24 Μια Πρεσβεία

Η Εγκουέν γύρισε την πλάτη στους μουσικούς που έπαιζαν στη γωνιά του δρόμου, μια ιδρωμένη γυναίκα που φυσούσε ένα μακρύ φλάουτο κι έναν κοκκινοπρόσωπο άνδρα που έπαιζε ένα εννιάχορδο μπίτερν και διέσχισε το πλήθος με ανάλαφρη καρδιά. Ο ήλιος έστεκε ψηλά στον ουρανό σαν λιωμένο χρυσάφι και το πλακόστρωτο του δρόμου έκαιγε τόσο, που την τσουρούφλιζε, διαπερνώντας τις σόλες από τις μαλακές μπότες της. Ιδρώτας έσταζε από τη μύτη της, το επώμιο της έμοιαζε με βαριά κουβέρτα παρ’ όλο που το είχε ρίξει χαλαρά στους αγκώνες της, κι ο αέρας είχε τόση σκόνη που ήδη της έφερνε την επιθυμία να κάνει μπάνιο, όμως η Εγκουέν χαμογελούσε. Κάποιοι την κοίταζαν με μισό μάτι νομίζοντας ότι δεν τους έβλεπε, κάτι που σχεδόν την έκανε να γελάσει. Έτσι κοίταζαν τους Αελίτες. Οι άνθρωποι έβλεπαν αυτό που ήθελαν να δουν, κι έβλεπαν μια γυναίκα με Αελίτικη περιβολή, χωρίς να προσέχουν τα μάτια ή το ύψος της.

Πραματευτές και γυρολόγοι διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, ανταγωνιζόμενοι τις κραυγές που άφηναν οι χασάπηδες κι οι κατασκευαστές κεριών, την κλαγγή και τον πάταγο που έρχονταν από τα μαγαζιά των αργυροχόων και των αγγειοπλαστών, το σκούξιμο των αλάδωτων αξόνων των κάρων. Αμαξάδες με έτοιμη τη βλαστήμια στο στόμα κι άνδρες που περπατούσαν πλάι σε βοϊδάμαξες διεκδικούσαν την προτεραιότητα από σκούρες λουστραρισμένες σέντιες κι επίσημες μαύρες άμαξες με θυρεούς Οίκων στις πόρτες. Παντού έβλεπες μουσικούς, μαζί με ακροβάτες και ταχυδακτυλουργούς. Μια παρέα γυναικών με χλωμό δέρμα και φορέματα ιππασίας που έφεραν σπαθιά πέρασαν με αγέρωχο βήμα, μιμούμενες τη συμπεριφορά των ανδρών, όπως αυτές τη φαντάζονταν, γελώντας τραχιά και σκουντώντας για να ανοίξουν δρόμο με τρόπο που θα είχε ξεκινήσει δέκα καυγάδες σε ακτίνα εκατό βημάτων, αν ήταν άνδρες. Το σφυρί ενός σιδερά καμπάνιζε πάνω στο αμόνι. Γενικά, ένας αχός και μια βουή πλανώνταν στον αέρα, οι ήχοι της πόλης που σχεδόν τους είχε ξεχάσει όσο ήταν μεταξύ των Αελιτών. Ίσως της είχαν λείψει.

Και τότε έβαλε τα γέλια, καταμεσής στο δρόμο. Την πρώτη φορά που είχε ακούσει το θόρυβο της πόλης, είχε μείνει αποσβολωμένη. Μερικές φορές της φαινόταν ότι εκείνο το κοριτσάκι με τα γουρλωμένα μάτια ήταν κάποια άλλη.

Μια γυναίκα που περνούσε με τη ρούσσα φοράδα της μέσα από το πλήθος γύρισε να την κοιτάξει με περιέργεια. Το άλογο είχε ασημένιες καμπανούλες δεμένες στη μακριά χαίτη και την ουρά του, κι η γυναίκα είχε ακόμα περισσότερες στα μελαχρινά μαλλιά τη που κρέμονταν σχεδόν ως τη μέση της. Ήταν ομορφούλα, όχι πολύ μεγαλύτερη από την Εγκουέν, αλλά είχε μια σκληράδα στο πρόσωπό της κι έξι ή και παραπάνω μαχαίρια στη ζώνη, που το ένα ήταν σχεδόν εξίσου μεγάλο με μαχαίρι Αελίτη. Σίγουρα ήταν μια Κυνηγός του Κέρατος.

Ένας ψηλός εμφανίσιμος άνδρας με πράσινο σακάκι και δύο σπαθιά στη ράχη κοίταξε τη γυναίκα να περνά. Μάλλον ήταν κι αυτός Κυνηγός. Ο τόπος ήταν γεμάτος απ’ αυτούς. Καθώς το πλήθος κατάπινε τη γυναίκα με τη φοράδα, ο άνδρας γύρισε κι είδε την Εγκουέν να τον κοιτά. Χαμογελώντας με ξαφνικό ενδιαφέρον, ίσιωσε τους πλατιούς ώμους του και ξεκίνησε να την πλησιάσει.

Η Εγκουέν πήρε βιαστικά την πιο παγερή έκφρασή της, προσπαθώντας να συνδυάσει το πιο παγερό ύφος της Σορίλεα με την όψη της Σιουάν Σάντσε, καθώς είχε το επιτραχήλιο της Έδρας της Άμερλιν στους ώμους.

Αυτός κοντοστάθηκε με μια έκπληκτη έκφραση. Γύρισε να φύγει, κι η Εγκουέν τον άκουσε καθαρά να μουγκρίζει, «Καμένοι Αελίτες». Δεν κρατήθηκε και ξαναγέλασε· πρέπει να την άκουσε παρά τη φασαρία, επειδή πάγωσε και κούνησε το κεφάλι του. Αλλά δεν ξαναγύρισε να την κοιτάξει.

