9 Οι Διηγήσεις του Τροχού

Η καρδιά του Ραντ βροντοχτυπούσε καθώς έτρεχε και τα μάτια του ατένιζαν με απόγνωση τους γυμνούς λόφους, που τον κύκλωναν. Αυτό δεν ήταν απλώς ένα μέρος στο οποίο η άνοιξη αργούσε να έρθει· εδώ ποτέ δεν είχε έρθει η άνοιξη, και ποτέ δεν θα ερχόταν. Τίποτα δεν φύτρωνε στο κρύο χώμα, που άφηνε ξερούς κρότους κάτω από τις μπότες του, ούτε καν λειχήνες. Προσπέρασε βράχια, δυο φορές ψηλότερα από το μπόι του· σκόνη αγκάλιαζε την επιφάνειά τους, σαν να μην τα είχε αγγίξει ποτέ ούτε στάλα βροχής. Ο ήλιος ήταν μια πρησμένη μπάλα, κόκκινη σαν αίμα, πιο φλογισμένη κι από την πιο καυτή μέρα του καλοκαιριού και τόσο φωτεινή που τσουρούφλιζε τα μάτια του, αλλά στεκόταν μόνη, κόντρα σε έναν μολυβένιο ουρανό, όπου σύννεφα με σκληρό μαύρο κι ασημί χρώμα μαίνονταν κι έβραζαν, σε όλους τους ορίζοντες. Παρά τα στροβιλιζόμενα σύννεφα, όμως, ούτε μια πνοή δεν άγγιζε τη γη και, σε πείσμα του σκυθρωπού ήλιου, ο αέρας ήταν παγωμένος, όπως το καταχείμωνο.

Ο Ραντ κοίταζε συχνά πάνω από τον ώμο του καθώς έτρεχε, αλλά δεν μπορούσε να δει τους διώκτες του. Μόνο έρημοι λόφοι και μαύρα βουνά με ακανόνιστες κοφτές ράχες, υπήρχαν και από πολλές κορυφές ξεπρόβαλλαν ψηλά μαύρα νέφη, που ανέβαιναν για να ενωθούν με τα φουσκωμένα σύννεφα. Παρ’ όλο που δεν έβλεπε τους διώκτες του, όμως, μπορούσε να τους ακούσει· ούρλιαζαν πίσω του, με λαρυγγώδεις φωνές, που υψώνονταν με την απόλαυση του κυνηγιού, ούρλιαζαν, από τη χαρά του αίματος που θα γεύονταν. Τρόλοκ. Τον πλησίαζαν και η δύναμή του είχε σχεδόν εξαντληθεί.

Γοργά κι απελπισμένα, ανέβηκε στην κορυφή μιας κοφτερής πλαγιάς κι έπειτα έπεσε στα γόνατα μ’ ένα βογκητό. Μπροστά του υπήρχε ένα απόκρημνο πέτρινο τείχος, ένας γκρεμός πεντακοσίων μέτρων, που κατέληγε σε ένα απέραντο φαράγγι. Αχνιστές ομίχλες σκέπαζαν τον πυθμένα του φαραγγιού και η πυκνή, γκρίζα επιφάνεια τους αναδευόταν με σκοτεινά κύματα, που κυλούσαν και έσπαζαν στο γκρεμό από κάτω του, αλλά πιο αργά από τα κύματα των ωκεανών. Κομμάτια αχλής έλαμπαν, κόκκινα για μια στιγμή, σαν να είχαν ανάψει ξαφνικά μεγάλες φωτιές από κάτω τους και ύστερα έσβηναν. Κεραυνοί μούγκριζαν στα βάθη της κοιλάδας και αστραπές έσκαζαν στη γκριζάδα, χτυπώντας μερικές φορές ψηλά στον ουρανό.

Δεν ήταν η κοιλάδα αυτό που ρουφούσε τη δύναμή του και την αντικαθιστούσε με μια αίσθηση ανημποριάς. Από το κέντρο των μανιασμένων ατμών ξεπηδούσε ένα βουνό, ένα βουνό ψηλότερο από κάθε άλλο που είχε δει στα Όρη της Ομίχλης, ένα βουνό μαύρο, σαν την απώλεια κάθε ελπίδας. Αυτό το ζοφερό, πέτρινο βέλος, η λεπίδα, που κάρφωνε τα ουράνια, ήταν η πηγή της απελπισίας του. Δεν το είχε δει ποτέ του, αλλά το ήξερε. Η ανάμνηση κυλούσε και χανόταν σαν υδράργυρος, όταν προσπαθούσε να την αγγίξει, αλλά ήταν εκεί. Ήξερε πως ήταν εκεί.

Αόρατα δάχτυλα τον άγγιξαν, τράβηξαν τα χέρια και τα πόδια του, προσπάθησαν να τον τραβήξουν στο βουνό. Το σώμα του σπαρτάρισε, έτοιμο να υπακούσει. Τα χέρια και τα πόδια του μαρμάρωσαν, σαν να είχε περάσει από το νου του η σκέψη ότι μπορούσε να χώσει τα δάχτυλα του στην πέτρα. Άυλα νήματα μπλέχτηκαν γύρω από την καρδιά του, τον τράβηξαν, τον κάλεσαν στο βέλος του βουνού. Δάκρια κύλησαν στο πρόσωπό του και σωριάστηκε στο έδαφος. Ένιωσε τη βούληση του να χάνεται, σαν νερό από τρύπιο κουβά. Λίγο ακόμα και θα πήγαινε εκεί που τον καλούσαν. Θα υπάκουγε, θα έκανε ό,τι του έλεγαν. Ξαφνικά, ανακάλυψε άλλο ένα συναίσθημα: το θυμό. Τον έσπρωχναν, τον τραβούσαν, μα δεν ήταν πρόβατο για να τον ρίξουν στο μαντρί. Ο θυμός έγινε ένας σκληρός κόμπος και πιάστηκε από αυτόν, όπως θα πιανόταν από σχεδία σε πλημμύρα.

Υπηρέτησέ με, ψιθύρισε μια φωνή στην κάλμα του μυαλού του. Μια γνώριμη φωνή. Αν αφουγκραζόταν, σίγουρα θα την καταλάβαινε. Υπηρέτησέ με. Τίναξε το κεφάλι για να τη διώξει από μέσα του. Υπηρέτησε με! Κούνησε τη γροθιά του προς το μαύρο βουνό. “Το Φως να σε κάψει, Σαϊ’τάν!”

Ξαφνικά ένιωσε την οσμή του θανάτου, σχεδόν απτή ολόγυρά του. Μια μορφή πρόβαλε, ψηλά, πάνω του, με μανδύα στο χρώμα του ξεραμένου αίματος, μια μορφή με πρόσωπο... Δεν ήθελε να δει το πρόσωπο που τον κοίταζε. Δεν ήθελε να σκεφτεί αυτό το πρόσωπο. Πονούσε όταν το σκεφτόταν, το μυαλό του γινόταν αναμμένα κούτσουρα. Ένα χέρι τον πλησίασε. Χωρίς να τον νοιάζει, αν θα έπεφτε από το χείλος του γκρεμού, τινάχτηκε μπροστά. Έπρεπε να φύγει. Να φύγει μακριά. Έπεσε, με τα μέλη του να τινάζονται στον αέρα, θέλοντας να ουρλιάξει, χωρίς να βρίσκει ανάσα για το ουρλιαχτό του, καθόλου ανάσα.

Ξαφνικά δεν ήταν πια στη γυμνή γη, δεν έπεφτε. Οι μπότες του πατούσαν γρασίδι, που είχε καφετί χρώμα, όπως το χειμώνα· του θύμισε λουλούδια. Γέλασε σχεδόν, βλέποντας σκόρπια δέντρα και θάμνους, έστω και δίχως φύλλα, που κάλυπταν εδώ κι εκεί την ομαλή πεδιάδα, που τον περικύκλωνε. Στο βάθος ορθωνόταν ένα μοναχικό βουνό, με κορυφή σπασμένη στα δύο, αλλά αυτό το βουνό δεν του προκαλούσε ούτε φόβο ούτε απόγνωση. Ήταν απλώς ένα βουνό, αν και αταίριαστο εδώ, αφού δεν φαινόταν κανένα άλλο.

Ένας φαρδύς ποταμός κυλούσε από το βουνό και σ’ ένα νησί στη μέση εκείνου του ποταμού υπήρχε μια πόλη, από κείνες που υπάρχουν στις ιστορίες των Βάρδων, μια πόλη που την περιέβαλλαν ψηλά τείχη, που έλαμπαν με λευκές και ασημιές αποχρώσεις κάτω από το ζεστό ήλιο. Με ανάμικτη ανακούφιση και αγαλλίαση ξεκίνησε για τα τείχη, για την ασφάλεια και τη γαλήνη, που, με κάποιον τρόπο, ήξερε ότι θα έβρισκε πίσω τους.

