10 Η Πέτρα Στέκει

Πεθαμένοι Αελίτες κείτονταν στα πόδια του Ραντ, μαζί με τα πτώματα τριών συνηθισμένων αντρών με απλά σακάκια και φαρδιά παντελόνια. Συνηθισμένοι άντρες, μόνο που έξι Αελίτες ήταν σφαγμένοι, ολόκληρη η φρουρά, μερικοί προφανώς πριν καταλάβουν τι γινόταν, ενώ τουλάχιστον από δύο Αελίτικα δόρατα διαπερνούσαν καθένα από τα πτώματα αυτών των συνηθισμένων αντρών.

Μα αυτά ήταν μονάχα η αρχή. Μόλις άνοιξε την πόρτα τον έπνιξε ο αχός της μάχης: φωνές, ουρλιαχτά, η κλαγγή του ατσαλιού ανάμεσα στις κολώνες από κοκκινόπετρα. Οι Υπερασπιστές στον προθάλαμο πολεμούσαν για τη ζωή τους κάτω από τις επίχρυσες λάμπες, παλεύοντας με ογκώδεις μορφές μέσα σε μαύρες πανοπλίες, δυο κεφάλια ψηλότερές τους, μορφές όμοιες με πανύψηλους ανθρώπους, των οποίων τα κεφάλια όμως παραμόρφωναν κέρατα ή πούπουλα, ενώ είχαν μουσούδες ή ράμφη εκεί που έπρεπε να είναι τα στόματα και οι μύτες. Τρόλοκ. Άλλοι φορούσαν αρβύλες κι άλλοι ήταν με γυμνές, αρκουδίσιες πατούσες ή με οπλές, θερίζοντας τους ανθρώπους με πέλεκεις που είχαν αλλόκοτα καρφιά, με αγκιστροφόρα δόρατα και με δρεπανόμορφα ξίφη που κύρτωναν προς τη λάθος κατεύθυνση. Και μαζί τους ήταν ένας Μυρντράαλ, όμοιος με άνθρωπο, με κινήσεις γεμάτες χάρη, δέρμα άσπρο, σαν κάμπια, μέσα σε μια μαύρη αρματωσιά, σαν θάνατος που είχε αποκτήσει σάρκα δίχως αίμα.

Κάπου στην Πέτρα χτύπησε το σήμαντρο του συναγερμού κι ύστερα κόπηκε με μια θανατερή οριστικότητα. Ένα άλλο το διαδέχθηκε, κι ύστερα ακόμα ένα, με ορειχάλκινη επένδυση.

Οι Υπερασπιστές μάχονταν κι ήταν ακόμα περισσότεροι από τους Τρόλοκ, όμως πεσμένοι κάτω ήταν πιο πολλοί άνθρωποι, παρά Τρόλοκ. Τη στιγμή που το βλέμμα του Ραντ έπεφτε πάνω τους, ο Μυρντράαλ ξεκολλούσε το μισό πρόσωπο του Δακρινού λοχαγού με το ένα χέρι και με το άλλο έχωνε μια θανατερά μαύρη λεπίδα στο λαρύγγι ενός Υπερασπιστή, ξεγλιστρώντας σαν φίδι από τους λογχισμούς των Υπερασπιστών. Οι Υπερασπιστές αντιμετώπιζαν κάτι που ως τότε το θεωρούσαν μόνο παραμύθια των ταξιδιωτών για να τρομάζουν τα παιδιά· το κουράγιο τους κόντευε να στερέψει. Ένας που είχε χάσει το κράνος του με το γείσο, πέταξε κάτω το δόρυ και έκανε να το σκάσει, μόνο που ο βαρύς πέλεκυς ενός Τρόλοκ του άνοιξε το κεφάλι σαν πεπόνι. Ένας άλλος κοίταξε τον Μυρντράαλ και έτρεξε να φύγει τσιρίζοντας. Ο Μυρντράαλ χίμηξε σαν φίδι μπροστά, για τον προλάβει. Σε λίγο όλοι οι άνθρωποι θα το έβαζαν στα πόδια.

«Ξέθωρε!» φώναξε ο Ραντ. «Για δοκίμασε κι εμένα, Ξέθωρε!» Ο Μυρντράαλ σταμάτησε απότομα, σαν να μην είχε σαλέψει ποτέ του, ενώ το χλωμό, ανόφθαλμο πρόσωπό του γύριζε προς τον Ραντ. Ο Ραντ ένιωσε να τον πλημμυρίζει ο φόβος μ' εκείνο το βλέμμα και γλίστρησε πάνω στη φυσαλίδα της παγερής γαλήνης που τον περιέβαλλε όταν κρατούσε το σαϊντίν· «η όψη του Ανόφθαλμου είναι φόβος», έλεγαν στις Μεθόριους. Κάποτε πίστευε ότι οι Ξέθωροι καβαλούσαν τις σκιές σαν να ήταν άλογα και ότι εξαφανίζονταν όταν γυρνούσαν στο πλάι. Αυτές οι παλιές πεποιθήσεις δεν απείχαν πολύ από την πραγματικότητα.

Ο Μυρντράαλ γλίστρησε προς το μέρος του σαν φίδι και ο Ραντ πήδηξε πάνω από τους νεκρούς στο κατώφλι για να τον ανταμώσει. Οι μπότες του σύρθηκαν στο ματωμένο, μαύρο μάρμαρο, όταν ξαναπάτησε κάτω. «Συγκεντρωθείτε στην Πέτρα!» φώναξε ενώ πηδούσε. «Η Πέτρα στέκει!» Αυτές ήταν οι πολεμικές κραυγές που είχε ακούσει τη νύχτα εκείνη, κατά την οποία η Πέτρα δεν είχε σταθεί.

Του φάνηκε ότι άκουσε μια αγανακτισμένη φωνή να λέει «ανόητε!» στο δωμάτιο απ' όπου είχε βγει, αλλά δεν είχε χρόνο να σκεφτεί τη Λανφίαρ, ή τα πράγματα που θα μπορούσε να του κάνει. Η μπότα που γλίστρησε και παραλίγο αυτό να του στοιχίσει τη ζωή· ο Ραντ πάσχισε να ξαναβρεί την ισορροπία του, ενώ παράλληλα η χρυσοκόκκινη λεπίδα του μόλις που πρόλαβε να αποκρούσει τη μαύρη λεπίδα του Μυρντράαλ. «Συγκεντρωθείτε στην Πέτρα! Η Πέτρα στέκει!» Έπρεπε να συγκρατήσει τους Υπερασπιστές, αλλιώς θα αντιμετώπιζε μόνος του τον Μυρντράαλ και είκοσι Τρόλοκ. «Η Πέτρα στέκει!»