Η πηγή της καλής της διάθεσης ήταν διπλή. Από τη μια, οι Σοφές είχαν επιτέλους συμφωνήσει ότι ο περίπατος στην πόλη ήταν εξίσου καλή άσκηση με τον περίπατο γύρω από τα τείχη. Η Σορίλεα, πιο συγκεκριμένα, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η Εγκουέν ήθελε να περάσει έστω κι ένα λεπτό περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν ανάμεσα στα στίφη των υδρόβιων, κι ειδικά στο στριμωξίδι εντός των τειχών. Κυρίως, όμως, ένιωθε όμορφα επειδή της είχαν πει ότι τώρα που είχαν εξαφανιστεί τελείως οι ανεξήγητοι γι’ αυτές πονοκέφαλοι της —δεν είχε καταφέρει να τους κρύψει απ’ αυτές— θα μπορούσε σύντομα να επιστρέψει στον Τελ’αράν’ριοντ. Όχι εγκαίρως για την επόμενη συνάντηση, σε τρεις μέρες, αλλά για τη μεθεπόμενη.

Αυτό ήταν ανακούφιση, κατά πολλούς τρόπους. Δεν θα αναγκαζόταν πια να τρυπώνει κρυφά στον Κόσμο των Ονείρων. Δεν θα έπρεπε να τα ξεδιαλύνει με κόπο όλα μόνη της. Δεν θα φοβόταν πια μήπως την έπιαναν οι Σοφές κι αρνούνταν να συνεχίσουν τα μαθήματα. Δεν χρειαζόταν πια να λέει ψέματα. Ήταν αναγκαίο —δεν είχε την πολυτέλεια να χρονοτριβεί· είχε πολλά να μάθει και πίστευε πως δεν είχε χρόνο να τα μάθει όλα— αλλά εκείνες δεν θα το καταλάβαιναν.

Υπήρχαν Αελίτες ανάμεσα στο πλήθος, άλλοι που φορούσαν καντιν’σόρ κι άλλοι με τα λευκά των γκαϊ’σάιν. Οι γκαϊ’σάιν πήγαιναν όπου τους έστελναν, όμως οι άλλοι έμοιαζαν να έχουν μπει στα τείχη για πρώτη φορά κι ίσως για τελευταία. Οι Αελίτες πραγματικά έδειχναν να αντιπαθούν τις πόλεις, αν κι είχαν έρθει πολλοί πριν από έξι μέρες, για να δουν τον απαγχονισμό του Μάνγκιν. Λεγόταν ότι είχε περάσει ο ίδιος τη θηλιά στο λαιμό του κι είχε κάνει κάποιο Αελίτικο αστείο για το αν η θηλιά θα έσπαζε το λαιμό του ή ο λαιμός του τη θηλιά. Η Εγκουέν είχε ακούσει αρκετούς Αελίτες να επαναλαμβάνουν το αστείο, αλλά κανέναν να σχολιάζει την κρεμάλα. Ο Ραντ συμπαθούσε τον Μάνγκιν· ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Η Μπερελαίν είχε πληροφορήσει τις Σοφές για την ποινή σαν να έλεγε ότι η μπουγάδα θα ήταν έτοιμη την επόμενη μέρα, κι οι Σοφές την είχαν ακούσει με τον ίδιο τρόπο. Η Εγκουέν πίστευε ότι ποτέ δεν θα καταλάβαινε τους Αελίτες. Πολύ φοβόταν ότι δεν καταλάβαινε πια τον Ραντ. Όσο για την Μπερελαίν, η Εγκουέν την καταλάβαινε μια χαρά· την ενδιέφεραν μονάχα οι άνδρες που ήταν ζωντανοί.

Με σκέψεις σαν αυτή, χρειάστηκε κόπος για να ανακτήσει την καλή της διάθεση. Η πόλη δεν ήταν πιο δροσερή μέσα από τα τείχη —η αλήθεια ήταν πως χωρίς αεράκι να φυσά και με τους ανθρώπους να ποδοπατιούνται, μπορεί να ήταν πιο ζεστή— κι υπήρχε κι εδώ σκόνη, τουλάχιστον, όμως, η Εγκουέν δεν ήταν αναγκασμένη να προχωρά με μόνο αξιοθέατο τις στάχτες των Προπυλαίων. Λίγες μέρες ακόμα και θα άρχιζε να ξαναμαθαίνει, να ξαναμαθαίνει στ’ αλήθεια.

Κοντοστάθηκε πλάι σε έναν νευρώδη Φωτοδότη με ιδρωμένο πρόσωπο· της ήταν εύκολο να καταλάβει τι ήταν ο άνθρωπος. Το παχύ μουστάκι του δεν ήταν μισοκρυμμένο πίσω από το διάφανο πέπλο που φορούσαν συχνά οι Ταραμπονέζοι, όμως το φαρδύ παντελόνι με τα κεντητά σχέδια στα μπατζάκια και το εξίσου φαρδύ πουκάμισο με τα κεντήματα στο στήθος ήταν χαρακτηριστικό. Πουλούσε σπίνους και τιρτιλιά σε κακοφτιαγμένα κλούβια. Τώρα που οι Σάιντο είχαν κάψει τον Τοπικό Οίκο τους, μερικοί Φωτοδότες προσπαθούσαν να βρουν πόρους για να επιστρέψουν στο Τάραμπον.

«Το έμαθα από αξιόπιστη πηγή», έλεγε ο Φωτοδότης σε μια εμφανίσιμη γυναίκα με μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν κι απλό σκούρο μπλε φόρεμα. Σίγουρα ήταν μια έμπορος, που είχε δει την ευκαιρία σε εκείνους που περίμεναν καλύτερη μοίρα στην Καιρχίν. «Οι Άες Σεντάι», της εκμυστηρεύτηκε ο Φωτοδότης, σκύβοντας πάνω από ένα πουλί στο κλουβί για να ψιθυρίσει, «είναι διαιρεμένες. Οι Άες Σεντάι βρίσκονται σε πόλεμο. Μεταξύ τους». Η έμπορος ένευσε πως συμφωνούσε.

Η Εγκουέν έπαψε να προσποιείται ότι την ενδιέφερε ένας πρασινοκέφαλος σπίνος και προχώρησε παρακάτω, αν και χρειάστηκε να πηδήξει στην άκρη για να περάσει ένας στρογγυλοπρόσωπος βάρδος, που προχωρούσε φουριόζος ανεμίζοντας αυτάρεσκα τον όλο μπαλώματα μανδύα του. Οι βάρδοι ήξεραν καλά ότι ήταν από τους λίγους υδρόβιους που ήταν ευπρόσδεκτοι στην Ερημιά· οι Αελίτες δεν τους φόβιζαν. Τουλάχιστον αυτό προσποιούνταν.