Καθώς πλησίαζε, διέκρινε ψηλούς πύργους· πολλοί ενώνονταν με θαυμαστούς διαδρόμους, που ξετυλίγονταν στον αέρα. Ψηλές γέφυρες σχημάτιζαν καμπύλες, από τις δύο όχθες του ποταμού προς την πόλη στο νησί. Ακόμα κι από μακριά μπορούσε να διακρίνει την πέτρα, δουλεμένη σαν δαντέλα σε κείνες τις γέφυρες, που έμοιαζαν υπερβολικά ντελικάτες για να αντισταθούν στα γοργά νερά που χιμούσαν από κάτω τους. Πέρα από αυτές τις γέφυρες βρισκόταν ασφάλεια. Καταφύγιο.

Απότομα, ένα ρίγος διέτρεξε τα κόκαλά του· μια δυσάρεστη παγωνιά κουκούλωσε το δέρμα του και ο αέρας γύρω του έγινε δύσοσμος και υγρός. Δίχως να κοιτάξει πίσω άρχισε να τρέχει, να τρέχει μακριά από τον διώκτη του, που με παγωμένα δάχτυλα άγγιζε την πλάτη του και τραβούσε το μανδύα του, να τρέχει μακριά από την φωτοβόρα μορφή, με το πρόσωπο που... Δεν θυμόταν το πρόσωπο, παρά μόνο τον τρόμο. Δεν ήθελε να θυμηθεί το πρόσωπο. Έτρεχε, και το έδαφος περνούσε κάτω από τα πόδια του, οι απαλοί λόφοι και η ίσια πεδιάδα... και ήθελε να ουρλιάξει, σαν σκυλί που έχει τρελαθεί. Η πόλη απομακρυνόταν από μπροστά του. Όσο πιο γρήγορα έτρεχε τόσο πιο βαθιά πήγαιναν οι λευκοί λαμπεροί τοίχοι και το καταφύγιο. Μίκραιναν συνεχώς, ώσπου, στο τέλος, μονάχα μια χλωμή κουκίδα είχε απομείνει στον ορίζοντα. Το κρύο χέρι του διώκτη του έπιασε το κολάρο του. Ήξερε ότι, αν αυτά τα δάχτυλα τον άγγιζαν, θα τρελαινόταν. Ή θα πάθαινε κάτι χειρότερο. Πολύ χειρότερο. Τη στιγμή που ένιωθε αυτή τη βεβαιότητα, σκόνταψε κι έπεσε...

“Όχιιιι!” ούρλιαξε.

...και γρύλισε, όταν οι πελεκημένες πλάκες τον χτύπησαν και του έκοψαν την ανάσα. Σηκώθηκε όρθιος, απορώντας. Στεκόταν στην αρχή μιας από τις θαυμαστές γέφυρες, που είχε δει να ορθώνονται πάνω από το ποτάμι. Χαμογελαστοί άνθρωποι περπατούσαν δεξιά κι αριστερά του, άνθρωποι ντυμένοι με τέτοια πληθώρα χρωμάτων, που του θύμισαν χωράφι με αγριολούλουδα. Μερικοί του μίλησαν, αλλά δεν τους καταλάβαινε, αν και οι λέξεις ακούγονταν κάπως γνωστές. Αλλά τα πρόσωπα ήταν φιλικά και οι άνθρωποι του έκαναν νόημα να προχωρήσει, να περάσει τη γέφυρα με τις λεπτοδουλεμένες πέτρες της, προς τους λαμπερούς τοίχους, με τις ασημένιες γραμμές και τους πύργους πιο πέρα. Προς την ασφάλεια, που ήξερε πως τον περίμενε εκεί.

Ακολούθησε το πλήθος, που διάβαινε τη γέφυρα και περνούσε στην πόλη από τις ογκώδεις πύλες των ψηλών, άφθαρτων τειχών. Εκεί μέσα υπήρχε μια χώρα θαυμάτων, όπου και το πιο ταπεινό κτίριο έμοιαζε να είναι παλάτι. Ήταν λες και οι κατασκευαστές είχαν διαταχθεί να πάρουν πέτρες και τούβλα και κεραμίδια και να δημιουργήσουν ομορφιά, που θα έκοβε την ανάσα των θνητών. Δεν υπήρχε κτίριο, ή μνημείο, που να μην αναγκαστεί να το κοιτάξει με γουρλωμένα μάτια. Στους δρόμους ακουγόταν μουσική, εκατό διαφορετικά τραγούδια, που όμως ενώνονταν με τη βουή του πλήθους για να δημιουργήσουν μια μεγαλοπρεπή, χαρμόσυνη αρμονία. Οι μυρωδιές από γλυκά αρώματα και δυνατά μπαχαρικά, από θαυμάσια φαγητά και μυριάδες άνθη κρέμονταν στον αέρα, σαν να είχαν συγκεντρωθεί εδώ όλες οι ευωδιές του κόσμου.

Ο δρόμος, από τον οποίο είχε μπει στην πόλη, πλατύς και στρωμένος με λείες, γκρίζες πέτρες, απλωνόταν μπροστά του με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης. Στο τέλος του ορθωνόταν ένας πύργος, μεγαλύτερος και ψηλότερος από κάθε άλλον στην πόλη, ένας πύργος λευκός, σαν απάτητο χιόνι. Αυτός ο πύργος ήταν το μέρος όπου θα έβρισκε την ασφάλεια και τη γνώση που ζητούσε. Μα πόλη σαν κι αυτήν δεν είχε ονειρευτεί ποτέ πως θα έβλεπε. Δεν θα πείραζε βεβαίως αν καθυστερούσε, λιγάκι μόνο, πριν πάει στον πύργο; Στράφηκε σε ένα στενότερο δρόμο, όπου ταχυδακτυλουργοί βολτάριζαν, ανάμεσα σε πωλητές παράξενων φρούτων.

Μπροστά του, πιο κάτω στο δρόμο, υπήρχε ένας χιονόλευκος πύργος. Ο ίδιος πύργος. Λίγο ακόμα, σκέφτηκε, και έστριψε σε μια άλλη γωνία. Στην άλλη άκρη κι εκείνου του δρόμου βρισκόταν ο λευκός πύργος. Έστριψε πεισματικά σε άλλη μια γωνία και σε άλλη μια, και, κάθε φορά, το βλέμμα του αντάμωνε τον αλαβάστρινο πύργο. Γύρισε για να φύγει τρέχοντας... και σταμάτησε απότομα. Εμπρός του, ο λευκός πύργος. Φοβόταν να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του, φοβόταν μήπως ήταν κι εκεί επίσης.

Τα πρόσωπα γύρω του ήταν ακόμα φιλικά, μα τώρα αποκάλυπταν μια κλονισμένη ελπίδα, μια ελπίδα που είχε τσακιστεί. Ακόμα κι έτσι οι άνθρωποι του έκαναν νόημα να προχωρήσει, χειρονομούσαν ικετευτικά. Προς τον πύργο. Τα μάτια τους άστραφταν από μια απεγνωσμένη ανάγκη και μόνο αυτός μπορούσε να την εκπληρώσει, μόνο αυτός μπορούσε να τους σώσει.

Πολύ καλά, σκέφτηκε. Στο κάτω-κάτω, ήθελε κι αυτός να πάει στον πύργο.

Τη στιγμή που έκανε το πρώτο βήμα μπροστά, η απογοήτευση χάθηκε από τα πρόσωπα των ανθρώπων γύρω του και χαμόγελα στόλισαν όλα τα πρόσωπα. Προχώρησαν μαζί του και μικρά παιδιά άπλωσαν στο διάβα του πέταλα λουλουδιών. Κοίταξε μπερδεμένος πάνω από τον ώμο του, αναρωτήθηκε για ποιον ήταν τα λουλούδια, μα πίσω του υπήρχαν μόνο χαμογελαστοί άνθρωποι, που τον παρακινούσαν. Μάλλον τα ρίχνουν για μένα, σκέφτηκε, και απόρησε που αυτό δεν τον παραξένευε. Η απορία κράτησε μόνο μια στιγμή, πριν σβήσει· όλα ήταν όπως έπρεπε να είναι.

