55 Τα Πηγάδια του Ντουμάι

Ο Γκάγουιν προσπαθούσε να προσηλωθεί στο τοπίο καθώς προχωρούσε επικεφαλής της φάλαγγας. Αυτά τα όλο υψώματα και βαθουλώματα εδάφη με τις σκορπισμένες συστάδες των δένδρων ήταν αρκετά επίπεδα για να πιστέψεις ότι μπορούσες να έχεις μακρινή θέα, ενώ στην πραγματικότητα μερικές από τις μακριές ράχες και τους κοντούς λόφους δεν ήταν τόσο χαμηλά όσο έδειχναν. Ο άνεμος σήμερα σήκωνε σύννεφα σκόνης, σκόνη που μπορούσε κι αυτή να σου κρύψει πράγματα. Τα Πηγάδια του Ντουμάι ήταν λίγο πιο πέρα από το δρόμο στα δεξιά του, τρία πέτρινα πηγάδια σε ένα μικρό δασάκι· τα βαρέλια του νερού ήθελαν γέμισμα, και ήταν το λιγότερο τέσσερις μέρες δρόμος μέχρι το επόμενο σημείο που υπήρχε σίγουρα νερό, αν δεν είχε στερέψει η Πηγή Αλιανέλε, όμως η Γκαλίνα είχε διατάξει να μη σταματήσουν. Ο Γκάγουιν προσπαθούσε να κρατήσει την προσοχή του εκεί που έπρεπε να είναι, αλλά δεν μπορούσε.

Πού και πού έστριβε στη σέλα του και τις άμαξες που σχημάτιζαν ένα μακρύ φίδι καθώς απλώνονταν στο δρόμο, με Άες Σεντάι και Προμάχους στα άλογα δίπλα τους, ενώ οι υπηρέτες που δεν ήταν στις άμαξες προχωρούσαν περπατώντας. Τα περισσότερα Παλικαράκια ήταν στην οπισθοφυλακή, όπου τους είχε διατάξει να είναι η Γκαλίνα. Ο Γκάγουιν δεν έβλεπε τη μία εκείνη άμαξα, στο κέντρο της φάλαγγας, με έξι Άες Σεντάι καβαλα δίπλα της συνεχώς, η οποία δεν είχε μουσαμαδένιο κάλυμμα. Θα σκότωνε τον αλ’Θόρ αν μπορούσε, αυτό όμως τον αηδίαζε. Ακόμα κι η Έριαν είχε αρνηθεί να συμμετέχει σ’ αυτό μετά τη δεύτερη μέρα, και το Φως ήξερε ότι είχε λόγο να το κάνει. Η Γκαλίνα όμως ήταν αμετάπειστη.

Έστρεψε αποφασισμένα το βλέμμα μπροστά και άγγιξε το γράμμα της Ηλαίην στην τσέπη του σακακιού του, όπου ήταν τυλιγμένο προσεκτικά μέσα σε κάτια μεταξιού. Μόνο λίγα λόγια με τα οποία έλεγε πως τον αγαπούσε, και ότι έπρεπε να φύγει· τίποτα παραπάνω. Το διάβαζε πεντ’ έξι φορές τη μέρα. Πουθενά στο γράμμα της δεν ανέφερε την υπόσχεσή του. Πάντως ο Γκάγουιν δεν είχε σηκώσει το χέρι του εναντίον του αλ’Θόρ. Είχε μείνει αποσβολωμένος μαθαίνοντας ότι ήταν αιχμάλωτος και είχε αιχμαλωτιστεί αρκετές μέρες πριν το μάθει. Με κάποιον τρόπο έπρεπε να δώσει στην Εγκουέν να το καταλάβει αυτό. Της είχε υποσχεθεί να μη σηκώσει το χέρι του ενάντια στον αλ’Θόρ, και δεν θα το έκανε ακόμα κι αν πέθαινε γι’ αυτό, αλλά ούτε θα σήκωνε το χέρι του για να τον βοηθήσει. Η Εγκουέν έπρεπε να το καταλάβει αυτό. Μα το Φως, έπρεπε.

Ιδρώτας κύλησε στο πρόσωπό του, και ο Γκάγουιν σκούπισε τα μάτια του με το μανίκι. Για την Εγκουέν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να προσευχηθεί. Για τη Μιν, μπορούσε. Με κάποιον τρόπο, έπρεπε. Δεν της άξιζε να την πάνε στον Πύργο αιχμάλωτη· ο Γκάγουιν δεν μπορούσε να το πιστέψει. Αν οι Πρόμαχοι χαλάρωναν τη φρούρησή της, θα μπορούσε...

Ξαφνικά ο Γκάγουιν αντελήφθηκε ένα άλογο πιο μπροστά στο δρόμο που κάλπαζε προς τις άμαξες μέσα σε σύννεφα σκόνης, χωρίς καβαλάρη όπως φαινόταν. «Τζισάο», είπε, πες στους αμαξάδες να σταματήσουν. Χαλ, πες στον Ράτζαρ να ετοιμάσει τα Παλικαράκια». Δίχως λέξη έστριψαν τα άλογα και κάλπασαν. Ο Γκάγουιν έμεινε να περιμένει.

Ήταν το ανοιχτόγκριζο μουνούχι του Μπέντζι Ντάλφορ, και καθώς πλησίαζε, ο Γκάγουιν είδε τον Μπέντζι διπλωμένο στα δύο πάνω του, πιασμένο από τη χαίτη του αλόγου. Το ζώο παραλίγο θα τους προσπερνούσε πριν ο Γκάγουιν προλάβει να αρπάξει τα γκέμια.

Ο Μπέντζι γύρισε το κεφάλι χωρίς να ανασηκωθεί, κοίταξε τον Γκάγουιν με θολά μάτια. Είχε αίμα γύρω από το στόμα του, και το ένα μπράτσο πίεζε την κοιλιά του, σαν να προσπαθούσε να μη διαλυθεί. «Αελίτες», μουρμούρισε. «Χιλιάδες. Απ’ όλες τις μεριές, νομίζω». Ξαφνικά, χαμογέλασε. «Κρύο σήμερα, δεν νομ—» Αίμα ανέβλυσε από το στόμα του και γκρεμίστηκε στο δρόμο, ατενίζοντας τον ήλιο χωρίς να βλεφαρίζει.

Ο Γκάγουιν στριφογύρισε τον επιβήτορά του, και κάλπασε προς τις άμαξες. Θα φρόντιζαν τον Μπέντζι αργότερα, αν έμενε κανείς ζωντανός.

Η Γκαλίνα ήρθε να τον ανταμώσει, με το λινό ελαφρύ μανδύα να ανεμίζει πίσω της και τα μαύρα μάτια να φλέγονται από οργή σε κείνο το γαλήνιο πρόσωπο. Ήταν συνεχώς έξαλλη από τη μέρα που είχε δοκιμάσει ο αλ’Θόρ να δραπετεύσει. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι και διατάζεις τις άμαξες να σταματήσουν;» απαίτησε να μάθει.

«Υπάρχουν χιλιάδες Αελίτες που μας πλησιάζουν, Άες Σεντάι». Κατάφερε να μιλήσει με ευγενικό τόνο. Οι άμαξες επιτέλους είχαν σταματήσει, και τα Παλικαράκια έπαιρναν θέσεις, όμως οι αμαξάδες έπαιζαν τα γκέμια νευρικά και οι υπηρέτες κοίταζαν γύρω, κάνοντας αέρα με βεντάλιες. Οι Άες Σεντάι συζητούσαν με τους Προμάχους.

Τα χείλη της Γκαλίνα στράβωσαν με περιφρόνηση. «Ανόητε. Σίγουρα είναι οι Σάιντο. Η Σεβάνα είπε ότι θα μας έδινε συνοδεία. Αλλά αν αμφιβάλλεις, πάρε τα Παλικαράκια σου και πήγαινε να δεις μόνος σου. Οι άμαξες θα συνεχίσουν το δρόμο τους προς την Ταρ Βάλον. Είναι ώρα να μάθεις ότι εγώ δίνω τις διαταγές εδώ, κι όχι—»

«Κι αν δεν είναι οι ήμεροι Αελίτες σου;» Δεν ήταν η πρώτη φορά τις τελευταίες μέρες που του είχε προτείνει να ηγηθεί ο ίδιος μιας ανιχνευτικής ομάδας· υποψιαζόταν ότι αν το έκανε, θα έβρισκε Αελίτες, και κάθε άλλο παρά ήμερους. «Όποιοι κι αν είναι, σκότωσαν έναν από τους άνδρες μου». Τουλάχιστον έναν· υπήρχαν άλλοι έξι ανιχνευτές εκεί έξω. «Ίσως θα έπρεπε να συλλογιστείς το ενδεχόμενο να είναι οι Αελίτες του αλ’Θόρ, που ήρθαν να τον σώσουν. Όταν αρχίσουν να μας ψήνουν, θα είναι πολύ αργά».

Μόνο τότε κατάλαβε ότι είχε βάλει τις φωνές, όμως ο θυμός της Γκαλίνα ξεθώριασε. Κοίταξε το δρόμο εκεί που κειτόταν ο Μπέντζι και ύστερα ένευσε αργά. «Ίσως δεν θα ήταν ασύνετο να πάρουμε προφυλάξεις αυτή τη φορά».


Ο Ραντ πάλευε να ανασάνει· ο αέρας μέσα στο σεντούκι ήταν πηχτός και καυτός. Ευτυχώς που δεν μπορούσε να τον μυρίσει πια. Του έριχναν έναν κουβά νερό κάθε βράδυ, μα αυτό δεν ήταν μπάνιο, και για ένα διάστημα μετά απ’ όταν έκλειναν και σύρτωναν το καπάκι κάθε πρωί, η δυσωδία που πρόσθετε η έκθεσή του κάθε μέρα στον διάπυρο ήλιο έφτανε δυνατή στη μύτη του. Με κόπο κρατούσε το Κενό. Όλο το σώμα του ήταν σκεπασμένο από κόκκινες λουρίδες· κάθε πόντος του, από τους ώμους ως τα γόνατα, έκαιγε πριν ακόμα τον αγγίξει ο ιδρώτας και οι δέκα χιλιάδες φλόγες τρεμόπαιζαν στα όρια της αδειανοσύνης, προσπαθώντας να την καταπιούν. Η μισογιατρεμένη λαβωματιά στο πλευρό του έστελνε κύματα πόνου από το βάθος, όμως η αδειανοσύνη τρεμούλιαζε με κάθε κύμα. Αλάνα. Ο Ραντ ένιωθε την Αλάνα. Κοντά. Όχι. Δεν θα σπαταλούσε το χρόνο του να τη σκέφτεται· ακόμα και να τον είχε ακολουθήσει, έξι Άες Σεντάι δεν θα μπορούσαν να τον ελευθερώσουν. Αν δεν αποφάσιζαν να πάνε με το μέρος της Γκαλίνα. Δεν έπρεπε να τις εμπιστεύεται. Ποτέ δεν θα εμπιστευόταν πια οποιαδήποτε Άες Σεντάι. Από την άλλη μεριά, μπορεί και να το φανταζόταν. Μερικές φορές φανταζόταν πράγματα εδώ, δροσερές αύρες, περιπάτους. Μερικές φορές ξεχνούσε ό,τι άλλο και έβλεπε παραισθήσεις ότι περπατούσε ελεύθερος. Απλώς ότι περπατούσε. Έχανε σημαντικές ώρες γι’ αυτό. Μόχθησε να ανασάνει και ψηλάφισε το λείο σαν πάγο φράγμα που τον χώριζε από την Πηγή. Δοκίμασε και ξαναδοκίμασε, ψηλαφώντας εκείνα τα έξι σημεία. Μαλακά. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Το ψηλάφημα ήταν σημαντικό.

Σκοτάδι, βόγκηξε ο Λουζ Θέριν από τα βάθη του μυαλού του. Όχι άλλο σκοτάδι. Όχι άλλο. Ξανά και ξανά. Δεν ήταν πολύ άσχημο, όμως. Ο Ραντ αυτή τη φορά τον αγνόησε.

