46 Βγαίνοντας από τη Σκιά

Η Νυνάβε και οι άλλες άκουσαν μακρινές φωνές, καθώς πλησίαζαν στα κτίρια που κρατούσαν τις νταμέην. Το πλήθος είχε αρχίσει να πυκνώνει και οι άνθρωποι στο δρόμο ήταν λιγάκι πιο νευρικοί, το βήμα τους πιο βιαστικό, και πιο επιφυλακτικός ο τρόπος που απέφευγαν να κοιτάξουν τη Νυνάβε με το φόρεμα με τους κεραυνούς, και τη γυναίκα στο ασημένιο λουρί.

Η Ηλαίην κράτησε νευρικά το μπόγο με το άλλο χέρι και κοίταξε προς τα κει απ’ όπου έρχονταν οι φωνές, ένα δρόμο παραπέρα, από κει που κυμάτιζε στον άνεμο το χρυσό γεράκι που έσφιγγε τους κεραυνούς. «Τι συμβαίνει;»

«Λεν έχει να κάνει με μας», είπε σταθερά η Νυνάβε.

«Έτσι ελπίζεις», είπε η Μιν. «Το ίδιο κι εγώ». Τάχυνε το βήμα, πήρε τα σκαλιά πιο γρήγορα από τις άλλες και χώθηκε στο ψηλό πέτρινο σπίτι.

Η Νυνάβε τέντωσε το λουρί που κρεμόταν χαλαρό. «Μην ξεχνάς, Σέτα, κι εσύ θέλεις να πάνε όλα καλά για μας, όπως κι εμείς»,

«Αυτό ακριβώς θέλω», είπε ζωηρά η Σωντσάν. Έσκυβε το κεφάλι, για να κρύβει το πρόσωπο της. «Το ορκίζομαι, δεν θα προκαλέσω το παραμικρό πρόβλημα».

Καθώς έστριβαν στα γκρίζα πέτρινα σκαλιά, μια σουλ’ντάμ και μια νταμέην εμφανίστηκαν στην κορυφή της σκάλας, κατεβαίνοντας, ενώ η Νυνάβε με τις άλλες ανέβαιναν. Η Νυνάβε έριξε μια ματιά για να δει αν η νταμέην ήταν η Εγκουέν, και μετά δεν τις ξανακοίταξε. Με το α’ντάμ τράβηξε τη Σέτα πιο κοντά της, έτσι ώστε, αν η σουλ’ντάμ καταλάβαινε ότι κάποια απ’ αυτές είχε την ικανότητα της διαβίβασης, να νόμιζε πως ήταν η Σέτα. Όμως ένιωσε τον ιδρώτα να κυλά στη ραχοκοκαλιά της, μέχρι που κατάλαβε ότι ούτε κι αυτές της έδιναν σημασία. Το μόνο που έβλεπαν ήταν ένα φόρεμα με τα διακριτικά του κεραυνού και ένα άλλο, γκρίζο, και δυο γυναίκες που τις ένωνε το ασημένιο α’ντάμ. Άλλη μια Λωροκρατούσα με μια Δεμένη, και μια ντόπια κοπελίτσα που έτρεχε πίσω τους με ένα δέμα που ανήκε στη σουλ’ντάμ.

Η Νυνάβε άνοιξε την πόρτα και μπήκαν μέσα.

Ό,τι κι αν ήταν η αναστάτωση στο κτίριο με το λάβαρο του Τούρακ, δεν είχε φτάσει εδώ, ακόμα. Υπήρχαν γυναίκες που τριγυρνούσαν στον προθάλαμο, που αναγνωρίζονταν εύκολα από τα φορέματά τους. Τρεις νταμέην ντυμένες στα γκρίζα, μαζί με σουλ’ντάμ που φορούσαν τα βραχιόλια. Δύο γυναίκες με φορέματα που είχαν τα διακριτικά με τους διχαλωτούς κεραυνούς στέκονταν μιλώντας, και τρεις περνούσαν τον προθάλαμο μόνες τους. Τέσσερις που ήταν ντυμένες σαν τη Μιν, με απλά σκούρα μάλλινα ρούχα, προχωρούσαν βιαστικά κουβαλώντας δίσκους.

Η Μιν στεκόταν περιμένοντας στον προθάλαμο, όταν μπήκαν μέσα τις κοίταζε, και μετά προχώρησε στα ενδότερα του σπιτιού. Η Νυνάβε οδήγησε τη Σέτα στο διάδρομο ακολουθώντας τη Μιν, με την Ηλαίην να τρέχει στο κατόπι τους. Της Νυνάβε της φάνηκε πως κανείς δεν είχε ρίξει δεύτερη ματιά, αλλά σκέφτηκε πως το ποταμάκι του ιδρώτα που έσταζε στη ραχοκοκαλιά της σε λίγο θα γινόταν ποτάμι κανονικό. Έκανε τη Σέτα να περπατήσει πιο γρήγορα, έτσι ώστε να μην προλάβει κάποια γυναίκα εκεί να τις κοιτάξει καλά — ή, ακόμα χειρότερα, να τις ρωτήσει κάτι. Η Σέτα είχε τα μάτια κατεβασμένα και δεν χρειαζόταν άλλη παρακίνηση, μιας και ήδη προχωρούσε τόσο γρήγορα, που σχεδόν θα έτρεχε, αν δεν την περιόριζε το κολάρο.

Η Μιν πήρε μια στενή σκάλα, που ανηφόριζε κοντά στο πίσω μέρος του κτιρίου. Η Νυνάβε έσπρωξε τη Σέτα ν’ ανέβει μπροστά της, μέχρι που έφτασαν στον τρίτο όροφο. Εκεί τα ταβάνια ήταν χαμηλά, οι διάδρομοι άδειοι και σιωπηλοί, με μόνη εξαίρεση τα σιγανά κλάματα. Έμοιαζαν να ταιριάζουν στην ατμόσφαιρα αυτών των παγερών διαδρόμων.

«Αυτό το μέρος...» άρχισε να λέει η Ηλαίην. «Μοιάζει σαν...».

«Ναι», είπε η Νυνάβε με σκοτεινή έκφραση. Αγριοκοίταξε τη Σέτα, που είχε το πρόσωπο σκυμμένο. Ο φόβος έκανε την επιδερμίδα της Σωντσάν να ασπρίσει ακόμα περισσότερο.

