10 Το Κυνήγι Αρχίζει

Ο Ίνγκταρ τους είχε βάλει να τρέχουν με πιο γρήγορο ρυθμό απ’ όσο θα έπρεπε για αρχή μακρινού ταξιδιού, τόσο γρήγορα που ο Ραντ ανησυχούσε λιγάκι για τα άλογα. Τα ζώα μπορούσαν να τροχάζουν επί ώρες, αλλά είχαν σχεδόν όλη τη μέρα μπροστά τους και, το πιθανότερο, πολλές μέρες ακόμα μετά. Από την έκφραση του Ίνγκταρ, όμως, του Ραντ του έμοιαζε ότι ο άλλος σκόπευε να πιάσει τους κλέφτες του Κέρατος από την πρώτη μέρα, από την πρώτη ώρα. Ο Ραντ δεν θα ξαφνιαζόταν αν το έκανε, κρίνοντας από τη φωνή του Ίνγκταρ, όταν έδινε τον όρκο στην Έδρα της Άμερλιν. Όμως κράτησε το στόμα του κλειστό. Ο Άρχοντας Ίνγκταρ είχε το πρόσταγμα· όσο φιλικά κι αν είχε φερθεί του Ραντ, δεν θα εκτιμούσε έναν βοσκό που έδινε συμβουλές.

Ο Χούριν ήταν ένα βήμα πίσω από τον Ίνγκταρ, αλλά ήταν ο μυριστής αυτός που τους οδηγούσε προς το νότο, δείχνοντας το δρόμο στον Ίνγκταρ, Η περιοχή ήταν γεμάτη λόφους, που ψήλωναν και χαμήλωναν απαλά, με πυκνά έλαια και σημύδες και βαλανιδιές, αλλά η διαδρομή που ακολουθούσε ο Χούριν τους πήγαινε ίσια, σχεδόν σαν βέλος, χωρίς να στρίβουν, παρά μόνο όταν έκαναν το γύρο κάποιων από τους λιγοστούς ψηλούς λόφους, όπου ο δρόμος ήταν φανερά πιο σύντομος απ’ όσο αν πήγαιναν ευθεία. Το λάβαρο με τη Γκρίζα Κουκουβάγια πετάριζε στον άνεμο.

Ο Ραντ προσπάθησε να μείνει κοντά στον Ματ και τον Πέριν, μα, όταν άφησε το άλογό του να κόψει ταχύτητα και να τους πλησιάσει, ο Ματ σκούντηξε τον Πέριν, και ο Πέριν, απρόθυμα, κάλπασε στην αρχή της φάλαγγας μαζί με τον Ματ. Ο Ραντ σκέφτηκε ότι δεν είχε νόημα να μείνει πίσω μόνος του κι έτσι ξαναπήγε προς τα μπροστά. Εκείνοι ξανάμειναν πίσω, πάλι με τον Ματ να προτρέπει τον Πέριν.

Να πάνε να καούν. Το μόνο που Θέλω είναι να ζητήσω συγνώμη. Ένιωθε μοναξιά. Το χειρότερο ήταν που ήξερε ότι το λάθος ήταν δικό του.

Ο Ούνο αφίππευσε στην κορυφή ενός λόφου για να εξετάσει το χώμα που ήταν σκαμμένο από οπλές. Σκάλισε τις κοπριές των αλόγων και γρύλισε, «Γρήγορα πάνε οι καμένοι, Άρχοντά μου». Με τη φωνή που είχε, έμοιαζε να φωνάζει όταν απλώς μιλούσε. «Δεν κερδίσαμε ούτε ώρα. Που να καώ, μπορεί να χάσαμε μια ώρα. Οι καμένοι, θα τα σκοτώσουν τ’ άλογά τους έτσι που πάνε». Άγγιξε με το δάχτυλο το αποτύπωμα μιας οπλής. «Δεν είναι άλογο αυτό. Τρόλοκ. Κι έχει κατσικοπόδαρα πιο εκεί, που να καούν».

«Θα τους πιάσουμε», είπε βλοσυρά ο Ίνγκταρ.

«Τα άλογά μας, Άρχοντά μου. Άδικος κόπος, αν τα σκάσουμε πριν τους βρούμε τους καμένους, Άρχοντά μου. Ακόμα κι αν σκοτώσουν τα άλογά τους, οι Τρόλοκ μπορούν να αντέξουν πιο πολύ από τα άλογα».

«Θα τους πιάσουμε. Στο άλογο, Ούνο».

Ο Ούνο κοίταξε τον Ραντ με το ένα μάτι του, έπειτα σήκωσε τους ώμους και ανέβηκε στη σέλα. Ο Ίνγκταρ τους κατέβασε τρέχοντας στην κατηφόρα, γλιστρώντας σχεδόν ως κάτω, και ανέβηκε την επόμενη πλαγιά καλπάζοντας.

Άραγε, γιατί με κοίταξε έτσι, αναρωτήθηκε ο Ραντ. Ο Ούνο ήταν από κείνους που ποτέ δεν του είχαν δείξει μεγάλη φιλικότητα. Δεν ήταν σαν την ανοιχτή αντιπάθεια του Μασέμα· ο Ούνο δεν ήταν φιλικός με κανέναν, με εξαίρεση μερικούς ψημένους βετεράνους σαν κι αυτόν. Αυτός δεν πιστεύω να με περνά για άρχοντα.

Ο Ούνο την πιο πολλή ώρα μελετούσε την περιοχή μπροστά τους, αλλά, όταν έπιανε τον Ραντ να τον κοιτάζει, του αντιγύριζε το βλέμμα στα ίσα. Δεν σήμαινε κάτι. Θα κοίταζε και τον Ίνγκταρ κατάματα. Αυτός ήταν ο Ούνο.

Η διαδρομή που είχαν διαλέξει οι Σκοτεινόφιλοι -Και τι άλλο; αναρωτιόταν ο Ραντ· ο Χούριν όλο μουρμούριζε για «κάτι χειρότερο»— που είχαν κλέψει το Κέρας δεν πλησίαζε ποτέ σε χωριό. Ο Ραντ έβλεπε χωριά, από τις λοφοκορφές, τα οποία απείχαν ένα μίλι, ή και περισσότερο, με τα ίδια σκαμπανεβάσματα στο δρόμο ως εκεί, αλλά δεν ήταν ποτέ τόσο κοντά που να διακρίνει τους ανθρώπους στους δρόμους. Ούτε ήταν τόσο κοντά για να διακρίνουν αυτοί μια ομάδα ανθρώπων που κατευθύνονταν προς το νότο. Υπήρχαν και αγροκτήματα, επίσης, με σπιτάκια που είχαν χαμηλά πρόστεγα, με ψηλούς αχυρώνες και καμινάδες που κάπνιζαν, στις κορφές των λόφων και στις πλαγιές και στα λακκώματα ανάμεσα, αλλά κανένα δεν ήταν τόπο κοντά ώστε να ’χουν δει οι αγρότες αυτούς που κυνηγούσαν.

Τελικά, ακόμα και ο Ίνγκταρ αναγκάστηκε να συνειδητοποιήσει ότι τα άλογα δεν θα άντεχαν αυτό το ρυθμό. Ακούστηκαν μουρμουριστές βρισιές· ο Ίνγκταρ χτύπησε το χειρόκτιο στο μηρό του, τελικά όμως διέταξε να ξεπεζέψουν όλοι. Συνέχισαν να τρέχουν για ένα μίλι, οδηγώντας τα άλογά τους, ανηφορίζοντας και κατηφορίζοντας, και μετά τα καβάλησαν και κάλπασαν. Έπειτα ξανακατέβηκαν για να τρέξουν. Έτρεξαν ένα μίλι και μετά κάλπασαν ένα μίλι. Τρέξιμο, μετά καλπασμός.

Ο Ραντ ξαφνιάστηκε, βλέποντας τον Λόιαλ να χαμογελά πλατιά κάποια στιγμή που ήταν με τα πόδια και ανηφόριζαν ένα λόφο. Ο Ογκιρανός ένιωθε άβολα με τα άλογα, όταν είχαν πρωτοσυναντηθεί, και προτιμούσε να εμπιστεύεται τα δυο του πόδια, αλλά του Ραντ του φαινόταν ότι το είχε ξεπεράσει:

«Σου αρέσει να τρέχεις, Ραντ;» Ο Λόιαλ γέλασε. «Εμένα μου αρέσει. Ήμουν ο γρηγορότερος στο Στέντιγκ Σανγκτάι. Κάποτε είχα τρέξει πιο γρήγορα από άλογο».

Ο Ραντ απλώς κούνησε το κεφάλι. Δεν ήθελε να σπαταλήσει ανάσα μιλώντας. Κοίταξε να βρει τον Ματ και τον Πέριν, μα ήταν ακόμα πίσω και υπήρχαν τόσοι άνδρες ανάμεσά τους που δεν τους έβλεπε. Αναρωτήθηκε πώς οι Σιναρανοί κατάφερναν να τρέχουν έτσι με την αρματωσιά τους. Κανένας δεν καθυστερούσε, ούτε παραπονιόταν. Ο Ούνο δεν έμοιαζε καν να ιδρώνει και ο σημαιοφόρος δεν άφηνε το λάβαρο να γείρει.

Ο ρυθμός ήταν γρήγορος, αλλά το σούρουπο άρχισε να πυκνώνει, χωρίς να φαίνεται από αυτούς τους οποίους καταδίωκαν τίποτα πέρα από τα αχνάρια τους. Τελικά, απρόθυμα, ο Ίνγκταρ φώναζε να σταματήσουν και να στρατοπεδεύσουν για να περάσουν τη νύχτα στο δάσος. Οι Σιναρανοί άναψαν φωτιές και έστησαν πασσάλους για τα άλογα με σύντομες κινήσεις ακριβείας, οι οποίες ήταν αποτέλεσμα μακράς πείρας. Ο Ίνγκταρ έβαλε έξι φρουρούς, ανά δύο, για την πρώτη βάρδια.

Πρώτο μέλημα του Ραντ ήταν να βρει το δέμα του στα καλαμοκόφινα των υποζυγίων. Δεν ήταν δύσκολο —υπήρχαν λίγα προσωπικά δέματα ανάμεσα στις προμήθειες— αλλά, όταν το άνοιξε, έβγαλε μια κραυγή που έκανε όλους τους άνδρες του στρατοπέδου να σηκωθούν με τα σπαθιά στα χέρια.

Ο Ίνγκταρ ήρθε τρέχοντας. «Τι είναι; Μα την ειρήνη, μπήκε κανείς μέσα; Δεν άκουσα τους σκοπούς».

«Είναι τούτα τα πανωφόρια», μούγκρισε ο Ραντ, κοιτάζοντας ακόμα αυτά που είχε ξεπακετάρει. Το ένα πανωφόρι ήταν μαύρο, κεντημένο με ασημένια κλωστή, το άλλο λευκό, στολισμένο με χρυσή. Και τα δύο είχαν ερωδιούς στα κολάρα, και τα δύο ήταν εξίσου φανταχτερά με το βυσσινί πανωφόρι που φορούσε. «Οι υπηρέτες μου είπαν ότι είχα δύο καλά, βολικά πανωφόρια εδώ μέσα. Δες τα!»

