε. Η ισορροπία του παράπαιε. Ολόγυρά του υπήρχε μια ατέλειωτη πτώση, ο αφανισμός από τη Δύναμη, που ταξίδευε μέσω του εαυτού του στο σπαθί. Μονάχα στο χορό πάνω στην αιχμηρή κόψη του σπαθιού υπήρχε κάποια —αβέβαιη έστω― σιγουριά. Το Καλαντόρ έλαμπε στη χούφτα του. Του φάνηκε, στο τέλος, ότι ήταν εκεί ο ήλιος. Αμυδρά μέσα του, τρεμοσβήνοντας σαν φλόγα κεριού σε καταιγίδα, είχε τη βεβαιότητα ότι, αν κρατούσε το Καλαντόρ, θα μπορούσε να κάνει τα πάντα. Τα πάντα.

Έτρεξε σε ατέλειωτους διαδρόμους, χορεύοντας στο ξυράφι, κυνηγώντας εκείνον που θα τον έσφαζε, εκείνον που έπρεπε να σφάξει. Αυτή τη φορά δεν μπορούσε να υπάρξει άλλο τέλος. Αυτή τη φορά, ένας από τους δύο έπρεπε να πεθάνει! Ήταν φανερό ότι κι ο Μπα’άλζαμον το γνώριζε καλά αυτό. Το έσκαγε, έμενε πάντα μπροστά του κι έτσι μόνο οι ήχοι της φυγής του τραβούσαν τον Ραντ, αλλά ακόμα και διαφεύγοντας έστρεφε αυτή την Πέτρα του Δακρύου —που δεν ήταν η Πέτρα του Δακρύου― εναντίον του Ραντ και ο Ραντ αντιμαχόταν με το ένστικτο, με εικασίες, με τύχη, αντιμαχόταν και έτρεχε σε εκείνη την κόψη του ξυραφιού, σε τέλεια ισορροπία με τη Δύναμη ― το εργαλείο και το όπλο που θα τον έκαναν παρανάλωμα του πυρός αν σκόνταφτε.

Νερό γέμισε τους διαδρόμους μέχρι πάνω, πηχτό και μαύρο, σαν τον πάτο της θάλασσας, κόβοντάς του την ανάσα. Το ξανάκανε αέρα, άγνωστο πώς, και έτρεξε. Ξαφνικά, ο αέρας βάρυνε και φαινόταν λες και κάθε πόντος του σώματός του στήριζε ένα βουνό, πιέζοντάς τον από κάθε κατεύθυνση. Μια στιγμή πριν συντριβεί και γίνει ένα τίποτα, διάλεξε ρεύματα από την πλημμύρα της Δύναμης που μαινόταν μέσα του —δεν ήξερε πώς, τι και γιατί· ήταν τόσο γρήγορο, που δεν είχε περιθώριο για γνώση και κατανόηση― και η πίεση χάθηκε. Συνέχισε να καταδιώκει τον Μπα’άλζαμον και ο αέρας έγινε ξαφνικά ένας συμπαγής βράχος που τον κατάπιε, μετά λιωμένη πέτρα και μετά ένα τίποτα, που άφησε τα πνευμόνια του άδεια. Το έδαφος κάτω από τις μπότες του τον τραβούσε, λες και κάθε κιλό ζύγιζε χίλια και μετά κάθε βάρος χάθηκε, έτσι που με ένα βήμα έμεινε να στριφογυρνά στον αέρα. Αθέατα σαγόνια άνοιξαν, για να ξεριζώσουν το μυαλό από το σώμα του, για να αρπάξουν την ψυχή του. Ξέφυγε απ’ όλες τις παγίδες και συνέχισε να τρέχει· ό,τι στρέβλωνε ο Μπα’άλζαμον για να τον καταστρέψει, αυτός το διόρθωνε, δίχως να αντιλαμβάνεται το πώς. Ήξερε, αόριστα, ότι με κάποιον τρόπο ξανάφερνε τα πράγματα στη φυσική ισορροπία τους, τα ανάγκαζε να πάρουν τη θέση τους, με το χορό του κατά μήκος αυτού του απίστευτα λεπτού συνόρου μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, αλλά αυτή η γνώση ήταν μακρινή. Όλη η συνείδηση του βρισκόταν στην καταδίωξη, στο κυνήγι, στο θάνατο που θα έδινε το τέλος.

