19 Η Επιρροή του Εγχειριδίου

Η νύχτα στους πρόποδες του Μαχαιριού του Σφαγέα ήταν κρύα, όπως είναι όλες οι νύχτες στα βουνά. Ο άνεμος που κατέβαινε από τις ψηλές κορυφές κουβαλούσε την παγωνιά εκείνων των χιονισμένων σκούφων. Ο Ραντ ανασάλεψε στο σκληρό έδαφος, τράβηξε το μανδύα και την κουβέρτα του, ακόμα μισοξύπνιος. Το χέρι του πλησίασε το σπαθί του, που κειτόταν πλάι του. Άλλη μια μέρα, σκέφτηκε νυσταγμένα. Μόνο μια ακόμα και ύστερα φεύγουμε. Αν δεν έρθει αύριο κανείς, ούτε ο Ίνγκταρ ούτε οι Σκοτεινόφιλοι, θα πάω τη Σελήνη στην Καιρχίν.

Το ίδιο έλεγε και την προηγούμενη μέρα. Κάδε μέρα που βρίσκονταν εκεί στη βουνοπλαγιά, παρακολουθώντας το μέρος όπου, κατά τον Χούριν, ήταν η διαδρομή στον άλλο κόσμο —όπου, κατά τη Σελήνη, οι Σκοτεινόφιλοι σίγουρα θα εμφανίζονταν, σ’ αυτόν τον κόσμο— έλεγε ότι ήταν καιρός να φύγουν. Και η Σελήνη μιλούσε για το Κέρας του Βαλίρ, και τον άγγιζε στο μπράτσο, και τον κοίταζε κατάματα και, πριν ο Ραντ το καταλάβει, είχε συμφωνήσει να μείνουν άλλη μια μόρα πριν φύγουν.

Ανασήκωσε τους ώμους, νιώθοντας το αγιάζι, ενώ σκεφτόταν τη Σελήνη, που του άγγιζε το μπράτσο και τον κοίταζε στα μάτια. Αν το έβλεπε η Εγκουέν, θα με κούρευε σαν πρόβατο, το ίδιο και τη Σελήνη. Η Εγκουέν τώρα μπορεί να έχει κιόλας φτάσει στην Ταρ Βάλον, να μαθαίνει πώς να γίνει Άες Σεντάι. Την άλλη φορά που θα με δει, μάλλον δα προσπαθήσει να με ειρηνέψει.

Καθώς γυρνούσε, το χέρι του πέρασε πάνω από το σπαθί και άγγιξε το δέμα με την άρπα και το φλάουτο του Θομ Μέριλιν. Τα δάχτυλά του, ασυναίσθητα, έσφιξαν το μανδύα του βάρδου. Νομίζω πως τότε ήμουν ευτυχισμένος, έστω κι αν έτρεχα για να γλιτώσω τη ζωή μου. Έπαιζα το φλάουτο για ένα πιάτο φαΐ. Ήμουν ανίδεος για όσα γίνονταν. Λεν υπάρχει επιστροφή.

Ανατριχιάζοντας, άνοιξε τα μάτια. Το μόνο φως ήταν το φεγγάρι, που ήταν στη χάση του, λίγο μετά την πανσέληνο, χαμηλά στον ουρανό. Αν άναβαν φωτιά, θα τους πρόδιδε σ’ αυτούς τους οποίους περίμεναν. Ο Λόιαλ μουρμούρισε στον ύπνο του, μ’ ένα χαμηλό μπουμπούνισμα. Ένα άλογο χτύπησε την οπλή στο έδαφος. Ο Χούριν είχε την πρώτη βάρδια και καθόταν σε μια προεξοχή των βράχων λίγο πιο ψηλά· δεν θα αργούσε να κατέβει για να ξυπνήσει τον Ραντ που θα τον άλλαζε.

Ο Ραντ στριφογύρισε... και σταμάτησε. Στο φως του φεγγαριού είδε τη μορφή της Σελήνης, η οποία έσκυβε πάνω από τα σακίδιά του, με τα χέρια στις πόρπες. Το λευκό φόρεμά της μάζευε το αμυδρό φως. «Θέλεις κάτι;»

Εκείνη τινάχτηκε, και τον κοίταξε. «Με — με ξάφνιασες».

Αυτός σηκώθηκε, άφησε την κουβέρτα και τύλιξε το μανδύα γύρω του, πλησιάζοντάς την. Ήταν σίγουρος πως, ξαπλώνοντας, είχε αφήσει τα σακίδια ακριβώς στο πλευρό του· πάντα τα είχε κοντά του. Της τα πήρε. Όλες οι πόρπες ήταν κλεισμένες, ακόμα κι εκείνες στην πλευρά που είχε το προδοτικό λάβαρο. Πώς μπορεί να εξαρτάται η ζωή μου από το να το κρατήσω; Αν το δει κανείς και ξέρει τι είναι, θα με σκοτώσουν επειδή ήταν στην κατοχή μου. Την κοίταξε καχύποπτα.

Η Σελήνη στάθηκε εκεί που ήταν, κοιτάζοντάς τον. Το φεγγάρι έλαμπε στα σκούρα μάτια της. «Μου ήρθε η σκέψη», του είπε, «ότι φοράω πολύ καιρό αυτό το φόρεμα. Θα μπορούσα να το βουρτσίσω, τουλάχιστον, αν στο μεταξύ είχα κάτι άλλο να φορέσω. Ένα πουκάμισο σου, ίσως».

Ο Ραντ ένευσε, νιώθοντας ξαφνικά ανακούφιση. Το φόρεμά της του φαινόταν καθαρό όσο τη μέρα που την είχε πρωτοδεί, αλλά ήξερε ότι όταν στο φόρεμα της Εγκουέν εμφανιζόταν ένας λεκές, εκείνη έπρεπε να τον καθαρίσει αμέσως χωρίς αναβολή. «Βεβαίως».

Άνοιξε την ευρύχωρη θήκη, στην οποία είχε χώσει τα πάντα εκτός από το λάβαρο, και έβγαλε ένα άσπρο μεταξωτό πουκάμισο.

«Σ’ ευχαριστώ». Τα χέρια της πήγαν πίσω από την πλάτη της. Ο Ραντ κατάλαβε πού. Στα κουμπιά.

Με τα μάτια τον ανοιγμένα διάπλατα, γύρισε από την άλλη.

«Θα με διευκόλυνες, αν με βοηθούσες».

Ο Ραντ ξερόβηξε. «Δεν είναι πρέπον. Δεν είμαστε λογοδοσμένοι, ή...» Πάψε να το σκέφτεσαι! Ποτέ δεν θα μπορέσεις να παντρευτείς. «Δεν είναι πρέπον».

Το απαλό γέλιο της έκανε μια ανατριχίλα να κατηφορίσει την πλάτη του, σαν να είχε αγγίξει με το δάχτυλο της τη ραχοκοκαλιά του. Προσπάθησε να μην δώσει σημασία στο θρόισμα που άκουσε πίσω του. Είπε, «Ε... αύριο... αύριο, θα φύγουμε για την Καιρχίν».

