6 Το Κυνήγι Αρχίζει

Ο Πέριν δεν περίμενε πως θα κοιμόταν, αλλά το στομάχι του, από τη μια, που ήταν γεμάτο κρύα σούπα —η σθεναρή απόφασή του να φάει μόνο ρίζες είχε κρατήσει μόνο μέχρι τη στιγμή που είχε μυρίσει τα απομεινάρια της σούπας― και η κούραση, από την άλλη, που έκανε τα κόκαλά του να πονούν, τον έριξαν τελικά στο κρεβάτι. Αν ονειρεύτηκε, δεν το θυμόταν. Ξύπνησε νιώθοντας τον Λαν να τον τραντάζει από τους ώμους, ενώ η αυγή, που έμπαινε από την ανοιχτή πόρτα, μετέτρεπε τον Πρόμαχο σε σκιά στεφανωμένη με φως.

«Ο Ραντ εξαφανίστηκε», ήταν το μόνο που είπε ο Λαν πριν φύγει τρέχοντας, αλλά δεν χρειαζόταν να πει κάτι άλλο.

Ο Πέριν ανάγκασε τον εαυτό του να σηκωθεί ενώ χασμουριόταν και ντύθηκε γοργά μέσα στο πρωινό αγιάζι. Έξω φαίνονταν μόνο κάποιοι Σιναρανοί, που με τα άλογα έσερναν πτώματα Τρόλοκ στο δάσος και οι πιο πολλοί έδειχναν, με τις κινήσεις τους, ότι θα έπρεπε κανονικά να είναι στο κρεβάτι άρρωστοι. Το σώμα ήθελε χρόνο για να αναπληρώσει την ενέργεια που χρειαζόταν η Θεραπεία.

Το στομάχι του Πέριν διαμαρτυρήθηκε και η μύτη του δοκίμασε την αύρα, ελπίζοντας ότι κάποιος θα είχε αρχίσει να μαγειρεύει. Τώρα ήταν έτοιμος να φάει εκείνες τις ρίζες που έμοιαζαν με γογγύλια, ακόμα και ωμές, αν χρειαζόταν. Το μόνο που υπήρχε ήταν η δυσωδία από το σφαγμένο Μυρντράαλ, οι οσμές των νεκρών Τρόλοκ και των ανθρώπων, νεκρών και ζωντανών, οι μυρωδιές των αλόγων και των δέντρων. Και των νεκρών λύκων.

Η καλύβα της Μουαραίν, ψηλά στην άλλη πλευρά της κοιλάδας, έμοιαζε να είναι το επίκεντρο κάθε δραστηριότητας. Η Μιν χώθηκε μέσα βιαστικά και λίγες στιγμές αργότερα βγήκε ο Μασέμα και ύστερα ο Ούνο. Ο μονόφθαλμος χάθηκε τροχάδην στα δέντρα, με κατεύθυνση το απόκρημνο τείχος που σχημάτιζαν τα βράχια πιο πέρα από την καλύβα, ενώ ο άλλος Σιναρανός κατέβηκε κουτασαίνοντας την πλαγιά.

Ο Πέριν κίνησε προς την καλύβα. Καθώς διέσχισε το ρηχό ποταμάκι πλατσουρίζοντας, αντάμωσε τον Μασέμα. Το πρόσωπό του είχε μια σκληρή έκφραση, η ουλή στο μάγουλό του πρόβαλλε έντονη και τα μάτια του ήταν ακόμα πιο βυθισμένα στις κόγχες τους απ’ ό,τι συνήθως. Στα μισά του ρυακιού, σήκωσε ξαφνικά το κεφάλι και έπιασε τον Πέριν από το μανίκι του πανωφοριού.

«Είσαι χωριανός του», είπε βραχνά ο Μασέμα. «Πρέπει να ξέρεις. Γιατί μας εγκατέλειψε ο Άρχοντας Δράκοντας; Τι αμαρτία κάναμε;»

«Αμαρτία; Τι λες τώρα; Όπου κι αν πήγε ο Ραντ, αυτό δεν έχει σχέση με το τι έκανες και τι δεν έκανες». Η απάντηση δεν έδειξε να ικανοποιεί τον Μασέμα· συνέχισε να σφίγγει το μανίκι του Πέριν, ατενίζοντας το πρόσωπό του σαν να υπήρχαν εκεί απαντήσεις. Μέσα στην αριστερή μπότα του Πέριν άρχισε να μπαίνει παγωμένο νερό. «Μασέμα», είπε διαλέγοντας προσεχτικά τα λόγια του, «ό,τι κι αν έκανε ο Άρχοντας Δράκοντας, έγινε σύμφωνα με το σχέδιό του. Ο Άρχοντας Δράκοντας δεν θα μας εγκατέλειπε». Άραγε, όμως, είναι αλήθεια αυτό; Αν ήμουν στη θέση του, θα το έκανα;

Ο Μασέμα ένευσε αργά. «Ναι. Ναι, το καταλαβαίνω τώρα. Πήγε μόνος του να διαδώσει το νέο της άφιξης του. Πρέπει κι εμείς να το διαδώσουμε. Ναι». Συνέχισε το δρόμο του πέρα από το ποταμάκι, κουτσαίνοντας και μονολογώντας χαμηλόφωνα.

Ο Πέριν, με το πόδι του να πλατσουρίζει μέσα στην μπότα, ανέβηκε στην καλύβα της Μουαραίν και χτύπησε την πόρτα. Δεν πήρε απάντηση. Δίστασε μια στιγμή και ύστερα μπήκε μέσα.

Το μπροστινό δωμάτιο, όπου κοιμόταν ο Λαν, ήταν απλό και λιτό, σαν την καλύβα που είχε και ο Πέριν υπήρχε ένα πρόχειρο κρεβάτι χτισμένο σ’ έναν τοίχο, μερικά κρεμαστάρια για τα πράγματά του και ένα και μοναδικό ράφι. Δεν έμπαινε πολύ φως από την ανοιχτή πόρτα και ο μόνος άλλος φωτισμός ερχόταν από αυτοσχέδια φανάρια στο ράφι ― μυτερές σχίζες από ελαιώδες ξύλο, σφηνωμένες μέσα στις χαραμάδες των βράχων. Έβγαζαν λεπτές τολύπες καπνού, που σχημάτιζαν ένα στρώμα ομίχλης κάτω από το ταβάνι. Ο Πέριν σούφρωσε τη μύτη όταν ένιωσε τη μυρωδιά τους.