Αυτή η φήμη την είχε ενοχλήσει. Όχι το ότι ο Πύργος είχε χωριστεί —αυτό δεν θα έμενε κρυφό για πολύ ακόμα— αλλά οι συζητήσεις περί πολέμου μεταξύ των Άες Σεντάι. Το να ξέρεις ότι οι Άες Σεντάι τα είχαν βάλει με Άες Σεντάι ήταν σαν να ήξερες ότι ένα μέρος της οικογένειάς σου τα είχε βάλει με ένα άλλο· ήταν οριακά ανεκτό, αν γνώριζες τους λόγους, αλλά και μόνο η σκέψη ότι μπορεί η κατάσταση να χειροτέρευε... Μακάρι να υπήρχε τρόπος να Θεραπευτεί ο Πύργος, να επανενωθεί χωρίς αιματοχυσία.

Λίγο παραπέρα στο δρόμο, μια ιδρωμένη Προπυλιανή, που θα ήταν όμορφη αν το πρόσωπό της ήταν πιο καθαρό, μοίραζε φήμες μαζί με τις κορδέλες και τις καρφίτσες που είχε σε ένα δίσκο κρεμασμένο από λουρί στο σβέρκο της. Φορούσε γαλάζιο μεταξωτό φόρεμα, με κόκκινες πινελιές στο φουστάνι, το οποίο ήταν ραμμένο για πιο κοντή γυναίκα· το φθαρμένο στρίφωμα ήταν τόσο κοντό που έδειχνε τα γερά παπούτσια της, κι οι τρύπες στα μανίκια και στο ντεκολτέ έδειχναν τα σημεία απ’ όπου είχαν βγει τα δαντελένια στολίσματα. «Σου μιλάω ειλικρινά», πληροφορούσε μια γυναίκα που ξεδιάλεγε το δίσκο της, «εμφανίστηκαν Τρόλοκ γύρω από την πόλη. Α, ναι, αυτό το πράσινο τονίζει τα μάτια σου. Εκατοντάδες Τρόλοκ και...»

Η Εγκουέν σχεδόν κοντοστάθηκε. Αν είχε ειδωθεί έστω κι ένας Τρόλοκ κοντά στην πόλη, οι Αελίτες θα το ήξεραν πολύ πριν γίνει κουτσομπολιό στους δρόμους. Ευχήθηκε να κουτσομπόλευαν οι Σοφές. Εντάξει, το έκαναν μερικές φορές, αλλά μόνο για άλλους Αελίτες. Κατά την άποψη των Αελιτών, τίποτα απ’ όσα έκαναν οι υδρόβιοι δεν ήταν ενδιαφέρον. Η Εγκουέν, όμως, από τη στιγμή που μπορούσε να πετιέται στο γραφείο της Ελάιντα στον Τελ’αράν’ριοντ όποτε ήθελε και να διαβάζει τα γράμματά της, είχε συνηθίσει να ξέρει τι συνέβαινε στον κόσμο.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι κοίταζε αλλιώς τριγύρω της, ότι κοίταζε αλλιώς τα πρόσωπα των ανθρώπων. Υπήρχαν πληροφοριοδότες των Άες Σεντάι στην Καιρχίν, αυτό ήταν σίγουρο όσο κι ότι ίδρωνε. Σίγουρα η Ελάιντα λάμβανε μια αναφορά την ημέρα με περιστέρι από την Καιρχίν, αν όχι περισσότερες. Κατάσκοποι του Πύργου, κατάσκοποι των Άτζα, κατάσκοποι μεμονωμένων Άες Σεντάι. Υπήρχαν παντού, συχνά εκεί που δεν τους περίμενες, εκείνοι που δεν περίμενες. Γιατί, άραγε, αυτοί οι δύο ακροβάτες στέκονταν άπραγοι εκεί; Ήθελαν να πάρουν μιαν ανάσα ή μήπως την παρακολουθούσαν; Οι ακροβάτες ανέλαβαν πάλι δράση κι ο ένας πήδηξε να σταθεί με τα χέρια στους ώμους του άλλου.

Μια κατάσκοπος του Κίτρινου Άτζα κάποτε είχε προσπαθήσει να απαγάγει την Ηλαίην και την Νυνάβε και να τις πάει στην Ταρ Βάλον, κατόπιν διαταγών που είχε δώσει η Ελάιντα. Η Εγκουέν δεν ήξερε αν η Ελάιντα ήθελε συγκεκριμένα και την ίδια, αλλά θα ήταν ανόητο να υποθέτει το αντίθετο. Η Εγκουέν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η Ελάιντα θα συγχωρούσε κάποια που δούλευε στενά με τη γυναίκα την οποία είχε καθαιρέσει.

Επ’ αυτού, κάποιες από τις Άες Σεντάι του Σαλιντάρ πρέπει να είχαν κι εκείνες πληροφοριοδότες εδώ. Αν έφτανε στ’ αυτιά τους κουβέντα για την «Εγκουέν Σεντάι του Πράσινου Άτζα...» Ο καθένας μπορεί να ήταν πληροφοριοδότης. Η κοκαλιάρα στην είσοδο του καταστήματος, που έδειχνε να περιεργάζεται ένα τόπι σκούρου γκρίζου υφάσματος. Ή η ατημέλητη γυναίκα που στεκόταν νωθρά πλάι στην πόρτα του καπηλειού κι έκανε αέρα στο πρόσωπο με την ποδιά της. Ή ο χοντρός που έσπρωχνε ένα καροτσάκι φορτωμένο πίτες — Γιατί την κοίταζε τόσο παράξενα; Της ήρθε να τρέξει στην πλησιέστερη εξωτερική πύλη των τειχών.

Αυτός που την έκανε να σταματήσει ήταν εκείνος ο χοντρός ή, για την ακρίβεια, ο τρόπος που προσπάθησε να κρύψει τις πίτες με τα χέρια του. Την κοίταζε επειδή τον κοίταζε αυτή. Μάλλον φοβόταν μήπως η Αελίτισσα «άγρια» του έπαιρνε το εμπόρευμα χωρίς να πληρώσει.

Η Εγκουέν γέλασε αδύναμα. Αελίτισσα. Ακόμα κι οι άνθρωποι που την κοίταζαν καταπρόσωπο την περνούσαν για Αελίτισσα. Ένας πράκτορας του Πύργου που έψαχνε γι’ αυτήν, θα την προσπερνούσε. Νιώθοντας πολύ καλύτερα, συνέχισε να περιπλανιέται στους δρόμους, στήνοντας αυτί όπου μπορούσε.