«Και το Κέρας του Βαλίρ;»

«Μπορεί να κάναμε λάθος. Μπορεί να μην έρχονται εδώ. Ο Χούριν λέει ότι υπάρχουν αρκετά περάσματα στο Μαχαίρι του Σφαγέα. Αν πήγαν λίγο πιο δυτικά, δεν θα χρειάστηκε καν να περάσουν από τα βουνά».

«Αλλά το μονοπάτι που ακολουθήσαμε ήρθε εδώ. Θα έρθουν εδώ. Το Κέρας θα έρθει εδώ. Τώρα μπορείς να γυρίσεις».

«Το λες, αλλά δεν ξέρουμε...» Γύρισε, και οι λέξεις έσβησαν στο στόμα του. Είχε ριγμένο το φόρεμα στον αγκώνα της και φορούσε το πουκάμισό του, που κρεμόταν πάνω της γεμάτο ζάρες και πτυχές. Ήταν μακρύ πουκάμισο, φτιαγμένο για το δικό του ύψος, αλλά η Σελήνη ήταν ψηλή γυναίκα. Το κάτω μέρος του έφτανε λίγο κάτω από τα μισά των μηρών της. Όχι ότι δεν είχε ξαναδεί πόδι κοριτσιού· τα κορίτσια στους Δύο Ποταμούς πάντα έδεναν τις φούστες τους για να περπατήσουν στις λιμνούλες του Νεροδάσους. Αλλά το σταματούσαν πολύ πριν κάνουν τα μαλλιά τους πλεξούδα, κι εκτός αυτού, τώρα ήταν σκοτάδι. Το φεγγαρόφωτο έκανε την επιδερμίδα της να λάμπει.

«Τι δεν ξέρεις, Ραντ;»

Ο ήχος της φωνής της τον συνέφερε εκεί που στεκόταν παγωμένος. Έβηξε δυνατά και γύρισε αμέσως από την άλλη. «Α... νομίζω... α... ότι... α...»

«Σκέψου τη δόξα, Ραντ». Το χέρι της άγγιξε την πλάτη του, και αυτός παραλίγο Θα ντροπιαζόταν αφήνοντας μια στριγκή κραυγή. «Σκέψου τη δόξα που θα κερδίσει όποιος βρει το Κέρας του Βαλίρ. Πόσο περήφανη θα είμαι, όταν Θα στέκομαι δίπλα σε κείνον που θα κρατά το Κέρας. Δεν έχεις ιδέα για τα ύψη που θα κατακτήσουμε, εσύ κι εγώ. Με το Κέρας του Βαλίρ στα χέρια σου, μπορείς να γίνεις βασιλιάς. Μπορείς να γίνεις άλλος ένας Γερακόφτερος. Μπορείς...»

«Άρχοντα Ραντ!» Ο Χούριν μπήκε λαχανιασμένος στο μέρος που είχαν στρατοπεδεύσει. «Άρχοντά μου, οι...» Σταμάτησε γλιστρώντας στο χώμα, και ξαφνικά έκανε έναν γουργουριστό ήχο. Χαμήλωσε το βλέμμα και στάθηκε τρίβοντας τα χέρια του. «Συγχώρεσέ με, Αρχόντισσά μου. Δεν ήθελα να... ε... Συγχώρεσέ με».

Ο Λόιαλ ανακάθισε, ρίχνοντας το μανδύα και την κουβέρτα του. «Τι έγινε; Είναι κιόλας σειρά μου να φυλάξω;» Κοίταξε προς τον Ραντ και τη Σελήνη, και ακόμα και στο φως του φεγγαριού τα μάτια του φάνηκαν καθαρά που γούρλωναν.

Ο Ραντ άκουσε πίσω του τη Σελήνη να ανατριχιάζει. Απομακρύνθηκε από κοντά της, χωρίς ακόμα να την κοιτάζει. Τα πόδια της είναι τόσο λευκά, τόσο απαλά. «Τι έγινε, Χούριν;» Μαλάκωσε τη φωνή του· ήταν θυμωμένος με τον Χούριν, με τον εαυτό του, ή με τη Σελήνη; Λεν υπάρχει λόγος να θυμώνω μαζί της. «Είδες τίποτα, Χούριν;»

Ο μυριστής μίλησε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα. «Μια φωτιά, Άρχοντά μου, στους λόφους πιο κάτω. Στην αρχή δεν την είδα. Την έκαναν μικρή και την έκρυψαν, αλλά την έκρυψαν από κάποιον που τους ακολουθεί, όχι από κάποιον που είναι μπροστά τους και πιο ψηλά. Δυο μίλια, Άρχοντα Ραντ. Λιγότερα από τρία, σίγουρα».

«Ο Φάιν», είπε ο Ραντ. «Ο Ίνγκταρ δεν θα φοβόταν μήπως τον ακολουθούσε κανείς. Πρέπει να είναι ο Φάιν». Ξαφνικά κατάλαβε πως τώρα δεν ήξερε τι να κάνει. Περίμεναν τον Φάιν, αλλά τώρα, που ήταν περίπου μόνο ένα μίλι μακριά τους, ο Ραντ δίσταζε. «Το πρωί... Το πρωί θα τους ακολουθήσουμε. Όταν μας προφτάσουν ο Ίνγκταρ και οι άλλοι, θα μπορέσουμε να τους δείξουμε ακριβώς πού είναι».

«Έτσι, ε», είπε η Σελήνη. «Θα αφήσεις αυτόν τον Ίνγκταρ να πάρει το Κέρας του Βαλίρ, Και τη δόξα».

-Λεν Θέλω...» Χωρίς να το σκεφτεί, γύρισε, και η Σελήνη ήταν μπροστά του, με πόδια χλωμά στο φεγγαρόφωτο, αδιαφορώντας για το αν ήταν γυμνά σαν να ήταν μόνη της. Σαν να ήμασταν μόνοι μας, ήταν η σκέψη που ήρθε στο νου του. Θέλει τον άνδρα που θα βρει το Κέρας. «Οι τρεις μας δεν μπορούμε να το πάρουμε. Ο Ίνγκταρ έχει μαζί του είκοσι λογχοφόρους».

«Δεν ξέρεις αν μπορείς ή δεν μπορείς. Πόσους άνδρες έχει στη συνοδεία του; Ούτε αυτό το ξέρεις». Μιλούσε ατάραχα, αλλά και αποφασισμένα. «Δεν ξέρεις καν αν αυτοί που στρατοπέδευσαν εκεί κάτω έχουν το Κέρας. Ο μόνος τρόπος είναι να πας εσύ ο ίδιος και να δεις. Πάρε τον αλάντιν· το είδος του έχει οξεία όραση, ακόμα και στο φεγγαρόφωτο. Κι έχει τη δύναμη να κουβαλήσει το κιβώτιο με το Κέρας, αν πάρεις τη σωστή απόφαση».

Έχει δίκιο. Δεν ξέρεις στα σίγουρα αν είναι ο Φάιν. Θα ήταν πολύ αστείο, αν ο Χούριν πάλευε να βρει ίχνη που δεν ήταν εκεί και μετά έβγαιναν οι πραγματικοί Σκοτεινόφιλοι και τσάκωναν την ομάδα τους απροφύλακτη. «Θα πάω μόνος», είπε. «Ο Χούριν και ο Λόιαλ θα μείνουν φρουροί σου».