Η χαμηλή οροφή βρισκόταν λίγο πιο πάνω από το κεφάλι του. Το κεφάλι του Λόιαλ την άγγιζε, ακόμα και καθισμένος, όπως ήταν τώρα, στη μια άκρη του κρεβατιού του Λαν, ανασηκώνοντας τα γόνατα για να πιάνει λιγότερο χώρο. Τα τριχωτά αυτιά του Ογκιρανού τινάζονταν ανήσυχα. Η Μιν καθόταν σταυροπόδι στο χωμάτινο δάπεδο πλάι στην πόρτα που άνοιγε στο δωμάτιο της Μουαραίν, ενώ η Άες Σεντάι βημάτιζε μπρος-πίσω, βυθισμένη στις σκέψεις της ― σκοτεινές σκέψεις, απ’ ό,τι φαινόταν. Είχε στη διάθεσή της μόνο τρία βήματα μπρος και άλλα τόσα πίσω, αλλά αξιοποιούσε με ορμή και τον τελευταίο πόντο αυτού του χώρου, ενώ η γαλήνη που φαινόταν στο πρόσωπό της ερχόταν σε αντίθεση με τη σβελτάδα του βηματισμού της.

«Μου φαίνεται ότι ο Μασέμα τρελαίνεται», είπε ο Πέριν.

Η Μιν ξεφύσησε. «Έτσι όπως είναι, καταλαβαίνεις τη διαφορά;»

Η Μουαραίν στράφηκε καταπάνω του, με τα χείλη σφιγμένα. Η φωνή της ήταν απαλή. Τρομερά απαλή. «Ο Μασέμα είναι το πιο σημαντικό πράγμα στο μυαλό σου σήμερα το πρωί, Πέριν Αϋμπάρα;»

«Όχι. Θα ήθελα να μάθω τι ώρα έφυγε ο Ραντ και γιατί. Τον είδε κανείς να φεύγει; Ξέρει κανένας πού πήγε;» Ανάγκασε τον εαυτό του να την κοιτάξει κι αυτός με βλέμμα εξίσου γαλήνιο και σταθερό. Δεν ήταν εύκολο. Στεκόταν πανύψηλος μπροστά της, μα αυτή ήταν μια Άες Σεντάι. «Δική σου δουλειά είναι αυτή, Μουαραίν; Του έσφιξες τα λουριά τόσο, που στο τέλος αδημονούσε να βρεθεί οπουδήποτε αλλού, να κάνει ό,τι να ’ναι, αρκεί να μην κάθεται άπραγος;» Τα αυτιά του Λόιαλ κοκάλωσαν και το χέρι του, με τα χοντρά δάχτυλα, έκανε στα κρυφά μια προειδοποιητική χειρονομία προς τον Πέριν.

Η Μουαραίν περιεργάστηκε τον Πέριν με το κεφάλι γερμένο στο πλάι και ο Πέριν μόλις που κατάφερε να μη χαμηλώσει το βλέμμα. «Αυτό δεν είναι δικό μου έργο», του είπε. «Έφυγε κάποια στιγμή τη νύχτα. Πότε, πώς και γιατί, αυτά ακόμα ελπίζω να τα μάθω».

Οι ώμοι του Λόιαλ ανασηκώθηκαν και άφησε έναν ήρεμο αναστεναγμό ανακούφισης. Ήρεμο για Ογκιρανό, επειδή ήχησε σαν ατμός που ξεπηδούσε από ερυθροπυρωμένο σίδερο στο νερό. «Ποτέ μη θυμώνεις μια Άες Σεντάι», είπε με έναν ψίθυρο που προφανώς δεν απευθυνόταν στους άλλους, μα όλοι τον άκουσαν. «“Καλύτερα να αγκαλιάσεις τον ήλιο, παρά να θυμώσεις μια Άες Σεντάι”».

Η Μιν ύψωσε το χέρι, όσο χρειαζόταν για να δώσει στον Πέριν ένα διπλωμένο χαρτί. «Ο Λόιαλ πήγε να τον δει αφότου τον βάλαμε στο κρεβάτι χθες το βράδυ και ο Ραντ ζήτησε μια πένα, ένα κομμάτι χαρτί και μελάνι».

Τα αυτιά του Ογκιρανού τινάχτηκαν· συνοφρυώθηκε ανήσυχος, μέχρι που τα μακριά φρύδια του κρεμάστηκαν πάνω από τα μάγουλά του. «Δεν ήξερα τι σχεδίαζε. Δεν ήξερα».

«Το γνωρίζουμε αυτό», είπε η Μιν. «Κανένας δεν σε κατηγόρησε για κάτι, Λόιαλ».

Η Μουαραίν κοίταξε το χαρτί συνοφρυωμένη, αλλά δεν εμπόδισε τον Πέριν να το διαβάσει. Ο γραφικός χαρακτήρας του Ραντ ήταν εύκολα αναγνωρίσιμος.

Αυτό που κάνω, το κάνω επειδή δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Με κυνηγά ξανά και αυτή τη φορά ο ένας από τους δυο μας πρέπει να πεθάνει, έτσι νομίζω. Δεν υπάρχει λόγος να πεθάνουν και όσοι είναι γύρω μου. Ήδη είναι πολλοί αυτοί που πέθαναν για μένα. Ούτε κι εγώ θέλω να πεθάνω και θα προσπαθήσω να μη γίνει αυτό. Υπάρχουν ψέματα στα όνειρα και θάνατος, αλλά τα όνειρα κρύβουν επίσης και αλήθειες.

Αυτά ήταν όλα, δεν υπήρχε υπογραφή. Ο Πέριν δεν είχε ανάγκη να αναρωτηθεί σε ποιον αναφερόταν ο Ραντ. Για τον Ραντ, για όλους τους, δεν μπορούσε να υπάρχει παρά μονάχα ένας. Ο Μπα’άλζαμον.

«Το σφήνωσε κάτω από την πόρτα, εκεί πέρα», είπε η Μιν με πνιχτή φωνή. «Πήρε κάτι παλιά ρούχα, τα οποία είχαν απλώσει έξω να στεγνώσουν οι Σιναρανοί, καθώς και ένα άλογο. Απ’ ό,τι ξέρουμε, δεν πήρε τίποτα άλλο, παρά μόνο λίγα τρόφιμα. Κανένας φρουρός δεν τον είδε να φεύγει και χθες βράδυ θα είχαν δει ακόμα και ποντίκι να σέρνεται».

«Και θα είχε βγει τίποτα, αν τον είχαν δει;» είπε γαλήνια η Μουαραίν. «Θα είχε σταματήσει κανένας τους τον Άρχοντα Δράκοντα, θα τον είχαν καν ρωτήσει πού πάει; Κάποιοι απ’ αυτούς —ο Μασέμα, για παράδειγμα― θα έκοβαν το λαιμό τους, αν τους το έλεγε ο Άρχοντας Δράκοντας».

Ήταν η σειρά του Πέριν να την κοιτάξει εξεταστικά. «Περίμενες τίποτα άλλο; Ορκίστηκαν να τον ακολουθούν. Μα το Φως, Μουαραίν, δεν θα είχε ονομάσει τον εαυτό του Δράκοντα, αν δεν ήσουν εσύ. Τι περίμενες απ’ αυτούς;» Εκείνη δεν μίλησε και ο Πέριν συνέχισε, μιλώντας πιο ήρεμα. «Εσύ το πιστεύεις, Μουαραίν; Ότι είναι στα αλήθεια ο Αναγεννημένος Δράκοντας; Ή απλώς νομίζεις ότι είναι κάποιος για να τον εκμεταλλευτείς, μέχρι να τον σκοτώσει ή να τον τρελάνει η Μία Δύναμη;»

«Ηρέμησε, Πέριν», είπε ο Λόιαλ. «Μην αρπάζεσαι έτσι».

