18 Γεύση Μοναξιάς

«Υπάρχουν άλλα προβλήματα με τα οποία θέλετε να ασχοληθώ;» Ο τόνος του Ραντ ξεκαθάριζε ότι εννοούσε προβλήματα που θα έπρεπε να έχουν ήδη λυθεί. Ο Ρούαρκ κούνησε ελαφρά το κεφάλι· η Μπερελαίν κοκκίνισε. «Ωραία. Ορίστε ημερομηνία για το κρέμασμα του Μάνγκιν—» Αν πονάς πολύ, γέλασε ο Λουζ Θέριν μ’ έναν τραχύ ψίθυρο, τότε κάνε κάποιον άλλο να πονέσει. Ήταν δική του ευθύνη. Δικό του καθήκον. Στύλωσε την πλάτη για να μην τον λιώσει εκείνο το βουνό. «Κρεμάστε τον αύριο. Πείτε του ότι εγώ το είπα». Κοντοστάθηκε, τους αγριοκοίταξε, και μετά συνειδητοποίησε ότι περίμενε τα σχόλια του Λουζ Θέριν, όχι τα δικά τους. Περίμενε τη φωνή ενός νεκρού, ενός τρελού νεκρού. «Θα πάω στη σχολή».

Ο Ρούαρκ του επισήμανε ότι οι Σοφές μάλλον θα είχαν ξεκινήσει να έρχονται από τις σκηνές τους, κι η Μπερελαίν ότι οι Δακρυνοί κι οι Καιρχινοί αριστοκράτες θα της ζητούσαν να μάθουν πού έκρυβε τον Ραντ, όμως αυτός απάντησε ότι έπρεπε να πουν την αλήθεια. Και να πουν σ’ όλο αυτό τον κόσμο ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσουν· ας ξαναγυρνούσαν όταν ξαναγυρνούσε κι αυτός. Κι οι δυο έμοιαζαν σαν να είχαν φάει ξινά δαμάσκηνα, αλλά ο Ραντ άρπαξε το Σκήπτρο του Δράκοντα κι έφυγε.

Στο διάδρομο, η Τζαλάνι κι ένας κιτρινόξανθος από τις Κόκκινες Ασπίδες, όχι πολύ μεγαλύτερός της, σηκώθηκαν όρθιοι με σβέλτες κινήσεις και κοιτάχτηκαν βιαστικά. Εκτός απ’ αυτούς, ο διάδρομος ήταν άδειος, με εξαίρεση μερικούς υπηρέτες που προχωρούσαν βιαστικά. Ένα άτομο από τις Κόρες κι ένα από τις Κόκκινες Ασπίδες· ήταν λογικό, αν κι ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ο Ούριεν είχε τσακωθεί με τη Σούλιν για να το καταφέρει.

Έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν και πήγε κατευθείαν στον κοντινότερο στάβλο, όπου τα χωρίσματα ήταν από το ίδιο πράσινο μάρμαρο με τις κολόνες που κρατούσαν την ψηλή οροφή. Ο αρχισταβλίτης, ένας ροζιασμένος άνδρας με πεταχτά αυτιά και τον Ανατέλλοντα Ήλιο της Καιρχίν κεντημένο στο κοντό δερμάτινο γιλέκο του, σοκαρίστηκε που ο Ραντ είχε εμφανιστεί με μόνο δύο Αελίτες για συνοδεία κι όλο κοίταζε τις πόρτες των στάβλων να δει τους υπόλοιπους, ενώ υποκλινόταν ανάμεσα στις ματιές, τόσο πολύ που Ραντ αναρωτήθηκε αν θα του έφερνε ποτέ άλογο. Όμως, όταν ο άλλος φώναξε, «Ένα άλογο για τον Άρχοντα Δράκοντα!», τότε έξι ιπποκόμοι πετάχτηκαν να ετοιμάσουν ένα ψηλό ρουσσο μουνούχι με μάτια που πετούσαν σπίθες, γκέμια με χρυσά κρόσσια, χρυστοστόλιστη σέλα κι ένα ουρανί ύφασμα κάτω από τη σέλα με κρόσσια και χρυσοκέντητους ανατέλλοντες ήλιους.

Παρ’ όλο που δούλευαν σβέλτα, ο αρχισταβλίτης είχε χαθεί όταν ο Ραντ ανέβηκε στη σέλα. Μάλλον πήγαινε να βρει την κουστωδία που έπρεπε να έχει μαζί του ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Ή για να πει σε κανέναν ότι ο Ραντ έφευγε από το παλάτι σχεδόν ολομόναχος. Τέτοιο μέρος ήταν η Καιρχίν. Το μουνούχι με το γυαλιστερό τρίχωμα προσπάθησε να χοροπηδήσει, αλλά ο Ραντ το συγκράτησε και το έβγαλε από το παλάτι με τροχασμό, περνώντας δίπλα από ξαφνιασμένους φρουρούς. Δεν ανησυχούσε μήπως καραδοκούσαν τίποτα ασασίνοι μετά την προειδοποίηση του άλλου με τα μεγάλα αυτιά· όποιος του έστηνε ενέδρα, θα ανακάλυπτε ότι είχε πάει να θερίσει χωρίς δρεπάνι. Αν καθυστερούσε, θα τον πλάκωναν οι ευγενείς και δεν θα μπορούσε να φύγει χωρίς αυτούς. Ένιωθε ωραία μόνος έτσι για αλλαγή.

Κοίταξε την Τζαλάνι και τον νεαρό Αελίτη που έτρεχαν δίπλα στο μουνούχι. Αν θυμόταν καλά, ο νεαρός λεγόταν Ντέντρικ· ήταν ένας Κοντάρα από το Ρήγμα του Τζάερν. Σχεδόν ολομόναχος. Ακόμα αισθανόταν την Αλάνα, και κάπου στο βάθος ο Λουζ Θέριν βογκούσε για την ακριβή του Ιλυένα. Δεν θα ήταν ποτέ ολομόναχος. Ίσως ποτέ πια. Η απομόνωση εκείνης της στιγμής, όμως, ήταν ωραία, μετά από τόσο καιρό.

Η Καιρχίν ήταν μεγάλη πόλη κι οι κύριοι δρόμοι της αρκετά πλατιοί για να καταπιούν τους ανθρώπους που τους γέμιζαν. Κάθε δρόμος έκοβε ίσια σαν βέλος τους λόφους που ήταν σκαλισμένοι και χαραγμένοι με πέτρινες αναβαθμίδες, σε σημείο που έμοιαζαν έργο ανθρώπινου χεριού, και συναντούσε τους άλλους δρόμους σε ορθές γωνίες. Σ’ ολόκληρη την πόλη υψωνόταν πελώριοι πύργοι κουκουλωμένοι από ξύλινες σκαλωσιές που σχεδόν έκρυβαν τα περίτεχνα αντιτειχίσματα με τις τετράγωνες καμάρες, πύργοι που πάσχιζαν να αγγίξουν τον ουρανό και να συνεχίσουν ακόμα ψηλότερα. Είκοσι χρόνια μετά από τότε που οι μυθικοί ακέφαλοι πύργοι της Καιρχίν —ένα από τα θαύματα του κόσμου— είχαν καεί σαν λαμπάδες στον Πόλεμο των Αελιτών, η ανακατασκευή τους ακόμα δεν είχε τελειώσει.

Δεν ήταν εύκολο να ανοίξει δρόμο εδώ· ο τροχασμός δεν κράτησε πολύ. Ο Ραντ είχε συνηθίσει να χωρίζουν τα πλήθη μπροστά στη συνηθισμένη συνοδεία του, και τώρα, παρ’ όλο που έβλεπε μπροστά του εκατοντάδες Αελίτες που φορούσαν το καντιν’σόρ, το αποτέλεσμα δεν ήταν το ίδιο με μόνο δύο άτομα μαζί του. Του φάνηκε ότι μερικοί από κείνους τους Αελίτες τον αναγνώριζαν, αλλά τον αγνοούσαν, μην θέλοντας να τον φέρουν σε δύσκολη θέση αφού ο Καρ’α’κάρν είχε ζωστεί το σπαθί και —κάτι όχι τόσο άσχημο αλλά και πάλι δεν ήταν για να περηφανεύεται κανείς— καβαλούσε άλογο. Για τους Αελίτες, η ντροπή κι η αισχύνη ήταν χειρότερα από τον πόνο, αν και φυσικά το τζι’ε’τόχ περιέπλεκε τα πράγματα με διαβαθμίσεις τις οποίες ο Ραντ δεν καταλάβαινε τελείως. Η Αβιέντα σίγουρα θα μπορούσε να του το εξηγήσει· απ’ ό,τι φαινόταν, ήθελε να τον κάνει Αελίτη.

Υπήρχαν επίσης κι άλλοι που συνωθούνταν στους δρόμους: Καιρχινοί, που άλλοι φορούσαν τα συνηθισμένα μουντά ρούχα τους κι άλλοι τα κακόγουστα πράσινα χρώματα εκείνων που έμεναν στα Προπύλαια πριν καούν· Δακρυνοί ένα κεφάλι ψηλότεροι μέσα στο πλήθος, αν κι όχι τόσο ψηλοί όσο οι Αελίτες. Βοϊδάμαξες κι άμαξες που τις έσερναν άλογα προχωρούσαν στο παλλόμενο πλήθος και παραχωρούσαν προτεραιότητα σε κλειστές λουστραρισμένες επίσημες άμαξες και σέντιες, που μερικές φορές έφεραν το λάβαρο κάποιου Οίκου. Οι πλανόδιοι διαλαλούσαν την πραμάτεια που είχαν στους δίσκους τους, κι οι πραματευτές στα καροτσάκια τους· μουσικοί, ακροβάτες και ταχυδακτυλουργοί έδιναν παραστάσεις στις γωνιές των δρόμων. Όλα αυτά ήταν καινούρια. Κάποτε η Καιρχίν ήταν ήσυχη, υποτονική, με εξαίρεση τα Προπύλαια. Ένα μέρος της σοβαρότητας το διατηρούσε ακόμα. Τα καταστήματα εξακολουθούσαν να έχουν μικρές ταμπέλες και δεν επεδείκνυαν απ’ έξω τα αγαθά τους. Και παρ’ όλο που οι Προπυλιανοί έμοιαζαν φασαριόζοι όπως πάντα, γελώντας ηχηρά και φωνάζοντας ο ένας στον άλλο, καυγαδίζοντας εκεί στους δρόμους, οι υπόλοιποι Καιρχινοί ακόμα τους κοίταζαν με σεμνοτυφία κι αποστροφή.