Η Σελήνη, γελώντας, τον πλησίασε, με τόση χάρη που έμοιαζε σχεδόν να χορεύει. Οι σκιές του φεγγαρόφωτος έριχναν στο πρόσωπό της ένα πέπλο μυστηρίου, καθώς σήκωνε τα μάτια της για να τον κοιτάξει, και το μυστήριο την έκανε ακόμα πιο όμορφη. «Είμαι ικανή να προφυλάξω τον εαυτό μου, μέχρι να γυρίσεις για να με προστατέψεις. Πάρε τον αλάντιν».

«Έχει δίκιο, Ραντ», είπε ο Λόιαλ, καθώς σηκωνόταν. «Στο φως του φεγγαριού βλέπω καλύτερα από σένα. Με τα δικά μου μάτια, ίσως να μην χρειαστεί να πλησιάσουμε όσο κοντά θα πήγαινες αν ήσουν μόνος».

«Πολύ καλά». Ο Ραντ πλησίασε το σπαθί του και ζώστηκε τη θήκη. Το τόξο και τη φαρέτρα τα άφησε στη Θέση τους· το τόξο δεν θα έκανε τίποτα στο σκοτάδι, κι επίσης σκόπευε να δει, όχι να πολεμήσει. «Χούριν, δείξε μου τη φωτιά».

Ο μυριστής σκαρφάλωσε την πλαγιά ως την προεξοχή, η οποία έμοιάζε με πελώριο αντίχειρα που ξεπρόβαλλε από το βουνό. Η φωτιά ήταν μονάχα ένα σημαδάκι — δεν μπόρεσε να τη δει, την πρώτη φορά που του την έδειξε ο Χούριν. Αυτός που την είχε ανάψει την ήθελε αθέατη. Σημείωσε το μέρος με το νου του.

Όταν ξαναγύρισαν στο στρατόπεδό τους, ο Λόιαλ είχε σελώσει τον Κοκκινοιρίχη και το δικό του άλογο. Καθώς ο Ραντ ανέβαινε στη ράχη του ρούσσου αλόγου του, η Σελήνη τον έπιασε από το χέρι. «Να θυμάσαι τη δόξα», είπε χαμηλόφωνα. «Να τη θυμάσαι». Το πουκάμισο έμοιαζε να της ταιριάζει καλύτερα απ’ όσο θυμόταν, ακολουθώντας τη μορφή της.

Ο Ραντ ανάσανε βαθιά και πήρε το χέρι του. «Φύλαξέ την με τη ζωή σου, Χούριν. Λόιαλ;» Κλώτσησε μαλακά τα πλευρά του Κοκκινοτρίχη. Το μεγάλο άτι του Ογκιρανού τον ακολούθησε πίσω του.

Δεν προσπάθησαν να κάνουν γρήγορα. Η νύχτα αγκάλιαζε το βουνό και οι σκιές που έριχνε το φεγγάρι δυσκόλευαν τα βήματά τους. Ο Ραντ δεν μπορούσε να δει πια τη φωτιά —σίγουρα ήταν καλύτερα κρυμμένη για όσους ήταν χαμηλά— αλλά είχε στο νου του την τοποθεσία της. Λεν θα ήταν δύσκολο να βρεθεί η φωτιά, για κάποιον που είχε μάθει να κυνηγά στην πυκνή βλάστηση του Δυτικού Δάσους, στους Δύο Ποταμούς. Και ύστερα τι; Το πρόσωπο της Σελήνης πρόβαλλε μπροστά του. Πόσο περήφανη θα είμαι, όταν θα στέκομαι δίπλα σε κείνον που θα κρατά το Κέρας.

«Λόιαλ», είπε ξαφνικά, προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό του, «τι είναι αυτό το αλάντιν που σε λέει;»

«Είναι η Παλιά Γλώσσα, Ραντ». Το άλογο του Ογκιρανού προχωρούσε διστακτικά, μα ο Λόιαλ το οδηγούσε με σιγουριά, σαν να ήταν μέρα, «Σημαίνει Αδελφός, και είναι η σύντομη μορφή του τία αβέντε αλάντιν. Αδελφός των Δένδρων. Δενδραδελφός. Είναι πολύ επίσημο, αλλά, βέβαια, έχω ακούσει ότι οι Καιρχινοί φέρονται με επισημότητα. Τουλάχιστον στους Οίκους των ευγενών. Οι απλοί άνθρωποι που είδα εκεί δεν ήταν καθόλου επίσημοι».

Ο Ραντ έσμιξε τα φρύδια. Ένας βοσκός δεν θα ήταν ευπρόσδεκτος σε ένα επίσημο Οίκο Καιρχινών ευγενών. Φως μου, καλά λέει ο Ματ. Όχι μόνο τρελάθηκες, αλλά και τα μυαλά σου πήραν αέρα. Άλλα, αν μπορούσα να παντρευτώ...

Ευχήθηκε να σταματούσε να σκέφτεται, και πριν το συνειδητοποιήσει, το κενό είχε σχηματιστεί εντός του, κάνοντας τις σκέψεις απόμακρα πράγματα, σαν να ήταν μέρος κάποιου άλλου. Το σαϊντίν έλαμπε πάνω του, τον καλούσε. Ο Ραντ έτριξε τα δόντια και το αγνόησε ήταν σαν να αγνοούσε ένα αναμμένο κάρβουνο μέσα στο κεφάλι του, τουλάχιστον όμως το κρατούσε σε απόσταση. Μετά βίας. Σχεδόν άφησε το κενό να του φύγει, αλλά ο Σκοτεινόφιλοι ήταν εκεί, στη νύχτα, και τώρα πλησίαζαν. Και οι Τρόλοκ. Χρειαζόταν την αδειανωσύνη, χρειαζόταν ακόμα και τη στενάχωρη γαλήνη του κενού. Λεν είναι ανάγκη να το αγγίξω. Λεν είναι ανάγκη.

Μετά από ώρα, τράβηξε τα γκέμια του Κοκκινοτρίχη. Στέκονταν στη ρίζα ενός λόφου, με τα αραιά δέντρα στις πλαγιές του μαύρα μέσα στη νύχτα. «Νομίζω ότι τώρα είμαστε κοντά», είπε χαμηλόφωνα. «Καλύτερα να συνεχίσουμε με τα πόδια». Κατέβηκε από τη σέλα και έδεσε τα χάμουρα του αλόγου του σε ένα κλαδί.

«Είσαι καλά;» ψιθύρισε ο Λόιαλ κατεβαίνοντας. «Παράξενος μου φαίνεσαι».

«Καλά είμαι». Κατάλαβε πως η φωνή του ακουγόταν σφιγμένη. Πνιγμένη. Το σαϊντίν τον καλούσε. Όχι! «Πρόσεχε. Δεν είμαι σίγουρος για την απόσταση, αλλά η φωτιά πρέπει να είναι κάπου μπροστά μας. Στην κορυφή του λόφου, νομίζω». Ο Ογκιρανός ένευσε.

