1 Το πρώτο βέβαια διήγημα έκανα για όλα, ω Θεόφιλε, αυτά που άρχισε ο Ιησούς να κάνει και να διδάσκει, 2 μέχρι την ημέρα που έδωσε εντολή στους αποστόλους, τους οποίους εξέλεξε μέσω του Πνεύματος του Αγίου, και αναλήφθηκε. 3 Στους οποίους και παρουσίασε τον εαυτό του ζωντανό μετά το πάθος του με πολλά τεκμήρια, ενώ βλεπόταν για σαράντα ημέρες από αυτούς και έλεγε τα σχετικά με τη βασιλεία του Θεού. 4 Και ενώ έτρωγε μαζί τους, παράγγειλε σ’ αυτούς να μην αποχωρούν από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την υπόσχεση του Πατέρα «που ακούσατε από εμένα, 5 γιατί αφενός ο Ιωάννης βάφτισε σε νερό, αφετέρου εσείς θα βαφτιστείτε μέσα σε Πνεύμα Άγιο όχι πολλές ημέρες μετά από αυτές που ζούμε τώρα».
6 Αυτοί, λοιπόν, όταν συγκεντρώθηκαν, τον ρωτούσαν λέγοντας: «Κύριε, μήπως κατά τούτο το χρονικό διάστημα αποκαθιστάς τη βασιλεία στον Ισραήλ;» 7 Είπε τότε προς αυτούς: «Δεν ανήκει σ’ εσάς να γνωρίσετε χρόνους ή καιρούς που ο Πατέρας έθεσε στη δική του εξουσία, 8 αλλά θα λάβετε δύναμη, όταν έρθει το Άγιο Πνεύμα πάνω σας, και θα μου είστε μάρτυρες μέσα στην Ιερουσαλήμ και μέσα σε όλη την Ιουδαία και τη Σαμάρεια και ως τα έσχατα της γης». 9 Και όταν είπε αυτά, ενώ αυτοί έβλεπαν, ανυψώθηκε και μια νεφέλη τον πήρε από κάτω, μακριά από τα μάτια τους. 10 Και καθώς ατένιζαν συνεχώς στον ουρανό, ενώ αυτός πορευόταν, τότε ιδού, δύο άντρες είχαν σταθεί κοντά τους με στολές λευκές, 11 οι οποίοι και τους είπαν: «Άντρες Γαλιλαίοι, τι έχετε σταθεί βλέποντας μέσα στον ουρανό; Αυτός ο Ιησούς, που αναλήφτηκε από εσάς στον ουρανό, έτσι θα έρθει, με αυτόν τον τρόπο που τον είδατε να πορεύεται στον ουρανό».
12 Τότε επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ από το όρος που καλείται Ελαιώνας, που είναι κοντά στην Ιερουσαλήμ, απέχοντας οδό Σαββάτου. 13 Και όταν εισήλθαν, ανέβηκαν στο υπερώο όπου παράμεναν συνεχώς, ο Πέτρος και ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος και ο Ανδρέας, ο Φίλιππος και ο Θωμάς, ο Βαρθολομαίος και ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος ο γιος του Αλφαίου και ο Σίμωνας ο Ζηλωτής και ο Ιούδας ο γιος του Ιακώβου. 14 Αυτοί όλοι συνεχώς επέμεναν καρτερικά και ομόψυχα στην προσευχή μαζί με μερικές γυναίκες και με τη Μαριάμ, τη μητέρα του Ιησού, και με τους αδελφούς του. 15 Και κατά τις ημέρες αυτές σηκώθηκε ο Πέτρος στο μέσο των αδελφών και είπε – ήταν ένα πλήθος περίπου εκατόν είκοσι ατόμων στο ίδιο μέρος: 16 «Άντρες αδελφοί, έπρεπε να εκπληρωθεί η Γραφή που προείπε το Πνεύμα το Άγιο μέσω του στόματος του Δαβίδ για τον Ιούδα, που έγινε οδηγός σ’ αυτούς που συνέλαβαν τον Ιησού, 17 γιατί ήταν καταριθμημένος μεταξύ μας και έλαχε τον κλήρο αυτής της διακονίας. 18 Αυτός πράγματι, λοιπόν, απόχτησε χωράφι από το μισθό της αδικίας και, αφού έπεσε μπρούμυτα, έσκασε στη μέση και ξεχύθηκαν όλα τα σπλάχνα του. 19 Και γνωστό έγινε σε όλους όσοι κατοικούν στην Ιερουσαλήμ, ώστε να κληθεί το χωράφι εκείνο στη δική τους διάλεκτο “Ακελδαμάχ”, τουτέστι “Χωράφι Αίματος”. 20 Γιατί είναι γραμμένο στο βιβλίο των Ψαλμών: Ας γίνει η έπαυλή του έρημη και ας μην υπάρχει αυτός που κατοικεί σ’ αυτήν, και: Την επισκοπή του ας τη λάβει άλλος. 21 Πρέπει, λοιπόν, από τους άντρες που μας συνόδεψαν καθόλο το χρόνο που εισήλθε και εξήλθε μεταξύ μας ο Κύριος Ιησούς, 22 όταν άρχισε από το βάφτισμα του Ιωάννη ως την ημέρα που αναλήφτηκε από εμάς, ένας από αυτούς να γίνει μαζί μας μάρτυρας της ανάστασής του». 23 Και έστησαν δύο για να διαλέξουν: τον Ιωσήφ που καλείται Βαρσαβάς, ο οποίος επικλήθηκε Ιούστος, και το Ματθία. 24 Και αφού προσευχήθηκαν, είπαν: «Εσύ Κύριε, καρδιογνώστη όλων, ανάδειξε αυτόν που εξέλεξες, έναν από τούτους τους δύο, 25 για να λάβει τη θέση αυτής της διακονίας και της αποστολής από την οποία ξέκλινε ο Ιούδας, για να πορευτεί στον τόπο που διάλεξε το δικό του». 26 Και έδωσαν κλήρους γι’ αυτούς και έπεσε ο κλήρος στο Ματθία και συγκαταριθμήθηκε μαζί με τους έντεκα αποστόλους.
1 Και καθώς συμπληρωνόταν η ημέρα της Πεντηκοστής, ήταν όλοι μαζί στο ίδιο μέρος. 2 Και έγινε ξαφνικά από τον ουρανό ήχος, όπως ακριβώς όταν φυσά βίαιος άνεμος, και γέμισε όλο τον οίκο όπου κάθονταν. 3 Και φάνηκαν να διαμερίζονται σ’ αυτούς γλώσσες σαν φωτιάς και κάθισε καθεμιά πάνω σε καθέναν ξεχωριστά από αυτούς, 4 και γέμισαν όλοι από Πνεύμα Άγιο και άρχισαν να λαλούν σε άλλες γλώσσες καθώς το Πνεύμα τούς έδινε να εκφράζονται. 5 Τότε στην Ιερουσαλήμ κατοικούσαν συνεχώς Ιουδαίοι, άντρες ευλαβείς από κάθε έθνος που είναι κάτω από τον ουρανό. 6 Όταν έγινε λοιπόν η βοή αυτή, συγκεντρώθηκε το πλήθος και κυριεύτηκε από σύγχυση, γιατί άκουγαν καθένας ξεχωριστά στη δική του διάλεκτο να μιλούν αυτοί. 7 Έμεναν λοιπόν εκστατικοί και θαύμαζαν, λέγοντας: «Ιδού, όλοι αυτοί που μιλούν δεν είναι Γαλιλαίοι; 8 Και πώς εμείς τους ακούμε, καθένας στη δική μας διάλεκτο, στην οποία γεννηθήκαμε; 9 Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίτες και όσοι κατοικούν στη Μεσοποταμία, στην Ιουδαία και στην Καππαδοκία, στον Πόντο και στην επαρχία της Ασίας, 10 στη Φρυγία και στην Παμφυλία, στην Αίγυπτο και στα μέρη της Λιβύης που είναι κοντά στην Κυρήνη, και όσοι Ρωμαίοι παρεπιδημούν, 11 Ιουδαίοι και προσήλυτοι, Κρητικοί και Άραβες, ακούμε να μιλούν αυτοί στις δικές μας γλώσσες τα μεγαλεία του Θεού». 12 Έμεναν λοιπόν εκστατικοί όλοι και απορούσαν, λέγοντας ο ένας προς τον άλλο: «Τι μπορεί να θέλει να σημαίνει αυτό;» 13 Άλλοι όμως χλευάζοντας πολύ, έλεγαν: «Είναι γεμάτοι γλεύκος».
14 Στάθηκε τότε ο Πέτρος μαζί με τους έντεκα, ύψωσε τη φωνή του και απευθύνθηκε σ’ αυτούς: «Άντρες Ιουδαίοι και όλοι όσοι κατοικείτε στην Ιερουσαλήμ, ας είναι γνωστό αυτό σ’ εσάς και βάλτε στ’ αυτιά σας τα λόγια μου. 15 Γιατί αυτοί δε μεθάνε όπως εσείς νομίζετε, επειδή είναι εννιά η ώρα το πρωί, 16 αλλά αυτό είναι εκείνο που έχει ειπωθεί μέσω του προφήτη Ιωήλ: 17 Και θα γίνει κατά τις έσχατες ημέρες, λέει ο Θεός, θα εκχύσω από το Πνεύμα μου πάνω σε κάθε σάρκα, και θα προφητέψουν οι γιοι σας και οι θυγατέρες σας και οι νεαροί σας θα δουν οράματα και οι πρεσβύτεροί σας στην ηλικία θα δουν όνειρα. 18 Και βέβαια πάνω στους δούλους μου και στις δούλες μου κατά τις ημέρες εκείνες θα εκχύσω από το Πνεύμα μου, και θα προφητέψουν. 19 Και θα δώσω τέρατα στον ουρανό πάνω, και σημεία στη γη κάτω, αίμα και φωτιά και στήλη καπνού. 20 Ο ήλιος θα μεταβληθεί σε σκοτάδι και η σελήνη σε αίμα, πριν έρθει η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και επιφανής. 21 Και θα συμβεί καθένας που επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου να σωθεί. 22 Άντρες Ισραηλίτες, ακούστε τα λόγια αυτά: Τον Ιησού το Ναζωραίο, άντρα που είχε αποδειχτεί σταλμένος από το Θεό σ’ εσάς με δυνάμεις και με τέρατα και με σημεία, που έκανε μέσω αυτού ο Θεός στο μέσο σας καθώς οι ίδιοι ξέρετε, 23 τούτον, ο οποίος σύμφωνα με την ορισμένη βουλή και πρόγνωση του Θεού σάς παραδόθηκε, και με χέρια άνομα καρφώσατε και σκοτώσατε, 24 αυτόν ο Θεός ανάστησε, αφού του έλυσε τις ωδίνες του θανάτου, καθότι δεν ήταν δυνατό αυτός να κρατείται από αυτόν. 25 Γιατί ο Δαβίδ λέει γι’ αυτόν: Έβλεπα τον Κύριο μπροστά μου διαπαντός, επειδή είναι από τα δεξιά μου, για να μη σαλευτώ. 26 Γι’ αυτό ευφράνθηκε η καρδιά μου και αγαλλίασε η γλώσσα μου, μάλιστα ακόμα και η σάρκα μου θα κατασκηνώσει στον τάφο με ελπίδα, 27 γιατί δε θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη ούτε θα παραδώσεις τον όσιό σου να δει φθορά. 28 Μου γνώρισες οδούς ζωής, θα με γεμίσεις ευφροσύνη με το πρόσωπό σου. 29 Άντρες αδελφοί, επιτρέπεται να πω με παρρησία προς εσάς για τον πατριάρχη Δαβίδ ότι και πέθανε και τάφηκε, και το μνήμα του είναι μεταξύ μας μέχρι την ημέρα αυτή. 30 Επειδή ήταν λοιπόν προφήτης και ήξερε ότι με όρκο ορκίστηκε σ’ αυτόν ο Θεός πως ο Χριστός θα καθίσει πάνω στο θρόνο του, προερχόμενος από τον καρπό της οσφύος του, 31 προείδε και μίλησε για την ανάσταση του Χριστού ότι ούτε εγκαταλείφτηκε στον άδη ούτε η σάρκα του είδε φθορά. 32 Αυτόν τον Ιησού ανάστησε ο Θεός, του οποίου όλοι εμείς είμαστε μάρτυρες. 33 Αφού λοιπόν με το δεξί χέρι του Θεού υψώθηκε και έλαβε από τον Πατέρα την υπόσχεση του Πνεύματος του Αγίου, εξέχυσε αυτό που εσείς και βλέπετε και ακούτε. 34 Γιατί ο Δαβίδ δεν ανέβηκε στους ουρανούς, λέει όμως αυτός: Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου, Κάθου από τα δεξιά μου, 35 ωσότου θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδιών σου. 36 Ασφαλώς, λοιπόν, ας γνωρίζει όλος ο οίκος Ισραήλ ότι και Κύριο και Χριστό ο Θεός έκανε αυτόν, τούτον τον Ιησού που εσείς σταυρώσατε». 37 Όταν άκουσαν, λοιπόν, ένιωσαν κατάνυξη στην καρδιά και είπαν προς τον Πέτρο και προς τους υπόλοιπους αποστόλους: «Τι να κάνουμε, άντρες αδελφοί;» 38 Ο Πέτρος τότε λέει προς αυτούς: «Μετανοήστε, και ας βαφτιστεί καθένας από εσάς στο όνομα του Ιησού Χριστού σε άφεση των αμαρτιών σας, και θα λάβετε τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. 39 Γιατί για σας είναι η υπόσχεση και για τα τέκνα σας και για όλους όσοι είναι μακριά, όσους προσκαλέσει ο Κύριος ο Θεός μας». 40 Και με άλλα, περισσότερα λόγια μαρτυρούσε επίσημα και τους παρακαλούσε λέγοντας: «Σωθείτε από τη γενιά αυτήν τη διεστραμμένη». 41 Αυτοί λοιπόν που αποδέχτηκαν το λόγο του βαφτίστηκαν και προστέθηκαν την ημέρα εκείνη περίπου τρεις χιλιάδες ψυχές. 42 Και επέμεναν καρτερικά συνεχώς στη διδαχή των αποστόλων και στην κοινωνία και στο κόψιμο με τα χέρια του άρτου και στις προσευχές.
43 Υπήρχε λοιπόν φόβος σε κάθε ψυχή, και γίνονταν πολλά τέρατα και σημεία μέσω των αποστόλων. 44 Και όλοι όσοι πίστευαν ήταν στο ίδιο μέρος και τα είχαν όλα κοινά, 45 και τα κτήματα και τις περιουσίες τους πουλούσαν και τα διαμοίραζαν σε όλους ανάλογα με την ανάγκη που είχε καθένας. 46 Και κάθε ημέρα επέμεναν καρτερικά να πηγαίνουν ομόψυχα στο ναό, και έκοβαν κατ’ οίκο άρτο και λάβαιναν μέρος στην τροφή με αγαλλίαση και με απλότητα καρδιάς, 47 αινώντας το Θεό και έχοντας χάρη μπροστά σε όλο το λαό. Και ο Κύριος πρόσθετε στο ίδιο μέρος αυτούς που σώζονταν κάθε ημέρα.
1 Ο Πέτρος, τότε, και ο Ιωάννης ανέβαιναν στο ναό για την ώρα της προσευχής στις τρεις το απόγευμα. 2 Και μερικοί βάσταζαν κάποιον άντρα που ήταν χωλός από την κοιλιά της μητέρας του, τον οποίο έθεταν κάθε ημέρα κοντά στη θύρα του ναού που λέγεται “Ωραία”, για να ζητά ελεημοσύνη από εκείνους που έμπαιναν στο ναό. 3 Αυτός, όταν είδε τον Πέτρο και τον Ιωάννη που έμελλαν να πάνε μέσα στο ναό, ζητούσε να λάβει ελεημοσύνη. 4 Ατένισε τότε ο Πέτρος σ’ αυτόν μαζί με τον Ιωάννη και του είπε: «Δες προς εμάς». 5 Εκείνος πρόσεχε σ’ αυτούς, προσδοκώντας να λάβει κάτι από αυτούς. 6 Είπε όμως ο Πέτρος: «Άργυρος και χρυσάφι δεν υπάρχει σ’ εμένα, αλλά ό,τι έχω, αυτό σου δίνω: στο όνομα του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου σήκω και περπάτα». 7 Και αφού τον έπιασε από το δεξί χέρι, τον σήκωσε. Αμέσως τότε στερεώθηκαν τα πόδια του και οι αστράγαλοι, 8 και αναπηδώντας στάθηκε όρθιος, και περπατούσε και εισήλθε μαζί τους στο ναό, περπατώντας και πηδώντας και αινώντας το Θεό. 9 Και όλος ο λαός τον είδε να περπατά και να αινεί το Θεό. 10 Τον αναγνώρισαν τότε ότι αυτός ήταν που καθόταν για την ελεημοσύνη στην Ωραία Πύλη του ναού και γέμισαν θάμβος και έκσταση γι’ αυτό που του είχε συμβεί.
11 Ενώ, λοιπόν, αυτός κρατούσε τον Πέτρο και τον Ιωάννη, έτρεξε μαζί όλος ο λαός έκθαμβος προς αυτούς στη στοά που καλείται “του Σολομώντα”. 12 Όταν το είδε τότε ο Πέτρος, αποκρίθηκε προς το λαό: «Άντρες Ισραηλίτες, τι θαυμάζετε γι’ αυτό ή τι ατενίζετε σ’ εμάς σαν με δική μας δύναμη ή ευσέβεια να είχαμε κάνει αυτόν να περπατά; 13 Ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ, ο Θεός των πατέρων μας, δόξασε το δούλο του τον Ιησού, τον οποίο εσείς παραδώσατε σε θάνατο και τον αρνηθήκατε απέναντι στο πρόσωπο του Πιλάτου, ενώ εκείνος αποφάσισε να τον αφήσει ελεύθερο. 14 Εσείς όμως αρνηθήκατε τον άγιο και δίκαιο και ζητήσατε έναν άντρα φονιά να χαριστεί σ’ εσάς, 15 ενώ τον αρχηγό της ζωής σκοτώσατε, που ο Θεός έγειρε από τους νεκρούς, του οποίου εμείς είμαστε μάρτυρες. 16 Και εξαιτίας της πίστης στο όνομά του, τούτον που βλέπετε και ξέρετε τον στερέωσε το όνομά του, και η πίστη που προέρχεται από αυτόν του έδωσε την ολοκληρωτική αυτήν υγεία απέναντι σε όλους εσάς. 17 Και τώρα, αδελφοί, ξέρω ότι από άγνοια πράξατε όπως ακριβώς και οι άρχοντές σας. 18 Ο Θεός, όμως, όσα προανάγγειλε με το στόμα όλων των προφητών ότι επρόκειτο να πάθει ο Χριστός του, τα εκπλήρωσε έτσι. 19 Μετανοήστε, λοιπόν, και επιστρέψτε στο Θεό, για να εξαλειφτούν οι αμαρτίες σας, 20 ώστε να έρθουν καιροί αναψυχής από το πρόσωπο του Κυρίου και να αποστείλει τον προκαθορισμένο για σας Χριστό Ιησού, 21 τον οποίο, βέβαια, πρέπει ο ουρανός να δεχτεί μέχρι τους χρόνους της αποκατάστασης όλων αυτών που μίλησε ο Θεός με το στόμα των άγιων προφητών του από την αρχή του αιώνα. 22 Αφενός ο Μωυσής είπε: Προφήτη θα αναστήσει για σας Κύριος ο Θεός σας από τους αδελφούς σας όπως εμένα· αυτόν να ακούτε σε όλα όσα μιλήσει προς εσάς. 23 Και θα συμβεί κάθε ψυχή που δε θα ακούσει τον προφήτη εκείνο να εξολοθρευτεί από το λαό. 24 Και αφετέρου όλοι οι προφήτες από το Σαμουήλ και μετέπειτα, όσοι μίλησαν ανάγγειλαν, πράγματι, τις ημέρες αυτές. 25 Εσείς είστε οι γιοι των προφητών και της διαθήκης που διέθεσε ο Θεός προς τους πατέρες σας, λέγοντας προς τον Αβραάμ: Και με το σπέρμα σου θα ευλογηθούν όλες οι πατριές της γης. 26 Σ’ εσάς πρώτα, αφού ανάστησε ο Θεός το δούλο του, τον απέστειλε για να σας ευλογεί, καθώς απομακρύνεται ο καθένας από τις κακίες σας».
1 Ενώ λοιπόν αυτοί μιλούσαν προς το λαό, ήρθαν ξαφνικά προς αυτούς οι ιερείς και ο στρατηγός του ναού και οι Σαδδουκαίοι, 2 αγανακτισμένοι γιατί δίδασκαν το λαό και ανάγγελλαν στο πρόσωπο του Ιησού την ανάσταση από τους νεκρούς. 3 Και έβαλαν πάνω τους τα χέρια και τους έθεσαν σε φυλακή για επιτήρηση μέχρι την αυριανή ημέρα· γιατί ήταν ήδη εσπέρα. 4 Πολλοί όμως από εκείνους που άκουσαν το λόγο πίστεψαν και έγινε ο αριθμός των αντρών περίπου πέντε χιλιάδες. 5 Συνέβηκε λοιπόν την αυριανή ημέρα να συναχτούν οι άρχοντές τους και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς στην Ιερουσαλήμ, 6 και ο Άννας ο αρχιερέας και ο Καϊάφας και ο Ιωάννης και ο Αλέξανδρος και όσοι ήταν από γένος αρχιερατικό 7 και, αφού τους έστησαν στο μέσο, ζητούσαν να μάθουν: «Με ποια δύναμη ή με ποιο όνομα κάνατε αυτό εσείς;» 8 Τότε ο Πέτρος γέμισε Πνεύμα Άγιο και είπε προς αυτούς: «Άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι, 9 αν εμείς σήμερα ανακρινόμαστε για ευεργεσία σε άνθρωπο ασθενή, με ποιον αυτός έχει σωθεί, 10 γνωστό ας είναι σε όλους εσάς και σε όλο το λαό Ισραήλ ότι μέσω του ονόματος του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου που εσείς σταυρώσατε, τον οποίο ο Θεός έγειρε από τους νεκρούς, μέσω τούτου αυτός έχει σταθεί μπροστά σας υγιής. 11 Αυτός είναι ο λίθος που εξουθενώθηκε από εσάς τους οικοδόμους, ο οποίος έγινε ακρογωνιαίος λίθος. 12 Και δεν υπάρχει σε κανέναν άλλο η σωτηρία, γιατί ούτε υπάρχει άλλο όνομα κάτω από τον ουρανό, που να έχει δοθεί στους ανθρώπους, με το οποίο πρέπει εμείς να σωθούμε». 13 Βλέποντας, λοιπόν, την παρρησία του Πέτρου και του Ιωάννη και, επειδή κατάλαβαν ότι είναι άνθρωποι αγράμματοι και αμόρφωτοι, θαύμαζαν και τους αναγνώριζαν ότι ήταν μαζί με τον Ιησού 14 και, επειδή έβλεπαν τον άνθρωπο μαζί τους να έχει σταθεί, τον θεραπευμένο, δεν είχαν τίποτα να αντείπουν. 15 Τους διέταξαν τότε να αποχωρήσουν έξω από το συνέδριο και έκαναν συμβούλιο μεταξύ τους, 16 λέγοντας: «Τι να κάνουμε στους ανθρώπους αυτούς; Γιατί, βέβαια, ότι έχει γίνει γνωστό θαυματουργικό σημείο μέσω αυτών είναι φανερό σε όλους εκείνους που κατοικούν στην Ιερουσαλήμ και δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. 17 Αλλά για να μη διαφημιστεί περισσότερο στο λαό, ας τους απειλήσουμε, ώστε να μη μιλούν πια για το όνομα αυτό σε κανέναν από τους ανθρώπους». 18 Και αφού τους κάλεσαν, τους παράγγειλαν να μη μιλούν καθόλου μήτε να διδάσκουν στο όνομα του Ιησού. 19 Τότε ο Πέτρος και ο Ιωάννης αποκρίθηκαν και είπαν προς αυτούς: «Αν είναι δίκαιο μπροστά στο Θεό εσάς να ακούμε μάλλον παρά το Θεό, κρίνετέ το. 20 Γιατί δεν μπορούμε εμείς να μη μιλούμε γι’ αυτά που είδαμε και ακούσαμε». 21 Εκείνοι, αφού τους απείλησαν ακόμα, τους απέλυσαν, γιατί δεν έβρισκαν κανέναν τρόπο για το πώς να τους τιμωρήσουν, και αυτό εξαιτίας του λαού, επειδή όλοι δόξαζαν το Θεό για το γεγονός. 22 Γιατί ο άνθρωπος στον οποίο είχε γίνει αυτό το θαυματουργικό σημείο της γιατρειάς ήταν περισσότερο από σαράντα ετών.
23 Όταν απολύθηκαν, λοιπόν, ήρθαν προς τους δικούς τους και ανάγγειλαν όσα είπαν προς αυτούς οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι. 24 Εκείνοι, όταν το άκουσαν, ύψωσαν ομόψυχα φωνή προς το Θεό και είπαν: «Δεσπότη, εσύ είσαι που έκανες τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτά, 25 ο οποίος είπες διαμέσου του Πνεύματος του Αγίου με το στόμα του πατέρα μας Δαβίδ του δούλου σου: Γιατί φρύαξαν τα έθνη, και οι λαοί μελέτησαν μάταια; 26 Παρουσιάστηκαν οι βασιλιάδες της γης και οι άρχοντες συνάχτηκαν στο ίδιο μέρος κατά του Κυρίου και κατά του Χριστού του. 27 Γιατί, στ’ αλήθεια, συνάχτηκαν στην πόλη αυτή, ενάντια στον άγιο δούλο σου τον Ιησού που έχρισες, ο Ηρώδης και ο Πόντιος Πιλάτος με τα έθνη και τους λαούς Ισραήλ, 28 για να κάνουν όσα το χέρι σου και η βουλή σου προόρισε να γίνουν. 29 Και τώρα, Κύριε, δες πάνω στις απειλές τους και δώσε στους δούλους σου με όλη την παρρησία να μιλούν το λόγο σου, 30 καθώς εσύ εκτείνεις το χέρι σου για γιατρειά, και σημεία και τέρατα να γίνονται μέσω του ονόματος του άγιου δούλου σου, του Ιησού». 31 Και όταν αυτοί δεήθηκαν, σαλεύτηκε ο τόπος στον οποίο ήταν συναγμένοι, και γέμισαν όλοι με το Άγιο Πνεύμα και μιλούσαν το λόγο του Θεού με παρρησία.
32 Και η καρδιά και η ψυχή του πλήθους εκείνων που πίστεψαν ήταν μία, και ούτε ένας δεν έλεγε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του ήταν δικό του, αλλά ήταν σ’ αυτούς όλα κοινά. 33 Και με δύναμη μεγάλη οι απόστολοι έδιναν τη μαρτυρία της ανάστασης του Κυρίου Ιησού, και χάρη μεγάλη ήταν πάνω σε όλους αυτούς. 34 Γιατί ούτε κανένας φτωχός δεν υπήρχε μεταξύ τους. Επειδή όσοι ήταν κάτοχοι χωραφιών ή οικιών, πουλώντας τα, έφερναν τις τιμές αυτών που πουλούσαν 35 και τις έθεταν δίπλα στα πόδια των αποστόλων, και διανεμόταν σε καθέναν ανάλογα με την ανάγκη που είχε κανείς. 36 Ο Ιωσήφ, τότε, ο οποίος επικλήθηκε Βαρνάβας από τους αποστόλους, που ερμηνεύεται “γιος παρηγοριάς”, Λευίτης, Κύπριος στο γένος, 37 αφού πούλησε έναν αγρό που υπήρχε σ’ αυτόν, έφερε το χρήμα και το έθεσε δίπλα στα πόδια των αποστόλων.