Κανείς εκτός από τους Αελίτες δεν αναγνώριζε τον ασκεπή καβαλάρη με το ασημοκέντητο γαλάζιο σακάκι, αν και μερικές φορές κάποιος κοντά του έριχνε δεύτερη ματιά στο ύφασμα κάτω από τη σέλα. Το Σκήπτρο του Δράκοντα δεν ήταν πολύ γνωστό εδώ. Κανείς δεν παραμέριζε. Ο Ραντ ένιωθε διχασμένος ανάμεσα στην αδημονία και την ευχαρίστηση του να μην είναι στο επίκεντρο όλων των βλεμμάτων.

Η σχολή στεγαζόταν σε ένα παλάτι ένα μίλι πιο πέρα από το Παλάτι του Ήλιου, που κάποτε ήταν ιδιοκτησία κάποιου Άρχοντα Μπαρτέηνς, ο οποίος ήταν νεκρός πια κι άκλαφτος· ήταν ένας μεγάλος σωρός από τετράγωνες πέτρες με πύργους όλο οξείες γωνίες κι απότομα μπαλκόνια. Οι ψηλές πύλες που έβγαζαν στην κεντρική αυλή ήταν ορθάνοιχτες, κι όταν μπήκε μέσα ο Ραντ, βρήκε έτοιμη υποδοχή.

Η Ίντριεν Τάρσιν, η εύσωμη γυναίκα με το απλό γκρίζο φόρεμα, η οποία διηύθυνε τη σχολή, στεκόταν στα πλατιά σκαλιά στην άλλη άκρη της αυλής. Δεν ήταν μόνη της. Υπήρχαν δεκάδες δεκάδων άλλοι άνθρωποι συνωστισμένοι στα πέτρινα σκαλιά, άνδρες και γυναίκες, που οι περισσότεροι φορούσαν μάλλινα ρούχα παρά μεταξωτά, συνήθως φθαρμένα και με ελάχιστα στολίδια. Ήταν κυρίως περασμένης ηλικίας. Η Ίντριεν δεν ήταν η μόνη που είχε περισσότερο γκρίζο παρά μαύρο στα μαλλιά της, ενώ άλλων τα μαλλιά είχαν ασπρίσει ή είχαν πέσει, μολονότι υπήρχαν εδώ κι εκεί κάποια νεαρότερα προσωπάκια που κοίταζαν με ενθουσιασμό τον Ραντ. Το «νεαρότερα» σήμαινε ανθρώπους δέκα-δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερούς του.

Ήταν δάσκαλοι, τρόπον τινά, αν και δεν επρόκειτο ακριβώς για σχολή. Έρχονταν και μαθητές για να μάθουν —τώρα υπήρχαν και νεαροί που κρέμονταν χάσκοντας απ’ όλα τα παράθυρα που περιέβαλλαν την αυλή— αλλά κατά κύριο λόγο ο Ραντ ήθελε να συγκεντρώσει γνώσεις σε ένα μέρος. Είχε ακούσει άπειρες φορές πόσα είχαν χαθεί στον Εκατονταετή Πόλεμο και τους Πολέμους των Τρόλοκ. Πόσα ακόμα πρέπει να είχαν χαθεί με το Τσάκισμα του Κόσμου; Αν του έμελλε να Τσακίσει τον Κόσμο ξανά, τότε ήθελε να δημιουργήσει ταμιευτήρια όπου θα διαφυλάσσονταν οι γνώσεις. Είχε αρχίσει άλλη μια σχολή στο Δάκρυ, αν κι ήταν στα πρώτα βήματά της, κι έψαχνε μέρος στο Κάεμλυν.

Τίποτα δεν πάει όπως το περιμένεις, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν. Μην περιμένεις τίποτα, και τότε δεν θα εκπλαγείς. Μην περιμένεις τίποτα. Μην ελπίζεις τίποτα. Τίποτα.

Ο Ραντ έπνιξε τη φωνή και ξεπέζεψε.

Η Ίντριεν ήρθε και τον προϋπάντησε με μια γονυκλισία. Ως συνήθως, όταν ορθώθηκε πάλι, ο Ραντ ένιωσε σοκ καταλαβαίνοντας ότι μετά βίας τον έφτανε ως το στήθος. «Καλωσήρθες στη Σχολή της Καιρχίν, Άρχοντα Δράκοντα». Η φωνή της ήταν απρόσμενα γλυκιά και νεανική, σε μεγάλη αντίθεση με το αδρό πρόσωπό της. Την είχε ακούσει, όμως, να σκληραίνει μιλώντας σε μαθητές και δασκάλους· η Ίντριεν κρατούσε γερά τα ηνία της σχολής.

«Πόσους κατασκόπους έχεις στο Παλάτι του Ήλιου;» τη ρώτησε μαλακά. Εκείνη ξαφνιάστηκε, ίσως απορώντας που είχε ξεστομίσει τέτοιο πράγμα, αλλά πιθανότατα επειδή στην Καιρχίν δεν ήταν ευγενικό να κάνεις τέτοιες ερωτήσεις.

«Ετοιμάσαμε μια μικρή επίδειξη». Όχι ότι περίμενε απάντηση. Η Ίντριεν κοίταξε τους δύο Αελίτες σαν γυναίκα που κοιτάζει δύο μεγάλα λασπωμένα σκυλιά που δεν ξέρει αν είναι φιλικά ή όχι, αλλά αρκέστηκε να ξεφυσήξει απαλά. «Αν με ακολουθήσει ο Άρχοντας Δράκοντας».

Εκείνος την ακολούθησε σμίγοντας τα φρύδια. Τι είδους επίδειξη;

Ο προθάλαμος της σχολής ήταν μια πελώρια αίθουσα με γυαλισμένες σκουρόγκριζες κολόνες κι ανοιχτόγκριζα πλακάκια στο δάπεδο, ενώ υπήρχε ολόγυρα σε ύψος τριών απλωσιών ένα εσωτερικό μαρμάρινο μπαλκόνι με γκρίζα νερά Τώρα ήταν σχεδόν όλο γεμάτο με... μαραφέτια. Οι δάσκαλοι που έρχονταν πλήθος πίσω του έτρεξαν σ’ αυτά. Ο Ραντ είχε μείνει με το βλέμμα καρφωμένο, καθώς ξαφνικά θυμόταν τι είχε πει η Μπερελαίν, ότι η σχολή κατασκεύαζε πράγματα. Μα τι ήταν;

Η Ίντριεν του είπε —κατά έναν τρόπο— οδηγώντας τον από το ένα στο άλλο, όπου άνδρες και γυναίκες εξηγούσαν τι είχαν δημιουργήσει. Μερικά, μάλιστα, ο Ραντ τα καταλάβαινε.

Μια συστοιχία από σίτες και κυλίνδρους κι αγγεία γεμάτα λινά ξεφτίδια παρήγε χαρτί καλύτερης ποιότητας απ’ ό,τι υπήρχε ως τώρα, τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν ο εφευρέτης της. Μια ογκώδης, ατσούμπαλη μορφή όλο μοχλούς και πελώριες επίπεδες πλάκες ήταν ένα τυπογραφικό πιεστήριο, πολύ καλύτερο από τα άλλα που χρησιμοποιούνταν τώρα, σύμφωνα με το δημιουργό της. Ο Ντέντρικ έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτήν, ώσπου η Τζαλάνι αποφάσισε ότι θα ήταν προτιμότερο να κοιτάζει μήπως κι επιτιθόταν κανείς στον Καρ’α’κάρν. του πάτησε γερά το πόδι κι εκείνος συνέχισε ν’ ακολουθεί τον Ραντ κουτσαίνοντας. Υπήρχε ένα τροχήλατο άροτρο που θα άνοιγε έξι αυλακιές μεμιάς —τουλάχιστον, αυτό ο Ραντ το καταλάβαινε· του φαινόταν ότι θα έκανε τη δουλειά— κι ένα άλλο πράγμα με ρυμούς για άλογα, το οποίο θα θέριζε το σανό αντικαθιστώντας τους άνδρες με τα δρεπάνια, κι επίσης ένα καινούριο είδος αργαλειού που ήταν πιο εύκολο στο χειρισμό, κατά τα λεγόμενα εκείνου που τον είχε φτιάξει. Υπήρχαν βαμμένα ξύλινα μοντέλα υδραγωγείων για να μεταφέρουν νερό σε μέρη όπου τα πηγάδια στέρευαν, καινούριων αποχετεύσεων κι υπονόμων για την Καιρχίν, ακόμα και μια αναπαράσταση σε ένα τραπέζι με μικρά μοντέλα ανθρώπων και κάρων, γερανών κι οδοστρωτήρων, που έδειχνε πώς μπορούσες να χαράξεις δρόμο και να κάνεις οδόστρωμα όπως γινόταν στα παλιά χρόνια.

Ο Ραντ δεν ήξερε τι απ’ αυτά ήταν πρακτικό, μα κάποια φαινόταν ότι άξιζαν να δοκιμαστούν. Εκείνο το άροτρο, για παράδειγμα, θα ήταν χρήσιμο, αν η Καιρχίν ήθελε ποτέ να ξαναγίνει αυτάρκης σε τρόφιμα. Θα μπορούσε να πει στην Ίντριεν να το κατασκευάσει. Όχι, θα έλεγε στην Μπερελαίν να της το πει. Μπροστά στο κοινό, να ακολουθείς πάντα την ιεραρχία, είχε πει η Μουαραίν, εκτός αν θέλεις να υποσκάψεις τη θέση κάποιου.

