39 Νήματα στο Σχήμα

Η Τζόλιεν, με τρεμάμενο χέρι, ακούμπησε το σημείο στο οποίο νωρίτερα υπήρχε η πληγή της Νταϊλίν όταν άγγιξε λεία επιδερμίδα, άφησε μια κοφτή κραυγή, σαν να την είχαν γελάσει τα μάτια της.

Η Νυνάβε όρθωσε το κορμί της, σκουπίζοντας τα χέρια στο μανδύα της. Η Εγκουέν αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι το καλό μαλλί ήταν καλύτερο για πετσέτα από τα μετάξια και τα βελούδα. «Είπα να την πλύνετε και να την ντύσετε», τις αποπήρε.

«Μάλιστα, Σοφή», είπε βιαστικά η Τζόλιεν και μαζί με την Τσιάντ και την Μπάιν έτρεξαν να υπακούσουν.

Η Αβιέντα άφησε ένα γελάκι, ένα γέλιο στα όρια των δακρύων. «Άκουσα να λένε ότι η Σοφή της φυλής της Τραχιάς Κορφής μπορεί να γιατρέψει έτσι, όπως και η άλλη, στη φυλή των Τεσσάρων Οπών, αλλά νόμιζα πως ήταν μόνο κομπασμός». Ανάσανε βαθιά και ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της. «Άες Σεντάι, σου έχω χρέος. Το νερό μου είναι δικό σου και η φυλή μου θα σε καλωσορίσει. Η Νταϊλίν είναι η δευτεραδελφή μου». Είδε, από το βλέμμα της Νυνάβε, ότι δεν καταλάβαινε και πρόσθεσε: «Είναι κόρη της αδελφής της μητέρας μου. Αίμα μου, Άες Σεντάι. Σου έχω χρέος αίματος».

«Αν έχω αίμα για να χύσω», είπε ξερά η Νυνάβε, «θα το χύσω μόνη μου. Αν θέλεις να μου το ανταποδώσεις, πες μου αν υπάρχει πλοίο στο Τζουρένε. Είναι το επόμενο χωριό νότια από δω».

«Το χωριό όπου οι στρατιώτες σήκωσαν το λάβαρο του Άσπρου Λιονταριού;» είπε η Αβιέντα. «Όταν έκανα ανίχνευση χθες, υπήρχε εκεί ένα πλοίο. Οι παλιές ιστορίες μιλάνε για πλοία, αλλά είναι παράξενο να τα βλέπεις».

«Το Φως να δώσει να είναι ακόμα εκεί». Η Νυνάβε άρχισε να ταχτοποιεί τα διπλωμένα χαρτιά της, με τα βοτάνια σε σκόνη. «Αβιέντα, έκανα ό,τι μπορούσα για την κοπέλα και πρέπει να τραβήξουμε το δρόμο μας. Το μόνο που χρειάζεται τώρα είναι φαΐ κι ανάπαυση. Και μην αφήσετε να τη μαχαιρώσουν άλλη φορά».

«Ό,τι είναι να έρθει, θα έρθει, Άες Σεντάι», αποκρίθηκε η Αελίτισσα.

«Αβιέντα», είπε η Εγκουέν, «με αυτό που νιώθετε για τα ποτάμια, πώς τα περνάτε; Είμαι σίγουρη ότι ανάμεσα στην Ερημιά κι αυτό το μέρος, υπάρχει τουλάχιστον ένα ποτάμι, πλατύ σαν τον Ερινίν».

«Ο Αλγκουένυα», είπε η Ηλαίην. «Εκτός αν πήγατε γύρω του».

«Έχετε πολλά ποτάμια, αλλά μερικά έχουν αυτά τα πράγματα που τα λέτε γέφυρες εκεί που χρειάστηκε να περάσουμε και από άλλα περάσαμε σιγά, με τα πόδια. Για τα υπόλοιπα, η Τζόλιεν θυμήθηκε ότι τα ξύλα επιπλέουν». Χτύπησε τον κορμό μιας ψηλής φιλύρας. «Αυτά εδώ είναι μεγάλα, αλλά πλέουν σαν τα κλαριά. Βρήκαμε μερικά πεσμένα και φτιάξαμε ένα... πλοίο... μια βαρκούλα, με δυο-τρία δεμένα μαζί, για να περάσουμε το μεγάλο ποτάμι». Το είπε απλά, χωρίς έμφαση.

Η Εγκουέν την κοίταξε με δέος. Αν η ίδια φοβόταν κάτι τόσο πολύ, όσο οι Αελίτες φοβούνταν τα ποτάμια, θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει με αυτό τον τρόπο; Φαντάστηκε πως όχι. Τι λες για το Μαύρο Άτζα; ρώτησε μια φωνούλα μέσα της. Δεν το φοβάσαι άλλο; Άλλο πράγμα εκείνο, απάντησε στη φωνούλα. Δεν υπάρχει γενναιότητα εκεί. Ή το κυνηγώ ή, αλλιώς, θα είμαι σαν λαγός που περιμένει το γεράκι. Σκέφτηκε το παλιό ρητό. «Καλύτερα να είσαι το σφυρί, παρά το καρφί».

«Πρέπει να πηγαίνουμε», είπε η Νυνάβε.

«Ένα λεπτό», της είπε η Ηλαίην. «Αβιέντα, γιατί ήρθατε μέχρι εδώ και περάσατε τόσες ταλαιπωρίες;»

Η Αβιέντα κούνησε το κεφάλι της με αηδία. «Δεν φτάσαμε καθόλου μακριά· ήμασταν από τις τελευταίες που έφυγαν. Οι Σοφές είχαν πέσει πάνω μου, σαν αδέσποτα σκυλιά που περικυκλώνουν μοσχαράκι και μου έλεγαν ότι είχα άλλα καθήκοντα». Ξαφνικά, χαμογέλασε πλατιά, δείχνοντας τις άλλες Αελίτισσες. «Αυτές έμειναν και περίμεναν, για να κοροϊδεύουν τη δυστυχία μου, έτσι είπαν, αλλά δεν νομίζω ότι οι Σοφές θα με άφηναν να φύγω, αν δεν με συντρόφευαν αυτές».

«Αναζητούμε τον προαναγγελμένο», είπε η Μπάιν. Κρατούσε την κοιμισμένη Νταϊλίν, για να της φορέσει η Τσιάντ ένα πουκάμισο από καφέ λινό ύφασμα. «Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή».

«Θα μας οδηγήσει έξω από την Τρίπτυχη Γη», πρόσθεσε η Τσιάντ. «Οι προφητείες λένε ότι θα είναι γέννημα μιας Φαρ Ντάραϊς Μάι».

Η Ηλαίην ξαφνιάστηκε. «Νόμιζα ότι είπες πως οι Κόρες του Δόρατος δεν επιτρέπεται να κάνουν παιδιά. Είμαι σίγουρη ότι έτσι μου δίδαξαν». Η Μπάιν και η Τσιάντ κοιτάχτηκαν ξανά, σαν η Ηλαίην να είχε πλησιάσει την αλήθεια και να είχε, πάλι, αστοχήσει.

«Αν μια Κόρη κάνει παιδί», εξήγησε προσεκτικά η Αβιέντα, «το δίνει στις Σοφές της φυλής της και αυτές δίνουν το παιδί σε μια άλλη γυναίκα, με τρόπο που να μην ξέρει κανείς ποιας παιδί είναι». Κι αυτή, επίσης, είχε ένα ύφος σαν να εξηγούσε ότι οι πέτρες είναι σκληρές. «Όλες οι γυναίκες θέλουν να μεγαλώσουν ένα τέτοιο παιδί, ελπίζοντας ότι θα αναθρέψουν Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή».

«Ή μπορεί να εγκαταλείψει το δόρυ και να παντρευτεί τον άντρα», είπε η Τσιάντ και η Μπάιν πρόσθεσε: «Μερικές φορές, υπάρχουν λόγοι που πρέπει να παρατήσεις το δόρυ».

Η Αβιέντα τις κοίταξε με νόημα και συνέχισε, σαν να μην είχαν μιλήσει. «Μόνο που, τώρα, οι Σοφές λένε ότι θα βρεθεί εδώ, πέρα από το Δρακότειχος. “Αίμα από το αίμα μας, ανακατεμένο με το παλιό αίμα, αναθρεμμένο από αρχαίο αίμα, που δεν είναι δικό μας”. Δεν το καταλαβαίνω, αλλά οι Σοφές μιλούσαν με τρόπο που δεν άφηνε περιθώριο για αμφιβολίες». Κοντοστάθηκε, προφανώς για να διαλέξει με προσοχή τα λόγια που θα έλεγε μετά. «Κάνατε πολλές ερωτήσεις, Άες Σεντάι. Θέλω κι εγώ να κάνω μία. Πρέπει να καταλάβετε ότι αναζητάμε σημάδια και οιωνούς. Γιατί τρεις Άες Σεντάι περπατούν σε μια γη όπου το μόνο χέρι δίχως λεπίδα είναι το χέρι που είναι τόσο αδύναμο από την πείνα, που δεν μπορεί να σφίξει τη λαβή; Πού πηγαίνετε;»

«Στο Δάκρυ», είπε ζωηρά η Νυνάβε, «εκτός αν μείνουμε εδώ να κουβεντιάζουμε, μέχρι να γκρεμιστεί η Καρδιά της Πέτρας». Η Ηλαίην τακτοποίησε το κορδόνι του σακιδίου και το λουρί του δισακιού της για να είναι άνετα στο περπάτημα και, έπειτα από μια στιγμή, η Εγκουέν τη μιμήθηκε.

