52 Αναζητώντας Γιατρειά

Ο Ματ, όπως καθόταν καμπουριασμένος σε ένα σκαμνί στο δωμάτιο του βάρδου, έκανε μια γκριμάτσα καθώς ο Θομ έβηχε ξανά. Πώς θα συνεχίσουμε το ψάξιμο, αν είναι τόσο άρρωστος που ούτε να περπατήσει δεν μπορεί; Ντράπηκε αμέσως μόλις το σκέφτηκε. Ο Θομ είχε επιδείξει την ίδια επιμονή με τον Ματ όσο έψαχναν και πίεζε τον εαυτό του μέρα και νύχτα, ενώ σίγουρα καταλάβαινε ότι τον τριγύριζε η αρρώστια. Ο Ματ ήταν τόσο απορροφημένος στο κυνήγι, που δεν έδινε σημασία στο βήχα του Θομ. Η αλλαγή από τη διαρκή βροχή σε αυτή την υγρή ζέστη δεν είχε βοηθήσει καθόλου.

«Έλα τώρα, Θομ», είπε. «Ο Λόπαρ λέει ότι υπάρχει μια Σοφή Γυναίκα εδώ κοντά. Έτσι λένε τις Σοφίες εδώ ― Σοφές Γυναίκες. Δεν θα της άρεσε αυτό της Νυνάβε;»

«Δεν θέλω... να μου χύσουν στο λαρύγγι... αυτά τα αηδιαστικά... παρασκευάσματα, μικρέ». Ο Θομ κόλλησε τη γροθιά στα μουστάκια του, σε μια μάταια προσπάθεια να πνίξει το βήχα. «Εσύ τράβα να ψάξεις. Μόνο άσε με... λίγες ώρες... στο κρεβάτι... και μετά έρχομαι μαζί σου». Ο βραχνός βήχας τον έκανε να διπλωθεί στα δύο και το κεφάλι του έφτασε σχεδόν στα γόνατά του.

«Δηλαδή εγώ πρέπει να κάνω όλη τη δουλειά, ενώ εσύ θα αράζεις εδώ πέρα;» είπε με ανάλαφρο τόνο ο Ματ. «Πώς να βρω κάτι χωρίς εσένα; Απ’ αυτά που ακούμε, τα πιο πολλά τα μαθαίνεις του». Αυτό δεν ήταν πέρα για πέρα αληθινό· οι άνθρωποι μιλούσαν ελεύθερα, τόσο στα ζάρια όσο και όταν κερνούσαν ποτό ένα βάρδο. Πιο δύσκολα, μάλιστα, σε ένα βάρδο που έβηχε τόσο πολύ, αφού φοβούνταν μήπως τους κολλήσει τίποτα. Αλλά ο Ματ σκεφτόταν πια ότι ο βήχας του Θομ δεν θα έφευγε από μόνος του. Αν μου πεθάνει ο γερο-τράγος, με ποιον θα παίζω λίθους; σκέφτηκε βιαστικά. «Εν πάση περιπτώσει, ο βήχας σου δεν με αφήνει να κοιμηθώ ούτε και στο διπλανό δωμάτιο».

Μη δίνοντας σημασία στις διαμαρτυρίες του ασπρομάλλη, τον σήκωσε όρθιο. Έμεινε κατάπληκτος όταν κατάλαβε ότι έπρεπε να τον βαστάξει γερά, αλλιώς δεν θα στεκόταν μόνος του. Παρά την κάψα, ο Θομ επέμεινε να φορέσει τον όλο μπαλώματα μανδύα του. Ο Ματ είχε ξεκουμπώσει μέχρι κάτω το δικό του σακάκι και τα τρία όλα κι όλα κουμπιά του πουκάμισού του, αλλά άφησε το γερο-τράγο να κάνει του κεφαλιού του. Στην κοινή αίθουσα δεν τους κοίταξαν καν, καθώς ο Ματ έβγαζε σχεδόν σηκωτό τον Θομ έξω, στο αποπνικτικό απόγευμα.

Ο πανδοχέας είχε δώσει απλές οδηγίες, αλλά όταν έφτασαν στην πύλη και αντίκρισαν τη λάσπη του Μάουλε, ο Ματ παραλίγο να γυρίσει πίσω για να ρωτήσει για άλλη Σοφή Γυναίκα. Σε μια πόλη τέτοιου μεγέθους, σίγουρα δεν θα υπήρχε μόνο μία. Ο τραχύς ήχος από τα πνευμόνια του Θομ τον έκανε να πάρει μια απόφαση. Με μια γκριμάτσα, ο Ματ πάτησε στη λάσπη, μισοκουβαλώντας το βάρδο.