«Θα ηρεμήσω όταν μου απαντήσει. Τι λες, Μουαραίν;»

«Είναι αυτό που είναι», είπε εκείνη ξινά.

«Είπες ότι το Σχήμα, τελικά, θα τον ανάγκαζε να πάρει το σωστό μονοπάτι. Αυτό έγινε τώρα, ή απλώς θέλει να γλιτώσει από σένα;» Για μια στιγμή, του φάνηκε ότι το είχε παρατραβήξει —τα μαύρα μάτια της λαμπύρισαν από θυμό― αλλά δεν σταμάτησε. «Για λέγε».

Η Μουαραίν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ίσως αυτό ακριβώς να διάλεξε το Σχήμα, όμως δεν σκόπευα να φύγει μόνος. Παρά τη δύναμή του, σε πολλά πράγματα είναι ανυπεράσπιστος σαν μωρό, εξίσου άμαθος για τον κόσμο. Διαβιβάζει, αλλά δεν ελέγχει το αν θα έρθει ή όχι η Μία Δύναμη όταν ανοιχτεί σε αυτήν, ούτε και το τι θα κάνει, αν όντως έρθει. Η ίδια η Δύναμη θα τον σκοτώσει πριν προλάβει καν να τρελαθεί, αν δεν μάθει να την ελέγχει. Υπάρχουν πάρα πολλά ακόμα που πρέπει να μάθει. Θέλει να τρέξει, πριν μάθει να περπατά».

«Υπεκφεύγεις και μας παραπλανάς, Μουαραίν», είπε περιφρονητικά ο Πέριν. «Αν ο Ραντ είναι αυτό που λες πως είναι, δεν σκέφτηκες ποτέ ότι ίσως ξέρει καλύτερα από σένα τι πρέπει να κάνει;»

«Είναι αυτό που είναι», επανέλαβε εκείνη σθεναρά, «αλλά εγώ, κατ’ αρχάς, πρέπει να προστατεύσω τη ζωή του. Δεν θα εκπληρώσει καμία προφητεία αν πεθάνει και ακόμα κι αν κατορθώσει να αποφύγει Σκοτεινόφιλους και Σκιογέννητους, υπάρχουν άλλα χίλια χέρια έτοιμα να τον σφάξουν. Αρκεί η παραμικρή νύξη για την πραγματική του φύση. Αλλά, αν ήταν να βρει μόνο αυτά στο δρόμο του, δεν θα είχα τόση ανησυχία. Είναι και οι Αποδιωγμένοι, που πρέπει να τους υπολογίζουμε».

Ο Πέριν τινάχτηκε· από τη γωνιά του, ο Λόιαλ βόγκηξε. «“Ο Σκοτεινός και όλοι οι Αποδιωγμένοι είναι παγιδευμένοι στο Σάγιολ Γκουλ”», παρέθεσε ο Πέριν, αλλά εκείνη δεν τον άφησε να τελειώσει.

«Οι σφραγίδες εξασθενίζουν, Πέριν. Μερικές έχουν σπάσει, παρ’ όλο που ο κόσμος δεν το ξέρει. Δεν πρέπει να το μάθει. Ο Πατέρας του Ψεύδους δεν είναι ελεύθερος. Ακόμα. Αλλά, καθώς οι σφραγίδες εξασθενίζουν ολοένα και περισσότερο, ποιοι από τους Αποδιωγμένους μπορεί να έχουν ήδη ελευθερωθεί; Η Λανφίαρ; Ο Σαμαήλ; Ο Ασμοδαίος; ή ο Μπε’λάλ, ή ο Ράχβιν; Ο ίδιος ο Ισαμαήλ, ο Προδότης της Ελπίδας; Ήταν δεκατρείς όλοι μαζί, Πέριν, δεσμευμένοι στις σφραγίδες, όχι στη φυλακή που κρατά τον Σκοτεινό. Δεκατρείς από τους πιο ισχυρούς Άες Σεντάι της Εποχής των Θρύλων κι ο πιο αδύνατος απ’ αυτούς είναι δυνατότερος από τις δέκα πιο δυνατές Άες Σεντάι που ζουν σήμερα, ενώ ο πιο αδαής έχει όλες τις γνώσεις της Εποχής των Θρύλων. Κι όλοι τους, άντρες και γυναίκες, εγκατέλειψαν το Φως και αφιέρωσαν την ψυχή τους στη Σκιά. Τι θα συμβεί, αν είναι ελεύθεροι και βρίσκονται εκεί πέρα, περιμένοντάς τον; Δεν θα τους αφήσω να τον πάρουν».

Ο Πέριν ανατρίχιασε, λίγο από την παγερή αποφασιστικότητα που είχαν τα τελευταία λόγια της και λίγο από τη σκέψη των Αποδιωγμένων. Δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί ότι υπήρχε έστω κι ένας Αποδιωγμένος ελεύθερος στον κόσμο. Η μητέρα του τον φόβιζε με αυτά τα ονόματα όταν ήταν μικρός. Ο Ισαμαήλ έρχεται για τα αγοράκια που δεν λένε την αλήθεια στη μαμά τους. Η Λανφίαρ περιμένει τα αγοράκια που δεν πάνε στο κρεβάτι όταν πρέπει. Μπορεί να είχε μεγαλώσει, αλλά αυτό δεν άλλαζε τίποτα, ειδικά τώρα, που ήξερε ότι ήταν αληθινοί. Τώρα που η Μουαραίν έλεγε ότι ίσως τριγυρνούσαν ελεύθεροι.

«Είναι παγιδευμένοι στο Σάγιολ Γκουλ», ψιθύρισε και από μέσα του ευχήθηκε να το πίστευε. Ξανακοίταξε μπερδεμένος το γράμμα του Ραντ. «Όνειρα. Και χτες μιλούσε για όνειρα».

Η Μουαραίν τον πλησίασε και τον κοίταξε καταπρόσωπο. «Όνειρα;» Ο Λαν και ο Ούνο μπήκαν στην καλύβα, αλλά η Άες Σεντάι τους έκανε νόημα να μη μιλήσουν. Το μικρό δωμάτιο τώρα φαινόταν πιο στενό από ποτέ, με πέντε ανθρώπους μέσα, χώρια τον Ογκιρανό. «Τι όνειρα βλέπεις εσύ τώρα τελευταία, Πέριν;» Δεν έδωσε σημασία όταν αυτός της διαμαρτυρήθηκε ότι δεν είχαν τίποτα κακό τα όνειρά του. «Πες μου», επέμεινε. «Τι όνειρο είδες που δεν ήταν φυσιολογικό; Πες μου». Η ματιά της τον άρπαξε σαν τανάλια σιδερά, τον πίεσε να μιλήσει.