Οι Αελίτισσες κοίταζαν η μια την άλλη και η Τζόλιεν είχε μαρμαρώσει εκεί που έσιαζε το γκριζοκαφέ σακάκι της Νταϊλίν. «Στο Δάκρυ;» είπε επιφυλακτικά η Αβιέντα. «Τρεις Άες Σεντάι διασχίζουν μια ταραγμένη γη, πηγαίνοντας στο Δάκρυ. Τι γυρεύετε στο Δάκρυ, Άες Σεντάι;»

Η Εγκουέν κοίταξε τη Νυνάβε. Φως μου, πριν από μια στιγμή ήταν όλο γέλια και τώρα ξεσηκώθηκαν.

«Κυνηγάμε κάποιες σατανικές γυναίκες», είπε προσεκτικά η Νυνάβε. «Σκοτεινόφιλες».

«Σκιοδρομείς». Όταν η Τζόλιεν πρόφερε τη λέξη, το στόμα της στράβωσε, σαν να είχε δαγκώσει σάπιο μήλο.

«Σκιοδρομείς στο Δάκρυ», είπε η Μπάιν και η Τσιάντ πρόσθεσε, σαν να ήταν το άλλο μισό της ίδιας πρότασης: «Και τρεις Άες Σεντάι που αναζητούν την Καρδιά της Πέτρας».

«Δεν είπα ότι πάμε στην Καρδιά της Πέτρας», είπε απότομα η Νυνάβε. «Είπα μόνο ότι δεν θέλω να περιμένω εδώ, μέχρι να γκρεμιστεί. Εγκουέν, Ηλαίην, είστε έτοιμες;» Ξεκίνησε να βγει από το αλσύλλιο, χωρίς να περιμένει την απάντησή τους· το ραβδί πεζοπορίας χτυπούσε το χώμα και οι μεγάλες δρασκελιές της την πήγαιναν κατά το νότο.

Η Εγκουέν και η Ηλαίην αποχαιρέτησαν βιαστικά τις άλλες και την ακολούθησαν. Οι τέσσερις Αελίτισσες στάθηκαν και τις κοίταζαν να φεύγουν.

Όταν οι δυο τους βρέθηκαν σε κάποια απόσταση από το αλσύλλιο, η Εγκουέν είπε: «Παραλίγο να σταματήσει η καρδιά μου όταν είπες ποια είσαι. Δεν φοβήθηκες, μήπως θελήσουν να σε σκοτώσουν, ή να σε πάρουν αιχμάλωτη; Ο Πόλεμος των Αελιτών δεν είναι και τόσο μακρινός και μπορεί να έλεγαν ότι δεν βλάπτουν γυναίκες που δεν κρατούν δόρυ, αλλά εμένα μου έμοιαζαν έτοιμες να σηκώσουν τα δόρατά τους με το παραμικρό».

Η Ηλαίην κούνησε πικρόχολα το κεφάλι. «Μόλις έμαθα πόσο πολλά είναι αυτά που δεν ξέρω για τους Αελίτες, αλλά έχω διδαχθεί ότι δεν σκέφτονται τον Πόλεμο των Αελιτών σαν πόλεμο. Από τον τρόπο που μου φέρθηκαν, νομίζω ότι πολλά απ’ αυτά που έμαθα είναι αληθινά. Ή μπορεί να οφείλεται στο ότι με νομίζουν Άες Σεντάι».

«Ξέρω ότι είναι παράξενες, Ηλαίην, αλλά κανένας δεν μπορεί να πει ότι δεν ήταν πόλεμος εκείνα τα τρία χρόνια των μαχών. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο μάχονται αυτοί, αλλά ο πόλεμος είναι πόλεμος».

«Γι’ αυτούς όχι. Χιλιάδες Αελίτες πέρασαν τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, έβλεπαν τον εαυτό τους σαν κυνηγό κλεφτών, σαν δήμιο, που έψαχνε να βρει τον Βασιλιά Λάμαν της Καιρχίν για ένα έγκλημα, το κόψιμο του Αβεντοραλντέρα. Για τους Αελίτες, δεν ήταν πόλεμος. Ήταν εκτέλεση».

Το Αβεντοραλντέρα, σύμφωνα με ένα μάθημα της Βέριν, ήταν ένα βλαστάρι του ίδιου του Δέντρου της Ζωής, που το είχαν πάει οι Αελίτες στην Καιρχίν, πριν από τετρακόσια χρόνια, ως μια πρωτοφανή προσφορά ειρήνης και το είχαν δώσει στους Καιρχινούς, μαζί με το δικαίωμα να διασχίζουν την Ερημιά ― ένα δικαίωμα που διαφορετικά το είχαν μονάχα οι πραματευτές, οι βάρδοι και οι Τουάθα’αν. Ένα μεγάλο μέρος του πλούτου της Καιρχίν οφειλόταν στο εμπόριο φιλντισιού, αρωμάτων, μπαχαρικών και κυρίως του μεταξιού, με τις χώρες πέρα από την Ερημιά. Ακόμα και η Βέριν δεν είχε ιδέα πώς οι Αελίτες είχαν βρει ένα φιντανάκι του Αβεντεσόρα ― κατ’ αρχάς, τα παλιά βιβλία έλεγαν καθαρά ότι δεν είχε σπόρους· έπειτα, κανένας δεν ήξερε πού ήταν το Δέντρο της Ζωής, με εξαίρεση μερικές ιστορίες, που προφανώς έκαναν λάθος, αλλά σίγουρα το Δέντρο της Ζωής δεν μπορεί να είχε την παραμικρή σχέση με τους Αελίτες. Επίσης, η Βέριν δεν ήξερε ούτε γιατί οι Αελίτες αποκαλούσαν τους Καιρχινούς Ομόδιψους, ή γιατί επέμεναν τα καραβάνια των εμπόρων να υψώνουν ένα λάβαρο με το τρίλοβο φύλλο του Αβεντεσόρα.

Η Εγκουέν παραδέχτηκε απρόθυμα ότι μπορούσε να καταλάβει γιατί είχαν ξεκινήσει έναν πόλεμο —έστω κι αν εκείνοι δεν το έβλεπαν έτσι― όταν ο Βασιλιάς Λάμαν είχε κόψει το δώρο τους, για να φτιάξει ένα θρόνο που δεν θα είχε όμοιό του στον κόσμο. Το Αμάρτημα του Λάμαν, είχε ακούσει να το λένε. Σύμφωνα με τη Βέριν, όχι μόνο είχε λάβει τέλος το εμπόριο της Καιρχίν που περνούσε από την Ερημιά, αλλά και οι Καιρχινοί, που τολμούσαν να μπουν στην Ερημιά, εξαφανίζονταν. Η Βέριν ισχυριζόταν ότι τους «πουλούσαν σαν ζώα» στα μέρη πέρα από την Ερημιά, αλλά ακόμα κι αυτή δεν καταλάβαινε πώς μπορούσες να πουλήσεις έναν άντρα ή μια γυναίκα.

«Εγκουέν», είπε η Ηλαίην, «ξέρεις ποιος πρέπει να είναι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή;»

Κοιτώντας την πλάτη της Νυνάβε, η οποία βρισκόταν ακόμα μπροστά τους, η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι —θέλει να παραβγούμε ποια θα φτάσει πρώτη στο Τζουρένε;― και σχεδόν σταμάτησε να βαδίζει. «Δεν πιστεύω να εννοείς —;»

Η Ηλαίην ένευσε. «Αυτόν εννοώ. Δεν ξέρω πολλά πράγματα για τις Προφητείες του Δράκοντα, αλλά άκουσα μερικές γραμμές. Μια που θυμάμαι, λέει: “Στις πλαγιές του Όρους του Δράκοντα θα γεννηθεί, θα γεννηθεί από μια κόρη που δεν είναι παντρεμένη με κανέναν”. Εγκουέν, ο Ραντ πράγματι μοιάζει με Αελίτη. Καλά, μοιάζει επίσης και με τις εικόνες της Τιγκραίν που έχω δει, αλλά αυτή εξαφανίστηκε πολύ πριν γεννηθεί και, πάντως, δεν νομίζω ότι μπορεί να ήταν η μητέρα του. Πιστεύω ότι η μητέρα του Ραντ ήταν μια Κόρη του Δόρατος».

Η Εγκουέν συνοφρυώθηκε σκεφτική, βαδίζοντας γοργά και φέρνοντας ξανά στο νου της όσα ήξερε για τη γέννηση του Ραντ. Τον είχε μεγαλώσει ο Ταμ αλ’Θορ όταν είχε πεθάνει η Κάρι αλ’Θορ, αλλά αν αλήθευε εκείνο που είχε πει η Μουαραίν, τότε δεν μπορεί να ήταν αυτοί οι πραγματικοί γονείς του. Η Νυνάβε μερικές φορές έδειχνε να ξέρει κάποιο μυστικό για τη γέννηση του Ραντ. Αλλά πάω στοίχημα ότι δεν θα μπορούσαμε να το βγάλουμε από μέσα της ούτε με πιρούνι!

Πρόφτασαν τη Νυνάβε· η Εγκουέν είχε ένα άγριο ύφος καθώς συλλογιζόταν, η Νυνάβε κοίταζε ευθεία μπροστά, προς το Τζουρένε και το πλοίο, ενώ η Ηλαίην κοίταζε στενοχωρημένη τις άλλες, σαν να ήταν δυο παιδιά που είχαν μουτρώσει καυγαδίζοντας ποιο θα έπαιρνε μεγαλύτερο κομμάτι τούρτα.

Ύστερα από λίγη ώρα που περπατούσαν σιωπηλά, η Ηλαίην είπε: «Μια χαρά τα κατάφερες, Νυνάβε. Τη Θεραπεία και τα υπόλοιπα. Νομίζω πως δεν αμφέβαλλαν καθόλου ότι είσαι Άες Σεντάι. Ούτε και για εμάς, χάρη στη στάση σου».