Ο Ξέθωρος κινήθηκε γρήγορα, σαν ερπετό· η ψευδαίσθηση του φιδιού τονιζόταν από τα επικαλυπτόμενα ελάσματα της μαύρης αρματωσιάς στο στήθος του. Αλλά ακόμα και οι μαυρολόγχες δεν χτυπούσαν τόσο γοργά. Στην αρχή ο Ραντ κατέβαλλε όλες του τις προσπάθειες ώστε να μη βρει η λεπίδα του Μυρντράαλ την απροστάτευτη σάρκα του. Εκείνο το μαύρο μέταλλο μπορούσε να αφήσει πληγές που σάπιζαν, που ήταν εξίσου δύσκολο να Θεραπευτούν όσο και εκείνη που τώρα τον πονούσε στο πλευρό. Κάθε φορά που το σκοτεινό ατσάλι, που είχε σφυρηλατηθεί στο Θακαν'ντάρ, κάτω από τις πλαγιές του Σάγιολ Γκουλ, αντάμωνε την χρυσοκόκκινη λεπίδα, που ήταν σφυρηλατημένη από τη Δύναμη, το φως ξεσπούσε σαν αστραπή στην αίθουσα, με μια έντονη, γαλαζωπή απόχρωση που έφερνε πόνο στα μάτια. «Αυτή τη φορά θα πεθάνεις», είπε βραχνά ο Μυρντράαλ, με φωνή σαν ξερά φύλλα που θρυμματίζονταν. «Θα δώσω τη σάρκα σου στους Τρόλοκ και θα πάρω τις γυναίκες σου για μένα».

Ο Ραντ μαχόταν με όλη του την ψυχραιμία, όπως πάντα, και εξίσου απελπισμένα. Ο Ξέθωρος ήξερε να κουμαντάρει το σπαθί του. Κι έπειτα ήρθε μια στιγμή που μπόρεσε να καταφέρει ένα χτύπημα ίσια στο σπαθί, όχι απλώς να το αποκρούσει. Μ' ένα σφύριγμα, σαν πάγος που πέφτει σε λιωμένο μέταλλο, η χρυσοκόκκινη λεπίδα θέρισε τη μαύρη. Το επόμενο πλήγμα πήρε το ανόφθαλμο κεφάλι από τους ώμους· το τράνταγμα από το χτύπημα που τσάκισε τα κόκαλα ταξίδεψε στα μπράτσα του. Μελανό αίμα ανάβλυσε από το κολόβωμα του λαιμού. Το πλάσμα, όμως, δεν έπεσε. Σφαδάζοντας στα τυφλά με το σπασμένο σπαθί, η ακέφαλη φιγούρα γυρνούσε ολόγυρα, χτυπώντας τυχαία τον αέρα.

Μόλις το κεφάλι του Ξέθωρου έπεσε και άρχισε να κυλά στο έδαφος, έπεσαν και οι εναπομείναντες Τρόλοκ, ουρλιάζοντας, κλωτσώντας, πιάνοντας τα κεφάλια τους με χέρια όλο χοντρές τρίχες. Ούτε οι Μυρντράαλ εμπιστεύονταν τους Τρόλοκ κι έτσι συχνά συνδέονταν μαζί τους με έναν τρόπο που ο Ραντ δεν καταλάβαινε· απ' ό,τι φαινόταν, έτσι εξασφαλιζόταν η αφοσίωση των Τρόλοκ, αλλά όσοι ήταν συνδεμένοι με ένα Μυρντράαλ, δεν επιζούσαν πολύ μετά το θάνατό του.

Οι Υπερασπιστές που ήταν ακόμα ζωντανοί, λιγότερο από είκοσι άτομα, δεν κάθισαν να περιμένουν. Ανά δύο ή ανά τρεις άρχισαν να καρφώνουν τους Τρόλοκ επανειλημμένως με τα δόρατά τους, ώσπου στο τέλος τα πλάσματα σταμάτησαν να σαλεύουν. Κάποιοι Υπερασπιστές είχαν ρίξει κάτω τον Μυρντράαλ, αυτός όμως σπαρταρούσε άγρια, όσο κι αν τον κάρφωναν. Καθώς οι Τρόλοκ παραδίνονταν στη σιωπή, άρχισαν να ακούγονται τα βογκητά και τα κλάματα κάποιων από τους επιζήσαντες τραυματισμένους ανθρώπους. Υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι σωριασμένοι κάτω, παρά Σκιογέννητοι. Το μαύρο μάρμαρο γλιστρούσε από το αίμα, που ήταν σχεδόν αόρατο πάνω του.

«Αφήστε τον», είπε ο Ραντ στους Υπερασπιστές που πάσχιζαν να αποτελειώσουν τον Μυρντράαλ. «Είναι ήδη νεκρός. Οι Ξέθωροι απλώς δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι πέθαναν». Του το είχε πει ο Λαν κάποτε κι έμοιαζε να έχει περάσει πολύς καιρός από τότε· είχε δει την απόδειξη και πριν από τώρα. «Φροντίστε τους τραυματίες».

Κοίταξαν την ακέφαλη μορφή που σφάδαζε με το σώμα γεμάτο χαίνουσες πληγές, ανατρίχιασαν και έκαναν πίσω, μουρμουρίζοντας κάτι για Καρτέρια. Έτσι έλεγαν τους Ξέθωρους στο Δάκρυ σε ιστορίες για παιδιά. Μερικοί έψαξαν ανάμεσα στους ανθρώπους για να βρουν ποιοι ζούσαν ακόμα, τράβηξαν στην άκρη όσους δεν μπορούσαν να σταθούν και βοήθησαν όσους μπορούσαν να πατήσουν στα πόδια τους. Πολλοί αφέθηκαν εκεί που κείτονταν. Η μόνη ανακούφιση που μπορούσαν να προσφέρουν τώρα ήταν να φτιάξουν ένα βιαστικό επίδεσμο από το ματωμένο πουκάμισο του τραυματία.

Δεν έδειχναν πια τόσο ωραίοι οι Δακρινοί. Τα ελάσματα του θώρακα και της ράχης δεν άστραφταν πια κι είχαν γεμίσει λακκουβίτσες και γδαρσίματα· ματωμένες χαρακιές λέρωναν τα κάποτε φίνα χρυσόμαυρα σακάκια και παντελόνια. Μερικοί δεν είχαν κράνος και κάποιοι έγερναν στα δόρατά τους, σαν να ήταν το μόνο που τους κρατούσε όρθιους. Μπορεί και να ήταν. Αγκομαχούσαν κι είχαν άγρια έκφραση στο πρόσωπο, το μίγμα εκείνο του απόλυτου τρόμου και του τυφλού μουδιάσματος που πλήττει τους άντρες στη μάχη. Ατένιζαν τον Ραντ με αβεβαιότητα —με φευγαλέες, φοβισμένες ματιές― λες κι είχε καλέσει ο ίδιος αυτά τα πλάσματα από τη Μάστιγα.

«Σκουπίστε τις αιχμές των δοράτων σας», τους είπε. «Το αίμα του Ξέθωρου τρώει το ατσάλι σαν οξύ, αν το αφήσεις πολύ». Οι περισσότεροι υπάκουσαν αργά, χρησιμοποιώντας διστακτικά ό,τι είχαν πρόχειρο, τα μανίκια των ίδιων των νεκρών τους.

Από τους διαδρόμους ακούστηκαν κι άλλοι ήχοι από μάχη, μακρινές κραυγές, η μουντή κλαγγή του μετάλλου. Δυο φορές τον είχαν υπακούσει· ήταν ώρα να δει αν θα έκαναν κάτι ακόμα. Τους γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε να διασχίζει τον προθάλαμο, προς τον ήχο της μάχης. «Ακολουθήστε με», διέταξε. Σήκωσε τη σφυρηλατημένη από φωτιά λεπίδα του για να τους θυμίσει ποιος ήταν, ελπίζοντας ότι αυτή η υπενθύμιση δεν θα είχε ως αποτέλεσμα ένα δόρυ στην πλάτη του. Έπρεπε να το ριψοκινδυνεύσει. «Η Πέτρα στέκει! Για την Πέτρα!»