Ο Ίνγκταρ θηκάρωσε το σπαθί πάνω από τον ώμο του. Οι άλλοι άνδρες ξανακάθισαν. «Ε, βολικά είναι».

«Δεν μπορώ να τα φορέσω αυτά. Δεν μπορώ να τριγυρνάω ντυμένος όλο έτσι».

«Μπορείς να τα φορέσεις. Κι αυτά πανωφόρια είναι. Απ’ ό,τι ξέρω, η ίδια η Μουαραίν Σεντάι φρόνησε να ετοιμαστούν τα πράγματά σου. Μπορεί οι Άες Σεντάι να μην καταλαβαίνουν τι ακριβώς φορούν οι άνδρες στο πεδίο της μάχης». Ο Ίνγκταρ χαμογέλασε πλατιά. «Όταν πιάσουμε αυτούς τους Τρόλοκ, μπορεί να στήσουμε γλέντι. Τουλάχιστον τότε θα είσαι σωστά ντυμένος, ενώ εμείς όχι». Και ξεκίνησε για εκεί που είχαν αρχίσει κιόλας να καίνε οι φωτιές για το μαγείρεμα.

Ο Ραντ είχε μείνει ασάλευτος από τη στιγμή που ο Ίνγκταρ είχε αναφέρει τη Μουαραίν. Κοίταζε τα πανωφόρια. Τι ετοιμάζει; Ό,τι κι αν είναι, δεν θα με χρησιμοποιήσει κανείς. Τα ξαναμάζεψε όλα και έχωσε το μπόγο στο κοφίνι. Μπορώ να πάω γυμνός, σκέφτηκε πικρόχολα.

Οι Σιναρανοί μαγείρευαν εναλλάξ, όταν ήταν σε εκστρατεία, και ο Μασέμα ανακάτευε την κατσαρόλα τη στιγμή που ο Ραντ ξαναγύρισε στις φωτιές. Η μυρωδιά της σούπας από γογγύλια, κρεμμύδια και ξεραμένο κρέας απλώθηκε πάνω από το στρατόπεδο. Πρώτα σερβιρίστηκε ο Ίνγκταρ και ύστερα ο Ούνο, όμως όλοι οι άλλοι έμπαιναν στην ουρά όπως έρχονταν. Ο Μασέμα άδειασε μπόλικο βραστό με την κουτάλα στο πιάτο του Ραντ· ο Ραντ έκανε βιαστικά ένα βήμα πίσω για να μην χυθεί στο πανωφόρι του και έδωσε τη θέση του στον επόμενο, ενώ ρουφούσε τον καμένο αντίχειρά του. Ο Μασέμα τον κοίταζε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, που όμως δεν έφτανε ως τα μάτια του. Μέχρι τη στιγμή που ο Ούνο πλησίασε και του έδωσε μια στο κεφάλι.

«Που να καείς, δεν φέραμε παραπανίσιο για να το πετάς στο χώμα». Ο μονόφθαλμος κοίταξε τον Ραντ και έφυγε. Ο Μασέμα έτριψε το αυτί του, αλλά αγριοκοίταζε τον Ραντ.

Ο Ραντ πήγε κοντά στον Ίνγκταρ και τον Λόιαλ, οι οποίοι κάθονταν κατάχαμα κάτω από μια πλατιά βαλανιδιά. Ο Ίνγκταρ είχε βγάλει το κράνος, που ήταν στο χώμα δίπλα του, αλλά φορούσε όλη την υπόλοιπη πανοπλία του. Ο Ματ κοίταξε κοροϊδευτικά το πανωφόρι του Ραντ, αλλά ο Πέριν μόλις που σήκωσε το βλέμμα, με τα χρυσά μάτια του να αστράφτουν στο αδύνατο φως που έφτανε από τις φωτιές, και ξανάσκυψε στο πιάτο του.

Τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν έφυγαν.

Κάθισε σταυροπόδι με τον Ίνγκταρ ανάμεσά τους. «Μακάρι να ’ξερα γιατί ο Ούνο με κοιτάζει έτσι. Μάλλον αυτό το παλιοπανωφόρι φταίει».

Ο Ίνγκταρ τον κοίταξε σκεφτικά, ενώ μασούσε το βραστό του. Στο τέλος είπε, «Το δίχως άλλο, ο Ούνο αναρωτιέται αν είσαι άξιος για μια λεπίδα με το σήμα του ερωδιού». Ο Ματ ξεφύσηξε δυνατά, μα ο Ίνγκταρ συνέχισε χωρίς παύση. «Μην σε ενοχλεί ο Ούνο. Και του Άρχοντα Άγκελμαρ θα του φερόταν σαν να ήταν άμαθος νεοσύλλεκτος, αν μπορούσε. Ε, ίσως όχι στον Άγκελμαρ, αλλά σε όλους τους άλλους. Έχει στόμα οχετό, αλλά δίνει καλές συμβουλές. Φυσικό είναι· πολεμά σε εκστρατείες προτού ακόμα γεννηθώ. Άκου τις συμβουλές του, μη δίνεις σημασία στη γλώσσα του και θα τα πας καλά με τον Ούνο».

«Νόμιζα ότι ήταν σαν τον Μασέμα». Ο Ραντ έχωσε μια μπουκιά βραστό στο στόμα του. Έκαιγε, αλλά την κατάπιε. Το στομάχι του γουργούρισε, θυμίζοντας του ότι καιρός ήταν να φάει επιτέλους. Αναρωτήθηκε αν θα βοηθούσε την κατάσταση, λέγοντας στον Μασέμα ότι του άρεσε το φαγητό. «Ο Μασέμα κάνει σαν να με μισεί, δεν το καταλαβαίνω».

«Ο Μασέμα υπηρέτησε τρία χρόνια στα Ανατολικά Σύνορα», είπε ο Ίνγκταρ. «Στο Άνκορ Ντάιλ, εναντίον των Αελιτών». Κατσούφιασε, ανακάτεψε το βραστό με το κουτάλι του. «Πρόσεξε, εγώ δεν ρωτάω τίποτα. Αν ο Λαν Ντάι Σαν και η Μουαραίν Σεντάι Θέλουν να λένε ότι είσαι από το Άντορ, από τους Δύο Ποταμούς, τότε από κει είσαι. Αλλά ο Μασέμα δεν μπορεί να ξεχάσει την όψη των Αελιτών και, όταν σε βλέπει,..» Σήκωσε τους ώμους. «Δεν ρωτάω τίποτα».

Ο Ραντ έριζε το κουτάλι στο πιάτο του αναστενάζοντας. «Όλοι νομίζουν ότι είμαι κάποιος που δεν είμαι. Είμαι από τους Δύο Ποταμούς, Ίνγκταρ. Καλλιεργούσα ταμπάκ με — με τον πατέρα μου και πρόσεχα τα πρόβατά του. Αυτό είμαι. Αγρότης και βοσκός από τους Δύο Ποταμούς».

«Από τους Δύο Ποταμούς είναι», είπε περιφρονητικά ο Ματ. «Μαζί μου μεγάλωσε, άλλο που τώρα δεν το δείχνει. Αν του καρφωθούν στο μυαλό αυτές οι χαζομάρες για τους Αελίτες, μαζί με τα άλλα που σκέφτεται, το Φως μόνο ξέρει τι θα γίνει. Μπορεί Αελίτης άρχοντας».

«Όχι», είπε ο Λόιαλ, «έχει την κοψιά. Θυμάσαι, Ραντ, που το σχολίασα κάποτε, αν και νόμιζα ότι μου είχε φανεί, επειδή τότε δεν ήξερα καλά εσάς τους ανθρώπους. Το θυμάσαι; ‘Μέχρι να μην υπάρχει πια απόσκιο, μέχρι να μην υπάρχει πια νερό, στη Σκιά με τα δόντια γυμνωμένα, ουρλιάζοντας αδάμαστοι με την τελευταία ανάσα, για να φτύσουμε στο μάτι του Τυφλωτή την Τελευταία Μέρα’. Το θυμάσαι, Ραντ».

Ο Ραντ κοίταξε το πιάτο του. Αν τυλίξεις ένα σούφα γύρω από το κεφάλι σου, θα είσαι ίδιος κι απαράλλαχτος με Αελίτη. Το είχε πει ο Γκάγουιν, ο αδελφός της Ηλαίην, της Κόρης-Διαδόχου του Άντορ. Όλοι νομίζουν ότι είμαι κάποιος που δεν είμαι.

«Τ» σημαίνει αυτό;» ρώτησε ο Ματ. «Που λέει ότι θα φτύσουν στο μάτι του Σκοτεινού».

«Οι Αελίτες λένε ότι μέχρι τότε θα πολεμούν», είπε ο Ίνγκταρ, «και δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό. Με εξαίρεση τους πραματευτές και τους βάρδους, οι Αελίτες χωρίζουν τον κόσμο στα δύο. Σε Αελίτες και εχθρούς. Αυτό άλλαξε για την Καιρχίν πριν από πεντακόσια χρόνια, για λόγους που μόνο οι Αελίτες καταλαβαίνουν, αλλά δεν νομίζω να κ» ξανακάνουν».

«Μάλλον όχι», στέναξε ο Λόιαλ. «Αλλά αφήνουν τους Τουάθα’αν, τους Ταξιδιώτες, να μπαίνουν στην Ερημιά. Μερικές φορές οι Αελίτες έρχονται στο Στέντιγκ Σανγκτάι για να ανταλλάξουν δικά τους πράγματα με τραγουδισμένο ξύλο. Αλλά είναι σκληρός λαός».

Ο Ίνγκταρ ένευσε. «Μακάρι να είχα μερικούς τόσο σκληρούς. Έστω και στο μισό τους».

«Τι είναι αυτό, αστείο;» Ο Ματ γέλασε. «Αν έτρεχα ένα μίλι φορώντας τα σίδερα που κουβαλάτε, θα έπεφτα κάτω και θα κοιμόμουν μια βδομάδα. Εσείς τρέχατε τόσα μίλια σήμερα».

«Οι Αελίτες είναι σκληροί», είπε ο Ίνγκταρ. «Άνδρες και γυναίκες, όλοι σκληροί. Τους πολέμησα και ξέρω. Τρέχουν πενήντα μίλια και μετά πολεμούν. Είναι ο θάνατος αυτοπροσώπως, είτε με όπλα, είτε χωρίς. Με εξαίρεση τα σπαθιά. Για κάποιον λόγο, δεν πιάνουν σπαθί στο χέρι. Ούτε και ιππεύουν άλογα, όχι ότι τα χρειάζονται. Αν έχεις σπαθί και ο Αελίτης είναι με γυμνά χέρια, τότε ο αγώνας είναι δίκαιος. Αν είσαι καλός. Βοσκούν βόδια και κατσίκια εκεί που εγώ κι εσύ θα πεθαίναμε από δίψα πριν βραδιάσει. Φτιάχνουν τα χωριά τους σκαλίζοντας πελώρια μυτερά βράχια εκεί στην Ερημιά. Ζουν εκεί σχεδόν από το Τσάκισμα. Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος προσπάθησε να τους ξετρυπώσει και έφαγε τα μούτρα του, ήταν οι μόνες βαριές ήττες του. Τη μέρα ο αέρας στην Ερημιά του Άελ τρεμοπαίζει από τη λάβρα, και τη νύχτα παγώνει. Κι αν ρωτήσεις Αελίτη, θα σε καρφώσει με το γαλανό βλέμμα του και θα σου πει ότι δεν υπάρχει άλλο μέρος που θα προτιμούσε να ζει. Και δεν θα σου λέει ψέματα. Αν προσπαθούσαν ποτέ να βγουν, δύσκολα θα τους σταματούσαμε. Ο Πόλεμος των Αελιτών κράτησε τρία χρόνια, και τότε ήταν μόνο τέσσερις από τις δεκατρείς φατρίες τους».

