3 Νέα από την Πεδιάδα

Το σκοτάδι κουκούλωνε τη χαραμάδα, επειδή σε ένα σημείο οι δονήσεις είχαν κάνει ένα τμήμα της μιας πλαγιάς να καταρρεύσει και να γείρει πάνω στην απέναντι, εκεί ψηλά. Ο Πέριν κοίταξε επιφυλακτικά το σκοτάδι και μετά πέρασε βιαστικά από κάτω, αλλά το κομμάτι του βράχου έμοιαζε να είναι γερά σφηνωμένο στη θέση του. Στο βάθος του μυαλού του είχε επιστρέψει το γαργαλητό, πιο δυνατό από πρωτύτερα. Όχι, που να καώ! Όχι! Το γαργαλητό έσβησε.

Όταν βγήκε ψηλά, πάνω από το στρατόπεδο, το λάκκωμα ήταν γεμάτο αλλόκοτες σκιές, από τον ήλιο που χαμήλωνε. Η Μουαραίν στεκόταν έξω από την καλύβα της, κοιτάζοντας ψηλά, τη χαραμάδα. Ο Πέριν σταμάτησε αμέσως. Ήταν μια λεπτή, μελαχρινή γυναίκα, που μετά βίας έφτανε στο ύψος του ώμου του, όμορφη, με την αγέραστη όψη που είχαν όλες οι Λες Σεντάι που είχαν δουλέψει κάποιο διάστημα με τη Μία Δύναμη. Ο Πέριν δεν μπορούσε να υπολογίσει καθόλου την ηλικία της, επειδή η επιδερμίδα του προσώπου της παραήταν λεία για να είναι ηλικιωμένη, ενώ τα μαύρα μάτια της παραήταν σοφά για να είναι νεαρή. Το φόρεμά της, από σκούρο μπλε μετάξι, ήταν τσαλακωμένο και σκονισμένο, ενώ από τα συνήθως περιποιημένα μαλλιά της πετάγονταν τούφες. Σκόνη λέκιαζε το πρόσωπό της.

Ο Πέριν χαμήλωσε το βλέμμα. Η Μουαραίν ήξερε γι’ αυτόν

―απ’ όσους ήταν στο στρατόπεδο, μόνο αυτή κι ο Λαν το ήξεραν — και δεν του άρεσε η έκφραση κατανόησης στο πρόσωπό της όταν τον κοίταζε στα μάτια. Στα κίτρινα μάτια του. Ίσως, κάποια μέρα, να έβρισκε το θάρρος να τη ρωτήσει τι ήξερε. Ως Άες Σεντάι, κάτι παραπάνω θα ήξερε γι’ αυτό απ’ ό,τι ο ίδιος. Αλλά ακόμα δεν είχε έρθει εκείνη η ώρα. Απ’ ό,τι φαινόταν, εκείνη η ώρα όλο και καθυστερούσε. «Ο... Δεν ήθελε να... Ήταν κατά λάθος».

«Κατά λάθος», είπε η Μουαραίν με άχρωμη φωνή και μετά κούνησε το κεφάλι και εξαφανίστηκε πάλι στην καλύβα της. Η πόρτα έκλεισε — όχι αθόρυβα.

Ο Πέριν ανάσανε βαθιά και κατηφόρισε προς τις φωτιές. Πάλι ετοιμαζόταν καυγάς μεταξύ του Ραντ και της Άες Σεντάι, αν όχι απόψε, τότε το πρωί.

Πέντε-έξι δέντρα είχαν πέσει στις πλαγιές του λακκώματος και οι ρίζες τους είχαν ξεκολλήσει από τη γη, ρίχνοντας τριγύρω χώματα. Μια σειρά από γδαρσίματα και οργωμένο χώμα κατέληγαν σε ένα σημείο πλάι στο ποταμάκι, όπου υπήρχε ένας βράχος που πρωτύτερα δεν ήταν εκεί. Μια καλύβα, στην απέναντι πλαγιά, είχε γκρεμιστεί από τις δονήσεις και οι πιο πολλοί Σιναρανοί ήταν μαζεμένοι γύρω και την ξανάφτιαχναν. Μαζί τους ήταν και ο Λόιαλ. Ο Ογκιρανός μπορούσε να κουμαντάρει έναν κορμό που θα χρειάζονταν τέσσερις άντρες για να τον σηκώσουν. Κάποιες βλαστήμιες του Ούνο ακούγονταν ως κάτω.