Το πρόβλημα ήταν ότι είχε συνηθίσει να ξέρει πράγματα βδομάδες ή και μέρες αφότου είχαν συμβεί, με τη βεβαιότητα ότι είχαν συμβεί. Μια φήμη μπορεί να διέσχιζε εκατό μίλια σε μια μέρα ή να αργούσε ένα μήνα, και κάθε μέρα γεννούσε δέκα κόρες. Σήμερα η Εγκουέν είχε μάθει ότι η Σιουάν είχε εκτελεστεί επειδή είχε ξεσκεπάσει το Μαύρο Άτζα, ότι η Σιουάν ανήκε στο Μαύρο και ζούσε ακόμα, ότι το Μαύρο Άτζα είχε διώξει από τον Πύργο όσες δεν ήταν Μαύρες αδελφές. Αυτές δεν ήταν καινούριες φήμες, απλώς παραλλαγές των παλιών. Μια καινούρια ιστορία, που εξαπλωνόταν σαν φωτιά σε ξερό λιβάδι, ήταν ότι ο Πύργος ήταν πίσω από όλους τους ψεύτικους Δράκοντες· αυτό την έκανε να θυμώσει τόσο που έφευγε μουδιασμένη κάθε φορά που την άκουγε. Κατέληξε να φεύγει μουδιασμένη από πολλά μέρη. Άκουσε ότι οι Αντορινοί στο Αρινγκίλ είχαν ανακηρύξει βασίλισσα κάποια αριστοκράτισσα —Ντύλιν, Ντέλιν, το όνομα ποικίλλε— τώρα που η Μοργκέις ήταν νεκρή, κάτι που ίσως να ήταν αλήθεια, κι ότι οι Άες Σεντάι τριγυρνούσαν στο Άραντ Ντόμαν κι έκαναν απίστευτα πράγματα, κάτι που σίγουρα ήταν ανακριβές. Ο Προφήτης ερχόταν στην Καιρχίν· ο Προφήτης είχε στεφθεί Βασιλιάς της Γκεάλνταν — όχι, της Αμαδισία· ο Αναγεννημένος Δράκοντας είχε σκοτώσει τον Προφήτη επειδή είχε βλασφημήσει. Οι Αελίτες έφευγαν μαζικά· όχι, σκόπευαν να εγκατασταθούν για τα καλά. Η Μπερελαίν θα στεφόταν στο Θρόνο του Ήλιου. Ένας κοκαλιάρης ανθρωπάκος με ύπουλο βλέμμα παραλίγο θα έτρωγε της χρονιάς του από το κοινό του έξω από μια ταβέρνα, επειδή είχε πει ότι ο Ραντ ήταν ένας από τους Αποδιωγμένους, όμως εκεί η Εγκουέν παρενέβη χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Δεν έχετε τιμή;» ρώτησε να μάθει παγερά. Οι τέσσερις άνδρες με τα τραχιά πρόσωπα που ετοιμάζονταν να αρπάξουν τον ξερακιανό, την κοίταξαν βλεφαρίζοντας. Ήταν Καιρχινοί και δεν την ξεπερνούσαν πολύ στο μπόι, μα ήταν πιο ογκώδεις, με σπασμένες μύτες και βουλιαγμένες αρθρώσεις στα δάχτυλα, που έδειχναν ότι ήταν μαθημένοι στους καυγάδες, μα αυτή τους ακινητοποίησε μονάχα με την έντασή της. Κι επίσης με την παρουσία των Αελιτών στο δρόμο· δεν ήταν τόσο βλάκες που να πιαστούν στα χέρια με μια Αελίτισσα, όπως τη θεωρούσαν, υπό αυτές τις συνθήκες. «Αν πρέπει να τα βάλετε με έναν άνδρα γι’ αυτά που λέει, τότε αντιμετωπίστε τον ένας-ένας, με τιμή. Δεν έχουμε μάχη εδώ· τον εαυτό σας ντροπιάζετε που τα βάζετε τέσσερις με έναν».

Την κοίταζαν σαν να της είχε στρίψει, και σιγά-σιγά το πρόσωπό της κοκκίνισε. Ευχήθηκε να το περνούσαν για δείγμα θυμού. Δεν τους είχε κατηγορήσει που τα έβαζαν με κάποιον αδύνατο, αλλά που δεν τον άφηναν να τους πολεμήσει έναν-έναν. Μόλις τους είχε κάνει κήρυγμα που δεν τηρούσαν το τζι’ε’τόχ. Φυσικά, αν το τηρούσαν, δεν θα υπήρχε λόγος για το κήρυγμα.

Ένας άνδρας έσκυψε το κεφάλι σε μια απομίμηση υπόκλισης. Η μύτη του όχι μόνο ήταν στραβή, αλλά επίσης έλειπε η κορυφή της. «Ε... το έχει σκάσει πια... ε... κυρά. Μήπως μπορούμε να φύγουμε κι εμείς;»

Ήταν αλήθεια· ο κοκαλιάρης είχε αξιοποιήσει τον αντιπερισπασμό που του είχε προσφέρει για να το σκάσει. Ένιωσε μέσα της περιφρόνηση για μια στιγμή. Ακούς εκεί να το βάζει στα πόδια επειδή φοβόταν να αντιμετωπίσει τέσσερις. Πώς άντεχε τη ντροπή; Μα το Φως, να που σκεφτόταν πάλι σαν Αελίτισσα.

Άνοιξε το στόμα της να πει ότι βεβαίως και μπορούσαν να φύγουν — και δεν βγήκε ούτε άχνα. Εκείνοι θεώρησαν τη σιωπή της συγκατάβαση ή ίσως πρόφαση κι απομακρύνθηκαν βιαστικά, όμως αυτή σχεδόν δεν τους έδωσε σημασία. Το βλέμμα της είχε καρφωθεί σε ένα έφιππο άγημα που ανηφόριζε το δρόμο.