«Έκανες καλή δουλειά», είπε η Εγκουέν, ύστερα από ένα λεπτό. «Ήταν η πρώτη φορά που είδα με προσοχή τι συμβαίνει στη Θεραπεία. Μπροστά του, το να φτιάχνεις αστραπή είναι σαν να μαγειρεύεις χυλό».

Στο πρόσωπο της Νυνάβε εμφανίστηκε ένα ξαφνιασμένο χαμόγελο. «Σε ευχαριστώ», μουρμούρισε και άπλωσε το χέρι για να τραβήξει ελαφρά τα μαλλιά της Εγκουέν, όπως έκανε όταν η Εγκουέν ήταν μικρό κοριτσάκι.

Δεν είμαι πια κοριτσάκι. Η στιγμή πέρασε γοργά, όπως είχε έρθει και συνέχισαν πάλι αμίλητες. Η Ηλαίην αναστέναξε δυνατά.

Έκαναν άλλο ένα μίλι, ή και παραπάνω, με γρήγορο ρυθμό, παρ’ όλο που συνεχώς έστριβαν από το ποτάμι για να κάνουν το γύρο των σύδεντρων της όχθης. Η Νυνάβε επέμενε να περνούν σε αρκετή απόσταση από τα δέντρα. Η Εγκουέν θεωρούσε ότι ήταν χαζό να πιστεύουν ότι θα κρύβονταν κι άλλες Αελίτισσες στα αλσύλλια, όμως αυτές οι παρακάμψεις δεν πρόσθεταν μεγάλη απόσταση στην πορεία τους· τα σύδεντρα δεν ήταν πολύ μεγάλα.

Η Ηλαίην, όμως, είχε το νου της στα δέντρα κι ήταν αυτή που ούρλιαξε ξαφνικά: «Προσέξτε!»

Η Εγκουέν γύρισε απότομα το κεφάλι· άντρες ξεπηδούσαν ανάμεσα από τα δέντρα, στριφογυρίζοντας σφεντόνες πάνω από τα κεφάλια τους. Ανοίχτηκε στο σαϊντάρ και κάτι τη χτύπησε στο κεφάλι. Το σκοτάδι κατάπιε τα πάντα.

Η Εγκουέν ένιωθε να λικνίζεται, ένιωθε κάτι να κινείται από κάτω της. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει από τον πόνο. Προσπάθησε να ακουμπήσει τους κροτάφους της, αλλά κάτι έσφιξε τους καρπούς της και το χέρι της δεν σάλεψε.

«― καλύτερο από το να καθόμαστε εκεί όλη μέρα, περιμένοντας να σκοτεινιάσει», είπε μια τραχιά, αντρική φωνή. «Ποιος ξέρει αν θα περάσει άλλο πλοίο από τόσο κοντά. Και δεν βασίζομαι σε αυτή τη βάρκα. Μπάζει νερά».

«Παρακάλα να πιστέψει ο Άντεν ότι είδες τα δαχτυλίδια πριν αποφασίσεις να το κάνεις», είπε ένας άλλος άντρας. «Θέλει πλούσια λεία, όχι γυναίκες, νομίζω». Ο άλλος μουρμούρισε βραχνά τι μπορούσε να κάνει ο Άντεν με την τρύπια βάρκα του, καθώς και με τη λεία, επίσης.

Τα μάτια της άνοιξαν. Μπροστά της χόρευαν ασημένιες κουκκίδες· της φάνηκε ότι θα έκανε εμετό στο έδαφος, που πηγαινοερχόταν κάτω από το κεφάλι της. Ήταν δεμένη κάθετα στην πλάτη ενός αλόγου, ένα σκοινί την έδενε από τους καρπούς και τους αστραγάλους περνώντας από την κοιλιά του αλόγου και τα μαλλιά της κρέμονταν κάτω.

Ακόμα ήταν μέρα. Σήκωσε το κεφάλι για να κοιτάξει. Πολλοί κακοντυμένοι έφιπποι ήταν ολόγυρά της και δεν έβλεπε αν ήταν, επίσης, αιχμάλωτες η Νυνάβε και η Ηλαίην. Κάποιοι από τους άντρες διέθεταν τμήματα πανοπλίας —ένα καταχτυπημένο κράνος ο ένας, ένα θώρακα γεμάτο λακκούβες ο άλλος, ένα γιλέκο με μεταλλικά λέπια ο τρίτος― αλλά οι περισσότεροι φορούσαν μόνο σακάκια που είχαν να πλυθούν μήνες, αν είχαν πλυθεί ποτέ. Από την οσμή, φαινόταν ότι και οι ίδιοι οι άντρες είχαν μήνες να πλυθούν. Όλοι έφεραν ξίφη, στη μέση ή στη ράχη.

Την πλημμύρισε οργή και φόβος, αλλά κυρίως ένας άγριος θυμός. Δεν θα με κρατήσουν αιχμάλωτη! Δεν θα με κρατήσουν δεμένη! Όχι! Ανοίχτηκε στο σαϊντάρ κι ο πόνος παραλίγο να της ανοίξει το κεφάλι στα δύο· μόλις που έπνιξε το βογκητό της.

Το άλογο κοντοστάθηκε για μια στιγμή, καθώς ακούγονταν φωνές και το τρίξιμο σκουριασμένων μεντεσέδων και μετά προχώρησε λιγάκι και οι άντρες αφίππευσαν. Καθώς άνοιγαν χώρο, η Εγκουέν είδε για λίγο πού βρίσκονταν. Τους περιέβαλλε ένα πασσαλόπηγμα, στημένο σε ένα μεγάλο, στρογγυλό ανάχωμα κι άντρες με τόξα φρουρούσαν έναν ξύλινο διάδρομο κατασκευασμένο αρκετά ψηλά, ώστε να μπορούν να βλέπουν πάνω από τις βιαστικά πελεκημένες κορφές των πασσάλων. Ένα χαμηλό σπίτι, από κορμούς δέντρων, δίχως παράθυρα, φαινόταν μπηγμένο στο ανάχωμα κάτω από το φράκτη. Δεν υπήρχαν άλλα κτίρια, εκτός από μερικά πρόχειρα υπόστεγα. Με εξαίρεση τους άντρες και τα άλογα που μόλις είχαν έρθει, η υπόλοιπη έκταση ήταν γεμάτη φωτιές για μαγείρεμα, δεμένα άλογα και πολλούς ακόμα άπλυτους άντρες. Πρέπει να ήταν το λιγότερο καμιά εκατοστή. Υπήρχαν κατσίκες, γουρούνια και κότες σε κλουβιά, που γέμιζαν τον αέρα με βελάσματα, γρυλίσματα και κακαρίσματα, τα οποία ενώνονταν με βραχνές κραυγές και γέλια, για να δημιουργήσουν ένα σαματά που τρυπούσε το κεφάλι της Εγκουέν.

Βρήκε με το βλέμμα τη Νυνάβε και την Ηλαίην, που ήταν ριγμένες σε άλογα δίχως σέλα και δεμένες με το κεφάλι προς τα κάτω, όπως και η ίδια. Έμοιαζαν ακίνητες· η άκρη της πλεξούδας της Νυνάβε σύρθηκε στο χώμα καθώς το άλογό της σάλεψε. Μια μικρή ελπίδα ξεψύχησε· ότι μπορεί να είχε μείνει κάποια ελεύθερη, για να βοηθήσει τις υπόλοιπες να δραπετεύσουν. Φως μου, δεν αντέχω να μείνω ξανά φυλακισμένη. Δεν αντέχω πάλι. Προσπάθησε επιφυλακτικά να ανοιχτεί πάλι στο σαϊντάρ. Αυτή τη φορά, ο πόνος δεν ήταν τόσο έντονος —απλώς ήταν σαν να της είχαν πετάξει μια πέτρα στο κεφάλι― αλλά διέλυσε το κενό πριν προλάβει καν να σκεφτεί το τριαντάφυλλο.

«Η μια συνήρθε!» ακούστηκε η δυνατή φωνή κάποιου.

Η Εγκουέν προσπάθησε να αφήσει το κορμί της νωθρό και να μη δείξει επικίνδυνη. Πώς στο Φως μπορώ να δείξω επικίνδυνη έτσι δεμένη, σαν σάκος αλεύρι! Που να καώ, πρέπει να κερδίσω χρόνο. Πρέπει! «Δεν θα σου κάνω κακό», είπε στον ιδρωμένο άντρα, που ερχόταν τρέχοντας. Ή προσπάθησε να του το πει. Δεν ήξερε πόσο είχε προλάβει να μιλήσει, πριν κάτι την πετύχει ξανά στο κεφάλι και το σκοτάδι την καταπιεί, μαζί με ένα κύμα ναυτίας.

Την επόμενη φορά, το ξύπνημά της ήταν ευκολότερο. Το κεφάλι της ακόμα πονούσε, αλλά όχι όσο πριν, αν και οι σκέψεις της στριφογυρνούσαν σαν τρελές. Τουλάχιστον, το στομάχι μου δεν... Φως μου, καλύτερα να μην το σκέφτομαι. Είχε γεύση από ξινό κρασί και κάτι πικρό στο στόμα της. Λουρίδες φωτός φαίνονταν από τις οριζόντιες χαραμάδες ενός προχειροφτιαγμένου τοίχου, αλλά η Εγκουέν ήταν ξαπλωμένη στο σκοτάδι, ανάσκελα. Της φάνηκε ότι ήταν πάνω στο χώμα. Ούτε η πόρτα έμοιαζε να κλείνει καλά, όμως φαινόταν γερή.