Μεταξύ των δασκάλων που γνώριζε ήταν κι ο Κιν Τοβίρ, ο εύσωμος κατασκευαστής φακών, που όλο σκούπιζε το φαλακρό κεφάλι του με ένα ριγέ μαντίλι. Εκτός από κιάλια διαφόρων μεγεθών —«Μπορείς να μετρήσεις τις τρίχες στη μύτη κάποιου που είναι ένα μίλι μακριά», έλεγε· μ’ αυτόν τον τρόπο μιλούσε — είχε ένα φακό μεγάλο σαν το κεφάλι του κι ένα σκίτσο του κιαλιού που θα τον συγκρατούσε μαζί με άλλους παρόμοιους, ένα πράγμα μήκους έξι βημάτων, και σχεδίαζε, αν ήταν δυνατόν, να κοιτάξει τα άστρα. Του Κιν πάντα του άρεσε να κοιτάζει μακρινά πράγματα.

Η Ίντριεν είχε μια έκφραση ήρεμης ικανοποίησης, όσο ο Ραντ μελετούσε το σκίτσο του Αφέντη Τοβίρ. Στην πολιορκία της Καιρχίν, η ίδια προσωπικά είχε κατασκευάσει μια πελώρια βαλλίστρα, όλο μοχλούς και τροχαλίες, που μπορούσε να εκσφενδονίσει ένα μικρό δόρυ σε απόσταση ενός μιλίου με αρκετή δύναμη για να τρυπήσει διαμπερώς άνθρωπο. Αν ήταν στο χέρι της, κανείς δεν θα χαλούσε το χρόνο του σε κάτι που δεν ήταν αληθινό κι απτό.

«Φτιάξ’ το», είπε ο Ραντ στον Κιν. Μπορεί να μην είχε πρακτική χρήση, αντίθετα από το άροτρο, αλλά συμπαθούσε τον Τοβίρ. Η Ίντριεν αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι. Ο Τοβίρ έλαμψε. «Και θα σου δώσω βραβείο εκατό χρυσές κορώνες. Φαίνεται ενδιαφέρον». Ακούστηκε σούσουρο, ενώ τόσο η Ίντριεν όσο κι ο Τοβίρ έμειναν με το στόμα ορθάνοιχτο.

Υπήρχαν άλλα πράγματα στην αίθουσα που μπροστά τους η δουλειά του Τοβίρ φαινόταν πρακτική όσο κι οι ιδέες περί οδοποιίας. Ένας άνδρας με φεγγαρίσιο πρόσωπο έκανε κάτι με σβουνιές αγελάδας που κατέληξε με μια γαλαζωπή φλόγα να καίγεται στο στόμιο ενός μπρούντζινου σωλήνα· ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε τι σκοπό είχε. Μια κοκαλιάρα νεαρή είχε ένα έκθεμα αποτελούμενο από ένα χάρτινο κέλυφος, που το συγκρατούσαν κορδόνια, ενώ έπλεε στον αέρα εξαιτίας της θερμότητας που υψωνόταν από τη μικρή φωτιά ενός μαγκαλιού. Μουρμούριζε κάτι περί πετάγματος —ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι αυτό ακριβώς είχε πει— κι έλεγε ότι τα φτερά των πουλιών ήταν κυρτά —είχε σκίτσα πουλιών, κι άλλα που έμοιαζαν να απεικονίζουν ξύλινα πουλιά— αλλά της είχε δεθεί η γλώσσα κόμπος επειδή συναντούσε τον Αναγεννημένο Δράκοντα κι ο Ραντ δεν καταλάβαινε άλλη λέξη της, κι η Ίντριεν βεβαίως δεν μπορούσε να εξηγήσει περί τίνος επρόκειτο.

Κι έπειτα ήταν ο φαλακρός με την κατασκευή από μπρούντζινους σωλήνες και κυλίνδρους, άξονες και τροχούς, που είχαν γεμίσει ένα βαρύ ξύλινο τραπέζι γεμάτο γδαρσίματα κι αυλακιές, μερικές εκ των οποίων ήταν τόσο βαθιές που κόντευαν να το τρυπήσουν. Για κάποιο λόγο, το μισό του πρόσωπο κι ένα χέρι του ήταν τυλιγμένα με επιδέσμους. Μόλις ο Ραντ είχε κάνει την εμφάνιση του στον προθάλαμο, ο άνδρας είχε ανάψει νευρικά φωτιά κάτω από έναν κύλινδρο. Όταν κοντοστάθηκαν μπροστά του ο Ραντ κι η Ίντριεν, κούνησε έναν μοχλό και χαμογέλασε περήφανα.

Το μαραφέτι ρίγησε και βγήκε ατμός σφυρίζοντας από δύο-τρία μέρη. Το σφύριγμα δυνάμωσε κι έγινε τσιρίδα, και το πράγμα άρχισε να δονείται. Βόγκηξε δυσοίωνα. Η τσιρίδα τρυπούσε τα αυτιά των θεατών. Το πράγμα τρανταζόταν τόσο δυνατά που το τραπέζι κινούνταν. Ο φαλακρός ρίχτηκε στο τραπέζι, χαλάρωσε μια τάπα στο μεγαλύτερο κύλινδρο. Ο ατμός ξεχύθηκε σχηματίζοντας σύννεφο, και το πράγμα ακινητοποιήθηκε. Ο άνδρας, ρουφώντας τα καμένα δάχτυλα του, κατάφερε να χαμογελάσει αδύναμα.

«Ωραία δουλεμένος ο μπρούντζος», είπε ο Ραντ πριν επιτρέψει στην Ίντριεν να τον πάρει από κει. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε χαμηλόφωνα όταν απομακρύνθηκαν.

Εκείνη σήκωσε τους ώμους. «Ο Μέρβιν δεν το λέει σε κανέναν. Πού και πού από τα δωμάτιά του ακούγονται βροντές τόσο δυνατές που σείονται οι πόρτες, και μέχρι τώρα έξι φορές κάηκε άσχημα ως τώρα, αλλά ισχυρίζεται πως όταν το κάνει να λειτουργήσει, θα φέρει μια νέα Εποχή». Έριξε μια ανήσυχη ματιά στον Ραντ.

«Μετά χαράς να τη φέρει ο Μέρβιν, αν μπορεί», της είπε ο Ραντ ξερά. Μήπως το κατασκεύασμα προοριζόταν να παράγει μουσική; Με τόσες τσιρίδες; «Δεν βλέπω τον Χέριντ. Μήπως ξέχασε να κατέβει;»

Η Ίντριεν αναστέναξε ξανά. Ο Χέριντ Φελ ήταν ένας Αντορινός, που με κάποιον τρόπο είχε καταλήξει να διαβάζει στη Βασιλική Βιβλιοθήκη εδώ— έλεγε πως ήταν μαθητής της ιστορίας και της φιλοσοφίας— και δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα της γίνονταν αρεστοί. «Άρχοντα Δράκοντα, ποτέ δεν βγαίνει από το γραφείο του, παρά μόνο όταν είναι να πάει στη Βιβλιοθήκη».

Για να ξεφύγει, χρειάστηκε να δώσει ένα λογύδριο, ανεβασμένος σε ένα σκαμνί, με το Σκήπτρο του Δράκοντα ακουμπισμένο στη γωνιά του αγκώνα του, λέγοντάς τους ότι τα δημιουργήματά τους ήταν εξαιρετικά. Μπορεί μερικά να ήταν. Κι ύστερα κατάφερε να το σκάσει με τη Τζαλάνι και τον Ντέντρικ. Και τον Λουζ Θέριν, και την Αλάνα. Άφησαν πίσω τους ένα σούσουρο ικανοποίησης. Αναρωτήθηκε αν είχε σκεφτεί κανείς τους εκτός από την Ίντριεν να κατασκευάσει όπλο.

Το γραφείο του Χέριντ Φελ ήταν στον πάνω όροφο, όπου η θέα έδειχνε μόνο τα σκούρα κεραμίδια από τις στέγες των κτιρίων της σχολής κι έναν τετράγωνο βαθμιδωτό πύργο που έκρυβε τα πάντα. Ο Χέριντ ισχυριζόταν πως ούτως ή άλλως ποτέ δεν κοίταζε από τα παράθυρα.

«Μπορείτε να περιμένετε εδώ», είπε ο Ραντ όταν έφτασαν στη στενή πόρτα —το δωμάτιο μέσα ήταν κι αυτό στενό— και ξαφνιάστηκε που η Τζαλάνι κι ο Ντέντρικ συμφώνησαν αμέσως.

Ξαφνικά, συνδύασε μερικά πράγματα. Η Τζαλάνι δεν είχε ρίξει ούτε μια αποδοκιμαστική ματιά στο σπαθί του, κάτι που φρόντιζε να κάνει με επιτηδευμένο τρόπο, όταν ο Ραντ είχε βγει από τη συνάντηση με τον Ρούαρκ και την Μπερελαίν. Ούτε αυτή, ούτε ο Ντέντρικ είχαν ρίξει έστω και μια ματιά στο άλογο στο στάβλο, ούτε και τον είχαν κοροϊδέψει λέγοντας ότι η πεζοπορία θα του έκανε καλό, που ήταν άλλο ένα συχνό σχόλιο της Τζαλάνι.

Λες κι ήθελε να επιβεβαιώσει τη σκέψη του Ραντ, μόλις αυτός στράφηκε προς την πόρτα, η Τζαλάνι έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Ντέντρικ από πάνω ως κάτω. Φευγαλέα μεν, αλλά με φανερό το ενδιαφέρον, και μ’ ένα χαμόγελο. Ο Ντέντρικ την αγνόησε με τόση επιτήδευση που ήταν σαν να την κάρφωνε με το βλέμμα. Έτσι ήταν ο τρόπος των Αελιτών, θα έκανε ότι δεν καταλάβαινε μέχρι εκείνη να εκδηλωθεί πιο καθαρά. Θα έκανε κι εκείνη το ίδιο, αν την είχε κοιτάξει πρώτος αυτός.

«Καλά να περάσετε», είπε ο Ραντ πάνω από τον ώμο του, κάνοντάς τους να τον κοιτάξουν έκπληκτοι, και μπήκε μέσα.

