1 Στην αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν προς το Θεό, και Θεός ήταν ο Λόγος. 2 Αυτός ήταν στην αρχή προς το Θεό. 3 Τα πάντα μέσω αυτού έγιναν, και χωρίς αυτόν δεν έγινε ούτε ένα απ’ ό,τι έχει γίνει. 4 Μέσα σε αυτόν ήταν ζωή, και η ζωή ήταν το φως των ανθρώπων. 5 Και το φως μέσα στο σκοτάδι φέγγει και το σκοτάδι δεν κυρίεψε αυτό. 6 Ήταν ένας άνθρωπος από το Θεό απεσταλμένος· το όνομά του Ιωάννης. 7 Αυτός ήρθε για μαρτυρία, να μαρτυρήσει για το φως, για να πιστέψουν όλοι μέσω αυτού. 8 Εκείνος δεν ήτανε το φως, αλλά ήρθε να μαρτυρήσει για το φως. 9 Ήταν το φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο, το οποίο ερχότανε στον κόσμο. 10 Μέσα στον κόσμο ήτανε κι ο κόσμος μέσω αυτού έγινε, αλλά ο κόσμος δεν τον γνώρισε. 11 Στους δικούς του ήρθε, αλλά οι δικοί του δεν τον παράλαβαν. 12 Όσοι όμως έλαβαν αυτόν, σ’ αυτούς έδωσε εξουσία τέκνα Θεού να γίνουν· σ’ όσους πιστεύουν στ’ όνομά του, 13 που όχι από αίματα, ούτε από σάρκας θέλημα ούτε από θέλημα άντρα, αλλ’ από το Θεό γεννήθηκαν. 14 Και ο Λόγος σάρκα έγινε και κατασκήνωσε ανάμεσά μας, και είδαμε με θαυμασμό τη δόξα του, δόξα όπως ενός μονογενούς από τον Πατέρα, πλήρης από χάρη και αλήθεια. 15 Ο Ιωάννης μαρτυρεί γι’ αυτόν και έχει φωνάξει λέγοντας: «Αυτός ήταν για τον οποίο είπα: “Εκείνος που έρχεται πίσω από μένα μπροστά από μένα έχει υπάρξει γιατί μου ήταν πρώτος”». 16 Γιατί από το πλήρωμά του όλοι εμείς ελάβαμε, και χάρη στη θέση χάρης. 17 Γιατί ο νόμος δόθηκε μέσω του Μωυσή, η χάρη και η αλήθεια έγιναν μέσω του Ιησού Χριστού. 18 Το Θεό ως τώρα κανείς δεν έχει δει ποτέ. Ο μονογενής Θεός που είναι στην αγκαλιά μέσα του Πατέρα, εκείνος εξήγησε αυτόν.
19 Και αυτή είναι η μαρτυρία του Ιωάννη, όταν απέστειλαν προς αυτόν οι Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα ιερείς και Λευίτες, για να τον ρωτήσουν: «Εσύ ποιος είσαι;» 20 Και ομολόγησε και δεν το αρνήθηκε, αλλά ομολόγησε: «Εγώ δεν είμαι ο Χριστός». 21 Τότε τον ρώτησαν: «Τι είσαι λοιπόν; Εσύ είσαι ο Ηλίας;» Και λέει: «Δεν είμαι». «Ο προφήτης είσαι εσύ;» Και αποκρίθηκε: «Όχι». 22 Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Ποιος είσαι; Για να δώσουμε απόκριση σ’ αυτούς που μας έστειλαν. Τι λες για τον εαυτό σου;» 23 Εκείνος είπε: «Εγώ είμαι φωνή ενός που φωνάζει δυνατά στην έρημο: “ισιώστε την οδό του Κυρίου”, καθώς είπε ο Ησαΐας ο προφήτης». 24 Και ήταν μερικοί αποσταλμένοι από την παράταξη των Φαρισαίων. 25 Τότε τον ρώτησαν και του είπαν: «Γιατί λοιπόν βαφτίζεις, αν εσύ δεν είσαι ο Χριστός ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης;» 26 Τους αποκρίθηκε ο Ιωάννης λέγοντας: «Εγώ βαφτίζω σε νερό. Στο μέσο σας έχει σταθεί αυτός που εσείς δεν ξέρετε, 27 που έρχεται πίσω από μένα, του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το λουρί του υποδήματός του». 28 Αυτά έγιναν στη Βηθανία πέρα από τον Ιορδάνη, όπου βάφτιζε συνέχεια ο Ιωάννης.
29 Την επόμενη ημέρα βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησού να έρχεται προς αυτόν και λέει: «Να ο αμνός του Θεού που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου. 30 Αυτός είναι για τον οποίο εγώ είπα: “ Πίσω από μένα έρχεται ένας άντρας που μπροστά από μένα έχει υπάρξει, γιατί μου ήταν πρώτος”. 31 Και εγώ δεν τον ήξερα, αλλά για να φανερωθεί στο λαό Ισραήλ, γι’ αυτό εγώ ήρθα βαφτίζοντας στο νερό». 32 Και έδωσε μαρτυρία ο Ιωάννης, λέγοντας: «Έχω δει το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν περιστέρι από τον ουρανό, και έμεινε πάνω σ’ αυτόν. 33 Κι εγώ δεν τον ήξερα, αλλά εκείνος που με έστειλε να βαφτίζω σε νερό, εκείνος μου είπε: “Πάνω σ’ όποιον δεις το Πνεύμα να κατεβαίνει και να μένει πάνω του, αυτός είναι που βαφτίζει σε Πνεύμα Άγιο”. 34 Κι εγώ έχω δει και έχω μαρτυρήσει ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού».
35 Την επόμενη ημέρα πάλι, είχε σταθεί ο Ιωάννης και δύο από τους μαθητές του. 36 Κοίταξε καλά τότε τον Ιησού που περπατούσε και λέει: «Να ο αμνός του Θεού». 37 Και άκουσαν οι δύο μαθητές αυτόν να μιλά και ακολούθησαν τον Ιησού. 38 Στράφηκε τότε ο Ιησούς και, όταν τους είδε να τον ακολουθούν, τους λέει: «Τι ζητάτε;» Εκείνοι του είπαν: «Ραβί – που όταν ερμηνεύεται λέγεται Δάσκαλε – πού μένεις;» 39 Τους λέει: «Ελάτε και θα δείτε». Ήρθαν, λοιπόν, και είδαν που μένει, και έμειναν κοντά του εκείνη την ημέρα. Η ώρα ήταν περίπου τέσσερις το απόγευμα. 40 Ήταν ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνα Πέτρου, ένας από τους δύο που άκουσαν από τον Ιωάννη και τον ακολούθησαν. 41 Αυτός βρίσκει πρώτα τον αδελφό το δικό του, το Σίμωνα, και του λέει: «Βρήκαμε το Μεσσία» – που όταν ερμηνεύεται σημαίνει Χριστός. 42 Τον έφερε τότε προς τον Ιησού. Ο Ιησούς τον κοίταξε μέσα στα μάτια και είπε: «Εσύ είσαι ο Σίμωνας, ο γιος του Ιωάννη· εσύ θα κληθείς Κηφάς» – που ερμηνεύεται Πέτρος.
43 Την επόμενη ημέρα θέλησε να εξέλθει στη Γαλιλαία και βρίσκει το Φίλιππο. Και ο Ιησούς τού λέει: «Ακολούθα με». 44 Ήταν, λοιπόν, ο Φίλιππος από τη Βηθσαϊδά, από την πόλη του Ανδρέα και του Πέτρου. 45 Βρίσκει ο Φίλιππος το Ναθαναήλ και του λέει: «Αυτόν που έγραψε ο Μωυσής στο νόμο, και οι προφήτες, τον βρήκαμε: είναι ο Ιησούς, γιος του Ιωσήφ, που είναι από τη Ναζαρέτ». 46 Και ο Ναθαναήλ τού είπε: «Από τη Ναζαρέτ δύναται να είναι κάτι αγαθό;» Του λέει ο Φίλιππος: «Έλα και δες». 47 Ο Ιησούς είδε το Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και λέει γι’ αυτόν: «Να, αληθινά, ένας Ισραηλίτης μέσα στον οποίο δεν υπάρχει δόλος». 48 Του λέει ο Ναθαναήλ: «Από πού με γνωρίζεις;» Ο Ιησούς αποκρίθηκε και του είπε: «Σε είδα προτού ο Φίλιππος σε φωνάξει, ενώ ήσουν κάτω από τη συκιά». 49 Ο Ναθαναήλ του αποκρίθηκε: «Ραβί, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ». 50 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και του είπε: «Επειδή σου είπα ότι σε είδα κάτω από τη συκιά, πιστεύεις; Θα δεις μεγαλύτερα από αυτά». 51 Και του λέει: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, θα δείτε τον ουρανό ανοιγμένο και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του ανθρώπου».
1 Και την ημέρα την τρίτη, έγινε γάμος στην Κανά της Γαλιλαίας, και η μητέρα του Ιησού ήταν εκεί. 2 Προσκάλεσαν τότε και τον Ιησού και τους μαθητές του στο γάμο. 3 Και επειδή στερήθηκαν το κρασί, λέει η μητέρα του Ιησού προς αυτόν: «Κρασί δεν έχουν». 4 Και ο Ιησούς λέει σ’ αυτήν: «Τι κοινό έχουμε εγώ κι εσύ γυναίκα; Ακόμα δεν έχει έρθει η ώρα μου». 5 Η μητέρα του λέει στους διακόνους: «Ό,τι σας λέει κάντε». 6 Ήταν λοιπόν εκεί έξι λίθινες υδρίες, που κείτονταν σύμφωνα με το έθιμο του καθαρισμού των Ιουδαίων, και χωρούσαν η καθεμία από ογδόντα ως εκατόν είκοσι λίτρα. 7 Ο Ιησούς λέει σ’ αυτούς: «Γεμίστε τις υδρίες με νερό». Και τις γέμισαν έως πάνω. 8 Τότε τους λέει: «Αντλήστε τώρα και φέρτε στον αρχιτρίκλινο». Εκείνοι του έφεραν. 9 Μόλις, λοιπόν, γεύτηκε ο αρχιτρίκλινος το νερό που είχε γίνει κρασί και δεν ήξερε από πού είναι – ενώ οι διάκονοι που είχαν αντλήσει το νερό ήξεραν – ο αρχιτρίκλινος φωνάζει το γαμπρό 10 και του λέει: «Κάθε άνθρωπος θέτει στο τραπέζι πρώτα το καλό κρασί και, όταν μεθύσουν, το κατώτερο. Εσύ έχεις φυλάξει το καλό κρασί ως τώρα». 11 Αυτήν την αρχή των θαυματουργικών σημείων ο Ιησούς έκανε στην Κανά της Γαλιλαίας και φανέρωσε τη δόξα του, και πίστεψαν σ’ αυτόν οι μαθητές του. 12 Μετά από αυτό κατέβηκε στην Καπερναούμ αυτός και η μητέρα του και οι αδελφοί του και οι μαθητές του, και εκεί έμειναν όχι πολλές ημέρες.
13 Και ήταν κοντά το Πάσχα των Ιουδαίων, και ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα. 14 Και βρήκε μέσα στο ναό αυτούς που πουλούσαν βόδια και πρόβατα και περιστέρια, και τους αργυραμοιβούς να κάθονται. 15 Τότε, αφού έκανε φραγγέλιο από σχοινιά, όλους τους έβγαλε έξω από το ναό, και τα πρόβατα και τα βόδια, και σκόρπισε τα κέρματα των αργυραμοιβών και ανάτρεψε τα τραπέζια τους, 16 και σ’ εκείνους που πουλούν τα περιστέρια είπε: «Σηκώστε αυτά από εδώ· μην κάνετε τον οίκο του Πατέρα μου οίκο εμπορίου». 17 Οι μαθητές του θυμήθηκαν ότι είναι γραμμένο: Ο ζήλος για τον οίκο σου θα με καταφάει. 18 Έλαβαν το λόγο λοιπόν οι Ιουδαίοι και του είπαν: «Τι σημείο μας δείχνεις, επειδή κάνεις αυτά;» 19 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε: «Γκρεμίστε το ναό τούτο και μέσα σε τρεις ημέρες θα τον εγείρω». 20 Είπαν λοιπόν οι Ιουδαίοι: «Σε σαράντα έξι χρόνια οικοδομήθηκε ο ναός αυτός, κι εσύ θα τον εγείρεις μέσα σε τρεις ημέρες;» 21 Εκείνος όμως έλεγε για το ναό του σώματός του. 22 Όταν λοιπόν εγέρθηκε από τους νεκρούς, θυμήθηκαν οι μαθητές του ότι αυτό έλεγε, και πίστεψαν στη Γραφή και στο λόγο που είπε ο Ιησούς.
23 Καθώς λοιπόν ήταν στα Ιεροσόλυμα το Πάσχα κατά την εορτή, πολλοί πίστεψαν στο όνομά του, βλέποντας τα σημεία του που έκανε. 24 Αλλά ο ίδιος ο Ιησούς δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του σ’ αυτούς, γιατί αυτός τους γνώριζε όλους 25 και επειδή δεν είχε ανάγκη κάποιος να μαρτυρήσει σ’ αυτόν για τον οποιονδήποτε άνθρωπο. Γιατί αυτός γνώριζε τι ήταν μέσα στον άνθρωπο.
1 Υπήρχε τότε ένας άνθρωπος από τους Φαρισαίους, Νικόδημος ήταν το όνομά του, άρχοντας των Ιουδαίων. 2 Αυτός ήρθε προς αυτόν μια νύχτα και του είπε: «Ραβί, ξέρουμε ότι έχεις έρθει από το Θεό ως δάσκαλος. Γιατί κανείς δε δύναται να κάνει αυτά τα θαυματουργικά σημεία που εσύ κάνεις, αν δεν είναι ο Θεός μαζί του». 3 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και του είπε: «Αλήθεια, αλήθεια σου λέω, αν κάποιος δεν αναγεννηθεί, δε δύναται να δει τη βασιλεία του Θεού». 4 Ο Νικόδημος λέει προς αυτόν: «Πώς δύναται ένας άνθρωπος να γεννηθεί όταν είναι γέρος; Μήπως δύναται να εισέλθει στην κοιλιά της μητέρας του για δεύτερη φορά και να γεννηθεί;» 5 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σου λέω, αν κάποιος δε γεννηθεί από νερό και Πνεύμα, δε δύναται να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού. 6 Το γεννημένο από τη σάρκα είναι σάρκα, και το γεννημένο από το Πνεύμα είναι πνεύμα. 7 Μη θαυμάσεις επειδή σου είπα, “εσείς πρέπει να αναγεννηθείτε”. 8 Ο άνεμος πνέει όπου θέλει, και τη φωνή του την ακούς, αλλά δεν ξέρεις από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Έτσι είναι καθένας που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα». 9 Ο Νικόδημος αποκρίθηκε και του είπε: «Πώς δύνανται να γίνουν αυτά;» 10 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και είπε σ’ αυτόν: «Εσύ είσαι ο δάσκαλος του λαού Ισραήλ και δε γνωρίζεις αυτά; 11 Αλήθεια, αλήθεια σου λέω ότι μιλούμε γι’ αυτό που ξέρουμε και μαρτυρούμε γι’ αυτό που έχουμε δει, αλλά τη μαρτυρία μας δεν τη δέχεστε. 12 Αν τα επίγεια σας είπα και δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε αν σας πω τα επουράνια; 13 Και κανείς δεν έχει ανεβεί στον ουρανό παρά μόνο εκείνος που κατέβηκε από τον ουρανό, ο Υιός του ανθρώπου, [που είναι στον ουρανό]. 14 Και καθώς ο Μωυσής ύψωσε το φίδι στην έρημο, έτσι πρέπει να υψωθεί ο Υιός του ανθρώπου, 15 για να έχει ζωή αιώνια καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν. 16 Γιατί τόσο αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε τον Υιό του το μονογενή, για να μη χαθεί καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια. 17 Γιατί ο Θεός δεν απέστειλε τον Υιό στον κόσμο, για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος μέσω αυτού. 18 Όποιος πιστεύει σε αυτόν δεν κρίνεται. Όποιος όμως δεν πιστεύει ήδη έχει κριθεί ένοχος, γιατί δεν έχει πιστέψει στο όνομα του μονογενούς Υιού του Θεού. 19 Και αυτή είναι η κατηγορία για την κρίση: ότι το φως έχει έρθει στον κόσμο, αλλά οι άνθρωποι αγάπησαν περισσότερο το σκοτάδι παρά το φως· γιατί τα έργα τους ήταν κακά. 20 Γιατί καθένας που πράττει κακά μισεί το φως και δεν έρχεται προς το φως, για να μην ελεγχτούν τα έργα του. 21 Αυτός όμως που εφαρμόζει την αλήθεια έρχεται προς το φως, για να φανερωθούν τα έργα του ότι έχουν γίνει μέσα στο θέλημα του Θεού».
22 Μετά από αυτά ήρθε ο Ιησούς και οι μαθητές του στη γη της Ιουδαίας, και εκεί έμεινε μαζί τους και βάφτιζε. 23 Τότε και ο Ιωάννης βάφτιζε στην Αινών, κοντά στο Σαλείμ, επειδή υπήρχαν εκεί πολλά νερά, και έρχονταν και βαφτίζονταν. 24 Γιατί ο Ιωάννης δεν ήταν ακόμα ριγμένος στη φυλακή. 25 Έγινε, λοιπόν, συζήτηση μερικών από τους μαθητές του Ιωάννη με έναν Ιουδαίο σχετικά με τον καθαρισμό. 26 Και ήρθαν προς τον Ιωάννη και του είπαν: «Ραβί, αυτός που ήταν μαζί σου πέρα από τον Ιορδάνη, για τον οποίο εσύ έχεις μαρτυρήσει, δες, αυτός βαφτίζει και όλοι έρχονται προς αυτόν». 27 Ο Ιωάννης αποκρίθηκε και είπε: «Ένας άνθρωπος δε δύναται να λαβαίνει ούτε ένα πράγμα αν δεν του είναι δοσμένο από τον ουρανό. 28 Εσείς οι ίδιοι μαρτυρείτε για μένα ότι είπα: “Δεν είμαι εγώ ο Χριστός”, αλλά “Είμαι απεσταλμένος πριν από εκείνον”. 29 Όποιος έχει τη νύφη είναι γαμπρός. Και ο φίλος του γαμπρού, που έχει σταθεί και τον ακούει, χαίρεται πολύ για τη φωνή του γαμπρού. Αυτή λοιπόν η χαρά η δική μου έχει ολοκληρωθεί. 30 Εκείνος πρέπει να αυξάνει, ενώ εγώ να ελαττώνομαι».
31 «Αυτός που έρχεται από επάνω είναι πάνω απ’ όλους· εκείνος που είναι από τη γη προέρχεται από τη γη και από τη γη μιλά. Αυτός που έρχεται από τον ουρανό είναι πάνω απ’ όλους. 32 Ό,τι έχει δει και άκουσε, αυτό μαρτυρεί, αλλά τη μαρτυρία του κανείς δεν τη δέχεται. 33 Εκείνος που δέχτηκε τη μαρτυρία του επικύρωσε ότι ο Θεός είναι αληθινός. 34 Γιατί αυτός που απέστειλε ο Θεός λαλεί τα λόγια του Θεού, επειδή ο Θεός δεν του δίνει με μέτρο το Πνεύμα. 35 Ο Πατέρας αγαπά τον Υιό και έχει δώσει στο χέρι του τα πάντα. 36 Αυτός που πιστεύει στον Υιό έχει ζωή αιώνια. Εκείνος όμως που απειθεί στον Υιό δε θα δει ζωή, αλλά η οργή του Θεού μένει πάνω του».