Ο Ραντ προχώρησε, πηγαίνοντας από δέντρο σε δέντρο, προσέχοντας πού ακουμπούσε το πόδι, κρατώντας το σπαθί σφιχτά για να μην κουδουνίσει χτυπώντας σε κάποιον κορμό. Ένιωθε ευγνωμοσύνη που δεν υπήρχαν θάμνοι. Ο Λόιαλ ακολουθούσε σαν μεγάλη σκιά· ο Ραντ δεν διέκρινε τίποτα άλλο. Τα πάντα ήταν φεγγαρίστες σκιές και σκοτάδι.

Ξαφνικά, κάποιο παιχνίδισμα του φωτός αποκάλυψε τι ήταν οι σκιές μπροστά του και ο Ραντ πάγωσε, αγγίζοντας τον τραχύ κορμό μιας σημύδας. Οι αμυδροί λοφίσκοι στο έδαφος έγιναν άνδρες κουκουλωμένοι με κουβέρτες, και πιο πέρα ήταν μια ομάδα από μεγαλύτερους όγκους. Τρόλοκ που κοιμούνταν. Είχαν σβήσει τη φωτιά. Μια φεγγαραχτίδα, που πέρασε ανάμεσα από τα κλαριά, έριξε μια λάμψη από χρυσάφι και ασήμι στο έδαφος, ανάμεσα στις δύο ομάδες. Η φεγγαραχτίδα φάνηκε να δυναμώνει· για μια στιγμή, ο Ραντ μπόρεσε να δει καθαρά. Η μορφή ενός κοιμισμένου ανθρώπου ήταν κοντά στη λάμψη, μα δεν ήταν αυτό που είχε τραβήξει το βλέμμα του. Το κιβώτιο. Το Κέρας. Και κάτι πάνω του, ένα κόκκινο σημείο, το οποίο άστραψε στη φεγγαραχτίδα. Το εγχειρίδιο! Άραγε, γιατί ο Φάιν το έβαλε...;

Το πελώριο χέρι του Λόιαλ σκέπασε το στόμα του Ραντ, κι επίσης μεγάλο μέρος από το πρόσωπό του. Ο Ραντ έστριψε για να τον κοιτάξει. Ο Ογκιρανός έδειξε προς τα δεξιά, αργά, λες και η κίνηση μπορούσε να τραβήξει την προσοχή κάποιου.

Στην αρχή ο Ραντ δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, αλλά μετά είδε μια σκιά να κινείται, ούτε δέκα απλωσιές πιο πέρα. Μια ψηλή, ογκώδης σκιά, μουσουδωτή. Του κόπηκε η ανάσα. Ένας Τρόλοκ· ύψωσε τη μουσούδα του, σαν να οσμιζόταν. Μερικοί απ’ αυτούς κυνηγούσαν με την οσμή.

Για μια στιγμή, το κενό τρεμούλιασε. Κάτι σάλεψε στο στρατόπεδο των Σκοτεινόφιλων κι ο Τρόλοκ γύρισε για να κοιτάξει προς τα κει.

Ο Ραντ έμεινε ακίνητος κι άφησε τη γαλήνη της αδειανωσύνης να τον τυλίξει. Το χέρι του ήταν στο σπαθί του, μα δεν το σκεφτόταν. Το κενό ήταν τα πάντα. Ό,τι κι αν συνέβαινε, θα συνέβαινε. Παρακολούθησε τον Τρόλοκ χωρίς να βλεφαρίζει.

Η μουσουδωτή σκιά συνέχισε να κοιτάζει το στρατόπεδο των Σκοτεινόφιλων μια στιγμή ακόμα, και μετά, σαν να είχε ικανοποιηθεί από την έρευνα, διπλώθηκε στα δύο πλάι σ’ ένα δέντρο. Σχεδόν αμέσως ακούστηκε από κει ένας χαμηλός ήχος, σαν τραχύ πανί που σχιζόταν.

Ο Λόιαλ πλησίασε το στόμα στο αυτί του Ραντ. «Αποκοιμήθηκε», ψιθύρισε έκπληκτος.

Ο Ραντ ένευσε. Ο Ταμ του είχε πει ότι οι Τρόλοκ ήταν τεμπέληδες, ότι, με εξαίρεση τους σκοτωμούς, άφηναν κάθε άλλη δουλειά μισοτελειωμένη, αν δεν τους κινούσε ο φόβος. Ο Ραντ στράφηκε πάλι προς το στρατόπεδο.

Όλα εκεί ήταν πάλι ήσυχα και γαλήνια. Η φεγγαραχτίδα δεν άστραφτε πια πάνω στο κιβώτιο, αλλά τώρα ο Ραντ ήξερε ποια σκιά ήθελε. Το έβλεπε με το νου του, να αιωρείται πέρα από το κενό, λαμπυρίζοντας χρυσαφένιο, στολισμένο με ασήμι, στη λάμψη του σαϊντίν. Το Κέρας του Βαλίρ και το εγχειρίδιο που χρειαζόταν ο Ματ, και το δύο σχεδόν κοντά στα χέρια του. Το πρόσωπο της Σελήνης μετεωρίστηκε δίπλα στο κιβώτιο. Μπορούσαν να ακολουθήσουν την ομάδα του Φάιν το πρωί και να περιμένουν μέχρι να τους φτάσει ο Ίνγκταρ. Αν θα ερχόταν ο Ίνγκταρ, αν ακολουθούσε ακόμα τη διαδρομή δίχως τον μυριστή του. Όχι, δεν θα ξαναβρισκόταν καλύτερη ευκαιρία. Τα είχε στα χέρια του. Η Σελήνη περίμενε στο βουνό.

Έκανε νόημα στον Λόιαλ να τον ακολουθήσει, έπεσε στην κοιλιά και σύρθηκε προς το κιβώτιο. Άκουσε τον Ογκιρανό ν’ αναφωνεί πνιχτά, αλλά το βλέμμα του ήταν καρφωμένο σε κείνο το σκιερό όγκο μπροστά του.

Δεξιά κι αριστερά του ξάπλωναν Σκοτεινόφιλοι και Τρόλοκ, αλλά κάποτε είχε δει τον Ταμ να πλησιάζει τόσο κοντά ένα ελάφι, σου παραλίγο θα ακουμπούσε το πλευρό του, πριν το ζώο το βάλει στα πόδια· ο Ραντ είχε προσπαθήσει να πάρει μαθήματα από τον Ταμ. Τρέλα! Η σκέψη πέρασε γοργά, αμυδρή, σχεδόν άπιαστη. Είναι τρέλα! Σου-’στρι-ψε! Αμυδρές σκέψεις· σκέψεις κάποιου άλλου.

Αργά, σιωπηλά, πλησίασε έρποντας εκείνη τη μοναδική σκιά, και άπλωσε το χέρι του. Άγγιξε περίτεχνα χαράγματα, δουλεμένα σε χρυσό. Αυτό ήταν το κιβώτιο που φύλαγε το Κέρας του Βαλίρ. Το χέρι του άγγιξε κάτι άλλο στο καπάκι. Το εγχειρίδιο, με τη λεπίδα γυμνή. Στο σκοτάδι, τα μάτια του γούρλωσαν. Ξαναφέρνοντας στο νου του τι είχε πάθει ο Ματ, τινάχτηκε πίσω, και το κενό σάλεψε με την ταραχή του.