Για μια στιγμή, τα βήματά του ήταν ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν στην αίθουσα με τις κολώνες· υστέρα άκουσε τον ήχο από μπότες να τον ακολουθούν. «Για την Πέτρα!» φώναξε ένας άντρας. «Για την Πέτρα και για τον Άρχοντα Δράκοντα!» ακούστηκε άλλος ένας. Αμέσως τον μιμήθηκαν κι άλλοι. «Για την Πέτρα και για τον Άρχοντα Δράκοντα!» Ανοίγοντας το βήμα του, ο Ραντ οδήγησε τη ματωμένη στρατιά του, με τους είκοσι τρεις άντρες, βαθύτερα μέσα στην Πέτρα.

Πού ήταν η Λανφίαρ και τι ρόλο είχε παίξει εδώ; Δεν προλάβαινε να αναρωτηθεί. Οι νεκροί είχαν γεμίσει τους διαδρόμους της Πέτρας, βουτηγμένοι μέσα σε λιμνούλες από το ίδιο τους το αίμα ― ένας εδώ, παραπέρα δυο ή τρεις, Υπερασπιστές, υπηρέτες, Αελίτες. Και γυναίκες επίσης, αριστοκράτισσες με λινές εσθήτες και υπηρέτριες με μάλλινα ρούχα, χτυπημένες δίχως διάκριση καθώς προσπαθούσαν να γλιτώσουν. Τους Τρόλοκ δεν τους ένοιαζε ποιον σκότωναν· το διασκέδαζαν. Οι Μυρντράαλ, ή Ημιάνθρωποι, ήταν χειρότεροι· αγαλλιούσαν με τον πόνο και το θάνατο.

Λίγο πιο μέσα, η Πέτρα του Δακρύου κόχλαζε. Κοπάδια από Τρόλοκ μαίνονταν στις αίθουσες, πολεμώντας Αελίτες ή Υπερασπιστές, πετσοκόβοντας τους άοπλους, κυνηγώντας ακόμα περισσότερους για να σκοτώσουν. Ο Ραντ οδηγούσε τη μικρή ομάδα του εναντίον κάθε Σκιογέννητου που έβρισκαν και το σπαθί του έκοβε εξίσου άνετα σάρκες και μαύρες πανοπλίες. Μόνο οι Αελίτες αντιμετώπιζαν τους Ξέθωρους χωρίς να διστάζουν. Οι Αελίτες και ο Ραντ. Προσπερνούσε τους Τρόλοκ για να φτάσει τους Ξέθωρους· μερικές φορές οι Μυρντράαλ έπαιρναν μαζί τους μια ή δυο ντουζίνες Τρόλοκ πεθαίνοντας, μερικές φορές κανέναν.

Κάποιοι από τους Υπερασπιστές του έπεφταν και δεν ξανασηκώνονταν, όμως στους άντρες του έρχονταν να προστεθούν Αελίτες, διπλασιάζοντας τον αριθμό τους. Μερικές ομάδες ανθρώπων χωρίζονταν από την κυρίως δύναμη καθώς έδιναν σφοδρές μάχες και απομακρύνονταν μέσα σε ιαχές και κλαγγές, σαν χυτήριο που είχε τρελαθεί. Άλλοι πλησίαζαν τον Ραντ, απομακρύνονταν, τους αντικαθιστούσαν άλλοι, ώσπου στο τέλος δεν έμενε μαζί του κανένας απ' αυτούς με τους οποίους είχε ξεκινήσει. Μερικές φορές πολεμούσε μονάχος, ή έτρεχε σε διαδρόμους που μόνο αυτός και οι νεκροί υπήρχαν, ακολουθώντας τους ήχους της μακρινής μάχης.

Κάποια στιγμή, με δύο Υπερασπιστές, σε μια κιονοστοιχία που στεκόταν ψηλά πάνω από μια μακρουλή αίθουσα με πολλές εισόδους, είδε τη Μουαραίν και τον Λαν περικυκλωμένους από Τρόλοκ. Η Άες Σεντάι στεκόταν όρθια, με το κεφάλι ψηλά σαν παραμυθένια βασίλισσα των μαχών, ενώ θηριώδεις μορφές τυλίγονταν στις φλόγες γύρω της ― μόνο για να τις αντικαταστήσουν άλλες, που ξεχύνονταν από τη μια πόρτα ή την άλλη, έξι ή οκτώ κάθε φορά. Το σπαθί του Λαν αναλάμβανε αυτούς που ξέφευγαν από την πυρά της Μουαραίν. Ο Πρόμαχος είχε αίματα και από τις δύο πλευρές του προσώπου του, όμως χόρευε ανάμεσα στις μορφές ατάραχα, σαν να έκανε εξάσκηση μπροστά σε καθρέφτη. Έπειτα ένας λυκομούρης Τρόλοκ έκανε να καρφώσει ένα Δακρινό δόρυ στην πλάτη της Μουαραίν. Ο Λαν γύρισε, σαν να είχε μάτια στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, και βρήκε τον Τρόλοκ στο γόνατο. Ο Τρόλοκ έπεσε αλυχτώντας, αλλά κατάφερε να πετύχει με την αιχμή του δόρατος τον Λαν, ενώ ένας άλλος χτυπούσε αδέξια τον Πρόμαχο με την πλατιά όψη του τσεκουριού του, σαν ρόπαλο, κάνοντας τα γόνατά του να λυγίσουν.

Ο Ραντ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, επειδή εκείνη τη στιγμή πέντε Τρόλοκ όρμησαν σ' αυτόν και τους δύο συντρόφους του, μια μάζα από μουσούδες, κοντούς χαυλιόδοντες αγριόχοιρου και κέρατα τράγου, απομακρύνοντας τους ανθρώπους από την κιονοστοιχία μονάχα με την ορμή της προέλασής τους. Πέντε Τρόλοκ κανονικά θα μπορούσαν να σκοτώσουν τρεις ανθρώπους χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, μόνο που ο ένας από τους τρεις ήταν ο Ραντ, μ' ένα σπαθί που έκοβε την αρματωσιά τους σαν να ήταν ύφασμα. Ένας από τους Υπερασπιστές σκοτώθηκε και ο άλλος εξαψανίστηκε κυνηγώντας έναν πληγωμένο Τρόλοκ, το μοναδικό επιζώντα από τους πέντε. Όταν ο Ραντ γύρισε βιαστικά στην κιονοστοιχία, από την αίθουσα πιο κάτω ερχόταν η μυρωδιά καμένου κρέατος. Είδε μεγάλα, καμένα κορμιά στο πάτωμα, όμως κανένα ίχνος της Μουαραίν ή του Λαν.

Έτσι γινόταν ο αγώνας για την Πέτρα. Ή ο αγώνας για τη ζωή του Ραντ. Ξεσπούσαν συγκρούσεις και απομακρύνονταν από κει που είχαν αρχίσει, ή τελείωναν όταν έπεφτε η μια πλευρά. Και δεν ήταν μόνο άνθρωποι που πολεμούσαν Τρόλοκ και Μυρντράαλ. Ήταν και άνθρωποι που πολεμούσαν εναντίον ανθρώπων· υπήρχαν Σκοτεινόφιλοι στο πλευρό των Σκιογέννητων, κουρελήδες που έμοιαζαν με πρώην στρατιώτες ή με καβγατζήδες θαμώνες των καπηλειών. Έδειχναν να φοβούνται τους Τρόλοκ όσο και οι Δακρινοί, αλλά σκότωναν αδιακρίτως, όπου μπορούσαν. Δυο φορές ο Ραντ είδε με τα ίδια του τα μάτια Τρόλοκ να τα βάζουν με Τρόλοκ. Δεν μπορούσε παρά να υποθέσει ότι οι Μυρντράαλ είχαν χάσει τον έλεγχό τους και τους Τρόλοκ απλώς κυβερνούσε τώρα η δίψα για αίμα. Αν ήθελαν να αλληλοσκοτωθούν, μετά χαράς λοιπόν.