Αυτός κοίταξε τους άλλους —όλων τα βλέμματα, ακόμα και της Μιν, ήταν καρφωμένα πάνω του― κι έπειτα είπε κομπιάζοντας το ένα όνειρο που του φαινόταν ασυνήθιστο, το όνειρο που ξαναρχόταν κάθε βραδιά. Το όνειρο με το σπαθί που δεν μπορούσε να αγγίξει. Δεν είπε για το λύκο που είχε εμφανιστεί στο πιο πρόσφατο.

«Το Καλαντόρ», είπε με απαλή φωνή ο Λαν όταν τελείωσε ο Πέριν. Παρά το σκληρό, σαν βράχος, πρόσωπό του, έμοιαζε σαστισμένος.

«Ναι», είπε η Μουαραίν, «αλλά πρέπει να είμαστε απολύτως βέβαιοι. Μίλα με τους άλλους». Ενώ ο Λαν έβγαινε βιαστικά, η Άες Σεντάι στράφηκε στον Ούνο. «Και τα δικά σου όνειρα; Ονειρεύτηκες κι εσύ ένα σπαθί;»

Ο Σιναρανός κούνησε τα πόδια του. Το κόκκινο μάτι, που ήταν ζωγραφισμένο στο κάλυμμα, κοίταζε αταλάντευτα τη Μουαραίν, αλλά το πραγματικό του μάτι βλεφάριζε και έτρεμε. «Που να κα... ε, όλο σπαθιά ονειρεύομαι, Μουαραίν Σεντάι», είπε μουδιασμένος. «Μάλλον θα ονειρεύτηκα κάνα σπαθί αυτές τις νύχτες. Δεν θυμάμαι τα όνειρά μου, όπως τα θυμάται ο άρχοντας Πέριν από δω».

Η Μουαραίν είπε: «Λόιαλ;»

«Τα όνειρά μου είναι πάντα τα ίδια, Μουαραίν Σεντάι. Τα άλση, τα Μεγάλα Δέντρα και τα στέντιγκ. Εμείς, οι Ογκιρανοί, πάντα ονειρευόμαστε τα στέντιγκ μας όταν είμαστε μακριά τους».

Η Άες Σεντάι στράφηκε πάλι στον Πέριν.

«Δεν ήταν παρά όνειρα», είπε αυτός. «Όνειρα μονάχα».

«Αμφιβάλλω», είπε εκείνη. «Περιέγραψες την αίθουσα που ονομάζεται Καρδιά της Πέτρας, στο φρούριο που λέγεται Πέτρα του Δακρύου, λες και στεκόσουν μέσα της. Και το αστραφτερό σπαθί είναι το Καλαντόρ, το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί, το Ανέγγιχτο Σπαθί».

Ο Λόιαλ ανακάθισε, χτυπώντας το κεφάλι στο ταβάνι. Δεν έδειξε να προσέχει ότι είχε χτυπήσει. «Οι Προφητείες του Δράκοντα λένε ότι η Πέτρα του Δακρύου δεν θα πέσει, παρά μόνο όταν το χέρι του Δράκοντα ανεμίσει το Καλαντόρ. Η άλωση της Πέτρας του Δακρύου θα είναι ένας από τους μεγαλύτερους οιωνούς για την Αναγέννηση του Δράκοντα. Αν ο Ραντ πάρει στα χέρια του το Καλαντόρ, ολόκληρος ο κόσμος θα πρέπει να τον αναγνωρίσει ως τον Δράκοντα».

«Μπορεί». Η λέξη κύλησε από τα χείλη της Άες Σεντάι σαν κομμάτι πάγος πάνω σε ασάλευτα νερά.

«Μπορεί;» είπε ο Πέριν. «Μπορεί; Μα νόμιζα ότι αυτός ήταν ο τελικός οιωνός, το τελευταίο πράγμα που θα εκπλήρωνε τις Προφητείες σου».

«Δεν είναι ούτε το πρώτο, ούτε το τελευταίο», είπε η Μουαραίν. «Το Καλαντόρ θα είναι απλώς κάτι από αυτά που θα εκπληρώσουν τον Κύκλο της Κάρεδον, όπως η γέννησή του στις πλαγιές του Όρους του Δράκοντα ήταν το πρώτο. Ακόμα δεν γονάτισε τα έθνη, ακόμα δεν σύντριψε τον κόσμο. Ακόμα και λόγιοι, που μελετούν τις Προφητείες ολόκληρη τη ζωή τους, δεν ξέρουν πώς να τις ερμηνεύσουν. Τι εννοούν όταν λένε ότι “θα σφάξει το λαό του με το σπαθί της ειρήνης και θα τον καταστρέψει με το φύλλο;” Τι εννοούν λέγοντας ότι “θα δεσμεύσει τα εννιά φεγγάρια για να τον υπηρετήσουν;” Όμως ο Κύκλος θεωρεί αυτές τις προφητείες εξίσου σημαντικές με το Καλαντόρ. Υπάρχουν κι άλλες. Τι “πληγές τρέλας και χωλές ελπίδες” έχει γιατρέψει; Τι αλυσίδες έσπασε και ποιον αλυσόδεσε; Και μερικές είναι τόσο ασαφείς, που μπορεί να τις έχει ήδη εκπληρώσει, παρ’ όλο που δεν αντιλήφθηκα κάτι τέτοιο. Όμως, όχι. Το Καλαντόρ πολύ απέχει από το να είναι η τελευταία».

Ο Πέριν σήκωσε τους ώμους ανήσυχα. Ήξερε μόνο αποσπάσματα από τις Προφητείες· δεν του άρεσε να τις ακούει, από τότε που ο Ραντ είχε αφήσει τη Μουαραίν να του βάλει το λάβαρο στα χέρια. Αλλά και από πιο πριν ακόμα. Από τότε που ένα ταξίδι με Διαβατική Πέτρα τον είχε πείσει ότι η ζωή του ήταν δεμένη με τη ζωή του Ραντ.

Η Μουαραίν συνέχιζε να μιλά. «Λόιαλ, γιε του Άρεντ, γιου του Χάλαν, αν πιστεύεις ότι αρκεί να απλώσει το χέρι του, τότε είσαι ανόητος, όπως είναι κι αυτός, αν έτσι νομίζει. Ακόμα κι αν επιζήσει ως το Δάκρυ, ίσως να μη φτάσει την Πέτρα.

»Οι Δακρινοί δεν τρέφουν καμία συμπάθεια για τη Μία Δύναμη και πολύ λιγότερο για καθέναν απ’ αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι ο Δράκοντες. Η διαβίβαση απαγορεύεται και τις Άες Σεντάι, στην καλύτερη περίπτωση, τις ανέχονται, όσο δεν διαβιβάζουν. Στο Δάκρυ, αρκεί να πεις τις Προφητείες του Δράκοντα, ή έστω να έχεις στην κατοχή σου ένα αντίτυπό τους, για να σε ρίξουν στη φυλακή. Και κανένας δεν μπαίνει στην Πέτρα του Δακρύου δίχως την άδεια των Υψηλών Αρχόντων κανένας δεν μπαίνει στην Καρδιά της Πέτρας, παρά μόνο οι ίδιοι οι Υψηλοί Άρχοντες. Δεν είναι έτοιμος γι’ αυτό. Δεν είναι έτοιμος».