1 Μόλις, λοιπόν, έμαθε ο Ιησούς ότι άκουσαν οι Φαρισαίοι ότι ο Ιησούς κάνει και βαφτίζει περισσότερους μαθητές παρά ο Ιωάννης 2 – αν και, βέβαια, ο ίδιος ο Ιησούς δε βάφτιζε, αλλά οι μαθητές του – 3 άφησε την Ιουδαία και έφυγε πάλι για τη Γαλιλαία. 4 Έπρεπε όμως αυτός να περάσει διαμέσου της Σαμάρειας. 5 Έρχεται τότε σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Συχάρ, κοντά στο χωράφι που έδωσε ο Ιακώβ στον Ιωσήφ το γιο του. 6 Και εκεί ήταν το πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, λοιπόν, επειδή είχε κουραστεί από την οδοιπορία, καθόταν έτσι απλά δίπλα στο πηγάδι. Ήταν περίπου δώδεκα η ώρα το μεσημέρι. 7 Έρχεται τότε μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να αντλήσει νερό. Λέει σ’ αυτήν ο Ιησούς: «Δώσε μου να πιω» 8 – γιατί οι μαθητές του είχαν φύγει στην πόλη, για να αγοράσουν τροφές. 9 Του λέει λοιπόν η γυναίκα η Σαμαρείτισσα: «Πώς εσύ που είσαι Ιουδαίος ζητάς να πιεις από εμένα, μια γυναίκα που είμαι Σαμαρείτισσα;» – γιατί δε συγχρωτίζονται Ιουδαίοι με Σαμαρείτες. 10 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε: «Αν ήξερες τη δωρεά του Θεού και ποιος είναι αυτός που σου λέει, “δώσε μου να πιω”, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε νερό ζωντανό». 11 Λέει σ’ αυτόν η γυναίκα: «Κύριε, ούτε κουβά έχεις και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το νερό το ζωντανό; 12 Μήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε το πηγάδι και ήπιε από αυτό αυτός και οι γιοι του και τα θρεφτάρια του;» 13 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε: «Καθένας που πίνει από το νερό τούτο θα διψάσει πάλι. 14 Όποιος όμως πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω δε θα διψάσει στον αιώνα, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του πηγή νερού που θα αναβλύζει για ζωή αιώνια». 15 Λέει προς αυτόν η γυναίκα: «Κύριε, δώσε μου αυτό το νερό, για να μη διψώ μήτε να περνώ εδώ να αντλώ». 16 Ο Ιησούς της λέει: «Πήγαινε, φώναξε τον άντρα σου και έλα εδώ». 17 Αποκρίθηκε η γυναίκα και του είπε: «Δεν έχω άντρα». Της λέει ο Ιησούς: «Καλά είπες: “Άντρα δεν έχω” – 18 γιατί πέντε άντρες είχες και τώρα αυτός που έχεις δεν είναι άντρας σου. Αυτό είναι αληθινό που έχεις πει». 19 Λέει σ’ αυτόν η γυναίκα: «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης. 20 Οι πατέρες μας σε τούτο το όρος προσκύνησαν το Θεό· αλλά εσείς λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος όπου πρέπει να προσκυνεί κανείς». 21 Της λέει ο Ιησούς: «Πίστευέ με, γυναίκα, ότι έρχεται ώρα που ούτε στο όρος ετούτο ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνείτε τον Πατέρα. 22 Εσείς προσκυνείτε αυτό που δεν ξέρετε· εμείς προσκυνούμε αυτό που ξέρουμε, γιατί η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους. 23 Αλλά έρχεται ώρα, και μάλιστα είναι τώρα, που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα με Πνεύμα και με αλήθεια. Και πράγματι, ο Πατέρας τέτοιοι ζητά να είναι εκείνοι που τον προσκυνούν. 24 Πνεύμα είναι ο Θεός, και εκείνοι που τον προσκυνούν με Πνεύμα και με αλήθεια πρέπει να τον προσκυνούν». 25 Λέει σ’ αυτόν η γυναίκα: «Ξέρω ότι έρχεται ο Μεσσίας, (ο λεγόμενος Χριστός). Όταν έρθει εκείνος, θα μας τα αναγγείλει όλα». 26 Της λέει ο Ιησούς: «Εγώ είμαι, που σου μιλώ». 27 Και πάνω σ’ αυτό ήρθαν οι μαθητές του και θαύμαζαν επειδή μιλούσε με γυναίκα. Κανείς όμως δεν είπε: «Τι ζητάς;» ή «Τι μιλάς μαζί της;» 28 Άφησε, λοιπόν, την υδρία της η γυναίκα και πήγε στην πόλη και λέει στους ανθρώπους: 29 «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έκανα. Μήπως αυτός είναι ο Χριστός;» 30 Εκείνοι εξήλθαν από την πόλη και έρχονταν προς αυτόν. 31 Στο μεταξύ τον παρακαλούσαν οι μαθητές λέγοντας: «Ραβί, φάε». 32 Εκείνος τους είπε: «Εγώ έχω να φάω τροφή που εσείς δεν ξέρετε» 33 Έλεγαν λοιπόν οι μαθητές μεταξύ τους: «Μήπως κάποιος του έφερε να φάει;» 34 Τους λέει ο Ιησούς: «Δική μου τροφή είναι να κάνω το θέλημα εκείνου που με έστειλε και να τελειώσω το έργο του. 35 Εσείς δε λέτε: “Ακόμα είναι τέσσερις μήνες και ο θερισμός έρχεται”; Ιδού, σας λέω, σηκώστε πάνω τα μάτια σας και παρατηρήστε τα χωράφια: λευκά είναι, έτοιμα για θερισμό ήδη. 36 Ο θεριστής λαβαίνει μισθό και συνάζει καρπό για ζωή αιώνια, για να χαίρονται μαζί ο σπορέας και ο θεριστής. 37 Γιατί σε αυτό αληθεύει το ρητό, “άλλος είναι που σπέρνει και άλλος που θερίζει”. 38 Εγώ σας απέστειλα να θερίζετε αυτό για το οποίο εσείς δεν έχετε κοπιάσει. Άλλοι έχουν κοπιάσει και εσείς έχετε εισέλθει στον κόπο τους». 39 Τότε, από εκείνη την πόλη, πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σ’ αυτόν εξαιτίας του λόγου που έδωσε μαρτυρία η γυναίκα: «Μου είπε όλα όσα έκανα». 40 Μόλις λοιπόν ήρθαν προς αυτόν οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσαν να μείνει κοντά τους. Και έμεινε εκεί δύο ημέρες. 41 Και πολύ περισσότεροι πίστεψαν εξαιτίας του λόγου του, 42 και στη γυναίκα έλεγαν: «Δεν πιστεύουμε πια από τη δική σου διήγηση, γιατί εμείς οι ίδιοι έχουμε ακούσει και ξέρουμε ότι αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας του κόσμου».
43 Τότε, μετά τις δύο ημέρες, εξήλθε από εκεί στη Γαλιλαία. 44 Βέβαια, ο ίδιος ο Ιησούς είχε μαρτυρήσει ότι ένας προφήτης μέσα στη δική του πατρίδα δεν εκτιμάται. 45 Όταν λοιπόν ήρθε στη Γαλιλαία, τον δέχτηκαν ευμενώς οι Γαλιλαίοι, επειδή είχαν δει όσα έκανε στα Ιεροσόλυμα κατά την εορτή· γιατί και αυτοί είχαν έρθει στην εορτή. 46 Ήρθε λοιπόν πάλι στην Κανά της Γαλιλαίας όπου είχε κάνει το νερό κρασί. Και ήταν κάποιος βασιλικός αξιωματούχος, του οποίου ο γιος ασθενούσε στην Καπερναούμ. 47 Αυτός, όταν άκουσε ότι ο Ιησούς έχει έρθει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, πήγε προς αυτόν και τον παρακαλούσε να κατεβεί και να γιατρέψει το γιο του, γιατί έμελλε να πεθάνει. 48 Είπε λοιπόν ο Ιησούς προς αυτόν: «Αν δε δείτε σημεία και τέρατα, δε θα πιστέψετε». 49 Λέει προς αυτόν ο βασιλικός αξιωματούχος: «Κύριε, κατέβα πριν πεθάνει το παιδί μου». 50 Του λέει ο Ιησούς: «Πήγαινε, ο γιος σου ζει». Πίστεψε ο άνθρωπος στο λόγο που του είπε ο Ιησούς και πορευόταν. 51 Ενώ ήδη αυτός κατέβαινε, οι δούλοι του τον προϋπάντησαν, λέγοντας ότι το παιδί του ζει. 52 Ζήτησε, λοιπόν, να μάθει από αυτούς την ώρα που έγινε καλύτερα. Τότε του είπαν: «Χτες στη μία το μεσημέρι τον άφησε ο πυρετός». 53 Κατάλαβε λοιπόν ο πατέρας ότι ήταν εκείνη η ώρα που του είπε ο Ιησούς: «Ο γιος σου ζει», και πίστεψε αυτός και η οικία του όλη. 54 Και αυτό, πάλι, ήταν το δεύτερο θαυματουργικό σημείο που έκανε ο Ιησούς, όταν ήρθε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία.
1 Μετά από αυτά, ήταν εορτή των Ιουδαίων, και ανέβηκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα. 2 Υπάρχει λοιπόν στα Ιεροσόλυμα κοντά στην προβατική πύλη μια κολυμπήθρα που επονομάζεται εβραϊκά Βηθεσδά και έχει πέντε στοές. 3 Σ’ αυτές ήταν κατάκοιτοι πλήθος οι ασθενείς: τυφλοί, χωλοί, παράλυτοι, [που περίμεναν την κίνηση του νερού. 4 Γιατί άγγελος Κυρίου κάθε τόσο κατέβαινε στην κολυμπήθρα και ταραζόταν το νερό. Ο πρώτος, λοιπόν, που έμπαινε μετά την ταραχή του νερού γινόταν υγιής από οποιοδήποτε νόσημα τότε τον κατείχε]. 5 Ήταν λοιπόν κάποιος άνθρωπος εκεί που είχε τριάντα οχτώ έτη με την ασθένειά του. 6 Όταν ο Ιησούς είδε αυτόν κατάκοιτο, και επειδή γνώριζε ότι ήδη πολύ χρόνο έχει εκεί, του λέει: «Θέλεις να γίνεις υγιής;» 7 Του αποκρίθηκε ο ασθενής: «Κύριε, άνθρωπο δεν έχω να με βάλει στην κολυμπήθρα όταν ταραχτεί το νερό. Ενώ λοιπόν εγώ προσπαθώ να έρθω, άλλος κατεβαίνει πριν από εμένα». 8 Του λέει ο Ιησούς: «Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». 9 Και αμέσως έγινε υγιής ο άνθρωπος και πήρε το κρεβάτι του καί περπατούσε. Ήταν τότε Σάββατο εκείνη η ημέρα. 10 Έλεγαν λοιπόν οι Ιουδαίοι στον θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο, και δε σου επιτρέπεται να σηκώσεις το κρεβάτι σου». 11 Αυτός τους αποκρίθηκε: «Εκείνος που με έκανε υγιή, εκείνος μου είπε: “Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα”». 12 Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε: “Πάρε το και περπάτα”;» 13 Αλλά αυτός που γιατρεύτηκε δεν ήξερε ποιος είναι, γιατί ο Ιησούς ξέφυγε, επειδή υπήρχε πλήθος σ’ εκείνον τον τόπο. 14 Μετά από αυτά τον βρίσκει ο Ιησούς μέσα στο ναό και του είπε: «Δες, έχεις γίνει υγιής· μην αμαρτάνεις πια, για να μη σου γίνει κάτι χειρότερο». 15 Έφυγε ο άνθρωπος και ανάγγειλε στους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς είναι εκείνος που τον έκανε υγιή. 16 Και γι’ αυτό επίσης οι Ιουδαίοι καταδίωκαν τον Ιησού: επειδή έκανε αυτά το Σάββατο. 17 Αλλά ο Ιησούς έλαβε το λόγο και τους είπε: «Ο Πατέρας μου ως τώρα εργάζεται· κι εγώ εργάζομαι». 18 Γι’ αυτό, λοιπόν, ακόμη περισσότερο ζητούσαν οι Ιουδαίοι να τον σκοτώσουν, επειδή όχι μόνο κατέλυε το Σάββατο, αλλά και Πατέρα δικό του έλεγε το Θεό, ίσο κάνοντας τον εαυτό του με το Θεό.
19 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και τους έλεγε: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, δε δύναται ο Υιός να κάνει από τον εαυτό του τίποτα αν δε βλέπει κάτι τον Πατέρα να κάνει. Γιατί όσα Εκείνος κάνει, αυτά κάνει ομοίως και ο Υιός. 20 Επειδή ο Πατέρας αγαπά τον Υιό και του δείχνει όλα όσα αυτός κάνει. Και μεγαλύτερα έργα θα του δείξει από αυτά, για να θαυμάζετε εσείς. 21 Γιατί, όπως ακριβώς ο Πατέρας εγείρει τους νεκρούς και τους ζωοποιεί, έτσι και ο Υιός όποιους θέλει ζωοποιεί. 22 Γιατί ούτε κρίνει κανέναν ο Πατέρας, αλλά την κρίση όλη την έχει δώσει στον Υιό, 23 για να τιμούν όλοι τον Υιό καθώς τιμούν τον Πατέρα. Εκείνος που δεν τιμά τον Υιό δεν τιμά τον Πατέρα που τον έστειλε. 24 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω ότι όποιος ακούει το λόγο μου και πιστεύει σ’ αυτόν που με έστειλε έχει ζωή αιώνια, και σε κρίση για καταδίκη δεν έρχεται, αλλά έχει μεταβεί από το θάνατο στη ζωή. 25 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω ότι έρχεται ώρα, και μάλιστα είναι τώρα, που οι νεκροί θα ακούσουν τη φωνή του Υιού του Θεού και όσοι άκουσαν θα ζήσουν. 26 Γιατί όπως ακριβώς ο Πατέρας έχει ζωή μέσα στον εαυτό του, έτσι και στον Υιό έδωσε ζωή να έχει μέσα στον εαυτό του. 27 Και του έδωσε εξουσία να κάνει κρίση, επειδή είναι Υιός ανθρώπου. 28 Μη θαυμάζετε γι’ αυτό, επειδή έρχεται ώρα κατά την οποία όλοι όσοι είναι στα μνήματα θα ακούσουν τη φωνή του 29 και θα πορευτούν έξω, όσοι έκαναν τα αγαθά σε ανάσταση ζωής, ενώ όσοι έπραξαν τα κακά σε ανάσταση κρίσης για καταδίκη. 30 Δε δύναμαι εγώ να κάνω από τον εαυτό μου τίποτα. Καθώς ακούω κρίνω, και η κρίση η δική μου είναι δίκαιη, γιατί δε ζητώ το θέλημα το δικό μου, αλλά το θέλημα εκείνου που με έστειλε».
31 «Αν εγώ μαρτυρώ για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου δεν είναι αποδεκτή ως αληθινή. 32 Άλλος είναι αυτός που μαρτυρεί για μένα και ξέρω ότι αληθινή είναι η μαρτυρία που μαρτυρεί για μένα. 33 Εσείς έχετε αποστείλει ανθρώπους προς τον Ιωάννη και έχει μαρτυρήσει για την αλήθεια. 34 Εγώ όμως δε λαβαίνω από άνθρωπο τη μαρτυρία, αλλά αυτά τα λέω για να σωθείτε εσείς. 35 Εκείνος ήταν ο λύχνος που έκαιγε και έφεγγε, και εσείς θελήσατε να αγαλλιαστείτε προσωρινά στο φως του. 36 Εγώ όμως έχω μαρτυρία μεγαλύτερη από αυτήν του Ιωάννη. Γιατί τα έργα που μου έχει δώσει ο Πατέρας να τα τελειώσω, αυτά τα έργα που κάνω μαρτυρούν για μένα ότι ο Πατέρας με έχει αποστείλει. 37 Και ο Πατέρας που με έστειλε, εκείνος έχει μαρτυρήσει για μένα. Ούτε τη φωνή του έχετε ακούσει ποτέ ως τώρα ούτε την όψη του έχετε δει, 38 και το λόγο του δεν τον έχετε μέσα σας να μένει, γιατί σε αυτόν που απέστειλε εκείνος, σε τούτον εσείς δεν πιστεύετε. 39 Ερευνάτε τις Γραφές, γιατί εσείς νομίζετε ότι μέσω αυτών έχετε ζωή αιώνια. Και πράγματι, εκείνες είναι που μαρτυρούν για μένα. 40 Αλλά δε θέλετε να έρθετε προς εμένα για να έχετε ζωή. 41 Δόξα από ανθρώπους δε λαβαίνω. 42 Αλλά σας έχω γνωρίσει: την αγάπη του Θεού δεν την έχετε μέσα σας. 43 Εγώ έχω έρθει στο όνομα του Πατέρα μου και δε με δέχεστε· αν άλλος έρθει στο όνομα το δικό του, εκείνον θα τον δεχτείτε. 44 Πώς δύναστε εσείς να πιστέψετε, αφού λαβαίνετε δόξα ο ένας από τον άλλο, ενώ τη δόξα που προέρχεται από το μόνο Θεό δεν ζητάτε; 45 Μη νομίζετε ότι εγώ θα σας κατηγορήσω προς τον Πατέρα. Υπάρχει αυτός που σας κατηγορεί, ο Μωυσής, στον οποίο εσείς έχετε ελπίσει. 46 Γιατί αν πιστεύατε στο Μωυσή, θα πιστεύατε σ’ εμένα· γιατί εκείνος έγραψε για μένα. 47 Αν όμως στα γραφτά εκείνου δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε στα δικά μου λόγια;»
1 Μετά από αυτά ο Ιησούς πήγε πέρα από τη λίμνη της Γαλιλαίας, την Τιβεριάδα. 2 Τον ακολουθούσε μάλιστα πολύ πλήθος, επειδή έβλεπαν τα θαυματουργικά σημεία που έκανε πάνω στους ασθενείς. 3 Ο Ιησούς, λοιπόν, ανέβηκε στο όρος, και εκεί καθόταν μαζί με τους μαθητές του. 4 Ήταν τότε κοντά το Πάσχα, η εορτή των Ιουδαίων. 5 Σήκωσε, λοιπόν, ο Ιησούς τα μάτια και παρατήρησε ότι πολύ πλήθος έρχεται προς αυτόν, και τότε λέει προς το Φίλιππο: Από πού να αγοράσουμε άρτους, για να φάνε αυτοί;» 6 Αυτό όμως το έλεγε, για να τον δοκιμάσει· γιατί αυτός ήξερε τι έμελλε να κάνει. 7 Ο Φίλιππος τού αποκρίθηκε: «Διακοσίων δηναρίων άρτοι δεν τους αρκούν, για να λάβει καθένας από λίγο». 8 Του λέει ένας από τους μαθητές του, ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνα Πέτρου: 9 «Είναι ένα παιδάκι εδώ, που έχει πέντε άρτους κρίθινους και δύο ψάρια· αλλά αυτά τι είναι για τόσο πολλούς;» 10 Ο Ιησούς είπε: «Κάντε τους ανθρώπους να ξαπλώσουν στη γη». Υπήρχε, λοιπόν, πολύ χορτάρι στον τόπο εκείνο. Ξάπλωσαν λοιπόν στη γη οι άντρες, που ήταν κατά τον αριθμό περίπου πέντε χιλιάδες. 11 Ο Ιησούς έλαβε τότε τους άρτους και, αφού ευχαρίστησε το Θεό, τους διαμοίρασε σ’ εκείνους που ήταν ξαπλωμένοι στη γη· όμοια και από τα ψάρια, όσο ήθελαν. 12 Και μόλις χόρτασαν, λέει στους μαθητές του: «Συνάξτε τα κομμάτια που περίσσεψαν, για να μη χαθεί τίποτα». 13 Τα σύναξαν, λοιπόν, και γέμισαν δώδεκα κοφίνια με κομμάτια από τους πέντε άρτους τους κρίθινους, τα οποία περίσσεψαν σ’ αυτούς που είχαν φάει. 14 Τότε οι άνθρωποι, όταν είδαν αυτό το θαυματουργικό σημείο που έκανε, έλεγαν: «Αυτός είναι αληθινά ο προφήτης ο ερχόμενος στον κόσμο». 15 Ο Ιησούς, τότε, επειδή κατάλαβε ότι μέλλουν να έρθουν και να τον αρπάξουν, για να τον κάνουν βασιλιά, αναχώρησε πάλι στο όρος αυτός μόνος του.