Σηκώθηκε στα χέρια και τα γόνατα και ξαφνιάστηκε όταν βρήκε ότι δεν ήταν δεμένη. Με εξαίρεση εκείνο τον τοίχο από απελέκητους κορμούς, οι άλλοι ήταν από τραχιά πέτρα. Το φως, που έμπαινε από τις χαραμάδες, αρκούσε για να της δείξει τη Νυνάβε και την Ηλαίην, που ήταν σωριασμένες στο χώμα. Στο πρόσωπο της Κόρης-Διαδόχου υπήρχε αίμα. Καμιά τους δεν σάλευε και μόνο το στήθος τους φούσκωνε και χαμήλωνε, όπως ανέπνεαν. Η Εγκουέν δίστασε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τις ξυπνήσει αμέσως, ή να δει πρώτα τι υπήρχε στην άλλη πλευρά του τοίχου. Μια κλεφτή ματιά, σκέφτηκε. Καλύτερα να δω πώς μας φυλάνε, πριν τις ξυπνήσω.

Είπε με το νου της ότι δεν το έκανε επειδή φοβόταν μήπως δεν μπορούσε να τις ξυπνήσει. Πλησιάζοντας το μάτι σε μια χαραμάδα κοντά στην πόρτα, σκέφτηκε το αίμα που είχε η Ηλαίην στο πρόσωπο και προσπάθησε να θυμηθεί τι ακριβώς είχε κάνει η Νυνάβε στην Νταϊλίν.

Το διπλανό δωμάτιο ήταν μεγάλο —πρέπει να καταλάμβανε το υπόλοιπο τμήμα του ξύλινου κτιρίου που είχε δει― και δεν είχε παράθυρα, αλλά υπήρχε άπλετο φως από ασημένιες και χρυσές λάμπες, που κρέμονταν από χοντρά καρφιά στους τοίχους και τους κορμούς που σχημάτιζαν το ψηλό ταβάνι. Δεν υπήρχε τζάκι. Στο σκληρό, πατημένο χώμα, το οποίο αποτελούσε το πάτωμα, χοντροκαμωμένα τραπέζια και καρέκλες στέκονταν ανάμεσα σε σεντούκια με επίχρυσα σκαλίσματα και φιλντισένια στολίσματα. Ένα χαλί με εικόνες παγωνιών βρισκόταν πλάι σε ένα πελώριο κρεβάτι με ουρανό, το οποίο ήταν γεμάτο βρώμικες κουβέρτες και μαξιλάρια, με κολώνες περίτεχνα σκαλισμένες και επιχρυσωμένες.

Μια ντουζίνα άντρες κάθονταν, ή στέκονταν ολόγυρα, όμως όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα σε ένα μεγαλόσωμο ξανθό, που μπορεί και να ήταν όμορφος, αν το πρόσωπό του ήταν πιο καθαρό. Στεκόταν κοιτάζοντας ένα τραπέζι με ραβδωτά πόδια και επίχρυσα σκαλίσματα, με το ένα χέρι στη λαβή του σπαθιού του, ενώ με ένα δάχτυλο έσπρωχνε κυκλικά πάνω στο τραπέζι κάτι που η Εγκουέν δεν μπορούσε να διακρίνει.

Η εξώπορτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας τη νύχτα έξω και ένας κοκαλιάρης, που του έλειπε το αριστερό αυτί, μπήκε μέσα. «Ακόμα δεν ήρθε», είπε βραχνά. Του έλειπαν, επίσης, δύο δάχτυλα από το αριστερό του χέρι. «Δεν μου αρέσουν τα πάρε-δώσει με αυτό το σινάφι».

Ο μεγαλόσωμος ξανθός δεν του έδωσε σημασία, μόνο συνέχισε να κουνά το αντικείμενο στο τραπέζι. «Τρεις Άες Σεντάι», μουρμούρισε και μετά γέλασε. «Καλές τιμές για Άες Σεντάι, αν έχεις το στομάχι για να κάνεις δουλειά με τον κατάλληλο αγοραστή. Αν είσαι έτοιμος να το διακινδυνέψεις, επειδή θα σου ξεσκίσει το στομάχι και θα σου το βγάλει από το στόμα, σε περίπτωση που του πουλήσεις γουρούνι στο σακί. Δεν είναι τόσο ασφαλές, όσο να κόβεις λαρύγγια ναυτών από εμπορικά πλοία, έτσι δεν είναι, Κοκ; Δεν είναι τόσο εύκολο, δεν συμφωνείς;»

Οι άλλοι άντρες σάλεψαν νευρικά και εκείνος στον οποίο είχε μιλήσει, ένας γεροδεμένος τύπος με ύπουλο βλέμμα, έγειρε μπροστά με ταραχή. «Είναι Άες Σεντάι». Η Εγκουέν αναγνώρισε τη φωνή· ήταν ο άντρας που είχε κάνει εκείνες τις χοντροκομμένες προτροπές στους άλλους, την πρώτη φορά που ξύπνησε δεμένη. «Σίγουρα είναι, Άντεν. Απόδειξη τα δαχτυλίδια, σου λέω!» Ο Άντεν σήκωσε κάτι από το τραπέζι, ένα μικρό κύκλο, που άστραψε χρυσός στο φως που έριχναν οι λάμπες.

Η Εγκουέν άφησε μια κοφτή κραυγή και ψηλάφισε τα δάχτυλά της. Μου πήραν το δαχτυλίδι!

«Δεν μου αρέσει αυτό», μουρμούρισε ο κοκαλιάρης με το κομμένο αυτί. «Άες Σεντάι. Και μονάχη της, μία απ’ αυτές μπορεί να μας σκοτώσει όλους. Που να με φάει η μοίρα μου! Έτσι μου έρχεται να σου κόψω το λαρύγγι, Κοκ, τέτοιος λιθοσμίλευτος βλάκας που είσαι. Τι θα γίνει αν ξυπνήσουν, πριν έρθει ο άλλος;»

«Θα κάνουν ώρες να ξυπνήσουν». Αυτός που μιλούσε ήταν ένας χοντρός άντρας, με κοροϊδευτικό, ξεδοντιάρικο χαμόγελο. «Εκείνο που τους δώσαμε, μου το έμαθε η γιαγιάκα μου. Θα κοιμούνται ως να χαράξει και ο άλλος θα έρθει πολύ νωρίτερα».

Η Εγκουέν ανοιγόκλεισε το στόμα, γεύτηκε την ξινή κρασίλα και την πικρή γεύση. Ό,τι κι αν μας έδωσες, η γιαγιάκα σου σου είπε ψέματα. Κρίμα που δεν σε έπνιξε στην κούνια! Πριν από την άφιξη του «άλλου», του ανθρώπου που νόμιζε ότι μπορούσε να αγοράσει Άες Σεντάι -σαν τους καταραμένους τους Σωντσάν!― η Εγκουέν θα είχε ξυπνήσει τη Νυνάβε και την Ηλαίην. Σύρθηκε προς τη Νυνάβε.

Απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει, η Νυνάβε έμοιαζε να κοιμάται, έτσι το πιο απλό που σκέφτηκε να κάνει, ήταν να την κουνήσει. Προς έκπληξή της, τα μάτια της Νυνάβε άνοιξαν αμέσως.

«Τι —;»

Σκέπασε το στόμα της Νυνάβε με το χέρι της, προλαβαίνοντας να τη σταματήσει. «Μας κρατάνε αιχμάλωτες», ψιθύρισε. «Από την άλλη μεριά του τοίχου υπάρχουν καμιά δωδεκαριά άντρες και πολλοί άλλοι έξω. Πάρα πολλοί. Μας έδωσαν κάτι για να μας κοιμίσουν, αλλά δεν έκανε τίποτα. Θυμήθηκες, ή ακόμα;»

Η Νυνάβε τράβηξε το χέρι της Εγκουέν. «Θυμήθηκα». Ο τόνος της ήταν απαλός και σκοτεινός. Έκανε μια γκριμάτσα, στράβωσε το στόμα και, ξαφνικά, άφησε ένα σχεδόν αθόρυβο γέλιο. «Ρίζα γλυκοϋπνιού. Οι ανόητοι, μας έδωσαν γλυκοΰπνι μέσα σε κρασί. Απ’ ό,τι δοκίμασα, το κρασί σχεδόν έχει γίνει ξίδι. Γρήγορα, θυμάσαι τίποτα απ’ όσα σε έμαθα; Τι κάνει η ρίζα του γλυκοϋπνιού;»

«Διώχνει τον πονοκέφαλο, για να μπορέσεις να κοιμηθείς», είπε η Εγκουέν με εξίσου μαλακή φωνή. Και εξίσου σκοτεινή, ώσπου άκουσε τα λόγια της. «Σου φέρνει λίγη νύστα, αλλά αυτό είναι όλο». Ο χοντρός δεν είχε ακούσει καλά αυτά που του έλεγε η γιαγιά του. «Το μόνο που έκαναν, ήταν να μας καταπραΰνουν τον πόνο από το χτύπημα στο κεφάλι».

«Ακριβώς», είπε η Νυνάβε. «Κι όταν ξυπνήσουμε την Ηλαίην, θα τους ευχαριστήσουμε με τρόπο που δεν θα τον ξεχάσουν». Σηκώθηκε και έσκυψε κοντά στη χρυσομάλλα γυναίκα.

«Μου φαίνεται ότι είδα πάνω από εκατό άτομα έξω, όταν μας έφεραν», ψιθύρισε η Εγκουέν στη ράχη της Νυνάβε. «Είμαι σίγουρη ότι δεν θα σε πειράξει να χρησιμοποιήσω αυτή τη φορά τη Δύναμη σαν όπλο. Και απ’ ό,τι φαίνεται, κάποιος έρχεται να μας αγοράσει. Θέλω να του κάνω κάτι, που θα τον βάλει στο δρόμο του Φωτός μέχρι τη μέρα που θα πεθάνει!» Η Νυνάβε ήταν ακόμα σκυμμένη πάνω από την Ηλαίην, αλλά δεν κουνιόταν ούτε η μια, ούτε η άλλη. «Τι συμβαίνει;»

«Είναι άσχημα χτυπημένη, Εγκουέν. Νομίζω ότι έχει σπάσει το κρανίο της και ίσα που ανασαίνει. Εγκουέν, είναι στα πρόθυρα του θανάτου, ακριβώς όπως η Νταϊλίν».