Ένας-ένας οι άνθρωποι γύρω του άρχισαν να τραγουδούν, ώσπου όλες οι φωνές υψώθηκαν μαζί σε έναν λαμπρό ύμνο. Και πάλι δεν καταλάβαινε τα λόγια, αλλά κάπου δέκα αλληλένδετες αρμονίες μιλούσαν για αγαλλίαση και λύτρωση. Οι μουσικοί προχωρούσαν μέσα στο πλήθος, συμπληρώνοντας τον ύμνο με φλάουτα και άρπες και τύμπανα σε δέκα διαφορετικά μεγέθη και όλα τα τραγούδια που άκουγε πριν έγιναν ένα αρραγές σύνολο. Κοπέλες χόρευαν γύρω του, άφηναν γιρλάντες με ευωδιαστά μπουμπούκια στους ώμους του, τις περνούσαν γύρω από το λαιμό του. Του χαμογελούσαν και η χαρά τους δυνάμωνε με κάθε του βήμα. Άθελά του, τους αντιγύριζε τα χαμόγελα. Τα πόδια του τον τραβούσαν να μπει κι αυτός στο χορό τους και άρχισε να χορεύει την ίδια στιγμή που το σκέφτηκε και τα βήματα που έκανε ταίριαζαν, σαν να τα ήξερε όλα αυτά από τότε που είχε γεννηθεί. Έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε- τα πόδια του ήταν πιο ελαφρά από κάθε άλλη φορά, καθώς χόρευε με... Δεν θυμόταν το όνομα, αλλά δεν έμοιαζε να έχει σημασία.

Είναι το πεπρωμένο σον, ψιθύρισε η φωνή στο κεφάλι του και ο ψίθυρος ήταν μια μελωδία στον παιάνα.

Το πλήθος τον κουβάλησε, σαν να ήταν ο Ραντ ένα κλαράκι στην αφρισμένη κορυφή του κύματος και χύθηκε σε μια πελώρια πλατεία, στο κέντρο της πόλης. Τότε είδε, για πρώτη φορά, ότι ο πύργος ξεκινούσε από ένα μεγάλο παλάτι από χλωμό μάρμαρο, σμιλεμένο μάλλον παρά χτισμένο, με τοίχους που καμπύλωναν και θόλους που άνθιζαν και με λεπτεπίλεπτα κωδωνοστάσια, που χάραζαν τον ουρανό. Η όψη του τον έκανε να αφήσει μια πνιχτή ανάσα με θαυμασμό. Πλατιές σκάλες από άφθαρτη πέτρα ανηφόριζαν από την πλατεία και οι άνθρωποι σταμάτησαν εκεί, στην αρχή τους, αλλά το τραγούδι τους δυνάμωσε και υψώθηκε. Οι παθιασμένες φωνές έδωσαν θάρρος στα πόδια του. Το πεπρωμένο σον, ψιθύρισε η φωνή, επίμονη τώρα, βιαστική.

Δεν χόρευε πια, αλλά δεν σταμάτησε να προχωρά. Ανέβηκε τα σκαλιά χωρίς να διστάσει καθόλου. Εκεί ανήκε.

Ελικοειδή σχήματα στόλιζαν τις ογκώδεις πόρτες στην κεφαλή της σκάλας, τόσο περίπλοκα και ντελικάτα, που δεν μπορούσε να φανταστεί λεπίδα αρκετά λεπτή για να τα χαράξει. Οι πύλες άνοιξαν κι αυτός πέρασε μέσα. Έκλεισαν πίσω του, βροντώντας σαν κεραυνός.

“Σε περιμέναμε”, σφύριξε ο Μυρντράαλ.

Ο Ραντ ανακάθισε απότομα, τρέμοντας και προσπαθώντας να ανασάνει με ανοιχτά τα μάτια. Ο Ταμ ακόμη κοιμόταν στο κρεβάτι. Σιγά-σιγά, η αναπνοή του έγινε πιο αργή. Τα μισοκαμένα κούτσουρα έβγαζαν δυνατή φλόγα στο τζάκι και ένα πυκνό στρώμα από κάρβουνα είχε απλωθεί γύρω από τη σχάρα· όσο κοιμόταν, κάποιος είχε μπει να φροντίσει τη φωτιά. Μια κουβέρτα κειτόταν στα πόδια του, εκεί που είχε πέσει όταν είχε ανακαθίσει. Είχε χαθεί επίσης και το αυτοσχέδιο φορείο και οι μανδύες των δύο τους ήταν κρεμασμένοι κοντά στην πόρτα.

Σκούπισε τον κρύο ιδρώτα από το πρόσωπο του με τρεμάμενο χέρι και αναρωτήθηκε μήπως, ονοματίζοντας τον Σκοτεινό μέσα σε όνειρο, τραβούσες την προσοχή του, όπως αν τον ονομάτιζες φωναχτά.

Έξω είχε σουρουπώσει· το ολοστρόγγυλο φεγγάρι είχε ανέβει αρκετά ψηλά και τα άστρα του δειλινού λαμπύριζαν πάνω από τα Όρη της Ομίχλης. Είχε κοιμηθεί ολόκληρη τη μέρα. Έτριψε ένα πονεμένο σημείο στο πλευρό του. Απ’ ό,τι φαινόταν, είχε κοιμηθεί με τη λαβή του σπαθιού να του τρυπά τα παίδια. Από τη μια το σπαθί, από την άλλη το άδειο στομάχι του και όσα είχαν γίνει τη νύχτα, δεν ήταν παράξενο που είχε δει εφιάλτες.

Η κοιλιά του γουργούρισε δυνατά και ο Ραντ σηκώθηκε μουδιασμένα και πήγε στο τραπέζι, όπου η κυρά αλ’Βερ είχε αφήσει το δίσκο. Τράβηξε την άσπρη πετσέτα. Αν και είχε ώρες που κοιμόταν, ο ζωμός του βοδινού ήταν ακόμα ζεστός, το ίδιο και το ψωμί με την τραγανή κόρα. Ήταν, ολοφάνερα, δουλειά της κυράς αλ’Βερ· είχε πάρει τον πρώτο δίσκο και είχε φέρει άλλον. Όταν αποφάσιζε πως αυτό που χρειαζόσουν ήταν ένα πιάτο ζεστό φαΐ, δεν εγκατέλειπε τον αγώνα, παρά μόνο όταν χόρταινες.

Ο Ραντ ήπιε λίγο ζωμό, έβαλε με βιάση λίγο κρέας και τυρί ανάμεσα σε δύο κομμάτια ψωμιού και άρχισε να τρώει μπουκώνοντας το στόμα του. Καταπίνοντας μεγάλες μπουκιές, ξαναπήγε στο κρεβάτι.

Η κυρά αλ’Βερ προφανώς είχε φροντίσει και τον Ταμ. Του είχαν βγάλει τα ρούχα και τώρα έστεκαν καθαρά και διπλωμένα σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι και μια κουβέρτα τον σκέπαζε ως το σαγόνι. Όταν ο Ραντ άγγιξε το μέτωπο του πατέρα του, ο Ταμ άνοιξε τα μάτια.

“Εδώ είσαι, αγόρι μου. Η Μάριν είπε ότι ήσουν εδώ, αλλά δεν μπορούσα ούτε να ανασηκωθώ για να σε δω. Είπε ότι ήσουν πολύ κουρασμένος και δεν ήθελε να σε ξυπνήσει μόνο και μόνο για να σε δω. Όταν βάλει κάτι στο νου της, ακόμα και ο Μπραν δεν την κάνα ζάφτι”.

Η φωνή του Ταμ ήταν αδύναμη, αλλά το βλέμμα του ήταν διαυγές και σταθερό. Η Άες Σεντάι είχε δίκιο, σκέφτηκε ο Ραντ. Με λίγη ξεκούραση θα γινόταν περδίκι.

“Να σου φέρω κάτι να φας; Η κυρά αλ’Βερ έφερε ένα δίσκο”.

“Μου έδωσε φαγητό... αν ήταν φαΐ αυτό. Δεν με άφηνε να φάω τίποτα εκτός από ζωμό. Πώς να μην δει κανείς άσχημα όνειρα, όταν έχει μόνο ζωμό στην...” Ο Ταμ άπλωσε αργά το χέρι του κάτω από την κουβέρτα και άγγιξε το σπαθί στη μέση του Ραντ. “Άρα δεν ήταν όνειρο. Όταν η Μάριν μου είπε ότι ήμουν άρρωστος, φαντάστηκα ότι είχα... Αλλά είσαι γερός. Μόνο αυτό έχει σημασία. Τι έγινε το αγρόκτημα;”

Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. “Οι Τρόλοκ σκότωσαν τα πρόβατα. Νομίζω, επίσης, ότι πήραν και την αγελάδα και το σπίτι θέλει γερό καθάρισμα”. Κατάφερε να χαμογελάσει αδύναμα. “Ήμασταν πιο τυχεροί από άλλους. Έκαψαν το μισό χωριό”.