16 Μόλις λοιπόν βράδιασε, κατέβηκαν οι μαθητές του στη λίμνη 17 και, αφού μπήκαν σ’ ένα πλοίο, έρχονταν αντίπερα στη λίμνη, στην Καπερναούμ. Και είχε γίνει ήδη σκοτάδι, αλλά ακόμα ο Ιησούς δεν είχε έρθει προς αυτούς. 18 Και η λίμνη ταραζόταν από δυνατό άνεμο που έπνεε. 19 Αφού, λοιπόν, είχαν προχωρήσει περίπου τέσσερα ή πέντε χιλιόμετρα, βλέπουν τον Ιησού να περπατάει πάνω στη λίμνη και να έρχεται κοντά στο πλοίο, και φοβήθηκαν. 20 Εκείνος τους λέει: «Εγώ είμαι· μη φοβάστε». 21 Ήθελαν, τότε, να τον πάρουν στο πλοίο, και αμέσως ήρθε το πλοίο στην ξηρά στο μέρος όπου πήγαιναν.
22 Την επόμενη ημέρα, το πλήθος που είχε σταθεί αντίπερα στη λίμνη είδε ότι άλλο πλοιάριο δεν ήταν εκεί παρά μόνο ένα, και ότι ο Ιησούς δεν εισήλθε στο πλοίο μαζί με τους μαθητές του, αλλά οι μαθητές του έφυγαν μόνοι. 23 Άλλα πλοιάρια ήρθαν από την Τιβεριάδα κοντά στον τόπο όπου έφαγαν τον άρτο, όταν ευχαρίστησε ο Κύριος το Θεό. 24 Όταν λοιπόν το πλήθος είδε ότι ο Ιησούς δεν είναι εκεί ούτε οι μαθητές του, αυτοί μπήκαν στα πλοιάρια και ήρθαν στην Καπερναούμ, ζητώντας τον Ιησού. 25 Και όταν τον βρήκαν αντίπερα στη λίμνη, του είπαν: «Ραβί, πότε έχεις έρθει εδώ;» 26 Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε και είπε: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, με ζητάτε όχι επειδή είδατε θαυματουργικά σημεία, αλλά επειδή φάγατε από τους άρτους και χορτάσατε. 27 Να εργάζεστε όχι για την τροφή που καταστρέφεται, αλλά για την τροφή που μένει για ζωή αιώνια, που ο Υιός του ανθρώπου θα σας δώσει. Γιατί αυτόν ο Πατέρας σφράγισε, ο Θεός». 28 Είπαν λοιπόν προς αυτόν: «Τι να κάνουμε, για να εργαζόμαστε τα έργα του Θεού;» 29 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε: «Αυτό είναι το έργο του Θεού: το να πιστεύετε σε αυτόν που απέστειλε εκείνος». 30 Είπαν τότε σ’ αυτόν: «Ποιο λοιπόν σημείο κάνεις εσύ, για να δούμε και να σε πιστέψουμε; Τι εργάζεσαι; 31 Οι πατέρες μας έφαγαν το μάννα στην έρημο καθώς είναι γραμμένο: Άρτο από τον ουρανό τους έδωσε να φάνε». 32 Είπε τότε σ’ αυτούς ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, ο Μωυσής δε σας έχει δώσει τον άρτο από τον ουρανό, αλλά ο Πατέρας μου σας δίνει τον άρτο τον αληθινό από τον ουρανό. 33 Γιατί ο άρτος του Θεού είναι εκείνος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο». 34 Είπαν λοιπόν προς αυτόν: «Κύριε, πάντοτε δώσε μας αυτόν τον άρτο». 35 Ο Ιησούς τους απάντησε: «Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής. Όποιος έρχεται προς εμένα δε θα πεινάσει, και όποιος πιστεύει σ’ εμένα δε θα διψάσει ποτέ. 36 Αλλά σας είπα ότι και με έχετε δει και δεν πιστεύετε. 37 Όλο αυτό που μου δίνει ο Πατέρας θα έρθει προς εμένα, και αυτόν που έρχεται προς εμένα δε θα τον πετάξω έξω, 38 γιατί έχω κατεβεί από τον ουρανό όχι για να κάνω το θέλημα το δικό μου, αλλά το θέλημα εκείνου που με έστειλε. 39 Και αυτό είναι το θέλημα εκείνου που με έστειλε: να μη χάσω από Αυτόν τίποτα από όλο αυτό που μου έχει δώσει, αλλά να το αναστήσω την έσχατη ημέρα. 40 Γιατί αυτό είναι το θέλημα του Πατέρα μου: καθένας που βλέπει τον Υιό και πιστεύει σ’ αυτόν να έχει ζωή αιώνια· και εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα». 41 Γόγγυζαν τότε οι Ιουδαίοι γι’ αυτόν, επειδή είπε: «Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό», 42 και έλεγαν: «Δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, που εμείς ξέρουμε τον πατέρα και τη μητέρα του; Πώς λέει τώρα: “Από τον ουρανό έχω κατεβεί”;» 43 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε: «Μη γογγύζετε μεταξύ σας. 44 Κανείς δε δύναται να έρθει προς εμένα αν ο Πατέρας που με έστειλε δεν τον ελκύσει· κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. 45 Είναι γραμμένο στους προφήτες: Και θα είναι όλοι διδαγμένοι από το Θεό. Καθένας που άκουσε και έμαθε από τον Πατέρα, έρχεται προς εμένα. 46 Όχι ότι τον Πατέρα έχει δει κανείς άλλος εκτός από αυτόν που είναι από το Θεό· αυτός έχει δει τον Πατέρα. 47 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, όποιος πιστεύει έχει ζωή αιώνια. 48 Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής. 49 Οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα στην έρημο και πέθαναν. 50 Αυτός είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να φάει κανείς από αυτόν και να μην πεθάνει. 51 Εγώ είμαι ο άρτος ο ζωντανός που κατέβηκε από τον ουρανό. Αν κάποιος φάει από τούτον τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα. Και ο άρτος, λοιπόν, που εγώ θα δώσω είναι η σάρκα μου υπέρ της ζωής του κόσμου». 52 Μάχονταν λοιπόν μεταξύ τους οι Ιουδαίοι, λέγοντας: «Πώς δύναται αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;» 53 Τους είπε τότε ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν δε φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε ζωή μέσα σας. 54 Εκείνος που μου τρώει τη σάρκα και μου πίνει το αίμα έχει ζωή αιώνια, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. 55 Γιατί η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου είναι αληθινό ποτό. 56 Όποιος μου τρώει τη σάρκα και μου πίνει το αίμα, μένει ενωμένος μαζί μου κι εγώ μαζί του. 57 Καθώς με απέστειλε ο ζωντανός Πατέρας κι εγώ ζω για τον Πατέρα, έτσι και όποιος με τρώει θα ζήσει κι εκείνος για μένα. 58 Αυτός είναι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό, όχι καθώς έφαγαν οι πατέρες και πέθαναν. Όποιος τρώει τούτον τον άρτο θα ζήσει στον αιώνα». 59 Αυτά είπε, διδάσκοντας στη συναγωγή, στην Καπερναούμ.
60 Πολλοί λοιπόν από τους μαθητές του, όταν άκουσαν, είπαν: «Σκληρός είναι αυτός ο λόγος. Ποιος δύναται να τον ακούει;» 61 Επειδή, λοιπόν, ήξερε ο Ιησούς μέσα του ότι οι μαθητές του γογγύζουν γι’ αυτό, τους είπε: «Αυτό σας σκανδαλίζει; 62 Αν λοιπόν βλέπατε τον Υιό του ανθρώπου να ανεβαίνει εκεί όπου ήταν πρώτα, θα σκανδαλιζόσασταν; 63 Το Πνεύμα είναι εκείνο που ζωοποιεί, η σάρκα δεν ωφελεί τίποτα. Τα λόγια που εγώ σας έχω μιλήσει είναι Πνεύμα και είναι ζωή. 64 Αλλά είναι μερικοί από εσάς που δεν πιστεύουν». Γιατί ήξερε από την αρχή ο Ιησούς ποιοι είναι εκείνοι που δεν πιστεύουν και ποιος είναι εκείνος που θα τον παραδώσει. 65 Και έλεγε: «Γι’ αυτό σας έχω πει ότι κανείς δε δύναται να έρθει προς εμένα, αν δεν του είναι δοσμένο από τον Πατέρα». 66 Από αυτό που είπε πολλοί από τους μαθητές του έφυγαν πίσω και δεν περπατούσαν πια μαζί του. 67 Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε στους δώδεκα: «Μήπως κι εσείς θέλετε να φύγετε;» 68 Του αποκρίθηκε ο Σίμωνας Πέτρος: «Κύριε, σε ποιον θα πάμε; Έχεις λόγια αιώνιας ζωής, 69 και εμείς έχουμε πιστέψει και έχουμε γνωρίσει ότι εσύ είσαι ο Άγιος του Θεού». 70 Ο Ιησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς: «Εγώ δεν εξέλεξα εσάς τους δώδεκα; Και όμως, ένας από εσάς είναι Διάβολος». 71 Και έλεγε για τον Ιούδα, το γιο του Σίμωνα του Ισκαριώτη. Γιατί αυτός έμελλε να τον παραδώσει, ενώ ήταν ένας από τους δώδεκα.
1 Και μετά από αυτά περπατούσε ο Ιησούς στη Γαλιλαία· γιατί δεν ήθελε να περπατά στην Ιουδαία, επειδή τον ζητούσαν οι Ιουδαίοι για να τον σκοτώσουν. 2 Ήταν τότε κοντά η εορτή των Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία. 3 Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν οι αδελφοί του: «Άλλαξε τόπο από εδώ και πήγαινε στην Ιουδαία, για να δουν και οι μαθητές σου τα δικά σου έργα που κάνεις. 4 Γιατί κανείς δεν κάνει κάτι στα κρυφά και ζητά ο ίδιος να είναι δημόσια γνωστός. Αν κάνεις αυτά, φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο». 5 Γιατί ούτε οι αδελφοί του δεν πίστευαν σ’ αυτόν. 6 Τους λέει λοιπόν ο Ιησούς: «Ο καιρός ο δικός μου δεν έχει φτάσει ακόμα, ενώ ο καιρός ο δικός σας είναι πάντοτε έτοιμος. 7 Δε δύναται ο κόσμος να μισεί εσάς, εμένα όμως μισεί, επειδή εγώ μαρτυρώ γι’ αυτόν ότι τα έργα του είναι κακά. 8 Εσείς ανεβείτε στην εορτή. Εγώ δεν ανεβαίνω [ακόμα] στην εορτή αυτή, γιατί ο δικός μου καιρός δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί». 9 Και αφού είπε αυτά, αυτός έμεινε στη Γαλιλαία.
10 Μόλις όμως ανέβηκαν οι αδελφοί του στην εορτή, τότε κι αυτός ανέβηκε, όχι φανερά αλλά σχεδόν κρυφά. 11 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, τον ζητούσαν στην εορτή και έλεγαν: «Πού είναι εκείνος;» 12 Και πολύ υπόκωφη αντιγνωμία υπήρχε γι’ αυτόν στα πλήθη. Μερικοί έλεγαν: «Αγαθός είναι». Ενώ άλλοι έλεγαν: «Όχι, αλλά πλανά τον όχλο». 13 Κανείς όμως δημόσια δε μιλούσε γι’ αυτόν, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους άρχοντες. 14 Όταν ήταν ήδη στα μισά της εορτής, ανέβηκε ο Ιησούς στο ναό και δίδασκε. 15 Θαύμαζαν τότε οι Ιουδαίοι και έλεγαν: «Πώς αυτός ξέρει γράμματα, ενώ δεν έχει μάθει;» 16 Αποκρίθηκε λοιπόν σ’ αυτούς ο Ιησούς και είπε: «Η δική μου διδαχή δεν είναι δική μου, αλλά εκείνου που με έστειλε. 17 Αν κάποιος θέλει να κάνει το θέλημά του, θα γνωρίσει για τη διδαχή από πού είναι: από το Θεό ή εγώ μιλώ από τον εαυτό μου. 18 Εκείνος που μιλά από τον εαυτό του ζητά τη δόξα τη δική του. Όποιος όμως ζητά τη δόξα εκείνου που τον έστειλε, αυτός είναι αληθινός και αδικία μέσα του δεν υπάρχει. 19 Ο Μωυσής δε σας έχει δώσει το νόμο; Και όμως κανείς από εσάς δεν εφαρμόζει το νόμο. Γιατί ζητάτε να με σκοτώσετε;» 20 Αποκρίθηκε το πλήθος: «Δαιμόνιο έχεις! Ποιος ζητά να σε σκοτώσει;» 21 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε: «Ένα έργο έκανα και όλοι θαυμάζετε. 22 Ο Μωυσής σάς έχει δώσει την περιτομή – όχι ότι είναι από το Μωυσή, αλλά από τους πατέρες – γι’ αυτό και το Σάββατο περιτέμνετε άνθρωπο. 23 Αν ένας άνθρωπος λαβαίνει περιτομή το Σάββατο, για να μη λυθεί ο νόμος του Μωυσή, χολώνεστε μ’ εμένα επειδή ολόκληρο άνθρωπο έκανα υγιή το Σάββατο; 24 Μην κρίνετε επιφανειακά, αλλά τη δίκαιη κρίση να κρίνετε».
25 Έλεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Ιεροσολυμίτες: «Αυτός δεν είναι που ζητούν να σκοτώσουν; 26 Και δες, δημόσια μιλά και τίποτα δεν του λένε. Μήπως, αλήθεια, κατάλαβαν οι άρχοντες ότι αυτός είναι ο Χριστός; 27 Αλλά τούτος ξέρουμε από πού είναι· ο Χριστός, όμως, όταν θα έρθει, κανείς δε θα γνωρίζει από πού είναι». 28 Ο Ιησούς, λοιπόν, φώναξε μέσα στο ναό, διδάσκοντας και λέγοντας: «Κι εμένα ξέρετε και ξέρετε από πού είμαι. Και όμως από μόνος μου δεν έχω έρθει, αλλά είναι αληθινός εκείνος που με έστειλε, αυτός που εσείς δεν ξέρετε. 29 Εγώ τον ξέρω, γιατί από αυτόν είμαι κι εκείνος με απέστειλε». 30 Ζητούσαν λοιπόν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν έβαλε το χέρι πάνω του, γιατί δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του. 31 Τότε πολλοί από το πλήθος πίστεψαν σ’ αυτόν και έλεγαν: «Ο Χριστός, όταν έρθει, μήπως περισσότερα θαυματουργικά σημεία θα κάνει από όσα αυτός έκανε;»
32 Άκουσαν οι Φαρισαίοι το πλήθος να ψιθυρίζει αυτά σχετικά με αυτόν, και απέστειλαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι υπηρέτες, για να τον πιάσουν. 33 Είπε λοιπόν ο Ιησούς: «Ακόμη λίγο χρόνο θα είμαι μαζί σας και μετά πηγαίνω προς εκείνον που με έστειλε. 34 Θα με ζητήσετε και δε θα με βρείτε, και όπου εγώ είμαι εσείς δε δύναστε να έρθετε». 35 Είπαν λοιπόν οι Ιουδαίοι μεταξύ τους: «Πού μέλλει να πορεύεται αυτός, επειδή λέει ότι εμείς δε θα τον βρούμε; Μήπως μέλλει να πορεύεται στους Ιουδαίους της διασποράς μεταξύ των Ελλήνων και να διδάσκει τους Έλληνες; 36 Τι σημαίνει ο λόγος αυτός που είπε: “Θα με ζητήσετε και δε θα με βρείτε, και όπου εγώ είμαι εσείς δε δύναστε να έρθετε”;»
37 Τότε, την τελευταία ημέρα της εορτής, τη μεγάλη, είχε σταθεί όρθιος ο Ιησούς και φώναξε, λέγοντας: «Αν κάποιος διψά, ας έρχεται προς εμένα και ας πίνει. 38 Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, καθώς είπε η Γραφή, “ποταμοί νερού ζωντανού θα ρεύσουν από την κοιλιά του”. 39 Και αυτό το είπε για το Πνεύμα που έμελλαν να λαβαίνουν εκείνοι που πίστεψαν σ’ αυτόν. Γιατί δεν ήταν δοσμένο ακόμα το Πνεύμα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμα δοξαστεί.
40 Μερικοί από το πλήθος, λοιπόν, όταν άκουσαν αυτά τα λόγια, έλεγαν: «Αυτός είναι αληθινά ο προφήτης». 41 Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι ο Χριστός». Άλλοι όμως έλεγαν: «Γιατί, μήπως ο Χριστός έρχεται από τη Γαλιλαία; 42 Δεν είπε η Γραφή ότι θα είναι από το σπέρμα του Δαβίδ και ότι ο Χριστός έρχεται από τη Βηθλεέμ, το χωριό όπου καταγόταν ο Δαβίδ;» 43 Έγινε λοιπόν σχίσμα μέσα στο πλήθος γι’ αυτόν. 44 Μερικοί μάλιστα από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν έβαλε πάνω του τα χέρια.
45 Ήρθαν, λοιπόν, οι υπηρέτες προς τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, και εκείνοι τους είπαν: «Γιατί δεν τον φέρατε;» 46 Αποκρίθηκαν οι υπηρέτες: «Ποτέ δε μίλησε έτσι άνθρωπος». 47 Τους ρώτησαν τότε οι Φαρισαίοι: «Μήπως κι εσείς έχετε πλανηθεί; 48 Μήπως πίστεψε σ’ αυτόν κάποιος από τους άρχοντες ή από τους Φαρισαίους; 49 Αλλά αυτός ο όχλος, που δε γνωρίζει το νόμο, είναι καταραμένος». 50 Λέει προς αυτούς ο Νικόδημος, που ήρθε προς αυτόν προηγουμένως, αν και ήταν ένας από αυτούς: 51 «Μήπως ο νόμος μας κρίνει τον άνθρωπο, αν δεν ακούσει πρώτα από αυτόν και δε γνωρίσει τι κάνει;» 52 Αποκρίθηκαν και του είπαν: «Μήπως κι εσύ είσαι από τη Γαλιλαία; Ερεύνησε και δες ότι από τη Γαλιλαία δεν εγείρεται προφήτης».
53 [Και πορεύτηκαν ο καθένας στον οίκο του,
1 ο Ιησούς όμως πορεύτηκε στο όρος των Ελαιών. 2 Αλλά με τον όρθρο, πάλι παρουσιάστηκε στο ναό και όλος ο λαός ερχόταν προς αυτόν και, αφού κάθισε, τους δίδασκε. 3 Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι φέρνουν τότε μια γυναίκα που είχαν συλλάβει για μοιχεία και, αφού την έστησαν στο μέσο, 4 του λένε: «Δάσκαλε, αυτή η γυναίκα έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να μοιχεύεται. 5 Και στο νόμο ο Μωυσής μάς έδωσε εντολή τέτοιες να τις λιθοβολούμε. Εσύ λοιπόν τι λες;» 6 Και αυτό το έλεγαν για να τον πειράξουν, για να έχουν να τον κατηγορούν. Αλλά ο Ιησούς, αφού έσκυψε κάτω, έγραφε με το δάχτυλο κάτω στη γη. 7 Επειδή όμως επέμεναν να τον ρωτούν, σήκωσε πάνω το κεφάλι, και τους είπε: «Ο αναμάρτητος από εσάς, πρώτος ας ρίξει λίθο πάνω της». 8 Και πάλι, αφού έσκυψε κάτω, έγραφε στη γη. 9 Εκείνοι, όταν το άκουσαν, εξέρχονταν ένας-ένας, αφού άρχισαν από τους πρεσβύτερους στην ηλικία, και εγκαταλείφτηκε μόνος ο Ιησούς και η γυναίκα που ήταν στο μέσο. 10 Τότε ο Ιησούς σήκωσε πάνω το κεφάλι και της είπε: «Γυναίκα, πού είναι; Κανείς δε σε κατέκρινε;» 11 Εκείνη απάντησε: «Κανείς, Κύριε». Είπε τότε ο Ιησούς: «Ούτε εγώ σε κατακρίνω. Πήγαινε, και από τώρα μην αμαρτάνεις πλέον».]