«Δεν μπορείς να κάνεις κάτι;» Η Εγκουέν προσπάθησε να θυμηθεί όλες τις ροές που είχε υφάνει η Νυνάβε για να Θεραπεύσει την Αελίτισσα, αλλά δεν θυμόταν παρά μόνο μία στις τρεις. «Πρέπει!»

«Μου πήραν τα βότανα», μουρμούρισε άγρια η Νυνάβε, με τρεμάμενη φωνή. «Δεν μπορώ! Χωρίς τα βότανα, όχι!» Η Εγκουέν έμεινε εμβρόντητη όταν συνειδητοποίησε ότι η Νυνάβε ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Που να καούνε όλοι, δεν μπορώ να το κάνω χωρίς —!» Ξαφνικά, άρπαξε την Ηλαίην από τους ώμους, σαν να σκόπευε να σηκώσει την αναίσθητη γυναίκα και να την τραντάξει. «Που να καείς, κορίτσι μου», είπε βραχνά, «δεν σε έφερα τόσο δρόμο για να πεθάνεις! Κακώς δεν σε άφησα να πλένεις κατσαρόλες! Έπρεπε να σε δέσω σε ένα σακί και να σε κουβαλήσει ο Ματ στη μητέρα σου! Δεν σε αφήνω να μου πεθάνεις! Με άκουσες; Δεν σε αφήνω!» Ξαφνικά, έλαμψε γύρω της το σαϊντάρ και τα μάτια και το στόμα της Ηλαίην άνοιξαν ταυτόχρονα.

Η Εγκουέν σκέπασε με το χέρι το στόμα της Ηλαίην, προλαβαίνοντας να κρύψει κάθε ήχο που ίσως άφηνε, αλλά καθώς την άγγιζε, τα ρεύματα της Θεραπείας της Νυνάβε την άρπαξαν, σαν κλαράκι στην άκρη ρουφήχτρας. Η παγωνιά την τρύπησε ως το μεδούλι κι εκεί συνάντησε κάψα που τιναζόταν προς τα έξω, σαν να ήθελε να κάνει τη σάρκα της κάρβουνο· ο κόσμος εξαφανίστηκε, ενώ ένιωθε ότι έτρεχε, έπεφτε, πετούσε, στριφογυρνούσε.

Όταν, τελικά, σταμάτησαν όλα, η Εγκουέν βαριανάσαινε. Κοίταξε την Ηλαίην, που είχε το βλέμμα της στραμμένο στα χέρια της, που της έκλειναν ακόμα το στόμα. Το τελευταίο απομεινάρι του πονοκέφαλου της Εγκουέν είχε χαθεί. Απ’ ό,τι φαινόταν, ακόμα και η δευτερεύουσα επίδραση αυτού που είχε κάνει η Νυνάβε, αρκούσε για να τον διώξει. Τα μουρμουρητά από το άλλο δωμάτιο δεν είχαν δυναμώσει· αν η Ηλαίην —ή η ίδια― είχε βγάλει κάποιον ήχο, ο Άντεν και οι άλλοι δεν το είχαν προσέξει.

Η Νυνάβε ήταν πεσμένη στα χέρια και τα γόνατα, με το κεφάλι σκυμμένο, τρέμοντας. «Φως μου!» μουρμούρισε. «Όπως το έκανα με αυτό τον τρόπο... ήταν σαν να έγδερνα... το ίδιο μου το τομάρι. Ωχ, φως μου!» Κοίταξε την Ηλαίην. «Πώς νιώθεις, κοπέλα μου;» Η Εγκουέν τράβηξε τα χέρια.

«Κουρασμένη», μουρμούρισε η Ηλαίην. «Και πεινασμένη. Πού είμαστε; Ήταν κάτι άντρες με σφεντόνες...»

Η Εγκουέν της είπε βιαστικά τι είχε συμβεί. Η έκφραση της Ηλαίην άρχισε να σκοτεινιάζει, πολύ πριν τελειώσει τη διήγηση η Εγκουέν.

«Και τώρα», πρόσθεσε η Νυνάβε με φωνή σαν σίδερο, «θα δείξουμε σε αυτούς τους ελεεινούς τι παθαίνει όποιος τα βάζει μαζί μας». Το σαϊντάρ έλαμψε άλλη μια φορά ολόγυρά της.

Η Ηλαίην σηκωνόταν όρθια με ασταθείς κινήσεις, αλλά η λάμψη περιέβαλλε κι αυτήν. Η Εγκουέν ανοίχτηκε στην Αληθινή Πηγή σχεδόν με ευφορία.

Όταν ξανακοίταξαν από τις χαραμάδες, για να δουν τι ακριβώς θα είχαν να αντιμετωπίσουν, ήταν τρεις Μυρντράαλ στο δωμάτιο.

Με μαύρα, νεκρικά ρούχα, που κρέμονταν αφύσικα ασάλευτα, στέκονταν δίπλα στο τραπέζι· όλοι οι άνθρωποι εκεί μέσα, εκτός από τον Άντεν, είχαν απομακρυνθεί όσο μπορούσαν περισσότερο από κοντά τους, είχαν κολλήσει τις ράχες στον τοίχο και το βλέμμα τους ήταν χαμηλωμένο στο χωμάτινο πάτωμα. Στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, απέναντι από τους Μυρντράαλ, ο Άντεν αντίκριζε εκείνα τα ανόφθαλμα βλέμματα, αλλά ο ιδρώτας σχημάτιζε αυλάκια στο λεκιασμένο πρόσωπό του.

Ο Ξέθωρος πήρε ένα δαχτυλίδι από το τραπέζι. Η Εγκουέν είδε ότι ήταν ένας χρυσός κρίκος, πολύ πιο βαρύς από τα δαχτυλίδια με το Μέγα Ερπετό.

Με το πρόσωπο κολλημένο στη χαραμάδα ανάμεσα σε δύο κορμούς, η Νυνάβε άφησε μια μικρή κραυγή και ψηλάφισε το λαιμό του φορέματός της.

«Τρεις Άες Σεντάι», σφύριξε ο Ημιάνθρωπος και το εύθυμο ύφος του έμοιαζε με νεκρά πράγματα που γίνονταν σκόνη, «και η μια είχε αυτό». Το δαχτυλίδι έκανε ένα βαρύ γδούπο, καθώς ο Μυρντράαλ το ξανάριχνε στο τραπέζι.

«Αυτές αναζητώ», είπε ένας άλλος. «Θα ανταμειφθείς καλά, άνθρωπε».

«Πρέπει να τους αιφνιδιάσουμε», είπε μαλακά η Νυνάβε. «Τι κλειδαριά έχει αυτή η πόρτα;»

Η Εγκουέν μόλις που διέκρινε την κλειδαριά στο εξωτερικό της πόρτας, ένα σιδερένιο πράγμα σε μια αλυσίδα τόσο βαριά, που μπορούσε να κρατήσει και εξαγριωμένο ταύρο. «Ετοιμάσου», είπε.

Λέπτυνε τη ροή της Γης, κάνοντάς την πιο μικρή κι από τρίχα, ελπίζοντας ότι οι Ημιάνθρωποι δεν θα μπορούσαν να αισθανθούν μια τόσο μικρή διαβίβαση και την ύφανε στη σιδερένια αλυσίδα, στα μικρότερα κομματάκια της.

Ένας Μυρντράαλ ύψωσε το κεφάλι. Ένας άλλος έγειρε πάνω από το τραπέζι, προς τον Άντεν. «Κάτι μου προκαλεί φαγούρα, άνθρωπε. Σίγουρα κοιμούνται;» Ο Άντεν ξεροκατάπιε και κατένευσε.

Ο τρίτος Μυρντράαλ γύρισε να κοιτάξει προς την πόρτα του δωματίου, όπου ζάρωναν η Εγκουέν και οι άλλες.

Η αλυσίδα έπεσε στο πάτωμα, ο Μυρντράαλ, που την κοίταζε, γρύλισε και η εξωτερική πόρτα άνοιξε απότομα, φτύνοντας από τη νύχτα θάνατο με μαύρα πέπλα.

Στο δωμάτιο ξέσπασαν κραυγές και φωνές, καθώς οι άνθρωποι έψαχναν τα σπαθιά τους για να πολεμήσουν τα δόρατα των Αελιτών. Κι οι Μυρντράαλ, επίσης, τράβηξαν λεπίδες πιο ζοφερές κι από τα ρούχα τους, για να υπερασπίσουν τη ζωή τους. Η Εγκουέν κάποτε είχε δει έξι γάτες να καυγαδίζουν η μια με την άλλη· αυτό εδώ ήταν το εκατονταπλάσιο. Εντούτοις, σε λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε σιωπή. Σχεδόν σιωπή.