1 Κάποιος άντρας, όμως, με το όνομα Ανανίας, μαζί με τη Σαπφείρα τη γυναίκα του πούλησε ένα κτήμα 2 και παρακράτησε χρήματα από την τιμή, ενώ μαζί του το γνώριζε και η γυναίκα του και, αφού έφερε ένα μέρος των χρημάτων, το έθεσε δίπλα στα πόδια των αποστόλων. 3 Είπε τότε ο Πέτρος: «Ανανία, γιατί γέμισε ο Σατανάς την καρδιά σου, ώστε να πεις ψέματα στο Πνεύμα το Άγιο και να παρακρατήσεις μέρος από την τιμή του χωραφιού; 4 Ενώ έμενε απούλητο, δεν έμενε σ’ εσένα, και όταν πουλήθηκε, δεν ήταν στη δική σου εξουσία; Γιατί έβαλες στην καρδιά σου το πράγμα αυτό; Δεν είπες ψέματα σε ανθρώπους, αλλά στο Θεό!» 5 Ακούγοντας λοιπόν ο Ανανίας τους λόγους αυτούς, έπεσε και ξεψύχησε, και έγινε φόβος μεγάλος σε όλους όσοι άκουγαν. 6 Σηκώθηκαν τότε οι νεότεροι και τον συμμάζεψαν σ’ ένα σεντόνι και, αφού τον έφεραν έξω, τον έθαψαν. 7 Πέρασε, λοιπόν, ένα διάστημα περίπου τριών ωρών και εισήλθε η γυναίκα του, μη γνωρίζοντας το γεγονός. 8 Απεύθυνε τότε προς αυτήν το λόγο ο Πέτρος: «Πες μου, αν για τόσο αποδώσατε το χωράφι;» Εκείνη είπε: «Ναι, για τόσο». 9 Τότε ο Πέτρος είπε προς αυτή: «Γιατί συμφωνήθηκε από εσάς να πειράξετε το Πνεύμα του Κυρίου; Ιδού, τα πόδια αυτών που έθαψαν τον άντρα σου είναι μπροστά στη θύρα και θα σε φέρουν έξω». 10 Έπεσε τότε αμέσως μπροστά στα πόδια του και ξεψύχησε. Εισήλθαν λοιπόν οι νεαροί και τη βρήκαν νεκρή και, αφού την έφεραν έξω, την έθαψαν κοντά στον άντρα της. 11 Και έγινε φόβος μεγάλος σε όλη την εκκλησία και σε όλους όσοι άκουγαν αυτά.
12 Και με τα χέρια των αποστόλων γίνονταν σημεία και τέρατα πολλά μέσα στο λαό. Και ήταν όλοι ομόψυχα στη στοά του Σολομώντα, 13 ενώ από τους υπόλοιπους κανείς δεν τολμούσε να προσκολλάται σ’ αυτούς, αλλά όμως τους μεγάλυνε ο λαός. 14 Και περισσότερα πλήθη αντρών και γυναικών, πιστεύοντας, προσθέτονταν στον Κύριο, 15 ώστε και στις πλατείες να φέρνουν έξω τους ασθενείς και να τους θέτουν πάνω σε φορεία και σε κρεβάτια, ώστε, ερχόμενος ο Πέτρος, έστω και η σκιά του να επισκιάσει κάποιον από αυτούς. 16 Συναθροιζόταν, μάλιστα, και το πλήθος των πόλεων που ήταν γύρω από την Ιερουσαλήμ, φέρνοντας ασθενείς και όσους ενοχλούνταν από πνεύματα ακάθαρτα, οι οποίοι θεραπεύονταν όλοι.
17 Σηκώθηκε τότε ο αρχιερέας και όλοι όσοι ήταν μαζί του, που είναι η αίρεση των Σαδδουκαίων, γέμισαν από ζήλια 18 και έβαλαν τα χέρια πάνω στους αποστόλους και τους έθεσαν σε επιτήρηση στη φυλακή δημοσίως. 19 Άγγελος όμως Κυρίου κατά τη διάρκεια της νύχτας άνοιξε τις θύρες της φυλακής, τους έβγαλε έξω και είπε: 20 «Πηγαίνετε και, αφού σταθείτε, μιλάτε μέσα στο ναό στο λαό όλα τα λόγια της ζωής αυτής». 21 Όταν το άκουσαν, λοιπόν, εισήλθαν περίπου κατά τον όρθρο στο ναό και δίδασκαν. Παρουσιάστηκε τότε ο αρχιερέας και όσοι ήταν μαζί του και συγκάλεσαν το συνέδριο και όλη τη γερουσία των γιων του Ισραήλ και απέστειλαν στη φυλακή για να τους φέρουν. 22 Οι υπηρέτες που ήρθαν, όμως, δεν τους βρήκαν στη φυλακή. Επέστρεψαν τότε και ανάγγειλαν, 23 λέγοντας: «Τη φυλακή τη βρήκαμε κλεισμένη με κάθε ασφάλεια και τους φύλακες να έχουν σταθεί μπροστά στις θύρες. Όταν ανοίξαμε, όμως, κανέναν δε βρήκαμε μέσα». 24 Μόλις λοιπόν άκουσαν τους λόγους αυτούς ο στρατηγός του ναού και οι αρχιερείς, απορούσαν με αμηχανία γι’ αυτούς, και σκέφτονταν τι μπορούσε να ήταν αυτό. 25 Παρουσιάστηκε τότε κάποιος και τους ανάγγειλε: «Ιδού, οι άντρες που θέσατε στη φυλακή, έχουν σταθεί στο ναό και διδάσκουν το λαό». 26 Τότε πήγε ο στρατηγός μαζί με τους υπηρέτες και τους οδήγησε όχι με βία, γιατί φοβούνταν το λαό, να μη λιθοβολιστούν. 27 Τους οδήγησαν τότε και τους έστησαν μέσα στο συνέδριο. Και τους ρώτησε ο αρχιερέας: 28 «Δε σας δώσαμε αυστηρή διαταγή να μη διδάσκετε στο όνομα αυτό; Και ιδού, έχετε γεμίσει την Ιερουσαλήμ από τη διδαχή σας και θέλετε να φέρετε πάνω μας το αίμα του ανθρώπου αυτού». 29 Αποκρίθηκε τότε ο Πέτρος και οι απόστολοι και είπαν: «Πρέπει να πειθαρχεί κανείς στο Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους. 30 Ο Θεός των πατέρων μας έγειρε τον Ιησού, τον οποίο εσείς πιάσατε και σκοτώσατε, αφού τον κρεμάσατε πάνω σε ξύλο. 31 Αυτόν ο Θεός ύψωσε αρχηγό και σωτήρα με το δεξί του χέρι, για να δώσει μετάνοια στο λαό Ισραήλ και άφεση αμαρτιών. 32 Και εμείς είμαστε μάρτυρες των λόγων τούτων και το Πνεύμα το Άγιο που έδωσε ο Θεός σ’ εκείνους που πειθαρχούν σ’ αυτόν». 33 Εκείνοι, όταν άκουσαν, κατακόβονταν από αγανάκτηση μέσα τους και ήθελαν να τους σκοτώσουν. 34 Σηκώθηκε τότε κάποιος Φαρισαίος στο συνέδριο με το όνομα Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος που τον τιμούσε όλος ο λαός, και διέταξε να βγάλουν έξω για λίγο τους ανθρώπους, 35 και είπε προς αυτούς: «Άντρες Ισραηλίτες, προσέχετε τους εαυτούς σας σχετικά με τους ανθρώπους αυτούς, τι μέλλετε να πράττετε. 36 Γιατί πριν από αυτές τις ημέρες σηκώθηκε ο Θευδάς λέγοντας πως ο εαυτός του είναι κάποιος, στον οποίο προσκολλήθηκε ένας αριθμός αντρών περίπου τετρακοσίων. Αυτός σκοτώθηκε, και όλοι όσοι πείθονταν σ’ αυτόν διαλύθηκαν και έγιναν τίποτα. 37 Μετά από αυτόν σηκώθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος κατά τις ημέρες της απογραφής και έσυρε λαό πίσω του σε αποστασία. Κι εκείνος χάθηκε και όλοι όσοι πείθονταν σ’ αυτόν διασκορπίστηκαν. 38 Και τώρα σας λέω, σταθείτε μακριά από τους ανθρώπους αυτούς και αφήστε τους. Γιατί αν είναι από τους ανθρώπους η βουλή αυτή ή το έργο αυτό, θα καταλυθεί. 39 Αν όμως είναι από το Θεό, δε θα δυνηθείτε να τους καταλύσετε, και προσέχετε μην τυχόν και θεομάχοι βρεθείτε». Πείστηκαν τότε από αυτόν 40 και, αφού προσκάλεσαν τους αποστόλους, τους έδειραν και τους παράγγειλαν να μη μιλούν στο όνομα του Ιησού, και τους απόλυσαν. 41 Εκείνοι, λοιπόν, πορεύονταν μακριά από την παρουσία του συνεδρίου, χαίροντας, γιατί καταξιώθηκαν υπέρ του Ονόματος να ατιμαστούν. 42 Και κάθε ημέρα μέσα στο ναό και κατ’ οίκο δεν έπαυαν να διδάσκουν και να ευαγγελίζονται το Χριστό Ιησού.
1 Και κατά τις ημέρες αυτές, ενώ πλήθαιναν οι μαθητές, έγινε γογγυσμός των Ελληνιστών κατά των Εβραίων, γιατί παραβλέπονταν στη διακονία την καθημερινή οι χήρες τους. 2 Αφού προσκάλεσαν, λοιπόν, οι δώδεκα το πλήθος των μαθητών, είπαν: «Δεν είναι αρεστό εμείς να εγκαταλείψουμε το λόγο του Θεού και να διακονούμε σε τραπέζια. 3 Σκεφτείτε, λοιπόν, αδελφοί, εφτά άντρες από εσάς με καλή μαρτυρία, πλήρεις Πνεύματος και σοφίας, τους οποίους θα καταστήσουμε για την ανάγκη αυτή, 4 ενώ εμείς θα επιμένουμε καρτερικά στην προσευχή και στη διακονία του λόγου». 5 Και άρεσε ο λόγος μπροστά σε όλο το πλήθος, και εξέλεξαν το Στέφανο, άντρα πλήρη από πίστη και Πνεύμα Άγιο, και το Φίλιππο και τον Πρόχορο και το Νικάνορα και τον Τίμωνα και τον Παρμενά και το Νικόλαο, προσήλυτο Αντιοχέα, 6 τους οποίους έστησαν μπροστά στους αποστόλους και, αφού προσευχήθηκαν, επέθεσαν σ’ αυτούς τα χέρια. 7 Και ο λόγος του Θεού αύξανε, και πλήθαινε ο αριθμός των μαθητών στην Ιερουσαλήμ πάρα πολύ, και πολύ πλήθος των ιερέων υπάκουε στην πίστη.
8 Ο Στέφανος, τότε, πλήρης από χάρη και δύναμη έκανε τέρατα και σημεία μεγάλα μέσα στο λαό. 9 Σηκώθηκαν όμως μερικοί που ήταν από τη συναγωγή τη λεγόμενη των Λιβερτίνων και των Κυρηναίων και των Αλεξανδρέων και αυτών που ήταν από την Κιλικία και την επαρχία της Ασίας, και συζητούσαν με το Στέφανο, 10 αλλά δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο πνεύμα με το οποίο μιλούσε. 11 Τότε υποκίνησαν άντρες που έλεγαν: «Τον έχουμε ακούσει να μιλά λόγια βλάστημα ενάντια στο Μωυσή και στο Θεό». 12 Και κίνησαν μαζί τους σε εξέγερση το λαό και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και, αφού ήρθαν ξαφνικά, τον άρπαξαν μαζί τους και τον οδήγησαν στο συνέδριο. 13 Και έστησαν ψευδομάρτυρες που έλεγαν: «Ο άνθρωπος αυτός δεν παύει να λαλεί λόγια κατά του τόπου αυτού του άγιου και του νόμου. 14 Γιατί τον έχουμε ακούσει να λέει ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, αυτός θα καταλύσει τον τόπο τούτο και θα αλλάξει τα έθιμα που μας παράδωσε ο Μωυσής». 15 Και όταν ατένισαν σ’ αυτόν όλοι όσοι κάθονταν στο συνέδριο, είδαν το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου.
1 Είπε τότε ο αρχιερέας: «Άραγε έτσι έχουν αυτά;» 2 Εκείνος είπε: «Άντρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε: Ο Θεός της δόξας φανερώθηκε στον πατέρα μας Αβραάμ, όταν ήταν στη Μεσοποταμία πριν αυτός να κατοικήσει στη Χαρράν, 3 και είπε προς αυτόν: “Έξελθε από τη γη σου και από τους συγγενείς σου, και έλα στη γη που θα σου δείξω”. 4 Τότε εξήλθε από τη γη των Χαλδαίων και κατοίκησε στη Χαρράν. Κι από εκεί, μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έφερε να κατοικήσει στη γη αυτή στην οποία εσείς τώρα κατοικείτε. 5 Και δεν του έδωσε κληρονομιά σ’ αυτήν ούτε βήμα ποδιού, αλλά υποσχέθηκε να τη δώσει προς κατάκτηση σ’ αυτόν και στους απογόνους του μετά από αυτόν, αν και αυτός δεν είχε παιδί. 6 Μίλησε λοιπόν έτσι ο Θεός: “Οι απόγονοί του θα είναι πάροικοι σε γη ξένη και θα τους υποδουλώσουν και θα τους κακομεταχειριστούν τετρακόσια έτη. 7 Και το έθνος στο οποίο θα υπηρετήσουν ως δούλοι θα το κρίνω εγώ”, ο Θεός είπε, “και μετά από αυτά θα εξέλθουν και θα με λατρέψουν στον τόπο τούτο”. 8 Και του έδωσε μια διαθήκη περιτομής. Και έτσι γέννησε τον Ισαάκ και τον περιέταμε την ημέρα την όγδοη, και ο Ισαάκ τον Ιακώβ, και ο Ιακώβ τους δώδεκα πατριάρχες. 9 Και οι πατριάρχες, επειδή ζήλεψαν τον Ιωσήφ, τον πούλησαν στην Αίγυπτο. Αλλά ήταν ο Θεός μαζί του 10 και τον ελευθέρωσε από όλες τις θλίψεις του και του έδωσε χάρη και σοφία απέναντι στο Φαραώ, το βασιλιά της Αιγύπτου, και τον κατάστησε ηγεμόνα πάνω στην Αίγυπτο και πάνω σε όλο τον οίκο του. 11 Ήρθε τότε λιμός σε όλη την Αίγυπτο και τη Χαναάν και θλίψη μεγάλη, και δεν έβρισκαν τροφές να χορτάσουν οι πατέρες μας. 12 Όταν άκουσε λοιπόν ο Ιακώβ πως υπήρχαν τροφές από σιτάρι στην Αίγυπτο, απέστειλε έξω τους πατέρες μας την πρώτη φορά. 13 Και τη δεύτερη φορά γνωρίστηκε ο Ιωσήφ στους αδελφούς του και έγινε φανερό στο Φαραώ το γένος του Ιωσήφ. 14 Απέστειλε τότε ο Ιωσήφ και κάλεσε κοντά του τον Ιακώβ τον πατέρα του και όλους τους συγγενείς του, εβδομήντα πέντε ψυχές. 15 Και κατέβηκε ο Ιακώβ στην Αίγυπτο, και πέθανε αυτός και οι πατέρες μας, 16 και μετατέθηκαν στη Συχέμ και τέθηκαν στο μνήμα που αγόρασε ο Αβραάμ πληρώνοντας την τιμή με άργυρο από τους γιους του Εμμώρ στη Συχέμ. 17 Καθώς λοιπόν πλησίαζε ο χρόνος της υπόσχεσης που υποσχέθηκε ο Θεός στον Αβραάμ, αυξήθηκε ο λαός και πλήθυνε στην Αίγυπτο 18 μέχρις ότου σηκώθηκε άλλος βασιλιάς στην Αίγυπτο που δεν ήξερε τον Ιωσήφ. 19 Αυτός σοφίστηκε δόλια κατά του γένους μας και κακομεταχειρίστηκε τους πατέρες μας, για να αφήνουν τα βρέφη τους έκθετα, ώστε να μη διατηρούνται στη ζωή. 20 Κατ’ αυτόν τον καιρό γεννήθηκε ο Μωυσής και ήταν όμορφος για το Θεό. Αυτός ανατράφηκε τρεις μήνες στον οίκο του πατέρα του 21 και, όταν τον άφησαν έκθετο, τον ανάλαβε η θυγατέρα του Φαραώ και τον ανάθρεψε για τον εαυτό της σαν γιο. 22 Και εκπαιδεύτηκε ο Μωυσής σε όλη τη σοφία των Αιγυπτίων, και ήταν δυνατός στα λόγια και τα έργα του. 23 Και καθώς συμπληρωνόταν σ’ αυτόν το τεσσαρακοστό έτος του χρόνου της ηλικίας του, ανέβηκε στην καρδιά του να επισκεφτεί τους αδελφούς του, τους γιους Ισραήλ. 24 Και όταν είδε κάποιον να αδικείται, αμύνθηκε και έκανε εκδίκηση στον καταπονεμένο και χτύπησε θανάσιμα τον Αιγύπτιο. 25 Νόμιζε, λοιπόν, πως κατάλαβαν οι αδελφοί του ότι ο Θεός με το χέρι του θα δώσει σωτηρία σ’ αυτούς· εκείνοι δεν κατάλαβαν. 26 Και την επόμενη ημέρα φανερώθηκε σ’ αυτούς, ενώ μάχονταν μεταξύ τους, και προσπαθούσε να τους συμφιλιώσει προς ειρήνη και είπε: “Άντρες, είστε αδελφοί· γιατί αδικείτε ο ένας τον άλλο”; 27 Αλλά εκείνος που αδικούσε τον πλησίον του τον απώθησε και είπε: Ποιος σε κατάστησε άρχοντα και δικαστή πάνω μας; 28 Μήπως εσύ θέλεις να με σκοτώσεις με τον τρόπο που σκότωσες χτες τον Αιγύπτιο; 29 Έφυγε τότε ο Μωυσής εξαιτίας αυτού του λόγου που ειπώθηκε και έγινε πάροικος στη γη Μαδιάμ όπου γέννησε δυο γιους. 30 Και αφού συμπληρώθηκαν σαράντα έτη, του φανερώθηκε μέσα στην έρημο του όρους Σινά άγγελος μέσα σε πύρινη φλόγα μιας βάτου. 31 Και ο Μωυσής, όταν το είδε, θαύμαζε το όραμα και, ενώ αυτός πλησίαζε, για να το παρατηρήσει καλά, έγινε φωνή Κυρίου: 32 Εγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ. Ο Μωυσής έγινε τότε έντρομος και δεν τολμούσε να παρατηρήσει. 33 Είπε τότε σ’ αυτόν ο Κύριος: “Λύσε το υπόδημα των ποδιών σου, γιατί ο τόπος πάνω στον οποίο έχεις σταθεί είναι γη άγια. 34 Είδα καλά την κακομεταχείριση του λαού μου που είναι στην Αίγυπτο και το στεναγμό τους τον άκουσα, και κατέβηκα να τους ελευθερώσω. Και τώρα έλα, θα σε αποστείλω στην Αίγυπτο”. 35 Αυτόν το Μωυσή, τον οποίο αρνήθηκαν και του είπαν: “Ποιος σε κατάστησε άρχοντα και δικαστή;”, αυτόν ο Θεός και άρχοντα και λυτρωτή έχει αποστείλει με τη βοήθεια του αγγέλου που του φανερώθηκε μέσα στη βάτο. 36 Αυτός τους εξήγαγε και έκανε τέρατα και σημεία στη γη της Αιγύπτου και στην Ερυθρά Θάλασσα και στην έρημο για σαράντα έτη. 37 Αυτός είναι ο Μωυσής που είπε στους γιους Ισραήλ: “Προφήτη για σας θα ανεγείρει ο Θεός από τους αδελφούς σας όπως εμένα”. 38 Αυτός είναι που ήταν στην εκκλησία μέσα στην έρημο μαζί με τον άγγελο που του μιλούσε στο όρος Σινά και με τους πατέρες μας, ο οποίος δέχτηκε ζωντανά λόγια, για να μας τα δώσει. 39 Σ’ αυτόν δε θέλησαν να γίνουν υπάκουοι οι πατέρες μας, αλλά τον απώθησαν και στράφηκαν με τις καρδιές τους στην Αίγυπτο 40 και είπαν στον Ααρών: “Κάνε μας θεούς που θα μας προπορεύονται. Γιατί σε αυτόν το Μωυσή, ο οποίος μας εξήγαγε από τη γη της Αιγύπτου, δεν ξέρουμε τι του έγινε”. 41 Και έκαναν μοσχάρι κατά τις ημέρες εκείνες και ύψωσαν θυσία προς το είδωλο, και ευφραίνονταν στα έργα των χεριών τους. 42 Στράφηκε τότεο Θεός μακριά τους και τους παράδωσε στο να λατρεύουν τη στρατιά του ουρανού καθώς είναι γραμμένο στο βιβλίο των προφητών: Μήπως σφάγια και θυσίες μού προσφέρατε σαράντα έτη στη έρημο, οίκε του Ισραήλ; 43 Αλλά λάβατε πάνω σας τη σκηνή του Μολόχ και το άστρο του θεού σας Ραιφάν, τις γλυπτές εικόνες που κάνατε, για να τις προσκυνάτε. Και θα σας μετοικίσω πέρα από τη Βαβυλώνα. 44 Η Σκηνή του Μαρτυρίου ήταν με τους πατέρες μας στην έρημο, καθώς διέταξε αυτός που μιλούσε στο Μωυσή να την κάνει σύμφωνα με το πρότυπο που είχε δει. 45 Αυτήν και εισήγαγαν στη χώρα οι πατέρες μας που διαδέχτηκαν τους προηγούμενους μαζί με τον Ιησού του Ναυή κατά την κατάκτηση των εθνών, τα οποία εξώθησε ο Θεός μακριά από την παρουσία των πατέρων μας, και παρέμεινε η Σκηνή ως τις ημέρες του Δαβίδ. 46 Αυτός βρήκε χάρη μπροστά στο Θεό και ζήτησε να βρει κατοικία για τον οίκο του Ιακώβ. 47 Ο Σολομών, όμως, οικοδόμησε σ’ Αυτόν οίκο. 48 Αλλά ο Ύψιστος δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, καθώς ο προφήτης λέει: 49 Ο ουρανός είναι θρόνος μου και η γη υποπόδιο των ποδιών μου. Ποιον οίκο θα μου οικοδομήσετε, λέει ο Κύριος, ή ποιος είναι τόπος της ανάπαυσής μου; 50 Το χέρι μου δεν έκανε όλα αυτά; 51 Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι στις καρδιές και στα αυτιά, εσείς πάντοτε αντιτάσσεστε στο Πνεύμα το Άγιο, όπως οι πατέρες σας έτσι κι εσείς. 52 Ποιον από τους προφήτες δεν καταδίωξαν οι πατέρες σας; Και σκότωσαν αυτούς που προανάγγειλαν την έλευση του Δικαίου, του οποίου τώρα εσείς γίνατε προδότες και φονιάδες, 53 οι οποίοι λάβατε το νόμο σε διαταγές που δόθηκαν μέσω αγγέλων, αλλά δεν τον φυλάξατε».
54 Ακούγοντας λοιπόν αυτά κατακόβονταν στις καρδιές τους από αγανάκτηση και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του. 55 Αλλά αυτός, όντας πλήρης Πνεύματος Αγίου, ατένισε στον ουρανό και είδε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να έχει σταθεί από τα δεξιά του Θεού 56 και είπε: «Ιδού, βλέπω τους ουρανούς διανοιγμένους και τον Υιό του ανθρώπου να έχει σταθεί από τα δεξιά του Θεού». 57 Εκείνοι τότε έκραξαν με φωνή μεγάλη, βούλωσαν τα αυτιά τους και όρμησαν ομόψυχα εναντίον του 58 και, αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλη, τον λιθοβολούσαν. Και οι μάρτυρες απόθεσαν τα ρούχα τους δίπλα στα πόδια ενός νεαρού που τον καλούσαν Σαύλο, 59 και λιθοβολούσαν το Στέφανο που επικαλούνταν και έλεγε: «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου». 60 Και αφού έπεσε στα γόνατα, φώναξε με φωνή μεγάλη: «Κύριε, μην καταλογίσεις σ’ αυτούς αυτήν την αμαρτία». Και αφού είπε αυτό, κοιμήθηκε.
1 Και ο Σαύλος ευαρεστούνταν συμφωνώντας στη θανάτωσή του.
Εκείνη την ημέρα έγινε τότε μεγάλος διωγμός ενάντια στην εκκλησία που ήταν στα Ιεροσόλυμα, και όλοι διασπάρθηκαν στην ύπαιθρο της Ιουδαίας και της Σαμάρειας εκτός από τους αποστόλους. 2 Όμως μετέφεραν και έθαψαν το Στέφανο άντρες ευλαβείς, και έκαναν θρήνο μεγάλο γι’ αυτόν. 3 Ενώ ο Σαύλος προξενούσε φθορά στην εκκλησία μπαίνοντας από οίκο σε οίκο, σέρνοντας άντρες και γυναίκες και τους παράδινε στη φυλακή.