«Τα γκρίζα μάτια που πήρε από τη μάνα του δεν σημαίνουν ότι είναι Αελίτης», είπε ο Ματ.

Ο Ίνγκταρ σήκωσε τους ώμους. «Όπως είπα, δεν ρωτάω τίποτα».

Όταν τελικά ο Ραντ ξάπλωσε να κοιμηθεί, το κεφάλι του βούιζε από ανεπιθύμητες ερωτήσεις. Απαράλλαχτος με Αελίτη. Αν η Μουαραίν Σεντάι θέλει να λέει ότι είσαι από τους Δύο Ποταμούς. Οι Αελίτες έφτασαν ως την Ταρ Βάλον, ρημάζοντας τα πάντα στο δρόμο τους. Γεννημένος στις πλαγιές του Όρους του Δράκοντα. Ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας.

«Δεν θα με χρησιμοποιήσουν», μουρμούρισε, αλλά ο ύπνος άργησε να έρθει.

Ο Ίνγκταρ μάζεψε το στρατόπεδο πριν χαράξει ο ήλιος. Είχαν φάει πρωινό και κάλπαζαν προς το νότο, ενώ τα σύννεφα στην ανατολή κοκκίνιζαν από την αυγή που ερχόταν και η δροσιά ακόμα έσταζε από τα φύλλα. Αυτή τη φορά ο Ίνγκταρ έστειλε μπροστά ανιχνευτές και, παρ’ όλο που ο ρυθμός ήταν γρήγορος, δεν ήταν τόσο σκληρός που να σκοτώνει άλογα. Ο Ραντ σκέφτηκε πως ίσως ο Ίνγκταρ καταλάβαινε ότι δεν Θα τους προλάβαιναν σε μια μέρα. Τα ίχνη ακόμα οδηγούσαν προς το νότο, είχε πει ο Χούριν. Μέχρι τη στιγμή που γύρισε καλπάζοντας ένας ανιχνευτής, δυο ώρες μετά την ανατολή του ήλιου.

«Εγκαταλειμμένο στρατόπεδο μπροστά, Άρχοντά μου. Εκεί πέρα, στην κορυφή του λόφου. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον τριάντα-σαράντα χτες το βράδυ, Άρχοντά μου».

Ο Ίνγκταρ σπιρούνιασε το άλογο σαν να του είχε πει ότι οι Σκοτεινόφιλοι ήταν ακόμα εκεί, και ο Ραντ τον ακολούθησε αμέσως, αλλιώς θα τον τσαλαπατούσαν οι Σιναρανοί, που ανηφόριζαν καλπάζοντας πίσω του στο λόφο.

Δεν είχε πολλά να δουν. Υπήρχαν οι παγωμένες στάχτες από τις φωτιές, οι οποίες ήταν καλά κρυμμένες στα δέντρα, με πεταμένα εκεί τα απομεινάρια του φαγητού, όπως φαινόταν. Ένας σωρός σκουπιδιών, υπερβολικά κοντά στις φωτιές, στον οποίο είχαν ήδη αρχίσει να βουίζουν οι μύγες.

Ο Ίνγκταρ κράτησε τους άλλους πίσω και ξεπέζεψε για να προχωρήσει στο στρατόπεδο μαζί με τον Ούνο, εξετάζοντας το χώμα. Ο Χούριν γύρισε την περίμετρο της περιοχής και οσφραινόταν. Ο Ραντ έμεινε στο άτι του μαζί με τους άλλους άνδρες· δεν είχε διάθεση να δει από κοντά ένα μέρος στο οποίο είχαν στρατοπεδεύσει Τρόλοκ και Σκοτεινόφιλοι. Κι ένας Ξέθωρος. Και κάτι χειρότερο.

Ο Ματ ανηφόρισε το λόφο πεζός και πλησίασε το μέρος. «Έτσι είναι τα στρατόπεδα των Σκοτεινόφιλων; Βρωμάει λιγάκι, αλλά δεν μπορώ να πω ότι φαίνεται διαφορετικό από άλλα». Κλώτσησε ένα σωρό στάχτες, ρίχνοντας ένα καμένο κόκαλο, κι έσκυψε να το πάρει. «Τι τρώνε οι Σκοτεινόφιλοι; Δεν μοιάζει με κόκαλο από πρόβατο ή αγελάδα».

«Έγινε φόνος εδώ», είπε Θλιμμένα ο Χούριν. Έτριψε τη μύτη του μ’ ένα μαντήλι. «Χειρότερα από φόνο».

«Υπήρχαν Τρόλοκ εδώ», είπε ο Ίνγκταρ, κοιτάζοντας τον Ματ. «Φαντάζομαι ότι πείνασαν και είχαν πρόχειρους τους Σκοτεινόφιλους». Ο Ματ έριξε κάτω το μαυρισμένο κόκαλο· φαινόταν έτοιμος να κάνει εμετό.

«Δεν πηγαίνουν πια προς το νότο, Άρχοντά μου», είπε ο Χούριν. Η προσοχή όλων στράφηκε πάνω του. Έδειξε προς τα βορειοανατολικά. «Ίσως τελικά αποφάσισαν να πάνε κατά τη Μάστιγα. Να κάνουν κύκλο γύρω μας. Μπορεί απλώς να προσπαθούσαν να μας παραπλανήσουν, πηγαίνοντας πρώτα νότια». Δεν έδειχνε να το πιστεύει. Φαινόταν μπερδεμένος.

«Ό,τι και να ’θελαν», είπε απότομα ο Ίνγκταρ, «τώρα θα τους πιάσω. Στ’ άλογα!»

«Ξανάλλαξαν πορεία, Άρχοντά μου. Πάλι νότια. Και σκότωσαν κάποιον άλλον εδώ».

Δεν υπήρχαν στάχτες εκεί, στο λάκκωμα ανάμεσα στους δύο λόφους, αλλά με σύντομη έρευνα βρήκαν το πτώμα. Ένας άνδρας κουλουριασμένος, χωμένος κάτω από Θάμνους. Το πίσω μέρος του κεφαλιού του ήταν τσακισμένο και τα μάτια του ακόμα γούρλωναν από την ορμή του χτυπήματος. Κανένας δεν τον αναγνώρισε, αν και φορούσε Σιναρανό ρούχα.

«Δεν θα χασομερήσουμε θάβοντας Σκοτεινόφιλους», μούγκρισε ο Ίνγκταρ. «Πάμε νότια». Υπάκουσε στα λόγια του σχεδόν πριν τα ξεστομίσει.

Η μέρα όμως ήταν ίδια με την προηγούμενη. Ο Ούνο εξέτασε τα αχνάρια καν ας καβαλίνες και είπε όχι είχαν κερδίσει έδαφος για τη λεία τους. Το σούρουπο ήρθε χωρίς να έχουν δει Τρόλοκ ή Σκοτεινόφιλους, και το επόμενο πρωί βρήκαν άλλο ένα εγκαταλειμμένο στρατόπεδο —όπου είχε γίνει άλλος ένας φόνος, έτσι είπε ο Χούριν— και είδαν ότι οι άλλοι είχαν αλλάξει πάλι κατεύθυνση και πήγαιναν προς τα βορειοδυτικά. Δυο ώρες δρόμο πιο πέρα, βρήκαν άλλο ένα πτώμα, έναν άνδρα που του είχαν ανοίξει το κρανίο με τσεκούρι, και η λεία είχε αλλάξει πάλι κατεύθυνση. Πάλι προς τα νότια. Κερδίζοντας πάλι έδαφος, κατά τον Χούριν, που εξέτασε τα ίχνη. Και πάλι δεν είδαν τίποτα, εκτός από μακρινά αγροκτήματα, ως το ηλιοβασίλεμα. Και η άλλη μέρα ήταν ίδια, αλλαγές κατεύθυνσης, με φόνους και τα λοιπά. Το ίδιο και η επόμενη.

Κάθε μέρα τους έφερνε πιο κοντά στο θήραμά τους, αλλά τον Ίνγκταρ δεν τον χωρούσε ο τόπος. Πρότεινε να συνεχίσουν ευθεία, ένα πρωί που τα ίχνη άλλαξαν κατεύθυνση —σίγουρα θα έβγαιναν στη διαδρομή των άλλων, όταν εκείνοι θα ξανάστριβαν προς το νότο, και έτσι θα κέρδιζαν χρόνο— αλλά, πριν προλάβει να μιλήσει κανείς, είπε ο ίδιος ότι ήταν κακή ιδέα, αφού ίσως αυτή τη φορά οι κυνηγημένοι δεν γυρνούσαν νότια. Προέτρεψε τους άνδρες να κάνουν πιο γρήγορα, να ξεκινούν νωρίτερα και να προχωρούν μέχρι να πέσει το βαθύ σκοτάδι. Τους θύμισε το έργο που τους είχε αναθέσει η Έδρα της Άμερλιν, να ξαναβρούν το Κέρας του Βαλίρ και να μην αφήσουν τίποτα να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο τους. Είπε όχι θα δοξάζονταν, ότι τα ονόματά τους θα τα έγραφε η ιστορία και τα παραμύθια, θα έλεγαν γι’ αυτούς οι αφηγήσεις των βάρδων και τα τραγούδια των τραγουδιστών, για κείνους που βρήκαν το Κέρας. Μιλούσε χωρίς σταματημό, και κοίταζε το μονοπάτι που ακολουθούσαν σαν να ήταν στην άκρη του η ελπίδα του Φωτός. Ακόμα και ο Ούνο τον στραβοκοίταζε.

Κι έτσι έφτασαν στον Ποταμό Ερίνιν.


Γνώμη του Ραντ ήταν πως δεν ήταν σωστό να λέγεται χωριό. Καθόταν στο άλογά του ανάμεσα στα δέντρα και κοίταζε πεντ’ έξι σπιτάκια με ξυλοκέραμα και πρόστεγα, τα οποία έπεφταν σχεδόν ως το έδαφος, πάνω σε μια λοφοκορφή με θέα το ποτάμι που κυλούσε ήρεμα κάτω από τον πρωινό ήλιο. Λίγοι άνθρωποι πατούσαν σε αυτόν το δρόμο. Είχαν περάσει λίγες μόνο ώρες από τότε που είχαν μαζέψει το στρατόπεδό τους, αλλά ήταν πια ώρα να βρουν τα απομεινάρια του διαλείμματος των Σκοτεινόφιλων, αν επαναλαμβανόταν πάλι το ίδιο. Δεν είχαν δει όμως τίποτα παρόμοιο.