Η Μιν στεκόταν κατσουφιασμένη πλάι στις φωτιές και ανακάτευε μια κατσαρόλα. Το μάγουλό της είχε μια μικρή μελανιά και στον αέρα υπήρχε η αχνή μυρωδιά της καμένης σούπας. «Σιχαίνομαι το μαγείρεμα», είπε με στόμφο και κοίταξε με αμφιβολία το περιεχόμενο της κατσαρόλας. «Αν δεν γίνει καλό, δεν θα φταίω εγώ. Το μισό το έχυσε ο Ραντ στη φωτιά, μ’ αυτά που... Τι δικαίωμα έχει να μας πετά πέρα-δώθε, σαν να ήμασταν σακιά με σιτάρι;» Έτριψε το πίσω μέρος του παντελονιού της και έκανε μια γκριμάτσα. «Όταν τον πιάσω στα χέρια μου, θα του δώσω ένα μάθημα που δεν θα το ξεχάσει ποτέ». Ανέμισε την ξύλινη κουτάλα προς τον Πέριν, σαν να σκόπευε να αρχίσει το μάθημα απ’ αυτόν.

«Έπαθε κανένας τίποτα;»

«Όχι, μονάχα μελανάδες», είπε η Μιν με μια συννεφιασμένη έκφραση. «Καλά, στην αρχή ανησύχησαν. Μετά είδαν τη Μουαραίν να κοιτάζει κατά την κρυψώνα του Ραντ και συμπέραναν ότι ήταν δικό του έργο. Αν ο Δράκοντας θέλει να ρίξει το βουνό να μας πλακώσει, ε, κάποιο λόγο θα έχει. Αν αποφάσιζε να τους βγάλει το δέρμα και να κάνει τα κόκαλά τους να χορέψουν, πάλι θα έλεγαν ότι δεν πειράζει». Ξεφύσησε και χτύπησε την κουτάλα στο χείλος της κατσαρόλας.

Ο Πέριν κοίταξε την καλύβα της Μουαραίν. Αν είχε πάθει τίποτα η Λέγια —αν ήταν πεθαμένη― τότε η Άες Σεντάι δεν θα ξανάμπαινε μέσα έτσι απλά. Ακόμα υπήρχε η αίσθηση της αναμονής. Ό,τι κι αν είναι, ακόμα δεν έγινε. «Μιν, καλύτερα να φύγεις. Μόλις φέξει. Μπορώ να σου δώσω μερικά ασημένια νομίσματα που έχω και είμαι βέβαιος πως η Μουαραίν θα σου δώσει αρκετά για τα ναύλα σου σε καραβάνι εμπόρων για την Γκεάλνταν. Ούτε θα καταλάβεις πότε έφτασες στο Μπάερλον».

Εκείνη στάθηκε κοιτάζοντάς τον, ώσπου ο Πέριν αναρωτήθηκε μήπως είχε πει κάτι κακό. Στο τέλος, του είπε: «Πολύ γλυκό εκ μέρους σου, Πέριν. Αλλά όχι».

«Νόμιζα ότι θέλεις να φύγεις. Όλο παραπονιέσαι, που είσαι αναγκασμένη να μένεις εδώ».

«Κάποτε είχα γνωρίσει μια ηλικιωμένη Ιλιανή», είπε η Μιν αργά. «Όταν ήταν μικρή, η μητέρα της κανόνισε να την παντρέψει με έναν άντρα που δεν είχε δει ποτέ της. Μερικές φορές κάνουν τέτοια πράγματα εκεί κάτω, στο Ίλιαν. Μου είπε ότι πέρασε τα πρώτα πέντε χρόνια έξω φρενών μαζί του και τα επόμενα πέντε σκάρωνε τρόπους για να κάνει τη ζωή του δυστυχισμένη, χωρίς αυτός να ξέρει ποιος έφταιγε. Μόνο όταν πέρασαν πολλά χρόνια, μου είπε, όταν αυτός είχε πεθάνει, μόνο τότε κατάλαβε ότι, στην πραγματικότητα, ήταν ο έρωτας της ζωής της».

«Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει αυτό».

Η ματιά της του έλεγε ότι, προφανώς, δεν προσπαθούσε να καταλάβει και η φωνή της πήρε έναν τόνο που έδειχνε απεριόριστη υπομονή. «Μπορεί η μοίρα να διάλεξε κάτι για σένα, αντί να το διαλέξεις εσύ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι κάτι κακό. Ακόμα κι αν είναι κάτι που είσαι σίγουρος ότι δεν θα το είχες διαλέξει ούτε σε εκατό χρόνια. “Καλύτερα δέκα μέρες να αγαπάς, παρά χρόνια να μετανιώνεις”», του παρέθεσε.

«Αυτό πια κι αν δεν το καταλαβαίνω καθόλου», της είπε. «Δεν είναι ανάγκη να μείνεις, αν δεν το θέλεις».

