22 Το Τίμημα του Δαχτυλιδιού

Η Εγκουέν δεν είχε απομακρυνθεί πολύ από τα διαμερίσματα της Βέριν, όταν την απάντησε η Σέριαμ. Η Κυρά των Μαθητευομένων είχε σμίξει τα φρύδια ανήσυχη.

«Αν δεν είχε θυμηθεί κάποια ότι σε είχε δει να μιλάς με τη Βέριν, μπορεί να μη σε έβρισκα». Η Άες Σεντάι έμοιαζε ελαφρώς ενοχλημένη. «Έλα μαζί μου, παιδί μου. Καθυστερείς τους πάντες! Τι χαρτιά είναι αυτά;»

Η Εγκουέν τα έσφιξε λίγο πιο δυνατά. Προσπάθησε να μιλήσει με τόνο όλο ταπεινότητα και σέβας. «Η Βέριν Σεντάι πιστεύει ότι πρέπει να τα μελετήσω, Άες Σεντάι». Τι θα έκανε αν η Σέριαμ ζητούσε να τα δει; Τι δικαιολογία θα έβρισκε για να αρνηθεί, τι εξήγηση να δώσει για τις σελίδες αυτές, που μιλούσαν για τις δεκατρείς γυναίκες του Μαύρου Άτζα και τα τερ’ανγκριάλ που είχαν κλέψει;

Αλλά η Σέριαμ φαινόταν να είχε βγάλει τα χαρτιά από το νου της με το που είχε κάνει την ερώτηση. «Δεν έχει σημασία. Σε θέλουν, όλοι περιμένουν». Έπιασε την Εγκουέν από το μπράτσο και τη βίασε να ταχύνει το βήμα.

«Με θέλουν, Σέριαμ Σεντάι; Τι περιμένουν;»

Η Σέριαμ κούνησε αγανακτισμένη το κεφάλι. «Ξέχασες ότι θα γίνεις Αποδεχθείσα; Όταν έρθεις στο μελετητήριό μου αύριο, θα φοράς το δαχτυλίδι, αν και δεν νομίζω να σε παρηγορήσει πολύ».

Η Εγκουέν προσπάθησε να σταματήσει, αλλά η Λες Σεντάι την έσπρωξε πιο πέρα και πήραν μια στενή σκάλα, που στροβιλιζόταν και κατέβαινε ανάμεσα στους τοίχους της βιβλιοθήκης. «Απόψε; Κιόλας; Μα είμαι μισοκοιμισμένη, Άες Σεντάι, λερωμένη και... Νόμιζα ότι θα είχα μέρες μπροστά μου για να προετοιμαστώ. Για να είμαι έτοιμη».

«Ο χρόνος κυλά για όλες τις γυναίκες», είπε η Σέριαμ. «Ο Τροχός υφαίνει τα νήματά του όπως ο Τροχός το θέλει, όταν ο Τροχός το θέλει. Εκτός αυτού, πώς θα προετοιμαζόσουν; Ήδη ξέρεις όσα πρέπει να ξέρεις. Περισσότερα απ’ όσα ήξερε η φίλη σου, η Νυνάβε». Έσπρωξε την Εγκουέν σε μια στενή πορτούλα στο τέλος της σκάλας και τη τράβηξε να περάσει βιαστικά άλλο ένα χωλ, το οποίο έβγαζε σε μια ράμπα που κατηφόριζε στριφογυριστή.

«Άκουσα τις διαλέξεις», διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν, «και τις θυμάμαι, αλλά... δεν μπορώ πρώτα να κοιμηθώ μια νύχτα;» Η στριφογυριστή ράμπα φαινόταν να μην έχει τέλος.

«Η Έδρα της Άμερλιν αποφάσισε ότι δεν είχε νόημα άλλη αναμονή». Η Σέριαμ χαμογέλασε λοξά στην Εγκουέν. «Η ακριβής διατύπωσή της ήταν: “Όταν αποφασίσεις να ξεκοιλιάσεις ένα ψάρι, δεν χρειάζεται να περιμένεις μέχρι να σαπίσει”. Η Ηλαίην, τώρα πια, έχει περάσει από τις αψίδες και η Άμερλιν θέλει να περάσεις απόψε κι εσύ. Όχι ότι εγώ βρίσκω λόγο για τόση βιασύνη», πρόσθεσε, σχεδόν μονολογώντας, «αλλά όταν προστάζει η Άμερλιν, εμείς υπακούμε».

Η Εγκουέν άφησε σιωπηλά τη Σέριαμ να τη σέρνει στη ράμπα κι ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι της. Η Νυνάβε είχε το στόμα της κλειστό γι’ αυτά που είχαν συμβεί όταν είχε γίνει Αποδεχθείσα. Δεν μιλούσε καθόλου γι’ αυτά κι έλεγε μόνο με ένα μορφασμό: «Μισώ τις Άες Σεντάι!» Την Εγκουέν την είχε πιάσει τρεμούλα όταν, πια, η ράμπα κατέληξε σε μια πλατιά αίθουσα, βαθιά κάτω από τον Πύργο, μέσα στο βράχο του νησιού.

Η αίθουσα ήταν απλή και αστόλιστη, ο ανοιχτόχρωμος βράχος, στον οποίο την είχαν σμιλέψει, ήταν λείος αλλά χωρίς καθόλου φτιασίδια και υπήρχε στην άλλη άκρη μόνο μια μεγάλη, διπλή πόρτα από σκούρο ξύλο, ψηλή και πλατιά, σαν πύλη φρουρίου και εξίσου απλή, με τις σανίδες της να είναι λειασμένες έτσι ώστε να εφαρμόζουν ακριβώς η μία με την άλλη. Τα μεγάλα φύλλα της πόρτας ήταν τοποθετημένα με τόση δεξιοτεχνία, που η Σέριαμ έσπρωξε κι άνοιξε ένα με ευκολία και τράβηξε την Εγκουέν πίσω της, σε μια μεγάλη, θολωτή αίθουσα.

«Με το πάσο σου!» είπε κοφτά η Ελάιντα. Στεκόταν στην άκρη, φορώντας το επώμιο με τα κόκκινα κρόσσια, πλάι σε ένα τραπέζι όπου υπήρχαν τρία μεγάλα, ασημένια κύπελλα.

Φανάρια σε ψηλά στηρίγματα έριχναν φως στην αίθουσα και σ’ αυτό που βρισκόταν στο κέντρο, κάτω από το θόλο. Τρεις στρογγυλεμένες, ασημένιες αψίδες, αρκετά ψηλές για να περάσεις από κάτω τους, στέκονταν σε ένα χοντρό, ασημένιο δακτύλιο, με τις άκρες τους να ενώνονται εκεί που άγγιζαν το δακτύλιο. Σε καθένα από τα σημεία που οι αψίδες ενώνονταν με το δακτύλιο υπήρχε μια Άες Σεντάι, που καθόταν οκλαδόν στο γυμνό βράχο, φορώντας και οι τρεις τα επώμιά τους. Η Εγκουέν ήξερε την Αλάνα, που ήταν η αδελφή του Πράσινου Άτζα, αλλά όχι την Κίτρινη, ούτε τη Λευκή.

Με τη λάμψη του εναγκαλισμένου σαϊντάρ να τις περιβάλλει, οι τρεις Άες Σεντάι κοίταζαν προσηλωμένες τις αψίδες και μέσα στην ασημένια κατασκευή μια λάμψη, σε απάντηση, τρεμόπαιζε και δυνάμωνε. Αυτή η κατασκευή ήταν ένα τερ’ανγκριάλ και, όποιος κι αν ήταν ο ρόλος της στην Εποχή των Θρύλων, τώρα οι μαθητευόμενες περνούσαν από μέσα της για να γίνουν Αποδεχθείσες. Εντός της, η Εγκουέν θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τους φόβους της. Τρεις φορές. Το λευκό φως μέσα στις αψίδες δεν τρεμόπαιζε πια· έμενε μέσα τους, σαν να ήταν αιχμαλωτισμένο, αλλά γέμιζε το χώρο, τον έκανε αδιαφανή.

«Ησύχασε, Ελάιντα», είπε ήρεμα η Σέριαμ. «Σε λίγο τελειώνουμε». Στράφηκε στην Εγκουέν. «Δίνουμε τρεις ευκαιρίες στις μαθητευόμενες σ’ αυτό. Δυο φορές μπορείς να αρνηθείς να μπεις, αλλά με την τρίτη άρνηση σε αποπέμπουμε διά παντός από τον Πύργο. Συνήθως έτσι γίνεται και έχεις οπωσδήποτε το δικαίωμα να αρνηθείς, αλλά δεν νομίζω να χαρεί η Έδρα της Άμερλιν, αν το ασκήσεις».

«Δεν θα έπρεπε να της δοθεί αυτή η ευκαιρία». Η φωνή της Ελάιντα ήταν σκληρή σαν σίδερο και η έκφραση του προσώπου της δεν ήταν περισσότερο απαλή. «Δεν με νοιάζει τι δυναμικό μπορεί να κρύβει μέσα της. Θα έπρεπε να τη διώξουμε από τον Πύργο. Κι αν όχι αυτό, τότε να τη βάλουμε δέκα χρόνια να σφουγγαρίζει πατώματα».

Η Σέριαμ κοίταξε αυστηρά την Κόκκινη αδελφή. «Δεν ήσουν τόσο ανένδοτη στην περίπτωση της Ηλαίην. Απαίτησες να λάβεις μέρος σ’ αυτό, Ελάιντα —ίσως εξαιτίας της Ηλαίην― και θα παίξεις το ρόλο σου και γι’ αυτή την κοπέλα, όπως οφείλεις, αλλιώς θα φύγεις και θα βρω κάποια άλλη».

Οι δύο Άες Σεντάι έμειναν να κοιτάζονται, τόσο που η Εγκουέν δεν θα ξαφνιαζόταν, αν έβλεπε να τις τυλίγει η λάμψη της Μίας Δύναμης. Στο τέλος, η Εγκουέν τίναξε το κεφάλι και ξεφύσησε δυνατά.

«Αν πρέπει να γίνει, ας το κάνουμε. Δώσε στο αξιολύπητο κορίτσι την ευκαιρία να αρνηθεί και ας τελειώνουμε. Είναι αργά».

«Δεν θα αρνηθώ». Η φωνή της Εγκουέν έτρεμε, αλλά τη συγκράτησε και σήκωσε το κεφάλι ψηλά. «Θέλω να συνεχίσω».