Από τις οδηγίες που είχε πάρει, του φαινόταν ότι πρέπει να είχαν προσπεράσει το σπίτι της Σοφής Γυναίκας καθώς έρχονταν από το μόλο εκείνη τη νύχτα και όταν είδε το μακρύ, στενό σπίτι, με τα βότανα να κρέμονται σε ματσάκια από τα παράθυρα, δίπλα στο μαγαζί ενός αγγειοπλάστη, το θυμήθηκε. Ο Λόπαρ είχε πει ότι έπρεπε να πάει από την πίσω πόρτα, αλλά είχε μπουχτίσει τη λάσπη.

Και την ψαρίλα, σκέφτηκε, κοιτώντας συνοφρυωμένος τους ξυπόλητους άντρες, που τον προσπερνούσαν με καλάθια στις πλάτες. Στο δρόμο υπήρχαν, επίσης, αχνάρια αλόγων, που μόλις είχαν αρχίσει να χάνονται κάτω τα πόδια των περαστικών και τους τροχούς από τις βοϊδάμαξες. Άλογα που έσερναν κάρο, ή ίσως άμαξα. Στο Δάκρυ είχε δει μόνο βόδια να σέρνουν κάρα και άμαξες με εμπορεύματα —οι ευγενείς και οι έμποροι ήταν περήφανοι για τα άλογα ράτσας που είχαν και δεν τα έβαζαν ποτέ να δουλέψουν — αλλά από τότε που είχε βγει από την περιτειχισμένη πόλη, δεν είχε δει άμαξες με επιβάτες.

Διώχνοντας από το νου του τα άλογα και τα ίχνη από τις ρόδες, πήγε τον Θομ στην μπροστινή πόρτα και χτύπησε. Ύστερα από λίγη ώρα, χτύπησε και δεύτερη φορά. Και ύστερα τρίτη.

Ήταν έτοιμος να τα παρατήσει και να επιστρέψει στη Λευκή Ημισέληνο, παρά τον Θομ που έβηχε στον ώμο του, όταν άκουσε συρτά βήματα από μέσα.

Η πόρτα άνοιξε μια χαραμάδα μονάχα και μια γεροδεμένη, γκριζομάλλα γυναίκα κοίταξε έξω. «Τι θέλετε;» ρώτησε κουρασμένα.

Ο Ματ φόρεσε το πιο λαμπερό χαμόγελό του. Φως μου, βαρέθηκα όλο αυτό τον κόσμο, που κάνει λες και δεν υπάρχει ελπίδα. «Μητέρα Γκουένα; Το όνομά μου είναι Ματ Κώθον. Ο Κάβαν Λόπαρ μου είπε ότι ίσως κάνεις κάτι για το βήχα του φίλου μου. Μπορώ να σε πληρώσω καλά».

Εκείνη τους μελέτησε με το βλέμμα για μια στιγμή, διέκρινε τη βραχνή ανάσα του Θομ και μετά αναστέναξε. «Ε, αυτό, τουλάχιστον, νομίζω ότι μπορώ να το κάνω ακόμα και τώρα. Για περάστε μέσα». Άνοιξε την πόρτα και κίνησε για το πίσω μέρος του σπιτιού, πριν καν σαλέψει ο Ματ.

Η προφορά της έμοιαζε τόσο με την προφορά της Άμερλιν που ο Ματ ανατρίχιασε, αλλά την ακολούθησε, σχεδόν κουβαλώντας τον Θομ.

«Δεν το... χρειάζομαι αυτό», είπε βραχνά ο βάρδος. «Τα άτιμα ροφήματα... πάντα έχουν γεύση... κοπριάς!»

«Σκάσε, Θομ».

Η γεροδεμένη γυναίκα τους οδήγησε στην κουζίνα και έψαξε σε ένα ντουλάπι, βγάζοντας μικρά, πέτρινα βαζάκια και πακετάκια με βότανα, ενώ μουρμούριζε μόνη της.