Ο Πέριν μούγκρισε χαμηλόφωνα. Η Πέτρα δεν θα έπεφτε, μέχρι να κρατήσει ο Αναγεννημένος Δράκοντας το Καλαντόρ. Μα το Φως, πώς θα το φτάσει —μέσα σ’ ένα οχυρό, που να καεί!― πριν πέσει το οχυρό; Είναι τρελό!

«Τι καθόμαστε άπραγοι εδώ;» ξέσπασε η Μιν. «Αν ο Ραντ πάει στο Δάκρυ, γιατί δεν τον ακολουθούμε; Μπορεί να σκοτωθεί, ή... ή... Τι καθόμαστε εδώ;»

Η Μουαραίν ακούμπησε το κεφάλι της Μιν. «Επειδή πρέπει να βεβαιωθώ», είπε καλοσυνάτα. «Δεν είναι ευχάριστο να σε διαλέγει ο Τροχός, να είσαι σπουδαίος ή να βρίσκεσαι κοντά σε κάποιον σπουδαίο. Οι εκλεκτοί του Τροχού μπορούν να δέχονται μόνο αυτό που τους έρχεται».

«Βαρέθηκα να δέχομαι αυτό που έρχεται». Η Μιν έτριψε τα μάτια της. Του Πέριν του φάνηκε πως είχε διακρίνει δάκρυα. «Ο Ραντ μπορεί να πεθαίνει, ενώ εμείς περιμένουμε». Η Μουαραίν έσιαξε τα μαλλιά της Μιν στο πρόσωπο της Άες Σεντάι υπήρχε μια έκφραση που μπορεί να ήταν και οίκτος.

Ο Πέριν κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του Λαν, απέναντι από τον Λόιαλ. Μέσα στο δωμάτιο ήταν βαριά η οσμή των ανθρώπων ― των ανθρώπων, της ανησυχίας και του φόβου· ο Λόιαλ ανέδινε μια μυρωδιά βιβλίων και δέντρων, αλλά και ανησυχίας. Ένιωθε το μέρος σαν παγίδα — οι τοίχοι ήταν ολόγυρά τους και όλοι τους ήταν πολύ στριμωγμένοι. Τα πελεκούδια, που καίγονταν, μύριζαν άσχημα. «Πώς μπορεί το όνειρό μου να δείξει πού πηγαίνει ο Ραντ;» ρώτησε. «Ήταν δικό μου όνειρο».

«Εκείνοι που μπορούν να διαβάσουν τη Μία Δύναμη», είπε ήσυχα η Μουαραίν, «εκείνοι που είναι ιδιαίτερα δυνατοί στο Πνεύμα, μερικές φορές μπορούν να επιβάλουν τα όνειρά τους στους άλλους». Συνέχιζε να παρηγορεί τη Μιν. «Ειδικά όσους είναι ευεπηρέαστοι. Δεν πιστεύω πως ο Ραντ το έκανε σκοπίμως, αλλά τα όνειρα εκείνων που αγγίζουν τη Μία Δύναμη μπορεί να είναι πολύ ισχυρά. Για κάποιον δυνατό, όσο ο Ραντ, θα μπορούσαν να καταλάβουν ένα ολόκληρο χωριό, ή ίσως ακόμα και μια πόλη. Λίγα γνωρίζει γι’ αυτά που κάνει και ακόμα λιγότερα για το πώς να τα ελέγξει».

«Γιατί τότε δεν τα είδες κι εσύ;» απαίτησε να μάθει ο Πέριν. «Ή ο Λαν;» Ο Ούνο κοίταζε ευθεία μπροστά του, δείχνοντας ότι θα προτιμούσε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού, ενώ τα αυτιά του Λόιαλ ήταν κρεμασμένα. Ο Πέριν ήταν τόσο κουρασμένος και πεινασμένος, που δεν τον ένοιαζε αν έδειχνε τον αρμόζοντα σεβασμό προς την Άες Σεντάι. Και κατάλαβε ότι ήταν και πολύ θυμωμένος. «Γιατί;»

Η Μουαραίν του αποκρίθηκε γαλήνια. «Οι Άες Σεντάι μαθαίνουν να θωρακίζουν τα όνειρά τους. Το κάνω δίχως να χρειαστεί να το σκεφτώ όταν κοιμάμαι. Οι Πρόμαχοι αποκτούν κάτι παρόμοιο με τη δέσμευση. Οι Γκαϊντίν δεν θα κατάφερναν να κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν, αν η Σκιά μπορούσε να χωθεί στα όνειρά τους. Είμαστε όλοι ευάλωτοι όταν κοιμόμαστε και τις νύχτες η Σκιά είναι ισχυρή».

«Όλο καινούρια πράγματα μας λες», μούγκρισε ο Πέριν. «Δεν μπορείς μια φορά στις τόσες να λες τι μας περιμένει, αντί να το εξηγείς αφού συμβεί;» Ο Ούνο έμοιαζε να ψάχνει πρόφαση για να φύγει.

Η Μουαραίν κοίταξε ανέκφραστη τον Πέριν. «Θέλεις να μοιραστώ μαζί σου τις γνώσεις ολόκληρης ζωής μέσα σε ένα απόγευμα; Ή, έστω, σε ένα χρόνο; Ένα έχω να σου πω. Πρόσεχε τα όνειρα, Πέριν Αϋμπάρα. Πρόσεχε πολύ τα όνειρα».

Εκείνος τράβηξε το βλέμμα του αλλού. «Προσέχω», μουρμούρισε. «Προσέχω».

Ύστερα έπεσε σιωπή και κανένας δεν έλεγε να τη σπάσει. Η Μιν καθόταν και κοίταζε τους σταυρωμένους αστραγάλους της, αλλά έμοιαζε να νιώθει παρηγοριά από την παρουσία της Μουαραίν. Ο Ούνο στεκόταν στον τοίχο, χωρίς να κοιτάζει κανέναν. Ο Λόιαλ αφαιρέθηκε, τόσο που έβγαλε ένα βιβλίο από την τσέπη του πανωφοριού του και προσπάθησε να διαβάσει στο αμυδρό φως. Η αναμονή ήταν μακρά και για τον Πέριν ανυπόφορη. Αυτό που φοβάμαι στα όνειρά μου δεν είναι η Σκιά. Είναι οι λύκοι. Δεν θα τους αφήσω να μπουν. Δεν θα τους αφήσω!

Ο Λαν επέστρεψε και η Μουαραίν όρθωσε το σώμα με προσμονή. Ο Πρόμαχος απάντησε στην ερώτηση που φαινόταν στα μάτια της. «Οι μισοί θυμούνται ότι ονειρεύονταν σπαθιά τις τέσσερις τελευταίες νύχτες. Κάποιοι θυμούνται ένα μέρος με ψηλές κολώνες και πέντε λένε ότι το σπαθί ήταν κρυστάλλινο, ή γυάλινο. Ο Μασέμα λέει ότι χθες το βράδυ είδε τον Ραντ να το κρατά».