Η Μιν άνοιξε σιωπηλά μια πόρτα και μπήκε μέσα, και οι άλλες την ακολούθησαν. Το δωμάτιο είχε χωριστεί σε μικρότερα δωμάτια με προχειροφτιαγμένους ξύλινους τοίχους, μ’ ένα στενό διάδρομο που κατέληγε σ’ ένα παράθυρο. Η Νυνάβε στριμώχτηκε πάνω στη Μιν, καθώς εκείνη έτρεχε στην τελευταία πόρτα στα δεξιά και την άνοιγε.

Μια λεπτή, μελαχρινή κοπέλα με γκρίζο φόρεμα καθόταν σ’ ένα τραπεζάκι, με το κεφάλι να στηρίζεται στα σταυρωμένα χέρια της, αλλά, πριν ακόμα σηκώσει τα μάτια, η Νυνάβε κατάλαβε ότι ήταν η Εγκουέν. Μια αστραφτερή μεταλλική κορδέλα πήγαινε από το κολάρο της Εγκουέν σε ένα βραχιόλι, το οποίο ήταν σ’ ένα κρεμαστάρι στον τοίχο. Τα μάτια της πλάτυναν όταν τις είδε και το στόμα της ανοιγόκλεισε σιωπηλά. Καθώς η Ηλαίην έκλεινε την πόρτα, η Εγκουέν άφησε ένα ξαφνικό χαχανητό και έκλεισε το στόμα με τα χέρια της για να το πνίξει. Το δωματιάκι έμοιαζε ασφυκτικό έτσι που είχαν μαζευτεί όλες εκεί μέσα.

«Ξέρω ότι δεν ονειρεύομαι», είπε με τρεμάμενη φωνή, «επειδή, αν ονειρευόμουν, θα ήσασταν ο Ραντ και ο Γκάλαντ σε ψηλά άτια. Ονειρευόμουν. Νόμισα ότι ήταν εδώ ο Ραντ. Δεν μπορούσα να τον δω, αλλά νόμισα...» Η φωνή της έσβησε.

«Αν θα προτιμούσες να περιμένεις γι’ αυτούς...» είπε η Μιν ξερά.

«Α, όχι. Όχι, είστε όλες πανέμορφες, το πιο όμορφο θέαμα που έχω δει ποτέ. Πώς βρεθήκατε εδώ; Πώς το κάνατε; Αυτό το φόρεμα, Νυνάβε, και το α’ντάμ, και ποια είναι...» Άφησε μια πνιχτή τσιρίδα. «Η Σέτα είναι. Πώς...;» Η φωνή της σκλήρυνε, η Νυνάβε δεν θα τη γνώριζε. «Θα ’θελα να βάλω αυτήν τώρα σε μια κατσαρόλα με βραστό νερό». Η Σέτα είχε τα μάτια σφιχτοκλεισμένα και τα χέρια της έσφιγγαν το φόρεμά της· έτρεμε.

«Τι σου έκαναν;» αναφώνησε η Ηλαίην. «Τι μπορεί να σου έκαναν για να θέλεις κάτι τέτοιο;»

Η Εγκουέν δεν τράβηξε το βλέμμα από τη Σωντσάν. «Θα ήθελα να την κάνω να το νιώσει. Αυτό μου έκανε, με έκανε να νιώσω σαν να ήμουν χωμένη ως το λαιμό σε...» Ανατρίχιασε. «Δεν ξέρεις τι σημαίνει να φοράς τέτοιο πράγμα, Ηλαίην. Δεν ξέρεις τι μπορούν να σου κάνουν. Προσπαθούσα να σκεφτώ αν η Σέτα είναι χειρότερη από τη Ρέννα, αλλά είναι και οι δύο αξιομίσητες».

«Νομίζω ότι ξέρω», είπε ήσυχα η Νυνάβε. Ένιωθε τον ιδρώτα να κυλά στο δέρμα της Σέτα, τα κρύα ρίγη που έσειαν τα μέλη της. Η κιτρινομάλλα Σωντσάν ήταν έντρομη. Η Νυνάβε δυσκολεύτηκε να μην κάνει τους φόβους της Σέτα να ζωντανέψουν την ίδια στιγμή εκεί πέρα.

«Μπορείς να μου το βγάλεις;» ρώτησε η Εγκουέν, αγγίζοντας το κολάρο. «Σίγουρα θα μπορείς, αφού φόρεσες αυτό—»

Η Νυνάβε διαβίβασε, μερικές στάλες μόνο. Το κολάρο στο λαιμό της Εγκουέν την είχε κάνει να θυμώσει όσο χρειαζόταν, κι αν όχι, Θα αρκούσαν αυτά που ένιωθε η Σέτα —ο φόβος της, η γνώση του πόσο το άξιζε— και μαζί αυτά που ήθελε η ίδια η Νυνάβε να κάνει στην άλλη γυναίκα. Το κολάρο άνοιξε απότομα και έπεσε από το λαιμό της Εγκουέν. Με μια έκφραση θαυμασμού, η Εγκουέν άγγιξε το λαιμό της.

«Βάλε το φόρεμα και το πανωφόρι μου», της είπε η Νυνάβε. Η Ηλαίην ήδη ξεδίπλωνε τα ρούχα στο κρεβάτι. «Θα βγούμε περπατώντας και κανείς δεν θα σε προσέξει». Σκέφτηκε να κρατήσει την επαφή της με το σαϊντάρ —ήταν αρκετά Θυμωμένη, και η αίσθηση του ήταν υπέροχη— αλλά, απρόθυμα, το άφησε να φύγει. Αυτό ήταν το μόνο μέρος στο Φάλμε που δεν υπήρχε πιθανότητα να έρθουν μια σουλ’ντάμ και μια νταμέην για να ερευνήσουν, αν ένιωθαν κάποια να διαβιβάζει, αλλά σίγουρα θα το έκαναν, αν μια νταμέην έβλεπε τη λάμψη της διαβίβασης γύρω από μια γυναίκα που έμοιαζε με σουλ’ντάμ. «Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έφυγες. Μόνη εδώ, έστω κι αν δεν μπορούσες να βρεις πώς να το ανοίξεις, θα μπορούσες να το πάρεις και να τρέξεις».

