36 Μπροστά στους Πρεσβύτερους

Καθώς ο Τζούιν τους οδηγούσε μέσα στο χωριό των Ογκιρανών, ο Ραντ είδε ότι τον Λόιαλ τον έπιανε όλο και μεγαλύτερη ταραχή. Τα αυτιά του ήταν άκαμπτα σαν την πλάτη του· τα μάτια του γούρλωναν ακόμα περισσότερο κάθε φορά που τον κοίταζε κάποιος Ογκιρανός, ειδικά αν ήταν γυναίκα ή κοπέλα, και πολλές έδειχναν πράγματι να τον προσέχουν. Έμοιαζε σαν να περίμενε την ίδια του την εκτέλεση.

Ο γενειοφόρος Ογκιρανός τους έδειξε φαρδιά σκαλοπάτια, που κατηφόριζαν προς ένα χλοερό λοφάκι που ήταν μεγαλύτερο από όλα τα άλλα· ήταν σωστός λόφος, σχεδόν στη ρίζα ενός από τα Μεγάλα Δένδρα.

«Γιατί δεν περιμένεις εδώ, Λόιαλ;» είπε ο Ραντ.

«Οι Πρεσβύτεροι—» άρχισε να λέει ο Τζούιν.

«–μάλλον θέλουν απλώς να δουν εμάς τους υπόλοιπους», συμπλήρωσε γι’ αυτόν ο Ραντ.

«Γιατί δεν τον αφήνουν ήσυχο», πρόσθεσε ο Ματ.

Ο Λόιαλ ένευσε ζωηρά. «Ναι. Ναι, νομίζω...» Μερικές Ογκιρανές γυναίκες τον παρακολουθούσαν, από ασπρομάλλες γιαγιάδες μέχρι κόρες στην ηλικία της Έριθ, μια ομάδα που μιλούσαν μεταξύ τους, αλλά είχαν τα μάτια τους πάνω του. Τα αυτιά του τινάχτηκαν, αλλά κοίταζε τη φαρδιά πόρτα στην οποία κατέληγαν τα πέτρινα σκαλιά και ένευσε ξανά. «Ναι, θα καθίσω εδώ έξω και θα διαβάσω. Αυτό είναι. Θα διαβάσω». Έψαξε στην τσέπη του πανωφοριού του κι έβγαλε ένα βιβλίο. Βολεύτηκε στο λοφίσκο πλάι στα σκαλιά, με το βιβλίο να φαίνεται μικρό στα χέρια του, και κάρφωσε το βλέμμα στις σελίδες. «Απλώς θα καθίσω εδώ και θα διαβάζω μέχρι να ξαναβγείτε». Τα αυτιά του τινάζονταν, σαν να ένιωθε τα βλέμματα των γυναικών.

Ο Τζούιν κούνησε το κεφάλι και μετά σήκωσε τους ώμους και έδειξε πάλι τα σκαλιά. «Αν έχετε την καλοσύνη. Οι Πρεσβύτεροι περιμένουν».

Η πελώρια, δίχως παράθυρα αίθουσα μέσα στο λοφίσκο ήταν σε Ογκιρανή κλίμακα, με ταβάνι ύψους τεσσάρων απλωσιών γεμάτο χοντρά δοκάρια· από πλευράς μεγέθους, τουλάχιστον, έκανε για παλάτι. Οι επτά Ογκιρανοί, που κάθονταν στο βάθρο μπροστά ακριβώς στην είσοδο, το έκαναν να φαντάζει μικρότερο λόγω του ύψους τους, όμως ο Ραντ και πάλι ένιωθε σαν να ήταν μέσα σε τεράστια σπηλιά. Οι σκούρες πλάκες του δαπέδου ήταν λείες, αν και είχαν ακανόνιστα σχήματα, αλλά οι γκρίζοι τοίχοι έμοιαζαν με τραχιά πρόσοψη γκρεμού. Τα δοκάρια της οροφής, χοντροκαμωμένα όπως ήταν, θύμιζαν μεγάλες ρίζες.

Με εξαίρεση μια καρέκλα με ψηλή ράχη, στην οποία καθόταν η Βέριν αντικριστά στο βάθρο, τα μόνα έπιπλα ήταν οι βαριές καρέκλες των Πρεσβύτερων, σκαλισμένες με σχήματα κληματσίδων. Η Ογκιρανή στο κέντρο του βάθρου καθόταν σε μια καρέκλα βαλμένη λιγάκι ψηλότερα από τις άλλες, στις οποίες κάθονταν τρεις γενειοφόροι άνδρες στα δεξιά της, φορώντας μακριά πανωφόρια που φάρδαιναν στο τελείωμα, και τρεις γυναίκες στα αριστερά της με φορέματα σαν το δικό της, κεντημένα με κληματσίδες και λουλούδια από το γιακά ως τον ποδόγυρο. Όλοι είχαν γερασμένα πρόσωπα και κατάλευκα μαλλιά, όπως ήταν ακόμα και οι τούφες των αυτιών τους, και έδιναν εντύπωση σοβαρότητας και αξιοπρέπειας.