Ο Ματ άφησε τον Θομ σε μια καρέκλα με ψηλή ράχη και έριξε μια ματιά από το κοντινότερο παράθυρο. Εκεί πίσω ήταν δεμένα τρία καλά άλογα· ξαφνιάστηκε που η Σοφή Γυναίκα είχε παραπάνω από ένα, ή που είχε καν άλογο δηλαδή. Ο Ματ δεν είχε δει κανέναν να ιππεύει στο Δάκρυ, εκτός από τους ευγενείς και τους εύπορους και αυτά τα ζώα έμοιαζαν να έχουν κοστίσει αρκετό ασήμι. Πάλι άλογα. Δεν με νοιάζουν τώρα τα παλιάλογα!

Η Μητέρα Γκουένα έβρασε ένα είδος δυνατού τσαγιού, που είχε μια δριμεία μυρωδιά και ανάγκασε τον Θομ να το πιει, κρατώντας του τη μύτη όταν αυτός έκανε να παραπονεθεί. Κρίνοντας από τον τρόπο που τον πότιζε το μαύρο υγρό με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσε το κεφάλι του βάρδου σταθερά στη γωνία του αγκώνα της, παρά τις έντονες προσπάθειες του Θομ να τη σταματήσει, ο Ματ συμπέρανε ότι ήταν γεροδεμένη κι όχι παχιά, όπως του είχε φανεί αρχικά.

Όταν πήρε το φλιτζάνι, ο Θομ άρχισε να βήχει και να σκουπίζει το στόμα του εξίσου σθεναρά. «Φτου! Κυρά... δεν ξέρω... αν ήθελες να με πνίξεις... ή να με σκοτώσεις... από τη γεύση! Θα έπρεπε... να γινόσουν... σιδεράς!»

«Θα το πίνεις δυο φορές τη μέρα, μέχρι να φύγει ο βήχας», είπε αυτή με σταθερό τόνο. «Κι έχω ένα κατάπλασμα, το οποίο θα βάζεις στο στήθος κάθε βράδυ». Ένα μέρος της κούρασης έφυγε από τη φωνή της καθώς αντιμετώπιζε το βάρδο, με τις γροθιές στους γοφούς. «Αυτό το κατάπλασμα είναι χειρότερο από το τσάι, αλλά θα το τρίβεις πάνω σου —με προσοχή!― αλλιώς θα σε ανεβάσω πάνω, σαν κοκαλιάρη κυπρίνο στο δίχτυ και θα σε δέσω στο κρεβάτι με το μανδύα σου! Δεν μου έχει ξανάρθει βάρδος και δεν θα αφήσω τον πρώτο μου να πεθάνει από το βήχα».

Ο Θομ την αγριοκοίταξε και φύσηξε το μουστάκι του ενώ έβηχε, αλλά φάνηκε να παίρνει την απειλή στα σοβαρά. Ή, τουλάχιστον, δεν είπε τίποτα, αλλά φάνηκε σαν να ήθελε να της πετάξει στα μούτρα το τσάι και το κατάπλασμα.

Όσο περισσότερο μιλούσε αυτή η Μητέρα Γκουένα, τόσο περισσότερο του Ματ του φαινόταν ότι άκουγε την Άμερλιν. Από την ξινή έκφραση του Θομ και από το σταθερό βλέμμα της, αποφάσισε ότι το καλύτερο θα ήταν να ηρεμήσει λίγο την κατάσταση, πριν ο βάρδος αρνηθεί να πάρει τα φάρμακα της. Και πριν αυτή αποφασίσει να τον αναγκάσει να τα πάρει διά της βίας. «Ήξερα μια γυναίκα κάποτε, που μιλούσε σαν και σένα», είπε. «Όλο έλεγε για ψάρια και δίχτυα και άλλα τέτοια. Και η λαλιά της ήταν σαν τη δική σου. Εννοώ, είχε ίδια προφορά. Φαντάζομαι ότι είναι Δακρινή».

«Μπορεί». Η γκριζομάλλα γυναίκα ξαφνικά φάνηκε πάλι κουρασμένη και το βλέμμα της στράφηκε στο πάτωμα. «Κι εγώ είχα γνωρίσει κάποιες κοπέλες με τη δική σου λαλιά στη γλώσσα τους. Ή, τουλάχιστον, οι δυο μιλούσαν έτσι». Βαριαναστέναξε.

