41 Ο Όρκος ενός Κυνηγού

Καθώς η Χήνα τον Χιονιού προχωρούσε παράλληλα με τις μακριές, πέτρινες αποβάθρες του Ίλιαν, με τα πανιά διπλωμένα και τα κουπιά να την ωθούν, ο Πέριν στεκόταν κοντά στην πρύμνη και παρακολουθούσε τα μεγάλα κοπάδια των μακρυπόδαρων πουλιών να τσαλαβουτούν στα νερά ανάμεσα στα ψηλά χορτάρια, που σχεδόν περικύκλωναν το μεγάλο λιμάνι. Αναγνώριζε τους μικρούς, λευκούς γερανούς και μάντευε ότι τα άλλα ήταν τα μεγαλύτερα, γαλάζια αδέρφια τους. Εντούτοις, πολλά από τα πουλιά με το λοφίο —με κόκκινα ή ροζ πούπουλα, μερικά με επίπεδο ράμφος, πλατύτερο από της πάπιας― δεν τα ήξερε καθόλου. Καμιά δεκαριά είδη γλάρων πετούσαν αργά πάνω από το λιμάνι και ένα μαύρο πουλί με μακρύ, μυτερό ράμφος πετούσε ελάχιστα πιο πάνω από τα νερά, με τη σάρκα κάτω από το ράμφος του να αφήνει ένα αυλάκι. Πλοία τριπλά και τετραπλά σε μέγεθος από τη Χήνα τον Χιονιού ήταν αγκυροβολημένα σε όλη την έκταση του λιμανιού, περιμένοντας τη σειρά τους για τις αποβάθρες, ή για να γυρίσει η παλίρροια και να φύγουν από το μακρύ κυματοθραύστη. Μικρές ψαρόβαρκες έπλεαν κοντά στα έλη και στα ποταμάκια που τα τροφοδοτούσαν, με δυο-τρεις άντρες στην καθεμιά να σέρνουν δίχτυα στερεωμένα σε μεγάλα κοντάρια, που απλώνονταν δεξιά και αριστερά από κάθε βάρκα.

Ο αέρας μύριζε αλμύρα και δεν βοηθούσε να καταλαγιάσει η ζέστη. Ο ήλιος κατηφόριζε προς τον ορίζοντα, αλλά η μέρα ήταν ακόμα σαν μεσημέρι. Ο αέρας ήταν υγρός· μόνο έτσι μπορούσε να τον περιγράψει. Υγρό. Η μύτη του έπιανε μυρωδιές φρέσκων ψαριών από τις βάρκες, μπαγιάτικη ψαρίλα, λασπουριά από τα έλη και την ξινή βρώμα ενός μεγάλου βυρσοδεψείου, που ήταν σε ένα νησί δίχως δέντρα, στα χορτάρια των ελών.

Ο κυβερνήτης Ατάρα μουρμούρισε κάτι χαμηλόφωνα πίσω του, το τιμόνι έτριξε και η Χήνα τον Χιονιού άλλαξε λίγο πορεία. Οι ξυπόλητοι ναύτες δούλευαν τα κουπιά σαν να προσπαθούσαν να μη βγάλουν τον παραμικρό ήχο. Ο Πέριν δεν τους κοίταξε, μόνο το βλέμμα του έπαιξε προς τα κει για μια στιγμή.

Αντιθέτως, κράτησε το βλέμμα του καρφωμένο στο βυρσοδεψείο, παρατηρώντας τους άντρες να ξύνουν τομάρια απλωμένα σε ξύλινα πλαίσια, ενώ κάποιοι άλλοι, με μακριά κοντάρια, έβγαζαν τομάρια από τεράστιες, υπόγειες δεξαμενές. Μερικές φορές στοίβαζαν τα τομάρια σε καροτσάκια και τα κατέβαζαν στο μακρύ, χαμηλό κτίριο στην άκρη του περιβόλου· άλλες φορές, ξανάριχναν τα τομάρια στη δεξαμενή, προσθέτοντας υγρά από μεγάλα κιούπια. Μάλλον έφτιαχναν περισσότερο δέρμα σε μια μέρα απ’ όσο φτιάχνονταν στο Πεδίο του Έμοντ μέσα σε μήνες και ο Πέριν έβλεπε κι άλλο ένα βυρσοδεψείο, σε ένα άλλο νησί, πίσω από το πρώτο.