Ξαφνικά, άφησε μια κοφτή κραυγούλα· το σεντούκι κινούνταν, μ’ ένα δυνατό ξυστό ήχο στην καρότσα της άμαξας. Είχε ήδη νυχτώσει; Η πονεμένη σάρκα συσπάστηκε ανεξέλεγκτα. Θα τον έδερναν πάλι πριν τον ταΐσουν και του ρίξουν νερό και τον πετάξουν σαν χήνα να κοιμηθεί όπως μπορούσε. Αλλά θα έβγαινε από το κουτί. Το σκοτάδι γύρω του ήταν ατελές, ήταν ένα βαθύ, σκούρο γκρίζο. Η μικρούλικη χαραμάδα γύρω από το καπάκι άφηνε να περάσει μια απειροελάχιστη ποσότητα φωτός, αν και ο Ραντ δεν μπορούσε να δει τίποτα με το κεφάλι στριμωγμένο ανάμεσα στα γόνατα, και τα μάτια του αργούσαν κάθε μέρα να συνηθίσουν και να δουν οτιδήποτε άλλο από μαυρίλα όσο και η μύτη του να νεκρωθεί στις οσμές.

Άθελά του βόγκηξε καθώς έγερναν το σεντούκι· δεν είχε χώρο για να γλιστρήσει, όμως άλλαξε θέση, ζορίζοντας με άλλο τρόπο μύες που ήταν ήδη μουδιασμένοι πέρα από κάθε μούδιασμα. Η μικρούλικη φυλακή του έπεσε βαριά στο χώμα. Σε λίγο το καπάκι θα άνοιγε. Πόσες μέρες στον πυρωμένο ήλιο; Πόσες νύχτες; Είχε χάσει το μέτρημα. Ποιανής σειρά ήταν τώρα; Τα πρόσωπα στριφογύρισαν στο νου του. Είχε αποτυπώσει όλες τις γυναίκες που είχαν περάσει. Όλα τώρα ήταν ένα κουβάρι· ήταν υπεράνω των δυνάμεών του να θυμηθεί ποια είχε έρθει πού και πότε. Αλλά ήξερε ότι πιο συχνά τον έδερναν η Γκαλίνα και η Έριαν και η Κατερίνε, οι μόνες που το είχαν κάνει πάνω από μια φορά. Αυτά τα πρόσωπα έλαμπαν στο μυαλό του μ’ ένα άγριο φως. Πόσο συχνά ήθελαν να τον ακούσουν να ουρλιάζει;

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι το σεντούκι έπρεπε να είχε ανοίξει πια. Σκόπευαν να τον αφήσουν εδώ όλη τη νύχτα και μετά θα ήταν ο αυριανός ήλιος και — Οι μύες που ήταν υπερβολικά μουδιασμένοι για να κινηθούν κατάφεραν να σπρώξουν το καπάκι με μια έξαλλη κίνηση. «Βγάλτε με έξω!» φώναξε βραχνά. Τα δάχτυλα κουνιόνταν με πόνο πίσω από την πλάτη του, χωρίς αποτέλεσμα. «Βγάλτε με έξω!» ούρλιαξε. Του φάνηκε πως άκουσε μια γυναίκα να γελά.

Έκλαψε για λίγο, μα ύστερα τα δάκρυα στέγνωσαν σε μια οργή σαν καμίνι. Βοήθησέ με, γρύλισε στον Λουζ Θέριν.

Βοήθησε με, βόγκηξε εκείνος. Φως μου, βοήθησε με.

Μουρμουρίζοντας βλοσυρά, ο Ραντ ξανάπιασε να ψηλαφεί τη λεία επιφάνεια προς εκείνα τα έξι μαλακά σημεία. Κάποια στιγμή θα τον άφηναν να βγει. Κάποια στιγμή, θα χαλάρωναν την προσοχή τους. Και όταν το έκαναν... Δεν κατάλαβε ότι τον είχε πιάσει ένα βραχνό γέλιο.


Ο Πέριν ανηφόρισε έρποντας την ήπια πλαγιά και κοίταξε από την κορφή σε μια σκηνή που λες και είχε βγει από τα όνειρα του Σκοτεινού. Οι λύκοι τον είχαν προϊδεάσει τι να περιμένει, όμως κάθε ιδέα ωχριούσε μπροστά στην πραγματικότητα. Κάπου ένα μίλι από κει που έβλεπε μπρούμυτα κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο, ένα πελώριο πλήθος από Σάιντο περικύκλωνε τελείως άμαξες και άνδρες που σχημάτιζαν κύκλο με μια μικρή συστάδα δένδρα στο κέντρο, λίγο πιο πέρα από το δρόμο. Μερικές άμαξες είχαν πάρει φωτιά και οι φλόγες ορθώνονταν και χόρευαν. Πύρινες σφαίρες εκσφενδονίζονταν προς τους Αελίτες, άλλες μικρές σαν γροθιά, άλλες μεγάλες σαν βράχια, και πίδακες φωτιάς ξεπηδούσαν, μετατρέποντάς τους ακόμα και κατά ντουζίνες κάθε φορά σε ανθρώπινους δαυλούς· κεραυνοί έπεφταν από έναν ανέφελο ουρανό, τινάζοντας στον αέρα χώματα και μορφές ντυμένες με το καντιν’σόρ. Όμως υπήρχαν ασημένιες αστραπές που χτυπούσαν τις άμαξες, και φωτιές εξακοντίζονταν από τους Αελίτες. Αρκετές από κείνες τις φωτιές έσβηναν ή έσκαγαν πριν πετύχουν το στόχο τους, και πολλά αστροπελέκια σταματούσαν απότομα, όμως, παρ’ όλο που η μάχη έμοιαζε να γέρνει ελαφρώς υπέρ των Άες Σεντάι, ο αριθμός των Σάιντο τελικά θα αποδεικνυόταν αποφασιστικός.

«Εκεί κάτω θα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον διακόσιες με τριακόσιες γυναίκες που μπορούν να διαβιβάζουν, αν όχι περισσότερες». Η Κιρούνα, που ήταν ξαπλωμένη δίπλα του, ακουγόταν εντυπωσιασμένη. Η Σορίλεα, λίγο πιο πέρα από την Πράσινη αδελφή, έδειχνε εντυπωσιασμένη. Η Σοφή μύριζε ανησυχία· όχι φοβισμένη, μα προβληματισμένη. «Ποτέ δεν είδα τόσες υφάνσεις μαζί», συνέχισε να λέει η Άες Σεντάι. «Νομίζω ότι υπάρχουν τουλάχιστον τριάντα αδελφές στο στρατόπεδο. Μας έφερες σε ένα καζάνι που βράζει, νεαρέ Αϋμπάρα».

«Σαράντα χιλιάδες Σάιντο», μουρμούρισε βλοσυρά ο Ρούαρκ από την άλλη μεριά του Πέριν. Ακόμα και η οσμή του ήταν βλοσυρή. «Σαράντα χιλιάδες το λιγότερο, και δεν χαίρομαι που μαθαίνω γιατί δεν έστειλαν περισσότερους στο νότο».

«Ο Άρχοντας Δράκοντας είναι εκεί κάτω;» ρώτησε ο Ντομπραίν, κοιτώντας πάνω από τον Ρούαρκ. Ο Πέριν ένευσε. «Και θες να πας εκεί και να τον φυγαδεύσεις;» Ο Πέριν ένευσε ξανά, και ο Ντομπραίν αναστέναξε. Μύριζε καρτερικότητα, όχι φόβο. «Θα μπούμε, Άρχοντα Αϋμπάρα, αλλά δεν πιστεύω πως θα βγούμε όλοι». Αυτή τη φορά ο Ρούαρκ ένευσε.

Η Κιρούνα κοίταξε τους άνδρες. «Συνειδητοποιείτε πως δεν είμαστε αρκετές. Εννιά. Ακόμα κι αν οι Σοφές σας μπορούν να διαβιβάζουν έστω και λίγο, δεν είμαστε αρκετές για να αναμετρηθούμε επί ίσοις όροις μ’ αυτό». Η Σορίλεα ξεφύσηξε δυνατά, όμως η Κιρούνα δεν τράβηξε το βλέμμα από κει που κοίταζε.

«Τότε γύρνα και τράβα προς το νότο», της είπε ο Πέριν. «Εγώ δεν πρόκειται να αφήσω τον Ραντ για την Ελάιντα».

«Ωραία», αποκρίθηκε η Κιρούνα, χαμογελώντας. «Επειδή ούτε κι εγώ θα το κάνω». Ο Πέριν ευχήθηκε να μην του έφερνε το χαμόγελο της ανατριχίλα. Φυσικά, αν η Κιρούνα είχε δει το κακόβουλο χαμόγελο που της είχε ρίξει η Σορίλεα από πίσω, ίσως ένιωθε κι εκείνη ανατριχίλα.

Ο Πέριν έκανε νόημα σε κείνους που ήταν στα ριζά του υψώματος, και η Σορίλεα και η Πράσινη κατέβηκαν εκεί που μπορούσαν να σηκωθούν όρθιες και μετά έτρεξαν προς αντίθετες κατευθύνσεις.

Δεν είχαν κανένα σπουδαίο σχέδιο. Η ουσία ήταν ότι με κάποιον τρόπο θα έφταναν τον Ραντ, με κάποιο τρόπο θα τον ελευθέρωναν, και μετά θα έλπιζαν να μην ήταν τόσο άσχημα τραυματισμένος ώστε να μην μπορεί να κάνει μια πύλη για να δραπετεύσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι μαζί του πριν τους σκοτώσουν οι Σάιντο ή οι Άες Σεντάι του στρατοπέδου. Μικροπροβληματάκια, το δίχως άλλο, για έναν ήρωα του παραμυθιού ή μια ιστορίας που έλεγε βάρδος, όμως ο Πέριν ευχόταν να είχαν χρόνο για να καταστρώσουν πραγματικό σχέδιο, όχι μόνο αυτό που είχαν βγάλει πρόχειρα ο ίδιος με τον Ντομπραίν και τον Ρούαρκ ενώ ο αρχηγός φατρίας έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε ανάμεσα στα άλογά τους. Αλλά ο χρόνος ήταν ένα από τα πολλά που δεν διέθεταν. Δεν μπορούσαν να ξέρουν αν οι Άες Σεντάι του Πύργου θα κατάφερναν να αποκρούσουν το Σάιντο έστω και για μια ώρα ακόμα.

Οι πρώτοι που ξεκίνησαν ήταν οι Διποταμίτες και οι Φτερωτοί Φρουροί, μοιρασμένοι σε δύο λόχους, που ο ένας αγκάλιασε τις πεζές Σοφές και ο άλλος τις έφιππες Άες Σεντάι και τους Προμάχους. Πέρασαν τη ράχη από αριστερά και δεξιά. Ο Ντάνιλ τους είχε βάλει να ξαναϋψώσουν τον Κόκκινο Αετό, μαζί με την Κόκκινη Λυκοκεφαλή. Ο Ρούαρκ ούτε που κοίταξε εκεί που η Άμυς περπατούσε κοντά στο σκούρο μουνούχι της Κιρούνα, όμως ο Πέριν τον άκουσε να μουρμουρίζει, «Είθε να δούμε τον ήλιο να ανατέλλει μαζί, σκιά της καρδιάς μου».

Στο τέλος οι Μαγένοι και οι Διποταμίτες θα κάλυπταν τις Σοφές και τις Άες Σεντάι στην υποχώρησή τους, ή ίσως να γινόταν το αντίθετο. Όπως και να ’ταν, η Μπέρα και η Κιρούνα δεν έδειχναν να τους αρέσει το σχέδιο· ήθελαν να βρίσκονται εκεί που ήταν ο Ραντ.

«Είσαι σίγουρος ότι δεν θέλεις να πας καβάλα, Άρχοντα Αϋμπάρα;» ρώτησε ο Ντομπραίν από τη σέλα του· γι’ αυτόν, η έννοια της πεζής αναμέτρησης ήταν ανάθεμα.