Εκείνη κρέμασε την κουτάλα σε ένα ψηλό, διχαλωτό ραβδί, •που ήταν καρφωμένο στο χώμα και μετά σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον ξάφνιασε με ένα φιλί στο μάγουλο. «Είσαι πολύ καλός άνθρωπος, Πέριν Αϋμπάρα. Έστω κι αν δεν καταλαβαίνεις τίποτα».

Ο Πέριν την κοίταξε, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια με απορία. Ευχήθηκε να ήταν σίγουρος πως ο Ραντ δεν είχε χάσει τα λογικά του, ή να βρισκόταν εκεί και ο Ματ. Ο Πέριν δεν ήξερε πώς να φέρεται στις κοπέλες, αλλά ο Ραντ πάντα έδειχνε ότι ήξερε τι να κάνει. Το ίδιο και ο Ματ· τα πιο πολλά κορίτσια στο Πεδίο του Έμοντ έλεγαν αποδοκιμαστικά ότι ο Ματ ποτέ δεν θα μεγάλωνε, αλλά αυτός έμοιαζε να έχει τον τρόπο του μαζί τους.

«Κι εσύ, Πέριν; Δεν σκέφτεσαι ποτέ να γυρίσεις στην πατρίδα σου;»

«Κάθε μέρα», είπε αυτός με θέρμη. «Αλλά... δεν νομίζω ότι μπορώ. Ακόμα όχι». Το βλέμμα του στράφηκε στην κοιλάδα του Ραντ. Φαίνεται πως είμαστε δεμένοι μεταξύ μας, ε, Ραντ; «Μπορεί ποτέ». Του φάνηκε πως το είχε πει χαμηλόφωνα και δεν είχε ακουστεί, αλλά η ματιά που του έριξε η Μιν έδειξε ότι τον συμπονούσε. Και ότι συμφωνούσε μαζί του.

Άκουσε σιγανά βήματα πίσω του και κοίταξε προς την καλύβα της Μουαραίν. Δύο μορφές κατηφόριζαν μέσα στο σούρουπο· η μία ήταν γυναίκα, λεπτή και με κινήσεις όλο χάρη, ακόμα και στο ανώμαλο, γερτό έδαφος. Ο άντρας, δυο κεφάλια πιο ψηλός από τη γυναίκα, έστριψε προς το μέρος όπου δούλευαν οι Σιναρανοί. Ακόμα και τα μάτια του Πέριν δυσκολεύονταν να τον διακρίνουν καθαρά. Μερικές φορές έμοιαζε να εξαφανίζεται και ύστερα να ξαναφαίνεται στα μισά μιας δρασκελιάς του, ενώ μέρη του χάνονταν στη νύχτα και επανεμφανίζονταν με τις σπιλιάδες του ανέμου. Μόνο ο μεταβαλλόμενος μανδύας ενός Προμάχου μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο κι αυτό σήμαινε ότι η μεγαλόσωμη μορφή ήταν ο Λαν, ενώ η μικρότερη ήταν, σίγουρα, η Μουαραίν.

Αρκετά πίσω τους, μια άλλη μορφή, ακόμα πιο αμυδρή, περνούσε ανάμεσα από τα δέντρα. Ο Ραντ, σκέφτηκε ο Πέριν, που πάει στην καλύβα του. Άλλη μια νύχτα που θα την περάσει χωρίς να φάει, επειδή δεν αντέχει τον τρόπο που τον κοιτάζουν όλοι.

«Έχεις μάτια και πίσω από το κεφάλι σου», είπε η Μιν, κοιτάζοντας με σμιγμένα φρύδια τη γυναίκα που πλησίαζε. «Ή αλλιώς, τα πιο γερά αυτιά απ’ όσους ξέρω. Η Μουαραίν είναι αυτή;»

Φέρθηκα απρόσεχτα. Είχε συνηθίσει τους Σιναρανούς, που ήξεραν πόσο καλά έβλεπε —τουλάχιστον στο φως της μέρας· δεν ήξεραν για τη νύχτα― κι έτσι είχε αρχίσει να ξεχνά κι άλλα πράγματα. Η απροσεξία μπορεί να με σκοτώσει.

«Είναι καλά εκείνη η Τουάθα’αν;» ρώτησε η Μιν, καθώς η Μουαραίν έφτανε στη φωτιά.