Ύστερα, άλλη μια φορά μόνος να ψάχνει, έστριψε μια γωνιά και έπεσε πάνω σε τρεις Τρόλοκ, διπλούς στο φάρδος και μιάμιση φορά ψηλότερους από τον ίδιο. Ο ένας τους, με γαμψό, αετίσιο ράμφος να ξεπροβάλει από ένα κατά τα άλλα ανθρώπινο πρόσωπο, έκοβε το μπράτσο από το πτώμα μιας Δακρινής αριστοκράτισσας, ενώ οι άλλοι δύο τον κοίταζαν με προσμονή, γλείφοντας τις μουσούδες τους. Οι Τρόλοκ έτρωγαν οποιοδήποτε είδος κρέατος. Μπορεί αυτοί να είχαν ξαφνιαστεί περισσότερο, μπορεί ο Ραντ, όμως αυτός ήταν ο πρώτος που συνήλθε.

Πρώτα έπεσε ο Τρόλοκ με το αετίσιο ράμφος, μ' ανοιγμένη την πανοπλία και την κοιλιά. Η στάση στην ξιφομαχία που λεγόταν Σαύρα Στον Αγκαθωτό Θάμνο θα αρκούσε για τους υπόλοιπους δύο, όμως ο πεσμένος Τρόλοκ, που σφάδαζε ακόμα, κλώτσησε τον Ραντ στο πόδι, αυτός παραπάτησε και η λεπίδα του απλώς έκοψε ένα κομμάτι από την πανοπλία του στόχου του. Ο Ραντ βρέθηκε κάτω από το δεύτερο Τρόλοκ, που έπεφτε και το λυκίσιο στόμα του δάγκωνε τον αέρα. Ο Τρόλοκ τον κόλλησε στα πέτρινα πλακάκια κάτω από το ογκώδες σώμα του, παγιδεύοντας τόσο το σπαθί όσο και το μπράτσο του. Εκείνος που είχε μείνει όρθιος ύψωσε το τσεκούρι με τα καρφιά, ενώ στο πρόσωπό του εμφανιζόταν μια απομίμηση χαμόγελου, όσο μπορούσε δηλαδή με την αρκουδίσια μύτη και τους χαυλιόδοντες. Ο Ραντ πάλεψε να κουνηθεί, να ανασάνει.

Ένα σπαθί κυρτό, σαν δρεπάνι, έσκισε τον Τρόλοκ από την αρκουδίσια μουσούδα ως το λαιμό.

Ο τέταρτος Τρόλοκ ξεκόλλησε τη λεπίδα του και γύμνωσε τα τραγίσια δόντια του με ένα γρύλισμα, ενώ τα αφτιά τινάζονταν πλάι στα κέρατά του. Έπειτα έφυγε τρέχοντας, με το ξερό ποδοβολητό των κοφτερών οπλών του να αντηχεί στα πλακάκια του πατώματος.

Ο Ραντ σύρθηκε και ελευθερώθηκε από το βάρος του νεκρού Τρόλοκ, σχεδόν αποσβολωμένος. Με έσωσε ένας Τρόλοκ. Ένας Τρόλοκ; Τον έλουζε το αίμα του Τρόλοκ, πυκνό και σκούρο. Πέρα μακριά στο διάδρομο, στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που το είχε σκάσει ο Τρόλοκ με τα τραγίσια κέρατα, φάνηκε μια γαλανόλευκη αστραπή καθώς εμφανίζονταν δύο Μυρντράαλ. Πολεμούσαν μεταξύ τους, με αέρινες, λυγερές κινήσεις, θολές από την ταχύτητα. Ο ένας ανάγκασε τον άλλο να μπει σε έναν κάθετο διάδρομο και οι αστραπές χάθηκαν από το οπτικό πεδίο του Ραντ. Τρελάθηκα. Να τι συμβαίνει. Μου σάλεψε κι όλα αυτά είναι ένα τρελό όνειρο.

«Διακυβεύεις τα πάντα έτσι που χιμάς μ' αυτό το... το σπαθί».

Ο Ραντ γύρισε κι αντίκρισε τη Λανφίαρ. Είχε πάρει πάλι την εμφάνιση κάποιας κοπέλας στην ηλικία του, ίσως και νεότερη. Ανασήκωσε τα φουστάνια της για να δρασκελίσει το σκυλεμένο πτώμα της Δακρινής αρχόντισσας· από την έλλειψη οποιουδήποτε συναισθήματος στο πρόσωπό της, θα μπορούσε να είναι ένα απλό κούτσουρο.

«Έφτιαξες μια καλύβα από κλαριά», συνέχισε, «ενώ θα μπορούσες να έχεις μαρμάρινα παλάτια μ' ένα κροτάλισμα των δαχτύλων σου. Θα μπορούσες να πάρεις τη ζωή και την όποια ψυχή διαθέτουν οι Τρόλοκ με ελάχιστο κόπο, αντιθέτως, όμως, παραλίγο να σε σκοτώσουν. Πρέπει να μάθεις. Έλα μαζί μου».

«Δικό σου έργο ήταν αυτό;» απαίτησε να μάθει εκείνος. «Αυτός ο Τρόλοκ που με έσωσε; Αυτοί οι Μυρντράαλ; Δικό σου;»

Αυτή τον κοίταξε συλλογισμένα για λίγο, πριν κουνήσει ανεπαίσθητα το κεφάλι με λύπη. «Αν πω ότι το έκανα, θα περιμένεις να το ξανακάνω κι αυτό ίσως αποβεί θανατηφόρο. Κανείς από τους άλλους δεν είναι σίγουρος για τη στάση μου και το προτιμώ έτσι. Μην περιμένεις απροκάλυπτη βοήθεια από μένα».

«Να περιμένω τη βοήθειά σου;» μούγκρισε ο Ραντ. «Θέλεις να έρθω στη Σκιά. Δεν μπορείς με τρυφερά λογάκια να με κάνεις να ξεχάσω τι είσαι». Διαβίβασε κι η Λανφίαρ βρόντηξε πάνω σε ένα υφαντό τόσο δυνατά, που βόγκηξε. Ο Ραντ την κράτησε εκεί, με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά, κόντρα σε μια σκηνή κυνηγιού, ψηλά πάνω από το έδαφος, με τη χιονόλευκη εσθήτα της απλωμένη και κολλημένη στον τοίχο. Πώς είχε φράξει την Εγκουέν και την Ηλαίην; Έπρεπε να το θυμηθεί.

Ξαφνικά εκσφενδονίστηκε στο διάδρομο, χτύπησε στον τοίχο απέναντι από τη Λανφίαρ και κάτι τον ζούληξε σαν έντομο, σχεδόν χωρίς να τον αφήνει να ανασάνει.