4 Αυτοί λοιπόν που διασπάρθηκαν πέρασαν τη χώρα ευαγγελιζόμενοι το λόγο του Θεού. 5 Και ο Φίλιππος κατέβηκε στην πόλη της Σαμάρειας και κήρυττε σ’ αυτούς το Χριστό. 6 Πρόσεχαν ομόψυχα τότε τα πλήθη σ’ αυτά που λέγονταν από το Φίλιππο, καθώς αυτοί άκουγαν και έβλεπαν τα θαυματουργικά σημεία που έκανε. 7 Γιατί ήταν πολλοί από αυτούς που είχαν πνεύματα ακάθαρτα που φώναζαν με φωνή μεγάλη και εξέρχονταν, ενώ πολλοί παράλυτοι και χωλοί θεραπεύτηκαν. 8 Και έγινε πολλή χαρά στην πόλη εκείνη. 9 Κάποιος άντρας, λοιπόν, με το όνομα Σίμωνας προϋπήρχε μέσα στην πόλη, μαγεύοντας και αφήνοντας εκστατικό το έθνος της Σαμάρειας, λέγοντας πως ο εαυτός του είναι κάποιος μεγάλος. 10 Σ’ αυτόν πρόσεχαν όλοι, από τον μικρό ως τον μεγάλο, λέγοντας: «Αυτός είναι η δύναμη του Θεού, που καλείται “Μεγάλη”». 11 Πρόσεχαν λοιπόν σ’ αυτόν, γιατί από αρκετό χρόνο με τις μαγείες τούς είχε αφήσει εκστατικούς. 12 Όταν όμως πίστεψαν στο Φίλιππο που ευαγγέλιζε για τη βασιλεία του Θεού και για το όνομα του Ιησού Χριστού, βαφτίζονταν άντρες και γυναίκες. 13 Ο Σίμωνας, λοιπόν, και αυτός πίστεψε και, αφού βαφτίστηκε, ήταν προσκολλημένος στο Φίλιππο και, βλέποντας τα θαυματουργικά σημεία και τις δυνάμεις τις μεγάλες που γίνονταν, έμενε εκστατικός. 14 Όταν άκουσαν τότε οι απόστολοι στα Ιεροσόλυμα ότι η Σαμάρεια έχει δεχτεί το λόγο του Θεού, απέστειλαν προς αυτούς τον Πέτρο και τον Ιωάννη, 15 οι οποίοι κατέβηκαν και προσευχήθηκαν γι’ αυτούς, για να λάβουν Πνεύμα Άγιο. 16 Γιατί ακόμα δεν είχε πέσει πάνω σε κανέναν από αυτούς, αλλά μόνο ήταν βαφτισμένοι στο όνομα του Κυρίου Ιησού. 17 Τότε έθεταν τα χέρια πάνω τους και λάβαιναν Πνεύμα Άγιο. 18 Όταν είδε τότε ο Σίμωνας ότι με την επίθεση των χεριών των αποστόλων δίνεται το Πνεύμα, τους πρόσφερε χρήματα, 19 λέγοντας: «Δώστε και σ’ εμένα την εξουσία αυτή, ώστε σ’ όποιον επιθέσω τα χέρια να λαβαίνει Πνεύμα Άγιο». 20 Ο Πέτρος όμως είπε προς αυτόν: «Το ασήμι σου ας είναι για απώλεια μαζί μ’ εσένα, επειδή νόμισες ότι η δωρεά του Θεού αποκτάται με χρήματα. 21 Δεν υπάρχει σ’ εσένα μερίδα ούτε κλήρος στην υπόθεση αυτού του λόγου, γιατί η καρδιά σου δεν είναι ευθεία απέναντι στο Θεό. 22 Μετανόησε λοιπόν από την κακία σου αυτήν και δεήσου στον Κύριο, μήπως σου αφεθεί αυτή η σκέψη της καρδιάς σου· 23 γιατί σε βλέπω να είσαι βυθισμένος σε πικρή χολή και δεμένος με δεσμά αδικίας». 24 Αποκρίθηκε τότε ο Σίμωνας και είπε: «Δεηθείτε εσείς για μένα προς τον Κύριο, για να μην έρθει πάνω μου τίποτα απ’ όσα έχετε πει». 25 Αυτοί, λοιπόν, αφού έδωσαν επίσημη μαρτυρία και μίλησαν το λόγο του Κυρίου, επέστρεφαν στα Ιεροσόλυμα και ευαγγέλιζαν πολλά χωριά των Σαμαρειτών.
26 Άγγελος Κυρίου τότε λάλησε προς το Φίλιππο λέγοντας: «Σήκω και πήγαινε κατά το νότο, στην οδό που κατεβαίνει από την Ιερουσαλήμ στη Γάζα· αυτή είναι έρημη». 27 Και αφού σηκώθηκε, πήγε. Και ιδού ένας άντρας Αιθίοπας, ευνούχος, ανώτατος αξιωματούχος της Κανδάκης, βασίλισσας των Αιθιόπων, ο οποίος ήταν υπεύθυνος πάνω σε όλο το θησαυροφυλάκιό της. Αυτός είχε έρθει να προσκυνήσει στην Ιερουσαλήμ, 28 και επέστρεφε και καθόταν πάνω στο άρμα του και διάβαζε τον προφήτη Ησαΐα. 29 Είπε λοιπόν το Πνεύμα στο Φίλιππο: «Πλησίασε και προσκολλήσου στο άρμα τούτο». 30 Προσέτρεξε τότε ο Φίλιππος και τον άκουσε να διαβάζει τον προφήτη Ησαΐα και του είπε: «Άραγε καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις;» 31 Εκείνος είπε: «Όχι. Γιατί πώς θα μπορούσα αν κάποιος δε με οδηγήσει;» Και παρακάλεσε το Φίλιππο να ανεβεί και να καθίσει μαζί του. 32 Η περικοπή λοιπόν της Γραφής που διάβαζε ήταν αυτή: Σαν πρόβατο στη σφαγή οδηγήθηκε και σαν αμνός απέναντι σ’ αυτόν που τον κουρεύει άφωνος, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του. 33 Μέσα στην ταπείνωσή του αφαιρέθηκε η κατάκρισή του. Τη γενιά του ποιος θα διηγηθεί; Επειδή αφαιρείται από τη γη η ζωή του. 34 Αποκρίθηκε τότε ο ευνούχος στο Φίλιππο και του είπε: «Σε παρακαλώ, πες μου, για ποιον ο προφήτης λέει αυτό; Για τον εαυτό του ή για κάποιον άλλο;» 35 Άνοιξε τότε ο Φίλιππος το στόμα του και, αφού άρχισε από τη γραφή αυτή, του κήρυξε το ευαγγέλιο για τον Ιησού. 36 Καθώς λοιπόν προχωρούσαν στο δρόμο, ήρθαν σε κάποιο μέρος με νερό, και λέει ο ευνούχος: «Ιδού νερό, τι με εμποδίζει να βαφτιστώ;» 37 [Είπε τότε ο Φίλιππος: «Αν πιστεύεις με όλη την καρδιά, επιτρέπεται». Αποκρίθηκε λοιπόν και είπε: «Πιστεύω πως ο Υιός του Θεού είναι ο Ιησούς Χριστός».] 38 Και διέταξε να σταθεί το άρμα και κατέβηκαν και οι δύο στο νερό, ο Φίλιππος και ο ευνούχος, και τον βάφτισε. 39 Όταν λοιπόν ανέβηκαν από το νερό, Πνεύμα Κυρίου άρπαξε το Φίλιππο και δεν τον είδε πια ο ευνούχος, γιατί προχωρούσε στο δρόμο του χαίροντας. 40 Και ο Φίλιππος βρέθηκε στην Άζωτο· και περνώντας ευαγγέλιζε όλες τις πόλεις, ωσότου ήρθε στην Καισάρεια.
1 Ο Σαύλος, λοιπόν, πνέοντας ακόμα μέσα του απειλή και φόνο για τους μαθητές του Κυρίου, προσήλθε στον αρχιερέα 2 και ζήτησε από αυτόν επιστολές για τη Δαμασκό προς τις συναγωγές, ώστε, αν βρει κάποιους που ήταν της Οδού, άντρες και γυναίκες, να τους οδηγήσει δεμένους στην Ιερουσαλήμ. 3 Ενώ λοιπόν πορευόταν, πλησίαζε τη Δαμασκό και ξαφνικά άστραψε γύρω του φως από τον ουρανό 4 και, αφού έπεσε στη γη, άκουσε φωνή να του λέει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με καταδιώκεις;» 5 Αυτός είπε τότε: «Ποιος είσαι, Κύριε;» Εκείνος απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς που εσύ καταδιώκεις. 6 Αλλά σήκω και είσελθε στην πόλη και θα σου ειπωθεί ό,τι πρέπει να κάνεις». 7 Και οι άντρες που τον συνόδευαν είχαν σταθεί άφωνοι, επειδή αφενός άκουγαν τη φωνή, αφετέρου δεν έβλεπαν κανέναν. 8 Σηκώθηκε τότε ο Σαύλος από τη γη, και ενώ ήταν ανοιγμένα τα μάτια του, δεν έβλεπε τίποτα· χειραγωγώντας λοιπόν αυτόν, τον εισήγαγαν στη Δαμασκό. 9 Και ήταν τρεις ημέρες που δεν έβλεπε, και δεν έφαγε ούτε ήπιε. 10 Ήταν τότε κάποιος μαθητής στη Δαμασκό με το όνομα Ανανίας, και ο Κύριος είπε προς αυτόν σε όραμα: «Ανανία». Εκείνος είπε: «Ιδού εγώ, Κύριε». 11 Και ο Κύριος είπε προς αυτόν: «Σήκω και πήγαινε στη στενή οδό που καλείται “Ευθεία” και ζήτησε στην οικία του Ιούδα έναν Ταρσέα με το όνομα Σαύλος. Γιατί ιδού, προσεύχεται 12 και είδε έναν άντρα σε όραμα, με το όνομα Ανανίας, που εισήλθε και επέθεσε σ’ αυτόν τα χέρια, για να ξαναδεί». 13 Αποκρίθηκε τότε ο Ανανίας: «Κύριε, άκουσα από πολλούς για τον άντρα αυτόν, πόσα κακά έκανε στους αγίους σου στην Ιερουσαλήμ. 14 Και εδώ έχει εξουσία από τους αρχιερείς να δέσει όλους όσοι επικαλούνται το όνομά σου». 15 Είπε όμως προς αυτόν ο Κύριος: «Πήγαινε, γιατί σκεύος εκλογής είναι αυτός για μένα, για να βαστάξει το όνομά μου μπροστά σε έθνη και σε βασιλιάδες και στους γιους Ισραήλ. 16 Γιατί εγώ θα του υποδείξω όσα πρέπει να πάθει για το όνομά μου». 17 Έφυγε τότε ο Ανανίας και εισήλθε στην οικία και, αφού επέθεσε πάνω του τα χέρια, είπε: «Σαούλ, αδελφέ, ο Κύριος με έχει αποστείλει, ο Ιησούς που σου φανερώθηκε στην οδό που ερχόσουν, για να ξαναδείς και να γεμίσεις Πνεύμα Άγιο». 18 Και αμέσως του έπεσαν από τα μάτια κάτι σαν λέπια, και ξαναείδε και σηκώθηκε και βαφτίστηκε. 19 Και αφού έλαβε τροφή, ενισχύθηκε.
Ήταν λοιπόν μαζί με τους μαθητές στη Δαμασκό μερικές ημέρες 20 και αμέσως στις συναγωγές κήρυττε τον Ιησού, ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού. 21 Έμεναν εκστατικοί τότε όλοι όσοι άκουγαν και έλεγαν: «Δεν είναι αυτός εκείνος που κατάτρεξε στην Ιερουσαλήμ αυτούς που επικαλούνται το όνομα τούτο, και εδώ γι? αυτό δεν έχει έρθει, για να τους οδηγήσει δεμένους στους αρχιερείς;» 22 Αλλά ο Σαύλος περισσότερο ενδυναμωνόταν και προκαλούσε σύγχυση στους Ιουδαίους που κατοικούσαν στη Δαμασκό, αποδείχνοντας ότι αυτός είναι ο Χριστός.
23 Και καθώς συμπληρώνονταν αρκετές ημέρες, έκαναν συμβούλιο οι Ιουδαίοι και αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. 24 Έγινε γνωστή όμως στον Παύλο η επιβουλή τους. Παρατηρούσαν τότε και τις πύλες ημέρα και νύχτα, για να τον σκοτώσουν. 25 Αφού τον πήραν τότε νύχτα οι μαθητές, διαμέσου του τείχους τον κατέβασαν, χαμηλώνοντας αυτόν μέσα σ? ένα μεγάλο καλάθι.
26 Και όταν ήρθε στη Ιερουσαλήμ, προσπαθούσε να προσκολληθεί στους μαθητές, αλλά όλοι τον φοβούνταν, μην πιστεύοντας ότι είναι μαθητής. 27 Ο Βαρνάβας, όμως, αφού τον πήρε, τον οδήγησε προς τους αποστόλους και τους διηγήθηκε πώς κατά τη οδό είδε τον Κύριο και ότι του μίλησε, και πώς στη Δαμασκό μιλούσε με παρρησία στο όνομα του Ιησού. 28 Και μαζί τους έμπαινε και έβγαινε στην Ιερουσαλήμ συνεχώς, μιλώντας με παρρησία στο όνομα του Κυρίου, 29 και μιλούσε και συζητούσε με τους Ελληνιστές, εκείνοι όμως επιχειρούσαν να τον σκοτώσουν. 30 Επειδή λοιπόν το έμαθαν οι αδελφοί, τον κατέβασαν στην Καισάρεια και τον έστειλαν μακριά στην Ταρσό. 31 Πράγματι, λοιπόν, η εκκλησία σε όλη την Ιουδαία και τη Γαλιλαία και τη Σαμάρεια είχε ειρήνη, ενώ οικοδομούνταν και πορευόταν με το φόβο του Κυρίου, και πλήθαινε με την ενθάρρυνση του Αγίου Πνεύματος.
32 Συνέβηκε τότε, όταν ο Πέτρος περνούσε από όλα τα μέρη, να κατεβεί και προς τους αγίους που κατοικούσαν στη Λύδδα. 33 Βρήκε λοιπόν εκεί κάποιον άνθρωπο με το όνομα Αινέας, που από οχτώ έτη ήταν κατάκοιτος πάνω σ’ ένα κρεβάτι, ο οποίος ήταν παράλυτος. 34 Και του είπε ο Πέτρος: «Αινέα, σε γιατρεύει ο Ιησούς Χριστός· σήκω και στρώσε για τον εαυτό σου». Και αμέσως σηκώθηκε. 35 Και τον είδαν όλοι όσοι κατοικούσαν στη Λύδδα και στο Σάρωνα, οι οποίοι επέστρεψαν στον Κύριο.Η ανάσταση της Δορκάδας
36 Στην Ιόππη ήταν τότε κάποια μαθήτρια με το όνομα Ταβιθά, που διερμηνεύοντάς το λέγεται “Δορκάδα”. Αυτή ήταν πλήρης από έργα αγαθά και ελεημοσύνες που έκανε. 37 Συνέβηκε, τότε, κατά τις ημέρες εκείνες αυτή να ασθενήσει και να πεθάνει. Την έλουσαν, λοιπόν, και την έθεσαν στο υπερώο. 38 Και επειδή η Λύδδα ήταν κοντά στη Ιόππη, όταν οι μαθητές άκουσαν ότι ο Πέτρος είναι σ’ αυτήν, απέστειλαν δύο άντρες προς αυτόν παρακαλώντας τον: «Μην αργήσεις να περάσεις ως εμάς». 39 Σηκώθηκε τότε ο Πέτρος και ήρθε μαζί τους. Όταν αυτός παρουσιάστηκε, τον ανέβασαν στο υπερώο και στάθηκαν κοντά του όλες οι χήρες κλαίγοντας και επιδείχνοντας χιτώνες και ρούχα, όσα έκανε όταν ήταν μαζί τους η Δορκάδα. 40 Αφού έβγαλε λοιπόν έξω όλους ο Πέτρος και έπεσε στα γόνατα, προσευχήθηκε και, αφού στράφηκε πίσω προς το σώμα, είπε: «Ταβιθά, αναστήσου». Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και, όταν είδε τον Πέτρο, ανακάθισε. 41 Έδωσε τότε σ’ αυτήν το χέρι και τη σήκωσε· και αφού φώναξε τους αγίους και τις χήρες, την παρουσίασε ζωντανή. 42 Έγινε λοιπόν γνωστό σε όλη την Ιόππη και πίστεψαν πολλοί στον Κύριο. 43 Συνέβηκε τότε να μείνει αρκετές ημέρες στην Ιόππη στην κατοικία κάποιου Σίμωνα βυρσοδέψη.
1 Κάποιος άντρας λοιπόν στην Καισάρεια με το όνομα Κορνήλιος, εκατόνταρχος από τη στρατιωτική μονάδα που καλείται Ιταλική, 2 ευσεβής και φοβούμενος το Θεό μαζί με όλο τον οίκο του, που έκανε ελεημοσύνες πολλές στο λαό και δεόταν στο Θεό διαπαντός, 3 είδε σε όραμα φανερά την ημέρα, περίπου γύρω στις τρεις η ώρα το απόγευμα, έναν άγγελο του Θεού που εισήλθε προς αυτόν και του είπε: «Κορνήλιε». 4 Εκείνος τον ατένισε και γεμάτος φόβο είπε: «Τι είναι, Κύριε;» Είπε τότε σ’ αυτόν: «Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν προς μνημόνευση μπροστά στο Θεό. 5 Και τώρα, στείλε άντρες στην Ιόππη και προσκάλεσε κάποιο Σίμωνα, που επικαλείται Πέτρος. 6 Αυτός φιλοξενείται στην κατοικία κάποιου Σίμωνα βυρσοδέψη, που έχει οικία δίπλα στη θάλασσα». 7 Μόλις λοιπόν έφυγε ο άγγελος που του μιλούσε, φώναξε δύο από τους υπηρέτες του και ένα στρατιώτη ευσεβή που παράμεναν κοντά του 8 και, αφού τους τα εξήγησε όλα, τους απέστειλε στην Ιόππη. 9 Και την επόμενη ημέρα, ενώ εκείνοι οδοιπορούσαν και πλησίαζαν στην πόλη, ανέβηκε ο Πέτρος στο δώμα να προσευχηθεί γύρω στις δώδεκα η ώρα το μεσημέρι. 10 Πείνασε όμως πολύ και ήθελε να γευτεί κάτι. Ενώ λοιπόν αυτοί παρασκεύαζαν το γεύμα, ήρθε πάνω του έκσταση 11 και βλέπει τον ουρανό ανοιγμένο και να κατεβαίνει κάποιο σκεύος σαν σεντόνι μεγάλο και από τις τέσσερις άκρες του να χαμηλώνει πάνω στη γη, 12 μέσα στο οποίο υπήρχαν όλα τα τετράποδα και τα ερπετά της γης και τα πετεινά του ουρανού. 13 Και ήρθε φωνή προς αυτόν: «Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάε». 14 Αλλά ο Πέτρος είπε: «Με κανέναν τρόπο, Κύριε, γιατί ποτέ δεν έφαγα τίποτα μολυσμένο και ακάθαρτο». 15 Και φωνή πάλι, για δεύτερη φορά, ήρθε προς αυτόν: «Αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ μην τα θεωρείς ακάθαρτα». 16 Και αυτό έγινε για τρεις φορές και ευθύς αναλήφτηκε το σκεύος στον ουρανό. 17 Καθώς λοιπόν μέσα του απορούσε πολύ ο Πέτρος, τι μπορούσε να σημαίνει το όραμα που είδε, ιδού οι άντρες οι αποσταλμένοι από τον Κορνήλιο, που ρώτησαν ακριβώς για την οικία του Σίμωνα και στάθηκαν μπροστά στην πύλη. 18 Και αφού φώναξαν, ζητούσαν να μάθουν αν ο Σίμωνας που επικαλείται Πέτρος φιλοξενείται εδώ. 19 Ενώ λοιπόν ο Πέτρος αναλογιζόταν συνεχώς για το όραμα, του είπε το Πνεύμα: «Ιδού, τρεις άντρες που σε ζητούν. 20 Αλλά σήκω, κατέβα και πήγαινε μαζί τους, χωρίς καθόλου να διστάζεις, γιατί εγώ τους έχω αποστείλει». 21 Κατέβηκε τότε ο Πέτρος προς τους άντρες και είπε: «Ιδού, εγώ είμαι αυτός που ζητάτε· ποια η αιτία για την οποία παρευρίσκεστε;» 22 Εκείνοι είπαν: «Ο Κορνήλιος ο εκατόνταρχος, άντρας δίκαιος και φοβούμενος το Θεό, και που μαρτυρείται έτσι από όλο το έθνος των Ιουδαίων, προστάχτηκε από έναν άγιο άγγελο να στείλει να σε προσκαλέσει στον οίκο του και να ακούσει λόγια από εσένα». 23 Αφού τους κάλεσε μέσα, λοιπόν, τους φιλοξένησε. Και την επόμενη ημέρα σηκώθηκε και εξήλθε μαζί τους, και μερικοί από τους αδελφούς που ήταν από την Ιόππη ήρθαν μαζί του. 24 Και την άλλη ημέρα, εισήλθε στην Καισάρεια. Ο Κορνήλιος, λοιπόν, τους προσδοκούσε συνεχώς και συγκάλεσε τους συγγενείς του και τους στενούς φίλους του. 25 Μόλις λοιπόν συνέβηκε να εισέλθει ο Πέτρος, τον συνάντησε ο Κορνήλιος, έπεσε στα πόδια του και προσκύνησε. 26 Αλλά ο Πέτρος τον σήκωσε λέγοντας: «Σήκω· και εγώ ο ίδιος είμαι άνθρωπος». 27 Και συνομιλώντας μ’ αυτόν εισήλθε και βρίσκει πολλούς να έχουν συγκεντρωθεί. 28 Και είπε προς αυτούς: «Εσείς γνωρίζετε καλά πως είναι αθέμιτο σε άντρα Ιουδαίο να προσκολλάται ή να προσέρχεται σε αλλόφυλο. Αλλά σ’ εμένα ο Θεός έδειξε κανέναν άνθρωπο να μη λέω μολυσμένο ή ακάθαρτο. 29 Γι’ αυτό και αναντίρρητα ήρθα, όταν έστειλαν να με προσκαλέσουν. Ζητώ λοιπόν να μάθω για ποιο λόγο στείλατε να με προσκαλέσουν;» 30 Και ο Κορνήλιος είπε: «Πριν από τέσσερις ημέρες, από το πρωί μέχρι αυτήν την ώρα στις τρεις το απόγευμα προσευχόμουν συνεχώς στον οίκο μου. Και ιδού, ένας άντρας στάθηκε μπροστά μου με ένδυμα λαμπρό 31 και μου λέει: “Κορνήλιε, εισακούστηκε η προσευχή σου και οι ελεημοσύνες σου μνημονεύτηκαν μπροστά στο Θεό. 32 Στείλε λοιπόν στην Ιόππη και προσκάλεσε το Σίμωνα που επικαλείται Πέτρος. Αυτός φιλοξενείται στην οικία του Σίμωνα του βυρσοδέψη δίπλα στη θάλασσα”. 33 Αμέσως λοιπόν έστειλα προς εσένα, κι εσύ καλά έκανες που ήρθες. Τώρα, λοιπόν, όλοι εμείς μπροστά στο Θεό παρευρισκόμαστε, για να ακούσουμε όλα όσα σου είναι προσταγμένα από τον Κύριο».
34 Άνοιξε τότε ο Πέτρος το στόμα του και είπε: «Στ’ αλήθεια καταλαβαίνω ότι δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός, 35 αλλά σε κάθε έθνος όποιος τον φοβάται και εργάζεται δικαιοσύνη είναι δεκτός από αυτόν. 36 Εσείς ξέρετε το μήνυμα που απέστειλε στους γιους Ισραήλ και ευαγγελιζόταν ειρήνη μέσω του Ιησού Χριστού – αυτός είναι όλων Κύριος – 37 το πράγμα που συνέβηκε σε όλη την Ιουδαία, αφού άρχισε από τη Γαλιλαία μετά το βάφτισμα που κήρυξε ο Ιωάννης: 38 για τον Ιησού που ήταν από τη Ναζαρέτ, πώς τον έχρισε ο Θεός με Πνεύμα Άγιο και δύναμη, ο οποίος πέρασε ευεργετώντας και γιατρεύοντας όλους όσοι καταδυναστεύονταν από το Διάβολο, επειδή ο Θεός ήταν μαζί του. 39 Και εμείς είμαστε μάρτυρες όλων αυτών που έκανε μέσα στη χώρα των Ιουδαίων και μέσα στην Ιερουσαλήμ. Αυτόν και σκότωσαν, αφού τον κρέμασαν πάνω σε ξύλο. 40 Τούτον ο Θεός έγειρε την τρίτη ημέρα, και επέτρεψε να γίνει φανερός, 41 όχι σε όλο το λαό, αλλά σε μάρτυρες που ήταν διορισμένοι εκ των προτέρων από το Θεό, δηλαδή σ’ εμάς, οι οποίοι φάγαμε και ήπιαμε μαζί του μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς. 42 Και μας παράγγειλε να κηρύξουμε στο λαό και να μαρτυρήσουμε επίσημα ότι αυτός είναι ο ορισμένος από το Θεό κριτής ζωντανών και νεκρών. 43 Γι’ αυτόν όλοι οι προφήτες μαρτυρούν ότι καθένας που πιστεύει σ? αυτόν θα λάβει άφεση αμαρτιών μέσω του ονόματός του».
44 Ενώ ακόμα μιλούσε ο Πέτρος τα λόγια αυτά, έπεσε το Πνεύμα το Άγιο πάνω σε όλους όσοι άκουγαν το λόγο. 45 Και έμειναν εκστατικοί οι πιστοί από την περιτομή, όσοι ήρθαν μαζί με τον Πέτρο, γιατί και πάνω στους εθνικούς η δωρεά του Αγίου Πνεύματος έχει χυθεί· 46 γιατί τους άκουγαν να λαλούν γλώσσες και να μεγαλύνουν το Θεό. Τότε αποκρίθηκε ο Πέτρος: 47 «Μήπως το νερό δύναται να το εμποδίσει κανείς, για να μη βαφτιστούν αυτοί, οι οποίοι έλαβαν το Πνεύμα το Άγιο όπως και εμείς;» 48 Πρόσταξε τότε αυτούς να βαφτιστούν στο όνομα του Ιησού Χριστού. Τότε τον παρακάλεσαν να παραμείνει μερικές ημέρες.
