34 Ταξίδι στο Σαλιντάρ

Η Εγκουέν ένιψε το πρόσωπό της. Δυο φορές. Ύστερα βρήκε τα σακίδια της σέλας της και τα γέμισε. Έβαλε μέσα τη φιλντισένια χτένα της, τη βούρτσα και τον καθρέφτη της, και μετά τα σύνεργα ραπτικής της —ένα μικρό στολισμένο επίχρυσο κουτάκι, το οποίο κάποτε πρέπει να έκρυβε τα πετράδια κάποιας αρχόντισσας— κι ένα σαπουνάκι με άρωμα τριαντάφυλλου και καθαρές κάλτσες και μισοφόρια και μαντίλια και πλήθος άλλα πράγματα, ώσπου τα δερμάτινα πλαϊνά πρήστηκαν και σχεδόν δεν μπορούσε να κλείσει τα σακίδια. Είχαν μείνει αρκετά φορέματα και μανδύες κι ένα Αελίτικο επώμιο, με τα οποία έκανε ένα δεματάκι και το έδεσε με ένα κορδόνι. Όταν τελείωσε, κοίταξε τριγύρω μήπως υπήρχε κάτι άλλο που ήθελε να πάρει. Όλα ήταν δικά της. Της είχαν χαρίσει ακόμα και τη σκηνή, αλλά ήταν ογκώδης, όπως επίσης τα χαλιά και τα μαξιλαράκια. Το κρυστάλλινο λαβομάνο της ήταν πανέμορφο και τόσο βαρύ. Το ίδιο και τα σεντούκια, αν κι αρκετά είχαν πανέμορφα δουλεμένα λουριά κι υπέροχα σκαλίσματα.

Μόνο τότε, ενώ σκεφτόταν, αν ήταν δυνατόν, τα σεντούκια, συνειδητοποίησε ότι προσπαθούσε να αναβάλει το πιο δύσκολο σημείο της προετοιμασίας. «Κουράγιο», είπε ξερά. «Καρδιά Αελίτισσας».

Αποδείχθηκε ότι μπορούσε να φορέσει τις κάλτσες χωρίς να καθίσει κάτω, αν δεν την πείραζε λίγο χοροπηδητό. Ύστερα έβαλε γερά παπούτσια, ό,τι έπρεπε για μεγάλη πεζοπορία, κι ένα μεταξωτό μισοφόρι, λευκό κι απαλό. Μετά φόρεσε το σκουροπράσινο φόρεμα ιππασίας, με τη στενή, σχιστή φούστα του. Αυτό δυστυχώς κολλούσε στους γοφούς της, αποτελώντας μια περιττή υπενθύμιση για το ότι για ένα διάστημα δεν θα μπορούσε να καθίσει.

Δεν υπήρχε λόγος να βγει έξω. Η Μπάιρ κι η Άμυς τώρα πρέπει να ήταν στις σκηνές τους, όμως δεν ήθελε να ρισκάρει το ενδεχόμενο να τη δουν να το κάνει. Θα ήταν σαν να τις χαστούκιζε. Αρκεί να πετύχαινε. Αν όχι, τότε είχε μεγάλο δρόμο μπροστά της.

Τρίβοντας νευρικά τα δάχτυλα στις παλάμες της, αγκάλιασε το σαϊντάρ, το άφησε να τη γεμίσει. Και σάλεψε τα πόδια της. Το σαϊντάρ σού πρόσφερε πιο έντονη επίγνωση των πάντων, συμπεριλαμβανομένου και του σώματος σου, κάτι που θα προτιμούσε να μη συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Όταν δοκίμαζες κάτι καινούριο, κάτι που ίσως να μην είχε επιχειρήσει ποτέ ξανά άλλος, έπρεπε να προχωρήσεις αργά και προσεκτικά, όμως για μια φορά η Εγκουέν ήθελε να παρατήσει τη Δύναμη. Διαβίβασε γοργά, ροές Πνεύματος υφασμένες με τον πρέποντα τρόπο.