Ο Πέριν χτύπησε τον πέλεκυ που κρεμόταν στο πλάι του. «Αυτό δεν χρησιμεύει πολύ όταν είσαι στη σέλα». Η αλήθεια ήταν η αντίθετη, όμως ο Πέριν δεν ήθελε να ρίξει τον Γοργοπόδη ή τον Πιστό σ’ αυτό που τους περίμενε μπροστά. Οι άνδρες μπορούσαν να διαλέξουν το ατσάλι και το θάνατο· για τα άλογά του διάλεγε ο ίδιος, και σήμερα διάλεγε να μην το κάνουν. «Ίσως μου δανείσεις τον αναβολέα σου όταν έρθει η ώρα». Ο Ντομπραίν βλεφάρισε —οι Καιρχινοί δεν πολυχρησιμοποιούσαν πεζικό— όμως φάνηκε να καταλαβαίνει και ένευσε.

«Είναι ώρα για να παίξουν οι αυλητές το σκοπό», είπε ο Ρούαρκ, σηκώνοντας το μαύρο πέπλο του, αν και σήμερα δεν θα υπήρχαν αυλητές να παίξουν, κάτι που σε μερικούς Αελίτες δεν άρεσε. Σε πολλές Κόρες δεν άρεσαν οι αναγκαστικές λωρίδες από κόκκινο πανί που είχαν δέσει στα μπράτσα για να ξεχωρίζουν οι υδρόβιοι από τις Κόρες των Σάιντο· νόμιζαν πως όλοι μπορούσαν να τις καταλάβουν με μια ματιά.

Οι Κόρες με τα μαύρα πέπλα και οι σισβαϊ’αμάν άρχισαν να ανηφορίζουν τρέχοντας την πλαγιά σχηματίζοντας μια χοντρή φάλαγγα, και ο Πέριν πλησίασε με τον Ντομπραίν τον Λόιαλ που ήδη στεκόταν επικεφαλής των Καιρχίν, σφίγγοντας τον πέλεκύ του και με τα δύο χέρια, με τα αυτιά γερμένα πίσω. Ήταν εκεί και ο Άραμ επίσης, πεζός, με το σπαθί γυμνό· ο πρώην Μάστορας χαμογελούσε με προσμονή. Ο Ντομπραίν ανέμισε το χέρι για να προωθηθούν, πίσω από τα δίδυμα λάβαρα του Ραντ, και οι σέλες έτριξαν καθώς ένα μικρό δάσος από πεντακόσια δόρατα ανηφόριζε πίσω από τους Αελίτες.

Τίποτα δεν είχε αλλάξει στη μάχη, κάτι που ξάφνιασε τον Πέριν, ώσπου κατάλαβε ότι είχαν περάσει μόνο μερικές στιγμές από την τελευταία φορά που την είχε δει. Ένιωθε σαν να είχε περάσει πολύ περισσότερη ώρα. Ο μεγάλος όγκος των Σάιντο ακόμα πίεζε προς τα μέσα· οι άμαξες φλέγονταν ακόμα, ίσως περισσότερες από πριν· οι αστραπές ακόμα έπεφταν από τον ουρανό, και φωτιές ξεπηδούσαν από πύρινες σφαίρες και σύννεφα.

Οι Διποταμίτες κόντευαν να φτάσουν τη θέση τους, με τους Μαγενούς και τις Άες Σεντάι και τις Σοφές να προχωρούσα σχεδόν χωρίς βιασύνη στην κυματιστή πεδιάδα. Ο Πέριν θα τους είχε κρατήσει ακόμα πιο πίσω, για να έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να ξεφύγουν όταν ερχόταν εκείνη η ώρα, όμως ο Ντάνιλ επέμενε ότι έπρεπε να πλησιάσουν το λιγότερο στα τριακόσια βήματα για να είναι αποτελεσματικά τα τόξα τους, και ο Νουρέλ επίσης είχε φαγωθεί να μην μείνει πίσω. Ακόμα και οι Άες Σεντάι επέμειναν γι’ αυτό, για τις οποίες ο Πέριν ήταν σίγουρος πως αρκούσε να είναι μόνο όσο κοντά χρειαζόταν ώστε να βλέπουν καθαρά. Κανένας από τους Σάιντο δεν είχε γυρίσει ακόμα το κεφάλι. Ή τουλάχιστον κανείς δεν έδειχνε την απειλή που πλησίαζε αργά τα νώτα τους· κανείς δεν στριφογυρνούσε για να την αντιμετωπίσει. Όλοι έμοιαζαν προσηλωμένοι στο να χιμούν στις άμαξες, να οπισθοχωρούν όταν έπεφταν φωτιές και αστραπές, και μετά να ξαναχιμούν. Αρκούσε ένας να κοιτάξει πίσω, όμως τους σαγήνευε η κόλαση μπροστά τους.

Οκτακόσια βήματα. Επτακόσια. Οι Διποταμίτες αφίππευσαν, πιάνοντας στο χέρι τα τόξα. Εξακόσια. Πεντακόσια. Τετρακόσια.

Ο Ντομπραίν τράβηξε το σπαθί, το σήκωσε ψηλά. «Για τον Άρχοντα Δράκοντα, τον Τάμποργουιν και τη νίκη!» φώναξε, και η φωνή ακούστηκε από πεντακόσια λαρύγγια καθώς τα δόρατα χαμήλωναν.

Ο Πέριν μόλις που πρόλαβε να αρπάξει τον αναβολέα του Ντομπραίν πριν οι Καιρχίν χιμήξουν βροντερά μπροστά. Τα μακριά πόδια του Λόιαλ συναγωνίζονταν τα άλογα βήμα το βήμα. Προχωρώντας με άλματα καθώς άφηνε το άλογο να τον τραβά με μεγάλες πηδηχτές δρασκελιές, ο Πέριν έστειλε το νου του πέρα. Ελάτε.

Το έδαφος που ήταν γεμάτο καφέ γρασίδι, που έμοιαζε άδειο, ξαφνικά γέννησε χίλιους λύκους, νευρώδεις καφετιούς λύκους των πεδιάδων, και μερικούς από τους πιο σκούρους ξαδέλφους τους των δασών, που έτρεχαν χαμηλά και ορμούσαν στις πλάτες των Σάιντο με σαγόνια που ανοιγόκλειναν καθώς τα πρώτα μακριά Διποταμίτικα βέλη έπεφταν βροχή από τον ουρανό πιο πέρα. Ένα δεύτερο κύμα ήδη διέγραφε την τροχιά του. Καινούριες αστραπές έπεσαν μαζί με τα βέλη, καινούριες φωτιές ξεπήδησαν. Οι πεπλοφορεμένοι Σάιντο που έστριβαν για να αντιμετωπίσουν τους λύκους είχαν μόνο λίγες στιγμές για να συνειδητοποιήσουν πως δεν ήταν αυτή η μοναδική απειλή πριν οι γερές λόγχες των Αελιτών τους καρφώσουν πλάι στο σφυροκόπημα των Καιρχινών δοράτων.

Ο Πέριν γύμνωσε τον πέλεκύ του, έκοψε σε δυο κομμάτια έναν Σάιντο που ήταν στο δρόμο του και πήδηξε πάνω από τον άνδρα καθώς εκείνος έπεφτε. Έπρεπε να φτάσουν τον Ραντ· όλα εξαρτώνταν απ’ αυτό. Πλάι του, το μεγάλο τσεκούρι του Λόιαλ υψωνόταν και έπεφτε και ανέμιζε, ανοίγοντας ένα μονοπάτι. Ο Άραμ έμοιαζε να χορεύει με το σπαθί του, γελώντας καθώς πετσόκοβε όσους έβρισκε μπροστά του. Ο Πέριν δεν είχε χρόνο να σκεφτεί οποιονδήποτε άλλο. Χρησιμοποιούσε τον πέλεκυ του μεθοδικά· έκοβε ξύλα, όχι σάρκες· προσπαθούσε να μη βλέπει το αίμα που ξεχυνόταν, ακόμα κι όταν κάτι κόκκινο πιτσιλούσε το πρόσωπό του. Έπρεπε να φτάσει τον Ραντ. Άνοιγε πέρασμα μέσα σε θάμνους.

Ήταν προσηλωμένος μονάχα στον άνδρα που ήταν μπροστά του —τους θεωρούσε άνδρες ακόμα κι όταν το ύψος έλεγε πως ίσως ήταν Κόρες· δεν ήξερε αν θα μπορούσε να ανεβοκατεβάζει εκείνη τη ματοβαμμένη λεπίδα σαν μισοφέγγαρο αν επέτρεπε στον εαυτό του να σκεφτεί ότι την κατέβαζε σε μια γυναίκα— όμως υπήρχαν κι άλλα πράγματα που έμπαιναν στο βλέμμα του καθώς άνοιγε δρόμο προς τα μπρος. Το χτύπημα μιας ασημένιας αστραπής τίναξε στον αέρα μορφές ντυμένες με καντιν’σόρ, άλλες με τον πορφυρό κεφαλόδεσμο, άλλες χωρίς. Ένα άλλο αστροπελέκι γκρέμισε τον Ντομπραίν από το άλογό του· ο Καιρχινός σηκώθηκε όρθιος με κόπο, ανεμίζοντας το σπαθί γύρω του. Η φωτιά έπνιξε ένα κόμπο από Καιρχινούς και Αελίτες· οι άνδρες και τα άλογα έγιναν πυρσοί που ούρλιαζαν, όσοι μπορούσαν να ουρλιάξουν ακόμα.

Αυτά τα πράγματα πέρασαν μπροστά από τα μάτια του, όμως δεν άφησε τον εαυτό του να τα δει. Το μόνο που υπήρχε ήταν οι άνδρες μπροστά του και οι αγκαθωτοί θάμνοι, που έπρεπε να τους παραμερίσει ο πέλεκύς του και ο πέλεκυς του Λόιαλ και το σπαθί του Άραμ. Ύστερα είδε κάτι παρά την αυτοσυγκέντρωσή του. Ένα άλογο που σηκωνόταν στα πίσω πόδια, ένας καβαλάρης που τον έπεφτε από τη σέλα καθώς τον διαπερνούσαν οι Αελίτικες λόγχες. Ένας καβαλάρης με κόκκινο θώρακα. Ήταν εκεί κι άλλοι Φτερωτοί Φρουροί, μια ομάδα απ’ αυτούς, που τρυπούσαν με τα δόρατά τους, ενώ το λοφίο του Νουρέλ ανέμιζε πάνω από το κράνος του. Μια στιγμή μετά είδε την Κιρούνα, με πρόσωπο ατάραχο κι αδιάφορο, να δρασκελίζει σαν τη βασίλισσα των μαχών ένα μονοπάτι που της είχαν σκαλίσει τρεις Πρόμαχοι και τις φωτιές που ξεπηδούσαν από τα χέρια της. Ήταν εκεί και η Μπέρα, και πιο πέρα η Φήλντριν και η Μασούρι και... Τι στο Φως γύρευαν όλες αυτές εδώ; Κανονικά έπρεπε να είναι πίσω μαζί με τις Σοφές!