Όσοι άνθρωποι δεν φορούσαν πέπλο κείτονταν νεκροί, με ένα δόρυ μέσα τους· ένα είχε καρφώσει τον Άντεν στον τοίχο. Δύο Αελίτες, επίσης, ήταν ασάλευτοι ανάμεσα στους σωρούς των αναποδογυρισμένων επίπλων και των νεκρών. Οι τρεις Μυρντράαλ στέκονταν πλάτη με πλάτη στο κέντρο του δωματίου, με μαύρα σπαθιά στα χέρια. Ένας έσφιγγε το πλευρό του, σαν να είχε τραυματιστεί, αν και δεν υπήρχε άλλο σημάδι που να δείχνει κάτι τέτοιο. Ένας άλλος είχε μια μακριά χαρακιά, που κατηφόριζε το πρόσωπό του· δεν έτρεχε αίμα. Γύρω τους γυρνούσαν, μισοσκυμμένοι, οι πέντε Αελίτες με τα μαύρα πέπλα, που ήταν ακόμα ζωντανοί. Απ’ έξω ακούγονταν κραυγές και κλαγγές μετάλλου, που έλεγαν ότι υπήρχαν κι άλλοι Αελίτες που μάχονταν στη νύχτα, αλλά μέσα στο δωμάτιο ακουγόταν ένας πιο απαλός ήχος.

Καθώς γυρνούσαν γύρω από τους Μυρντράαλ, οι Αελίτες χτυπούσαν τα δόρατα πάνω στις μικρές, πέτσινες ασπίδες τους. Ντουκ-ντουκ-ΝΤΟΥΚ-ντουκ... ντουκ-ντουκ-ΝΤΟΥΚ-ντουκ... ντουκ-ντουκ-ΝΤΟΥΚ-ντουκ. Οι Μυρντράαλ γυρνούσαν μαζί τους και τα ανόφθαλμα πρόσωπά τους έμοιαζαν να δείχνουν αβεβαιότητα και ταραχή, επειδή ο φόβος που γεννούσε η ματιά τους σε όλες τις ανθρώπινες καρδιές, δεν φαινόταν να αγγίζει τούτες εδώ.

«Χόρεψε μαζί μου, Σκιάνθρωπε», φώναξε ένας Αελίτης ξαφνικά, με πειραχτικό ύφος. Ήταν μια νεαρή, αντρική φωνή.

«Χόρεψε μαζί μου, Ανόφθαλμε». Αυτή ήταν μια γυναίκα.

«Χόρεψε μαζί μου».

«Χόρεψε μαζί μου».

«Νομίζω», είπε η Νυνάβε καθώς σηκωνόταν, «ότι ήρθε η ώρα». Άνοιξε με δύναμη την πόρτα και εμφανίστηκαν οι τρεις γυναίκες, τυλιγμένες στη λάμψη του σαϊντάρ.

Ήταν λες και για τους Μυρντράαλ οι Αελίτες είχαν πάψει να υπάρχουν, όπως και για τους Αελίτες οι Μυρντράαλ. Οι Αελίτες κάρφωσαν με το βλέμμα την Εγκουέν και τις άλλες, κοιτάζοντας πάνω από τα πέπλα τους, σαν να μην ήταν σίγουροι τι ήταν αυτό που έβλεπαν η Εγκουέν άκουσε μια από τις γυναίκες να αφήνει μια κοφτή κραυγή. Το ανόφθαλμο βλέμμα των Μυρντράαλ ήταν κάτι διαφορετικό. Η Εγκουέν ένιωθε αυτό που ήξεραν οι Ημιάνθρωποι, που ήξεραν τον ίδιο τους το θάνατο· οι Ημιάνθρωποι καταλάβαιναν πότε μια γυναίκα αγκάλιαζε την Αληθινή Πηγή. Ήταν βέβαιη ότι ένιωθε, επίσης, τη λαχτάρα τους για το δικό της θάνατο, αν πεθαίνοντας εξασφάλιζαν ότι θα πέθαινε κι αυτή, καθώς επίσης μια ακόμα πιο δυνατή λαχτάρα, να ξεριζώσουν την ψυχή από τη σάρκα της και να τα κάνουν και τα δύο παιχνιδάκι για τη Σκιά, μια λαχτάρα που...

Μόλις είχε μπει στο δωμάτιο, αλλά της φαινόταν ότι αντίκριζε εκείνο το βλέμμα επί ώρες. «Δεν θα το ανεχτώ άλλο», μούγκρισε και εξαπέλυσε μια ροή Φωτιάς.

Φλόγες τύλιξαν τους τρεις Μυρντράαλ, που τινάζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις κι αυτοί τσίριξαν, βγάζοντας έναν ήχο σαν σπασμένα κόκαλα που φρακάρουν στη μηχανή του κιμά. Όμως, η Εγκουέν είχε ξεχάσει ότι δεν ήταν μονάχη, ότι ήταν μαζί της η Ηλαίην και η Νυνάβε. Ενώ οι φλόγες κατέτρωγαν τους Ημιανθρώπους, ο ίδιος ο αέρας φάνηκε ξαφνικά να τους σφίγγει, να τους κάνει μια μπάλα φωτιάς και μαυρίλας, που ολοένα μίκραινε. Τα ουρλιαχτά τους τρύπησαν τη ραχοκοκαλιά της Εγκουέν και κάτι πετάχτηκε από τα χέρια της Νυνάβε ― μια λεπτή βέργα από λευκό φως, που έκανε το μεσημεριάτικο ήλιο να φαντάζει σκοτεινός, μια βέργα φωτιάς που έκανε το λιωμένο μέταλλο να φαντάζει κρύο, η οποία σύνδεε τα χέρια της με τους Μυρντράαλ. Κι αυτοί έπαψαν να υπάρχουν, σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Η Νυνάβε τινάχτηκε έκπληκτη και η λάμψη γύρω της εξαφανίστηκε.

«Τι... τι ήταν αυτό;» ρώτησε η Ηλαίην.

Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι· φαινόταν εξίσου αποσβολωμένη με την Ηλαίην. «Δεν ξέρω. Ήμουν... ήμουν τόσο θυμωμένη, τόσο φοβισμένη από αυτό που ήθελαν να... Δεν ξέρω τι ήταν».

Μοιροφωτιά, σκέφτηκε η Εγκουέν. Δεν ήξερε πώς το γνώριζε αυτό, αλλά ήταν σίγουρη. Απρόθυμα, ανάγκασε τον εαυτό της να αφήσει το σαϊντάρ· το ανάγκασε να την αφήσει. Δεν ήξερε τι από τα δύο ήταν δυσκολότερο. Και δεν είδα καθόλου πώς το έκανε!

Οι Αελίτες, τότε, κατέβασαν τα πέπλα. Με αρκετή βιάση, σκέφτηκε η Εγκουέν, σαν να ήθελαν να πουν σε αυτήν και στις άλλες δύο ότι δεν σκόπευαν, πλέον, να δώσουν άλλη μάχη. Τρεις ήταν άντρες, ο ένας τους μεγάλης ηλικίας, με αρκετό γκρίζο στα σκουροκόκκινα μαλλιά του. Ήταν ψηλοί αυτοί οι Αελίτες και όλοι, μικροί και μεγάλοι, είχαν την ίδια γαλήνια σιγουριά στο βλέμμα, την ίδια επικίνδυνη χάρη στις κινήσεις, την οποία η Εγκουέν ανέκαθεν συσχέτιζε με τους Προμάχους· κουβαλούσαν το θάνατο στους ώμους τους, ήξεραν ότι ήταν εκεί και δεν φοβούνταν. Μια από τις γυναίκες ήταν η Αβιέντα. Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά απ’ έξω έσβηναν.

Η Νυνάβε έκανε να πλησιάσει τους πεσμένους Αελίτες.

«Δεν χρειάζεται, Άες Σεντάι», είπε ο μεγαλύτερος άντρας. «Δέχτηκαν το ατσάλι των Σκιανθρώπων».

Η Νυνάβε, πάντως, έσκυψε για να τους κοιτάξει, τράβηξε τα πέπλα για να ανεβάσει τα βλέφαρα και να ψηλαφίσει τους λαιμούς τους, μήπως έβρισκε σφυγμό. Όταν σηκώθηκε από το δεύτερο Αελίτη, το πρόσωπό της ήταν κάτασπρο. Ήταν η Νταϊλίν. «Που να καείς! Να καείς!» Δεν ήταν φανερό αν εννοούσε την Νταϊλίν, τον γκριζομάλλη, την Αβιέντα, ή όλους τους Αελίτες. «Δεν τη Θεράπευσα για να πεθάνει έτσι!»

«Ο θάνατος έρχεται σε όλους μας», άρχισε να λέει η Αβιέντα, αλλά όταν η Νυνάβε γύρισε προς το μέρος της, έκλεισε το στόμα. Οι Αελίτες κοιτάχτηκαν, σαν να αναρωτιόνταν μήπως η Νυνάβε τους έκανε αυτό που είχε κάνει στους Μυρντράαλ. Στο βλέμμα τους δεν υπήρχε φόβος, μόνο επίγνωση.

«Το σπαθί των Σκιανθρώπων σκοτώνει», είπε η Αβιέντα, «δεν πληγώνει». Ο μεγάλος την κοίταξε, με κάποια έκπληξη στο βλέμμα —η Εγκουέν σκέφτηκε ότι γι’ αυτό τον άντρα, όπως και για τον Λαν, το πετάρισμα των βλεφάρων σήμαινε ό,τι και για κάποιον άλλο το να γουρλώσει έκπληκτος τα μάτια― και η Αβιέντα είπε: «Σε κάποια πράγματα, οι γνώσεις τους είναι λίγες, Ρούαρκ».

«Συγγνώμη», είπε η Ηλαίην με καθαρή φωνή, «που διακόψαμε το... χορό σας. Ίσως να μην έπρεπε να αναμιχθούμε».

Η Εγκουέν την κοίταξε έκπληκτη και μετά κατάλαβε τι πήγαινε να κάνει. Βοήθησέ τους να νιώσουν πιο άνετα και δώσε στη Νυνάβε χρόνο να καταλαγιάσει. «Μια χαρά τα πηγαίνατε», είπε. «Ίσως σας προσβάλλαμε, έτσι που χώσαμε τη μύτη μας».