Όχι ότι τον ενδιέφεραν στ’ αλήθεια τα πλοία και οι ψαρόβαρκες και τα βυρσοδεψεία, ή έστω τα πουλιά —αν κι αναρωτιόταν τι να ψάρευαν άραγε εκείνα τα ροδαλά πουλιά με τα πλατιά ράμφη, που μερικά του φαίνονταν πεντανόστιμα κι έπρεπε να δείχνει αυτοσυγκράτηση― όμως ήταν καλύτερο από το βλέπει τη σκηνή πίσω του, στο κατάστρωμα της Χήνας τον Χιονιού. Απ’ αυτήν, ο πέλεκυς στη ζώνη του δεν θα τον προστάτευε. Ακόμα κι ένας πέτρινος τοίχος δεν θα ήταν αρκετή άμυνα, σκέφτηκε.

Η Μουαραίν ούτε είχε χαρεί, ούτε είχε δυσαρεστηθεί ανακαλύπτοντας ότι η Ζαρίν -δεν θα τη λέω Φάιλε κι ας πάρει αυτή ό,τι όνομα θέλει! Δεν είναι γεράκι!― ήξερε ότι ήταν Άες Σεντάι, αν και ήταν λιγάκι στενοχωρημένη μαζί του, που δεν της το είχε πει. Λιγάκι στενοχωρημένη. Με είπε βλάκα, μα δεν έδειξε τίποτα παραπάνω. Τότε. Τη Μουαραίν δεν φαινόταν να τη νοιάζει αν η Ζαρίν ήταν Κυνηγός ή όχι. Όταν, όμως, έμαθε ότι η κοπέλα πίστευε ότι θα την οδηγούσαν στο Κέρας του Βαλίρ, όταν έμαθε ότι ο Πέριν το ήξερε αυτό και δεν της το είχε πει —κατά τη γνώμη του, η Ζαρίν ήταν κάτι παραπάνω από ειλικρινής γι’ αυτά τα θέματα μιλώντας με τη Μουαραίν― τότε το ψυχρό, γαλάζιο βλέμμα της είχε πάρει μια ένταση που τον έκανε να νιώσει σαν να ήταν κλεισμένος σε ένα βαρέλι με χιόνι μέσα στο καταχείμωνο. Η Άες Σεντάι δεν είπε τίποτα, αλλά συχνά τον κάρφωνε με το βλέμμα για ώρα πολλή κι αυτό τον τάραζε.

Ο Πέριν κοίταξε πάνω από τον ώμο του και γρήγορα ξανάπιασε να μελετά την ακροποταμιά. Η Ζαρίν καθόταν σταυροπόδι στο κατάστρωμα, κοντά στα άλογα, που ήταν μαντρωμένα ανάμεσα στα κατάρτια· είχε δίπλα τα πράγματα και το σκούρο μανδύα της, τις στενές, σχιστές φούστες της τακτοποιημένες και έκανε ότι παρατηρούσε τις στέγες και τους πύργους της πόλης την οποία πλησίαζαν. Και η Μουαραίν, επίσης, μελετούσε το Ίλιαν, λίγο πιο μπροστά από τους άντρες που κωπηλατούσαν, αλλά πού και πού, μέσα από τη βαθιά κουκούλα του πολυτελούς, γκρίζου, μάλλινου μανδύα της, έριχνε μια σκληρή ματιά στην κοπέλα. Πώς αντέχει να το φοράει; Το σακάκι του το είχε ξεκούμπωτο και το πουκάμισό του ανοιχτό στο γιακά.

Η Ζαρίν απαντούσε με ένα χαμόγελο σε κάθε βλέμμα της Μουαραίν, αλλά κάθε φορά που η Μουαραίν γύριζε αλλού, ξεροκατάπινε και σφούγγιζε το μέτωπο της.