Κάπου από μπροστά ακούστηκε μια υπόκωφη έκρηξη, σαν βροντή που διαπερνούσε την οχλοβοή των ουρλιαχτών και των κραυγών. Μια στιγμή μετά, μια σχισμή φωτός εμφανίστηκε είκοσι μόλις βήματα μακριά του, κόβοντας αρκετούς άνδρες και ένα άλογο σαν πελώριο ξυράφι καθώς πλάταινε και γινόταν πύλη. Από κει μέσα πήδηξε ένας άνδρας με σπαθί και μαύρο σακάκι, και έπεσε κάτω με μια λόγχη των Σάιντο καρφωμένη στη μέση του, όμως μια στιγμή μετά άλλοι οκτώ ή εννιά πετάχτηκαν καθώς η πύλη έκλεινε και σχημάτισαν κύκλο γύρω από τον πεσμένο με τα σπαθιά τους. Όχι μόνο με τα σπαθιά τους. Μερικοί από τους Σάιντο που όρμηξαν πάνω τους έπεσαν από χτυπήματα των λεπίδων, όμως πολλοί απλώς λαμπάδιαζαν από τις φλόγες. Κεφάλια έσκαγαν σαν πεπόνια που έπεφταν σε πέτρα από μεγάλο ύψος. Περίπου εκατό βήματα πιο πέρα, του Πέριν του φάνηκε πως είδε άλλον έναν κύκλο ανδρών με μαύρα σακάκια, εν μέσω φωτιάς και θανάτου, όμως δεν είχε χρόνο να θαυμάσει. Οι Σάιντο κύκλωναν και τον ίδιο.

Έκατσε πλάτη με πλάτη με τον Λόιαλ και τον Άραμ και άρχισε να κόβει και να σπαθίζει απελπισμένα. Δεν υπήρχε πια δρόμος προς τα μπρος. Με δυσκολία έμενε όρθιος εκεί όπως ήταν. Το αίμα βροντούσε στα αυτιά του και άκουγε τον εαυτό του να παλεύει να ανασάνει. Άκουγε και τον Λόιαλ επίσης, που λαχάνιαζε σαν πελώρια φυσούνα. Ο Πέριν απέκρουσε μια λόγχη με τον πέλεκύ του, έκοψε έναν άλλο Αελίτη με το καρφί του πέλεκυ στη συνέχεια της κίνησής του, έπιασε την αιχμή μιας λόγχης με το χέρι του, χωρίς να δίνει σημασία στη ματωμένη χαρακιά που του άφησε, τσάκισε ένα πρόσωπο με μαύρο πέπλο. Δεν πίστευε ότι θα άντεχαν πολύ ακόμα. Κάθε ίνα του κορμιού του πάλευε να μείνει ζωντανή άλλη μια στιγμή. Σχεδόν κάθε ίνα. Μια άκρη του μυαλού του είχε την εικόνα της Φάιλε, και τη λυπημένη σκέψη ότι δεν θα μπορούσε να της ζητήσει συγγνώμη που δεν θα ξαναγυρνούσε.


Διπλωμένος σα δύο όλο πόνο μέσα στο σεντούκι, λαχανιασμένος, ο Ραντ ψηλαφούσε την ασπίδα ανάμεσα στον ίδιο και στην Πηγή. Βογκητά αιωρούνταν κόντρα στο Κενό, σκοτεινή οργή και καυτός φόβος που γλιστρούσαν στην άκρη του· δεν ήταν πια βέβαιος ποιο αίσθημα ήταν δικό του και ποιο του Λουζ Θέριν. Ξαφνικά η ανάσα του πάγωσε. Έξι σημεία, όμως το ένα ήταν σκληρό. Όχι μαλακό· σκληρό. Κι ύστερα και δεύτερο. Και τρίτο. Βραχνό γέλιο γέμισε τα αυτιά του· μετά από μια στιγμή κατάλαβε ότι αυτό ήταν δικό του. Και ο τέταρτος κόμπος σκλήρυνε. Ο Ραντ περίμενε, προσπαθώντας να πνίξει κάτι που ηχούσε ντροπιαστικά σαν παρανοϊκό κακάρισμα. Τα δύο τελευταία σημεία έμειναν μαλακά. Τα πνιχτά χαχανητά έσβησαν.

Θα το νιώσουν, βόγκηξε απελπισμένα ο Λουζ Θέριν. Θα το νιώσουν και θα φωνάξουν πίσω τις άλλες.

Ο Ραντ έγλειψε τα σκασμένα χείλια του με μια γλώσσα που ήταν σχεδόν εξίσου ξερή· όλη η υγρασία εντός του έμοιαζε να έχει καταλήξει στον ιδρώτα που τον μούλιαζε και έτσουζε τις πληγές του. Αν δοκίμαζε και αποτύχαινε, δεν θα ξανάχε άλλη ευκαιρία. Δεν μπορούσε να περιμένει. Ίσως ούτως ή άλλως να μην είχε άλλη ευκαιρία.

Επιφυλακτικά, τυφλά, ψηλάφισε τα τέσσερα σκληρά σημεία. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί, όπως και η ασπίδα δεν ήταν κάτι που μπορούσε να το νιώσει ή να το δει, όμως με κάποιον τρόπο μπορούσε να αισθανθεί γύρω από αυτό το τίποτα, να νιώσει τη μορφή του. Σαν κόμποι. Υπήρχε πάντα χώρος ανάμεσα στα σχοινιά ενός κόμπου, όσο σφιχτά κι αν τα τραβούσες, χάσματα ψιλότερα κι από τρίχα, όπου χωρούσε μόνο ο αέρας. Αργά, τόσο μα τόσο αργά, ψηλάφισε ένα από αυτά τα κενά, στριμώχτηκε μέσα από απειροελάχιστα διαστήματα ανάμεσα σε κάτι που έμοιαζε να μην είναι καν εκεί. Αργά. Πόση ώρα θα έκαναν οι άλλες για να γυρίσουν; Αν αναλάμβαναν πάλι πριν να βρει δρόμο μέσα σ’ αυτό το βασανιστικό λαβύρινθο... Αργά. Και ξαφνικά ένιωσε την Πηγή, σαν την είχε χαϊδέψει με το νύχι του· τη γυμνή ακρούλα ενός νυχιού. Το σαϊντίν ήταν ακόμα μακριά του —η ασπίδα ήταν ακόμα εκεί— αλλά ένιωσε την ελπίδα να αναβλύζει μέσα στον Λουζ Θέριν. Ελπίδα και δισταγμό. Δύο Άες Σεντάι κρατούσαν ακόμα ένα μέρος του φράγματος, έχοντας ακόμα αντίληψη του τι κρατούσαν.

Ο Ραντ δεν μπορούσε να εξηγήσει το τι έκανε μετά, παρ’ όλο που ο Λουζ Θέριν του είχε εξηγήσει το πώς· του είχε εξηγήσει σποραδικά ενώ στο χανόταν και ξαναρχόταν από τις τρελές φαντασίες του, ενώ άρχιζε και σταματούσε το παραλήρημα ότι του άξιζε να πεθάνει και φώναζε ότι δεν θα τις άφηνε να τον αποκόψουν. Ήταν σαν να είχε σφίξει σαν μυ αυτό που είχε περάσει από τον κόμπο, σαν να το είχε σφίξει όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο κόμπος αντιστάθηκε. Τρεμούλιασε. Κι ύστερα διαλύθηκε. Υπήρχαν μόνο πέντε. Το φράγμα λέπτυνε. Το ένιωσε να μικραίνει. Ένας αόρατος τοίχος που τώρα είχε πάχος μόνο πέντε τούβλα αντί για έξι. Οι δύο Άες Σεντάι θα το είχαν νιώσει κι αυτές, αν και ίσως να μην καταλάβαιναν τι ακριβώς συνέβαινε, ή πώς συνέβαινε. Όχι τώρα, παρακάλεσε ο Ραντ το Φως. Όχι ακόμα.

Γοργά, σχεδόν έξαλλα, επιτέθηκε με τη σειρά τους σε κάθε έναν από τους υπόλοιπους κόμπους. Χάθηκε και ο δεύτερος· η ασπίδα λέπτυνε. Τώρα ήταν γρηγορότερο, γρηγορότερο με κάθε κόμπο, σαν να μάθαινε το μονοπάτι που έπρεπε να περάσει, αν και κάθε φορά ήταν διαφορετικό· μπορεί οι Άες Σεντάι να μην ήξεραν τι έκανε, μα δεν θα κάθονταν με σταυρωμένα τα χέρια όσο μίκραινε η ασπίδα. Τώρα πραγματικά έξαλλα, ο Ραντ όρμηξε στον τέταρτο κόμπο. Έπρεπε να τον λύσει πριν έρθει στην ασπίδα και τέταρτη αδελφή· οι τέσσερις ίσως κατάφερναν να τον κρατήσουν ό,τι κι αν έκανε αυτός. Σχεδόν κλαίγοντας, πάλεψε να περάσει τα δαιδαλώδη στριφογυρίσματα, γλιστρώντας ανάμεσα από το τίποτα. Έσφιξε ξέφρενα, διαλύοντας τον κόμπο. Η ασπίδα παρέμενε, μα τώρα την κρατούσαν μόνο τρεις. Μακάρι να μπορούσε να κάνει αρκετά γρήγορα.

Όταν άπλωσε προς το σαϊντίν, το αόρατο φράγμα ήταν ακόμα εκεί μα δεν έμοιαζε πια φτιαγμένο από πέτρα ή τούβλο. Υποχώρησε όταν το έσπρωξε, λυγίζοντας από την πίεση που ασκούσε, λύγισε, λύγισε. Ξαφνικά κομματιάστηκε μπροστά του σαν σαπισμένο πανί. Η Δύναμη τον γέμισε και καθώς τον γέμιζε ο Ραντ έπιασε εκείνα τα τρία μαλακά σημεία και τα σύντριψε ανελέητα με γροθιές από Πνεύμα. Εκτός από αυτό, ακόμα μπορούσε να διαβιβάσει μόνο όπου μπορούσε να δει, και το μόνο που μπορούσε να δει, αμυδρά, ήταν το εσωτερικό του σεντουκιού, ό,τι μπορούσε να διακρίνει με το κεφάλι στριμωγμένο ανάμεσα στα γόνατα. Πριν καν τελειώσει με τις γροθιές από Πνεύμα, διαβίβασε Αέρα. Το σεντούκι εξερράγη από πάνω του μ’ ένα δυνατό πάταγο.

Ελεύθερος, είπε ο Λουζ Θέριν, και ήταν ο αντίλαλος της σκέψης του Ραντ. Ελεύθερος. Ή ίσως το αντίθετο.

Θα το πληρώσουν, μούγκρισε ο Λουζ Θέριν. Είμαι ο Άρχοντας τον Πρωινού.

Ο Ραντ ήξερε ότι τώρα έπρεπε να κινηθεί ακόμα πιο γρήγορα, να κινηθεί γοργά και βίαια, αλλά στην αρχή πάλεψε για να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση. Οι μύες που ξυλοκοπούνταν δυο φορές τη μέρα για πόσο καιρό τώρα, που στριμώχνονταν σε ένα σεντούκι κάθε μέρα, αυτοί οι μύες ούρλιαξαν καθώς ο Ραντ έσφιγγε τα δόντια και σηκωνόταν αργά στα χέρια και στα πόδια. Ήταν ένα απόμακρο ουρλιαχτό, το σώμα κάποιου άλλου που πονούσε, όμως δεν μπορούσε να κάνει το σώμα να κινηθεί πιο γρήγορα, όσο δυνατός κι αν ένιωθε με το σαϊντίν. Η αδειανοσύνη απομόνωνε τα συναισθήματα, όμως κάτι σαν πανικός προσπάθησε να χώσει πλοκάμια στο Κενό.

Βρισκόταν σε μια μεγάλη συστάδα από αραιά δένδρα, με πλατιές δέσμες φωτός να χώνονται από τα σχεδόν δίχως φύλλα κλαριά· σοκαρίστηκε καταλαβαίνοντας πως είχε ακόμα φως, πως ίσως να ήταν μεσημέρι. Έπρεπε να κινηθεί· θα έρχονταν κι άλλες Άες Σεντάι. Δύο κείτονταν στο έδαφος κοντά του, μοιάζοντας λιπόθυμες, η μια με μια βαθιά κοψιά στο μέτωπο που αιμορραγούσε. Η τρίτη, μια γυναίκα με κοκαλιάρικο κορμί, είχε πέσει στα γόνατα ατενίζοντας το κενό, σφίγγοντας το κεφάλι με τα δύο χέρια, ουρλιάζοντας. Δεν φαινόταν να την είχαν αγγίξει τα θραύσματα του σεντουκιού. Ο Ραντ δεν αναγνώριζε καμιά τους. Λυπήθηκε για μια στιγμή που δεν ήταν η Γκαλίνα ή η Έριαν αυτές που είχε σιγανέψει — δεν ήταν σίγουρος ότι αυτό σκόπευε να κάνει· ο Λουζ Θέριν έλεγε και ξανάλεγε ότι σκόπευε να σιγανέψει όλες αυτές που τον είχαν φυλακίσει· ο Ραντ ευχόταν να ήταν δική του ιδέα κι όχι του άλλου, όσο βιαστική κι αν ήταν— και μετά είδε άλλη μια μορφή ξαπλωμένη στο χώμα κάτω από τα κομμάτια του σεντουκιού. Φορούσε ροζ σακάκι και παντελόνι.