Καθώς η Μιν και η Ηλαίην τη βοηθούσαν βιαστικά να φορέσει το παλιό φόρεμα της Νυνάβε, η Εγκουέν εξήγησε τι θα γινόταν, αν μετακινούσε το βραχιόλι από το σημείο στο οποίο το είχε αφήσει η σουλ’ντάμ, και ότι η διαβίβαση την έκανε να νιώσει άρρωστη, αν δεν φορούσε το βραχιόλι η σουλ’ντάμ. Μόλις εκείνο το πρωί είχε ανακαλύψει πώς μπορούσε να ανοίξει το κολάρο δίχως τη Δύναμη — και είχε βρει ότι, όταν άγγιζε το κούμπωμα με την πρόθεση να το ανοίξει, τότε το χέρι της αχρηστευόταν, με τους μύες σφιγμένους κόμπο. Μπορούσε να το αγγίζει όσο ήθελε, αρκεί να μην της περνούσε από το νου να ανοίξει το κούμπωμα· η παραμικρή σκέψη γι’ αυτό, όμως, και...

Η Νυνάβε ένιωσε ζαλάδα και η ίδια. Το βραχιόλι στον καρπό της έφερνε ναυτία. Ήταν τόσο φρικτό. Ήθελε να το βγάλει από τον καρπό της, πριν μάθει κι άλλα για το α’ντάμ, πριν ίσως μάθει κάτι που θα την έκανε να νιώθει βρώμικη για πάντα που το είχε φορέσει.

Έλυσε το ασημένιο βραχιόλι, το έβγαλε, το έκλεισε, και το πέρασε σ’ ένα κρεμαστάρι. «Μην σου περνά από το νου ότι τώρα μπορείς να φωνάξεις βοήθεια». Κούνησε τη γροθιά της κάτω από τη μύτη της Σέτα. «Θα σε κάνω να καταραστείς τη στιγμή που γεννήθηκες, αν ανοίξεις το στόμα σου, και δεν έχω ανάγκη αυτό το... βρωμερό πράγμα».

«Δεν — δεν σκοπεύεις να με αφήσεις εδώ μ’ αυτό, ε;» είπε η Σέτα ψιθυριστά. «Δεν μπορείς. Δέσε με. Φίμωσέ με για να μην φωνάξω. Σε παρακαλώ!»

Η Εγκουέν γέλασε ξερά. «Άφησε το πάνω της. Δεν θα φωνάξει βοήθεια, ακόμα και χωρίς φίμωτρο. Μπορείς να ελπίζεις ότι αυτή που θα σε βρει θα βγάλει το α’ντάμ και θα κρατήσει το μικρό μυστικό σου, Σέτα. Το βρώμικο μυστικό σου, ε;»

«Τι λες τώρα;» είπε η Ηλαίην.

«Το σκέφτηκα πολύ», είπε η Εγκουέν. «Το μόνο που μπορούσα να κάνω, όταν με άφηναν εδώ πάνω μόνη μου, ήταν να σκέφτομαι. Οι σουλ’ντάμ ισχυρίζονται ότι αναπτύσσουν συνάφεια μετά από λίγα χρόνια. Οι περισσότερες ξέρουν να πουν αν μια γυναίκα διαβιβάζει, είτε είναι δεμένες μαζί της, είτε όχι. Δεν ήμουν σίγουρη, αλλά η Σέτα το αποδεικνύει».

«Τι αποδεικνύει;» ζήτησε να μάθει η Ηλαίην, και μετά τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, καθώς καταλάβαινε ξαφνικά, αλλά η Εγκουέν συνέχισε.

«Νυνάβε, το α’ντάμ λειτουργεί μόνο με γυναίκες που μπορούν να διαβιβάσουν. Δεν το βλέπεις; Οι σουλ’ντάμ μπορούν να διαβιβάσουν σαν τις νταμέην». Η Σέτα βόγκηξε μέσα από τα δόντια της και κούνησε βίαια το κεφάλι, προσπαθώντας να το αρνηθεί. «Μια σουλ’ντάμ θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να παραδεχτεί ότι μπορεί να διαβιβάσει, ακόμα και αν το ήξερε, και δεν καλλιεργούν αυτή την ικανότητά τους, έτσι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα μ’ αυτήν, αλλά ακόμα κι έτσι μπορούν να διαβιβάσουν».

«Σου το είπα», είπε η Μιν. «Αυτό το κολάρο δεν θα έπρεπε να δουλεύει πάνω της». Κούμπωνε τα τελευταία κουμπιά στην πλάτη της Εγκουέν. «Μια γυναίκα που δεν μπορεί να διαβιβάσει θα μπορούσε να σε σπάσει στο ξύλο, αν πήγαινες να την ελέγξεις μ’ αυτό».

«Πώς γίνεται αυτό;» είπε η Νυνάβε. «Νόμιζα ότι οι Σωντσάν περνούν κολάρο σε όποιες μπορούν να διαβιβάσουν».

«Σε όσες βρίσκουν», της είπε η Εγκουέν. «Αλλά αυτές που βρίσκουν είναι σαν εσένα, και μένα, και την Ηλαίην. Εμείς γεννηθήκαμε μ’ αυτό, έτοιμες να διαβιβάσουμε, είτε το διδασκόμασταν, είτε όχι. Αλλά τι γίνεται με τις Σωντσάν, που δεν γεννιούνται με την ικανότητα, αλλά μπορούν να τη διδαχθούν; Δεν μπορεί κάθε γυναίκα να γίνει Λωροκρατούσα. Η Ρέννα πίστευε ότι μου φερόταν φιλικά, όταν μου τα έλεγε. Απ’ ό,τι φαίνεται, στα χωριά των Σωντσάν είναι μέρα γιορτής, όταν έρχεται η σουλ’ντάμ για να δοκιμάσει τα κορίτσια. Θέλουν να βρουν όσες είναι σαν εσένα κι εμένα και να τις περάσουν το κολάρο, αλλά αφήνουν όλες τις άλλες να φορέσουν το βραχιόλι για να δουν αν μπορούν να νιώσουν αυτό που νιώθει η καημένη στο κολάρο. Όσες μπορούν, τις παίρνουν να τις εκπαιδεύσουν ως σουλ’ντάμ. Αυτές είναι οι γυναίκες που θα μπορούσαν να διδαχθούν τη διαβίβαση».

Η Σέτα βογκούσε μέσα από τα δόντια της. «Όχι. Όχι. Όχι». Συνεχώς, ασταμάτητα.

«Ξέρω ότι είναι φρικτή», είπε η Ηλαίην, «αλλά νιώθω ότι θα ’πρεπε με κάποιον τρόπο να τη βοηθήσω. Θα μπορούσε να ήταν αδελφή μας, αλλά οι Σωντσάν τα διαστρέβλωσαν όλα».

Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα να πει ότι εκείνη τη στιγμή χρειάζονταν βοήθεια οι ίδιες, αλλά τότε άνοιξε η πόρτα.

«Τι συμβαίνει εδώ;» ζήτησε να μάθει η Ρέννα, μπαίνοντας στο δωμάτιο. «Ακρόαση;» Κοίταξε τη Νυνάβε, με τα χέρια στους γοφούς. «Δεν έδωσα άδεια να συνδεθεί άλλη με το ζωάκι μου, Τάλι. Δεν ξέρω καν ποια είσαι και—» Το βλέμμα της έπεσε στην Εγκουέν —στην Εγκουέν, που φορούσε το φόρεμα της Νυνάβε αντί για τα γκρίζα της νταμέην· στην Εγκουέν, που δεν είχε κολάρο στο λαιμό— και τα μάτια της πλάτυναν. Δεν πρόφτασε να βγάλει άχνα.

Πριν προλάβει άλλη να κινηθεί, η Εγκουέν άρπαζε την κανάτα από το νιπτήρα και χτύπησε τη Ρέννα στο πλευρό. Η κανάτα θρυμματίστηκε, και της σουλ’ντάμ της κόπηκε η ανάσα, καθώς διπλωνόταν στα δύο μ’ ένα γουργουριστό ήχο. Όπως έπεφτε, η Εγκουέν όρμηξε πάνω της μ’ ένα γρύλισμα, της σήκωσε το κεφάλι, άρπαζε το κολάρο που φορούσε πριν από κει που ήταν πεσμένο στο πάτωμα, και το έκλεισε στο λαιμό της Ρέννα. Έπιασε το ασημένιο λουρί, τράβηξε το βραχιόλι από το κρεμαστάρι και το φόρεσε στον καρπό της. Τα χείλη της ήταν τραβηγμένα πίσω και φανέρωναν τα δόντια της, τα μάτια της ήταν στραμμένα στο πρόσωπο της Ρέννα με τρομερή προσήλωση. Γονάτισε πάνω στους ώμους της σουλ’ντάμ και ζούληξε το πρόσωπο της γυναίκας και με τα δύο χέρια. Η Ρέννα έκανε έναν ισχυρό σπασμό, και τα μάτια της γούρλωσαν· βραχνοί ήχοι έβγαιναν από μέσα της, ουρλιαχτά, που τα κρατούσαν τα χέρια της Εγκουέν· οι φτέρνες της χτυπούσαν το πάτωμα.

«Σταμάτα, Εγκουέν!» Η Νυνάβε άρπαζε την Εγκουέν από τους ώμους και την σήκωσε από την άλλη γυναίκα. «Εγκουέν, σταμάτα! Δεν θέλεις να κάνεις τέτοιο πράγμα!» Η Ρέννα κειτόταν με το πρόσωπο κάτωχρο, λαχανιασμένη, κοιτάζοντας το ταβάνι με πανικόβλητο βλέμμα.

Ξαφνικά η Εγκουέν έπεσε πάνω στη Νυνάβε, κλαίγοντας μ’ αναφιλητά στο στήθος της. «Με πόνεσε, Νυνάβε. Με πόνεσε. Όλες έτσι έκαναν. Με πόνεσαν, με πόνεσαν, ώσπου έκανα αυτό που ήθελαν. Τις μισώ. Τις μισώ επειδή με πόνεσαν, και τις μισώ επειδή δεν μπορούσα να μην κάνω αυτό που ήβελαν».

«Το ξέρω», είπε καλοσυνάτα η Νυνάβε. Έσιαξε τα μαλλιά της Εγκουέν. «Καλά κάνεις και τις μισείς, Εγκουέν. Καλά κάνεις. Το αξίζουν. Αλλά δεν είναι καλό που τις αφήνεις να σε κάνουν σαν κι αυτές».

Η Σέτα έκρυβε το πρόσωπο με τα χέρια της. Η Ρέννα άγγιξε το κολάρο στο λαιμό της χωρίς να το πιστεύει, με χέρι που έτρεμε.

Η Εγκουέν σηκώθηκε και σκούπισε τα δάκρυά της με μια γοργή κίνηση. «Δεν είμαι σαν κι αυτές. Δεν είμαι». Έβγαλε το βραχιόλι από τον καρπό της τόσο απότομα, που παραλίγο θα έγδερνε το χέρι της, και το πέταξε κάτω. «Δεν είμαι. Αλλά εύχομαι να μπορούσα να τις σκοτώσω».

«Το αξίζουν». Η Μιν κοίταζε βλοσυρά τις δύο σουλ’ντάμ.

«Ο Ραντ θα σκότωνε όποιον έκανε τέτοιο πράγμα», είπε η Ηλαίην. Έδειχνε να προσπαθεί να πάρει κουράγιο. «Είμαι σίγουρη γι’ αυτό».

«Ίσως το αξίζουν», είπε η Νυνάβε, «και ίσως να ο Ραντ να το έκανε. Αλλά συχνά οι άνδρες συγχέουν την εκδίκηση και το φόνο με τη δικαιοσύνη. Σπάνια έχουν τα κότσια που θέλει η δικαιοσύνη». Συχνά καθόταν για να δικάσει με τον Κύκλο των Γυναικών. Μερικές φορές οι άνδρες έρχονταν σ’ αυτές, νομίζοντας ότι οι γυναίκες ίσως τους έκριναν καλύτερα απ’ όσο οι άνδρες στο Συμβούλιο του Χωριού, αλλά οι άνδρες πάντα πίστευαν ότι μπορούσαν να επηρεάσουν την απόφαση με την ευφράδειά τους, ή με ικεσίες για έλεος. Ο Κύκλος των Γυναικών έδειχνε έλεος όπου κάποιος το άξιζε, αλλά πάντα απένειμε δικαιοσύνη, και την απόφαση την ανακοίνωνε η Σοφία. Η Νυνάβε πήρε το βραχιόλι που είχε πετάξει η Εγκουέν και το έκλεισε. «Θα ελευθέρωνα όλες τις γυναίκες που έχουν εδώ, αν μπορούσα, και θα κατέστρεφα όλα αυτά τα πράγματα. Αλλά, αφού δεν μπορώ...» Έβαλε το βραχιόλι στο ίδιο κρεμαστάρι που είχε και το άλλα, και μετά μίλησε στις σουλ’ντάμ. Δεν είναι πια Λωροκρατούσες, σκέφτηκε. «Μπορεί, αν κάνετε πολλή ησυχία, να μείνετε εδώ μόνες αρκετή ώρα για να καταφέρετε να βγάλετε τα κολάρα. Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, και ίσως κάνατε αρκετό καλό για να βαρύνει περισσότερο από το κακό που έχετε κάνει, αρκετό για να τα βγάλετε. Αν όχι, τελικά θα σας βρουν. Και νομίζω ότι όποια σας βρει, θα κάνει πολλές ερωτήσεις πριν βγάλει τα κολάρα. Πιστεύω πως ίσως μάθετε από πρώτο χέρι τη ζωή που επιβάλλατε στις άλλες γυναίκες. Αυτό είναι δικαιοσύνη», πρόσθεσε, γυρνώντας στις άλλες.

