Η Δακρινή αριστοκρατία γέμισε το μεγάλο, θολωτό θάλαμο με τις πελώριες, γυαλισμένες κολώνες από κοκκινόπετρα, οι οποίες είχαν διάμετρο τέσσερα μέτρα και ορθώνονταν σε σκιερά ύψη, πάνω από τις χρυσές λάμπες, που κρέμονταν σε χρυσές αλυσίδες. Οι Υψηλοί Άρχοντες και οι Υψηλές Αρχόντισσες είχαν παραταχτεί σε ένα χοντρό κύκλο, κάτω από το μεγάλο θόλο στην καρδιά του θαλάμου, με τους κατώτερους ευγενείς αραδιασμένους πίσω τους σε σειρές επί σειρών, φτάνοντας μέχρι πέρα, στο δάσος από κολώνες· όλοι φορούσαν τα καλύτερα βελούδα και μετάξια τους, τις καλύτερες δαντέλες τους, με φαρδιά μανίκια, ψηλά κολάρα και πλατύγυρα καπέλα, κι όλοι μουρμούριζαν ταραγμένοι, έτσι που το ψηλό ταβάνι αντιλαλούσε ήχους σαν από νευρικές χήνες. Μόνο οι ίδιοι οι Υψηλοί Άρχοντες είχαν προσκληθεί κι άλλοτε σ' αυτό το χώρο, που ονομαζόταν Καρδιά της Πέτρας, και έρχονταν μόνο τέσσερις φορές το χρόνο, στη δίδυμη προσταγή του νόμου και του εθίμου. Τώρα είχαν έρθει όσοι δεν βρίσκονταν κάπου στην επαρχία, με το κάλεσμα του νέου άρχοντά τους, του δημιουργού των νόμων και καταστροφέα των εθίμων.
Το συγκεντρωμένο πλήθος άνοιγε μπροστά στη Μουαραίν όταν καταλάβαινε ποια ήταν κι έτσι η Άες Σεντάι και η Εγκουέν προχωρούσαν σε άδειο χώρο. Η απουσία του Λαν ενοχλούσε τη Μουαραίν. Ο άνθρωπος δεν συνήθιζε να χάνεται, όταν υπήρχε περίπτωση να τον χρειαστεί· έτσι ήταν ο τρόπος του, να την παρακολουθεί λες κι αυτή δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της δίχως κηδεμόνα. Αν η Μουαραίν δεν είχε την ικανότητα να νιώθει το δεσμό που τους σύνδεε και δεν ήξερε ότι ο Λαν ήταν κοντά στην Πέτρα, ίσως να είχε ανησυχήσει.
Ο Λαν πάλευε με τα βρόχια που έριχνε γύρω του η Νυνάβε το ίδιο σκληρά που είχε παλέψει και τους Τρόλοκ στη Μάστιγα, όμως όσο κι αν πάσχιζε να το αρνηθεί, εκείνη η νεαρή τον είχε δέσει το ίδιο σφιχτά με τη Μουαραίν, αν και με άλλους τρόπους. Πιο εύκολα θα έκοβε ατσάλι με γυμνά χέρια, παρά εκείνα τα δεσμά. Δεν ήταν ακριβώς ζήλια αυτό που ένιωθε, όμως ο Λαν ήταν το όπλο της, η ασπίδα και ο σύντροφός της εδώ και πολλά χρόνια, και δεν θα τον άφηνε εύκολα να φύγει. Έκανα ό,τι έπρεπε να γίνει εκεί. Ας τον πάρει αυτή όταν πεθάνω, αλλά όχι πριν. Πού είναι αυτός ο άνθρωπος τέλος πάντων; Τι κάνει;
Μια γυναίκα με κόκκινη εσθήτα και δαντελωτό κολάρο, μια αλογομούρα Αρχόντισσα της Χώρας που λεγόταν Λέιθα, παραμέρισε με μια επιτηδευμένη κίνηση και η Μουαραίν την κοίταξε. Απλώς την κοίταξε, χωρίς να κόψει το βήμα της, αλλά η γυναίκα ανατρίχιασε και χαμήλωσε το βλέμμα. Η Μουαραίν ένευσε μόνη της. Δεχόταν το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι μισούσαν τις Άες Σεντάι, αλλά δεν ανεχόταν την απροκάλυπτη αγένεια, όταν ερχόταν να προστεθεί σε καλυμμένες μικροπροσβολές. Κι επίσης, οι υπόλοιποι έκαναν ένα ακόμα βήμα πίσω, όταν είδαν τη Λέιθα να υποχωρεί.
«Είσαι βέβαιη ότι δεν είπε τίποτα γι' αυτό που σκοπεύει να ανακοινώσει;» ρώτησε χαμηλόφωνα. Σ' αυτή την οχλοβοή, τα λόγια τους δεν ακούγονταν ούτε τρία βήματα πιο πέρα. Οι Δακρινοί τώρα κρατούσαν τέτοια απόσταση από τις δύο τους. Δεν της άρεσε να ακούνε τα λόγια της.
«Τίποτα», είπε η Εγκουέν εξίσου μαλακά. Η φωνή της έδειχνε την ίδια ενόχληση που ένιωθε και η Μουαραίν.
«Ακούστηκαν φήμες».
«Φήμες; Τι είδους φήμες;»
Η κοπέλα δεν ήξερε ακόμα να συγκρατεί καλά την έκφραση του προσώπου και τη φωνή της· ήταν φανερό ότι δεν είχε ακούσει τις ιστορίες για τα συμβάντα στους Δύο Ποταμούς. Μάλλον θα έχανε τα λεφτά της, όμως, αν στοιχημάτιζε ότι δεν τις είχε ακούσει ούτε ο Ραντ. «Θα έπρεπε να τον κάνεις να σου εκμυστηρεύεται πράγματα. Χρειάζεται ένα δεκτικό αφτί να τον ακούει. Αυτό θα τον βοηθήσει να μπορεί να μιλάει για τα προβλήματά του με κάποιον τον οποίο εμπιστεύεται». Η Εγκουέν τη λοξοκοίταξε. Είχε αρχίσει να γίνεται υπερβολικά έμπειρη για αυτές τις απλές τακτικές. Πάντως η Μουαραίν είχε πει την καθαρή αλήθεια —το αγόρι χρειαζόταν κάποιον να το ακούει και να ξαλαφρώσει από το βάρος που κουβαλούσε― η οποία ίσως βοηθούσε.
«Δεν ανοίγει την καρδιά του σε κανέναν, Μουαραίν. Κρύβει τους πόνους του κι ελπίζει να τους αντιμετωπίσει πριν το προσέξει κάποιος άλλος». Ο θυμός άστραψε στο πρόσωπο της Εγκουέν. «Το ανόητο μουλάρι!»
Η Μουαραίν ένιωσε συμπόνια για μια στιγμή. Δεν μπορούσε να περιμένει απ' αυτή την κοπέλα να δεχτεί το γεγονός ότι ο Ραντ έκανε βόλτες αλά μπρατσέτα με την Ηλαίην και τη φιλούσε σε γωνιές που νόμιζε ότι ήταν απαρατήρητοι. Και η Εγκουέν δεν γνώριζε ούτε τα μισά ακόμα. Συμμεριζόταν τη λύπη της, αλλά όχι για πολύ. Ήταν τόσο πολλά τα σημαντικά ζητήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν, ώστε η κοπέλα δεν γινόταν να τρώγεται με κάτι που ούτως ή άλλως δεν μπορούσε να έχει.