Το δωματιάκι ήταν όλο γεμάτο βιβλία και κυλίνδρους και στοίβες χαρτιά, ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ράφια που έφταναν ως το ταβάνι, με εξαίρεση την είσοδο και δύο ανοιχτά παράθυρα. Ένα τραπέζι φορτωμένο βιβλία και χαρτιά καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του δωματίου, τα οποία επίσης σχημάτιζαν σωρούς σε μια από τις δύο καρέκλες και στον ελάχιστο χώρο που έμενε ελεύθερος στο πάτωμα. Ο Χέριντ Φελ ήταν σωματώδης και φαινόταν ότι είχε ξεχάσει να χτενίσει τα αραιά γκρίζα μαλλιά του εκείνο το πρωί. Η πίπα που δάγκωνε ήταν σβησμένη, ενώ οι στάχτες της είχαν λεκιάσει το μπροστινό μέρος του τσαλακωμένου καφέ σακακιού του.

Βλεφάρισε κοιτώντας τον Ραντ για μια στιγμή και μετά είπε, «Α. Ναι. Φυσικά. Ό,τι ετοιμαζόμουν να...» Κοίταξε συνοφρυωμένος το βιβλίο που κρατούσε και μετά κάθισε πίσω από το τραπέζι κι άγγιξε με το δάχτυλο μια λυτή δέσμη χαρτιά μπροστά του, μουρμουρίζοντας χαμηλόφωνα. Γύρισε στη σελίδα του τίτλου του βιβλίου κι έξυσε το κεφάλι. Τελικά ξανακοίταξε τον Ραντ και βλεφάρισε πάλι έκπληκτος. «Α, ναι. Για ποιο πράγμα ήθελες να μιλήσουμε;»

Ο Ραντ πήρε τα βιβλία και τα χαρτιά από την άλλη καρέκλα, έγειρε το Σκήπτρο του Δράκοντα στη στοίβα και κάθισε κάτω. Είχε προσπαθήσει να μιλήσει με άλλους εδώ, με φιλόσοφους κι ιστορικούς, σπουδαγμένες γυναίκες και λόγιους, κι ήταν σαν να προσπαθούσε να στριμώξει μια Άες Σεντάι. Ήταν βέβαιοι για ό,τι ήταν βέβαιοι, κι όσο για τα υπόλοιπα, σε έπνιγαν με λόγια που σήμαιναν τίποτα και τα πάντα. Ή θύμωναν όταν τους πίεζε —ίσως πίστευαν ότι αμφισβητούσε τις γνώσεις τους, κάτι που πρέπει να ήταν βαρύ αμάρτημα— ή δυνάμωναν το χείμαρρο των λέξεων ώσπου στο τέλος ο Ραντ δεν καταλάβαινε τι εννοούσαν, ή γίνονταν δουλοπρεπείς και προσπαθούσαν να βρουν τι ήθελε να ακούσει ώστε να του το πουν. Ο Χέριντ διέφερε. Ένα από τα πράγματα που έμοιαζαν να ξεφεύγουν από το μυαλό του ήταν ότι ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, κάτι που βόλευε μια χαρά τον Ραντ. «Χέριντ, τι γνωρίζεις για τις Άες Σεντάι και τους Προμάχους; Για το δεσμό;»

«Προμάχους; Δεσμό; Όσα μπορεί να ξέρει κάποιος που δεν είναι Άες Σεντάι. Όχι πολλά, με άλλα λόγια». Ο Χέριντ ρούφηξε την πίπα του, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι είχε σβήσει. «Τι θέλεις να μάθεις;»

«Μπορεί να σπάσει;»

«Να σπάσει; Α, όχι. Δεν νομίζω. Εκτός αν εννοείς σε περίπτωση που πεθάνει ο Πρόμαχος ή η Άες Σεντάι. Έτσι, ο δεσμός σπάει. Νομίζω. Θυμάμαι που κάτι είχα ακούσει κάποτε για το δεσμό, αλλά δεν θυμάμαι...» Μερικά φύλλα σημειώσεων στο τραπέζι τράβηξαν το βλέμμα του. Ο Χέριντ τα τράβηξε κοντά με τα ακροδάχτυλά του κι άρχισε να διαβάζει, σμίγοντας τα φρύδια και κουνώντας το κεφάλι. Οι σημειώσεις ήταν με το δικό του γραφικό χαρακτήρα, αλλά δεν φαινόταν πια να συμφωνεί μαζί τους.

Ο Ραντ αναστέναξε· του φαινόταν ότι έβλεπε το χέρι της Αλάνα να κρέμεται από πάνω του. «Τι έγινε με την ερώτηση που σου έκανα την άλλη φορά; Χέριντ; Χέριντ;»

Το κεφάλι του άλλου υψώθηκε σπασμωδικά. «Α. Ναι. Α, η ερώτηση. Την άλλη φορά. Η Τάρμον Γκάι’ντον. Ε, δεν ξέρω πώς θα είναι. Με Τρόλοκ, υποθέτω; Με Άρχοντες του Δέους; Ναι. Άρχοντες του Δέους. Αλλά σκεφτόμουν. Δεν μπορεί να είναι η Τελευταία Μάχη. Δεν νομίζω ότι μπορεί να είναι αυτή. Ίσως κάθε Εποχή να έχει μια Τελευταία Μάχη. Ή οι περισσότερες Εποχές». Ξαφνικά κοίταξε σχεδόν αλληθωρίζοντας την πίπα που δάγκωνε κι άρχισε να ψάχνει στο τραπέζι. «Κάπου εδώ έχω ένα κουτί με ταμπάκ».

«Τι εννοείς ότι δεν μπορεί να είναι η Τελευταία Μάχη;» Ο Ραντ προσπάθησε να μιλήσει ήρεμα. Ο Χέριντ πάντα έφτανε στο ζητούμενο· απλώς ήθελε σκούντημα.

«Τι; Ναι, αυτό είναι το θέμα. Δεν μπορεί να είναι η Τελευταία Μάχη. Ακόμα κι αν ο Αναγεννημένος Δράκοντας ξανασφραγίσει τη φυλακή του Σκοτεινού όσο καλά την είχε σφραγίσει ο Δημιουργός. Κάτι που δεν νομίζω ότι μπορεί». Έγειρε μπροστά και χαμήλωσε συνωμοτικά τη φωνή. «Δεν είναι ο Δημιουργός, ξέρεις, ό,τι κι αν λένε στους δρόμους. Πάντως, κάποιος πρέπει να την ξανασφραγίσει. Ο Τροχός, βλέπεις».

«Δεν καταλαβαίνω...» Η φωνή του Ραντ έσβησε.

«Ναι, καταλαβαίνεις. Θα γινόσουν καλός μαθητής». Ο Χέριντ πήρε την πίπα από το στόμα του και ζωγράφισε μ’ αυτήν έναν κύκλο στον αέρα. «Ο Τροχός του Χρόνου. Οι Εποχές έρχονται και φεύγουν και ξανάρχονται καθώς γυρίζει ο Τροχός. Κατά τις διδαχές». Ξαφνικά, κάρφωσε ένα σημείο στον φανταστικό τροχό. «Εδώ η φυλακή του Σκοτεινού είναι ολόκληρη. Εδώ, άνοιξαν μια τρύπα και την ξανασφράγισαν». Μετακίνησε την άκρη της πίπας στο τόξο που είχε ζωγραφίσει. «Εμείς είμαστε εδώ. Οι σφραγίδες εξασθενίζουν. Μα αυτό δεν έχει σημασία, φυσικά». Το επιστόμιο ολοκλήρωσε τον κύκλο. «Όταν ο Τροχός επιστρέψει εδώ, όταν ξανάρθει εκεί που άνοιξαν την τρύπα την πρώτη φορά, η φυλακή του Σκοτεινού πρέπει να είναι πάλι ολόκληρη».

«Γιατί; Ίσως την επόμενη φορά να τρυπήσουν το μπαλωμένο σημείο. Ίσως μ’ αυτό τον τρόπο να τα κατάφεραν την τελευταία φορά — εννοώ που κατάφεραν να τρυπήσουν κάτι που έκανε ο Δημιουργός, ίσως να άνοιξαν το Πηγάδι στο μπάλωμα κι εμείς δεν το ξέρουμε».

Ο Χέριντ κούνησε το κεφάλι. Κοίταξε μια στιγμή την πίπα, κατάλαβε άλλη μια φορά όταν ήταν σβησμένη, κι ο Ραντ σκέφτηκε ότι θα ’πρεπε να τον ξανασκουντήξει, αλλά ο Χέριντ ανοιγόκλεισε τα μάτια και συνέχισε. «Κάποιος θα έπρεπε να το κάνει κάποτε. Εννοώ για πρώτη φορά. Εκτός αν νομίζεις ότι ο Δημιουργός έφτιαξε τη φυλακή του Σκοτεινού εξαρχής με τρύπα και το μπάλωμα της τρύπας». Έπαιξε τα φρύδια για να δείξει τη γνώμη του γι’ αυτή την ιδέα. «Όχι, στην αρχή ήταν ακέραια, και νομίζω ότι θα ξαναείναι ακέραια όταν ξανάρθει άλλη μια φορά η Τρίτη Εποχή. Χμμμ... Αναρωτιέμαι αν εκείνοι την ονόμασαν Τρίτη Εποχή». Βούτηξε βιαστικά την πένα στο μελανοδοχείο κι έγραψε μια σημείωση στα περιθώρια ενός ανοιχτού βιβλίου. «Ουφ. Δεν έχει σημασία τώρα. Δεν λέω ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας θα την ξανακάνει ακέραια, τουλάχιστον όχι υποχρεωτικά σ’ αυτή την Εποχή, αλλά αυτό πρέπει να γίνει πριν ξανάρθει η Τρίτη Εποχή, και να περάσει τόσος χρόνος από τότε που θα ξαναγίνει ακέραια —τουλάχιστον μια Εποχή— ώστε να μη θυμάται κανείς τον Σκοτεινό ή τη φυλακή του. Κανείς να μην τα θυμάται. Μμμ. Αναρωτιέμαι...» Κοίταξε τις σημειώσεις του κι έξυσε το κεφάλι του, και μετά ξαφνιάστηκε βλέποντας ότι είχε ξυθεί με το χέρι που κρατούσε την πένα. Είχε αφήσει μια μελανιά στα μαλλιά του. «Κάθε Εποχή στην οποία εξασθενούν οι σφραγίδες πρέπει τελικά να θυμηθεί τον Σκοτεινό, επειδή θα χρειαστεί να τον αντιμετωπίσει και να τον περιτειχίσει ξανά». Ξαναδάγκωσε την πίπα του και προσπάθησε να γράψει άλλη μια σημείωση χωρίς να βάλει την πένα στο μελάνι.