Ο γκριζομάλλης —ο Ρούαρκ― άφησε ένα βαθύ, πνιχτό γελάκι. «Άες Σεντάι, εγώ, προσωπικά, χαίρομαι για... για αυτό που κάνατε». Για μια στιγμή, φάνηκε να μην είναι πολύ βέβαιος για τα λόγια του, αλλά αμέσως μετά ξαναβρήκε την καλή του διάθεση. Είχε ωραίο χαμόγελο, καθώς και ένα δυνατό, τετράγωνο πρόσωπο· ήταν εμφανίσιμος, αν και λιγάκι περασμένης ηλικίας. «Μπορεί να τους σκοτώναμε, αλλά τρεις Σκιάνθρωποι... Θα σκότωναν δύο-τρεις από εμάς στα σίγουρα, ίσως όλους, και δεν ξέρω αν θα τους αποτελειώναμε και τους τρεις. Για τους νεαρούς, ο θάνατος είναι ένας εχθρός στον οποίο θέλουν να δοκιμάσουν τη δύναμη τους. Για εμάς, τους λίγο μεγαλύτερους, είναι ένας παλιός φίλος, μια παλιά ερωμένη, που όμως δεν θέλουμε να την ανταμώσουμε ξανά σύντομα».

Η Νυνάβε φάνηκε να χαλαρώνει με αυτό το λογύδριο, σαν να της είχε απαλύνει την ένταση το γεγονός ότι έβρισκε έναν Αελίτη που δεν βιαζόταν να πεθάνει. «Εγώ πρέπει να σας ευχαριστήσω», του είπε. «Πρέπει να ομολογήσω, όμως, ότι ξαφνιάζομαι βλέποντάς σας. Αβιέντα, περίμενες να μας βρεις εδώ; Πώς;»

«Σας ακολούθησα». Η Αελίτισσα δεν έδειχνε αμηχανία. «Για να δω τι θα κάνετε. Είδα τους άντρες να σας παίρνουν, αλλά ήμουν πολύ μακριά και δεν μπορούσα να βοηθήσω. Ήμουν σίγουρη ότι θα με βλέπατε, αν ερχόμουν κοντά, έτσι έμενα εκατό βήματα πίσω σας. Όταν είδα ότι δεν τα βγάζατε πέρα, ήταν πολύ αργά για να βοηθήσω μόνη μου».

«Είμαι βέβαιη ότι έκανες ό,τι μπορούσες», είπε αχνά η Εγκουέν. Ήταν μόνο εκατό βήματα πίσω μας; Φως μου, οι ληστές δεν είδαν τίποτα.

Η Αβιέντα θεώρησε τα λόγια της προτροπή για να συνεχίσει. «Ήξερα πού πρέπει να ήταν ο Κόραμ και αυτός ήξερε πού ήταν ο Ντάελ και η Λουαίν και αυτοί ήξεραν...» Κοντοστάθηκε και κοίταξε τον γκριζομάλλη άντρα, σμίγοντας τα φρύδια. «Δεν περίμενα να βρω αρχηγό φατρίας, πόσο μάλλον της δικής μου, μεταξύ αυτών που ήρθαν. Ποιος οδηγεί το Τάαρνταντ Άελ τώρα που είσαι εδώ, Ρούαρκ;»

Ο Ρούαρκ σήκωσε τους ώμους, σαν να ήταν κάτι ασήμαντο. «Οι αρχηγοί των φυλών θα ηγηθούν με τη σειρά τους και θα αποφασίσουν αν στ’ αλήθεια θέλουν να πάνε στο Ρουίντιαν όταν πεθάνω. Εγώ δεν θα ερχόμουν, αλλά η Άμυς, η Μπάιρ, η Μελαίν και η Σεάνα όλο με παραμόνευαν, σαν γάτες του βουνού που κυνηγούν αγριοκάτσικο. Τα όνειρα έλεγαν ότι έπρεπε να πάω. Ρωτούσαν αν στ’ αλήθεια θέλω να πεθάνω γέρος και χοντρός στο κρεβάτι».

Η Αβιέντα γέλασε, σαν να άκουγε ένα ξεκαρδιστικό αστείο. «Άκουσα να λένε ότι ο άντρας που μπλέκεται ανάμεσα στη σύζυγό του και μια Σοφή, θα προτιμούσε να τα βάλει με δέκα παλιούς εχθρούς του. Ο άντρας που μπλέκεται ανάμεσα στη σύζυγό του και σε τρεις Σοφές, τη στιγμή που και η σύζυγος είναι Σοφή, θα προτιμούσε να κυνηγήσει τον Τυφλωτή».

«Μου πέρασε η σκέψη από το νου». Κοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια, κάτι στο πάτωμα· η Εγκουέν είδε ότι ήταν τρία δαχτυλίδια με το Μέγα Ερπετό, καθώς κι ένα πολύ βαρύτερο χρυσό δαχτυλίδι, φτιαγμένο για μεγάλο, αντρικό δάχτυλο. «Ακόμα το σκέφτομαι. Όλα πρέπει να αλλάξουν, αλλά δεν θα ήθελα να είμαι μέρος αυτής της αλλαγής, αν μπορούσα να το αποφύγω. Τρεις Άες Σεντάι, που ταξιδεύουν για το Δάκρυ». Οι άλλοι Αελίτες κοιτάχτηκαν με έναν τρόπο που έδειχνε ότι δεν ήθελαν να το προσέξουν η Εγκουέν και οι συντρόφισσες της.

«Μίλησες για όνειρα», είπε η Εγκουέν. «Ξέρουν οι Σοφές σας τι νόημα έχουν τα όνειρά τους;»

«Μερικές ναι. Αν θέλεις να μάθεις κάτι παραπάνω, πρέπει να ρωτήσεις αυτές. Ίσως να το πουν σε μια Άες Σεντάι. Δεν φανερώνουν το νόημα στους άντρες, μόνο λένε τι μας προστάζουν τα όνειρα να κάνουμε». Στη φωνή του ήρθε μια ξαφνική κούραση. «Κι είναι, συνήθως, αυτό που θα αποφεύγαμε, αν μπορούσαμε».

Κοντοστάθηκε και πήρε το αντρικό δαχτυλίδι. Σ’ αυτό απεικονιζόταν ένας γερανός, που πετούσε πάνω από μια λόγχη και ένα στέμμα. Η Εγκουέν, τώρα, το αναγνώρισε. Το είχε δει αρκετές φορές ― κρεμόταν στο λαιμό της Νυνάβε, από ένα πέτσινο κορδόνι. Η Νυνάβε όρμησε πάνω από τα άλλα δαχτυλίδια για να το αρπάξει από το χέρι του, με πρόσωπο κατακόκκινο, όλο θυμό και πολλά άλλα συναισθήματα, που η Εγκουέν δεν μπορούσε να διαβάσει. Ο Ρούαρκ δεν προσπάθησε να το ξαναπάρει, αλλά συνέχισε να μιλά με τον ίδιο κουρασμένο τόνο.

«Και η μια βαστά ένα δαχτυλίδι που το είχα ακούσει από μικρός. Το δαχτυλίδι των Μαλκιρινών βασιλιάδων. Στον καιρό του πατέρα μου, είχαν συμμαχήσει με τους Σιναρανούς ενάντια στο Άελ. Ήταν καλοί στο χορό των δοράτων. Αλλά η Μαλκίρ ηττήθηκε από τη Μάστιγα. Λένε πως μονάχα ένα μικρό βασιλόπουλο επέζησε και φλερτάρει με το θάνατο που πήρε τη γη του, όπως άλλοι άντρες φλερτάρουν με όμορφες γυναίκες. Είναι στ’ αλήθεια θαυμαστό πράγμα, Άες Σεντάι. Απ’ όλα τα παράξενα που έλεγα ότι θα δω όταν η Μελαίν με έδιωξε από το άντρο μου και με έστειλε πέρα από το Δρακότειχος, τίποτα δεν είναι πιο παράξενο. Ο δρόμος που μου όρισες είναι τέτοιος, που ποτέ δεν πίστευα ότι θα ακολουθήσουν τα πόδια μου».

«Δεν σου όρισα κανένα δρόμο», είπε κοφτά η Νυνάβε. «Το μόνο που θέλω είναι να συνεχίσω το ταξίδι μου. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν άλογα. Θα πάρουμε τρία και θα πάμε στο καλό».

«Μέσα στη νύχτα, Άες Σεντάι;» είπε ο Ρούαρκ. «Το ταξίδι σου είναι τόσο βιαστικό, που θες να ταξιδέψεις νυχτιάτικα σε αυτά τα επικίνδυνα μέρη;»

Η Νυνάβε φάνηκε να παλεύει με τον εαυτό της και μετά είπε: «Όχι». Με πιο σίγουρο τόνο, πρόσθεσε: «Αλλά σκοπεύω να φύγω με την αυγή».

Οι Αελίτες έβγαλαν τους νεκρούς στον περίβολο, όμως ούτε η Εγκουέν, ούτε οι συντρόφισσες της ήθελαν να ξαπλώσουν στο βρωμερό κρεβάτι που κοιμόταν ο Άντεν. Μάζεψαν τα δαχτυλίδια τους και κοιμήθηκαν κάτω από τα άστρα, με του μανδύες και τις κουβέρτες που τους πρόσφεραν οι Αελίτες.