Η Ηλαίην και η Νυνάβε τώρα θα ήταν στο τρεχαντήρι, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο. Το ταξίδι τους ίσως στο τέλος να αποκάλυπτε στη Μουαραίν αν ήταν βάσιμες οι υποψίες της για τις Ανεμοευρέτριες. Αυτό, όμως, ήταν το έλασσον. Στην καλύτερη περίπτωση, εκείνες οι δύο είχαν αρκετό χρυσάφι για να αγοράσουν πλοίο και να προσλάβουν πλήρωμα —κάτι που ίσως να ήταν αναγκαίο, δεδομένων των φημών για το Τάντσικο― και θα τους περίσσευαν αρκετά για τις δωροδοκίες, που ήταν συχνά απαραίτητες με τους Ταραμπονέζους αξιωματούχους. Το δωμάτιο του Θομ Μέριλιν ήταν άδειο και οι πληροφοριοδότες της είχαν αναφέρει ότι, βγαίνοντας από την Πέτρα, μουρμούριζε για το Τάντσικο· ο Θομ θα φρόντιζε να βρουν καλό πλήρωμα και τους κατάλληλος αξιωματούχους. Το υποθετικό σχέδιο με τον Μάζριμ Τάιμ ήταν το πιθανότερο από τα δύο, όμως θα το φρόντιζαν τα μηνύματά της προς την Άμερλιν. Οι δύο νεαρές μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το λιγότερο πιθανό ενδεχόμενο, ότι ένας μυστηριώδης κίνδυνος κρυβόταν στο Τάντσικο, και τώρα δεν θα μπερδεύονταν πια στα πόδια της. Επίσης, θα ήταν μακριά από τον Ραντ. Λυπόταν μόνο που η Εγκουέν είχε αρνηθεί να πάει μαζί τους. Η Ταρ Βάλον θα ήταν το καλύτερο μέρος και για τις τρεις τους, αλλά και το Τάντσικο θα βόλευε.
«Μιας και λέμε για ανόητους, σκοπεύεις να πας στην Ερημιά, όπως λέει το σχέδιό σου;»
«Ναι», είπε σταθερά η κοπέλα. Θα έπρεπε να βρίσκεται στον Πύργο, να ασκεί τις δυνάμεις της. Τι της ήρθε της Σιουάν; Αν τη ρωτήσω, μάλλον θα μου πει κανένα από τα ρητά της για πλοία και ψάρια.
Τουλάχιστον ούτε η Εγκουέν θα μπλεκόταν πια στα πόδια της και θα την πρόσεχε η Αελίτισσα. Ίσως οι Σοφές να μπορούσαν πράγματι να τη διδάξουν κάτι για το Ονείρεμα. Το γράμμα εκείνο ήταν ό,τι πιο εκπληκτικό είχε συμβεί ― όχι ότι μπορούσε να το λάβει υπόψη της όλο. Το ταξίδι της Εγκουέν στην Ερημιά ίσως μακροπρόθεσμα να απέβαινε ωφέλιμο.
Όταν η τελευταία σειρά των Δακρινών άνοιξε μπροστά τους, σχηματίζοντας ένα μικρό ημικύκλιο, οι δυο τους βρέθηκαν να αντικρίζουν την ανοιχτή περιοχή κάτω από τον πελώριο θόλο. Η ταραχή των ευγενών ήταν πιο έντονη εδώ· πολλοί κοίταζαν τα πόδια τους σαν μουτρωμένα παιδιά, ενώ άλλοι ατένιζαν το άπειρο, κοιτώντας οπουδήποτε αλλού εκτός από κει που βρίσκονταν. Εδώ είχαν το Καλαντόρ πριν το πάρει ο Ραντ· εδώ, κάτω απ' αυτό το θόλο εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, ανέγγιχτο από κάθε χέρι εκτός από του Αναγεννημένου Δράκοντα. Στους Δακρινούς δεν άρεσε να παραδέχονται ότι η Καρδιά της Πέτρας υπήρχε.
«Η καημένη», μουρμούρισε η Εγκουέν.
Η Μουαραίν ακολούθησε το βλέμμα της κοπέλας. Η Υψηλή Αρχόντισσα Αλτέιμα, που ήδη φορούσε μια εκτυφλωτικά λευκή εσθήτα με ψηλό κολάρο και μπέρτα, όπως συνήθιζαν οι Δακρινές χήρες, παρ' όλο που ο άντρας της ακόμα αργοπέθαινε, έδειχνε την περισσότερη αυτοκυριαρχία απ' όλους τους ευγενείς. Ήταν μια λεπτή, υπέροχη γυναίκα, που την ομόρφαινε ακόμα πιο πολύ το θλιμμένο χαμόγελο της, με μεγάλα, καστανά μάτια και μακριά, μαύρα μαλλιά, που χύνονταν ως τη μέση της. Ήταν ψηλή, αν και η Μουαραίν παραδεχόταν ότι συνήθως το έκρινε αυτό με βάση το δικό της ύψος, και με αρκετά πλούσιο στήθος. Οι Καιρχινοί δεν ήταν ψηλός λαός και η Αλτέιμα θεωρούνταν κοντή ακόμα και γι' αυτούς.
«Ναι, η καημένη», είπε, αλλά όχι με συμπάθεια. Ήταν καλό που η Εγκουέν ακόμα δεν ήταν τόσο έμπειρη, ώστε να βλέπει συνεχώς πέρα από την επιφάνεια. Ήταν ήδη λιγότερο εύπλαστη απ' όσο θα έπρεπε για να είναι στην ηλικία της, καθώς και για αρκετά χρόνια ακόμα. Έπρεπε να την πλάσει κι άλλο, πριν σκληρύνει.
Ο Θομ είχε αποτύχει στην περίπτωση της Αλτέιμα. Ή ίσως δεν ήθελε να το δει· έμοιαζε να έχει μια παράξενη απροθυμία να τα βάλει με γυναίκες. Η Υψηλή Αρχόντισσα Αλτέιμα ήταν πολύ πιο επικίνδυνη από το σύζυγό της και τον εραστή της, και τους είχε και τους δύο του χεριού της. Ίσως ήταν πιο επικίνδυνη από κάθε άλλον στο Δάκρυ, είτε άντρα είτε γυναίκα. Δεν θα αργούσε να βρει άλλους να χρησιμοποιήσει. Η μέθοδος της Αλτέιμα ήταν να μένει πίσω από τις κουρτίνες και να κινεί τα νήματα. Κάτι έπρεπε να γίνει μ' αυτήν.
Η Μουαραίν κοίταξε τις σειρές των Υψηλών ευγενών ώσπου βρήκε την Εστάντα, που φορούσε κίτρινα μετάξια, ψηλό, δαντελωτό κολάρο κι ένα ασορτί καπελάκι. Η αυστηρή έκφραση σκίαζε την ομορφιά του προσώπου της και οι ματιές που έριχνε που και πού στην Αλτέιμα ήταν σαν μαχαίρια. Τα συναισθήματά μεταξύ των δυο τους ξεπερνούσαν την αντιζηλία· αν ήταν άντρες, η μια θα είχε κάνει το αίμα της άλλης να χυθεί σε κάποια μονομαχία εδώ και χρόνια. Αν οξυνόταν κι άλλο ο ανταγωνισμός τους, τότε η Αλτέιμα δεν θα είχε χρόνο να δημιουργήσει προβλήματα στον Ραντ.