«Εκτός αν ελευθερωθεί ο Σκοτεινός», είπε χαμηλόφωνα ο Ραντ. «Για να τσακίσει τον Τροχό του Χρόνου και να ξαναφτιάξει το Χρόνο και τον κόσμο κατ’ εικόνα του».

«Είναι κι αυτό». Ο Χέριντ σήκωσε τους ώμους, κοίταξε συνοφρυωμένος την πένα. Στο τέλος, σκέφτηκε το μελανοδοχείο. «Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε τίποτα εγώ κι εσύ. Δεν έρχεσαι εδώ να σου κάνω μαθήματα; Δεν φαντάζομαι να γίνει αύριο η Τάρμον Γκάι’ντον, και δεν θα σπαταλούσες το χρόνο σου—»

«Μπορείς να σκεφτείς για ποιο λόγο θα έσπαγαν οι σφραγίδες;»

Τα φρύδια του Χέριντ υψώθηκαν απότομα. «Να σπάσουν οι σφραγίδες; Να σπάσουν οι σφραγίδες; Γιατί θα ήθελε να κάνει κάποιος τέτοιο πράγμα, αν δεν ήταν τρελός; Σπάξουν άραγε; Σαν να θυμάμαι ότι είχα διαβάσει κάπου ότι δεν σπάζουν, αλλά δεν θυμάμαι αν έλεγε το λόγο. Πώς σου ήρθε τέτοιο πράγμα;»

«Δεν ξέρω», αναστέναξε ο Ραντ. Στο βάθος του μυαλού του, ο Λουζ Θέριν έλεγε μονότονα, Σπάσε τις σφραγίδες. Σπάσε τις σφραγίδες και δώσε ένα τέλος. Άσε με να πεθάνω μια για πάντα.


Κάνοντας αέρα αφηρημένα με την άκρη του επώμιού της, η Εγκουέν κοίταξε δεξιά κι αριστερά στον διάδρομο μπροστά της που διασταυρωνόταν μ’ αυτόν που ακολουθούσε κι ευχήθηκε να μην είχε χαθεί πάλι. Φοβόταν όμως ότι είχε χαθεί, κάτι που δεν τη χαροποιούσε. Το Παλάτι του Ήλιου είχε διαδρόμους μιλίων, όπου δεν έκανε περισσότερη δροσιά απ’ όσο έξω, και δεν είχε περάσει αρκετό διάστημα σ’ αυτούς ώστε να ξέρει το δρόμο.

Παντού υπήρχαν Κόρες, δυο-δυο και τρεις-τρεις — πολύ περισσότερες απ’ όσες είχε συνήθως μαζί του ο Ραντ· σίγουρα ήταν πολύ περισσότερες απ’ όσες υπήρχαν συνήθως όταν ο Ραντ δεν ήταν εκεί. Έμοιαζαν να κάνουν βόλτες, αλλά κάτι πάνω τους έδειχνε... νευρικότητα. Μερικές την ήξεραν εξ όψεως, κι απ’ αυτές θα περίμενε μια φιλική κουβέντα — όπως φαινόταν, οι Κόρες είχαν αποφασίσει ότι το γεγονός πως ήταν μαθήτρια των Σοφών βάραινε περισσότερο από το γεγονός ότι ήταν Άες Σεντάι, όπως νόμιζαν πως ήταν, σε σημείο που δεν τη θεωρούσαν πια Άες Σεντάι— αλλά όταν την έβλεπαν έδειχναν να ξαφνιάζονται, όσο ξαφνιάζονταν τέλος πάντων οι Κόρες. Τη χαιρετούσαν μ’ ένα αργοπορημένο νεύμα κι έσπευδαν να φύγουν χωρίς κουβέντα. Με τέτοια συμπεριφορά, δύσκολα θα ζητούσες οδηγίες.

Η Εγκουέν κοίταξε συνοφρυωμένη έναν υπηρέτη με κάθιδρο πρόσωπο και λεπτές χρυσογάλανες ρίγες στα μανικέτια του, ενώ αναρωτιόταν μήπως αυτός θα ήξερε πώς θα έφτανε στον προορισμό της από κει. Το δύσκολο ήταν ότι δεν ήταν σίγουρη πού ήθελε να πάει. Δυστυχώς, ο άνθρωπος ήταν ολοφάνερα ταραγμένος με τόσες Αελίτισσες τριγύρω. Βλέποντας μια Αελίτισσα να τον κοιτάζει κατσουφιασμένη —δεν πρόσεχαν τα μαύρα μάτια της, κάτι που δεν είχαν ποτέ οι Αελίτες— και με το μυαλό γεμάτο ιστορίες για τις Κόρες, γύρισε και το έβαλε στα πόδια.

Ξεφύσηξε εκνευρισμένη. Στο κάτω-κάτω, δεν χρειαζόταν οδηγίες πού να πάει. Κάποια στιγμή θα βρισκόταν σε κάποιο γνωστό της σημείο. Δεν είχε νόημα να επιστρέψει από το δρόμο που είχε έρθει, μα ποιον από τους τρεις έπρεπε να ακολουθήσει; Διάλεξε έναν και ξεκίνησε με σίγουρο βήμα, και μερικές Κόρες παραμέρισαν για να περάσει.

Στην πραγματικότητα, την είχε πιάσει μια κακοκεφιά. Θα ήταν υπέροχο που είχε δει την Αβιέντα μετά από τόσον καιρό, αν η κοπέλα δεν της είχε κάνει ένα ψυχρό νεύμα και δεν είχε τρυπώσει στη σκηνή της Άμυς για μια ιδιωτική συνάντηση. Ιδιωτική, όπως είχε μάθει η Εγκουέν προσπαθώντας να την ακολουθήσει.

Δεν σε καλέσαμε, είχε πει κοφτά η Άμυς, ενώ η Αβιέντα καθόταν σταυροπόδι σε ένα μαξιλαράκι και κοίταζε μαραμένα τα χαλιά σε στρώσεις μπροστά της. Πήγαινε να κάνεις μια βόλτα. Και φάε κάτι. Οι γυναίκες δεν πρέπει να μοιάζουν με καλάμι.

Η Μπάιρ κι η Μελίντρα ήρθαν βιαστικά, έχοντας λάβει το μήνυμα από μια γκαϊ’σάιν, όμως η Εγκουέν ήταν ανεπιθύμητη. Είδε να διώχνουν μερικές άλλες Σοφές κι αυτό την έκανε να νιώσει καλύτερα, αλλά όχι πολύ. Στο κάτω-κάτω, ήταν φίλη της Αβιέντα, κι αν είχε μπλέξει κάπου, η Εγκουέν ήθελε να τη βοηθήσει.

«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε απαιτητικά η φωνή της Σορίλεα πίσω της.

Η Εγκουέν ένιωσε περήφανη για τον εαυτό της. Γύρισε γαλήνια και στάθηκε αντιμέτωπη με τη Σοφή του Φρουρίου Σέντε. Η Σορίλεα ήταν του Τζάρα Τσαρήν, είχε αραιά λευκά μαλλιά και πρόσωπο που έμοιαζε με στεγνωμένο πετσί τεντωμένο πάνω στο κρανίο της. Ήταν όλο νεύρα και κόκαλα, και παρ’ όλο που μπορούσε να διαβιβάσει, ήταν πιο αδύνατη στη χρήση της Δύναμης από τις περισσότερες μαθητευόμενες που είχε συναντήσει η Εγκουέν. Αν ήταν στον Πύργο, σίγουρα θα την είχαν διώξει όταν τελείωνε από μαθητευόμενη. Φυσικά, η διαβίβαση δεν μετρούσε πολύ μεταξύ των Σοφών. Όποιοι κι αν ήταν οι μυστηριώδεις κανόνες που κυβερνούσαν τις Σοφές, η αρχηγία ανήκε πάντα στη Σορίλεα όταν ήταν μπροστά. Της Εγκουέν της φαινόταν ότι ήταν απλώς από τη δύναμη της θέλησής της.

Ένα ολόκληρο κεφάλι ψηλότερη από την Εγκουέν, όπως συνέβαινε με τις περισσότερες Αελίτισσες, η Σορίλεα την κοίταζε με τα πράσινα μάτια της, και το βλέμμα ήταν τόσο δυνατό που μπορούσε να ρίξει κάτω και ταύρο. Αυτό ήταν μια ανακούφιση· η Σορίλεα όλους έτσι τους κοίταζε. Αν την είχε ενοχλήσει κάτι, τότε οι τοίχοι θα σωριάζονταν όπου έπεφτε το βλέμμα της κι οι ταπισερί θα έπιαναν φωτιά. Τουλάχιστον έτσι της φαινόταν.

«Ήρθα να δω τον Ραντ», είπε η Εγκουέν. «Μου φάνηκε καλή άσκηση να έρθω περπατώντας από τις σκηνές». Σίγουρα ήταν καλύτερη από το να κάνει πέντε-έξι φορές το γύρο των τειχών της πόλης με ζωηρό βήμα, που ήταν για τους Αελίτες η συνηθισμένη ελαφριά εξάσκηση. Έλπισε να μην ρωτούσε η Σορίλεα το γιατί. Δεν της άρεσε να λέει ψέματα στις Σοφές.

Η Σορίλεα την κοίταξε για μια στιγμή ακόμα σαν να είχε μυριστεί κάτι, και μετά έσιαξε το επώμιό της στους στενούς ώμους της και είπε, «Δεν είναι εδώ. Πήγε στη σχολή του. Η Μπερελαίν Πεηρόν άφησε να εννοηθεί ότι δεν θα ήταν συνετό να τον ακολουθήσει κανείς, κι εγώ συμφωνώ».