12 Πάλι λοιπόν τους μίλησε ο Ιησούς, λέγοντας: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου. Εκείνος που ακολουθεί εμένα δε θα περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως της ζωής». 13 Οι Φαρισαίοι είπαν τότε σ’ αυτόν: «Εσύ για τον εαυτό σου μαρτυρείς· η μαρτυρία σου δεν είναι αληθινή». 14 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε: «Κι αν εγώ μαρτυρώ για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου είναι αληθινή, γιατί ξέρω από πού ήρθα και πού πηγαίνω. Εσείς όμως δεν ξέρετε από πού έρχομαι ή πού πηγαίνω. 15 Εσείς κρίνετε κατά τη σάρκα, εγώ δεν κρίνω κανέναν. 16 Και αν κρίνω όμως εγώ, η κρίση η δική μου είναι αληθινή, γιατί δεν είμαι μόνος, αλλά είμαι εγώ και ο Πατέρας που με έστειλε. 17 Και λοιπόν, στο νόμο το δικό σας είναι γραμμένο ότι η μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι αληθινή. 18 Εγώ είμαι αυτός που μαρτυρώ για τον εαυτό μου και μαρτυρεί επίσης για μένα ο Πατέρας που με έστειλε». 19 Έλεγαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Πού είναι ο Πατέρας σου;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Ούτε εμένα ξέρετε ούτε τον Πατέρα μου· αν εμένα ξέρατε, και τον Πατέρα μου θα ξέρατε». 20 Αυτά τα λόγια λάλησε στο θησαυροφυλάκιο διδάσκοντας στο ναό. Και κανείς δεν τον έπιασε, γιατί δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του.
21 Είπε λοιπόν πάλι σ’ αυτούς: «Εγώ πηγαίνω και θα με ζητήσετε, αλλά θα πεθάνετε μέσα στην αμαρτία σας. Όπου εγώ πηγαίνω, εσείς δε δύναστε να έρθετε». 22 Έλεγαν τότε οι Ιουδαίοι: «Μήπως θα αυτοκτονήσει, επειδή λέει: “Όπου εγώ πηγαίνω εσείς δε δύναστε να έρθετε”;» 23 Επίσης τους έλεγε: «Εσείς είστε από τα κάτω, εγώ είμαι από τα πάνω. Εσείς είστε από τούτο τον κόσμο, εγώ δεν είμαι από τούτο τον κόσμο. 24 Σας είπα, λοιπόν, ότι θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας. Γιατί, αν δεν πιστέψετε ότι Εγώ Είμαι, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας». 25 Έλεγαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Εσύ ποιος είσαι;». Τους απάντησε ο Ιησούς: «Είμαι από την αρχή, αυτό που επίσης σας λέω τώρα. 26 Πολλά έχω να λέω και να κρίνω για σας. Αλλά εκείνος που με έστειλε είναι αληθινός, κι εγώ, όσα άκουσα από αυτόν, αυτά μιλώ στον κόσμο». 27 Δεν κατάλαβαν ότι τους έλεγε για τον Πατέρα. 28 Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε: «Όταν υψώσετε τον Υιό του ανθρώπου, τότε θα γνωρίσετε ότι Εγώ Είμαι, και ότι από τον εαυτό μου δεν κάνω τίποτα, αλλά καθώς με δίδαξε ο Πατέρας, αυτά λέω. 29 Και αυτός που με έστειλε είναι μαζί μου. Δε με άφησε μόνο, γιατί εγώ κάνω πάντοτε τα αρεστά σ’ αυτόν». 30 Ενώ αυτός μιλούσε αυτά, πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν.
31 Ο Ιησούς, λοιπόν, έλεγε προς τους Ιουδαίους που είχαν πιστέψει σ’ αυτόν: «Αν εσείς μείνετε στο λόγο το δικό μου, είστε αληθινά μαθητές μου, 32 και θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει». 33 Έλαβαν το λόγο και είπαν προς αυτόν: «Σπέρμα του Αβραάμ είμαστε και σε κανέναν δεν έχουμε γίνει δούλοι ποτέ ως τώρα. Πώς εσύ λες: “Ελεύθεροι θα γίνετε”;» 34 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω ότι καθένας που κάνει την αμαρτία είναι δούλος της αμαρτίας. 35 Και ο δούλος δε μένει μέσα στην οικία στον αιώνα. Ο γιος μένει στον αιώνα. 36 Αν λοιπόν σας ελευθερώσει ο Υιός, όντως θα είστε ελεύθεροι. 37 Ξέρω ότι είστε σπέρμα του Αβραάμ· αλλά ζητάτε να με σκοτώσετε, γιατί ο λόγος ο δικός μου δε χωρά μέσα σας. 38 Εγώ μιλώ γι’ αυτά που έχω δει από τον Πατέρα. Κι εσείς, λοιπόν, κάνετε αυτά που ακούσατε από τον πατέρα [σας]».
39 Αποκρίθηκαν και του είπαν: «Ο πατέρας μας είναι ο Αβραάμ». Τους λέει ο Ιησούς: «Αν ήσασταν τέκνα του Αβραάμ, θα κάνατε τα έργα του Αβραάμ. 40 Αλλά τώρα ζητάτε να με σκοτώσετε, έναν άνθρωπο που σας έχω μιλήσει την αλήθεια που άκουσα από το Θεό· αυτό ο Αβραάμ δεν το έκανε. 41 Εσείς κάνετε τα έργα του πατέρα σας». Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Εμείς δεν έχουμε γεννηθεί από πορνεία. Έναν Πατέρα έχουμε: το Θεό». 42 Τους είπε ο Ιησούς: «Αν ο Θεός ήταν Πατέρας σας, θα αγαπούσατε εμένα, γιατί εγώ από το Θεό εξήλθα και έχω έρθει. Επειδή, επίσης, δεν έχω έρθει από τον εαυτό μου, αλλά εκείνος με απέστειλε. 43 Γιατί δεν καταλαβαίνετε τη λαλιά τη δική μου; Επειδή δε δύναστε να ακούτε το λόγο το δικό μου! 44 Εσείς είστε από τον πατέρα σας, το Διάβολο, και τις επιθυμίες του πατέρα σας θέλετε να κάνετε. Εκείνος ήταν ανθρωποκτόνος από την αρχή και δεν έχει σταθεί στην αλήθεια, γιατί δεν υπάρχει αλήθεια μέσα του. Όταν λαλεί το ψεύδος, από τα δικά του λαλεί, γιατί είναι ψεύτης και ο πατέρας του ψεύδους. 45 Εγώ, όμως, επειδή λέω την αλήθεια, δε με πιστεύετε. 46 Ποιος από εσάς με ελέγχει για αμαρτία; Αν λέω αλήθεια, γιατί εσείς δε με πιστεύετε; 47 Όποιος είναι από το Θεό ακούει τα λόγια του Θεού. Γι’ αυτό εσείς δεν ακούτε: γιατί δεν είστε από το Θεό».
48 Οι Ιουδαίοι έλαβαν το λόγο και του είπαν: «Εμείς δε λέμε καλά ότι εσύ είσαι Σαμαρείτης και έχεις δαιμόνιο; 49 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εγώ δεν έχω δαιμόνιο, αλλά τιμώ τον Πατέρα μου ενώ εσείς με ατιμάζετε. 50 Εγώ όμως δε ζητώ τη δόξα μου· υπάρχει αυτός που τη ζητά και κρίνει. 51 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν κάποιος τηρήσει το δικό μου λόγο, δε θα δει θάνατο στον αιώνα». 52 Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν οι Ιουδαίοι: «Τώρα έχουμε καταλάβει ότι έχεις δαιμόνιο. Ο Αβραάμ πέθανε, και οι προφήτες, κι εσύ λες: “Αν κάποιος τηρήσει το λόγο μου, δε θα γευτεί θάνατο στον αιώνα”. 53 Μήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας τον Αβραάμ, που πέθανε; Και οι προφήτες πέθαναν. Ποιον κάνεις τον εαυτό σου;» 54 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Αν εγώ δοξάσω τον εαυτό μου, η δόξα μου δεν είναι τίποτα. Είναι ο Πατέρας μου που με δοξάζει, για τον οποίο εσείς λέτε: “Είναι Θεός μας”. 55 Αλλά δεν τον έχετε γνωρίσει, εγώ όμως τον ξέρω. Κι αν πω ότι δεν τον ξέρω, θα είμαι όμοιος μ’ εσάς ψεύτης. Αλλά τον ξέρω και τηρώ το λόγο του. 56 Ο Αβραάμ ο πατέρας σας αγαλλίασε, επιθυμώντας να δει την ημέρα τη δική μου, και την είδε και χάρηκε». 57 Είπαν λοιπόν οι Ιουδαίοι προς αυτόν: «Ακόμα δεν έχεις συμπληρώσει πενήντα έτη, και έχεις δει τον Αβραάμ;» 58 Τους είπε ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, πριν υπάρξει ο Αβραάμ Εγώ Είμαι». 59 Σήκωσαν τότε λίθους, για να τους ρίξουν πάνω του. Ο Ιησούς όμως κρύφτηκε και εξήλθε από το ναό.
1 Και περπατώντας εκεί κοντά είδε έναν άνθρωπο τυφλό εκ γενετής. 2 Και τον ρώτησαν οι μαθητές του, λέγοντας: «Ραβί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός;» 3 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του. Αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού σ’ αυτόν, 4 εμείς πρέπει να κάνουμε τα έργα εκείνου που με έστειλε ωσότου είναι ημέρα. Έρχεται νύχτα που κανείς δε δύναται να εργάζεται. 5 Όσο είμαι στον κόσμο, είμαι φως του κόσμου». 6 Αφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω και έκανε πηλό από το πτύελο και επέχρισε τον πηλό στα μάτια του 7 και του είπε: «Πήγαινε, νίψου στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ» (που ερμηνεύεται, “Αποσταλμένος”). Έφυγε, λοιπόν, και νίφτηκε και ήρθε βλέποντας. 8 Οι γείτονες, τότε, και εκείνοι που τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν ζητιάνος έλεγαν: «Αυτός δεν είναι εκείνος που καθόταν και ζητιάνευε;» 9 Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι». Άλλοι έλεγαν: «Όχι, αλλά είναι όμοιος με αυτόν». Εκείνος έλεγε: «Εγώ είμαι». 10 Τον ρωτούσαν λοιπόν: «Πώς τότε σου ανοίχτηκαν τα μάτια;» 11 Εκείνος αποκρίθηκε: «Ο άνθρωπος που λέγεται Ιησούς έκανε πηλό και μου επέχρισε τα μάτια και μου είπε: “Πήγαινε στο Σιλωάμ και νίψου”. Όταν πήγα λοιπόν και νίφτηκα, βρήκα το φως μου». 12 Τότε του είπαν: «Πού είναι εκείνος;» Τους λέει: «Δεν ξέρω».
13 Φέρνουν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον άλλοτε τυφλό. 14 Ήταν τότε Σάββατο η ημέρα κατά την οποία ο Ιησούς έκανε τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια. 15 Πάλι λοιπόν τον ρωτούσαν και οι Φαρισαίοι πώς βρήκε το φως του. Εκείνος τους είπε: «Πηλό μου έθεσε πάνω στα μάτια, και νίφτηκα και βλέπω». 16 Έλεγαν τότε μερικοί από τους Φαρισαίους: «Δεν είναι από το Θεό αυτός ο άνθρωπος, γιατί το Σάββατο δεν τηρεί». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια θαυματουργικά σημεία;» Και υπήρχε σχίσμα ανάμεσά τους. 17 Λένε τότε πάλι στον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν, επειδή σου άνοιξε τα μάτια;» Εκείνος είπε: «Είναι προφήτης». 18 Δεν πίστεψαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι γι’ αυτόν ότι ήταν τυφλός και βρήκε το φως του, ωσότου φώναξαν τους γονείς αυτού που βρήκε το φως του 19 και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας, που εσείς λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν βλέπει τώρα;» 20 Αποκρίθηκαν τότε οι γονείς του και είπαν: «Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. 21 Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια εμείς δεν ξέρουμε. Αυτόν ρωτήστε, έχει ώριμη ηλικία, αυτός θα μιλήσει για τον εαυτό του». 22 Αυτά είπαν οι γονείς του, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους άρχοντες. Γιατί ήδη είχαν συμφωνήσει οι Ιουδαίοι άρχοντες, αν κάποιος τον ομολογήσει Χριστό, να γίνει αποσυνάγωγος. 23 Γι’ αυτό οι γονείς του είπαν: «Έχει ώριμη ηλικία, αυτόν επερωτήστε». 24 Φώναξαν λοιπόν για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: «Δώσε δόξα στο Θεό· εμείς ξέρουμε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός». 25 Εκείνος τότε αποκρίθηκε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω· ένα ξέρω, ότι ενώ ήμουν τυφλός τώρα βλέπω». 26 Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» 27 Αποκρίθηκε σ’ αυτούς: «Σας το είπα ήδη και δεν ακούσατε· γιατί πάλι θέλετε να ακούτε; Μήπως κι εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές του;» 28 Τότε τον έβρισαν και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή. 29 Εμείς ξέρουμε ότι στο Μωυσή έχει μιλήσει ο Θεός, αλλά αυτός δεν ξέρουμε από πού είναι». 30 Αποκρίθηκε ο άνθρωπος και τους είπε: «Σ’ αυτό βρίσκεται πράγματι το θαυμαστό σημείο: εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, και όμως μου άνοιξε τα μάτια. 31 Ξέρουμε ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει, αλλά αν κάποιος είναι θεοσεβής και το θέλημά του κάνει, αυτόν ακούει. 32 Από την αρχή του αιώνα δεν ακούστηκε ότι κάποιος άνοιξε τα μάτια σ’ έναν που έχει γεννηθεί τυφλός. 33 Αν δεν ήταν αυτός από το Θεό, δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα». 34 Αποκρίθηκαν και του είπαν: «Εσύ γεννήθηκες όλος μέσα σε αμαρτίες, κι εσύ διδάσκεις εμάς;» Και τον πέταξαν έξω.
35 Άκουσε ο Ιησούς ότι τον πέταξαν έξω και, αφού τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του ανθρώπου;» 36 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» 37 Του είπε ο Ιησούς: «Και τον έχεις δει, και αυτός που μιλάει μαζί σου, εκείνος είναι». 38 Αυτός είπε: «Πιστεύω, Κύριε». Και τον προσκύνησε. 39 Τότε είπε ο Ιησούς: «Για καταδίκη εγώ ήρθα στον κόσμο τούτο, για να βλέπουν όσοι δε βλέπουν και να γίνουν τυφλοί όσοι βλέπουν». 40 Άκουσαν μερικοί από τους Φαρισαίους αυτά, όσοι ήταν μαζί του, και του είπαν: «Μήπως κι εμείς είμαστε τυφλοί;» 41 Ο Ιησούς τούς απάντησε: «Αν ήσασταν τυφλοί, δε θα είχατε αμαρτία. Τώρα όμως λέτε: “Βλέπουμε”. Η αμαρτία σας μένει».
1 «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, όποιος δεν εισέρχεται από τη θύρα στην αυλή των προβάτων, αλλά ανεβαίνει από αλλού, εκείνος είναι κλέφτης και ληστής. 2 Όποιος όμως εισέρχεται από τη θύρα είναι ποιμένας των προβάτων. 3 Σε αυτόν ο θυρωρός ανοίγει και τα πρόβατα ακούνε τη φωνή του, και τα δικά του πρόβατα τα φωνάζει με το όνομά τους και τα βγάζει έξω. 4 Όταν όλα τα δικά του πρόβατα τα βγάλει έξω, πορεύεται μπροστά τους, και τα πρόβατα τον ακολουθούν, γιατί ξέρουν τη φωνή του. 5 Έναν ξένο όμως δε θα ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν από αυτόν, γιατί δεν ξέρουν τη φωνή των ξένων». 6 Αυτήν την παραβολή τους είπε ο Ιησούς. Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν για ποιον ήταν αυτά που τους μιλούσε.
7 Είπε λοιπόν πάλι ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, εγώ είμαι η θύρα των προβάτων. 8 Όλοι όσοι ήρθαν πριν από εμένα είναι κλέφτες και ληστές. Αλλά δεν τους άκουσαν τα πρόβατα. 9 Εγώ είμαι η θύρα. Από εμένα αν εισέλθει κανείς θα σωθεί, και θα εισέρχεται και θα εξέρχεται και θα βρίσκει βοσκή. 10 Ο κλέφτης δεν έρχεται παρά για να κλέψει και να σφάξει και να σκοτώσει. Εγώ ήρθα για να έχουν ζωή, και μάλιστα περίσσια να την έχουν».
11 «Εγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός. Ο ποιμένας ο καλός τη ζωή του θυσιάζει για χάρη των προβάτων. 12 Ο μισθωτός και που δεν είναι ποιμένας, του οποίου τα πρόβατα δεν είναι δικά του, βλέπει το λύκο να έρχεται και αφήνει τα πρόβατα και φεύγει – και ο λύκος τα αρπάζει και τα σκορπίζει – 13 γιατί είναι μισθωτός και δεν τον μέλει για τα πρόβατα. 14 Εγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός, και γνωρίζω τα δικά μου και με γνωρίζουν τα δικά μου, 15 καθώς με γνωρίζει ο Πατέρας κι εγώ γνωρίζω τον Πατέρα. Και τη ζωή μου θυσιάζω για χάρη των προβάτων. 16 Και άλλα πρόβατα έχω που δεν είναι από την αυλή αυτή. Κι εκείνα πρέπει να φέρω, και τη φωνή μου θα ακούσουν, και θα γίνουν ένα ποίμνιο, ένας ποιμένας. 17 Γι’ αυτό ο Πατέρας με αγαπά, επειδή εγώ θυσιάζω τη ζωή μου, για να τη λάβω πάλι. 18 Κανείς δεν την αφαιρεί από εμένα, αλλά εγώ τη θυσιάζω από τον εαυτό μου. Εξουσία έχω να τη θυσιάσω και εξουσία έχω πάλι να τη λάβω. Αυτήν την εντολή έλαβα από τον Πατέρα μου». 19 Σχίσμα πάλι έγινε μεταξύ των Ιουδαίων για τα λόγια αυτά. 20 Έλεγαν τότε πολλοί από αυτούς: «Δαιμόνιο έχει και είναι τρελός· τι τον ακούτε;» 21 Άλλοι έλεγαν: «Αυτά τα λόγια δεν είναι δαιμονισμένου. Μήπως ένα δαιμόνιο δύναται να ανοίξει οφθαλμούς τυφλών;»
22 Έγινε τότε η εορτή των Εγκαινίων στα Ιεροσόλυμα. Ήταν χειμώνας 23 και περπατούσε ο Ιησούς στο ναό, στη στοά του Σολομώντα. 24 Τον περικύκλωσαν τότε οι Ιουδαίοι και του έλεγαν: «Ως πότε την ψυχή μας θα τη σηκώνεις μετέωρη; Αν εσύ είσαι ο Χριστός, πες το μας με παρρησία». 25 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Το είπα σ’ εσάς και δεν πιστεύετε. Τα έργα που εγώ κάνω στο όνομα του Πατέρα μου, αυτά μαρτυρούν για μένα. 26 Αλλά εσείς δεν πιστεύετε, γιατί δεν είστε από τα πρόβατα τα δικά μου. 27 Τα πρόβατα τα δικά μου ακούνε τη φωνή μου, κι εγώ τα γνωρίζω και με ακολουθούν. 28 Κι εγώ τους δίνω ζωή αιώνια και δε θα χαθούν στον αιώνα και δε θα τα αρπάξει κανείς από το χέρι μου. 29 Ο Πατέρας μου, που μου τα έχει δώσει, είναι μεγαλύτερος από όλους, και κανείς δε δύναται να τα αρπάζει από το χέρι του Πατέρα. 30 Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα». 31 Βάσταξαν πάλι λίθους οι Ιουδαίοι, για να τον λιθοβολήσουν. 32 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Πολλά έργα καλά σας έδειξα από τον Πατέρα. Για ποιο έργο από αυτά με λιθοβολείτε;» 33 Του αποκρίθηκαν οι Ιουδαίοι: «Για καλό έργο δε σε λιθοβολούμε, αλλά για βλαστήμια, και γιατί εσύ, ενώ είσαι άνθρωπος, κάνεις τον εαυτό σου Θεό». 34 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Δεν είναι γραμμένο στο νόμο σας: Εγώ είπα, είστε θεοί; 35 Αν εκείνους είπε θεούς προς τους οποίους ήρθε ο λόγος του Θεού – και δε δύναται να καταλυθεί η Γραφή – 36 σ’ αυτόν που ο Πατέρας αγίασε και απέστειλε στον κόσμο, εσείς του λέτε, “βλαστημάς”, επειδή είπα: “Είμαι Υιός του Θεού”; 37 Αν δεν κάνω τα έργα του Πατέρα μου, μη με πιστεύετε. 38 Αν όμως τα κάνω, κι αν σ’ εμένα δεν πιστεύετε, εξαιτίας των έργων να πιστεύετε, για να γνωρίσετε και να γνωρίζετε συνεχώς ότι μέσα μου είναι ο Πατέρας κι εγώ μέσα στον Πατέρα». 39 Ζητούσαν λοιπόν πάλι να τον πιάσουν· αλλά ξέφυγε από τα χέρια τους. 40 Και πήγε πάλι πέρα από τον Ιορδάνη, στον τόπο όπου ήταν ο Ιωάννης πρώτα και βάφτιζε, και έμεινε εκεί. 41 Τότε πολλοί ήρθαν προς αυτόν και έλεγαν: «Αφενός ο Ιωάννης δεν έκανε κανένα θαυματουργικό σημείο, αφετέρου όλα όσα είπε ο Ιωάννης γι’ αυτόν ήταν αληθινά». 42 Και πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν εκεί.