Ο αέρας τρεμούλιασε στο κέντρο της σκηνής κατά μήκος της ύφανσής της, κουκουλώνοντας την απέναντι πλευρά με μια αχλύ. Αν η Εγκουέν είχε δίκιο, τότε μόλις είχε δημιουργήσει ένα μέρος όπου το εσωτερικό της σκηνής της ήταν τόσο όμοιο με την αντανάκλασή του στον Τελ’αράν’ριοντ, ώστε δεν υπήρχε καμία διαφορά εκεί. Το ένα ήταν το άλλο. Αλλά υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να βεβαιωθεί.

Έριξε τα σακίδια της σέλας στον ώμο της, πήρε το δεματάκι παραμάσχαλα και δρασκέλισε την ύφανση, κι ύστερα άφησε το σαϊντάρ.

Ήταν στον Τελ’αράν’ριοντ. Για να το καταλάβει, αρκούσε το γεγονός ότι οι λάμπες, που πριν ήταν αναμμένες, τώρα πια δεν έκαιγαν, όμως υπήρχε κάποιο είδος φωτός. Τα πράγματα μετακινούνταν από τη μια ματιά μέχρι την επόμενη, το λαβομάνο, το σεντούκι. Βρισκόταν στον Τελ’αράν’ριοντ εν σώματι. Δεν ένιωθε διαφορετικά απ’ όταν ερχόταν μέσα στο όνειρο.

Βγήκε έξω. Ένα σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι έλουζε με το φως του τις σκηνές όπου δεν έκαιγαν φωτιές και δεν σάλευε κανείς, και μια Καιρχίν που έμοιαζε παράξενα απόμακρη και σαβανωμένη στη σκιά. Το μόνο που έμενε ήταν το πρόβλημα του πώς θα έφτανε στο Σαλιντάρ. Το είχε συλλογιστεί. Πολλά εξαρτώνταν από το αν είχε τόσον έλεγχο στη σάρκα της όσο κι όταν ήταν μέρος του Κόσμου των Ονείρων.

Έβαλε σταθερά στο μυαλό της τι θα έβρισκε, έκανε το γύρο της σκηνής — και χαμογέλασε. Εκεί στεκόταν η Μπέλα, η κοντή, δασύτριχη φοράδα με την οποία είχε φύγει από τους Δύο Ποταμούς πριν από μια ολόκληρη ζωή. Ήταν απλώς μια ονειρική Μπέλα, όμως το στιβαρό ζώο τίναξε τη μουσούδα και χρεμέτισε βλέποντάς την.

Η Εγκουέν έριξε κάτω τα πράγματά της κι αγκάλιασε το κεφάλι του αλόγου. «Κι εγώ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω», ψιθύρισε. Το σκούρο υγρό μάτι που την κοίταζε ήταν το μάτι της Μπέλα, είτε έμοιαζε με καθρέφτισμα είτε όχι.

Η Μπέλα είχε τη σέλα με την ψηλή ράχη που είχε φανταστεί η Εγκουέν. Συνήθως ήταν βολική για μεγάλα ταξίδια, αλλά δεν ήταν μαλακή. Το κοίταξε θορυβημένη, κι ύστερα μια σκέψη της πέρασε από το νου. Μπορούσες να αλλάξεις τα πάντα στον Τελ’αράν’ριοντ αν ήξερες πώς, ακόμα και τον εαυτό σου. Αφού είχε αρκετό έλεγχο για να κάνει την Μπέλα να εμφανιστεί, ενώ βρισκόταν εκεί εν σώματι... Εστίασε την προσοχή της στον εαυτό της.

Χαμογελώντας, στερέωσε τα σακίδια και το μπογαλάκι της πίσω από τη σέλα, ανέβηκε κι η ίδια και βολεύτηκε για να νιώθει άνετα. «Δεν κλέβω», είπε στη φοράδα. «Δεν θα περίμεναν να κάνω έτσι τόσο δρόμο ως το Σαλιντάρ». Τώρα που το σκεφτόταν όμως, ίσως αυτό ακριβώς να περίμεναν απ’ αυτήν. Εν πάση περιπτώσει, μπορεί να είχε Αελίτικη καρδιά, μα υπήρχαν κι όρια. Έστριψε την Μπέλα και χτύπησε απαλά με τις φτέρνες τα πλευρά της φοράδας. «Πρέπει να πάω όσο πιο γρήγορα γίνεται, γι’ αυτό πρέπει να τρέξεις σαν τον άνεμο».