Και μετά ξαναβρέθηκε στην Πέτρα, καραδοκώντας μέσα στα χαλάσματα, που πριν ήταν τοίχος. Μερικές κολώνες τώρα κρέμονταν σαν σπασμένα δόντια. Και ο Μπα’άλζαμον οπισθοχώρησε μπροστά του, με μάτια που έκαιγαν, με τη σκιά να τον ντύνει. Μαύρες γραμμές, σαν ατσάλινα σκοινιά, έμοιαζαν να ξεκινούν από τον Μπα’άλζαμον και να πηγαίνουν προς το σκοτάδι που στοιβαζόταν ολόγυρά του· κι εξαφανίζονταν σε αφάνταστα ύψη και αποστάσεις μέσα σε εκείνο το σκότος.

«Δεν θα σκοτωθώ!» κραύγασε ο Μπα’άλζαμον. Το στόμα του ήταν φωτιά· η κραυγή του αντιλάλησε στις κολώνες. «Δεν μπορώ να ηττηθώ! Τη βοήθειά σου!» Ένα μέρος του σκοταδιού που τον τύλιγε, ήρθε στα χέρια του και σχημάτισε μια μπάλα τόσο μαύρη, που έμοιαζε να ρουφά ακόμα και το φως του Καλαντόρ. Ξαφνικός θρίαμβος άστραψε στις φλόγες των ματιών του.

«Χάθηκες!» φώναξε ο Ραντ. Το Καλαντόρ στριφογύρισε στα χέρια του. Το φως του χτύπησε το σκοτάδι, έκοψε τις μαύρες γραμμές γύρω από τον Μπα’άλζαμον και τον έκανε να τιναχτεί σπασμωδικά. Σαν να ήταν δύο κι όχι ένας, φάνηκε να μικραίνει και να μεγαλώνει την ίδια στιγμή. «Έσβησες!» Ο Ραντ κάρφωσε την αστραφτερή λεπίδα στο στήθος του Μπα’άλζαμον.

Ο Μπα’άλζαμον ούρλιαξε και οι φωτιές του προσώπου του απλώθηκαν ανεξέλεγκτες. «Ανόητε!» ούρλιαξε. «Ο Μέγας Άρχων του Σκότους δεν μπορεί ποτέ να ηττηθεί!»

Ο Ραντ τράβηξε τη λεπίδα του σπαθιού και το σώμα του Μπα’άλζαμον σακούλιασε και γκρεμίστηκε, ενώ η σκιά γύρω του εξαφανίστηκε.

Ξαφνικά, ο Ραντ βρέθηκε σε μια άλλη Καρδιά της Πέτρας, κυκλωμένος από κολώνες που ήταν ακόμα ολόκληρες και άντρες που πολεμούσαν ουρλιάζοντας και πεθαίνοντας, άντρες με πέπλα και άντρες με θώρακες και κράνη. Η Μουαραίν ακόμα ήταν σωριασμένη στη βάση μιας κολώνας από κοκκινόπετρα. Και στα πόδια του Ραντ κείτονταν το κορμί ενός άντρα, ριγμένο ανάσκελα, με μια καμένη τρύπα στο στήθος του. Ίσως, ως μεσήλικας, να ήταν όμορφος, μόνο που εκεί που έπρεπε να είναι τα μάτια του υπήρχαν μονάχα χάσματα, απ’ όπου σηκώνονταν πλοκάμια μαύρου καπνού.

Τα κατάφερα, σκέφτηκε. Σκότωσα τον Μπα’άλζαμον, σκότωσα τον Σαϊ’τάν! Νίκησα στην Τελευταία Μάχη! Φως μου, είμαι πράγματι ο Αναγεννημένος Δράκοντας! Ο καταστροφέας των εθνών, ο Τσακιστής τον Κόσμου. Όχι! Θα βάλω ΤΕΛΟΣ στην καταστροφή, θα σταματήσω τους σκοτωμούς! Θα τα σταματήσω όλα!

Ύψωσε το Καλαντόρ πάνω από το κεφάλι του. Ασημένιοι κεραυνοί τριζοβόλησαν από τη λεπίδα, κοφτερά κοντάρια που τινάχτηκαν στο μεγάλο θόλο ψηλά. «Σταματήστε!» φώναξε. Η μάχη έπαψε― οι άνθρωποι τον κοίταξαν με δέος κάτω από το μαύρο πέπλο τους, κάτω από το γείσο του στρογγυλού κράνους τους. «Είμαι ο Ραντ αλ’Θορ!» φώναξε, έτσι ώστε η φωνή του να αντηχήσει στην αίθουσα. «Είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας!» Το Καλαντόρ έλαμψε στο χέρι του.

Ένας-ένας, άντρες με πέπλα και άντρες με θώρακες γονάτισαν μπροστά του κραυγάζοντας: «Ο Δράκοντας Αναγεννήθηκε! Ο Δράκοντας Αναγεννήθηκε!»

Загрузка...