1 Ήταν τότε κάποιος που ασθενούσε, ο Λάζαρος από τη Βηθανία, από το χωριό της Μαρίας και της Μάρθας της αδελφής της. 2 Και ήταν η Μαρία εκείνη που άλειψε τον Κύριο με μύρο και σκούπισε τα πόδια του με τις τρίχες των μαλλιών της, της οποίας ο αδελφός της ο Λάζαρος ασθενούσε. 3 Απέστειλαν ανθρώπους, λοιπόν, οι αδελφές προς αυτόν και έλεγαν: «Κύριε, δες, αυτός που αγαπάς ασθενεί». 4 Όταν το άκουσε τότε ο Ιησούς, είπε: «Αυτή η ασθένεια δεν είναι για θάνατο, αλλά για τη δόξα του Θεού, για να δοξασθεί ο Υιός του Θεού μέσω αυτής». 5 Μάλιστα ο Ιησούς αγαπούσε τη Μάρθα και την αδελφή της και το Λάζαρο. 6 Μόλις λοιπόν άκουσε ότι ασθενεί, τότε έμεινε στον τόπο όπου ήταν δύο ημέρες. 7 Έπειτα, μετά από αυτό, λέει στους μαθητές: «Ας πηγαίνουμε στην Ιουδαία πάλι». 8 Του λένε οι μαθητές: «Ραβί, τώρα ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν οι Ιουδαίοι, και πάλι πηγαίνεις εκεί;» 9 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Δεν είναι δώδεκα οι ώρες της ημέρας; Αν κάποιος περπατά την ημέρα, δε σκοντάφτει, γιατί το φως του κόσμου τούτου βλέπει. 10 Αν όμως κάποιος περπατά τη νύχτα, σκοντάφτει, γιατί το φως δεν είναι με αυτόν». 11 Αυτά είπε, και μετά από αυτό τους λέει: «Ο Λάζαρος ο φίλος μας έχει κοιμηθεί, αλλά πορεύομαι για να τον ξυπνήσω». 12 Του είπαν λοιπόν οι μαθητές: «Κύριε, αν έχει κοιμηθεί, θα σωθεί». 13 Ο Ιησούς όμως είχε μιλήσει για το θάνατό του. Ενώ εκείνοι νόμισαν ότι μιλάει για την κοίμηση του ύπνου. 14 Τότε λοιπόν τους είπε ο Ιησούς καθαρά: «Ο Λάζαρος πέθανε, 15 και χαίρομαι για σας, για να πιστέψετε, επειδή δεν ήμουν εκεί. Αλλά ας πηγαίνουμε προς αυτόν». 16 Είπε τότε ο Θωμάς, ο λεγόμενος Δίδυμος, στους συμμαθητές του: «Ας πηγαίνουμε κι εμείς να πεθάνουμε μαζί του».
17 Όταν ήρθε λοιπόν ο Ιησούς, τον βρήκε ήδη τέσσερις ημέρες να έχει στο μνήμα. 18 Και η Βηθανία ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα σε απόσταση μικρότερη από τρία χιλιόμετρα. 19 Και πολλοί από τους Ιουδαίους είχαν έρθει προς τη Μάρθα και τη Μαρία, για να τις παρηγορήσουν για τον αδελφό τους. 20 Η Μάρθα, λοιπόν, μόλις άκουσε ότι ο Ιησούς έρχεται, τον προϋπάντησε, αλλά η Μαρία καθόταν μέσα στον οίκο. 21 Είπε τότε η Μάρθα προς τον Ιησού: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα πέθαινε ο αδελφός μου. 22 Αλλά και τώρα ξέρω ότι όσα ζητήσεις από το Θεό, θα σου τα δώσει ο Θεός». 23 Της λέει ο Ιησούς: «Θα αναστηθεί ο αδελφός σου». 24 Του λέει η Μάρθα: «Ξέρω ότι θα αναστηθεί κατά την ανάσταση, την έσχατη ημέρα». 25 Της είπε ο Ιησούς: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σ’ εμένα κι αν πεθάνει θα ζήσει, 26 και καθένας που ζει και πιστεύει σ’ εμένα δε θα πεθάνει στον αιώνα. Το πιστεύεις αυτό;» 27 Του λέει: «Ναι, Κύριε. Εγώ έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο ερχόμενος στον κόσμο».
28 Και όταν είπε αυτό, έφυγε και φώναξε τη Μαρία την αδελφή της κρυφά και της είπε: «Ο δάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει». 29 Εκείνη τότε, μόλις το άκουσε, σηκώθηκε γρήγορα και ερχόταν προς αυτόν. 30 Ακόμα, λοιπόν, ο Ιησούς δεν είχε έρθει στο χωριό, αλλά ήταν ακόμα στον τόπο όπου τον προϋπάντησε η Μάρθα. 31 Οι Ιουδαίοι, τότε, που ήταν μαζί της στην οικία και την παρηγορούσαν, όταν είδαν τη Μαρία ότι γρήγορα σηκώθηκε και εξήλθε, την ακολούθησαν, επειδή νόμισαν ότι πηγαίνει στο μνήμα, για να κλάψει εκεί. 32 Η Μαρία, λοιπόν, μόλις ήρθε εκεί όπου ήταν ο Ιησούς, όταν τον είδε, έπεσε μπροστά στα πόδια του και του λέει: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα μου πέθαινε ο αδελφός». 33 Ο Ιησούς, τότε, καθώς την είδε να κλαίει και τους Ιουδαίους που ήρθαν μαζί της να κλαίνε, αναστέναξε στο πνεύμα του και ταράχτηκε 34 και είπε: «Πού τον έχετε θέσει;» Του λένε: «Κύριε, έλα και δες». 35 Δάκρυσε ο Ιησούς. 36 Έλεγαν λοιπόν οι Ιουδαίοι: «Δες πώς τον αγαπούσε». 37 Μερικοί όμως από αυτούς είπαν: «Δεν μπορούσε αυτός, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού, να κάνει ώστε και αυτός να μην πεθάνει;» 38 Ο Ιησούς, λοιπόν, πάλι αφού αναστέναξε μέσα του, έρχεται στο μνήμα. Και εκείνο ήταν σπήλαιο, και ένας λίθος βρισκόταν πάνω του στην είσοδο.
39 Λέει ο Ιησούς: «Σηκώστε το λίθο». Του λέει η αδελφή του πεθαμένου, η Μάρθα: «Κύριε, ήδη μυρίζει, γιατί είναι η τέταρτη ημέρα που πέθανε». 40 Της λέει ο Ιησούς: «Δε σου είπα ότι, αν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού;» 41 Σήκωσαν λοιπόν το λίθο. Τότε ο Ιησούς σήκωσε τους οφθαλμούς του επάνω και είπε: «Πατέρα, σε ευχαριστώ γιατί με άκουσες. 42 Εγώ βέβαια ήξερα ότι πάντα με ακούς, αλλά για το πλήθος που έχει σταθεί γύρω το είπα, για να πιστέψουν ότι εσύ με απέστειλες». 43 Και αφού είπε αυτά, με μεγάλη φωνή κραύγασε: «Λάζαρε, βγες έξω». 44 Εξήλθε τότε ο πεθαμένος, έχοντας δεμένα τα πόδια του και τα χέρια του με επιδέσμους, και το πρόσωπό του ήταν περιδεμένο με μαντίλι. Τους λέει ο Ιησούς: «Λύστε τον και αφήστε τον να φύγει».
45 Πολλοί λοιπόν από τους Ιουδαίους που ήρθαν προς τη Μαρία και είδαν όσα έκανε πίστεψαν σ’ αυτόν. 46 Μερικοί όμως από αυτούς έφυγαν και πήγαν προς τους Φαρισαίους και τους είπαν αυτά που έκανε ο Ιησούς. 47 Συγκάλεσαν τότε οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συνέδριο, και έλεγαν: «Τι κάνουμε, επειδή αυτός ο άνθρωπος κάνει πολλά θαυματουργικά σημεία; 48 Αν τον αφήσουμε έτσι, όλοι θα πιστέψουν σ’ αυτόν, και θα έρθουν οι Ρωμαίοι και θα μας πάρουν και τον τόπο και το έθνος μας». 49 Ένας τότε από αυτούς, ο Καϊάφας, που ήταν αρχιερέας του έτους εκείνου, τους είπε: «Εσείς δεν ξέρετε τίποτα, 50 ούτε συλλογίζεστε ότι σας συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος υπέρ του λαού και να μη χαθεί όλο το έθνος». 51 Αυτό, όμως, από τον εαυτό του δεν το είπε, αλλά, επειδή ήταν αρχιερέας του έτους εκείνου, προφήτεψε ότι έμελλε ο Ιησούς να πεθάνει υπέρ του έθνους, 52 και όχι υπέρ του ισραηλιτικού έθνους μόνο, αλλά και για να συνάξει τα τέκνα του Θεού τα διασκορπισμένα σε ένα. 53 Από εκείνη λοιπόν την ημέρα αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. 54 Έτσι ο Ιησούς δεν περπατούσε πια δημόσια μεταξύ των Ιουδαίων, αλλά έφυγε από εκεί και πήγε στην περιοχή που είναι κοντά στην έρημο, σε μια πόλη που λέγεται Εφραίμ, κι εκεί έμεινε μαζί με τους μαθητές του. 55 Ήταν τότε κοντά το Πάσχα των Ιουδαίων, και ανέβηκαν πολλοί στα Ιεροσόλυμα από τη χώρα πριν από το Πάσχα, για να εξαγνίσουν τους εαυτούς τους. 56 Ζητούσαν, λοιπόν, τον Ιησού και έλεγαν μεταξύ τους μέσα στο ναό καθώς είχαν σταθεί: «Τι νομίζετε; Δε θα έρθει στην εορτή;» 57 Είχαν δώσει μάλιστα οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι εντολές, ώστε, αν κάποιος μάθει πού είναι, να στείλει μήνυμα, για να τον πιάσουν.
1 Ο Ιησούς, λοιπόν, έξι ημέρες πριν από το Πάσχα ήρθε στη Βηθανία όπου ήταν ο Λάζαρος, τον οποίο έγειρε από τους νεκρούς ο Ιησούς. 2 Έκαναν τότε σ’ αυτόν δείπνο εκεί και η Μάρθα διακονούσε, ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας από εκείνους που ξάπλωναν, για να φάνε μαζί του. 3 Τότε η Μαρία, αφού έλαβε περίπου μισό κιλό υγρό πολύτιμο μύρο νάρδου, άλειψε τα πόδια του Ιησού και σκούπισε με τις τρίχες των μαλλιών της τα πόδια του. Έτσι η οικία γέμισε από την οσμή του μύρου. 4 Λέει όμως ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους μαθητές του, αυτός που έμελλε να τον παραδώσει: 5 «Γιατί τούτο το μύρο δεν πουλήθηκε για τριακόσια δηνάρια και δε δόθηκε στους φτωχούς;» 6 Και είπε αυτό, όχι επειδή τον έμελε για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και, επειδή είχε το ταμείο, βάσταζε αυτά που έβαζαν μέσα. 7 Είπε τότε ο Ιησούς: «Άφησέ την, για να φροντίσει αυτό για την ημέρα του ενταφιασμού μου. 8 Γιατί τους φτωχούς πάντοτε τους έχετε μαζί σας, εμένα όμως δε με έχετε πάντοτε».
9 Πολύ πλήθος από τους Ιουδαίους έμαθε, λοιπόν, ότι είναι εκεί, και ήρθαν όχι μόνο για τον Ιησού, αλλά για να δουν και το Λάζαρο που τον έγειρε από τους νεκρούς. 10 Αποφάσισαν τότε οι αρχιερείς να σκοτώσουν και το Λάζαρο, 11 επειδή πολλοί από τους Ιουδαίους πήγαιναν γι’ αυτόν και πίστευαν στον Ιησού.
12 Την επόμενη ημέρα το πολύ πλήθος που ήρθε στην εορτή, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς έρχεται στα Ιεροσόλυμα, 13 έλαβαν τα βάγια των φοινίκων και εξήλθαν σε προϋπάντησή του και φώναζαν: «Ωσαννά! Ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου!» Και: «Ο βασιλιάς του Ισραήλ!» 14 Αφού βρήκε λοιπόν ο Ιησούς ένα γαϊδουράκι, κάθισε πάνω του καθώς είναι γραμμένο: 15 Μη φοβάσαι, θυγατέρα Σιών. Ιδού, ο βασιλιάς σου έρχεται καθισμένος πάνω σε πουλάρι όνου. 16 Αυτά δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του στην αρχή, αλλά όταν δοξάστηκε ο Ιησούς, τότε θυμήθηκαν ότι αυτά ήταν γραμμένα γι’ αυτόν και ότι αυτά του έκαναν. 17 Το πλήθος, λοιπόν, που ήταν μαζί του, όταν φώναξε το Λάζαρο έξω από το μνήμα και τον έγειρε από τους νεκρούς, έδινε μαρτυρία γι’ αυτό. 18 Γι’ αυτό και τον προϋπάντησε το πλήθος, επειδή άκουσαν πως είχε κάνει αυτό το θαυματουργικό σημείο. 19 Οι Φαρισαίοι, λοιπόν, είπαν μεταξύ τους: «Βλέπετε ότι δεν είστε ωφέλιμοι σε τίποτα· να, ο κόσμος έφυγε πίσω του».
20 Ήταν τότε μερικοί Έλληνες από εκείνους που ανέβαιναν για να προσκυνήσουν στην εορτή. 21 Αυτοί λοιπόν πλησίασαν το Φίλιππο, που ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Κύριε, θέλουμε να δούμε τον Ιησού». 22 Έρχεται ο Φίλιππος και το λέει στον Ανδρέα. Έρχονται ο Ανδρέας και ο Φίλιππος και το λένε στον Ιησού. 23 Τότε ο Ιησούς τούς αποκρίνεται λέγοντας: «Έχει έρθει η ώρα να δοξαστεί ο Υιός του ανθρώπου. 24 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν δεν πεθάνει ο κόκκος του σίτου όταν πέσει στη γη, αυτός μόνος μένει. Αν όμως πεθάνει, φέρει πολύ καρπό. 25 Εκείνος που αγαπά τη ζωή του τη χάνει· κι εκείνος που μισεί τη ζωή του στον κόσμο τούτο θα τη φυλάξει για ζωή αιώνια. 26 Αν κάποιος εμένα διακονεί, εμένα ας ακολουθεί, και όπου είμαι εγώ εκεί θα είναι και ο διάκονος ο δικός μου. Αν κάποιος εμένα διακονεί, θα τον τιμήσει ο Πατέρας».
27 «Τώρα η ψυχή μου είναι ταραγμένη, και τι να πω; “Πατέρα, σώσε με από την ώρα αυτή”; Αλλά γι’ αυτό ήρθα στην ώρα αυτή. 28 Πατέρα, δόξασε το όνομά σου!» Ήρθε τότε φωνή από τον ουρανό: «Και το δόξασα και πάλι θα το δοξάσω». 29 Το πλήθος, λοιπόν, που είχε σταθεί και άκουσε έλεγε ότι βροντή έχει γίνει. Άλλοι έλεγαν: «Άγγελος του έχει μιλήσει». 30 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε: «Δεν έχει γίνει για μένα η φωνή αυτή, αλλά για σας. 31 Τώρα γίνεται κρίση του κόσμου τούτου, τώρα ο άρχοντας του κόσμου τούτου θα πεταχτεί έξω. 32 Κι εγώ, όταν υψωθώ από τη γη, όλους θα ελκύσω προς τον εαυτό μου». 33 Αυτό λοιπόν το έλεγε, δίνοντας σημάδι με ποιο θάνατο έμελλε να πεθάνει. 34 Τότε του αποκρίθηκε το πλήθος: «Εμείς ακούσαμε από το νόμο ότι ο Χριστός μένει στον αιώνα. Τότε, πώς εσύ λες ότι πρέπει να υψωθεί ο Υιός του ανθρώπου; Ποιος είναι αυτός ο Υιός του ανθρώπου;» 35 Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε σ’ αυτούς: «Ακόμη λίγο χρόνο το φως είναι μεταξύ σας. Περπατάτε όσο έχετε το φως, για να μη σας κυριέψει το σκοτάδι. Και όποιος περπατά στο σκοτάδι δεν ξέρει πού πηγαίνει. 36 Όσο έχετε το φως, πιστεύετε στο φως, για να γίνετε γιοι φωτός». Αυτά λάλησε ο Ιησούς και, αφού έφυγε, κρύφτηκε από αυτούς.
37 Ενώ τόσο πολλά θαυματουργικά σημεία είχε κάνει μπροστά τους, δεν πίστευαν σ’ αυτόν, 38 για να εκπληρωθεί ο λόγος που είπε ο Ησαΐας ο προφήτης: Κύριε, ποιος πίστεψε στο άκουσμα της αγγελίας μας; Και ο βραχίονας του Κυρίου σε ποιον αποκαλύφτηκε; 39 Γι’ αυτό δεν μπορούσαν να πιστεύουν, επειδή πάλι είπε ο Ησαΐας: 40 Έχει τυφλώσει τους οφθαλμούς τους και πώρωσε την καρδιά τους, για να μη δουν με τους οφθαλμούς και νοήσουν με την καρδιά και στραφούν, και τους γιατρέψω. 41 Αυτά είπε ο Ησαΐας, γιατί είδε τη δόξα του και μίλησε γι’ αυτόν. 42 Όμως παρόλ’ αυτά και από τους άρχοντες πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν, αλλά εξαιτίας των Φαρισαίων δεν το ομολογούσαν, για να μη γίνουν αποσυνάγωγοι. 43 Γιατί αγάπησαν περισσότερο τη δόξα των ανθρώπων παρά, βεβαίως, τη δόξα του Θεού.