«Ωραία», είπε η Σέριαμ. «Ωραία. Τώρα θα σου πω δύο πράγματα που καμία γυναίκα δεν ακούει, μέχρι να σταθεί εδώ που είσαι. Από τη στιγμή που θα αρχίσεις, πρέπει να συνεχίσεις ως το τέλος. Αν αρνηθείς σε οποιοδήποτε σημείο, θα σε διώξουμε από το Λευκό Πύργο, σαν να είχες αρνηθεί για τρίτη φορά. Όταν αναζητάς, όταν αγωνίζεσαι, καταλήγεις να γνωρίσεις τον κίνδυνο». Μιλούσε σαν να τα είχε πει αυτά πολλές φορές. Το βλέμμα της είχε μια έκφραση συμπόνιας, αλλά το πρόσωπό της ήταν αυστηρό, σαν της Ελάιντα. Η συμπόνια τρόμαξε την Εγκουέν πιο πολύ απ’ την αυστηρότητα. «Μερικές γυναίκες μπήκαν και δεν ξαναβγήκαν. Όταν το τερ’ανγκριάλ αφέθηκε να καταλαγιάσει, οι γυναίκες δεν-υπήρχαν-πια... Και δεν τις ξανάδαμε ποτέ. Για να επιζήσεις, πρέπει να δείξεις σθένος. Αν δειλιάσεις, αν κάνεις πίσω, τότε...» Η έκφραση της Σέριαμ υπογράμμιζε τα λόγια της· η Εγκουέν ανατρίχιασε. «Είναι η τελευταία ευκαιρία σου. Αν αρνηθείς τώρα, θεωρείται η πρώτη φορά. Μπορείς να ξαναδοκιμάσεις άλλες δύο. Αν δεχτείς τώρα, δεν υπάρχει γυρισμός. Δεν είναι ντροπή να αρνηθείς. Εγώ δεν μπόρεσα να το κάνω την πρώτη μου φορά. Διάλεξε».

Δεν ξαναβγήκαν; Η Εγκουέν ξεροκατάπιε. Θέλω να γίνω Άες Σεντάι. Και πρώτα πρέπει να γίνω Αποδεχθείσα. «Δέχομαι».

Η Σέριαμ ένευσε. «Ετοιμάσου, λοιπόν».

Η Εγκουέν βλεφάρισε κι ύστερα το θυμήθηκε. Έπρεπε να μπει δίχως ρούχα. Έσκυψε για να ακουμπήσει κάτω το δεμένο μάτσο με τα χαρτιά που της είχε δώσει η Βέριν ― και δίστασε. Αν τα άφηνε εκεί, τότε η Σέριαμ ή η Ελάιντα μπορεί να τα έψαχναν, όσο η ίδια θα βρισκόταν μέσα στο τερ’ανγκριάλ. Θα έβρισκαν το μικρότερο τερ’ανγκριάλ στο θύλακο της. Αν αρνιόταν να συνεχίσει, θα μπορούσε να τα κρύψει, να τα αφήσει, ίσως, στη Νυνάβε. Η ανάσα σκάλωσε στο λαιμό της. Δεν μπορώ να αρνηθώ τώρα. Έχω ήδη αρχίσει.

«Ήδη επέλεξες να αρνηθείς, παιδί μου;» ρώτησε η Σέριαμ, σμίγοντας τα φρύδια. «Γνωρίζοντας τι σημαίνει τώρα αυτό;»

«Όχι, Άες Σεντάι», έσπευσε να πει η Εγκουέν. Ξεντύθηκε βιαστικά και δίπλωσε τα ρούχα της. Έπειτα τα ακούμπησε πάνω στο θύλακο και στα χαρτιά. Καλύτερα δεν γινόταν.

Δίπλα από το τερ’ανγκριάλ, η Αλάνα μίλησε ξαφνικά. «Υπάρχει κάποιο είδος... αντήχησης». Δεν είχε τραβήξει καθόλου το βλέμμα της από τις αψίδες. «Σχεδόν μια ηχώ. Δεν ξέρω από πού».

«Υπάρχει πρόβλημα;» ρώτησε με οξύ τόνο η Σέριαμ. Κι αυτή, επίσης, φαινόταν έκπληκτη. «Δεν στέλνω γυναίκα εκεί μέσα, αν υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα».

Η Εγκουέν κοίταξε με λαχτάρα τον μπόγο των ρούχων της. Ναι, Φως μου, σε παρακαλώ, ένα πρόβλημα. Κάτι να με βοηθήσει να κρύψω αυτά τα χαρτιά, χωρίς να αρνηθώ να μπω.

«Όχι», είπε η Αλάνα. «Είναι σαν να έχεις ένα δαγκωσέμι να βουίζει γύρω από το κεφάλι σου ενώ προσπαθείς να σκεφτείς, αλλά δεν εμποδίζει. Δεν θα το ανέφερα, αλλά δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ, απ’ όσο ξέρω». Κούνησε το κεφάλι. «Τώρα χάθηκε».

«Ίσως», είπε ξερά η Ελάιντα, «κάποιες άλλες να σκέφτηκαν ότι κάτι τόσο ασήμαντο δεν χρειαζόταν να το αναφέρουν»;

«Ας συνεχίσουμε». Ο τόνος της Σέριαμ έδειχνε ότι δεν θα ανεχόταν άλλες διακοπές. «Έλα».

Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στα ρούχα και τα κρυμμένα χαρτιά, η Εγκουέν την ακολούθησε στις αψίδες. Κάτω από τα γυμνά της πόδια, οι πέτρες ήταν σαν πάγος.

«Ποια φέρνεις μαζί σου, Αδελφή;» είπε η Ελάιντα με επίσημο ύφος.

Συνεχίζοντας το μετρημένο βήμα της, η Σέριαμ αποκρίθηκε: «Κάποια που έρχεται ως υποψήφια για Αποδοχή, Αδελφή». Οι τρεις Άες Σεντάι γύρω από το τερ’ανγκριάλ δεν σάλεψαν.

«Είναι έτοιμη;»

«Είναι έτοιμη να αφήσει πίσω αυτό που ήταν και, περνώντας μέσα από τους φόβους της, να κερδίσει την Αποδοχή».

«Ξέρει τους φόβους της;»

«Ποτέ δεν τους αντιμετώπισε, μα τώρα είναι πρόθυμη».

«Τότε, ας αντιμετωπίσει αυτό που φοβάται». Ακόμα και μέσα στην τυπικότητα, η φωνή της Ελάιντα έδειχνε ικανοποίηση.

«Η πρώτη φορά», είπε η Σέριαμ, «είναι γι’ αυτό που υπήρξε. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος».

Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε μπροστά, μέσα από αψίδα, μέσα στη λάμψη. Το φως την κατάπιε ολόκληρη.


«Πέρασε ο Τζάιμ Ντώτρυ. Ο πραματευτής έφερε παράξενα μαντάτα από το Μπάερλον».

Η Εγκουέν σήκωσε το βλέμμα από την κούνια που λίκνιζε. Στο κατώφλι στεκόταν ο Ραντ. Για μια στιγμή, ένιωσε το κεφάλι της να στριφογυρίζει. Κοίταξε τον Ραντ -ο σύζυγός μου― και το παιδί στην κούνια -η κόρη μου― και μετά πάλι πίσω, με απορία.

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Δεν ήταν δική της σκέψη, αλλά μια ασώματη φωνή, που μπορεί να ήταν μέσα στο κεφάλι της αλλά μπορεί και όχι, αντρική ή γυναικεία, αλλά ατάραχη και άγνωστη. Για κάποιον λόγο, δεν της φαινόταν ξένη.

Η στιγμή της απορίας πέρασε και το μόνο για το οποίο απορούσε ακόμα ήταν γιατί της είχε φανεί ότι κάτι δεν ήταν σωστό. Φυσικά και ο Ραντ ήταν ο σύζυγός της —ο όμορφος, τρυφερός σύζυγός της — και η Τζόγια η κόρη της ― το ομορφότερο και γλυκύτερο κοριτσάκι στους Δύο Ποταμούς. Ο Ταμ, ο πατέρας του Ραντ, ήταν έξω με τα πρόβατα, υποτίθεται για να μπορέσει ο Ραντ να δουλέψει στο στάβλο, αλλά στην πραγματικότητα για να έχει πιο πολύ καιρό να παίξει με την Τζόγια. Το βράδυ η μητέρα και ο πατέρας της Εγκουέν θα έρχονταν από το χωριό. Και μάλλον και η Νυνάβε, για να δει αν η μητρότητα εμπόδιζε την Εγκουέν να μελετήσει, για να αντικαταστήσει κάποια μέρα τη Νυνάβε ως Σοφία.

«Σαν τι μαντάτα;» τον ρώτησε. Ξανάρχισε να λικνίζει την κούνια και ο Ραντ πλησίασε για να χαμογελάσει στο μικροσκοπικό πλάσμα με τα μωρουδιακά. Η Εγκουέν γέλασε απαλά. Ο Ραντ ήταν τόσο μαγεμένος από την κόρη του, που συχνά δεν άκουγε τι του έλεγαν. «Ραντ; Τι μαντάτα; Ραντ;»

«Τι;» Το χαμόγελό του έσβησε. «Παράξενα μαντάτα. Πόλεμος. Ξέσπασε μεγάλος πόλεμος, που απλώθηκε σχεδόν σε όλο τον κόσμο, έτσι λέει ο Τζάιμ». Ήταν παράξενα νέα· οι ειδήσεις για πολέμους, τις πιο πολλές φορές έφταναν στους Δύο Ποταμούς μόνο πολύ καιρό αφότου είχε τελειώσει ο πόλεμος. «Λέει ότι όλοι πολεμούν με κάποιον λαό που λέγεται Σωκίν, ή Σαντσάν, κάτι τέτοιο. Πρώτη φορά ακούω γι’ αυτούς».

Η Εγκουέν ήξερε — της φάνηκε ότι ήξερε... Ό,τι κι αν ήταν, έσβησε.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε. «Δεν είναι για να ταραζόμαστε εμείς εδώ πέρα, καρδιά μου. Οι πόλεμοι δεν αγγίζουν τους Δύο Ποταμούς. Είμαστε τόσο μακριά απ’ όλους, που κανείς δεν νοιάζεται».

«Δεν ταράχτηκα. Είπε τίποτα άλλο ο Τζάιμ;»

«Τίποτα που να μπορεί να πιστέψει κανείς. Έκανε σαν να ήταν Κόπλιν. Ανέφερε ότι ο πραματευτής του είπε πως αυτοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν Άες Σεντάι στη μάχη, αλλά μετά είπε ότι προσφέρουν χίλια χρυσά μάρκα σε όποιον τους παραδίνει Άες Σεντάι. Κι ότι σκοτώνουν όποιον κρύβει Άες Σεντάι. Δεν βγάζεις άκρη. Πάντως, εμείς δεν σκάμε. Είναι πολύ μακριά από δω».