Η Εγκουέν κόπιασε για να διατηρήσει την ήρεμη έκφρασή της. Το ότι οι Σοφές είχαν συμπαθήσει την Μπερελαίν ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε. Την αντιμετώπιζαν ως γυναίκα φρόνιμη και σεβαστή, κάτι που για την Εγκουέν ήταν εντελώς παράλογο, κι όχι επειδή ο Ραντ της είχε δώσει εξουσία. Οι Σοφές δεν έδιναν σημασία στις εξουσίες των υδρόβιων. Της φαινόταν γελοίο. Η Μαγενή επιδεικνυόταν με σκανδαλιστικά ρούχα και φλέρταρε με εξωφρενικό τρόπο — και δεν περιοριζόταν μόνο στο φλερτ, όπως πίστευε μέσα της η Εγκουέν δυσοίωνα. Δεν ήταν το είδος της γυναίκας που η Άμυς θα έπρεπε να της χαμογελά σαν σε αγαπημένη θυγατέρα. Ούτε η Σορίλεα.

Ο νους της γέμισε με απρόσκλητες σκέψεις του Γκάγουιν. Ήταν μονάχα όνειρο και μάλιστα δικό του όνειρο. Δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό που έκανε η Μπερελαίν.

«Όταν τα μάγουλα μιας νεαρής κοκκινίζουν δίχως προφανή λόγο», είπε η Σορίλεα, «τότε συνήθως υπάρχει άνδρας στη μέση. Ποιος άνδρας τράβηξε το ενδιαφέρον σου; Θα σε δούμε σύντομα να αφήνεις γαμήλιο στεφάνι στα πόδια του;»

«Οι Άες Σεντάι σπανίως παντρεύονται», της είπε ψυχρά η Εγκουέν.

Η γυναίκα με το τραχύ πρόσωπο ξεφύσησε με χλευασμό, με ήχο σαν ύφασμα που σκιζόταν. Οι Κόρες κι οι Σοφές, κι όλοι οι Αελίτες ίσως να είχαν αποφασίσει ότι η Εγκουέν δεν ήταν Άες Σεντάι όσο μαθήτευε με την Άμυς και τις άλλες, όμως η Σορίλεα το τραβούσε ακόμα παραπέρα. Φαινόταν να πιστεύει ότι είχε γίνει Αελίτισσα. Εκτός αυτού, η Σορίλεα νόμιζε ότι μπορούσε να χώνει τη μύτη της παντού. «Θα παντρευτείς, κοπέλα μου. Δεν είσαι από κείνες που γίνονται Φαρ Ντάραϊς Μάι και νομίζουν ότι οι άνδρες στην καλύτερη περίπτωση είναι άθλημα σαν το κυνήγι. Αυτοί οι γοφοί έχουν φτιαχτεί για μωρά, και να δεις που θα έρθουν».

«Μπορείς να μου πεις πού να περιμένω τον Ραντ;» ρώτησε η Εγκουέν, με πιο αχνή φωνή απ’ όσο ήθελε. Η Σορίλεα δεν ήταν ονειροβάτισσα, ικανή να ερμηνεύει όνειρα, και δεν είχε την ικανότητα της Πρόβλεψης, αλλά μπορούσε να μιλά τόσο συγκεκριμένα που τα λεγόμενα της έμοιαζαν αναπόφευκτα. Τα μωρά του Γκάγουιν. Μα το Φως, πώς ήταν δυνατόν να φέρει στον κόσμο τα μωρά του Γκάγουιν; Στην πραγματικότητα, οι Άες Σεντάι σχεδόν ποτέ δεν παντρεύονταν. Ήταν σπάνιος ο άνδρας που ήθελε να παντρευτεί μια γυναίκα η οποία με τη Δύναμη μπορούσε να του φερθεί σαν σε παιδί, αν το ήθελε.

«Από δω πέρα», είπε η Σορίλεα. «Μήπως ήταν ο Σάντουιν, το ζωηρό παλικαράκι από το Αληθινό Αίμα, που είδα να τριγυρνά τη σκηνή της Άμυς χτες; Η ουλή κάνει το υπόλοιπο πρόσωπό του να δείχνει πιο ωραίο...»

Η Σορίλεα συνέχισε να πετά ονόματα, καθώς οδηγούσε την Εγκουέν στο παλάτι, και πάντα την κοίταζε με την άκρη του ματιού μήπως έβλεπε καμία αντίδραση. Επίσης, έβαζε τα δυνατά της για να απαριθμήσει τις χάρες του κάθε άνδρα, κι εφόσον αυτό συμπεριλάμβανε την περιγραφή του πώς έμοιαζε χωρίς ρούχα —στους Αελίτες, άνδρες και γυναίκες μοιράζονταν τις ίδιες σκηνές ατμόλουτρων— την είδε αρκετές φορές να κοκκινίζει.

Όταν πια έφτασαν στα δωμάτια όπου θα περνούσε τη νύχτα του ο Ραντ, η Εγκουέν με μεγάλη χαρά ευχαρίστησε βιαστικά τη Σορίλεα κι έκλεισε πίσω της την πόρτα του καθιστικού. Ευτυχώς που η Σορίλεα πρέπει να είχε δικές της δουλειές, αλλιώς ίσως έμπαινε μέσα με το ζόρι.

Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα, έσιαξε τα φουστάνια της κι έστρωσε το επώμιό της. Δεν χρειαζόταν, όμως ένιωθε σαν να είχε κατρακυλήσει από λόφο. Της Σορίλεα της άρεσε να κάνει την προξενήτρα και με το παραπάνω. Ήταν ικανή να φτιάξει το γαμήλιο στεφάνι εκ μέρους κάποιας, να τη σύρει για να το αποθέσει στα πόδια του άνδρα που είχε διαλέξει η ίδια, και να τον αναγκάσει δια της βίας να το πάρει. Μπορεί να μην υπήρχε κυριολεκτικά σύρσιμο ή βία, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ίδιο. Φυσικά, η Σορίλεα δεν θα έφτανε σ’ αυτά τα άκρα με την Εγκουέν. Η σκέψη την έκανε να χαχανίσει. Στο κάτω-κάτω, η Σορίλεα δεν πίστευε στ’ αλήθεια ότι είχε γίνει Αελίτισσα· ήξερε ότι η Εγκουέν ήταν Άες Σεντάι, ή τουλάχιστον αυτό πίστευε. Μπα, δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί για κάτι τέτοιο!

Με τα χέρια στο διπλωμένο γκρίζο μαντίλι που κρατούσε τα μαλλιά της πίσω, άκουσε τον ήχο από μαλακά βήματα στην κρεβατοκάμαρα και πάγωσε. Αν ο Ραντ μπορούσε να πηδήξει από το Κάεμλυν στην Καιρχίν, ίσως είχε πηδήξει κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρά του. Κι ίσως κάποιος —ή κάτι— να τον περίμενε εκεί. Αγκάλιασε το σαϊντάρ κι ύφανε αρκετά άσχημα πράγματα, έτοιμη να τα χρησιμοποιήσει. Μια γκαϊ’σάιν βγήκε έξω, με τα χέρια γεμάτα στοίβες σεντόνια και τινάχτηκε βλέποντας την. Η Εγκουέν άφησε το σαϊντάρ κι έλπισε να μην είχε κοκκινίσει πάλι.

Η Νιέλα ήταν φτυστή η Αβιέντα, τόσο που η Εγκουέν ξαφνιάστηκε όταν την πρωτοείδε στο λευκό χιτώνα με τη βαθιά κουκούλα. Μετά, όμως, συνειδητοποίησε ότι έβλεπε ένα πρόσωπο έξι-επτά χρόνια μεγαλύτερο, που δεν το είχε φάει ο ήλιος, και κάπως πιο παχουλό. Η αδελφή της Αβιέντα δεν ήταν ποτέ Κόρη της Λόγχης: αντιθέτως ήταν υφάντρα κι είχε θητεύσει πάνω από το μισό του ενός χρόνου και της μιας μέρας που ήταν το κανονικό.

Η Εγκουέν δεν τη χαιρέτησε· θα ήταν ντροπή για τη Νιέλα. «Θα έρθει γρήγορα ο Ραντ;» ρώτησε.

«Ο Καρ’α’κάρν θα έρθει όταν θα έρθει», αποκρίθηκε η Νιέλα με το βλέμμα ταπεινά χαμηλωμένο. Αυτό ήταν ακόμα πιο παράδοξο· στο πρόσωπο της Αβιέντα, όσο παχουλό κι αν γινόταν, η ταπεινοφροσύνη ήταν κάτι αταίριαστο. «Οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι όταν έρθει».

«Νιέλα, έχεις καμιά ιδέα γιατί άραγε η Αβιέντα πήγε και κλείστηκε με την Αμυς, την Μπάιρ και τη Μελαίν;» Δεν είχε να κάνει με την ονειροβασία· η Σορίλεα ήταν εξίσου ανίδεη σ’ αυτό το θέμα με την Αβιέντα.

«Εδώ είναι; Όχι, δεν ξέρω γιατί». Μα τα γαλαζοπράσινα μάτια της Νιέλα στένεψαν μόλις μίλησε.

«Κάτι ξέρεις», επέμεινε η Εγκουέν. Αφού είχε αρχίσει, ας εκμεταλλευόταν την υποτακτικότητα των γκαϊ’σάιν. «Πες μου το λόγο, Νιέλα».

«Ξέρω ότι η Αβιέντα θα με γδάρει ζωντανή, αν ο Καρ’α’κάρν με βρει να στέκω με βρώμικα στρωσίδια», είπε πικρά η Νιέλα. Η Εγκουέν δεν ήξερε αν ο λόγος αφορούσε στο τζι’ε’τόχ, όμως όταν ήταν μαζί, η Αβιέντα ήταν πιο αυστηρή με την αδελφή της απ’ όσο με τους άλλους γκαϊ’σάιν.