Η Λανφίαρ έδειχνε να ανασαίνει δίχως κόπο. «Ό,τι μπορείς να κάνεις, Λουζ Θέριν, μπορώ να το κάνω κι εγώ. Και καλύτερα». Αν και καρφωμένη στον τοίχο, έμοιαζε να μην ενοχλείται καθόλου. Η οχλοβοή μιας σύγκρουσης δυνάμωσε κάπου κοντά κι έπειτα καταλάγιασε, καθώς η μάχη απομακρυνόταν. «Χρησιμοποιείς, και μάλιστα άσχημα, το μικρότερο κλάσμα των ικανοτήτων σου και εγκαταλείπεις αυτό που θα σου επιτρέψει να συντρίψεις όλους όσους σου επιτίθενται. Πού είναι το Καλαντόρ, Λουζ Θέριν; Είναι ακόμα στο υπνοδωμάτιό σου, σαν άχρηστο στολίδι; Νομίζεις ότι μόνο το δικό σου χέρι μπορεί να το αγγίξει, τώρα που το απελευθέρωσες; Αν είναι εδώ ο Σαμαήλ, θα το πάρει και θα το χρησιμοποιήσει εναντίον σου. Ακόμα και η Μογκέντιεν θα το έπαιρνε, για να σου το στερήσει· έχει να κερδίσει πολλά αν το ανταλλάξει με έναν από τους Εκλεκτούς».

Ο Ραντ πάλευε με αυτό που τον κρατούσε· δεν μπορούσε να κουνήσει τίποτα, παρά μόνο το κεφάλι του, που τιναζόταν πέρα-δώθε. Το Καλαντόρ σε χέρια Εκλεκτού. Η σκέψη παραλίγο να τον τρελάνει από το φόβο και τη σύγχυση. Διαβίβασε, προσπάθησε να κόψει αυτό που τον κρατούσε, αλλά ήταν σαν να μην υπήρχε τίποτα εκεί. Κι έπειτα, ξαφνικά, εκείνο χάθηκε· ο Ραντ έγειρε μακριά από τον τοίχο, ακόμα παλεύοντας, πριν καταλάβει ότι ήταν ελεύθερος. Και χωρίς να έχει κάνει ο ίδιος κάτι.

Κοίταξε τη Λανφίαρ. Ακόμα κρεμόταν εκεί αδιάφορη, σαν να έπαιρνε τον αέρα της στην ακροποταμιά. Προσπαθούσε να τον αποκοιμίσει, να τον εξαπατήσει, για να μαλακώσει τη στάση του απέναντι της. Δίστασε, καθώς σκεφτόταν τις ροές που την κρατούσαν. Αν τις έδενε και την άφηνε, ίσως η Λανφίαρ να γκρέμιζε τη μισή Πέτρα προσπαθώντας να ελευθερωθεί ― αν δεν τη σκότωνε κανένας περαστικός Τρόλοκ, περνώντας τη για κάτοικο της Πέτρας. Αυτό δεν θα έπρεπε να τον ενοχλεί —ο θάνατος μιας Αποδιωγμένης — αλλά τον απωθούσε η σκέψη ότι θα άφηνε αβοήθητη μια γυναίκα, ή οποιονδήποτε, στους Τρόλοκ. Μια ματιά στην ατάραχη έκφραση της τον έκανε να απορρίψει αυτή τη σκέψη. Κανένας και τίποτα στην Πέτρα δεν θα την πείραζε όσο μπορούσε να διαβιβάζει. Αν έβρισκε τη Μουαραίν για να φράξει τη Λανφίαρ...

Για άλλη μια φορά, η Λανφίαρ πήρε την απόφαση από τα χέρια του. Τον τράνταξε ο αντίκτυπος του κοψίματος των ροών κι εκείνη έπεσε ανάλαφρα στο πάτωμα. Έμεινε να την κοιτάζει καθώς απομακρυνόταν από τον τοίχο, τινάζοντας γαλήνια τα φουστάνια της. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», της είπε με ανοιχτό το στόμα, σαν χαζός, κι εκείνη χαμογέλασε.

«Δεν χρειάζεται να βλέπω μια ροή για να την ξετυλίξω, αν ξέρω τι και πού είναι. Βλέπεις, έχεις πολλά να μάθεις. Μου αρέσεις έτσι. Ανέκαθεν είχες υπερβολικό πείσμα και αλαζονεία. Πάντα ήταν καλύτερα όταν ήσουν λιγάκι αβέβαιος για κάτι. Ξεχνάς το Καλαντόρ, λοιπόν;»

Και πάλι ο Ραντ δίσταζε. Μια Αποδιωγμένη στεκόταν εμπρός του και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ο ίδιος. Γύρισε και έτρεξε να βρει το Καλαντόρ. Το γέλιο της έμοιαζε να τον ακολουθεί.

Αυτή τη φορά δεν ξεστράτισε για να τα βάλει με Τρόλοκ ή Μυρντράαλ, δεν τον καθυστέρησαν καθόλου στην ξέπνοη τρεχάλα του καθώς ανέβαινε την Πέτρα, παρά μόνο όταν του έκλειναν το δρόμο. Τότε το σμιλεμένο από φωτιά σπαθί του άνοιγε πέρασμα. Είδε τον Πέριν και τη Φάιλε, εκείνον με το τσεκούρι του, εκείνη να φυλάει τα νώτα του με μαχαίρια· οι Τρόλοκ έμοιαζαν να διστάζουν εξίσου μπροστά στο κίτρινο βλέμμα του όσο και μπροστά στη λεπίδα του τσεκουριού του. Ο Ραντ τους άφησε πίσω χωρίς δεύτερη ματιά. Αν κάποιος Αποδιωγμένος έπαιρνε το Καλαντόρ, κανείς τους δεν θα ζούσε για να δει τον ήλιο να ανατέλλει.

Διέσχισε λαχανιασμένος τον προθάλαμο με τις κολώνες, πηδώντας πάνω από τα πτώματα που κείτονταν ακόμα εκεί, τόσο των Υπερασπιστών όσο και των Τρόλοκ, στη βιασύνη του να φτάσει το Καλαντόρ. Άνοιξε διάπλατα και τις δύο πόρτες. Το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί στεκόταν στο επιχρυσωμένο, γεμάτο πετράδια στήριγμά του, λάμποντας στο φως του ήλιου που βάδιζε προς τη δύση του. Περιμένοντάς τον.

Τώρα που το είχε μπροστά στα μάτια του, σχεδόν αηδίαζε να το αγγίξει. Μια φορά είχε χρησιμοποιήσει το Καλαντόρ όπως του έπρεπε. Μόνο μία φορά. Ήξερε τι τον περίμενε όταν θα το ξανάπιανε, όταν θα το χρησιμοποιούσε για να αντλήσει πολύ περισσότερη Μία Δύναμη απ' όσο θα άντεχε αβοήθητος κανείς. Του ήταν σχεδόν αδύνατο να αφήσει την χρυσοκόκκινη λεπίδα· όταν αυτή εξαφανίστηκε, παραλίγο να την καλέσει πάλι.

Σέρνοντας τα πόδια του, πέρασε δίπλα από το πτώμα του Φαιού και άγγιξε τη λαβή του Καλαντόρ. Ήταν κρύα, σαν κρύσταλλο που έχει μείνει πολύ στο σκοτάδι, αλλά δεν είχε τόσο λεία αίσθηση που να κινδυνεύει να γλιστρήσει από το χέρι.

Κάτι τον έκανε να σηκώσει το βλέμμα. Ένας Ξέθωρος στεκόταν στην είσοδο διστακτικά, με το χλωμό, ανόφθαλμο βλέμμα του στο Καλαντόρ.