1 Άκουσαν λοιπόν οι απόστολοι και οι αδελφοί που ήταν στην Ιουδαία ότι και οι εθνικοί δέχτηκαν το λόγο του Θεού. 2 Και όταν ανέβηκε ο Πέτρος στην Ιερουσαλήμ, φιλονικούσαν με αυτόν οι πιστοί από την περιτομή 3 λέγοντας: «Εισήλθες σε οικία αντρών που έχουν ακροβυστία και έφαγες μαζί τους». 4 Άρχισε λοιπόν ο Πέτρος και τους εξέθετε τα γεγονότα με τη σειρά, λέγοντας: 5 «Εγώ ήμουν στην πόλη Ιόππη και προσευχόμουν και είδα μέσα σε έκσταση όραμα, να κατεβαίνει κάποιο σκεύος σαν σεντόνι μεγάλο και από τις τέσσερις άκρες του να χαμηλώνει από τον ουρανό, και ήρθε μέχρις εμένα. 6 Όταν ατένισα σ’ αυτό, παρατηρούσα και είδα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πετεινά του ουρανού. 7 Άκουσα τότε και μια φωνή να μου λέει: “Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάε”. 8 Είπα όμως: “Με κανέναν τρόπο, Κύριε, γιατί μολυσμένο ή ακάθαρτο ποτέ δεν εισήλθε στο στόμα μου”. 9 Αποκρίθηκε τότε η φωνή για δεύτερη φορά από τον ουρανό: “Αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ μην τα θεωρείς ακάθαρτα”. 10 Και αυτό έγινε τρεις φορές, και ανασύρθηκαν πάλι όλα στον ουρανό. 11 Και ιδού, την ίδια στιγμή τρεις άντρες στάθηκαν μπροστά στην οικία μέσα στην οποία ήμασταν, που ήταν αποσταλμένοι από την Καισάρεια προς εμένα. 12 Είπε τότε το Πνεύμα σ’ εμένα να έρθω μαζί τους, χωρίς να κάνω καμία διάκριση. Ήρθαν λοιπόν μαζί μου και αυτοί οι έξι αδελφοί και εισήλθαμε στον οίκο αυτού του άντρα. 13 Μας ανάγγειλε τότε πώς είδε τον άγγελο μέσα στον οίκο του, που στάθηκε και του είπε: “Απόστειλε στην Ιόππη και προσκάλεσε το Σίμωνα, που επικαλείται Πέτρος, 14 ο οποίος θα μιλήσει λόγια προς εσένα με τα οποία θα σωθείς εσύ και όλος ο οίκος σου”. 15 Ενώ λοιπόν άρχισα να μιλώ, έπεσε το Πνεύμα το Άγιο πάνω σ’ αυτούς όπως ακριβώς και πάνω σ’ εμάς στην αρχή. 16 Θυμήθηκα τότε το λόγο του Κυρίου καθώς έλεγε: “Αφενός ο Ιωάννης βάφτισε σε νερό, αφετέρου εσείς θα βαφτιστείτε μέσα σε Πνεύμα Άγιο”. 17 Αν λοιπόν την ίση δωρεά τούς έδωσε ο Θεός όπως και σ’ εμάς που πιστέψαμε στον Κύριο Ιησού Χριστό, εγώ ποιος ήμουνα ο δυνατός να εμποδίσω το Θεό;» 18 Όταν άκουσαν λοιπόν αυτά, ησύχασαν και δόξασαν το Θεό λέγοντας: «Άρα και στα έθνη ο Θεός έδωσε τη μετάνοια για ζωή»
19 Αυτοί λοιπόν που διασπάρθηκαν από τη θλίψη που έγινε επί Στεφάνου, πέρασαν ως τη Φοινίκη και την Κύπρο και την Αντιόχεια, χωρίς να μιλούν το λόγο σε κανέναν άλλο παρά μόνο σε Ιουδαίους. 20 Ήταν τότε από αυτούς μερικοί άντρες Κύπριοι και Κυρηναίοι, οι οποίοι ήρθαν στην Αντιόχεια και μιλούσαν και προς τους Ελληνιστές εθνικούς, ευαγγελιζόμενοι τον Κύριο Ιησού. 21 Και ήταν το χέρι του Κυρίου μαζί τους, και πολύς αριθμός από αυτούς πίστεψε και επέστρεψε στον Κύριο. 22 Ακούστηκε τότε η είδηση γι’ αυτούς στ’ αυτιά της εκκλησίας που είναι στην Ιερουσαλήμ, και έστειλαν έξω το Βαρνάβα να περάσει ως την Αντιόχεια. 23 Αυτός, όταν ήρθε και είδε τη χάρη που ήταν από το Θεό, χάρηκε και παρακινούσε όλους με την πρόθεση της καρδιάς τους να παραμένουν στον Κύριο, 24 γιατί ήταν άντρας αγαθός και πλήρης Πνεύματος Αγίου και πίστεως. Και προστέθηκε αρκετό πλήθος στον Κύριο. 25 Εξήλθε τότε στην Ταρσό για να αναζητήσει το Σαύλο 26 και, όταν τον βρήκε, τον οδήγησε στην Αντιόχεια. Αυτοί λοιπόν, πράγματι, για έναν ολόκληρο χρόνο συγκεντρώνονταν μέσα στην εκκλησία και δίδαξαν αρκετό πλήθος. Και ονόμασαν πρώτα στην Αντιόχεια τους μαθητές “Χριστιανούς”. 27 Αυτές λοιπόν τις ημέρες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα προφήτες στην Αντιόχεια. 28 Σηκώθηκε τότε ένας από αυτούς με το όνομα Άγαβος και έδωσε σημείο μέσω του Πνεύματος, πως μέλλει να γίνει πείνα μεγάλη πάνω σε όλη την κατοικημένη γη του Iσραήλ, που έγινε επί Κλαυδίου. 29 Και οι μαθητές, ανάλογα με το πόσο ευπορούσε κανείς, όρισαν καθένας τους να στείλει βοήθεια για διακονία στους αδελφούς που κατοικούν στην Ιουδαία. 30 Αυτό και έκαναν, αφού απέστειλαν τη βοήθεια προς τους πρεσβυτέρους με το χέρι του Βαρνάβα και του Σαύλου.
1 Κατ’ εκείνο λοιπόν τον καιρό, ο Ηρώδης ο βασιλιάς έβαλε τα χέρια πάνω σε μερικούς που ήταν από την εκκλησία, για να τους κακοποιήσει. 2 Θανάτωσε τότε τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιωάννη, με μάχαιρα. 3 Όταν είδε λοιπόν ότι είναι αρεστό στους Ιουδαίους, συνέχισε και συνέλαβε και τον Πέτρο – ήταν τότε οι ημέρες της εορτής των Αζύμων – 4 τον οποίο και έπιασε και έθεσε στη φυλακή, ενώ τον παράδωσε σε τέσσερις τετράδες στρατιωτών, για να τον φυλάνε, θέλοντας μετά το Πάσχα να τον φέρει πάνω, από τη φυλακή στο λαό. 5 Αφενός λοιπόν τον Πέτρο επιτηρούσαν μέσα στη φυλακή· αφετέρου προσευχή συνεχώς γινόταν ένθερμα από την εκκλησία προς το Θεό γι’ αυτόν.
6 Όταν λοιπόν έμελλε ο Ηρώδης να τον φέρει μπροστά στο λαό, τη νύχτα εκείνη ο Πέτρος κοιμόταν μεταξύ δύο στρατιωτών, δεμένος με δυο αλυσίδες, και φύλακες μπροστά στη θύρα επιτηρούσαν τη φυλακή. 7 Και ιδού, άγγελος Κυρίου στάθηκε ξαφνικά από πάνω και φως έλαμψε μέσα στο οίκημα. Χτύπησε τότε την πλευρά του Πέτρου και τον ξύπνησε λέγοντας: «Σήκω γρήγορα». Και του έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια. 8 Είπε τότε ο άγγελος προς αυτόν: «Ζώσου και βάλε τα σανδάλια σου». Και έκανε έτσι. Και του λέει: «Φόρεσε το πανωφόρι σου και ακολούθα με». 9 Και τότε εξήλθε και τον ακολουθούσε, και δεν είχε καταλάβει ότι είναι αληθινό αυτό που γινόταν με τον άγγελο· αλλά νόμιζε πως βλέπει όραμα. 10 Αφού πέρασαν λοιπόν την πρώτη φρουρά και τη δεύτερη, ήρθαν μπροστά στην πύλη τη σιδερένια που φέρει προς την πόλη, η οποία αυτόματα τους ανοίχτηκε και, αφού εξήλθαν, προχώρησαν σ’ ένα δρομάκι, και αμέσως απομακρύνθηκε ο άγγελος από αυτόν. 11 Και ο Πέτρος ήρθε στον εαυτό του και είπε: «Τώρα καταλαβαίνω αληθινά ότι έστειλε ο Κύριος τον άγγελό του και με ελευθέρωσε από το χέρι του Ηρώδη και από όλη την προσδοκία του λαού των Ιουδαίων». 12 Και όταν συνειδητοποίησε αυτό, ήρθε στην οικία της Μαρίας, της μητέρας του Ιωάννη που επικαλείται Μάρκος, όπου ήταν αρκετοί συναθροισμένοι και προσεύχονταν συνεχώς. 13 Όταν λοιπόν αυτός έκρουσε τη θύρα της πύλης, προσήλθε μία μικρή δούλη για να απαντήσει, με το όνομα Ρόδη, 14 και όταν αναγνώρισε τη φωνή του Πέτρου, από τη χαρά δεν άνοιξε την πύλη, αλλά έτρεξε μέσα και ανάγγειλε ότι έχει σταθεί ο Πέτρος μπροστά στην πύλη. 15 Εκείνοι είπαν προς αυτήν: «Είσαι τρελή». Αυτή ισχυριζόταν έντονα πως έτσι έχουν τα πράγματα. Εκείνοι έλεγαν: «Ο άγγελός του είναι». 16 Και ο Πέτρος επέμενε να κρούει. Όταν άνοιξαν τότε, τον είδαν και έμειναν εκστατικοί. 17 Και αφού έσεισε προς τα κάτω το χέρι του σ’ αυτούς για να σωπαίνουν, τους διηγήθηκε πώς ο Κύριος τον εξήγαγε από τη φυλακή και τους είπε: «Αναγγείλετε στον Ιάκωβο και στους αδελφούς αυτά». Και αφού εξήλθε, πορεύτηκε σε άλλο τόπο. 18 Όταν έγινε τότε ημέρα, υπήρχε όχι λίγη ταραχή μεταξύ των στρατιωτών, για το τι άραγε να έγινε ο Πέτρος. 19 Ο Ηρώδης, λοιπόν, αφού τον αναζήτησε και δεν τον βρήκε, ανέκρινε τους φύλακες και διέταξε να οδηγηθούν προς εκτέλεση, και μετά κατέβηκε από την Ιουδαία και έμενε στην Καισάρεια.
20 Ήταν λοιπόν [ο Ηρώδης] πολύ θυμωμένος με τους Τυρίους και τους Σιδωνίους. Ομόψυχα τότε παρουσιάστηκαν προς αυτόν και, αφού έπεισαν δωροδοκώντας το Βλάστο, αυτόν που ήταν υπεύθυνος για τον κοιτώνα του βασιλιά, ζητούσαν ειρήνη, επειδή τρεφόταν η χώρα τους από τη χώρα του βασιλιά. 21 Και μια καθορισμένη ημέρα, αφού ο Ηρώδης ντύθηκε στολή βασιλική και κάθισε πάνω στο βήμα, δημηγορούσε προς αυτούς. 22 Και ο λαός φώναζε δυνατά: «Θεού φωνή και όχι ανθρώπου». 23 Αμέσως τότε τον χτύπησε άγγελος Κυρίου, επειδή δεν έδωσε τη δόξα στο Θεό, και αφού έγινε σκωληκόβρωτος, ξεψύχησε. 24 Και ο λόγος του Θεού αύξανε και πλήθαινε. 25 Ο Βαρνάβας τότε και ο Σαύλος επέστρεψαν, αφού εκπλήρωσαν στην Ιερουσαλήμ τη διακονία της συνεισφοράς, και παράλαβαν μαζί τους τον Ιωάννη που επικλήθηκε Μάρκος.
1 Ήταν τότε στην Αντιόχεια, στην εκκλησία που ήταν εκεί, προφήτες και δάσκαλοι, ο Βαρνάβας και ο Συμεών, που καλείται Νίγερ, και ο Λούκιος ο Κυρηναίος και ο Μαναήν, που είχε ανατραφεί παιδί μαζί με τον Ηρώδη τον τετράρχη, και ο Σαύλος. 2 Ενώ λοιπόν λειτουργούσαν αυτοί στον Κύριο και νήστευαν, είπε το Πνεύμα το Άγιο: «Ξεχωρίστε μου, αμέσως, το Βαρνάβα και το Σαύλο για το έργο που τους έχω προσκαλέσει». 3 Τότε, αφού νήστεψαν και προσευχήθηκαν και επέθεσαν τα χέρια σ’ αυτούς, τους απέλυσαν.
4 Αυτοί πράγματι, λοιπόν, στάλθηκαν έξω από το Άγιο Πνεύμα και κατέβηκαν στη Σελεύκεια, και από εκεί απέπλευσαν για την Κύπρο 5 και, όταν ήρθαν στη Σαλαμίνα, ανάγγελλαν το λόγο του Θεού μέσα στις συναγωγές των Ιουδαίων. Είχαν μάλιστα και τον Ιωάννη υπηρέτη. 6 Διαπέρασαν τότε όλο το νησί μέχρι την Πάφο και βρήκαν κάποιον άντρα μάγο, ψευδοπροφήτη Ιουδαίο, που είχε όνομα Βαριησούς, 7 ο οποίος ήταν μαζί με τον ανθύπατο Σέργιο Παύλο, άντρα συνετό. Αυτός προσκάλεσε το Βαρνάβα και το Σαύλο και επιζήτησε να ακούσει το λόγο του Θεού. 8 Αντιστεκόταν όμως σ’ αυτούς ο Ελύμας, ο μάγος, γιατί έτσι ερμηνεύεται το όνομά του, ζητώντας με διεστραμμένα επιχειρήματα να αποτρέψει τον ανθύπατο από την πίστη. 9 Ο Σαύλος τότε, που ονομαζόταν και Παύλος, γέμισε Πνεύμα Άγιο, ατένισε σ’ αυτόν 10 και είπε: «Ω, πλήρη από κάθε δόλο και από κάθε ραδιουργία, γιε διαβόλου, εχθρέ κάθε δικαιοσύνης, δε θα πάψεις να διαστρέφεις τις οδούς του Κυρίου τις ευθείες; 11 Και τώρα ιδού, χέρι Κυρίου είναι πάνω σου και θα είσαι τυφλός, μη βλέποντας τον ήλιο μέχρις ορισμένου καιρού». Και αμέσως έπεσε πάνω του ομίχλη και σκοτάδι και περιφερόταν και ζητούσε χειραγωγούς. 12 Τότε, όταν είδε ο ανθύπατος το γεγονός, πίστεψε, μένοντας έκπληκτος για τη διδαχή του Κυρίου.
13 Αφού ανοίχτηκαν λοιπόν στο πέλαγος από την Πάφο όσοι ήταν γύρω από τον Παύλο, ήρθαν στην Πέργη της Παμφυλίας, ο Ιωάννης όμως αποχώρησε από αυτούς και επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα. 14 Αυτοί τότε διαπέρασαν την περιοχή από την Πέργη και ήρθαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας και, αφού εισήλθαν στη συναγωγή την ημέρα του Σαββάτου, κάθισαν. 15 Και μετά την ανάγνωση του νόμου και των προφητών απέστειλαν μήνυμα οι αρχισυνάγωγοι προς αυτούς λέγοντας: «Άντρες αδελφοί, αν υπάρχει μέσα σας κάποιος λόγος προτροπής προς τον λαό, λέγετε». 16 Σηκώθηκε τότε ο Παύλος και, αφού έσεισε προς τα κάτω το χέρι του , είπε: «Άντρες Ισραηλίτες και οι φοβούμενοι το Θεό, ακούστε: 17 Ο Θεός του λαού τούτου, του Ισραήλ, εξέλεξε τους πατέρες μας και ύψωσε το λαό μας κατά την παροικία τους μέσα στη γη της Αιγύπτου και με βραχίονα υψωμένο τους εξήγαγε από αυτήν, 18 και για μια χρονική περίοδο σαράντα περίπου ετών υπόφερε τους τρόπους τους μέσα στην έρημο. 19 Και αφού καθαίρεσε εφτά έθνη μέσα στη γη Χαναάν, διαμοίρασε με κλήρο [σ’ αυτούς] τη γη τους 20 περίπου για τετρακόσια πενήντα έτη. Και μετά από αυτά, έδωσε κριτές ως το Σαμουήλ τον προφήτη. 21 Και από εκεί, ζήτησαν βασιλιά και τους έδωσε ο Θεός το Σαούλ, το γιο του Κις, άντρα από τη φυλή Βενιαμίν, για σαράντα έτη. 22 Και αφού τον απομάκρυνε από τη θέση του, έγειρε ως βασιλιά γι’ αυτούς το Δαβίδ, για τον οποίο και είπε όταν έδωσε μαρτυρία: “Βρήκα το Δαβίδ, το γιο του Ιεσσαί, άντρα κατά την καρδιά μου, ο οποίος θα κάνει όλα τα θελήματά μου”. 23 Ο Θεός από το σπέρμα αυτού σύμφωνα με την υπόσχεσή του έφερε στον Ισραήλ σωτήρα, τον Ιησού, 24 αφού ο Ιωάννης κήρυξε βάφτισμα μετάνοιας σε όλο το λαό Ισραήλ πριν από την είσοδο δημόσια στον κόσμο του προσώπου του. 25 Και καθώς ολοκλήρωνε ο Ιωάννης το δρόμο της αποστολής του, έλεγε: “Τι υπονοείτε εμένα πως είμαι; Δεν είμαι εγώ· αλλά ιδού, έρχεται μετά από εμένα αυτός του οποίου δεν είμαι άξιος να λύσω το υπόδημα των ποδιών του”. 26 Άντρες αδελφοί, γιοι του γένους Αβραάμ και οι φοβούμενοι το Θεό μεταξύ σας, σ’ εμάς ο λόγος της σωτηρίας αυτής αποστάλθηκε προς τα έξω. 27 Γιατί όσοι κατοικούν στην Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές τους αγνόησαν αυτόν και τις φωνές των προφητών που διαβάζονται κάθε Σάββατο, και τις εκπλήρωσαν όταν τον καταδίκασαν. 28 Και ενώ δεν του βρήκαν καμιά αιτία θανάτου, ζήτησαν από τον Πιλάτο να θανατωθεί αυτός. 29 Μόλις λοιπόν τέλεσαν όλα όσα είναι γραμμένα γι’ αυτόν, τον κατέβασαν από το ξύλο και τον έθεσαν σε μνήμα. 30 Ο Θεός όμως τον έγειρε από τους νεκρούς. 31 Αυτός φανερώθηκε για πολλές ημέρες σ’ αυτούς που ανέβηκαν μαζί του από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ, οι οποίοι τώρα είναι μάρτυρές του προς το λαό. 32 Και εμείς ευαγγελιζόμαστε σ’ εσάς την υπόσχεση που έγινε προς τους πατέρες μας, 33 γιατί αυτήν την υπόσχεση ο Θεός την έχει εκπληρώσει στα τέκνα τους, σ’ εμάς, όταν ανάστησε τον Ιησού, όπως και στο δεύτερο Ψαλμό είναι γραμμένο: Υιός μου είσαι εσύ, εγώ σήμερα σε έχω γεννήσει. 34 Και ότι τον ανάστησε από τους νεκρούς, χωρίς πια να μέλλει να επιστρέψει στη φθορά, έτσι το έχει πει: Θα σας δώσω τα όσια ελέη που υποσχέθηκα στο Δαβίδ, τα πιστά. 35 Γιατί και σε άλλο μέρος λέει: Δε θα επιτρέψεις ο όσιός σου να δει φθορά. 36 Γιατί ο Δαβίδ, βέβαια, αφού υπηρέτησε στη δική του γενιά τη βουλή του Θεού, κοιμήθηκε τον ύπνο του θανάτου και προστέθηκε στους πατέρες του και είδε φθορά. 37 Αυτός όμως, που ο Θεός έγειρε, δεν είδε φθορά. 38 Ας είναι λοιπόν γνωστό σ’ εσάς, άντρες αδελφοί, ότι μέσω αυτού αναγγέλλεται σ’ εσάς άφεση αμαρτιών, και από όλα όσα δεν μπορέσατε με το νόμο του Μωυσή να δικαιωθείτε, 39 μέσω αυτού καθένας που πιστεύει δικαιώνεται. 40 Προσέχετε, λοιπόν, μην επέλθει [σ’ εσάς] αυτό που ειπώθηκε μέσω των προφητών: 41 Δείτε, οι καταφρονητές, και θαυμάστε και αφανιστείτε, γιατί εγώ κάνω έργο κατά τις ημέρες σας, έργο που δε θα το πιστέψετε αν κάποιος σας το διηγηθεί». 42 Ενώ λοιπόν αυτοί έβγαιναν, τους παρακαλούσαν το επόμενο Σάββατο να κηρυχτούν σ’ αυτούς αυτά τα λόγια. 43 Και όταν διαλύθηκε η συναγωγή, ακολούθησαν πολλοί από τους Ιουδαίους και τους προσήλυτους που σέβονταν το Θεό τον Παύλο και το Βαρνάβα, οι οποίοι μιλώντας προς αυτούς τους έπειθαν να παραμένουν στη χάρη του Θεού. 44 Και το ερχόμενο Σάββατο σχεδόν όλη η πόλη συνάχτηκε, για να ακούσει το λόγο του Κυρίου. 45 Όταν είδαν λοιπόν οι Ιουδαίοι τα πλήθη, γέμισαν ζήλια και αντίλεγαν σ’ αυτά που μιλούσε ο Παύλος βλαστημώντας. 46 Μίλησαν τότε με παρρησία ο Παύλος και ο Βαρνάβας και είπαν: «Σ’ εσάς ήταν αναγκαίο πρώτα να κηρυχτεί ο λόγος του Θεού. Επειδή τον απωθείτε και δεν κρίνετε άξιους τους εαυτούς σας για την αιώνια ζωή, ιδού, στρεφόμαστε στα έθνη. 47 Γιατί έτσι μας έχει δώσει εντολή ο Κύριος: Σε έχω θέσει για φως στα έθνη, για να είσαι προς σωτηρία ως τα έσχατα της γης». 48 Όταν άκουγαν τότε οι εθνικοί, χαίρονταν και δόξαζαν το λόγο του Κυρίου και πίστεψαν όσοι ήταν ταγμένοι για ζωή αιώνια. 49 Φερόταν λοιπόν ο λόγος του Κυρίου διαμέσου όλης της χώρας. 50 Αλλά οι Ιουδαίοι παρότρυναν τις γυναίκες τις ευυπόληπτες που σέβονταν το Θεό και τους πρώτους της πόλης, και διέγειραν διωγμό εναντίον του Παύλου και του Βαρνάβα και τους έβγαλαν έξω από τα όριά τους. 51 Εκείνοι, αφού τίναξαν μακριά τη σκόνη των ποδιών τους εναντίον τους, ήρθαν στο Ικόνιο· 52 και οι μαθητές γέμιζαν από χαρά και Πνεύμα Άγιο.
1 Συνέβηκε τότε στο Ικόνιο κατά τον ίδιο τρόπο αυτοί να εισέλθουν στη συναγωγή των Ιουδαίων και να μιλήσουν, έτσι ώστε να πιστέψουν από Ιουδαίους και Έλληνες πολύ πλήθος. 2 Αλλά οι Ιουδαίοι που απείθησαν, διέγειραν και γέμισαν με κακία τις ψυχές των εθνικών κατά των αδελφών. 3 Πράγματι, λοιπόν, για αρκετό χρόνο έμειναν εκεί, μιλώντας με παρρησία και βασιζόμενοι στον Κύριο που μαρτυρούσε για το λόγο της χάρης του, ο οποίος έδινε ώστε σημεία και τέρατα να γίνονται με τα χέρια τους. 4 Έγινε σχίσμα τότε στο πλήθος της πόλης, και οι μεν ήταν με τους Ιουδαίους, οι δε με τους αποστόλους. 5 Μόλις λοιπόν όρμησαν οι εθνικοί και οι Ιουδαίοι μαζί με τους άρχοντές τους να τους κακομεταχειριστούν και να τους λιθοβολήσουν, 6 επειδή το αντιλήφτηκαν, κατέφυγαν στις πόλεις της Λυκαονίας τη Λύστρα και τη Δέρβη και στα περίχωρά τους, 7 κι εκεί ευαγγέλιζαν συνεχώς.
8 Και κάποιος άντρας αδύνατος στα πόδια καθόταν στα Λύστρα, χωλός από την κοιλιά της μητέρας του, που ποτέ δεν περπάτησε. 9 Αυτός άκουσε τον Παύλο να μιλά. Ο οποίος, όταν τον ατένισε και είδε ότι έχει πίστη για να σωθεί, 10 είπε με μεγάλη φωνή: «Σήκω πάνω στα πόδια σου ορθός». Και αυτός πήδηξε και περπατούσε. 11 Και οι όχλοι, όταν είδαν αυτό που έκανε ο Παύλος, ύψωσαν τη φωνή τους στα λυκαονικά, λέγοντας: «Οι θεοί ομοιώθηκαν με ανθρώπους και κατέβηκαν προς εμάς». 12 Και καλούσαν το Βαρνάβα Δία, ενώ τον Παύλο Ερμή, επειδή αυτός ήταν που ηγούνταν στο λόγο. 13 Και ο ιερέας του ναού του Δία, που ήταν μπροστά στην πόλη, έφερε ταύρους και στεφάνια στις πύλες και μαζί με τα πλήθη ήθελε να κάνει θυσία. 14 Όταν το άκουσαν τότε οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, ξέσχισαν τα ρούχα τους και πήδηξαν έξω στο πλήθος, κράζοντας 15 και λέγοντας: «Άντρες, τι κάνετε αυτά; Και εμείς είμαστε ομοιοπαθείς μ’ εσάς άνθρωποι, που σας ευαγγελίζουμε από τούτα τα μάταια να επιστρέφετε στο ζωντανό Θεό, ο οποίος έκανε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτά. 16 Αυτός κατά τις περασμένες γενιές άφησε όλα τα έθνη να πορεύονται στους δρόμους τους. 17 Αν και δεν άφησε αμαρτύρητο τον εαυτό του, εργάζοντας το αγαθό, δίνοντας από τον ουρανό σ’ εσάς βροχές και καιρούς καρποφόρους, γεμίζοντας με τροφή και ευφροσύνη τις καρδιές σας». 18 Και λέγοντας αυτά, μόλις και μετά βίας έκαναν τα πλήθη να πάψουν, ώστε να μην κάνουν θυσία σ’ αυτούς. 19 Ήρθαν όμως εκεί Ιουδαίοι από την Αντιόχεια και το Ικόνιο και, αφού έπεισαν τους όχλους και λιθοβόλησαν τον Παύλο, τον έσυραν έξω από την πόλη, νομίζοντας πως αυτός έχει πεθάνει. 20 Και όταν τον περικύκλωσαν οι μαθητές, σηκώθηκε και εισήλθε στην πόλη. Και την αυριανή ημέρα εξήλθε μαζί με το Βαρνάβα για τη Δέρβη.
21 Και αφού ευαγγέλισαν την πόλη εκείνη και μαθήτεψαν αρκετούς, επέστρεψαν στη Λύστρα και στο Ικόνιο και στην Αντιόχεια, 22 στηρίζοντας τις ψυχές των μαθητών, προτρέποντάς τους να εμμένουν στην πίστη και λέγοντας ότι διαμέσου πολλών θλίψεων πρέπει να εισέλθουμε στη βασιλεία του Θεού. 23 Και χειροτόνησαν γι’ αυτούς σε κάθε εκκλησία πρεσβυτέρους, αφού προσευχήθηκαν με νηστείες, και τους παράθεσαν στον Κύριο στον οποίο είχαν πιστέψει. 24 Και όταν διαπέρασαν την Πισιδία, ήρθαν στην Παμφυλία 25 και, αφού μίλησαν στην Πέργη το λόγο του Θεού, κατέβηκαν στην Αττάλεια 26 και από εκεί απόπλευσαν στην Αντιόχεια, απ’ όπου είχαν παραδοθεί με τη χάρη του Θεού στο έργο που εκπλήρωσαν. 27 Όταν ήρθαν τότε και σύναξαν την εκκλησία, ανάγγελλαν όσα έκανε ο Θεός μαζί τους και ότι άνοιξε στα έθνη θύρα πίστης. 28 Έμεναν λοιπόν εκεί όχι λίγο χρόνο μαζί με τους μαθητές.