Το ποτάμι δεν ήταν σαν τον θαυμαστό Ερίνιν των ιστοριών, τόσο μακριά από την πηγή του στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου. Είχε πλάτος περίπου εξήντα απλωσιές, τα νερά του άφριζαν ορμητικά και κατά μήκος του φύτρωναν δέντρα, και τις όχθες ένωνε ένα πέραμα με χοντρό σκοινί, το οποίο πιο πολύ έμοιαζε με σχεδία. Το πέραμα ήταν αραγμένο στην άλλη πλευρά.

Αντίθετα από τις άλλες φορές, τα ίχνη οδηγούσαν κατευθείαν σ’ αυτό το κατοικημένο μέρος. Ευθεία προς τα σπίτια στο λόφο. Δεν φαινόταν η παραμικρή κίνηση στον ένα και μοναδικό χωματόδρομο, γύρω από τον οποίο ήταν μαζεμένα τα σπιτάκια.

«Ενέδρα, Άρχοντά μου;» είπε χαμηλόφωνα ο Ούνο.

Ο Ίνγκταρ έδωσε τις ανάλογες διαταγές και οι Σιναρανοί σήκωσαν τις λόγχες τους και απλώθηκαν για να περικυκλώσουν τα σπίτια. Μ’ ένα σήμα του χεριού του Ίνγκταρ, κάλπασαν ανάμεσα στα σπίτια, ερχόμενοι από τέσσερις κατευθύνσεις, με τα βλέμματα να ψάχνουν, τις λόγχες έτοιμες, τη σκόνη να υψώνεται από τις οπλές των αλόγων. Τίποτα δεν σάλευε εκτός από αυτούς. Τράβηξαν τα χαλινάρια και η σκόνη άρχισε να κατακαθίζει.

Ο Ραντ επέστρεψε στη φαρέτρα το βέλος που είχε βάλει στη χορδή τεντώνοντάς την, και ξανακρέμασε το τόξο στην πλάτη του. Ο Ματ και ο Πέριν έκαναν το ίδιο. Ο Λόιαλ και ο Χούριν απλώς περίμεναν εκεί που τους είχε αφήσει ο Ίνγκταρ, παρακολουθώντας με ταραχή.

Ο Ίνγκταρ ανέμισε το χέρι, και ο Ραντ με τους άλλους πλησίασαν τους Σιναρανούς.

«Δεν μου αρέσει η μυρωδιά αυτού του μέρους», μουρμούρισε ο Πέριν, καθώς περνούσαν ανάμεσα στα σπίτια. Ο Χούριν τον κοίταξε, κι αυτός του αντιγύρισε το βλέμμα, ώσπου ο Χούριν χαμήλωσε τα μάτια. «Μυρίζει κάτι άσχημο».

«Οι καμένοι οι Σκοτεινόφιλοι και οι Τρόλοκ πέρασαν ίσια από δω, Άρχοντά μου», είπε ο Ούνο, δείχνοντας μερικά ίχνη που δεν τα είχαν χαλάσει ο; Σιναρανοί. «Ευθεία ως το γιδόφιλο το πέραμα, και το άφησαν από την άλλη μεριά, που να καούν. Μα το αίμα και τις στάχτες! Τυχεροί είμαστε που δεν το έκοψαν να το πάρει το ποτάμι».

«Που είναι ο κόσμος;» ρώτησε ο Λόιαλ.

Οι πόρτες έχασκαν, οι κουρτίνες ανέμιζαν στα ανοιχτά παράθυρα, αλλά κανένας δεν είχε βγει, παρά το ποδοβολητό των οπλών.

«Ψάξτε τα σπίτια», πρόσταξε ο Ίνγκταρ. Οι άνδρες ξεπέζεψαν κι έτρεξαν να υπακούσουν, αλλά γύρισαν κουνώντας το κεφάλι.

«Χάθηκαν, Άρχοντά μου», είπε ο Ούνο. «Εξαφανίστηκαν, που να καώ. Σαν να τα μάζεψαν όλα και να έφυγαν μέρα-μεσημέρι». Ξαφνικά σταμάτησε, δείχνοντας βιαστικά ένα σπίτι πίσω από τον Ίνγκταρ. «Είναι μια γυναίκα στο παράθυρο. Πώς μου ξέφυγε, μα το αίμα...» Έτρεξε προς το σπίτι, πριν προλάβει να κουνηθεί κανείς άλλος.

«Μην την τρομάξεις!» φώναξε ο Ίνγκταρ. «Ούνο, χρειαζόμαστε πληροφορίες. Που να σε τυφλώσει το Φως, Ούνο, μην την τρομάξεις!» Ο μονόφθαλμος χώθηκε στην ανοιχτή πόρτα. Ο Ίνγκταρ ύψωσε πάλι τη φωνή του. «Δεν θα σε πειράξουμε, καλή μου κυρία. Είμαστε οι ορκοδοσμένοι του Άρχοντα Άγκελμαρ, από το Φαλ Ντάρα. Μην φοβάσαι! Δεν θα σε πειράξουμε».

Ένα παράθυρο άνοιξε απότομα στο πάνω μέρος του σπιτιού, και ο Ούνο έβγαλε το κεφάλι, κοιτάζοντας γύρω σαν σαλεμένος. Πέταξε μια βλαστήμα και ξαναμπήκε μέσα. Κρότοι και γδούποι έδειχναν τη διαδρομή του εκεί μέσα, σαν να κλωτσούσε έπιπλα μέσα στον εκνευρισμό του. Τελικά φάνηκε στην είσοδο.

«Έφυγε, Άρχοντά μου. Αλλά ήταν εκεί. Μια γυναίκα με άσπρο φόρεμα, στο παράθυρο. Την είδα. Νόμισα ότι την είδα και μέσα για μια στιγμή, αλλά χάθηκε, και...» Ανάσανε βαθιά. «Το σπίτι είναι άδειο, Άρχοντά μου». Το ότι δεν έβριζε έδειχνε πόσο αναστατωμένος ήταν.

«Οι κουρτίνες», μουρμούρισε ο Ματ. «Τον γέλασαν οι κουρτίνες, που να καούν». Ο Ούνο του έριξε μια αιχμηρή ματιά και ξαναγύρισε στο άλογό του.

«Πού πήγαν;» ρώτησε ο Ραντ τον Λόιαλ. «Λες να το έσκασαν όταν ήρθαν οι Σκοτεινόφιλοι;» Και οι Τρόλοκ, κι ένας Μυρντράαλ. Και κάτι ακόμα χειρότερο, όπως έλεγε ο Χούριν. Ήταν έξυπνοι άνθρωποι, αν το έβαλαν στα πόδια.

«Φοβάμαι πως τους πήραν οι Σκοτεινόφιλοι, Ραντ», είπε αργά τι Λόιαλ. Έκανε ένα μορφασμό, που έμοιαζε σαν να έδειχνε με αγριάδα τα δόντια του, έτσι πλατιά που ήταν η μύτη του, σαν μουσούδα ζώου. «Για τους Τρόλοκ». Ο Ραντ ξεροκατάπιε και ευχήθηκε να μην είχε ρωτήσει· δεν έκανε για ευχάριστες σκέψεις ο τρόπος που τρέφονταν οι Τρόλοκ.

«Ό,τι κι αν έγινε εδώ», είπε ο Ίνγκταρ, «το έκαναν οι Σκοτεινόφιλοί μας. Χούριν, υπήρξε βία εδώ; Σκοτωμοί; Χούριν!»

Ο μυριστής αναπήδησε στη σέλα του και κοίταξε αναστατωμένος ολόγυρα. Ατένιζε το ποτάμι. «Βία, Άρχοντά μου; Ναι. Σκοτωμοί; Όχι. Ή όχι ακριβώς». Κοίταξε λοξά τον Πέριν. «Πρώτη φορά μυρίζω τέτοιο πράγμα, Άρχοντά μου. Αλλά υπήρχε πόνος».

«Υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι πέρασαν απέναντι; Μήπως αναδιπλώθηκαν;»

«Πέρασαν, Άρχοντά μου». Ο Χούριν κοίταξε ανήσυχος την απέναντι όχθη. «Πέρασαν. Τι όμως έκαναν στην άλλη μεριά...» Σήκωσε τους ώμους.

Ο Ίνγκταρ ένευσε. «Ούνο, θέλω το πέραμα να έρθει στη δική μας μεριά. Και θέλω να πάνε ανιχνευτές απέναντι πριν περάσουμε. Μπορεί να μην υπήρχε ενέδρα εδώ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα καραδοκούν, περιμένοντας να μας χωρίσει το ποτάμι. Αυτό το πέραμα δεν μοιάζει αρκετά μεγάλο για να χωρέσουμε όλοι. Φρόντισέ το».

Ο Ούνο υποκλίθηκε, και αμέσως ο Ράγκαν και ο Μασέμα άρχισαν να βγάζουν τις πανοπλίες τους, βοηθώντας ο ένας τον άλλο. Έμειναν μόνο με τα στενά παντελόνια τους, με ένα εγχειρίδιο πίσω στη μέση· πλησίασαν το ποτάμι, τρέχοντας με τα στραβά από την ιππασία πόδια τους, μπήκαν μέσα και προχώρησαν, πιάνοντας το χοντρό σχοινί που συγκρατούσε το πέραμα. Το σχοινί έκανε κοιλιά στο κέντρο του ποταμού και οι δύο άνδρες βούλιαζαν ως τη μέση, και το ρεύμα ήταν αρκετά δυνατό για να τους παρασύρει, αλλά σε λιγότερη ώρα απ’ όσο υπολόγιζε ο Ραντ έφτασαν και ανέβηκαν από τα γερτά πλαϊνά του περάματος. Τράβηξαν τα εγχειρίδια και χάθηκαν στα δέντρα.

Μετά από μια αιωνιότητα, ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε, οι δύο άνδρες ξαναφάνηκαν και άρχισαν να τραβούν το σκοινί για να επιστρέψουν μαζί με το πέραμα. Η σχεδία άραξε στην όχθη πιο κάτω από το χωριό και ο Μασέμα την έδεσε, ενώ ο Ράγκαν ανέβηκε τρέχοντας εκεί που στεκόταν ο Ίνγκταρ. Το πρόσωπό του ήταν κατάχλομο, η ουλή του βέλους στο μάγουλό του φαινόταν ολοκάθαρα, και μίλησε αναστατωμένος.

«Η πέρα όχθη... Κανένας δεν είχε στήσει ενέδρα στην πέρα όχθη, Άρχοντά μου, αλλά...» Υποκλίθηκε βαθιά, βρεγμένος, τρέμοντας από τον κόπο. «Άρχοντά μου, πρέπει να το δεις με τα μάτια σου. Στη μεγάλη βαλανιδιά, πενήντα απλωσιές κάτω από την αποβάθρα. Δεν βρίσκω λόγια. Πρέπει να το δεις ο ίδιος».