44 Ο Ιησούς λοιπόν φώναξε και είπε: «Όποιος πιστεύει σ’ εμένα δεν πιστεύει σ’ εμένα, αλλά σ’ αυτόν που με έστειλε. 45 Και όποιος βλέπει εμένα βλέπει αυτόν που με έστειλε. 46 Εγώ έχω έρθει σαν φως στον κόσμο, για να μη μείνει στο σκοτάδι καθένας που πιστεύει σ’ εμένα. 47 Και αν κάποιος ακούσει τα λόγια μου και δεν τα φυλάξει, εγώ δεν τον κρίνω. Επειδή δεν ήρθα για να κρίνω τον κόσμο, αλλά για να σώσω τον κόσμο. 48 Εκείνος που με απορρίπτει και δε λαβαίνει τα λόγια μου, έχει αυτόν που τον κρίνει: ο λόγος που μίλησα, εκείνος θα τον κρίνει κατά την έσχατη ημέρα. 49 Γιατί εγώ από τον εαυτό μου δε μίλησα, αλλά ο Πατέρας που με έστειλε, αυτός μου έχει δώσει εντολή τι να πω και τι να μιλήσω. 50 Και ξέρω ότι η εντολή του είναι ζωή αιώνια. Αυτά λοιπόν που εγώ μιλώ, καθώς μου τα έχει πει ο Πατέρας, έτσι μιλώ».
1 Και πριν από την εορτή του Πάσχα, ξέροντας ο Ιησούς ότι ήρθε η ώρα του να φύγει από τον κόσμο τούτο και να πάει προς τον Πατέρα, αγάπησε τους δικούς του που ήταν στον κόσμο και ολοκληρωτικά τους αγάπησε. 2 Και ενώ γινόταν το δείπνο, όταν ο Διάβολος ήδη είχε βάλει στην καρδιά του Ιούδα, του γιου του Σίμωνα του Ισκαριώτη, να τον παραδώσει, 3 επειδή ήξερε ο Ιησούς ότι όλα του τα έδωσε ο Πατέρας στα χέρια του και ότι από το Θεό εξήλθε και προς το Θεό πηγαίνει, 4 σηκώνεται από το δείπνο και θέτει κάπου τα εξωτερικά του ρούχα και, αφού έλαβε μια πετσέτα, έζωσε γύρω τον εαυτό του. 5 Έπειτα βάζει νερό στο νιπτήρα και άρχισε να νίβει τα πόδια των μαθητών του και να τα σκουπίζει με την πετσέτα που ήταν γύρω ζωσμένος. 6 Έρχεται λοιπόν προς το Σίμωνα Πέτρο. Εκείνος του λέει: «Κύριε, εσύ μου νίβεις τα πόδια;» 7 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε: «Αυτό που εγώ κάνω εσύ δεν το ξέρεις τώρα· θα το καταλάβεις όμως μετά από αυτά». 8 Του λέει ο Πέτρος: «Δε θα μου νίψεις τα πόδια στον αιώνα». Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Αν δε σε νίψω, δεν έχεις μέρος μαζί μου». 9 Του λέει ο Σίμωνας Πέτρος: «Κύριε, τότε όχι τα πόδια μου μόνο, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι». 10 Του λέει ο Ιησούς: «Ο λουσμένος δεν έχει ανάγκη παρά μόνο τα πόδια να νίψει, γιατί αλλιώς είναι καθαρός όλος. Και εσείς είστε καθαροί, αλλά όχι όλοι». 11 Επειδή ήξερε εκείνον που θα τον παράδινε, γι’ αυτό είπε: «Δεν είστε όλοι καθαροί». 12 Όταν λοιπόν ένιψε τα πόδια τους και έλαβε τα ρούχα του και κάθισε πάλι, για να φάει, τους είπε: «Καταλαβαίνετε τι σας έχω κάνει; 13 Εσείς με φωνάζετε, “ο Δάσκαλος” και “ο Κύριος”, και καλά λέτε, γιατί είμαι. 14 Αν λοιπόν εγώ σας ένιψα τα πόδια, ο Κύριος και ο Δάσκαλος, και εσείς οφείλετε να νίβετε τα πόδια ο ένας στον άλλο. 15 Γιατί σας έδωσα παράδειγμα, για να κάνετε και εσείς καθώς εγώ σας έκανα. 16 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, δεν υπάρχει δούλος μεγαλύτερος από τον Κύριό του ούτε απόστολος μεγαλύτερος από εκείνον που τον έστειλε. 17 Αν ξέρετε αυτά, είστε μακάριοι αν τα κάνετε. 18 Δε λέω για όλους σας· εγώ ξέρω ποιους εξέλεξα. Αλλά θα γίνει ό,τι γίνει, για να εκπληρωθεί η Γραφή: Αυτός που μου τρώει τον άρτο σήκωσε εναντίον μου τη φτέρνα του. 19 Από τώρα σας το λέω προτού να γίνει, για να πιστέψετε, όταν γίνει, ότι Εγώ Είμαι. 20 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν στείλω κάποιον, εκείνος που τον δέχεται δέχεται εμένα. Και εκείνος που δέχεται εμένα δέχεται αυτόν που με έστειλε».
21 Αφού είπε αυτά ο Ιησούς, ταράχτηκε στο πνεύμα του και μαρτύρησε και είπε: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, ένας από εσάς θα με προδώσει». 22 Έβλεπαν ο ένας τον άλλο οι μαθητές και απορούσαν για ποιον το λέει. 23 Ήταν ξαπλωμένος για να φάει ένας από τους μαθητές του μέσα στην αγκαλιά του Ιησού, αυτός που τον αγαπούσε ο Ιησούς. 24 Γνέφει τότε σ’ αυτόν ο Σίμωνας Πέτρος, να ρωτήσει να μάθει ποιος μπορούσε να είναι αυτός για τον οποίο το λέει. 25 Έτσι, λοιπόν, έπεσε εκείνος πάνω στο στήθος του Ιησού και του λέει: «Κύριε, ποιος είναι;» 26 Αποκρίνεται ο Ιησούς: «Είναι εκείνος για τον οποίο εγώ θα βουτήξω το ψωμί στο φαγητό και θα του το δώσω». Αφού βούτηξε λοιπόν το ψωμί, το λαβαίνει και το δίνει στον Ιούδα, το γιο του Σίμωνα του Ισκαριώτη. 27 Και μετά το ψωμί, τότε εισήλθε σ’ εκείνον ο Σατανάς. Του λέει λοιπόν ο Ιησούς: «Αυτό που θέλεις να κάνεις, κάνε το πιο γρήγορα». 28 Αυτό, όμως, κανείς δεν το κατάλαβε από εκείνους που κάθονταν για να φάνε, γιατί του το είπε. 29 Μερικοί μάλιστα νόμιζαν, επειδή το ταμείο είχε ο Ιούδας, ότι του είπε ο Ιησούς: “Αγόρασε όσα έχουμε ανάγκη στην εορτή” ή στους φτωχούς να δώσει κάτι. 30 Όταν έλαβε λοιπόν το ψωμί, εκείνος εξήλθε ευθύς· και ήταν νύχτα.
31 Όταν λοιπόν εξήλθε, λέει ο Ιησούς: «Τώρα δοξάστηκε ο Υιός του ανθρώπου, και ο Θεός δοξάστηκε μέσω αυτού. 32 Αν ο Θεός δοξάστηκε μέσω αυτού, και ο Θεός θα τον δοξάσει μέσω του εαυτού του, και μάλιστα ευθύς θα τον δοξάσει. 33 Παιδάκια μου, ακόμα για λίγο είμαι μαζί σας. Θα με ζητήσετε και, καθώς είπα στους Ιουδαίους, “όπου εγώ πηγαίνω εσείς δε δύναστε να έρθετε”, και σ’ εσάς το λέω τώρα. 34 Εντολή καινούργια σας δίνω: να αγαπάτε ο ένας τον άλλο. Καθώς αγάπησα εσάς, έτσι κι εσείς να αγαπάτε ο ένας τον άλλο. 35 Με αυτό θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε δικοί μου μαθητές, αν αγάπη έχετε ο ένας για τον άλλο».
36 Του λέει ο Σίμωνας Πέτρος: «Κύριε, πού πηγαίνεις;» Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εκεί όπου πηγαίνω δε δύνασαι τώρα να με ακολουθήσεις, θα με ακολουθήσεις όμως ύστερα». 37 Του λέει ο Πέτρος: «Κύριε, γιατί δε δύναμαι να σε ακολουθήσω τώρα; Τη ζωή μου θα θυσιάσω για σένα». 38 Αποκρίνεται ο Ιησούς: «Τη ζωή σου θα θυσιάσεις για μένα; Αλήθεια, αλήθεια σου λέω, δε θα λαλήσει ο πετεινός, ωσότου με αρνηθείς τρεις φορές».
1 «Ας μην ταράζεται η καρδιά σας· να πιστεύετε στο Θεό, και σ’ εμένα να πιστεύετε. 2 Στην οικία του Πατέρα μου υπάρχουν πολλά μέρη διαμονής. Ειδεμή θα σας έλεγα ότι πορεύομαι να σας ετοιμάσω τόπο; 3 Και αν πορευτώ και σας ετοιμάσω τόπο, πάλι θα έρθω και θα σας παραλάβω κοντά μου, για να είστε και εσείς όπου είμαι εγώ. 4 Και εκεί όπου εγώ πηγαίνω ξέρετε την οδό». 5 Του λέει ο Θωμάς: «Κύριε, δεν ξέρουμε πού πηγαίνεις. Πώς μπορούμε να ξέρουμε την οδό;» 6 Του απαντά ο Ιησούς: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα παρά μόνο διαμέσου εμένα. 7 Αν με έχετε γνωρίσει, θα γνωρίσετε και τον Πατέρα μου. Και από τώρα τον γνωρίζετε και τον έχετε δει». 8 Του λέει ο Φίλιππος: «Κύριε, δείξε μας τον Πατέρα και μας αρκεί». 9 Του απαντά ο Ιησούς: «Τόσο χρόνο είμαι μαζί σας και δε με έχεις γνωρίσει, Φίλιππε; Όποιος έχει δει εμένα έχει δει τον Πατέρα. Πώς εσύ λες: “Δείξε μας τον Πατέρα”; 10 Δεν πιστεύεις ότι εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας είναι μέσα σ’ εμένα; Τα λόγια που εγώ σας λέω δε τα μιλώ από τον εαυτό μου, μάλιστα ο Πατέρας που μένει μέσα μου κάνει τα έργα του. 11 Πιστεύετέ με ότι εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας είναι μέσα σ’ εμένα. Ειδεμή, εξαιτίας αυτών των έργων ας πιστεύετε. 12 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, όποιος πιστεύει σ’ εμένα τα έργα που εγώ κάνω κι εκείνος θα κάνει. Και μεγαλύτερα από αυτά θα κάνει, γιατί εγώ πορεύομαι προς τον Πατέρα. 13 Και ό,τι ζητήσετε στο όνομά μου αυτό θα το κάνω, για να δοξαστεί ο Πατέρας μέσω του Υιού. 14 Αν κάτι μου ζητήσετε στο όνομά μου, εγώ θα το κάνω».
15 «Αν με αγαπάτε, τις εντολές τις δικές μου θα τηρήσετε. 16 Κι εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα και θα σας δώσει άλλον Παράκλητο, για να είναι μαζί σας στον αιώνα: 17 το Πνεύμα της αλήθειας, που ο κόσμος δε δύναται να το λάβει, γιατί δεν το βλέπει ούτε το γνωρίζει. Εσείς το γνωρίζετε, γιατί μένει κοντά σας και θα είναι μέσα σας. 18 Δε θα σας αφήσω ορφανούς, έρχομαι προς εσάς. 19 Ακόμα λίγο χρόνο και ο κόσμος δε θα με βλέπει πια, εσείς όμως θα με βλέπετε, γιατί εγώ ζω κι εσείς θα ζήσετε. 20 Εκείνη την ημέρα εσείς θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα μου και εσείς είστε μέσα μου κι εγώ μέσα σας. 21 Όποιος έχει τις εντολές μου και τις τηρεί, εκείνος είναι που με αγαπά. Και εκείνος που με αγαπά θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου, κι εγώ θα τον αγαπήσω και θα του εμφανίσω τον εαυτό μου». 22 Του λέει ο Ιούδας, όχι ο Ισκαριώτης: «Κύριε, και πώς έχει γίνει ότι σ’ εμάς να μέλλεις να εμφανίζεις τον εαυτό σου, αλλά όχι στον κόσμο;» 23 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε: «Αν κάποιος με αγαπά, θα τηρήσει το λόγο μου, και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει και θα έρθουμε προς αυτόν και θα κάνουμε διαμονή μαζί του. 24 Όποιος δε με αγαπά δεν τηρεί τους λόγους μου. Και ο λόγος που ακούτε δεν είναι δικός μου, αλλά του Πατέρα που με έστειλε. 25 Αυτά σας έχω πει, μένοντας μαζί σας. 26 Αλλά ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο, που θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου, Εκείνος θα σας τα διδάξει όλα και θα σας υπενθυμίσει όλα όσα σας είπα εγώ. 27 Ειρήνη αφήνω σ’ εσάς, την ειρήνη τη δική μου δίνω σ’ εσάς· εγώ δε σας δίνω ειρήνη καθώς ο κόσμος δίνει. Ας μην ταράζεται η καρδιά σας μήτε να δειλιάζει. 28 Ακούσατε ότι εγώ σας είπα: “Πηγαίνω και έρχομαι προς εσάς”. Αν με αγαπούσατε, θα χαιρόσασταν γιατί πορεύομαι προς τον Πατέρα, επειδή ο Πατέρας είναι μεγαλύτερός μου. 29 Και τώρα σας το έχω πει πριν γίνει, για να πιστέψετε όταν γίνει. 30 Δε θα μιλήσω ακόμα πολλά μαζί σας, γιατί έρχεται ο άρχοντας του κόσμου. Και πάνω μου δεν έχει καμιά εξουσία, 31 αλλά για να γνωρίσει ο κόσμος ότι αγαπώ τον Πατέρα, και καθώς μου έδωσε εντολή ο Πατέρας, έτσι κάνω. Σηκώνεστε, ας φεύγουμε από εδώ».
1 «Εγώ είμαι η άμπελος η αληθινή και ο Πατέρας μου είναι ο γεωργός. 2 Κάθε κλήμα ενωμένο μ’ εμένα που δε φέρει καρπό το αφαιρεί. Και καθένα που φέρει καρπό το κλαδεύει, για να φέρει περισσότερο καρπό. 3 Ήδη εσείς είστε καθαροί, εξαιτίας του λόγου που σας έχω μιλήσει. 4 Μείνετε ενωμένοι μ’ εμένα, κι εγώ θα μένω ενωμένος μ’ εσάς. Καθώς το κλήμα δε δύναται να φέρει καρπό από τον εαυτό του αν δε μένει ενωμένο με την άμπελο, έτσι ούτε εσείς αν δε μένετε ενωμένοι μ’ εμένα. 5 Εγώ είμαι η άμπελος, εσείς τα κλήματα. Όποιος μένει ενωμένος μ’ εμένα κι εγώ με αυτόν, αυτός φέρει καρπό πολύ, γιατί χωρίς εμένα δε δύναστε να κάνετε τίποτα. 6 Αν κάποιος δε μένει ενωμένος μ’ εμένα, πετάχτηκε έξω σαν το κλήμα και ξεράθηκε, και τα συνάζουν και τα ρίχνουν στη φωτιά και καίγονται. 7 Αν μείνετε ενωμένοι μ’ εμένα και τα λόγια μου μείνουν μέσα σας, ζητήστε ό,τι θέλετε και θα σας γίνει. 8 Με αυτό δοξάστηκε ο Πατέρας μου: με το να φέρετε καρπό πολύ και να γίνετε σ’ εμένα μαθητές. 9 Καθώς με αγάπησε ο Πατέρας κι εγώ εσάς αγάπησα· μείνετε μέσα στην αγάπη τη δική μου. 10 Αν τις εντολές μου τηρήσετε, θα μείνετε μέσα στην αγάπη μου, καθώς εγώ έχω τηρήσει τις εντολές του Πατέρα μου και μένω μέσα στην αγάπη του. 11 Αυτά σας τα έχω μιλήσει, για να είναι η χαρά η δική μου μέσα σας και η χαρά σας να ολοκληρωθεί. 12 Αυτή είναι η εντολή η δική μου: να αγαπάτε ο ένας τον άλλο καθώς αγάπησα εσάς. 13 Μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν κανείς δεν έχει, να θυσιάσει κάποιος την ψυχή του για τους φίλους του. 14 Εσείς φίλοι μου είστε, αν κάνετε όσα εγώ σας δίνω εντολή. 15 Δε σας λέω πια δούλους, γιατί ο δούλος δεν ξέρει τι κάνει ο κύριός του. Εσάς όμως σας έχω πει φίλους, γιατί όλα όσα άκουσα από τον Πατέρα μου σας γνώρισα. 16 Δε με εξελέξατε εσείς, αλλά εγώ σας εξέλεξα και σας έθεσα, για να πάτε εσείς και να φέρετε καρπό και ο καρπός σας να μένει, ώστε ό,τι ζητήσετε από τον Πατέρα στο όνομά μου να σας το δώσει. 17 Αυτά σας δίνω εντολή: να αγαπάτε ο ένας τον άλλο».
18 «Αν ο κόσμος σάς μισεί, ας γνωρίζετε ότι εμένα πρώτα από εσάς έχει μισήσει. 19 Αν ήσασταν από τον κόσμο, ο κόσμος θα αγαπούσε το δικό του. Επειδή όμως δεν είστε από τον κόσμο, αλλά εγώ σας εξέλεξα από τον κόσμο, γι’ αυτό σας μισεί ο κόσμος. 20 Να θυμάστε το λόγο που εγώ σας είπα: “Δεν υπάρχει δούλος μεγαλύτερος από τον κύριό του”. Αν εμένα καταδίωξαν, κι εσάς θα καταδιώξουν. Αν το λόγο μου τήρησαν, και το δικό σας θα τηρήσουν. 21 Αλλά αυτά όλα θα τα κάνουν σ’ εσάς εξαιτίας του ονόματός μου, γιατί δεν ξέρουν εκείνον που με έστειλε. 22 Αν δεν είχα έρθει και δεν τους είχα μιλήσει, δε θα είχαν αμαρτία. Τώρα, όμως, πρόφαση δεν έχουν για την αμαρτία τους. 23 Όποιος εμένα μισεί και τον Πατέρα μου μισεί. 24 Αν δεν έκανα μεταξύ τους τα έργα που κανείς άλλος δεν έκανε, αμαρτία δε θα είχαν. Τώρα όμως και τα έχουν δει και έχουν μισήσει και εμένα και τον Πατέρα μου. 25 Αλλά αυτό συνέβηκε, για να εκπληρωθεί ο λόγος που είναι γραμμένος στο νόμο τους: Με μίσησαν χωρίς λόγο. 26 Όταν έρθει ο Παράκλητος τον οποίο εγώ θα στείλω σ’ εσάς από τον Πατέρα, το Πνεύμα της αλήθειας το οποίο από τον Πατέρα εκπορεύεται, Εκείνος θα μαρτυρήσει για μένα. 27 Και εσείς επίσης μαρτυρείτε, γιατί από την αρχή είστε μαζί μου.
1 Αυτά σας τα έχω πει για να μη σκανδαλιστείτε. 2 Αποσυνάγωγους θα σας κάνουν. Και όχι μόνο, αλλά έρχεται ώρα που καθένας ο οποίος σας θανατώσει να νομίσει ότι προσφέρει λατρεία στο Θεό. 3 Και αυτά θα τα κάνουν, επειδή δε γνώρισαν τον Πατέρα ούτε εμένα. 4 Αλλά σας έχω μιλήσει αυτά, για να τα θυμάστε ότι εγώ σας τα είπα, όταν έρθει η ώρα τους».