Είπε στον Ταμ όσα είχαν συμβεί, ή τουλάχιστον τα περισσότερα. Ο Ταμ τον άκουγε προσεκτικά κι έκανε εύστοχες ερωτήσεις κι έτσι ο Ραντ βρήκε ότι έπρεπε να του πει για την επιστροφή του στην αγροικία από το δάσος κι αυτό με τη σειρά του οδήγησε στον Τρόλοκ που είχε σκοτώσει. Αναγκάστηκε να του αναφέρει ότι η Σοφία είχε διαγνώσει πως ο Ταμ πέθαινε, για να εξηγήσει το λόγο που τον είχε φροντίσει η Άες Σεντάι και όχι η Σοφία. Ο Ταμ γούρλωσε τα μάτια όταν το άκουσε αυτό, ότι υπήρχε Άες Σεντάι στο Πεδίο του Έμοντ. Αλλά ο Ραντ δεν έκρινε αναγκαίο να μιλήσει για ολόκληρο το ταξίδι από τη φάρμα, ή για τους φόβους του, ή για τον Μυρντράαλ στο δρόμο. Οπωσδήποτε όχι για τους εφιάλτες που είχε δει, ενώ κοιμόταν στο διπλανό κρεβάτι. Πολύ περισσότερο δεν έβλεπε για ποιο λόγο να αναφέρει το παραμιλητό του Ταμ στον πυρετό του. Τουλάχιστον τώρα. Όσο για την ιστορία της Μουαραίν: αυτή δεν μπορούσε να την αποφύγει.

“Να μια ιστορία που θα έκανε έναν Βάρδο περήφανο”, μουρμούρισε ο Ταμ, όταν ο Ραντ τελείωσε. “Τι να θέλουν οι Τρόλοκ από σας τα παιδιά; Ή ο Σκοτεινός, που το Φως να μας βοηθήσει;”

“Νομίζεις πως έλεγε ψέματα; Ο αφέντης αλ’Βερ είπε ότι έλεγε αλήθεια για τις επιθέσεις σε δύο μόνο σπίτια. Και για το σπίτι του αφέντη Λούχαν και του αφέντη Κώθον”.

Ο Ταμ έμεινε σιωπηλός για λίγο, πριν πει: “Πες μου τι είπε. Πρόσεξε, θέλω ακριβώς τα λόγια της, όπως τα έλεγε”.

Ο Ραντ δυσκολεύτηκε. Ποιος ποτέ θυμόταν ακριβώς τις λέξεις που άκουγε; Δάγκωσε το χείλος του και έξυσε το κεφάλι του και σιγά-σιγά τα ξανάφερε στην επιφάνεια, όσο καλύτερα θυμόταν. “Δεν μου έρχεται τίποτα άλλο”, κατέληξε. “Για μερικά δεν είμαι σίγουρος μήπως δεν τα είπε λιγάκι αλλιώς, αλλά πάντως είναι κάπως έτσι”.

“Αρκεί. Αναγκαστικά, ε; Βλέπεις, παλικάρι μου, οι Άες Σεντάι είναι πανούργες. Δεν λένε ψέματα, τουλάχιστον όχι κατάμουτρα, αλλά η αλήθεια που θα σου πει μια Άες Σεντάι δεν είναι πάντα η αλήθεια που νομίζεις. Να την προσέχεις”.

“Έχω ακούσει τις ιστορίες”, του αντιγύρισε ο Ραντ. “Δεν είμαι παιδί”.

“Ναι, δεν είσαι, δεν είσαι”. Ο Ταμ βαριαναστέναξε και σήκωσε τους ώμους ενοχλημένος. “Πάντως θα έπρεπε να έρθω μαζί σου. Ο κόσμος έξω από τους Δύο Ποταμούς δεν μοιάζει καθόλου με το Πεδίο του Έμοντ”.

Ήταν ευκαιρία να ρωτήσει τον Ταμ για τότε που είχε βγει έξω και για άλλα πράγματα, αλλά ο Ραντ δεν την εκμεταλλεύθηκε. Αντίθετα, το στόμα του άνοιξε μόνο του. “Έτσι απλά; Νόμιζα ότι θα προσπαθούσες να με μεταπείσεις. Νόμιζα ότι θα είχες εκατό λόγους για να μην πάω”. Κατάλαβε πως κρατούσε την ελπίδα στην καρδιά του ότι ο Ταμ θα είχε εκατό λόγους, και βάσιμους λόγους.

“Ίσως όχι εκατό”, είπε ο Ταμ ξεφυσώντας, “αλλά μερικοί περνούν από το μυαλό μου. Αλλά δεν μετρούν. Αν σε κυνηγούν οι Τρόλοκ, θα είσαι περισσότερο ασφαλής στην Ταρ Βάλον παρά εδώ. Μόνο μην ξεχνάς να φυλάγεσαι. Οι Άες Σεντάι ενεργούν για δικούς τους λόγους και δεν είναι πάντα οι λόγοι που νομίζεις”.

“Κάτι τέτοιο είπε ο Βάρδος”, είπε αργά ο Ραντ.

“Τότε ξέρει τι λέει. Τα αυτιά σου ανοιχτά, το μυαλό σου να δουλεύει, το στόμα σου κλειστό. Είναι καλές αυτές οι συμβουλές για όταν έχεις πάρε-δώσε έξω από τους Δύο Ποταμούς, αλλά κυρίως με τις Άες Σεντάι. Και τους Πρόμαχους. Αν πεις κάτι στον Λαν, είναι σαν να το είπες στη Μουαραίν. Αν είναι Πρόμαχος, τότε είναι δεσμευμένος μαζί της, αυτό είναι σίγουρο, όπως η ανατολή του ήλιου. Και ο Λαν δεν έχει πολλά μυστικά απ’ αυτήν, ίσως κανένα”.

Ο Ραντ δεν ήξερε πολλά για τη δέσμευση μεταξύ των Άες Σεντάι και των Πρόμαχων, αν και έπαιζε μεγάλο ρόλο σε όλες τις ιστορίες για Πρόμαχους που είχε ακούσει ποτέ. Είχε κάποια σχέση με τη Δύναμη, ήταν δώρο στον Πρόμαχο, ή ίσως κάποιου είδους συναλλαγή. Οι Πρόμαχοι αποκτούσαν πολλά προνόμια, σύμφωνα με τις ιστορίες. Γιατρεύονταν γρηγορότερα από τους άλλους άνδρες και άντεχαν περισσότερο δίχως νερό, ή ύπνο. Υποτίθεται, μάλιστα, πως μπορούσαν να νιώσουν τους Τρόλοκ, αν ήταν κοντά, και τα άλλα πλάσματα του Σκοτεινού κι έτσι εξηγούνταν πώς ο Λαν και η Μουαραίν είχαν προσπαθήσει να προειδοποιήσουν το χωριό πριν την επίθεση. Όσο για το τι κέρδιζαν οι Άες Σεντάι από τη δέσμευση, οι ιστορίες δεν έλεγαν, αλλά ο Ραντ δεν πίστευε πως δεν κέρδιζαν κάτι.

“Θα προσέχω”, είπε ο Ραντ. “Απλώς εύχομαι να ήξερα γιατί. Δεν έχει νόημα. Γιατί εμένα; Γιατί εμάς;”

“Κι εγώ εύχομαι να ήξερα, αγόρι μου. Αίμα και στάχτες, μακάρι να ήξερα”. Ο Ταμ αναστέναξε βαριά. “Τέλος πάντων, το σπασμένο αυγό δεν ξαναμπαίνει στο τσόφλι. Πόσο γρήγορα θα φύγετε; Εγώ σε κανά-δυο μέρες θα ξανασταθώ στα πόδια μου και θα δούμε πώς θα κάνουμε καινούργιο κοπάδι. Ο Όρεν Ντώτρυ έχει μερικά καλά ζώα, που ίσως να μπορεί να τα δώσει, τώρα που τα λιβάδια έπαθαν ζημιά, το ίδιο και ο Τζον Θέην”.

“Η Μουαραίν... η Άες Σεντάι είπε ότι πρέπει να μείνεις στο κρεβάτι. Για εβδομάδες, είπε”. Ο Ταμ άνοιξε το στόμα, αλλά ο Ραντ συνέχισε. “Και μίλησε, επίσης, με την κυρά αλ’Βερ”.

“Α, ε λοιπόν τη Μάριν ίσως καταφέρω να την φέρω βόλτα”. Ο Ταμ όμως δεν φαινόταν αισιόδοξος. Έριξε μια διεισδυτική ματιά στον Ραντ. “Έτσι που απέφυγες να απαντήσεις, σημαίνει ότι πρέπει να φύγεις σύντομα. Αύριο; Ή απόψε;”

“Απόψε”, είπε ο Ραντ με χαμηλή φωνή και ο Ταμ ένευσε λυπημένα.