Για μια στιγμή λυπήθηκε που είχε διώξει τον Θομ. Δεν της άρεσε να σπαταλά το χρόνο της με τέτοιες μικροϋποθέσεις. Αλλά ο Θομ είχε μεγάλη επιρροή στον Ραντ· ο μικρός έπρεπε να εξαρτάται από τις δικές της συμβουλές. Τις δικές της και μόνο τις δικές της. Το Φως ήξερε ότι ήταν δύστροπος, ακόμα και χωρίς άλλες παρεμβάσεις. Ο Θομ κανόνιζε την κατάσταση έτσι ώστε το αγόρι να βολευτεί και να κυβερνήσει το Δάκρυ, ενώ θα έπρεπε να προχωρήσει σε σημαντικότερα πράγματα. Όσο για το πώς θα δάμαζε τον Θομ, αυτό θα το αντιμετώπιζε αργότερα. Το θέμα τώρα ήταν ο Ραντ. Τι σκόπευε να αναγγείλει;
«Πού είναι; Φαίνεται έμαθε την πρώτη τέχνη των βασιλέων. Κάνε τους άλλους να σε περιμένουν».
Δεν συνειδητοποίησε ότι είχε μιλήσει, παρά μόνο όταν την κοίταξε έκπληκτη η Εγκουέν. Αμέσως έδιωξε την ενόχληση από το πρόσωπό της. Ο Ραντ τελικά θα εμφανιζόταν και η Μουαραίν θα μάθαινε τι σκόπευε να κάνει. Θα το μάθαινε μαζί με όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Παραλίγο να τρίξει τα δόντια της. Τι ανόητο παιδί, έτρεχε με φούρια μέσα στη νύχτα και δεν πρόσεχε τους γκρεμούς, δεν σκεφτόταν ότι θα έπεφτε και ο κόσμος, όχι μόνο ο ίδιος. Μακάρι μόνο να τον εμπόδιζε πριν ορμήσει για να σώσει το χωριό του. Ο Ραντ θα το ήθελε, μα τώρα δεν είχε περιθώριο γι' αυτό. Ίσως να μην το ήξερε· υπήρχε κι αυτή η ελπίδα.
Ο Ματ στεκόταν στην άλλη άκρη, απέναντι τους, αχτένιστος και καμπουριαστός, με τα χέρια στις τσέπες του πράσινου σακακιού του με τον ψηλό γιακά. Ήταν μισοξεκούμπωτος, ως συνήθως, και οι μπότες του ήταν φθαρμένες, σε αντίθεση με τις κομψές, προσεγμένες ενδυμασίες ολόγυρα του. Σάλεψε τα πόδια του νευρικά όταν την είδε να τον κοιτάζει και ύστερα της χάρισε ένα από τα αγενή, προκλητικά χαμόγελά του. Τουλάχιστον ήταν εκεί, μπροστά της. Ήταν μεγάλος κόπος να παρακολουθείς τον Ματ Κώθον, ο οποίος έμοιαζε να αποφεύγει τους κατασκόπους της με άνεση· ποτέ δεν έδειχνε να τους αντιλαμβάνεται, όμως εκείνοι που ήταν τα μάτια και τα αφτιά της ανέφεραν ότι έμοιαζε να εξαφανίζεται κάθε φορά που τον πλησίαζαν.
«Μου φαίνεται ότι κοιμάται με το σακάκι», είπε αποδοκιμαστικά η Εγκουέν. «Επίτηδες. Αναρωτιέμαι πού να είναι ο Πέριν». Πάτησε στις μύτες των ποδιών, προσπαθώντας να ψάξει πάνω από τα κεφάλια των συγκεντρωμένων. «Δεν τον βλέπω».
Η Μουαραίν έσμιξε τα φρύδια και κοίταξε προσεκτικά το πλήθος ― όχι ότι έβλεπε πέρα από την πρώτη σειρά. Ο Λαν θα μπορούσε να είναι ανάμεσα στις κολώνες. Δεν μπορούσε να τεντώσει το λαιμό της όμως, ή να χοροπηδήσει στις μύτες των ποδιών σαν ανυπόμονο παιδάκι. Όταν θα έπιανε στα χέρια της τον Λαν, θα του έλεγε δυο λογάκια που θα αργούσε να τα ξεχάσει. Με τη Νυνάβε να την τραβά από τη μια μεριά και τον τα'βίρεν —τουλάχιστον τον Ραντ― από την άλλη, η Μουαραίν μερικές φορές απορούσε που άντεχε τόσο πολύ ακόμα ο δεσμός τους. Τουλάχιστον ήταν χρήσιμος ο χρόνος που περνούσε με τον Ραντ· της έδινε άλλο ένα νήμα του νεαρού για να κινεί.
«Μπορεί να είναι μαζί με τη Φάιλε», είπε η Εγκουέν. «Σίγουρα δεν θα το έχει σκάσει, Μουαραίν. Ο Πέριν έχει ισχυρή την αίσθηση του καθήκοντος».
Όσο κι ένας Πρόμαχος, όπως ήξερε η Μουαραίν, κι αυτός ήταν ο λόγος που δεν τον είχε υπό επιτήρηση, όπως είχε προσπαθήσει να κάνει με τον Ματ. «Η Φάιλε προσπαθεί να τον πείσει να φύγουν, κορίτσι μου». Πιθανότατα θα ήταν μαζί της· συνήθως έτσι γινόταν. «Μη δείχνεις τόσο έκπληκτη. Συχνά συζητούν —και τσακώνονται― σε μέρη που μπορεί να τους ακούσει ο κόσμος».
«Δεν μένω κατάπληκτη επειδή το ξέρεις», είπε ξερά η Εγκουέν, «αλλά επειδή η Φάιλε προσπαθεί να τον μεταπείσει για κάτι που αυτός ξέρει ότι πρέπει να κάνει».
«Ίσως αυτή να μην το πιστεύει». Ούτε και η ίδια η Μουαραίν το πίστευε στην αρχή, δεν το είχε διακρίνει. Τρεις τα'βίρεν, όλοι συνομήλικοι, από το ίδιο χωριό· έπρεπε να είσαι τυφλός για να μην καταλάβεις ότι αυτοί οι τρεις είχαν κάποια σχέση. Όταν το έμαθε, όλα είχαν γίνει ακόμα πιο περίπλοκα. Ήταν σαν να προσπαθούσες να παίξεις με τρία χρωματιστά μπαλάκια του Θομ στο ένα χέρι, ενώ ένας επίδεσμος σου κλείνει τα μάτια· είχε δει τον Θομ να κάνει αυτό ακριβώς, αλλά η ίδια δεν θα ήθελε να δοκιμάσει. Δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να δείχνει πώς σχετίζονταν, ή αν έπρεπε να σχετίζονται· οι Προφητείες δεν μνημόνευαν συντρόφους του Αναγεννημένου Δράκοντα.
«Τη συμπαθώ», είπε η Εγκουέν. «Είναι καλή για τον Πέριν, είναι ό,τι του χρειάζεται. Και νοιάζεται βαθιά γι' αυτόν».
«Έτσι φαντάζομαι». Αν η Φάιλε γινόταν ενοχλητική, η Μουαραίν θα έπρεπε να της μιλήσει για όσα είχε κρατήσει μυστικά από τον Πέριν. Ή θα έβαζε κάποιον από τους ανθρώπους της να το κάνει. Αυτό θα της έκοβε τη φόρα.