Πριν προλάβει να χαχανίσει με την εικόνα που της είχε έρθει στο νου, την παχουλή Μπέλα να χιμά σαν άνεμος, η φοράδα έκανε αυτό ακριβώς. Το τοπίο θόλωσε, καθώς περνούσε αστραπιαία από δίπλα τους. Η Εγκουέν για μια στιγμή πιάστηκε από το μπροστάρι της σέλας, με το στόμα της ορθάνοιχτο. Κάθε βήμα της Μπέλα έμοιαζε να τις μεταφέρει μίλια ολόκληρα. Με το πρώτο βήμα, η Εγκουέν είχε μόνο μια στιγμή για να καταλάβει ότι βρίσκονταν στην όχθη του ποταμού κάτω από την πόλη, με πλοία να πλέουν στα σκοτεινά νερά ανάμεσα στις πινελιές του σεληνόφωτος, κι όταν προσπάθησε να τραβήξει τα γκέμια για να εμποδίσει την Μπέλα να βουτήξει στο ποτάμι κατακέφαλα, ένα άλλο βήμα τις πήγε στους λόφους με τις συστάδες των δένδρων.

Η Εγκουέν έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε. Ήταν υπέροχο! Με εξαίρεση τη θολούρα, δεν υπήρχε πραγματικά η αίσθηση της ταχύτητας· τα μαλλιά της παρασύρθηκαν μόνο για μια φευγαλέα στιγμούλα πίσω από τον αέρα και μετά εκείνη η ορμητική πορεία σταμάτησε, για να επαναληφθεί μια στιγμή μετά. Ο βηματισμός της Μπέλα έδινε την ίδια βαριά αίσθηση των δρασκελισμών που θυμόταν η Εγκουέν, όμως το ξαφνικό άλμα των πάντων γύρω της ήταν ευφορικό· τη μια στιγμή υπήρχε ο δρόμος ενός χωριού, βουβός μέσα στη φεγγαρόλουστη σκοτεινιά του, ύστερα ήταν μια δημοσιά που ελισσόταν ανάμεσα σε λόφους, μετά ένα λιβάδι με σανό που έφτανε σχεδόν τους ώμους της Μπέλα. Η Εγκουέν κοντοστεκόταν αραιά και πού για να προσανατολιστεί —κάτι πανεύκολο με τον θαυμάσιο εκείνο χάρτη στο κεφάλι της, εκείνον που είχε κάνει η γυναίκα με το όνομα της Σιουάν— ενώ το υπόλοιπο διάστημα άφηνε τη Μπέλα να καλπάζει. Χωριά και κωμοπόλεις εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν μέσα στη θολούρα, πόλεις λαμπρές -για μια ήταν σίγουρη πως ήταν το Κάεμλυν, με τείχη ασημόλευκα μέσα στη νυχτιά— και μια φορά, σε δασώδεις λόφους, το κεφάλι κι οι ώμοι ενός πελώριου αγάλματος που ξεπρόβαλλε από τη γη, απομεινάρι κάποιας χώρας χαμένης στην ιστορία, το οποίο εμφανίστηκε τόσο ξαφνικά στο πλάι της Μπέλα με μια φαγωμένη από τον καιρό γκριμάτσα, ώστε η Εγκουέν λίγο έλειψε να τσιρίξει, και μετά χάθηκε πριν η τσιρίδα προλάβει να ακουστεί. Το φεγγάρι δεν κινούταν καθόλου μεταξύ των αλμάτων, κι ελάχιστα καθώς προχωρούσαν. Μια-δυο μέρες για να φτάσει στο Σαλιντάρ; Έτσι είχε πει η Σέριαμ. Οι Σοφές είχαν δίκιο. Τόσον καιρό πίστευαν όλοι πως οι Άες Σεντάι ήξεραν τα πάντα, που το είχαν πιστέψει κι οι Άες Σεντάι. Απόψε θα αποδείκνυε ότι έκαναν λάθος, αλλά πιθανότατα δεν θα αντιλαμβάνονταν ότι το είχε αποδείξει. Αυτές ήξεραν.