Η Ρέννα είχε μια παγωμένη έκφραση φρίκης στο πρόσωπο. Οι ώμοι της Σέτα τραντάζονταν, καθώς σιγόκλαιγε, κρύβοντας το πρόσωπο. Η Νυνάβε έκανε την καρδιά της πέτρα -Είναι δικαιοσύνη, επανέλαβε μέσα της. Είναι.— και έβγαλε τις άλλες από το δωμάτιο.

Βγαίνοντας, δεν τράβηξαν περισσότερα βλέμματα απ’ όσα όταν έμπαιναν. Η Νυνάβε φανταζόταν πως αυτό οφειλόταν στο φόρεμα της σουλ’ντάμ, αλλά ανυπομονούσε να βάλει κάτι άλλο. Οτιδήποτε άλλο. Το πιο βρώμικο κουρέλι θα της φαινόταν πιο καθαρό στο δέρμα της.

Οι κοπέλες ήταν σιωπηλές, καθώς περπατούσαν κοντά πίσω της, ώσπου ξαναβρέθηκαν στο καλντερίμι. Η Νυνάβε δεν ήξερε αν ήταν γι’ αυτό που είχε κάνει, ή από φόβο μήπως κανείς τις σταματούσε. Κατσούφιασε. Άραγε θα ένιωθαν καλύτερα, αν τις άφηνε να βρουν το θάρρος και να τους κόψουν το λαρύγγι;

«Άλογα», είπε η Εγκουέν. «Θα χρειαστούμε άλογα. Ξέρω το στάβλο που πήγαν την Μπέλα, αλλά δεν νομίζω ότι θα μπορέσουμε να την πάρουμε».

«Πρέπει να αφήσουμε την Μπέλα εδώ», της είπε η Νυνάβε. «Θα φύγουμε με πλοίο».

«Πού πήγαν όλοι;» είπε η Μιν, και ξαφνικά η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι ο δρόμος ήταν άδειος.

Το πλήθος είχε χαθεί και δεν απέμενε ίχνος του· τα μαγαζιά και οι βιτρίνες στο δρόμο ήταν κλεισμένα και αμπαρωμένα. Αλλά στο δρόμο, από την πλευρά του λιμανιού, ανηφόριζαν παραταγμένοι Σωντσάν στρατιώτες, εκατό ή περισσότεροι, σε αυστηρό σχηματισμό, με επικεφαλής έναν αξιωματικό, ο οποίος φορούσε τη στολισμένη αρματωσιά του. Απείχαν κάποια απόσταση από τις γυναίκες, αλλά προχωρούσαν με απειλητικό, αταλάντευτο βήμα, και της Νυνάβε της φάνηκε ότι τα βλέμματα όλων των στρατιωτών ήταν καρφωμένα πάνω τους. Είναι γελοίο. Δεν μπορώ να δω τα μάτια τους μέσα από τα κράνη, κι αν κανείς είχε σημάνει συναγερμό, θα ήταν πίσω μας. Αλλά σταμάτησε εκεί που ήταν.

«Είναι κι άλλοι πίσω μας», μουρμούρισε η Μιν. Η Νυνάβε τώρα άκουσε κι εκείνες τις μπότες. «Δεν ξέρω ποιοι θα μας φτάσουν πρώτοι».

Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν έχουν σχέση με μας». Το βλέμμα της προσπέρασε τους στρατιώτες που πλησίαζαν, έφτασε στο λιμάνι, που ήταν γεμάτο από τα ψηλά, τετράγωνα πλοία των Σωντσάν. Δεν μπορούσε να διακρίνει το Αφρόνερο· ευχήθηκε να ήταν ακόμα εκεί, έτοιμο. «Θα περάσουμε δίπλα τους». Φως μου, ελπίζω να μπορέσουμε.

«Κι αν θελήσουν να πας μαζί τους για υποστήριξη, Νυνάβε;» ρώτησε η Ηλαίην. «Φοράς αυτό το φόρεμα. Αν αρχίσουν να κάνουν ερωτήσεις...»

«Δεν γυρίζω πίσω», είπε η Εγκουέν με σκοτεινό ύφος. «Προτιμώ να πεθάνω. Κάτσε να τους δείξω τι με έμαθαν». Η Νυνάβε είδε ξαφνικά μια χρυσή νεφέλη να περιβάλλει την Εγκουέν.

«Όχι!» είπε, μα ήταν αργά.

Μ’ ένα μουγκρητό σαν κεραυνός, ο δρόμος κάτω από τις πρώτες σειρές των στρατιωτών εξερράγη· χώματα, πέτρες του καλντεριμιού και στρατιώτες πετάχτηκαν στο πλάι σαν αφρός σιντριβανιού. Λάμποντας ακόμα, η Εγκουέν στριφογύρισε για να δει πίσω, και το μπουμπουνητό επαναλήφθηκε. Μια βροχή από χώματα έπεσε στις γυναίκες. Οι Σωντσάν στρατιώτες που φώναζαν σκορπίστηκαν μεθοδικά για να κρυφτούν στα στενάκια και πίσω από γωνιές των κτιρίων. Σε λίγες στιγμές είχαν χαθεί, με εξαίρεση όσους κείτονταν γύρω από τις δύο μεγάλες τρύπες που έχασκαν στο δρόμο. Μερικοί απ’ αυτούς σάλευαν, και ακούγονταν κάποιοι να βογκούν.

Η Νυνάβε σήκωσε τα χέρια, προσπαθώντας να κοιτάξει ταυτόχρονα μπρος-πίσω. «Ανόητη! Θέλουμε να μην τραβήξουμε την προσοχή!» Τώρα δεν υπήρχε ελπίδα γι’ αυτό. Ήλπιζε μόνο ότι θα κατάφερναν, ακολουθώντας τα δρομάκια, να κάνουν κύκλο γύρω από τους στρατιώτες και να βγουν στο λιμάνι. Τώρα θα πρέπει να το ξέρουν και οι νταμέην. Αυτό δεν μπορεί να μην το είδαν.