Η γυναίκα με το κοκαλιάρικο κορμί ούτε τον κοίταξε ούτε σταμάτησε να τσιρίζει ακόμα κι όταν την έριξε στο χαμηλό πέτρινο πεζούλι του πηγαδιού καθώς την προσπερνούσε. Αναρωτήθηκε απελπισμένα γιατί κανένας δεν ανταποκρινόταν στις κραυγές της Άες Σεντάι. Ζυγώνοντας τη Μιν, αντελήφθηκε τα αστροπελέκια που χιμούσαν από τον ουρανό και τις πύρινες σφαίρες που έσκαγαν ψηλά. Μύρισε ξύλο που καιγόταν, άκουσε άνδρες να κραυγάζουν και να ουρλιάζουν, κλαγγή μετάλλου, τον αχό της μάχης. Δεν τον ένοιαζε αν ήταν η Τάρμον Γκάι’ντον. Αν είχε σκοτώσει τη Μιν... Τη γύρισε απαλά από την άλλη.

Μετά μαύρα μάτια τον κοίταξαν. «Ραντ», είπε απαλά. «Ζεις. Φοβόμουν να κοιτάξω. Ακούστηκε ένα φριχτό μουγκρητό, και παντού πετάχτηκαν κομμάτια ξύλου, και αναγνώρισα ένα κομμάτι του σεντουκιού, και...» Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. «Νόμιζα ότι σε είχαν... Φοβόμουν μήπως ήσουν...» Σκουπίζοντας το πρόσωπό της με τα δεμένα χέρια της, πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν δεμένοι και οι αστράγαλοι της. «Δεν με λύνεις, βοσκέ, να κάνεις και μια πύλη να φύγουμε από δω; Αλλά μη με λύσεις καν. Ρίξε με στον ώμο σου και πάμε να φύγουμε».

Εκείνος χειρίστηκε επιδέξια τη Φωτιά, κόβοντας τα σχοινιά που την έδεναν. «Δεν είναι τόσο απλό, Μιν». Δεν ήξερε καθόλου αυτό το μέρος· μια πύλη που θα άνοιγε εδώ δεν ήξερες πού θα σε έβγαζε. Αν μπορούσε καν να ανοίξει πύλη. Ο πόνος και η εξάντληση έσπρωχναν τα όρια του Κενού. Δεν ήταν σίγουρος πόση Δύναμη μπορούσε να αντλήσει. Ξαφνικά, κατάλαβε ότι ένιωθε να διαβιβάζουν σαϊντίν προς κάθε κατεύθυνση. Μέσα από τα δέντρα, πέρα από τις πυρπολημένες άμαξες, έβλεπε Αελίτες να πολεμούν με Προμάχους και τους στρατιώτες με τα πράσινα σακάκια του Γκάρεθ, να τους απωθούν η φωτιά και οι αστραπές των Άες Σεντάι, αλλά αυτοί να επιτίθενται ξανά. Με κάποιον τρόπο ο Τάιμ τον είχε βρει και είχε φέρει στρατιώτες Άσα’μαν και Αελίτες. «Ακόμα δεν μπορώ να φύγω. Φαίνεται πως κάποιοι φίλοι ήρθαν για μένα. Μην ανησυχείς· θα σε προστατεύσω».

Μια διχαλωτή ασημένια πυρά έσχισε ένα δένδρο στην άκρη της συστάδας, τόσο κοντά που τα μαλλιά του Ραντ ανακατώθηκαν. Η Μιν τινάχτηκε. «Φίλοι», μουρμούρισε, τρίβοντας τους καρπούς της.

Εκείνος της έκανε νόημα να μείνει εκεί που ήταν —με εξαίρεση αυτό το αδέσποτο αστροπελέκι, η συστάδα φαινόταν απείραχτη— αλλά όταν σηκώθηκε όρθιος, η Μιν ήταν πλάι του, στηρίζοντάς τον από τη μια μεριά. Προχώρησε κουτσά-κουτσά εκεί που τελείωναν τα αραιά δένδρα, νιώθοντας ευγνωμοσύνη που τον στήριζε, μα πίεσε τον εαυτό του να ορθώσει το κορμί και να πάψει να γέρνει πάνω της. Πώς ήταν δυνατόν να πιστέψει η Μιν ότι θα την προστάτευε αν τη χρειαζόταν για να μην πέσει στα μούτρα του; Άπλωσε ένα χέρι στον κορμό που τον είχε συντρίψει το αστροπελέκι. Υψώνονταν καπνοί μα δεν είχε πιάσει φωτιά.

Οι άμαξες σχημάτιζαν ένα μεγάλο δαχτυλίδι γύρω από τα δένδρα. Μερικοί υπηρέτες προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα άλογα —ήταν ακόμα ζεμένα στις άμαξες— όμως οι περισσότεροι ζάρωναν όπου είχαν βρει, ελπίζοντας να αποφύγουν τη μανία που έβρεχε από ψηλά. Η αλήθεια ήταν πως όλες οι αστραπές, με εξαίρεση εκείνη που είχε πέσει στο δένδρο, έμοιαζαν να σημαδεύουν τις άμαξες και τους άνδρες που μάχονταν. Ίσως και τις Άες Σεντάι. Κάθε Άες Σεντάι καθόταν στο άλογο της λίγο μακρύτερα από τον αναβρασμό των λογχών και των σπαθιών και των φλογών, όμως όχι πολύ μακριά, και καμιά φορά ανασηκώνονταν για να έχει καλύτερη θέα.

Ο Ραντ γρήγορα εντόπισε την Έριαν, λεπτή και μελαχρινή σε μια ανοιχτόγκριζα φοράδα. Ο Λουζ Θέριν γρύλισε και ο Ραντ τη χτύπησε σχεδόν χωρίς να το σκεφτεί. Χρησιμοποίησε Πνεύμα για να τη θωρακίσει, με τη μικρή αντίσταση που έλεγε ότι έκοβε τη σύνδεσή της με το σαϊντάρ, και τη στιγμή που έδενε την ασπίδα, έφτιαξε ένα ρόπαλο από Αέρα για να τη ρίξει αναίσθητη από τη σέλα. Αν αποφάσιζε να τη σιγανέψει, ήθελε να ξέρει η Έριαν ποιος το έκανε και γιατί. Μια Άες Σεντάι φώναξε να φροντίσει κάποιος την Έριαν, αλλά καμία δεν κοίταξε προς τα δένδρα. Καμία εκεί έξω δεν μπορούσε να νιώσει το σαϊντίν· νόμιζαν ότι την είχε ρίξει κάτι από πέρα από τις άμαξες.

Το βλέμμα του έψαξε ανάμεσα στις άλλες έφιππες, στάθηκε στην Κατερίνε, η οποία στριφογύριζε μπρος-πίσω το μακρυπόδαρο ρούσσο μουνούχι της, ενώ η φωτιά ξεπηδούσε όπου κοίταζε μεταξύ των Αελιτών. Πνεύμα και Αέρας, και η Άες Σεντάι έπεσε σαν να της είχαν λυθεί τα μέλη, με το ένα πόδι να έχει πιαστεί στον αναβολέα.

Ναι, γέλασε ο Λουζ Θέριν. Και τώρα η Γκαλίνα. Τη θέλω ειδικά αυτήν.

Ο Ραντ έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Τι έκανε; Ο Λουζ Θέριν ήθελε τόσο πολύ αυτές τις τρεις που δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Ο Ραντ ήθελε να τους ξεπληρώσει όσα του είχαν κάνει, όμως εδώ γινόταν μάχη και άνδρες πέθαιναν όσο αυτός κυνηγούσε συγκεκριμένες Άες Σεντάι. Σίγουρα πέθαιναν και Κόρες μαζί.

Χτύπησε την επόμενη Άες Σεντάι, είκοσι βήματα στα αριστερά της Κατερίνε, με Πνεύμα και Αέρα, κι ύστερα προχώρησε σε ένα άλλο δένδρο και έριξε κάτω τη Σαρίνε Νεμντάλ, αναίσθητη, θωρακισμένη. Προχώρησε σκοντάφτοντας μεταξύ των ακριανών δένδρων της συστάδας, χτυπώντας και χτυπώντας σαν λωποδύτης. Η Μιν δεν προσπαθούσε πια να τον στηρίζει, αν και τα χέρια της ήταν έτοιμα να τον πιάσουν.

«Θα μας δουν», μουρμούρισε. «Κάποια θα γυρίσει το κεφάλι και θα μας δει».

Η Γκαλίνα, μούγκρισε ο Λουζ Θέριν. Πού είναι; Ο Ραντ τον αγνόησε, όπως και τη Μιν. Έπεσε η Κόιρεν, κι ύστερα δυο άλλες που δεν ήξερε τα ονόματά τους. Έπρεπε να κάνει ό,τι μπορούσε.

Οι Άες Σεντάι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Με σταθερό ρυθμό κατά μήκος του κυκλικού τείχους των αμαξών, οι αδελφές σωριάζονταν από τα άλογά τους. Όσες διατηρούσαν τις αισθήσεις τους απλώνονταν για να καλύψουν ολόκληρη την περίμετρο, με μια ανησυχία φανερή στον τρόπο που έκαναν κουμάντο τα άλογά τους, στην πολλαπλασιασμένη μανία με την οποία χτυπούσε η φωτιά τους Αελίτες και έπεφταν οι αστραπές από τον ουρανό. Πρέπει να έφταιγε κάτι από έξω, όμως οι Άες Σεντάι έπεφταν, και δεν ήξεραν πώς και γιατί.

Ο αριθμός τους μειώθηκε και το αποτέλεσμα ήταν οφθαλμοφανές. Ήταν λιγότερες οι αστραπές που έσβηναν στον αέρα, και περισσότερες εκείνες που έπεφταν ανάμεσα στους Προμάχους και τους στρατιώτες. Λιγότερες οι πύρινες σφαίρες που εξαφανίζονταν ξαφνικά ή που έσκαγαν πριν φτάσουν στις άμαξες. Οι Αελίτες άρχισαν να περνούν από τα χάσματα ανάμεσα στις άμαξες· οι άμαξες αναποδογύρισαν. Μέσα σε λίγες στιγμές υπήρχαν παντού Αελίτες με μαύρο πέπλο, και χάος. Ο Ραντ κοίταζε έκθαμβος.

Πρόμαχοι και στρατιώτες με πράσινα σακάκια πολεμούσαν σε μικρές ομάδες με τους Αελίτες, και οι Άες Σεντάι έριχναν γύρω τους βροχή τη φωτιά. Όμως υπήρχαν επίσης και Αελίτες που μάχονταν με Αελίτες· άνδρες με τον πορφυρό κεφαλόδεσμο των σισβαϊ’αμάν και Κόρες με κόκκινα κομματάκια πανί δεμένα στα μπράτσα πολεμούσαν τους Αελίτες που δεν τα είχαν. Και ξαφνικά ανάμεσα από τις άμαξες εμφανίστηκαν Μαγενοί με κόκκινους θώρακες και Καιρχινοί με δόρατα και κράνη σε σχήμα καμπάνας, που χτυπούσαν τόσο τους Αελίτες όσο και τους Προμάχους. Μήπως είχε τρελαθεί τελικά; Ένιωθε τη Μιν που είχε κολλήσει στην πλάτη του και έτρεμε. Ήταν πραγματική. Ό,τι έβλεπε πρέπει να ήταν κι αυτό πραγματικό.