Άες Σεντάι. Η Εγκουέν άγγιξε το κεφάλι της. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Πρόσεξε ότι ο Ραντ είχε σηκώσει το χέρι στο κεφάλι του. «Πονοκέφαλος;» τον ρώτησε.

Εκείνος ένευσε και τα μάτια του, ξαφνικά, είχαν στενέψει. «Εκείνη η σκόνη που μου έδωσε η Νυνάβε δεν φαίνεται να κάνει τίποτα τώρα τελευταία».

Η Εγκουέν δίστασε. Αυτοί οι πονοκέφαλοι του Ραντ την ανησυχούσαν. Τώρα, κάθε φορά που έρχονταν, ήταν όλο και πιο έντονοι. Και το χειρότερο ήταν κάτι που αρχικά δεν είχε προσέξει, κάτι που σχεδόν ευχόταν να μην το είχε προσέξει ποτέ. Όταν πονούσε το κεφάλι του Ραντ, λίγο μετά συνέβαιναν παράξενα πράγματα. Είχε πέσει αστραπή από ανέφελο ουρανό, που έκανε χίλια κομμάτια το πελώριο κούτσουρο της βαλανιδιάς, το οποίο ο Ραντ δυο μέρες προσπαθούσε να το ξεριζώσει για να καθαρίσουν το καινούριο χωράφι με τον Ταμ. Είχαν ξεσπάσει καταιγίδες, που η Νυνάβε δεν τις είχε ακούσει να έρχονται όταν αφουγκραζόταν τον άνεμο. Πυρκαγιές στο δάσος. Και όσο πιο βαθύς γινόταν ο πόνος του, τόσο χειρότερα τα επακόλουθα. Κανένας άλλος δεν είχε συσχετίσει αυτά τα πράγματα με τον Ραντ, ούτε καν η Νυνάβε και η Εγκουέν ένιωθε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό. Δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί τι μπορεί να σήμαιναν.

Αυτό είναι μεγάλη χαζομάρα, σκέφτηκε. Πρέπει να μάθω, για να μπορέσω να τον βοηθήσω. Είχε κι εκείνη ένα δικό της μυστικό, ένα μυστικό που την τρόμαζε, ενώ προσπαθούσε να ξεδιαλύνει τι σήμαινε. Η Νυνάβε της δίδασκε τα βότανα, δίδασκε την Εγκουέν για να τη διαδεχθεί ως Σοφία κάποια μέρα. Η Νυνάβε συχνά γιάτρευε με σχεδόν θαυματουργό τρόπο: πληγές θεραπεύονταν δίχως ουλή, άρρωστοι γίνονταν καλά, που είχαν το ένα πόδι στον τάφο. Αλλά τρεις φορές τώρα η Εγκουέν είχε γιατρέψει κάποιον για τον οποίο η Νυνάβε είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά. Τρεις φορές είχε καθίσει για να σταθεί στην τελευταία ώρα κάποιου και τον είχε δει να σηκώνεται από το νεκροκρέβατό του. Η Νυνάβε την είχε ρωτήσει με κάθε λεπτομέρεια τι είχε κάνει, ποια βότανα είχε χρησιμοποιήσει, με τι αναλογία. Ως τώρα, δεν είχε βρει το κουράγιο να παραδεχτεί ότι δεν είχε κάνει τίποτα. Κάτι πρέπει να έκανα. Τη μια φορά μπορεί να ήταν τύχη, αλλά τρεις... Πρέπει να βρω εξήγηση. Πρέπει να μάθω. Αυτό έφερε ένα βουητό μέσα στο κεφάλι της, λες και οι λέξεις αντηχούσαν μέσα στο κρανίο της. Αν μπόρεσα να κάνω κάτι γι αυτούς, ίσως μπορέσω να βοηθήσω τον άντρα μου.

«Άσε με να δοκιμάσω, Ραντ», είπε. Και όπως σηκωνόταν, μέσα από την ανοιχτή πόρτα είδε μια ασημένια αψίδα να στέκει μπροστά στο σπίτι, μια αψίδα λουσμένη με ένα λευκό φως. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος. Έκανε δυο βήματα προς την πόρτα, πριν προλάβει να σταματήσει.

Κοντοστάθηκε, κοίταξε την Τζόγια, που γουργούριζε στην κούνια της, τον Ραντ, που ακόμα ακουμπούσε το χέρι στο κεφάλι και την κοίταζε σαν να αναρωτιόταν πού πήγαινε. «Όχι», είπε. «Όχι, αυτό θέλω. Αυτό θέλω! Γιατί δεν μπορώ να το έχω κι αυτό;» Δεν καταλάβαινε τα ίδια της τα λόγια. Φυσικά, αυτό ήθελε κι αυτό είχε.

«Τι είναι αυτό που θέλεις, Εγκουέν;» ρώτησε ο Ραντ. «Αν είναι κάτι που μπορώ να σου βρω, ξέρεις ότι θα το κάνω. Αν δεν μπορώ να το βρω, θα το φτιάξω».

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Έκανε άλλο ένα βήμα, προς την εξώπορτα. Η ασημένια αψίδα την καλούσε. Κάτι περίμενε στην άλλη πλευρά. Κάτι που ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο. Κάτι που έπρεπε να κάνει.

«Εγκουέν, θα —»

Ακούστηκε ένας γδούπος πίσω της. Κοίταξε πάνω από τον ώμο της και είδε τον Ραντ στα γόνατα, σκυμμένο, να αγκαλιάζει το κεφάλι του. Ο πόνος ποτέ δεν τον είχε πιάσει με τόση δύναμη. Τι θα έρθει ύστερα απ’ αυτό;

«Αχ, Φως μου!» είπε λαχανιασμένος. «Φως μου! Πονάει! Φως μου, πονάει χειρότερα από κάθε άλλη φορά! Εγκουέν;»

Δείξε σθένος.

Η αψίδα περίμενε. Κάτι έπρεπε να κάνει. Έπρεπε. Προχώρησε ένα βήμα. Ήταν δύσκολο, δυσκολότερο από οτιδήποτε άλλο είχε κάνει στη ζωή της. Προς τα έξω, προς την αψίδα. Πίσω της, η Τζόγια γελούσε.

«Εγκουέν; Εγκουέν, δεν μπορώ να —» Ένα δυνατό βογκητό έκοψε τα λόγια του.

Σθένος.

Ίσιωσε την πλάτη της και συνέχισε να προχωρά, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της. Τα βογκητά του Ραντ έγιναν κραυγή, που έπνιξε το γέλιο της Τζόγια. Με την άκρη του ματιού της, η Εγκουέν είδε τον Ταμ να έρχεται, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Δεν μπορεί να βοηθήσει, σκέφτηκε, και τα δάκρυα έγιναν δυνατά αναφιλητά. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αλλά εγώ θα μπορούσα. Θα μπορούσα.

Μπήκε στο φως, που την τύλιξε.


Μέσα σε ρίγη και αναφιλητά, η Εγκουέν βγήκε από την αψίδα, την ίδια αψίδα στην οποία είχε μπει και την πλημμύρισαν οι μνήμες, καθώς έβλεπε το πρόσωπο της Σέριαμ να την προϋπαντεί. Κρύο, καθαρό νερό ξέπλυνε τα δάκρυά της όταν η Ελάιντα της άδειασε αργά ένα ασημένιο κύπελλο πάνω στο κεφάλι. Συνέχισε να κλαψουρίζει· της φαινόταν πως δεν θα σταματούσε ποτέ.

«Πλύθηκες από τις αμαρτίες που, ίσως, έχεις κάνει», απάγγειλε η Ελάιντα, «και από εκείνες που σου έκαναν. Πλύθηκες από τα εγκλήματα που, ίσως, έχεις κάνει και από εκείνα που σου έκαναν. Ήρθες σε εμάς καθαρή και αγνή, στην καρδιά και στην ψυχή».

Φως μου, σκέφτηκε η Εγκουέν καθώς το νερό κυλούσε στο κορμί της, μακάρι να είναι έτσι. Μπορεί το νερό να ξεπλύνει αυτό που έκανα; «Το όνομά της ήταν Τζόγια», είπε στη Σέριαμ ανάμεσα στα αναφιλητά της. «Τζόγια. Τίποτα δεν αξίζει αυτό που μόλις... που εγώ...»

«Υπάρχει ένα τίμημα για να γίνεις Άες Σεντάι», απάντησε η Σέριαμ, αλλά πάλι στο βλέμμα της υπήρχε συμπόνια, πιο έντονη από πριν. «Πάντα υπάρχει ένα τίμημα».

«Ήταν αληθινό; Το ονειρεύτηκα;» Το κλαψούρισμα κατάπιε τα λόγια που ήθελε να πει. Τον παράτησα να πεθάνει; Παράτησα το μωρό μου;

Η Σέριαμ έφερε το χέρι γύρω από τους ώμους της και την οδήγησε γύρω από τον κύκλο των αψίδων. «Κάθε γυναίκα που είδα να βγαίνει από κει κάνει αυτή την ερώτηση. Η απάντηση είναι, κανένας δεν ξέρει. Υπάρχει η θεωρία ότι, ίσως, κάποιες απ’ αυτές που δεν γυρίζουν πίσω επέλεξαν να μείνουν, επειδή βρήκαν ένα πιο ευτυχισμένο μέρος και έζησαν τη ζωή τους εκεί». Η φωνή της σκλήρυνε. «Αν είναι αληθινό και έμειναν από επιλογή τους, τότε ελπίζω η ζωή που ζουν να μην είναι καθόλου ευτυχισμένη. Δεν έχω την παραμικρή συμπάθεια για εκείνες που αποφεύγουν τις ευθύνες τους». Ο τραχύς τόνος της μαλάκωσε λιγάκι. «Προσωπικά, πιστεύω ότι δεν είναι αληθινό. Μα ο κίνδυνος είναι. Μην το ξεχνάς». Σταμάτησε μπροστά στην επόμενη αψίδα, την οποία γέμιζε, επίσης, αυτή η λάμψη. «Είσαι έτοιμη;»

Η Εγκουέν σάλεψε στα πόδια της, ένευσε και η Σέριαμ τράβηξε το μπράτσο της.

«Η δεύτερη φορά είναι γι’ αυτό που υπάρχει. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος».

Η Εγκουέν ένιωσε ένα ρίγος. Ό,τι κι αν συμβεί, δεν μπορεί να είναι χειρότερο από το προηγούμενο. Δεν μπορεί. Μπήκε στη λάμψη.