Ο χιτώνας της Νιέλα σύρθηκε στο χαλί με τα σχέδια καθώς προχωρούσε βιαστικά προς την πόρτα, όμως η Εγκουέν την έπιασε από το μανίκι. «Όταν έρθει η ώρα, θα βγάλεις το λευκό;»

Η ερώτηση ξεπερνούσε τα όρια της ευπρέπειας κι η ταπεινότητα εξαφανίστηκε μέσα σ’ ένα κύμα υπερηφάνειας που έφτανε και περίσσευε για μια Κόρη. «Το αντίθετο θα ήταν κοροϊδία για το τζι’ε’τόχ», είπε παγερά η Νιέλα. Ένα μειδίαμα άνθισε ξαφνικά στα χείλη της. «Εκτός αυτού, θα έρθει να με βρει ο άνδρας μου, και σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα χαιρόταν καθόλου». Το προσωπείο της ταπεινότητας ξαναγύρισε· το βλέμμα της χαμήλωσε. «Μπορώ να πηγαίνω τώρα; Αν είναι εδώ η Αβιέντα, θα προτιμούσα να την αποφύγω, αν μπορώ, και θα έρθει σ’ αυτά τα διαμερίσματα».

Η Εγκουέν την άφησε να φύγει. Ούτως ή άλλως, δεν είχε δικαίωμα να ρωτήσει· ήταν ντροπή να ρωτάς τους γκαϊ’σάιν για τη ζωή πριν και μετά το λευκό. Ένιωθε λίγη ντροπή μέσα της, αν και φυσικά δεν προσπαθούσε να ακολουθήσει το τζι’ε’τόχ. Παρά μόνο όσο χρειαζόταν για λόγους ευγένειας.

Μονάχη πια, ξαπλώθηκε σε μια σκαλισμένη, επίχρυση καρέκλα, και τη βρήκε άβολη μετά από τόσον καιρό που καθόταν σταυροπόδι σε μαξιλαράκια στο πάτωμα. Δίπλωσε τα πόδια κάτω από το κορμί της κι αναρωτήθηκε τι άραγε συζητούσε η Αβιέντα με την Αμυς και τις άλλες δύο. Περί του Ραντ, ήταν σχεδόν σίγουρο. Ήταν πάντα το μέλημα των Σοφών. Δεν τις ενδιέφεραν οι υδρομερίτικες Προφητείες του Δράκοντα, αλλά ήξεραν απ’ έξω κι ανακατωτά την Προφητεία του Ρουίντιαν. Όταν κατέστρεφε τους Αελίτες, όπως έλεγε η προφητεία, θα σώζονταν «τα υπολείμματα των υπολειμμάτων» κι ήθελαν να είναι αυτά τα υπολείμματα όσο το δυνατόν περισσότερα.

Γι’ αυτό έβαζαν την Αβιέντα να τον έχει από κοντά. Τόσο κοντά που δεν ήταν σωστό. Ήταν σίγουρη ότι αν πήγαινε στην κρεβατοκάμαρά του, θα έβρισκε ένα στρωματάκι στο πάτωμα για την Αβιέντα. Πάντως, οι Αελίτες έβλεπαν τα πράγματα με άλλο μάτι. Οι Σοφές ήθελαν να του διδάξει η Αβιέντα τους Αελίτικους τρόπους και τα έθιμα, και να του θυμίζει ότι κυλούσε Αελίτικο αίμα στις φλέβες του, παρ’ όλο που δεν τον είχαν αναθρέψει αυτοί. Κι αυτό μάλλον το θεωρούσαν δουλειά που συνεχιζόταν κάθε ώρα και στιγμή, και, με δεδομένο τι αντιμετώπιζαν, η Εγκουέν δεν τις κατηγορούσε πολύ. Από την άλλη μεριά, όμως, δεν ήταν σωστό να βάζεις μια γυναίκα να κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο με έναν άνδρα.

Πάντως η Εγκουέν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για το πρόβλημα της Αβιέντα, ειδικά από τη στιγμή που η Αβιέντα δεν φαινόταν να βλέπει το πρόβλημα. Έγειρε στον αγκώνα της και προσπάθησε να σκεφτεί πώς θα προσέγγιζε τον Ραντ. Το κλωθογύρισε στο νου της, αλλά δεν είχε καταλήξει πουθενά όταν πια εκείνος μπήκε μέσα, μουρμουρίζοντας κάτι στους δύο Αελίτες στο διάδρομο πριν κλείσει την πόρτα.

Η Εγκουέν πετάχτηκε σαν σούστα. «Ραντ, πρέπει να με βοηθήσεις με τις Σοφές· εσένα σε ακούνε», ξέσπασε, πριν μπορέσει να κρατηθεί. Δεν ήταν καθόλου αυτά που σκόπευε να πει.

«Κι εγώ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω», της είπε χαμογελώντας. Κρατούσε εκείνο το κομμάτι της Σωντσανής λόγχης, κι είχε σκαλίσει πάνω Δράκοντες από την τελευταία φορά που τον είχε δει εκείνη. Μέσα της ευχήθηκε να ήξερε πού είχε βρει ο Ραντ αυτό το πράγμα· ό,τι είχε σχέση με τους Σωντσάν της έφερνε ανατριχίλα. «Είμαι καλά, Εγκουέν, σ’ ευχαριστώ. Εσύ; Δείχνεις να έχεις ξαναβρεί τον εαυτό σου, γεμάτη ζωντάνια όπως πάντα». Φαινόταν τόσο κουρασμένος. Και σκληρός, τόσο σκληρός που το χαμόγελο φαινόταν παράξενο. Κάθε φορά που τον έβλεπε φαινόταν πιο σκληρός.

«Δεν θέλω κρύα αστειάκια», του είπε αγριοκοιτώντας τον. Το καλύτερο θα ήταν να συνέχιζε όπως είχε αρχίσει. Ήταν καλύτερο αυτό παρά να υποχωρούσε και να ξανάρχιζε, κάτι που θα του έδινε λόγο να χαμογελάσει πλατιά. «Θα με βοηθήσεις;»

«Πώς;» Σαν να ήταν στο σπίτι του —στο κάτω-κάτω, δικά του ήταν τα διαμερίσματα— πέταξε τη λόγχη με τα κρόσσια σε ένα τραπεζάκι με πόδια σκαλισμένα όλο λεοπαρδάλεις, κι έβγαλε τη ζώνη του σπαθιού και το σακάκι του. Για κάποιο λόγο δεν ίδρωνε, ακριβώς όπως κι οι Αελίτες. «Οι Σοφές με ακούνε, όμως ακούνε μόνο ό,τι θέλουν. Έχω μάθει να αναγνωρίζω την ανέκφραστη όψη που παίρνουν όταν νομίζουν ότι λέω σαχλαμάρες, κι αντί να με ντροπιάσουν λέγοντάς το ευθέως, αντί να διαφωνήσουν, απλώς με αγνοούν». Γύρισε μια επίχρυση καρέκλα προς το μέρος της κι άραξε μέσα, απλώνοντας μπροστά του τα πόδια μέσα στις μπότες του. Ακόμα κι αυτό κατάφερνε να το κάνει με ένα υπεροπτικό ύφος. Αφού τόσοι άνθρωποι του έκαναν υποκλίσεις.

«Μερικές φορές πράγματι λες σαχλαμάρες», μουρμούρισε εκείνη. Για κάποιο λόγο, το ότι δεν είχε χρόνο να σκεφτεί την έκανε να συγκεντρώσει καλύτερα τις σκέψεις της. Έσιαξε προσεκτικά το επώμιό της και στάθηκε μπροστά του. «Ξέρω ότι θα ήθελες να ξαναμάθεις νέα της Ηλαίην». Γιατί φάνηκε τόση λύπη στο πρόσωπό του και την ίδια στιγμή μια παγωνιά; Μάλλον επειδή είχε πολύ καιρό να ακούσει νέας της. «Αμφιβάλλω αν η Σέριαμ έχει δώσει στις Σοφές πολλά μηνύματα εκ μέρους της για σένα». Κανένα απ’ όσο ήξερε η Εγκουέν, αν κι ο Ραντ σπανίως πήγαινε στην Καιρχίν για να τα πάρει αν υπήρχαν. «Σε εμένα η Ηλαίην θα εμπιστευόταν ένα τέτοιο μήνυμα. Μπορώ να σου τα φέρνω, αν πείσεις την Άμυς ότι έχω αναρρώσει αρκετά για να... για να επιστρέψω στα μαθήματα μου».

Ευχήθηκε να μην είχε σπάσει η φωνή της, όμως ο Ραντ ήδη ήξερε για την ονειροβασία, αν όχι και για τον Τελ’αράν’ριοντ. Σχεδόν τα πάντα περί ονειροβασίας εκτός από το όνομα ήταν ένα καλοφυλαγμένο μυστικό μεταξύ των Σοφών, ειδικά σε κείνες που είχαν την ικανότητα. Η Εγκουέν δεν είχε δικαίωμα να αποκαλύπτει τα μυστικά τους.

Εκείνη δίστασε, αλλά η συμφωνία ανάμεσα στην ίδια, στη Νυνάβε και την Ηλαίην —μα το Φως, πριν από πόσον καιρό την είχαν κάνει;— ίσχυε ακόμη. Ο Ραντ δεν ήταν το αγόρι που είχε μεγαλώσει μαζί με την Εγκουέν. Ήταν άνδρας, σίγουρος για τον εαυτό του, και, παρά τον τόνο της φωνής του, τα μάτια του απαιτούσαν απάντηση. Αν οι Άες Σεντάι κι οι Σοφές έβγαζαν σπίθες μεταξύ τους, ο Ραντ κι οι Άες Σεντάι θα άναβαν πυρκαγιά. Έπρεπε να υπάρχει μια μόνωση μεταξύ αυτών των δύο, κι η μόνη διαθέσιμη ήταν οι τρεις κοπέλες. Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει, αν κι η Εγκουέν ευχόταν να μην γινόταν οι τρεις τους παρανάλωμα του πυρός. «Δεν μπορώ να σου το πω, Ραντ. Δεν έχω το δικαίωμα. Δεν είναι στο χέρι μου να το πω». Κάτι που ήταν η αλήθεια. Ούτε βεβαίως μπορούσε να του πει πού ήταν το Σαλιντάρ, πέρα από την Αλτάρα, κάπου πλησίον του ποταμού Έλνταρ.