Δεν αναγνώριζε τους περίπου δώδεκα στρατιώτες με τους πράσινους μανδύες που άνοιγαν δρόμο στο πλήθος, όμως αυτές τις οποίες συνόδευαν ήταν ένα άλλο ζήτημα. Μπορούσε να δει μόνο τις πλάτες των γυναικών —πρέπει να ήταν πέντε ή έξι ανάμεσα στους στρατιώτες—, μέρη από τις πλάτες τους, αλλά αυτό έφτανε. Έφτανε και με το παραπάνω. Οι γυναίκες φορούσαν ελαφρούς μανδύες για τη σκόνη, λινούς σε αποχρώσεις ανοιχτού καφέ χρώματος, κι η Εγκουέν έπιασε τον εαυτό της να ατενίζει τον κατάλευκο δίσκο που ήταν κεντημένος στην πλάτη εκείνων των μανδυών. Μόνο η κλωστή ξεχώριζε τη λευκή Φλόγα της Ταρ Βάλον από τη λευκή μπορντούρα που έδειχνε το Λευκό Άτζα. Το μάτι της έπιασε επίσης πράσινο χρώμα, και κόκκινο. Κόκκινο! Πέντε ή έξι Άες Σεντάι, που προχωρούσαν ιππαστί προς το Βασιλικό Παλάτι, όπου ένα αντίγραφο του Λάβαρου του Δράκοντα κυμάτιζε με απότομα τινάγματα σε ένα βαθμιδωτό πύργο πλάι σε μια πορφυρή σημαία του Ραντ που έφερε το πανάρχαιο σύμβολο των Άες Σεντάι. Μερικοί ονόμαζαν αυτή τη σημαία Λάβαρο του Δράκοντα κι άλλοι Λάβαρο του αλ’Θόρ ή κι Αελίτικο Λάβαρο, κι μία ακόμη ντουζίνα ονόματα εκτός αυτών.

Στριμώχτηκε στην κοσμοσυρροή, τις ακολούθησε περίπου για είκοσι βήματα κι ύστερα σταμάτησε. Αφού υπήρχε μια Κόκκινη αδελφή —είχε δει τουλάχιστον μία— αυτό σήμαινε ότι ήταν η από καιρό αναμενόμενη πρεσβεία από την Πύργο, εκείνη για την οποία η Ελάιντα είχε γράψει ότι θα συνόδευε τον Ραντ στην Ταρ Βάλον. Είχαν περάσει πάνω από δυο μήνες από τότε που είχε φτάσει εκείνη η επιστολή με έναν κατάκοπο αγγελιοφόρο· αυτή η ομάδα πρέπει να είχε φύγει λίγο καιρό αργότερα.

Δεν θα έβρισκαν τον Ραντ —εκτός αν είχε τρυπώσει απροειδοποίητα· η Εγκουέν είχε συμπεράνει ότι ο Ραντ με κάποιον τρόπο είχε ανακαλύψει εκ νέου το Ταλέντο που λεγόταν Ταξίδεμα, αλλά αυτό δεν τη βοηθούσε να βρει πώς το έκανε— αλλά όμως, είτε έβρισκαν τον Ραντ είτε όχι, δεν έπρεπε να βρουν την Εγκουέν. Το καλύτερο που μπορούσε να περιμένει ήταν ότι θα την μάζευαν από κοντά, σαν Αποδεχθείσα που είχε φύγει από τον Πύργο δίχως πλήρη αδελφή για να την επιβλέπει — κι αυτό μόνο αν δεν την έψαχνε η Ελάιντα. Αλλά ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση θα την έσερναν πίσω στον Πύργο και την Ελάιντα· δεν έτρεφε την ψευδαίσθηση ότι μπορούσε να αντισταθεί σε πέντε ή έξι Άες Σεντάι.

Έριξε μια τελευταία ματιά στις Άες Σεντάι που απομακρυνόταν, μάζεψε τα φουστάνια της κι έτρεξε, κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα στους ανθρώπους, πέφτοντας πάνω τους μερικές φορές, σκύβοντας κάτω από τις μύτες των αλόγων που τραβούσαν κάρα ή άμαξες. Θυμωμένες φωνές την ακολούθησαν. Όταν, επιτέλους, πέρασε με φούρια από μια από τις ψηλές πύλες με τις τετράγωνες καμάρες, ο καυτός άνεμος τη χτύπησε κατάμουτρα. Χωρίς το εμπόδιο των κτηρίων, ο αέρας μετέφερε σύννεφα σκόνης που την έκαναν να βήξει, όμως αυτή συνέχισε να τρέχει, ώσπου έφτασε στις χαμηλές σκηνές των Σοφών.

Δοκίμασε έκπληξη βλέποντας ότι έξω από τη σκηνή της Άμυς στεκόταν μια γκρίζα φοράδα με γυαλιστερό τρίχωμα, χρυσοστόλιστη σέλα και χαλινάρια, στη φροντίδα ενός γκαϊ’σάιν που είχε το βλέμμα σκυμμένο και το σήκωνε μόνο όταν χάιδευε το περήφανο ζώο. Μπαίνοντας μέσα, η Εγκουέν βρήκε τον αναβάτη του αλόγου, την Μπερελαίν, να σιγοπίνει τσάι παρέα με την Άμυς και τη Μπάιρ και τη Σορίλεα, καθώς όλες ήταν ξαπλωμένες σε πολύχρωμα μαξιλαράκια με κρόσσια. Μια γυναίκα με λευκό χιτώνα, η Ροντέρα, στεκόταν γονατιστή παράμερα και περίμενε ταπεινά να ξαναγεμίσει τα φλιτζάνια τους.

«Υπάρχουν Άες Σεντάι στην πόλη», είπε η Εγκουέν μόλις βρέθηκε μέσα, «και κατευθύνονται προς το Παλάτι του Ήλιου. Πρέπει να είναι η αντιπροσωπεία της Ελάιντα για τον Ραντ».