1 Και μερικοί που κατέβηκαν από την Ιουδαία δίδασκαν τους αδελφούς: «Αν δεν περιτμηθείτε με το έθιμο που είναι του Μωυσή, δε δύναστε να σωθείτε». 2 Και επειδή έγινε αντίσταση και συζήτηση όχι λίγη από τον Παύλο και το Βαρνάβα με αυτούς, όρισαν να ανεβαίνουν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι από αυτούς προς τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους στην Ιερουσαλήμ για το ζήτημα αυτό. 3 Αυτοί, λοιπόν, αφού κατευοδώθησαν από την εκκλησία, περνούσαν τη Φοινίκη και τη Σαμάρεια και διηγούνταν την επιστροφή των εθνών και προξενούσαν χαρά μεγάλη σ’ όλους τους αδελφούς. 4 Όταν λοιπόν παρουσιάστηκαν στην Ιερουσαλήμ, έγιναν δεκτοί από την εκκλησία και τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους, και ανάγγειλαν όσα ο Θεός έκανε μαζί τους. 5 Σηκώθηκαν τότε μερικοί που ήταν από την αίρεση των Φαρισαίων και που είχαν πιστέψει, λέγοντας ότι πρέπει να τους περιτέμνουν καί να τους παραγγέλλουν να τηρούν το νόμο του Μωυσή. 6 Και συνάχτηκαν οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι, για να δουν τι θα κάνουν σχετικά με την υπόθεση του λόγου αυτού. 7 Και αφού έγινε πολλή συζήτηση, σηκώθηκε ο Πέτρος και είπε προς αυτούς: «Άντρες αδελφοί, εσείς γνωρίζετε καλά ότι από τις πρώτες ημέρες μεταξύ σας διάλεξε ο Θεός με το στόμα μου να ακούσουν τα έθνη το λόγο του ευαγγελίου και να πιστέψουν. 8 Και ο καρδιογνώστης Θεός μαρτύρησε γι’ αυτούς και τους έδωσε το Πνεύμα το Άγιο καθώς και σ’ εμάς. 9 Και δεν έκανε καμιά διάκριση ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτούς, επειδή καθάρισε με την πίστη τις καρδιές τους. 10 Τώρα, λοιπόν, γιατί πειράζετε το Θεό, ώστε να θέσετε ζυγό πάνω στον τράχηλο των μαθητών, που ούτε οι πατέρες μας ούτε εμείς μπορέσαμε να τον βαστάξουμε; 11 Αλλά με τη χάρη του Κυρίου Ιησού πιστεύουμε πως θα σωθούμε με τον ίδιο τρόπο όπως κι εκείνοι». 12 Σώπασε τότε όλο το πλήθος και άκουγαν το Βαρνάβα και τον Παύλο να διηγούνται όσα έκανε ο Θεός σημεία και τέρατα μεταξύ των εθνών μέσω αυτών. 13 Και μετά, όταν σώπασαν αυτοί, έλαβε το λόγο ο Ιάκωβος λέγοντας: «Άντρες αδελφοί, ακούστε με. 14 Ο Συμεών διηγήθηκε πώς αρχικά ο Θεός επισκέφτηκε τον κόσμο, για να λάβει από τα έθνη λαό για το όνομά του. 15 Και μ’ αυτό συμφωνούν οι λόγοι των προφητών καθώς είναι γραμμένο: 16 Μετά από αυτά θα επιστρέψω και θα ανοικοδομήσω τη σκηνή του Δαβίδ που έχει πέσει και τα καταστρεμμένα εντελώς ερείπιά της θα ανοικοδομήσω και θα την ανορθώσω, 17 ώστε να αναζητήσουν οι υπόλοιποι των ανθρώπων τον Κύριο και όλοι οι εθνικοί στους οποίους έχει επικληθεί το όνομά μου πάνω τους, λέει ο Κύριος που κάνει αυτά 18 τα γνωστά από την αρχή του αιώνα. 19 Γι’ αυτό εγώ κρίνω να μην παρενοχλούμε αυτούς που επιστρέφουν από τα έθνη στο Θεό, 20 αλλά να στείλουμε επιστολή σ’ αυτούς, για να απέχουν από τα μιάσματα των ειδώλων και την πορνεία και το πνιχτό και το αίμα. 21 Γιατί ο Μωυσής από τις αρχαίες γενιές έχει από πόλη σε πόλη αυτούς που τον κηρύττουν μέσα στις συναγωγές και κάθε Σάββατο διαβάζεται».
22 Τότε φάνηκε καλό στους αποστόλους και στους πρεσβυτέρους μαζί με όλη την εκκλησία, αφού εκλέξουν άντρες από αυτούς, να τους στείλουν στην Αντιόχεια μαζί με τον Παύλο και το Βαρνάβα: τον Ιούδα, που καλείται Βαρσαβάς, και το Σίλα, άντρες που ηγούνταν μεταξύ των αδελφών. 23 Και έγραψαν με το χέρι τους: «Οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι [και οι] αδελφοί, προς τους αδελφούς που είναι από τα έθνη στην Αντιόχεια και στη Συρία και στην Κιλικία· χαίρετε. 24 Επειδή ακούσαμε ότι μερικοί που εξήλθαν από εμάς σας τάραξαν με λόγια και αναστάτωσαν τις ψυχές σας, στους οποίους δε δώσαμε εντολή, 25 μας φάνηκε καλό, αφού γίναμε ομόψυχοι και εκλέξαμε άντρες, να τους στείλουμε προς εσάς μαζί με τους αγαπητούς μας Βαρνάβα και Παύλο, 26 ανθρώπους που έχουν παραδώσει τις ψυχές τους υπέρ του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. 27 Έχουμε αποστείλει λοιπόν τον Ιούδα και το Σίλα, με προφορικό λόγο να αναγγέλλουν και αυτοί τα ίδια. 28 Γιατί φάνηκε καλό στο Πνεύμα το Άγιο και σ’ εμάς κανένα επιπλέον βάρος να μη σας θέτουμε εκτός από αυτά τα αναγκαία: 29 να απέχετε από ειδωλόθυτα και αίμα και πνιχτά και πορνεία, από τα οποία διαφυλάσσοντας τους εαυτούς σας καλά θα κάνετε. Υγιαίνετε». 30 Αφού λοιπόν τους άφησαν να φύγουν, αυτοί κατέβηκαν στην Αντιόχεια, και αφού σύναξαν το πλήθος, επέδωσαν την επιστολή. 31 Όταν τότε τη διάβασαν, χάρηκαν για την παρηγοριά. 32 Ο Ιούδας και ο Σίλας, που ήταν και αυτοί προφήτες, με πολλά λόγια ενθάρρυναν τους αδελφούς και τους στήριξαν. 33 Και αφού κάθισαν για ένα χρονικό διάστημα, οι αδελφοί τούς άφησαν να φύγουν με ειρήνη προς εκείνους που τους απέστειλαν. 34 [Αλλά φάνηκε καλό στο Σίλα να παραμείνει αυτού.] 35 Ο Παύλος λοιπόν και ο Βαρνάβας έμειναν στην Αντιόχεια και μαζί με άλλους πολλούς δίδασκαν και ευαγγέλιζαν το λόγο του Κυρίου.
36 Μετά λοιπόν από μερικές ημέρες ο Παύλος είπε προς το Βαρνάβα: «Ας επιστρέψουμε τώρα να επισκεφτούμε τους αδελφούς σε κάθε πόλη στις οποίες αναγγείλαμε το λόγο του Κυρίου, για να δούμε πώς έχουν». 37 Ο Βαρνάβας τότε ήθελε να παραλάβουν μαζί τους και τον Ιωάννη που καλείται Μάρκος. 38 Αλλά ο Παύλος αξίωνε να μη συμπαραλαμβάνουν αυτόν που αποστάτησε από αυτούς από την Παμφυλία και δεν ήρθε μαζί τους στο έργο. 39 Έγινε τότε παροξυσμός, ώστε να αποχωριστούν ο ένας από τον άλλο και ο Βαρνάβας, αφού παράλαβε το Μάρκο, να εκπλεύσει για την Κύπρο, 40 ενώ ο Παύλος, αφού επέλεξε το Σίλα, εξήλθε από την πόλη και παραδόθηκε στη χάρη του Κυρίου από τους αδελφούς. 41 Περνούσε τότε τη Συρία και την Κιλικία στηρίζοντας τις εκκλησίες.
1 Έφτασε τότε στη Δέρβη και στη Λύστρα. Και ιδού, κάποιος μαθητής ήταν εκεί με το όνομα Τιμόθεος, γιος μιας πιστής γυναίκας Ιουδαίας, αλλά από πατέρα Έλληνα, 2 για τον οποίο μαρτυρούσαν καλά οι αδελφοί στα Λύστρα και στο Ικόνιο. 3 Ο Παύλος θέλησε να εξέλθει τούτος μαζί του και, αφού τον πήρε, τον περιέταμε, εξαιτίας των Ιουδαίων που ήταν στους τόπους εκείνους· γιατί ήξεραν όλοι ότι Έλληνας ήταν ο πατέρας του. 4 Καθώς λοιπόν πορεύονταν μέσα από τις πόλεις, τους παράδιναν εντολές να φυλάγουν τα δόγματα τα εγκεκριμένα από τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους που ήταν στα Ιεροσόλυμα. 5 Οι εκκλησίες πράγματι, λοιπόν, στερεώνονταν στην πίστη και αφθονούσαν στον αριθμό κάθε ημέρα.
6 Πέρασαν τότε μέσα από τη Φρυγία και από τη Γαλατική χώρα, επειδή εμποδίστηκαν από το Άγιο Πνεύμα να κηρύξουν το λόγο στην Ασία. 7 Ήρθαν λοιπόν στη Μυσία και δοκίμαζαν να πορευτούν στη Βιθυνία, αλλά δεν τους άφησε το Πνεύμα του Ιησού. 8 Και αφού προσπέρασαν τη Μυσία, κατέβηκαν στην Τρωάδα. 9 Και ένα όραμα φανερώθηκε κατά τη διάρκεια την νύχτας στον Παύλο. Κάποιος άντρας Μακεδόνας είχε σταθεί και τον παρακαλούσε και έλεγε: «Διάβα στη Μακεδονία και βοήθησέ μας». 10 Μόλις λοιπόν είδε το όραμα, αμέσως ζητήσαμε να εξέλθουμε στη Μακεδονία, συμπεραίνοντας ότι μας έχει προσκαλέσει ο Θεός να τους ευαγγελίσουμε.
11 Ανοιχτήκαμε στο πέλαγος τότε από την Τρωάδα και ευθυδρομήσαμε στη Σαμοθράκη, και την επόμενη ημέρα στη Νέα Πόλη, 12 κι από εκεί στους Φιλίππους, που είναι ηγετική πόλη της περιοχής της Μακεδονίας, ρωμαϊκή αποικία. Μέναμε λοιπόν σ’ αυτήν την πόλη μερικές ημέρες. 13 Και την ημέρα του Σαββάτου βγήκαμε έξω από την πύλη κοντά σ’ έναν ποταμό όπου νομίζαμε πως ήταν τόπος προσευχής και, αφού καθίσαμε, μιλούσαμε στις γυναίκες που συγκεντρώθηκαν εκεί. 14 Και κάποια γυναίκα με το όνομα Λυδία, πωλήτρια πορφύρας από την πόλη των Θυατείρων, που σεβόταν το Θεό, άκουγε. Σ’ αυτήν ο Κύριος άνοιξε πλήρως την καρδιά, για να προσέχει σ’ αυτά που μιλούσε ο Παύλος. 15 Μόλις λοιπόν βαφτίστηκε αυτή και ο οίκος της, μας παρακάλεσε λέγοντας: «Αν με έχετε κρίνει πως είμαι πιστή στον Κύριο, εισέλθετε στον οίκο μου και μένετε». Και μας πίεσε.
16 Συνέβηκε τότε, ενώ εμείς πηγαίναμε στην προσευχή, κάποια μικρή δούλη που είχε πνεύμα πύθωνα να μας συναντήσει, η οποία παρείχε πολύ κέρδος στους κυρίους της μαντεύοντας. 17 Αυτή ακολουθούσε από κοντά τον Παύλο κι εμάς και έκραζε λέγοντας: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του ύψιστου, οι οποίοι σας αναγγέλλουν μια οδό σωτηρίας». 18 Αυτό λοιπόν έκανε για πολλές ημέρες. Καταπονήθηκε τότε ο Παύλος και έστρεψε πίσω προς το πνεύμα και είπε: «Σου παραγγέλλω στο όνομα του Ιησού Χριστού να εξέλθεις από αυτήν» – και εξήλθε αυτήν την ώρα. 19 Όταν είδαν τότε οι κύριοί της ότι εξήλθε η ελπίδα του κέρδους τους, έπιασαν τον Παύλο και το Σίλα και τους έσυραν στην αγορά μπροστά στους άρχοντες 20 και, αφού τους έφεραν προς τους στρατηγούς, είπαν: «Αυτοί οι άνθρωποι καταταράζουν την πόλη μας, όντας Ιουδαίοι, 21 και αναγγέλλουν έθιμα που δεν επιτρέπεται σ’ εμάς να τα παραδεχόμαστε ούτε να τα κάνουμε, που είμαστε Ρωμαίοι». 22 Και μαζί ξεσηκώθηκε ο όχλος εναντίον τους, και αφού οι στρατηγοί τους έσχισαν γύρω τα ρούχα τους, διέταζαν να τους ραβδίζουν. 23 Και έδωσαν σ’ αυτούς πολλά χτυπήματα και τους έριξαν σε φυλακή, αφού παράγγειλαν στο δεσμοφύλακα να τους επιτηρεί προσεκτικά με ασφάλεια. 24 Αυτός, όταν έλαβε τέτοιου είδους παραγγελία, τους έριξε στην εσώτερη φυλακή και τα πόδια τους τα ασφάλισε στο ξύλο. 25 Κατά τα μεσάνυχτα, λοιπόν, ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και υμνούσαν το Θεό, ενώ τους άκουγαν προσεκτικά οι φυλακισμένοι. 26 Τότε ξαφνικά έγινε σεισμός μεγάλος, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Ανοίχτηκαν τότε αμέσως όλες οι θύρες και όλων τα δεσμά λύθηκαν. 27 Ξύπνησε τότε ο δεσμοφύλακας και, όταν είδε ανοιγμένες τις θύρες της φυλακής, τράβηξε τη μάχαιρα και έμελλε να αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε πως έχουν ξεφύγει οι φυλακισμένοι. 28 Φώναξε όμως με μεγάλη φωνή ο Παύλος λέγοντας: «Μην πράξεις στον εαυτό σου κανένα κακό, γιατί όλοι είμαστε εδώ». 29 Ζήτησε τότε φώτα, πήδηξε μέσα και καθώς ήταν έντρομος, έπεσε μπροστά στον Παύλο και στο Σίλα. 30 Και αφού τους οδήγησε έξω, είπε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;» 31 Εκείνοι είπαν: «Πίστεψε στον Κύριο Ιησού και θα σωθείς εσύ και ο οίκος σου». 32 Και μίλησαν σ’ αυτόν το λόγο του Κυρίου και μαζί σε όλους εκείνους που ήταν στην οικία του. 33 Και αφού τους παράλαβε εκείνη την ώρα της νύχτας, έλουσε τις πληγές τους, και βαφτίστηκε αυτός και οι δικοί του όλοι αμέσως. 34 Και τους ανέβασε στον οίκο του και παράθεσε τραπέζι και αγαλλίασε με όλο του τον οίκο, επειδή είχε πιστέψει στο Θεό. 35 Όταν λοιπόν ξημέρωσε, απέστειλαν οι στρατηγοί τούς ραβδούχους λέγοντας: «Απόλυσε τους ανθρώπους εκείνους». 36 Ανάγγειλε τότε ο δεσμοφύλακας τους λόγους αυτούς προς τον Παύλο: «Έχουν αποστείλει διαταγή οι στρατηγοί να απολυθείτε. Τώρα, λοιπόν, εξέλθετε και πορεύεστε με ειρήνη». 37 Αλλά ο Παύλος είπε προς αυτούς: «Μας έδειραν δημόσια χωρίς δίκη, ανθρώπους που είμαστε Ρωμαίοι, και μας έριξαν στη φυλακή, και τώρα λαθραία μας βγάζουν; Όχι βέβαια! Αλλά ας έρθουν αυτοί να μας οδηγήσουν έξω». 38 Ανάγγειλαν τότε στους στρατηγούς οι ραβδούχοι τα λόγια αυτά. Φοβήθηκαν, λοιπόν, όταν άκουσαν ότι είναι Ρωμαίοι, 39 και ήρθαν και τους παρακάλεσαν και, αφού τους οδήγησαν έξω, τους παρακαλούσαν να φύγουν από την πόλη. 40 Εξήλθαν τότε από τη φυλακή και εισήλθαν στην οικία της Λυδίας και, όταν τους είδαν, ενθάρρυναν τους αδελφούς και αναχώρησαν.
1 Αφού ταξίδεψαν με τα πόδια τότε μέσα από την Αμφίπολη και από την Απολλωνία, ήρθαν στη Θεσσαλονίκη όπου ήταν συναγωγή των Ιουδαίων. 2 Και κατά τη συνήθειά του ο Παύλος εισήλθε προς αυτούς και για τρία Σάββατα συνδιαλέχτηκε με αυτούς από τις Γραφές, 3 διανοίγοντάς τες και παραθέτοντας χωρία που ανάφεραν ότι ο Χριστός έπρεπε να πάθει και να αναστηθεί από τους νεκρούς, και έλεγε ότι αυτός είναι ο Χριστός, ο Ιησούς, που εγώ σας αναγγέλλω. 4 Και μερικοί από αυτούς πείστηκαν και δόθηκαν σαν μερίδιο κληρονομιάς με κλήρο στον Παύλο και στο Σίλα, όπως επίσης και πολύ πλήθος Ελλήνων που σέβονταν το Θεό και από τις γυναίκες τις πρώτες της κοινωνίας όχι λίγες. 5 Ζήλεψαν τότε οι Ιουδαίοι και, αφού προσέλαβαν μερικούς κακούς άντρες της αγοράς και έκαναν οχλαγωγία, θορυβούσαν στην πόλη και στάθηκαν μπροστά στην οικία του Ιάσονα και ζητούσαν να τους φέρουν μπροστά στη συνέλευση του δήμου. 6 Επειδή όμως δεν τους βρήκαν, έσυραν τον Ιάσονα και μερικούς αδελφούς μπροστά στους πολιτάρχες, φωνάζοντας: «Εκείνοι που αναστάτωσαν την οικουμένη, αυτοί παρευρίσκονται και εδώ, 7 τους οποίους έχει υποδεχτεί ο Ιάσονας. Και όλοι αυτοί πράττουν αντίθετα προς τα διατάγματα του Καίσαρα, λέγοντας πως υπάρχει άλλος βασιλιάς, ο Ιησούς». 8 Τάραξαν λοιπόν τον όχλο και τους πολιτάρχες που άκουγαν αυτά 9 και, αφού έλαβαν αρκετή χρηματική εγγύηση από τον Ιάσονα και τους υπόλοιπους, τους απόλυσαν.Οι απόστολοι στη Βέροια
10 Τότε οι αδελφοί αμέσως τη νύχτα έστειλαν έξω τον Παύλο και το Σίλα στη Βέροια, οι οποίοι, όταν ήρθαν, πήγαν στη συναγωγή των Ιουδαίων. 11 Αυτοί, λοιπόν, ήταν ευγενέστεροι από εκείνους που ήταν στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι δέχτηκαν το λόγο με όλη την προθυμία, εξετάζοντας κάθε ημέρα τις Γραφές αν αυτά έχουν έτσι. 12 Πράγματι, τότε πολλοί από αυτούς πίστεψαν και από τις ευυπόληπτες γυναίκες τις Ελληνίδες, και άντρες όχι λίγοι. 13 Μόλις όμως έμαθαν οι Ιουδαίοι από τη Θεσσαλονίκη ότι και στη Βέροια αναγγέλθηκε από τον Παύλο ο λόγος του Θεού, ήρθαν κι εκεί σαλεύοντας και ταράζοντας τους όχλους. 14 Και αμέσως τότε οι αδελφοί απέστειλαν έξω τον Παύλο να πορευτεί ως τη θάλασσα, και παρέμειναν ο Σίλας και ο Τιμόθεος εκεί. 15 Εκείνοι οι αδελφοί, συνοδεύοντας τον Παύλο, τον έφεραν ως την Αθήνα και, αφού έλαβαν εντολή για το Σίλα και τον Τιμόθεο να έρθουν όσο το δυνατό ταχύτερα προς αυτόν, έφυγαν.
16 Ενώ λοιπόν τους περίμενε ο Παύλος στην Αθήνα, παροξυνόταν το πνεύμα του μέσα του, επειδή έβλεπε την πόλη να είναι γεμάτη είδωλα. 17 Αφενός λοιπόν συνδιαλεγόταν στη συναγωγή με τους Ιουδαίους και με αυτούς που σέβονταν το Θεό, όπως επίσης και κάθε ημέρα στην αγορά μ’ εκείνους που τύχαινε να παρευρίσκονται. 18 Αφετέρου μερικοί και από τους επικούρειους και τους στωικούς φιλοσόφους συναντιόνταν και μιλούσαν μαζί του, και μερικοί έλεγαν: «Τι θα ήθελε να λέει ο σπερμολόγος αυτός;» Άλλοι έλεγαν: «Ξένων θεοτήτων φαίνεται πως είναι διαγγελέας» – γιατί τον Ιησού και την ανάσταση ευαγγελιζόταν. 19 Και αφού τον πήραν, τον οδήγησαν πάνω στον Άρειο Πάγο, λέγοντας: «Μπορούμε να γνωρίσουμε ποια είναι αυτή η καινούργια διδαχή που λαλείται από εσένα; 20 Γιατί κάποια παράξενα πράγματα φέρνεις μες στ’ αυτιά μας. Θέλουμε λοιπόν να γνωρίσουμε ποια είναι τα πράγματα αυτά». 21 Και οι Αθηναίοι όλοι και οι ξένοι που έμεναν εκεί δεν ευκαιρούσαν για τίποτε άλλο παρά για να λένε κάτι ή για να ακούνε κάτι πιο καινούργιο. 22 Στάθηκε τότε ο Παύλος στο μέσο του Αρείου Πάγου και είπε: «Άντρες Αθηναίοι, καθ’ όλα σας θεωρώ δεισιδαιμονέστατους. 23 Γιατί περνώντας και παρατηρώντας με προσοχή τα σεβάσματά σας βρήκα και βωμό στον οποίο είχε γραφτεί επάνω: “Στον άγνωστο θεό”. Αυτό λοιπόν που αγνοώντας σέβεστε, τούτο εγώ σας αναγγέλλω. 24 Ο Θεός που έκανε τον κόσμο και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτόν, επειδή είναι Κύριος ουρανού και γης, αυτός δεν κατοικεί μέσα σε χειροποίητους ναούς 25 ούτε υπηρετείται από χέρια ανθρώπινα, σαν να έχει ανάγκη από κάτι επιπλέον, αυτός που δίνει σε όλους ζωή και πνοή και τα πάντα. 26 Και έκανε από έναν κάθε έθνος ανθρώπων, για να κατοικούν πάνω σε όλο το πρόσωπο της γης, αφού όρισε προσδιορισμένους καιρούς και τις οροθεσίες της κατοικίας τους, 27 για να ζητούν το Θεό, μήπως άραγε μπορέσουν να τον ψηλαφήσουν και τον βρουν· αν και, βέβαια, δεν είναι μακριά από καθέναν από εμάς ξεχωριστά. 28 Γιατί μέσα σ’ αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε, όπως και μερικοί από τους δικούς σας ποιητές έχουν πει: “Γιατί είμαστε και γένος του”. 29 Επειδή λοιπόν είμαστε γένος του Θεού, δεν πρέπει να νομίζουμε πως η θεία φύση είναι όμοια με χρυσάφι ή με άργυρο ή με λίθο, με χάραγμα τέχνης και επινόησης ανθρώπου. 30 Τους χρόνους λοιπόν της άγνοιας παραβλέποντας πράγματι ο Θεός, τώρα παραγγέλλει στους ανθρώπους παντού να μετανοούν όλοι, 31 καθότι προσδιόρισε ημέρα κατά την οποία μέλλει να κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, με έναν άντρα που όρισε, αφού έδωσε πιστοποίηση σε όλους, όταν τον ανάστησε από τους νεκρούς». 32 Όταν άκουσαν τότε “ανάσταση νεκρών”, οι μεν χλεύαζαν, οι δε είπαν: «Θα σε ακούσουμε σχετικά με αυτό και πάλι». 33 Έτσι ο Παύλος εξήλθε από ανάμεσά τους. 34 Μερικοί όμως άντρες προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν και πίστεψαν, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μια γυναίκα με το όνομα Δάμαρις και άλλοι μαζί τους.
1 Μετά από αυτά αναχώρησε από την Αθήνα και ήρθε στην Κόρινθο. 2 Και βρήκε κάποιον Ιουδαίο με το όνομα Ακύλας, Πόντιο στο γένος, που είχε έρθει πρόσφατα από την Ιταλία, και την Πρίσκιλλα τη γυναίκα του, γιατί είχε διατάξει ο Κλαύδιος να αναχωρήσουν όλοι οι Ιουδαίοι από τη Ρώμη, και προσήλθε σ’ αυτούς. 3 Και επειδή ήταν ομότεχνος, έμενε κοντά τους και εργαζόταν· γιατί ήταν σκηνοποιοί στην τέχνη. 4 Συνδιαλεγόταν λοιπόν μέσα στη συναγωγή κάθε Σάββατο και έπειθε Ιουδαίους και Έλληνες. 5 Μόλις λοιπόν κατέβηκαν από τη Μακεδονία ο Σίλας και ο Τιμόθεος, πιεζόταν από το λόγο του Θεού ο Παύλος και μαρτυρούσε επίσημα στους Ιουδαίους πως ο Χριστός είναι ο Ιησούς. 6 Επειδή όμως αυτοί αντιτάσσονταν και βλαστημούσαν, τίναξε τα ρούχα του και είπε προς αυτούς: «Το αίμα σας πάνω στο κεφάλι σας· εγώ είμαι καθαρός. Από τώρα θα πηγαίνω στους εθνικούς». 7 Και αφού έφυγε από εκεί, εισήλθε στην οικία κάποιου με το όνομα Τίτιος Ιούστος, που σεβόταν το Θεό, του οποίου η οικία συνόρευε με τη συναγωγή. 8 Και ο Κρίσπος ο αρχισυνάγωγος πίστεψε στον Κύριο μαζί με όλο τον οίκο του, και πολλοί από τους Κορίνθιους, ακούγοντας, πίστευαν και βαφτίζονταν. 9 Είπε τότε ο Κύριος τη νύχτα με όραμα στον Παύλο: «Μη φοβάσαι, αλλά μίλα και μη σωπάσεις, 10 γιατί εγώ είμαι μαζί σου και κανείς δε θα σου επιτεθεί, για να σε κακοποιήσει, γιατί έχω πολύ λαό στην πόλη αυτή». 11 Κάθισε λοιπόν ένα έτος και έξι μήνες, διδάσκοντας μεταξύ τους το λόγο του Θεού. 12 Όταν ήταν τότε ο Γαλλίωνας ανθύπατος της Αχαΐας, σηκώθηκαν ομόψυχα οι Ιουδαίοι εναντίον του Παύλου και τον έφεραν μπροστά στο βήμα, 13 λέγοντας: «Αντίθετα με το νόμο αυτός μεταπείθει τους ανθρώπους να σέβονται το Θεό». 14 Και ενώ έμελλε ο Παύλος να ανοίγει το στόμα του, είπε ο Γαλλίωνας προς τους Ιουδαίους: «Αν βέβαια ήταν κάποιο αδίκημα ή ραδιούργημα κακό, ω Ιουδαίοι, εύλογα θα σας ανεχόμουν. 15 Αν όμως είναι ζητήματα για λόγια και για ονόματα και για το δικό σας νόμο, δείτε τα οι ίδιοι· κριτής αυτών εγώ δε θέλω να είμαι». 16 Και τους απόδιωξε από το βήμα. 17 Έπιασαν τότε όλοι το Σωσθένη τον αρχισυνάγωγο και τον χτυπούσαν μπροστά στο βήμα· και τίποτε από αυτά δεν έμελε το Γαλλίωνα.