Ο Ραντ τράβηξε το σαϊντίν. Μέσω του Καλαντόρ. Το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί άστραψε στα χέρια του, σαν να κρατούσε το μεσημέρι. Τον γέμισε η Δύναμη, τον βροντοχτύπησε σαν στέρεος κεραυνός. Το μίασμα κύλησε μέσα του με μια μαύρη πλημμύρα. Λιωμένος βράχος πάλλονταν στις φλέβες του· το ψύχος μέσα του θα μπορούσε να κάνει τον ήλιο να κρυώσει. Έπρεπε να τη χρησιμοποιήσει, αλλιώς θα έσκαζε σαν σάπιο πεπόνι.

Ο Μυρντράαλ γύρισε για να το βάλει στα πόδια και ξαφνικά τα μαύρα ρούχα και η αρματωσιά σωριάστηκαν στο πάτωμα, αφήνοντας ελαιώδεις κόκκους να αιωρούνται στον αέρα.

Ο Ραντ δεν είχε αντιληφθεί καν ότι είχε διαβιβάσει, παρά μόνο αφού είχε τελειώσει· δεν θα μπορούσε να πει τι είχε κάνει, ακόμα κι αν παιζόταν η ζωή του απ' αυτό. Αλλά τίποτα δεν θα μπορούσε να του απειλήσει τη ζωή όσο κρατούσε το Καλαντόρ. Η Δύναμη έσφυζε μέσα του σαν το καρδιοχτύπι του κόσμου. Με το Καλαντόρ στα χέρια μπορούσε να κάνει τα πάντα. Η Δύναμη τον σφυροκοπούσε· ένα σφυρί που έσπαγε βουνά. Ένα διαβιβασμένο νήμα παρέσυρε τα αιωρούμενα απομεινάρια του Μυρντράαλ έξω από το δωμάτιο και μαζί τα ρούχα και την αρματωσιά του· μια μικρή ροή τα έκαψε όλα. Ο Ραντ βγήκε με πλατύ βήμα έξω για να κυνηγήσει εκείνους που είχαν έρθει να τον κυνηγήσουν.

Μερικοί απ' αυτούς είχαν φτάσει μέχρι τον προθάλαμο. Άλλος ένας Ξέθωρος και μια ομάδα φοβισμένων Τρόλοκ στέκονταν αντίκρυ στις κολώνες, στην απέναντι μεριά, και κοίταζαν τη στάχτη που παράσερνε ο αέρας ― τα τελευταία υπολείμματα του Μυρντράαλ και της φορεσιάς του. Βλέποντας τον Ραντ με το Καλαντόρ πυρωμένο στα χέρια, οι Τρόλοκ αλύχτησαν σαν θηρία. Ο Ξέθωρος στάθηκε παραλυμένος από την έκπληξη. Ο Ραντ δεν τους έδωσε την παραμικρή ευκαιρία να διαφύγουν. Συνεχίζοντας να τους πλησιάζει με αποφασισμένο βήμα, διαβίβασε και από το γυμνό, μαύρο μάρμαρο κάτω από τους Σκιογέννητους πετάχτηκαν φλόγες, τόσο καυτές που σήκωσε το χέρι του για να φυλαχτεί. Όταν τους έφτασε, οι φλόγες είχαν χαθεί· τίποτα δεν είχε μείνει, εκτός από μερικούς θαμπούς κύκλους στο μάρμαρο.

Κατηφόρισε πάλι στο εσωτερικό της Πέτρας και κάθε Τρόλοκ ή Μυρντράαλ που έμπαινε στο οπτικό του πεδίο, πέθαινε τυλιγμένος στις φλόγες. Τους έκαιγε εκεί που πολεμούσαν με Αελίτες ή με Δακρινούς, που σκότωναν υπηρέτες οι οποίοι πάσχιζαν να αμυνθούν με δόρατα ή με σπαθιά που είχαν αρπάξει από τους νεκρούς. Τους έκαιγε καθώς έτρεχαν, κυνηγώντας κι άλλα θύματα ή αποφεύγοντάς τον. Άρχισε να προχωράει πιο γρήγορα, πρώτα με ταχύ βήμα, ύστερα τρέχοντας, προσπερνώντας πληγωμένους που συχνά κείτονταν χωρίς να τους βοηθάει κανείς, προσπερνώντας νεκρούς. Δεν ήταν αρκετό αυτό· δεν του έφτανε, ήθελε πιο γρήγορα. Ενώ σκότωνε συνεχώς ομάδες Τρόλοκ, ήταν κι άλλοι που συνέχιζαν να σφάζουν, έστω και μόνο για να το σκάσουν.

Ξαφνικά σταμάτησε, περικυκλωμένος από νεκρούς, σε ένα φαρδύ διάδρομο. Έπρεπε να κάνει κάτι ― κάτι παραπάνω. Η Δύναμη κυλούσε στα κόκαλά του, η αμιγής πεμπτουσία της φωτιάς. Κάτι παραπάνω. Η Δύναμη πάγωνε στο μεδούλι του. Κάτι για να τους σκοτώσει όλους· όλους μονομιάς. Το μόλυσμα στο σαϊντίν κύλησε πάνω του, ένα βουνό από σαπίλα και λέρα που απειλούσε να θάψει την ψυχή του. Ύψωσε το Καλαντόρ, άντλησε από την πηγή, άντλησε ώσπου του φάνηκε ότι θα έβγαζε ουρλιαχτά παγωμένης φλόγας. Έπρεπε να τους σκοτώσει όλους.

Ακριβώς κάτω από το ταβάνι, ίσια πάνω από το κεφάλι του, ο αέρας άρχισε να περιστρέφεται αργά στην αρχή, ύστερα να γυρνά πιο γρήγορα και μετά να χωρίζεται σε λωρίδες από κόκκινο, μαύρο και ασημί. Μετά θόλωσε και γύρισε προς τα μέσα, βράζοντας πιο δυνατά, γογγύζοντας καθώς στριφογυρνούσε και μίκραινε ακόμα περισσότερο.

Ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπο του Ραντ καθώς το κοίταζε. Δεν είχε ιδέα τι ήταν, μόνο ότι γοργές ροές, τόσο πολλές που δεν μπορούσε να τις μετρήσει, τον ένωναν με τη μάζα. Είχε μάζα· ένα βάρος που μεγάλωνε, καθώς το πράγμα έπεφτε μέσα στον εαυτό του. Το Καλαντόρ άρχισε να λάμπει ακόμα περισσότερο, να γίνεται εκτυφλωτικό· έκλεισε τα μάτια του και το φως έμοιαζε να διαπερνά καυτό τα βλέφαρά του. Η Δύναμη έτρεχε μέσα του, ένας μανιασμένος χείμαρρος που απειλούσε να παρασύρει όλο του το είναι στο στρόβιλο. Έπρεπε να την αφήσει. Έπρεπε. Ανάγκασε τα μάτια του να ανοίξουν και ήταν σαν να κοίταζε όλες τις καταιγίδες του κόσμου μαζί, που είχαν συμπυκνωθεί στο μέγεθος του κεφαλιού ενός Τρόλοκ. Έπρεπε... έπρεπε... έπρεπε...

Τώρα. Η σκέψη αιωρήθηκε σαν κακαριστό γέλιο στο περιθώριο της αντίληψής του. Έκοψε τις ροές που ξεχύνονταν από μέσα του και άφησε το πράγμα να περιστρέφεται ακόμα, γογγύζοντας σαν τρυπάνι πάνω σε κόκαλο. Τώρα.