Ο Χούριν στάθηκε χαζεύοντάς τους απροκάλυπτα, και ο Ραντ επίσης παραλίγο θα έκανε το ίδιο. Ούτε ακόμα και η Βέριν δεν έδειχνε τη σοφία που υπήρχε στα πελώρια μάτια των Πρεσβυτέρων, ούτε και η Μοργκέις, με το στέμμα της την εξουσία της. Ο Ίνγκταρ ήταν ο πρώτος που υποκλίθηκε, με τόση επισημότητα που ο Ραντ δεν είχε ξαναδεί εκ μέρους του, ενώ οι άλλοι ακόμα στέκονταν μαρμαρωμένοι.

«Είμαι η Άλαρ», είπε η Ογκιρανή από την ψηλότερη καρέκλα, όταν τελικά είχαν όλοι καθίσει πλάι στη Βέριν. «Πρεσβύτερη των Πρεσβυτέρων του Στέντιγκ Τσόφου. Η Βέριν μας είπε ότι είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσετε την Πύλη που είναι εδώ. Είναι πραγματικά μεγάλη ανάγκη να ξαναπάρετε το Κέρας του Βαλίρ από τους Σκοτεινόφιλους, αλλά δεν έχουμε επιτρέψει σε κανέναν να ταξιδέψει στις Οδούς εδώ και εκατό χρόνια. Ούτε εμείς, ούτε οι Πρεσβύτεροι κανενός άλλου στέντιγκ».

«Θα βρω το Κέρας», είπε θυμωμένα ο Ίνγκταρ. «Πρέπει. Αν δεν μας αφήσετε να χρησιμοποιήσουμε τις Οδούς...» Σιώπησε όταν τον κοίταζε η Βέριν, αλλά η βλοσυρή έκφραση έμεινε στο πρόσωπο του.

Η Άλαρ χαμογέλασε. «Μην βιάζεσαι τόσο, Σιναρανέ. Εσείς οι άνθρωποι ποτέ δεν αφιερώνετε λίγο χρόνο να σκεφτείτε. Οι μόνες σίγουρες αποφάσεις είναι εκείνες που λαμβάνονται με γαλήνη». Το χαμόγελό της σοβάρεψε, αλλά η φωνή της διατήρησε την ίδια μετρημένη ηρεμία. «Οι κίνδυνοι των Οδών δεν αντιμετωπίζονται με ένα σπαθί στο χέρι, δεν είναι Αελίτες που εφορμούν, ή Τρόλοκ που μαίνονται. Πρέπει να σας πω ότι, αν μπείτε στις Οδούς, ρισκάρετε όχι μόνο το θάνατο και την τρέλα, αλλά ακόμα και τις ψυχές σας».

«Έχουμε δει το Μάτσιν Σιν», είπε ο Ραντ, και ο Ματ και ο Πέριν συμφώνησαν. Δεν μπόρεσαν να δείξουν ενθουσιασμό για να το ενδεχόμενο το ξανακάνουν.

«Θα ακολουθήσω το Κέρας ως το ίδιο το Σάγιολ Γκουλ, αν χρειαστεί», είπε κατηγορηματικά ο Ίνγκταρ. Ο Χούριν ένευσε, σαν να ίσχυαν και γι’ αυτόν τα λόγια του Ίνγκταρ.

«Φέρτε τον Τράγιαλ», διέταζε η Άλαρ, και ο Τζούιν, ο οποίος είχε μείνει κοντά στην πόρτα, υποκλίθηκε κι έφευγε. «Δεν φτάνει να ακούσετε τι συνέβη», είπε στην Βέριν. «Πρέπει να το δείτε, να το νιώσετε στην καρδιά σας».