«Από αυτόν, το περίμενα», είπε η Μουαραίν. Έτριψε με δύναμη τα χέρια της· ξαφνικά, φαινόταν να έχει ζωντανέψει. «Τώρα είμαι σίγουρη. Ακόμα, όμως, εύχομαι να ήξερα πώς έφυγε από δω χωρίς να τον δει κανείς. Αν ανακάλυψε κάποιο Ταλέντο από την Εποχή των Θρύλων...»

Ο Λαν κοίταξε τον Ούνο και ο μονόφθαλμος σήκωσε τους ώμους ταραγμένος. «Μα τις φλόγες, το ξέχασα με όλες αυτές τις συζητήσεις για τα καμένα τα —» Ξεροκατάπιε και έριξε μια ματιά στη Μουαραίν. Εκείνη τον κοίταξε περιμένοντας κι αυτός συνέχισε: «Θέλω να πω... ε... να, ακολούθησα τα αχνάρια του Άρχοντα Δράκοντα. Τώρα υπάρχει κι άλλος δρόμος για να μπεις σε εκείνη την κλειστή κοιλάδα. Ο... ο σεισμός γκρέμισε την απέναντι πλευρά. Δύσκολα τη σκαρφαλώνει κανείς, αλλά μπορείς να ανεβάσεις άλογο από κει. Βρήκα κι άλλα ίχνη στην κορυφή και από κει υπάρχει ένας βατός δρόμος, που βγάζει πίσω από το βουνό». Άφησε μια βαθιά ανάσα όταν τα είπε.

«Ωραία», είπε η Μουαραίν. «Τουλάχιστον, δεν ξαναβρήκε πώς να πετάει, ή πώς να γίνεται αόρατος, ή κάτι άλλο από τους θρύλους. Πρέπει να τον ακολουθήσουμε, δίχως χρονοτριβή. Ούνο, θα σου δώσω αρκετό χρυσάφι για να μπορέσεις μαζί με τους άλλους να φτάσετε ως την Τζεχάνα, καθώς και το όνομα κάποιου εκεί, που θα φροντίσει να πάρετε κι άλλο. Οι Γκεαλντανοί δεν πολυσυμπαθούν τους ξένους, αλλά αν καθίσετε ήσυχα, μάλλον δεν θα σας ενοχλήσουν. Περιμένετε εκεί, μέχρι να σας στείλω μήνυμα».

«Αλλά εμείς θα έρθουμε μαζί σου», διαμαρτυρήθηκε αυτός. «Όλοι ορκιστήκαμε να ακολουθήσουμε τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Δεν καταλαβαίνω πώς μια χούφτα άνθρωποι θα πάρουμε ένα άπαρτο οχυρό, αλλά με τη βοήθεια του Άρχοντα Δράκοντα θα κάνουμε αυτό που πρέπει».

«Άρα, τώρα γίναμε ο “Λαός του Δράκοντα”». Ο Πέριν γέλασε άψυχα. «“Η Πέτρα του Δακρύου δεν θα πέσει, παρά μόνο όταν έρθει ο Λαός του Δράκοντα”. Μας έδωσες καινούριο όνομα, Μουαραίν;»

«Πρόσεχε τα λόγια σου, σιδερά», μούγκρισε ο Λαν, πάγος και βράχος μαζί.

Η Μουαραίν τους αγριοκοίταξε και τους δύο κι εκείνοι έκλεισαν το στόμα τους. «Συγχώρεσέ με, Ούνο», είπε, «αλλά πρέπει να ταξιδέψουμε γοργά, αν θέλουμε να τον προφτάσουμε. Είσαι ο μόνος Σιναρανός που θα αντέξει ένα σκληρό ταξίδι με τα άλογα και δεν μπορούμε να κάτσουμε μέρες, μέχρι να ξαναβρούν οι άλλοι τη δύναμή τους. Θα σου στείλω μήνυμα όταν μπορέσω».

Ο Ούνο στραβομουτσούνιασε, αλλά υποκλίθηκε συγκατανεύοντας. Όταν εκείνη του έκανε νόημα ότι μπορούσε να φύγει, ίσιωσε τους ώμους του και βγήκε για να το πει στους άλλους.

«Εγώ, πάντως, θα έρθω μαζί σας και λέγε ό,τι θες», είπε κατηγορηματικά η Μιν.

«Εσύ θα πας στην Ταρ Βάλον», της είπε η Μουαραίν.

«Δεν υπάρχει περίπτωση!»

Η Άες Σεντάι συνέχισε ήρεμα, σαν να μην είχε μιλήσει η άλλη. «Η Έδρα της Άμερλιν πρέπει να μάθει τι συνέβη και δεν ξέρω αν θα βρω κάποιον αξιόπιστο, που να έχει ταχυδρομικά περιστέρια. Ή, ακόμα, αν η Άμερλιν δει το μήνυμα που θα στείλω με περιστέρι. Το ταξίδι είναι μακρύ και δύσκολο. Δεν θα σε έστελνα μόνη αν είχα να στείλω κάποιον παρέα σου, αλλά θα φροντίσω να έχεις χρήματα και γράμματα για ανθρώπους που ίσως σε βοηθήσουν να συνεχίσεις το δρόμο σου. Πρέπει, όμως, να κάνεις γρήγορα. Όταν κουραστεί το άλογό σου, αγόρασε άλλο —ή κλέψε, αν χρειαστεί― αλλά κάνε γρήγορα».

«Ας πάει ο Ούνο το μήνυμά σου. Είναι ξεκούραστος· εσύ το είπες. Εγώ θα ψάξω για τον Ραντ».

«Ο Ούνο έχει τα δικά του καθήκοντα, Μιν. Επίσης, νομίζεις ότι ένας άντρας μπορεί, έτσι απλά, να πάει στις πύλες του Λευκού Πύργου και να απαιτήσει ακρόαση από την Έδρα της Άμερλιν; Ακόμα κι αν ήταν βασιλιάς, θα τον ανάγκαζαν να περιμένει μέρες, αν πήγαινε απρόσκλητος και φοβάμαι ότι ένα Σιναρανό θα τον άφηναν να περιμένει για βδομάδες, αν όχι για πάντα. Για να μην αναφέρω ότι κάτι τόσο ασυνήθιστο θα μαθευόταν αμέσως σε όλη την Ταρ Βάλον πριν δύσει ο ήλιος. Ελάχιστες γυναίκες ζητούν ακρόαση από την ίδια την Αμερλιν, αλλά είναι κάτι που συμβαίνει και δεν θα προκαλέσει ιδιαίτερα σχόλια. Κανένας δεν πρέπει να μάθει τίποτα, ακόμα και ότι η Άμερλιν έλαβε μήνυμα από μένα. Απ’ αυτό κρέμεται η ζωή της ― και η δική μας. Εσύ πρέπει να πας».