Ο Ίνγκταρ έσμιξε τα φρύδια, κοιτάζοντας τον Ράγκαν και την αντίπερα όχθη. Στο τέλος είπε, «Καλά τα κατάφερες, Ράγκαν. Και οι δυο σας τα πήγατε καλά». Η φωνή του σκλήρυνε. «Ούνο, βρες στα σπίτια κάτι για να σκουπιστούν αυτοί οι δύο. Και δες αν άφησε κανείς νερό να βράζει για τσάι. Βάλε τους κάτι ζεστό. Μετά φέρε τη δεύτερη φάλαγγα και τα άλογα με τις προμήθειες». Στράφηκε στον Ραντ. «Λοιπόν, είσαι έτοιμος να δεις τη νότια όχθη του Ερίνιν;» Δεν περίμενε απάντηση, αλλά έτρεξε στο φέρυ μαζί με τον Χούριν και τους μισούς λογχοφόρους.

Ο Ραντ δίστασε μόνο μια στιγμή, πριν τον ακολουδήσει. Ο Λόιαλ ήρθε μαζί του. Ξαφνιάστηκε, βλέποντας τον Πέριν να κατεβαίνει μπροστά τους, δείχνοντας βλοσυρός. Μερικοί λογχοφόροι, κάνοντας χοντροκομμένα αστεία, ξεπέζεψαν για να τραβήξουν το πέραμα από τα σχοινιά.

Ο Ματ περίμενε ως την τελευταία στιγμή, πάνω που ένας από τους Σιναρανούς έλυνε το πέραμα, και ύστερα, με μια κλωτσιά στο άλογο, προχώρησε και στριμώχτηκε μαζί με τους άλλους. «Κάποια στιγμή θα πρέπει να έρθω, σωστά;» είπε ξέπνοος, χωρίς να κοιτάζει κανέναν. «Πρέπει να μάθω».

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του. Είχε ξεχάσει το λόγο που ήταν εδώ, τόσο υγιής που έδειχνε ο Ματ. Για να βρεθεί το εγχειρίδιο. Ας πάρει ο Ίνγκταρ το Κέρας. Εγώ θέλω μόνο το εγχειρίδιο για τον Ματ. «Θα το βρούμε, Ματ».

Ο Ματ τον αγριοκοίταξε —ρίχνοντας και μια κοροϊδευτική ματιά στο φανταχτερό κόκκινο πανωφόρι του— και γύρισε από την άλλη. Ο Ραντ αναστέναζε.

«Όλα θα πάνε καλά», είπε ήσυχα ο Λόιαλ. «Κάπως Θα γίνει, κι όλα θα πάνε καλά».

Το ρεύμα τραβούσε το πέραμα, καθώς απομακρυνόταν από την όχθη με τους άνδρες να τραβούν, το ζόριζε κόντρα στο σχοινί με έντονα τριξίματα. Οι λογχοφόροι ήταν παράξενοι περαματάρηδες, έτσι που περπατούσαν στο κατάστρωμα με κράνη και πανοπλίες και μι σπαθιά στην πλάτη, αλλά κουμάνταραν αρκετά καλά το πέραμα στο ποτάμι.

«Έτσι φύγαμε από την πατρίδα», είπε ξαφνικά ο Πέριν. «Στο Τάρεν Φέρυ. Οι μπότες των περαματάρηδων βροντούσαν στα σανίδια και το νερό γουργούριζε γύρω από το πέραμα. Έτσι φύγαμε. Αυτή τη φορά θα είναι χειρότερα».

«Πώς μπορεί να είναι χειρότερο;» ρώτησε ο Ραντ. Ο Πέριν δεν απάντησε. Έψαξε με το βλέμμα την απέναντι όχθη και τα χρυσαφένια μάτια του έμοιαζαν ν’ αστράφτουν σχεδόν, αλλά όχι από ενθουσιασμό.

Μετά από ένα λεπτό, ο Ματ ρώτησε, «Πώς μπορεί να είναι χειρότερο;»

«Υπάρχει. Το μυρίζω». Αυτό ήταν το μόνο που είπε ο Πέριν. Ο Χούριν τον κοίταξε νευρικά, αλλά ο Χούριν, από τότε που είχαν φύγει από το Φαλ Ντάρα, έμοιαζε να κοιτάζει νευρικά τους πάντες.

Το πέραμα κουτούλησε τη νότια όχθη, με τα γερά σανίδια του να αφήνουν έναν υπόκωφο γδούπο πάνω στο σκληρό πηλό, σχεδόν κάτω από τα κλαριά των δέντρων, και οι Σιναρανοί που τραβούσαν το σχοινί ανέβηκαν στα άλογα, με εξαίρεση δύο, στους οποίους είπε ο Ίνγκταρ να γυρίσουν πίσω το πέραμα για να πάρουν τους άλλους. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν τον Ίνγκταρ, που ανηφόριζε την όχθη.

«Πενήντα απλωσιές ως τη μεγάλη βαλανιδιά», είπε ο Ίνγκταρ, καθώς προχωρούσαν ανάμεσα στα δέντρα. Ακουγόταν τόσο ψύχραιμος. Αν ο Ράγκαν δεν μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτό... Μερικοί από τους στρατιώτες χαλάρωσαν τα σπαθιά στην πλάτη τους και ετοίμασαν τις λόγχες τους.

Στην αρχή, ο Ραντ νόμισε πως οι μορφές που κρέμονταν από τα χέρια τους στα χοντρά, γκρίζα κλαριά της βαλανιδιάς ήταν σκιάχτρα. Κατακόκκινα σκιάχτρα. Έπειτα αναγνώρισε τα δύο πρόσωπα. Ο Τσάνγκου, και ο άλλος άνδρας που ήταν σκοπός μαζί του. Ο Νιντάο. Τα μάτια κοίταζαν, τα δόντια ήταν γυμνωμένα σ’ ένα μορφασμό πόνου. Είχαν αργήσει πολύ να πεθάνουν.

Ο Πέριν έβγαλε έναν ήχο από το λαιμό του, σχεδόν γρυλλητό. «Απ’ τα χειρότερα που έχω δει ποτέ, Άρχοντά μου», είπε αχνά ο Χούριν. «Από τα χειρότερα που έχω μυρίσει ποτέ, εκτός από το μπουντρούμι στο Φαλ Ντάρα εκείνη τη νύχτα».

Ο Ραντ έψαξε ξέφρενα να βρει το κενό. Η φλόγα έμοιαζε να τον εμποδίζει, κι ένα αναγουλιαστικό φως τρεμόπαιζε στο ρυθμό που ξεροκατάπινε σπασμωδικά ο Ραντ, αλλά προσπάθησε κι άλλο, ώσπου τελικά τυλίχτηκε στην αδειανωσύνη. Η αναγούλα παλλόταν στο κενό μαζί του, όμως. Όχι απ’ έξω, αυτή τη φορά, αλλά από μέσα. Λεν είναι παράξενο, μπροστά σ’ αυτό το Θέαμα. Η σκέψη χοροπήδησε στο κενό, σαν σταγόνα νερού πάνω σε καυτό τηγάνι. Τι έπαθαν;

«Τους έγδαραν ζωντανούς», άκουσε να λέει κάποιος πίσω του, και κάποιον άλλο να κάνει εμετό. Του φάνηκε πως ήταν ο Ματ, όμως όλα ήταν μακριά του, μέσα στο κενό. Αλλά εκεί μέσα ήταν και εκείνη η αίσθηση της ζαλάδας που τρεμόπαιζε. Του φαινόταν πως ίσως να έκανε εμετό κι ο ίδιος.

«Κατεβάστε τους», είπε τραχιά ο Ίνγκταρ. Δίστασε μια στιγμή, και μετά πρόσθεσε, «Θάψτε τους. Λεν είμαστε εντελώς σίγουροι ότι ήταν Σκοτεινόφιλοι. Ίσως τους πήραν αιχμάλωτους. Μπορεί να έγινε έτσι. Τουλάχιστον ας γνωρίσουν το τελευταίο αγκάλιασμα της μητέρας». Οι στρατιώτες προχώρησαν επιφυλακτικά, κρατώντας μαχαίρια· ακόμα και για τους σκληραγωγημένους στη μάχη Σιναρανούς, ήταν δύσκολη δουλειά να κατεβάσουν τα γδαρμένα πτώματα ανθρώπων τους οποίους γνώριζαν.

«Είσαι καλά, Ραντ;» είπε ο Ίνγκταρ. «Ούτε κι εγώ είμαι συνηθισμένος σε τέτοια πράγματα».

«Είμαι... καλά, Ίνγκταρ». Ο Ραντ άφησε το κενό να εξαφανιστεί. Δεν ένιωθε τόση ναυτία χωρίς αυτό· το στομάχι του ακόμα είχε αναγούλα, αλλά τώρα ήταν καλύτερα. Ο Ίνγκταρ ένευσε και γύρισε το άλογο για να δει τους άνδρες που δούλευαν.

Η ταφή ήταν απλή. Έσκαψαν δυο τρύπες στο χώμα και έβαλαν μέσα τα σώματα, ενώ οι υπόλοιποι Σιναρανοί παρακολουθούσαν σιωπηλοί. Οι στρατιώτες άρχισαν να φτυαρίζουν χώμα στους τάφους χωρίς πολλά-πολλά.

Ο Ραντ σοκαρίστηκε, αλλά ο Λόιαλ του εξήγησε υπομονετικά. «Οι Σιναρανοί πιστεύουν πως όλοι ερχόμαστε από τη γη και πρέπει να επιστρέψουμε στη γη. Ποτέ δεν χρησιμοποιούν φέρετρα ή σάβα-να και τα πτώματα ποτέ δεν είναι ντυμένα. Η γη πρέπει να κρατήσει το σώμα. Το τελευταίο αγκάλιασμα της μητέρας, έτσι το λένε. Και ποτέ δεν λένε τίποτα άλλο εκτός από αυτό: ‘Το Φως να σε φωτίζει και ο Δημιουργός να σε προστατεύει. Το τελευταίο αγκάλιασμα της μητέρας να σε καλωσορίσει στο σπίτι’». Ο Λόιαλ στέναξε και κούνησε το πελώριο κεφάλι του. «Νομίζω πως αυτή τη φορά δεν θα τα πει κανένας. Ό,τι και να λέει ο Ίνγκταρ, Ραντ, δεν υπάρχουν πολλές αμφιβολίες ότι ο Τσάνγκου και ο Νιντάο έσφαξαν τους σκοπούς στην Πύλη των Σκύλων και έμπασαν τους Σκοτεινόφιλους στο οχυρό. Αυτοί πρέπει να έφταιγαν για όλα».

«Τότε ποιος σημάδεψε με το βέλος — την Άμερλιν;» Ο Ραντ ξεροκατάπιε. Ποιος με σημάδευε; Ο Λόιαλ δεν είπε τίποτα.

Ο Ούνο έφτασε μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες και τα φορτωμένα άλογα, καθώς οι στρατιώτες έριχναν τις τελευταίες φτυαριές χώμα στους τάφους. Κάποιος του είπε τι είχε γίνει και ο μονόφθαλμος έφτυσε. «Οι γιδόφιλοι οι Τρόλοκ το κάνουν συχνά σε μέρη πάνω στη Μάστιγα. Όταν θέλουν να σου ρίξουν το ηθικό, ή όταν σε προειδοποιούν να μην ακολουθήσεις. Δεν πα να καούν. Ούτε κι εδώ θα πετύχει».