Έπεσε μια αμήχανη σιωπή μέχρι να γυρίσει ο Τζούιν, κι έγινε ακόμα πιο αμήχανη όταν τον ακολούθησαν δυο γυναίκες, οδηγώντας έναν μαυρογένη Ογκιρανό, μεσήλικα, ο οποίος περπατούσε δίπλα τους σκοντάφτοντας, σα να μην ήξερε πώς να πατήσει τα πόδια του. Το πρόσωπο του ήταν κρεμασμένο χωρίς καμία έκφραση, τα μάτια του άδεια χωρίς να βλεφαρίζουν, και δεν έμοιαζαν ούτε να ατενίζουν απλανώς, ούτε να κοιτάζουν, ούτε καν να βλέπουν. Μια γυναίκα σκούπισε απαλά τα σάλια που είχαν μαζευτεί στην άκρη του στόματός του. Τον έπιασαν από τα μπράτσα για να τον σταματήσουν· το πόδι του συνέχισε μπροστά, δίστασε, και μετά έπεσε πίσω μ’ ένα γδούπο. Φαινόταν να του αρκεί εξίσου να στέκεται όρθιος όσο και να περπατά, ή τουλάχιστον αδιαφορούσε εξίσου.

«Ο Τράγιαλ ήταν ένας από τους τελευταίους ανάμεσα μας που πήγε στις Οδούς», είπε με απαλή φωνή η Άλαρ. «Βγήκε όπως τον βλέπετε. Θα τον αγγίξεις, Βέριν;»

Η Βέριν την κοίταξε για λίγο, και μετά σηκώθηκε και πλησίασε τον Τράγιαλ. Αυτός δεν σάλεψε, καθώς εκείνη ακουμπούσε τα χέρια της στο στήθος του, δεν έπαιξε καν το μάτι του αναγνωρίζοντας την παρουσία της. Με μια σφυριχτή ανάσα, η Βέριν τινάχτηκε πίσω, κοιτάζοντάς τον, και μετά γύρισε για να αντικρίσει τους Πρεσβύτερους. «Είναι... άδειος. Αυτό το σώμα ζει, αλλά δεν υπάρχει τίποτα μέσα του. Τίποτα». Όλοι οι Πρεσβύτεροι είχαν ένα βλέμμα αβάσταχτης θλίψης.

«Τίποτα», είπε απαλά μια Πρεσβύτερη. Το βλέμμα της φαινόταν να σηκώνει όλο τον πόνο που έλειπε από το βλέμμα του Τράγιαλ. «Ούτε νους. Ούτε ψυχή. Τίποτα δεν έμεινε από τον Τράγιαλ, παρά μόνο το κορμί του».

«Ήταν σπουδαίος Δενδροτραγουδιστής», είπε αναστενάζοντας ένας Πρεσβύτερος.

Η Άλαρ έκανε νόημα, και οι δύο γυναίκες γύρισαν τον Τράγιαλ για να τον οδηγήσουν έξω· χρειάστηκε να τον σπρώξουν για να περπατήσει.

«Ξέρουμε τα ρίσκα», είπε η Βέριν. «Αλλά, όποια κι αν είναι, πρέπει να ακολουθήσουμε το Κέρας του Βαλίρ».

Η Πρεσβύτερη ένευσε. «Το Κέρας του Βαλίρ. Δεν ξέρω ποια είναι τα χειρότερα νέα, το ότι έπεσε σε χέρια Σκοτεινόφιλων, ή ότι βρέθηκε τελικά». Κοίταξε τη σειρά των Πρεσβύτερων· εκείνοι ένευσαν με τη σειρά, ενώ ένας άνδρας απ’ αυτούς τράβηξε το γένι του με αμφιβολία πριν νεύσει. «Πολύ καλά. Η Βέριν μου είπε ότι ο χρόνος επείγει. Θα σας δείξω εγώ η ίδια την Πύλη». Ο Ραντ ένιωσε ανακούφιση ανάμικτη με φόβο· η Πρεσβύτερη πρόσθεσε, «Έχετε μαζί σας έναν νεαρό Ογκιρανό. Τον Λόιαλ, τον γιο του Άρεντ, του γιου του Χάλαν, από το Στέντιγκ Σανγκτάι. Είναι μακριά από το σπίτι του».

«Τον χρειαζόμαστε», έσπευσε να πει ο Ραντ. Τα ξαφνιασμένα βλέμματα των Πρεσβύτερων και της Βέριν τον έκαναν να κομπιάσει, αλλά συνέχισε πεισματικά, «Τον χρειαζόμαστε μαζί μας, κι αυτός θέλει να έρθει».

«Ο Λόιαλ είναι φίλος», είπε ο Πέριν, ενώ την ίδια στιγμή ο Ματ άρχιζε να λέει, «Δεν μπλέκεται στα πόδια μας και δεν μας γίνεται φόρτωμα». Δεν φάνηκαν να νιώθουν άνετα με την προσοχή των Πρεσβύτερων στραμμένη πάνω τους, αλλά δεν χαμήλωσαν το βλέμμα.