Ο Ραντ έγειρε μπροστά με ένταση. «Ξέρω ότι είναι μαζί με Άες Σεντάι. Μου είπες ότι αυτές οι Άες Σεντάι θα με υποστηρίξουν, ή ότι θα μπορούσαν να με υποστηρίξουν. Με φοβούνται; Αν ναι, τότε θα ορκιστώ να μην τις ζυγώσω. Εγκουέν. Η πρόθεση μου είναι να δώσω στην Ηλαίην το Θρόνο του Λιονταριού και το Θρόνο του Ήλιου. Έχει δικαίωμα να διεκδικήσει και τους δύο· η Καιρχίν θα την αποδεχθεί με την ευκολία που θα την αποδεχθεί το Άντορ. Τη χρειάζομαι, Εγκουέν».

Η Εγκουέν άνοιξε το στόμα — και συνειδητοποίησε ότι ήταν έτοιμη να του ξεφουρνίσει ό,τι ήξερε για το Σαλιντάρ. Κρατήθηκε μόλις την τελευταία στιγμή, έσφιξε τόσο γερά τα δόντια της που ένιωσε ένα πόνο στο σαγόνι, κι ανοίχτηκε στο σαϊντάρ. Η γλυκιά αίσθηση της ζωής, τόσο δυνατή που κατέκλυζε τα πάντα, της έκανε καλό· η παρόρμησή της να τα πει όλα καταλάγιασε.

Ο Ραντ κάθισε πίσω μ’ ένα στεναγμό κι αυτή το κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα. Άλλο πράγμα ήταν να ξέρει ότι ο Ραντ ήταν ο ισχυρότερος τα’βίρεν από τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο, κι άλλο να παρασέρνεται κι η ίδια. Της ήρθε να αγκαλιαστεί μόνη της τρέμοντας.

«Δεν θα μου πεις», της είπε. Δεν ήταν ερώτηση. Έτριψε με δύναμη τους πήχεις του πάνω από τα μανίκια του, κάτι που της θύμισε ότι κρατούσε το σαϊντάρ· από τόσο κοντά, ο Ραντ θα το ένιωθε σαν αμυδρό γαργαλητό. «Νομίζεις ότι θα σου το αποσπάσω δια της βίας;» ξέσπασε, με ξαφνικό θυμό. «Είμαι τέτοιο τέρας που χρειάζεσαι τη Δύναμη για να σε προστατέψει από μένα;»

«Δεν χρειάζομαι τίποτα να με προστατέψει από σένα», είπε εκείνη, όσο πιο ατάραχα μπορούσε. Ένιωθε το στομάχι της να ανακατεύεται. Ήταν ο Ραντ, κι επίσης ήταν ένας άνδρας που μπορούσε να διαβιβάζει. Ένα μέρος του εαυτού της ήταν έτοιμο να ξεσπάσει σε παραλήρημα και θρήνο. Ντρεπόταν, όμως αυτό δεν βοηθούσε. Άφησε το σαϊντάρ και λυπήθηκε που το έκανε με μια δόση απροθυμίας. Όμως δεν είχε σημασία· αν κατέληγαν να αναμετρηθούν μ’ αυτόν τον τρόπο, τότε, εκτός αν αυτή τον θωράκιζε πρώτα, ο Ραντ θα την νικούσε πανεύκολα. «Ραντ, λυπάμαι που δεν μπορώ να σε βοηθήσω, αλλά δεν μπορώ. Έστω κι έτσι, σου ζητώ ξανά να με βοηθήσεις. Ξέρεις ότι μ’ αυτόν τον τρόπο βοηθάς τον εαυτό σου».

Ένα ζαβολιάρικο χαμόγελο κατάπιε το θυμό του· ήταν τρομαχτικό το πόσο γοργά άλλαζε διαθέσεις. «Ένα γατάκι για ένα καπελάκι ή ένα καπελάκι για ένα γατάκι», της παρέθεσε.

Και τίποτα για το τίποτα, συμπλήρωσε εκείνη μέσα της. Είχε ακούσει να το λένε οι κάτοικοι του Τάρεν Φέρυ όταν ήταν μικρή. «Βάλε το γατάκι στο καπελάκι και χώστο στο παντελονάκι σου, Ραντ αλ’Θόρ», του είπε ψυχρά. Κατάφερε να μη βροντήξει την πόρτα πίσω της, αν και με μεγάλο κόπο.

Καθώς έφευγε με μεγάλες δρασκελιές, αναρωτήθηκε τι θα έκανε. Με κάποιον τρόπο έπρεπε να πείσει τις Σοφές να ξαναμπεί στον Τελ’αράν’ριοντ — νομίμως, για να το πούμε έτσι. Κάποια στιγμή ο Ραντ θα συναντούσε τις Άες Σεντάι του Σαλιντάρ, και θα ήταν καλό αν η Εγκουέν μπορούσε να ξαναμιλήσει στην Ηλαίην ή τη Νυνάβε πριν γίνει αυτό. Είχε ξαφνιαστεί λιγάκι που η Σαλιντάρ δεν τον είχε προσεγγίσει ήδη· τι εμπόδιζε τη Σέριαμ και τις άλλες; Πάντως, η Εγκουέν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό, και μάλλον εκείνες ήξεραν περισσότερα απ’ αυτήν.

Ένα πράγμα ανυπομονούσε να πει στην Ηλαίην. Ο Ραντ τη χρειαζόταν. Φαινόταν πιο ειλικρινής από ποτέ άλλοτε στη ζωή του. Αυτό θα καθησύχαζε όλες τις ανησυχίες της για το αν την αγαπούσε. Κανένας άνδρας δεν θα έλεγε μ’ αυτόν τον τρόπο ότι σε χρειαζόταν, αν δεν σε αγαπούσε.


Για λίγες στιγμές ο Ραντ έμεινε να κοιτάζει την πόρτα που είχε κλείσει πίσω από την Εγκουέν. Δεν ήταν πια το κοριτσόπουλο μαζί με το οποίο είχε μεγαλώσει. Φορώντας αυτά τα Αελίτικα ρούχα, κατόρθωνε να μιμείται μια χαρά τις Σοφές —με εξαίρεση το ύψος, δηλαδή· ήταν μια κοντή Σοφή με μεγάλα μαύρα μάτια— αλλά, βέβαια, η Εγκουέν όταν έκανε κάτι το έκανε με όλη της την καρδιά. Είχε μείνει ατάραχη σαν Άες Σεντάι, κι είχε αδράξει το σαϊντάρ όταν είχε πιστέψει πως την απειλούσε. Ο Ραντ έπρεπε να το θυμάται αυτό. Ό,τι ρούχα και να φορούσε η Εγκουέν, ήθελε να γίνει Άες Σεντάι, και θα φυλούσε τα μυστικά των Άες Σεντάι, ακόμα κι αν αυτός της ξεκαθάριζε ότι χρειαζόταν την Ηλαίην για να εδραιώσει την ειρήνη σε δύο έθνη. Έπρεπε να τη θεωρεί Άες Σεντάι. Ήταν θλιβερό.

Σηκώθηκε όρθιος κουρασμένα κι έβαλε πάλι το σακάκι του. Είχε να δει τους Καιρχινούς ευγενείς, την Κολαβήρ και τον Μαρίνγκιλ, τον Ντομπραίν και τους άλλους. Και τους Δακρυνούς· ο Μάιλαν κι ο Άρακομ κι η φάρα τους θα ταράζονταν αν παραχωρούσε στους Καιρχινούς μια στιγμή παραπάνω απ’ όσο σ’ αυτούς. Οι Σοφές επίσης θα ήθελαν να τον δουν με τη σειρά τους, ενώ ακόμα δεν είχε δει σήμερα τον Τίμολαν και τους άλλους αρχηγούς φατρίας. Τι ήθελε κι είχε φύγει από το Κάεμλυν; Τουλάχιστον, η συζήτηση με τον Χέριντ ήταν ευχάριστη· μπορεί βέβαια να μην ήταν ευχάριστες οι ερωτήσεις που είχαν προκύψει, άλλα ήταν ωραίο να συζητάει με κάποιον που δεν θυμόταν ότι ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Κι είχε βρει λίγο χρόνο στη διάθεση του χωρίς ένα τσούρμο Αελίτες να τον περιτριγυρίζουν· ίσως έβρισκε λίγο ακόμα.

Το βλέμμα του έπεσε στο είδωλό του στον καθρέφτη με την επίχρυση κορνίζα. «Τουλάχιστον δεν της έδειξες ότι είσαι κουρασμένος», είπε στην αντανάκλαση του. Ήταν μια από τις πιο περιεκτικές συμβουλές της Μουαραίν. Μη σε δουν ποτέ σε στιγμή αδυναμίας. Θα μάθαινε από δω και πέρα να θεωρεί την Εγκουέν μια από εκείνες.


Η Σούλιν έδειχνε να κάθεται αναπαυτικά οκλαδόν στον κήπο κάτω από τα δωμάτια του Ραντ αλ’Θόρ και να πετά ένα μικρό μαχαίρι στο χώμα, παίζοντας φλιπ για να διασκεδάσει. Από ένα παράθυρο ακούστηκε το κρώξιμο μιας κουκουβάγιας των βράχων, κι αυτή πετάχτηκε όρθια με μια βλαστήμια κι έχωσε το μαχαίρι στη ζώνη της. Ο Ραντ αλ’Θόρ είχε φύγει πάλι από τα διαμερίσματά του. Αυτή η μέθοδος δεν ήταν η καλύτερη για να τον φρουρούν. Αν είχε εδώ την Ενάιλα ή τη Σομάρα, θα τις έβαζε να τον ακολουθούν. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η Σούλια θα προσπαθούσε να τον προστατεύσει από τέτοιες βλακείες, όπως θα έκανε για έναν πρωταδελφό της.

Έτρεξε στην κοντινότερη είσοδο όπου βρήκε άλλες τρεις Κόρες —καμία απ’ αυτές δεν είχε έρθει μαζί της— κι άρχισαν να ψάχνουν τους δαιδαλώδεις διαδρόμους, προσπαθώντας να δείχνουν ότι απλώς περπατούσαν. Ό,τι κι αν ήθελε ο Καρ’α’κάρν, τίποτα δεν έπρεπε να συμβεί στον μόνο γιο Κόρης που είχε ξαναγυρίσει ποτέ σ’ αυτές.

Загрузка...