18 Αλλά ο Παύλος παράμεινε ακόμα αρκετές ημέρες, κατόπιν αποχαιρέτησε τους αδελφούς και εξέπλευσε προς τη Συρία και μαζί του η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας, ενώ κούρεψε στις Κεχρεές το κεφάλι του, γιατί είχε κάνει ευχή ναζηραίου. 19 Έφτασαν τότε στην Έφεσο, κι εκείνους εγκατέλειψε εκεί, αυτός όμως εισήλθε στη συναγωγή και συνδιαλέχτηκε με τους Ιουδαίους. 20 Όταν όμως αυτοί τον παρακαλούσαν να μείνει για περισσότερο χρόνο, δε συγκατένευσε. 21 Αλλά τους αποχαιρέτησε και είπε: «[Πρέπει πάντως την εορτή την ερχόμενη να την κάνω στα Ιεροσόλυμα.] Πάλι θα επιστρέψω προς εσάς αν το θέλει ο Θεός», και ανοίχτηκε στο πέλαγος από την Έφεσο. 22 Και όταν κατέβηκε στην Καισάρεια, ανέβηκε και χαιρέτησε την εκκλησία και μετά κατέβηκε στην Αντιόχεια. 23 Και αφού έμεινε εκεί λίγο χρόνο, εξήλθε, διασχίζοντας με τη σειρά τη Γαλατική χώρα και τη Φρυγία, στηρίζοντας όλους τους μαθητές.
24 Και κάποιος Ιουδαίος με το όνομα Απολλώς, Αλεξανδρινός στο γένος, άντρας λόγιος, έφτασε στην Έφεσο και ήταν δυνατός στις Γραφές. 25 Αυτός ήταν κατηχημένος στην οδό του Κυρίου και, βράζοντας στο πνεύμα, μιλούσε και δίδασκε ακριβώς τα σχετικά με τον Ιησού, γνωρίζοντας καλά μόνο το βάφτισμα του Ιωάννη. 26 Και αυτός άρχισε να μιλά με παρρησία μέσα στη συναγωγή. Όταν τον άκουσαν τότε η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας, τον πήραν κατά μέρος και ακριβέστερα του εξέθεσαν την οδό του Θεού. 27 Επειδή λοιπόν αυτός ήθελε να περάσει στην Αχαΐα, τον πρότρεψαν να το κάνει οι αδελφοί και έγραψαν στους μαθητές να τον αποδεχτούν. Αυτός, όταν έφτασε, συνέβαλε πολύ στο να ωφεληθούν αυτοί που είχαν πιστέψει με τη χάρη. 28 Γιατί έντονα έλεγχε πλήρως τους Ιουδαίους, αντικρούοντάς τους δημόσια, επιδεικνύοντας διαμέσου των Γραφών πως ο Χριστόςείναι ο Ιησούς.
1 Συνέβηκε τότε, ενώ ο Απολλώς ήταν στην Κόρινθο, αφού ο Παύλος πέρασε τα ανώτερα σε υψόμετρο μέρη της Μικράς Ασίας, να κατεβεί στην Έφεσο και να βρει μερικούς μαθητές. 2 Και είπε προς αυτούς: «Άραγε λάβατε Πνεύμα Άγιο όταν πιστέψατε;» Εκείνοι είπαν προς αυτόν: «Αλλά ούτε αν υπάρχει Πνεύμα Άγιο ακούσαμε». 3 Και είπε: «Σε τι λοιπόν βαφτιστήκατε;» Εκείνοι είπαν: «Στο βάφτισμα του Ιωάννη». 4 Είπε τότε ο Παύλος: «Ο Ιωάννης βάφτισε βάφτισμα μετάνοιας, λέγοντας στο λαό να πιστέψουν στον ερχόμενο μετά από αυτόν, τουτέστι στον Ιησού». 5 Όταν το άκουσαν τότε, βαφτίστηκαν στο όνομα του Κυρίου Ιησού. 6 Και αφού ο Παύλος επέθεσε σ’ αυτούς τα χέρια, ήρθε το Πνεύμα το Άγιο πάνω τους, και λαλούσαν γλώσσες και προφήτευαν. 7 Και ήταν όλοι οι άντρες περίπου δώδεκα. 8 Εισήλθε τότε στη συναγωγή και μιλούσε με παρρησία για τρεις μήνες, συνδιαλεγόμενος και πείθοντας για τα θέματα γύρω από τη βασιλεία του Θεού. 9 Καθώς όμως μερικοί σκληραίνονταν και απειθούσαν, κακολογώντας την Οδό μπροστά στο πλήθος, στάθηκε μακριά από αυτούς και χώρισε τους μαθητές και κάθε ημέρα συνδιαλεγόταν μέσα στη σχολή του Τυράννου. 10 Και αυτό έγινε για δύο έτη, ώστε όλοι όσοι κατοικούσαν στην επαρχία της Ασίας να ακούσουν το λόγο του Κυρίου, και Ιουδαίοι και Έλληνες.
11 Και θαυματουργικές δυνάμεις, όχι από τις συνηθισμένες, ο Θεός έκανε με τα χέρια του Παύλου, 12 ώστε και πάνω στους ασθενείς να φέρονται από την επιφάνεια του σώματός του μαντήλια ή ποδιές και αυτοί να απαλλάσσονται από τις νόσους και να βγαίνουν τα κακά πνεύματα. 13 Επιχείρησαν τότε κάποιοι και από τους περιερχόμενους Ιουδαίους εξορκιστές να προφέρουν πάνω σ’ εκείνους που είχαν τα κακά πνεύματα το όνομα του Κυρίου Ιησού, λέγοντας: «Σας εξορκίζω στον Ιησού που ο Παύλος κηρύττει». 14 Ήταν λοιπόν εφτά γιοι κάποιου Σκευά, Ιουδαίου αρχιερέα, που έκαναν αυτό. 15 Αποκρίθηκε τότε το πνεύμα το κακό και τους είπε: «Τον Ιησού βέβαια γνωρίζω και τον Παύλο ξέρω καλά, εσείς όμως ποιοι είστε;» 16 Και αφού πήδηξε πάνω τους ο άνθρωπος μέσα στον οποίο ήταν το κακό πνεύμα, τους κατανίκησε όλους και υπερίσχυσε εναντίον τους, ώστε γυμνοί και τραυματισμένοι να ξεφύγουν από εκείνο τον οίκο. 17 Και αυτό έγινε γνωστό σε όλους, και Ιουδαίους και Έλληνες που κατοικούν στην Έφεσο, και έπεσε φόβος πάνω σε όλους αυτούς και μεγαλυνόταν το όνομα του Κυρίου Ιησού. 18 Και πολλοί από αυτούς που είχαν πιστέψει έρχονταν και εξομολογούνταν και ανάγγελλαν τις πράξεις τους. 19 Αρκετοί μάλιστα από αυτούς που έπραξαν τις περίεργες μαγικές πράξεις έφεραν μαζί τους τα βιβλία και τα κατάκαιγαν μπροστά σε όλους. Και συνυπολόγισαν τις τιμές τους και βρήκαν ότι άξιζαν πενήντα χιλιάδες νομίσματα αργύρου. 20 Έτσι κραταιώς ο λόγος του Κυρίου αύξανε και ίσχυε.
21 Μόλις λοιπόν τελείωσαν αυτά, έθεσε ο Παύλος στο πνεύμα του, αφού περάσει από τη Μακεδονία και από την Αχαΐα, να πορεύεται στα Ιεροσόλυμα, και είπε: «Μετά τον ερχομό μου εκεί, πρέπει να δω και τη Ρώμη». 22 Απέστειλε τότε στη Μακεδονία δύο από αυτούς που τον διακονούσαν, τον Τιμόθεο και τον Έραστο, και αυτός έμεινε λίγο χρόνο στην επαρχία της Ασίας. 23 Έγινε τότε κατά τον καιρό εκείνο όχι λίγη ταραχή για την Οδό. 24 Γιατί κάποιος με το όνομα Δημήτριος, αργυροχόος, έκανε ναούς αργυρούς της Άρτεμης και παρείχε στους τεχνίτες όχι λίγη εργασία. 25 Συνάθροισε αυτούς, όπως και τους εργάτες που ασχολούνταν με τέτοια, και είπε: «Άντρες, γνωρίζετε καλά ότι από αυτήν την εργασία προέρχεται η ευπορία μας. 26 Και βλέπετε και ακούτε ότι, όχι μόνο στην Έφεσο αλλά σχεδόν σε όλη την επαρχία της Ασίας, αυτός ο Παύλος έπεισε και μετάστρεψε αρκετό πλήθος, λέγοντας ότι δεν είναι θεοί αυτοί που γίνονται με τα χέρια. 27 Και όχι μόνο κινδυνεύει αυτός ο κλάδος του επαγγέλματός μας να έρθει σε περιφρόνηση, αλλά και ο ναός της μεγάλης θεάς Άρτεμης να λογαριαστεί ως τίποτα. Και μέλλει επίσης να καθαιρείται από τη μεγαλειότητά της αυτή που σέβεται όλη η επαρχία της Ασίας και η οικουμένη». 28 Όταν άκουσαν τότε, και επειδή έγιναν πλήρεις θυμού, έκραζαν λέγοντας: «Μεγάλη η Άρτεμη των Εφεσίων». 29 Και γέμισε η πόλη από τη σύγχυση, και όρμησαν ομόψυχα στο θέατρο και άρπαξαν μαζί το Γάιο και τον Αρίσταρχο, τους Μακεδόνες, τους συνοδοιπόρους του Παύλου. 30 Και ενώ ο Παύλος ήθελε να εισέλθει στη συνέλευση του δήμου, δεν τον άφηναν οι μαθητές. 31 Μερικοί μάλιστα και από τους Ασιάρχες, που ήταν φίλοι του, έστειλαν μήνυμα προς αυτόν και τον παρακαλούσαν να μην εκθέσει τον εαυτό του στο θέατρο. 32 Άλλοι λοιπόν φώναζαν ένα πράγμα και άλλοι κάτι άλλο· γιατί ήταν η εκκλησία του δήμου συγκεχυμένη και οι περισσότεροι δεν ήξεραν για ποιο λόγο είχαν συγκεντρωθεί. 33 Και από το πλήθος δίδαξαν στον Αλέξανδρο τι να μιλήσει, που τον έσπρωξαν μπροστά οι Ιουδαίοι. Ο Αλέξανδρος, λοιπόν, έσεισε προς τα κάτω το χέρι του και ήθελε να απολογηθεί στη συνέλευση του δήμου. 34 Όταν όμως αναγνώρισαν ότι είναι Ιουδαίος, έγινε μία φωνή από όλους και έκραζαν περίπου για δύο ώρες: «Μεγάλη η Άρτεμη των Εφεσίων». 35 Και αφού ο γραμματέας καθησύχασε τον όχλο, λέει: «Άντρες Εφέσιοι, ποιος είναι πράγματι από τους ανθρώπους που δε γνωρίζει πως η πόλη των Εφεσίων είναι νεωκόρος της μεγάλης Άρτεμης και του διοπετούς; 36 Αφού λοιπόν είναι αναντίρρητα αυτά, εσείς πρέπει να ησυχάσετε και να μην πράττετε τίποτα το απερίσκεπτο. 37 Γιατί φέρατε τούτους τους άντρες που δεν είναι ούτε ιερόσυλοι ούτε βλαστημούν τη θεά μας. 38 Αφενός, λοιπόν, αν ο Δημήτριος και οι τεχνίτες που είναι μαζί του έχουν λόγο κατηγορίας εναντίον κάποιου, γίνονται δικαστήρια τις δικάσιμες ημέρες στην αγορά και υπάρχουν ανθύπατοι· ας καταγγείλουν ο ένας τον άλλο. 39 Αφετέρου, αν κάτι επιπλέον επιζητάτε, θα επιλυθεί στη νόμιμη εκκλησία του δήμου. 40 Γιατί, επίσης, κινδυνεύουμε να καταγγελθούμε για στάση για τη σημερινή ημέρα, ενώ δεν υπάρχει κανένα αίτιο για το οποίο θα δυνηθούμε να αποδώσουμε λόγο γι’ αυτήν τη θορυβώδη συγκέντρωση». 41 Και αφού είπε αυτά, απέλυσε την εκκλησία του δήμου.
1 Μετά λοιπόν την παύση του θορύβου, αφού έστειλε ο Παύλος μήνυμα στους μαθητές να έρθουν και τους ενθάρρυνε, τους χαιρέτησε και εξήλθε για να πορεύεται στη Μακεδονία. 2 Πέρασε τότε τα μέρη εκείνα και, αφού τους ενθάρρυνε με πολλά λόγια, ήρθε στην Ελλάδα 3 και έκανε τρεις μήνες. Επειδή έγινε επιβουλή εναντίον του από τους Ιουδαίους, όταν έμελλε να ανοιχτεί στο πέλαγος προς τη Συρία, έγινε της γνώμης να επιστρέψει διαμέσου της Μακεδονίας. 4 Τον συνόδευε λοιπόν ο Σώπατρος του Πύρρου, ο Βεροιαίος, και από τους Θεσσαλονικείς ο Αρίσταρχος και ο Σεκούνδος, και ο Γάιος ο Δερβαίος και ο Τιμόθεος, και Ασιάτες ο Τυχικός και ο Τρόφιμος. 5 Αυτοί λοιπόν ήρθαν προηγουμένως και μας περίμεναν στην Τρωάδα, 6 ενώ εμείς εκπλεύσαμε μετά τις ημέρες της εορτής των Αζύμων από τους Φιλίππους και ήρθαμε προς αυτούς ύστερα από πέντε ημέρες στην Τρωάδα, όπου παραμείναμε εφτά ημέρες.
7 Και την πρώτη ημέρα μετά το Σάββατο, όταν ήμασταν συναγμένοι για να κόψουμε με τα χέρια άρτο, ο Παύλος συνδιαλεγόταν με αυτούς, επειδή έμελλε να αναχωρήσει την επόμενη ημέρα, και παράτεινε το λόγο μέχρι τα μεσάνυχτα. 8 Ήταν μάλιστα αρκετές λαμπάδες στο υπερώο όπου ήμασταν συναγμένοι. 9 Και κάποιος νεαρός που καθόταν πάνω στο παράθυρο, με το όνομα Εύτυχος, κατέπεσε σε βαθύ ύπνο, γιατί συνδιαλεγόταν ο Παύλος για περισσότερη ώρα. Επειδή καταλήφθηκε από τον ύπνο, έπεσε από το τρίτο πάτωμα κάτω και τον σήκωσαν νεκρό. 10 Κατέβηκε τότε ο Παύλος και έπεσε πάνω του και, αφού τον αγκάλιασε, είπε: «Μη θορυβείστε, γιατί η ψυχή του είναι μέσα του». 11 Ανέβηκε τότε και έκοψε με τα χέρια τον άρτο και γεύτηκε και, αφού μίλησε αρκετά μέχρι την αυγή, έτσι εξήλθε και έφυγε. 12 Έφεραν τότε το παιδί ζωντανό και παρηγορήθηκαν πολύ.
13 Εμείς λοιπόν ήρθαμε προηγουμένως στο πλοίο και ανοιχτήκαμε στο πέλαγος για την Άσσο, γιατί από εκεί μέλλαμε να παραλάβουμε τον Παύλο· επειδή έτσι είχε διατάξει, γιατί αυτός έμελλε να πάει πεζός. 14 Όταν λοιπόν μας συναντούσε στην Άσσο, τον παραλάβαμε και ήρθαμε στη Μυτιλήνη, 15 κι από εκεί αποπλεύσαμε την επόμενη ημέρα και φτάσαμε αντίκρυ στη Χίο. Και την άλλη ημέρα φτάσαμε στη Σάμο, ενώ την επόμενη ήρθαμε στη Μίλητο. 16 Γιατί είχε αποφασίσει ο Παύλος να παρακάμψει πλέοντας την Έφεσο, για να μην του γίνει να χρονοτριβήσει στην επαρχία της Ασίας. Γιατί έσπευδε, αν του ήταν δυνατό, την ημέρα της Πεντηκοστής να είναι στα Ιεροσόλυμα.
17 Από τη Μίλητο τότε έστειλε στην Έφεσο και κάλεσε να έρθουν οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας. 18 Μόλις λοιπόν παρουσιάστηκαν προς αυτόν, τους είπε: «Εσείς γνωρίζετε καλά, από την πρώτη ημέρα που πάτησα το πόδι μου στην επαρχία της Ασίας, πώς συμπεριφέρθηκα μαζί σας όλο το χρόνο, 19 υπηρετώντας ως δούλος τον Κύριο με όλη την ταπεινοφροσύνη και με δάκρυα και με πειρασμούς που μου συνέβηκαν από τις επιβουλές των Ιουδαίων. 20 Γνωρίζετε πως τίποτα δεν υπέκρυψα από φόβο, από εκείνα που σας συμφέρουν, ώστε να μη σας αναγγείλω και να μη σας διδάξω δημόσια και σε οίκους, 21 μαρτυρώντας επίσημα σε Ιουδαίους και σε Έλληνες τη μετάνοια στο Θεό και την πίστη στον Κύριό μας Ιησού. 22 Και τώρα, ιδού, δεμένος εγώ από το πνεύμα μου, πορεύομαι στην Ιερουσαλήμ, μην ξέροντας αυτά που θα συναντήσω σ’ αυτήν, 23 εκτός του ότι το Πνεύμα το Άγιο από πόλη σε πόλη μού μαρτυρεί επίσημα λέγοντας ότι δεσμά και θλίψεις με περιμένουν. 24 Αλλά καθόλου δε λογαριάζω τη ζωή πολύτιμη για τον εαυτό μου, όσο το να τελειώσω το δρόμο μου και τη διακονία που έλαβα από τον Κύριο Ιησού: το να μαρτυρήσω επίσημα το ευαγγέλιο της χάρης του Θεού. 25 Και τώρα ιδού, εγώ ξέρω ότι δε θα δείτε πια το πρόσωπό μου εσείς όλοι μεταξύ των οποίων πέρασα κηρύττοντας τη βασιλεία. 26 Γιατί μαρτυρώ σ’ εσάς τη σημερινή ημέρα ότι είμαι καθαρός από το αίμα όλων· 27 γιατί δεν υπέκρυψα κάτι από φόβο, ώστε να μη σας αναγγείλω όλη τη βουλή του Θεού. 28 Προσέχετε τους εαυτούς σας και όλο το ποίμνιο, στο οποίο το Πνεύμα το Άγιο σας έθεσε επισκόπους, για να ποιμαίνετε την εκκλησία του Θεού, την οποία απόχτησε με το αίμα το δικό του. 29 Εγώ ξέρω ότι θα εισέλθουν σ’ εσάς μετά την αναχώρησή μου λύκοι άγριοι, που δε θα λυπούνται το ποίμνιο, 30 και από εσάς τους ίδιους θα σηκωθούν άντρες μιλώντας διεστραμμένα, για να αποσπούν τους μαθητές πίσω τους. 31 Γι’ αυτό αγρυπνείτε και να θυμάστε ότι για τρία έτη νύχτα και ημέρα δεν έπαψα με δάκρυα να νουθετώ καθέναν ξεχωριστά. 32 Και τώρα σας παραθέτω προς φύλαξη στο Θεό και στο λόγο της χάρης του, σ’ αυτόν που δύναται να σας οικοδομήσει και να σας δώσει την κληρονομιά ανάμεσα σε όλους τους αγιασμένους. 33 Άργυρο ή χρυσάφι ή ιματισμό κανενός δεν επιθύμησα. 34 Οι ίδιοι γνωρίζετε ότι στις ανάγκες μου και στις ανάγκες αυτών που ήταν μαζί μου υπηρέτησαν τα χέρια αυτά. 35 Σε όλα υπέδειξα σ’ εσάς ότι κοπιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να βοηθάτε τους ασθενείς, και να θυμάστε τους λόγους του Κυρίου Ιησού, γιατί αυτός είπε: “Μακάριο είναι περισσότερο να δίνει κανείς, παρά να λαβαίνει”». 36 Και αφού είπε αυτά, έπεσε στα γόνατά του και προσευχήθηκε μαζί με όλους αυτούς. 37 Τότε έγινε αρκετό κλάμα από όλους και έπεσαν πάνω στον τράχηλο του Παύλου και τον καταφιλούσαν, 38 πονώντας περισσότερο απ’ όλα για το λόγο που είχε πει, ότι δε μέλλουν πια να δουν το πρόσωπό του. Και τον προέπεμπαν στο πλοίο.
1 Μόλις λοιπόν έγινε να ανοιχτούμε στο πέλαγος, όταν αποχωριστήκαμε από αυτούς, ευθυδρομήσαμε και ήρθαμε στην Κω, και την επόμενη στη Ρόδο κι από εκεί στα Πάταρα 2 και, επειδή βρήκαμε πλοίο που επρόκειτο να διαπερνά στη Φοινίκη, επιβιβαστήκαμε σ’ αυτό και ανοιχτήκαμε στο πέλαγος. 3 Και αφού αναφάνηκε σ’ εμάς η Κύπρος και την εγκαταλείψαμε στ’ αριστερά, πλέαμε στη Συρία και κατεβήκαμε στην Τύρο· γιατί εκεί το πλοίο ξεφόρτωνε το φορτίο. 4 Βρήκαμε τότε ύστερα από αναζήτηση τους μαθητές και παραμείναμε εκεί εφτά ημέρες, οι οποίοι έλεγαν στον Παύλο μέσω του Πνεύματος να μην ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα. 5 Όταν λοιπόν έγινε και ολοκληρώσαμε τις ημέρες της παραμονής μας, εξήλθαμε και πορευόμασταν, ενώ μας προέπεμπαν όλοι, μαζί με γυναίκες και παιδιά, ως έξω από την πόλη. Και αφού πέσαμε στα γόνατα πάνω στο γιαλό και προσευχηθήκαμε, 6 αποχαιρετιστήκαμε μεταξύ μας και ανεβήκαμε στο πλοίο, ενώ εκείνοι επέστρεψαν στις κατοικίες τους. 7 Εμείς τότε διανύσαμε την απόσταση ταξιδεύοντας με το πλοίο και από την Τύρο φτάσαμε στην Πτολεμαΐδα και, αφού χαιρετήσαμε τους αδελφούς, μείναμε μία ημέρα κοντά τους. 8 Την επόμενη ημέρα, λοιπόν, εξήλθαμε και ήρθαμε στην Καισάρεια και, αφού εισήλθαμε στον οίκο του Φιλίππου του ευαγγελιστή, που ήταν από τους εφτά, μείναμε μαζί του. 9 Αυτός είχε τέσσερις θυγατέρες παρθένες που προφήτευαν. 10 Παραμέναμε τότε περισσότερες ημέρες και κατέβηκε κάποιος προφήτης από την Ιουδαία με το όνομα Άγαβος 11 και, αφού ήρθε προς εμάς και πήρε τη ζώνη του Παύλου, έδεσε τα πόδια του και τα χέρια του και είπε: «Αυτά λέει το Πνεύμα το Άγιο: “Τον άντρα στον οποίο ανήκει αυτή η ζώνη, έτσι θα τον δέσουν στην Ιερουσαλήμ οι Ιουδαίοι και θα τον παραδώσουν σε χέρια εθνικών”». 12 Μόλις λοιπόν ακούσαμε αυτά, τον παρακαλούσαμε εμείς και οι ντόπιοι να μην ανεβεί στην Ιερουσαλήμ. 13 Τότε αποκρίθηκε ο Παύλος: «Τι κάνετε που κλαίτε και μου εξασθενίζετε την καρδιά; Γιατί εγώ είμαι έτοιμος, όχι μόνο να δεθώ, αλλά και να πεθάνω στην Ιερουσαλήμ υπέρ του ονόματος του Κυρίου Ιησού». 14 Επειδή λοιπόν αυτός δεν πειθόταν, ησυχάσαμε και είπαμε: « Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου». 15 Μετά λοιπόν τις ημέρες αυτές, ετοιμαστήκαμε και ανεβαίναμε στα Ιεροσόλυμα. 16 Ήρθαν τότε μαζί μας και μερικοί από τους μαθητές από την Καισάρεια, φέρνοντας κάποιο Μνάσωνα Κύπριο, παλιό μαθητή, για να φιλοξενηθούμε σ’ αυτόν.
17 Όταν λοιπόν εμείς ήρθαμε στα Ιεροσόλυμα, ευχαρίστως μας υποδέχτηκαν οι αδελφοί. 18 Και την επόμενη ημέρα μπήκε ο Παύλος μαζί μας στην οικία του Ιακώβου και παρευρέθηκαν όλοι οι πρεσβύτεροι. 19 Και αφού τους χαιρέτησε, διηγούνταν καθένα ξεχωριστά αυτά που έκανε ο Θεός μέσα στα έθνη μέσω της διακονίας του. 20 Εκείνοι, όταν άκουσαν, δόξαζαν το Θεό και του είπαν: «Βλέπεις, αδελφέ, πόσες μυριάδες είναι μεταξύ των Ιουδαίων που έχουν πιστέψει και όλοι είναι ζηλωτές του νόμου. 21 Αλλά πληροφορήθηκαν συστηματικά για σένα ότι διδάσκεις αποστασία από το Μωυσή σε όλους τους Ιουδαίους μεταξύ των εθνών, λέγοντας να μην περιτέμνουν αυτοί τα παιδιά τους μήτε να περπατούν σύμφωνα με τα έθιμα. 22 Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Πάντως θα ακούσουν ότι έχεις έρθει. 23 Κάνε, λοιπόν, αυτό που σου λέμε: Έχουμε τέσσερις άντρες που έχουν κάνει ευχή ναζιραίου για τους εαυτούς τους. 24 Τούτους παράλαβε, εξαγνίσου μαζί τους και δαπάνησε χρήματα γι’ αυτούς, για να ξυρίσουν το κεφάλι τους, και θα γνωρίσουν όλοι ότι όσα έχουν πληροφορηθεί συστηματικά για σένα δεν είναι σωστό τίποτα, αλλά στοιχίζεσαι και ο ίδιος ακολουθώντας και φυλάγοντας το νόμο. 25 Και όσον αφορά τους εθνικούς που έχουν πιστέψει εμείς στείλαμε επιστολή, αποφασίζοντας ώστε αυτοί να φυλάγονται από το ειδωλόθυτο και από αίμα και πνιχτό και πορνεία». 26 Τότε ο Παύλος παράλαβε τους άντρες την επόμενη ημέρα και, αφού μαζί τους εξαγνίστηκε, μπήκε στο ναό, για να αναγγείλει την ολοκλήρωση των ημερών του εξαγνισμού, ωσότου προσφερθεί για καθέναν από αυτούς ξεχωριστά η προσφορά της θυσίας.