Ο Πέριν σχεδόν τη θαύμαζε γι’ αυτό το χαμόγελο, όταν την κοιτούσε η Μουαραίν. Ήταν πολύ περισσότερο απ’ αυτό που θα μπορούσε να κάνει ο ίδιος. Δεν είχε δει ποτέ την Άες Σεντάι να χάνει την ψυχραιμία της, αλλά τώρα μέσα του ευχόταν να του έβαζε τις φωνές, να ξεσπούσε, να έκανε οτιδήποτε άλλο εκτός από το να τον κοιτάζει. Φως μου, όχι κι οτιδήποτε! Ίσως το βλέμμα της να ήταν υποφερτό.

Ο Λαν καθόταν πιο μπροστά στην πλώρη από τη Μουαραίν —ο μανδύας του, που άλλαζε χρώματα, ήταν ακόμα μέσα στα σακίδια που είχε στα πόδια του― κι εξωτερικά φαινόταν να εξετάζει τη λεπίδα του απορροφημένος, αλλά δεν κατέβαλλε ιδιαίτερη προσπάθεια να κρύψει το γεγονός ότι διασκέδαζε. Μερικές φορές, τα χείλη του έμοιαζαν να σουφρώνουν λίγο, να βρίσκονται στα πρόθυρα του χαμόγελου. Ο Πέριν δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό· κάποιες στιγμές του φαινόταν ότι ήταν απλώς μια σκιά. Οι σκιές μπορούσαν να κάνουν κι ένα σφυρί να δείχνει χαμογελαστό. Καθεμιά από τις γυναίκες, προφανώς, πίστευε ότι γελούσε μαζί της, αλλά ο Πρόμαχος δεν φαινόταν να ενοχλείται από τα κατσουφιασμένα βλέμματα που του έριχναν.

Πριν από μερικές μέρες, ο Πέριν είχε ακούσει τη Μουαραίν να ρωτά τον Λαν, με φωνή σαν πάγος, αν έβλεπε κάτι αστείο. «Ποτέ δεν θα γελούσα μαζί σου, Μουαραίν Σεντάι», είχε αποκριθεί γαλήνια, «αλλά αν όντως σκοπεύεις να με στείλεις στη Μυρέλ, τότε πρέπει να συνηθίσω να χαμογελώ. Άκουσα ότι η Μυρέλ λέει αστεία στους Πρόμαχους τους. Ο Γκαϊντίν πρέπει να γελά με τα αστεία αυτής στην οποία έχει δεσμευτεί· εσύ μου έχεις κάνει αρκετά αστεία, σωστά; Ίσως, τελικά, να προτιμούσες να μείνω μαζί σου». Εκείνη του είχε ρίξει μια ματιά που θα είχε καρφώσει στο κατάρτι κάθε άλλο άντρα, αλλά ο Πρόμαχος ούτε που ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ο Λαν έκανε το παγωμένο ατσάλι να μοιάζει με ντενεκέ.

Το πλήρωμα είχε μάθει να τραβά κουπί μέσα σε απόλυτη σιωπή όταν ήταν μαζί στο κατάστρωμα η Μουαραίν και η Ζαρίν. Ο καπετάνιος Ατάρα έγερνε το κεφάλι και έμοιαζε σαν να άκουγε κάτι που δεν ήθελε να ακούσει. Έδινε διαταγές με ψιθύρους, αντί για τις φωνάρες της αρχής. Τώρα, όλοι ήξεραν ότι η Μουαραίν ήταν Άες Σεντάι, όπως, επίσης, γνώριζαν και ότι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη. Ο Πέριν είχε παρασυρθεί και είχε τσακωθεί μεγαλόφωνα με τη Ζαρίν και δεν ήταν σίγουρος ποιος από τους δυο τους είχε πει τις λέξεις «Άες Σεντάι», όμως όλο το πλήρωμα το ήξερε. Άτιμη γυναίκα! Δεν ήξερε αν εννοούσε τη Μουαραίν ή τη Ζαρίν. Αν αυτή είναι το γεράκι, τότε ποια είναι ο αστούριος; Θα μου φορτωθούν δύο γυναίκες σαν κι αυτή; Φως μου! Όχι! Δεν είναι γεράκι, τελεία και παύλα! Το μόνο καλό στην όλη υπόθεση ήταν ότι οι ναύτες, έχοντας τον μπελά μιας θυμωμένης Άες Σεντάι, δεν κοίταζαν δεύτερη φορά τα μάτια του.