Πριν φύγουν, ο Ίνγκταρ κοντοστάθηκε με το άλογο πλάι στους ανώνυμους τάφους, τους δύο χωμάτινους σωρούς, που έμοιαζαν πολύ μικροί για να χωρούν άνθρωπο. Μετά από μια στιγμή, είπε, «Το Φως να σας φωτίζει και ο Δημιουργός να σας προστατεύει. Το τελευταίο αγκάλιασμα της μητέρας να σας καλωσορίσει στο σπίτι». Όταν σήκωσε το κεφάλι, τους κοίταξε όλους με τη σειρά. Όλα τα πρόσωπα ήταν ανέκφραστα, και πιο πολύ του Ίνγκταρ. «Έσωσαν τον Άρχοντα Άγκελμαρ στο Πέρασμα του Τάργουιν», είπε. Μερικοί λογχοφόροι ένευσαν. Ο Ίνγκταρ έστριψε τ’ άλογό του. «Προς τα πού, Χούριν;»

«Νότια, Άρχοντά μου».

«Ακολουθήστε το μονοπάτι! Κυνηγάμε!»

Το δάσος σύντομα έδωσε τη θέση του σε γαλήνιο κάμπο, που μερικές φορές τον έκοβαν ρηχά ποταμάκια, τα οποία είχαν σκάψει κοίτες με ψηλές όχθες, με αραιά μόνο υψωματάκια ή κοντόχοντρους λόφους, που μετά βίας τους άξιζε το όνομα. Τέλειο τεραίν για τα άλογα. Ο Ίνγκταρ το εκμεταλλεύτηκε και τους έβαλε να ακολουθήσουν έναν σταθερό ρυθμό, που βοηθούσε να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις. Μερικές φορές ο Ραντ έβλεπε στο βάθος κάτι που ίσιος ήταν αγρόκτημα, και κάποια φορά κάτι που το πέρασε για χωριό, με καπνούς να υψώνονται από καμινάδες λίγα μίλια πιο κει, και κάτι να αστράφτει λευκό στον ήλιο, αλλά η περιοχή κοντά τους ήταν έρημη από ανθρώπους, γεμάτη μακριές σειρές γρασίδι, με θάμνους και κάποια δέντρα, και μερικά σύδεντρα εδώ κι εκεί, με μάκρος το πολύ εκατό απλωσιές.

Ο Ίνγκταρ έστειλε ανιχνευτές, δύο άνδρες που πήγαιναν μπροστά και φαίνονταν μόνο όταν περνούσαν την κορυφή κάποιου υψώματος. Γύρω από το λαιμό του κρεμόταν μια ασημένια σφυρίχτρα, για να τους καλέσει πίσω, αν ο Χούριν έλεγε ότι τα ίχνη είχαν στρίψει, αλλά η διαδρομή δεν άλλαξε. Νότια. Πάντα νότια.

«Μ’ αυτό το ρυθμό θα φτάσουμε στο πεδίο του Τάλινταρ σε τρεις-τέσσερις μέρες», είπε ο Ίνγκταρ, καθώς κάλπαζαν. «Η μεγαλύτερη νίκη του Άρτουρ του Γερακόφτερου, τότε που οι Ημιάνθρωποι έβγαλαν τους Τρόλοκ από τη Μάστιγα και τους οδήγησαν εναντίον του. Έξι μέρες κι έξι νύχτες κράτησε η μάχη και, όταν τελείωσε, οι Τρόλοκ το ’σκασαν πίσω στη Μάστιγα, και δεν τόλμησαν να τον προκαλέσουν ποτέ ξανά. Ανήγειρε μνημείο εδώ γι’ αυτή τη νίκη, ένα βέλος εκατό απλωσιές ψηλό. Δεν τους άφησε να βάλουν το δικό του όνομα, αλλά τα ονόματα όλων των ανδρών που έπεσαν, και ένα χρυσό ήλιο στην κορυφή, σύμβολο ότι εδώ το Φως είχε θριαμβεύσει επί της Σκιάς».

«Θα ’θελα να το δω», είπε ο Λόιαλ. «Ποτέ δεν άκουσα γι’ αυτό το μνημείο».

Ο Ίνγκταρ έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, και όταν μίλησε η φωνή του ήταν χαμηλή. «Δεν είναι πια εκεί, Κατασκευαστή. Όταν πέθανε ο Γερακόφτερος, εκείνοι που πολέμησαν για την αυτοκρατορία του δεν άντεχαν να αφήσουν ένα μνημείο σε μια νίκη του, ακόμα κι όταν δεν ανέφερε το όνομά του. Δεν έχει απομείνει τίποτα, εκτός από τον γήλοφο στον οποίο στεκόταν. Αυτόν τουλάχιστον θα τον δούμε σε τρεις-τέσσερις μέρες». Ο τόνος του δεν άφησε περιθώρια για άλλη συζήτηση.

Ενώ ο ήλιος κρεμόταν ολόχρυσος από πάνω τους, προσπέρασαν μια κατασκευή, τετραγωνισμένη, με σοβατισμένους τούβλινους τοίχους, η οποία απείχε λιγότερο από ένα μίλι από το δρόμο τους. Λεν ήταν ψηλό κτίσμα και ο Ραντ πουθενά δεν έβλεπε να έχει απομείνει κάτι ψηλότερο από τον πρώτο όροφο, αλλά κάλυπτε αρκετή έκταση. Έδειχνε να είναι εγκαταλειμμένο από καιρό· οι στέγες είχαν πέσει, μόνο μερικά σημεία απέμεναν, στα οποία σκούρα κεραμίδια ήταν ακόμα κολλημένα πάνω στις επιστεγίδες, ο σοβάς, που κάποτε ήταν άσπρος, είχε πέσει, αφήνοντας γυμνά τα μαυρισμένα κι φαγωμένα από τον καιρό τούβλα, και υπήρχαν τοίχοι που είχαν σωριαστεί, φανερώνοντας εσωτερικές αυλές και θαλάμους παραδομένους στη φθορά. Στις ραγισματιές των εσωτερικών αυλών φύτρωναν θάμνοι, ακόμα και δέντρα.

«Αρχοντικό», εξήγησε ο Ίνγκταρ. Το λιγοστό κέφι που του είχε μείνει φάνηκε να εξανεμίζεται, καθώς κοίταζε το κτίσμα. «Όταν έστεκε ακόμα το Χάραντ Ντακάρ, φαντάζομαι πως ο ιδιοκτήτης του καλλιεργούσε τη γη σε απόσταση μιας λεύγας προς όλες τις κατευθύνσεις. Ίσως να είχε περιβόλια. Οι Χαρντανοί αγαπούσαν πολύ τα περιβόλια τους».

«Το Χάραντ Ντακάρ;» είπε ο Ραντ, και ο Ίνγκταρ ξεφύσηξε.

«Δεν μαθαίνει κανείς πια ιστορία; Το Χάραντ Ντακάρ, η πρωτεύουσα του Χαρντάν, που ήταν κάποτε το έθνος που διασχίζουμε τώρα».

«Είδα έναν παλιό χάρτη», απάντησε ο Ραντ με σφιγμένη φωνή. «Ξέρω για τα έθνη που δεν υπάρχουν πια. Το Μαρέντο, και η Γκοάμπαν, και το Καραλαίν. Αλλά δεν έλεγε για Χαρντάν».

«Υπήρχαν κάποτε κι άλλα, τα οποία τώρα έχουν χαθεί», είπε ο Λόιαλ. «Το Μαρ Χάντον, που τώρα είναι το Χάντον Μιρκ, και το Άλμοθ. Η Κιντάρα. Ο Εκατονταετής Πόλεμος τεμάχισε την αυτοκρατορία του Άρτουρ του Γερακόφτερου σε πολλά έθνη, μεγάλα και μικρά. Τα μικρά ή τα κατάπιαν τα μεγάλα, ή ενώθηκαν μεταξύ τους, όπως η Αλτάρα και το Μουράντυ. Μάλλον, θα ήταν πιο σωστό να πω ότι αναγκάστηκαν να ενωθούν».

«Τι έπαθαν λοιπόν;» ζήτησε να μάθει ο Ματ. Ο Ραντ δεν είχε προσέξει τον Ματ και τον Πέριν, οι οποίοι είχαν πλησιάσει κοντά τους. Την τελευταία φορά που τους είχε δει, ήταν στην οπισθοφυλακή, όσο το δυνατόν πιο μακριά από τον Ραντ αλ’Θορ.

«Δεν άντεξαν να μείνουν μαζί», αποκρίθηκε ο Ογκιρανός. «Η σοδειά χαλούσε, ή το εμπόριο δεν πήγαινε καλά. Οι άνθρωποι δεν τα έβγαζαν πέρα. Πάντα κάτι πήγαινε στραβά και το έθνος μαραινόταν. Συχνά οι γειτονικές χώρες έπαιρναν τη γη για δική τους, αλλά αυτές οι προσαρτήσεις ποτέ δεν κρατούσαν πολύ. Με τον καιρό η γη εγκαταλειπόταν οριστικά. Μερικά χωριά μοχθούσαν εδώ κι εκεί, αλλά τα περισσότερα μέρη έχουν ερημώσει. Πέρασαν σχεδόν τριακόσια χρόνια από τότε που τελικά εγκαταλείφθηκε το Χάραντ Ντακάρ, αλλά και πριν, από τότε ήταν ένα κουφάρι, με βασιλιά που δεν είχε εξουσία, ούτε και εντός των τειχών. Απ’ ό,τι ξέρω, το Χάραντ Ντακάρ τώρα έχει εξαφανιστεί εντελώς. Οι πόλεις και τα χωριά του Χαρντάν έχουν χαθεί, οι χωρικοί κουβάλησαν αλλού τις πέτρες για δική τους χρήση. Τα πιο πολλά αγροκτήματα και τα χωριά που έγιναν μ’ αυτές τις πέτρες έχουν επίσης χαθεί. Αυτό διάβασα, και δεν έχω δει τίποτα που να λέει κάτι άλλο».

«Ήταν σπουδαίο νταμάρι, το Χάραντ Ντακάρ, σχεδόν για εκατό χρόνια», είπε πικρά ο Ίνγκταρ. «Τελικά ο κόσμος έφυγε, και κουβάλησαν αλλού την πόλη, πέτρα-πέτρα. Όλα χάθηκαν, κι ό,τι δεν χάθηκε ξεθωριάζει. Τα πάντα, παντού, ξεθωριάζουν. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένα έθνος που να εξουσιάζει τη γη που διεκδικεί στους χάρτες, και δεν υπάρχει χώρα που να διεκδικεί σήμερα στους χάρτες όσα διεκδικούσε έστω και πριν από εκατό χρόνια. Όταν τελείωσε ο Εκατονταετής Πόλεμος, μπορούσες να πας με τ’ άλογο από το ένα έθνος στο άλλο δίχως διακοπή, μέχρι να φτάσεις από τη Μάστιγα ως τη Θάλασσα των Καταιγίδων. Τώρα περνάμε από χωριά που δεν τα διεκδικεί κανένα έθνος σχεδόν σ’ όλες τις άκρες αυτής της γης. Εμείς στις Μεθόριες έχουμε τη μάχη μας με τη Μάστιγα, που μας κρατά δυνατούς και ενωμένους. Ίσως αυτοί δεν είχαν αυτό που χρειαζόταν για να μείνουν δυνατοί. Λες ότι δεν τα έβγαλαν πέρα, Κατασκευαστή; Ναι, έσβησαν, και ποιο έθνος που σήμερα στέκει ολόκληρο, αύριο δεν θα σβήσει; Παρασυρόμαστε, το είδος των ανθρώπων. Παρασυρόμαστε σαν φύλλα στην πλημμύρα. Πόσος καιρός ακόμα, μέχρι να μείνουν μονάχα οι Μεθόριες; Πόσος καιρός ακόμα, μέχρι να πέσουμε κι εμείς, και να μην μείνει τίποτα εκτός από Τρόλοκ και Μυρντράαλ, ως κάτω στη Θάλασσα των Καταιγίδων;»

Όλοι έμειναν βουβοί, σοκαρισμένοι. Ακόμα και ο Ματ δεν μίλησε. Ο Ίνγκταρ συνέχισε να προχωρά, χαμένος στις σκοτεινές σκέψεις του.