«Υπάρχει λόγος που δεν μπορεί να έρθει μαζί μας;» ρώτησε ο Ίνγκταρ. «Όπως λέει ο Ματ, απέδειξε την αξία του. Δεν ξέρω αν τον χρειαζόμαστε, αλλά, αν θέλει να έρθει, γιατί–;»

«Τον χρειαζόμαστε», είπε η Βέριν, διακόπτοντάς τον επιτήδεια. «Λίγοι πια γνωρίζουν τις Οδούς, μα ο Λόιαλ τις έχει μελετήσει. Μπορεί να αποκρυπτογραφήσει τους Οδηγούς».

Η Άλαρ τους κοίταξε έναν-έναν και μετά περιεργάστηκε τον Ραντ. Έμοιαζε να ξέρει πολλά πράγματα· όλοι οι Πρεσβύτεροι έδιναν την ίδια εντύπωση, αλλά αυτή ακόμα μεγαλύτερη. «Η Βέριν λέει ότι είσαι τα’βίρεν», είπε τελικά, «και μπορώ να το νιώσω μέσα σου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είσαι πράγματι πολύ ισχυρός τα’βίρεν, επειδή αυτά τα Ταλέντα είναι εξασθενημένα ανάμεσα μας, αν υπάρχουν πια. Έχεις παρασύρει τον Λόιαλ, τον γιο του Άρεντ, του γιου του Χάλαν, στο τα’μάραλ’άιλεν, τον Ιστό που υφαίνει το Σχήμα γύρω σου;»

«Το... το μόνο που θέλω είναι να βρω το Κέρας και...» Ο Ραντ μάσησε τα λόγια του. Η Άλαρ δεν είχε αναφέρει το εγχειρίδιο του Ματ. Δεν ήξερε αν η Βέριν το είχε πει στους Πρεσβύτερους, ή αν, για κάποιο λόγο, το είχε αποκρύψει. «Είναι φίλος μου, Πρεσβύτερη».

«Φίλος σου», είπε ο Άλαρ. «Είναι νεαρός, όπως βλέπουμε εμείς τα πράγματα. Κι εσύ επίσης είσαι νεαρός, αλλά είσαι τα’βίρεν. Θα τον προσέχεις, και όταν τελειώσει το υφαντό, θα φροντίσεις να φτάσει ασφαλής στο σπίτι του, στο Στέντιγκ Σανγκτάι».

«Θα το κάνω», της είπε. Είχε την αίσθηση ότι είχε αναλάβει μια δέσμευση, ότι είχε δώσει όρκο.

«Τότε πάμε στην Πύλη».

Εκεί έξω, ο Λόιαλ σηκώθηκε αδέξια όρθιος όταν εμφανίστηκαν, με την Άλαρ και τη Βέριν μπροστά. Ο Ίνγκταρ έστειλε τον Χούριν τρέχοντας να φέρει τον Ούνο και τους άλλους στρατιώτες. Ο Λόιαλ κοίταξε επιφυλακτικά την Πρεσβύτερη και μετά πήρε θέση δίπλα στον Ραντ, στα μετόπισθεν της πομπής. Οι Ογκιρανές που τον κοίταζαν είχαν φύγει. «Είπαν τίποτα οι Πρεσβύτεροι για μένα; Μήπως αυτή...;» Κοίταξε την πλατιά ράχη της Άλαρ, καθώς εκείνη διέταζε τον Τζούιν να φέρει τα άλογά τους. Η Πρεσβύτερη προχώρησε μαζί με τη Βέριν, ενώ ο Τζούιν έφευγε ενώ ακόμα υποκλινόταν, και έσκυψε το κεφάλι για να μιλήσει χαμηλόφωνα στην Άες Σεντάι.

«Είπε στον Ραντ να σε προσέχει», είπε ο Ματ στον Λόιαλ με σοβαρό ύφος, καθώς ακολουθούσαν, «και να φροντίσει να γυρίσεις στην πατρίδα σου σώος κι ασφαλής σαν μωράκι. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορείς να μείνεις εδώ και να παντρευτείς».

«Είπε ότι μπορείς να έρθεις μαζί μας». Ο Ραντ αγριοκοίταξε τον Ματ, κάτι που έκανε τον Ματ να γελάσει σιγά. Ήταν αλλόκοτος ήχος για κείνο το πρόσωπο με την τραβηγμένη επιδερμίδα. Ο Λόιαλ στριφογυρνούσε ένα μπουμπούκι καρδούλας στα δάχτυλά του. «Πήγες να μαζέψεις λουλούδια;» ρώτησε ο Ραντ.

«Μου το έδωσε η Έριθ». Ο Λόιαλ παρακολουθούσε τα κίτρινα πέταλα που στριφογύριζαν. «Είναι στ’ αλήθεια όμορφη, έστω κι αν ο Ματ δεν το βλέπει».