Η Μπερελαίν σηκώθηκε όρθια με χάρη· η Εγκουέν αναγκάστηκε να παραδεχτεί, έστω κι απρόθυμα, ότι η γυναίκα ήταν χαριτωμένη στις κινήσεις της. Και το φόρεμα ιππασίας της ήταν σεμνό, διότι ακόμα κι αυτή δεν θα έβγαινε στον ήλιο με το άλογο ντυμένη με τα ρούχα που συνήθιζε να φορά. Οι άλλες σηκώθηκαν μαζί της. «Φαίνεται πως πρέπει να επιστρέψω στο παλάτι», αναστέναξε. «Μόνο το Φως ξέρει τι θα πουν αν δεν είναι κανείς εκεί να τις υποδεχτεί. Άμυς, αν ξέρεις πού είναι ο Ρούαρκ, μπορείς να του στείλεις μήνυμα να με συναντήσει;»

Η Άμυς ένευσε, όμως η Σορίλεα είπε, «Δεν πρέπει να εξαρτάσαι τόσο από τον Ρούαρκ, κορίτσι μου. Ο Ραντ αλ’Θόρ έχει διορίσει εσένα να προσέχεις την Καιρχίν. Οι περισσότεροι άνδρες, αν τους δώσεις ένα δάχτυλο, θα σου πάρουν ολόκληρο το χέρι ως τον καρπό πριν το καταλάβεις. Δώσε ένα δάχτυλο στους αρχηγούς φατρίας και θα σου πάρουν το χέρι από τον ώμο».

«Αυτό είναι αλήθεια», μουρμούρισε η Άμυς. «Μπορεί ο Ρούαρκ να είναι η σκιά της καρδιάς μου, μα αυτό είναι αλήθεια».

Η Μπερελαίν πήρε πίσω από τη ζώνη της κάτι λεπτά γάντια ιππασίας και τα φόρεσε. «Μου θυμίζει τον πατέρα μου. Ίσως σε υπερβολικό βαθμό, καμιά φορά». Για μια στιγμή έκανε μια πικρή γκριμάτσα. «Αλλά δίνει καλές συμβουλές. Και ξέρει πότε να δείξει απειλητικός και πόσο. Νομίζω ότι ακόμα κι οι Άες Σεντάι εντυπωσιάζονται όταν τις κοιτάζει ο Ρούαρκ».

Η Άμυς γέλασε βαθιά μέσα από το λαιμό της. «Είναι εντυπωσιακός. Θα σου τον στείλω». Φίλησε απαλά την Μπερελαίν στο μέτωπο και στα μάγουλα.

Η Εγκουέν έμεινε να κοιτάζει· έτσι φιλούσε μια μάνα τον γιο ή τη θυγατέρα της. Τι έτρεχε μεταξύ της Μπερελαίν και των Σοφών; Φυσικά, δεν μπορούσε να ρωτήσει. Μια τέτοια ερώτηση θα ντρόπιαζε τόσο την ίδια όσο και τις Σοφές. Και την Μπερελαίν, επίσης, αν κι εκείνη δεν θα το ήξερε. Την Εγκουέν δεν θα την πείραζε καθόλου, αν προκαλούσε τόση ντροπή στην Μπερελαίν που να της έπεφταν όλα τα μαλλιά.

Καθώς η Μπερελαίν γυρνούσε για να βγει από τη σκηνή, η Εγκουέν ακούμπησε το μπράτσο της. «Χρειάζεται προσεκτικός χειρισμός. Δεν θα είναι φιλικές προς τον Ραντ, όμως μια λάθος λέξη, μια λάθος κίνηση, ίσως τις κάνει απροκάλυπτες εχθρούς». Ήταν αλήθεια, όμως δεν σκόπευε να πει αυτό. Θα προτιμούσε να της κόψουν τη γλώσσα παρά να ζητήσει χάρη από τη Μπερελαίν.

«Έχω αντιμετωπίσει ξανά Άες Σεντάι, Εγκουέν Σεντάι», αποκρίθηκε ξερά η άλλη.

Η Εγκουέν απέφυγε να πάρει βαθιά ανάσα. Έπρεπε να το κάνει, αλλά δεν μπορούσε να δείξει σ’ αυτή τη γυναίκα πόσο δύσκολο ήταν. «Η Ελάιντα δεν έχει καλούς σκοπούς για τον Ραντ, όπως μια νυφίτσα δεν έχει καλούς σκοπούς για ένα κοτόπουλο, κι αυτές οι Άες Σεντάι είναι της Ελάιντα. Αν μάθουν ότι υπάρχει μια Άες Σεντάι με το μέρος του Ραντ, εδώ όπου μπορούν να την προσεγγίσουν, τότε ίσως αυτή να εξαφανιστεί πολύ σύντομα». Κοιτώντας το αινιγματικό πρόσωπο της Μπερελαίν, δεν μπόρεσε να προχωρήσει περισσότερο.

Μετά από μια ατέλειωτη στιγμή, η Μπερελαίν χαμογέλασε. «Εγκουέν Σεντάι, θα κάνω ό,τι μπορώ για τον Ραντ». Τόσο το χαμόγελο όσο κι ο τόνος της φωνής... ήταν όλο υπαινιγμούς.

«Κορίτσι μου», είπε κοφτά η Σορίλεα, και, ω του θαύματος, κόκκινες πιτσιλιές εμφανίστηκαν στα μάγουλα της Μπερελαίν.

Χωρίς να κοιτάζει την Εγκουέν, η Μπερελαίν είπε με προσεκτική, ουδέτερη φωνή, «Θα το εκτιμούσα αν δεν το λέγατε στον Ρούαρκ». Δεν κοίταζε καμία συγκεκριμένα, αλλά προσπαθούσε να αγνοήσει την παρουσία της Εγκουέν.

«Δεν θα το πούμε», είπε γοργά η Άμυς, προλαβαίνοντας τη Σορίλεα που είχε ανοίξει το στόμα για να μιλήσει. «Δεν θα το πούμε». Η επανάληψη απευθυνόταν προς τη Σορίλεα, προσταγή και παράκληση ταυτοχρόνως, και στο τέλος η πρεσβύτερη Σοφή ένευσε, αν και κάπως γκρινιάρικα. Η Μπερελαίν αναστέναξε με ανακούφιση πριν βγει από τη σκηνή.

«Αυτή η μικρούλα έχει τσαγανό», είπε γελώντας η Σορίλεα μόλις έφυγε η Μπερελαίν. Ξάπλωσε πάλι στα μαξιλαράκια και χτύπησε απαλά το άδειο σημείο δίπλα της κοιτώντας την Εγκουέν. «Πρέπει να της βρούμε τον κατάλληλο σύζυγο, έναν άνδρα που να της ταιριάζει. Αν υπάρχει τέτοιος μεταξύ των υδρόβιων».