Ο άνδρας που κοιμόταν εκεί δίπλα —ούτε δυο απλωσιές από το κιβώτιο· κανείς άλλος δεν ξάπλωνε τόσο κοντά— μούγκρισε στον ύπνο του και σπαρτάρισε στις κουβέρτες του. Ο Ραντ άφησε το κενό να παρασύρει τις σκέψεις και το φόβο του. Μουρμουρίζοντας ανήσυχα στον ύπνο του, ο άνδρας ηρέμησε.

Ο Ραντ άπλωσε πάλι το χέρι στο εγχειρίδιο, χωρίς να το αγγίξει. Στην αρχή δεν είχε βλάψει τον Ματ. Τουλάχιστον όχι πολύ· κι όχι γρήγορα. Με μια σβέλτη κίνηση πήρε το εγχειρίδιο, το έχωσε στη ζώνη του, και τράβηξε αμέσως το χέρι του· ίσως να ήταν καλύτερα αν άγγιζε όσο το δυνατόν λιγότερο το γυμνό του δέρμα. Ίσως να ήταν έτσι, και ο Ματ θα πέθαινε χωρίς το εγχειρίδιο. Ο Ραντ το ένιωθε εκεί, ένα βάρος που τον τραβούσε προς κάτω, που τον πλάκωνε. Αλλά στο κενό οι αισθήσεις ήταν μακρινές όσο και οι σκέψεις, και η αίσθηση του εγχειριδίου ξεθώριασε κι έγινε κάτι στο οποίο ήταν συνηθισμένος.

Έχασε μονάχα μια στιγμή ακόμα κοιτάζοντας το κιβώτιο, το οποίο το τύλιγαν οι σκιές — το Κέρας έπρεπε να είναι μέσα, αλλά δεν ήξερε πώς να το ανοίξει και δεν μπορούσε να το σηκώσει μόνος του— και μετά έψαξε με το βλέμμα τον Λόιαλ. Βρήκε τον Ογκιρανό ζαρωμένο λίγο πιο πίσω, με το ογκώδες κεφάλι του να γυρνά από τους ανθρώπους Σκοτεινόφιλους στους Τρόλοκ. Ακόμα και μέσα στην νύχτα, ήταν φανερό ότι τα μάτια του ήταν όσο πιο ορθάνοιχτα γινόταν· στο φως του φεγγαριού έμοιαζαν μεγάλα σαν δίσκοι. Ο Ραντ έπιασε το χέρι του Λόιαλ.

Ο Ογκιρανός ξαφνιάστηκε και άφησε μια κοφτή κραυγή. Ο Ραντ έφερε το δάχτυλο στα χείλη, ακούμπησε το χέρι του Λόιαλ στο κιβώτιο και προσποιήθηκε ότι το σήκωνε. Για μια στιγμή —του φάνηκε ότι είχε κρατήσει παντοτινά, εκεί στη νύχτα, με Σκοτεινόφιλους και Τρόλοκ ολόγυρα· δεν κράτησε πάνω από μερικούς χτύπους της καρδιάς— ο Λόιαλ τον κοίταξε ακίνητος. Έπειτα, αργά, αγκάλιασε το χρυσό κιβώτιο και σηκώθηκε. Όπως το έκανε, έμοιαζε πανεύκολο.

Με μεγάλη προσοχή, ακόμα πιο προσεκτικά απ’ όσο πριν που ερχόταν, ο Ραντ ξεκίνησε για να βγουν από το στρατόπεδο, πίσω από τον Λόιαλ και το κιβώτιο. Είχε και τα δύο χέρια στο σπαθί του και παρακολουθούσε τους κοιμισμένους Σκοτεινόφιλους και τις ασάλευτες μορφές των Τρόλοκ. Όπως απομακρύνονταν, οι σκιερές εκείνες μορφές υποχωρούσαν και τις κατάπινε το σκοτάδι. Σχεδόν ξεφύγαμε. Τα καταφέραμε!

Ο άνδρας που κοιμόταν κοντά στο κιβώτιο ξαφνικά ανακάθισε με μια στριγκή κραυγή, και μετά σηκώθηκε απότομα. «Χάθηκε! Ξυπνήστε, τομάρια! Χάάθηκεε!» Η φωνή του Φάιν· ακόμα και μέσα στο κενό, ο Ραντ την αναγνώρισε. Οι άλλοι πάσχισαν να σηκωθούν, και οι Σκοτεινόφιλοι και οι Τρόλοκ, ρωτώντας με φωνές τι είχε γίνει, μουγκρίζοντας και γρυλίζοντας. Η φωνή του Φάιν υψώθηκε, έγινε ουρλιαχτό. «Ξέρω ότι είσαι εσύ, αλ’Θορ! Μου κρύβεσαι, αλλά ξέρω ότι είσαι εκεί! Βρείτε τον! Βρείτε τον! Αλ’Θοοοορ!» Άνθρωποι και Τρόλοκ σκόρπισαν προς όλες τις κατευθύνσεις.

Ο Ραντ, τυλιγμένος στην αδειανωσύνη, συνέχισε να προχωρά. Το σαϊντίν, που το είχε ξεχάσει από τη στιγμή που είχαν μπει στο στρατόπεδο, τώρα τον τραβούσε.

«Δεν μπορεί να μας δει», ψιθύρισε ο Λόιαλ. «Όταν φτάσουμε στα άλογα—»

Ένας Τρόλοκ βγήκε από το σκοτάδι και τους όρμησε, μ’ ένα άγριο αετίσιο ράμφος σ’ ένα ανθρώπινο πρόσωπο, εκεί που θα έπρεπε να είναι το στόμα κατ η μύτη, ανεμίζοντας ένα σπαθί όμοιο με δρεπάνι, που σφύριζε στον αέρα.

Ο Ραντ κινήθηκε δίχως σκέψη. Ήταν ένα με τη λεπίδα. Η Γάτα Χορεύει στον Τοίχο. Ο Τρόλοκ έπεσε τσιρίζοντας, ξανατσίριξε πεθαίνοντας.

«Τρέξε, Λόιαλ!» διέταξε ο Ραντ. Το σαϊντίν τον καλούσε. «Τρέξε!»

Κατάλαβε αμυδρά μόνο τον Λόιαλ, ο οποίος άρχιζε να τρέχει αδέξια, όμως ένας ακόμα Τρόλοκ βγήκε από τη νύχτα, με μουσούδα κάπρου και χαυλιόδοντες, υψώνοντας πέλεκυ με αιχμή. Με μια ανάλαφρη κίνηση, ο Ραντ χώθηκε ανάμεσα στον Τρόλοκ και τον Ογκιρανό· ο Λόιαλ έπρεπε να ξεφύγει μαζί με το κιβώτιο. Ο Τρόλοκ τον πλησίασε, γυμνώνοντας τα δόντια απειλητικά, με τους ώμους και το κεφάλι να ξεπερνούν το ύψος του Ραντ, με σώμα σχεδόν μισή φορά φαρδύτερο. Ο Αυλικός Κουνά τη Βεντάλια του. Λυτή τη φορά δεν ακούστηκε κραυγή. Προχώρησε ανάποδα πίσω από τον Λόιαλ, παρακολουθώντας τη νύχτα. Το σαϊντίν του τραγουδούσε, ένα τραγούδι τόσο γλυκό. Η Δύναμη μπορούσε να τους κάψει όλους, να κάψει τον Φάιν και τους άλλους, να τους κάνει κάρβουνο. Όχι!