«Δεν ξαναγυρίζω στο κολάρο», είπε η Εγκουέν με λύσσα. «Δεν ξαναγυρίζω!»

«Προσέξτε!» φώναξε η Μιν.

Με μια στριγκή τσιρίδα, μια πύρινη μπάλα, μεγάλη σαν άλογο, διέγραψε καμπύλη στον αέρα πάνω από τις στέγες και άρχισε να πέφτει. Ακριβώς πάνω τους.

«Τρέξτε!» φώναξε η Νυνάβε, και βούτηξε στο κοντινότερο στενάκι, ανάμεσα σε δυο κλειδαμπαρωμένα μαγαζιά.

Έπεσε άγαρμπα στο στομάχι με ένα χαμηλόφωνο μουγκρητό, και σχεδόν της κόπηκε η ανάσα, καθώς η πύρινη μπάλα έφτανε στο δρόμο. Την έλουσε ένας καυτός άνεμος στο στενό δρομάκι. Ρουφώντας αέρα με μεγάλες ανάσες, γύρισε ανάσκελα και κοίταξε το δρόμο.

Το λιθόστρωτο στο οποίο στέκονταν ήταν τσακισμένο και ραγισμένο και μαυρισμένο σ’ έναν κύκλο πλάτους δέκα απλωσιών. Η Ηλαίην ζάρωνε σ’ ένα άλλο στενάκι στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Δεν υπήρχε ίχνος της Μιν και της Εγκουέν. Η Νυνάβε έκλεισε το στόμα με το χέρι της, νιώθοντας φρίκη.

Η Ηλαίην φάνηκε να καταλαβαίνει τι σκεφτόταν. Η Κόρη-Διάδοχος κούνησε δυνατά το κεφάλι, και έδειξε πιο κάτω στο δρόμο. Είχαν πάει προς τα κει.

Η Νυνάβε ανάσανε με ανακούφιση, κι αμέσως μούγκρισε. Χαζό κορίτσι! Θα περνούσαμε από δίπλα τους! Όμως δεν είχε χρόνο για επικρίσεις. Έτρεξε στη γωνία και κρυφοκοίταξε από την άκρη του κτιρίου.

Μια πύρινη μπάλα μεγάλη σαν κεφάλι άστραψε στο δρόμο, καθώς ερχόταν προς το μέρος της. Τινάχτηκε πίσω και η μπάλα εξερράγη στη γωνιά που ήταν το κεφάλι της, στέλνοντας πάνω της βροχή από θρύμματα πέτρας.

Ο θυμός την έκανε να πλημμυρίσει από τη Μία Δύναμη πριν καλά-καλά το καταλάβει. Μια αστραπή φώτισε τον ουρανό και χτύπησε με βρόντο κάτι πιο πάνω στο δρόμο, κοντά εκεί που είχε ξεκινήσει η πύρινη μπάλα. Πίσω της, μια αστραπή χάραξε το άνοιγμα του στενού.

Αν ο Ντόμον δεν έχει το πλοίο έτοιμο, θα... Φως μου, δώσε να φτάσουμε γερές ως εκεί.


Ο Μπέυλ Ντόμον τινάχτηκε όρθιος, όταν μια αστραπή έσχισε τον τεφροκύανο ουρανό και έπεσε κάπου στην πόλη, που την ακολούθησε κι άλλη. Δεν έχει τόσα σύννεφα!

Κάτι μπουμπούνισε δυνατά στην πόλη, και μια πύρινη μπάλα έπεσε σε μια στέγη λίγο πάνω από τους ντόκους, τινάζοντας τσακισμένες πλάκες με πλατιές τροχιές. Οι ντόκοι είχαν αδειάσει πριν από ώρα, και μόνο μερικοί Σωντσάν υπήρχαν, που τώρα άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί, τραβώντας σπαθιά και φωνάζοντας. Ένας άνδρας βγήκε από ένα μεγάλο κτίριο μ’ ένα γκρολμ στο πλευρό του, προσπαθώντας να προφτάσει τα μεγάλα άλματα του θηρίου, καθώς οι δυο τους χάνονταν σε έναν από τους δρόμους που πήγαιναν προς το κέντρο.

Ένας από τους ναύτες του Ντόμον όρμηξε σ’ ένα τσεκούρι και το σήκωσε ψηλά πάνω από ένα ρεμέτζο.

Ο Ντόμον βρέθηκε δίπλα του με δυο δρασκελιές, άρπαζε το υψωμένο τσεκούρι με το ένα χέρι και το λαιμό του ναύτη με το άλλο. «Το Αφρόνερο θα μείνει εδώ μέχρι να πω εγώ ότι θα σαλπάρει, Ήντγουιν Κόουλ!»

«Παλάβωσαν, Καπετάνιε!» φώναζε ο Γιάριν. Μια έκρηζη αντιλάλησε στο λιμάνι και σήκωσε τους γλάρους να κάνουν κύκλους τσιρίζοντας, και η αστραπή φάνηκε ξανά, χτυπώντας κάπου μέσα στο Φάλμε. «Οι νταμέην θα μας σκοτώσουν όλους! Πάμε να φύγουμε όσο σκοτώνονται μεταξύ τους. Μέχρι να το πάρουν χαμπάρι, θα ’χουμε φύγει!»

«Έδωσα το λόγο μου», είπε ο Ντόμον. Ξεκόλλησε το τσεκούρι από τα χέρια του Κόουλ και το πέταξε με πάταγο στο κατάστρωμα. «Έδωσα το λόγο μου». Βιάσου, κυρά μου, σκέφτηκε, είτε είσαι Άες Σεντάι, είτε όχι. Βιάσου!


Ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ είδε την αστραπή που άστραφτε πάνω από το Φάλμε και την παραμέρισε από τις σκέψεις του. Κάποιο πελώριο ιπτάμενο πλάσμα —ένα τέρας των Σωντσάν, το δίχως άλλο— πέταξε πανικόβλητο για να γλιτώσει τα αστροπελέκια. Αν έπιανε θύελλα, θα εμπόδιζε και τους Σωντσάν επίσης. Οι λόφοι, που δεν είχαν σχεδόν καθόλου δέντρα ή, το πολύ, κάτι αραιές συστάδες, του έκρυβαν την πόλη, κι έκρυβαν αυτόν από την πόλη.