«Το λες σαν να μην το πιστεύεις. Αγαπιούνται, Μουαραίν. Δεν το καταλαβαίνεις; Δεν μπορείς να καταλάβεις τα ανθρώπινα συναισθήματα;»
Η Μουαραίν της έριξε μια σκληρή ματιά, που την έκανε να σκύψει το κεφάλι, όπως ήταν πρέπον. Το κορίτσι αυτό ήξερε πολύ λίγα και νόμιζε ότι ξέρει πάρα πολλά. Η Μουαραίν ήταν έτοιμη να την αποπάρει, όταν από τους Δακρινούς ακούστηκαν κοφτές κραυγές έκπληξης, ίσως και φόβου.
Το πλήθος μέριασε βιαστικά και με μεγάλη προθυμία, όσοι ήταν μπροστά έσπρωξαν με βία τους πίσω για να κάνουν χώρο, ανοίγοντας ένα πλατύ πέρασμα προς το χώρο κάτω από το θόλο. Ο Ραντ προχώρησε ατάραχος στο διάδρομο, κοιτώντας ίσια μπροστά, αγέρωχος, φορώντας ένα κόκκινο σακάκι με χρυσά, σπειροειδή σχέδια κεντημένα στα μανίκια και κρατώντας το Καλαντόρ στο δεξί χέρι σαν σκήπτρο. Όμως δεν ήταν μόνο αυτός που έκανε τους Δακρινούς να ανοίξουν δρόμο. Πίσω του έρχονταν περίπου εκατό Αελίτες, με δόρατα και τόξα στα χέρια, με τα σούφα τυλιγμένα στα κεφάλια τους και με μαύρα πέπλα στο πρόσωπο, που έκρυβαν τα πάντα εκτός από τα μάτια. Της Μουαραίν της φάνηκε ότι αναγνώριζε τον Ρούαρκ μπροστά, ακριβώς πίσω από τον Ραντ, αλλά μόνο από τις κινήσεις του. Ήταν ανώνυμοι. Έτοιμοι για σκοτωμό. Ήταν φανερό πως ο Ραντ, ό,τι κι αν σκόπευε να πει, ήθελε να καταπνίξει κάθε αντίσταση, πριν προλάβει να πάρει διαστάσεις.
Οι Αελίτες σταμάτησαν, αλλά ο Ραντ συνέχισε, ώσπου στάθηκε κάτω από το κέντρο του θόλου κι ύστερα το βλέμμα του διέτρεξε τη συγκέντρωση. Φάνηκε να ξαφνιάζεται, ίσως και να ταράζεται, από την παρουσία της Εγκουέν, αλλά χάρισε στη Μουαραίν ένα εξοργιστικό χαμόγελο και στον Ματ ένα άλλο, που έκανε και τους δύο να μοιάσουν με μικρά αγοράκια όταν του το ανταπέδωσε ο Ματ. Οι Δακρινοί είχαν ασπρίσει και δεν ήξεραν τι να πρωτοκοιτάξουν, τον Ραντ με το Καλαντόρ ή τους Αελίτες με τα πέπλα· και τα δύο μπορούσαν να σημάνουν το θάνατο ανάμεσά τους.
«Ο Υψηλός Άρχοντας Σούναμον», είπε έξαφνα και με δυνατή φωνή ο Ραντ, κάνοντας τον παχουλό ευγενή να τιναχτεί, «μου εγγυήθηκε ένα σύμφωνο με το Μαγιέν, ακολουθώντας απαρέγκλιτα τις οδηγίες που του έδωσα. Το εγγυήθηκε με τη ζωή του». Γέλασε σαν να είχε πει κάτι αστείο και οι περισσότεροι ευγενείς γέλασαν μαζί του. Όχι ο Σούναμον όμως, που έμοιαζε να έχει πάθει ναυτία. «Αν αποτύχει», ανακοίνωσε ο Ραντ, «συμφώνησε να πάει στην κρεμάλα και έτσι θα γίνει». Το γέλιο κόπηκε. Το πρόσωπο του Σούναμον πήρε μια αρρωστημένη πράσινη απόχρωση. Η Εγκουέν κοίταξε μπερδεμένη τη Μουαραίν, ενώ είχε πιάσει κι έσφιγγε τη φούστα της και με τα δύο χέρια. Η Μουαραίν απλώς περίμενε· ο Ραντ δεν είχε φέρει όλους τους άρχοντες που βρίσκονταν στην περιοχή για να τους αναφέρει μια συμφωνία ή για απειλήσει ένα χοντροβλάκα. Ξέσφιξε και η ίδια τα χέρια από τις φούστες της.
Ο Ραντ έκανε έναν κύκλο, ζυγίζοντας με το βλέμμα τα πρόσωπα που έβλεπε. «Εξαιτίας αυτού του συμφώνου, σύντομα θα υπάρχουν διαθέσιμα πλοία για να μεταφέρουν τα Δακρινά σιτηρά προς τη δύση, ώστε να βρουν καινούριες αγορές». Αυτό προκάλεσε μερικούς ευχαριστημένους ψιθύρους, που γρήγορα πνίγηκαν. «Όμως δεν είναι μονάχα αυτό. Οι δυνάμεις του Δακρύου ξεκινούν μια εκστρατεία».
Υψώθηκαν ζητωκραυγές, ενθουσιώδεις ιαχές που αντήχησαν στις οροφές. Οι άντρες, ακόμα και οι Υψηλοί Άρχοντες, άρχισαν να χοροπηδούν, όρθωσαν και κούνησαν ψηλά τις γροθιές τους, πέταξαν στον αέρα τα πλατύγυρα, βελούδινα καπέλα τους. Οι γυναίκες, χαμογελώντας με ευφορία σαν τους άντρες, γέμισαν με φιλιά αυτούς που θα πήγαιναν στον πόλεμο και μύρισαν με λεπτεπίλεπτο ύφος τα μικρά, πορσελάνινα μπουκαλάκια με τα άλατα, που δεν έλειπαν από καμία Δακρινή, κάνοντας ότι θα λιγοθυμούσαν από τα νέα. «Το Ίλιαν θα πέσει!» φώναξε κάποιος και εκατοντάδες φωνές το επανέλαβαν σαν κεραυνός. «Το Ίλιαν θα πέσει! Το Ίλιαν θα πέσει! Το Ίλιαν θα πέσει!»
Η Μουαραίν είδε τα χείλη ης Εγκουέν να σαλεύουν, τις λέξεις να συντρίβονται μέσα στους αλαλαγμούς. Μπορούσε, όμως, να τα διαβάσει. «Όχι, Ραντ. Σε παρακαλώ, όχι. Σε παρακαλώ, μη». Παραπέρα από τον Ραντ, ο Ματ έσμιγε τα φρύδια, αποδοκιμάζοντας βουβά. Η ίδια, η Εγκουέν και ο Ματ ήταν οι μόνοι που δεν αγαλλιούσαν, με εξαίρεση τους άγρυπνους Αελίτες και τον Ραντ. Το χαμόγελο του Ραντ ήταν στραβό, όλο περιφρόνηση, και δεν καθρεφτιζόταν στα μάτια του. Το πρόσωπό του ήταν ιδρωμένο. Η Μουαραίν αντίκρισε το σαρκαστικό βλέμμα του και έμεινε να περιμένει. Θα ακολουθούσαν περισσότερα νέα, τα οποία, όπως υποψιαζόταν, δεν θα της άρεσαν.