Ύστερα από ώρα, όταν ήταν σίγουρη ότι ήταν βαθιά στην Αλτάρα, έβαλε την Μπέλα να κάνει μικρότερα άλματα, της τραβούσε τα γκέμια πιο συχνά, κι ακόμα μερικές φορές κάλπαζε φυσιολογικά, ειδικά όταν υπήρχε κανένα χωριό εκεί κοντά. Μερικές φορές τα πανδοχεία που τα κουκούλωνε η νύχτα είχαν ταμπέλες που έλεγαν ποιο χωριό ήταν, το Μαρέλα ή το Πανδοχείο της Πηγής Ιόνιν, και το φεγγαρόφωτο συνέβαλλε στην παράξενη αίσθηση του φωτός στον Τελ’αράν’ριοντ και τη βοηθούσε να τις διαβάζει. Λίγο-λίγο, βεβαιώθηκε πού βρισκόταν σε σχέση με το Σαλιντάρ κι άρχισε να κάνει ακόμα μικρότερα άλματα, κι ύστερα τα σταμάτησε οριστικά, αφήνοντας την Μπέλα να καλπάσει φυσιολογικά μέσα στο δάσος όπου τα ψηλά δένδρα κι η ξηρασία είχαν εξοντώσει την κοντύτερη βλάστηση.

Ακόμα κι έτσι, η Εγκουέν ξαφνιάστηκε όταν εμφανίστηκε ξαφνικά ένα μεγάλο χωριό, σιωπηλό και σκοτεινό στο σεληνόφως. Πρέπει, όμως, να ήταν το σωστό μέρος.

Εκεί που άρχιζαν τα πέτρινα σπίτια με τις καλαμοσκεπές, ξεπέζεψε και πήρε τα υπάρχοντά της. Ήταν αργά, αλλά στον ξυπνητό κόσμο ίσως να κυκλοφορούσαν ακόμα άνθρωποι. Δεν υπήρχε λόγος να τους ξαφνιάσει εμφανιζόμενη από το πουθενά. Αν την έβλεπε καμιά Άες Σεντάι και παρεξηγούσε το τι ήταν, ίσως να μην προλάβαινε να απευθυνθεί στην Αίθουσα.

«Έτρεξες σαν τον άνεμο», μουρμούρισε, χαϊδεύοντας την Μπέλα για μια τελευταία φορά. «Μακάρι να μπορούσα να σε πάρω μαζί μου». Αυτή ήταν μια περιττή φαντασίωση. Ό,τι έφτιαχνες στον Τελ’αράν’ριοντ, μπορούσε να υπάρξει μονάχα εκεί. Στο κάτω-κάτω, αυτή δεν ήταν η πραγματική Μπέλα. Πάντως, η Εγκουέν ένιωσε έναν νυγμό τύψης καθώς γυρνούσε την πλάτη —δεν θα έπαυε να φαντάζεται την Μπέλα· ας συνέχιζε να υπάρχει όσο μπορούσε— κι ύφανε το τρεμουλιαστό παραπέτασμα του Πνεύματος. Με το κεφάλι ψηλά, το δρασκέλισε, έτοιμη να αντιμετωπίσει με την Αελίτικη καρδιά της ό,τι έβρισκε.

Έκανε ένα βήμα και σταμάτησε επιτόπου, αφήνοντας να βγει ένα κοφτό «Ωχ!» με τα μάτια διάπλατα. Οι αλλαγές που είχε κάνει στον Τελ’αράν’ριοντ εδώ ήταν εξίσου ανύπαρκτες με την Μπέλα. Οι φλόγες επέστρεψαν με φούρια, και μαζί τους ένιωσε σαν να της μιλούσε η Σορίλεα. Αν αλλάξεις αυτό που έκανες για να ξεπληρώσεις το τοχ σου και το κάνεις σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ, τότε ξεπλήρωσες στ’ αλήθεια το τοχ; Μην ξεχνάς την Αελίτικη καρδιά σου, κοπέλα μου.