«Αναπαύεται». Η χαμηλή φωνή της Άες Σεντάι είχε τη συνηθισμένη μελωδική χροιά της, σαν να μιλούσε σχεδόν τραγουδιστά και τα μαλλιά και τα ρούχα της ήταν πάλι τέλεια περιποιημένα. Άπλωσε τα χέρια πάνω από τη φωτιά και τα έτριψε. Στο αριστερό της χέρι είχε ένα χρυσό δαχτυλίδι, ένα ερπετό που έτρωγε την ουρά του ― το Μέγα Ερπετό, ένα σύμβολο για την αιωνιότητα ακόμα πιο αρχαίο από τον Τροχό του Χρόνου. Κάθε γυναίκα που είχε εκπαιδευτεί στην Ταρ Βάλον φορούσε τέτοιο δαχτυλίδι.

Για μια στιγμή, το βλέμμα της Μουαραίν στάθηκε στον Πέριν και φάνηκε να μπαίνει βαθιά μέσα του. «Έπεσε και χτύπησε στο κεφάλι όταν ο Ραντ...» Το στόμα της σφίχτηκε, μα σε μια στιγμή το πρόσωπό της ήταν πάλι εντελώς γαλήνιο. «Τη Θεράπευσα και κοιμάται. Πάντα χύνεται άφθονο αίμα, ακόμα κι όταν η πληγή του κεφαλιού είναι επιπόλαια, αλλά δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Είδες τίποτα πάνω της, Μιν;»

Η Μιν έδειξε αβέβαια. «Είδα... μου φάνηκε ότι είδα το θάνατο της. Το πρόσωπό της πλημμυρισμένο στο αίμα. Ήμουν σίγουρη ότι ήξερα τι σημαίνει αυτό, αλλά αν χτύπησε στο κεφάλι... Είσαι σίγουρη ότι είναι καλά;» Η ερώτηση της έδειχνε το μέγεθος της αμηχανίας της. Όταν Θεράπευαν οι Άες Σεντάι, φρόντιζαν κάθε πρόβλημα που μπορούσε να Θεραπευτεί. Και τα Ταλέντα της Μουαραίν ήταν ιδιαιτέρως ισχυρά σ’ αυτό τον τομέα.

Η Μιν φαινόταν τόσο μπερδεμένη, που ο Πέριν αρχικά ένιωσε έκπληξη. Έπειτα ένευσε, καταλαβαίνοντας. Της Μιν δεν της άρεσε να κάνει αυτό που έκανε, αλλά ήταν μέρος του εαυτού της· νόμιζε ότι ήξερε πώς λειτουργούσε, ή τουλάχιστον ως ένα βαθμό. Αν έκανε λάθος, θα ήταν σχεδόν σαν να ανακάλυπτε ότι δεν ήξερε πώς να χρησιμοποιεί τα χέρια της.

Η Μουαραίν το σκέφτηκε για μια στιγμή, γαλήνια και απαθής. «Ποτέ δεν έκανες λάθος σε κάποια ανάγνωσή σου για μένα, ούτε σε κάποια άλλη την οποία μπορούσα να γνωρίζω. Ίσως αυτή να είναι η πρώτη φορά».

«Όταν το ξέρω, το ξέρω», ψιθύρισε με πείσμα η Μιν. «Που να με βοηθήσει το Φως, το ξέρω».

«Ή μπορεί να μην έχει συμβεί ακόμα. Έχει ακόμα να κάνει μακρύ δρόμο, να επιστρέψει στις άμαξες της και πρέπει να περάσει από έρημες περιοχές».

Η φωνή της Άες Σεντάι ήταν ένα δροσερό τραγούδι, δίχως συναισθήματα. Ο Πέριν άθελα έκανε έναν ήχο στο λαιμό του. Φως μου, έτσι μίλησα κι εγώ; Άλλη φορά θα προσέχω να μη μου είναι τόσο αδιάφορος κάποιος θάνατος.

Σαν να το είχε πει απ’ έξω του, η Μουαραίν τον κοίταξε. «Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, Πέριν. Σου είπα, πριν από πολύ καιρό, ότι είμαστε σε πόλεμο. Δεν γίνεται να σταματήσουμε, επειδή μπορεί να πεθάνουν κάποιοι από μας. Οποιοσδήποτε από μας μπορεί να πεθάνει, μέχρι να φτάσουμε στο τέλος. Τα όπλα της Λέγια μπορεί να μην ήταν τα ίδια με τα δικά σου, αλλά το ήξερε όταν αναμίχθηκε».

Ο Πέριν χαμήλωσε το βλέμμα. Μπορεί να είναι έτσι, Άες Σεντάι, αλλά ποτέ δεν θα το δεχτώ με τον τρόπο που το δέχεσαι εσύ.