Ο Λόιαλ δεν φαινόταν πουθενά προς το παρόν. Ο Ογκιρανός έμενε στη στενή καμπίνα του όποτε ήταν μαζί στο κατάστρωμα η Μουαραίν και η Ζαρίν ― δούλευε τις σημειώσεις του, έλεγε. Ανέβαινε στο κατάστρωμα μόνο τα βράδια, για να καπνίσει την πίπα του. Πώς άντεχε τη ζέστη, ο Πέριν δεν το καταλάβαινε· ακόμα και η Μουαραίν με τη Ζαρίν ήταν προτιμότερες από το να μένει κανείς κάτω από το κατάστρωμα.

Αναστέναξε, χωρίς να χάσει το Ίλιαν από το βλέμμα του. Η πόλη στην οποία πλησίαζε το πλοίο ήταν μεγάλη —ήταν σαν την Καιρχίν και το Κάεμλυν, τις μόνες μεγαλουπόλεις που είχε δει ποτέ του― και ξεπρόβαλλε από έναν πελώριο βάλτο, που απλωνόταν μίλια ολόγυρα, σαν μια πεδιάδα με χορτάρι που κυμάτιζε. Το Ίλιαν δεν είχε καθόλου τείχη, αλλά έμοιαζε να είναι όλο γεμάτο πύργους και παλάτια. Τα κτίρια ήταν όλα φτιαγμένα από πέτρα σε ανοιχτές αποχρώσεις, λευκές, γκρίζες και ροζ, ακόμα και αχνοπράσινες, με εξαίρεση κάποια που έμοιαζαν να είναι καλυμμένα με άσπρο γύψο. Οι κεραμιδένιες στέγες αστραφτοβολούσαν κάτω από τον ήλιο σε χιλιάδες διαφορετικά χρώματα. Οι μακριές αποβάθρες φιλοξενούσαν πλήθος πλοία, που τα περισσότερα έκαναν τη Χήνα τον Χιονιού να μοιάζει νάνος μπροστά τους και έσφυζαν από δραστηριότητα, καθώς οι εργάτες φόρτωναν και ξεφόρτωναν. Στην άλλη άκρη της πόλης υπήρχαν ναυπηγεία, στα οποία μεγάλα πλοία στέκονταν σε διάφορα στάδια της κατασκευής, από σκελετοί με χοντρά ξύλινα πλευρά, μέχρι πλοία έτοιμα να γλιστρήσουν στο λιμάνι.

Ίσως το Ίλιαν να ήταν αρκετά μεγάλο για να διώξει τους λύκους. Σίγουρα, πάντως, δεν θα κυνηγούσαν σε αυτούς τους βάλτους. Η Χήνα τον Χιονιού είχε ξεφύγει από τους λύκους που τον ακολουθούσαν από τα βουνά. Ο Πέριν άνοιξε τώρα επιφυλακτικά το νου του και ένιωσε... το τίποτα. Ένα παράξενα κενό συναίσθημα, δεδομένου ότι αυτό ακριβώς ήθελε. Τα όνειρα που έβλεπε ήταν δικά του —ως επί το πλείστον― μετά την πρώτη εκείνη νύχτα. Η Μουαραίν τον είχε ρωτήσει γι’ αυτά με την ψυχρή φωνή της κι ο Πέριν είχε πει ι ην αλήθεια. Δύο φορές είχε βρεθεί σε εκείνο το παράξενο είδος λυκίσιων ονείρων και τις δύο φορές είχε εμφανιστεί ο Άλτης, που τον είχε κυνηγήσει για να τον διώξει, λέγοντάς του ότι ακόμα ήταν πολύ μικρός, πολύ νέος. Δεν είχε ιδέα τι νόημα είχε βγάλει απ’ αυτό η Μουαραίν, δεν του έλεγε τίποτα, μόνο ότι έπρεπε να προσέχει.