Ο Ραντ ύψωσε το αριστερό χέρι. Σιγά-σιγά έπεσε σιωπή, καθώς οι μπροστινοί καλούσαν με αγωνία τους πίσω να σωπάσουν. Περίμενε ώσπου έπεσε απόλυτη σιγή. «Ο στρατός θα προχωρήσει βόρεια, στην Καιρχίν. Θα τον διοικεί ο Υψηλός Άρχοντας Μάιλαν και υπό τις διαταγές του θα είναι οι Υψηλοί Άρχοντες Γκέγιαμ, Άρακομ, Χηρν, Μάρακον και Σίμααν. Τη γενναιόδωρη χρηματοδότηση του στρατού αναλαμβάνει ο Υψηλός Άρχοντας Τορέαν, ο πλουσιότερος από σας, που θα συνοδεύσει το στρατό για να φροντίσει ότι τα χρήματά του θα δαπανώνται με σύνεση».
Νεκρική σιγή ακολούθησε αυτή την αναγγελία. Κανένας δεν σάλεψε, αν και ο ασχημούλης Τορέαν έδειξε να δυσκολεύεται να σταθεί όρθιος.
Η Μουαραίν αναγκάστηκε να υποκλιθεί νοερά στον Ραντ για τις επιλογές του. Στέλνοντας αυτούς τους επτά μακριά από το Δάκρυ, εξουδετέρωνε τις επτά πιο επικίνδυνες πλεκτάνες που εξυφαίνονταν εναντίον του, ενώ απ' αυτούς τους ανθρώπους, κανένας δεν εμπιστευόταν αρκετά τους άλλους ώστε να συνωμοτήσουν εναντίον του. Ο Θομ Μέριλιν του είχε δώσει καλές συμβουλές· προφανώς οι δικοί της κατάσκοποι δεν είχαν αντιληφθεί μερικά χαρτάκια που είχε χώσει ο βάρδος στις τσέπες του Ματ. Μα όσο για τα άλλα; Ήταν τρελό. Δεν μπορεί να του είχε δοθεί αυτή η απάντηση στην άλλη πλευρά του τερ'ανγκριάλ. Δεν ήταν δυνατόν.
Ο Μάιλαν προφανώς συμφωνούσε μαζί της, αν και όχι για τους ίδιους λόγους. Έκανε διστακτικά ένα βήμα μπροστά, ένας λιγνός, σκληροτράχηλος άντρας, που ήταν τόσο φοβισμένος ώστε φαινόταν το ασπράδι των ματιών του ολόγυρα από τις κόρες. «Άρχοντα Δράκοντα...» Κοντοστάθηκε, ξεροκατάπιε και ξανάρχισε με κάπως πιο ζωηρή φωνή. «Άρχοντα Δράκοντά μου, το να παρεμβαίνεις σε εμφύλιο πόλεμο είναι σαν να πατάς στο βάλτο. Δεκάδες φατρίες εποφθαλμιούν το Θρόνο του Ήλιου, με πλήθος συμμαχίες, που αλλάζουν καθώς προδίδονται καθημερινά. Εκτός αυτού, οι ληστές μαστίζουν την Καιρχίν σαν ψύλλοι σε αγριόχοιρο. Οι λιμοκτονούντες χωρικοί έχουν αδειάσει όλη τη χώρα. Πληροφορούμαι από αξιόπιστες πηγές ότι τρώνε φλοιούς και φύλλα. Άρχοντα Δράκοντά μου, η λέξη “βούρκος” αδυνατεί να περιγράψει —»
Ο Ραντ τον έκοψε. «Δεν θέλεις να απλωθεί η επιρροή του Δακρύου ως το Μαχαίρι του Σφαγέα, Μάιλαν; Δεν πειράζει. Ξέρω ποιος θέλω να καθίσει στο Θρόνο του Ήλιου. Δεν θα πας για να κατακτήσεις, Μάιλαν, αλλά για να επαναφέρεις το νόμο και την ειρήνη. Και για να ταΐσεις τους πεινασμένους. Υπάρχουν περισσότερα σιτηρά τώρα στις σιταποθήκες απ' όσα θα μπορούσε να πουλήσει το Δάκρυ και οι αγρότες θα έχουν ακόμα μεγαλύτερη σοδειά φέτος, εκτός αν δεν με υπακούσεις. Οι άμαξες θα τα μεταφέρουν βόρεια, πίσω από το στρατό, και αυτοί οι χωρικοί... Αυτοί οι χωρικοί δεν θα χρειάζεται πια να τρώνε φλοιούς, Άρχοντα Μάιλαν». Ο ψηλός ευγενής άνοιξε το στόμα του και ο Ραντ κατέβασε το Καλαντόρ, αγγίζοντας με τη μύτη το δάπεδο, ακριβώς μπροστά στον άλλο. «Θέλεις να ρωτήσεις κάτι, Μάιλαν;» Ο Μάιλαν, κουνώντας το κεφάλι, οπισθοχώρησε στο πλήθος, σαν να πάσχιζε να κρυφτεί.
«Ήξερα ότι δεν θα άρχιζε πόλεμο», είπε ζωηρά η Εγκουέν. «Το ήξερα».
«Λες να είναι λιγότεροι οι σκοτωμοί έτσι;» μουρμούρισε η Μουαραίν. Τι σκάρωνε ο μικρός; Τουλάχιστον δεν έτρεχε να σώσει το χωριό του, τη στιγμή που οι Αποδιωγμένοι θα αλώνιζαν τον κόσμο. «Τα πτώματα θα σχηματίζουν ψηλές στοίβες, κορίτσι μου. Δεν θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα σ' αυτό και σ' έναν πόλεμο».
Αν έκανε επίθεση στο Ίλιαν και στον Σαμαήλ, θα κέρδιζε χρόνο, ακόμα κι αν ο πόλεμος κατέληγε σε αδιέξοδο. Θα είχε χρόνο να μάθει τη δύναμη του και να κατανικήσει, ίσως, έναν από τους ισχυρότερους εχθρούς του, φοβίζοντας τους άλλους. Τι είχε να κερδίσει μ' αυτό; Ειρήνη για τη χώρα όπου είχε γεννηθεί η Μουαραίν, ανακούφιση για τους πεινασμένους Καιρχινούς· άλλοτε θα το επικροτούσε. Ήταν αξιέπαινος ο ανθρωπισμός του ― κι εντελώς παράλογος αυτή τη στιγμή. Θα προκαλούσε ένα άσκοπο αιματοκύλισμα, αντί να αντιμετωπίσει έναν εχθρό που θα μπορούσε να εξολοθρεύσει τον Ραντ, αν έβλεπε το παραμικρό ευάλωτο σημείο. Γιατί; Η Λανφίαρ. Τι του είχε πει η Λανφίαρ; Τι είχε κάνει; Οι πιθανότητες έφεραν μια παγωνιά στην καρδιά της Μουαραίν. Έπρεπε να προσέχει ακόμα περισσότερο τον Ραντ από δω και πέρα. Δεν θα του επέτρεπε να στραφεί στη Σκιά.
«Α, ναι», είπε ο Ραντ, σαν να είχε μόλις θυμηθεί κάτι. «Οι στρατιώτες δεν ξέρουν πώς να ταΐζουν πεινασμένους, έτσι δεν είναι; Γι' αυτό, νομίζω ότι θα χρειαστεί μια καλοσυνάτη, γυναικεία καρδιά. Αρχόντισσα Αλτέιμα, λυπάμαι που παρεμβαίνω στο θρήνο σου, αλλά μπορείς να αναλάβεις την επίβλεψη της διανομής των τροφίμων; Θα έχεις να ταΐσεις ένα έθνος».