27 Μόλις λοιπόν οι εφτά ημέρες έμελλαν να συντελεστούν, οι Ιουδαίοι από την επαρχία της Ασίας, όταν τον είδαν μέσα στο ναό, προκάλεσαν σύγχυση σε όλο το πλήθος και έβαλαν πάνω του τα χέρια, 28 κράζοντας: «Άντρες Ισραηλίτες, βοηθάτε. Αυτός είναι ο άνθρωπος που διδάσκει όλους παντού κατά του λαού μας και του νόμου και του τόπου τούτου, ακόμα και Έλληνες εισήγαγε στο ναό και έχει μολύνει τον άγιο τούτο τόπο». 29 Γιατί είχαν δει προηγουμένως τον Τρόφιμο τον Εφέσιο μαζί του μέσα στην πόλη, τον οποίο νόμιζαν ότι εισήγαγε ο Παύλος στο ναό. 30 Και κινήθηκε όλη η πόλη και έγινε συρροή του λαού και, αφού έπιασαν τον Παύλο, τον έσερναν έξω από το ναό και αμέσως κλείστηκαν οι θύρες. 31 Και ενώ ζητούσαν να τον σκοτώσουν, ήρθε αναφορά στο χιλίαρχο της στρατιωτικής μονάδας ότι υπάρχει σύγχυση σε όλη την Ιερουσαλήμ. 32 Αυτός παράλαβε αμέσως στρατιώτες και εκατόνταρχους και έτρεξε καταπάνω τους. Εκείνοι, όταν είδαν το χιλίαρχο και τους στρατιώτες, έπαψαν να χτυπούν τον Παύλο. 33 Τότε πλησίασε ο χιλίαρχος, τον συνέλαβε και διέταξε να δεθεί με δύο αλυσίδες, και ζητούσε να μάθει ποιος είναι και τι έχει κάνει. 34 Άλλοι όμως φώναζαν δυνατά ένα πράγμα και άλλοι κάτι άλλο μέσα στον όχλο. Επειδή αυτός δεν μπορούσε λοιπόν να μάθει κάτι το ασφαλές εξαιτίας του θορύβου, διέταξε να οδηγηθεί στο στρατώνα. 35 Όταν λοιπόν ο Παύλος έφτασε πάνω στα σκαλιά, συνέβηκε να βαστάζεται και να μεταφέρεται αυτός από τους στρατιώτες εξαιτίας της βίας του όχλου· 36 γιατί ακολουθούσε το πλήθος του λαού κράζοντας: «Αφάνιζέ τον».
37 Και ενώ έμελλε να εισάγεται στο στρατώνα, ο Παύλος λέει στο χιλίαρχο: «Μήπως μου επιτρέπεται να πω κάτι προς εσένα;» Εκείνος είπε: «Ελληνικά γνωρίζεις; 38 Άρα δεν είσαι εσύ ο Αιγύπτιος που πριν από αυτές τις ημέρες αναστάτωσε και εξήγαγε στην έρημο τους τέσσερις χιλιάδες άντρες τους μαχαιροβγάλτες;» 39 Είπε τότε ο Παύλος: «Εγώ, βέβαια, είμαι άνθρωπος Ιουδαίος, Ταρσέας της Κιλικίας, πολίτης μιας πόλης όχι άσημης. Σε παρακαλώ, λοιπόν, επίτρεψέ μου να μιλήσω προς το λαό». 40 Και επειδή αυτός το επέτρεψε, ο Παύλος που είχε σταθεί πάνω στα σκαλιά, έσεισε προς τα κάτω το χέρι του στο λαό. Και όταν έγινε πολλή σιγή, τους προσφώνησε στην εβραϊκή διάλεκτο, λέγοντας:
1 Άντρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε τώρα την απολογία μου προς εσάς». 2 Όταν άκουσαν τότε ότι προσφωνούσε σ’ αυτούς στην εβραϊκή διάλεκτο, έκαναν περισσότερο ησυχία. Και λέει: 3 «Εγώ είμαι άντρας Ιουδαίος, γεννημένος στην Ταρσό της Κιλικίας, αναθρεμμένος μάλιστα στην πόλη τούτη, εκπαιδευμένος δίπλα στα πόδια του Γαμαλιήλ κατά την ακρίβεια του πατρώου νόμου, και υπήρξα ζηλωτής του Θεού καθώς όλοι εσείς είστε σήμερα· 4 ο οποίος αυτήν την Οδό καταδίωξα μέχρι το θάνατο, βάζοντας δεσμά και παραδίνοντας σε φυλακές άντρες και γυναίκες, 5 όπως και ο αρχιερέας μαρτυρεί για μένα και όλο το πρεσβυτέριο, από τους οποίους δέχτηκα και επιστολές και πορευόμουν προς τους αδελφούς στη Δαμασκό, για να φέρω και αυτούς που ήταν προς τα εκεί, δεμένους στην Ιερουσαλήμ για να τιμωρηθούν».
6 «Μου συνέβηκε τότε, ενώ πορευόμουν και πλησίαζα στη Δαμασκό, περίπου το μεσημέρι, ξαφνικά από τον ουρανό να αστράψει γύρω μου αρκετό φως, 7 και έπεσα στο έδαφος και άκουσα φωνή να μου λέει: “Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις”; 8 Εγώ τότε αποκρίθηκα: “Ποιος είσαι, Κύριε”; Και είπε προς εμένα: “Εγώ είμαι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, που εσύ καταδιώκεις”. 9 Εκείνοι που ήταν μαζί μου αφενός είδαν το φως, αφετέρου τη φωνή δεν άκουσαν εκείνου που μου μιλούσε. 10 Είπα λοιπόν: “Τι να κάνω, Κύριε”; Και ο Κύριος είπε προς εμένα: «Σήκω και πήγαινε στη Δαμασκό κι εκεί θα σου ειπωθεί για όλα όσα σου είναι καθορισμένα να κάνεις”. 11 Καθώς λοιπόν δεν έβλεπα από τη λάμψη του φωτός εκείνου, ήρθα στη Δαμασκό χειραγωγούμενος από αυτούς που ήταν μαζί μου. 12 Και κάποιος Ανανίας, άντρας ευλαβής κατά το νόμο, για τον οποίο μαρτυρούσαν καλά όλοι οι Ιουδαίοι που κατοικούσαν εκεί, 13 ήρθε προς εμένα και, αφού στάθηκε κοντά μου, μου είπε: “Σαούλ αδελφέ, ξαναδές”. Κι εγώ αυτήν την ώρα ξαναείδα κοιτώντας προς αυτόν. 14 Εκείνος είπε: “Ο Θεός των πατέρων μας σε προκαθόρισε να γνωρίσεις το θέλημά του και να δεις τον Δίκαιο και να ακούσεις φωνή από το στόμα του, 15 γιατί θα είσαι μάρτυρας γι’ αυτόν προς όλους τους ανθρώπους, για όσα έχεις δει και άκουσες. 16 Και τώρα τι καθυστερείς; Σήκω, βαφτίσου και λούσου από τις αμαρτίες σου, αφού επικαλεστείς το όνομά του”».
17 «Μου συνέβηκε τότε, όταν επέστρεψα στην Ιερουσαλήμ και ενώ εγώ προσευχόμουν μέσα στο ναό, να έρθω σε έκσταση 18 και να δω αυτόν να μου λέει: “Σπεύσε και έξελθε γρήγορα από την Ιερουσαλήμ, γιατί δε θα παραδεχτούν μαρτυρία σου για μένα”. 19 Κι εγώ είπα: “Κύριε, αυτοί γνωρίζουν καλά ότι εγώ φυλάκιζα συνεχώς και έδερνα συνεχώς από συναγωγή σε συναγωγή αυτούς που πιστεύουν σ’ εσένα, 20 και όταν χυνόταν το αίμα του Στεφάνου του μάρτυρά σου, και εγώ ο ίδιος είχα σταθεί και αισθανόμουν ευαρέσκεια, συμφωνώντας μαζί με τους άλλους, και φύλαγα τα ρούχα αυτών που τον θανάτωναν”. 21 Και είπε προς εμένα: “Πήγαινε, γιατί εγώ θα σε αποστείλω έξω σε έθνη μακριά”».
22 Τον άκουγαν, λοιπόν, μέχρις αυτό το σημείο του λόγου, και κατόπιν ύψωσαν τη φωνή τους, λέγοντας: «Αφάνιζε από τη γη τέτοιο άνθρωπο, γιατί δεν έπρεπε αυτός να ζει». 23 Και επειδή αυτοί κραύγαζαν και έριχναν τα ρούχα τους και πέταγαν σκόνη στον αέρα, 24 διέταξε ο χιλίαρχος να εισαχτεί αυτός στο στρατώνα και είπε με μάστιγες να τον ανακρίνουν, για να γνωρίσει καλά για ποια αιτία φώναζαν έτσι εναντίον του. 25 Μόλις λοιπόν τον τέντωσαν με τους ιμάντες, ο Παύλος είπε προς τον εκατόνταρχο που είχε σταθεί εκεί: «Άραγε έναν άνθρωπο Ρωμαίο και χωρίς δίκη επιτρέπεται σ’ εσάς να μαστιγώνετε;» 26 Όταν το άκουσε τότε ο εκατόνταρχος, πλησίασε το χιλίαρχο και του ανάγγειλε λέγοντας: «Τι μέλλεις να κάνεις; Γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι Ρωμαίος». 27 Τον πλησίασε λοιπόν ο χιλίαρχος και του είπε: «Λέγε μου, εσύ είσαι Ρωμαίος;» Εκείνος είπε: «Ναι». 28 Αποκρίθηκε τότε ο χιλίαρχος: «Εγώ με πολύ κεφάλαιο απόχτησα αυτό το πολιτικό δικαίωμα». Και ο Παύλος είπε: «Εγώ όμως και έχω γεννηθεί μ’ αυτό». 29 Αμέσως λοιπόν απομακρύνθηκαν από αυτόν όσοι έμελλαν να τον ανακρίνουν, αλλά και ο χιλίαρχος φοβήθηκε, όταν έμαθε ότι είναι Ρωμαίος και ότι τον είχε δέσει.
30 Και την επόμενη ημέρα, επειδή ήθελε να γνωρίσει με ασφάλεια για το τι κατηγορείται από τους Ιουδαίους, τον έλυσε και διέταξε να συγκεντρωθούν οι αρχιερείς και όλο το συνέδριο και, αφού κατέβασε τον Παύλο, τον έστησε μπροστά τους.
1 Ατένισε λοιπόν ο Παύλος το συνέδριο και είπε: «Άντρες αδελφοί, εγώ με όλη την αγαθή συνείδηση έχω πολιτευτεί ως προς το Θεό μέχρις αυτήν την ημέρα». 2 Αλλά ο αρχιερέας Ανανίας διέταξε σ’ αυτούς που είχαν σταθεί δίπλα του να του χτυπήσουν το στόμα. 3 Τότε ο Παύλος είπε προς αυτόν: «Μέλλει ο Θεός να σε χτυπήσει, τοίχε ασβεστωμένε! Μολονότι εσύ κάθεσαι να με κρίνεις κατά το νόμο, όμως παρανομώντας διατάζεις να με χτυπούν;» 4 Αλλά εκείνοι που είχαν σταθεί δίπλα του είπαν: «Τον αρχιερέα του Θεού βρίζεις;» 5 Και είπε ο Παύλος: «Δεν ήξερα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερέας· γιατί είναι γραμμένο: Άρχοντα του λαού σου δε θα κακολογήσεις». 6 Επειδή κατάλαβε τότε ο Παύλος ότι το ένα μέρος είναι Σαδδουκαίοι και το άλλο Φαρισαίοι, έκραζε μέσα στο συνέδριο: «Άντρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, γιος Φαρισαίων· για ελπίδα και ανάσταση νεκρών εγώ κρίνομαι». 7 Και όταν αυτός είπε τούτο, έγινε διάσταση των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων και σχίστηκε το πλήθος. 8 Γιατί, βέβαια, οι Σαδδουκαίοι λένε πως δεν υπάρχει ανάσταση μήτε άγγελος μήτε πνεύμα, οι Φαρισαίοι όμως ομολογούν και τα δύο. 9 Έγινε τότε κραυγή μεγάλη και σηκώθηκαν μερικοί από τους γραμματείς του μέρους των Φαρισαίων και έκαναν διαμάχη, λέγοντας: «Τίποτα κακό δε βρίσκουμε στον άνθρωπο τούτο· και αν πνεύμα μίλησε σ’ αυτόν ή άγγελος;» 10 Επειδή λοιπόν έγινε πολλή διάσταση, φοβήθηκε ο χιλίαρχος μην κομματιαστεί ο Παύλος από αυτούς και διέταξε το στράτευμα να κατεβεί και να τον αρπάξει από το μέσο αυτών και να τον οδηγήσει στο στρατώνα. 11 Και την επόμενη νύχτα τού εμφανίστηκε ο Κύριος και είπε: «Έχε θάρρος· γιατί όπως μαρτύρησες επίσημα όσα αφορούν εμένα στην Ιερουσαλήμ, έτσι εσύ πρέπει να μαρτυρήσεις και στη Ρώμη».
12 Όταν λοιπόν ξημέρωσε, έκαναν συνωμοσία οι Ιουδαίοι και με όρκο αναθεμάτισαν τους εαυτούς τους, λέγοντας πως δε θα φάνε μήτε θα πιουν, ωσότου σκοτώσουν τον Παύλο. 13 Ήταν τότε περισσότεροι από σαράντα όσοι έκαναν αυτήν τη συνωμοσία, 14 οι οποίοι προσήλθαν στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους και είπαν: «Με ανάθεμα αναθεματίσαμε με όρκο τους εαυτούς μας να μη γευτούμε τίποτα, ωσότου σκοτώσουμε τον Παύλο. 15 Τώρα, λοιπόν, εσείς εμφανιστείτε στο χιλίαρχο μαζί με το συνέδριο, για να τον κατεβάσει σ’ εσάς δήθεν πως μέλλετε να γνωρίσετε ακριβέστερα τα σχετικά μ’ αυτόν. Εμείς, όμως, προτού πλησιάσει αυτός, είμαστε έτοιμοι να τον σκοτώσουμε». 16 Επειδή άκουσε ο γιος της αδελφής του Παύλου την ενέδρα, παρουσιάστηκε και εισήλθε στο στρατώνα και το ανάγγειλε στον Παύλο. 17 Προσκάλεσε τότε ο Παύλος έναν από τους εκατόνταρχους και είπε: «Το νεαρό τούτο οδήγησε προς το χιλίαρχο, γιατί έχει κάτι να του αναγγείλει». 18 Αυτός, λοιπόν, αφού τον παράλαβε, τον οδήγησε προς το χιλίαρχο και λέει: «Ο δέσμιος Παύλος με προσκάλεσε και με παρακάλεσε να οδηγήσω τούτο το νεαρό προς εσένα, γιατί έχει κάτι να σου μιλήσει». 19 Αφού έπιασε λοιπόν το χέρι του ο χιλίαρχος και αναχώρησε ιδιαιτέρως, ζητούσε να μάθει: «Τι είναι αυτό που έχεις να μου αναγγείλεις;» 20 Είπε τότε: «Οι Ιουδαίοι συμφώνησαν να σου ζητήσουν, ώστε αύριο να κατεβάσεις τον Παύλο στο συνέδριο, δήθεν πως πρόκειται κάτι ακριβέστερο να ζητήσουν να μάθουν γι’ αυτόν. 21 Εσύ, λοιπόν, μην πειστείς από αυτούς· γιατί τον ενεδρεύουν περισσότεροι από σαράντα άντρες από αυτούς, οι οποίοι αναθεμάτισαν τους εαυτούς τους μήτε να φάνε μήτε να πιουν, ωσότου τον σκοτώσουν, και τώρα είναι έτοιμοι, περιμένοντας από εσένα την υπόσχεση». 22 Ο χιλίαρχος, λοιπόν, απόλυσε το νεαρό και του παράγγειλε: «Σε κανέναν να μη μιλήσεις έξω ότι αυτά φανέρωσες προς εμένα».
23 Και αφού προσκάλεσε κάποιους, δύο από τους εκατόνταρχους, είπε: «Ετοιμάστε διακόσιους στρατιώτες, για να πορευτούν ως την Καισάρεια, και εβδομήντα ιππείς και διακόσιους λογχοφόρους από τις εννιά η ώρα τη νύχτα. 24 Και προμηθεύστε ζώα, για να επιβιβάσουν τον Παύλο και να τον διασώσουν προς το Φήλικα τον ηγεμόνα». 25 Και έγραψε επιστολή που είχε αυτόν τον τύπο: 26 «Κλαύδιος Λυσίας προς τον εξοχότατο ηγεμόνα Φήλικα· χαίρε! 27 Τον άντρα τούτο που τον συνέλαβαν οι Ιουδαίοι και έμελλε να σκοτωθεί από αυτούς τον ελευθέρωσα, αφού ήρθα εσπευσμένα μαζί με το στράτευμα, επειδή έμαθα ότι είναι Ρωμαίος. 28 Και επειδή ήθελα να γνωρίσω καλά την αιτία για την οποία τον κατηγορούσαν, τον κατέβασα στο συνέδριό τους. 29 Αυτόν βρήκα να τον κατηγορούν για ζητήματα του νόμου τους, και να μην έχει κάνει κανένα έγκλημα άξιο θανάτου ή φυλακής. 30 Επειδή λοιπόν μου έδωσαν μήνυμα ότι θα γίνει επιβουλή στον άντρα, αμέσως τον έστειλα προς εσένα, αφού παράγγειλα και στους κατηγόρους του να λένε τα εναντίον του μπροστά σου. [Υγίαινε]». 31 Οι στρατιώτες, λοιπόν, πράγματι σύμφωνα με αυτό που τους είχε διαταχτεί, παράλαβαν τον Παύλο και τον οδήγησαν νύχτα στην Αντιπατρίδα, 32 και την επόμενη ημέρα, αφού άφησαν τους ιππείς να φύγουν μαζί του, επέστρεψαν στο στρατώνα. 33 Οι οποίοι, ιππείς, όταν εισήλθαν στην Καισάρεια και έδωσαν την επιστολή στον ηγεμόνα, παρουσίασαν και τον Παύλο σ’ αυτόν. 34 Διάβασε τότε την επιστολή και ρώτησε από ποια επαρχία είναι και, όταν έμαθε ότι είναι από την Κιλικία, είπε: 35 «Θα σε ακούσω πλήρως, όταν και οι κατήγοροί σου παρουσιαστούν». Και διέταξε να φυλάγεται αυτός μέσα στο πραιτώριο του Ηρώδη.
1 Μετά λοιπόν από πέντε ημέρες κατέβηκε ο αρχιερέας Ανανίας μαζί με μερικούς πρεσβυτέρους και με ρήτορα κάποιο Τέρτυλλο, οι οποίοι εμφάνισαν την καταγγελία τους στον ηγεμόνα κατά του Παύλου. 2 Αφού λοιπόν κλήθηκε αυτός, άρχισε να τον κατηγορεί ο Τέρτυλλος λέγοντας: «Επειδή πολλή ειρήνη απολαμβάνουμε μ’ εσένα και μεταρρυθμίσεις γίνονται στο έθνος τούτο μέσω της δικής σου πρόνοιας, 3 με κάθε τρόπο και παντού αποδεχόμαστε αυτά, εξοχότατε Φήλικα, με κάθε ευχαριστία. 4 Αλλά για να μη σε κουράζω περισσότερο, παρακαλώ να μας ακούσεις σύντομα με την επιείκειά σου. 5 Γιατί βρήκαμε τον άντρα τούτο σαν πανούκλα και να υποκινεί στάσεις σε όλους τους Ιουδαίους που είναι στην οικουμένη και να είναι πρωτοστάτης της αιρέσεως των Ναζωραίων. 6 Αυτός ακόμα και το ναό προσπάθησε να βεβηλώσει, τον οποίο τότε κρατήσαμε [και κατά το δικό μας νόμο θελήσαμε να τον κρίνουμε. 7 Ήρθε όμως ο Λυσίας ο χιλίαρχος και με πολλή βία τον απήγαγε από τα χέρια μας, 8 και διέταξε τους κατηγόρους του να έρχονται μπροστά σου]. Από αυτόν θα δυνηθείς ο ίδιος, όταν τον ανακρίνεις, να γνωρίσεις καλά για όλα τούτα που εμείς τον κατηγορούμε». 9 Συμφώνησαν λοιπόν και οι Ιουδαίοι, βεβαιώνοντας ότι έτσι έχουν αυτά.
10 Και αποκρίθηκε ο Παύλος, όταν του έγνεψε ο ηγεμόνας να μιλήσει: «Επειδή γνωρίζω καλά πως από πολλά έτη είσαι κριτής στο έθνος τούτο, ευχαρίστως απολογούμαι γι’ αυτά που αφορούν τον εαυτό μου, 11 γιατί μπορείς να μάθεις καλά ότι δεν έχω περισσότερες από δώδεκα ημέρες, αφότου ανέβηκα να προσκυνήσω στην Ιερουσαλήμ. 12 Και ούτε μέσα στο ναό με βρήκαν να συνδιαλέγομαι με κάποιον ή να μαζεύω πλήθος, ούτε μέσα στις συναγωγές ούτε στην πόλη, 13 ούτε δύνανται να αποδείξουν σ’ εσένα εκείνα για τα οποία τώρα με κατηγορούν. 14 Σου ομολογώ λοιπόν αυτό, ότι κατά την Οδό που λένε αίρεση, έτσι λατρεύω τον πατρώο Θεό, πιστεύοντας σε όλα όσα είναι γραμμένα στο νόμο και όσα είναι μέσα στους προφήτες, 15 έχοντας ελπίδα στο Θεό, που και αυτοί οι ίδιοι περιμένουν, ότι μέλλει να γίνει ανάσταση δίκαιων και άδικων. 16 Γι’ αυτό κι εγώ ο ίδιος προσπαθώ να έχω συνείδηση χωρίς πρόσκομμα προς το Θεό και τους ανθρώπους διαπαντός. 17 Ύστερα από πολλά έτη, λοιπόν, παρουσιάστηκα στο έθνος μου, για να κάνω ελεημοσύνες και προσφορές. 18 Με αυτά ασχολούμουν όταν με βρήκαν εξαγνισμένο μέσα στο ναό, όχι μαζί με πλήθος ούτε με θόρυβο, 19 μερικοί λοιπόν Ιουδαίοι από την επαρχία της Ασίας, οι οποίοι έπρεπε να είναι παρόντες μπροστά σου και να με κατηγορούν αν έχουν κάτι εναντίον μου. 20 Ή αυτοί οι ίδιοι ας πουν τι αδίκημα βρήκαν όταν στάθηκα μπροστά στο συνέδριο, 21 ή γι’ αυτήν τη μία φωνή που έκραξα μεταξύ τους όταν είχα σταθεί: “Για ανάσταση νεκρών εγώ κρίνομαι σήμερα μπροστά σας”». 22 Ανέβαλε τότε γι’ αυτούς ο Φήλικας τη δίκη, επειδή ήξερε ακριβέστερα τα σχετικά με την Οδό, και είπε: «Όταν ο Λυσίας ο χιλίαρχος κατεβεί, θα αποφασίσω όσα σας αφορούν». 23 Διέταξε τον εκατόνταρχο να επιτηρείται αυτός και να έχει άνεση και να μην εμποδίζουν κανέναν από τους δικούς του να τον υπηρετεί.
24 Και μετά από μερικές ημέρες παρουσιάστηκε ο Φήλικας μαζί με τη Δρουσίλλα, τη δική του γυναίκα που ήταν Ιουδαία, και έστειλε να φέρουν τον Παύλο και τον άκουσε για την πίστη στο Χριστό Ιησού. 25 Ενώ λοιπόν αυτός συνδιαλεγόταν για δικαιοσύνη και για εγκράτεια και για την κρίση τη μελλοντική, γέμισε φόβο ο Φήλικας και αποκρίθηκε: «Προς το παρόν πήγαινε και, όταν έχω καιρό, θα σε ξανακαλέσω». 26 Συγχρόνως και έλπιζε ότι θα δοθούν χρήματα σ’ αυτόν από τον Παύλο· γι’ αυτό και συχνότερα έστελνε να τον φέρνουν και μιλούσε μαζί του. 27 Όταν λοιπόν συμπληρώθηκε μια διετία, ήρθε διάδοχος στο Φήλικα ο Πόρκιος Φήστος και, επειδή ήθελε να κάνει χάρη στους Ιουδαίους, ο Φήλικας εγκατέλειψε τον Παύλο φυλακισμένο.
1 Ο Φήστος, λοιπόν, όταν έθεσε το πόδι του στην επαρχία, μετά από τρεις ημέρες ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα από την Καισάρεια, 2 και εμφανίστηκαν σ’ αυτόν οι αρχιερείς και οι πρώτοι των Ιουδαίων κατά του Παύλου και τον παρακαλούσαν, 3 ζητώντας χάρη εναντίον του, για να στείλει να τον φέρουν στην Ιερουσαλήμ, κάνοντας ενέδρα, για να τον σκοτώσουν κατά την οδό. 4 Πράγματι, λοιπόν, ο Φήστος αποκρίθηκε πως επιτηρείται ο Παύλος στην Καισάρεια και ο ίδιος μέλλει γρήγορα να πορευτεί έξω από την Ιερουσαλήμ. 5 «Οι δυνατοί λοιπόν μεταξύ σας», λέει, «ας κατεβούν μαζί μου και, αν κάτι άτοπο υπάρχει στον άντρα, ας τον κατηγορήσουν». 6 Παρέμεινε τότε μεταξύ τους όχι περισσότερες από οχτώ ή δέκα ημέρες, κατέβηκε στην Καισάρεια, την επόμενη ημέρα κάθισε πάνω στο βήμα και διέταξε να φέρουν τον Παύλο. 7 Όταν, λοιπόν, παρουσιάστηκε αυτός, στάθηκαν γύρω του οι Ιουδαίοι που είχαν κατεβεί από τα Ιεροσόλυμα, φέροντας εναντίον του πολλές και βαριές αιτίες κατηγορίας που δεν μπορούσαν να τις αποδείξουν, 8 ενώ ο Παύλος απολογούνταν: «Ούτε στο νόμο των Ιουδαίων ούτε στο ναό ούτε στον Καίσαρα αμάρτησα σε κάτι». 9 Ο Φήστος, λοιπόν, θέλοντας να κάνει χάρη στους Ιουδαίους, αποκρίθηκε στον Παύλο και του είπε: «Θέλεις να ανεβείς στα Ιεροσόλυμα, κι εκεί να κριθείς μπροστά μου γι’ αυτά;» 10 Είπε τότε ο Παύλος: «Μπροστά στο βήμα του Καίσαρα έχω σταθεί όπου πρέπει να κρίνομαι. Τους Ιουδαίους σε τίποτα δεν αδίκησα όπως κι εσύ γνωρίζεις καλύτερα. 11 Αν πράγματι, λοιπόν, αδικώ και έχω πράξει κάτι άξιο θανάτου, δεν αρνούμαι το να πεθάνω. Αν όμως τίποτα δεν υπάρχει από όσα αυτοί με κατηγορούν, κανείς δε δύναται να με χαρίσει σ’ αυτούς· τον Καίσαρα επικαλούμαι». 12 Τότε ο Φήστος, αφού συνομίλησε με το συμβούλιο, αποκρίθηκε: «Τον Καίσαρα έχεις επικαλεστεί, μπροστά στον Καίσαρα θα πορευτείς».