Ναι. Δεν θα την ξεχνούσε. Είχε έρθει εδώ για να δώσει μάχη, είτε το ήξεραν οι Άες Σεντάι είτε όχι, έτοιμη να πολεμήσει για το δικαίωμα της να είναι Άες Σεντάι, έτοιμη να αντιμετωπίσει... Μα το Φως, τι;

Υπήρχαν άνθρωποι στους δρόμους, κάτι λίγοι που προχωρούσαν ανάμεσα στα σπίτια, εκεί τα φωτισμένα παράθυρα έχυναν λιμνούλες φωτός. Περπατώντας με κάποια προσοχή, η Εγκουέν πλησίασε μια νευρώδη γυναίκα με λευκή πόδια και ταλαιπωρημένο ύφος. «Με συγχωρείτε. Το όνομά μου είναι Εγκουέν αλ’Βέρ. Είμαι Αποδεχθείσα» —η γυναίκα έριξε μια έντονη ματιά στο φόρεμα ιππασίας της— «και μόλις έφτασα. Μπορείτε να μου πείτε πού είναι η Σέριαμ Σεντάι; Πρέπει να τη βρω». Πιθανότατα η Σέριαμ θα είχε πέσει για ύπνο, αλλά, αν κοιμόταν, η Εγκουέν σκόπευε να την ξυπνήσει. Της είχαν πει να έρθει το συντομότερο δυνατόν, κι η Σέριαμ θα μάθαινε πως ήταν εκεί.

«Όλοι σ’ εμένα έρχονται», μουρμούρισε η γυναίκα. «Κανείς δεν μπορεί μόνος του; Όχι, θέλουν να το κάνει η Νίλντρα. Εσείς οι Αποδεχθείσες είστε οι χειρότερες. Άντε, δεν έχω ώρα για χάσιμο. Ακολούθησέ με, αν θες να έρθεις. Αν όχι, βρες τη μόνη σου». Η Νίλντρα έφυγε χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της.

Η Εγκουέν την ακολούθησε σιωπηλά. Φοβόταν πως αν άνοιγε το στόμα της θα έλεγε στην άλλη τι σκεφτόταν, κι αυτός δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αρχίσει η διαμονή της στο Σαλιντάρ. Όσο σύντομη κι αν ήταν. Ευχήθηκε να μόνοιαζαν μεταξύ τους η Αελίτικη καρδιά της και το Διποταμίτικο μυαλό της.

Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη· ανηφόρισαν λίγο το χωματόδρομο και στη γωνία έστριψαν για να βγουν σε ένα άλλο, στενότερο δρομάκι. Από μερικά σπίτια ακούγονταν γέλια. Η Νίλντρα σταμάτησε μπροστά σε ένα που ήταν σιωπηλό, αν και τα παράθυρα του μπροστινού δωματίου ήταν φωτισμένα.

Κοντοστάθηκε ίσα για να χτυπήσει την πόρτα και μπήκε πριν πάρει απάντηση. Η γονυκλισία της ήταν αψεγάδιαστη αν και βιαστική, και μίλησε με τόνο που έδειχνε κάπως μεγαλύτερο σεβασμό απ’ όσο πριν. «Άες Σεντάι, αυτή η κοπέλα λέει ότι το όνομά της είναι Εγκουέν και—» Δεν πρόλαβε να συνεχίσει.

Ήταν όλες εκεί, οι επτά από την Καρδιά της Πέτρας, και καμία δεν έμοιαζε να ετοιμάζεται για να ξαπλώσει, αν κι όλες φορούσαν ρόμπες, όλες εκτός από τη νεαρή με το όνομα της Σιουάν. Από τον τρόπο που οι καρέκλες τους ήταν βαλμένες κοντά η μια στην άλλη, φαινόταν ότι η Εγκουέν είχε πέσει πάνω σε κάποια συζήτηση. Η Σέριαμ ήταν η πρώτη που πετάχτηκε από την καρέκλα της, κάνοντας νόημα στη Νίλντρα να φύγει. «Μα το Φως, παιδί μου. Κιόλας;»

Καμία δεν έδωσε σημασία στη γονυκλισία της Νίλντρα και στο ξεφύσημα που άφησε φεύγοντας.