Όταν έφεξε και ο ουρανός φωτίστηκε στα ανατολικά, οι Αελίτες έβγαλαν για πρωινό σκληρό, ξεραμένο κρέας —η Εγκουέν δίστασε, αλλά η Αβιέντα της είπε ότι ήταν κατσίκι― και άζυμο ψωμί, δύσκολο στο μάσημα σχεδόν όσο το κρέας, καθώς και ένα άσπρο τυρί με γαλάζιες φλέβες, που είχε μια ξινή γεύση και ήταν τόσο σκληρό, που η Ηλαίην μουρμούρισε ότι οι Αελίτες σίγουρα εξασκούνταν μασώντας βράχια. Αλλά η Κόρη-Διάδοχος έφαγε όσο η Εγκουέν και η Νυνάβε μαζί. Οι Αελίτες απελευθέρωσαν τα άλογα ― δεν ίππευαν παρά μόνο όταν ήταν αναγκασμένοι, εξήγησε η Αβιέντα· το ύφος της έλεγε ότι θα προτιμούσε να τρέξει με φουσκάλες στα πόδια, παρά να καβαλήσει άλογα. Ήταν ψηλά και μεγαλόσωμα, σχεδόν σαν πολεμικά άλογα, με περήφανους λαιμούς και μάτια που πετούσαν φλόγες. Ένα μαύρο αρσενικό για τη Νυνάβε, μια σκουρόχρωμη φοράδα με σταχτιές βούλες για την Ηλαίην και μια γκρίζα φοράδα για την Εγκουέν.

Αποφάσισε να ονομάσει την γκρίζα φοράδα Ομίχλη, ελπίζοντας ότι ένα γλυκό όνομα ίσως την ηρεμούσε. Πράγματι, η Ομίχλη έμοιαζε να πατά ανάλαφρα καθώς προχωρούσαν προς το νότο, ενώ ο ήλιος σήκωνε τον κόκκινο δίσκο του πάνω από τον ορίζοντα.

Οι Αελίτες τις συνόδευσαν πεζοί, όσοι είχαν επιζήσει από τη μάχη. Τρεις ακόμα είχαν πεθάνει, εκτός από τους δύο που είχαν σκοτώσει οι Μυρντράαλ. Τώρα, συνολικά, ήταν δεκαεννιά. Έτρεχαν με άνετες δρασκελιές πλάι στα άλογα. Στην αρχή, η Εγκουέν προσπάθησε να συγκρατήσει το βήμα της Ομίχλης, αλλά οι Αελίτες το βρήκαν πολύ αστείο.

«Έλα να παραβγούμε στα δέκα μίλια», είπε η Αβιέντα, «και θα δούμε ποιος θα κερδίσει, το άλογό σου ή εγώ».

«Εγώ θα σε παραβγώ στα είκοσι!» φώναξε ο Ρούαρκ γελώντας.

Η Εγκουέν σκέφτηκε ότι μπορεί να το έλεγαν στα σοβαρά κι όταν οι τρεις τους άφησαν τα άλογα να ταχύνουν το βήμα, οι Αελίτες συνέχισαν, χωρίς το παραμικρό σημάδι ότι θα έμεναν πίσω.

Όταν φάνηκαν μπροστά τους οι καλαμοσκεπές του Τζουρένε, ο Ρούαρκ είπε: «Καλό κατευόδιο, Άες Σεντάι. Είθε να βρίσκετε πάντα νερό και σκιά. Ίσως να ανταμώσουμε ξανά, πριν έρθει η αλλαγή». Είχε σκοτεινό ύφος. Καθώς οι Αελίτες έστριβαν προς το νότο, η Αβιέντα, η Τσιάντ και η Μπάιν σήκωσαν το χέρι σε αποχαιρετισμό. Δεν φάνηκαν να πηγαίνουν πιο αργά τώρα που δεν έτρεχαν πια μαζί με τα άλογα· αντιθέτως, τάχυναν λίγο το βήμα. Η Εγκουέν υποψιαζόταν ότι σκόπευαν να διατηρήσουν αυτό το ρυθμό, μέχρι να φτάσουν στον όποιο προορισμό τους.

«Τι εννοούσε με αυτό;» ρώτησε. «“Ίσως να ανταμώσουμε ξανά, πριν έρθει η αλλαγή”;» Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι.

«Δεν έχει σημασία τι εννοούσε», είπε η Νυνάβε. «Χαίρομαι που ήρθαν χθες το βράδυ και, επίσης, χαίρομαι που φεύγουν. Ελπίζω να βρούμε πλοίο εδώ».

Το Τζουρένε ήταν ένα μικρό χωριό, όλο ξύλινα, ισόγεια σπιτάκια, αλλά το λάβαρο του Άσπρου Λιονταριού του Άντορ κυμάτιζε πάνω σε έναν ψηλό ιστό και το φύλαγαν πενήντα Φρουροί της Βασίλισσας, που φορούσαν κόκκινα σακάκια, με μακριούς, λευκούς γιακάδες κάτω από αστραφτερούς θώρακες. Είχαν τοποθετηθεί εκεί, όπως είπε ο λοχαγός τους, για να προσφέρουν ένα ασφαλές καταφύγιο στους πρόσφυγες που ήθελαν να έρθουν στο Άντορ, αλλά καθημερινά έρχονταν όλο και λιγότεροι. Οι πιο πολλοί πήγαιναν σε χωριά πιο κάτω στο ποτάμι, τώρα, κοντύτερα στο Αρινγκίλ. Καλά που είχαν έρθει τώρα οι τρεις γυναίκες, επειδή περίμενε ότι από μέρα σε μέρα θα λάβαινε διαταγή να επιστρέψει ο λόχος του στο Άντορ. Οι λιγοστοί κάτοικοι του Τζουρένε μάλλον θα πήγαιναν μαζί τους, αφήνοντας τα υπάρχοντά τους στους ληστές και τους Καιρχινούς στρατιώτες των αντιμαχόμενων Οίκων.

Η Ηλαίην έκρυβε το πρόσωπο με την κουκούλα του γερού, μάλλινου μανδύα της, αλλά κανένας στρατιώτης δεν συνέδεσε την ξανθομαλλούσα νεαρή με την Κόρη-Διάδοχο της χώρας του. Κάποιοι της ζήτησαν να μείνει· η Εγκουέν δεν ήξερε να πει αν αυτό ευχαρίστησε την Ηλαίην ή την κατέπληξε. Η ίδια, πάντως, είπε σ’ αυτούς που της είχαν ζητήσει το ίδιο πράγμα ότι δεν προλάβαινε. Κατά έναν παράξενο τρόπο, ήταν ωραίο να σου το ζητούν δεν είχε καμία διάθεση να φιλήσει κάποιο απ’ αυτά τα παλικάρια, αλλά ήταν ευχάριστο να της θυμίζουν ότι μερικοί άντρες τη θεωρούσαν εξίσου όμορφη με την Ηλαίην. Η Νυνάβε χαστούκισε κάποιον. Η Εγκουέν παραλίγο να βάλει τα γέλια και η Ηλαίην δεν έκρυψε το χαμόγελό της· της Εγκουέν της φάνηκε ότι κάποιος είχε τσιμπήσει τη Νυνάβε κι ότι, παρά το άγριο βλέμμα της, δεν ήταν τελείως δυσαρεστημένη.

Δεν φορούσαν τα δαχτυλίδια τους. Η Νυνάβε δεν είχε κουραστεί καθόλου για να τις πείσει ότι το μόνο μέρος που δεν ήθελαν να τις περάσουν για Άες Σεντάι ήταν το Δάκρυ, ειδικά αν ήταν εκεί το Μαύρο Άτζα. Η Εγκουέν φυλούσε το δικό της μέσα στο θύλακό της, μαζί με το πέτρινο τερ’ανγκριάλ· το άγγιζε συχνά, για να θυμάται ότι τα είχε ακόμα εκεί. Η Νυνάβε είχε το δικό της στο ίδιο κορδόνι που είχε περάσει και το βαρύ δαχτυλίδι του Λαν, ανάμεσα στα στήθη της.

Στο Τζουρένε υπήρχε ένα πλοίο, που είχε δέσει στη μία και μοναδική πέτρινη αποβάθρα που υπήρχε στον Ερινίν. Μάλλον δεν ήταν το πλοίο που είχε δει η Αβιέντα, αλλά πάντως ήταν πλοίο. Την Εγκουέν την είχε πιάσει απελπισία βλέποντάς το. Ο Σβέλτος ήταν διπλάσιος στο πλάτος από το Γαλάζιο Γερανό και διέψευδε το όνομά του με μια πλατιά πλώρη, στρογγυλή σαν τον καπετάνιο του.

Ο αξιότιμος εκείνος κύριος κοίταξε τη Νυνάβε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια και έξυσε το αυτί του, όταν τον ρώτησε αν το πλοίο του ήταν γρήγορο. «Γρήγορο; Έχω πολυτελή ξυλεία από το Σίναρ και χαλιά από το Κάντορ. Τι τη θες την ταχύτητα, όταν έχεις τέτοιο φορτίο; Οι τιμές ανεβαίνουν, δεν κατεβαίνουν. Φαντάζομαι ότι θα έχει και πιο γρήγορα πλοία πίσω μου, αλλά δεν θα δέσουν εδώ. Ούτε κι εγώ θα σταματούσα, αν δεν είχα βρει σκουλήκια στο κρέας. Μόνο ένας βλάκας θα περίμενε να βρει κρέας για πούλημα στην Καιρχίν. Ο Γαλάζιος Γερανός; Πώς, είδα τον Έλισορ σήμερα το πρωί, να έχει κολλήσει σε κάτι μέσα στο ποτάμι. Νομίζω ότι θα αργήσει να ξεκολλήσει. Να τι παθαίνεις με τα γρήγορα πλοία».

Η Νυνάβε πλήρωσε τα ναύλα τους —και το διπλό ποσό για τα άλογα― με τέτοιο ύφος, που ούτε η Εγκουέν, ούτε η Ηλαίην της μίλησαν, παρά μόνο όταν ο Σβέλτος είχε απομακρυνθεί πολύ από το Τζουρένε.

Загрузка...