«Αυτό σημαίνει ότι δεν θέλεις πια να έρθεις μαζί μας;»

Ο Λόιαλ τινάχτηκε. «Τι; Α, όχι. Εννοώ, ναι. Θέλω να έρθω. Απλώς μου έδωσε ένα λουλούδι. Μόνο ένα λουλούδι». Όμως έβγαλε ένα βιβλίο από την τσέπη του και έβαλε το λουλούδι ανάμεσα στο εξώφυλλο και την πρώτη σελίδα. Καθώς ξανάβαζε το βιβλίο στην τσέπη, μουρμούρισε, τόσο χαμηλόφωνα, που ο Ραντ μόλις που τον άκουσε, «Και είπε ότι είμαι χαριτωμένος». Ο Ματ άφησε ένα βραχνό γέλιο και διπλώθηκε στα δύο, πιάνοντας τα πλευρά του, και τα μάγουλα του Λόιαλ κοκκίνισαν. «Ε... αυτή το είπε. Όχι εγώ».

Ο Πέριν χτύπησε τον Ματ στην κορυφή του κεφαλιού με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του. «Καμία ποτέ δεν είπε ότι ο Ματ είναι χαριτωμένος. Απλώς ζηλεύει».

«Αυτό δεν είναι αλήθεια», είπε ο Ματ, και ίσιωσε απότομα το κορμί του. «Η Νεύσα Αγιέλιν με βρίσκει χαριτωμένο. Μου το έχει πει αρκετές φορές».

«Είναι ωραία η Νεύσα;» ρώτησε ο Λόιαλ.

«Το πρόσωπο της θυμίζει κατσίκα», είπε ανέκφραστα ο Πέριν. Ο Ματ παραλίγο θα πνιγόταν, καθώς προσπαθούσε να το αρνηθεί.

Ο Ραντ άθελά του χαμογέλασε. Η Νεύσα Αγιέλιν ήταν όμορφη, σχεδόν όσο και η Εγκουέν. Και αυτή η σκηνή έμοιαζε σαν τον παλιό καιρό, σχεδόν σαν να ήταν στο χωριό, με το κουβεντολόι τους, χωρίς να έχουν την παραμικρή έγνοια στον κόσμο, εκτός από τα γέλια και τα πειράγματα μεταξύ τους.

Καθώς διέσχιζαν το χωριό, οι Ογκιρανοί χαιρετούσαν την Πρεσβύτερη, με υποκλίσεις και γονυκλισίες, κοιτάζοντας τους ανθρώπους επισκέπτες με ενδιαφέρον. Η τεταμένη έκφραση της Άλαρ, όμως, τους εμπόδιζε να πλησιάσουν. Το μόνο που έδειχνε ότι είχαν φύγει από το χωριό ήταν η απουσία των λοφίσκων· υπήρχαν ακόμα Ογκιρανοί τριγύρω, εξετάζοντας τα δέντρα, δουλεύοντας με πίσσα και πριόνι ή τσεκούρι όπου υπήρχαν νεκρά δένδρα, ή όπου κάποιο δένδρο χρειαζόταν περισσότερο φως. Έκαναν κάθε δουλειά με τρυφερότητα.

Τους πλησίασε ο Τζούιν, φέρνοντας τα άλογά τους, και ο Χούριν ήρθε καβάλα μαζί με τον Ούνο και τους άλλους στρατιώτες και τα φορτωμένα υποζύγια, λίγο πριν πει η Άλαρ, δείχνοντάς τους, «Είναι προς τα κει». Οι συζητήσεις έσβησαν.

Ο Ραντ ένιωσε έκπληξη για μια στιγμή. Η Πύλη έπρεπε να είναι Έξω από το στέντιγκ. —οι Οδοί είχαν γεννηθεί με τη Μία Δύναμη, δεν θα μπορούσαν να τους φτιάξουν μέσα— αλλά τίποτα δεν είχε δείξει πότε είχαν περάσει τα όρια. Και μετά κατάλαβε ότι υπήρχε διαφορά· η αίσθηση ότι είχε χάσει κάτι, που ένιωθε από τη στιγμή που είχε μπει στο στέντιγκ, είχε φύγει. Αυτό τον έκανε να νιώσει πάλι παγωνιά. Το σαϊντίν ήταν ακόμα εκεί. Τον περίμενε.