“Ναι. Ε, αν πρέπει να γίνει, καλύτερα να μην καθυστερείς. Αλλά το “για εβδομάδες”, αυτό θα το δούμε”. Τράβηξε τις κουβέρτες του, με μεγαλύτερη ενόχληση παρά δύναμη. “Ίσως να σε ακολουθήσω σε μερικές μέρες. Να σε προφτάσω σ’ αυτόν το δρόμο. Θα δούμε αν η Μάριν μπορέσει να με κρατήσει στο κρεβάτι, όταν θελήσω να σηκωθώ”.

Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και ο Λαν έχωσε το κεφάλι του στο δωμάτιο. “Αποχαιρέτα τον γρήγορα κι έλα, βοσκέ. Μπορεί να έχουμε φασαρίες”.

“Φασαρίες;” είπε ο Ραντ και ο Πρόμαχος τον κοίταξε ανυπόμονα.

“Βιάσου!”

Ο Ραντ άρπαξε βιαστικά το μανδύα του. Έκανε να λύσει τη ζώνη του σπαθιού, αλλά τότε ο Ταμ του μίλησε.

“Κράτα το. Μάλλον θα το έχεις πιο μεγάλη ανάγκη απ’ όσο εγώ, αν και, Φωτός θέλοντος, δεν θα το χρειαστούμε. Πρόσεχε, παλικάρι μου. Μ’ άκουσες;”

Ο Ραντ αγνόησε το μουγκρητό του Λαν και έσκυψε για να αγκαλιάσει τον Ταμ. “Θα ξανάρθω. Σου το υπόσχομαι”.

“Και βέβαια θα ξανάρθεις”. Ο Ταμ γέλασε. Έσφιξε τον Ραντ αδύναμα και τον χτύπησε στον ώμο. “Το ξέρω. Και θα έχω τα διπλά πρόβατα για να τα περιποιείσαι, όταν ξαναγυρίσεις. Φύγε τώρα, πριν αυτός ο άνθρωπος πάθει αποπληξία ”.

Ο Ραντ προσπάθησε να σταθεί λίγο ακόμα, προσπάθησε να βρει τις λέξεις για την ερώτηση που δεν τολμούσε να κάνει, όμως ο Λαν μπήκε στο δωμάτιο, τον έπιασε από το μπράτσο και τον έσυρε στον διάδρομο. Ο Πρόμαχος είχε φορέσει έναν δερμάτινο θώρακα, που είχε μουντό γκριζοπράσινο χρώμα και επικαλυπτόμενες μεταλλικές φολίδες. Η φωνή του ήταν βραχνή από τον εκνευρισμό.

“Πρέπει να βιαστούμε. Δεν καταλαβαίνεις τι θα πει φασαρίες;”

Έξω από το δωμάτιο περίμενε ο Ματ, με το μανδύα και το παλτό του και το τόξο του. Μια φαρέτρα κρεμόταν από τη μέση του. Κουνιόταν με αγωνία μπρος-πίσω στις πατούσες του και έριχνε συνεχώς ματιές στα σκαλιά, με ανάμικτη ανυπομονησία και φόβο. “Δεν πολυμοιάζει με τις ιστορίες, Ραντ, ε;” είπε βραχνά.

“Τι σόι φασαρίες;” ζήτησε να μάθει ο Ραντ, αλλά ο Πρόμαχος έτρεξε μπροστά του αντί να απαντήσει, κατεβαίνοντας δυο-δυο τα σκαλοπάτια. Ο Ματ όρμηξε στο κατόπι του, κάνοντας βιαστικά νόημα στον Ραντ να τους ακολουθήσει.

Ο Ραντ φόρεσε το μανδύα του και τους πρόφτασε στο ισόγειο. Μόνο ένα ασθενικό φως έπεφτε στην κοινή αίθουσα· τα μισά κεριά είχαν καεί και τα υπόλοιπα ξεψυχούσαν. Με εξαίρεση τους τρεις τους, ήταν άδεια. Ο Ματ στάθηκε κοντά σε ένα παράθυρο της πρόσοψης, κοιτάζοντας έξω προσέχοντας μην φανεί. Ο Λαν άνοιξε μια χαραμάδα την πόρτα και κοίταξε στην αυλή του πανδοχείου.

Ο Ραντ αναρωτήθηκε τι κοίταζαν και πήγε κοντά τους. Ο Πρόμαχος του μουρμούρισε να προσέχει, αλλά άνοιξε την πόρτα λιγάκι ακόμα για να μπορέσει να δει και ο Ραντ.

Στην αρχή δεν κατάλαβε τι έβλεπε. Ένα πλήθος χωρικών, κάπου σαράντα, ήταν συνωστισμένοι κοντά στο καμένο κουφάρι της άμαξας του πραματευτή και οι δαυλοί που κρατούσαν μερικοί έδιωχναν τη νύχτα. Η Μουαραίν στεκόταν μπροστά τους, με την πλάτη στο πανδοχείο κι ακουμπούσε, φαινομενικά ανέμελα, στο ραβδί της. Ο Χάρι Κόπλιν στεκόταν μπροστά από το πλήθος, μαζί με τον αδερφό του τον Νταρλ και με τον Μπίλι Κόνγκαρ. Ήταν εκεί και ο Τσεν Μπούι κι έδειχνε αμήχανος. Ο Ραντ ξαφνιάστηκε, βλέποντας τον Χάρι να κουνά τη γροθιά του μπροστά στη Μουαραίν.

“Φύγετε από το Πεδίο του Έμοντ!” φώναξε ο αγρότης με ξινισμένη έκφραση. Μερικές φωνές στο πλήθος το επανέλαβαν, αλλά διστακτικά, και κανείς δεν προχώρησε μπροστά. Ίσως να ήταν διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν μια Άες Σεντάι μέσα από το πλήθος, αλλά κανείς τους δεν ήθελε να ξεχωρίσει. Ειδικά μπροστά σε μια Άες Σεντάι που είχε κάθε λόγο να προσβληθεί.

“Εσείς φέρατε αυτά τα τέρατα!” βρυχήθηκε ο Νταρλ. Ανέμισε ένα δαυλό πάνω από το κεφάλι του και ακούστηκαν κραυγές —“Εσείς τα φέρατε!” και “Είναι δικό σας το φταίξιμο”- που τις άρχισε ο ξάδερφος του ο Μπίλι.

Ο Χάρι έσπρωξε με τον αγκώνα τον Τσεν Μπούι και ο γεροκαλαμοτεχνίτης σούφρωσε τα χείλη και τον κοίταξε λοξά. “Αυτά τα πράγματα... αυτοί οι Τρόλοκ, εμφανίστηκαν μόνο όταν ήρθατε εσείς”, μουρμούρισε ο Τσεν, τόσο χαμηλόφωνα που μετά βίας ακούστηκε. Κούνησε κατηφής το κεφάλι του δεξιά-αριστερά, σαν να ευχόταν να βρισκόταν κάπου αλλού και να έψαχνε δρόμο για να βρεθεί εκεί. “Είσαι μια Άες Σεντάι. Δεν θέλουμε ανθρώπους σαν και του λόγου σου στους Δύο Ποταμούς. Οι Άες Σεντάι όπου πάνε φέρνουν μπελάδες. Αν μείνεις θα έχουμε χειρότερα”.

Ο λόγος του δεν βρήκε ανταπόκριση στους συγκεντρωμένους χωρικούς και ο Χάρι κατσούφιασε εκνευρισμένος. Ξαφνικά άρπαξε το δαυλό του Νταρλ και τον κούνησε προς το μέρος της. “Βγείτε έξω!” φώναξε. “Ειδάλλως θα σας βγάλουμε με τη φωτιά!”

Νεκρική σιγή απλώθηκε, με εξαίρεση το σύρσιμο των ποδιών μερικών χωρικών που αποτραβιούνταν. Οι άνθρωποι στους Δύο Ποταμούς πολεμούσαν όταν τους επιτίθονταν, αλλά η βία ήταν κάτι ασυνήθιστο και οι απειλές δεν ήταν στο φυσικό τους, πέρα από κάποιες φορές που τύχαινε κανείς να κουνήσει τη γροθιά του. Ο Τσεν Μπούι, ο Μπίλι Κόνγκαρ και οι Κόπλιν έμειναν εκεί μπροστά, μόνοι τους. Ο Μπίλι έδειχνε σαν να ήθελε να οπισθοχωρήσει κι αυτός.

Ο Χάρι ξαφνιάστηκε με την έλλειψη υποστήριξης, αλλά σύντομα συνήλθε. “Βγείτε έξω!” ξαναφώναξε και τον μιμήθηκε ο Νταρλ και πιο αδύναμα ο Μπίλι. Ο Χάρι αγριοκοίταξε τους άλλους. Οι πιο πολλοί από το πλήθος δεν αντίκρισαν το βλέμμα του.