Ενώ σκούπιζε τα χέρια και το πρόσωπο με το υγρό πανί που της έφερε η Ροντέρα, η Εγκουέν αναρωτιόταν αν ήταν καλή αφορμή αυτή για να ρωτήσει με αξιοπρέπεια για την Μπερελαίν. Δέχθηκε το τσάι που της πρόσφεραν σε ένα φλιτζάνι από πράσινη πορσελάνη των Θαλασσινών και πήρε τη θέση της στον κύκλο των Σοφών. Αν κάποια από τις άλλες απαντούσε στη Σορίλεα, ίσως αυτό να αρκούσε.

Η Άμυς, όμως, τη ρώτησε, «Είσαι βέβαιη ότι αυτές οι Άες Σεντάι θέλουν το κακό του Καρ’α’κάρν;»

Η Εγκουέν κοκκίνισε. Ο νους της είχε γυρίσει στο κουτσομπολιό τη στιγμή που υπήρχαν σημαντικότερα πράγματα για να ασχοληθεί. «Ναι», αποκρίθηκε γοργά, και μετά, πιο αργά, είπε, «Ή τουλάχιστον... Δεν ξέρω αν πρόθεσή τους είναι να του κάνουν κακό. Τουλάχιστον όχι σκοπίμως». Το γράμμα της Ελάιντα έλεγε «μ’ όλη την τιμή και το σεβασμό» που του άξιζε. Κατά τη γνώμη μιας πρώην Κόκκινης αδελφής, πόσο σεβασμό άξιζε ένας άνδρας που μπορούσε να διαβιβάζει; «Αλλά δεν αμφιβάλλω ότι με κάποιον τρόπο θέλουν να τον κάνουν του χεριού τους, να τον βάλουν να κάνει αυτό που θέλει η Ελάιντα. Δεν είναι φίλες του». Ήταν, άραγε, φίλες του οι Άες Σεντάι του Σαλιντάρ; Μα το Φως, μέσα της ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει με τη Νυνάβε και την Ηλαίην. «Κι ούτε που θα τις νοιάξει αν είναι ο Καρ’α’κάρν», γρύλισε ξινά η Σορίλεα.

«Πιστεύεις ότι θα προσπαθήσουν να σου κάνουν κακό;» ρώτησε η Μπάιρ, κι η Εγκουέν ένευσε.

«Αν ανακαλύψουν πως βρίσκομαι εδώ...» Ήπιε το τσάι μέντας σε μια προσπάθεια να κρύψει το ρίγος που την είχε καταλάβει. Είτε ως μοχλός πίεσης για τον Ραντ, είτε ως ακηδεμόνευτη Αποδεχθείσα, θα έκαναν τα πάντα για να τη σύρουν στον Πύργο. «Δεν θα με αφήσουν ελεύθερη, αν περνά από το χέρι τους. Η Ελάιντα δεν θέλει τον Ραντ να ακούει οποιαδήποτε εκτός από κείνη». Η Μπάιρ κι η Άμυς αντάλλαξαν σκοτεινές ματιές.

«Τότε η απάντηση είναι απλή». Η Σορίλεα μιλούσε λες κι είχαν αποφασιστεί όλα. «Θα μείνεις στις σκηνές, κι έτσι δεν θα σε βρουν. Ούτως ή άλλως οι Άες Σεντάι αποφεύγουν τις Σοφές. Αν μείνεις μερικά χρόνια μαζί μας, θα σε κάνουμε μια εξαιρετική Σοφή».

Της Εγκουέν παραλίγο θα της έπεφτε το φλιτζάνι. «Με κολακεύεις», είπε με προσοχή, «αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να φύγω». Η Σορίλεα δεν φάνηκε να πείθεται. Η Εγκουέν είχε μάθει να μην υποχωρεί μπροστά στην Άμυς και την Μπάιρ, ως ένα σημείο, αλλά με τη Σορίλεα...

«Μάλλον θα αργήσει αυτή η στιγμή», της είπε η Μπάιρ με ένα χαμόγελο, για να απαλύνει το σχόλιο της. «Έχεις ακόμα πολλά να μάθεις».

«Ναι, κι ανυπομονεί να ξαναρχίσει», πρόσθεσε η Άμυς. Η Εγκουέν πάσχισε να μην κοκκινίσει, κι η Άμυς έσμιξε τα φρύδια. «Έχεις παράξενη όψη. Μήπως παρακουράστηκες σήμερα; Ήμουν σίγουρη ότι είχες αναρρώσει αρκετά για να—»

«Ανάρρωσα», έσπευσε να πει η Εγκουέν. «Ειλικρινά. Μέρες έχει να με πιάσει πονοκέφαλος. Φταίει η σκόνη, που γύρισα τρέχοντας. Και το πλήθος στην πόλη ήταν πιο πυκνό απ’ όσο θυμόμουν. Κι ήμουν τόσο ενθουσιασμένη, ώστε δεν έφαγα καλό πρωινό».

Η Σορίλεα έκανε νόημα στη Ροντέρα. «Φέρε λίγο μελόψωμο, αν έμεινε, και τυρί, κι ό,τι φρούτο βρεις». Χτύπησε με το δάχτυλο την Εγκουέν στα πλευρά. «Η γυναίκα πρέπει να είναι ψωμωμένη». Αυτό το έλεγε μια γυναίκα που έμοιαζε να έχει μείνει στον ήλιο τόσο που η σάρκα της είχε ξεραθεί.

Η Εγκουέν δεν θα αρνιόταν να φάει κάτι —το πρωί δεν είχε μπορέσει να φάει από την έξαψη— όμως η Σορίλεα την παρακολουθούσε να μασά κάθε μπουκιά, κι αυτό το στυλωμένο βλέμμα τη δυσκόλευε να καταπιεί. Αυτό και το γεγονός ότι ήθελαν να συζητήσουν τι έπρεπε να κάνουν με τις Άες Σεντάι. Αν οι Άες Σεντάι ήταν εχθρικές απέναντι στον Ραντ, έπρεπε να τις παρακολουθούν, και να βρουν τρόπο να τον προφυλάξουν. Ακόμα κι η Σορίλεα ένιωθε κάποια ταραχή στο ενδεχόμενο να έρχονταν σε ευθεία σύγκρουση με τις Άες Σεντάι —δεν φοβόταν· η ταραχή οφειλόταν στο ότι παραβίαζαν το έθιμο τους — αλλά έπρεπε να γίνει ό,τι ήταν αναγκαίο για να προστατευτεί ο Καρ’α’κάρν.