Με την Άλαρ μπροστά, πέρασαν δίπλα από μια μεγάλη βαλανιδιά, και εκεί, σ’ ένα μικρό ξέφωτο, στεκόταν η μεγάλη στήλη της Πύλης, με την πρόσοψη σμιλεμένη, γεμάτη σφιχτοπλεγμένα κλήματα, και φύλλα από εκατό διαφορετικά φυτά. Στην άκρη του ξέφωτου, οι Ογκιρανοί είχαν χτίσει ένα χαμηλό πέτρινο τοίχο, που έμοιαζε να είχε φυτρώσει εκεί, μοιάζοντας σαν κύκλος από φυτά. Η εμφάνιση του έκανε τον Ραντ να νιώσει άσχημα. Μετά από λίγο κατάλαβε ότι τα φυτά στα οποία παρέπεμπε ήταν βάτες και ρείκια, δίκταμα και κοντοβελανιδιές. Δεν ήταν φυτά στα οποία θα ήθελε να πέσει κανείς.

Η Πρεσβύτερη σταμάτησε λίγο πριν το πεζούλι. «Ο τοίχος αυτός έχει σκοπό να προειδοποιήσει όποιον έρθει εδώ. Όχι ότι ερχόμαστε πολλοί. Εγώ προσωπικά δεν θα τον περάσω. Εσείς όμως έχετε την άδεια». Ο Τζούιν δεν πλησίασε τον τοίχο όσο αυτή· έμεινε πιο πίσω και έτριβε τα χέρια στο μπροστινό μέρος του πανωφοριού του, χωρίς να κοιτάζει την Πύλη.

«Σε ευχαριστώ», είπε η Βέριν. «Είναι μεγάλη η ανάγκη, αλλιώς δεν θα το ζητούσα».

Ο Ραντ σφίχτηκε, καθώς η Άες Σεντάι δρασκέλιζε το τοιχάκι και πλησίαζε την Πύλη. Ο Λόιαλ πήρε μια βαθιά ανάσα, μουρμουρίζοντας μόνος του. Ο Ούνο και οι άλλοι στρατιώτες ανακάθισαν στις σέλες τους και χαλάρωσαν τα σπαθιά στις θήκες τους. Στις Οδούς δεν υπήρχε τίποτα που να αντιμετωπίζεται με σπαθί, αλλά ήταν μια κίνηση για να πειστούν ότι ήταν έτοιμοι. Μόνο ο Ίνγκταρ και η Άες Σεντάι φαίνονταν ατάραχοι· ακόμα και η Άλαρ έσφιγγε τη φούστα της και με τα δύο χέρια.

Η Βέριν τράβηξε το φύλλο του Αβεντεσόρα, και ο Ραντ όρμηξε μπροστά. Ένιωθε την παρόρμηση να περιβληθεί το κενό, για να είναι εκεί που θα μπορούσε να απλώσει στο κενό, αν χρειαζόταν.

Η βλάστηση στην πρόσοψη της Πύλης σάλεψε, σαν να φυσούσε αύρα που δεν την ένιωθε κανείς, τα φύλλα πετάρισαν, καθώς άνοιγε ένα χάσμα στο κέντρο της μάζας, και τα δύο μισά της άρχισαν να ανοίγουν προς τα έξω.

Ο Ραντ κοίταξε την πρώτη χαραμάδα. Δεν υπήρχε η θαμπή, ασημόχρωμη αντανάκλαση πίσω, μόνο μαυρίλα, πιο μαύρη κι από κατράμι. «Κλείστε την!» φώναξε. «Ο Μαύρος Άνεμος! Κλείστε την!»

Η Βέριν έριξε μια ξαφνιασμένη ματιά και έχωσε το τρίλοβο φύλλο ανάμεσα στην ποικιλία των φύλλων που ήταν ήδη εκεί· έμεινε εκεί, όταν τράβηξε το χέρι της και οπισθοχώρησε προς το τοιχάκι. Μόλις το φύλλο του Αβεντεσόρα βρέθηκε πάλι στη θέση του, η Πύλη άρχισε την ίδια στιγμή να κλείνει. Η χαραμάδα εξαφανίστηκε, τα κλήματα και τα φύλλα ενώθηκαν, κρύβοντας τη μαυρίλα του Μάτσιν Σιν, και η Πύλη ήταν πάλι απλώς πέτρα, αν και πέτρα που ήταν σμιλεμένη σε τόσο αληθοφανή ομοίωση ζωής, που δύσκολα θα το πίστευε κανείς.

Η Άλαρ άφησε την ανάσα της να βγει μ’ ένα τρέμουλο. «Μάτσιν Σιν. Λίγο έλειψε».

«Δεν προσπάθησε να βγει έξω», είπε ο Ραντ. Ο Τζούιν έβγαλε έναν πνιχτό, γαργαριστό ήχο.