Ξαφνικά, από τις σκιές βγήκαν ο Μπραν αλ’Βερ και ο Χάραλ Λούχαν και σταμάτησαν ξέχωρα και από την Άες Σεντάι και από το πλήθος. Ο δήμαρχος κρατούσε ανέμελα με το ένα χέρι τη μεγάλη ξυλόσφυρα, που την είχε για να βάζει τις κάνουλες στα βαρέλια. “Έριξε κανείς την ιδέα να κάψετε το πανδοχείο μου;” ρώτησε γλυκά.

Οι δύο Κόπλιν έκαναν ένα βήμα πίσω και ο Τσεν Μπούι απομακρύνθηκε από κοντά τους. Ο Μπίλι Κόνγκαρ βούτηξε στο πλήθος. “Όχι αυτό”, είπε γοργά ο Νταρλ. “Δεν είπαμε τίποτα τέτοιο, Μπραν... ε, δήμαρχε”.

Ο Μπραν ένευσε. ” Μήπως τότε σας άκουσα να απειλείτε ότι θα πειράξετε καλεσμένους του πανδοχείου μου;”

“Είναι μια Άες Σεντάι”, άρχισε να λέει θυμωμένα ο Χάρι, αλλά τα λόγια του κόπηκαν απότομα όταν κουνήθηκε ο Χάραλ Λούχαν.

Ο σιδεράς απλώς τεντώθηκε, σήκωσε τα χοντρά του μπράτσα πάνω από το κεφάλι του, έσφιξε τις ογκώδεις γροθιές του, ώσπου ακούστηκαν τα κόκαλα των δακτύλων του να τρίζουν, αλλά ο Χάρι κοίταξε τον γεροδεμένο άντρα σαν να είχε κουνήσει τις γροθιές του κάτω από τη μύτη του. Ο Χάραλ σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. “Με συγχωρείς, Χάρι. Δεν ήθελα να σε διακόψω. Τι έλεγες;”

Αλλά ο Χάρι, με τους ώμους καμπουριασμένους, σαν να προσπαθούσε να ζαρώσει και να εξαφανιστεί, δεν φαινόταν να έχει να πει κάτι παραπάνω.

“Απορώ μαζί σας”, είπε βροντερά ο Μπραν. “Πάετ αλ’Κάαρ, χθες βράδυ ο γιος σου είχε σπάσει το πόδι του, αλλά σήμερα τον είδα να περπατά — χάρη σ’ αυτήν. Γιούαρντ Κάντγουιν, ήσουν ξαπλωμένος μπρούμυτα με μια χαρακιά στην πλάτη σου, σαν ψάρι για καθάρισμα, μέχρι που σ’ άγγιξε αυτή. Τώρα μοιάζει να έγινε πριν ένα μήνα και, αν δεν λαθεύω, η ουλή δύσκολα θα φαίνεται. Κι εσύ, Τσεν”. Ο καλαμοτεχνίτης έκανε να χαθεί στο πλήθος, αλλά σταμάτησε, παγιδευμένος κι αμήχανος μπροστά στη ματιά του Μπραν. “Όποιο μέλος του Συμβουλίου κι αν έβλεπα εδώ θα σοκαριζόμουν, Τσεν, αλλά μ’ εσένα ακόμα περισσότερο. Το χέρι σου θα κρεμόταν άχρηστο στο πλευρό σου, όλο καψίματα και μελανιές, αν δεν ήταν αυτή. Μπορεί να μην νιώθεις ευγνωμοσύνη, αλλά δεν νιώθεις ούτε ντροπή;”

Ο Τσεν μισοσήκωσε το δεξί του χέρι, έπειτα τράβηξε από κει το βλέμμα θυμωμένα. “Δεν μπορώ να αρνηθώ ό,τι έκανε”, μουρμούρισε και φάνηκε να ντρέπεται. “Βοήθησε και μένα, και άλλους”, συνέχισε ικετευτικά, “αλλά είναι Άες Σεντάι, Μπραν. Αν αυτοί οι Τρόλοκ δεν ήρθαν εξαιτίας της, τότε γιατί ήρθαν; Δεν θέλουμε καμία σχέση με τις Άες Σεντάι στους Δύο Ποταμούς. Ας μην μας φέρνουν τις φασαρίες τους”.

Μερικοί άνδρες, ασφαλείς μέσα στο πλήθος, φώναξαν κι αυτοί. “Δεν θέλουμε τις φασαρίες των Άες Σεντάι!” “Διώξτε την!” “Πετάξτε την έξω!” “Γιατί ήρθαν, αν δεν ήρθαν εξαιτίας της;”

Το πρόσωπο του Μπραν σκοτείνιασε, αλλά, πριν αυτός μιλήσει, η Μουαραίν ξαφνικά στριφογύρισε το ραβδί με τις σμιλεμένες κληματσίδες πάνω από το κεφάλι της, γυρίζοντάς το και με τα δύο χέρια. Ο Ραντ άφησε μια κοφτή ανάσα, το ίδιο και οι υπόλοιποι χωρικοί, καθώς λευκές φλόγες που σφύριζαν πετάχτηκαν, μια από κάθε άκρη του ραβδιού, ευθεία ψηλά σαν λόγχες κι ασάλευτες, παρά την περιστροφή του ραβδιού. Ακόμα και ο Μπραν και ο Χάραλ απομακρύνθηκαν από τη Μουαραίν. Εκείνη κατέβασε τα χέρια της ευθεία μπροστά της, με το ραβδί παράλληλο προς το έδαφος, αλλά η χλωμή φωτιά ακόμα ανάβλυζε, λαμπρότερη από τους πυρσούς. Οι άνθρωποι οπισθοχώρησαν και σήκωσαν τα χέρια, για να προστατέψουν τα μάτια τους από τον πόνο αυτής της εκτυφλωτικής λάμψης.

“Έτσι κατάντησε το αίμα του Ήμον;” Η φωνή της Άες Σεντάι δεν ήταν δυνατή, αλλά έπνιξε κάθε άλλο ήχο. “Ανθρωπάκια που τσακώνονται για το δικαίωμα να κρύβονται σαν λαγοί; Ξεχάσατε ποιοι ήσασταν, ξεχάσατε τι ήσασταν, ήλπιζα όμως ότι θα είχε απομείνει κάποιο ίχνος, κάποια μνήμη στο αίμα και τα κόκαλα. Ένα απομεινάρι, που να σας δώσει κουράγιο για τη μεγάλη νύχτα που έρχεται”.

Κανένας δεν μίλησε. Οι δύο Κόπλιν έδειχναν σαν να μην ήθελαν να ξανανοίξουν το στόμα τους, ποτέ.

Ο Μπραν είπε, “Ξεχάσαμε ποιοι ήμασταν; Είμαστε αυτοί που ήμασταν πάντα. Τίμιοι αγρότες και τεχνίτες. Άνθρωποι των Δύο Ποταμών”.

“Στο νότο”, είπε η Μουαραίν, “βρίσκεται το ποτάμι που λέτε Λευκό Ποταμό, αλλά, μακριά στην ανατολή, οι άνθρωποι το αποκαλούν με το σωστό όνομά του. Μανεθερεντρέλε. Στην Παλιά Γλώσσα, Ύδατα του Οίκου του Όρους. Κελαρυστά νερά, που κάποτε διέσχιζαν μια χώρα γενναιότητας κι ομορφιάς. Πριν από δυο χιλιάδες χρόνια ο Μανεθερεντρέλε κυλούσε πλάι στα τείχη μιας ορεινής πόλης, τόσο όμορφης στην όψη, που λιθοξόοι της Ογκίερ έρχονταν να δουν και να θαυμάσουν. Χωριά και αγροκτήματα κάλυπταν αυτή την περιοχή και την άλλη επίσης, που αποκαλείτε Δάσος των Σκιών και συνέχιζαν πιο πέρα. Όμως όλοι αυτοί οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι ήταν ο λαός του Οίκου του Όρους, ο λαός της Μανέθερεν.

“Ο Ήμον αλ Κάαρ αλ Θόριν, ο Ήμον ο γιος του Κάαρ του γιου του Θόριν, ήταν ο Βασιλιάς τους και η Έλντριν άυ Έλαν άυ Κάρλαν ήταν η Βασίλισσα τους. Ο Ήμον, ένας άνδρας τόσο άφοβος, που το μεγαλύτερο κοπλιμέντο που μπορούσε να πει κανείς για το κουράγιο κάποιου, ακόμα και μεταξύ εχθρών, ήταν πως είχε την καρδιά του Ήμον. Η Έλντριν, τόσο όμορφη, που έλεγαν ότι τα λουλούδια άνθιζαν μόνο για να την κάνουν να χαμογελάσει. Ανδρεία και κάλλος και σοφία και αγάπη, που δεν θα έσβηνε ούτε με το θάνατο. Κλάψτε, αν έχετε καρδιά, για το χαμό τους, για το χαμό ακόμα και της ανάμνησής τους. Κλάψτε, για το χαμό του αίματος τους”.