«Δεν το περιμέναμε», είπε η Ανάγια, πιάνοντας την Εγκουέν από τα μπράτσα, με ένα ζεστό χαμόγελο. «Όχι τόσο σύντομα. Καλωσήρθες, παιδί μου. Καλωσήρθες».

«Υπήρξαν παρενέργειες;» ζήτησε να μάθει η Μόρβριν. Δεν είχε σηκωθεί από τη θέση της, ούτε η Καρλίνυα με τη νεαρή Άες Σεντάι, αλλά η Μόρβριν έγειρε μπροστά με προσηλωμένο το βλέμμα. Οι ρόμπες των άλλων ήταν από μετάξι σε διάφορα χρώματα, άλλες μπροκάρ κι άλλες ολοκέντητες, αλλά η δική της ήταν από απλό καφέ μαλλί, αν και φαινόταν μαλακή και καλοϋφασμένη. «Νιώθεις κάποιες αλλαγές από την εμπειρία; Δεν είχαμε πολλά στοιχεία στη διάθεσή μας. Για να μιλήσω ειλικρινά, απορώ που λειτούργησε».

«Θα πρέπει να το δούμε στην πράξη για να καταλάβουμε πόσο καλά δούλεψε». Η Μπεόνιν κοντοστάθηκε για να πιει μια γουλιά τσάι, και μετά άφησε το φλιτζάνι και το πιατάκι σε ένα ετοιμόρροπο βοηθητικό τραπεζάκι. Το φλιτζάνι και το πιατάκι ήταν αταίριαστα, αλλά ούτε και τα έπιπλα ταίριαζαν ως επί το πλείστον, και τα περισσότερα έμοιαζαν στραβά σαν το τραπεζάκι. «Αν υπάρχουν παρενέργειες, μπορούμε να τη Θεραπεύσουμε και να ξεμπερδεύει».

Η Εγκουέν απομακρύνθηκε γοργά από την Ανάγια κι άφησε τα πράγματά της πλάι στην πόρτα. «Όχι, καλά είμαι. Ειλικρινά, καλά είμαι». Θα μπορούσε να το πει με δισταγμό· η Ανάγια ίσως να τη Θεράπευε δίχως να της το ζητήσει. Αλλά αυτό θα ήταν κλέψιμο.

«Φαίνεται αρκετά υγιής», είπε ατάραχα η Καρλίνυα. Τα μαλλιά της ήταν πράγματι κοντά, με μελαχρινές μπουκλίτσες που μετά βίας σκέπαζαν τα αυτιά της· δεν ήταν απλώς κάτι που είχε κάνει στον Τελ’αράν’ριοντ. Φορούσε λευκά, φυσικά· ακόμα και τα κεντίδια ήταν λευκά. «Μπορούμε να βάλουμε μια Κίτρινη να την εξετάσει προσεκτικά αργότερα, για να είμαστε σίγουρες, αν χρειαστεί».

«Αφήστε την να ξαποστάσει τα πόδια της», είπε η Μυρέλ γελώντας. Ήταν τόσα τα πλούσια λουλούδια σε κίτρινα και κόκκινα χρώματα που σκέπαζαν τη ρόμπα της, που σχεδόν δεν φαινόταν το πράσινο. «Μόλις ταξίδεψε χίλιες λεύγες μέσα σε μια νύχτα. Μέσα σε λίγες ώρες».

«Δεν έχετε χρόνο για να την αφήσετε να ξαποστάσει», είπε σθεναρά η νεαρή Άες Σεντάι. Έμοιαζε εκτός τόπου σ’ εκείνη τη συγκέντρωση, φορώντας κίτρινο φόρεμα που είχε γαλάζιες πινελιές στη φούστα και γαλάζια κεντίδια στο βαθύ, στρογγυλό ντεκολτέ. Γι’ αυτό αφενός, και για το ότι ήταν η μοναδική που μπορούσες να υπολογίσεις την ηλικία της. «Όταν έρθει το πρωί, η Αίθουσα θα πέσει πάνω της. Αν δεν είναι έτοιμη, η Ρομάντα θα την ξεκοιλιάσει σαν χοντρή πέρκα».