Όσο για την Εγκουέν, αυτή ανησυχούσε μήπως μετέτρεπαν σε ρητή διαταγή την προτροπή της Σορίλεα να μείνει στο στρατόπεδο. Δεν θα υπήρχε τρόπος να ξεφύγει τότε, δεν θα κατάφερνε να αποφύγει πενήντα μάτια, παρά μόνο αν έμενε μέσα στη σκηνή της. Πώς κατάφερνε ο Ραντ να Ταξιδεύει; Οι Σοφές θα έκαναν ό,τι ήταν ανάγκη, αρκεί να μην έθιγε το τζι’ε’τόχ. Μπορεί οι Σοφές να το ερμήνευαν διαφορετικά εδώ κι εκεί, αλλά τηρούσαν την ερμηνεία τους πεισματικά σαν τους υπόλοιπους Αελίτες. Μα το Φως, η Ροντέρα ήταν Σάιντο, μια από τους χιλιάδες που είχαν αιχμαλωτιστεί στη μάχη που είχε διώξει τους Σάιντο από την πόλη, όμως οι Σοφές δεν της φέρονταν διαφορετικά απ’ όσο τους άλλους γκαϊ’σάιν, κι, απ’ ό,τι έβλεπε η Εγκουέν, η Ροντέρα δεν φερόταν διαφορετικά από τους άλλους γκαϊ’σάιν, ούτε στο παραμικρό. Δεν θα παραβίαζαν το τζι’ε’τόχ, όση ανάγκη κι αν υπήρχε.

Ευτυχώς, το θέμα δεν επανήλθε. Δυστυχώς, επανήλθε το ερώτημα για την υγεία της. Οι Σοφές δεν ήξεραν από Θεραπεία, ούτε πώς να εξετάζουν την υγεία κάποιου με τη Δύναμη. Αντί γι’ αυτό, έψαχναν με δικές τους μεθόδους. Μερικές έμοιαζαν γνώριμες από τότε που η Εγκουέν μαθήτευε στη Νυνάβε για να γίνει Σοφία: την κοίταζαν στα μάτια, ακροάζονταν την καρδιά της μέσα από έναν κούφιο ξύλινο σωλήνα. Μερικές ήταν χαρακτηριστικά Αελίτικες. Άγγιζε τα δάχτυλα των ποδιών της ώσπου ένιωσε ζαλάδα, χοροπήδησε επιτόπου ώσπου της φάνηκε ότι τα μάτια της θα πετάγονταν από το κεφάλι της, έτρεξε γύρω από τις σκηνές των Σοφών ώσπου άρχισε να βλέπει αστράκια στα μάτια της, και τότε μια γκαϊ’σάιν της έχυσε νερό στο κεφάλι, ήπιε όσο μπορούσε να αντέξει, ανασήκωσε τα φουστάνια και συνέχισε να τρέχει. Οι Αελίτες πίστευαν στη σκληραγωγία. Αν έτρεχε έστω κι ελάχιστα πιο αργά, αν τρέκλιζε και σταματούσε πριν της το επιτρέψει η Άμυς, τότε θα συμπέραιναν ότι δεν είχε ανακτήσει πλήρως την υγεία της.

Όταν, επιτέλους, η Σορίλεα ένευσε κι είπε, «Είσαι γερή σαν Κόρη, κορίτσι μου», η Εγκουέν παραπατούσε και ρουφούσε αέρα λαχανιασμένη. Ήταν σίγουρη ότι μια Κόρη δεν θα έκανε έτσι. Πάντως ένιωσε υπερηφάνεια. Δεν θεωρούσε ποτέ ότι ήταν μαλθακή, αλλά ήξερε πολύ καλά ότι πριν έρθει να ζήσει με τους Αελίτες, στα μισά της δοκιμασίας θα είχε σωριαστεί κάτω με τα μούτρα. Άλλη μια χρονιά, σκέφτηκε, και θα τρέχω σαν Φαρ Ντάραϊς Μάι.

Από την άλλη μεριά, όμως, δεν ήταν σε κατάσταση να επιστρέψει στην πόλη. Πήγε μαζί με τις Σοφές στη σκηνή του ατμόλουτρου —αυτή τη φορά δεν την έβαλαν να ρίχνει νερό στις καυτές πέτρες· αυτό το ανέλαβε η Ροντέρα— κι απόλαυσε την υγρασία και τη ζέστη που χαλάρωναν τους μυς της, κι έφυγε μόνο επειδή ήρθαν μέσα ο Ρούαρκ και δύο άλλοι αρχηγοί φατρίας, ο Τίμολαν του Μιαγκόμα κι ο Ιντίριαν του Κοντάρα, ψηλοί γκριζομάλληδες με τραχιά, σοβαρά πρόσωπα. Η είσοδος τους την έκανε να πεταχτεί τρέχοντας από τη σκηνή και να τυλιχτεί βιαστικά με το επώμιο της. Πάντα περίμενε ότι θα άκουγε γέλια όταν το έκανε αυτό, όμως οι Αελίτες ποτέ δεν έδειχναν να καταλαβαίνουν γιατί έφευγε τρεχάτη από το ατμόλουτρο όποτε έμπαιναν μέσα άνδρες. Θα ταίριαζε μια χαρά στο Αελίτικο χιούμορ αν γελούσαν, αλλά ευτυχώς δεν έκαναν το συσχετισμό, κι η Εγκουέν χαιρόταν γι’ αυτό.

Μάζεψε στην αγκαλιά της τα υπόλοιπα ρούχα της από τις προσεγμένες στοίβες έξω από τη σκηνή του ατμόλουτρου και πήγε βιαστικά στη δική της. Ο ήλιος είχε γείρει πια, κι ύστερα από ένα ελαφρύ δείπνο, ήταν έτοιμη να αποκοιμηθεί, τόσο κουρασμένη που δεν μπορούσε καν να σκεφτεί τον Τελ’αράν’ριοντ. Τόσο κουρασμένη που τα περισσότερα όνειρά της δεν μπορούσε να τα θυμηθεί —κάτι που της δίδασκαν οι Σοφές — αλλά όσα θυμόταν αφορούσαν στον Γκάγουιν.

Загрузка...