Η Μουαραίν σιώπησε, μα κανείς δεν μίλησε. Ο Ραντ κρεμόταν από τα χείλη της, σαν τους άλλους. Όταν ξανακούστηκε η φωνή της, ο Ραντ ρούφηξε τα λόγια της, όπως όλοι.

“Επί δύο αιώνες, σχεδόν, οι Πόλεμοι των Τρόλοκ ρήμαζαν όλες τις γωνιές του κόσμου και όπου μαίνονταν οι μάχες, το λάβαρο με τον Κόκκινο Αετό της Μανέθερεν ήταν στην πρώτη γραμμή. Οι άνδρες της Μανέθερεν ήταν αγκάθι στο πόδι του Σκοτεινού και κεντρί στο χέρι του. Τραγουδήστε για τη Μανέθερεν, που ποτέ δεν θα έκλινε το γόνυ στη Σκιά. Τραγουδήστε για τη Μανέθερεν, το σπαθί που ποτέ δεν θα έσπαζε.

“Ήταν πολύ μακριά οι άνδρες της Μανέθερεν, στο Πεδίο του Μπέκαρ, που λεγόταν το Πεδίο του Αίματος, όταν ήρθαν τα νέα πως ένας στρατός των Τρόλοκ προχωρούσε προς τα σπίτια τους. Ήταν πολύ μακριά για να κάνουν ό,τι άλλο, πέρα από το να περιμένουν να μάθουν για το θάνατο της γης τους, επειδή οι δυνάμεις του Σκοτεινού σκότιευαν να τους αποτελειώσουν. Να ρίξουν τη γερή βαλανιδιά, κόβοντας τις ρίζες της. Ήταν πολύ μακριά για να κάνουν κάτι, πέρα από το να θρηνήσουν. Μα αυτοί ήταν οι άνδρες του Οίκου του Όρους.

Δίχως να διστάσουν, δίχως να σκεφθούν την απόσταση που είχαν να διανύσουν, ξεκίνησαν συντεταγμένοι από το πεδίο της νίκης, λουσμένοι ακόμα στη σκόνη, τον ιδρώτα και το αίμα. Μέρα και νύχτα προήλαυναν, διότι είχαν δει τη φρίκη που άφηνε πίσω του ο στρατός των Τρόλοκ και ούτε ένας ανάμεσά τους δεν μπορούσε να κοιμηθεί, όσο τέτοιος κίνδυνος απειλούσε τη Μανέθερεν. Προχωρούσαν σαν να είχαν τα πόδια τους φτερά, προήλαυναν, όλο και πιο μακριά και πιο γρήγορα απ’ όσο θα ήλπιζαν οι φίλοι και θα φοβούνταν οι εχθροί. Κάθε άλλη φορά εκείνη η προέλαση θα ενέπνεε τραγούδια. Όταν οι στρατοί του Σκοτεινού κατέκλυσαν τα χώματα της Μανέθερεν, οι άνδρες του Οίκου του Όρους στέκονταν μπροστά τους, με τις πλάτες γυρισμένες στον Ταρεντρέλε”.

Ακούστηκαν μερικές ζητωκραυγές, αλλά η Μουαραίν συνέχισε, σα να μην είχε ακούσει. “Η στρατιά που στάθηκε μπροστά στους άνδρες της Μανέθερεν μπορούσε να κάνει και τον γενναιότερο να λιποψυχήσει. Ο ουρανός ήταν μαύρος από τα κοράκια· η γη ήταν μαύρη από Τρόλοκ. Από τους Τρόλοκ και τους ανθρώπινους συμμάχους τους. Τρόλοκ και Σκοτεινόφιλοι κατά δεκάδες δεκάδων χιλιάδων και Άρχοντες του Δέους, που τους διοικούσαν. Τη νύχτα οι φωτιές που άναψαν για να μαγειρέψουν ήταν πιο πολλές από τα άστρα και η αυγή αποκάλυψε το λάβαρο του Μπα’άλζαμον επικεφαλής τους. Ο Μπα’άλζαμον, η Καρδιά του Σκότους. Ένα αρχαίο όνομα για τον Πατέρα του Ψεύδους. Ο Σκοτεινός δεν είχε ελευθερωθεί από τη φυλακή του στο Σάγιολ Γκουλ, γιατί τότε δεν θα άντεχαν μπροστά του ούτε όλοι οι στρατοί της ανθρωπότητας, αλλά υπήρχε εκεί κάποια δύναμη. Ήταν εκεί οι Άρχοντες του Δέους και κάποιο κακό, που έκανε το φωτοβόρο λάβαρο να φαίνεται ταιριαστό και να στέλνει ρίγος στις ψυχές των ανδρών που το αντίκριζαν.

“Ναι, ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Η πατρίδα τους βρισκόταν λίγο πιο πέρα από το ποτάμι. Έπρεπε να εμποδίσουν αυτή τη στρατιά και τη δύναμη που είχε μαζί της, για να μην φτάσει στον Οίκο του Όρους. Ο Ήμον είχε στείλει αγγελιοφόρους. Έλαβε υποσχέσεις για ενισχύσεις, αν άντεχε τρεις μέρες στον Ταρεντρέλε. Αν άντεχε τρεις μέρες ενάντια σε υπέρτερο στρατό, που θα τον τσάκιζε από την πρώτη ώρα. Με κάποιον τρόπο όμως, με αιματηρές επιθέσεις και απεγνωσμένη άμυνα, άντεξαν μια ώρα και δεύτερη και τρίτη. Τρεις μέρες πολεμούσαν και, παρ’ όλο που το πεδίο της μάχης ήταν σαν σφαγείο, δεν επέτρεψαν σε τίποτα να περάσει τον Ταρεντρέλε. Αλλά την τρίτη νύχτα της μάχης ακόμα δεν είχε έρθει βοήθεια, ούτε και αγγελιοφόροι, και συνέχισαν να μάχονται μόνοι τους. Έξι μέρες. Εννιά. Και τη δέκατη μέρα ο Ήμον ένιωσε την πικρή γεύση της προδοσίας. Δεν θα ερχόταν βοήθεια και δεν μπορούσαν να κρατήσουν άλλο το πέρασμα”.

“Τι έκαναν;” ζήτησε να μάθει ο Χάρι. Οι δαυλοί τρεμόπαιζαν στον παγερό αέρα της νύχτας, αλλά κανένας δεν κουκουλώθηκε πιο σφιχτά στο μανδύα του.

“Ο Ήμον πέρασε τον Ταρεντρέλε”, τους είπε η Μουαραίν, “καταστρέφοντας πίσω του τις γέφυρες. Κι έστειλε τα μαντάτα σ’ όλη τη χώρα για να το βάλει ο κόσμος στα πόδια, επειδή ήξερε ότι οι σκοτεινές δυνάμεις, μαζί με την ορδή των Τρόλοκ, θα έβρισκαν τρόπο να περάσουν το ποτάμι. Τη στιγμή που έφευγαν τα νέα, οι Τρόλοκ άρχισαν να το περνούν και οι στρατιώτες της Μανέθερεν πήραν πάλι τα όπλα, για να εξαγοράσουν με τη ζωή τους λίγες ακόμα ώρες και να προλάβουν οι δικοί τους να ξεφύγουν. Από την πόλη της Μανέθερεν, η Έλντριν οργάνωσε τη φυγή του λαού της στα βάθη των δασών και στα καταφύγια των βουνών.

“Μερικοί όμως δεν το έσκασαν. Πρώτα σαν ρυάκι, έπειτα σαν ποτάμι, ύστερα σαν πλημμύρα, οι άνδρες πήγαν όχι σε ασφαλή μέρη, αλλά για να ενταχθούν κι αυτοί στο στρατό που πολεμούσε για τη γη τους. Βοσκοί με τόξα και χωρικοί με δικράνια και ξυλοκόποι με τσεκούρια. Πήγαν και γυναίκες επίσης, σηκώνοντας στον ώμο ό,τι όπλα έβρισκαν και προελαύνοντας στο πλευρό των ανδρών τους. Όσοι έκαναν εκείνο το ταξίδι ήξεραν ότι δεν θα είχαν γυρισμό. Αλλά ήταν η γη τους. Ήταν η γη των πατέρων τους, η οποία θα περνούσε στα παιδιά τους και πήγαν να πληρώσουν το τίμημα. Ούτε μια σπιθαμή χώμα δεν παρέδωσαν, που να μην ήταν μούσκεμα στο αίμα, μα τελικά ο στρατός της Μανέθερεν αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει, να έρθει εδώ, στο μέρος αυτό που τώρα αποκαλείτε Πεδίο του Έμοντ. Κι εδώ τους περικύκλωσαν οι ορδές των Τρόλοκ”.