Και ήρθαν οι κεραυνοί, αστράφτοντας κατά μήκος της οροφής, δεξιά κι αριστερά, σαν ασημένια ποταμάκια. Ένας Μυρντράαλ βγήκε από ένα διπλανό διάδρομο και πριν κάνει δεύτερο βήμα, τον κάρφωσαν πέντ' έξι φλογισμένα ποτάμια, διαλύοντάς τον. Τα άλλα ποτάμια συνέχισαν να κυλούν, απλώθηκαν σε κάθε διασταύρωση του διαδρόμου, ενώ κάθε στιγμή έρχονταν να τα αντικαταστήσουν καινούρια.

Ο Ραντ δεν είχε ιδέα τι είχε κάνει, πώς δούλευε αυτό το πράγμα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν απλώς να στέκεται εκεί ριγώντας από τη Δύναμη, που τον γέμιζε με την ανάγκη να τη χρησιμοποιήσει. Έστω κι αν τον αφάνιζε. Ένιωθε Τρόλοκ και Μυρντράαλ να πεθαίνουν, ένιωθε τους κεραυνούς να χτυπούν και να σκοτώνουν. Μπορούσε να τους σκοτώσει παντού ― παντού στον κόσμο. Το ήξερε. Με το Καλαντόρ μπορούσε να κάνει τα πάντα. Και ήξερε ότι, αν το δοκίμαζε, ήταν εξίσου βέβαιο ότι θα τον σκότωνε.

Οι κεραυνοί ξεθώριασαν και έσβησαν μαζί με τους τελευταίους Σκιογέννητους· η περιστρεφόμενη μάζα συμπιέστηκε βίαια και εξαφανίστηκε με ένα δυνατό κρότο, από τον αέρα που ρουφήχτηκε. Αλλά το Καλαντόρ ακόμα έλαμπε σαν τον ήλιο· ο Ραντ έτρεμε από τη Δύναμη.

Η Μουαραίν ήταν εκεί, καμιά δεκαριά βήματα πιο πέρα, κοιτάζοντάς τον. Το φόρεμά της ήταν απείραχτο, κάθε πτυχή του γαλάζιου μεταξιού στη θέση της, αλλά τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα. Φαινόταν κουρασμένη ― και εμβρόντητη. «Πώς...; Αυτό που έκανες, δεν πίστευα πως ήταν δυνατόν». Εμφανίστηκε και ο Λαν σχεδόν τρέχοντας στο διάδρομο, με το σπαθί στο χέρι, το πρόσωπο ματωμένο, το σακάκι σχισμένο. Χωρίς να πάρει το βλέμμα της από τον Ραντ, η Μουαραίν άπλωσε το χέρι, κάνοντας τον Πρόμαχο να σταματήσει πριν την πλησιάσει. Πολύ πριν πλησιάσει τον Ραντ. Λες κι ο Ραντ ήταν τόσο επικίνδυνος, που ακόμα κι ο Λαν δεν έπρεπε να τον ζυγώσει. «Είσαι... είσαι καλά, Ραντ;»

Ο Ραντ πήρε το βλέμμα του από πάνω της και κοίταξε το πτώμα μιας μελαχρινής κοπελίτσας, σχεδόν ένα παιδί. Κείτονταν ανάσκελα, με τα μάτια ορθάνοιχτα, στυλωμένα στο ταβάνι, ενώ το αίμα σκούραινε το μπούστο του φορέματός της. Έσκυψε θλιμμένος να παραμερίσει τα μαλλιά που είχαν πέσει στο πρόσωπό της. Φως μου, ένα παιδάκι είναι. Άργησα πολύ. Γιατί δεν το έκανα νωρίτερα; Ένα παιδάκι!

«Θα βάλω να τη φροντίσουν, Ραντ», είπε μαλακά η Μουαραίν. «Δεν μπορείς να τη βοηθήσεις τώρα».

Το χέρι του έτρεμε τόσο δυνατά στο Καλαντόρ, που δυσκολευόταν να το κρατήσει. «Με αυτό μπορώ να κάνω τα πάντα». Η φωνή του ήχησε σκληρή στ' αφτιά του. «Τα πάντα!»

«Ραντ!» είπε επιτακτικά η Μουαραίν.

Αυτός δεν θέλησε να την ακούσει. Η Δύναμη ήταν μέσα του. Το Καλαντόρ φλογίστηκε και ο Ραντ ήταν η Δύναμη. Διαβίβασε, κατηύθυνε ροές στο σώμα του παιδιού, ψάχνοντας, δοκιμάζοντας, ψηλαφώντας· εκείνη πετάχτηκε όρθια, με τα χέρια και τα πόδια αφύσικα αλύγιστα και σπασμωδικά.

«Ραντ, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Όχι κάτι τέτοιο!»

Ανάσα. Πρέπει να ανασαίνει. Το στήθος της κοπέλας φούσκωνε και χαμήλωνε. Καρδιά. Πρέπει να χτυπάει. Το αίμα, που ήταν ήδη πηχτό και μαύρο, άρχισε να κυλάει αργά από την πληγή στο στήθος της. Ζήσε. Ζήσε, που να καείς! Από λάθος άργησα τόσο. Τα μάτια της τον κοίταζαν, γυάλινα. Δίχως ζωή. Χωρίς να το έχει καταλάβει, στα μάγουλά του κυλούσαν δάκρυα. «Πρέπει να ζήσει! Θεράπευσε τη, Μουαραίν. Εγώ δεν ξέρω πώς. Θεράπευσέ την!»

«Ο θάνατος δεν θεραπεύεται, Ραντ. Δεν είσαι ο Δημιουργός».

Ο Ραντ, ατενίζοντας εκείνα τα νεκρά μάτια, αποτράβηξε αργά τις ροές. Το πτώμα έπεσε βαρύ στο πάτωμα. Το πτώμα. Ο Ραντ έγειρε πίσω το κεφάλι και ούρλιαξε άγρια, σαν Τρόλοκ. Διχάλες φωτιάς καψάλισαν τους τοίχους και το ταβάνι, καθώς ξεσπούσε με σύγχυση και πόνο.

Χαλάρωσε και άφησε το σαϊντίν, το έδιωξε· ήταν σαν έσπρωχνε αγκωνάρι, σαν να έδιωχνε τη ζωή. Η δύναμη του κορμιού του χάθηκε μαζί με τη Δύναμη. Το μίασμα έμεινε, όμως, ένα στίγμα που τον πλάκωνε με σκοτάδι. Αναγκάστηκε να στηρίξει το Καλαντόρ στα πλακάκια του πατώματος και να γείρει πάνω του για να μη σωριαστεί.

«Οι άλλοι». Δυσκολευόταν να μιλήσει· πονούσε ο λαιμός του. «Η Ηλαίην, ο Πέριν, οι υπόλοιποι; Άργησα και γι' αυτούς;»

«Δεν άργησες», είπε γαλήνια η Μουαραίν. Εντούτοις, δεν τον είχε πλησιάσει άλλο κι ο Λαν φαινόταν έτοιμος να χιμήξει ανάμεσα στη Μουαραίν και τον Ραντ. «Δεν πρέπει να —»

«Είναι ακόμα ζωντανοί;» φώναξε ο Ραντ.

«Είναι», τον διαβεβαίωσε.