Και να κερδίσει εξουσία, σκέφτηκε η Μουαραίν. Αυτό ήταν το πρώτο σφάλμα του. Εκτός, φυσικά, από το γεγονός ότι είχε προτιμήσει την Καιρχίν έναντι του Ίλιαν. Η Αλτέιμα σίγουρα θα επέστρεφε στο Δάκρυ ισότιμη του Μάιλαν ή του Γκέγιαμ, έτοιμη για περαιτέρω συνωμοσίες. Θα κατόρθωνε να βάλει να τον δολοφονήσουν, αν εκείνος δεν είχε το νου του. Ίσως να σχεδιάσει ένα ατύχημα στην Καιρχίν.
Η Αλτέιμα άπλωσε τις λευκές φούστες της και έκλινε με χάρη το γόνυ, δείχνοντας μόνο ένα μέρος της έκπληξης που ένιωθε. «Ο Άρχοντας Δράκοντας διατάζει κι εγώ υπακούω. Με μεγάλη χαρά θα υπηρετήσω τον Άρχοντα Δράκοντα».
«Είμαι βέβαιος γι' αυτό», είπε σαρκαστικά ο Ραντ. «Όσο πολύ κι αν αγαπάς το σύζυγό σου, δεν θα τον ήθελες μαζί σου στην Καιρχίν. Οι συνθήκες θα είναι δύσκολες για έναν ασθενή. Πήρα το θάρρος να τον μεταφέρω στα διαμερίσματα της Υψηλής Αρχόντισσας Εστάντα. Θα τον φροντίζει όσο απουσιάζεις και θα τον στείλει να σε συναντήσει στην Καιρχίν, όταν θεραπευτεί». Ένα σφιχτό χαμόγελο θριάμβου χαράχτηκε στο πρόσωπο της Εστάντα. Τα μάτια της Αλτέιμα γύρισαν και σωριάστηκε κάτω.
Η Μουαραίν κούνησε ανάλαφρα το κεφάλι. Στ' αλήθεια ο Ραντ ήταν πιο σκληρός από παλιά. Πιο επικίνδυνος. Η Εγκουέν έκανε να πλησιάσει την πεσμένη γυναίκα, όμως η Μουαραίν την έπιασε από τον ώμο. «Νομίζω ότι απλώς την κατέκλυσαν τα συναισθήματα. Το καταλαβαίνω, ξέρεις. Οι αρχόντισσες τη φροντίζουν». Αρκετές απ' αυτές είχαν μαζευτεί γύρω της, χτυπώντας της τα χέρια και δίνοντάς της άλατα να μυρίσει. Εκείνη έβηξε, άνοιξε τα μάτια και φάνηκε έτοιμη να λιποθυμήσει ξανά, όταν είδε την Εστάντα να στέκεται από πάνω της.
«Ο Ραντ μόλις έκανε κάτι πολύ έξυπνο, νομίζω», είπε η Εγκουέν με μια φωνή χωρίς κανένα συναίσθημα. «Και πολύ άσπλαχνο. Καλά κάνει και δείχνει να ντρέπεται».
Ο Ραντ πράγματι αυτή την έκφραση είχε, κοιτάζοντας με μια γκριμάτσα τις πλάκες του δαπέδου κάτω από τις μπότες του. Ίσως να μην ήταν τόσο σκληρός όσο προσπαθούσε να είναι.
«Δεν ήταν άδικο όμως», παρατήρησε η Μουαραίν. Η κοπέλα ήταν πολλά υποσχόμενη και σχεδόν ρουφούσε αυτά που δεν καταλάβαινε. Παρ' όλα αυτά, όμως, έπρεπε να μάθει να ελέγχει τα συναισθήματά της, να βλέπει τι έπρεπε να γίνει, όχι μόνο αυτό που επιθυμούσε να γίνει. «Ας ελπίσουμε ότι δεν θα έχει κάτι άλλο έξυπνο να κάνει σήμερα».
Ελάχιστοι στη μεγάλη αίθουσα καταλάβαιναν τι ακριβώς είχε συμβεί, μόνο ότι η λιποθυμία της Αλτέιμα είχε ταράξει τον Άρχοντα Δράκοντα. Κάτι λίγοι στο βάθος κραύγασαν «η Καιρχίν θα πέσει!» όμως οι φωνές τους δεν βρήκαν μιμητές.
«Με σένα να μας οδηγείς, Άρχοντα Δράκοντά μου, θα κατακτήσουμε τον κόσμο!» φώναξε ένας νεαρός με βλογιοκομμένο δέρμα, που κρατούσε τον Τορέαν, ίσως για να μην πέσει. Ήταν ο Εστέαν, ο μεγάλος γιος του Τορέαν· η ομοιότητα ήταν φανερή, αν και ο πατέρας ακόμα μουρμούριζε μόνος του.
Ο Ραντ σήκωσε απότομα το κεφάλι, σαν ξαφνιασμένος. Ή ίσως θυμωμένος. «Δεν θα είμαι μαζί σας. Θα... φύγω μακριά για ένα διάστημα». Αυτό φυσικά τους έκανε πάλι να σιωπήσουν. Όλα τα βλέμματα ήταν πάνω του, αλλά η δική του προσοχή ήταν στο Καλαντόρ. Το πλήθος τρόμαξε όταν ο Ραντ ύψωσε τη λεπίδα μπροστά στο πρόσωπό του. Ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του, πολύ περισσότερος από πριν. «Η Πέτρα κράτησε το Καλαντόρ πριν έρθω. Η Πέτρα θα πρέπει να το κρατήσει πάλι, μέχρι να επιστρέψω».
Ξαφνικά, το διάφανο σπαθί φλογίστηκε στα χέρια του. Το στριφογύρισε για να έρθει η λαβή από πάνω και το κατέβασε. Μέσα στο πέτρινο δάπεδο. Άγριοι, γαλαζωποί κεραυνοί πετάχτηκαν προς το θόλο ψηλά. Η πέτρα μπουμπούνισε δυνατά και η Πέτρα σείστηκε, χόρεψε, σώριασε κάτω ανθρώπους που ούρλιαζαν.
Η Μουαραίν έσπρωξε στην άκρη την Εγκουέν, που είχε πέσει πάνω της, ενώ ακόμα οι δονήσεις ταξίδευαν στην αίθουσα, και σηκώθηκε με κόπο. Τι είχε κάνει; Και γιατί; Θα έφευγε; Ήταν ο χειρότερος εφιάλτης της.
Οι Αελίτες είχαν ήδη σταθεί όρθιοι. Όλοι οι άλλοι κείτονταν αποσβολωμένοι ή ζαρωμένοι στα χέρια και τα γόνατα. Εκτός από τον Ραντ. Αυτός ήταν στηριγμένος στο ένα γόνατο και κρατούσε με τα δύο χέρια τη λαβή του Καλαντόρ, του οποίου η λεπίδα είχε χωθεί η μισή στις πέτρες του δαπέδου. Το σπαθί ήταν πάλι διαυγές κρύσταλλο. Το πρόσωπό του γυάλιζε από τον ιδρώτα. Άνοιξε τα χέρια, με τα δάχτυλα να ξεκολλούν ένα-ένα, και τα κράτησε μισόκλειστα, σαν κούπα, γύρω από τη λαβή, χωρίς να την αγγίζει. Για μια στιγμή της Μουαραίν της φάνηκε ότι θα το ξανάπιανε, αλλά αυτός σηκώθηκε με δυσκολία. Είχε πράγματι δυσκολευτεί· η Μουαραίν ήταν σίγουρη γι' αυτό.