Τη φωνή της χρωμάτιζαν παγωμένα δάκρια. “Οι νεκροί Τρόλοκ και τα πτώματα των αποστατών ανθρώπων στοιβάζονταν σε σωρούς, μα πάντα έρχονταν κι άλλοι, που περνούσαν αυτούς τους τύμβους των οστών σαν κύματα θανάτου δίχως τέλος. Μία μόνο κατάληξη μπορούσε να υπάρξει. Από τους άνδρες και τις γυναίκες που είχαν σταθεί κάτω από το λάβαρο του Κόκκινου Αετού το χάραμα εκείνης της μέρας, κανένας δεν ζούσε όταν έπεσε η νύχτα. Το σπαθί, που ποτέ δεν θα έσπαζε, είχε γίνει χίλια κομμάτια.

“Στα Όρη της Ομίχλης, μονάχη στην άδεια πόλη της Μανέθερεν, η ’Ελντριν ένιωσε τον Ήμον να πεθαίνει και η καρδιά της πέθανε μαζί του. Κι εκεί που ήταν η καρδιά της τώρα είχε απομείνει μόνο δίψα για εκδίκηση, εκδίκηση για τον αγαπημένο της, εκδίκηση για το λαό της και τη γη της. Ωθούμενη από τη θλίψη άπλωσε στην Αληθινή Πηγή κι εξαπέλυσε τη Μια Δύναμη στο στρατό των Τρόλοκ. Και οι Άρχοντες του Δέους σκοτώθηκαν επί τόπου, είτε ήταν στα μυστικά συμβούλιά τους, είτε καθοδηγούσαν τους στρατιώτες τους. Σε διάστημα μιας ανάσας, οι Άρχοντες του Δέους και οι στρατηγοί της στρατιάς του Σκοτεινού ξέσπασαν σε φλόγες. Η φωτιά κατέφαγε τα σώματά τους και ο τρόμος το νικηφόρο στρατό τους.

“Το έβαλαν στα πόδια, σαν ζώα σε δάσος που έχει ξεσπάσει πυρκαγιά, δίχως άλλη σκέψη, παρά μόνο το πώς θα γλίτωναν. Το έσκασαν με κατεύθυνση το βορρά και το νότο. Χιλιάδες πνίγηκαν, προσπαθώντας να διαβούν τον Ταρεντρέλε δίχως τη βοήθεια των Αρχόντων του Δέους και στον Μανεθερεντρέλε γκρέμισαν τις γέφυρες, έντρομοι στη σκέψη αυτού που ίσως τους ακολουθούσε. Όπου έβρισκαν ανθρώπους έσφαζαν κι έκαιγαν, αλλά η ανάγκη που τους κατείχε ήταν να το σκάσουν. Ώσπου τελικά δεν έμεινε κανείς τους στη γη της Μανέθερεν. Σκόρπισαν, σαν σκόνη σε ανεμοστρόβιλο. Η τελική εκδίκηση ήρθε πιο αργά, μα ήρθε, όταν τους κυνήγησαν άλλοι λαοί, άλλοι στρατοί σε άλλες χώρες. Από κείνους που σκότωσαν ανθρώπους στο Πεδίο του Ήμον, κανείς δεν έμεινε ζωντανός.

“Αλλά το τίμημα ήταν πολύ υψηλό για την Μανέθερεν. Η ’Ελντριν είχε τραβήξει μέσα της, από τη Μία Δύναμη, περισσότερο απ’ όσο μπορούσε κανείς να χειριστεί μόνος του. Όπως πέθαναν οι στρατηγοί του εχθρού, πέθανε κι αυτή και οι φλόγες που την αγκάλιασαν κατέφαγαν την άδεια πόλη της Μανέθερεν, ακόμα και τις πέτρες της, ως κάτω στο ζωντανό βράχο των βουνών. Αλλά οι άνθρωποι είχαν σωθεί.

“Τίποτα δεν είχε μείνει από τα αγροκτήματά τους, τα χωριά τους, ή τη σπουδαία πόλη τους. Κάποιοι θα έλεγαν ότι δεν τους είχε μείνει τίποτα, τίποτα παρά μόνο να φύγουν για άλλες χώρες, όπου θα μπορούσαν να αρχίσουν από την αρχή. Κάτι τέτοιο δεν το ξεστόμισε κανείς. Είχαν πληρώσει τέτοιο τίμημα αίματος και ελπίδας για τη γη τους, που δεν είχε πληρώσει ποτέ κανείς άλλοτε και τώρα ήταν δεμένοι μ’ αυτά τα χώματα, με δεσμά ισχυρότερα ατσαλιού. Κι άλλοι πόλεμοι τους τυράννησαν στα χρόνια που ακολούθησαν, ώσπου στο τέλος η δική τους άκρη του κόσμου ξεχάστηκε και τελικά ξέχασαν τους πολέμους και τα έθιμα του πολέμου. Η Μανέθερεν ποτέ ξανά δεν σήκωσε κεφάλι. Οι ψηλοί πύργοι και τα κελαρυστά σιντριβάνια της έγιναν όνειρο, που σιγά-σιγά ξεθώριασε από τις σκέψεις των ανθρώπων. Μα αυτοί και τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους, κράτησαν τη γη που ήταν δική τους. Την κράτησαν, ενώ οι ατέλειωτοι αιώνες ξέπλυναν το γιατί από τη θύμησή τους. Την κράτησαν, ώσπου σήμερα να υπάρχετε εσείς. Κλάψτε για τη Μανέθερεν. Κλάψτε γι’ αυτά που χάθηκαν παντοτινά”.

Οι φωτιές στο ραβδί της Μουαραίν έσβησαν και το χαμήλωσε στο πλευρό της, σαν να ήταν ασήκωτο. Για λίγη ώρα, ο μόνος ήχος ήταν ο αναστεναγμός του ανέμου. Έπειτα, ο Πάετ αλ’Κάαρ πέρασε ανάμεσα από τους Κόπλιν.

“Δεν ξέρω για την ιστορία που λες”, είπε ο αγρότης με το μακρύ σαγόνι. “Δεν είμαι αγκάθι στο πόδι του Σκοτεινού, ούτε και θα γίνω ποτέ, μου φαίνεται. Αλλά ο Γουίλ μου περπατά χάρη σε σένα και γι’ αυτό ντρέπομαι που είμαι εδώ. Δεν ξέρω αν μπορείς να με συγχωρήσεις, αλλά είτε με συγχωρήσεις, είτε όχι, εγώ φεύγω. Αν ρωτάς εμένα, μείνε στο Πεδίο του Έμοντ όσο καιρό θέλεις”.

Σκύβοντας γοργά το κεφάλι, έτσι που έμοιαζε λίγο με υπόκλιση, διέσχισε το πλήθος. Κι άλλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν, προφέροντας ντροπιασμένοι λόγια μεταμέλειας, πριν χαθούν κι αυτοί ένας-ένας. Οι Κόπλιν, πάλι ξινισμένοι και βλοσυροί, κοίταξαν τα πρόσωπα γύρω τους και χάθηκαν στη νύχτα δίχως λέξη. Ο Μπίλι Κόνγκαρ είχε εξαφανιστεί νωρίτερα από τα ξαδέρφια του.

Ο Λαν τράβηξε τον Ραντ πίσω και έκλεισε την πόρτα. “Πάμε να φύγουμε, μικρέ”. Ο Πρόμαχος πήγε προς το πίσω μέρος του πανδοχείου. “Ελάτε εδώ όλοι. Γρήγορα!”

Ο Ραντ κοντοστάθηκε και αντάλλαξε μια ερωτηματική ματιά με τον Ματ. Όσο η Μουαραίν έλεγε την ιστορία της, τα Ντούραν το αφέντη αλ’Βερ δεν θα κατάφερναν να τον τραβήξουν, αλλά τώρα κάτι άλλο τον κρατούσε ακίνητο. Αυτή ήταν η πραγματική αρχή, που θα άφηνε το πανδοχείο και θα ακολουθούσε τον Πρόμαχο μέσα στη νύχτα... Κούνησε το κεφάλι και προσπάθησε να το πάρει απόφαση. Δεν είχε άλλη επιλογή, πέρα από το να φύγει, αλλά θα ξαναρχόταν στο Πεδίο του Έμοντ, όσο μακρύ κι αν ήταν το ταξίδι, όσο κι αν κρατούσε.

“Τι περιμένεις;” ρώτησε ο Λαν από την πόρτα στην πίσω μεριά της κοινής αίθουσας. Ο Ματ τινάχτηκε κι έτρεξε βιαστικά κοντά του.

Ο Ραντ, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι ξεκινούσε μια λαμπρή περιπέτεια, τους ακολούθησε στη σκοτεινή κουζίνα και μετά στο στάβλο.

Загрузка...