13 Αφού πέρασαν λοιπόν μερικές ημέρες, ο βασιλιάς Αγρίππας και η Βερνίκη κατέφθασαν στην Καισάρεια και χαιρέτησαν το Φήστο. 14 Και καθώς περισσότερες ημέρες παράμεναν εκεί, ο Φήστος εξέθεσε στο βασιλιά τα θέματα που αφορούσαν τον Παύλο, λέγοντας: «Κάποιος άντρας είναι εγκαταλειμμένος δέσμιος από το Φήλικα, 15 για τον οποίο, όταν εγώ ήρθα στα Ιεροσόλυμα, εμφανίστηκαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων, ζητώντας εναντίον του καταδίκη. 16 Προς αυτούς αποκρίθηκα ότι δεν είναι συνήθεια στους Ρωμαίους να χαρίζουν κάποιον άνθρωπο στους κατηγόρους του πριν ο κατηγορούμενος έχει κατά πρόσωπο τους κατηγόρους του και λάβει ευκαιρία απολογίας για το έγκλημα. 17 Όταν λοιπόν αυτοί μαζεύτηκαν εδώ, χωρίς να κάνω καμιά αναβολή, την επόμενη ημέρα κάθισα πάνω στο βήμα και διέταξα να φέρουν τον άντρα. 18 Στάθηκαν γι’ αυτόν οι κατήγοροι και δεν έφεραν καμία αιτία κατηγορίας από όσες εγώ υπέθετα κακές, 19 αλλά είχαν εναντίον του κάποια ζητήματα για τη δική τους δεισιδαιμονία και για κάποιον Ιησού που έχει πεθάνει, για τον οποίο έλεγε ο Παύλος ότι ζει. 20 Εγώ λοιπόν απορούσα για τη συζήτηση γύρω από αυτά και έλεγα, αν ήθελε, να πάει στα Ιεροσόλυμα, κι εκεί να κρίνεται γι’ αυτά. 21 Επειδή όμως ο Παύλος επικαλέστηκε το να επιτηρηθεί για την απόφαση του Σεβαστού, διέταξα αυτός να επιτηρείται, ωσότου τον παραπέμψω προς τον Καίσαρα». 22 Ο Αγρίππας τότε είπε προς το Φήστο: «Ήθελα και εγώ ο ίδιος να ακούσω τον άνθρωπο». «Αύριο», του λέει, «θα τον ακούσεις». 23 Την επόμενη ημέρα λοιπόν, όταν ήρθε ο Αγρίππας και η Βερνίκη με πολλή φανταχτερή πομπή και εισήλθαν στην αίθουσα ακρόασης μαζί με χιλίαρχους και με τους έξοχους άντρες της πόλης, τότε διέταξε ο Φήστος και οδηγήθηκε ο Παύλος. 24 Και λέει ο Φήστος: «Βασιλιά Αγρίππα και όλοι οι άντρες που είστε μαζί μας παρόντες, βλέπετε τούτον για τον οποίο όλο το πλήθος των Ιουδαίων με συνάντησε και στα Ιεροσόλυμα και εδώ, φωνάζοντας ότι δεν πρέπει αυτός να ζει πια. 25 Εγώ όμως κατάλαβα πως αυτός τίποτε άξιο θανάτου δεν έχει πράξει και, επειδή αυτός ο ίδιος επικαλέστηκε τον Σεβαστό, αποφάσισα να τον στείλω. 26 Γι’ αυτόν δεν έχω κάτι ασφαλές να γράψω στον κύριο, γι’ αυτό τον έφερα μπροστά σας και μάλιστα μπροστά σ’ εσένα, βασιλιά Αγρίππα, ώστε, όταν γίνει η ανάκριση, να έχω κάτι να γράψω. 27 Γιατί παράλογο μου φαίνεται να στέλνω δέσμιο και να μην επισημάνω τις εναντίον του αιτίες κατηγορίας».
1 Ο Αγρίππας τότε είπε προς τον Παύλο: «Σου επιτρέπεται να λες για τον εαυτό σου». Τότε ο Παύλος έκτεινε το χέρι του και απολογούνταν: 2 «Για όλα όσα κατηγορούμαι από Ιουδαίους, βασιλιά Αγρίππα, θεωρώ τον εαυτό μου μακάριο, γιατί μπροστά σου σήμερα μέλλω να απολογούμαι. 3 Επειδή μάλιστα είσαι γνώστης όλων των ιουδαϊκών εθίμων και ζητημάτων, γι’ αυτό σε παρακαλώ μακρόθυμα να με ακούσεις. 4 Τον τρόπο λοιπόν πράγματι του βίου μου από τη νεότητά μου, που έζησα από την αρχή μέσα στο έθνος μου και μέσα στα Ιεροσόλυμα, τον ξέρουν όλοι οι Ιουδαίοι 5 που με προγνωρίζουν από την αρχή – αν θέλουν, ας το μαρτυρούν – ότι κατά την ακριβέστατη αίρεση της δικής μας θρησκείας έζησα, Φαρισαίος. 6 Και τώρα, έχω σταθεί και κρίνομαι για την ελπίδα της υπόσχεσης που έγινε στους πατέρες μας από το Θεό, 7 στην οποία το δωδεκάφυλο έθνος μας ελπίζει να καταφθάσει, λατρεύοντας ένθερμα νύχτα και ημέρα. Γι’ αυτήν την ελπίδα κατηγορούμαι από Ιουδαίους, βασιλιά. 8 Γιατί κρίνεται απίστευτο από εσάς, αν ο Θεός εγείρει νεκρούς; 9 Εγώ πράγματι, λοιπόν, νόμισα μέσα μου ότι κατά του ονόματος του Ιησού του Ναζωραίου πρέπει να πράξω πολλά ενάντια. 10 Αυτό και έκανα στα Ιεροσόλυμα, και πολλούς από τους αγίους εγώ κατέκλεισα μέσα σε φυλακές, αφού έλαβα την εξουσία από τους αρχιερείς και, όταν ήθελαν να τους θανατώνουν, έδωσα ψήφο εναντίον τους. 11 Και σε όλες τις συναγωγές πολλές φορές τιμωρώντας τους τους ανάγκαζα να βλαστημούν και έχοντας μανία περισσή τους καταδίωκα ως και στις πόλεις έξω από την Ιουδαία».
12 «Ενώ ασχολούμουν με αυτά και πορευόμουν στη Δαμασκό με εξουσία και έγκριση που ήταν των αρχιερέων, 13 στο μέσο της ημέρας κατά την οδό είδα, βασιλιά, φως από τον ουρανό πιο δυνατό από τη λαμπρότητα του ήλιου, που έλαμψε γύρω μου και γύρω από αυτούς που πορεύονταν μαζί μου. 14 Και ενώ όλοι εμείς είχαμε πέσει κάτω στη γη, άκουσα φωνή να λέει προς εμένα στην εβραϊκή διάλεκτο: “Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Είναι σκληρό για σένα να κλοτσάς προς τα βούκεντρα”. 15 Εγώ τότε είπα: “Ποιος είσαι, Κύριε;” Και ο Κύριος είπε: “Εγώ είμαι ο Ιησούς, που εσύ καταδιώκεις. 16 Αλλά σήκω και στάσου στα πόδια σου· γιατί γι’ αυτό σου φανερώθηκα, για να σε προκαθορίσω υπηρέτη και μάρτυρα, και γι’ αυτά που είδες σ’ εμένα και γι’ αυτά που θα σου φανερωθώ. 17 Θα σε ελευθερώνω από το λαό Ισραήλ και από τους εθνικούς στους οποίους εγώ σε αποστέλλω, 18 για να ανοίξεις τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκότος στο φως και από την εξουσία του Σατανά στο Θεό, για να λάβουν άφεση αμαρτιών και μερίδα κληρονομιάς μεταξύ των αγιασμένων με την πίστη που είναι σ’ εμένα”».
19 Συνεπώς, βασιλιά Αγρίππα, δεν έγινα απειθής στην ουράνια οπτασία, 20 αλλά σ’ αυτούς που είναι στη Δαμασκό, πρώτα, και στα Ιεροσόλυμα και σε όλη τη χώρα της Ιουδαίας και στους εθνικούς ανάγγελλα να μετανοούν και να επιστρέφουν στο Θεό, πράττοντας έργα άξια της μετάνοιας. 21 Εξαιτίας αυτών οι Ιουδαίοι με συνέλαβαν, όταν ήμουν μέσα στο ναό, και προσπαθούσαν να με φονεύσουν. 22 Επιτυγχάνοντας λοιπόν βοήθεια που είναι από το Θεό, μέχρι αυτήν την ημέρα έχω σταθεί, μαρτυρώντας σε μικρούς και μεγάλους τίποτα άλλο εκτός από το να λέω αυτά που και οι προφήτες μίλησαν ότι μέλλουν να γίνουν και ο Μωυσής: 23 σχετικά με το αν έπρεπε να πάθει ο Χριστός, αν πρώτος από την ανάσταση των νεκρών μέλλει να αναγγέλλει φως και στο λαό Ισραήλ και στα έθνη».
24 Αυτά, λοιπόν, ενώ αυτός απολογούνταν, ο Φήστος λέει με μεγάλη τη φωνή: «Είσαι τρελός, Παύλε· τα πολλά γράμματα σε περιστρέφουν στην τρέλα!» 25 Αλλά ο Παύλος λέει: «Δεν είμαι τρελός, εξοχότατε Φήστε, αλλά λόγια αλήθειας και σωφροσύνης διακηρύττω. 26 Γιατί γνωρίζει καλά γι’ αυτά ο βασιλιάς προς τον οποίο και με παρρησία μιλώ, επειδή δεν πιστεύω πως του διαφεύγει τίποτα από αυτά· γιατί δεν έχει πραχτεί αυτό απόμερα σε μια γωνιά. 27 Πιστεύεις, βασιλιά Αγρίππα, στους προφήτες; Ξέρω ότι πιστεύεις». 28 Και ο Αγρίππας λέει προς τον Παύλο: «Λίγο ακόμα και με πείθεις να με κάνεις χριστιανό». 29 Και ο Παύλος λέει: «Θα ευχόμουν στο Θεό και με λίγο και με πολύ, όχι μόνο εσύ, αλλά και όλοι όσοι με ακούν σήμερα να γίνουν τέτοιοι, όποιος και εγώ είμαι, εκτός από τα δεσμά τούτα». 30 Και έτσι σηκώθηκε ο βασιλιάς και ο ηγεμόνας και η Βερνίκη και αυτοί που κάθονταν μαζί τους. 31 Και όταν αναχώρησαν, μιλούσαν ο ένας προς τον άλλο λέγοντας: «Τίποτε άξιο θανάτου ή φυλακής δεν πράττει ο άνθρωπος αυτός». 32 Ο Αγρίππας τότε είπε στο Φήστο: «Θα μπορούσε να είχε απολυθεί ο άνθρωπος αυτός, αν δεν είχε επικαλεστεί τον Καίσαρα».
1 Μόλις λοιπόν αποφασίστηκε να αποπλεύσουμε για την Ιταλία, παράδιναν και τον Παύλο και μερικούς άλλους φυλακισμένους σ’ έναν εκατόνταρχο με το όνομα Ιούλιος της στρατιωτικής μονάδας Σεβαστής. 2 Επιβιβαστήκαμε τότε σ’ ένα πλοίο αδραμυττηνό, που έμελλε να πλέει στους τόπους που είναι απέναντι από την επαρχία της Ασίας, και ανοιχτήκαμε στο πέλαγος, ενώ ήταν μαζί μας ο Αρίσταρχος ο Μακεδόνας, ο Θεσσαλονικέας. 3 Και την άλλη ημέρα κατεβήκαμε στη Σιδώνα. Και ο Ιούλιος συμπεριφέρθηκε φιλάνθρωπα στον Παύλο και του επέτρεψε να πορευτεί προς τους φίλους του, για να τον περιποιηθούν. 4 Και από εκεί ανοιχτήκαμε και πλεύσαμε στα υπήνεμα μέρη της Κύπρου, γιατί οι άνεμοι ήταν ενάντιοι. 5 Και αφού διαπλεύσαμε το πέλαγος που είναι απέναντι από την Κιλικία και από την Παμφυλία, κατεβήκαμε στα Μύρα της Λυκίας. 6 Και εκεί βρήκε ο εκατόνταρχος πλοίο αλεξανδρινό που έπλεε για την Ιταλία και μας επιβίβασε μέσα σ’ αυτό. 7 Για αρκετές λοιπόν ημέρες πλέαμε με βραδύτητα και μόλις και μετά βίας φτάσαμε απέναντι από την Κνίδο και, επειδή δε μας άφηνε ο άνεμος περισσότερο να πλησιάσουμε, πλεύσαμε στα υπήνεμα μέρη της Κρήτης απέναντι από το ακρωτήριο Σαλμώνη. 8 Και μόλις και μετά βίας την παραπλεύσαμε και ήρθαμε σε κάποιον τόπο που καλείται ‘Καλοί Λιμένες’, στον οποίο ήταν κοντά η πόλη Λασαία. 9 Τότε, επειδή είχε περάσει αρκετός χρόνος και επειδή ήταν ήδη επισφαλής η πλεύση, γιατί και η Νηστεία ήδη είχε παρέλθει, τους παρότρυνε ο Παύλος 10 λέγοντάς τους: «Άντρες, βλέπω ότι η πλεύση μέλλει να γίνει με κακοπάθεια και με πολλή ζημιά, όχι μόνο στο φορτίο και στο πλοίο, αλλά και στις ζωές μας». 11 Ο εκατόνταρχος, όμως, πειθόταν περισσότερο στον κυβερνήτη και στο ναύκληρο παρά στα λεγόμενα του Παύλου. 12 Και επειδή το λιμάνι ήταν ακατάλληλο για να παραχειμάσουν, οι περισσότεροι έλαβαν την απόφαση να ανοιχτούν από εκεί στο πέλαγος, μήπως μπορέσουν να καταφτάσουν στο Φοίνικα για να παραχειμάσουν, ένα λιμάνι της Κρήτης που βλέπει απέναντι στον άνεμο Λίβα και απέναντι στο άνεμο Χώρο.
13 Και όταν έπνευσε ελαφρά νοτιάς, νόμισαν πως μπορούσαν να πραγματοποιήσουν την πρόθεσή τους και, αφού σήκωσαν την άγκυρα, παράπλεαν την Κρήτη. 14 Αλλά μετά από λίγο ρίχτηκε εναντίον της Κρήτης ένας άνεμος τυφωνικός, που καλείται Ευρακύλων. 15 Επειδή λοιπόν αρπάχτηκε μαζί του το πλοίο και δεν μπορούσε να αντισταθεί στον άνεμο, αφεθήκαμε και φερόμασταν από αυτόν. 16 Και αφού τρέξαμε πλέοντας κάτω από ένα νησάκι που καλείται Καύδα, μπορέσαμε μόλις και μετά βίας να γίνουμε κύριοι της σωσίβιας λέμβου. 17 Αυτήν τη σήκωσαν και χρησιμοποιούσαν βοηθητικά μέσα ζώνοντας με σχοινιά από κάτω το πλοίο και, επειδή φοβούνταν μην ξεπέσουν στη Σύρτη, κατέβασαν τα πανιά και έτσι περιφέρονταν. 18 Και επειδή πιεζόμασταν εμείς σφοδρά από την τρικυμία, την επόμενη ημέρα έριξαν έξω μέρος του φορτίου 19 και την τρίτη ημέρα με τα ίδια τους τα χέρια έριξαν τα σκεύη του πλοίου. 20 Και επειδή μήτε ήλιος μήτε άστρα δε φαίνονταν για περισσότερες ημέρες, και επειδή βρισκόταν πάνω μας όχι λίγη κακοκαιρία, γι’ αυτό λοιπόν μας αφαιρέθηκε κάθε ελπίδα τού να σωζόμαστε. 21 Και καθώς υπήρχε πολλή ασιτία, τότε στάθηκε ο Παύλος στο μέσο αυτών και είπε: «Έπρεπε βέβαια, ω άντρες, να πειθαρχήσετε σ’ εμένα και να μην ανοιχτείτε στο πέλαγος από την Κρήτη, για να αποφεύγατε την τρικυμία αυτήν και τη ζημιά. 22 Αλλά τώρα σας προτρέπω να ευθυμείτε· γιατί καμιά απώλεια ζωής δε θα υπάρχει από εσάς, εκτός από την απώλεια του πλοίου. 23 Γιατί αυτήν τη νύχτα μού παρουσιάστηκε άγγελος του Θεού στον οποίο ανήκω εγώ, τον οποίο και λατρεύω, 24 λέγοντας: “Μη φοβάσαι, Παύλε, στον Καίσαρα πρέπει να παρουσιαστείς, και ιδού, σου έχει χαρίσει ο Θεός όλους εκείνους που πλέουν μαζί σου”. 25 Γι’ αυτό ευθυμείτε, άντρες, γιατί πιστεύω στο Θεό ότι έτσι θα γίνει, κατ’ αυτόν τον τρόπο που μου έχει λαληθεί. 26 Σε κάποιο νησί όμως πρέπει εμείς να ξεπέσουμε». 27 Μόλις λοιπόν ήρθε η δέκατη τέταρτη νύχτα που περιφερόμασταν μέσα στο Αδριατικό πέλαγος, κατά τα μεσάνυχτα οι ναύτες υποψιάστηκαν ότι πλησιάζουν σε κάποια στεριά. 28 Τότε βόλισαν και βρήκαν είκοσι οργιές, και αφού προχώρησαν λίγο, και πάλι βόλισαν και βρήκαν δεκαπέντε οργιές. 29 Και επειδή φοβόμασταν μην ξεπέσουμε κάπου σε τραχιούς τόπους, από την πρύμη έριξαν τέσσερις άγκυρες και εύχονταν να γίνει ημέρα. 30 Και επειδή οι ναύτες ζητούσαν να φύγουν από το πλοίο και κατέβασαν τη σωσίβια λέμβο στη θάλασσα με την πρόφαση πως δήθεν από την πλώρη έμελλαν να ρίξουν άγκυρες, 31 είπε ο Παύλος στον εκατόνταρχο και στους στρατιώτες: «Αν αυτοί δε μείνουν μέσα στο πλοίο, εσείς δε δύναστε να σωθείτε». 32 Τότε απέκοψαν οι στρατιώτες τα σχοινιά της λέμβου και την άφησαν να πέσει έξω. 33 Και μέχρις ότου να ξημερώσει, ο Παύλος τους παρακαλούσε όλους να λάβουν τροφή, λέγοντας: «Σήμερα είναι η δέκατη τέταρτη ημέρα που νηστικοί διατελείτε περιμένοντας, και τίποτα δε λάβατε. 34 Γι’ αυτό σας παρακαλώ να λάβετε τροφή· γιατί αυτό είναι για τη δική σας σωτηρία, επειδή σε κανέναν από εσάς δε θα χαθεί ούτε τρίχα από το κεφάλι του». 35 Και αφού είπε αυτά και έλαβε άρτο, ευχαρίστησε το Θεό μπροστά σε όλους και έκοψε με τα χέρια και άρχισε να τρώει. 36 Τότε εύθυμοι έγιναν όλοι και προσέλαβαν και αυτοί τροφή. 37 Όλες οι ψυχές μέσα στο πλοίο ήμασταν τότε διακόσιες εβδομήντα έξι. 38 Όταν λοιπόν χόρτασαν τροφή, ελάφρυναν το πλοίο, ρίχνοντας έξω το σιτάρι στη θάλασσα.
39 Όταν λοιπόν ξημέρωσε, τη γη δεν την αναγνώριζαν, αλλά αντιλήφτηκαν κάποιον κόλπο που είχε γιαλό, στον οποίο σκόπευαν, αν μπορούσαν, να εξωθήσουν το πλοίο. 40 Και αφού έλυσαν τις άγκυρες, τις άφηναν στη θάλασσα, συγχρόνως έλυσαν τους ιμάντες των πηδαλίων και, αφού σήκωσαν πάνω το πανί της πλώρης προς τον άνεμο που έπνεε, κρατούσαν κατεύθυνση προς το γιαλό. 41 Επειδή όμως περιέπεσαν σε τόπο που κυκλωνόταν σε δύο μέρη από θάλασσα, εξόκειλαν το πλοίο, και αφενός η πλώρη μπήχτηκε και έμεινε ασάλευτη, αφετέρου η πρύμη διαλυόταν από τη βία των κυμάτων. 42 Τότε οι στρατιώτες έλαβαν απόφαση να σκοτώσουν τους φυλακισμένους, για να μην κολυμπήσει κανείς έξω και διαφύγει. 43 Αλλά ο εκατόνταρχος, επειδή ήθελε να διασώσει τον Παύλο, τους εμπόδισε από την απόφασή τους. Και διέταξε αυτούς που μπορούσαν να κολυμπούν να τους ρίξουν πρώτους, για να βγουν στη ξηρά. 44 Και οι υπόλοιποι να βγουν, άλλοι πάνω σε σανίδες και άλλοι πάνω σε κάποια συντρίμμια που ήταν από το πλοίο. Και έτσι συνέβηκε όλοι να διασωθούν πάνω στην ξηρά.
1 Και όταν διασωθήκαμε, τότε μάθαμε ότι το νησί καλείται Μελίτη. 2 Και οι βάρβαροι παρείχαν σ’ εμάς όχι τη συνηθισμένη φιλανθρωπία, γιατί άναψαν φωτιά και δέχτηκαν όλους εμάς, εξαιτίας της βροχής που είχε επέλθει και εξαιτίας του ψύχους. 3 Συγκέντρωσε τότε ο Παύλος κάμποσο πλήθος φρυγάνων και, όταν τα έθεσε πάνω στη φωτιά, μια έχιδνα από τη ζέστη εξήλθε και προσκολλήθηκε με τα δόντια της στο χέρι του. 4 Μόλις λοιπόν είδαν οι βάρβαροι να κρέμεται το θηρίο από το χέρι του, έλεγαν μεταξύ τους: «Εξάπαντος είναι φονιάς ο άνθρωπος αυτός που, ενώ διασώθηκε από τη θάλασσα, η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζει». 5 Αυτός λοιπόν αποτίναξε το θηρίο στη φωτιά και δεν έπαθε κανένα κακό, 6 ενώ εκείνοι περίμεναν αυτός να μέλλει να πρήζεται ή να πέφτει κάτω ξαφνικά νεκρός. Επειδή λοιπόν περίμεναν για πολύ και έβλεπαν τίποτα αφύσικο να μη γίνεται σ’ αυτόν, μετέβαλαν γνώμη και έλεγαν πως αυτός είναι θεός. 7 Γύρω λοιπόν από τον τόπο εκείνο υπήρχαν χωράφια που ανήκαν στον πρώτο του νησιού με το όνομα Πόπλιος, ο οποίος μας δέχτηκε τρεις ημέρες και φιλόφρονα μας φιλοξένησε. 8 Συνέβηκε τότε ο πατέρας του Πόπλιου να υποφέρει κατάκοιτος με πυρετούς και με δυσεντερία, προς τον οποίο ο Παύλος εισήλθε και, αφού προσευχήθηκε, επέθεσε τα χέρια σ’ αυτόν και τον γιάτρεψε. 9 Όταν έγινε αυτό, και οι υπόλοιποι που είχαν στο νησί ασθένειες προσέρχονταν και θεραπεύονταν, 10 οι οποίοι και με πολλές τιμές μας τίμησαν και, όταν επρόκειτο να ανοιγόμαστε στο πέλαγος, μας εφοδίασαν αυτά που είχαμε ανάγκη.
11 Μετά λοιπόν από τρεις μήνες ανοιχτήκαμε στο πέλαγος με πλοίο αλεξανδρινό, που είχε παραχειμάσει στο νησί, με παράσημο τους Διόσκουρους. 12 Και αφού προσορμιστήκαμε στις Συρακούσες, παραμείναμε εκεί τρεις ημέρες, 13 απ’ όπου αποσυρθήκαμε και καταφτάσαμε στο Ρήγιο. Και μετά από μία ημέρα, επειδή σηκώθηκε νοτιάς, μέσα σε δύο ημέρες ήρθαμε στους Ποτιόλους 14 όπου βρήκαμε αδελφούς και μας παρακάλεσαν να παραμείνουμε κοντά τους εφτά ημέρες· και έτσι ήρθαμε στη Ρώμη. 15 Και από εκεί οι αδελφοί, όταν άκουσαν τα σχετικά για μας, ήρθαν σε συνάντησή μας μέχρι τον Άππιο Φόρο και τις Τρεις Ταβέρνες, τους οποίους, όταν είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε το Θεό και έλαβε θάρρος. 16 Όταν λοιπόν εισήλθαμε στη Ρώμη, επιτράπηκε στον Παύλο να μένει μόνος του μαζί με το στρατιώτη που τον φύλαγε.
17 Και συνέβηκε μετά από τρεις ημέρες αυτός να συγκαλέσει όσους ήταν από τους Ιουδαίους πρώτοι. Και αφού συγκεντρώθηκαν, έλεγε προς αυτούς: «Εγώ, άντρες αδελφοί, ενώ τίποτα δεν έκανα ενάντια στο λαό μας ή στα έθιμα τα πατρώα, παραδόθηκα φυλακισμένος από τα Ιεροσόλυμα στα χέρια των Ρωμαίων, 18 οι οποίοι, αφού με ανάκριναν, ήθελαν να με απολύσουν, γιατί καμία αιτία άξια θανάτου δεν υπάρχει σ’ εμένα. 19 Επειδή όμως αντίλεγαν οι Ιουδαίοι, αναγκάστηκα να επικαλεστώ τον Καίσαρα, όχι πως έχω κάτι να κατηγορώ το έθνος μου. 20 Γι’ αυτή λοιπόν την αιτία παρακάλεσα να σας δω και να μιλήσω προς εσάς, επειδή εξαιτίας της ελπίδας του Ισραήλ είμαι περιζωσμένος με αυτήν την αλυσίδα». 21 Εκείνοι είπαν προς αυτόν: «Εμείς ούτε γράμματα για σένα δεχτήκαμε από την Ιουδαία ούτε κάποιος από τους αδελφούς παρουσιάστηκε και ανάγγειλε ή μίλησε για σένα κάτι κακό. 22 Αξιώνουμε, λοιπόν, από εσένα να ακούσουμε αυτά που φρονείς, γιατί βέβαια για την αίρεση αυτήν είναι γνωστό σ’ εμάς ότι παντού αντιλέγεται». 23 Αφού του έταξαν λοιπόν μια ημέρα, ήρθαν προς αυτόν περισσότεροι στο κατάλυμα όπου φιλοξενούνταν, στους οποίους εξέθετε, μαρτυρώντας επίσημα τη βασιλεία του Θεού, και προσπαθούσε να τους πείθει για τον Ιησού και από το νόμο του Μωυσή και από τους προφήτες, από το πρωί ως το βράδυ. 24 Και οι μεν πείθονταν στα λεγόμενά του, οι δε απιστούσαν. 25 Δε συμφωνούσαν λοιπόν μεταξύ τους και έφευγαν, αφού είπε ο Παύλος ένα λόγο: «Καλά μίλησε το Πνεύμα το Άγιο μέσω του Ησαΐα του προφήτη προς τους πατέρες σας, 26 λέγοντας: Πήγαινε προς το λαό τούτο και πες: “Με την ακοή θ’ ακούτε, αλλά δε θα καταλάβετε, και βλέποντας θα βλέπετε, αλλά δε θα δείτε. 27 Γιατί πάχυνε η καρδιά του λαού τούτου και με τ’ αυτιά τους βαριάκουσαν και τους οφθαλμούς τους έκλεισαν, μην τυχόν δουν με τους οφθαλμούς και με τ’ αυτιά ακούσουν και με την καρδιά καταλάβουν και επιστρέψουν, και τους γιατρέψω”. 28 Γνωστό λοιπόν ας είναι σ’ εσάς ότι στα έθνη αποστάλθηκε τούτη η σωτηρία του Θεού· αυτοί και θα ακούσουν». 29 [Και αφού είπε αυτά, έφυγαν οι Ιουδαίοι έχοντας μεταξύ τους πολλή συζήτηση.] 30 Έμεινε λοιπόν εκεί ολόκληρη διετία σε δική του μισθωμένη οικία και δεχόταν όλους εκείνους που έμπαιναν προς αυτόν, 31 κηρύττοντας τη βασιλεία του Θεού και διδάσκοντας τα σχετικά με τον Κύριο Ιησού Χριστό με όλη την παρρησία ανεμπόδιστα.