Χαμήλωσε το βλέμμα στο φόρεμά της, γαλάζιο μεταξωτό, κεντημένο με μαργαριτάρια, που ήταν κατασκονισμένο και σχισμένο. Σήκωσε το κεφάλι και είδε τα ερείπια ενός μεγάλου παλατιού γύρω της. Το Βασιλικό Παλάτι του Άντορ, στο Κάεμλυν. Το ήξερε και της ήρθε να ουρλιάξει.

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Ο κόσμος δεν ήταν όπως τον ήθελε, δεν μπορούσε να τον βλέπει δίχως να της έρχονται κλάματα, μα είχε χύσει όλα τα δάκρυά της πριν από καιρό και ο κόσμος ήταν όπως ήταν. Τα ερείπια ήταν αυτό ακριβώς που περίμενε ότι θα έβλεπε.

Δίχως να νοιάζεται αν θα έσκιζε κι άλλο το φόρεμά της, αλλά με μεγάλη προσοχή, μη τυχόν κάνει θόρυβο, σχεδόν σαν ποντίκι, ανέβηκε στο σωρό των χαλασμάτων και κοίταξε τους καμπυλωτούς δρόμους της Έσω Πόλης. Προς κάθε κατεύθυνση, ως εκεί που έφτανε το βλέμμα της, υπήρχαν ερείπια και καταστροφή, κτίρια που έμοιαζαν να τα έχουν διαλύσει κάποιοι τρελοί, πυκνές στήλες καπνού, οι οποίες υψώνονταν από τις πυρκαγιές που έκαιγαν ακόμη. Υπήρχαν άνθρωποι στους δρόμους, ομάδες ενόπλων που χτένιζαν την περιοχή, ψάχνοντας. Και Τρόλοκ. Οι άντρες απέφευγαν τους Τρόλοκ και οι Τρόλοκ τους γρύλιζαν και γελούσαν, με τραχιά, λαρυγγώδη γέλια. Μα γνωρίζονταν μεταξύ τους, συνεργάζονταν.

Ένας Μυρντράαλ διέσχισε με μεγάλες δρασκελιές το δρόμο φορώντας μαύρο μανδύα, που ανέμιζε απαλά με το βηματισμό του, ακόμα κι όταν ο άνεμος μάνιαζε και παράσερνε σκόνη και σκουπίδια. Μπροστά στο ανόφθαλμο βλέμμα του ζάρωναν τόσο οι άνθρωποι όσο και οι Τρόλοκ. «Κυνηγήστε!» Η φωνή του έμοιαζε με κάτι νεκρό από καιρό, που τώρα γινόταν θρύμματα. «Μη στέκεστε έτσι, τρέμοντας! Βρείτε τον!»

Η Εγκουέν κατέβηκε από το σωρό των χαλασμάτων όσο πιο αθόρυβα μπορούσε.

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Σταμάτησε, φοβούμενη μήπως ο ψίθυρος είχε έρθει από κάποιο Σκιογέννητο. Για κάποιο λόγο, όμως, ήταν βέβαιη πως δεν ήταν έτσι. Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της, νιώθοντας έναν αμυδρό φόβο, μήπως έβλεπε τον Μυρντράαλ να στέκεται στο σημείο που ήταν η ίδια προηγουμένως και μετά προχώρησε γρήγορα και μπήκε στο κατεστραμμένο παλάτι, σκαρφαλώνοντας στα πεσμένα δοκάρια, γλιστρώντας ανάμεσα από βαριά κομμάτια σπασμένων τοίχων. Κάποια στιγμή, πάτησε ένα γυναικείο χέρι, το οποίο ξεπρόβαλλε κάτω από ένα σωρό γύψου και τούβλων, που κάποτε αποτελούσε τμήμα ενός εσωτερικού τοίχου και ίσως μέρος του ταβανιού. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία ούτε στο χέρι, ούτε στο δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού που είχε στο δάχτυλο. Είχε μάθει τον εαυτό της να μην προσέχει τους νεκρούς που ήταν θαμμένοι στο Κάεμλυν, το οποίο οι Τρόλοκ και οι Σκοτεινόφιλοι είχαν μετατρέψει σε σκουπιδότοπο. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τους νεκρούς.

Προχώρησε με κόπο από ένα στενό πέρασμα, εκεί που είχε γκρεμιστεί ένα τμήμα του ταβανιού και βρέθηκε σε ένα δωμάτιο, το οποίο ήταν θαμμένο κάτω από οτιδήποτε ήταν αυτό που βρισκόταν από πάνω του πριν. Ο Ραντ κείτονταν εκεί, με ένα βαρύ καδρόνι στη μέση του να τον καθηλώνει και τα πόδια του κρυμμένα κάτω από τις γκρεμισμένες, βαριές πέτρες, που γέμιζαν το μισό δωμάτιο. Σκόνη και ιδρώτας σκέπαζαν το πρόσωπό του. Άνοιξε τα μάτια όταν τον πλησίασε η Εγκουέν.

«Γύρισες πίσω». Έβγαλε με δυσκολία τις λέξεις, με μια τραχιά βραχνάδα. «Φοβόμουν ότι... δεν πειράζει. Πρέπει να με βοηθήσεις».

Εκείνη σωριάστηκε κάτω εξουθενωμένη. «Εύκολα θα μπορούσα να τραβήξω αυτό το καδρόνι με Αέρα, αλλά μόλις κουνηθεί, όλο το μέρος θα γκρεμιστεί πάνω σου. Πάνω μας. Δεν μπορώ να το σηκώσω ολόκληρο, Ραντ».

Το γέλιο του ήταν γεμάτο πίκρα και πόνο και σταμάτησε σχεδόν την ίδια στιγμή που άρχισε. Ο ιδρώτας γυάλιζε στο πρόσωπό του και οι λέξεις του έβγαιναν με μεγάλη δυσκολία. «Θα μπορούσα να παραμερίσω το καδρόνι μόνος μου. Το ξέρεις. Θα μπορούσα να κρατήσω κι αυτό και τις πέτρες από πάνω, τα πάντα. Αλλά, για να το κάνω, πρέπει να αφήσω τον εαυτό μου και αυτό δεν το εμπιστεύομαι. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ —» Σταμάτησε, ανασαίνοντας βαριά.

«Δεν καταλαβαίνω», είπε η Εγκουέν αργά. «Να αφήσεις τον εαυτό σου; Τι δεν μπορείς να εμπιστευτείς;» Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος. Έτριψε τα αυτιά της.

«Την τρέλα, Εγκουέν. Κυριολεκτικά-τη-συγκρατώ-να-μην-ξεσπάσει». Το βραχνό γέλιο του την έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρη. «Μα βάζω όλη μου τη δύναμη γι’ αυτό. Αν αφήσω τον εαυτό μου, έστω και λιγάκι, έστω για μια στιγμή, η τρέλα θα με κυριεύσει. Δεν με νοιάζει τι θα κάνω τότε. Πρέπει να με βοηθήσεις».

«Πώς, Ραντ; Ό,τι ξέρω, το δοκίμασα. Πες μου πώς και θα το κάνω».

Το χέρι του σπαρτάρισε, σταμάτησε λίγο πριν μπορέσει να φτάσει ένα ξεθηκαρωμένο εγχειρίδιο, που κείτονταν στη σκόνη. «Το εγχειρίδιο», ψιθύρισε. Το χέρι του έκανε ένα οδυνηρό ταξίδι πίσω, στο στέρνο του. «Εδώ. Στην καρδιά. Σκότωσέ με».

Εκείνη έμεινε να κοιτάζει τον Ραντ, το εγχειρίδιο, σαν να ήταν και τα δύο φαρμακερά ερπετά. «Όχι! Ραντ, δεν θα το κάνω. Δεν μπορώ! Πώς μου ζητάς τέτοιο πράγμα;»

Το χέρι του σύρθηκε ξανά αργά προς το εγχειρίδιο. Τα δάχτυλά του πάλι δεν μπόρεσαν να το φτάσουν. Μόχθησε, βόγκηξε, το χάιδεψε με τα ακροδάχτυλα. Πριν μπορέσει να ξαναπροσπαθήσει, η Εγκουέν το κλώτσησε μακριά του. Εκείνος έπεσε πίσω με ένα λυγμό.

«Πες μου γιατί», απαίτησε να μάθει η Εγκουέν. «Γιατί μου ζητάς να... να σε δολοφονήσω; Θα σε Θεραπεύσω, θα κάνω τα πάντα για να σε βγάλω από δω, αλλά δεν μπορώ να σε σκοτώσω. Γιατί;»

«Μπορούν να με παρασύρουν, Εγκουέν». Η ανάσα του ήταν τόσο οδυνηρή, που η Εγκουέν θέλησε να κλάψει. «Αν με πάρουν... οι Μυρντράαλ... οι Άρχοντες του Δέους... θα με παρασύρουν στη Σκιά. Αν με κατέχει η τρέλα, δεν θα μπορώ να τους πολεμήσω. Δεν θα ξέρω τι κάνουν, παρά μόνο όταν θα είναι πολύ αργά. Αν έχει απομείνει έστω και μια σπίθα ζωής, όταν με βρουν, έστω κι έτσι, θα μπορέσουν να το κάνουν. Σε παρακαλώ, Εγκουέν. Για την αγάπη του Φωτός. Σκότωσέ με».

«Δεν... δεν μπορώ, Ραντ. Το Φως να με βοηθήσει, δεν μπορώ!»

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Κοίταξε πάνω από τον ώμο της και μια ασημένια αψίδα, γεμάτη λευκό φως, καταλάμβανε σχεδόν όλο τον ελεύθερο χώρο ανάμεσα στα ερείπια.

«Εγκουέν, βοήθα με».

Δείξε σθένος.

Σηκώθηκε και έκανε ένα βήμα προς την αψίδα. Ήταν ακριβώς μπροστά της. Ένα βήμα ακόμη και...

«Σε παρακαλώ, Εγκουέν. Βοήθησέ με. Δεν το φτάνω. Για την αγάπη του Φωτός, Εγκουέν, βοήθα με!»

«Δεν μπορώ να σε σκοτώσω», του είπε ψιθυριστά. «Δεν μπορώ. Συγχώρεσέ με». Προχώρησε μπροστά.

«ΒΟΗΘΑ ΜΕ, ΕΓΚΟΥΕΝ!»

Το φως την έκανε στάχτη.


Βγήκε παραπατώντας από την αψίδα, χωρίς να προσέχει τη γύμνια της και χωρίς να τη νοιάζει. Ένα δυνατό ρίγος τη διαπέρασε και έκρυψε το στόμα με τα χέρια. «Δεν μπορούσα, Ραντ», ψιθύρισε. «Δεν μπορούσα. Συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ». Το Φως να τον βοηθήσει. Σε παρακαλώ, Φως, βοήθησε τον Ραντ.