Ο Λαν ήρθε κοντά τους από την άλλη μεριά της φωτιάς, μαζί με τον Ούνο και τον Λόιαλ. Οι φλόγες έριχναν τρεμουλιαστές σκιές στο πρόσωπο του Προμάχου και το έκαναν να φαίνεται, περισσότερο από ποτέ, σαν να ήταν σκαλισμένο σε πέτρα, όλο σκληρές επιφάνειες και γωνίες. Εξίσου δύσκολο ήταν να διακρίνει κανείς το μανδύα του στο φως της φωτιάς. Στιγμές-στιγμές έδειχνε να είναι απλώς ένας σκουρόγκριζος μανδύας, ή μαύρος, αλλά το γκρίζο και το μαύρο έμοιαζαν να κυλούν και να αλλάζουν, αν τα κοίταζε κάποιος με προσοχή ― σκοτεινές και σκιερές περιοχές, που γλιστρούσαν πάνω του και τον πότιζαν. Άλλες φορές, ήταν λες και ο Λαν είχε ανοίξει μια τρύπα στη νύχτα και είχε τυλίξει το σκοτάδι γύρω από τους ώμους του. Δεν ήταν εύκολο να διακρίνει κάποιος το μανδύα και ο άντρας που τον φορούσε δυσκόλευε ακόμα πιο πολύ τα πράγματα.

Ο Λαν ήταν ψηλός και τραχύς, με μεγάλους ώμους και γαλάζια μάτια, όμοια με τις παγωμένες λίμνες των βουνών, ενώ οι κινήσεις του είχαν μια θανατηφόρα χάρη, που έκανε το σπαθί στη μέση του να μοιάζει μέρος του σώματός του. Δεν ήταν μόνο που έδειχνε να γνωρίζει από βία και θάνατο· αυτός ο άνθρωπος είχε δαμάσει τη βία και το θάνατο και τα κρατούσε στην τσέπη του, έτοιμος να τα εξαπολύσει μέσα σε μια στιγμή, ή να τα αποδεχτεί, αν του το έλεγε η Μουαραίν. Σε σύγκριση με τον Λαν, ακόμα και ο Ούνο φαινόταν λιγότερο επικίνδυνος. Είχε αρχίσει να εμφανίζεται μια γκριζάδα στα μακριά μαλλιά του, που τα συγκρατούσε ένα πλεχτό, δερμάτινο κορδόνι γύρω από το μέτωπό του, αλλά οι νεώτεροι άντρες άφηναν τον Λαν στην ησυχία του ― αν ήταν συνετοί.

«Η Κυρά Λέγια έφερε τα συνηθισμένα νέα από την Πεδιάδα Άλμοθ», είπε η Μουαραίν. «Όλοι πολεμούν με όλους. Χωριά καίγονται. Πρόσφυγες παντού. Οι Κυνηγοί εμφανίστηκαν στους κάμπους, ψάχνοντας το Κέρας του Βαλίρ». Ο Πέριν τινάχτηκε —το Κέρας ήταν εκεί όπου κανένας Κυνηγός στην Πεδιάδα Άλμοθ δεν θα το έβρισκε· εκεί όπου, όπως έλπιζε ο Πέριν, κανένας Κυνηγός δεν θα το έβρισκε ποτέ― και η Μουαραίν τον κοίταξε ψυχρά, πριν συνεχίσει. Δεν της άρεσε να μιλά κανένας για το Κέρας, παρά μόνο όταν επέλεγε να μιλήσει η ίδια, φυσικά.

«Έφερε, επίσης, και αλλιώτικα νέα. Οι Λευκομανδίτες έχουν γύρω στους πέντε χιλιάδες άντρες στην Πεδιάδα Άλμοθ».

Ο Ούνο μούγκρισε. «Που να καούν ― α, με το συμπάθιο, Άες Σεντάι. Πρέπει να είναι η μισή δύναμή τους. Ποτέ άλλοτε δεν έστειλαν τόσους άντρες σε ένα μέρος».

«Τότε, μάλλον, όσοι δήλωσαν υπακοή στον Ραντ σκοτώθηκαν ή διαλύθηκαν», μουρμούρισε ο Πέριν. «Ή αυτό θα γίνει σύντομα. Είχες δίκιο, Μουαραίν». Δεν του άρεσε να σκέφτεται τους Λευκομανδίτες. Δεν του άρεσαν καθόλου τα Τέκνα του Φωτός.

«Να ποιο είναι το παράξενο», είπε η Μουαραίν. «Ή τουλάχιστον ένα από τα παράξενα. Τα Τέκνα ανακοίνωσαν ότι ο σκοπός τους είναι να φέρουν την ειρήνη, κάτι όχι ασυνήθιστο γι’ αυτούς. Το ασυνήθιστο είναι ότι, ενώ προσπαθούν να απωθήσουν τους Ταραμπονέζους και τους Ντομανούς πίσω από τα αντίστοιχα σύνορά τους, δεν έχουν κινηθεί μαζικά εναντίον εκείνων που υποστηρίζουν τον Δράκοντα».