Η Εγκουέν έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Η φωνή ήταν ακόμα πιο χαρακτηριστική από τα λόγια. «Είσαι η Σιουάν Σάντσε. Μα όχι, είναι αδύνατον!»

«Είναι και παραείναι δυνατόν», είπε ξερά η Ανάγια, ρίχνοντας μια καρτερική ματιά στη νεαρή γυναίκα.

«Η Σιουάν είναι πάλι Άες Σεντάι». Το βλέμμα της Μυρέλ έδειχνε περισσότερο αγανάκτηση παρά καρτερικότητα.

Πρέπει να ήταν αλήθεια —αφού το είχαν πει— αλλά η Εγκουέν δεν το πίστεψε ακόμα κι όταν της το εξήγησε η Σέριαμ. Η Νυνάβε είχε Θεραπεύσει το σιγάνεμα; Το ότι είχε σιγανευτεί ήταν ο λόγος που η Σιουάν δεν έδειχνε μεγαλύτερη από τη Νυνάβε; Η Σιουάν ήταν πάντα μια αφέντρα με σκληρό πρόσωπο αλλά και σκληρή καρδιά, δεν ήταν αυτή η ομορφούλα με τα γαλατένια μάγουλα και το σχεδόν λεπτεπίλεπτο στόμα.

Όσο μιλούσε η Σέριαμ, η Εγκουέν παρακολουθούσε τη Σιουάν. Εκείνα τα γαλανά μάτια όμως ήταν τα ίδια. Πώς ήταν δυνατόν να είχε δει εκείνη τη ματιά, τόσο δυνατή που μπορούσε να χώσει καρφιά στον τοίχο, χωρίς να το καταλάβει; Το πρόσωπο ήταν μια πρώτη απάντηση. Αλλά η Σιουάν ήταν πάντα ισχυρή και στη Δύναμη. Όταν πρωτοξεκινούσε μια κοπέλα, χρειαζόταν να τη δοκιμάσουν για να δουν πόσο δυνατή θα ήταν, όμως αυτό έπαυε όταν αποκτούσε εκείνη τη δύναμη. Η Εγκουέν ήξερε τώρα αρκετά ώστε να μπορεί να κρίνει μια άλλη γυναίκα μέσα σε λίγες στιγμές. Η Σέριαμ ήταν προφανώς η ισχυρότερη γυναίκα του δωματίου εκτός από την ίδια την Εγκουέν, κι η Μυρέλ ήταν η επόμενη, αν και δεν ήταν εύκολο να το πει με σιγουριά· οι υπόλοιπες έμοιαζαν να είναι κοντά, με εξαίρεση τη Σιουάν. Ήταν με μεγάλο περιθώριο η πιο αδύναμη.

«Αυτή είναι πραγματικά η πιο αξιοθαύμαστη ανακάλυψη της Νυνάβε», είπε η Μυρέλ. «Οι Κίτρινες πήραν ό,τι έκανε και συνέχισαν με τα δικά τους θαύματα, αλλά αυτή το ξεκίνησε. Κάθισε κάτω, παιδί μου. Είναι μεγάλη η ιστορία για να την ακούσεις όρθια».