Κρύο νερό έλουσε το κεφάλι της.

«Πλύθηκες από την ψεύτικη περηφάνια», απάγγειλε η Ελάιντα. «Πλύθηκες από τις ψεύτικες φιλοδοξίες. Ήρθες σε εμάς καθαρή, στην καρδιά και στην ψυχή».

Καθώς η Κόκκινη αδελφή γυρνούσε από την άλλη μεριά, η Σέριαμ πήρε την Εγκουέν από τους ώμους και την οδήγησε στην τελευταία αψίδα. «Μία ακόμα, παιδί μου. Μία ακόμα και τελείωσε».

«Είπε ότι μπορούσαν να τον παρασύρουν στη Σκιά», μουρμούρισε η Εγκουέν. «Είπε ότι οι Μυρντράαλ και οι Άρχοντες του Δέους μπορούσαν να τον αναγκάσουν».

Η Σέριαμ σχεδόν σκόνταψε και κοίταξε γρήγορα γύρω της. Οι Λες Σεντάι που έζωναν το τερ’ανγκριάλ είχαν στυλώσει το βλέμμα πάνω του κι έμοιαζαν τυφλές για οτιδήποτε άλλο. «Δυσάρεστο θέμα συζήτησης, παιδί μου», είπε τελικά η Σέριαμ με απαλή φωνή. «Έλα. Μία ακόμα».

«Μπορούν;» επέμεινε η Εγκουέν.

«Το έθιμο», είπε η Σέριαμ, «είναι να μη μιλάμε γι’ αυτά που συμβαίνουν μέσα στο τερ’ανγκριάλ. Οι φόβοι κάθε γυναίκας είναι δικοί της».

«Μπορούν;»

Η Σέριαμ αναστέναξε, ξανακοίταξε τις άλλες Άες Σεντάι και μετά χαμήλωσε τη φωνή και ψιθύρισε γοργά: «Αυτό είναι γνωστό μόνο σε λίγες, παιδί μου, ακόμα και στο Λευκό Πύργο. Δεν θα έπρεπε να το μάθεις τώρα, αν έπρεπε να το μάθεις ποτέ, αλλά θα σου το πω. Υπάρχει μια... αδυναμία στο να μπορείς να διαβιβάζεις. Το ότι μαθαίνουμε να ανοιγόμαστε στην Αληθινή Πηγή σημαίνει ότι μπορούμε να... ανοιχτούμε και σε άλλα πράγματα». Η Εγκουέν ανατρίχιασε. «Ησύχασε, παιδί μου. Δεν γίνεται έτσι εύκολα. Είναι κάτι που δεν έχει γίνει, απ’ όσο ξέρω —το Φως να δώσει να μην έχει γίνει!― από τους Πολέμους των Τρόλοκ. Χρειάστηκαν δεκατρείς Άρχοντες του Δέους —Σκοτεινόφιλοι που μπορούν να διαβιβάσουν — που ύφαιναν τις ροές διαμέσου δεκατριών Μυρντράαλ. Βλέπεις; Δεν είναι εύκολο να γίνει. Δεν υπάρχουν Άρχοντες του Δέους σήμερα. Είναι ένα μυστικό του Λευκού Πύργου, παιδί μου. Αν το ήξεραν και άλλοι, δεν θα κατορθώναμε να τους πείσουμε ότι είναι ασφαλείς. Μόνο κάποιος που μπορεί να διαβιβάσει, μπορεί να παρασυρθεί με αυτό τον τρόπο. Η αδυναμία της δύναμής μας. Όλοι οι άλλοι είναι ασφαλείς, σαν φρούρια· μόνο οι δικές τους πράξεις και η θέληση τους μπορεί να τους παρασύρουν στη Σκιά».

«Δεκατρείς», είπε η Εγκουέν με αδύναμη φωνή. «Ίδιος αριθμός με εκείνες που έφυγαν από τον Πύργο. Η Λίαντριν και δώδεκα ακόμα».

Η έκφραση της Σέριαμ σκλήρυνε. «Δεν είναι δουλειά σου να σκέφτεσαι αυτά τα πράγματα. Ξέχνα τα». Η φωνή της ήχησε ξανά κανονική. «Η τρίτη φορά είναι γι’ αυτό που θα έρθει. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος».

Η Εγκουέν κοίταξε τη λαμπερή αψίδα, ατενίζοντας κάποιο μακρινό ορίζοντα παραπέρα. Η Λίαντριν και δώδεκα άλλες. Δεκατρείς Σκοτεινόφιλες, που μπορούν να διαβιβάζουν. Το Φως να μας βοηθήσει όλους. Μπήκε στο φως. Τη γέμισε. Έλαμψε, διαπερνώντας την. Την έκαψε ως τα κόκαλα, την έκανε κάρβουνο ως την ψυχή. Η Εγκουέν άστραψε λευκοπυρωμένη στο φως. Βόηθα με, Φως μου! Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από το φως. Και τον πόνο.


Η Εγκουέν χάζευε τον όρθιο καθρέφτη και δεν ήξερε αν την ξάφνιαζε περισσότερο η αγέραστη, λεία επιδερμίδα του προσώπου της, ή το ριγωτό επιτραχήλιο που κρεμόταν από το σβέρκο της. Το επιτραχήλιο της Έδρας της Άμερλιν.

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Δεκατρείς.

Ταλαντεύτηκε, πιάστηκε από τον καθρέφτη και παραλίγο να τον γκρεμίσει και να σωριαστεί και η ίδια στα γαλάζια πλακάκια του δαπέδου, μπροστά στο έπιπλο της τουαλέτας της. Κάτι πάει στραβά, σκέφτηκε. Το πρόβλημα δεν είχε σχέση με την ξαφνική ζαλάδα της, ή τουλάχιστον δεν ήταν αυτό που πήγαινε στραβά. Ήταν κάτι άλλο. Αλλά δεν είχε ιδέα τι ήταν αυτό.

Υπήρχε μια Άες Σεντάι στο πλευρό της, μια γυναίκα που είχε τα ψηλά ζυγωματικά της Σέριαμ, αλλά μαύρα μαλλιά και ανήσυχα. καστανά μάτια, με το πλατύ όσο μια παλάμη επώμιο της Τηρήτριας στους ώμους. Δεν ήταν η Σέριαμ, όμως. Η Εγκουέν δεν την είχε ξαναδεί· ήταν σίγουρη ότι την ήξερε όσο καλά ήξερε και τον ίδιο της τον εαυτό. Με κόπο, βρήκε το όνομα της γυναίκας. Μπελντάινε.

«Είσαι άρρωστη, Μητέρα;»

Το επώμιό της είναι πράσινο. Αυτό σημαίνει ότι προέρχεται από το Πράσινο Άτζα. Η Τηρήτρια πάντα είναι από το ίδιο Άτζα που υπηρετεί η Άμερλιν. Το οποίο σημαίνει ότι, αν είμαι η Άμερλιν —αν;― τότε ήμουν κι εγώ του Πράσινου Άτζα. Η σκέψη την τάραξε. Όχι επειδή ήταν του Πράσινου Άτζα, αλλά επειδή έπρεπε να το βρει με λογικούς συλλογισμούς. Φως μου, κάτι πάει στραβά με μένα.

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μό....

Οι φωνές στο κεφάλι της ξεθώριασαν κι έγιναν ένα βούισμα.

Δεκατρείς Σκοτεινόφιλοι.

«Είμαι καλά, Μπελντάινε», είπε η Εγκουέν. Ένιωθε παράξενο το όνομα στη γλώσσα της· ένιωθε σαν να το έλεγε χρόνια. «Δεν πρέπει να τις αφήσουμε να περιμένουν». Να περιμένουν; Δεν ήξερε, μόνο που ένιωθε άπειρη λύπη που θα έδινε ένα τέλος σε αυτή την αναμονή, απέραντη απροθυμία.

«Θα αδημονούν, Μητέρα». Υπήρχε ένας δισταγμός στη φωνή της Μπελντάινε, σαν να ένιωθε την ίδια απροθυμία με την Εγκουέν, αλλά για διαφορετικό λόγο. Αν η Εγκουέν δεν μάντευε λάθος, πίσω από την επιφανειακή γαλήνη, η Μπελντάινε ήταν έντρομη.

«Σε αυτή την περίπτωση, ας πηγαίνουμε».

Η Μπελντάινε ένευσε και μετά πήρε μια βαθιά ανάσα, πριν διασχίσει το χαλί για να πλησιάσει τη ράβδο του αξιώματός της, με τη χιονάτη Λευκή Φλόγα της Ταρ Βάλον στην κορυφή, την οποία είχε ακουμπήσει δίπλα στην πόρτα. «Αφού πρέπει, Μητέρα». Πήρε τη ράβδο, άνοιξε την πόρτα για την Εγκουέν κι ύστερα προπορεύτηκε βιαστικά, για σχηματίσουν πομπή οι δυο τους ― η Τηρήτρια των Χρονικών, που οδηγούσε την Έδρα της Αμερλιν.

Η Εγκουέν δεν έδωσε σημασία στους διαδρόμους που έπαιρναν. Όλη της η προσοχή ήταν στραμμένη μέσα της. Τι έχω πάθει; Γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ; Γιατί τόσα απ’ αυτά που... σχεδόν θυμάμαι, είναι λάθος; Άγγιξε το επιτραχήλιο με τις επτά ρίγες στους ώμους της. Γιατί είμαι σχεδόν βέβαιη πως είμαι μαθητευόμενη;

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόν... Αυτή τη φορά, η φράση κόπηκε απότομα.

Δεκατρείς τον Μαύρου Άτζα.

Σκόνταψε όταν το σκέφτηκε. Ήταν μια τρομαχτική σκέψη, την έκανε να νιώσει ένα ρίγος ως το μεδούλι, που ξεπερνούσε το φόβο. Την ένιωθε... προσωπικά. Ήθελε να τσιρίξει, να τρέξει για να κρυφτεί. Ένιωθε ότι την κυνηγούσαν. Ανοησίες. Το Μαύρο Άτζα εξολοθρεύτηκε. Κι αυτή η σκέψη, επίσης, φαινόταν παράξενη. Ένα μέρος του εαυτού της θυμόταν κάτι που λεγόταν η Μεγάλη Εκκαθάριση. Ένα μέρος της ήταν βέβαιο πως δεν είχε συμβεί τέτοιο πράγμα.