Κι άλλοι δύο Τρόλοκ, λύκος και κριάρι, με δόντια που γυάλιζαν και κέρατα γυριστά. Η Σαύρα στη Βάτο. Σηκώθηκε ανάλαφρα από το γόνατο που στηριζόταν, καθώς έπεφτε και ο δεύτερος, σχεδόν αγγίζοντας με τα κέρατά του τον ώμο του Ραντ. Το τραγούδι του σαϊντίν τον χάιδευε πλανευτικά, τον τραβούσε με χίλια μεταξωτά νήματα. Κάψε τους όλους με τη Δύναμη. Όχι. Όχι! Καλύτερα να πεθάνω παρά αυτό. Αν ήμουν νεκρός, Θα τελείωναν όλα.

Εμφανίστηκε μια ομάδα Τρόλοκ που έψαχναν διστακτικά. Τρεις, τέσσερις. Ξαφνικά ο ένας τους έδειξε τον Ραντ και άφησε ένα ουρλιαχτό, και οι υπόλοιποι απάντησαν καθώς ορμούσαν.

«Ας τελειώνουμε!» φώναξε ο Ραντ, και έτρεξε να τους ανταμώσει.

Για μια στιγμή, ξαφνιάστηκαν κι έκοψαν ταχύτητα, και μετά προχώρησαν με λαρυγγώδεις κραυγές, όλο χαρά και δίψα για αίμα, με υψωμένα τα σπαθιά και τους πέλεκεις. Ο Ραντ χόρεψε ολόγυρά τους με το τραγούδι του σαϊντίν. Το Κολιμπρί Φιλά το Ρόδο. Τόσο πανούργο εκείνο το τραγούδι, που τον γέμιζε. Η Γάτα στην Καυτή Άμμο. Το σπαθί έμοιαζε ζωντανό στα χέρια του, διαφορετικό από κάθε άλλη φορά, και ο Ραντ πολέμησε σαν να μπορούσε η λεπίδα με το σήμα του ερωδιού να κρατήσει το σαϊντίν μακριά του. Ο Ερωδιός Απλώνει τα Φτερά του.

Ο Ραντ κοίταξε τις ακίνητες μορφές στο έδαφος γύρω του. «Προτιμότερος ο θάνατος», μουρμούρισε. Σήκωσε το βλέμμα, στο λόφο όπου ήταν το στρατόπεδο. Εκεί ήταν ο Φάιν, και οι Σκοτεινόφιλοι, κι άλλοι Τρόλοκ. Παραήταν πολλοί για να τα βάλει μαζί τους. Παραήταν πολλοί για να τους αντιμετωπίσει και να βγει ζωντανός. Έκανε ένα βήμα προς τα κει. Άλλο ένα.

«Ραντ, έλα!» Το αγωνιώδες, ψιθυριστά κάλεσμα του Λόιαλ διέσχισε την αδειανωσύνη και τον έφτασε. «Για τη ζωή και το Φως, Ραντ, έλα!»

Ο Ραντ έσκυψε για να σκουπίσει με προσοχή τη λεπίδα του στο πανωφόρι ενός Τρόλοκ. Έπειτα, με μια τελετουργική κίνηση, σαν να τον παρακολουθούσε ο Λαν στο μάθημα, το έχωσε στη θήκη.

«Ραντ!»

Σαν να μην υπήρχε καμιά βιασύνη, ο Ραντ πλησίασε τον Λόιαλ στα άλογα. Ο Ογκιρανός έδενε το χρυσό κιβώτιο πάνω στη σέλα του με λουριά από τα σακίδιά του. Ο μανδύας του ήταν βαλμένος από κάτω για να ισορροπεί το κιβώτιο στη στρογγυλεμένη θέση της σέλας.

Το σαϊντίν δεν τραγουδούσε πια. Ήταν εκεί, αυτή η λάμψη που ανακάτωνε το στομάχι, αλλά έμενε απόμακρο, σαν να το είχε απωθήσει ο Ραντ. Απορώντας, άφησε το κενό να εξαφανιστεί. «Νομίζω ότι τρελαίνομαι», είπε. Καταλαβαίνοντας ξαφνικά πού βρίσκονταν, κοίταξε πίσω, εκεί απ’ όπου είχαν έρθει. Κραυγές και ουρλιαχτά ακούγονταν από αρκετές κατευθύνσεις· έδειχναν έρευνα, όχι καταδίωξη. Ακόμα. Ανέβηκε στην πλάτη του Κοκκινοτρίχη.

«Μερικές φορές δεν καταλαβαίνω ούτε τα μισά απ’ όσα λες», είπε ο Λόιαλ. «Αν πρέπει να τρελαθείς, θα μπορούσες τουλάχιστον να περιμένεις, ώσπου να γυρίσουμε στην Αρχόντισσα Σελήνη και τον Χούριν;»

«Πώς θα ανέβεις στο άλογο, τώρα που έβαλες το κιβώτιο στη σέλα σου;»

«Θα τρέξω!» Ο Ογκιρανός δικαίωσε τα λόγια του αρχίζοντας να τρέχει γοργά, τραβώντας πίσω του το άλογο από τα γκέμια. Ο Ραντ τον ακολούθησε.

Ο Λόιαλ έτρεχε όσο γρήγορα μπορούσαν να τροχάσουν τα άλογα. Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι ο Ογκιρανός δεν θα άντεχε για πολύ, αλλά τα πόδια του Λόιαλ κρατούσαν. Ο Ραντ συμπέρανε πως ο Λόιαλ έλεγε αλήθεια, τότε που είχε πει κομπάζοντας ότι μια φορά είχε παραβγεί με άλογο. Πού και πού ο Ογκιρανός κοίταζε πίσω του καθώς έτρεχε, αλλά οι φωνές των Σκοτεινόφιλων και τα ουρλιαχτά των Τρόλοκ χάνονταν στο βάθος.

Ακόμα κι όταν το έδαφος άρχισε να ανηφορίζει, ο ρυθμός του Λόιαλ δεν άλλαξε, και ο Ογκιρανός μπήκε τρέχοντας στο στρατόπεδό τους στη βουνοπλαγιά, απλώς βαριανασαίνοντας.

«Το πήρατε». Η φωνή της Σελήνης έδειχνε αγαλλίαση, καθώς το βλέμμα της άγγιζε το περίτεχνα στολισμένο κιβώτιο στη σέλα του Λόιαλ. Φορούσε πάλι το δικό της φόρεμα· του Ραντ του φαινόταν κάτασπρο σαν χιόνι. «Ήξερα ότι θα διαλέξεις το σωστό. Μπορώ... να ρίξω μια ματιά;»

«Σας ακολούθησε κανείς, Άρχοντά μου;» ρώτησε ανήσυχα ο Χούριν. Κοίταξε το κιβώτιο με δέος, αλλά το βλέμμα του στράφηκε στη νύχτα, χαμηλά στο βουνό. «Αν σας ακολούθησαν, πρέπει να φύγουμε γρήγορα».