Ο Ματ ένιωσε τις τρίχες του κεφαλιού του να σηκώνονται όρθιες. Δεν μπορεί να είναι τόσο καλή η τύχη μου. Αλλά δεν θα στοιχημάτιζε ούτε ένα χάλκινο νόμισμα ότι δύο άλλες γυναίκες με προφορά των Δύο Ποταμών είχε τύχει, έτσι απλά, να είναι στο Δάκρυ. «Τρεις κοπέλες; Νεαρές; Που τις έλεγαν Εγκουέν, Νυνάβε και Ηλαίην; Που η μια έχει μαλλιά σαν τον ήλιο και είναι γαλανομάτα;»

Εκείνη τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. «Δεν είναι αυτά τα ονόματα που μου έδωσαν», είπε αργά, «αλλά υποψιάστηκα ότι δεν μου είπαν τα αληθινά τους. Θα είχαν τους λόγους τους, σκέφτηκα. Η μια ήταν μια ομορφούλα με λαμπερά, γαλανά μάτια και κοκκινόχρυσα μαλλιά, ως τους ώμους». Περιέγραψε τη Νυνάβε με την πλεξούδα ως τη μέση και την Εγκουέν με τα μεγάλα, μαύρα μάτια της και το αυθόρμητο χαμόγελο. Τρεις όμορφες γυναίκες, όσο πιο διαφορετικές γινόταν να είναι η μια από την άλλη. «Βλέπω ότι είναι αυτές που ξέρεις», κατέληξε η γκριζομάλλα. «Λυπάμαι, μικρέ».

«Γιατί λυπάσαι; Μέρες προσπαθώ να τις βρω!» Φως μου, αυτό το μέρος το προσπέρασα την πρώτη νύχτα! Δίπλα τους πέρασα! Ήθελα το τυχαίο. Τι πιο τυχαίο από το μέρος που δένει ένα πλοίο μια βροχερή νύχτα και το μέρος που τυχαίνει να κοιτάξεις τη στιγμή που αστράφτει; Που να καώ! Να καώ! «Πες μου πού είναι, Μητέρα Γκουένα».

Η γκριζομάλλα γυναίκα κοίταξε κουρασμένα το φούρνο, πάνω στον οποίο έβραζε το τσαγερό της. Ανοιγόκλεισε το στόμα, αλλά δεν είπε τίποτα.

«Πού βρίσκονται;» απαίτησε να μάθει ο Ματ. «Είναι σημαντικό! Κινδυνεύουν, αν δεν τις βρω».

«Δεν καταλαβαίνεις», του είπε αυτή απαλά. «Είσαι ξενομερίτης. Οι Υψηλοί Άρχοντες...»

«Δεν με νοιάζουν οι —» Ο Ματ ανοιγόκλεισε τα μάτια και κοίταξε τον Θομ. Ο βάρδος έμοιαζε να σμίγει τα φρύδια, αλλά έβηχε τόσο δυνατά, που ο Ματ δεν ήταν σίγουρος. «Τι σχέση έχουν οι Υψηλοί Άρχοντες με τις φίλες μου;»

«Μα, δεν —»

«Μη μου πεις ότι δεν καταλαβαίνω! Θα πληρώσω γι’ αυτή την πληροφορία!»

Η Μητέρα Γκουένα του έριξε ένα άγριο βλέμμα. «Δεν παίρνω λεφτά για...!» Έκανε μια έντονη γκριμάτσα. «Με ρωτάς να σου πω πράγματα για τα οποία μου είπαν να μη μιλήσω. Ξέρεις τι θα πάθω, αν σου πω και ξεστομίσεις το όνομά μου; Κατ’ αρχάς, θα χάσω τη γλώσσα μου. Έπειτα, θα χάσω άλλα μέλη του σώματός μου, πριν οι Υψηλοί Άρχοντες πάρουν ό,τι θα έχει απομείνει για να το κρεμάσουν έτσι που να ουρλιάζει τις τελευταίες ώρες του, σαν υπενθύμιση στους άλλους να υπακούνε. Και όλα αυτά δεν θα βοηθήσουν στο παραμικρό τις κοπέλες, ούτε αν σου πω, ούτε αν πεθάνω!»

«Υπόσχομαι ότι δεν θα αναφέρω ποτέ το όνομά σου σε κανέναν. Το ορκίζομαι». Και θα τηρήσω αυτό τον όρκο, γριά, αρκεί να μου πεις πού βρίσκονται! «Σε παρακαλώ! Κινδυνεύουν».