«Αυτό να βλέπετε όσο θα λείπω». Η φωνή του ήταν πιο ανάλαφρη, έμοιαζε πιο πολύ με τη φωνή που είχε όταν τον είχε πρωτοβρεί στο χωριό του, αλλά δεν ήταν λιγότερο σίγουρη ή σταθερή απ' ό,τι πριν από λίγες στιγμές. «Να το βλέπετε και να με θυμάστε. Να θυμάστε ότι θα ξανάρθω γι' αυτό. Αν θελήσει κανείς να πάρει τη θέση μου, αρκεί να το τραβήξει». Τους κούνησε το δάχτυλο, σχεδόν ζαβολιάρικα. «Να θυμάστε, όμως, το αντίτιμο της αποτυχίας».
Έκανε στροφή επιτόπου και βγήκε από την αίθουσα, με τους Αελίτες να τον ακολουθούν. Κοιτάζοντας το σπαθί που ξεπρόβαλλε από το πάτωμα της Καρδιάς, οι Δακρινοί σηκώθηκαν όρθιοι αργά. Οι περισσότεροι έδειχναν σαν να ήταν έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια, αλλά δεν το έκαναν επειδή φοβούνταν.
«Μα τι άνθρωπος είναι!» γκρίνιαξε η Εγκουέν, ξεσκονίζοντας το πράσινο, λινό φόρεμα της. «Τρελάθηκε;» Έφερε το χέρι στο στόμα. «Αχ, Μουαραίν, δεν πιστεύω να τρελάθηκε; Τρελάθηκε; Όχι ακόμα, έτσι δεν είναι;»
«Το Φως να δώσει να μην έχει γίνει αυτό», μουρμούρισε η Μουαραίν. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια από το σπαθί, όπως και οι Δακρινοί. Στο Φως να πάει το αγόρι! Γιατί δεν μπορούσε να μείνει απαράλλαχτος ο φιλικός νεαρός που είχε γνωρίσει η Μουαραίν στο Πεδίο του Έμοντ; Τον πήρε στο κατόπι, διστακτικά στην αρχή. «Μα θα το μάθω».
Σχεδόν τρέχοντας, τον πρόφτασαν σε μια φαρδιά σάλα με υφαντά. Οι Αελίτες, με τα πέπλα ανοιχτά και κρεμασμένα τώρα, που όμως εύκολα θα τα σήκωναν, αν χρειαζόταν, παραμέρισαν χωρίς να σταματήσουν. Την κοίταξαν, όπως και την Εγκουέν, με πρόσωπα σκληρά και παγωμένα, που όμως είχαν στα μάτια την επιφυλακτικότητα που έδειχναν πάντα οι Αελίτες όταν ήταν κοντά σε Άες Σεντάι.
Πώς μπορούσαν να νιώθουν αναστάτωση μαζί της, ενώ ταυτόχρονα ακολουθούσαν τον Ραντ, αυτό η Μουαραίν δεν το καταλάβαινε. Ήταν δύσκολο να μάθει κανείς γι' αυτούς κάτι παραπάνω, μόνο αποσπασματικά στοιχεία. Απαντούσαν αβίαστα στις ερωτήσεις της ― για όλα όσα δεν την ενδιέφεραν. Οι πληροφοριοδότες της δεν είχαν βρει τίποτα, ούτε και η ίδια όταν κρυφάκουγε, και τώρα το δίκτυο των ματιών και των αφτιών της δεν προσπαθούσε καν. Είχαν σταματήσει όταν εκείνη η γυναίκα είχε βρεθεί δεμένη, φιμωμένη και κρεμασμένη από τους αστραγάλους στις επάλξεις, κοιτάζοντας έντρομη τα εκατόν είκοσι μέτρα που τη χώριζαν από το έδαφος, κι όταν ο άντρας είχε απλώς εξαφανιστεί. Ο άντρας δεν είχε ξαναφανεί· η γυναίκα, αρνούμενη να ανέβει ψηλότερα από το ισόγειο, ήταν μια διαρκής υπενθύμιση για τη Μουαραίν, μέχρι που στο τέλος την έστειλε στην εξοχή.
Ο Ραντ δεν έκοψε το βήμα όταν η Μουαραίν και η Εγκουέν τον πλεύρισαν από δεξιά κι αριστερά. Και το δικό του βλέμμα ήταν επιφυλακτικό, όμως με διαφορετικό τρόπο και με μια δόση αγανάκτησης και θυμού. «Νόμιζα ότι είχες φύγει», είπε στην Εγκουέν. «Νόμιζα ότι είχες πάει με την Ηλαίην και τη Νυνάβε. Έπρεπε να φύγεις. Ακόμα και το Τάντσικο είναι... Γιατί έμεινες;»
«Δεν θα μείνω πολύ ακόμα», είπε η Εγκουέν. «Θα πάω στην Ερημιά με την Αβιέντα, στο Ρουίντιαν, για να κάνω μαθήματα με τις Σοφές.
Ο Ραντ παραλίγο να σκοντάψει όταν η Εγκουέν ανέφερε την Ερημιά, την κοίταξε αβέβαιος και ύστερα συνέχισε με μεγάλες δρασκελιές. Τώρα έμοιαζε να έχει ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του, σε υπερβολικό βαθμό μάλιστα, σαν τσαγιέρα που βράζει με το καπάκι δεμένο και το στόμιο σφραγισμένο. «Θυμάσαι που κολυμπούσαμε στο Νεροδάσος;» της είπε χαμηλόφωνα. «Μου άρεσε να επιπλέω ανάσκελα στη λιμνούλα και να σκέφτομαι ότι το πιο δύσκολο πράγμα που θα έκανα ποτέ ήταν το όργωμα του χωραφιού, εκτός αν ήταν το κούρεμα των προβάτων. Να τα κουρεύεις από το χάραμα ως το σούρουπο, χωρίς καλά-καλά να σταματάς για να φας κάτι πριν τελειώσει η δουλειά».
«Το γνέσιμο», είπε η Εγκουέν. «Το σιχαινόμουν πιο πολύ και από το σφουγγάρισμα των πατωμάτων. Ξέρεις πώς πονάνε τα δάχτυλά σου όταν στρίβεις τις ίνες;»
«Γιατί το έκανες;» ρώτησε η Μουαραίν, πριν συνεχίσουν τις παιδικές αναμνήσεις.
Εκείνος την κοίταξε λοξά, μ' ένα χαμόγελο κοροϊδευτικό, λες και ήταν ο Ματ. «Μπορούσα λες στ' αλήθεια να την κρεμάσω εκεί μπροστά, επειδή προσπάθησε να σκοτώσει έναν άνθρωπο που σχεδίαζε να με σκοτώσει; Θα ήταν πιο δίκαιο απ' αυτό που έκανα;» Το χαμόγελο χάθηκε από το πρόσωπό του. «Υπάρχει δικαιοσύνη σε κάτι που κάνω; Ο Σούναμον θα κρεμαστεί αν αποτύχει. Επειδή εγώ το είπα. Θα του αξίζει, αφού προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση χωρίς να νοιάζεται αν πεινά ο λαός του, όμως δεν θα πήγαινε στην αγχόνη γι' αυτό. Θα κρεμαστεί επειδή εγώ είπα να τον κρεμάσουν. Επειδή το είπα».