Οι χίλιοι άνδρες του απλώνονταν δεξιά κι αριστερά του, έφιπποι, παραταγμένοι σε μια σειρά που ανεβοκατέβαινε στα λακκώματα και τα υψώματα μεταξύ των λόφων. Ο κρύος αέρας μαστίγωνε τους λευκούς μανδύες τους και τίναζε το λάβαρο στο πλευρό του Μπόρνχαλντ, με τον χρυσό ήλιο με τις κυματιστές ακτίνες των Τέκνων του Φωτός.

«Πήγαινε τώρα, Μπάυαρ», πρόσταζε. Ο άνδρας με το ισχνό πρόσωπο δίστασε, και ο Μπόρνχαλντ μίλησε κοφτά. «Είπα, πήγαινε, Τέκνο Μπάυαρ!»

Ο Μπάυαρ έφερε το χέρι στην καρδιά και υποκλίθηκε. «Όπως διατάζεις, Άρχοντα Ταξιάρχη μου». Γύρισε το άλογό του, και η όψη του φώναζε πόσο απρόθυμα έφευγε.

Ο Μπόρνχαλντ έβγαλε τον Μπάυαρ από το μυαλό του. Είχε κάνει ό,τι μπορούσε εδώ. Ύψωσε τη φωνή του. «Η λεγεώνα να προχωρήσει».

Οι σέλες έτριξαν και η μακριά γραμμή των ανδρών με τους λευκούς μανδύες προχώρησε αργά προς το Φάλμε.


Ο Ραντ κοίταξε από τη γωνία τους Σωντσάν που πλησίαζαν, και με μια γκριμάτσα ξανατρύπωσε στο στενάκι ανάμεσα σε δυο στάβλους. Σύντομα θα έφταναν εδώ. Το μάγουλο του είχε ξεραμένο αίμα. Τα κοψίματα που του είχε καταφέρει ο Τούρακ έκαιγαν, αλλά τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Άλλη μια φορά, μια αστραπή φώτισε τον ουρανό· ένιωσε το μπουμπουνητό της μέσα από τις μπότες του. Για τ’ όνομα του Φωτός, τι συμβαίνει;

«Κοντά;» είπε ο Ίνγκταρ. «Το Κέρας του Βαλίρ πρέπει να σωθεί, Ραντ». Παρά τους Σωντσάν, παρά τις αστραπές και τις παράξενες εκρήξεις στο κέντρο της πόλης, έμοιαζε απορροφημένος στις σκέψεις του. Ο Ματ και ο Πέριν και ο Χούριν ήταν στην άλλη άκρη του στενού, παρακολουθώντας άλλη μια περίπολο των Σωντσάν. Το μέρος που είχαν αφήσει τα άλογά τους ήταν κοντά, αρκεί να το έφταναν.

«Έχει μπλέξει», μουρμούρισε ο Ραντ. Εγκουέν. Είχε μια αλλόκοτη αίσθηση στο κεφάλι του, σαν να κινδύνευαν κομμάτια της ζωής του. Ένα κομμάτι ήταν η Εγκουέν, ένα νήμα του κορδονιού που αποτελούσε τη ζωή του· αλλά υπήρχαν κι άλλα, και τα ένιωθε να απειλούνται. Εκεί κάτω, στο Φάλμε. Κι αν καταστρεφόταν ένα από αυτά τα νήματα, η ζωή του δεν θα γινόταν ποτέ πλήρης, όπως προοριζόταν να είναι. Δεν το καταλάβαινε, αλλά η αίσθηση ήταν σαφής, ξεκάθαρη.

«Εδώ ένας μπορεί να κρατήσει πενήντα», είπε ο Ίνγκταρ. Οι δυο στάβλοι στέκονταν μαζί, και μόλις που υπήρχε χώρος για τους δυο τους να σταθούν ο ένας δίπλα στον άλλον. «Ένας να κρατά πενήντα σ’ ένα στενό πέρασμα. Δεν είναι άσχημος τρόπος να πεθάνεις. Έχουν κάνει τραγούδια και για πιο ασήμαντες στιγμές».

«Δεν υπάρχει λόγος γι’ αυτό», είπε ο Ραντ. «Ελπίζω». Μια στέγη στην πόλη ανατινάχτηκε. Πώς θα ξαναγυρίσω εκεί; Πρέπει να τη βρω. Να τις βρω; Κουνώντας το κεφάλι, κρυφοκοίταζε πάλι από τη γωνία. Οι Σωντσάν ήταν πιο κοντά και συνέχιζαν να έρχονται.

«Δεν ήξερα τι θα έκανε», είπε ο Ίνγκταρ με απαλή φωνή, σαν να μονολογούσε. Είχε βγάλει το σπαθί και δοκίμαζε την κόψη. «Ένας χλωμός ανθρωπάκος, που δύσκολα τον πρόσεχες, ακόμα κι όταν τον κοίταζες μπροστά σου. Βάλε τον μέσα στο Φαλ Ντάρα, μου είπαν, μέσα στο φρούριο. Δεν ήθελα, αλλά έπρεπε να το κάνω. Καταλαβαίνεις; Έπρεπε. Δεν ήξερα τι σκοπό είχε, παρά μόνο όταν έριξε το βέλος. Ακόμα δεν ξέρω, αν σημάδευε την Άμερλιν ή εσένα».

Ο Ραντ ένιωσε ένα ρίγος. Κοίταξε τον Ίνγκταρ. «Τι λες;» ψιθύρισε.

Ο Ίνγκταρ, κοιτάζοντας εξεταστικά τη λεπίδα του, φάνηκε να μην τον ακούει. «Η ανθρωπότητα φθείρεται από παντού. Έθνη πέφτουν κι εξαφανίζονται. Παντού υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι, κι αυτοί οι νότιοι ούτε το βλέπουν, ούτε νοιάζονται. Πολεμάμε για να συγκρατήσουμε τις Μεθόριες, για να είναι σώοι και ασφαλείς στα σπίτια τους, και κάθε χρόνο, έστω κι αν βάζουμε τα δυνατά μας, η Μάστιγα προχωρά. Και οι νότιοι περνούν τους Τρόλοκ για πλάσματα του μύθου, και τους Ξέθωρους για παραμύθια των βάρδων». Έσμιξε τα φρύδια και κούνησε το κεφάλι. «Έμοιαζε να ’ναι ο μόνος τρόπος. Θα σκοτωνόμασταν για το τίποτα, υπερασπιζόμενοι ανθρώπους που δεν θα το μάθαιναν, ή δεν θα τους ένοιαζε. Έμοιαζε λογικό. Γιατί να σκοτωθούμε για χάρη τους, ενώ θα μπορούσαμε να κάνουμε ειρήνη για μας; Καλύτερα η Σκιά, σκέφτηκα, παρά η άχρηστη λήθη, σαν της Καραλαίν, ή του Χαρντάν, ή... Τότε έμοιαζε τόσο λογικό».