«Σου είπα», είπε η Βέριν, «ο Μαύρος Άνεμος είναι πλάσμα των Οδών. Δεν μπορεί να τις αφήσει». Φαινόταν γαλήνια, αλλά σκούπιζε τα χέρια της στη φούστα της. Ο Ραντ άνοιξε το στόμα, και μετά το ξανάκλεισε χωρίς να συνεχίσει. «Αλλά όμως», είπε η Βέριν, «απορώ με την παρουσία του εδώ. Πρώτα στην Καιρχίν, ύστερα εδώ. Απορώ». Έριξε μια λοξή ματιά στον Ραντ, που τον έκανε να τιναχτεί. Η ματιά ήταν τόσο φευγαλέα, που ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι δεν την είχε προσέξει άλλος, όμως του ίδιου του είχε φανεί πως η Βέριν τον συνέδεε με το Μαύρο Άνεμο.

«Δεν ξανάκουσα τέτοιο πράγμα», είπε αργά η Άλαρ, «το Μάτσιν Σιν να περιμένει στο άνοιγμα της Πύλης. Πάντα περιπλανιόταν στις Οδούς. Αλλά έχει περάσει καιρός, και ίσως ο Μαύρος Άνεμος πεινάει, και ελπίζει να πιάσει κάποιον ανυποψίαστο που μπαίνει από εκεί. Βέριν, είναι σίγουρο ότι δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτή την Πύλη. Πάντως, όσο μεγάλη κι αν είναι η ανάγκη, δεν μπορώ να πω ότι λυπάμαι. Οι Οδοί τώρα ανήκουν στη Σκιά».

Ο Ραντ κοίταξε συνοφρυωμένος την Πύλη. Μήπως με ακολουθεί; Υπήρχαν τόσα ερωτήματα. Άραγε ο Φάιν με κάποιον τρόπο είχε δώσει διαταγές στον Μαύρο Άνεμο; Η Βέριν είχε πει ότι αυτό δεν γινόταν. Και γιατί άραγε ο Φάιν πρώτα Θα απαιτούσε να τον ακολουθήσει και μετά θα προσπαθούσε να τον εμποδίσει; Το μόνο που ήξερε ήταν ότι πίστευε το μήνυμα. Έπρεπε να πάει στο Τόμαν Χεντ. Ακόμα κι αν την άλλη μέρα έβρισκαν το Κέρας του Βαλίρ και το εγχειρίδιο του Ματ κάτω από ένα θάμνο, αυτός θα έπρεπε να πάει.

Η Βέριν στεκόταν με το βλέμμα απλανές, χαμένη στις σκέψεις της. Ο Ματ καθόταν στο τοιχάκι κρατώντας το κεφάλι του, και ο Πέριν τον παρακολουθούσε ανήσυχος. Ο Λόιαλ έμοιαζε να νιώθει ανακούφιση, που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την Πύλη, και ντροπή, επειδή ένιωθε ανακούφιση.

«Τελειώσαμε από δω», ανακοίνωσε ο Ίνγκταρ. «Βέριν Σεντάι, σε ακολούθησα παρά την κρίση μου, αλλά δεν μπορώ να σε ακολουθήσω άλλο πια. Σκοπεύω να επιστρέψω στην Καιρχίν. Ο Μπαρτέηνς ξέρει πού πήγαν οι Σκοτεινόφιλοι, και, με κάποιον τρόπο, θα τον αναγκάσω να μου πει».

«Ο Φάιν πήγε στο Τόμαν Χεντ», είπε ο Ραντ κουρασμένα. «Κι εκεί που πήγε, είναι και το Κέρας, και το εγχειρίδιο».

«Φαντάζομαι...» Ο Πέριν σήκωσε τους ώμους απρόθυμα. «Φαντάζομαι πως θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε άλλη Πύλη. Σε άλλο στέντιγκ;»

Ο Λόιαλ έτριψε το πηγούνι του και μίλησε γοργά, σαν να ήθελε να επανορθώσει για την ανακούφιση που είχε νιώσει με την αποτυχία τους. «Το Στέντιγκ Καντουάν βρίσκεται λίγο πάνω από τον Ποταμό Ιράλελ, και το Στέντιγκ Ταϊτζίγκ είναι ανατολικά του, προς τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου. Αλλά η Πύλη στο Κάεμλυν, όπου υπήρχε το άλσος, είναι πιο κοντινή, και η πύλη στο άλσος της Ταρ Βάλον είναι η κοντινότερη».

«Όποια Πύλη κι αν δοκιμάσουμε», είπε αφηρημένα η Βέριν, «φοβάμαι ότι κι εκεί δα βρούμε να μας περιμένει το Μάτσιν Σιν». Η Άλαρ της έριξε μια ερωτηματική ματιά, αλλά η Άες Σεντάι δεν είπε τίποτα παραπάνω στους άλλους. Αντίθετα, άρχισε να μουρμουρίζει, κουνώντας το κεφάλι σαν να καυγάδιζε μόνη της.