Η Εγκουέν τον έπιασε από το μπράτσο, αλλά η Μουαραίν δεν του επέτρεψε την παρέκβαση. «Ξέρεις ότι δεν εννοούσα αυτό».
Αυτός ένευσε· τώρα το χαμόγελο του είχε κάτι τρομερό, κάτι νεκρικό πάνω του. «Το Καλαντόρ. Μ' αυτό στα χέρια μπορώ να κάνω τα πάντα. Τα πάντα. Ξέρω ότι μπορώ να κάνω τα πάντα. Τώρα, όμως, είναι ένα βάρος που έφυγε από πάνω μου. Δεν το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;» Δεν το καταλάβαινε, αν και την ενοχλούσε που ο Ραντ είχε αντιληφθεί ότι δεν το είχε καταλάβει. Έμεινε σιωπηλή και αυτός συνέχισε. «Ίσως να σε βοηθήσει αν μάθεις ότι προέρχεται από τις Προφητείες.
“Στην καρδιά χώνει το σπαθί τον,
στην καρδιά, για να κρατήσει τις καρδιές τους.
Αυτός που θα το βγάλει, θα ακολουθήσει.
Ποιο χέρι μπορεί να πιάσει τη φοβερή λεπίδα;”
«Βλέπεις; Κατευθείαν από τις Προφητείες».
«Ξεχνάς ένα πράγμα», του είπε με πνιχτή φωνή. «Τράβηξες το Καλαντόρ εκπληρώνοντας την προφητεία. Οι ασφάλειες που το κρατούσαν, περιμένοντάς σε πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια, δεν υπάρχουν πια. Δεν είναι πια το Ανέγγιχτο Σπαθί. Εγώ η ίδια θα μπορούσα να διαβιβάσω και να το βγάλω. Και το χειρότερο είναι ότι αυτό θα μπορούσε να κάνει και κάθε Αποδιωγμένος. Τι θα συμβεί αν επιστρέψει η Λανφίαρ; Δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το Καλαντόρ, ούτε κι εγώ, αλλά θα μπορούσε να το πάρει». Αυτός δεν αντέδρασε στο όνομά της. Επειδή δεν τη φοβόταν —σε αυτή την περίπτωση ήταν ανόητος― ή για άλλο λόγο; «Αν το Καλαντόρ πέσει στα χέρια του Σαμαήλ, του Ράχβιν ή κάποιου άλλου άρρενος Αποδιωγμένου, τότε θα μπορεί να το χειριστεί όπως εσύ. Για σκέψου να αντιμετωπίσεις τη δύναμη που εγκατέλειψες τόσο αμέριμνα. Σκέψου τη δύναμη αυτή στα χέρια της Σκιάς».
«Σχεδόν ελπίζω να το προσπαθήσουν». Ένα απειλητικό φως έλαμψε στα μάτια του· έμοιαζαν με γκρίζα σύννεφα γεμάτα θύελλες. «Υπάρχει μια έκπληξη, που περιμένει όποιον προσπαθήσει να πάρει το Καλαντόρ διαβιβάζοντας, Μουαραίν. Μη σου περάσει από το νου να το πας στο Λευκό Πύργο για να το φυλάξουν· δεν μπορούσα να κάνω την παγίδα επιλεκτική. Το μόνο που χρειάζεται είναι η Δύναμη για να κλείσει και να ξανανοίξει, έτοιμη να παγιδεύσει και πάλι. Δεν εγκαταλείπω το Καλαντόρ παντοτινά. Μόνο μέχρι να...» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Το Καλαντόρ θα μείνει εκεί, μέχρι να επιστρέψω για να το πάρω. Με το να είναι εκεί, θυμίζοντάς τους ποιος είμαι και τι είμαι, εξασφαλίζει ότι θα μπορώ να επιστρέψω δίχως στρατό. Είναι ένα είδος καταφυγίου, με υποκείμενα σαν την Αλτέιμα και τον Σούναμον να με καλωσορίζουν στο σπίτι μου — αν η Αλτέιμα επιζήσει από τη δικαιοσύνη που θα της επιφυλάξουν ο σύζυγος της και η Εστάντα, κι αν ο Σούναμον επιζήσει από τη δική μου. Φως μου, τι θλιβερός ιστός».
Δεν μπορούσε να την κάνει επιλεκτική ή δεν ήθελε; Η Μουαραίν σκόπευε να μην υποβαθμίζει τις ικανότητές του. Η θέση του Καλαντόρ ήταν στον Πύργο, αν δεν ήθελε να το κρατήσει όπως έπρεπε, η θέση του ήταν στον Πύργο μέχρι να θελήσει να το κρατήσει. «Μόνο μέχρι» τι; Ο Ραντ είχε αρχίσει να λέει κάτι διαφορετικό, όχι το «μέχρι να επιστρέψω» που είπε. Μα τι;
«Και πού θα πας; Ή θες να είναι κι αυτό ένα μυστήριο;» Μέσα της ορκιζόταν σιωπηλά να μην τον αφήσει να δραπετεύσει ξανά, να τον μεταπείσει με κάποιον τρόπο αν ήθελε να τρέξει στους Δύο Ποταμούς, αλλά εκείνος την ξάφνιασε.
«Δεν είναι μυστήριο, Μουαραίν, τουλάχιστον για σένα και την Εγκουέν». Κοίταξε την Εγκουέν και είπε μια λέξη. «Ρουίντιαν».
Η κοπέλα γούρλωσε τα μάτια κατάπληκτη, σαν να μην είχε ξανακούσει τη λέξη. Κι η Μουαραίν δεν ήταν λιγότερο αιφνιδιασμένη. Ένα σούσουρο ακούστηκε από τους Αελίτες, όταν όμως γύρισε το βλέμμα πίσω, προχωρούσαν χωρίς την παραμικρή έκφραση στα πρόσωπα τους. Ευχήθηκε να μπορούσε να τους στείλει αλλού, όμως δεν θα έφευγαν με δική της διαταγή και δεν ήθελε να ζητήσει από τον Ραντ να τους διώξει. Δεν θα βοηθούσε τη θέση της με τον Ραντ αν του ζητούσε χάρες, ειδικά όταν υπήρχε πιθανότητα να της αρνηθεί.
«Δεν είσαι αρχηγός φατρίας Αελιτών, Ραντ», του είπε σταθερά, «και δεν χρειάζεται να γίνεις. Ο αγώνας σου είναι από αυτή την πλευρά του Δρακοτείχους. Εκτός αν... Μήπως αυτό προέρχεται από τις απαντήσεις του τερ'ανγκριάλ; Η Καιρχίν, το Καλαντόρ και το Ρουίντιαν; Σου είπα ότι αυτές οι απαντήσεις μπορεί να είναι διφορούμενες. Μπορεί να τις παρερμήνευσες κι αυτό ίσως να αποβεί μοιραίο. Όχι μόνο για σένα».
«Πρέπει να με εμπιστευτείς, Μουαραίν. Όπως αναγκάστηκα συχνά να σε εμπιστευτώ κι εγώ». Το πρόσωπό του ήταν τόσο δυσανάγνωστο, που θα μπορούσε να είναι πρόσωπο Αελίτη.
«Προς το παρόν θα σε εμπιστευτώ. Μόνο μην περιμένεις πολύ μέχρι να ζητήσεις την καθοδήγησή μου, επειδή μπορεί να είναι πολύ αργά». Δεν θα σε αφήσω να πας στη Σκιά. Δούλεψα πολύ σκληρά, δεν θα σου το επιτρέψω τώρα. Με κάθε τρόπο.