Η Μιν στάθηκε εκεί ανοιγοκλείνοντας το στόμα, προφανώς ψάχνοντας να βρει κάποιο άλλο επιχείρημα, αλλά η Μουαραίν είχε ήδη προχωρήσει αλλού. «Λαν, πολύ φοβάμαι πως θα βρούμε περισσότερες ενδείξεις της πορείας του απ’ όσες θα ήθελα, αλλά θα βασιστώ στις ικανότητες σου στην ιχνηλασία». Ο Πρόμαχος ένευσε. «Πέριν; Λόιαλ; Θα έρθετε μαζί μου να βρούμε τον Ραντ;» Η Μιν, από κει που καθόταν ακουμπισμένη στον τοίχο, στρίγκλισε αγανακτισμένα, αλλά η Λες Σεντάι δεν της έδωσε σημασία.

«Θα έρθω», έσπευσε να πει ο Λόιαλ. «Ο Ραντ είναι φίλος μου. Το παραδέχομαι: δεν θέλω να χάσω τίποτα. Είναι για το βιβλίο μου, ξέρεις».

Ο Πέριν άργησε πιο πολύ να απαντήσει. Ο Ραντ ήταν φίλος του, όπως κι αν τον είχαν πλάσει πλέον. Υπήρχε, επίσης, η σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα ότι το μέλλον του ενός συνδεόταν με το μέλλον του άλλου, παρ’ όλο που αυτό, αν μπορούσε, θα το απέφευγε. «Πρέπει να γίνει, ε;» είπε τελικά. «Θα έρθω».

«Ωραία». Η Μουαραίν έτριψε πάλι τα χέρια, με το ύφος κάποιου που καταπιάνεται με μια δουλειά. «Πρέπει να ετοιμαστείτε αμέσως. Ο Ραντ έχει αρκετό προβάδισμα. Θέλω να βρούμε τα ίχνη του πριν μεσημεριάσει».

Παρά τη μικρόσωμη κορμοστασιά της, η δύναμη της προσωπικότητάς της τους ξεσήκωσε όλους να βγουν από το δωμάτιο, εκτός από τον Λαν ο Λόιαλ προχωρούσε καμπουριάζοντας και ανασηκώθηκε μόνο όταν πέρασε την πόρτα. Του Πέριν του θύμισε νοικοκυρά που οδηγούσε ένα κοπάδι χήνες.

Όταν βγήκαν έξω, η Μιν στάθηκε μια στιγμή για να μιλήσει στον Λαν με ένα μελιστάλαχτο χαμόγελο. «Μήπως υπάρχει κανένα μήνυμα που θέλεις να μεταφέρω; Στη Νυνάβε, ίσως;»

Ο Πρόμαχος τινάχτηκε λες και τον είχαν πιάσει στον ύπνο, σαν άλογο σε τρία πόδια. «Μα όλοι ξέρουν πως —;» Ξαναβρήκε σχεδόν αμέσως την ισορροπία του. «Αν υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να ακούσει από μένα, θα της το πω εγώ ο ίδιος». Σχεδόν της έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.

«Άντρες!» μουρμούρισε η Μιν στην πόρτα. «Είναι τόσο τυφλοί, που δεν βλέπουν αυτό που θα έβλεπε ακόμα και μια πέτρα. Είναι τόσο ξεροκέφαλοι, που κακώς τους εμπιστευόμαστε να σκέφτονται μόνοι τους».

Ο Πέριν ανάσανε βαθιά. Στον αέρα της κοιλάδας υπήρχαν ακόμα αχνές οι οσμές του θανάτου, αλλά ήταν καλύτερα από την κλεισούρα μέσα. Αρκετά καλύτερα.

Κατέβηκαν την πλαγιά μαζί. Πλάι στο ποταμάκι κάτω, όσοι Σιναρανοί μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους είχαν συναχτεί γύρω από τον Ούνο. Απ’ ό,τι έδειχναν οι χειρονομίες του, ο μονόφθαλμος τώρα αναπλήρωνε το χαμένο χρόνο στην καλύβα, όπου που δεν μπορούσε να βρίσει.

«Γιατί αυτό το προνόμιο εσείς οι δύο;» ρώτησε απαιτητικά η Μιν. «Σας ρώτησε. Σε μένα δεν έδειξε καν την ευγένεια να με ρωτήσει».

Ο Λόιαλ κούνησε το κεφάλι. «Μιν, νομίζω ότι μας ρώτησε επειδή ήξερε τι θα απαντήσουμε. Απ’ ό,τι φαίνεται, για τη Μουαραίν εγώ και ο Πέριν είμαστε ανοιχτό βιβλίο· ξέρει τι θα κάνουμε. Αλλά εσένα δεν μπορεί να σε διαβάσει».

Αυτό φάνηκε να την καταπραΰνει, αλλά όχι πολύ. Σήκωσε το βλέμμα πάνω τους, στον Πέριν από τη μια μεριά, που το κεφάλι της δεν ξεπερνούσε τους ώμους του και στον Λόιαλ από την άλλη, που ορθωνόταν ακόμα ψηλότερος. «Και τι κερδίζω με αυτό; Και πάλι πάω εκεί που με θέλει, όσο κι εσείς, τα αρνάκια. Καλά τα πήγες στην αρχή, Πέριν. Την αντιμετώπισες άφοβα, σαν να σου είχε πουλήσει πανωφόρι με ξηλωμένες ραφές».

«Αλήθεια, την αντιμετώπισα άφοβα», θαύμασε ο Πέριν. Δεν είχε νιώσει μέσα του τι είχε κάνει. «Τελικά, δεν ήταν τόσο τρομερό όσο πίστευα πριν».

«Ήσουν τυχερός», μπουμπούνισε ο Λόιαλ. «“Όταν θυμώνεις μια Άες Σεντάι, είναι σαν να βάζεις το κεφάλι σε σφηκοφωλιά”».

«Λόιαλ», είπε η Μιν, «πρέπει να μιλήσω στον Πέριν. Μόνη. Σε πειράζει;»

«Α. Και βέβαια όχι». Τάχυνε το βήμα, προχωρώντας με τις κανονικές δρασκελιές του και γρήγορα τους ξεπέρασε, ενώ έβγαζε πίπα και ταμπάκ από μια τσέπη του πανωφοριού του.

Ο Πέριν την κοίταξε επιφυλακτικά. Η Μιν δάγκωνε το χείλος της, σαν να συλλογιζόταν τι θα έλεγε. «Βλέπεις ποτέ πράγματα γι’ αυτόν;» τη ρώτησε, κάνοντας νόημα προς τον Ογκιρανό.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Νομίζω πως μόνο με ανθρώπους γίνεται. Αλλά έχω δει πράγματα γύρω σου, που νομίζω πως πρέπει να τα ξέρεις».

«Σου είπα —»

«Μη γίνεσαι τόσο χοντροκέφαλος, Πέριν. Είδα κάποιες εικόνες νωρίτερα, στην καλύβα, όταν είπες ότι θα πας. Δεν υπήρχαν πιο πριν. Πρέπει να σχετίζονται με αυτό το ταξίδι. Ή, τουλάχιστον, με την απόφασή σου να πας».