Αυτός ένευσε, κατάκοπος, ανακουφισμένος. Προσπάθησε να μην κοιτάξει το πτώμα της κοπελίτσας. Καθόταν και περίμενε τρεις μέρες τώρα για να χαρεί μερικά κλεμμένα φιλιά. Αν είχε κάνει την κίνηση του πριν από τρεις μέρες... Αλλά είχε μάθει πράγματα αυτές τις τρεις μέρες, πράγματα που ίσως μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει, αν τα ξεδιάλυνε στο μυαλό του. Αν. Τουλάχιστον δεν είχε αργήσει να βοηθήσει τους φίλους του. Γι’ αυτούς δεν είχε αργήσει. «Πώς μπήκαν μέσα οι Τρόλοκ; Δεν φαντάζομαι να σκαρφάλωσαν τα τείχη σαν Αελίτες, με τον ήλιο ακόμα να λάμπει. Λάμπει ακόμα;» Κούνησε το κεφάλι για να διαλύσει την αχλύ. «Δεν έχει σημασία. Οι Τρόλοκ. Πώς;»

Του απάντησε ο Λαν. «Οκτώ μεγάλες φορτηγίδες με σιτηρά έδεσαν στις αποβάθρες τις Πέτρας αργά σήμερα το απόγευμα. Απ' ό,τι φαίνεται, κανενός δεν του έκοψε να ρωτήσει γιατί αυτές οι βαρυφορτωμένες φορτηγίδες κατεβαίνουν το ποτάμι» —η φωνή του έσταζε περιφρόνηση― «γιατί έπιασαν στην Πέτρα και γιατί τα πληρώματά τους άφησαν τις καταπακτές κλειστές σχεδόν ως το ηλιοβασίλεμα. Επίσης, έφτασε ένα καραβάνι με τριάντα άμαξες —πριν από δύο ώρες― που υποτίθεται ότι μετέφεραν από την εξοχή τα πράγματα κάποιου ευγενή, που επέστρεφε στην Πέτρα. Όταν τράβηξαν τους μουσαμάδες, αποκαλύφθηκε ότι κι αυτές ήταν γεμάτες Ημιανθρώπους και Τρόλοκ. Αν ήρθαν και με άλλο τρόπο, δεν το ξέρω, προς το παρόν».

Ο Ραντ ένευσε πάλι και από το μόχθο της κίνησης λύγισαν τα γόνατά του. Ξαφνικά ο Λαν βρέθηκε δίπλα του και τον στήριξε, φέρνοντας το χέρι του Ραντ στους ώμους του. Η Μουαραίν έπιασε με τα δύο χέρια το πρόσωπο του Ραντ. Μια παγωνιά τον διέτρεξε, όχι το εκρηκτικό κρύο της πλήρους Θεραπείας, αλλά μια παγωνιά που στο διάβα της έδιωχνε την κούραση. Σχεδόν όλη την κούραση. Ένας σπόρος παρέμενε, σαν να είχε δουλέψει όλη τη μέρα σκαλίζοντας ταμπάκ. Άφησε τον Λαν, δεν χρειαζόταν πια να στηριχτεί. Ο Πρόμαχος τον κοίταζε επιφυλακτικά, επειδή ήθελε να δει αν όντως μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, ή ίσως επειδή δεν ήξερε πόσο επικίνδυνος ήταν ο Ραντ, αν είχε σώας τας φρένας.

«Άφησα λίγη κούραση σκοπίμως», του είπε η Μουαραίν. «Πρέπει να κοιμηθείς απόψε».

Να κοιμηθεί. Είχε τόσα να κάνει, δεν ήθελε να κοιμηθεί. Όμως ένευσε ξανά. Δεν ήθελε να του γίνει τσιμπούρι η Μουαραίν. «Ήταν εδώ η Λανφίαρ. Δεν είναι δικό της έργο. Έτσι είπε και την πιστεύω. Δεν φαίνεσαι ξαφνιασμένη, Μουαραίν», είπε τελικά. Άραγε θα την ξάφνιαζε η προσφορά της Λανφίαρ; Θα την ξάφνιαζε οτιδήποτε; «Ήταν εδώ η Λανφίαρ και μίλησα μαζί της. Δεν προσπάθησε να με σκοτώσει και δεν προσπάθησα να τη σκοτώσω. Και δεν σε βλέπω να ξαφνιάζεσαι».

«Αμφιβάλλω αν μπορείς να τη σκοτώσεις. Ακόμα». Έριξε μια ματιά στο Καλαντόρ, ένα ανεπαίσθητο παίξιμο των ματιών. «Έτσι χωρίς βοήθεια. Κι αμφιβάλλω αν θα προσπαθήσει να σε σκοτώσει αυτή. Ακόμα. Λίγα ξέρουμε για τους Αποδιωγμένους, και λιγότερα απ' όλους για τη Λανφίαρ, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι αγαπούσε τον Λουζ Θέριν Τέλαμον. Θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι δεν κινδυνεύεις απ' αυτήν —υπάρχουν πολλά που μπορεί να σου κάνει, ακόμα κι αν δεν σε σκοτώσει― αλλά νομίζω ότι δεν θα προσπαθήσει να σε σκοτώσει, όσο νομίζει ότι θα μπορέσει να ξανακερδίσει τον Λουζ Θέριν».

Η Λανφίαρ τον ήθελε ― η Κόρη της Νυκτός, την οποία χρησιμοποιούσαν οι μανάδες, που δεν πίστευαν και τόσο στην ύπαρξή της, για να φοβίσουν τα παιδιά. Αυτόν, πάντως, τον φόβιζε η Λανφίαρ. Ήταν για γέλια όλα αυτά. Πάντα ένιωθε ένοχος όταν κοίταζε μια γυναίκα άλλη, εκτός από την Εγκουέν, και η Εγκουέν δεν τον ήθελε, αλλά η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ ζητούσε τα φιλιά του και μια Αποδιωγμένη ισχυριζόταν ότι τον αγαπούσε. Ήταν σχεδόν για γέλια. Η Λανφίαρ έμοιαζε να ζηλεύει την Ηλαίην· ανίκανη ξεπλυμένη την είχε αποκαλέσει. Τρέλα. Τρέλα παντού.

«Αύριο». Ξεκίνησε να φύγει.

«Αύριο;» είπε η Μουαραίν.

«Αύριο θα σου πω τι θα κάνω». Ένα μέρος αυτών που θα έκανε. Του ήρθε να γελάσει, όταν σκέφτηκε τι έκφραση θα έπαιρνε το πρόσωπο της Μουαραίν έτσι και της τα έλεγε όλα. Αν τα ήξερε όλα κι ο ίδιος. Η Λανφίαρ του είχε προσφέρει το κομμάτι που έλειπε, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει. Αλλο ένα βήμα απόψε. Το χέρι που κρατούσε το Καλαντόρ στο πλευρό του τρεμούλιασε. Με αυτό μπορούσε να κάνει τα πάντα. Ακόμα δεν τρελάθηκα. Ακόμα δεν τρελάθηκα αρκετά για να κάνω κάτι τέτοιο. «Αύριο. Καλή νύχτα να έχουμε όλοι, Φωτός θέλοντος». Αύριο θα πετούσε ένα διαφορετικό κεραυνό. Έναν άλλο κεραυνό, που ίσως να έσωζε τον Ραντ. Ή να τον σκότωνε. Ακόμα δεν είχε τρελαθεί.

Загрузка...