«Ευχαριστώ, προτιμώ να στέκομαι». Η Εγκουέν κοίταξε την ξύλινη καρέκλα με την ίσια ράχη που έδειχνε η Μυρέλ και μόλις που κατάφερε να κρύψει το ρίγος της. «Τι κάνει η Ηλαίην; Είναι κι αυτή καλά, Θέλω να μάθω τα πάντα γι’ αυτήν και για τη Νυνάβε». Η πιο αξιοθαύμαστη ανακάλυψη της Νυνάβε; Αυτό άφηνε να εννοηθεί ότι δεν ήταν η μοναδική. Της φαινόταν ότι είχε χάσει πολλά απ’ όσα είχαν συμβεί όσο ήταν στις Σοφές· έπρεπε να κοπιάσει για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Τουλάχιστον, της φαινόταν πως τώρα θα της το επέτρεπαν. Αποκλείεται να την είχαν υποδεχθεί τόσο φιλικά, αν επρόκειτο να τη διώξουν ατιμωτικά. Δεν είχε κλίνει το γόνυ και δεν είχε αποκαλέσει καμία τους Άες Σεντάι έστω και μια φορά —κυρίως επειδή δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία παρά για άλλο λόγο· δεν αντιμετώπιζες με αυθάδεια τις Άες Σεντάι— αλλά όμως καμία δεν την είχε επικρίνει. Ίσως να μην το ήξεραν. Μα τότε ποιος ο λόγος;

«Με εξαίρεση ένα προβληματάκι που έχουν προς στιγμήν η Ηλαίην κι η Νυνάβε», άρχισε να λέει η Σέριαμ, όμως η Σιουάν τη διέκοψε τραχιά.

«Γιατί φλυαρείτε σαν άμυαλα κοριτσόπουλα; Είναι πολύ αργά πια για να φοβάστε αυτό που συμβαίνει. Έχει αρχίσει· εσείς το αρχίσατε. Ή θα το ολοκληρώσετε ή η Ρομάντα θα σας κρεμάσει να ξεραθείτε στον ήλιο πλάι σ’ αυτή την κοπέλα, κι η Ντελάνα κι η Φαϊζέλ κι οι υπόλοιπες της Αίθουσας θα τρέξουν στο πλευρό της να βοηθήσουν».

Η Σέριαμ κι η Μυρέλ γύρισαν να την αντικρίσουν σχεδόν ταυτόχρονα. Όλες οι Άες Σεντάι έκαναν το ίδιο, με τη Μόρβριν και την Καρλίνυα να στριφογυρίζουν στις καρέκλες τους. Την ατένισαν ψυχρά μάτια από ψυχρά πρόσωπα, χαρακτηριστικά των Άες Σεντάι.

Στην αρχή η Σιουάν δέχθηκε εκείνα τα βλέμματα με μια δική της προκλητική ματιά, εξίσου Άες Σεντάι με κείνες αν και φαινομενικά πολύ νεότερη. Ύστερα το κεφάλι της χαμήλωσε λιγάκι και τα μάγουλά της ρόδισαν κάπως. Σηκώθηκε από την καρέκλα, με το βλέμμα χαμηλά. «Βιάστηκα να μιλήσω», μουρμούρισε μαλακά. Το βλέμμα της δεν άλλαξε —μπορεί οι Άες Σεντάι να μην το πρόσεξαν, το πρόσεξε όμως η Εγκουέν— αλλά και πάλι δεν ταίριαζε στη Σιουάν.

Η Εγκουέν επίσης κατάλαβε ότι δεν ήξερε τι συνέβαινε εδώ. Δεν ήταν μόνο το ότι έδειχνε ταπεινότητα η Σιουάν Σάντσε· επειδή την είχαν αναγκάσει, δηλαδή. Αυτό ήταν το λιγότερο. Τι είχε αρχίσει; Γιατί θα τιμωρούνταν κι η ίδια αν εκείνες δεν συνέχιζαν αυτό που είχαν αρχίσει;

Οι Άες Σεντάι αντάλλαξαν ματιές αινιγματικές, όπως μόνο οι Άες Σεντάι μπορούσαν. Η Μόρβριν ήταν η πρώτη που ένευσε.

«Σε καλέσαμε για έναν ιδιαίτερο λόγο, Εγκουέν», είπε με σοβαρό ύφος η Σέριαμ.

Η καρδιά της Εγκουέν πήρε να χτυπά πιο δυνατά. Δεν ήξεραν γι’ αυτήν. Δεν ήξεραν. Μα τι ήταν;

«Εσύ», είπε η Σέριαμ, «θα γίνεις η επόμενη Έδρα της Άμερλιν».

Загрузка...