«Δεν νομίζω. Πήγαινε στην προεξοχή και κοίτα αν φαίνεται κάτι». Ο Ραντ κατέβηκε από τη σέλα του, καθώς ο Χούριν ανηφόριζε τρέχοντας την πλαγιά. «Σελήνη, δεν ξέρω πώς να ανοίξω το κιβώτιο. Λόιαλ, ξέρεις εσύ;» Ο Ογκιρανός κούνησε το κεφάλι.

«Άσε εμένα να δοκιμάσω...» Ακόμα και για μια γυναίκα του ύψους της, το κιβώτιο παραήταν ψηλά. Άπλωσε το χέρι της για να αγγίξει τα λεπτοδουλεμένα χαράγματα στο κιβώτιο, τα διέτρεξε με τα δάχτυλά της, πίεσε. Ακούστηκε ένα κλικ και η Σελήνη σήκωσε το καπάκι και το άφησε να γείρει πίσω.

Καθώς στεκόταν στις μύτες των ποδιών της για να βάλει το χέρι μέσα, ο Ραντ άπλωσε το δικό του πάνω από το ώμο της και έβγαλε το Κέρας του Βαλίρ. Το είχε δει άλλη μια φορά, αλλά δεν το είχε αγγίξει ποτέ. Αν και ήταν όμορφα φτιαγμένο, δεν έμοιαζε σαν κάτι που είχε μεγάλη ηλικία ή μεγάλη δύναμη. Ένα καμπυλωμένο χρυσό κέρας, το οποίο άστραφτε στο αμυδρό φως, με ασημένια χαραγμένα γράμματα, που κυλούσαν γύρω από το άνοιγμά του. Άγγιξε τα παράξενα γράμματα μ’ ένα δάχτυλο. Καθρέφτιζαν το φεγγάρι.

«Τία μι άβεν Μοριντίν ισάιντε βαντίν», είπε η Σελήνη. «‘Ο τάφος δεν είναι εμπόδιο στο κάλεσμά μου’. Θα γίνεις πιο σπουδαίος κι από τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο».

«Θα το πάω στο Σίναρ, στον Άρχοντα Άγκελμαρ». Θα έπρεπε να το πάω στην Ταρ Βάλον, σκέφτηκε, αλλά δεν ξαναμπλέκω με Άες Σεντάι. Ας τους το πάνε ο Άγκελμαρ ή ο Ίνγκταρ. Ξανάβαλε το Κέρας στο κιβώτιο· αυτό καθρέφτιζε το φως του φεγγαριού, τραβούσε το βλέμμα.

«Αυτό είναι τρέλα», είπε η Σελήνη.

Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα ακούγοντας τη λέξη. «Τρέλα ή όχι, αυτό θα κάνω. Σου είπα, Σελήνη, δεν θέλω μεγαλεία. Εκεί πέρα, μου φάνηκε ότι ήθελα. Για μια στιγμή, μου φάνηκε ότι ήθελα πράγματα που...» Φως μου, είναι τόσο όμορφη. Η Εγκουέν. Η Σελήνη. Είμαι ανάξιος και για τις δύο. «Κάτι φάνηκε να με αρπάζει». Το σαϊντίν με πλησίασε, αλλά εγώ το έδιωξα με το σπαθί. Ή μήπως είναι κι αυτό τρελό; Ανάσανε βαθιά. «Το Κέρας του Βαλίρ ανήκει στο Σίναρ. Κι αν δεν ανήκει εκεί, ο Άρχοντας Άγκελμαρ θα ξέρει τι να το κάνει».

Ο Χούριν φάνηκε όπως κατέβαινε. «Η φωτιά φάνηκε πάλι, Άρχοντα Ραντ, τώρα είναι μεγάλη και δυνατή. Και μου φάνηκε ότι άκουσα φωνές. Κάτω στους λόφους. Νομίζω πως ακόμα δεν άρχισαν ν’ ανεβαίνουν στο βουνό».

«Με παρεξήγησες, Ραντ», είπε η Σελήνη. «Τώρα δεν μπορείς να κάνεις πίσω. Δεν έχει γυρισμό. Αυτοί οι Φίλοι του Σκότους δεν θα σηκωθούν να φύγουν έτσι απλά επειδή τους πήρες το Κέρας. Κάθε άλλο. Αν δεν ξέρεις τρόπο να τους σκοτώσεις όλους, θα σε κυνηγήσουν, όπως τους κυνήγησες εσύ πριν».

«Όχι!» Ο Λόιαλ και ο Χούριν κοίταζαν ξαφνιασμένοι τον Ραντ μετά από αυτή τη φλογερή άρνηση. Ο Ραντ συνέχισε πιο ήρεμα. «Δεν ξέρω τρόπο να τους σκοτώσω όλους. Θα ζήσουν για πάντα, αν εξαρτάται από μένα».

Τα μακριά μαλλιά της Σελήνης κυμάτισαν, καθώς κουνούσε το κεφάλι της. «Τότε δεν μπορείς να πας πίσω, μόνο να προχωρήσεις μπροστά. Θα φτάσεις πιο σύντομα στην ασφάλεια των τειχών της Καιρχίν παρά πίσω στο Σίναρ. Η σκέψη ότι θα περάσεις μερικές μέρες ακόμα συντροφιά μου σου φαίνεται τόσο απεχθής;»

Ο Ραντ κοίταζε το κιβώτιο. Η συντροφιά της Σελήνης ήταν κάθε άλλο παρά κουραστική, αλλά κοντά της, άθελα του, σκεφτόταν πράγματα που δεν έπρεπε. Πάντως, αν προσπαθούσαν να πάνε βόρεια, αυτό σήμαινε ότι θα ρίσκαραν να βρουν τον Φάιν και τη συνοδεία του. Σ’ αυτό η Σελήνη είχε δίκιο. Ο Φάιν ποτέ δεν θα τα παρατούσε. Ούτε και ο Ίνγκταρ θα τα παρατούσε. Αν ο Ίνγκταρ ερχόταν από τα νότια —ο Ραντ δεν μπορούσε να φανταστεί για ποιο λόγο θα λοξοδρόμιζε— τότε θα έφτανε στην Καιρχίν, κάποια στιγμή.

«Στην Καιρχίν», συμφώνησε. «Θα πρέπει να μου δείξεις πού μένεις, Σελήνη, Δεν έχω ξαναπάει στην Καιρχίν». Άπλωσε το χέρι για να κλείσει το κιβώτιο.

«Πήρες τίποτα άλλο από τους Φίλους του Σκότους;» είπε η Σελήνη. «Νωρίτερα είχες μιλήσει για ένα εγχειρίδιο».

Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω; Άφησε το κιβώτιο όπως ήταν και τράβηξε το εγχειρίδιο από τη ζώνη του. Η γυμνή λεπίδα κύρτωνε σαν κέρατο και τα προστατευτικά καλύμματα της λαβής είχαν μορφή ερπετών. Στη λαβή, ένα ρουμπίνι μεγάλο σαν το νύχι του έπαιζε σαν κακό μάτι στο φως του φεγγαριού. Αν και ήταν έτσι στολισμένο, παρ’ όλο που ο Ραντ ήξερε ότι ήταν μολυσμένο, δεν το ένιωθε διαφορετικό από άλλα μαχαίρια.