Εκείνη τον εξέτασε με το βλέμμα πολλή ώρα· στο τέλος, ο Ματ είχε την αίσθηση ότι τον ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά. «Με αυτό τον όρκο, θα σου πω. Τις... συμπάθησα. Αλλά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Ήρθες αργά, Μάτριμ Κώθον. Τρεις ώρες αργά. Τις πήραν στην Πέτρα. Ο Υψηλός Άρχοντας Σάμον έστειλε να του τις φέρουν». Κούνησε το κεφάλι, ανήσυχη και σαστισμένη. «Έστειλε... γυναίκες που... μπορούν να διαβιβάζουν. Εγώ, προσωπικά, δεν έχω τίποτα με τις Άες Σεντάι, αλλά αυτό είναι παραβίαση του νόμου. Του νόμου που έκαναν οι Υψηλοί Άρχοντες. Ας πατήσουν όποιο νόμο θέλουν, αλλά όχι αυτόν. Γιατί άραγε ένας Υψηλός Άρχοντας να στέλνει Άες Σεντάι για να κάνουν τα θελήματά του; Γιατί άραγε να θέλει αυτές τις τρεις κοπέλες;»

Ο Ματ παραλίγο να βάλει τα γέλια. «Άες Σεντάι; Μητέρα Γκουένα, σχεδόν μου έκοψες τη χολή και την καρδιά. Αν ήρθαν Άες Σεντάι να τις πάρουν, τότε μη σκας για τίποτα. Και οι τρεις θα γίνουν κάποτε και οι ίδιες Άες Σεντάι. Δεν λέω ότι είναι κάτι που μου αρέσει, αλλά αυτό είναι που —» Το χαμόγελό του έσβησε όταν είδε πόσο κουρασμένα κουνούσε το κεφάλι της.

«Μικρέ, αυτά τα κορίτσια πάλεψαν σαν λιονταρόψαρα στο δίχτυ. Είτε θέλουν να γίνουν Άες Σεντάι είτε όχι, αυτές που ήρθαν να τις πάρουν τους φέρθηκαν σαν ξερατό. Οι φίλοι δεν σου κάνουν τέτοιες μελανάδες».

Ένιωσε το στόμα του να τρεμουλιάζει. Οι Άες Σεντάι τις πλήγωσαν; Τι στο Φως; Η παλιο-Πέτρα. Μπροστά της, το Παλάτι τον Κάεμλυν είναι σαν να μπαίνεις σε αχυρώνα. Που να καώ! Στεκόμουν ακριβώς απ’ έξω, μέσα στη βροχή και κοίταζα αυτό το σπίτι! Που να καώ, τι Φωτοτυφλωμένος βλάκας που είμαι!

«Αν σπάσεις το χέρι σου», είπε η Μητέρα Γκουένα, «θα σου το δέσω και θα σου βάλω ένα κατάπλασμα, αλλά αν χαλάσεις τον τοίχο μου, θα σου γδάρω το τομάρι σαν κοκκινόψαρο!»

Εκείνος ανοιγόκλεισε τα μάτια και μετά κοίταξε το χέρι του με τις γδαρμένες αρθρώσεις. Δεν θυμόταν καν ότι είχε ρίξει γροθιά στον τοίχο.

Η γκριζομάλλα πήρε το χέρι του σφίγγοντάς το δυνατά, αλλά τα δάχτυλα με τα οποία το ψηλάφισε ήταν εξαιρετικά απαλά. «Τίποτα δεν έσπασε», γρύλισε έπειτα από λίγο. Η ματιά της ήταν εξίσου απαλή καθώς εξέταζε το πρόσωπό του. «Φαίνεται ότι νοιάζεσαι γι’ αυτές. Τουλάχιστον, για μία απ’ αυτές, φαντάζομαι. Λυπάμαι, Ματ Κώθον».

«Μη λυπάσαι», της είπε. «Τουλάχιστον, τώρα ξέρω πού βρίσκονται. Το μόνο που έχω να κάνω, είναι απλώς να τις βγάλω από κει». Ψάρεψε τις δύο τελευταίες Αντορανές χρυσές κορώνες του και τις έβαλε στο χέρι της. «Για τα φάρμακα του Θομ και που είπες για τα κορίτσια». Από μια παρόρμηση, της έδωσε ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο και χαμογέλασε πλατιά. «Κι αυτό είναι για μένα».