Μετά από κάποια ώρα, οι ανιχνευτές γύρισαν καλπάζοντας, με το κορμί στητό στη σέλα, με τη λόγχη να τρυπά τον ουρανό. «Ένα χωριό μπροστά, Άρχοντά μου. Δεν μας είδαν, μα βρίσκεται ακριβώς στο δρόμο μας».

Ο Ίνγκταρ έδιωξε την κατήφειά του μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής, αλλά δεν μίλησε, παρά μόνο όταν έφτασαν στην κορυφή μιας ραχούλας και κοίταζαν από ψηλά το χωριό, και τότε απλώς για να διατάζει να σταματήσουν, ενώ έβγαζε ένα κιάλι από τα σακίδιά του και το ύψωνε για να κοιτάξει το χωριό.

Ο Ραντ περιεργάστηκε το χωριό με ενδιαφέρον. Ήταν μεγάλο σαν το Πεδίο του Έμοντ, αν κι αυτό δεν ήταν τόσο μεγάλο σε σύγκριση με άλλα που είχε δει μετά τους Δύο Ποταμούς, πόσο μάλλον με τις πόλεις. Τα σπίτια ήταν όλα χαμηλά και σοβατισμένα με άσπρο πηλό, και έμοιαζαν να έχουν γρασίδι, που φύτρωνε στις γερτές στέγες. Καμιά δεκαριά ανεμόμυλοι γυρνούσαν τεμπέλικα, σκορπισμένοι ανάμεσα στα σπίτια του χωριού, και τα μακριά, σκεπασμένα με πανί φτερά τους άστραφταν, κάτασπρα στον ήλιο. Ένα χαμηλό τείχος αγκάλιαζε το χωριό, από Θάμνους, ψηλό ως το στήθος ανθρώπου, και έξω απ’ αυτό υπήρχε ένα πλατύ χαντάκι, με μυτερούς πασσάλους στον πάτο. Το τείχος είχε ένα άνοιγμα, στο οποίο ο Ραντ δεν έβλεπε να υπάρχει πύλη, αλλά του φαινόταν πως θα μπορούσε να κλείσει εύκολα με κάρο ή άμαξα. Δεν διέκρινε ανθρώπους πουθενά.

«Ούτε ένα σκυλί δεν φαίνεται», είπε ο Ίνγκταρ, ξαναβάζοντας το κιάλι στα σακίδια. «Είστε σίγουροι ότι δεν σας είδαν;» ρώτησε τους ανιχνευτές.

«Σίγουροι, εκτός αν έχουν την τύχη του Σκοτεινού, Άρχοντά μου», αποκρίθηκε ένας στρατιώτης. «Δεν περάσαμε την κορφή της ράχης. Ούτε και τότε είδαμε να τριγυρνά κανένας, Άρχοντά μου».

Ο Ίνγκταρ ένευσε. «Τα ίχνη, Χούριν;»

Ο Χούριν ανάσανε βαθιά. «Προς το χωριό, Άρχοντά μου. Κατευθείαν προς το χωριό, απ’ όσο νιώθω από δω».

«Τα μάτια ανοιχτά», διέταξε ο Ίνγκταρ, πιάνοντας τα χαλινάρια. «Και μην πιστεύετε ότι είναι φίλοι μόνο επειδή χαμογελούν. Αν είναι κανείς εκεί». Τους οδήγησε προς το χωριό με αργό ρυθμό, και άπλωσε το χέρι για να χαλαρώσει το σπαθί στο θηκάρι του.

Ο Ραντ άκουσε τους άλλους πίσω του να κάνουν το ίδιο. Μετά από μια στιγμή, χαλάρωσε και το δικό του. Το να μείνεις ζωντανός δεν είναι ίδιο πράγμα με το να προσπαθείς να γίνεις ήρωας, σκέφτηκε.

«Νομίζεις ότι αυτοί οι άνθρωποι θα βοηθούσαν τους Σκοτεινόφιλους;» ρώτησε ο Πέριν τον Ίνγκταρ. Ο Σιναρανός άργησε να απαντήσει.

«Δεν πολυαγαπούν τους Σιναρανούς», είπε τελικά. «Νομίζουν όχι θα ’πρεπε να τους προστατεύουμε. Εμείς, ή οι Καιρχινοί. Η Καιρχίν διεκδίκησε αυτή τη γη, όταν είχε πεθάνει και ο τελευταίος Βασιλιάς του Χαρντάν. Διεκδίκησαν όλο το μέρος ως τον Ερίνιν. Αλλά δεν μπορούσαν να την κρατήσουν. Εγκατέλειψαν τις διεκδικήσεις τους πριν εκατό χρόνια περίπου. Οι λιγοστοί άνθρωποι που ακόμα ζουν εδώ δεν ανησυχούν για Τρόλοκ, τόσο χαμηλά στο νότο, αλλά υπάρχουν αρκετοί επιδρομείς. Γι’ αυτό είναι το τείχος και το χαντάκι. Όλα τα χωριά τους είναι έτσι. Τα χωράφια τους θα είναι κρυμμένα σε λακκώματα εδώ γύρω, αλλά κανένας δεν θα ζει έξω από το τείχος. Θα ορκίζονταν υποταγή σε οποιονδήποτε βασιλιά που θα τους πρόσφερε την προστασία του, αλλά εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε με τους Τρόλοκ. Γι’ αυτό δεν μας αγαπούν». Καθώς έφταναν στο άνοιγμα του κοντού τείχους, πρόσθεσε ξανά, «Τα μάτια ανοιχτά!»

Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στην πλατεία του χωριού, αλλά δεν ήταν κανείς στους δρόμους, ούτε κανείς κρυφοκοίταζε από παράθυρο. Ούτε ένα σκυλί δεν σάλευε, ούτε καν μια κότα. Τίποτα το ζωντανό. Οι ανοιχτές πόρτες γυρνούσαν, τρίζοντας στον άνεμο, σε αντίστιξη με το ρυθμικό κρωγμό των ανεμόμυλων. Οι οπλές των αλόγων ηχούσαν δυνατά στο πατημένο χώμα του δρόμου.

«Όπως στο πέραμα», μουρμούρισε ο Χούριν, «αλλά διαφορετικά». Καθόταν καμπουριασμένος στη σέλα του, με το κεφάλι χαμηλωμένο, σαν να ήθελε να το κρύψει ανάμεσα στους ώμους του. «Υπήρξε βία, αλλά... Δεν ξέρω. Ήταν άσχημα εδώ. Μυρίζει άσχημα»,

«Ούνο», είπε ο Ίνγκταρ, «πάρε μια διμοιρία και ψάξε τα σπίτια. Αν βρεις κανέναν, φέρ’ τον μου στην πλατεία. Αυτή τη φορά όμως μην τους τρομάξεις. Θέλω απαντήσεις, όχι κόσμο να τρέχει για να γλιτώσει». Οδήγησε τους υπόλοιπους στρατιώτες προς το κέντρο του χωριού, ενώ ο Ούνο έβαζε τους δέκα άνδρες του να αφιππεύσουν.

Ο Ραντ κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας τριγύρω. Οι πόρτες που έτριζαν, οι ανεμόμυλοι που έκρωζαν, οι οπλές των αλόγων, τα πάντα έκαναν πολλή φασαρία, σαν να μην υπήρχε άλλος ήχος στον κόσμο. Με το βλέμμα χτένισε τα σπίτια. Οι κουρτίνες ενός ανοιχτού παραθύρου χτυπούσαν την πρόσοψη του σπιτιού. Τα πάντα έμοιαζαν στερημένα ζωής. Αναστέναξε, κατέβηκε από τ’ άλογο και πλησίασε το κοντινότερο σπίτι, και μετά σταμάτησε, κοιτάζοντας την πόρτα.

Είναι μια απλή πόρτα. Τι φοβάσαι; Ευχήθηκε να μην αισθανόταν πως κάτι υπήρχε από την άλλη πλευρά. Την έσπρωξε κι άνοιξε.

Μέσα ήταν ένα περιποιημένο δωμάτιο. Ή ήταν έτσι κάποτε. Το τραπέζι ήταν στρωμένο για φαγητό, με τις καρέκλες στημένες ολόγυρα, με μερικά πιάτα ήδη σερβιρισμένα. Μερικές μύγες βούιζαν πάνω από πιάτα με γογγύλια και μπιζέλια και αρκετές ακόμα σέρνονταν στο παγωμένο ψητό, που στεκόταν στο παγωμένο λίπος του. Υπήρχε μια μισοκομμένη φέτα στο ψητό, με το πιρούνι ακόμα καρφωμένο στο κρέας και το μεγάλο μαχαίρι που κειτόταν ως τη μέση στο δίσκο, σαν να είχε πέσει από κάποιο χέρι. Ο Ραντ μπήκε μέσα.

Σκοτείνιασμα.

Ένας χαμογελαστός, φαλακρός άνδρας με κακοφτιαγμένα ρούχα έβαζε μια φέτα κρέας στο πιάτο, που κρατούσε μια γυναίκα με ταλαιπωρημένο πρόσωπο. Και η γυναίκα, επίσης, ήταν χαμογελαστή· πρόσθεσε μπιζέλια και γογγύλια στο πιάτο και το έδωσε σε ένα από τα παιδιά, τα οποία κάθονταν γύρω από το τραπέζι. Συνολικά ήταν πέντε-έξι παιδιά, αγόρια και κορίτσια κάθε ηλικίας, από το πιο μεγάλο, που ήταν στο τέλος της εφηβείας, ως το πιο μικρό, που μόλις έφτανε να κοιτάξει πάνω από το τραπέζι. Η γυναίκα είπε κάτι, και το κορίτσι που έπαιρνε το πιάτο γέλασε, Ο άνδρας άρχισε να κόβει άλλη μια φέτα κρέας.

Ξαφνικά, ένα άλλο κορίτσι τσίριξε, δείχνοντας την πόρτα που άνοιγε στο δρόμο. Ο άνδρας έριξε το μεγάλο μαχαίρι και στριφογύρισε, και μετά ούρλιαξε κι αυτός, με πρόσωπο αλλοιωμένο από τρόμο και αγκάλιασε ένα από τα παιδιά. Η γυναίκα άρπαξε ένα άλλο κι έκανε απελπισμένα νοήματα στα υπόλοιπα, με το στόμα της να ανοιγοκλείνει γοργά, σιωπηλά. Έφεξαν όλοι σε μια πόρτα στο πίσω μέρος του δωματίου.