Ο Ραντ άρπαξε τον Ίνγκταρ από το γιακά. «Δεν μιλάς λογικά». Δεν μπορεί να τα εννοεί αυτά που λέει. Δεν μπορεί. «Πες το καθαρά, ό,τι και να εννοείς. Λες τρελά πράγματα!»

Ο Ίνγκταρ μόνο τότε κοίταξε τον Ραντ. Τα μάτια του έλαμπαν από άκλαφτα δάκρυα. «Είσαι καλύτερος άντρας από μένα. Βοσκός ή άρχοντας, είσαι καλύτερος άντρας. Η προφητεία λέει, ‘Όποιος με ηχήσει να μη σκέφτεται τη δόξα, μόνο τη λύτρωση’. Τη λύτρωσή μου σκεφτόμουνα. Θα ηχούσα το Κέρας, και θα οδηγούσα τους ήρωες των Εποχών ενάντια στο Σάγιολ Γκουλ. Σίγουρα αυτό θα έφτανε για λυτρωθώ. Κανένας δεν πήγε τόσο βαθιά στη Σκιά, που να μην μπορεί να ξαναβγεί στο Φως. Έτσι λένε. Σίγουρα αυτό θα έφτανε για να ξεπλύνει αυτό που ήμουν, κι αυτά που έκανα».

«Φως μου, Ίνγκταρ». Ο Ραντ τον άφησε και έγειρε στον τοίχο του στάβλου. «Νομίζω... νομίζω ότι φτάνει που το θέλεις. Νομίζω ότι το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πάψεις να είσαι... ένας απ’ αυτούς». Ο Ίνγκταρ έκανε ένα μορφασμό, σαν να το ’χε ξεστομίσει ο Ραντ. Σκοτεινόφιλος.

«Ραντ, όταν η Βέριν μας έφερε εδώ με τη Διαβατική Λίθο, έζησα... άλλες ζωές. Μερικές φορές κράτησα το Κέρας, αλλά ποτέ δεν το ήχησα. Πάντα ερχόταν κάτι άλλο που μου ζητούσαν, πάντα κάτι χειρότερο από το προηγούμενο, ώσπου στο τέλος έγινα... Εσύ ήσουν έτοιμος να το εγκαταλείψεις για να σώσεις έναν φίλο. Μην σκέφτεσαι τη δόξα. Αχ, Φως μου, βοήθα με».

Ο Ραντ δεν ήξερε τι να πει. Ήταν σαν να του ’χε πει η Εγκουέν ότι είχε δολοφονήσει παιδιά. Ήταν τόσο φρικτό, που δεν γινόταν πιστευτό. Τόσο φρικιό, που κανένας δεν θα το παραδεχόταν, αν δεν ήταν αληδινό. Τόσο φρικτό.

Μετά από λίγο, ο Ίνγκταρ ξαναμίλησε, με σταθερή φωνή. «Πρέπει να πληρώσω το τίμημα, Ραντ. Πάντα υπάρχει ένα τίμημα. Ίσως μπορώ να το πληρώσω εδώ».

«Ίνγκταρ, το—»

«Ραντ, κάθε άνδρας έχει το δικαίωμα να διαλέξει πότε θα Θηκαρώσει το Σπαθί. Ακόμα κι ένας σαν και μένα».

Πριν μπορέσει να πει τίποτα ο Ραντ, ο Χούριν ήρθε τρέχοντας στο στενό. «Η περίπολος», είπε βιαστικά, «έστριψε προς την πόλη. Φαίνεται ότι συγκεντρώνονται εκεί κάτω. Ο Ματ και ο Πέριν προχώρησαν». Κοίταξε βιαστικά στο δρόμο και τραβήχτηκε πίσω. «Καλύτερα να πάμε κι εμείς, Άρχοντα Ίνγκταρ, Άρχοντα Ραντ. Αυτοί οι μπαμπουροκέφαλοι οι Σωντσάν κοντεύουν να φτάσουν εδώ».

«Φύγε, Ραντ», είπε ο Ίνγκταρ. Γύρισε προς το δρόμο και δεν ξανακοίταξε τον Ραντ και τον Χούριν. «Πήγαινε το Κέρας εκεί που πρέπει. Από την αρχή ήξερα ότι η Άμερλιν έπρεπε να βάλει εσένα επικεφαλής. Αλλά εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να φυλάξω το Σίναρ, να μην πέσουμε και ξεχαστούμε».

«Το ξέρω, Ίνγκταρ». Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Το Φως να σε φωτίζει, Άρχοντα Ίνγκταρ του Οίκου Σινόβα, και είθε να βρεις καταφύγιο στην παλάμη του Δημιουργού». Άγγιξε τον ώμο του Ίνγκταρ. «Το τελευταίο αγκάλιασμα της μητέρας να σε καλωσορίσει στο σπίτι». Ο Χούριν άφησε μια κοφτή κραυγή.

«Σ’ ευχαριστώ», είπε μ’ απαλή φωνή ο Ίνγκταρ. Η ένταση που είχε το σώμα του φάνηκε να χαλαρώνει. Για πρώτη φορά μετά τη νύχτα της επιδρομής των Τρόλοκ στο Φαλ Ντάρα, στάθηκε όπως τον είχε πρωτοδεί ο Ραντ, γεμάτος αυτοπεποίθηση και άνεση. Γαλήνιος.

Ο Ραντ γύρισε και είδε τον Χούριν να τον κοιτάζει, να κοιτάζει και τους δύο. «Είναι ώρα να πηγαίνουμε».

«Μα, ο Άρχοντας Ίνγκταρ—»

«-κάνει αυτό που πρέπει να κάνει», είπε κοφτά ο Ραντ. «Αλλά εμείς θα φύγουμε». Ο Χούριν ένευσε, και ο Ραντ έτρεξε πίσω του. Ο Ραντ τώρα μπορούσε να ακούσει το σταθερό βήμα από τις μπότες των Σωντσάν. Δεν κοίταξε πίσω.

Загрузка...