«Κι εγώ το ίδιο λέω», μούγκρισε. Είχε σχεδόν συνηθίσει τον Άλτη να είναι νεκρός αλλά και όχι νεκρός, τουλάχιστον στα λυκίσια όνειρα. Πίσω του, άκουσε τον καπετάνιο Ατάρα να περπατά στο κατάστρωμα, σέρνοντας τις μπότες του και μουρμουρίζοντας κάτι. Ξαφνιάστηκε που κάποιος είχε μιλήσει δυνατά.

Οι ναύτες έριξαν σκοινιά από το πλοίο στη στεριά. Πριν καλά-καλά οι λιμενεργάτες τα δέσουν στους πέτρινους πασσάλους, ο μικροκαμωμένος καπετάνιος έπιασε δουλειά κι άρχισε να ψιθυρίζει με ένταση στο πλήρωμά του. Έβαλε να ετοιμάσουν τις δοκούς για να κατεβάσουν τα άλογα στο λιμάνι, ενώ ήδη έστηναν τη σανιδόσκαλα. Το μαύρο πολεμικό άλογο του Λαν έριξε μια κλωτσιά και παραλίγο να σπάσει τη δοκό που το κράταγε. Το πελώριο άλογο με τα φουντωτά πόδια, που είχε ο Λόιαλ, χρειάστηκε δύο δοκούς.

«Τιμή μου», ψιθύρισε ο Ατάρα στη Μουαραίν με μια υπόκλιση, καθώς εκείνη ανέβαινε στην πλατιά σανιδόσκαλα που κατέληγε στην αποβάθρα. «Τιμή μου που σε υπηρέτησα, Άες Σεντάι». Εκείνη κατέβηκε στη στεριά δίχως να τον κοιτάξει, με το πρόσωπο κρυμμένο στη βαθιά κουκούλα.

Ο Λόιαλ δεν έκανε την εμφάνιση του παρά μόνο όταν όλοι οι άλλοι είχαν κατέβει στην αποβάθρα, καθώς και τα άλογα. Ο Ογκιρανός κατέβηκε με βροντερό βήμα τη σανιδόσκαλα προσπαθώντας να φορέσει το μακρύ σακάκι του, ενώ ταυτοχρόνως κουβαλούσε τα σακίδια, τη ριγέ τυλιγμένη κουβέρτα και το μανδύα σε ένα χέρι. «Δεν ήξερα ότι φτάσαμε», μπουμπούνισε με κομμένη την ανάσα. «Ξαναδιάβαζα τις...» Η φωνή του έσβησε, καθώς έριχνε μια ματιά στη Μουαραίν. Αυτή φαινόταν να κοιτάζει απορροφημένη τον Λαν, που σέλωνε την Αλντίμπ, αλλά τα αυτιά του Ογκιρανού τρεμούλιασαν, σαν νευρικής γάτας.

Τις σημειώσεις τον, σκέφτηκε ο Πέριν. Κάποτε θα πρέπει να δω τι λέει για όλα αυτά. Κάτι τον γαργάλησε στο σβέρκο και τινάχτηκε, πριν συνειδητοποιήσει ότι μύριζε μια καθαρή οσμή βοτάνων ανάμεσα στα μπαχαρικά, την πίσσα και τη βρώμα των μόλων.