Έχοντας το βλέμμα στραμμένο μπροστά, η Μπελντάινε δεν είχε προσέξει το στραβοπάτημά της. Η Εγκουέν άνοιξε το βήμα για να την προφτάσει. Αυτή η γυναίκα είναι κατατρομαγμένη. Φως μου, πού με πηγαίνει;

Η Μπελντάινε σταμάτησε μπροστά σε μια ψηλή, διπλή πόρτα, που στο σκούρο ξύλο της ήταν χαραγμένη μια μεγάλη ασημένια Φλόγα της Ταρ Βάλον. Σκούπισε τα χέρια στο φόρεμα, σαν να είχαν ιδρώσει ξαφνικά, πριν ανοίξει το ένα φύλλο της πόρτας και οδηγήσει την Εγκουέν σε μια ίσια ράμπα, από την ίδια λευκή πέτρα με τις ασημένιες φλέβες που ήταν φτιαγμένα και τα τείχη της Ταρ Βάλον. Ακόμα κι εδώ έμοιαζε να αστράφτει.

Η ράμπα την έβγαλε σε ένα μεγάλο, στρογγυλό δωμάτιο, κάτω από μια θολωτή στέγη ύψους τουλάχιστον είκοσι απλωσιών. Μια εξέδρα κάλυπτε την περίμετρο της αίθουσας, με σκαλιά στο μπροστινό μέρος παντού, εκτός από το σημείο όπου κατέληγαν αυτή η ράμπα και οι δύο άλλες, που ισαπείχαν μεταξύ τους γύρω από τον κύκλο. Η Φλόγα της Ταρ Βάλον ήταν στο κέντρο του δαπέδου, κυκλωμένη από χρωματιστές σπείρες που φάρδαιναν, στα χρώματα των επτά Άτζα. Στην αντικρινή πλευρά της αίθουσας, από κει που ξεκινούσε η ράμπα, υπήρχε μια καρέκλα με ψηλή ράχη, βαριά και περίτεχνα σκαλισμένη με κλήματα και φύλλα, βαμμένη στα χρώματα όλων των Άτζα.

Η Μπελντάινε χτύπησε κοφτά το ραβδί στο πάτωμα. Υπήρχε ένα τρέμουλο στη φωνή της. «Έρχεται. Η Φύλακας των Σφραγίδων. Η Φλόγα της Ταρ Βάλον. Η Έδρα της Άμερλιν. Έρχεται».

Με τα φουστάνια να θροΐζουν, οι γυναίκες με τα επώμια, που στέκονταν στην εξέδρα, σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους. Ήταν είκοσι μία καρέκλες βαλμένες ανά τρεις και η κάθε τριάδα ήταν βαμμένη και είχε μαξιλάρια στο ίδιο χρώμα με τα κρόσσια στα επώμια των γυναικών που στέκονταν μπροστά τους.

Η Αίθουσα τον Πύργου, σκέφτηκε η Εγκουέν καθώς τη διέσχιζε, πηγαίνοντας προς την καρέκλα της. Την καρέκλα της Έδρας της Άμερλιν. Αυτό είναι όλο. Η Αίθουσα του Πύργου και οι Καθήμενες των Άτζα. Έχω βρεθεί εδώ χιλιάδες φορές. Αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε μία. Τι κάνω στην Αίθουσα του Πύργου; Φως μου, θα με γδάρουν ζωντανή όταν δουν... Δεν ήξερε τι θα έβλεπαν, μόνο ότι προσευχόταν να μην το δουν.

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο...

Ο δρόμος της επιστροφής θα...

Ο δρόμος της επιστροφής...

Το Μαύρο Άτζα περιμένει. Τουλάχιστον αυτή η φράση ήταν ολόκληρη. Ερχόταν από παντού. Γιατί δεν την άκουγε καμία τους;

Όπως καθόταν στην καρέκλα της Έδρας της Άμερλιν —η καρέκλα που ήταν, επίσης, η Έδρα της Άμερλιν― συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ιδέα τι να κάνει τώρα. Οι άλλες Άες Σεντάι είχαν καθίσει κι αυτές μαζί της, όλες εκτός από την Μπελντάινε, η οποία στεκόταν δίπλα της με το ραβδί της, ξεροκαταπίνοντας νευρικά. Όλες έμοιαζαν να περιμένουν αυτήν.

«Αρχίστε», είπε τελικά.

Αυτό, απ’ ό,τι φάνηκε, ήταν αρκετό. Μια Κόκκινη Αδελφή σηκώθηκε όρθια. Η Εγκουέν έμεινε εμβρόντητη όταν αναγνώρισε την Ελάιντα. Την ίδια στιγμή, ήξερε ότι η Ελάιντα ήταν η προεξάρχουσα των Καθήμενων του Κόκκινου και ο πιο άσπονδος εχθρός της... Η όψη του προσώπου της Ελάιντα, καθώς την κοίταζε από την αντικρινή πλευρά της αίθουσας, έκανε την Εγκουέν να νιώσει ένα ρίγος μέσα της. Ήταν αυστηρή και παγωμένη — και θριαμβική. Υποσχόταν πράγματα που θα ήταν καλύτερα να μην τα σκέφτεται.

«Φέρτε τον», είπε μεγαλόφωνα η Ελάιντα.

Από μια ράμπα —όχι από εκείνη που είχε μπει η Εγκουέν — ακούστηκαν μπότες να τρίζουν στην πέτρα. Εμφανίστηκαν άνθρωποι. Δώδεκα Άες Σεντάι κύκλωναν τρεις άντρες, δύο εκ των οποίων ήταν γεροδεμένοι φρουροί, με το άσπρο δάκρυ της Φλόγας της Ταρ Βάλον στο στήθος, τραβώντας τις αλυσίδες μέσα στις οποίες ο τρίτος άντρας παραπατούσε, σαν να ήταν ζαλισμένος.

Η Εγκουέν τινάχτηκε πάνω στην καρέκλα της. Ο αλυσοδεμένος άντρας ήταν ο Ραντ. Με τα μάτια μισόκλειστα, το κεφάλι σκυμμένο, έμοιαζε να κοιμάται και προχωρούσε μόνο όπως του υπαγόρευαν οι αλυσίδες.

«Αυτός ο άντρας», διακήρυξε η Ελάιντα, «αυτοανακηρύχτηκε Αναγεννημένος Δράκοντας». Ακούστηκε ένα σούσουρο απέχθειας, όχι σαν να είχαν ξαφνιαστεί οι παριστάμενες, αλλά σαν να ήταν κάτι το οποίο δεν ήθελαν να ακούσουν. «Αυτός ο άντρας διαβίβασε τη Μία Δύναμη». Το σούσουρο έγινε πιο δυνατό, γεμάτο αηδία και με μια νότα φόβου. «Υπάρχει μόνο μια ποινή γι’ αυτό, γνωστή και αναγνωρισμένη απ’ όλα τα έθνη, που όμως επιβάλλεται μόνο εδώ, στην Ταρ Βάλον, στην Αίθουσα του Πύργου. Καλώ την Έδρα της Άμερλιν να ανακοινώσει την ποινή του ειρηνέματος σ’ αυτό τον άντρα».

Τα μάτια της Ελάιντα έλαμπαν καθώς κοιτούσε την Εγκουέν. Ο Ραντ. Τι να κάνω; Φως μου, τι να κάνω;

«Γιατί διστάζεις;» είπε απαιτητικά η Ελάιντα. «Η ποινή έχει οριστεί εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Γιατί διστάζεις, Εγκουέν αλ’Βερ;»

Μια Πράσινη Καθήμενη σηκώθηκε όρθια, με θυμό που διακρινόταν ολοκάθαρα πίσω από τη γαλήνη της. «Ντροπή, Ελάιντα! Δείξε σεβασμό στην Έδρα της Άμερλιν! Δείξε σεβασμό στη Μητέρα!»

«Ο σεβασμός», απάντησε ψυχρά η Ελάιντα, «όχι μόνο κερδίζεται, αλλά και χάνεται. Λοιπόν, Εγκουέν, μήπως δείχνεις, επιτέλους, την αδυναμία σου, την ακαταλληλότητά σου για το αξίωμα; Μήπως δεν πρόκειται να επιβάλεις την ποινή αυτού του ανθρώπου;»

Ο Ραντ προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι και δεν τα κατάφερε.

Η Εγκουέν σηκώθηκε με κόπο, νιώθοντας το κεφάλι της να στριφογυρνά, προσπαθώντας να θυμηθεί ότι ήταν η Έδρα της Αμερλιν, με την εξουσία να διατάζει όλες αυτές τις γυναίκες, ουρλιάζοντας ότι ήταν μια μαθητευόμενη, ότι δεν ήταν η θέση της εδώ, ότι κάτι τρομερά στραβό συνέβαινε. «Όχι», είπε τρέμοντας. «Όχι, δεν μπορώ! Δεν θα —»

«Προδόθηκε!» Η κραυγή της Ελάιντα έπνιξε την προσπάθεια της Εγκουέν να μιλήσει. «Με τα ίδια της τα λόγια καταδίκασε τον εαυτό της! Πάρτε την!»

Καθώς η Εγκουέν άνοιγε το στόμα, η Μπελντάινε ήρθε πλάι της. Κι έπειτα το ραβδί της Τηρήτριας τη χτύπησε στο κεφάλι.

Μαυρίλα.

Πρώτα ήταν ο πόνος στο κεφάλι. Έπειτα κάτι σκληρό και κρύο κάτω από την πλάτη της. Έπειτα ήρθαν οι φωνές. Μουρμουρητά.

«Ακόμα αναίσθητη είναι;» Μια βραχνάδα, μια λίμα πάνω σε κόκαλο.

«Μην ανησυχείς», είπε μια γυναίκα από πολύ μακριά. Ακουγόταν ανήσυχη, φοβισμένη, προσπαθούσε να μη φανερώσει αυτά που ένιωθε. «Θα την κανονίσουμε, πριν καταλάβει τι της συμβαίνει. Κι έπειτα θα είναι δική μας, για να την κάνουμε ό,τι θέλουμε. Ίσως σου τη δώσουμε για να παίζεις».

«Αφού πρώτα περάσει από τα δικά σας χέρια».

«Φυσικά».

Οι απόμακρες φωνές γλίστρησαν κι άλλο μακριά.

Το χέρι της άγγιξε το πόδι της, βρήκε γυμνό, ανατριχιασμένο δέρμα. Άνοιξε λίγο τα μάτια. Ήταν γυμνή, όλο μελανάδες, ξαπλωμένη σε ένα κακοφτιαγμένο ξυλοκρέβατο, σε ένα μέρος που έμοιαζε να είναι παρατημένη αποθήκη. Σκλήθρες τρυπούσαν την πλάτη της. Στο στόμα είχε τη μεταλλική γεύση αίματος.