Η Μιν αναφώνησε έκπληκτη. «Είναι σίγουρη; Αυτό δεν ταιριάζει στους Λευκομανδίτες που ξέρω».

«Δεν μπορεί να έχουν απομείνει πολλοί από αυτούς τους καμ... ε, τους Μάστορες στην πεδιάδα», είπε ο Ούνο. Η φωνή του ακουγόταν αλλόκοτη, καθώς μοχθούσε να συγκρατήσει τη γλώσσα του μπροστά σε μια Άες Σεντάι. Έσμιγε τα φρύδια ― και το ένα, που ήταν πάνω από το αληθινό του μάτι και το άλλο, πάνω από το ζωγραφισμένο. «Δεν τους αρέσει να μένουν όπου υπάρχουν φασαρίες, ειδικά μάχες. Δεν μπορεί να είναι αρκετοί για να βλέπουν τα πάντα».

«Για τους δικούς μου σκοπούς, είναι αρκετοί», είπε κατηγορηματικά η Μουαραίν. «Οι περισσότεροι έφυγαν, αλλά μερικοί έμειναν, επειδή τους το ζήτησα. Και η Λέγια είναι σίγουρη. Εντάξει, τα Τέκνα έπιασαν μερικούς Δρακορκισμένους, όπου έβρισκαν να είναι λίγοι συγκεντρωμένοι. Αλλά, παρ’ όλο που ισχυρίζονται ότι θα κατατροπώσουν αυτό τον ψεύτικο Δράκοντα, παρ’ όλο που διαθέτουν χίλιους άντρες, που υποτίθεται ότι δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να τον κυνηγούν, παρ’ όλα αυτά, αποφεύγουν κάθε επαφή με ομάδες έστω και πενήντα Δρακορκισμένων. Όχι απροκάλυπτα, όπως καταλαβαίνετε, αλλά πάντα συμβαίνει κάποια καθυστέρηση, κάτι που επιτρέπει στους κυνηγημένους να ξεφύγουν».

«Τότε ο Ραντ μπορεί να πάει κοντά τους, όπως θέλει». Ο Λόιαλ κοίταξε την Άες Σεντάι, βλεφαρίζοντας αβέβαιος. Ολόκληρο το στρατόπεδο ήξερε τους καυγάδες της με τον Ραντ, «Ο Τροχός του υφαίνει δρόμο».

Ο Ούνο και ο Λαν άνοιξαν το στόμα την ίδια στιγμή, αλλά ο Σιναρανός παραχώρησε τη θέση του με μια μικρή υπόκλιση. «Το πιθανότερο», είπε ο Πρόμαχος, «είναι να έχουν κάποιο σχέδιο οι Λευκομανδίτες, αλλά εγώ δεν το βλέπω κι ας με κάψει το Φως. Όμως, όταν οι Λευκομανδίτες μου κάνουν δώρο, εγώ το ψάχνω, για να βρω τη δηλητηριασμένη βελόνα που κρύβει μέσα του». Ο Ούνο ένευσε βλοσυρά. «Εκτός αυτού», πρόσθεσε ο Λαν, «οι Ντομανοί και οι Ταραμπονέζοι ακόμα βάζουν τα δυνατά τους για να σκοτώσουν όσο περισσότερους Δρακορκισμένους μπορούν, όπως επίσης και για να αλληλοσκοτωθούν».

«Υπάρχει και κάτι άλλο», είπε η Μουαραίν. «Τρεις νεαροί πέθαναν σε χωριά, κοντά στα οποία είχαν περάσει οι άμαξες της κυρά Λέγια». Ο Πέριν πρόσεξε ότι το βλέφαρο του Προμάχου πετάρισε· για τον Πρόμαχο, ήταν σίγουρο σημάδι ότι είχε εκπλαγεί, όπως κάποιος άλλος άντρας θα είχε αναφωνήσει. Ο Λαν δεν περίμενε ότι η Μουαραίν θα τους το έλεγε αυτό. Η Μουαραίν συνέχισε. «Ένας πέθανε από δηλητήριο, δύο από μαχαίρι. Όλοι σε περιστάσεις τέτοιες που αποκλείεται να είχε πλησιάσει κάποιος αθέατος, μα όμως έτσι έγινε». Κοίταξε τις φλόγες. «Και οι τρεις νεαροί ήταν ψηλότεροι από το κανονικό και είχαν ανοιχτόχρωμα μάτια. Τα ανοιχτόχρωμα μάτια σπανίζουν στην Πεδιάδα Άλμοθ, αλλά νομίζω ότι τώρα είναι μεγάλη ατυχία να είσαι νεαρός, ψηλός και με ανοιχτόχρωμα μάτια».