Μια ντουζίνα Αελίτες, που ο καθένας έφτανε στο ύψος τον Ραντ ή μπορεί και να τον ξεπερνούσε, άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος του. Δεν φορούσαν το κόκκινο. Τους περιεργάστηκε με περιέργεια ώσπου, φτάνοντας ένα βήμα πιο πέρα, ένας απ’ αυτούς σήκωσε τη λόγχη του ανάποδα σαν ρόπαλο. Ο Ραντ διαβίβασε και η φωτιά χίμηξε στους δώδεκα θαρρείς από το πουθενά. Καρβουνιασμένα, στραβά σώματα κατρακύλησαν στα πόδια του.

Ξαφνικά ο Γκάγουιν εμφανίστηκε να τραβά τα γκέμια ενός ρούσσου επιβήτορα δέκα βήματα μπροστά του, με το σπαθί στο χέρι και είκοσι άνδρες με πράσινα σακάκια να τον ακολουθούν κατά πόδας. Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν, και ο Ραντ προσευχήθηκε να μην αναγκαζόταν να κάνει κακό στον αδελφό της Ηλαίην.

«Μιν», είπε βραχνά ο Γκάγουιν, «μπορώ να σε πάρω από δω».

Εκείνη κοίταξε πάνω από τον ώμο του Ραντ για να κουνήσει το κεφάλι της· κρατιόταν πάνω του τόσο σφιχτά που ο Ραντ σκέφτηκε πως δεν θα μπορούσε να την ξεκολλήσει ακόμα κι αν το ήθελε. «Θα μείνω μαζί του, Γκάγουιν. Γκάγουιν, η Ηλαίην τον αγαπά».

Με τη Δύναμη μέσα του, ο Ραντ είδε τα δάχτυλα του άλλου να ασπρίζουν πάνω στη λαβή του σπαθιού του. «Τζισάο», είπε ανέκφραστα. «Συγκέντρωσε τα Παλικαράκια. Θα ανοίξουμε δρόμο να φύγουμε από δω». Αν η φωνή του ήταν ανέκφραστη πριν, τώρα ήταν σαν φωνή πεθαμένου. «Αλ’Θόρ, μια μέρα θα σε δω να πεθαίνεις». Χτύπησε το άλογο με τις φτέρνες του και έφυγε καλπάζοντας, ενώ κραύγαζαν όλοι μαζί, «Παλικαράκια!» με στεντόρεια φωνή, ενώ κι άλλοι άνδρες με πράσινα σακάκια άνοιγαν δρόμο για να ενωθούν μαζί τους με κάθε δρασκελιά.

Ένας άνδρας με μαύρο σακάκι όρμηξε μπροστά στον Ραντ, κοιτώντας τον Γκάγουιν που έφευγε, και το έδαφος εξερράγη με ένα πίδακα φωτιάς και χώματος που αναποδογύρισε πεντ’ έξι άλογα καθώς έφταναν στις άμαξες. Ο Ραντ είδε τον Γκάγουιν να ταρακουνιέται στη σέλα μια στιγμή πριν ρίξει στο χώμα με ένα απελατίκι από Αέρα τον άνδρα με το μαύρο σακάκι. Δεν ήξερε τον σκληροπρόσωπο νεαρό που του γρύλισε, όμως ο άνθρωπος φορούσε τόσο το σπαθί όσο και τον Δράκοντα στο ψηλό κολάρο του, και τον γέμιζε το σαϊντίν.

Μέσα σε μια στιγμή, όπως φάνηκε, ο Τάιμ βρέθηκε εκεί, με γαλαζόχρυσους Δράκοντες πλεγμένους στα μανίκια του μαύρου σακακιού του, κοιτώντας τον νεαρό. Το κολάρο του δεν είχε καμία από τις δύο καρφίτσες. «Δεν φαντάζομαι να χτυπήσεις τον Αναγεννημένο Δράκοντα, Γκέντγουυν», είπε ο Τάιμ, με φωνή μαλακή και σκληρή συνάμα, και ο σκληροπρόσωπος νεαρός σηκώθηκε όρθιος και χαιρέτησε στρατιωτικά με τη γροθιά στην καρδιά.

Ο Ραντ κοίταξε εκεί που ήταν πριν ο Γκάγουιν, όμως το μόνο που έβλεπε ήταν μια μεγάλη ομάδα ανδρών με το λάβαρο του Λευκού Αγριόχοιρου να ανοίγουν δρόμο με μακελειό μέσα στους Αελίτες που τους κύκλωναν, ενώ κι άλλοι άνδρες με πράσινα σακάκια μάχονταν για να τους πλησιάσουν και να ενωθούν μαζί τους.

Ο Τάιμ στράφηκε προς τον Ραντ, με κείνο το σχεδόν χαμόγελο στα χείλη. «Υπό τις συνθήκες αυτές, ελπίζω να μην το θεωρήσεις σε βάρος μου που παραβίασα την εντολή σου και τα έβαλα με Άες Σεντάι. Είχα λόγο να σε επισκεφθώ στην Καιρχίν, και...» Σήκωσε τους ώμους. «Έχεις τα χάλια σου. Επίτρεψέ μου να—» Τα χείλη του που είχαν στραβώσει ελαφρώς τώρα ίσιωσαν όταν ο Ραντ έκανε πίσω για να απομακρυνθεί από το απλωμένο χέρι του, τραβώντας μαζί του τη Μιν. Εκείνη κρατιόταν από πάνω του πιο σφιχτά από ποτέ.

Ο Λόιαλ είχε αρχίσει να μαίνεται ότι έπρεπε να τον σκοτώσει όπως έκανε πάντα όποτε εμφανιζόταν ο Τάιμ, παραληρώντας για τους Αποδιωγμένους και ότι έπρεπε να τους σκοτώσει όλους, όμως ο Ραντ έπαψε να ακούει, και περιτοίχισε τον άλλο ώστε να ηχεί σαν το βούισμα μύγας. Ήταν ένα τέχνασμα που είχε μάθει μέσα στο σεντούκι, τότε που δεν είχε τίποτα να κάνει παρά μόνο να ψηλαφεί την ασπίδα και να ακούει μια φωνή στο μυαλό του που συνήθως ήταν παράφρονη. Αλλά, ασχέτως του τι έλεγε ο Λουζ Θέριν, ο Ραντ δεν ήθελε να τον Θεραπεύσει ο Τάιμ. Σκεφτόταν ότι αν ποτέ τον άγγιζε ο Τάιμ με τη Δύναμη, όσο αθώα κι αν το έκανε, ο Ραντ θα τον σκότωνε.

«Όπως επιθυμείς», είπε σαρκαστικά ο άνδρας με τη γερακίσια μύτη. «Πιστεύω πως έχω ασφαλίσει το στρατόπεδο».

Έμοιαζε να είναι αλήθεια. Το έδαφος ήταν σπαρμένο πτώματα, όμως μόνο σε λίγα μέρη εντός του κύκλου των αμαξών υπήρχαν άνδρες που πολεμούσαν ακόμα. Ένας θόλος από Αέρα κάλυψε ξαφνικά ολόκληρο το στρατόπεδο, με τον καπνό από τις φωτιές να ανεβαίνει σε μια τρύπα που είχε μείνει ανοιχτή στην κορυφή. Δεν ήταν μια συμπαγής ύφανση από σαϊντίν· ο Ραντ μπορούσε να δει πώς εφάρμοζαν μεταξύ τους οι ξεχωριστές υφάνσεις για να τον σχηματίσουν. Ένα χαλάζι από αστραπή και φωτιά έπεσε σε κείνο το φράγμα και εξερράγη δίχως κίνδυνο. Ο ουρανός έμοιαζε να τριζοβολά και να καίγεται· ο αδιάκοπος βρυχηθμός του γέμιζε τον αέρα. Σισβαϊ’αμάν και Κόρες με πορφυρά πανάκια να κρέμονται από τα μπράτσα τους στέκονταν στο αόρατο γι’ αυτούς τείχος, έχοντας γίνει ένα με τους Μαγενούς και τους Καιρχινούς, που πολλοί ήταν κι αυτοί πεζοί. Από την άλλη μεριά, μια συμπαγής μάζα από Σάιντο κοίταζαν το αόρατο οδόφραγμα που τους εμπόδιζε να φτάσουν τους εχθρούς τους· μερικοί έκαναν να το τρυπήσουν με λόγχες ή εξακοντίζοντας πάνω του το σώμα τους. Οι λόγχες έβρισκαν εμπόδιο, και τα κορμιά αναπηδούσαν προς τα πίσω. Μέσα στο θόλο, οι τελευταίες μάχες σταμάτησαν ενώ ο Ραντ ακόμα κοίταζε. Μπροστά στα μάτια μιας χούφτας από άνδρες και Κόρες που έφεραν το πορφυρό σημάδι, οι αφοπλισμένοι Σάιντο έβγαζαν τα ρούχα τους με απαθή πρόσωπα· αν είχαν συλληφθεί εν μάχη, θα φορούσαν το λευκό των γκαϊ’σάιν για ένα χρόνο και μια μέρα ακόμα κι αν οι Σάιντο με κάποιον τρόπο κατάφερναν να καταλάβουν το στρατόπεδο. Οι Καιρχινοί και οι Μαγενοί πρόσφεραν σκοπούς για μια μεγάλη ομάδα θυμωμένους Προμάχους και Παλικαράκια μαζί με φοβισμένους υπηρέτες· υπήρχαν τόσοι φρουροί όσοι και αιχμάλωτοι. Περίπου δώδεκα Άες Σεντάι είχαν θωρακιστεί από ίσο αριθμό Άσα’μαν που φορούσαν το σπαθί και το Δράκοντα. Οι Άες Σεντάι έδειχναν άρρωστες, φοβισμένες. Ο Ραντ αναγνώρισε τρεις, αν και η Νεσούνε ήταν η μόνη της οποίας το όνομα ήξερε. Δεν αναγνώριζε κανέναν από τους Άσα’μαν δεσμοφύλακές τους. Μερικές από τις γυναίκες που είχε θωρακίσει και ρίξει αναίσθητες ο Ραντ, είχαν μεταφερθεί δίπλα στις άλλες που ήταν αιχμάλωτες, και μερικές είχαν αρχίσει να σαλεύουν, ενώ Αφοσιωμένοι που έφεραν το ασημένιο σπαθί στο κολάρο και στρατιώτες με μαύρα σακάκια χρησιμοποιούσαν το σαϊντίν για να σύρουν κι άλλες στο έδαφος και να τις απλώσουν στην ίδια σειρά. Μερικοί απ’ αυτούς έφεραν από τη συστάδα τις δυο αναίσθητες Άες Σεντάι και τη γυναίκα με το κοκαλιάρικο κορμί· ούρλιαζε ακόμα. Όταν τις έβαλαν με τις άλλες, κάποιες Άες Σεντάι γύρισαν απότομα από την άλλη και έκαναν εμετό.

Υπήρχαν κι άλλες Άες Σεντάι παρούσες, με Πρόμαχους ολόγυρα, που τις παρακολουθούσαν άνδρες με μαύρα σακάκια αν και δεν ήταν θωρακισμένες· αυτές κοίταζαν τους Άσα’μαν με την ανησυχία που τους κοίταζαν και οι άλλες που βρίσκονταν υπό φρούρηση. Κοίταζαν επίσης και τον Ραντ, και προφανώς θα τον πλησίαζαν αν δεν ήταν οι Άσα’μαν. Ο Ραντ τους αντιγύρισε την άγρια ματιά. Η Αλάνα ήταν εκεί· δεν ήταν παραισθήσεις εκείνα στο μυαλό του, λοιπόν. Δεν αναγνώριζε όλες τις συντρόφισσες της, αλλά ήξερε αρκετές. Ήταν συνολικά εννιά. Εννιά. Ξαφνική οργή λυσσομάνησε έξω από το Κενό, και το βουητό μύγας του Λουζ Θέριν δυνάμωσε.

Εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα δεν ξαφνιάστηκε καθόλου βλέποντας τον Πέριν να έρχεται παραπατώντας, με το πρόσωπο και τη γενειάδα μέσα στα αίματα, ακολουθούμενος από τον Λόιαλ που κούτσαινε μ’ ένα πελώριο πέλεκυ, και ένα παλικάρι με αστραφτοβόλα μάτια που θα έμοιαζε με Μάστορα με το λαμπερό κόκκινο σακάκι του, αν και κρατούσε ένα σπαθί, κατακόκκινο από τη μια άκρη ως την άλλη. Ο Ραντ παραλίγο θα γυρνούσε να δει μήπως ήταν πουθενά εκεί γύρω και ο Ματ. Είδε τον Ντομπραίν, πεζό, μ’ ένα σπαθί στο ένα χέρι και το κοντάρι του πορφυρού λάβαρου του Ραντ στο άλλο. Η Ναντέρα πλησίασε τον Πέριν και άφησε το πέπλο της να πέσει, και μαζί της άλλη μια Κόρη την οποία ο Ραντ στην αρχή παραλίγο δεν θα τη γνώριζε. Χάρηκε ξαναβλέποντας τη Σούλιν να φορά καντιν’σόρ.

«Ραντ», είπε με κομμένη την ανάσα ο Πέριν, «δόξα στο Φως που είσαι ακόμα ζωντανός. Θέλαμε να φτιάξεις πύλη για να διαφύγουμε, όμως όλα μπερδεύτηκαν. Ο Ρούαρκ και οι περισσότεροι Αελίτες είναι ακόμα έξω ανάμεσα στους Σάιντο, το ίδιο οι περισσότεροι Μαγενοί και Καιρχινοί, και δεν ξέρω τι απέγιναν οι Διποταμίτες και οι Σοφές. Οι Άες Σεντάι υποτίθεται πως θα έμεναν μαζί τους, αλλά...» Ακούμπησε την κεφαλή του πέλεκυ στο χώμα και έγειρε στο κοντάρι λαχανιασμένος· έδειχνε ότι ίσως σωριαζόταν χωρίς αυτό το στήριγμα.

Μπροστά στο φράγμα εμφανίστηκαν έφιπποι άνδρες, όπως επίσης και Αελίτες με πορφυρό κεφαλόδεσμο και Κόρες με πορφυρά πανιά να κρέμονται από τα μπράτσα τους. Το φράγμα τους κρατούσε κι αυτούς απ’ έξω. Όπου εμφανίζονταν, οι Σάιντο χιμούσαν πάνω τους και τους κατάπιναν.

«Κατέβασε το θόλο», διέταξε ο Ραντ. Ο Πέριν, κάτι παράξενο, αναστέναξε με ανακούφιση, Τι νόμιζε, ότι ο Ραντ θα άφηνε τους δικούς του ανθρώπους να σφαγιαστούν; Όμως αναστέναξε και ο Λόιαλ επίσης. Μα το Φως, τι γνώμη είχαν γι’ αυτόν; Η Μιν έτριψε την πλάτη του, μουρμουρίζοντας παρηγορητικά μέσα από τα δόντια της. Για κάποιο λόγο, ο Πέριν της έριξε μια ξαφνιασμένη ματιά.

Ο Τάιμ μπορεί να είχε δοκιμάσει έκπληξη, αλλά όχι πάντως ανακούφιση. «Άρχοντα Δράκοντα», είπε με τεταμένη φωνή, «θα έλεγα ότι υπάρχουν ακόμα αρκετές εκατοντάδες γυναίκες του Σάιντο εκεί έξω, που κάποιες απ’ αυτές δεν είναι καθόλου αμελητέες, όπως φαίνεται. Για να μην αναφέρω μερικές χιλιάδες Σάιντο με λόγχες. Αν δεν θέλεις να μάθεις στ’ αλήθεια αν είσαι αθάνατος, προτείνω να περιμένουμε μερικές ώρες ώσπου να μάθουμε το μέρος αρκετά καλά ώστε να ανοίξουμε πύλες με κάποια βεβαιότητα για το πού θα βγάλουν, και ύστερα να φύγουμε. Οι μάχες έχουν απώλειες. Έχασα αρκετούς καλούς στρατιώτες σήμερα, εννιά άνδρες που θα είναι πιο δύσκολο να αντικατασταθούν απ’ όσο θα ήταν να αντικατασταθεί ο όποιος αριθμός άτακτων Αελιτών. Όποιος πεθάνει εκεί έξω, θα πεθάνει για τον Αναγεννημένο Δράκοντα». Αν είχε προσέξει τη Ναντέρα ή τη Σούλιν, ίσως μαλάκωνε λιγάκι τον τόνο του και ίσως διάλεγε τα λόγια του με περισσότερη προσοχή. Τα δάχτυλά τους πετάρισαν με χειρομιλία· έδειχναν έτοιμες να τον σκοτώσουν επιτόπου.

Ο Πέριν σηκώθηκε όρθιος, στυλώνοντας τα κίτρινα μάτια του στον Ραντ, σθεναρός και ανήσυχος μαζί. «Ραντ, ακόμα κι αν ο Ντάνιλ και οι Σοφές έμειναν πίσω όπως ήταν ορισμένο, δεν θα φύγουν όσο βλέπουν αυτό το πράγμα». Έδειξε το θόλο από πάνω του, όπου η φωτιά και οι αστραπές σχημάτιζαν ένα συνεχές φύλλο φωτός. «Αν καθίσουμε ώρες εδώ, οι Σάιντο κάποια στιγμή θα στραφούν εναντίον τους, αν δεν το έχουν ήδη κάνει. Μα το Φως, Ραντ! Ο Νταν και ο Μπαν και ο Γουίλ και ο Τελ... Είναι εκεί έξω η Άμυς, και η Σούλιν, και...! Που να καείς, Ραντ, ήδη έχουν σκοτωθεί περισσότεροι για σένα απ’ ό,τι ξέρεις!» Ο Πέριν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τουλάχιστον άσε με να βγω έξω. Αν μπορέσω να φτάσω ως εκεί, θα τους πω ότι ζεις και ότι μπορούν να υποχωρήσουν πριν σκοτωθούν».

«Οι δυο μας θα ξεγλιστρήσουμε», είπε ήσυχα ο Λόιαλ, ζυγιάζοντας τον πελώριο πέλεκύ του. «Δύο άτομα θα έχουν περισσότερες πιθανότητες». Ο Μάστορας απλώς χαμογέλασε, μα με ενθουσιασμό σχεδόν.

«Θα πω να ανοίξουν ένα σημείο στο φράγμα», άρχισε να λέει ο Τάιμ, όμως ο Ραντ τον διέκοψε απότομα.

«Όχι!» Όχι για τους ανθρώπους από τους Δύο Ποταμούς. Δεν μπορούσε δείξει ότι ανησυχούσε γι’ αυτούς περισσότερο απ’ όσο για τις Σοφές. Η αλήθεια ήταν ότι έπρεπε να δείξει πως ανησυχούσε λιγότερο. Ήταν εκεί έξω η Άμυς; Οι Σοφές δεν έπαιρναν ποτέ μέρος στη μάχη· βάδιζαν απείραχτες ανάμεσα σε μάχες και βεντέτες. Είχαν καταπατήσει το έθιμο τους, αν όχι το νόμο τους, ερχόμενες γι’ αυτόν. Ήταν εξίσου απρόθυμος να ξαναστείλει τον Πέριν σε κείνο το χαμό όσο και να τις εγκαταλείψει. Αλλά δεν θα το έκανε για τις Σοφές ή για τον κόσμο από τους Δύο Ποταμούς. «Η Σεβάνα θέλει το κεφάλι μου, Τάιμ. Φαίνεται νόμισε ότι μπορούσε να το αποκτήσει σήμερα». Η δίχως συναισθήματα χροιά που έδινε το Κενό στη φωνή του ήταν πολύ ταιριαστή. Έκανε τη Μιν να ανησυχεί, όμως, η οποία το χάιδευε την πλάτη σαν να ήθελε να τον ηρεμήσει. «Θα της δείξω το σφάλμα της. Σου είπα να φτιάξεις όπλα, Τάιμ. Δείξε μου πόσο θανατηφόρα είναι. Διέλυσε τους Σάιντο. Τσάκισε τους».

«Όπως προστάζεις». Αν ο Τάιμ ήταν παγωμένος πριν, τώρα ήταν σωστή πέτρα.

«Σήκωσε το λάβαρό μου να το βλέπουν όλοι», πρόσταξε ο Ραντ. Τουλάχιστον αυτό θα έλεγε σε όλους εκεί έξω σε ποιου τα χέρια ήταν το στρατόπεδο. Ίσως οι Σοφές και οι Διποταμίτες να οπισθοχωρούσαν όταν το έβλεπαν.

Τα αυτιά του Λόιαλ σάλεψαν ανήσυχα και ο Πέριν άρπαξε τον Ραντ από το μπράτσο καθώς ο Τάιμ απομακρυνόταν. «Ραντ, είδα τι κάνουν. Είναι...» Παρά το ματωμένο πρόσωπό του και το ματωμένο πέλεκυ του, φαινόταν αηδιασμένος.

«Τι θα ήθελες να κάνω;» απαίτησε να μάθει ο Ραντ. «Τι άλλο μπορώ να κάνω;»

Το χέρι του Πέριν έπεσε, κι αυτός αναστέναξε. «Δεν ξέρω. Αλλά δεν είμαι υποχρεωμένος να μου αρέσει».

«Γκρέηντυ, ύψωσε το Λάβαρο του Φωτός!» φώναξε ο Τάιμ, και η Δύναμη έκανε τη φωνή του να μπουμπουνίσει. Με ροές Αέρα, ο Τζουρ Γκρέηντυ πήρε το πορφυρό λάβαρο από το χέρι του έκπληκτου Ντομπραίν και το ύψωσε ψηλά μέσα από την τρύπα βάζοντάς το στην κορυφή του θόλου. Φωτιά ξέσπασε γύρω του και αστραπές έπεσαν καθώς το αστραφτερό πορφυρό χρώμα υψωνόταν ανάμεσα από τα σύννεφα καπνού των φλεγόμενων αμαξών. Ο Ραντ αναγνώρισε μερικούς από τους άνδρες με τα μαύρα σακάκια, αλλά ήξερε λίγα ονόματα εκτός από του Τζουρ. Τον Ντάμερ και τον Φέντγουιν και τον Έμπερ, τον Τζάχαρ και τον Τόρβιλ· απ’ αυτούς, μόνο ο Τόρβιλ φορούσε τον Δράκοντα στο κολάρο.

«Άσα’μαν, σχηματίστε γραμμή μάχης!» μπουμπούνισε ο Τάιμ.

Άνδρες με μαύρα σακάκια όρμηξαν για να πάρουν θέση ανάμεσα στο φράγμα και σε όλους τους άλλους, όλοι εκτός από τον Τζουρ και εκείνους που παρακολουθούσαν τις Άες Σεντάι. Με εξαίρεση τη Νεσούνε, που κοίταζε με προσοχή τα πάντα, οι αδελφές του Πύργου είχαν πέσει αποκαρδιωμένες στα γόνατα και ούτε που κοίταζαν τους άνδρες που τις κρατούσαν θωρακισμένες, ενώ ακόμα και η Νεσούνε έδειχνε ότι ήθελε να κάνει εμετό. Οι περισσότερες της ομάδας του Σαλιντάρ κοίταζαν ψυχρά τους Άσα’μαν που τις φρουρούσαν, αν και μερικές φορές έστρεφαν εκείνα τα παγωμένα βλέμματα στον Ραντ. Η Αλάνα κοίταζε μόνο τον Ραντ. Αυτός συνειδητοποίησε ότι το δέρμα του τον γαργαλούσε ανεπαίσθητα· για να το νιώθει από αυτή την απόσταση, πρέπει όλες να είχαν αγκαλιάσει το σαϊντάρ. Ευχήθηκε να είχαν αρκετό μυαλό για να μην διαβιβάσουν· οι άνδρες που τις φρουρούσαν ήταν ξέχειλοι από σαϊντίν και έδειχναν να έχουν την ένταση που είχαν οι Πρόμαχοι που άγγιζαν τα σπαθιά τους.