Κάποιες Άες Σεντάι στέκονταν κολλητά η μία στη άλλη σε μια πλευρά του δωματίου μιλώντας μεταξύ τους, με φωνές χαμηλές αλλά όλο βιασύνη, Ο πόνος στο κεφάλι της τη δυσκόλευε να σκεφτεί, αλλά φαινόταν ότι ήταν σημαντικό να τις μετρήσει. Δεκατρείς.

Μια άλλη ομάδα, άντρες με μαύρους μανδύες και κουκούλες, πλησίασαν τις Άες Σεντάι, οι οποίες έμοιαζαν από τη μια να φοβούνται κι από την άλλη να προσπαθούν να επιβληθούν με την παρουσία τους. Ένας άντρας γύρισε το κεφάλι και κοίταξε το τραπέζι. Το νεκρό, λευκό πρόσωπο μέσα στην κουκούλα δεν είχε μάτια.

Η Εγκουέν δεν χρειαζόταν να μετρήσει τους Μυρντράαλ. Ήξερε. Δεκατρείς Μυρντράαλ και δεκατρείς Άες Σεντάι. Δίχως άλλη σκέψη, ούρλιαξε από τρόμο. Αλλά ακόμα και μέσα στο φόβο, που τσάκιζε τα κόκαλα της, ανοίχτηκε στην Αληθινή πηγή, πασχίζοντας απελπισμένα να βρει το σαϊντάρ

«Ξύπνησε!»

«Δεν μπορεί να ξύπνησε! Είναι πολύ νωρίς!»

«Αποκόψτε την! Γρήγορα! Κόψτε την από την Πηγή!»

«Πολύ αργά! Παραείναι ισχυρή!»

«Αρπάξτε τη! Βιαστείτε!»

Χέρια απλώθηκαν στα μπράτσα και τα πόδια της. Ασπρουλιάρικα χέρια, σαν σκουλήκια κάτω από βράχια, που τα έλεγχαν μυαλά πίσω από χλωμά, ανόψθαλμα πρόσωπα. Αν αυτά τα χέρια άγγιζαν τη σάρκα της, η Εγκουέν ήξερε ότι θα τρελαινόταν. Τη γέμισε η Δύναμη.

Φλόγες τινάχτηκαν μέσα από τη σάρκα των Μυρντράαλ και έσκισαν τα μαύρα ρούχα τους, σαν να ήταν πύρινα εγχειρίδια. Οι Ημιάνθρωποι αλύχτησαν καθώς καίγονταν και κόρωναν, σαν χαρτί βουτηγμένο στο λάδι. Κομμάτια πέτρας, σε μέγεθος γροθιάς, ξεκόλλησαν από τους τοίχους και έσκισαν τον αέρα, προκαλώντας βογκητά και μουγκρητά καθώς χώνονταν σε σάρκα. Ο αέρας σάλεψε, τρεμούλιασε, ούρλιαξε καθώς γινόταν ανεμοστρόβιλος.

Αργά, οδυνηρά, η Εγκουέν ξεκόλλησε από το τραπέζι. Ο άνεμος τίναξε τα μαλλιά της και την έκανε να παραπατήσει, αλλά αυτή συνέχισε να τον ωθεί, καθώς προχωρούσε παραπαίοντας προς την πόρτα. Μια Άες Σεντάι ορθώθηκε μπροστά της, μια γυναίκα χτυπημένη και ματωμένη, που την περιέβαλλε η λάμψη της Δύναμης. Μια γυναίκα που είχε το θάνατο στα μαύρα μάτια της.

Το μυαλό της Εγκουέν έβαλε ένα όνομα στο πρόσωπο. Γκύλνταν. Η πιο έμπιστη της Ελάιντα, που πάντα σιγοψιθύριζαν στην άκρη και κλείνονταν μέσα στη νύχτα. Η Εγκουέν έσφιξε το στόμα. Απαξιώντας να χρησιμοποιήσει τις πέτρες και τον άνεμο, έκανε το χέρι γροθιά και χτύπησε την Γκύλνταν ανάμεσα στα μάτια όσο πιο δυνατά μπορούσε. Η Κόκκινη αδελφή -η Μαύρη αδελφή― σωριάστηκε σαν να είχαν λιώσει τα κόκαλά της.

Τρίβοντας τις αρθρώσεις των δαχτύλων της, η Εγκουέν βγήκε τρεκλίζοντας στο χωλ. Σε ευχαριστώ, Πέριν, σκέφτηκε, που μου έδειξες πώς να το κάνω αυτό. Μα δεν μου είπες πόσο πονάει.

Έσπρωξε την πόρτα για να κλείσει κόντρα στον άνεμο και διαβίβασε Δύναμη. Οι πέτρες γύρω από την είσοδο τρεμούλιασαν, έτριξαν, σωριάστηκαν κόντρα στο ξύλο. Τούτο δεν θα τους κρατούσε για πολύ, αλλά άξιζε να κάνει ό,τι μπορούσε για να καθυστερήσει την καταδίωξη. Η ζωής της μπορεί να κρεμόταν από μερικά λεπτά. Μάζεψε τη δύναμή της και πίεσε τον εαυτό της να τρέξει. Έτρεχε τρεκλίζοντας, αλλά τουλάχιστον έτρεχε.

Αποφάσισε ότι έπρεπε να βρει μερικά ρούχα. Μια γυναίκα ντυμένη είχε περισσότερη εξουσία από την ίδια γυναίκα γυμνή και θα χρειαζόταν όση εξουσία μπορούσε να αποκτήσει. Πρώτα θα την έψαχναν στα διαμερίσματά της, αλλά είχε φόρεμα και παπούτσια, για ώρα ανάγκης, στο μελετητήριό της —καθώς και άλλο ένα επιτραχήλιο― το οποίο δεν ήταν μακριά.

Ήταν δοκιμασία για τα νεύρα αυτό το τροχάδην μέσα σε άδειους διαδρόμους. Ο Λευκός Πύργος δεν είχε πια τα πλήθη που υπήρχαν κάποτε, αλλά συνήθως όλο και κάποια θα κυκλοφορούσε. Ο πιο δυνατός ήχος που ακουγόταν, προερχόταν από τα γυμνά πόδια της, που μπάτσιζαν τα πλακάκια.

Διέσχισε βιαστικά τον προθάλαμο του μελετητηρίου της και μπήκε στο εσωτερικό δωμάτιο. Εκεί, επιτέλους, βρήκε κάποιον. Η Μπελντάινε καθόταν στο πάτωμα, κρατώντας το κεφάλι της και σιγοκλαίγοντας.

Η Εγκουέν σταμάτησε διστακτικά, καθώς η Μπελντάινε σήκωνε τα κατακόκκινα μάτια της για να την αντικρίσει. Δεν υπήρχε η λάμψη του σαϊντάρ γύρω από την Τηρήτρια, αλλά έστω κι έτσι, η Εγκουέν την κοίταξε με επιφυλακτικότητα. Και αυτοπεποίθηση. Δεν μπορούσε, βέβαια, να δει τη δική της λάμψη, αλλά αρκούσε η δύναμή —η Δύναμη― που κυλούσε εντός της. Ειδικά σε συνδυασμό με το μυστικό της.

Η Μπελντάινε έτριψε τα βρεγμένα από τα δάκρυα μαγουλά της. «Έπρεπε να το κάνω. Πρέπει να με καταλάβεις. Έπρεπε. Αυτές... Αυτές...» Πήρε μια βαθιά, σπασμωδική ανάσα· τα λόγια της βγήκαν σαν χείμαρρος. «Πριν από τρεις νύχτες με πήραν, ενώ κοιμόμουν και με σιγάνεψαν». Η φωνή της δυνάμωσε κι έγινε σχεδόν αλύχτημα. «Με σιγάνεψαν! Δεν μπορώ πια να διαβιβάσω!»

«Φως μου», είπε μαλακά η Εγκουέν. Η ορμή του σαϊντάρ απάλυνε την κατάπληξή της. «Το Φως να σε βοηθά και να παρηγορεί, κόρη μου. Γιατί δεν μου το είπες; Θα...» Άφησε τα λόγια της να σβήσουν, ξέροντας ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

«Τι θα έκανες; Τι; Τίποτα! Δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις! Αλλά είπαν ότι θα μου το ξανάδιναν, με τη δύναμη του... τη δύναμη του Σκοτεινού». Τα μάτια της έκλεισαν σφιχτά, στάζοντας δάκρυα. «Με πόνεσαν, Μητέρα, και με έκαναν να... Ω, Φως, με πόνεσαν! Η Ελάιντα είπε ότι θα με ξανάκαναν πλήρη, ότι θα μου ξανάδιναν την ικανότητα να διαβιβάζω, αν υπάκουγα. Γι’ αυτό εγώ... αναγκάστηκα!»

«Άρα, η Ελάιντα είναι πράγματι του Μαύρου Άτζα», είπε βλοσυρά η Εγκουέν. Μια στενή ντουλάπα βρισκόταν σε έναν τοίχο και μέσα κρεμόταν ένα πράσινο, μεταξωτό φόρεμα, που το έβαζε εκεί για τις φορές που δεν προλάβαινε να γυρίσει στα διαμερίσματά της. Ένα ριγωτό επιτραχήλιο κρεμόταν πλάι στο φόρεμα. Ντύθηκε βιαστικά. «Τι έκαναν τον Ραντ; Πού τον πήραν; Απάντησε μου, Μπελντάινε! Πού είναι ο Ραντ αλ’Θορ;»

Η Μπελντάινε έμεινε εκεί κουλουριασμένη, με χείλη που έτρεμαν και μάτια που ατένιζαν μόνο την προσωπική της θλίψη, αλλά στο τέλος συνήρθε αρκετά ώστε να πει: «Στην Αυλή του Προδότη, Μητέρα. Τον πήραν στην Αυλή του Προδότη».

Ρίγη κατέκλυσαν την Εγκουέν. Ρίγη φόβου. Ρίγη οργής. Η Ελάιντα δεν είχε αφήσει να χαθεί ούτε ώρα, ούτε στιγμή. Η Αυλή του Προδότη χρησιμοποιούνταν μόνο για τρεις λόγους: για εκτελέσεις, για το σιγάνεμα των Άες Σεντάι και για το ειρήνεμα των αντρών που μπορούσαν να διαβιβάσουν. Αλλά και τα τρία αυτά χρειάζονταν διαταγή από την Έδρα της Άμερλιν. Ποια, λοιπόν, φοράει το επιτραχήλιο εκεί έξω; Ήταν βέβαιη πως το φορούσε η Ελάιντα. Αλλά πώς τις έκανε να την αποδεχτούν τόσο γρήγορα, τη στιγμή που εγώ ούτε δικάστηκα, ούτε καταδικάστηκα; Δεν μπορεί να υπάρχει άλλη Άμερλιν, αν δεν μου αφαιρέσουν το επιτραχήλιο και το ραβδί. Και αυτό δεν θα είναι καθόλου εύκολο. Φως μου! Ραντ! Κίνησε προς την πόρτα.