«Πώς;» ρώτησε ο Πέριν, «Πώς μπορεί να σκοτώθηκαν, αφού δεν τους πλησίασε κανείς;»

«Ο Σκοτεινός έχει φονιάδες που δεν τους προσέχεις, παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά», είπε ήσυχα ο Λαν.

Ο Ούνο ανατρίχιασε. «Οι Άψυχοι. Δεν έχω ακούσει άλλοτε να κατεβαίνουν πιο νότια από τις Μεθόριους».

«Φτάνουν αυτές οι κουβέντες», είπε κοφτά η Μουαραίν.

Ο Πέριν είχε ερωτήσεις ―Τι στο Φως είναι οι Άψυχοι; Είναι σαν τους Τρόλοκ ή τους Ξέθωρους; Τι;― αλλά δεν τις ξεστόμισε. Όταν η Μουαραίν αποφάσιζε ότι αρκούσαν όσα είχαν ειπωθεί για κάποιο ζήτημα, δεν μιλούσε άλλο γι’ αυτό. Κι όταν έκλεινε το στόμα της, δεν μπορούσες να ανοίξεις το στόμα του Λαν ούτε με στειλιάρι. Κι οι Σιναρανοί έκαναν ό,τι κι αυτή. Κανένας δεν ήθελε να θυμώσει μια Άες Σεντάι.

«Φως μου!» μουρμούρισε η Μιν, κοιτάζοντας ανήσυχα το σκοτάδι που τους κύκλωνε. «Ούτε να τους προσέξεις; Φως μου!»

«Άρα δεν άλλαξε τίποτα, στο κάτω-κάτω», είπε απογοητευμένος ο Πέριν. «Δεν μπορούμε να κατέβουμε στην πεδιάδα και ο Σκοτεινός μας θέλει νεκρούς».

«Τα πάντα αλλάζουν», είπε γαλήνια η Μουαραίν, «και το Σχήμα τα παίρνει όλα μέσα του. Πρέπει να πατάμε στο Σχήμα, όχι στις αλλαγές της στιγμής». Τους κοίταξε, τον ένα μετά τον άλλο και ύστερα είπε: «Ούνο, είσαι βέβαιος ότι οι ανιχνευτές σου δεν είδαν κάτι ύποπτο; Έστω και το παραμικρό;»

«Η Αναγέννηση του Δράκοντα χαλάρωσε τα δεσμά της βεβαιότητας, Μουαραίν Σεντάι, και ποτέ δεν υπάρχει βεβαιότητα όταν πολεμάς με τους Μυρντράαλ, αλλά βάζω στοίχημα τη ζωή μου ότι οι ανιχνευτές έκαναν εξίσου καλή δουλειά με έναν Πρόμαχο». Ο Πέριν σχεδόν ποτέ άλλοτε δεν είχε ακούσει τον Ούνο να μιλά τόσο πολύ χωρίς βλαστήμιες. Το μέτωπο του Σιναρανού είχε ιδρώσει από τον κόπο.

«Ίσως όλοι να παίζουμε τη ζωή μας», είπε η Μουαραίν. «Αυτό που έκανε ο Ραντ μπορεί να έδωσε το σήμα, αν υπάρχουν Μυρντράαλ σε δεκαπέντε μίλια απόσταση».

«Ίσως...», άρχισε να λέει διστακτικά η Μιν. «Μάλλον πρέπει να βάλεις ξόρκια φύλαξης, για να τους εμποδίσουν να πλησιάσουν». Ο Λαν την κοίταξε αγριωπά. Μερικές φορές αμφισβητούσε κι ο ίδιος τις αποφάσεις της Μουαραίν, αν και σπάνια μπροστά σε άλλους, όμως αποδοκίμαζε όσους το έκαναν. Η Μιν του αντιγύρισε κι αυτή ένα κατσούφικο βλέμμα. «Εντάξει, οι Μυρντράαλ και οι Τρόλοκ είναι κακός μπελάς, αλλά τουλάχιστον μπορώ να τους δω. Δεν μου καλοφαίνεται που ένας... ένας απ’ αυτούς τους Άψυχους μπορεί να μπει κρυφά εδώ πέρα και να μου κόψει το λαρύγγι, πριν καν τον προσέξω».