«Αυτά, όμως, από την αρχή δε σας τα είπα, γιατί ήμουν μαζί σας. 5 Αλλά τώρα πηγαίνω προς εκείνον που με έστειλε, και κανείς από εσάς δε με ρωτά: “Πού πηγαίνεις”; 6 Αλλά επειδή αυτά σας έχω πει, η λύπη έχει γεμίσει την καρδιά σας. 7 Αλλά εγώ την αλήθεια σας λέω: συμφέρει σ’ εσάς εγώ να φύγω. Γιατί, αν δε φύγω, ο Παράκλητος δε θα έρθει προς εσάς· αν όμως πορευτώ, θα τον στείλω προς εσάς. 8 Και όταν έρθει, Εκείνος θα ελέγξει τον κόσμο για αμαρτία και για δικαιοσύνη και για κρίση. 9 Αφενός για αμαρτία, επειδή δεν πιστεύουν σ’ εμένα. 10 Αφετέρου για δικαιοσύνη, επειδή πηγαίνω προς τον Πατέρα και δε θα με βλέπετε πια. 11 Και για κρίση, επειδή ο άρχοντας του κόσμου τούτου έχει κριθεί. 12 Ακόμη πολλά έχω να σας λέω, αλλά δε δύναστε να τα βαστάζετε τώρα. 13 Όταν όμως έρθει Εκείνος, το Πνεύμα της αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια. Γιατί δε θα μιλήσει από τον εαυτό του, αλλά όσα ακούσει θα μιλήσει και τα ερχόμενα θα σας αναγγέλλει. 14 Εκείνος εμένα θα δοξάσει, γιατί από το δικό μου θα λαβαίνει και θα σας αναγγέλλει. 15 Όλα όσα έχει ο Πατέρας είναι δικά μου· γι’ αυτό είπα ότι από το δικό μου λαβαίνει και θα σας αναγγέλλει».
16 «Σε λίγο χρόνο και δε θα με βλέπετε πια, και πάλι σε λίγο χρόνο και θα με δείτε». 17 Είπαν, λοιπόν, μερικοί από τους μαθητές του μεταξύ τους: «Τι σημαίνει αυτό που μας λέει: “Σε λίγο χρόνο και δε θα με βλέπετε πια, και πάλι σε λίγο χρόνο και θα με δείτε”; Και: “Επειδή πηγαίνω προς τον Πατέρα”;» 18 Έλεγαν λοιπόν: «Τι σημαίνει αυτό που λέει, το: “Σε λίγο χρόνο”; Δεν ξέρουμε τι μιλά». 19 Κατάλαβε ο Ιησούς ότι ήθελαν να τον ρωτούν και τους είπε: «Γι’ αυτό συζητάτε μεταξύ σας, επειδή είπα: “Σε λίγο χρόνο και δε θα με βλέπετε πια, και πάλι σε λίγο χρόνο και θα με δείτε”; 20 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω ότι θα κλάψετε και θα θρηνήσετε εσείς, ενώ ο κόσμος θα χαρεί. Εσείς θα λυπηθείτε, αλλά η λύπη σας θα γίνει χαρά. 21 Η γυναίκα όταν γεννά έχει λύπη, γιατί ήρθε η ώρα της. Όταν όμως γεννήσει το παιδί, δε θυμάται πια τη θλίψη από τη χαρά, γιατί γεννήθηκε άνθρωπος στον κόσμο. 22 Και εσείς, λοιπόν, τώρα βέβαια έχετε λύπη. Πάλι όμως θα σας δω, και θα χαρεί η καρδιά σας, και τη χαρά σας κανένας δεν την αφαιρεί από εσάς. 23 Και εκείνη την ημέρα εμένα δε θα ρωτήσετε τίποτα. Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν κάτι ζητήσετε από τον Πατέρα στο όνομά μου, θα σας το δώσει. 24 Ως τώρα δε ζητήσατε τίποτα στο όνομά μου. Ζητάτε και θα παίρνετε, για να είναι η χαρά σας ολοκληρωμένη».
25 «Αυτά σας τα έχω πει παραβολικά. Έρχεται ώρα που δε θα σας μιλήσω πια παραβολικά, αλλά με παρρησία για τον Πατέρα θα σας αναγγείλω. 26 Κατ’ εκείνη την ημέρα θα ζητήσετε στο όνομά μου, και δε σας λέω ότι εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα για σας. 27 Γιατί ο ίδιος ο Πατέρας σάς αγαπά, επειδή εσείς έχετε αγαπήσει εμένα και έχετε πιστέψει ότι εγώ εξήλθα από το Θεό. 28 Εξήλθα από τον Πατέρα και έχω έρθει στον κόσμο· πάλι αφήνω τον κόσμο και πορεύομαι προς τον Πατέρα». 29 Λένε οι μαθητές του: «Δες, τώρα με παρρησία μιλάς και δε λες καμιά παραβολή. 30 Τώρα ξέρουμε ότι ξέρεις τα πάντα και δεν έχεις ανάγκη κάποιος να σε ρωτά. Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι εξήλθες από το Θεό». 31 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Τώρα πιστεύετε; 32 Ιδού, έρχεται ώρα και μάλιστα έχει έρθει, για να σκορπιστείτε καθένας στις ιδιωτικές του υποθέσεις κι εμένα να αφήσετε μόνο. Αλλά δεν είμαι μόνος, γιατί ο Πατέρας είναι μαζί μου. 33 Αυτά σας τα έχω πει, για να έχετε ειρήνη ενωμένοι με εμένα. Μέσα στον κόσμο θα έχετε θλίψη· αλλά θαρρεύετε, εγώ έχω νικήσει τον κόσμο».
1 Αυτά λάλησε ο Ιησούς και, αφού σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, είπε: «Πατέρα, έχει έρθει η ώρα. Δόξασε τον Υιό σου, για να δοξάσει ο Υιός εσένα, 2 καθώς του έδωσες εξουσία σε κάθε σάρκα, ώστε σε όλο αυτό που του έχεις δώσει να δώσει σ’ αυτούς ζωή αιώνια. 3 Και αυτή είναι η αιώνια ζωή: το να γνωρίζουν εσένα, το μόνο αληθινό Θεό, και αυτόν που απέστειλες, τον Ιησού Χριστό. 4 Εγώ σε δόξασα πάνω στη γη, αφού τελείωσα το έργο που μου έχεις δώσει να κάνω. 5 Και τώρα δόξασέ με εσύ, Πατέρα, κοντά στον εαυτό σου με τη δόξα που είχα κοντά σου προτού να υπάρχει ο κόσμος. 6 Φανέρωσα το όνομά σου στους ανθρώπους που μου έδωσες από τον κόσμο. Δικοί σου ήταν και σ’ εμένα τους έδωσες και το λόγο σου τον έχουν τηρήσει. 7 Τώρα έχουν γνωρίσει ότι όλα όσα μου έχεις δώσει είναι από εσένα. 8 Γιατί τα λόγια που μου έδωσες τους τα έχω δώσει, και αυτοί τα έλαβαν και γνώρισαν αληθινά ότι εξήλθα από εσένα, και πίστεψαν ότι εσύ με απέστειλες. 9 Εγώ γι’ αυτούς παρακαλώ. Δεν παρακαλώ για τον κόσμο, αλλά γι’ αυτούς που μου έχεις δώσει, επειδή είναι δικοί σου. 10 Και όλα τα δικά μου είναι δικά σου και τα δικά σου δικά μου, και έχω δοξαστεί μέσω αυτών. 11 Και δεν είμαι πια στον κόσμο, ενώ αυτοί είναι στον κόσμο, κι εγώ έρχομαι προς εσένα. Πατέρα άγιε, τήρησέ τους στο όνομά σου που μου έχεις δώσει, για να είναι ένα καθώς εμείς. 12 Όταν ήμουν μαζί τους, εγώ τους τηρούσα στο όνομά σου [αυτούς] που μου έχεις δώσει, και τους φύλαξα, και κανείς από αυτούς δε χάθηκε παρά μόνο ο γιος της απώλειας, για να εκπληρωθεί η Γραφή. 13 Τώρα, όμως, προς εσένα έρχομαι, και αυτά τα λαλώ μέσα στον κόσμο, για να έχουν τη χαρά τη δική μου ολοκληρωμένη μέσα τους. 14 Εγώ τους έχω δώσει το λόγο σου, και ο κόσμος τούς μίσησε, γιατί δεν είναι από τον κόσμο καθώς εγώ δεν είμαι από τον κόσμο. 15 Δεν παρακαλώ να τους πάρεις από τον κόσμο, αλλά να τους φυλάξεις από τον Πονηρό. 16 Από τον κόσμο δεν είναι καθώς εγώ δεν είμαι από τον κόσμο. 17 Αγίασέ τους μέσω της αλήθειας· ο λόγος ο δικός σου είναι αλήθεια. 18 Καθώς εμένα απέστειλες στον κόσμο κι εγώ απέστειλα αυτούς στον κόσμο. 19 Και για χάρη τους εγώ αγιάζω τον εαυτό μου, για να είναι και αυτοί αγιασμένοι μέσα στην αλήθεια. 20 Και δεν παρακαλώ γι’ αυτούς μόνο, αλλά και για εκείνους που πιστεύουν μέσω του λόγου τους σ’ εμένα: 21 να είναι όλοι ένα, καθώς εσύ, Πατέρα, είσαι μέσα μου κι εγώ μέσα σου, έτσι και αυτοί να είναι [ένα] μέσα μας, για να πιστεύει ο κόσμος ότι εσύ με απέστειλες. 22 Κι εγώ τη δόξα που μου έχεις δώσει τους την έχω δώσει, για να είναι ένα καθώς εμείς είμαστε ένα. 23 Εγώ μέσα τους κι εσύ μέσα μου, για να είναι τελειοποιημένοι σε ένα, ώστε να καταλαβαίνει ο κόσμος ότι εσύ με απέστειλες και ότι τους αγάπησες καθώς εμένα αγάπησες. 24 Πατέρα, αυτοί που μου έχεις δώσει, θέλω όπου είμαι εγώ κι εκείνοι να είναι μαζί μου, για να βλέπουν τη δόξα τη δική μου που μου έχεις δώσει, γιατί με αγάπησες πριν από τη δημιουργία του κόσμου. 25 Πατέρα δίκαιε, αν και ο κόσμος δε σε γνώρισε, εγώ όμως σε γνώρισα, και αυτοί γνώρισαν ότι εσύ με απέστειλες. 26 Και γνώρισα σ’ αυτούς το όνομά σου και θα τους το γνωρίζω, για να είναι η αγάπη με την οποία με αγάπησες μέσα τους κι εγώ να είμαι μέσα τους».
1 Αφού είπε αυτά ο Ιησούς, εξήλθε μαζί με τους μαθητές του πέρα από το χείμαρρο του Κεδρών όπου ήταν κήπος, στον οποίο εισήλθε αυτός και οι μαθητές του. 2 Μάλιστα ήξερε αυτόν τον τόπο και ο Ιούδας, που τον παράδωσε, γιατί πολλές φορές συνάχτηκε ο Ιησούς εκεί μαζί με τους μαθητές του. 3 Ο Ιούδας, λοιπόν, αφού έλαβε τη στρατιωτική μονάδα και υπηρέτες από τους αρχιερείς και από τους Φαρισαίους, έρχεται εκεί μαζί με φανάρια και με λαμπάδες και με όπλα. 4 Τότε ο Ιησούς, επειδή ήξερε όλα τα ερχόμενα σ’ αυτόν, εξήλθε και τους λέει: «Ποιον ζητάτε;» 5 Του αποκρίθηκαν: «Τον Ιησού το Ναζωραίο». Τους λέει: «Εγώ Είμαι». Είχε σταθεί επίσης και ο Ιούδας, που τον παράδωσε, μαζί τους. 6 Μόλις λοιπόν τους είπε, «Εγώ Είμαι», έφυγαν προς τα πίσω και έπεσαν χάμω. 7 Πάλι τότε τους ρώτησε: «Ποιον ζητάτε;» Εκείνοι είπαν: «Τον Ιησού το Ναζωραίο». 8 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Σας είπα ότι εγώ είμαι. Αν λοιπόν εμένα ζητάτε, αφήστε τούτους να πηγαίνουν» 9 – για να εκπληρωθεί ο λόγος που είπε: «Από αυτούς που μου έχεις δώσει δεν έχασα κανέναν». 10 Ο Σίμωνας Πέτρος τότε, που είχε μάχαιρα, την τράβηξε και χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του απέκοψε το αυτί το δεξιό. Και το όνομα του δούλου ήταν Μάλχος. 11 Είπε λοιπόν ο Ιησούς στον Πέτρο: «Βάλε τη μάχαιρα στη θήκη· το ποτήρι που μου έχει δώσει ο Πατέρας να μην το πιω;»
12 Η στρατιωτική μονάδα, λοιπόν, και ο χιλίαρχος και οι υπηρέτες των Ιουδαίων συνέλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν 13 και τον οδήγησαν στον Άννα πρώτα· γιατί ήταν πεθερός του Καϊάφα, που ήταν αρχιερέας του έτους εκείνου. 14 Και ήταν ο Καϊάφας αυτός που συμβούλεψε τους Ιουδαίους ότι συμφέρει ένας άνθρωπος να πεθάνει υπέρ του λαού.
15 Και ακολουθούσε τον Ιησού ο Σίμωνας Πέτρος και ένας άλλος μαθητής. Ο μαθητής λοιπόν εκείνος ήταν γνωστός στον αρχιερέα και εισήλθε μαζί με τον Ιησού στην αυλή του αρχιερέα, 16 ενώ ο Πέτρος είχε σταθεί κοντά προς τη θύρα έξω. Εξήλθε λοιπόν ο άλλος μαθητής, ο γνωστός του αρχιερέα, και είπε στη θυρωρό και εισήγαγε τον Πέτρο. 17 Λέει τότε στον Πέτρο η δούλη η θυρωρός: «Μήπως κι εσύ είσαι από τους μαθητές του ανθρώπου τούτου;» Εκείνος λέει: «Δεν είμαι». 18 Και είχαν σταθεί οι δούλοι και οι υπηρέτες, έχοντας κάνει ανθρακιά, επειδή έκανε κρύο, και θερμαίνονταν. Είχε σταθεί τότε και ο Πέτρος μαζί τους και θερμαινόταν.
19 Ο αρχιερέας, λοιπόν, ρώτησε τον Ιησού για τους μαθητές του και για τη διδαχή του. 20 Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εγώ με παρρησία έχω μιλήσει στον κόσμο. Εγώ πάντοτε δίδαξα στη συναγωγή και στο ναό, όπου όλοι οι Ιουδαίοι συνέρχονται, και στα κρυφά δε μίλησα τίποτα. 21 Τι με ρωτάς; Ρώτησε αυτούς που έχουν ακούσει τι τους μίλησα. Δες, αυτοί ξέρουν όσα είπα εγώ». 22 Και όταν είπε αυτά, ένας από τους υπηρέτες που είχε σταθεί εκεί κοντά έδωσε ένα χαστούκι στον Ιησού και του είπε: «Έτσι αποκρίνεσαι στον αρχιερέα;» 23 Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Αν κακώς μίλησα, μαρτύρησε για το κακό· αν όμως καλώς, γιατί με δέρνεις;» 24 Τον απέστειλε τότε ο Άννας δεμένο προς τον Καϊάφα τον αρχιερέα.
25 Και ο Σίμωνας Πέτρος είχε σταθεί και θερμαινόταν. Του είπαν, λοιπόν: «Μήπως κι εσύ είσαι από τους μαθητές του;» Εκείνος αρνήθηκε και είπε: «Δεν είμαι». 26 Λέει ένας από τους δούλους του αρχιερέα, που ήταν συγγενής αυτού που απέκοψε ο Πέτρος το αυτί: «Δε σε είδα εγώ μέσα στον κήπο μαζί του;» 27 Πάλι, λοιπόν, αρνήθηκε ο Πέτρος· και αμέσως λάλησε ένας πετεινός.
28 Οδηγούν τότε τον Ιησού από τον Καϊάφα στο πραιτώριο· και ήταν πρωί. Και αυτοί δεν εισήλθαν στο πραιτώριο, για να μη μιανθούν, αλλά να φάνε το Πάσχα. 29 Βγήκε, λοιπόν, ο Πιλάτος έξω προς αυτούς και λέει: «Ποια κατηγορία φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;» 30 Αποκρίθηκαν και του είπαν: «Αν αυτός δεν έκανε συνεχώς κακό, δε θα σου τον παραδίναμε». 31 Είπε τότε σ’ αυτούς ο Πιλάτος: «Λάβετέ τον εσείς και κατά το νόμο σας κρίνετέ τον». Του είπαν οι Ιουδαίοι: «Σ’ εμάς δεν επιτρέπεται να θανατώσουμε κανέναν» 32 – για να εκπληρωθεί ο λόγος του Ιησού που είπε, δίνοντας σημάδι με ποιο θάνατο έμελλε να πεθάνει. 33 Εισήλθε, λοιπόν, πάλι στο πραιτώριο ο Πιλάτος και φώναξε τον Ιησού και του είπε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» 34 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Από τον εαυτό σου εσύ το λες αυτό ή άλλοι σου είπαν για μένα;» 35 Αποκρίθηκε ο Πιλάτος: «Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος; Το έθνος το δικό σου και οι αρχιερείς σε παράδωσαν σ’ εμένα· τι έκανες;» 36 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Η βασιλεία η δική μου δεν είναι από τον κόσμο τούτο. Αν από τον κόσμο τούτον ήταν η βασιλεία η δική μου, οι υπηρέτες οι δικοί μου θα αγωνίζονταν, για να μην παραδοθώ στους Ιουδαίους. Αλλά τώρα η βασιλεία η δική μου δέν είναι από εδώ». 37 Του είπε τότε ο Πιλάτος: «Επομένως, βασιλιάς είσαι εσύ;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εσύ λες σωστά ότι είμαι βασιλιάς. Εγώ γι’ αυτό έχω γεννηθεί και γι’ αυτό έχω έρθει στον κόσμο: για να μαρτυρήσω για την αλήθεια. Καθένας που είναι από την αλήθεια ακούει τη φωνή μου». 38 Λέει σ’ αυτόν ο Πιλάτος: «Τι είναι αλήθεια;»
Και αφού είπε αυτό, πάλι εξήλθε προς τους Ιουδαίους και τους λέει: «Εγώ δε βρίσκω σ’ αυτόν καμία αιτία καταδίκης. 39 Υπάρχει όμως μια συνήθεια σ’ εσάς, να σας απολύω έναν υπόδικο κατά το Πάσχα. Θέλετε, λοιπόν, να σας απολύσω το βασιλιά των Ιουδαίων;» 40 Κραύγασαν τότε πάλι λέγοντας: «Όχι τούτον, αλλά το Βαραβά». Και ήταν ο Βαραβάς ληστής.