Η Ζαρίν έπαιξε τα δάχτυλά της, χαμογελώντας του. «Αν μπορώ να το κάνω αυτό με ένα άγγιγμα των δαχτύλων μου, αγροτόπαιδο, αναρωτιέμαι πόσο ψηλά θα πηδούσες αν —;»

Είχε βαρεθεί να μετρά και να ζυγίζει τις ματιές από αυτά τα μαύρα, γερτά μάτια της. Μπορεί να είναι όμορφη, αλλά με κοιτάζει όπως εγώ θα κοίταζα ένα εργαλείο που δεν έχω ξαναδεί και προσπαθώ να καταλάβω πώς κατασκευάστηκε και πώς χρησιμοποιείται.

«Ζαρίν». Η φωνή της Μουαραίν ήταν ψύχραιμη και ατάραχη.

«Λέγομαι Φάιλε», είπε με σταθερό τόνο η Ζαρίν και για μια στιγμή, με την κοφτή μύτη της, έμοιαζε πράγματι με γεράκι.

«Ζαρίν», είπε σταθερά η Μουαραίν, «ήρθε η ώρα να χωρίσουν οι δρόμοι μας. Θα βρεις αλλού καλύτερο Κυνήγι και ασφαλέστερο».

«Δεν νομίζω», είπε εξίσου σταθερά η Ζαρίν. «Ο Κυνηγός πρέπει να ακολουθεί τα ίχνη που βλέπει και κανένας Κυνηγός δεν θα αγνοούσε τα ίχνη που αφήνετε εσείς πίσω σας. Και με λένε Φάιλε». Τα χάλασε στο τέλος ξεροκαταπίνοντας, αλλά δεν ανοιγόκλεισε τα μάτια καθώς αντίκριζε το βλέμμα της Μουαραίν.

«Είσαι βέβαιη;» είπε μαλακά η Μουαραίν. «Είσαι βέβαιη ότι δεν θα αλλάξεις γνώμη... Γεράκι;»

«Είμαι. Ούτε εσύ, ούτε ο Πρόμαχός σου, με το σκληρό πρόσωπο, δεν μπορείτε να κάνετε κάτι για να με εμποδίσετε». Η Ζαρίν κοντοστάθηκε και ύστερα πρόσθεσε αργά, σαν να είχε αποφασίσει να φανεί εντελώς ειλικρινής: «Τουλάχιστον, εσύ δεν θα κάνεις κάτι που να μπορεί να με σταματήσει. Ξέρω κάτι λίγα για τις Άες Σεντάι· ξέρω, παρά τις ιστορίες, ότι υπάρχουν πράγματα που δεν κάνετε ποτέ. Και δεν πιστεύω ότι ο σκληροπρόσωπος θα έκανε αυτό που πρέπει για να με σταματήσει».

«Είσαι τόσο βέβαιη, που θα το διακινδυνέψεις;» Ο Λαν μίλησε χαμηλόφωνα και η έκφραση του δεν άλλαξε, αλλά η Ζαρίν ξεροκατάπιε πάλι.

«Δεν χρειάζεται να την απειλείς, Λαν», είπε ο Πέριν. Ξαφνιάστηκε όταν κατάλαβε ότι αγριοκοίταζε τον Πρόμαχο.

Το βλέμμα της Μουαραίν έκανε και τον ίδιο και τον Πέριν να σωπάσουν. «Νομίζεις ότι ξέρεις τι δεν πρόκειται να κάνει μια Άες Σεντάι, έτσι δεν είναι;» είπε με φωνή πολύ πιο απαλή από πριν. Το χαμόγελό της ήταν κάθε άλλο παρά ευχάριστο. «Αν θέλεις να έρθεις μαζί μας, να τι πρέπει να κάνεις». Ο Λαν βλεφάρισε έκπληκτος·