«Τι μπορείς να κάνεις, Μητέρα;» φώναξε η Μπελντάινε. «Τι μπορείς να κάνεις;» Δεν καταλάβαινε αν εννοούσε για τον Ραντ ή για την ίδια.

«Περισσότερα απ’ όσο υποψιάζεται κανείς», είπε η Εγκουέν. «Ποτέ δεν κράτησα τη Ράβδο των Όρκων, Μπελντάινε». Η κοφτή κραυγή της Μπελντάινε την ακολούθησε καθώς έβγαινε από το δωμάτιο.

Η μνήμη της Εγκουέν ακόμα έπαιζε κρυφτούλι μαζί της. Ήξερε ότι καμία γυναίκα δεν μπορούσε να κερδίσει το επώμιο και το δαχτυλίδι χωρίς να δώσει τους Τρεις Όρκους με τη Ράβδο των Όρκων σφιγμένη στο χέρι της, το τερ’ανγκριάλ που τη δέσμευε να τηρήσει αυτούς τους όρκους, σαν να ήταν χαραγμένοι στα κόκαλά της από γεννησιμιού της. Καμία γυναίκα δεν γινόταν Άες Σεντάι χωρίς να τη δεσμεύουν αυτοί οι Όρκοι. Ήξερε, όμως, ότι κάπως, με κάποιον τρόπο που δεν μπορούσε να βρει σκαλίζοντας το νου της, είχε κάνει αυτό ακριβώς.

Τα παπούτσια της άφηναν ένα γοργό, στακάτο ήχο καθώς έτρεχε. Τουλάχιστον τώρα ήξερε γιατί οι διάδρομοι ήταν άδειοι. Όλες οι Άες Σεντάι, εκτός ίσως από εκείνες που είχε αφήσει στην αποθήκη, όλες οι Αποδεχθείσες, όλες οι μαθητευόμενες, ακόμα και όλες οι υπηρέτριες, θα ήταν συγκεντρωμένες στην Αυλή του Προδότη, σύμφωνα με το έθιμο, για να παρακολουθήσουν τη βούληση του Λευκού Πύργου να γίνεται πράξη.

Και οι Πρόμαχοι θα έζωναν την αυλή, για το ενδεχόμενο που κάποιος θα προσπαθούσε να ελευθερώσει τον άντρα που θα ειρηνευόταν. Το είχαν προσπαθήσει τα απομεινάρια των στρατών του Γκουαίρ Αμαλάσαν στο τέλος του Πολέμου του Δεύτερου Δράκοντα, όπως τον αποκαλούσαν ορισμένοι, λίγο πριν από την άνοδο του Άρτουρ του Γερακόφτερου, που είχε φορτώσει με διαφορετικές έγνοιες την Ταρ Βάλον, το είχαν προσπαθήσει και οι οπαδοί του Ραολίν Ντάρκσμπεην πριν από πολλά-πολλά χρόνια. Δεν θυμόταν αν ο Ραντ είχε οπαδούς ή όχι, αλλά οι Πρόμαχοι θυμόνταν τέτοια πράγματα και προετοιμάζονταν για να τα αντιμετωπίσουν.

Αν, πράγματι, η Ελάιντα, ή κάποια άλλη, φορούσε το επιτραχήλιο της Άμερλιν, οι Πρόμαχοι ίσως να μην την άφηναν να μπει στην Αυλή του Προδότη. Η Εγκουέν ήξερε ότι μπορούσε να μπει διά της βίας. Θα έπρεπε να το κάνει γρήγορα· θα ήταν άσκοπο αλλιώς, αν ειρήνευαν τον Ραντ ενώ η ίδια ακόμα κουκούλωνε Προμάχους με Αέρα. Ακόμα και οι Πρόμαχοι θα έχαναν την αυτοκυριαρχία τους, αν εξαπέλυε πάνω τους αστραπές και μοιροφωτιά και άνοιγε χάσματα στο χώμα κάτω από τα πόδια τους. Μοιροφωτιά; αναρωτήθηκε. Μα, επίσης, θα ήταν κακό αν γκρέμιζε την εξουσία της Ταρ Βάλον για να γλιτώσει τον Ραντ. Έπρεπε να σώσει και τα δύο.

Αρκετά πριν από το δρόμο που έβγαζε στην Αυλή του Προδότη, λοξοδρόμησε και άρχισε να ανεβαίνει σε σκάλες και ράμπες που ολοένα στένευαν, ώσπου, στο τέλος, βγήκε από μια καταπακτή και σκαρφάλωσε σε μια γερτή κορυφή πύργου, μια στέγη από σχεδόν κάτασπρα πλακάκια. Από εκεί μπορούσε να δει πάνω από άλλες ##γες, πάνω από άλλους πύργους, στο πλατύ, ανοιχτό πηγάδι που σχημάτιζε η Αυλή του Προδότη.

Η αυλή ήταν γεμάτη ανθρώπους, με εξαίρεση ένα ξέφωτο στη μέση. Γέμιζαν τα παράθυρα που είχαν θέα στην αυλή, στριμώχνονταν στα μπαλκόνια, ακόμα και στις στέγες, αλλά η Εγκουέν μπορούσε να διακρίνει έναν άντρα μόνο του, που φαινόταν μικρός απ’ αυτή την απόσταση, ο οποίος κουνιόταν μέσα στις αλυσίδες του στο κέντρο του ανοιχτού χώρου. Ο Ραντ. Δώδεκα Άες Σεντάι τον κύκλωναν και άλλη μία —η Εγκουέν ήξερε ότι αυτή σίγουρα φορούσε επιτραχήλιο με επτά ρίγες, αν και δεν το διέκρινε― στεκόταν μπροστά στον Ραντ. Η Ελάιντα. Στο νου της Εγκουέν τρύπωσαν τα λόγια που πρέπει να έλεγε.

Αυτός ο άντρας, που εγκατέλειψε το Φως, άγγιζε το σαϊντίν, το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής. Έτσι τον σταματάμε. Αυτός ο άντρας διαβίβασε τη Μία Δύναμη με βδελυρό τρόπο, γνωρίζοντας ότι το σαϊντίν είναι μιασμένο από τον Σκοτεινό, μιασμένο από την αλαζονεία των αντρών, μιασμένο για τις αμαρτίες των αντρών. Γι αυτό τον αλυσοδένουμε.

Η Εγκουέν έδιωξε τα υπόλοιπα από τις σκέψεις της. Δεκατρείς Άες Σεντάι. Δώδεκα καθήμενες και η Άμερλιν, ο παραδοσιακός αριθμός για το ειρήνεμα. Ο ίδιος αριθμός, όπως και για το... Ξεφορτώθηκε κι αυτή τη σκέψη. Τώρα δεν είχε χρόνο για τίποτα άλλο, εκτός από αυτό για το οποίο είχε έρθει εδώ. Αρκεί να έβρισκε πώς.

Από αυτή την απόσταση, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τον σηκώσει με Αέρα. Θα τον σήκωνε από τον κύκλο των Άες Σεντάι και θα τον έφερνε ίσια πάνω της. Ίσως. Ακόμα κι αν έβρισκε την αντοχή, ακόμα κι αν δεν τον άφηνε να πέσει και να τσακιστεί στα μισά της διαδρομής, θα ήταν μια πολύ αργή διαδικασία κι ο Ραντ θα ήταν ένας ανήμπορος στόχος των τοξοτών, ενώ η λάμψη του σαϊντάρ θα αποκάλυπτε τη θέση της στα βλέμματα των Άες Σεντάι. Και των Μυρντράαλ, βεβαίως.

«Φως μου», μουρμούρισε, «δεν υπάρχει άλλος τρόπος, παρά μόνο αν αρχίσω έναν πόλεμο μέσα στο Λευκό Πύργο. Και ίσως αυτό κάνω, ούτως ή άλλως», Συγκέντρωσε τη Δύναμη, χώρισε τα ρεύματα, κατηύθυνε τις ροές.

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Είχε περάσει τόσος καιρός από την τελευταία φορά που είχε ακούσει αυτά τα λόγια που τινάχτηκε ξαφνιασμένη, γλίστρησε στα λεία κεραμίδια και μόλις που πρόλαβε να κρατηθεί, πριν φτάσει στην άκρη της στέγης. Το έδαφος ήταν εκατό απλωσιές πιο κάτω της. Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της.

Εκεί, στην κορυφή του πύργου, γερμένη έτσι ώστε να στέκεται ίσια στα κεκλιμένα κεραμίδια, υπήρχε μια ασημένια αψίδα την οποία γέμιζε ένα λαμπερό φως. Η αψίδα έπαιζε και τρεμόφεγγε· κίτρινες και κατακόκκινες λωρίδες χιμούσαν μέσα στο λευκό φως.

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Η αψίδα έγινε ψιλή, σχεδόν διαφανής και ύστερα ξανάγινε συμπαγής.

Η Εγκουέν έριξε μια αλαφιασμένη ματιά στην Αυλή του Προδότη. Σίγουρα προλάβαινε. Σίγουρα. Ήθελε μόνο λίγα λεπτά, δέκα λεπτά ίσως, καθώς και τύχη.

Φωνές χώθηκαν στο κεφάλι της, όχι η ασώματη, άγνωστη φωνή που την προειδοποιούσε να δείξει σθένος, αλλά γυναικείες φωνές, που της φάνηκαν γνωστές.

... δεν αντέχω πολύ ακόμα. Αν δεν έρθει τώρα...

Κρατήστε! Κρατήστε, που να καείτε, αλλιώς θα σας ξεκοιλιάσω σαν πέστροφες!

...αναταραχή, Μητέρα! Δεν μπορούμε να...

Οι φωνές χαμήλωσαν κι έγιναν ένα βουητό, το βουητό έδωσε τη θέση του στη σιωπή, αλλά το άγνωστο ξαναμίλησε.

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Υπάρχει ένα τίμημα για να γίνεις Άες Σεντάι.

Το Μαύρο Άτζα περιμένει.

Με ένα ουρλιαχτό οργής, απώλειας, η Εγκουέν όρμησε στην αψίδα, καθώς αυτή τρεμούλιαζε σαν καταχνιά στο λιοπύρι. Σχεδόν ευχήθηκε να αστοχούσε και να πέθαινε στην πτώση.

Το φως την ξεκόλλησε ίνα την ίνα, έκοψε τις ίνες σε μικρές κλωστές, χώρισε τις μικρές κλωστές σε τολύπες ανυπαρξίας. Όλα αιωρήθηκαν στο φως. Για πάντα.

Загрузка...