«Άσα’μαν, σηκώστε δύο απλωσιές το φράγμα!» Με την προσταγή του Τάιμ, οι άκρες του θόλου σηκώθηκαν περιμετρικά. Οι έκπληκτοι Σάιντο που πίεζαν αυτό που δεν μπορούσαν να δουν έπεσαν προς τα μπρος. Συνήρθαν αμέσως, μια μάζα με μαύρα πέπλα που χίμηξε μπροστά, όμως πρόφτασαν να κάνουν μόνο ένα βήμα πριν την επόμενη φωνή του Τάιμ. «Άσα’μαν, σκοτώστε!»

Η πρώτη σειρά των Σάιντο εξερράγη. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να το περιγράψεις. Οι μορφές που φορούσαν καντιν’σόρ διαλύονταν με πίδακες αίματος και σάρκας. Οι ροές του σαϊντίν μπήκαν μέσα σε κείνη την πυκνή αχλύ, χόρεψαν από μορφή σε μορφή εν ριπή οφθαλμού, και πέθανε και η δεύτερη σειρά των Σάιντο, κι ύστερα η επόμενη, και η μεθεπόμενη, λες και χώνονταν μέσα σε μια πελώρια κρεατομηχανή. Βλέποντας τη σφαγή, ο Ραντ ξεροκατάπιε. Ο Πέριν έσκυψε για να αδειάσει το στομάχι του, και ο Ραντ τον καταλάβαινε. Άλλη μια σειρά Σάιντο πέθαναν. Η Ναντέρα έκρυψε τα μάτια ης με το χέρι και η Σούλιν γύρισε την πλάτη. Τα ματωμένα απομεινάρια των ανθρώπινων όντων σχημάτιζαν σιγά-σιγά ένα τείχος.

Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτό. Ανάμεσα σε μια έκρηξη θανάτου και την επόμενη, οι Σάιντο που ήταν μπροστά άρχισαν ξαφνικά να παλεύουν για να κάνουν πίσω, πέφτοντας με βία στη μάζα που χιμούσε μπροστά. Το μπερδεμένο κουβάρι διαλύθηκε και όλοι υποχώρησαν. Ή μάλλον το έβαλαν στα πόδια. Η βροχή της φωτιάς και των αστραπών που έπεφτε στο θόλο καταλάγιασε.

«Άσα’μαν», αντήχησε η φωνή του Τάιμ, «κυλιόμενος δακτύλιος Γης και Φωτιά!»

Κάτω από τα πόδια των Σάιντο που ήταν πιο κοντά στις άμαξες το έδαφος ξαφνικά ξέσπασε με σιντριβάνια φωτιάς και χώματος, τινάζοντας άνδρες προς κάθε κατεύθυνση. Ενώ τα κορμιά ήταν ακόμα στον αέρα, κι άλλοι πύρινοι πίδακες όρμηξαν από το έδαφος, κι ακόμα περισσότεροι, σχηματίζοντας έναν επεκτεινόμενο κύκλο ολόγυρα από τις άμαξες, κυνηγώντας τους Σάιντο πενήντα βήματα, εκατό, διακόσια. Το μόνο που υπήρχε εκεί πέρα τώρα ήταν ο πανικός και ο θάνατος. Οι Σάιντο πέταξαν ασπίδες και λόγχες. Ο θόλος από πάνω ήταν καθαρός με εξαίρεση τον καπνό που υψωνόταν από τις φλεγόμενες άμαξες.

«Σταμάτα!» Ο βρυχηθμός των εκρήξεων κατάπιε τη φωνή του Ραντ με την ευκολία που κατάπινε τις κραυγές των ανδρών. Ύφανε τις ροές που είχε χρησιμοποιήσει ο Τάιμ. «Σταμάτα το, Τάιμ!» Η φωνή του έπεσε παντού σαν βροντή.

Αλλος ένας δακτύλιος εκρήξεων εμφανίστηκε, και ο Τάιμ φώναξε, «Άσα’μαν, ανάπαυση!»

Για μια στιγμή μια εκκωφαντική σιωπή απλώθηκε στον αέρα. Τα αυτιά του Ραντ κουδούνιζαν. Κι ύστερα μπόρεσε να ακούσει κραυγές και βογκητά. Οι τραυματισμένοι σάλευαν ανάμεσα στους σωρούς των νεκρών. Και πιο πέρα οι Σάιντο έτρεχαν, αφήνοντας πίσω σκόρπιες ομάδες από σισβαϊ’αμάν και Κόρες με κόκκινα πανιά στα μπράτσα, Καιρχινούς και Μαγενούς, που μερικοί ήταν ακόμα στα άλογά τους. Αυτοί σχεδόν διστακτικά άρχισαν να πλησιάζουν τις άμαξες, ενώ μερικοί Αελίτες κατέβαζαν τα πέπλα τους. Με τη Δύναμη να δυναμώνει την όραση του, ο Ραντ διέκρινε τον Ρούαρκ, που κούτσαινε και το ένα χέρι του κρεμόταν σαν παράλυτο, μα ήταν όρθιος. Και πιο πέρα, υπήρχε μια μεγάλη ομάδα γυναικών με φαρδιά σκούρα φουστάνια και ανοιχτόχρωμες μπλούζες, που τις συνόδευαν άνδρες με σακάκια των Δύο Ποταμών που κρατούσαν μεγάλα τόξα. Ήταν τόσο μακριά που ο Ραντ δεν διέκρινε πρόσωπα, αλλά από τον τρόπο που οι Διποταμίτες ατένιζαν τους Σάιντο που το έσκαγαν, φαινόταν πως ήταν κι αυτοί αποσβολωμένοι.

Μια μεγάλη αίσθηση ανακούφισης πλημμύρισε τον Ραντ, αν και όχι τόσο μεγάλη που να σταματήσει το μακρινό ανακάτωμα στο στομάχι του. Η Μιν είχε κολλήσει το πρόσωπό της στο πουκάμισο του· έκλαιγε σιγανά. Της έσιαξε τα μαλλιά. «Άσα’μαν», είπε, και δεν ήταν ποτέ τόσο χαρούμενος που το Κενό έδιωχνε τα συναισθήματα από τη φωνή του, «τα πήγατε πολύ καλά. Σε συγχαίρω, Τάιμ». Γύρισε από την άλλη για να μη βλέπει πια το μακελειό, σχεδόν χωρίς να ακούει τις κραυγές «Άρχοντα Δράκοντα!» και «Άσα’μαν!» που ακούστηκαν βροντερές από τους άνδρες με τα μαύρα σακάκια.

Όταν ξαναγύρισε, είδε τις Άες Σεντάι. Η Μεράνα ήταν μακριά, τελευταία, όμως η Αλάνα στεκόταν σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο μπροστά του πλάι σε δύο Άες Σεντάι τις οποίες ο Ραντ δεν αναγνώρισε.

«Καλά τα πήγες», είπε μια από τις δύο, εκείνη με το τετράγωνο πρόσωπο. Μια αγρότισσα, με αγέραστο πρόσωπο και βλέμμα που μόλις κατάφερνε να διατηρήσει τη γαλήνη του, χωρίς να δίνει σημασία στους Άσα’μαν γύρω της. Ή έτσι έδειχνε. «Είμαι η Μπέρα Χάρκιν, κι αυτή είναι η Κιρούνα Νάτσιμαν. Ήρθαμε για να σε σώσουμε —με τη συνδρομή της Αλάνα—» κρίνοντας από το ξαφνικό συνοφρύωμα της Αλάνα, αυτό το είχε προσθέσει μόλις τώρα, «αν και φαίνεται πως δεν μας έχεις μεγάλη ανάγκη. Πάντως, οι προθέσεις μετράνε, και—»

«Η θέση σας είναι μαζί τους», είπε ο Ραντ, δείχνοντας τις Άες Σεντάι που ήταν θωρακισμένες και υπό φρούρηση. Το βουητό του Λουζ Θέριν δυνάμωσε, όμως ο Ραντ αρνήθηκε να τον ακούσει. Δεν είχε τώρα χρόνο για παράφρονα μανιάσματα.

Η Κιρούνα όρθωσε το κορμί περήφανα. Ό,τι κι αν ήταν, δεν ήταν πάντως αγρότισσα. «Ξεχνάς ποιες είμαστε. Μπορεί να σε κακομεταχειρίστηκαν, αλλά εμείς—»

«Δεν ξεχνάω τίποτα, Άες Σεντάι», είπε ψυχρά ο Ραντ. «Είπα ότι μπορούν να έρθουν έξι, αλλά μετρώ εννιά. Είπα ότι θα ήσασταν σε κοινή μοίρα με τις απεσταλμένες του Πύργου, και επειδή έφερες εννιά, έτσι θα γίνει. Εκείνες είναι γονατισμένες, Άες Σεντάι. Γονάτισε!»

Ψυχρά, γαλήνια πρόσωπα τον κοίταξαν. Ο Ραντ ένιωσε τους Άσα’μαν να ετοιμάζουν ασπίδες από Πνεύμα. Μια μαχητική έκφραση φάνηκε στο πρόσωπο της Κιρούνα, της Μπέρα, των άλλων. Είκοσι τέσσερις άνδρες με μαύρα σακάκια σχημάτισαν κύκλο γύρω από τον Ραντ και τις Άες Σεντάι.

Ο Τάιμ πήρε μια έκφραση που ήταν ό,τι πιο κοντινή σε χαμόγελο είχε δει πάνω του ο Ραντ. «Γονατίστε και δώστε όρκο στον Άρχοντα Δράκοντα», είπε μαλακά, «αλλιώς θα σας κάνουμε να γονατίσετε».

Όπως συνηθίζεται με τις ιστορίες, κι αυτή διαδόθηκε, στην Καιρχίν και βόρεια και νότια, από καραβάνια εμπόρων και πραματευτές και απλούς ταξιδιώτες που φλυαρούσαν στα πανδοχεία. Όπως συνηθίζεται με τις ιστορίες, κι αυτή άλλαζε με κάθε αφήγησή της. Οι Αελίτες είχαν στραφεί εναντίον του Άρχοντα Δράκοντα και τον είχαν σκοτώσει, στα Πηγάδια του Ντουμάι ή κάπου αλλού. Όχι, οι Άες Σεντάι είχαν σώσει τον Ραντ αλ’Θόρ. Οι Άες Σεντάι ήταν εκείνες που τον είχαν σκοτώσει — όχι, τον είχαν ειρηνέψει — όχι, τον είχαν πάει στην Ταρ Βάλον όπου κείτονταν σε ένα μπουντρούμι κάτω από το Λευκό Πύργο. Ή διαφορετικά ήταν η Έδρα της Άμερλιν αυτοπροσώπως που είχε γονατίσει μπροστά του. Κάτι το ασυνήθιστο για τις ιστορίες, συχνά αυτό που γινόταν πιο συχνά πιστευτό ήταν κάτι που απείχε ελάχιστα από την αλήθεια.

Μια μέρα φωτιάς και αίματος, ένα κουρελιασμένο λάβαρο κυμάτιζε πάνω από τα Πηγάδια του Ντουμάι, με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι.

Μια μέρα φωτιάς και αίματος και της Μίας Δύναμης, όπως είχε αφήσει να εννοηθεί η προφητεία, ο ακηλίδωτος πύργος, τσακισμένος, γονάτισε στο ξεχασμένο σημάδι.

Οι πρώτες εννιά Άες Σεντάι έδωσαν όρκο υποταγής στον Αναγεννημένο Δράκοντα, και ο κόσμος άλλαξε για πάντα.

Загрузка...