«Αυτό που χρειαζόμαστε», είπε ταπεινά ο Χούριν, «είναι μια από κείνες τις Διαβατικές Λίθους». Κοίταξε την Άλαρ, και μετά τη Βέριν, και βλέποντας ότι καμιά από τις δυο τους δεν του είπε να σταματήσει, συνέχισε, μιλώντας με ολοένα και μεγαλύτερη σιγουριά. «Η Αρχόντισσα Σελήνη είπε ότι οι παλιές Άες Σεντάι είχαν μελετήσει εκείνους τους κόσμους, και γι’ αυτό ήξεραν πώς να φτιάξουν τις Οδούς. Και το μέρος που ήμασταν... να, κάναμε μονάχα δυο μέρες —λιγότερο· για να ταξιδέψουμε εκατό λεύγες. Αν μπορούσαμε να βρούμε Διαβατική Πέτρα για να πάμε σε κείνον τον κόσμο, θα θέλαμε, το πολύ, μια-δυο βδομάδες για να φτάσουμε στον Ωκεανό Άρυθ, και θα ξαναγυρνούσαμε ακριβώς στο Τόμαν Χεντ. Μπορεί να μην είναι τόσο γρήγορα όσο οι Οδοί, αλλά είναι πολύ πιο γρήγορα από το να πάμε καβάλα. Τι λες, Άρχοντα Ίνγκταρ; Άρχοντα Ραντ;»

Του απάντησε η Βέριν. «Αυτό που προτείνεις ίσως μπορεί να γίνει, μυριστή, αλλά δεν έχουμε καμία ελπίδα να βρούμε Διαβατική Λίθο. Δεν ξέρω καμιά πιο κοντά από την Ερημιά των Αελιτών. Αν και θα μπορούσαμε να γυρίσουμε στο Μαχαίρι του Σφαγέα, αν εσύ, ή ο Ραντ, ή ο Λόιαλ, νομίζετε ότι μπορείτε να ξαναβρείτε εκείνη τη Λίθο».

Ο Ραντ κοίταζε τον Ματ. Ο φίλος του είχε σηκώσει το κεφάλι με ελπίδα ακούγοντας αυτή τη συζήτηση για τις Διαβατικές Λίθους. Μερικές βδομάδες, είχε πει η Βέριν. Αν ανέβαιναν στα άλογα και ξεκινούσαν για τα δυτικά, ο Ματ δεν θα προλάβαινε να δει το Τόμαν Χεντ.

«Μπορώ να τη βρω», είπε απρόθυμα ο Ραντ. Ένιωθε ντροπή. Ο Ματ πεθαίνει, οι Σκοτεινόφιλοι έχουν το Κέρας του Βαλίρ, ο Φάιν θα κάνει κάτι κακό στο Πεδίο του Έμοντ, αν δεν τον ακολουθήσεις, κι εσύ φοβάσαι να διαβιβάσεις τη Δύναμη. Μια φορά για να πάτε και μια για να γυρίσετε. Δεν θα τρελαθείς με δυο φορές ακόμα. Όμως εκείνο που τον φόβιζε στ’ αλήθεια ήταν η λαχτάρα που ξεπηδούσε μέσα του στη σκέψη ότι θα διαβίβαζε πάλι, ότι θα ένιωθε τη Δύναμη να τον γεμίζει, ότι θα ένιωθε πραγματικά ζωντανός.

«Δεν το καταλαβαίνω», είπε αργά η Άλαρ. «Οι Διαβατικές Λίθοι έχουν να χρησιμοποιηθούν από την Εποχή των Θρύλων. Δεν πίστευα ότι υπήρχαν ακόμα κάποιοι που ξέρουν να τις χρησιμοποιούν».

«Το Καφέ Άτζα ξέρει πολλά πράγματα», είπε ξερά η Βέριν, «κι εγώ ξέρω πώς να χρησιμοποιήσω τις Λίθους».

Η Πρεσβύτερη ένευσε. «Στ’ αλήθεια υπάρχουν θαύματα στο Λευκό Πύργο, τα οποία δεν έχουμε δει ούτε στα όνειρά μας. Αλλά, αν μπορείς να χρησιμοποιήσεις Διαβατική Λίθο, δεν χρειάζεται να πάτε ως το Μαχαίρι του Σφαγέα. Υπάρχει Λίθος εδώ κοντά που στεκόμαστε».

«Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, και το Σχήμα μας προσφέρει αυτό που χρειαζόμαστε». Το αφηρημένο ύφος της Βέριν εξατμίστηκε. «Πήγαινέ μας εκεί», είπε ζωηρά. «Ήδη χάσαμε πολύ χρόνο».

Загрузка...