οι δύο γυναίκες κοιτάζονταν σαν το γεράκι και το ποντίκι, αλλά τώρα το γεράκι δεν ήταν η Φάιλε. «Θα ορκιστείς στον όρκο των Κυνηγών ότι θα κάνεις ό,τι λέω, ότι θα με υπακούς και ότι δεν θα μας αφήσεις. Από τη στιγμή που θα ξέρεις τι κάνουμε, δεν θα σου επιτρέψω να πέσεις σε λάθος χέρια. Άκουσε και κατάλαβε ότι αυτή είναι η αλήθεια, μικρή μου. Θα ορκιστείς να ενεργείς σαν μια από εμάς και να μην κάνεις κάτι που θα θέσει σε κίνδυνο το σκοπό μας. Δεν θα ρωτάς πού πάμε και γιατί· θα σου αρκούν όσα σου λέω. Θα ορκιστείς για όλα αυτά, αλλιώς θα μείνεις εδώ, στο Ίλιαν. Και δεν θα αφήσεις αυτό το βάλτο, παρά μόνο όταν ξαναγυρίσω για να σε ελευθερώσω, ακόμα κι αν μείνεις όλη σου τη ζωή εδώ. Αυτός είναι ο δικός μου όρκος».

Η Ζαρίν γύρισε ανήσυχη το κεφάλι, παρακολουθώντας με το ένα μάτι τη Μουαραίν. «Αν ορκιστώ, θα μπορέσω να σας συνοδεύσω;» Η Μουαραίν ένευσε. «Θα είμαι σαν κι εσάς, ίδια με τον Λόιαλ και τον σκληροπρόσωπο. Αλλά δεν θα μπορώ να κάνω ερωτήσεις. Αυτοί μπορούν;» Η Μουαραίν φάνηκε να χάνει την υπομονή της. Η Ζαρίν όρθωσε το κορμί της και σήκωσε το κεφάλι. «Πολύ καλά, λοιπόν. Ορκίζομαι, στον όρκο που έδωσα ως Κυνηγός. Αν πατήσω τον ένα, θα έχω πατήσει και τους δύο. Το ορκίζομαι!»

«Έγινε», είπε η Μουαραίν κι άγγιξε το μέτωπο της νεαρής· η Ζαρίν ανατρίχιασε. «Αφού μας την έφερες εσύ, Πέριν, θα είναι δική σου ευθύνη».

«Δική μου!» είπε με ψιλή φωνή αυτός.

«Δεν είμαι ευθύνη κανενός, παρά μόνο δική μου!» είπε η Ζαρίν σχεδόν φωνάζοντας.

Η Άες Σεντάι συνέχισε γαλήνια, σαν να μην είχαν ανοίξει το στόμα τους. «Φαίνεται ότι βρήκες το γεράκι της Μιν, τα’βίρεν. Προσπάθησα να την αποθαρρύνω, αλλά φαίνεται ότι θα κουρνιάσει στον ώμο σου, ό,τι κι αν κάνω εγώ. Φαίνεται ότι Σχήμα υφαίνει ένα μέλλον για σένα. Μα τούτο να θυμάσαι. Αν χρειαστεί, θα κόψω το νήμα σου από το Σχήμα. Κι αν η κοπέλα θέσει σε κίνδυνο αυτό που πρέπει να γίνει, τότε θα έχεις κι εσύ τη μοίρα της».

«Δεν της ζήτησα εγώ να έρθει!» διαμαρτυρήθηκε ο Πέριν. Η Μουαραίν καβαλίκεψε ήρεμα την Αλντίμπ κι έσιαξε το μανδύα της πάνω από τη σέλα της λευκής φοράδας. «Δεν τη ζήτησα εγώ!» Ο Λόιαλ τον κοίταξε και σήκωσε τους ώμους, ενώ τα χείλη του σχημάτισαν λέξεις χωρίς να μιλήσει. Το δίχως άλλο, θα ήταν κάποιο ρητό για τους κινδύνους που διέτρεχαν όσοι θύμωναν τις Άες Σεντάι.