Έκπληκτη εκείνη, άγγιξε το μάγουλό της και φάνηκε να μην ξέρει αν θα κοίταζε τα νομίσματα ή αυτόν. «Θα τις βγάλεις, λες. Έτσι απλά. Από την Πέτρα». Ξαφνικά, τον κάρφωσε στο πλευρό με το δάχτυλό της, που ήταν σκληρό σαν ξύλο. «Μου θυμίζεις τον άντρα μου, Ματ Κώθον. Ήταν ένας ξεροκέφαλος βλάκας, που δεν το είχε σε τίποτα να σαλπάρει ίσια μέσα στο μπουρίνι, γελώντας κι από πάνω. Σκέφτομαι ότι, ίσως, το καταφέρεις». Ξαφνικά, είδε τις λασπωμένες μπότες του, για πρώτη φορά, απ’ ό,τι φάνηκε. «Έξι μήνες έκανα να τον μάθω να μη φέρνει λάσπες στο σπίτι μου. Αν γλιτώσεις αυτά τα κορίτσια, εκείνη που έχεις στο μυαλό σου θα δυσκολευτεί πολύ μέχρι να σε εκπαιδεύσει, ώστε να είσαι καθαρός όταν μπαίνεις μέσα στο σπίτι».

«Είσαι η μόνη γυναίκα που θα μπορούσε να το κάνει αυτό», είπε αυτός, με ένα χαμόγελο που πλάτυνε μπροστά στο τσατισμένο βλέμμα της. Να τις βγάλω. Αυτό είναι το μόνο που έχω να κάνω. Να τις βγάλω από την Πέτρα τον βρωμο-Δακρύου. Ο Θομ έβηξε πάλι. Έτσι που είναι, δεν έρχεται στην Πέτρα. Αλλά πώς να τον εμποδίσω; «Μητέρα Γκουένα, μπορώ να αφήσω εδώ το φίλο μου; Νομίζω ότι είναι τόσο άρρωστος που δεν μπορεί να ξαναγυρίσει στο πανδοχείο».

«Τι;» γάβγισε ο Θομ. Πάσχισε να σηκωθεί από την καρέκλα, βήχοντας τόσο, που δύσκολα μιλούσε. «Δεν είμαι... τόσο άρρωστος, μικρέ! Νομίζεις... ότι το να μπεις στην Πέτρα... θα είναι... σαν να μπαίνεις στην κουζίνα της μάνας σου; Νομίζεις ότι... θα φτάσεις... έστω μέχρι τις πύλες... χωρίς εμένα;» Αρπάχτηκε από τη ράχη της καρέκλας, ενώ η βραχνή ανάσα και ο βήχας τον εμπόδισαν να σηκωθεί τελείως.

Η Μητέρα Γκουένα τον ακούμπησε στον ώμο και τον έσπρωξε ξανά να καθίσει κάτω, εύκολα, σαν να ήταν παιδάκι. Ο βάρδος την κοίταξε έκπληκτος. «Θα τον περιποιηθώ εγώ, Ματ Κώθον», είπε.

«Όχι!» κραύγασε ο Θομ. «Δεν μπορείς... να μου κάνεις τέτοιο πράγμα! Δεν μπορείς... να με αφήσεις εδώ.. με αυτή την...» Το χέρι της στον ώμο του τον κράτησε για να μη διπλωθεί στα δύο από το βήχα.

Ο Ματ χαμογέλασε στον ασπρομάλλη άντρα. «Χάρηκα για τη γνωριμία, Θομ».

Βγαίνοντας με φούρια στο δρόμο, αναρωτήθηκε γιατί το είχε πει αυτό. Δεν πρόκειται να πεθάνει. Αυτή η γυναίκα θα τον κρατήσει ζωντανό, ακόμα κι αν χρειαστεί να τον σύρει από τον τάφο του, αρπάζοντάς τον από τα μουστάκια. Ναι, αλλά εμένα ποιος θα με κρατήσει ζωντανό;

Μπροστά του, η Πέτρα του Δακρύου δέσποζε πάνω από την πόλη, απόρθητη, ένα φρούριο που το είχαν πολιορκήσει εκατό φορές, μια πέτρα στην οποία εκατό στρατοί είχαν φάει τα μούτρα τους. Κι έπρεπε με κάποιον τρόπο να μπει μέσα. Και να βγάλει τρεις γυναίκες. Με κάποιον τρόπο.

Με ένα γέλιο που έκανε ακόμα και τους πιο κατσούφηδες περαστικούς να τον κοιτάξουν, κατευθύνθηκε προς τη Λευκή Ημισέληνο, αδιάφορος για τη λάσπη και την πνιγηρή ζέστη. Ένιωθε τα ζάρια να κροταλίζουν στο κεφάλι του.

Загрузка...