«Τα ξόρκια που βάζω θα μας κρύψουν από τους Άψυχους, όπως επίσης και από κάθε άλλο Σκιογέννητο», είπε η Μουαραίν. «Όταν είσαι αδύναμος, όπως εμείς, συχνά το καλύτερο που έχεις να κάνεις, είναι να κρυφτείς. Αν όντως υπάρχει Ημιάνθρωπος αρκετά κοντά, για να μας... Εν πάση περιπτώσει, το να βάλω ξόρκια φύλαξης, που θα τους σκοτώσουν, αν μπουν στο στρατόπεδο, ξεπερνά τις δυνάμεις μου και ακόμα κι αν μπορούσα, ένα τέτοιο ξόρκι απλώς θα μας καθήλωνε εδώ. Εφόσον δεν είναι δυνατόν να βάλω ταυτοχρόνως δύο είδη ξορκιών, αφήνω την υπεράσπισή μας στους ανιχνευτές και τους φρουρούς —και στον Λαν― και χρησιμοποιώ το ξόρκι εκείνο που ίσως μας βοηθήσει».

«Θα μπορούσα να κάνω μια περιπολία γύρω από το στρατόπεδο», είπε ο Λαν. «Αν υπάρχει εκεί έξω κάτι που δεν πρόσεξαν οι ανιχνευτές, ίσως το βρω». Δεν επρόκειτο για κομπασμό, απλώς δήλωνε ένα γεγονός. Ο Ούνο, μάλιστα, ένευσε πως συμφωνούσε.

Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι. «Αν χρειαστείς απόψε, Γκαϊντίν μου, είναι εδώ». Το βλέμμα της υψώθηκε προς τα σκοτεινά βουνά ολόγυρά τους. «Υπάρχει μια αίσθηση στον αέρα».

«Αναμονής». Η λέξη ξέφυγε από το στόμα του Πέριν, πριν τη σταματήσει. Όταν η Μουαραίν τον κοίταξε —όταν κοίταξε μέσα του― αυτός ευχήθηκε να είχε προλάβει να τη σταματήσει.

«Ναι», του είπε, «αναμονής. Πρόσεξε τους φρουρούς σου, να έχουν τα μάτια τους τέσσερα απόψε, Ούνο». Δεν ήταν ανάγκη να προτείνει να κοιμηθούν οι άντρες με τα όπλα δίπλα τους· οι Σιναρανοί ανέκαθεν το έκαναν αυτό. «Καλό ύπνο», είπε σε όλους, λες και υπήρχε η παραμικρή ελπίδα γι’ αυτό και κίνησε για την καλύβα της. Ο Λαν στάθηκε όσο να φάει τρία πιάτα σούπα και μετά έτρεξε στο κατόπι της. Γρήγορα τον κατάπιε η νύχτα.

Τα μάτια του Πέριν έλαμψαν χρυσά, καθώς παρακολουθούσαν τον Πρόμαχο στο σκοτάδι. «Καλό ύπνο», μουρμούρισε. Η ευωδιά του μαγειρεμένου κρέατος ξαφνικά τον έκανε να νιώσει ένα ανακάτωμα. «Έχω την τρίτη βάρδια, Ούνο;» Ο Σιναρανός ένευσε. «Τότε θα προσπαθήσω να ακολουθήσω τη συμβουλή της». Κι άλλοι έρχονταν στις φωτιές και οι χαμηλόφωνες συζητήσεις τον ακολούθησαν καθώς ανέβαινε την πλαγιά.

Είχε μια δική του καλύβα, ένα κουτί από κορμούς που μετά βίας τον χωρούσε να σταθεί όρθιος, με τα κενά μεταξύ των τοίχων κλεισμένα με ξεραμένη λάσπη. Τη μισή την καταλάμβανε ένα σκληρό κρεβάτι, γεμάτο κλαριά πεύκου κάτω από μια κουβέρτα. Ο Σιναρανός, που είχε ξεσελώσει το άλογό του, είχε επίσης βάλει το τόξο λιγάκι πιο μέσα από την πόρτα. Ο Πέριν κρέμασε τη ζώνη του, μαζί με το τσεκούρι και τη φαρέτρα, σ’ ένα ξύλο στον τοίχο, και μετά γδύθηκε κι έμεινε μόνο με τα εσώρουχά του, τρέμοντας. Οι νύχτες ακόμα ήταν κρύες, αλλά το κρύο τον εμπόδιζε να κοιμηθεί βαθιά. Στο βαθύ ύπνο έρχονταν όνειρα, από τα οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει.

Για αρκετή ώρα, σκεπασμένος με μια μονάχα κουβέρτα, έμεινε να κοιτάζει την ξύλινη σκεπή, ριγώντας. Ύστερα ήρθε ο ύπνος και μαζί του τα όνειρα.

Загрузка...