Ύστερα από μια στιγμή, ο Πέριν είπε απρόθυμα: «Τι είδες;»

«Έναν Αελίτη σε κλουβί», είπε ευθύς εκείνη. «Έναν Τουάθα’αν με σπαθί. Ένα γεράκι κι έναν αστούριο κουρνιασμένα στους ώμους σου. Και τα δύο θηλυκά, νομίζω. Και φυσικά, όλα τα υπόλοιπα. Αυτό που είναι πάντα εκεί. Σκοτάδι που στροβιλίζεται γύρω σου και —»

«Άσε τα αυτά!» της είπε γοργά. Όταν είδε ότι η Μιν είχε σταματήσει, έξυσε το κεφάλι του συλλογισμένος. Τίποτα απ’ αυτά δεν έβγαζε νόημα. «Έχεις καμιά ιδέα τι σημαίνουν; Εννοώ αυτά τα καινούρια».

«Όχι, αλλά είναι σημαντικά. Τα πράγματα που βλέπω πάντα είναι σημαντικά. Κομβικά σημεία στις ζωές των ανθρώπων, ή κάτι που τους μέλλεται. Πάντα είναι κάτι σημαντικό». Δίστασε για μια στιγμή και μετά τον κοίταξε. «Κάτι ακόμα», του είπε αργά. «Αν συναντήσεις μια γυναίκα —την ομορφότερη γυναίκα που έχεις δει ποτέ― βάλ’ το στα πόδια!»

Ο Πέριν ανοιγόκλεισε τα μάτια γοργά. «Είδες μια όμορφη γυναίκα; Γιατί να το σκάσω από μια όμορφη γυναίκα;»

«Δεν ακούς από συμβουλές;» είπε αυτή ενοχλημένη. Κλώτσησε μια πέτρα και την παρακολούθησε να κατρακυλά στην πλαγιά.

Ο Πέριν δεν ήθελε να βγάζει πρόωρα συμπεράσματα —ένας από τους λόγους που μερικοί τον θεωρούσαν αργόστροφο― αλλά τώρα πρόσθεσε μερικά πράγματα που του είχε πει η Μιν τις τελευταίες μέρες και κατέληξε σε ένα εκπληκτικό συμπέρασμα. Κοκάλωσε στη θέση του, ψάχνοντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Α... Μιν, ξέρεις ότι σε συμπαθώ. Σε συμπαθώ, αλλά... Α... Δεν είχα ποτέ μου αδερφή, αλλά αν είχα... θα... Θέλω να πω, σε...» Το ρυάκι των λέξεων στέρεψε καθώς η Μιν σήκωνε το κεφάλι για να τον κοιτάξει, με τα φρύδια υψωμένα. Στο στόμα της είχε ένα μικρό χαμόγελο.

«Αχ, Πέριν, αφού ξέρεις ότι σ’ αγαπάω». Στάθηκε εκεί, κοιτάζοντας το στόμα του που ανοιγόκλεινε και ύστερα μίλησε αργά και προσεγμένα. «Σαν αδερφό, μπουμπουνοκέφαλε! Η υπεροψία των αντρών πάντα με καταπλήσσει. Όλοι νομίζετε πως τα πάντα έχουν να κάνουν με σας και ότι όλες οι γυναίκες σας ποθούν».

Ο Πέριν ένιωσε το πρόσωπό του να κοκκινίζει. «Εγώ ποτέ. Μα δεν...» Ξερόβηξε, για να καθαρίσει το λαιμό του. «Τι είναι αυτό που βλέπεις για μια γυναίκα;»

«Απλώς, άκουσε τη συμβουλή μου», του είπε εκείνη και κατηφόρισε πάλι την πλαγιά με βήμα γοργό. «Ακόμα κι αν ξεχάσεις όλα τα άλλα», του φώναξε πάνω από τον ώμο της, «δώσε βάση σ’ αυτό!»

Εκείνος την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια —αυτή τη φορά οι σκέψεις του φάνηκαν να παίρνουν μορφή γρήγορα― και την πρόφτασε με δυο δρασκελιές. «Είναι ο Ραντ, έτσι δεν είναι;»

Εκείνη έβγαλε ένα αχνό, άναρθρο ήχο και τον λοξοκοίταξε. Όμως δεν έκοψε το βήμα της. «Τελικά, μπορεί να μην είσαι τόσο βλάκας», μουρμούρισε. Ύστερα από μια στιγμή, πρόσθεσε, πιο πολύ σαν να μονολογούσε: «Είμαι κομμάτι του, όπως στο στεφάνι στο βαρέλι. Αλλά δεν βλέπω αν θα μου ανταποδώσει ποτέ αυτή την αγάπη. Και δεν είμαι η μόνη».

«Το ξέρει η Εγκουέν;» ρώτησε ο Πέριν. Ο Ραντ και η Εγκουέν ήταν σχεδόν λογοδοσμένοι από μικρά παιδιά. Μόνο που δεν είχαν γονατίσει μπροστά στον Κύκλο των Γυναικών του χωριού για να δώσουν τους όρκους του αρραβώνα. Ο Πέριν δεν ήξερε αν και πόσο είχε αλλάξει αυτό που είχαν.

«Το ξέρει», είπε απότομα η Μιν. «Και που το ξέρουμε και οι δυο, τι καταλάβαμε;»

«Ο Ραντ; Αυτός το ξέρει;»

«Α, φυσικά», του είπε αυτή πικρόχολα. «Του το είπα, λες να μην το έλεγα; “Ραντ, σε διάβασα και φαίνεται ότι πρέπει να σε ερωτευτώ. Επίσης, πρέπει να σε μοιραστώ με άλλες και μπορεί να μη μου πολυαρέσει, αλλά έτσι είναι τα πράγματα”. Μου φαίνεται ότι, τελικά, είσαι όντως χοντροκέφαλος, Πέριν Αϋμπάρα». Πέρασε γοργά το χέρι πάνω από τα μάτια της. «Αν ήμουν μαζί του, είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσα να τον βοηθήσω. Θα έβρισκα τρόπο. Φως μου, αν πεθάνει, δεν ξέρω αν θα το αντέξω».

Ο Πέριν σήκωσε αμήχανα τους ώμος, «Άκουσε, Μιν. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να τον βοηθήσω». Τι ακριβώς μπορώ να κάνω, αυτό είναι άλλο θέμα. «Αυτό σου το υπόσχομαι. Για σένα είναι πράγματι καλύτερα να πας στην Ταρ Βάλον. Εκεί θα είσαι ασφαλής».

«Ασφαλής;» Η Μιν δοκίμασε τη λέξη, σαν να αναρωτιόταν τι σήμαινε. «Νομίζεις ότι η Ταρ Βάλον προσφέρει ασφάλεια;»

«Αν δεν υπάρχει ασφάλεια στην Ταρ Βάλον, δεν υπάρχει πουθενά».

Εκείνη ρούφηξε τη μύτη της δυνατά και συνέχισαν σιωπηλοί για να βρουν τους άλλους, που ετοιμάζονταν για αναχώρηση.

Загрузка...