«Πρόσεχε», είπε η Σελήνη. «Μην κοπείς».

Ο Ραντ ένιωσε μέσα του ρίγος. Αν ήταν επικίνδυνο ακόμα και όταν απλώς το μετέφερες, δεν ήθελε να μάθει τι θα γινόταν αν σ’ έκοβε. «Αυτό εδώ είναι από τη Σαντάρ Λογκόθ», είπε στους άλλους. «Παρασέρνει όποιον το κρατά για καιρό, τον μολύνει ως το κόκαλο, όπως είναι μολυσμένη η Σαντάρ Λογκόθ. Χωρίς Θεραπεία από τις Άες Σεντάι, αυτό το μόλυσμα στο τέλος σκοτώνει».

«Αυτό λοιπόν είναι που βασανίζει τον Ματ», είπε χαμηλόφωνα ο Λόιαλ. «Δεν το είχα υποψιαστεί». Ο Χούριν κοίταζε το εγχειρίδιο στο χέρι του Ραντ και σκούπισε τα χέρια του στο πανωφόρι του. Ο μυριστής φαινόταν κατσούφης.

«Κανείς μας δεν πρέπει να το κρατήσει παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται», συνέχισε ο Ραντ. «Θα βρω τρόπο να το μεταφέρω—»

«Είναι επικίνδυνο». Η Σελήνη κοίταζε συνοφρυωμένη τη λεπίδα, σαν τα φίδια να ήταν πραγματικά, και μάλιστα δηλητηριώδη. «Πέταξε το. Παράτα το, ή θάψε το, αν θέλεις να μην πέσει σε άλλα χέρια, αλλά ξεφορτώσου το».

«Το χρειάζεται ο Ματ», είπε ο Ραντ αποφασισμένα.

«Είναι πολύ επικίνδυνο. Το είπες και μόνος σου».

«Το χρειάζεται. Η Άμ... η Άες Σεντάι είπε ότι το θέλει για να τον Θεραπεύσει, αλλιώς ο Ματ θα πεθάνει». Ακόμα τον κρατάνε μ’ ένα νήμα, αλλά αυτό το εγχειρίδιο θα το κόψει. Μέχρι να το ξεφορτωθεί, μαζί και το Κέρας του Βαλίρ, μ’ έχουν δεμένο και μένα, αλλά δεν θα χορέψω, όσο κι αν τραβάνε το νήμα.

Ακούμπησε το εγχειρίδιο στο κιβώτιο, μέσα στο βρόχο του Κέρατος —μόλις που έφτανε ο χώρος— και κατέβασε το καπάκι. Αυτό κλείδωσε μ’ ένα ξερό κρότο. «Αυτό θα μας προστατεύσει». Ήλπισε να ήταν έτσι. Ο Λαν έλεγε ότι η ώρα για να δείξεις τη μεγαλύτερη σιγουριά ήταν όταν αισθανόσουν τη μικρότερη βεβαιότητα.

«Το κιβώτιο σίγουρα θα μας προστατεύσει», είπε πνιχτά η Σελήνη. «Και τώρα θα κοιμηθώ όση ώρα έμεινε μέχρι να ξημερώσει».

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. «Είμαστε πολύ κοντά. Μερικές φορές ο Φάιν δείχνει ότι μπορεί να με βρίσκει».

«Αναζήτησε την Ενότητα, αν φοβάσαι», είπε η Σελήνη.

«Όταν φέξει, θέλω να είμαστε όσο γίνεται πιο μακριά από τους Σκοτεινόφιλους. Θα σελώσω τη φοράδα σου».

«Πεισματάρη!» Φαινόταν θυμωμένη, και όταν αυτός την κοίταξε, το στόμα της είχε ένα χαμόγελο, που άφηνε το βλέμμα της σκοτεινό. «Οι πεισματάρηδες άνδρες είναι οι καλύτεροι, αρκεί πρώτα...» Η φωνή της έσβησε, κι αυτό τον ανησύχησε. Οι γυναίκες συχνά άφηναν πράγματα χωρίς να τα πουν, και με την περιορισμένη εμπειρία του έβλεπε ότι αυτό που δεν έλεγαν σ’ έβαζε συχνά στις μεγαλύτερες φασαρίες. Η Σελήνη τον παρακολουθούσε σιωπηλή, καθώς έβαζε τη σέλα της στη ράχη της φοράδας και έσκυβε να σφίξει τα λουριά.


«Μάζεψέ τους όλους!» γρύλισε ο Φάιν. Ο Τρόλοκ με την τραγίστα μουσούδα έκανε πίσω. Η φωτιά, που τώρα ήταν γεμάτη στοιβαγμένα ξύλα, φώτιζε την κορυφή του λόφου με σκιές που τρεμόπαιζαν. Οι άνθρωποι της συνοδείας του ήταν κουλουριασμένοι κοντά στην κάψα της, καθώς φοβούνταν να είναι εκεί στο σκοτάδι μαζί με τους υπόλοιπους Τρόλοκ. «Μάζεψέ τους όλους, κι αν σκεφτεί κανείς να το σκάσει, πείτε του ότι θα πάθει ό,τι κι αυτός εδώ», Έκανε νόημα στον πρώτο Τρόλοκ που του είχε φέρει τα νέα ότι ο αλ’Θορ δεν βρισκόταν πουθενά. Ο Τρόλοκ ακόμα δάγκωνε το χώμα, που είχε λασπώσει από το ίδιο του το αίμα, ενώ οι οπλές του έσκαβαν αυλάκια καθώς τινάζονταν. «Φύγε», ψιθύρισε ο Φάιν, και ο τραγοπρόσωπος Τρόλοκ χάθηκε στο σκοτάδι.

Ο Φάιν κοίταξε περιφρονητικά τους άλλους ανθρώπους -Θα μου φανούν χρήσιμοι κάποια στιγμή— και μετά γύρισε και κοίταξε μέσα στη νύχτα, προς το Μαχαίρι του Σφαγέα. Ο αλ’Θορ ήταν εκεί πάνω, κάπου, στα βουνά. Με το Κέρας. Τα δόντια του έτριξαν δυνατά μ’ αυτή τη σκέψη. Δεν ήξερε πού ακριβώς, αλλά κάτι τον τραβούσε προς τα βουνά. Προς τον αλ’Θορ. Αυτό τουλάχιστον το μέρος του... δώρου... του Σκοτεινού ήταν ακόμα μέσα του. Δεν το σκεφτόταν σχεδόν καθόλου, προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, ώσπου ξαφνικά, όταν το Κέρας χάθηκε -Χάθηκε!— ο αλ’Θορ ήταν εκεί, τραβώντας τον, όπως το κρέας τραβά ένα πεινασμένο σκυλί.

«Δεν είμαι πια σκυλί. Όχι πια σκυλί!» Άκουσε τους άλλους να κουνιούνται ανήσυχοι γύρω από τη φωτιά, αλλά τους αγνόησε. «Θα πληρώσεις γι’ αυτό που έπαθα, αλ’Θορ! Ο κόσμος θα πληρώσει!» Κακάρισε μέσα στη νύχτα μ’ ένα τρελό γέλιο. «Ο κόσμος θα πληρώσει!»

Загрузка...