«Είσαι τα’βίρεν;» είπε η Ζαρίν με ύφος σαν να μην το πίστευε. Το βλέμμα της πέρασε πάνω από τα γεροφτιαγμένα, χωριάτικα ρούχα του και στάθηκε στα κίτρινα μάτια του. «Ε, μπορεί. Ό,τι κι αν είσαι, αυτή δεν διστάζει να σε απειλήσει, όπως κι εμένα. Ποια είναι η Μιν; Τι εννοεί ότι θα κουρνιάσω στον ώμο σου;» Το πρόσωπό της πήρε μια σκληρή έκφραση. «Αν κάνεις σαν να είσαι υπεύθυνος για μένα, θα σου κόψω τα αυτιά. Με άκουσες;»

Ο Πέριν έκανε μια γκριμάτσα, έχωσε το λυμένο τόξο του κάτω από τα λουριά της σέλας, στα πλευρά του Γοργοπόδη και καβαλίκεψε. Το καφεγκρίζο άλογο, που ήταν νευρικό ύστερα από τόσες μέρες στο πλοίο, χοροπήδησε, πριν το ησυχάσει ο Πέριν κρατώντας σταθερά τα χάμουρα και χαϊδεύοντας το λαιμό του.

«Τίποτα απ’ όσα λες δεν αξίζει απάντηση», μούγκρισε. Η Μιν της το είπε! Που να καείς, Μιν! Να καείς κι εσύ, Μουαραίν! Και η Ζαρίν! Δεν θυμόταν να είχαν βρεθεί ποτέ σε τέτοια κατάσταση ο Ραντ ή ο Ματ, με γυναίκες να τους φοβερίζουν από κάθε μεριά. Ούτε κι ο ίδιος είχε βρεθεί ποτέ σε τέτοια θέση, πριν φύγει από το Πεδίο του Έμοντ. Η Νυνάβε ήταν η μοναδική που το έκανε. Και η κυρά Λούχαν, φυσικά, έκανε κουμάντο στον Πέριν και τον αφέντη Λούχαν παντού, εκτός από το σιδηρουργείο. Και η Εγκουέν έκανε ό,τι ήθελε, αν και κυρίως με τον Ραντ. Η κυρά αλ’Βερ, η μητέρα της Εγκουέν, πάντα ήταν με το χαμόγελο στα χείλη, αλλά συνήθως τα πράγματα γίνονταν όπως τα ήθελε. Και ο Κύκλος των Γυναικών έχωνε τη μύτη του παντού.

Μουρμουρίζοντας μόνος του, άπλωσε το χέρι και έπιασε τη Ζαρίν από το μπράτσο· εκείνη κακάρισε και παραλίγο να της πέσουν τα πράγματα καθώς ο Πέριν την ανέβαζε πίσω του στη σέλα. Με εκείνες τις σχιστές φούστες, της ήταν εύκολο να καβαλικέψει τον Γοργοπόδη. «Η Μουαραίν θα πρέπει να σου αγοράσει άλογο», μουρμούρισε. «Δεν μπορείς να κάνεις τόσο δρόμο με τα πόδια».

«Είσαι δυνατός, σιδερά», είπε η Ζαρίν, τρίβοντας το μπράτσο της, «αλλά εγώ δεν είμαι από σίδερο». Μετακινήθηκε πάνω στη σέλα κι έβαλε ανάμεσά τους τα μπαγκάζια και το μανδύα της. «Μπορώ να αγοράσω μόνη μου άλογο, αν χρειαστεί. Τόσο δρόμο, για πού;»

Ο Λαν ήδη είχε φύγει από το λιμάνι και έμπαινε στην πόλη, με τη Μουαραίν και τον Λόιαλ στο κατόπι του. Ο Ογκιρανός γύρισε και κοίταξε τον Πέριν.

«Όχι ερωτήσεις, το ξέχασες; Και το όνομά μου είναι Πέριν, Ζαρίν. Όχι “άντρακλας” ή “σιδεράς” ή οτιδήποτε άλλο. Πέριν. Πέριν Αϋμπάρα».

«Και το δικό μου είναι Φάιλε, σγουρομάλλη».

Αφήνοντας έναν ήχο που έμοιαζε με γρύλισμα, κλώτσησε τον Γοργοπόδη για να ακολουθήσει τους άλλους. Η Ζαρίν αναγκάστηκε να τον αγκαλιάσει βιαστικά από τη μέση, για να μην πέσει από τη σέλα. Του φάνηκε ότι γελούσε πίσω του.

Загрузка...