Εκείνη η πόρτα άνοιξε διάπλατα, και—

Σκοτείνιασμα.

Ο Ραντ δεν μπορούσε να κουνηθεί. Το βούισμα από τις μύγες που πετούσαν πάνω από το τραπέζι ακουγόταν πιο δυνατό. Η ανάσα του έφτιαχνε ένα συννεφάκι μπροστά στο στόμα του.

Ένας χαμογελαστός, φαλακρός άνδρας με κακοφτιαγμένα ρούχα έβαζε μια φέτα κρέας στο πιάτο, που κρατούσε μια γυναίκα με ταλαιπωρημένο πρόσωπο. Και η γυναίκα, επίσης, ήταν χαμογελαστή· πρόσθεσε μπιζέλια και γογγύλια στο πιάτο και το έδωσε σε ένα από τα παιδιά, τα οποία κάθονταν γύρω από το τραπέζι. Συνολικά ήταν πέντε-έξι παιδιά, αγόρια και κορίτσια κάθε ηλικίας, από το πιο μεγάλο, που ήταν στο τέλος της εφηβείας, ως το πιο μικρό, που μόλις έφτανε να κοιτάξει πάνω από το τραπέζι. Η γυναίκα είπε κάτι και το κορίτσι που έπαιρνε το πιάτο γέλασε. Ο άνδρας άρχισε να κόβει άλλη μια φέτα κρέας.

Ξαφνικά, ένα άλλο κορίτσι τσίριξε, δείχνοντας την πόρτα που άνοιγε στο δρόμο. Ο άνδρας έριξε το μεγάλο μαχαίρι και στριφογύρισε, και μετά ούρλιαξε κι αυτός, με πρόσωπο αλλοιωμένο από τρόμο, και αγκάλιασε ένα από τα παιδιά. Η γυναίκα άρπαξε ένα άλλο, κι έκανε απελπισμένα νοήματα στα υπόλοιπα, με το στόμα της να ανοιγοκλείνει γοργά, σιωπηλά. Έτρεξαν όλοι στην πόρτα στο πίσω μέρος του δωματίου.

Εκείνη η πόρτα άνοιξε διάπλατα, και—

Σκοτείνιασμα.

Ο Ραντ πάλεψε, μα οι μύες του είχαν παγώσει. Το δωμάτιο ήταν πιο κρύο· του ερχόταν τρέμουλο, αλλά οι μύες του ούτε τόσο λίγο δεν σάλευαν. Οι μύγες σέρνονταν παντού πάνω στο τραπέζι. Έψαξε να βρει το κενό. Το αναγουλιαστικό φως ήταν εκεί, μα δεν τον ένοιαζε. Έπρεπε να—

Σκοτείνιασμα.

Ένας χαμογελαστός, φαλακρός άνδρας με κακοφτιαγμένα ρούχα έβαζε μια φέτα κρέας στο πιάτο, που κρατούσε μια γυναίκα με ταλαιπωρημένο πρόσωπο. Και η γυναίκα, επίσης, ήταν χαμογελαστή· πρόσθεσε μπιζέλια και γογγύλια στο πιάτο και το έδωσε σε ένα από τα παιδιά, τα οποία κάθονταν γύρω από το τραπέζι. Συνολικά ήταν πέντε-έξι παιδιά, αγόρια και κορίτσια κάθε ηλικίας, από το πιο μεγάλο, που ήταν στο τέλος της εφηβείας, ως το πιο μικρό, που μόλις έφτανε να κοιτάξει πάνω από το τραπέζι. Η γυναίκα είπε κάτι και το κορίτσι που έπαιρνε το πιάτο γέλασε. Ο άνδρας άρχισε να κόβει άλλη μια φέτα κρέας.

Ξαφνικά, ένα άλλο κορίτσι τσίριξε, δείχνοντας την πόρτα που άνοιγε στο δρόμο. Ο άνδρας έριξε το μεγάλο μαχαίρι και στριφογύρισε, και μετά ούρλιαξε κι αυτός, με πρόσωπο αλλοιωμένο από τρόμο, και αγκάλιασε ένα από τα παιδιά. Η γυναίκα άρπαξε ένα άλλο, κι έκανε απελπισμένα νοήματα στα υπόλοιπα, με το στόμα της να ανοιγοκλείνει γοργά, σιωπηλά. Έτρεξαν όλοι σε μια πόρτα στο πίσω μέρος του δωματίου.

Εκείνη η πόρτα άνοιξε διάπλατα, και—

Σκοτείνιασμα.

Στο δωμάτιο είχε παγωνιά. Τόσο κρύο. Οι μύγες είχαν σκεπάσει ολόκληρο το τραπέζι· οι τοίχοι ήταν μια αναβράζουσα μάζα από μύγες — το πάτωμα, το ταβάνι, κατάμαυρα όλα. Σέρνονταν πάνω στον Ραντ, τον κουκούλωναν, σέρνονταν στο πρόσωπό του, στα μάτια του, στη μύτη του, στο στόμα του. Φως μου, βοήθησε με. Κρύο. Οι μύγες βούιζαν σαν βροντή. Κρύο. Το κρύο διαπερνούσε το κενό, χλεύαζε την αδειανωσύνη, τον τύλιγε με πάγο. Άπλωσε απελπισμένος προς το φως που τρεμόπαιζε. Το στομάχι του ανακατωνόταν, αλλά το φως ήταν ζεστό. Ζεστό. Καυτό. Ένιωθε να καίει.

Ξαφνικά, άρχισε να σχίζει... κάτι. Δεν ήξερε τι, δεν ήξερε πώς. Ιστοί φτιαγμένοι από ατσάλι. Αχτίδες σεληνόφωτος, φτιαγμένες από μάρμαρο. Κατέρρεαν στο άγγιγμά του, αλλά ήξερε ότι δεν είχε αγγίξει τίποτα. Ζάρωναν κι έλιωναν από την κάψα που φούσκωνε μέσα του, κάψα, σαν φωτιά καμινιού, κάψα, σαν τον κόσμο που καιγόταν, κάψα, σαν—

Όλα χάθηκαν. Λαχανιασμένος, κοίταξε γύρω με μάτια ορθάνοιχτα. Μερικές μύγες κείτονταν στο μισοκομμένο ψητό, στην πιατέλα. Ψόφιες μύγες. Έξι μύγες. Μόνο έξι. Υπήρχαν κι άλλες στις γαβάθες, πεντ’ έξι μαύρα σημαδάκια ανάμεσα στα κρύα λαχανικά. Όλες ήταν ψόφιες. Βγήκε στο δρόμο τρεκλίζοντας.

Ο Ματ μόλις έβγαινε από ένα σπίτι στην απέναντι μεριά του δρόμου, κουνώντας το κεφάλι. «Κανείς εδώ», είπε στον Πέριν, που ήταν ακόμα καβάλα στο άλογο. «Λες και πάνω που έτρωγαν, σηκώθηκαν κι έφυγαν».

Μια φωνή ακούστηκε από την πλατεία.

«Κάτι βρήκαν», είπε ο Πέριν, χτυπώντας το άλογο με τις φτέρνες του. Ο Ματ ανέβηκε στη σέλα και κάλπασε πίσω του.

Ο Ραντ καβάλησε αργά τον Κοκκινοτρίχη· το άλογο αρνιόταν, σαν να ένιωθε την ταραχή του. Κοίταζε τα σπίτια, καθώς προχωρούσε σιγά προς την πλατεία, αλλά δεν άντεχε να τα κοιτάζει πολύ. Ο Ματ μπήκε μέσα και δεν έπαθε τίποτα. Αποφάσισε να μην ξαναμπεί σε σπίτι αυτού του χωριού, για κανένα λόγο. Κλώτσησε τον Κοκκινοτρίχη, να ταχύνει το βήμα.

Όλοι στέκονταν σαν αγάλματα μπροστά σ’ ένα μεγάλο κτίριο με πλατιά, δίφυλλη πόρτα. Ο Ραντ σκέφτηκε πως δεν μπορούσε να είναι πανδοχείο κατ’ αρχάς δεν είχε πινακίδα. Ίσως ήταν μέρος συνάθροισης των χωρικών. Μπήκε κι αυτός στον σιωπηλό κύκλο των θεατών, και κοίταξε αυτό που έβλεπαν.

Ήταν ένας άνδρας, με τα χέρια και τα πόδια απλωμένα πάνω στις πόρτες, με χοντρά καρφιά στους καρπούς και τους ώμους. Είχαν καρφώσει κι άλλα καρφιά στα μάτια του για να μην γέρνει το κεφάλι. Στα μάγουλα υπήρχαν ρυάκια από σκούρο, ξεραμένο αίμα. Τα ξυσμένα σημεία στο ξύλο πίσω από τις μπότες του έδειχναν ότι ο άνθρωπος ήταν ζωντανός όσο κρατούσε αυτό. Ή, τουλάχιστον, όταν είχε αρχίσει.

Του Ραντ του κόπηκε η ανάσα. Όχι άνθρωπος. Αυτά τα μαύρα ρούχα, πιο μαύρα κι από το μαύρο, ποτέ δεν τα είχε φορέσει ανθρώπινο ον. Ο άνεμος που φυσούσε ανασήκωσε τη μια γωνιά του μανδύα, ο οποίος ήταν πιασμένος πίσω από το πτώμα —ο Ραντ ήξερε καλά πως δεν ήταν πάντα έτσι· ο άνεμος παλιά δεν άγγιζε αυτά τα ρούχα— αλλά ποτέ δεν είχε μάτια αυτό το κατάχλομο πρόσωπο.

«Μυρντράαλ», είπε ξέπνοα, και ήταν σαν να είχε ελευθερώσει τους άλλους. Άρχισαν πάλι να κινούνται και να ανασαίνουν.

«Ποιος», έκανε ο Ματ, και αναγκάστηκε να σταματήσει και να ξεροκαταπιεί. «Ποιος μπορεί να κάνει τέτοιο πράγμα σε Ξέθωρο;» Η φωνή του στο τέλος βγήκε ψιλή.

«Δεν ξέρω», είπε ο Ίνγκταρ. «Δεν ξέρω». Κοίταξε γύρω, μελετώντας τα πρόσωπα τους, ή ίσως μετρώντας, για να βεβαιωθεί πως όλοι ήταν εκεί. «Και δεν νομίζω να μάθουμε τίποτα εδώ. Φύγαμε. Στα άλογα! Χούριν, βρες τα ίχνη που φεύγουν από αυτό το μέρος».

«Ναι, Άρχοντά μου. Ναι. Ευχαρίστως. Κατά κει, Άρχοντά μου. Ακόμα κατευθύνονται νότια».

Έφυγαν, αφήνοντας τον νεκρό Μυρντράαλ εκεί που κρεμόταν, με τον αέρα να κουνά το μαύρο μανδύα του. Ο Χούριν βγήκε πρώτος από το τείχος, χωρίς αυτή τη φορά να περιμένει τον Ίνγκταρ, αλλά κι ο Ραντ δεν καθυστέρησε.

Загрузка...