1 Τότε, λοιπόν, έλαβε ο Πιλάτος τον Ιησού και τον μαστίγωσε. 2 Και οι στρατιώτες, αφού έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια, το επέθεσαν στο κεφάλι του και τον έντυσαν με ιμάτιο πορφυρό 3 και έρχονταν προς αυτόν και έλεγαν: «Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων». Και του έδιναν χαστούκια. 4 Και βγήκε πάλι έξω ο Πιλάτος και τους λέει: «Να, εγώ σας τον φέρνω έξω, για να καταλάβετε ότι καμιά αιτία καταδίκης δε βρίσκω σ’ αυτόν». 5 Βγήκε λοιπόν ο Ιησούς έξω, φορώντας το αγκάθινο στεφάνι και το πορφυρό ιμάτιο. Και τους λέει ο Πιλάτος: «Ιδού ο άνθρωπος». 6 Όταν λοιπόν τον είδαν οι αρχιερείς και οι υπηρέτες του ναού, κραύγασαν λέγοντας: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον». Τους λέει ο Πιλάτος: «Λάβετέ τον εσείς και σταυρώστε τον, γιατί εγώ δεν βρίσκω σ’ αυτόν αιτία καταδίκης». 7 Αποκρίθηκαν σ’ αυτόν οι Ιουδαίοι: «Εμείς έχουμε νόμο και κατά το νόμο οφείλει να πεθάνει, γιατί έκανε τον εαυτό του Υιό Θεού». 8 Όταν λοιπόν άκουσε ο Πιλάτος αυτόν το λόγο, φοβήθηκε περισσότερο, 9 και εισήλθε στο πραιτώριο πάλι και λέει στον Ιησού: «Από πού είσαι εσύ;» Αλλά ο Ιησούς δεν του έδωσε απόκριση. 10 Λέει τότε σ’ αυτόν ο Πιλάτος: «Σ’ εμένα δε μιλάς; Δεν ξέρεις ότι έχω εξουσία να σε απολύσω και έχω εξουσία να σε σταυρώσω;» 11 Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Δε θα είχες εξουσία κατεπάνω μου καμιά, αν δε σου ήταν δοσμένο από επάνω. Γι’ αυτό εκείνος που με παράδωσε σ’ εσένα έχει μεγαλύτερη αμαρτία». 12 Γι’ αυτό που είπε, ο Πιλάτος ζητούσε να τον απολύσει. Αλλά οι Ιουδαίοι κραύγασαν λέγοντας: «Αν τούτον απολύσεις, δεν είσαι φίλος του Καίσαρα. Καθένας που κάνει τον εαυτό του βασιλιά αντιτίθεται στον Καίσαρα». 13 Ο Πιλάτος, λοιπόν, όταν άκουσε τα λόγια αυτά, έφερε έξω τον Ιησού και κάθισε πάνω σε βήμα, σ’ έναν τόπο που λέγεται Λιθόστρωτο και στα εβραϊκά “Γαββαθά”. 14 Ήταν τότε παρασκευή του Πάσχα, η ώρα ήταν περίπου δώδεκα το μεσημέρι. Και λέει στους Ιουδαίους: «Να ο βασιλιάς σας». 15 Κραύγασαν τότε εκείνοι: «Αφάνισέ τον, αφάνισέ τον, σταύρωσέ τον». Τους λέει ο Πιλάτος: «Το βασιλιά σας να σταυρώσω;» Αποκρίθηκαν οι αρχιερείς: «Δεν έχουμε βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα». 16 Τότε, λοιπόν, τον παράδωσε σ’ αυτούς για να σταυρωθεί.
Παράλαβαν λοιπόν τον Ιησού, 17 και βαστάζοντας στον εαυτό του το σταυρό, εξήλθε από την πόλη στο λεγόμενο “Κρανίου Τόπο”, που λέγεται εβραϊκά “Γολγοθά”, 18 όπου τον σταύρωσαν, και μαζί του άλλους δύο, δώθε και κείθε, και στο μέσο τον Ιησού. 19 Ο Πιλάτος έγραψε τότε και μια επιγραφή και την έθεσε πάνω από το σταυρό. Και ήταν γραμμένο: “Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλιάς των Ιουδαίων”. 20 Αυτή, λοιπόν, την επιγραφή διάβασαν πολλοί από τους Ιουδαίους, γιατί ήταν κοντά στην πόλη ο τόπος όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς. Και ήταν γραμμένη εβραϊκά, ρωμαϊκά, ελληνικά. 21 Έλεγαν λοιπόν στον Πιλάτο οι αρχιερείς των Ιουδαίων: «Να μη γράφεις, “Ο βασιλιάς των Ιουδαίων”, αλλά ότι “Εκείνος είπε: Βασιλιάς είμαι των Ιουδαίων”». 22 Αποκρίθηκε ο Πιλάτος: «Ό,τι έχω γράψει, έχω γράψει». 23 Οι στρατιώτες, λοιπόν, όταν σταύρωσαν τον Ιησού, έλαβαν τα ιμάτιά του και τα έκαναν τέσσερα μέρη, για κάθε στρατιώτη ένα μέρος, και το χιτώνα. Και ήταν ο χιτώνας χωρίς ραφή, από πάνω ως κάτω υφαντός ολόκληρος. 24 Είπαν λοιπόν μεταξύ τους: «Ας μην τον σκίσουμε, αλλά ας ρίξουμε λαχνό γι’ αυτόν να δούμε ποιανού θα είναι» – για να εκπληρωθεί η Γραφή που λέει: Διαμοιράστηκαν τα ιμάτιά μου μεταξύ τους και πάνω στον ιματισμό μου έριζαν κλήρο. Αφενός, λοιπόν, οι στρατιώτες έκαναν αυτά. 25 Αφετέρου είχαν σταθεί κοντά στο σταυρό του Ιησού η μητέρα του και η αδελφή της μητέρας του, η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή. 26 Ο Ιησούς, τότε, όταν είδε τη μητέρα του και το μαθητή που αγαπούσε να έχει σταθεί εκεί κοντά, λέει στη μητέρα του: «Γυναίκα, να ο γιος σου». 27 Έπειτα λέει στο μαθητή: «Να η μητέρα σου». Και από εκείνη την ώρα έλαβε αυτήν ο μαθητής στην οικία του.
28 Μετά από αυτό, επειδή ήξερε ο Ιησούς ότι ήδη όλα έχουν τελεστεί, για να εκπληρωθεί η Γραφή, λέει: «Διψώ». 29 Ένα σκεύος ήταν τοποθετημένο εκεί γεμάτο ξίδι. Αφού, λοιπόν, έθεσαν ένα σφουγγάρι γεμάτο με το ξίδι γύρω σ’ ένα κλαδί από ύσσωπο, το πρόσφεραν στο στόμα του. 30 Όταν τότε έλαβε το ξίδι, ο Ιησούς είπε: «Τετέλεσται». Και αφού έγειρε το κεφάλι, παράδωσε το πνεύμα.
31 Τότε οι Ιουδαίοι, επειδή ήταν ημέρα προπαρασκευής του Πάσχα, για να μη μείνουν πάνω στο σταυρό τα σώματα το Σάββατο, επειδή ήταν μεγάλη η ημέρα εκείνου του Σαββάτου, παρακάλεσαν τον Πιλάτο να τους σπάσουν τα σκέλη και να τους πάρουν από εκεί. 32 Ήρθαν λοιπόν οι στρατιώτες, και αφενός του πρώτου έσπασαν τα σκέλη όπως και του άλλου που σταυρώθηκε μαζί του. 33 Στον Ιησού, όμως, όταν ήρθαν, μόλις είδαν ότι αυτός είχε ήδη πεθάνει, δεν έσπασαν τα σκέλη του, 34 αλλά ένας από τους στρατιώτες τρύπησε με λόγχη την πλευρά του, και εξήλθε ευθύς αίμα και νερό. 35 Και εκείνος που το έχει δει έχει μαρτυρήσει, και αληθινή είναι η μαρτυρία του, και εκείνος ξέρει ότι λέει αληθινά πράγματα, για να πιστέψετε κι εσείς. 36 Επειδή έγιναν αυτά, για να εκπληρωθεί η Γραφή: Οστό του δε θα συντριφτεί. 37 Και πάλι άλλο μέρος της Γραφής λέει: Θα δουν αυτόν που κέντησαν.
38 Και μετά από αυτά, παρακάλεσε τον Πιλάτο ο Ιωσήφ που ήταν από την Αριμαθαία, ο οποίος ήταν μαθητής του Ιησού, αλλά κρυφός για το φόβο των Ιουδαίων, να πάρει το σώμα του Ιησού. Και το επέτρεψε ο Πιλάτος. Ήρθε, λοιπόν, και πήρε το σώμα του. 39 Ήρθε τότε και ο Νικόδημος, που είχε έρθει προς αυτόν νύχτα την πρώτη φορά, και έφερε μείγμα από σμύρνα και αλόη περίπου τριάντα πέντε κιλά. 40 Έλαβαν, λοιπόν, το σώμα του Ιησού και το έδεσαν με επιδέσμους μαζί με τα αρώματα, καθώς είναι έθιμο στους Ιουδαίους να ενταφιάζουν. 41 Και υπήρχε κήπος στον τόπο όπου σταυρώθηκε, και στον κήπο ήταν ένα καινούργιο μνήμα μέσα στο οποίο ποτέ κανείς δεν ήταν τοποθετημένος. 42 Εκεί λοιπόν έθεσαν τον Ιησού, γιατί ήταν ημέρα προπαρασκευής του Πάσχα των Ιουδαίων, επειδή το μνήμα ήταν κοντά.
1 Και την πρώτη ημέρα μετά το Σάββατο η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί στο μνήμα, ενώ ήταν ακόμα σκοτάδι, και βλέπει το λίθο σηκωμένο από το μνήμα. 2 Τρέχει, λοιπόν, και έρχεται προς το Σίμωνα Πέτρο και προς τον άλλο μαθητή που αγαπούσε ο Ιησούς, και τους λέει: «Πήραν τον Κύριο από το μνήμα και δεν ξέρουμε πού τον έθεσαν». 3 Εξήλθε τότε ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής και έρχονταν στο μνήμα. 4 Έτρεχαν, λοιπόν, και οι δυο μαζί. Αλλά ο άλλος μαθητής έτρεξε μπροστά ταχύτερα από τον Πέτρο και ήρθε πρώτος στο μνήμα 5 και, αφού έσκυψε, βλέπει να βρίσκονται κάτω οι επίδεσμοι, δεν εισήλθε όμως. 6 Έρχεται τότε και ο Σίμωνας Πέτρος, που τον ακολουθούσε, και εισήλθε στο μνήμα. Και βλέπει τους επιδέσμους να βρίσκονται κάτω, 7 και το μαντίλι, που ήταν πάνω στο κεφάλι του, να μη βρίσκεται κάτω μαζί με τους επιδέσμους, αλλά χωριστά τυλιγμένο σε ένα μέρος. 8 Τότε, λοιπόν, εισήλθε και ο άλλος μαθητής που ήρθε πρώτος στο μνήμα, και είδε και πίστεψε. 9 Γιατί δεν είχαν ακόμη καταλάβει τη Γραφή, ότι αυτός πρέπει από τους νεκρούς να αναστηθεί. 10 Έφυγαν τότε πάλι για την οικία τους οι μαθητές.
11 Η Μαρία, όμως, είχε σταθεί κοντά στο μνήμα, κλαίγοντας έξω. Καθώς λοιπόν έκλαιγε, έσκυψε κάτω στο μνήμα 12 και βλέπει δυο αγγέλους στα λευκά καθισμένους, έναν προς το μέρος της κεφαλής και έναν προς το μέρος των ποδιών, όπου ήταν τοποθετημένο το σώμα του Ιησού. 13 Τότε εκείνοι της λένε: «Γυναίκα, τι κλαις;» Τους απαντά: «Πήραν τον Κύριό μου και δεν ξέρω πού τον έθεσαν». 14 Όταν είπε αυτά, στράφηκε προς τα πίσω και βλέπει τον Ιησού να έχει σταθεί, αλλά δεν κατάλαβε ότι είναι ο Ιησούς. 15 Της λέει ο Ιησούς: «Γυναίκα, τι κλαις; Ποιον ζητάς;» Εκείνη, επειδή νόμιζε ότι είναι ο κηπουρός, του λέει: «Κύριε, αν εσύ τον βάσταξες, πες μου πού τον έθεσες κι εγώ θα τον πάρω». 16 Λέει σ’ αυτήν ο Ιησούς: «Μαριάμ!» Στράφηκε εκείνη και του λέει εβραϊκά: «Ραββουνί!» (που λέγεται “Δάσκαλε”). 17 Της λέει ο Ιησούς: «Μη με κρατάς, γιατί δεν έχω ανεβεί ακόμα προς τον Πατέρα. Πήγαινε όμως προς τους αδελφούς μου και πες τους: “Ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας, και Θεό μου και Θεό σας”». 18 Έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή και αναγγέλλει στους μαθητές: «Έχω δει τον Κύριο!», και αυτά που της είπε.
19 Ενώ λοιπόν ήταν βράδυ την ημέρα εκείνη, την πρώτη μετά το Σάββατο, και ενώ οι θύρες ήταν κλεισμένες εκεί όπου ήταν οι μαθητές για το φόβο των Ιουδαίων, ήρθε ο Ιησούς και στάθηκε στο μέσο και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς». 20 Και αφού είπε αυτό, έδειξε τα χέρια και την πλευρά του σ’ αυτούς. Χάρηκαν τότε οι μαθητές, όταν είδαν τον Κύριο. 21 Τους είπε λοιπόν πάλι ο Ιησούς: «Ειρήνη σ’ εσάς· καθώς με έχει αποστείλει ο Πατέρας κι εγώ στέλνω εσάς». 22 Και όταν είπε αυτό, φύσηξε στο πρόσωπό τους και τους λέει: «Λάβετε Πνεύμα Άγιο. 23 Αν σε κάποιους αφήσετε τις αμαρτίες, έχουν αφεθεί σ’ αυτούς, αν σε κάποιους τις κρατάτε, έχουν κρατηθεί».
24 Ο Θωμάς, όμως, ένας από τους δώδεκα, ο λεγόμενος, “Δίδυμος”, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς. 25 Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι μαθητές: «Έχουμε δει τον Κύριο!» Εκείνος τους είπε: «Αν δε δω στα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δε βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι των καρφιών και δε βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω». 26 Και μετά από οχτώ ημέρες ήταν πάλι μέσα οι μαθητές του και ο Θωμάς μαζί τους. Έρχεται ο Ιησούς, ενώ ήταν οι θύρες κλεισμένες, και στάθηκε στο μέσο και είπε: «Ειρήνη σ’ εσάς». 27 Έπειτα λέει στο Θωμά: «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου, και μη γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός». 28 Αποκρίθηκε ο Θωμάς και του είπε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» 29 Του λέει ο Ιησούς: «Επειδή με έχεις δει, έχεις πιστέψει; Μακάριοι όσοι δεν είδαν και όμως πίστεψαν».
30 Βέβαια, και άλλα πολλά θαυματουργικά σημεία έκανε ο Ιησούς μπροστά στους μαθητές του, που δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο τούτο. 31 Αυτά όμως έχουν γραφτεί, για να πιστέψετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντας να έχετε ζωή στο όνομά του.
1 Μετά από αυτά, φανέρωσε τον εαυτό του πάλι ο Ιησούς στους μαθητές κοντά στη λίμνη της Τιβεριάδας. Και τον φανέρωσε έτσι: 2 Ήταν μαζί ο Σίμωνας Πέτρος και ο Θωμάς ο λεγόμενος “Δίδυμος” και ο Ναθαναήλ που ήταν από την Κανά της Γαλιλαίας και οι γιοι του Ζεβεδαίου και άλλοι δύο από τους μαθητές του. 3 Λέει σ’ αυτούς ο Σίμωνας Πέτρος: «Πηγαίνω να ψαρέψω». Του λένε: «Ερχόμαστε κι εμείς μαζί σου». Εξήλθαν και μπήκαν στο πλοίο, αλλά εκείνη τη νύχτα δεν έπιασαν τίποτα. 4 Όταν, λοιπόν, ήδη είχε γίνει πρωί, στάθηκε ο Ιησούς στο γιαλό· όμως δεν ήξεραν οι μαθητές ότι είναι ο Ιησούς. 5 Τους λέει λοιπόν ο Ιησούς: «Παιδιά, μήπως έχετε κανένα προσφάγι;» Του αποκρίθηκαν: «Όχι». 6 Εκείνος είπε σ’ αυτούς: «Ρίξτε στο δεξί μέρος του πλοίου το δίχτυ και θα βρείτε». Το έριξαν, λοιπόν, και δεν μπορούσαν πια να το τραβήξουν από το πλήθος των ψαριών. 7 Εκείνος ο μαθητής που αγαπούσε ο Ιησούς λέει τότε στον Πέτρο: «Ο Κύριος είναι!» Τότε ο Σίμωνας Πέτρος, όταν άκουσε ότι ο Κύριος είναι, ζώστηκε γύρω του τον επενδύτη, γιατί ήταν γυμνός, και ρίχτηκε στη λίμνη. 8 Και οι άλλοι μαθητές ήρθαν με το πλοιάριο, γιατί δεν ήταν μακριά από την ξηρά, αλλά απείχαν περίπου εκατό μέτρα, σέρνοντας το δίχτυ με τα ψάρια. 9 Μόλις λοιπόν αποβιβάστηκαν στην ξηρά, βλέπουν να βρίσκεται κάτω ανθρακιά και πάνω της να βρίσκεται ψάρι, και άρτος. 10 Λέει σ’ αυτούς ο Ιησούς: «Φέρτε από τα ψάρια που πιάσατε τώρα». 11 Ανέβηκε τότε ο Σίμωνας Πέτρος και τράβηξε το δίχτυ στη γη γεμάτο από εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Και ενώ ήταν τόσο πολλά, δε σκίστηκε το δίχτυ. 12 Τους λέει ο Ιησούς: «Ελάτε να προγευματίσετε». Κανείς όμως δεν τολμούσε από τους μαθητές να τον εξετάσει ρωτώντας: «Εσύ ποιος είσαι;» Γιατί ήξεραν ότι είναι ο Κύριος. 13 Έρχεται ο Ιησούς και λαβαίνει τον άρτο και τους τον δίνει, και το ψάρι ομοίως. 14 Αυτή ήταν ήδη η τρίτη φορά που φανερώθηκε ο Ιησούς στους μαθητές του, όταν εγέρθηκε από τους νεκρούς.
15 Όταν λοιπόν προγευμάτισαν, λέει ο Ιησούς στο Σίμωνα Πέτρο: «Σίμωνα, γιε του Ιωάννη, με αγαπάς περισσότερο από αυτούς;» Του απαντά: «Ναι, Κύριε, εσύ ξέρεις ότι σε αγαπώ ως φίλος». Του λέει: «Βόσκε τα αρνιά μου». 16 Λέει σ’ αυτόν πάλι, για δεύτερη φορά: «Σίμωνα, γιε του Ιωάννη, με αγαπάς;» Του απαντά: «Ναι, Κύριε, εσύ ξέρεις ότι σε αγαπώ ως φίλος». Του λέει: «Ποίμαινε τα πρόβατά μου». 17 Λέει σ’ αυτόν για τρίτη φορά: «Σίμωνα, γιε του Ιωάννη, με αγαπάς ως φίλος;» Λυπήθηκε ο Πέτρος, επειδή του είπε για τρίτη φορά: «Με αγαπάς ως φίλος;» Και του απαντά: «Κύριε, τα πάντα εσύ ξέρεις, εσύ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ ως φίλος». Λέει σ’ αυτόν ο Ιησούς: «Βόσκε τα πρόβατά μου. 18 Αλήθεια, αλήθεια σου λέω, όταν ήσουν νεότερος, έζωνες τον εαυτό σου και περπατούσες όπου ήθελες. Όταν όμως γεράσεις, θα εκτείνεις τα χέρια σου και άλλος θα σε ζώσει και θα σε φέρει εκεί όπου δε θέλεις». 19 Και αυτό το είπε, για να δώσει σημάδι με ποιο θάνατο θα δοξάσει ο Πέτρος το Θεό. Και αφού είπε αυτό, του λέει: «Ακολούθα με».
20 Στράφηκε πίσω ο Πέτρος και βλέπει το μαθητή που αγαπούσε ο Ιησούς να ακολουθεί, ο οποίος και έπεσε, κατά το δείπνο πάνω στο στήθος του και είπε: «Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε παραδώσει;» 21 Αυτόν, λοιπόν, όταν τον είδε ο Πέτρος, λέει στον Ιησού: «Κύριε, και σ’ αυτόν τι θα συμβεί;» 22 Του απαντά ο Ιησούς: «Αν θέλω αυτός να μένει ωσότου έρθω, τι σε αφορά; Εσύ ακολούθα με». 23 Εξήλθε λοιπόν αυτή η φήμη στους αδελφούς, ότι εκείνος ο μαθητής δεν πεθαίνει. Δεν είπε όμως σ’ αυτόν ο Ιησούς ότι δεν πεθαίνει, αλλά: «Αν θέλω αυτός να μένει ωσότου έρθω, τι σε αφορά;» 24 Αυτός είναι ο μαθητής που μαρτυρεί γι’ αυτά και τα έγραψε, και ξέρουμε ότι είναι αληθινή η μαρτυρία του. 25 Αλλά υπάρχουν και άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, τα οποία αν γράφονταν καθένα, νομίζω ότι ούτε αυτός ο κόσμος δε θα χωρούσε τα γραφόμενα βιβλία.